Η παλαιά Βουλή
Το 1832 η Ε' Εθνοσυνέλευση Ναυπλίου στο Ναύπλιο ψήφισε το «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε και ο Όθων βασίλευσε χωρίς σύνταγμα μέχρι το Μάρτιο του 1844. Σύνταγμα παραχωρήθηκε μετά από την εξέγερση της Γ' Σεπτεμβρίου 1843. Αυτό το Σύνταγμα του 1844 (τ.Α' 5/18.3.1844), εγκαθίδρυσε τη συνταγματική μοναρχία και βασίστηκε αρκετά στο γαλλικό σύνταγμα του 1830 και το βελγικό του 1831.
Μετά την ανατροπή του Όθωνα ψηφίστηκε στην Αθήνα, Σύνταγμα του 1864 (τ.Α' 48/17.11.1864), το οποίο εισήγαγε τον θεσμό της βασιλευομένης δημοκρατίας. Το σύνταγμα του 1864 αναθεωρήθηκε με το Σύνταγμα του 1911 (τ.Α' 127/1.6.1911) ενώ τα έτη 1920 και 1924 αποπειράθηκε να αναθεωρηθούν ξανά αλλά η διαδικασία διακόπηκε λόγω επαναστατικών πράξεων.
Το 1926 συντάχθηκε το «Σύνταγμα της τριακονταμελούς επιτροπής» το οποίο δεν ίσχυσε αφού συντάχθηκε νέο από αναθεωρητική βουλή που ψήφισε το «Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας» με το οποίο το πολίτευμα μετατρεπόταν σε αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το 1935 επανήρθε η μοναρχία με το σύνταγμα του 1864/1911 αλλά μετά την δικτατορία της 4 Αυγούστου 1936 έπαυσαν να ισχύουν ουσιώδεις διατάξεις του. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το σύνταγμα αναθεωρήθηκε το 1952.
Η δικτατορία παρουσίασε νέο Σύνταγμα το 1968 το οποίο επικυρώθηκε στο δημοψήφισμα του ίδιου έτους και ένα νεώτερο το 1973 που επίσης επικυρώθηκε με δημοψήφισμα το 1973, το οποίο έπαυσε να έχει ισχύ με την πτώση της το 1974, οπότε μετά από το Δημοψήφισμα του 1974 που διεξάχθηκε τη 8η Δεκεμβρίου 1974, το πολίτευμα της Ελλάδας μετατράπηκε ξανά σε αβασίλευτη δημοκρατία και συντάχθηκε νέο Σύνταγμα του 1975 (τ.Α' 111/9.6.1975) από την πέμπτη Αναθεωρητική Βουλή και τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουνίου 1975, το οποίο ισχύει σήμερα όπως αναθεωρήθηκε το 1986 (τ.Α' 23/14.3.1986), το 2001 (τ.Α' 85/18.4.2001) και το 2008 (τ.Α' 120/27.6.2008).
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1911 (2)
Εισαγωγή
Η χρησιμότητα της μελέτης της συνταγματικής ιστορίας είναι πολλαπλή. Η γνώση της εξέλιξης των συνταγματικών θεσμών βοηθά ως ακολούθως :
(α) Την ερμηνεία του ισχύοντος συνταγματικού δικαίου, καθώς πολλοί από τους θεσμούς του έχουν δοκιμασθεί στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ορθότερη στάθμισή τους στα σημερινά δεδομένα, με βάση την εμπειρία της εφαρμογής τους σε άλλες περιστάσεις.
(β) Τη συνειδητοποίηση της ιστορικής σχετικότητας των σημερινών θεσμών, στο μέτρο που τους εντάσσει σε μία μακρά ιστορική πορεία, έτσι ώστε να καθιστά δυνατή τη μελέτη αλλά και την ενδεχόμενη κριτική τους, όχι με τα απόλυτα μέτρα των ουτοπικών αφαιρέσεων, αλλά με τα αυστηρά κριτήρια του συγκεκριμένου γίγνεσθαι.
Αυτό πρέπει να τονισθεί διότι στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, παρατηρείται τόσο στον επιστημονικό, όσο και στον πολιτικό λόγο η τάση, οι σημερινοί θεσμοί να κρίνονται ενόψει κάποιου (ανύπαρκτου) ιδεατού μοντέλου δημοκρατικής οργάνωσης της πολιτείας, και όχι με αφετηρία τα συγκεκριμένα δεδομένα της χώρας.
Με αποτέλεσμα, στο όνομα της επίκλησης κάποιων ιδεατών προτύπων, η προβληματική πάνω στους συνταγματικούς θεσμούς, να αποσπάται συχνά από τα υπαρκτά προβλήματα και να κινείται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας. Αντίθετα, η γνώση της συνταγματικής ιστορίας, επιτρέποντας συγκρίσεις τόσο στο χώρο, όσο και στο χρόνο, καθιστά δημιουργικότερη τη συζήτηση, καθώς μας επιτρέπει να έχουμε επίγνωση της συγκεκριμένης πραγματικότητας με την οποία ασχολούμαστε.
(γ) Η συνταγματική ιστορία αποτελεί, επίσης, οδηγό πολιτικής συμπεριφοράς. Πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν είναι πιθανό, αν εφαρμοστούν πάλι, να οδηγήσουν σε ανάλογα αποτελέσματα. Από την άποψη αυτή, η συνταγματική ιστορία διδάσκει, αφού, όσο και αν οι καταστάσεις αλλάζουν, έχει παρατηρηθεί πώς αντίστοιχες συμπεριφορές είναι δυνατόν να έχουν παραπλήσιες συνέπειες.
(δ) Τέλος, η συνταγματική ιστορία, έχοντας ως επίκεντρο τους πολιτικούς θεσμούς, διευκολύνει τη γενική ιστορική έρευνα, βοηθώντας μία αμεσότερη κατανόηση των αντιτιθέμενων ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων. Κι αυτό διότι, γύρω από τη διαμόρφωση, τη σκοπιμότητα και την εφαρμογή των πολιτικών θεσμών, αποκρυσταλλώνονται πιο ανάγλυφα παρ’ ότι σε άλλα πεδία οι συγκρουόμενες τάσεις, με αποτέλεσμα η επισήμανση των συμπτώσεων και των διαφορών στις απόψεις των πολιτικών υποκειμένων να καθίσταται ευκολότερη.
1. Ιστορικό Υπόβαθρο της Δημιουργίας του Συντάγματος του 1911
Το Σύνταγμα του 1864 , το οποίο για τα ελληνικά δεδομένα υπήρξε πράγματι μακρόβιο, αναθεωρήθηκε το 1911. Η αναθεώρηση πραγματοποιήθηκε χωρίς την τήρηση του άρθρου 107. Όπως όλες σχεδόν οι «αναθεωρήσεις» των ελληνικών Συνταγμάτων, έτσι και η αναθεώρηση του 1911 δεν έγινε σε ομαλές συνταγματικοπολιτικές συνθήκες.
Η ιστορία της αρχίζει με την έναρξη της περιόδου του ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού, που σηματοδοτείται με την άνοδο στην εξουσία της (72ης) κυβέρνησης «θερινών διακοπών» του Δ. Ράλλη. Στις 7 Ιουλίου 1909 χωρίς να διαθέτει τη δεδηλωμένη, καθόσον η παράταξη Θεοτόκη εξακολουθούσε να διατηρεί την πλειοψηφία, κυβέρνηση σχηματίζει ο Δ. Ράλλης, αρχηγός μέχρι τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πρόκειται για κυβέρνηση κατά τύπους συγγνωστής μειοψηφίας.
Ο Δ. Ράλλης ζήτησε από τον Γεώργιο τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή εκλογών, επειδή η κομματική σύνθεση της Βουλής δεν προσέφερε δυνατότητες εξασφάλισης ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Ο Γεώργιος δεν συγκατατέθηκε στη διάλυση και ο Ράλλης παρέμεινε μέχρι τη νέα σύνοδο της Βουλής, με την ελπίδα του σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού. Η κυβέρνηση Ράλλη, που ονομάστηκε «κυβέρνησις θερινών διακοπών» παραιτήθηκε στις 15 Αυγούστου 1909, την ημέρα εκδήλωσης του στρατιωτικού κινήματος.
Η κυβέρνηση αυτή ανήλθε χωρίς τη δεδηλωμένη, χωρίς να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης κατά τη διάρκεια των 37 ημερών που διατηρήθηκε και που συνέπιπταν με τις θερινές διακοπές της Βουλής. Θέλησε να αναλάβει ρόλο προεκλογικής κυβέρνησης, πλην όμως δεν το κατόρθωσε. Αλλά και η παραίτησή της οφείλεται σε διαφωνία με τον στρατιωτικό σύνδεσμο και όχι σε τελική καταψήφισή της.
Την κυβέρνηση Ράλλη διαδέχθηκε η 73η «ανορθωτική» κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη. Στις 15 Αυγούστου 1909, την ημέρα δηλαδή εκδήλωσης του στρατιωτικού κινήματος, πρωθυπουργός διορίστηκε ο αρχηγός του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη «Εθνικού Κόμματος», Κυρ. Μαυρομιχάλης, ο οποίος και δέχτηκε τους όρους του στρατιωτικού συνδέσμου. Η «ανορθωτική» κυβέρνηση Μαυρομιχάλη διορίστηκε χωρίς τη δεδηλωμένη, είναι πάντως δύσκολο να γίνεται λόγος για δεδηλωμένη κάτω από τις περιστάσεις αυτές.
Η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη διετηρείτο «με την αναγκαστική εμπιστοσύνη» της βουλής, κάτω από την πίεση των στρατιωτικών, και την απειλή ανοικτής στρατιωτικής επέμβασης, την οποία ο Μαυρομιχάλης φρόντιζε να υπενθυμίζει στους άλλους πολιτικούς αρχηγούς και κατόρθωσε την επιψήφιση πολλών νομοσχεδίων.
Το μέτρο της επίδρασης αυτής φάνηκε στις 4 Νοεμβρίου με την επιψήφιση εκλογικής μεταρρύθμισης, που έθιγε τα συμφέροντα βουλευτών, η οποία όπως δήλωσε ο Μαυρομιχάλης, ισοδυναμούσε με ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής προς την κυβέρνηση. Πέντε μήνες μετά τον διορισμό της, τον Ιανουάριο του 1910, παραιτήθηκε η κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη. Η απομάκρυνση της κυβέρνησης ανήκε στους όρους του στρατιωτικού συνδέσμου.
