Σπάνιο ηχητικό υλικό από το σχόλιο του Μάνου Χατζηδάκι για το «Όχι» του Μεταξά και την 28η Οκτωβρίου.
«Με αυτόν τον πανταχού παρόντα μηχανισμό των πληροφοριών και την επιρροή των σχολείων στους απροστάτευτους εγκεφάλους των ανηλίκων μελών του πληθυσμού μπορεί κανείς να εξαπατήσει ακόμα και έξυπνους ανθρώπους σε βαθμό, που να πανηγυρίζουν για την ίδια τη θανατική καταδίκη τους.» (Ε.Α. Ράουτερ «Η κατασκευή υπηκόων» εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 1982)
Επί επτά δεκαετίες καταβάλλεται αδιάκοπη προσπάθεια από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς του νεοελληνικού κρατιδίου (κυρίως από τη σχολική εκπαίδευση) να παρουσιαστεί η είσοδος της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αναπόφευκτη, αλλά και η ένταξή της στο συμμαχικό συνασπισμό ως δική της επιλογή βασισμένη στο «δίκαιο» και στον «ανθρωπισμό». «Επιλογή», που αντιφάσκει με το αναπόφευκτο της εισόδου της στον πόλεμο:
Η πραγματικότητα βέβαια είναι τελείως διαφορετική. Μια χώρα «προστατευόμενη» (δηλ. προτεκτοράτο) είναι εξ ορισμού αδύνατον να ασκεί αυτόβουλη εξωτερική (ή άλλη) πολιτική, παρά μόνο στον βαθμό, που αυτή δεν θα θίγει τα συμφέροντα των «προστατών» της. Αυτόβουλη πολιτική ασκούν ως γνωστόν μόνο οι «protectors», ποτέ οι «protected». Κατ’ αυτό τον τρόπο η είσοδος και συμμετοχή της «προστατευόμενης» Ελλάδας σε έναν τέτοιας έκτασης πόλεμο είναι αστείο να ερμηνεύεται ως η εκούσια «ηρωική» άρνηση μιας «μικρής πλην ένδοξης» χώρας να «υποταχθεί» στον κάθε «εισβολέα». Γιατί η «μικρή πλην ένδοξη» αυτή χώρα ήταν προ πολλού υποταγμένη, όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η «αντίστασή» της δεν διεξήχθη, παρά μόνο στα προδιαγεγραμμένα πλαίσια αυτής της υποταγής.
Είναι γνωστό, ότι από ιδρύσεώς του το νεοελληνικό κρατίδιο άρχισε να τελεί υπό την υψηλή επίβλεψη, «προστασία», «καθοδήγηση» κ.λπ. της Βρετανίας, η τσαρική Ρωσία παρά τις προσπάθειές της δεν κατάφερε να αποσπάσει την χώρα στη δική της σφαίρα επιρροής, ενώ η Γαλλία, λόγω των εσωτερικών της κοινωνικών προβλημάτων και συγκρούσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ουσιαστικά παραιτήθηκε από κάθε αποικιοκρατικό «δικαίωμα» στην Ελλάδα.
Δεν συνέβη απολύτως τίποτα στη νεοελληνική ιστορία από το 1828 μέχρι το 1949, που να μην διεξήχθη
Ο ερχομός του Καποδίστρια, η εγκαθίδρυση της βαυαρικής βασιλείας και των διαδόχων, τα προδιαγεγραμμένα φιάσκα, όπως αυτό του 1922, η παραχώρηση μέρους της Μακεδονίας στην Ελλάδα, η συμμετοχή της Ελλάδας στις δύο παγκόσμιες συρράξεις έγιναν εν γνώσει των ηγεσιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, με τη (φανερή ή μη) έγκρισή τους και για τους σκοπούς της αποικιοκρατικής εξωτερικής τους πολιτικής.
(τον ρόλο της συνεχίζουν έκτοτε οι Η.Π.Α.) Σε αυτά τα, οριοθετημένα από τη Βρετανία πλαίσια η Ελλάδα είχε αναλάβει έναν απολύτως καθορισμένο ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο: έπρεπε να είναι τόσο μόνο δυνατή, όσο χρειάζεται για να δημιουργήσει προβλήματα σε ενδεχόμενη ρωσική ή άλλη κάθοδο στη Μεσόγειο, αλλά και τόσο αδύναμη, ώστε να μην έχει δυνατότητα αυτόβουλης παρέμβασης σε μια περιοχή που -ας μην ξεχνιόμαστε- γειτνιάζει με τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής. Με άλλα λόγια επί βρετανικής αποικιοκρατίας
αρκετά απειλητικό για τη «γειτονιά» αλλά, όχι με αρκετά δυνατά δόντια ώστε να σκεφτεί να δαγκώσει το χέρι του αφεντικού του.
Ειδικά για τους πολέμους, στους οποίους ενεπλάκη η Ελλάδα, πότε με την επιδοκιμαστική ανοχή της Βρετανίας και πότε κατ’ εντολήν της πρέπει να επισημάνουμε, ότι ποτέ ένας λαός δεν ωφελείται από έναν πόλεμο, ακόμα κι αν ο πόλεμος αυτός «κερδηθεί».
είναι τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα (αφού αυξάνουν τους πόρους τους και τούς υπηκόους τους, επεκτείνουν γεωγραφικά τις «επενδύσεις» τους κ.λπ. ενώ στην περίπτωση που ο πόλεμος «χαθεί», τις συνέπειες τις υφίσταται πάντα το υποτελές κοινωνικό σώμα και ποτέ οι εγχώριοι κυρίαρχοι, οι οποίοι, όπως είναι ιστορικώς διαπιστωμένο, μετατρέπονται αμέσως σε -εξ ίσου ευκατάστατους- τοποτηρητές των «κατακτητών» κάτι, που είδαμε και στην Ελλάδα, τόσο επί τουρκοκρατίας, όσο και επί γερμανοϊταλοβουλγαρικής κατοχής (1)).
Η ζωή του νεοέλληνα για παράδειγμα δεν έγινε καλύτερη με την προσάρτηση και την βίαιη «ελληνοποίηση» της Μακεδονίας, στην οποία οι έλληνες αποτελούσαν τότε μια μικρή βαλκανική μειονότητα ανάμεσα στις τόσες άλλες – η Μακεδονία «ελληνοποιήθηκε» εθνολογικά πολύ αργότερα, κυρίως με προσφυγικούς πληθυσμούς από τη Μικρά Ασία, το 1922. Ο νεοέλληνας δεν απέκτησε εξ αυτού του γεγονότος ούτε καλύτερη παιδεία, ούτε καλύτερους μισθούς, ούτε καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ούτε κοινωνική πρόνοια, ούτε ποιοτικότερη και σοβαρότερη πολιτική οντότητα.
Οι μόνοι που ωφελήθηκαν από την προσάρτηση και βίαιη «ελληνοποίηση» της Μακεδονίας ήσαν κάμποσοι επιχειρηματίες, που αύξησαν τα λιμάνια τους, τους δρόμους τους, τις «επενδύσεις» τους και εν γένει τις «αγορές» τους και η χριστιανορθόδοξη Εκκλησία Α.Ε, που διεύρυνε το ποίμνιό της και το παγκάρι της. Η προσάρτηση εδαφών έφερε επίσης και την αύξηση εδράνων και κονδυλίων για βουλευτές και λοιπούς αργόσχολους.