Ακολούθησε η 74η μεταβατική κυβέρνηση Στ. Δραγούμη. Στις 15 Ιανουαρίου 1910 το συμβούλιο του συνδέσμου υπέδειξε ως νέο πρωθυπουργό, με ψήφους 8 υπέρ κα 4 κατά, τον Στ. Δραγούμη. Ο Βενιζέλος ανέλαβε την πρωτοβουλία να ανακοινώσει τα αποτελέσματα και να προβεί στις τελικές συνεννοήσεις. Στις 16 Ιανουαρίου συγκαλείται το συμβούλιο του στέμματος, όπου επιτυγχάνεται συμφωνία των βασικών παραγόντων της πολιτικής ζωής και η έξοδος προς την κοινοβουλευτική ομαλότητα.
Στις 18 Ιανουαρίου 1910, κυβέρνηση σχημάτισε ο Στ. Δραγούμης με υπουργό στρατιωτικών τον αρχηγό του στρατιωτικού συνδέσμου Νικ. Ζορμπά. Η κυβέρνηση Δραγούμη μπορεί να χαρακτηριστεί μεταβατική. Η όχι ανεπηρέαστη προαπόφαση των πολιτικών δυνάμεων στο συμβούλιο του στέμματος, προσδίδει στην κυβέρνηση Δραγούμη – τυπικά – τη δεδηλωμένη.
Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί δεν επιτρέπουν να γίνεται λόγος κατά κυριολεξία για δεδηλωμένη. Το κοινοβουλευτικό σύστημα δε λειτουργεί ανεπηρέαστα, αλλά κάτω από την πίεση εξωκοινοβουλευτικής δύναμης, του στρατιωτικού συνδέσμου. Ιδιαίτερη όμως σημασία έχει ότι διατηρούνται τα κοινοβουλευτικά προσχήματα. Από αυτή την άποψη και μόνο θα μπορούσε να λεχθεί ότι η μεταβατική κυβέρνηση Δραγούμη διέθετε τη δεδηλωμένη.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1910 έγινε εκλογή προέδρου της β’ έκτακτης συνόδου της βουλής. Εκλέχθηκε σχεδόν παμψηφεί ο κυβερνητικός υποψήφιος Ν. Τσαμαδός. Την κυβέρνηση Δραγούμη στήριξαν κοινοβουλευτικά όλα τα κόμματα. Την επομένη ο πρωθυπουργός με τις προγραμματικές δηλώσεις, αναγνωρίζει την «ιδιόρρυθμη» προέλευση και σχηματισμό της κυβέρνησης και τονίζει ότι βασική αποστολή της είναι η διεξαγωγή εκλογών και η σύγκληση αναθεωρητικής βουλής.
Στη συνεδρίαση της βουλής της 18ης Φεβρουαρίου 1910 ψηφίστηκε με 150 ψήφους υπέρ και 11 κατά, πρόταση του βουλευτή Βοκοτόπουλου και 17 άλλων βουλευτών μεταξύ των οποίων και οι Ράλλης και Θεοτόκης, για την αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 107 για το ίδιο θέμα έπρεπε να αποφασίσει και πάλι η βουλή της επόμενης περιόδου. Μετά από συμφωνία των κομμάτων, στην οποία δεν έφερε αντιρρήσεις ο βασιλιάς, συντμήθηκε η διαδικασία.
Στις 30 Ιουνίου 1910 κηρύχτηκε η λήξη της βουλευτικής περιόδου και προκηρύχθηκαν εκλογές διπλής αναθεωρητικής βουλής. Η κυβέρνηση Δραγούμη, τελευταία της παλαιάς περιόδου, διεξήγαγε τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910, αφετηρία μιας νέας περιόδου της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, παρέμεινε δύο μήνες μετά τις εκλογές και παραιτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1910. Η έναρξη εργασιών της νέας βουλής έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1910. Στις 27 Σεπτεμβρίου εκλέγεται πρόεδρος της βουλής ο Κ. Έσλιν.
Με διάταγμα της 12ης Οκτωβρίου 1910 διαλύθηκε η αναθεωρητική βουλή. Στις εκλογές που επακολούθησαν δεν έλαβαν μέρος τα παλαιά πολιτικά κόμματα. Την κυβέρνηση Δραγούμη διαδέχθηκε η 75η μακρόβια κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου. Στις 6 Οκτωβρίου 1910 ο Ελ. Βενιζέλος, που ήδη είχε εκλεγεί πρώτος βουλευτής Αττικοβοιωτίας, σχηματίζει την πρώτη κυβέρνησή του.
Ο Βενιζέλος, όταν του ανατέθηκε η πρωθυπουργία, διέθετε μικρή κοινοβουλευτική ομάδα 15 βουλευτών. Δε διέθετε, επομένως, τη δεδηλωμένη. Όμως από τις εκλογές του Αυγούστου 1910, κανένα κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Η κυβέρνηση Βενιζέλου πέτυχε τελικά ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής. Παρά την παροχή εμπιστοσύνης, μετά από πρωτοβουλία του Βενιζέλου διαλύεται στις 12 Οκτωβρίου η πρώτη αναθεωρητική βουλή και προκηρύσσονται εκλογές.
Από τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, από τις οποίες εξήλθε – ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο – νικητής ο Ελ. Βενιζέλος, προήλθε η Β’ αναθεωρητική βουλή. Η Β’ Αναθεωρητική βουλή συνήλθε στις 8 Ιανουαρίου 1911 και διατηρήθηκε ένα χρόνο και τρείς μήνες. Η Β’ Αναθεωρητική βουλή θεώρησε ότι δε δεσμευόταν από το ψήφισμα της 18ης Φεβρουαρίου 1910 και η αναθεώρησε επεκτάθηκε και σε διατάξεις άλλες πέραν εκείνων που είχε καθορίσει το παραπάνω ψήφισμα. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η Ιουνίου 1911 και η ισχύς του άρχισε από την επομένη.
Την αναθεώρηση του 1911 χαρακτηρίζει η τάση για οργάνωση και εμπέδωση του «κράτους δικαίου», αλλά και γενικότερα «του στοιχείου του φιλελευθερισμού εις το δημοκρατικόν πολίτευμα». Με την αναθεώρηση του 1911 ενισχύθηκε η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Μεταβολές επήλθαν μεταξύ άλλων, στην εξέλεγξη του κύρους των βουλευτικών εκλογών. Επίσης, εισήχθη η μονιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων και η ισοβιότητα των δικαστικών.
Επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως διοικητικό δικαστήριο και ως σώμα αρμόδιο για την επεξεργασία των προτάσεων νόμων και των σχεδίων κανονιστικών διαταγμάτων. Μεταβολές επήλθαν, επίσης, στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία και απλοποιήθηκε. Η συνταγματική αναθεώρηση του 1911 παρέλειψε να καθιερώσει ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα και διατηρήθηκε το προηγούμενο πλέγμα διατάξεων του Συντάγματος του 1864.
Η αναθεώρηση του 1911 αποτελούσε πράγματι μία ευκαιρία για τη γραπτή expressis verbis καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα, της αρχής της διατήρησης, αλλά και της αρχής της δεδηλωμένης. Η μη ρητή καθιέρωση δε σήμαινε ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν αναγνωριζόταν στον συνταγματικοπολιτικό χώρο, ότι δεν περιεχόταν στο Σύνταγμα του 1864 ή ότι επηρέασε την εφαρμογή του. Το Σύνταγμα και μετά την αναθεώρηση του 1911 εξακολούθησε, όσον αφορά το κοινοβουλευτικό σύστημα, να εφαρμόζεται, όπως και πριν από αυτή.
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος τέθηκε το ζήτημα, αν η αναθεωρητική βουλή δίκαια μετατρέπεται σε τακτική ή αν επιβάλλεται η προσφυγή στις εκλογές για την ανάδειξη νέας αναθεωρητικής βουλής. Ο Βενιζέλος υποστήριξε τη δεύτερη άποψη. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 11 Μαρτίου 1912. Οι εκλογές αυτές έδωσαν και πάλι τη νίκη στον Ελ. Βενιζέλο με 146 έδρες, σε σύνολο 181. Η κυβέρνηση Βενιζέλου διατηρήθηκε μέχρι το 1915, οπότε και παραιτήθηκε δύο φορές για την αυτή αιτία και δύο φορές διαλύθηκε η βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές.
2. Τα Χαρακτηριστικά του Συντάγματος του 1911 και η Πρώτη Εφαρμογή του
Η Β’ Αναθεωρητική Βουλή τροποποίησε ή συμπλήρωσε 54 συνολικά άρθρα από τα 110 του Συντάγματος του 1864 και είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις μεταβολές που επέφερε – σε ό, τι αφορά ιδίως την οργάνωση και την άσκηση των εξουσιών – εμπνέονταν άμεσα από τις θέσεις που είχε υποστηρίξει πάνω στα ίδια θέματα ο Χαρίλαος Τρικούπης, 20-30 χρόνια νωρίτερα. Δε θα ήταν συνεπώς αυθαίρετο να υποστηριχθεί ότι η συγγένεια των περί πολιτείας αντιλήψεων του Τρικούπη και του Βενιζέλου – συγγένεια που γενικά πανθομολογείται – συνάγεται και από τις συγκεκριμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που οι δύο πολιτικοί εισήγαγαν ή προσπάθησαν να εισαγάγουν.
Οι κυριότερες μεταβολές που επέφερε η Β’ Αναθεωρητική Βουλή στο σύνταγμα του 1864 ήταν οι ακόλουθες :
(α) Ανέθετε τον έλεγχο του κύρους των βουλευτικών εκλογών, όχι πια στη Βουλή, αλλά σε ειδικό δικαστήριο (εκλογοδικείο), που απαρτιζόταν από αρεοπαγίτες και εφέτες (άρθρο 73).
(β) Επεξέτεινε τα ασυμβίβαστα προς το βουλευτικό αξίωμα έργα, απαιτώντας και από τους στρατιωτικούς να παραιτούνται προτού ανακηρυχθούν υποψήφιοι και καθιέρωνε ορισμένα νέα ασυμβίβαστα της ιδιότητας του βουλευτή προς ιδιωτικές θέσεις σε προνομιούχες επιχειρήσεις (άρθρο 71).
(γ) Μείωνε το κατώτερο όριο εκλογιμότητας των βουλευτών, από το 30ό στο 25ο έτος (άρθρο 70).
(δ) Απλούστευε τη νομοθετική διαδικασία, περιορίζοντας την κωλυσιεργία και συντομεύοντας τους σχετικούς χρονικούς περιορισμούς (άρθρα 56 και 57).
(ε) Ίδρυε Δικαστήριο Συγκρούσεως Καθηκόντων και Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (άρθρα 101 και 103) και επανίδρυε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο (άρθρα 82-86), που όμως ούτε τότε έμελλε να συγκροτηθεί.
(στ) Βελτίωνε την προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας, καθιερώνοντας τη μονιμότητα των εισαγγελέων, αντεισαγγελέων και κατώτερων δικαστικών, και ιδρύοντας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα τοποθετούσε, μετέθετε και προήγαγε τους μόνιμους και ισόβιους δικαστικούς υπαλλήλους (άρθρα 88 και 90).
(ζ) Απλούστευε την αναθεωρητική διαδικασία (άρθρο 108).
(η) Καθιέρωνε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 102).
(θ) Παρείχε πρόσθετες νομικές εγγυήσεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, και ειδικότερα της φορολογικής ισότητας (άρθρο 3), της προσωπικής ασφάλειας (άρθρο 5), του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11) και του ασύλου της κατοικίας (άρθρο 12).
(ι) Διεύρυνε τις περιπτώσεις για τις οποίες θα ήταν επιτρεπτή ή αναγκαστική απαλλοτρίωση, ορίζοντας ταυτόχρονα ότι τη σχετική αποζημίωση θα καθόριζαν πάντοτε τα δικαστήρια (άρθρο 17).
(ια) Καθιέρωνε την υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση (άρθρο 16).
(ιβ) Καθιέρωνε και πάλι το θεσμό της κατάστασης πολιορκίας, σε συνδυασμό με αναστολή των κυριοτέρων εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών, μόνο για την αντιμετώπιση εξωτερικών κινδύνων (: εμπόλεμη κατάσταση ή γενική επιστράτευση), απαιτώντας για την έκδοση του σχετικού διατάγματος άδεια της Βουλής (άρθρο 91).
(ιγ) Θέσπιζε ως επίσημη γλώσσα του κράτους, εκείνη «εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα», απαγορεύοντας κάθε επέμβαση «προς παραφθοράν» της.
Με εξαίρεση τις δύο τελευταίες από τις παραπάνω μεταβολές, που εξέφραζαν ένα συντηρητικό πνεύμα και μία αδιαμφισβήτητη ανασφάλεια, και που η μεν πρώτη υιοθετήθηκε υπό την επήρεια της οδυνηρής ήττας του 1897, ενώ η δεύτερη υπό την πίεση των οπαδών της καθαρεύουσας, το σύνολο των τροποποιήσεων και συμπληρώσεων που επέφερε το σύνταγμα του 1864 η ΄Β Αναθεωρητική Βουλή χαρακτηρίζονται από ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι ο συνταγματικός νομοθέτης του 1911 απέφυγε να πραγματοποιήσει μεγάλες τομές και καταπιάστηκε μόνο με δευτερεύοντες ατέλειες του πολιτεύματος, διοχετεύοντας έτσι σε κατ’ αρχήν «ανώδυνα» θέματα τον ριζοσπαστισμό του. Η παρατήρηση αυτή, όση βάση αλήθειας και αν περιέχει, δεν ευσταθεί γιατί υποτιμά δύο στοιχεία : πρώτον, το ότι ένα σύνταγμα, πέρα από το άθροισμα επί μέρους διατάξεων, εκφράζει κάθε φορά μία πολιτειακή θέση.
Και η θέση που εξέφραζε το σύνταγμα 1864/1911 ήταν η αποδοχή της αρχής του κράτους δικαίου και όλων των πολύ συγκεκριμένων και πρακτικών επιπτώσεων που η κατ’ αρχήν αυτή επιλογή συνεπαγόταν, τόσο στο πεδίο της άσκησης της κρατικής εξουσίας, όσο και στο πεδίο των σχέσεων κράτους και πολιτών.
Από την άποψη αυτή, χωρίς να αποτελεί ποιοτικό άλμα ως προς το σύνταγμα του 1864, το σύνταγμα του 1864/1911 ολοκλήρωνε τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές τάσεις που το τελευταίο εξέφραζε. Υποτιμά, όμως, και ένα δεύτερο στοιχείο, με το να κάνει αφαίρεση του συγκεκριμένου συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, όπως διαμορφώθηκε μετά το κίνημα στο Γουδί και κυρίως μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Ελ. Βενιζέλου στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Ξεκινώντας σαν κίνημα διαμαρτυρίας που απέβλεπε περισσότερο στο να διορθώσει τα κακώς κείμενα, παρά στο να προτείνει ένα διαφορετικό πολιτειακό όραμα, το κίνημα στο Γουδί, μετά την οριστική απόφαση του Βενιζέλου να μην προχωρήσει σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση με το στέμμα, αρκέστηκε σε μία σειρά επί μέρους μεταρρυθμίσεων που κοινό παρανομαστή είχαν την επιβολή της αρχής της νομιμότητας, της ασφάλειας δικαίου και της ασφάλειας των συναλλαγών, σε μία κοινωνία όπου ποικίλες πρακτικές, τόσο στην πολιτική πράξη, όσο και στο πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας, νόθευαν το πνεύμα αν όχι και το ίδιο το γράμμα των σχετικών συνταγματικών και νομοθετικών ρυθμίσεων.
Έτσι, από αόριστο αίτημα, το πνεύμα του Γουδί όπως το ενσάρκωσε ο Ελ. Βενιζέλος, εξελίχθηκε σε μεγαλόπνοη από πολλές πλευρές αξίωση να κυριαρχήσει ο νόμος, εκεί όπου κυριαρχούσαν προνόμια και παντοειδείς εύνοιες. Και βεβαίως, η εξέλιξη αυτή, η «εγκοίτωση» της ακαθόριστης κίνησης του 1909 σε πολιτικό κίνημα για μεγαλύτερες νομικές εγγυήσεις, δεν ήταν τυχαία. Εξέφραζε την άνοδο του αστικού στοιχείου, που αξίωνε τη δημιουργία των θεσμικών προϋποθέσεων μίας ακώλυτης δραστηριότητας, υπό τη σκέπη του νόμου και μόνο του νόμου.
Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ελληνική αστική τάξη, την εποχή εκείνη, ούτε την οικονομική ισχύ διέθετε, ούτε τις παραδόσεις που θα της επέτρεπαν μία νικηφόρο μετωπική αναμέτρηση με τις δυνάμεις της «ολιγαρχίας» – όπως χαρακτηριστικά τις αποκαλούσε – καθώς και ότι ποικίλοι δεσμοί, κοινωνικοί και οικονομικοί, δεν τη διαφοροποιούσαν όσο από τις κυρίαρχες τάξεις του προηγούμενου αιώνα, ώστε η αντίθεσή της προς αυτές να είναι ριζική και ασυμφιλίωτη, θα αντιληφθεί γιατί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Βενιζέλου και το νέο πνεύμα που αναμφίβολα εξέφραζε δε διακρινόταν τόσο από την επαναστατική του ορμή, αλλά από μία επίμονη τάση συμβιβασμού, που δύσκολα κρυβόταν κάτω από την πύρηνη φρασεολογία ορισμένων πολιτικών αγορεύσεων.
«Ευεργετικόν πλαίσιον δια την ανάπυξιν της νέας νομοθεσίας», το νέο σύνταγμα αποτέλεσε την απαρχή μίας σημαντικής προσπάθειας θεσμικού εκσυγχρονισμού. Έτσι, προτού διαλυθεί στις 20 Δεκεμβρίου 1911, η ΄Β Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε μία σειρά «οργανικών» νόμων, που μαζί με το νομοθετικό έργο της Βουλής της 12ης Μαρτίου 1912 εμπέδωσαν την τάξη και την ασφάλεια στις συναλλαγές, περιόρισαν τη βία, αναμόρφωσαν το φορολογικό σύστημα της χώρας, προώθησαν τη λύση του αγροτικού ζητήματος με την αποκατάσταση μεγάλου αριθμού ακτημόνων στη Θεσσαλία, θέσπισαν τα πρώτα σοβαρά μέτρα για την προστασία των εργαζομένων και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εξυγίανση της διοίκησης και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων.
Η θριαμβευτική νίκη του κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 12ης Μαρτίου 1912, κατά τις οποίες απέσπασε, μαζί με τους κοινωνιολόγους με τους οποίους συνεργάστηκε, 151 έδρες σε σύνολο 181 (έναντι 27 των παλαιών πολιτικών κομμάτων, που είχαν σχηματίσει ενιαίο συνασπισμό, και 3 ανεξάρτητων) δίνει το μέτρο της απήχησης που βρήκε στην κοινή γνώμη το ανορθωτικό έργο των πρώτων κυβερνήσεων του Βενιζέλου. Έργο που πήρε μία νέα διάσταση μετά τη νικηφόρα έκβαση των δύο Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913, στους οποίους η Ελλάδα διπλασίασε σχεδόν την έκταση και τον πληθυσμό της.
Ωστόσο, η συνεννόηση ανάμεσα στους βασικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής του τόπου, που διευκόλυνε την επίτευξη τόσων πολλών σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Ο διχασμός που ξέσπασε το 1915 όχι μόνο κατέστρεψε πολλές από τις κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου, αλλά υπονόμευσε τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος, προκαλώντας μία χωρίς προηγούμενο κρίση του συνταγματικού φιλελευθερισμού.
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΥ 1911
''ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ''
Η εν Αθήναις Β’ των Ελλήνων Εθνική Συνέλευσις .
Ψηφίζει
Περί Θρησκείας.
Άρθρο 1. – Η επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας• πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων, απαγορευομένου του προσηλυτισμού και πάσης άλλης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας.
Άρθρο 2. – Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος, κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστού, υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά τις εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης ομοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, τηρούσα απαρασαλεύτως, ως εκείναι, τους τε ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις• είναι δε αυτοκέφαλος, ενεργούσα, ανεξαρτήτως πάσης άλλης Εκκλησίας, τα κυριαρχικά αυτής δικαιώματα, και διοικείται υπό Ιεράς Συνόδου αρχιερέων.
Οι λειτουργοί όλων των ανεγνωρισμένων θρησκειών υπόκεινται εις την αυτήν υπό της Πολιτείας επιτήρησιν, εις ην και οι λειτουργοί της επικρατούσης θρησκείας. Το κείμενον των αγίων γραφών τηρείται αναλλοίωτον• η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου, άνευ της προηγούμενης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, απαγορεύεται απολύτως.
Περί του Δημοσίου Δικαίου των Ελλήνων.
Άρθρο 3. – Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, και συνεισφέρουσιν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών των• μόνον δε πολίται έλληνες είναι δεκτοί εις όλας τας δημοσίας λειτουργίας, πλην των δι’ ειδικών νόμων εισαγωμένων ειδικών εξαιρέσεων. Πολίται είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα προσόντα του πολίτου κατά τους νόμους του Κράτους. Εις πολίτας έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται.
Άρθρο 4. – Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος• ουδείς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ή άλλως πως περιορίζεται, ειμή οπόταν και όπως ο νόμος ορίζει.