Η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το Νοέμβριο του 1940 προκήρυξε διαγωνισμό μεταξύ των σπουδαστών της με αντικείμενο τη φιλοτέχνηση «διαφημιστικών πινάκων εθνικής σκοπιμότητος» με βάση συνθήματα, που υπέδειξε η κυβέρνηση Μεταξά. Τότε ζωγραφίστηκαν, για λόγους φυσικά προπαγάνδας και όχι καλλιτεχνικούς, οι πέρα για πέρα εξιδανικευμένες συνθέσεις των πολεμικών εικόνων, που γέμισαν έκτοτε τα σχολικά βιβλία και τους τοίχους στρατοπέδων και δημοσίων υπηρεσιών. Δεν παρέλειψαν βέβαια, να τονίσουν και τη θρησκευτική εξάρτηση της Ρωμιοσύνης ζωγραφίζοντας ανάμεσα στους στρατιώτες, τους απαραίτητους ιερείς.
Για χάρη των προαναφερθέντων έγινε η προσάρτηση και
η βίαιη «ελληνοποίηση» της Μακεδονίας, παρ’ όλο που δεν πήγαν φυσικά ούτε οι ίδιοι, ούτε οι γιοί τους να πολεμήσουν, αλλά, αντ’ αυτών έστειλαν στις σφαγές την αναλώσιμη κρεατομάζα των υπηκόων τους, αφού προηγουμένως τούς είχαν ντοπάρει με εθνικιστικό παραισθησιογόνο. Για τους ίδιους λόγους έγινε και η εισβολή στη Μικρά Ασία το 1922, μόνο που αυτή τη φορά οι βλέψεις των νεοελλήνων μεγαλεμπόρων, τραπεζιτών, πολιτικάντηδων, κλήρου και λοιπών νεοκοτσαμπασήδων δεν συμβάδιζαν με αυτές των αντιστοίχων τους στα «σύμμαχα» κράτη.
Αυτή τη φορά οι «σύμμαχοι» στην Entente δεν έκαναν τα «στραβά μάτια», όπως λίγα μόλις χρόνια πριν, όταν επέτρεψαν στο ρωμαίικο κρατίδιο να «κατακτήσει» τη Μακεδονία. Οι Βρετανοί, Ιταλοί, Γάλλοι κλπ. βιομήχανοι, «επενδυτές» και λοιποί κερδοσκόποι δεν σκόπευαν να αφήσουν την Τουρκία στα χέρια της κουτοπόνηρης τριτοκοσμικής νεοελληνικής πλουτοκρατίας, η οποία είχε πάρει παραπάνω «φόρα» από όσο έπρεπε.
Τις συνέπειες του φιάσκου τού 1922 τις λούστηκε ως γνωστόν το κυριαρχούμενο κοινωνικό σώμα δηλαδή αυτό, που είχε σταλεί στα κρεουργεία, που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται «πεδία μάχης», ή «ζώνες πολεμικών επιχειρήσεων» ενάμιση εκατομμύριο νεοέλληνες, άμαχοι και μη, νεκροί, σακατεμένοι, ξεσπιτωμένοι, εκπατρισμένοι, υποσιτισμένοι, ρακένδυτοι, άρρωστοι, άστεγοι, αγνοούμενοι, δυσμενέστατες οικονομικές συνέπειες λόγω του εισρέοντος στην Ελλάδα προσφυγικού κύματος (τις οποίες φυσικά τις υπέστη, ως συνήθως, το κυριαρχούμενο συλλογικό κοινωνικό υποζύγιο), ελεύθερη πτώση του βιοτικού επιπέδου κ.λπ.(2).
Αλλά ειδικά στην περίπτωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η βρετανική παρέμβαση υπήρξε η πλέον εξόφθαλμη και πιεστική τουλάχιστον για όποιους δεν τρέφουν γραφικές αυταπάτες περί μιας Ελλάδος «πτωχής πλην τίμιας», που αντιστάθηκε στον Άξονα γιατί …«έτσι κάνουν οι Έλληνες» και άλλα φαιδρά. Γιατί, αν υποθέσουμε ότι το νεοελληνικό κρατίδιο και όχι ο νεοελληνικός λαός είχε κάποιο συμφέρον να εμπλακεί στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο ή στη Μικρά Ασία, ωστόσο το 1940
δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος πολεμικής εμπλοκής του.
Ούτε τα εγχώρια αφεντικά πολιτικάντηδες κλήρος, εικονικοί ψευτοβιομήχανοι, παρασιτικοί μεσάζοντες και λοιποί μεταλλαγμένοι πρώην τουρκοκοτσαμπασήδες της νεοελλάδας είχαν κάποιες βλέψεις από αυτόν τον πόλεμο, οι «σύμμαχοί» τους άλλωστε -και ειδικά οι θαλασσοκράτορες Βρετανοί- τους είχαν κόψει τον επεκτατικό τους «αέρα» το 1922, αλλά ούτε και ο ελληνικός λαός είχε να περιμένει κάτι ο,τιδήποτε θετικό από έναν πόλεμο.
Παρ’ όλα αυτά
το νεοελληνικό κρατίδιο εισήλθε στον πόλεμο με φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, σαν να επρόκειτο για δική του υπόθεση. Για τη στάση του αυτή επικαλέστηκε διάφορες αστείες δικαιολογίες, οι οποίες έχουν σαν κοινό σημείο το ότι όλες τους ήσαν (και παραμένουν και σήμερα) παρμένες από την πολεμική προπαγάνδα της εποχής: Ο πόλεμος καθαγιάστηκε σαν «πατριωτικός», σαν «άμυνα της πατρίδας», ή σαν «αντιφασιστικός αγώνας» κ.α.
Είναι ευνόητο, ότι αν αυτές οι αιτιάσεις αποδειχθούν -όπως θα επιδιώξουμε στη συνέχεια- ωραιοποιήσεις προορισμένες για τα αφελή σφάγια, που θα ντυθούνε στο χακί, τότε το μοναδικό συμπέρασμα, που οδηγείται κάποιος είναι ότι:
Η Ελλάδα θα έπρεπε να αποφύγει με κάθε τρόπο την εμπλοκή της στον πόλεμο, είτε επιδιώκοντας σοβαρά μια πειστική και ξεκάθαρη ουδετερότητα, ή, αν αυτό δεν γινόταν εφικτό, μη δεχόμενη να πολεμήσει με κανένα τρόπο.
Ο μητροπολίτης Χανίων Αγαθάγγελος και ο έλληνας γενικός διοικητής Κρήτης χαιρετούν χιτλερικά
στη διάρκεια γερμανικής τελετής. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της στάσης των πολιτικών
και θρησκευτικών «παραγόντων» της χώρας, που λίγους μήνες πριν είχαν σπρώξει τον ελληνικό λαό
στο μεγαλύτερο και πιο άχρηστο αιματοκύλισμα της Ιστορίας του.
Φωτογραφία: «Οι δωσίλογοι της Κατοχής», έκδ. περιοδικού «Ιστορικά Θέματα» Νο 17.