Άρθρο 5. – Εξαιρουμένου του αυτοφώρου εγκλήματος, ουδείς συλλαμβάνεται ουδέ φυλακίζεται άνευ ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος, το οποίον πρέπει να κοινοποιηθεί κατά την στιγμήν της συλλήψεως ή προφυλακίσεως. Ο επ’ αυτοφώρω ή δι’ εντάλματος συλλήψεως κρατηθείς προσάγεται εις τον αρμόδιον ανακριτήν άνευ τινός αναβολής, το βραδύτερον δε εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, αν δε η σύλληψις εγένετο εκτός της έδρας του ανακριτού, εντός του απολύτως αναγκαίου προς μεταγωγήν χρόνου.
Ο ανακριτής οφείλει, εντός τριών το πολύ ημερών από της προσαγωγής, είτε να απολύση τον συλληφθέντα είτε να εκδώσει κατ’ αυτού ένταλμα φυλακίσεως. Παρελθούσης απράκτου εκατέρας των προθεσμιών τούτων, πας δεσμοφύλαξ ή άλλος επιτετραμμένος την κράτησιν του συλληφθέντος, είτε πολιτικός υπάλληλος, είτε στρατιωτικός, οφείλει να απολύσει αυτόν παραχρήμα.
Οι παραβάται των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται επί παρανόμω κρατήσει, υποχρεούνται δε εις τε την ανόρθωσιν πάσης ζημίας προσγενομένης εις τον παθόντα και προσέτι εις ικανοποίησιν αυτού δια χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσην του δικαστού, ουδέποτε δε κατωτέρου των δραχμών δέκα δι’ εκάστην ημέραν.
Άρθρο 6. – Επί πολιτικών εγκλημάτων δύναται πάντοτε το συμβούλιον των πλημμελειοδικών, τη αιτήσει του προφυλακισθέντος, να επιτρέψει την απόλυσιν τούτου επί εγγυήσει οριζομένη δια δικαστικού βουλεύματος, καθ’ ου επιτρέπεται ανακοπή. Ουδέποτε επί των εγκλημάτων τούτων η προφυλάκισις δύναται να παραταθή πέραν των τριών μηνών.
Άρθρο 7. – Ποινή δεν επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος προηγουμένως αυτήν.
Άρθρο 8. – Ουδείς αφαιρείται άκων του παρά του νόμου ωρισμένου εις αυτόν δικαστού.
Άρθρο 9. – Έκαστος ή και πολλοί ομού έχουσι το δικαίωμα, τηρούντες τους νόμους του Κράτους, ν’ αναφέρωνται εγγράφως προς τας αρχάς, υποχρεουμένας εις ταχείαν ενέργειαν και έγγραφον απάντησιν προς τον αναφερόμενον, κατά τας διατάξεις του νόμου. Μόνον μετά την τελικήν απόφασιν της προς ην η αναφορά αρχής και τη αδεία ταύτης επιτρέπεται η ζήτησις ευθυνών παρά του υποβαλόντος την αναφοράν δια παραβάσεις εν αυτή υπαρχούσας.
Άρθρο 10. – Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ησύχως και αόπλως• μόνον εις τας δημοσίας συναθροίσεις δύναται να παρίσταται η αστυνομία. Αι εν υπαίθρω συναθροίσεις δύνανται ν’ απογορευθώσιν, αν ως εκ τούτων επίκειται κίνδυνος εις την δημόσιαν ασφάλειαν.
Άρθρο 11. – Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τηρούντες τους νόμους του Κράτους, οίτινες όμως ουδέποτε δύνανται να υπαγάγωσιτο δικαίωμα τούτο εις προηγουμένην της Κυβερνήσεως άδειαν. Συναιτερισμός τις δεν δύναται να διαλυθή ένεκα παραβάσεως των διατάξεων των νόμων, ειμή δια δικαστικής αποφάσεως.
Άρθρο 12. – Η κατοικία εκάστου είναι άσυλον. Ουδεμία κατ’ οίκον έρευνα ενεργείται, ειμή ότε και όπως ο νόμος διατάσσει. Οι παραβάται των διατάξεων τούτων τιμωρούνται επί καταχρήσει της εξουσίας της αρχής, υποχρεούνται δε εις πλήρη αποζημίωσιν του παθόντος και προσέτι εις ικανοποίησιν αυτού δια χρηματικού ποσού οριζομένου κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, ουδέποτε δε κατωτέρου των δραχμών εκατόν.
Άρθρο 13. – Εν Ελλάδι ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος αργυρώνυτος ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας είναι ελεύθερος, άμα πατήσι επί ελληνικού εδάφους.
Άρθρο 14. – Έκαστος δύναται να δημοσιεύει προφορικώς, εγγράφως και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρών τους νόμους του Κράτους. Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία ως και παν άλλο προληπτικόν μέτρον απαγορεύονται. Απαγορεύεται ωσαύτως η κατάσχεσις εφημερίδων και άλλων εντύπων διατριβών, είτε προ της δημοσιεύσεως είτε μετ’ αυτήν.
Επιτρέπεται δε κατ’ εξαίρεσιν η κατάσχεσις μετά την δημοσίευσιν, ένεκα προσβολής κατά της χριστιανικής θρησκείας ή κατά του προσώπου του Βασιλέως ή, κατά τας υπό του νόμου οριζομένας περιστάσεις, ένεκεν ασέμνων δημοσιευμάτων προσβαλλόντων καταφανώς την δημοσίαν αιδώ• αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της κατασχέσεως οφείλουσι και ο εισαγγελεύς να υποβάλη την υπόθεσιν εις το δικαστικόν συμβούλιον και τούτο να αποφανθή περί της διατηρήσεως ή της άρσεως της κατασχέσεως• άλλως, η κατάσχεσις αίρεται αυτοδικαίως.
Ανακοπή κατά του βουλεύματος επιτρέπεται εις μόνον τον δημοσιεύσαντα το κατασχεθέν, ουχί δε και εις τον εισαγγελέα. Δύναται καθ’ ον τρόπον ο νόμος ήθελεν ορίσει ν’ απαγορευθή, επί απειλή κατασχέσεως και ποινικής καταδιώξεως, η δημοσίευσις ειδήσεων ή ανακοινώσεων αναγομένων εις στρατιωτικάς κινήσεις ή εις έργα οχυρώσεως της χώρας. Εις την κατάσχεσιν εφαρμόζονται αι ανωτέρω διατάξεις.
Ο τε εκδότης εφημερίδος και ο συγγραφεύς επιληψίμου δημοσιεύματος αναφερομένου εις τον ιδιωτικόν βίον, πλην της κατά τους όρους του ποινικού νόμου επιβαλλομένης ποινής, εισίν αστικώς και αλληλεγγύως υπεύθυνοι εις πλήρη ανόρθωσιν πάσης προσγενόμενης ζημίας και εις ικανοποίησιν του παθόντος δια χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσιν του δικαστού, ουδέποτε δ’ ελάσσονος δραχμών διακοσίων. Εις μόνον πολίτας έλληνας επιτρέπεται η έκδοσις εφημερίδων.
Άρθρο 15. – Ουδείς όρκος επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος και τον τύπον αυτού.
Άρθρο 16. – Η εκπαίδευσις, διατελούσα υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. Η Στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό τουΚράτους. Επιτρέπεται εις ιδιώτας και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.
Άρθρο 17. – Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφέλειαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης αποζημιώσεως. Η αποζημίωσις ορίζεται πάντοτε δια της δικαστικής οδού. Εν περιπτώσει δ’ επειγούση δύναται και προσωρινώς να ορισθή δικαστικώς, μετ’ ακρόασιν ή πρόσκλησιν του δικαιούχου, όστις δύναται να υποχρεωθή, κατά την κρίσιν του δικαστού, εις παροχήν αναλόγου εγγυήσεως, καθ’ ον τρόπον ορίσει ο νόμος.
Προ της καραβολής της οριστικής ή προσωρινής ορισθείσης αποζημιώσεως διατηρούνται ακέραια πάντα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτου, μη επιτρεπομένης της καταλήψεως. Ειδικοί νόμοι κανονίζουσι τα της ιδιοκτησίας και διαθέσεως των μεταλλείων, ορυχείων, αρχαιολογικών θησαυρών και ιαματικών και ρεόντων υδάτων.
Άρθρο 18. – Αι βάσανοι και η γενική δήμευσις απαγορεύονται. Ο πολιτικός θάνατος καταργείται. Η θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων, εκτός των συνθέτων, καταργείται.
Άρθρο 19. – Ουδεμία προηγουμένη άδεια της διοικητικής αρχής απαιτείται προς εισαγωγήν εις δίκην των δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων δια τας περί την υπηρεσίαν αξιοποίνους πράξεις αυτών, εκτός των περί Υπουργών ειδικώς διαταγμένων.
Άρθρο 20. – Το απόρρητον των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστον. Περί συντάξεως της Πολιτείας
Άρθρο 21. – Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα.
Άρθρο 22. – Η νομοθετική εξουσία ενεργείται υπό του Βασιλέως και της Βουλής.
Άρθρο 23. – Το δικαίωμα της προτάσεως των νόμων ανήκει εις την Βουλήν και τον Βασιλέα, όστις ενασκεί τούτο δια των Υπουργών.
Άρθρο 24. – Ουδεμία πρότασις, αφορώσα αύξησιν των εξόδων του προϋπολογισμού δια μισθοδοσίαν ή σύνταξιν, ή εν γένει δι’ όφελος προσώπου, πηγάζει εκ της Βουλής.
Άρθρο 25. – Πρότασις νόμου, αποκρουσθείσα υπό του ετέρου των παραγόντων της νομοθετικής εξουσίας, δεν εισάγεται εκ νέου εις την αυτήν βουλευτικήν σύνοδον.
Άρθρο 26. – Η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει εις την νομοθετικήν εξουσίαν.
Άρθρο 27. – Η εκτελεστική εξουσία ανήκει εις τον Βασιλέα, ενεργείται δε δια των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών.
Άρθρο 28. – Η δικαστική εξουσία ενεργείται δια των δικαστηρίων, αι δε δικαστικαί αποφάσεις εκτελούνται εν ονόματι του Βασιλέως.
Περί Βασιλέως
Άρθρο 29. – Το πρόσωπον του Βασιλέως είναι ανεύθυνον και απαραβίαστον, οι δε Υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι.
Άρθρο 30. – Ουδεμία πράξις του Βασιλεώς ισχύει, ουδ’ εκτελείται, αν δεν είναι προσυπογεγραμμένη παρά του αρμοδίου Υπουργού, όστις δια μόνης της υπογραφής του καθίσταται υπεύθυνος• εν περιπτώσει δε αλλαγής ολοκλήρου του Υπουργείου, αν ουδείς των παυσάντων Υπουργών συγκατατεθή εις το να προσυπογράψει το της απολύσεως του παλαιού και του διορισμού του νέου Υπουργείου διάταγμα, υπογράφονται τούτα παρά του προέδρου του νέου Υποργείου, αφού ούτος, διορισθείς υπό του Βασιλέως, δώση τον όρκον.
Άρθρο 31. – Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού.
Άρθρο 32. – Ο Βασιλεύς είναι ο ανώτατος άρχων του Κράτους, άρχει των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων, κηρύττει πόλεμον, συνομολογεί συνθήκας ειρήνης, συμμαχίας και εμπορίας, ανακοινώνει δ’ αυτάς εις την Βουλήν μετά των αναγκαίων διασαφήσεων, άμα το συμφέρον και η ασφάλεια του Κράτους το επιτρέψωσιν. Αι περί εμπορίας όμως συνθήκαι και όσαι άλλαι περιέχουσι παραχωρήσεις, περί των οποίων κατ’ άλλας διατάξεις του Συντάγματος δεν δύναται να ορισθή τι άνευ νόμου, ή επιβαρύνουσιν ατομικώς τους Έλληνας, δεν έχουσιν ισχύν άνευ της συγκαταθέσεως της Βουλής.
Άρθρο 33. – Ουδεμία παραχώρησις η ανταλλαγή χώρας δύναται να γίνη άνευ νόμου. Ουδέποτε τα μυστικά άρθρα συνθήκης τινός δύνανται ν’ ανατρέψωσι τα φανερά.
Άρθρο 34. – Ο Βασιλεύς απονέμει κατά νόμον τους στρατιωτικούς και ναυτικούς βαθμούς, διορίζει και παύει ωσαύτως κατά νόμον του δημοσίους υπαλλήλους, εκτός των υπό του νόμου ωρισμένων εξαιρέσεων, αλλά δεν δύναται να διορίση υπάλληλον νενομοθετημένην θέσιν.
Άρθρο 35. – Ο Βασιλεύς εκδίδει τα αναγκαία διατάγματα προς εκτέλεσιν των νόμων• ουδέποτε δε δύναται να αναστείλη την ενέργειαν, ουδέ να εξαιρέση τινά της εκτελέσεως του νόμου.
Άρθρο 36. – Ο Βασιλεύς κυροί και δημοσιεύει τους υπό της Βουλής ψηφισθέντας νόμους. Νόμος μη δημοσιευθείς εντός δύο μηνών από της λήξεως της συνόδου είναι άκυρος.
Άρθρο 37. – Ο Βασιλεύς συγκαλεί τακτικώς άπαξ του έτους την Βουλήν, εκτάκτως δε, οσάκις το κρίνει εύλογον• κηρύττει αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου την έναρξιν και λήξιν εκάστης βουλευτικής συνόδου και έχει το δικαίωμα να διαλύη την Βουλήν• αλλά το περί διαλύσεως διάταγμα, προσυπογεγραμμένον υπό του Υπουργείου, πρέπει να διαλαμβάνη συγχρόνως και την σύγκλησιν των μεν εκλογέων εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών, της δε Βουλής εντός τριών μηνών.
Άρθρο 38. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα άπαξ μόνον να αναστέλλη τας εργασίας της βουλευτικής συνόδου, είτε αναβάλλων την έναρξιν είτε διακόπτων την εξακολούθησιν αυτών. Η αναστολή των εργασιών δεν δύναται να διαρκέση υπέρ τας τριάκοντα ημέρας, ουδέ να επαναληφθή κατά την βουλευτικήν σύνοδον άνευ της συναινέσεως της Βουλής.
Άρθρο 39. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να χαρίζη, μεταβάλλη και ελαττώνη τας παρά των δικαστηρίων καταγινωσκομένας ποινάς, εξαιρουμένων των περί Υπουργών διατεταγμένων, προς δε, και να χορηγή αμνηστίαν μόνον επί πολιτικών εγκλημάτων επί τη ευθύνη του Υπουργείου.
Άρθρο 40. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα ν’ απονέμη τα κανονισμένα παράσημα κατά τας διατάξεις του περίπ αυτών νόμου.
Άρθρο 41. – Ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να κόπτη νομίσματα κατά τον νόμον.
Άρθρο 42. – Η βασιλική χορηγία προσδιορίζεται δια νόμου, η δε προς τον Βασιλέα ΓΕΩΡΓΙΟΝ Α’ ετήσια χορηγία, εν η συμπεριλαμβάνεται και το παρά της πρώην Ιονίου Βουλής ψηφισθέν ποσόν, ορίζεται εις δραχμάς εν εκατομμύριον και εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδας. Το ποσόν τούτο δύναται ν’ αυξηθή μετά δεκαετίαν δια νόμου.
Άρθρο 43. – Ο Βασιλεύς ΓΕΩΡΓΙΟΣ μετά την υπογραφήν του παρόντος Συντάγματος θέλει δώσει ενώπιον της παρούσης Εθνικής Συνελεύσεως τον ακόλουθον όρκον• «Ομνύω εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος να προστατεύω την επικρατούσαν θρησκείαν των Ελλήνων, να φυλάττω το Σύνταγμα και να διατηρώ και υπερσπίζω την εθνικήν ανεξαρτησίαν και ακεραιότητα του Ελληνικού Κράτους.»
Άρθρο 44. – Ο Βασιλεύς δεν έχει άλλας εξουσίας, ειμή όσας τω απονέμουσι ρητώς το Σύνταγμα και οι συνάδοντες προς αυτό ιδιαίτεροι νόμοι.
Περί Διαδοχής και Αντιβασιλείας.
Άρθρο 45. – Το Ελληνικόν Στέμμα και τα συνταγματικά αυτού δικαιώματα είναι διαδοχικά και περιέρχονται εις τους κατ’ ευθείαν γραμμήν γνησίους και νομίμους απογόνους του Βασιλέως ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Α’ κατά τάξιν πρωτοτοκίας, προτιμωμένων των αρρένων.
Άρθρο 46. – Μη υπαρχόντος διαδόχου κατά τα ανωτέρω ωρισμένα, ο Βασιλεύς διορίζει αυτόν με την συγκατάθεσιν της Βουλής, επί τούτω συγκαλουμένης, δια της ψήφου των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών και δια φανεράς ψηφοφορίας.
Άρθρο 47. – Πας διάδοχος του Ελληνικού Θρόνου απαιτείται να πρεσβεύη την θρησκείαν της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας.
Άρθρο 48. – Ουδέποτε τα Στέμματα της Ελλάδος και άλλης οιασδήποτε Επικράτειας δύνανται να συνενωθώσιν επί της αυτής κεφαλής.
Άρθρο 49. – Ο Βασιλεύς καθίσταται ενήλιξ κατά το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας αυτού συμπληρωμένον. Πριν η αναβή τον Θρόνον, ομνύει επί παρουσία των Υπουργών, της Ιεράς Συνόδου, των εν τη πρωτευούση βουλευτών και των άλλων ανωτέρων αρχών, τον εν τω άρθρο 43 διαλαμβανόμενον όρκον. Ο Βασιλεύς συγκαλεί το πολύ εντός δύο μηνών την Βουλήν και επαναλαμβάνει τον όρκον ενώπιον των βουλευτών.
Άρθρο 50. – Εν περιπτώσει αποβιώσεως του Βασιλέως, εάν ο διάδοχος είναι ανήλικος ή απών και δεν υπάρχη αντιβασιλεύς ήδη ωρισμένος, η Βουλή, και αν έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, συνέρχεται άνευ συγκαλέσεως την δεκάτην το βραδύτερον ημέραν μετά την αποβίωσιν του Βασιλέως• η δε συνταγματική βασιλική εξουσία ενεργείται παρά του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό την ευθύνην αυτού μέχρι της ορκωμοσίας του αντιβασιλέως, ή της αφίξεως του διαδόχου. Ιδιαίτερος νόμος θέλει κανονίσει τα περί της αντιβασιλείας.
Άρθρο 51. – Εάν, αποβιώσαντος του Βασιλέως, ο διάδοχος αυτού είναι ανήλικος, η Βουλή, και αν έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, συνέρχεται δια να εκλέξη επίτροπον• επίτροπος δε τότε μόνον εκλέγεται, όταν δεν υπάρχη τοιούτος εκ διαθήκης του αποβιώσαντος Βασιλέως, ή όταν ο ανήλικος διάδοχος δεν έχη μητέρα μένουσαν εις την χειρείαν της, ήτις καλείται τότε εις την επιτροπείαν του τέκνου της αυτοδικαίως. Ο επίτροπος του ανήλικου Βασιλέως, είτε διορισθή δια διαθήκης, είτε εκλεχθή υπό της Βουλής, απαιτείται να είναι πολίτης έλλην του ανατολικού δόγματος.
Άρθρο 52. – Εν περιπτώσει χηρείας του Θρόνου, η Βουλή, και αν έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, εκλέγει προσωρινώς δια φανεράς ψηφοφορίας αντιβασιλέα πολίτην έλληνα του ανατολικού δόγματος, το δε Υπουργικόν Συμβούλιον ενεργεί υπό την ευθύνην του εν ονόματι του έθνους την συνταγματικήν βασιλικήν εξουσίαν μέχρι της ορκωμοσίας του αντιβασιλέως• εντός δύο μηνών το βραδύτερον εκλέγονται υπό των πολιτών ισάριθμοι των βουλευτών αντιπρόσωποι, οίτινες ει; Εν μετά της Βουλής συνερχόμενοι, εκλέγουσι τον Βασιλέα δια της πλειονοψηφίας των δύο τρίτων του όλου δια φανεράς ψηφοφορίας.
Άρθρο 53. – Εάν ο Βασιλεύς ένεκα νόσου κρίνη αναγκαίαν την σύστασιν αντιβασιλείας, συγκαλεί προς τούτο την Βουλήν και προκαλεί δια του Υπουργείου περί τούτου ειδικόν νόμον. Εάν ο Βασιλέυς δεν είναι εις κατάστσιν να βασιλεύη, το Υπουργικόν Συμβούλιον συγκαλεί την Βουλήν, η δε Βουλή, συνερχομένη, εάν δια της πλειονοψηφίας των τριών τετάρτων των ψηφοφορησάντων αναγνωρίση την ανάγκην, εκλέγει αντιβασιλέα και, χρείας καλούσης, επίτροπον, δια φανεράς ψηφοφορίας. Ιδιαίτερος νόμος θέλει κανονίσει τα περί αντιβασιλείας ένεκεν αποδημίας του Βασιλέως εκτός του Κράτους.
Περί της Βουλής
Άρθρο 54. – Η Βουλή συνέρχεται αυτοδικαίως κατ’ έτος την πρώτην του μηνός Οκτωβρίου εις τακτικήν σύνοδος δια τα ετήσια έργα, εκτός εάν δια τα έργα ταύτα ο Βασιλεύς συγκαλέσει αυτήν πρότερον συμφώνως τω άρθρω 37.