α. Αρχικά, μια αιτίαση, υποτίθεται, «ευνόητη», σύμφωνα με την οποία η είσοδος στον πόλεμο παρουσιάζεται σαν περίπου αναπόφευκτη (συνήθης και διαχρονικά δοκιμασμένη μέθοδος όλων των εξουσιών να παρουσιάζουν σαν αναπόφευκτο αυτό που έχουν ύπουλα μεθοδεύσει), αφού η «κακή» Ιταλία μας επιτέθηκε και εμείς έπρεπε να «αμυνθούμε»
β. Μεταγενέστερα, μια αιτίαση «υπερβατική» και θεμελιωμένη σε μια «πολιτική» θεώρηση επιπέδου νεοελληνικού καφενείου, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος δεν ήταν μόνο πατριωτικοαμυντικός αλλά και … διεθνοποιημένος αντιφασιστικός. Αυτή η αιτίαση «ανακαλύφθηκε» πολύ αργότερα της έναρξης των εχθροπραξιών με την Ιταλία, στην πραγματικότητα εισήχθη από το ιδεολογικό προπαγανδιστικό οπλοστάσιο των συμμάχων.
θα πρέπει να υπενθυμισθεί, ότι ειδικά στη φλεγόμενη Μεσόγειο, υπήρξαν οι σθεναρές ουδετερότητες της (φασιστικής!) Ισπανίας και κυρίως, της γειτονικής και ίσης στρατηγικής σημασίας, Τουρκίας. Τι εμπόδιζε την Ελλάδα να πράξει το ίδιο, αλλά αντιθέτως προκάλεσε δήθεν την εναντίον της επίθεση και δήθεν την ανάγκασε να αμυνθεί; «Η στρατηγική σημασία της» λέει η νεοελληνική σχολική και δημοσιογραφική προπαγάνδα.
Ωστόσο, οι ίδιοι λόγοι, που κατέστησαν δυνατή την τουρκική ουδετερότητα θα μπορούσαν ενδεχομένως να ισχύσουν και για μια ανάλογη ελληνική. Γιατί δεν εξηγείται το πώς μια χώρα, λόγω της υποτιθέμενης στρατηγικής της σημασίας (όπως μας λένε ότι είχε η Ελλάδα), να σύρεται σε έναν πόλεμο «παρά την φιλειρηνική θέλησή της», ενώ η αμέσως διπλανή της εξακολουθεί να διατελεί σαν να βρίσκεται εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από αυτόν. Προφανώς:
– Ή η Ελλάδα δεν είχε στρατηγική σημασία τόσο μεγάλη, ώστε να θεωρηθεί αναπόφευκτη η είσοδός της στον συγκεκριμένο πόλεμο,
– ή, αν η Ελλάδα είχε την τεράστια στρατηγική σημασία, που μας παρουσιάζουν, τότε η εξ ίσου τεράστιας στρατηγικής σημασίας Τουρκία αφέθηκε, τόσο από τους Συμμάχους, όσο και από τον Άξονα, στρατηγικώς ανεκμετάλλευτη.
Το δεύτερο είναι αστείο και μόνο να το σκέφτεται κάποιος, οπότε καταλήγουμε αβίαστα, στο ότι:
τέτοια που να καθιστά αναπόφευκτο το σύρσιμό της από την μία ή από την άλλη εμπόλεμη πλευρά.
Της δόθηκε έτσι μια στρατηγική σημασία, που όπως και η Τουρκία, δεν την διέθετε αφ’ εαυτής. Αυτή ήταν η αιτία, που κατέστησε την Ελλάδα στόχο του Άξονα και ειδικά της Γερμανίας. Αλλά η Βρετανία δεν είχε καμμία δύναμη επιβολής στην περίπτωση, που η Ελλάδα αρνούνταν αυτό τον ρόλο.
Ήταν ήδη σε δυσχερή θέση σε όλα τα αποικιοκρατικά της μέτωπα: στην Ευρώπη, στην Βόρειο Αφρική, στην Άπω Ανατολή, παντού. Ωστόσο, το νεοελληνικό κρατίδιο δέχτηκε να παίξει τον ρόλο, που ήθελαν οι προτέκτορές του μόνο και μόνο επειδή έχει μάθει να λειτουργεί με τα αντανακλαστικά του
Δείχνοντας δηλαδή δουλική χαμέρπεια στους πάτρωνές του και στυγνότητα στους υπηκόους του, τους οποίους θα έστελνε αδίστακτα στο σφαγείο.
Νεοελληνικό κρατίδιο: Ένα γνήσιο δημιούργημα της αποικιοκρατίας.
Οι συνεχείς διπλωματικές επαφές με τους Βρετανούς τις παραμονές του πολέμου, η -έκδηλη σαν κοινό μυστικό- θέληση των Βρετανών να χρησιμοποιήσουν την «σύμμαχό» τους Ελλάδα σαν στρατιωτική βάση, η αστεία και κατάφωρη διπροσωπία της ελληνικής κυβέρνησης, που διακήρυττε τις φιλειρηνικές της διαθέσεις και την «ουδετερότητά» της δεν έπειθαν κανέναν, εκτός από τον -ως συνήθως- εύπιστο λαό. Το φασιστικό καθεστώς και το Φύλλο Πορείας, που τους καλούσε άμεσα να παρουσιασθούν δεν άφηνε περιθώριο για καμία σκέψη τυχόν κωλυσιεργίας στους επιστρατευμένους. Γι’ αυτό εικονίζονται στις φωτογραφίες να συνωστίζονται στα τραίνα κι όχι από … τη βιασύνη τους να πάνε να γίνουν «ήρωες». («Greece 1940-41 Εyewitnessed», Efstathiadis Group S.S., Aθήνα, 1995.)
Τα περί δήθεν διεθνούς «αντιφασιστικού» πολέμου είναι αρκετά ευκολότερο να τα καταρρίψει κάποιος. Ως γνωστόν μια Ελλάδα φασιστοκρατούμενη, υπό τον δικτάτορα του φασισμού Μεταξά δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πολεμά τον φασισμό. Παρ’ όλα αυτά, η προπαγάνδα της μεταγενέστερης αυτοαποκαλούμενης «Εθνικής Αντίστασης» εισηγήθηκε την αιτίαση του πολέμου ως δήθεν «αντιφασιστικού» (!!!) Αυτό το φαεινό προπαγανδιστικό εύρημα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το νεοελληνικό εθνοκράτος, το οποίο έχει πλέον αναγνωρίσει την «Εθνική Αντίσταση» ως έναν από τους θεμελιώδεις μύθους του. Μάλιστα στο προπαγανδιστικό αυτό εύρημα δόθηκε «αναδρομική» εξηγητική ισχύς, έτσι ώστε η είσοδος της χώρας στον πόλεμο να ερμηνεύεται ως οφειλόμενη σε μια δήθεν εξ’ αρχής αντιφασιστική στάση, παρά την ύπαρξη, κατά το πρώτο έτος του πολέμου, μιας εγχώριας φασιστικής δικτατορίας.
Στην πραγματικότητα, τα περί «αντιφασιστικού» αγώνα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια περαιτέρω θεωρητικοποίηση και
ωραιοποίηση του πολέμου. Η ωραιοποίηση αυτή, όπως άλλωστε αποδείχθηκε και από την μεταπολεμική σύρραξη των «αντιστασιακών» νεοελληνικών στρατών, στην πραγματικότητα πρόκειται για
συμμοριτοπόλεμο ελεγχόμενο από ξενοκίνητες «εθνικόφρονες», ή σταλινικές ηγεσίες/συμμορίες, ο οποίος καταχρηστικά και κατ’ ευφημισμόν ωραιοποιήθηκε ως «εμφύλιος», είχε σαν μοναδικό σκοπό να προετοιμάσει την εδραίωση των διαφαινομένων συμμαχικών μεταπολεμικών καθεστώτων και το εκ νέου μοίρασμα του πλανήτη (αφού, από το 1942 η ήττα της Γερμανίας θεωρείτο αναμενόμενη).
Αυτή ήταν στην πραγματικότητα η αποστολή των κατά τόπους «εθνικών αντιστάσεων» στις κατεχόμενες από τον Άξονα χώρες (3).
Αλλά η επινόηση του δήθεν «αντιφασιστικού» χαρακτήρα του πολέμου είχε και μια πολύ σπουδαιότερη αποστολή: να αποτρέψει τον νεοελληνικό και τους άλλους λαούς, όπου κι αν χρησιμοποιήθηκε, από το να εκμεταλλευθούν την πολεμική αναμπουμπούλα για να εξεγερθούν εναντίον των ομοεθνών αφεντικών τους. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο μεσοπόλεμος υπήρξε μια περίοδος πλήρης κοινωνικών εκρήξεων, (στη Γερμανία το 1923, στη «σοβιετική» Ρωσία, όπου συνέβησαν επανειλημμένες εργατικές -αλλά όχι και φιλοτσαρικές- εξεγέρσεις εναντίον του «εργατικού κράτους», στην Ισπανία το 1936-1939 κ.λπ.). Μερικές από αυτές εκδηλώθηκαν ως κοινωνικές συνέπειες του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Μάλιστα το παράδειγμα της συντριβής της Ισπανικής επανάστασης από
τη συμπαιγνία όλων των ισχυρών κυβερνήσεων, «δημοκρατικών», «εργατικών» και «φασιστικών» αποδεικνύει, ότι αυτό που ανησυχούσε περισσότερο τους εξουσιαστές του πλανήτη ήταν να μην προκληθεί γενικευμένη διεθνής επαναστατική ανάφλεξη, την στιγμή, που απεργάζονταν τον δικό τους πόλεμο για την
αναδιανομή του κόσμου (4).
Το ενδεχόμενο να μετατραπεί ο παγκόσμιος πόλεμος μεταξύ των αφεντικών του πλανήτη σε παγκόσμιο κοινωνικό πόλεμο, δηλαδή σε μια περίπου παγκόσμια επανάσταση των λαών εναντίον των κυριάρχων τους αποτελούσε και τον κυριότερο φόβο όλων των εξουσιαστών της εποχής. Πόσο μάλλον όταν είχαν περάσει μόλις είκοσι χρόνια από τον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο και η σιωπηρή
ανοχή των μελλοθανάτων λαών, που προορίζονταν να σταλούν για μια ακόμη φορά στο σφαγείο, θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να φτάσει στα όριά της.
Ακόμα και μια μόνο κοινωνική εξέγερση σε κάποια χώρα του συμμαχικού συνασπισμού (είτε «ελεύθερη», είτε κατεχόμενη, π.χ. στην μονίμως «άτακτη» Γαλλία, ή στην φρεσκοεξεγερμένη Ρωσία), τον απειλούσε με στρατιωτική κατάρρευση, το πρόβλημα είναι τόσο παληό, που το είχε επισημάνει και ο Πλάτων: πρόκειται απλώς για τον
προαιώνιο φόβο των κυριάρχων να μην εκδηλωθεί ανταρσία των κοινωνικώς δυσαρεστημένων σε περίπτωση πολέμου (5) Γι’ αυτό
η επίκληση από τις συμμαχικές κυβερνήσεις των αντιφασιστικών αισθημάτων των λαών τους είναι εμετικά υποκριτική: λίγους μόνο μήνες πριν το ξέσπασμα του πολέμου οι ίδιες αυτές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις είχαν χαρίσει τη νίκη στον
ισπανικό φασισμό. Η προπαγανδιστική απάτη του «αντιφασιστικού» πολέμου χρησιμοποιήθηκε από όλους τους συμμάχους ανεξαρτήτως των άλλων διαφορών τους και πέτυχε να παροχετεύσει την κοινωνική δυσαρέσκεια και υποψία για τον πόλεμο, σε ανώδυνα για την εξουσία ιδεολογικά κανάλια.
Έτσι οι λαοί προσέφεραν με περισσότερη προθυμία τον αυχένα τους στα τσεκούρια των δημίων, πιστεύοντας αφελώς, ότι αγωνίζονται για «υψηλά» ιδεώδη.
ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ -ΟΧΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ- ΑΙΤΙΟΙ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός ως κύρια αιτία τού κατοχικού λιμού 1941-42 στην Ελλάδα
Ήταν δυνατή μια διαφορετική στάση από ελληνικής πλευράς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Όταν η προπαγάνδα παρουσιάζει ως αναπόφευκτη την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο χρησιμοποιεί ως κύριο επιχείρημα το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» μεταξύ Χίτλερ και Μουσολίνι, τον Μάιο του 1939.
Οι δύο δικτάτορες είχαν μοιράσει με αυτόν τον τρόπο τις ζώνες επιρροής τους: «Η Ελλάδα βρισκόταν, φυσικά, στην πρώτη σειρά και οι δύο δικτάτορες είχαν μάλιστα αποφασίσει τον διαμερισμό της Μακεδονίας σε Ανατολική και Δυτική, την οποία θα έλεγχαν Γερμανοί και Ιταλοί αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας σαν αστυνομικό προσωπικό την συγκατοχή Βουλγάρων και Αλβανών, τους οποίους έλεγχαν.» (6) Υπό αυτές τις συνθήκες η επίθεση του Άξονα κατά της Ελλάδας παρουσιάζεται ως δήθεν προαποφασισμένη, η Ελλάδα επιχειρείται να παρουσιαστεί ως δήθεν «με την πλάτη στον τοίχο» και η ελληνική αντίσταση ως δήθεν μονόδρομος.
Τα πράγματα όμως
δεν ήσαν τόσο απλά, όπως θέλουν να μας τα παρουσιάζουν. Γιατί, όπως επισημαίνει παραστατικότατα και ο καθηγητής του Αριστοτελείου Ιωάννης Κολιόπουλος, «σταθερά και αμετάκλητα η Ελλάς όλο και περισσότερο προσχωρούσε στο στρατόπεδο της Βρετανίας και συνδεόταν κάθε μέρα και πιο πολύ με τη βρετανική πολεμική προσπάθεια. Οι σωρευτικές πιέσεις του πολέμου και η προθυμία του καθεστώτος Μεταξά και του Γεωργίου να συνεργασθεί με τη Βρετανία σε όλους τους τομείς καθιστούσαν την ελληνική ουδετερότητα μάλλον κενή περιεχομένου, παρά τις αντίθετες ελληνικές διαβεβαιώσεις προς τις χώρες του Άξονος.» [«Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ’40 οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Βρετανία 1935-1941», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996]
Η ολοένα και μεγαλύτερη
πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, ήταν που έφερε το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» και όχι το αντίστροφο, όπως προσπαθεί να μας πείσει η προπαγάνδα του ρωμαίικου κρατιδίου. Αλλά ακόμα κι αν δεχθούμε, ότι η ουδετερότητα φάνταζε τόσο δύσκολη, όσο προσπαθούν να μας την παρουσιάζουν, ακόμα και έτσι η ελληνική διπλωματία όφειλε να την εξαντλήσει ως πιθανότητα, κάτι που βέβαια δεν έκανε. Δεν ήταν φυσικά το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» ο λόγος, που η ουδετερότητα απορρίφθηκε εξ’ αρχής από την ελληνική πλευρά, παρ’ όλο που προβαλλόταν -με υποκριτικό τρόπο, που φυσικά δεν έπειθε κανέναν- ως η επίσημη ελληνική στάση.