Άρθρο 55. – Η Βουλή συνεδριάζει δημοσία εν τω Βουλευτηρίω, δύναται όμως να διασκεφθή κεκλεισμένων των θυρών κατ’ αίτηση δέκα εκ των μελών αυτής, αν τούτο αποφασισθή εν μυστική συνεδριάσει κατά πλειονοψηφίαν, μετά ταύτα δε αποφασίζεται αν η περί του αυτού πράγματος συζήτησις πρέπει να επαναληφθή εις δημοσίαν συνεδρίασιν.
Άρθρο 56. – Η Βουλή δεν δύναται να συζητήση άνευ της παρουσίας τουλάχιστον του ενός του όλου αριθμού των μελών αυτής, μηδέ ν’ αποφασίση τι άνευ απολύτου πλειονοψηφίας των παρόντων μελών, ήτις όμως ουδέποτε δύναται να είναι μικροτέρα των τεσσάρων πέμπτων του κατωτάτου ορίου της απαρτίας. Εν περιπτώσει ισοψηφίας η πρότασις απορρίπτεται.
Άρθρο 57. – Ουδεμία πρότασις νόμου γίνεται δεκτή, αν δεν συζητηθή και ψηφισθή υπό της Βουλής άπαξ μεν κατ’ αρχήν, δις δε κατ’ άρθρον και σύνολον, κατά τρεις διαφόρους ημέρας. Μετά την κατ’ αρχήν επιψήφισιν το υπό συζήτησιν σχέδιον παραπέμπεται εις επιτροπήν της Βουλής, αν δεν παραπέμφθη πρότερον, ή αν δεν εγένετο επεξεργασία αυτού υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Μετά δε την υπό της επιτροπής εξέτασιν ή την πάροδον της ταχθείσης προς τούτο προθεσμίας, επακολουθεί η κατ’ άρθρον συζήτησις εις διαφόρους συνεδριάσεις, απεχούσας αλλήλων δύο τουλάχιστον ημέρας. Εις εξαιρετικάς όμως περιστάσεις δύναται η Βουλή, κηρύσσουσα την πρότασιν κατεπείγουσαν, να μη παραπέμψη ταύτην εις επιτροπήν και να περιορίσει εις μίαν ημέραν τον μεταξύ των δύο κατ’ άρθρων συζητήσεων χρόνον. Αν κατά την τελευταίαν συζήτησιν εγένοντο δεκταί τροπολογίαι, η του συνόλου ψήφισις αναβάλλεται, μέχρις ου το ψηφισθέν τυπωθή και διανεμηθή, ως ετροπολογήθη.
Η επιψήφισις δικαστικών κωδίκων προπαρασκευασθέντων υπό ειδικών επιτροπών, συσταθεισών δι’ ειδικού νόμου, δύνανται να γίνη δι’ ιδιαιτέρου νόμου κυρούντος τους ειρημένους κώδικας εν όλω. Η περί τοιούτου νόμου πρότασις δεν δύναται να κηρυχθή κατεπείγουσα. Κατά τον αυτόν τρόπον δύναται να γίνη κωδικοποίησις υφιστάμενων διατάξεων δι’ απλής ταξινομήσεως αυτών, ή εν όλω επαναφορά καταργηθέντων νόμων, πλην των φορολογικών.
Άρθρο 58. – Ουδείς αυτόκλητος εμφανίζεται ενώπιον της Βουλής δια να αναφέρη τι προφορικώς ή εγγράφως, αναφοραί όμως παρουσιάζονται δια τινος βουλευτού ή παραδίδονται εις το γραφείον. Η Βουλή έχει το δικαίωμα να αποστέλλη εις τους Υπουργούς τας διευθυνομένας προς αυτήν αναφοράς, οίτινες είναι υπόχρεοι να δίδωσι διασαφήσεις, οσάκις ζητηθώσι, και δύναται να διορίζη εκ των μελών αυτής εξετστικάς των πραγμάτων επιτροπάς.
Άρθρο 59. – Ουδείς φόρος επιβάλλεται, ουδ’ εισπράττεται άνευ νόμου. Εξαιρετικώς, επί επιβολής ή αυξήσεως εισαγωγικού δασμού, η είσπραξις αυτού επιτρέπεται από της ημέρας της εις την Βουλήν καταθέσεως της περί αυτού προτάσεως νόμου, υπό τον ρητόν όρον της δημοσιεύσεως του νόμου το βραδ’υτερον εντός δέκα ημερών από της λήξεως της Βουλευτικής συνόδου.
Άρθρο 60. – Εν τη ετησία τακτική συνόδω η Βουλή ψηφίζει δια το επόμενο οικονομικόν έτος τον προσδιορισμόν της στρατιωτικής και ναυτικής δυνάμεως, την στρατολογίαν και ναυτολογίαν και τον προϋπολογισμόν και αποφασίζει επί του απολογισμού. Όλα τα έσοδα και έξοδα του Κράτους πρέπει να σημειώνονται εις τον προϋπολογισμόν και τον απολογισμόν.
Ο προϋπολογισμός εισάγεται εις την Βουλήν εντός των δύο πρώτων μηνών της συνόδου, αφ’ ου δ’ εξετασθή υπό ειδικής επιτροπής βουλευτών ψηφίζεται άπαξ κατά κεφάλαια και άρθρα, εις τμήματα εν τω κανονισμώ της Βουλής οριστέα, και εις τέσσαρας διαφόρους ημέρας, καθ’ Υπουργείον δε δι’ ονομαστικής κλήσεως. Εντός έτους το βραδύτερον από της λήξεως της οικονομικής χρήσεως εισάγεται ο απολογισμός αυτής εις την Βουλήν. Εξετάζεται δε υπό ειδικής επιτροπής βουλευτών και ψηφίζεται υπό της Βουλής κατά τα εν τω κανονισμώ αυτής ορισθησόμενα.
Άρθρο 61. – Μισθός, σύνταξις, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται εν τω προϋπολογισμώ του Κράτους ούτε παρέχεται άνευ οργανισμού ή άλλου ειδικού νόμου.
Άρθρο 62. – Βουλευτής δεν καταδιώκεται, ουδ’ οπωσδήποτε εξετάζεται ένεκα γνώμης ή ψήφου δοθείσης παρ’ αυτού κατά την ενέργειαν των βουλευτικών του καθηκόντων.
Άρθρο 63. – Βουλευτής διαρκούσης της βουλευτικής συνόδου, δεν καταδιώκεται, ούτε συλλαμβάνεται ή φυλακίζεται άνευ αδείας του σώματος• τοιάυτη άδεια δεν απαιτείται εις τα επ’ αυτοφώρω κακουργήματα. Προσωπική κράτησις δεν ενεργείται κατά βουλευτού διαρκούσης της βουλευτικής συνόδου, τέσσαρας εβδομάδας προ της ενάρξεως και τρεις μετά την αποπεράτωσιν αυτής. Εάν ο βουλευτής τύχη διατελών υπό προσωπικήν κράτησιν, απολύεται ανυπερθέτως τέσσαρας εβδομάδας προ της ενάρξεως της συνόδου.
Άρθρο 64. – Οι βουλευταί ομνύουσι προ της ενάρξεως των καθηκόντων αυτών εν τω Βουλευτηρίω και εις δημόσιαν συνεδρίασιν τον εξής όρκον• «Ομνύω εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω πίστιν εις την πατρίδα και εις τον συνταγματικόν βασιλέα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους και να εκπληρώσω ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου». Αλλόθρησκοι βουλευταί αντί της επικλήσεως «ομνύω εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος» ορκίζονται κατά τον τύπον της ιδίας αυτών θρησκείας.
Άρθρο 65. – Η Βουλή προσδιορίζει δια κανονισμού πως θέλει εκπληροί τα καθήκοντά της.
Άρθρο 66. – Η Βουλή σύγκειται εκ βουλευτών, εκλεγομένων κατά νόμον υπό των εχόντων δικαίωμα προς τούτο πολιτών δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας. Αι βουλευτικαί εκλογαί διατάσσονται και ενεργούνται ταυτοχρόνως καθ’ όλην την Επικράτειαν.
Άρθρο 67. – Οι βουλευταί αντιπροσωπεύουσι το Έθνος και ουχί μόνον την εκλογικήν περιφέρειαν από της οποίας εκλέγονται.
Άρθρο 68. – Ο αριθμός των βουλευτών εκάστης εκλογικής περιφέρειας προσδιορίζεται δια νόμου αναλόγως του πληθυσμού αυτής. Ουδέποτε όμως ο αριθμός του όλου των βουλευτών δύναται να η ελάσσων των εκατόν πενήκοντα.
Άρθρο 69. – Οι βουλευταί εκλέγονται δια τέσσαρα συναπτά έτη, αρχόμενα από της ημέρας των γενικών εκλογών• άμα δε τη λήξει της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, διατάσσεται η ενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών. Εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών από της ενέργειας των εκλογών τούτων συγκαλείται υποχρεωτικώς η νέα Βουλή εις τακτικήν σύνοδον, μόνο αν υπό της απελθούσης Βουλής δεν εξεπληρώθησαν , δια το έτος της ενέργειας των εκλογών, τα εν άρθρω 60 οριζόμενα. Έδρα βουλευτική κενωθείσα κατά το τελευταίον έτος της περιόδου δεν συμπληρούται εφ’ όσον ο αριθμός των εκλιπόντων δεν υπερβαίνει το τέταρτον του όλου αριθμού των βουλευτών.
Άρθρο 70. – Όπως εκλεγή τις βουλευτής, απαιτείται να είναι πολίτης έλλην, έχων συμπληρωμένον το εικοστόν πέμπτον έτος και την νόμιμον ικανότητα του εκλέγειν. Βουλευτής στερηθείς των προσόντων τούτων εκπίπτει αυτοδικαίως του βουλευτικού αξιώματος. Εγειρομένων περί τούτου αμφισβητήσεων, αποφασίζει η Βουλή.
Άρθρο 71. – Έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί εν ενεργεία, δήμαρχοι, συμβολαιογράφοι, φύλακες υποθηκών και μεταγραφών και δικαστικοί κλητήρες δεν δύνανται να εκλεχθώσι βουλευταί, εάν μη παραιτηθώσι προ της ημέρας της ανακηρύξεως των υποψηφίων. Τα καθήκοντα του βουλευτού είναι ασυμβίβαστα προς τα έργα του διευθυντού ή άλλου αντιπροσώπου διοικητικού ή εμμίσθου νομικού συμβούλου και υπαλλήλου εμπορικών εταιρειών ή επιχειρήσεων, απολαυουσών ειδικών προνομίων ή τακτικής επιχορηγήσεως δυνάμαι ειδικού νόμου.
Οι διατελούντες εις τινα των κατηγοριών τούτων οφείλουσιν, εντός οκτώ ημερών από της επικυρώσεως της εκλογής αυτών, να δηλώσωσιν επιλογήν μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των ως άνω έργων. Εν παραλείψει δε της τοιαύτης δηλώσεως εκπίπτουσιν αυτοδικαίως του αξιώματος του βουλευτού. Νόμος δύναται να καθιερώση το ασυμβίβαστον του βουλευτικού αξιώματος και προς έτερα έργα.
Άρθρο 72. – Βουλευταί, αποδεχόμενοι οιονδήποτε των εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένων καθηκόντων ή έργων, εκπίπτουσιν αυτοδικαίως του βουλευτικού αξιώματος.
Άρθρο 73. – Η εξέλεγξις και εκδίκασις των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων εγείρονται ενστάσεις αναφερόμεναι είτε εις εκλογικάς παραβάσεις περί την ενέργειαν τούτων είτε εις έλλειψις προσόντων, ανατίθεται εις ειδικόν δικαστήριον, συγκροτούμενον δια κληρώσεως μεταξύ πάντων των μελών του Αρείου Πάγου και των Εφετείων του Κράτους. Η κλήρωσις ενεργείται υπό του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου εν δημοσία συνεδριάσει, την προεδρίαν δε του ειδικού δικαστηρίου λαμβάνει ο εκ των κληρωθέντων κατά βαθμόν ή αρχαιότηταν προηγούμενος. Κατά τα λοιπά, τα της λειτουργία και της όλης διαδικασίας αυτού ορισθήσονται δια νόμου. Η από του βουλευτικού αξιώματος παραίτησις είναι δικαίωμα του βουλευτού.
Άρθρο 74. – Η Βουλή εκλέγει εκ των βουλευτών κατά την έναρξιν εκάστης βουλευτικής συνόδου τον πρόεδρον, τους αντιπροέδρους και του γραμματείς αυτής.
Άρθρο 75. – Οι βουλευταί λαμβάνουσιν εκ του δημοσίου ταμείου αποζημίωσιν, οι μεν εν Αθήναις και Πειραιεί κατοικούντες δραχμών οκτακοσίων εν αρχή εκάστης τριμηνίας, οι δε λοιποί χιλίων. Εις τον τακτικόν πρόεδρον της Βουλής, παρέχεται δι’ έξοδα παραστάσεως πρόσθετος αποζημίωσις δραχμών διακοσίων πεντήκοντα μηνιαίως. Ουδεμία άλλη αποζημίωσις παρέχεται εις τους βουλευτάς εν ουδεμία περιπτώσει δια την εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτών.
Άρθρο 76. – Εν απουσία βουλευτού επί πλείονας των πέντε συνεδριάσεων κατά μήνα, άνευ αδείας της Βουλής, εν τακτική ή εκτάκτω συνόδω, κρατούνται εκ της άνω αποζημιώσεως δραχμαί είκοσι δι’ εκάστην συνεδρίασιν.
Περί των Υπουργών.
Άρθρο 77. – Ουδείς εκ της βασιλικής οικογενείας δύναται να διορισθή Υπουργός.
Άρθρο 78. – Οι Υπουργοί έχουσιν είσοδον ελευθέραν εις τας συνεδριάσεις της Βουλής και ακούονται οσάκις ζητήσωσι τον λόγον• ψηφοφορούσι δε μόνον εάν είναι μέλη αυτής. Η Βουλή δύναται ν’ απαιτήση την παρουσίαν των Υπουργών.
Άρθρο 79. – Ποτέ διαταγή του Βασιλέως έγγραφος ή προφορική δεν απαλλάσσει της ευθύνης του Υπουργούς.
Άρθρο 80. – Η Βουλή έχει το δικαίωμα να κατηγορή τους Υπουργούς κατά τους περί ευθύνης των Υπουργών νόμους ενώπιον του επί τούτω δικαστηρίου, όπερ, προεδρευόμενον υπό του προέδρου του Αρείου Πάγου, συγκροτείται εκ δώδεκα δικαστών, κληρουμένων υπό του προέδρου της Βουλής, εν δημοσία συνεδριάσει, εξ απάντων των προ της κατηγορίας διωρισμένων αρεοπαγιτών, εφετών και προέδρων αυτών, κατά τα ειδικώτερον δια νόμου οριζόμενα.
Άρθρο 81. – Ο Βασιλεύς δύναται ν’ απονείμη χάριν εις Υπουργόν καταδικασθέντα κατά τας ανωτέρω διατάξεις μόνον επί τη συγκαταθέσει της Βουλής. Περί Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρο 82. – Εις το Συμβούλιον της Επικρατείας ανήκουσιν ιδίως•
α’) Η επεξεργασία των προτάσεων νόμων και των κανονιστικών διαταγμάτων•
β’) Η εκδίκασις των υπό του νόμου υποβαλλομένων αυτώ διαφορών αμφισβητουμένου διοικητικού•
γ’) Η κατ’ αίτησιν ακύρωσις δια παράβασιν νόμου των πράξεων των διοικητικών αρχών κατά τα ειδικώτερων εν τω νόμω οριζόμενα•
δ’) Η ανωτέρα πειθαρχική δικαιοδοσία επί των απολαυόντων μονιμότητος υπαλλήλων της διοικήσεως, κατά τους περί τούτου νόμους.
Εις τας περιπτώσεις των εδαφίων β’, γ’, και δ’ εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 92 και 93 του Συντάγματος.
Άρθρο 83. – Το Υπουργικόν Συμβούλιον ορίζει τας προτάσεις νόμων, ων η επεξεργασία ανατίθεται εις το Συμβούλιον της Επικρατείας πριν η εισαχθώσιν εις την Βουλήν. Η Βουλή δύναται να παραπέμψη εις το Συμβούλιον της Επικρατείας τας εις αυτήν υποβαλλομένας προτάσεις. Ο προϋπολογισμός του Κράτους ουδέποτε παραπέμπεται εις το Συμβούλιον της Επικρατείας.
Άρθρο 84. – Τα κανονιστικά διατάγματα εκδίδονται μετά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφαινομένου εντός αναλόγου προθεσμίας τασσομένης υπό του αρμοδίου Υπουργού, ης παρερχομένης απράκτου, εκδίδεται το διάταγμα και άνευ γνωμοδοτήσεως. Η γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι υποχρεωτική δια τον Υπουργόν.
Άρθρο 85. – Τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι τακτικά και έκτακτα. Ο αριθμός αυτών, οριζόμενος δια νόμου, των μεν τακτικών δεν δύναται να η ελάσσων των επτά ούτε μείζων των δεκαπέντε, των δε εκτάκτων μείζων των δέκα. Τα έκτακτα μέλη λαμβάνονται εκ των ανωτέρων δημοσίων υπαλλήλων του Κράτους, πλην των δικαστικών, επί επιμισθίω οριζομένω υπό του νόμου.
Άρθρο 86. – Τα τακτικά μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας διορίζονται δια βασιλικού διατάγματος προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της υπηρεσίας του εκάστου αυτών είναι δεκαετής, εκείνοι δε, των οποίων η υπηρεσία έληξε, δύνανται να αναδιορισθώσιν. Αλλά κατά την πρώτην εγκατάστασιν του Συμβουλίου της Επικρατείας του μεν ενός τρίτου των μελών, δια κλήρου οριζομένων, θα θεωρηθή λήξασα η υπηρεσία άμα τη συμπληρώσει του δωδεκάτου έτους.
Τα καθήκοντα των τακτικών μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας εισίν ασυμβίβαστα προς τα καθήκοντα οιουδήποτε δημοσίου, δημοτικού ή εκκλησιαστικού υπαλλήλου πλην των του καθηγητού των νομικών και πολιτικών επιστημών εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω και των του Υπουργού• αλλ’ ουδέποτε επιτρέπεται η σύγχρονος ενάσκησις των έργων του Υπουργού και του συμβούλου της Επικρατείας.
Ιδιαίτερος νόμος θέλει κανονίσει τα προσόντα των τακτικών μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα περί αποχωρήσεως τούτων διαρκούσης της θητείας, τα περί βοηθητικού προσωπικού και πάντα τα αφορώντα εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Περί δικαστικής εξουσίας
Άρθρο 87. – Η δικαιοσύνη απονέμεται υπό δικαστών διοριζομένων υπό του Βασιλεώς κατά τον νόμον.
Άρθρο 88. – Οι αρεοπαγίται, εφάται και πρωτοδίκαι εισίν ισόβιοι, οι δε εισαγγελείς, αντεισαγγελείς, ειρηνοδίκαι, ειδικοί πταισματοδίκαι, γραμματείς και υπογραμματείς των δικαστηρίων και εισαγγελιών, συμβολαιογράφοι, φύλακες υποθηκών και μεταγραφών εισίν μόνιμοι, εφ’ όσον υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι.
Οι ισιοβιότητος ή μονιμότητος απολεύοντες δικαστικοί υπάλληλοι δεν δύνανται να παύθωσιν άνευ δικαστικής αποφάσεως είτε κατ’ ακολουθίαν ποινικής καταδίκης είτε ένεκα πειθαρχικών παραπτωμάτων ή νόσου ή ανεπαρκείας, βεβαιουμένων καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 92 και 93.
Αποχωρούσι δε υποχρεωτικώς της υπηρεσίας κατά την συμπλήρωσιν του υπό του νόμου κανονιζομένου ορίου ηλικίας, όπερ δεν δύναται να είναι δια μεν τα μέλη του Αρείου Πάγου ανώτατον του εβδομηκοστού πέμπτου έτους, μηδέ κατώτερον του εξηκοστού πέμπτου, δια πάντας δε τους λοιπούς εμμίσθους δικαστικούς υπαλλήλους ανώτερον του εβδομηκοστού, μηδέ κατώτερον του εξηκοστού. Μέχρι της επιψηφίσεως νέου ειδικού νόμου περί ορίου ηλικίας πάντες οι ανωτέρω έμμισθοι δικαστικοί υπάλληλοι αποχωρούσι κατά το εξηκοστόν πέμπτον έτος συμπεπληρωμένον.
Άρθρο 89. – Τα προσόντα των δικαστών εν γένει υπαλλήλων ορίζονται δια νόμου.
Άρθρο 90. – Διακστικοί υπάλληλοι, απολαύοντες ισοβιότητος ή μονιμότητος, εκτος των υπογραμματέων, τοποθετούνται, μετατίθενται και προάγονται δι’ Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αποτελουμένου εκ μελών του Αρείου Πάγου, καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει. Η εις τας θέσεις του προέδρου, αντιπροέδρου και εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προαγωγή δεν υπάγεται εις το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον.