Η ουδετερότητα δεν εξετάστηκε από την ελληνική φασιστική κυβέρνηση, ούτε καν ως ένα απομακρυσμένο ενδεχόμενο ή σαν μια υπόθεση εργασίας. Κι αυτό γιατί
η Ελλάδα ήταν υποχείριο της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα κι αν η ουδετερότητα ήταν απολύτως εφικτή, πάλι οι Βρετανοί θα απαιτούσαν και θα διέταζαν το νεοελληνικό προτεκτοράτο τους, να τούς συνδράμει στον πόλεμο. Και φυσικά, αυτό θα υπάκουε, όπως κάνει πάντα.
Εκτός όμως της ουδετερότητας υπήρχε και
η εναλλακτική λύση να μην πολεμήσει η Ελλάδα. Κατανοούμε, ότι διατυπώνοντας μια τέτοια άποψη, οι εθνικιστές, εθνοσωτήρες και λοιποί εθνοθρεμμένοι κάθε διανοητικής (υπο)στάθμης (συνήθως απαντώνται στις κατώτερες) θα αρχίσουν να εκτοξεύουν εναντίον μας κατηγορίες, που θα κινούνται ανάμεσα σε αυτές του «εθνοπροδότη» του «δειλού» του «δωσίλογου» κ.λπ. Πρόκειται για το παλιό καλό υβρεολόγιο, που ανέπτυξε η υποτιθέμενη «Εθνική Αντίσταση» τόσο στην «δεξιόστροφη» όσο και στην «αριστερόστροφη» εκδοχή της.
Αλλά η άρνηση του πολέμου από ελληνικής πλευράς θα είχε πολύ λιγότερες δυσμενείς συνέπειες για την Ελλάδα από ό,τι η προβολή μιας μάταιης αντίστασης, η οποία είχε ουσία μόνο για τους Βρετανούς. Επίσης κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει την Ελλάδα για «δειλία» ή για αθέτηση των συμμαχικών της «υποχρεώσεων» αφού κανείς δεν θα μπορούσε να απαιτήσει από αυτήν να συγκρουστεί αυτοκτονικά με τόσο ισχυρούς αντιπάλους. Η έγκαιρη διαπραγμάτευση μιας παράδοσης θα εξασφάλιζε κάποιες υποφερτές συνθήκες στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
Θρησκευτικό ντοπάρισμα των στρατιωτών με την Παναγία και οι Ιταλοί όμως, με την Μαντόνα ντοπάρονταν.
Μερικές «κουτές» ερωτήσεις
Είναι δυνατόν να μην γνώριζαν οι νεοέλληνες διπλωμάτες και πολιτικάντηδες, ότι η χώρα δεν είχε κανένα συμφέρον από αυτόν τον πόλεμο; Φυσικά και το γνώριζαν, αφού σε άλλη περίπτωση θα είχαν σπεύσει να το προτάξουν εξ αρχής ως δήθεν «συμφέρον του λαού και του τόπου». Κάτι τέτοιο όμως, όπως γνωρίζουμε, δεν το έκαναν. Δεν γνώριζαν οι νεοέλληνες διπλωμάτες και πολιτικάντηδες, ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να τα βάλει με την Ιταλία και τη Γερμανία; Όπως και συνέβη.
Δεν γνώριζαν ότι η ελληνική προέλαση στο αλβανικό μέτωπο ήταν εκ των πραγμάτων άνευ στρατηγικού στόχου και νοήματος για την Ελλάδα, εξυπηρετούσε μόνο την καθήλωση των Ιταλών στην Αλβανία, ώστε να μην επιτεθούν στους Άγγλους στην Αίγυπτο κι ότι πραγματική νίκη επί των Ιταλών δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί ούτε με αυτόν, αλλά ούτε και με κανέναν άλλον τρόπο; Δεν γνώριζαν, ότι ειδικά μετά και την εκδήλωση της γερμανικής εισβολής, ούτε η Βρετανία πίστευε στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων της (δηλαδή να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως βάση), αλλά ήθελε απλώς
να εμπλέξει την Ελλάδα σε έναν ανούσιο πόλεμο φθοράς με τους Γερμανούς; Όπως και συνέβη.
Δεν γνώριζαν, ότι η Βρετανία με αυτόν τον τρόπο καιροσκοπούσε, προσπαθώντας να κερδίσει λίγο χρόνο υπέρ της από την ελληνική αντίσταση; («βάλε τους Έλληνες να πολεμήσουν και με τους Γερμανούς, θα τους στείλουμε και μια ψευτοβοήθεια για τα μάτια του κόσμου, δύο – τρεις υποτυπωδώς οπλισμένες μεραρχίες από εικοσάχρονους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς «τσάμπα πράμ» από τις αποικίες μας κι ότι κάτσει»
Δεν γνώριζαν οι νεοέλληνες πολιτικάντηδες, ότι η κατάσταση του στρατού τους ήταν για κλάματα; Είναι δυνατόν ένας τακτικός στρατός, που πρόκειται να τα βάλει με κατά πολύ υπέρτερές του δυνάμεις, να μην έχει επιμελητεία, που θα του εξασφαλίζει, τουλάχιστον, σταθερό συσσίτιο; O παππούς του γράφοντος, που πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, διηγείτο, ότι τα Χριστούγεννα του 1940 το γεύμα τους αποτελείτο μόνο από … ένα κρεμμύδι στην καραβάνα. Είναι δυνατόν να μην έχει αρβύλες, κάλτσες και αμπέχονα; Και να τού πλέκουν οι γυναίκες στα μετόπισθεν; Όπως και συνέβη. (7)
Η αδιαφορία του αποικιοκρατούμενου κρατιδίου
απέναντι στο «κρέας», που έστειλε στο σφαγείο κορυφώθηκε με τον πιο ωμό τρόπο κατά την εκδήλωση της γερμανικής εισβολής και κατά την άτακτη υποχώρηση -και διάλυση- του ελληνικού στρατού. Τόσο οι περισσότεροι επιτελικοί αξιωματικοί, όσο και οι Βρετανοί στρατιωτικοί είχαν προτείνει ως αυτονόητη την σύμπτυξη των ελληνοβρετανικών δυνάμεων στην προσφορότερη αμυντική «γραμμή Αλιάκμονα». Σε πλήρη αντίθεση με την κοινή λογική, ο αρχιστράτηγος της δικτατορίας Παπάγος, ένας ανάλγητος στρατοκράτης, διέταξε τις ελληνικές μονάδες να παραμείνουν στην ανατολική Μακεδονία -«γραμμή οχυρών»- και στην Αλβανία.
Το αιτιολογικό του -πλήρως εναρμονισμένο με την «πολιτική» Μεταξά- ήταν, ότι δεν έπρεπε να παραδοθεί «σπιθαμή» εδάφους, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε την ολοσχερή κατάληψη και καταστροφή της χώρας. Τόσο στις διαταγές του προς τους διοικητές των μονάδων, όσο και προς τους απορημένους Βρετανούς αξιωματικούς, επαναλάμβανε την στερεότυπη απάντηση, ότι
οι στρατιώτες πρέπει να πολεμήσουν και να πεθάνουν μέχρι τον τελευταίο «δια την τιμήν των όπλων» (βλ. Ιωάννη Κολιόπουλου, «Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ’40: οι σχέσεις της Ελλάδος με την Βρετανία 1935-1941», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996).
Φυσικά το ανδρείκελο αυτό της δικτατορίας, απέκρυπτε από όσους ήσαν στο μέτωπο, ότι με την «τακτική» του αυτή επρόκειτο να κυκλωθούν και να εξοντωθούν. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι, όταν οι Έλληνες στρατιώτες αλλά και αξιωματικοί στην Αλβανία αντιλήφθηκαν, ότι επίκειτο η κύκλωσή τους από τους Γερμανούς και ότι αποκόπηκαν από τις γραμμές υποχώρησης , να παρακούσουν τις παρανοϊκές διαταγές του Παπάγου και να σταματήσουν να πολεμούν. Σημειώθηκαν πολλά περιστατικά ανταρσίας, ακόμα και φόνοι διοικητών. Σημειώθηκαν επίσης και μαζικές λιποταξίες. Πρόκειται για τις
μοναδικές πράξεις νοημοσύνης σε όλο αυτό το φρενοκομείο της «αντίστασης» στους «εισβολείς». Περιττό να πούμε, ότι ο Παπάγος απέφυγε επιμελώς να μοιραστεί με τους χιλιάδες ανύποπτους νεκρούς στρατιώτες την «τιμή των όπλων» για την οποία τους έβαλε και σκοτώθηκαν.
Δεν γνώριζαν, ότι στην περίπτωση της αναπόφευκτης ήττας, οι επιπτώσεις της ξενικής κατοχής θα ήσαν πολύ χειρότερες από ό,τι αν δεν είχε προβληθεί αντίσταση; Όπως και συνέβη. Δεν γνώριζαν ότι θα πεθάνουν άνθρωποι από τις σφαίρες, την πείνα και την αρρώστεια; Όπως και συνέβη: 700.000, περίπου το 10% τού τότε ελλαδικού πληθυσμού πέθαναν από διάφορες αιτίες. Σχεδόν όλοι αυτοί θα είχαν σωθεί, αν η προδιαγεγραμμένη κατοχή της χώρας είχε διευθετηθεί δια της διπλωματικής οδού, όπως έγινε αλλού π.χ. στη Σουηδία. Δεν γνώριζαν, ότι θα καταστραφούν υποδομές, δημόσια έργα, και δημόσια περιουσία, πράγματα, τα οποία θα ήταν απολύτως απαραίτητα, όταν ο πόλεμος, όπως όλοι γνώριζαν, κάποτε θα έληγε; (8)
Εικόνες πείνας στην κατοχική Αθήνα.
Εκατοντάδες χιλιάδες τα θύματα της κατοχικής πείνας στην Ελλάδα, ακόμα και στην ελληνική επαρχία. Ο πόλεμος δημιούργησε παντού αναμενόμενες δυσλειτουργίες στην κυκλοφορία βασικών αγαθών, αλλά στην Ελλάδα το φαινόμενο πήρε διαστάσεις πρωτόγνωρες, που δεν είχαν ούτε προηγούμενο, ούτε ανάλογο σε άλλες υπό κατοχή χώρες. Η κατάσταση χειροτέρεψε δραματικά λόγω του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού, που δεν επέτρεπε την αποστολή διατροφικής βοήθειας στις κατεχόμενες χώρες, με σκοπό να δημιουργήσει δυσάρεστες κοινωνικές καταστάσεις στους στρατούς κατοχής.
Ο ελληνικός λαός εγκαταλείφθηκε σαν σκυλί στην τύχη του από αυτούς ακριβώς, που τον έσπρωξαν να αντισταθεί «ηρωικά» και χωρίς λόγο στους εισβολείς. Μια έγκαιρη διαπραγμάτευση με τους μετέπειτα βέβαιους κατακτητές θα είχε βοηθήσει να αποφευχθεί το όνειδος των μαζικών θανάτων από ασιτία και από την συνακόλουθή της φυματίωση. Αλλά και κατά τη διάρκεια της κατοχής, δεν έβλεπαν, ότι η υποτιθέμενη «Εθνική Αντίσταση» κυοφορούσε ένα εκτεταμένο αιματοκύλισμα, το οποίο θα εκδηλωνόταν μεταπολεμικά με μαθηματική βεβαιότητα; Όπως και συνέβη. Δεν γνώριζαν, ότι οι κομματικοί «αντιστασιακοί» στρατοί, που σχηματίστηκαν στη Μέση Ανατολή και στην κατεχόμενη Ελλάδα, δεν φτιάχτηκαν για να πολεμήσουν τον εισβολέα, αλλά για να πολεμήσουν μεταξύ τους μετά την «απελευθέρωση»; Όπως και συνέβη.
Δεν γνώριζαν, ότι η συνέχιση της «Εθνικής Αντίστασης» στην κατεχόμενη Ελλάδα δεν εξυπηρετούσε κανένα στρατηγικό σκοπό (εκτός από την προετοιμασία για το μοίρασμα της μεταπολεμικής εξουσιαστικής «πίτας») και ότι δεν είχε την παραμικρή επίπτωση στην έκβαση του πολέμου, παρά μόνο έφερε περισσότερα δεινά στον πληθυσμό;(3) Αλλά και η ίδια η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο δεν είχε την παραμικρή επίπτωση στην ευνοϊκή για τους συμμάχους έκβασή του: τα περί δήθεν «βραχυκυκλώματος» που υποτίθεται ότι προκάλεσε στα γερμανικά στρατιωτικά χρονοδιαγράμματα η αντίσταση του ελληνικού στρατού (με αποτέλεσμα να καθυστερήσει υποτίθεται η γερμανική εκστρατεία στη Ρωσία και να χάσει έτσι η Γερμανία τον πόλεμο) είναι μυθεύματα για εγχώρια χρήση, τα οποία επινοήθηκαν πολύ αργότερα.
Είναι γνωστό στην παγκόσμια ιστοριογραφία ότι, οι όποιες καθυστερήσεις στη γερμανική εκστρατεία στη Ρωσία, το μεγαλύτερο και καθοριστικό λάθος των Γερμανών, οφείλονται αποκλειστικά σε εκτιμήσεις του γερμανικού επιτελείου περί της μη ετοιμότητας του γερμανικού στρατού να αναλάβει νωρίτερα ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. για παράδειγμα Alastaire Parker, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2006.)
Δεν γνώριζαν, ότι η υποτιθέμενη «Εθνική Αντίσταση» κατά τη διάρκεια της κατοχής δεν έδωσε ούτε μια πραγματική μάχη με τους Γερμανούς; Κι ότι οι αντάρτες των κομματικών στρατών/συμμοριών (Ε.Δ.Ε.Σ., Ε.Λ.Α.Σ. και τα διάφορα παραρτήματά τους) συνήθως σκότωναν ένα-δύο Γερμανούς σε κάποια «ενέδρα» και μετά την κοπανούσαν στα βουνά, ενώ τον «ηρωισμό» τους τον πλήρωναν με τη μορφή αντιποίνων οι κατά δεκάδες εκτελούμενοι άμαχοι, ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά; Όπως και συνέβη. (3)
Δεν γνώριζαν, ότι οι κομματικοί στρατοί/συμμορίες της «Εθνικής Αντίστασης» συμπεριφέρονταν σαν στρατός κατοχής και λεηλατούσαν τα χωριά με τρόπο που δεν έκαναν οι ξένοι «κατακτητές»; (3)
Δεν έβλεπαν, ότι ο πόλεμος και η συνέχισή του μέσω της «εθνικής αντίστασης», σε περίοδο κατοχής της χώρας, αύξανε την επιρροή του Βρετανικού παράγοντα στην Ελλάδα; Αλλά και ότι ο τελευταίος θα έπαιζε ισχυρότερο ρυθμιστικό ρόλο στα μεταπολεμικά ελληνικά πράγματα, όπως και συνέβη, καθιστώντας την Ελλάδα το μοναδικό ίσως απομεινάρι της αποικιοκρατίας στην Ευρώπη σε μια εποχή μάλιστα, που η βρετανική αποικιοκρατία κατέρρεε βλ. αποχώρηση Βρετανών από την Ινδία και αλλού; Φυσικά και γνώριζαν όλα τα παραπάνω, όπως και πάρα πολλά άλλα. Πώς θα μπορούσαν να μην τα γνωρίζουν, αφού οι ίδιοι τα μεθόδευσαν και τα διαχειρίστηκαν;
Απόδειξη για το ότι τα γνώριζαν είναι και το γεγονός, ότι συνέχισαν να «διαχειρίζονται» επ’ ωφελεία τους τις συνέπειες τού πολέμου επί αρκετές δεκαετίες μετά το τέλος του στον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί στην πραγματικότητα, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε για την Ελλάδα κάπου στο 1974 … Και το μόνο που άλλαξε στο μεταξύ είναι, το ότι οι Βρετανοί παραχώρησαν τη θέση τους στους Αμερικανούς.
Γερμανός αξιωματικός ανάβει το τσιγάρο ιερέα
Αυτοί, που αρχικά «ευλογούσαν» τα ελληνικά όπλα, λίγο καιρό μετά κάνανε «κολεγιές» με εκείνους,
τους οποίους τα πρώην «ευλογημένα» ελληνικά όπλα προορίζονταν να σκοτώσουν.
Η στάση της χριστιανορθοδοξίας κυμάνθηκε από την πιο ωμά συμφεροντολογική
βλ. την κατάπτυστη επιστολή των αγιορειτών στον Χίτλερ, όπου δείχνουν καθαρά,
ότι ενδιαφέρονται μόνο για την διατήρηση του καθεστώτος,
που εξασφάλιζε την περιουσία τους και καθόλου για την επιβίωση του ελληνικού λαού,
μέχρι την πιο διπρόσωπη, όπως αυτή της φωτογραφίας. «Φωτ.: Οι δωσίλογοι της Κατοχής», «Ιστορικά Θέματα», Νο 17.
Σε αντίθεση με τους πολιτικάντηδες και τους πάτρωνές τους, που γνώριζαν εξ αρχής τα πάντα, αυτός που δεν γνωρίζει τίποτα είναι -ως συνήθως- ο «κυρίαρχος» λαός, που αποδεκατίστηκε για «ιδεώδη», τα οποία πρώτοι και καλύτεροι τα «γράφουν» στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, αυτοί που τον έχουν βάλει να τα απαγγέλει σαν ποιηματάκια στις εθνικές επετείους, ή να τα ανεμίζει στις παρελάσεις. Όταν ο ηρωισμός δεν έχει πραγματικό λόγο ύπαρξης, οι δάφνες «ηρωισμού» και «αυταπάρνησης», που οι δήμιοι απονέμουν στους σφαγμένους είναι ειρωνείες, που τα θύματα απλώς δεν τις αντιλαμβάνονται.
Ο «ηρωισμός» όταν έχει σαν πηγή του την άγνοια και το, ως γνωστόν άλογο θυμικό δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα σεμνότυφο και ηθικολογικό κήρυγμα. Η μεγαλύτερη προσβολή που μπορείς να κάνεις σε ένα ηρωοποιημένο θύμα του «εθνικοπατριωτικού», ή του «αντιφασιστικού» πολέμου δεν είναι το να δείξεις ασέβεια στα σαθρά θεμέλια του «ηρωισμού» του, αλλά το να εξακολουθείς να καθαγιάζεις την θυματοποίησή του αποκαλώντας το «ήρωα».
Η μεγαλύτερη ντροπή και αυτοεξευτελισμός είναι το να τιμάς με «εθνικές» επετείους -και έτσι να διαιωνίζεις- την προσωπική και συλλογική σου θυματοποίηση. Γι’ αυτό, το δίδαγμα που πρέπει να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε από την θλιβερή αυτή επέτειο δεν είναι το τί έπρεπε να είχε κάνει το ρωμαίικο κρατίδιο, το οποίο, ως όφειλε, διεκπεραίωσε με υποδειγματική προπαγανδιστική τακτική τις ντιρεκτίβες των αποικιοκρατών εργοδοτών του. Το δίδαγμα θα πρέπει να είναι τέτοιο, που να αφορά και να ωφελεί αυτούς, που καλούνται εν ονόματι διαφόρων προπαγανδιστικών συνθημάτων και ιδεοληψιών να επωμιστούν κάθε φορά τις συνέπειες ενός πολέμου. Σε αυτή την περίπτωση ας αποφασίσει ο καθένας σε ποιά κατηγορία ανήκει.
----------------
Σημειώσεις:
(1) Βλ. την πολύ περιεκτική μελέτη «Οι δωσίλογοι της κατοχής», του Ιάκωβου Χονδροματίδη, έκδοση του περιοδικού Ιστορικά θέματα, Αθήνα 2008.
(2) Αν το Ρωμαίικο κρατίδιο ενδιαφερόταν πραγματικά για το ελληνικό έθνος, θα φρόντιζε να διασφαλίσει με πραγματικές Συνθήκες (και όχι με κουρελόχαρτα) τις ελληνικές μειονότητες, ή πληθυσμούς, που βρίσκονταν στην Μακεδονία, ή στην Μικρά Ασία, ή όπου αλλού χρειαζόταν. Αντιθέτως αυτό που έκανε ήταν να τις εγκαταλείπει συστηματικά στις διαθέσεις άλλων κρατών (Αλβανίας, Τουρκίας, Σερβίας, Βουλγαρίας κ.λπ.), έτσι ώστε να μπορεί, όποτε τού δινόταν η ευκαιρία να παραστήσει τον «ελευθερωτή» τους), που δρούσαν κατ’ εντολήν κυρίως ελληνικών παρακρατικών – παραστρατιωτικών οργανώσεων αυτοπαρουσιαζόμενοι ως «ελευθερωτές»). Η στυγνή αυτή τακτική κόστισε, όπως ξέρουμε, τα πάνδεινα στους διάσπαρτους ελληνικούς πληθυσμιακούς θύλακες των Βαλκανίων, αλλά και τον εκπατρισμό τού ευημερούντος ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία.
(3) Βλ. σχετικά το σημαντικό έργο του Α. Στίνα (φίλου του Κορνήλιου Καστοριάδη) «Ε.Α.Μ. –Ε.Λ.Α.Σ.- Ο.Π.Λ.Α.: η ειδική αποστολή της “Εθνικής Αντίστασης” στον Β΄ παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και η συμβολή της στη βιβλική καταστροφή, που εν ψυχρώ προετοιμάζουν οι δήμιοι, που κυβερνούν τους λαούς», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984.
(4) Στη wikipedia (λήμμα: «Μπενίτο Μουσολίνι») διαβάζουμε: «Το 1936 ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος δίνει στον Μουσολίνι μια καλή ευκαιρία να πετύχει πολλά κέρδη με μια και μόνο κίνηση […] Είναι ο πρώτος που προσφέρει βοήθεια στους στρατηγούς της ισπανικής Χούντας και, μάλιστα, δεν θέτει καν όρους πληρωμής του τεράστιου υλικού που αποστέλλει, ενώ ακολουθούν και Ιταλικά στρατεύματα, τάχα εθελοντών, που παίρνουν μέρος αμέσως στις μάχες μετά την αποβίβασή τους στη Σεβίλλη.
Η Βρετανία και η Γαλλία -και παράλληλα και οι ΗΠΑ- κρατούν ουδέτερη στάση, η δε Αγγλία είναι προκλητικά υπέρ των φρανκιστών. Παρά τις αποδείξεις από Ιταλούς αιχμαλώτους, ότι μια ξένη χώρα εισβάλλει στην Ισπανία, η Κοινωνία των Εθνών, με την αφόρητη πίεση της Βρετανίας, αρνείται να εξετάσει τα στοιχεία που προσκομίζονται. […] Η δε Γαλλία, από την πλευρά της προτιμά να προσποιηθεί, ότι δεν βλέπει προς κάθε κατεύθυνση. Ιταλικά βομβαρδιστικά υπερίπτανται των εδαφών των Γαλλικών αποικιών Μαρόκου και Αλγερίας βοηθώντας τον Φράνκο χωρίς καν να εμποδίζονται ή να τους ζητείται άδεια διέλευσης, ενώ στα Πυρηναία οι λαθρέμποροι οδηγούν μέσα από στενά μονοπάτια ανθρώπους, που θέλουν να πολεμήσουν για την Δημοκρατία. Οι ΗΠΑ με την σειρά τους εφοδιάζουν με πετρέλαιο τον Μουσολίνι δηλώνοντας, ότι πρόκειται για απλό “φωτιστικό υλικό, που δεν έχει σχέση με τον πόλεμο” παρ’ όλο που καταλήγει στα μηχανοκίνητα των Ιταλο-Γερμανών.».
Να προσθέσουμε επίσης, ότι ο Στάλιν έστειλε ως βοήθεια άφθονο πολεμικό υλικό και Ρώσους πράκτορες στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας. Η «βοήθεια» αυτή χρησιμοποιήθηκε πισώπλατα από τους κομμουνιστές εναντίον των εξεγερμένων Ισπανών τη στιγμή, που αυτοί ήσαν απασχολημένοι με τον πόλεμο εναντίον του Φράνκο. Αυτή υπήρξε και η κυριότερη αιτία της νίκης του φασισμού στην Ισπανία.
(5) Δυόμιση χιλιετίες πρωτύτερα, ο -ολιγαρχικός- Πλάτων (Πολιτεία VIII, 551 d-e) είχε παραδεχθεί, ότι οι ολιγαρχικοί δεν είναι ικανοί να κάνουν πόλεμο, «γιατί είναι αναγκασμένοι, ή να οπλίσουν το πλήθος, οπότε θα το φοβούνται περισσότερο από τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου». Οι σημερινοί κυρίαρχοι, διαθέτοντας το όπλο της προπαγάνδας μπορούν να εξοπλίζουν με ελεγχόμενο τρόπο τα πλήθη, που σκοπεύουν να σύρουν στους πολέμους τους. Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχει πάψει να τους απασχολεί το ενδεχόμενο κοινωνικής ανταρσίας στα μετόπισθεν.
(6) Wikipedia, λήμμα «Μπενίτο Μουσολίνι».
(7) Επικρίσεις κατά του Γενικού Επιτελείου και της κυβέρνησης προκάλεσε η παραμέληση κάθε πολεμικής προετοιμασίας για ενδεχόμενο πραγματοποίησης επίθεσης από την Ιταλία, ακόμη και η εκπόνηση ενός πολεμικού σχεδίου, που να καλύπτει τον κίνδυνο αυτό. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αντιστράτηγος Παπάγος, θα επιρρίψει την ευθύνη για τις παραλείψεις αυτές, μεταπολεμικά φυσικά, στην κυβέρνηση.
Μεγαλύτερη ίσως ευθύνη έφερε και η στρατιωτική ηγεσία. Δεν εξηγείται μιά από τις σοβαρότερες ίσως παραλείψεις της: η δημιουργία των προϋποθέσεων, με την προμήθεια του απαιτουμένου υλικού και τη κατάλληλη σύνθεση των στρατιωτικών μονάδων, για την οργάνωση στρατού εκστρατείας, που θα διέθετε μηχανοκίνητες αυτοδύναμες μονάδες, με την ευκινησία και αποτελεσματικότητα που απαιτούσαν τόσο οι νέες θεωρίες περί πολέμου, όσο και τα εκτεταμένα σύνορα της χώρας. Αντί αυτού, η στρατιωτική ηγεσία έμεινε παρέμενε προσκολλημένη στην απαρχαιωμένη τακτική του αμυντικού πολέμου των συνόρων και των οχυρώσεων.
Το Γενικό Επιτελείο προετοιμαζόταν για έναν πόλεμο στα πρότυπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όταν πρόβαλε από τη μεριά της Ιταλίας η απειλή ενός πολέμου, που ουσιαστικά αχρήστευε, το έως τότε πολεμικό σχέδιο για την άμυνα της χώρας, προσπάθησε να οικονομήσει τα πράγματα χωρίς μεγάλη πίστη στην αποτελεσματική αντίσταση κατά της Ιταλίας. Αυτό που χαρακτηρίζει τις εκτιμήσεις του Γενικού Επιτελείου, από τον Απρίλιο του 1939 και ως τις πρώτες νίκες του ελληνικού σρατού στην Ήπειρο, είναι η απαισιοδοξία για τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντίστασης κατά των Ιταλών στη γραμμή των συνόρων.
Η απαισιοδοξία αυτή είναι έκδηλη, ιδίως στις διαταγές του Γενικού Επιτελείου προς τις μονάδες προκάλυψης στην Ήπειρο την ίδια περίοδο. («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1978, τόμος ΙΕ΄, σελ. 412.). Παρ’ όλα αυτά οι αρχικές ελληνικές επιτυχίες ξάφνιασαν μόνο και μόνο επειδή ούτε και ο ιταλικός στρατός αποδείχθηκε τόσο σύγχρονος, όσο ήθελε να δείχνει.
(8) Τεράστιες ήταν κι οι υλικές ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Υπολογίζεται, ότι περίπου 23.000 οικοδομές καταστράφηκαν από 28 Οκτωβρίου 1940 έως το τέλος Μαρτίου 1941. Μεγάλη ήταν και η επίπτωση του πολέμου στην οικονομία της χώρας. Η επιστράτευση μεγάλου μέρους του ανδρικού πληθυσμού και η επίταξη ιπποειδών, που την εποχή εκείνη αποτελούσαν αναντικατάστατα «εργαλεία» όχι μόνο για τις γεωργικές εργασίες, αλλά και για τις μεταφορές ιδίως στις γεωργικές περιοχές, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η γεωργική παραγωγή. Η κτηνοτροφία επίσης ελαττώθηκε κατά 50-60% έναντι της προπολεμικής περιόδου. Οι εξαγωγές μεταλλευμάτων το 1940 έπεσαν στο 29% και το 1941 στο 6% των προπολεμικών. («1940-44: Χάσαμε 900.000 Έλληνες», Στρατηγού ε.α. Δημητρίου Γεδεών, τέως υποδιευθυντή Ιστορίας Στρατού, «Ιστορικά», έκδ. εφημ. «Ελευθεροτυπία», 27 Οκτ. 1999.)