Άρθρο 91. – Δικαστικαί επιιτροπαί και άκτακτα δικαστήρια υφ’ οιονδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συστηθώσιν. Ειδικώς νόμος θέλει κανονίσει, δια την περίπτωσιν εμπολέμου καταστάσεως, ή γενικής, ένεκεν εξωτερικών κινδύνων, επιστρατεύσεως, τα της προσωρινής, εν όλω ή εν μέρει, αναστολής της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 5, 6, 10, 11, 12, 14, 20 και 95 του Συντάγματος, τα της κηρύξεως της καταστάσεως πολιορκίας και τα της συστάσεως και λειτουργίας εξαιρετικών δικαστηρίων.
Ο νόμος ούτους δεν δύνανται να μεταρρυθμισθή κατά το διάστημα των εργασιών της προς εφαρμογήν τούτου συγκαλουμένης Βουλής. Τίθεται δε κατά πάσας ή τινας μόνον αυτού διατάξεις εις εφαρμογήν καθ’ όλην την Επικράτειαν ή μέρος αυτής δια βασιλικού διατάγματος, αδεία της Βουλής εκδιδομένου. Εν απουσία της Βουλής ο νόμος δύναται να τεθή εις εφαρμογήν και άνευ αδείας αυτής δια βασιλικού διατάγματος προσυπογεγραμμένου υφ’ ολοκλήρου του Υπουργικού Συμβουλίου.
Δια του αυτού βασιλικού διατάγματος και επί ποινή ακυρότητος αυτού συγκαλείται η Βουλή εντός πέντε ημερών, και αν έτι έληξεν η περίοδος αυτής ή διελύθη, όπως δια πράξεως αυτής αποφασίση την διατήρησιν ή άρσιν των ορισμών του βασιλικού διατάγματος. Η βουλευτική ασυλία του άρθρου 63 ισχύει από της δημοσιεύσεως του βασιλικού διατάγματος. Η ισχύς των ανωτέρω βασιλικών διαταγμάτων, προκειμένου μεν περί πολέμου, δεν εκτείνεται πέραν της λήξεως αυτού, προκειμένου δε περί επιστρατεύσεως, αίρεται αυτοδικαίως μετά δίμηνον, εάν εν τω μεταξύ δεν παραταθή η ισχύς αυτών αδεία πάλιν της Βουλής.
Άρθρο 92. – Αι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι δημόσιαι, εκτός όταν η δημοσιότης ήθελεν είσθαι επιβλαβής εις τα χρηστά ήθη ή την κοινήν ευταξίαν, αλλά τότε τα δικαστήρια οφείλουσι να εκδίδωσι περί τούτου απόφασιν.
Άρθρο 93. – Πάσα απόφασις πρέπει να είναι ειδικώς ητιολογημένη και ν’ απαγγέληται εν δημοσία συνεδριάσει.
Άρθρο 94. – Το ορκωτικόν σύστημα διατηρείται.
Άρθρο 95. – Τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται υπό των ενόρκων, ωσαύτως και τα του τύπου, οσάκις ταύτα δεν αφορώσι τον ιδιωτικόν βίον.
Άρθρο 96. – Δεν επιτρέπεται εις τον δικαστήν να δεχθή και άλλην έμμισθον υπηρεσίαν, εκτός της του καθηγητού εν των Πανεπιστημίω.
Άρθρο 97. – Τα περί στρατοδικείων, ναυτοδικείων, πειρατείας, ναυταπάτης και δικαστηρίων λειών κανονίζονται δι’ ειδικών νόμων.
Περί Ελεγκτικού Συνεδρίου
Άρθρο 98. – Οι ελεγκταί και πρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου εισίν ισόβιοι και δεν παύονται, ειμή κατά τους όρους του άρθρου 88, απωχωρούσι δε υποχρεωτικώς της υπηρεσίας κατά την συμπλήρωσιν του υπό του νόμου κανονιζομένου ορίου ηλικίας, όπερ δεν δύναται να είναι ανώτερον του εβδομηκοστού πέμπτου, μηδέ κατώτερον του εξηκοστού πέμπτου έτους. Τα προσόντα των ελεγκτών και παρέδρων ορίζονται δια νόμου.
Γενικαί διατάξεις
Άρθρο 99. –Άνευ νόμου στρατός ξένος δεν είναι δεκτός εις την ελληνικήν υπηρεσίαν, ουδέ δύναται να διανέμη εις το Κράτος ή να διέλθη δι’ αυτού.
Άρθρο 100. – Μόνον όταν και όπερ ο νόμος διατάσσει οι στρατιωτικοί και ναυτικοί στερούνται του βαθμού των τιμών και των συντάξεών των.
Άρθρο 101. –Αι του αμφισβητούμενου διοικητικού υποθέσεις εξακολουθούσιν υπαγόμεναι εις τα τακτικά δικαστήρια, υφ’ ων δικάζονται ως κατεπείγουσαι, πλην εκείνων, δι’ ας ειδικοί νόμοι συνιστώσι διοικητικά δικαστήρια, παρ’ οις τηρούνται αι διατάξεις των άρθρων 92 και 93. Μέχρι της εκδόσεως ειδικών νόμων ισχύουσιν οι υφιστάμενοι περί διοικητικής δικαιοδοσίας. Αι αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται από της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποκλειστικώς εις την δικαιοδοσίαν αυτού.
Η άρσις των συγκρούσεων μεταξύ δικαστικών και διοικητικών αρχών, ως και μεταξύ Συμβουλίου Επικρατείας και διοικητικών αρχών, δικάζεται υπό του Αρείου Πάγου, μέχρις ου ιδιαίτερος νόμος συστήση προς εκδίκασιν ταύτης μικτόν δικαστήριον, αποτελούμενον εξ ίσου αριθμού αρεοπαγιτών και τακτικών συμβούλων της Επικρατείας, υπό την Προεδρίαν του Υπουργού της Δικαιοσύνης ή του υπό του νόμου οριζομένου αναπληρωτού αυτού.
Άρθρο 102. – Τα προσόντα των διοικητικών εν γένει υπαλλήλων ορίζονται δια νόμου. Μετά την έναρξιν της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι υπάλληλοι ούτοι από του οριστικού αυτών διορισμού εισί μόνιμοι, εφ’ όσον υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι• πλην δε των περιπτώσεων της παύσεως δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, ούτε μετατίθενται άνευ συμφώνου γνωμοδοτήσεως ούτε απολύονται ή υποβιβάζονται άνευ ειδικής αποφάσεως κατά νόμον οργανωμένου και εκ μονίμων υπαλλήλων κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον αποτελουμένου συμβουλίου.
Κατά της αποφάσεως ταύτης επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα εν τω νόμω ειδικώτερον οριζόμενα. Των προσόντων και της μονιμότητος επιτρέπεται να εξαιρεθώσι δια νόμου οι πρέσβεις και διπλωματικοί πράκτορες, οι γενικοί πρόξενοι, οι γενικοί γραμματείς των Υπουργείων, οι ιδιαίτεροι γραμματείς των Υπουργών, οι νομάρχαι, ο βασιλικός επίτροπος παρά τη Ιερά Συνόδω, και ο γενικός διευθυντής των Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων.
Άρθρων 103. – Αγωγαί κακοδικίας κατ’ αρεοπαγιτών, ισοβίων μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τακτικών συμβούλων της Επικρατείας δικάζονται υπό πενταμελούς ειδικού δικαστηρίου, συγκροτουμένου καθ’ ον ο νόμος ορίσει τρόπον δια κληρώσεως εκ των τριών τούτων σωμάτων, των εκ δικηγόρων μελών του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου και των καθηγητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου, λαμβανομένου ενός μέλους εξ εκάστου σώματος.
Εις το δικαστήριον τούτο υπάγεται και πάσα προπαρασκευαστική διαδικασία• ουδεμία δ’ άλλη άδεια απαιτείται. Εις το αυτό δικαστήριον δύναται να υπαχθώσιν δια νόμου και αι αγωγαί κακοδικίας κατά πρωτοδικών, εφετών και εισαγγελέων.
Άρθρο 104. – Η πειθαρχική εξουσία επί των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκείται και υπό συμβουλίου συγκειμένου εκ δύο μελών εξ εκάστου των σωμάτων τούτων και δυο καθηγητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου, οριζομένων πάντων δια κλήρου, υπό την προεδρίαν του Υπουργού Δικαιοσύνης. Εκ των μελών του συμβουλίου εξαιρούνται εκάστοτε τα ανήκοντα εις το σώμα εκείνο, επί ενεργείας του οποίου, είτε ολοκλήρου είτε μελών αυτού, καλείται ν’ αποφανθή το συμβούλιον.
Άρθρο 105. – Η εκλογή των δημοτικών αρχών γίνεται δια καθολικής ψηφοφορίας.
Άρθρο 106. – Πας Έλλην, δυνάμενος φέρειν όπλα, υποχρεούται να συντελή εις την υπέρ πατρίδος άμυναν κατά τους ορισμούς των νόμων.
Άρθρο 107. – Επίσημος γλώσσα του Κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα• πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται.
Άρθρο 108. – Δεν επιτρέπεται αναθεώρησις ολόκληρου του Συντάγματος. Μετά δεκαετίαν από της ισχύος της διατάξεως ταύτης επιτρέπεται αναθεώρησις των μη θεμελιωδών διατάξεων αυτού, οσάκις η Βουλή δια των δύο τρίτων του όλου αριθμού των μελών αυτής ζητήση ταύτην δι’ ιδίας πράξεως, οριζούσης ειδικώς τα αναθεωρητέας διατάξεις και ψηφιζομένης εις δύο ψηφοφορίας, αμφισταμένας αλλήλων κατά ένα τουλάχιστον μήνα. Αποφασισθείσης της αναθεωρήσεως διαλύεται αυτοδικαίως η υφεστώσα Βουλή και συγκαλείται νέα, ήτις κατά την πρώτην σύνοδον αυτής αποφασίζει επί των αναθεωρητέων διατάξεων δι’ απολύτου πλειονοψηφίας του όλου αριθμού των μελών αυτής.
Άρθρο 109. – Όλοι οι νόμοι και τα διατάγματα, καθ’ όσον αντιβαίνουσιν εις το παρόν Σύνταγμα, καταργούνται.
Άρθρο 110. – Το παρόν Σύνταγμα εμβαίνει εις ενέργειαν, άμα υπογραφή υπό του Βασιλέως• το δε Υπουργικόν Συμβούλιον οφείλει να δημοσιεύση αυτό δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εντός είκοσι τεσσάρων ωρών μετά την υπογραφήν. Πάσα ψηφιζόμενη αναθεώρησις μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος εκδίδεται και δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εντός δέκα ημερών από της επιψηφίσεως αυτής υπό της Βουλής τίθεται δ’ εις ενέργειαν δι’ ειδικού ταύτης ψηφίσματος.
Άρθρο 111. – Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων.