Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 2α ΟΙ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

(vi) Δεικτικές αντωνυμίες


§2.54. Οι δεικτικές αντωνυμίες χρησιμοποιούνται είτε ως επίθετα που προσδιορίζουν ουσιαστικά είτε ουσιαστικοποιημένες στη θέση κάποιου ουσιαστικού.

ΛΥΣ 24.22 ἡ πόλις ἡμῖν ἐψηφίσατο τοῦτο τὸ ἀργύριον || η πόλη, με ψήφισμά της, μας παραχώρησε αυτό το χρηματικό βοήθημα.

ΛΥΣ 14.16 οὐκ ἂν ἐγένοντο συμφοραὶ τοσαῦται τῇ πόλει || δεν θα συνέβαιναν τόσες συμφορές στην πόλη.

ΙΣΟΚΡ 7.64ἐπειδὴ γὰρ […] ταῖς συμφοραῖς ἐκείναις ἡ πόλις περιέπεσεν || όταν η πόλη μας έπεσε σε εκείνες τις συμφορές.

ΛΥΣ 2.11ἀφικόμενοι εἰς τήνδε τὴν πόλιν ἱκέται ἐπὶ τῶν βωμῶν ἐκαθέζοντο || μόλις έφτασαν σε αυτήν εδώ την πόλη, κάθισαν ως ικέτες στους βωμούς.

ΛΥΣ 25.16 καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἄξιον θαυμάζειν || και δεν πρέπει να απορεί κανείς γι' αυτό.

ΛΥΣ 14.9 οὗτος τοίνυν εἰς τοῦτ' ἦλθε πονηρίας || αυτός, λοιπόν, έφτασε σε αυτό το βαθμό κακίας.

ΔΗΜ 27.65 οὗτοι δὲ τοσοῦτον διαφέρουσιν ὑμῶν || αυτοί είναι τόσο διαφορετικοί από εσάς.

ΘΟΥΚ 2.36.2 καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν || και εκείνοι είναι άξιοι επαίνου, κι ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας.

ΛΥΣ 31.26 ἄξιον δὲ καὶ τόδε ἐνθυμηθῆναι || πρέπει να λάβετε υπόψη σας και το εξής.

§2.55. Οι αντωνυμίες οὗτος και ὅδε χρησιμοποιούνται για πρόσωπα ή πράγματα που βρίσκονται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, κοντα στον ομιλητή, ενώ η αντωνυμία ἐκεῖνος για πρόσωπα ή πράγματα απομακρυσμένα ή απόντα.

ΛΥΣ 25.25 ἃ μὲν οὗτοι συμβουλεύουσιν, οὐδεπώποτε ὑμῖν ἐλυσιτέλησεν || οι συμβουλές που αυτοί σας δίνουν δεν σας ωφέλησαν ποτέ.

ΘΟΥΚ 2.12.3 ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει || η σημερινή μέρα θα είναι αρχή μεγάλων συμφορών για τους Έλληνες.

ΙΣΟΚΡ 7.16 ἢν ἐθελήσωμεν ἐκείνην τὴν δημοκρατίαν ἀναλαβεῖν, ἣν Σόλων […] ἐνομοθέτησε || αν θελήσουμε να επαναφέρουμε την παλιά εκείνη δημοκρατία, την οποία ο Σόλωνας θεμελίωσε με τους νόμους του.

§2.56. Διάκριση μεταξύ οὗτος και ὅδε. Η αντωνυμία ὅδε αναφέρεται εμφατικά σε πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) με τον ομιλητή. Στον προφορικό λόγο η συγκεκριμένη αντωνυμία χρησιμοποιείται για να υποδείξει κάτι που μόλις έπεσε στην αντίληψη του ομιλητή, ενώ στο δράμα σημειώνει την είσοδο ενός νέου ηθοποιού. Η αντωνυμία οὗτος χρησιμοποιείται, επίσης, για να υποδείξει κάτι που γειτνιάζει με τον ομιλητή, δεν διαθέτει όμως την εμφατική ένταση της προηγούμενης αντωνυμίας. Σε διαλογική συνομιλία επισημαίνει το πρόσωπο ή το θέμα για το οποίο μόλις έγινε λόγος από τον συνομιλητή μας.

ΠΛ Κρατ 383.aΒούλει οὖν καὶ Σωκράτει τῷδε ἀνακοινωσώμεθα τὸν λόγον; || Θες να κάνουμε γνωστό και στον Σωκράτη, που είναι εδώ κοντά μας, το θέμα της συζήτησής μας;

ΘΟΥΚ 1.5.3 καὶ μέχρι τοῦδε πολλὰ τῆς Ἑλλάδος τῷ παλαιῷ τρόπῳ νέμεται || και μέχρι σήμερα, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, διατηρούνται ακόμη αυτές οι αρχαίες συνηθειες.

ΣΟΦ Αντ 626 ὅδε μὴν Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα || μα νά έρχεται ο Αίμονας, το νεότερο απ' τα παιδιά σου.

ΣΟΦ Φιλ 764-765 ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα τοῦτο τῆς νόσου τὸ νῦν παρόν || ώσπου να περάσει αυτή η κρίση της αρρώστιας που τώρα με έπιασε.

ΣΟΦ Ηλ 1743-1744ΑΙ. σὺ δέ, εἴ που κατ᾽ οἶκόν μοι Κλυταιμήστρα, κάλει. ΟΡ. αὕτη πέλας σοῦ· ΑΙ. Κι εσύ κάλεσέ μου την Κλυταιμήστρα, αν είναι κάπου μες στο παλάτι. ΟΡ. Μα νά την αυτή (που ψάχνεις), πλάι σου.

Η αντωνυμία ὅδε σχετίζεται περισσότερο με τον ομιλητή, και γι' αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται στη θέση προσωπικής ή κτητικής αντωνυμίας πρώτου προσώπου· η αντωνυμία οὗτος σχετίζεται με τον αποδέκτη του λόγου, γι' αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θέση προσωπικής ή κτητικής αντωνυμίας δευτέρου προσώπου.

ΣΟΦ ΟΤ 534 φονεὺς ὢν τοῦδε τἀνδρὸς (=ἐμοῦ) ἐμφανῶς || ενώ είσαι ολοφάνερα φονιάς μου.

ΣΟΦ Τρ 305 τῆσδέ (=ἐμοῦ) γε ζώσης ἔτι || όσο εγώ είμαι ζωντανή.

ΣΟΦ Αντ 43 (σκόπει) εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε (=τῇ ἐμῇ) κουφιεῖς χερί || (σκέψου) αν θα θάψεις τον νεκρό μαζί με αυτό εδώ (=το δικό μου) το χέρι.

ΛΥΣ 2.5 (Ἀμαζόνες) παραλαβοῦσαι τὰ μαχιμώτατα τῶν ἐθνῶν ἐστράτευσαν ἐπὶ τήνδε (=τὴν ἡμετέραν) τὴν πόλιν || (οι Αμαζόνες) έκαναν εκστρατεία ενάντια σε αυτήν εδώ (=τη δική μας) την πόλη, παίρνοντας μαζί τους τα πιο ετοιμοπόλεμα έθνη.

ΑΡΙΣΤΟΦ Βατ 171 Οὗτος, σὲ λέγω μέντοι, σὲ τὸν τεθνηκότα || έ εσύ, σε σένα μιλάω, τον νεκρό.

ΠΛ Συμπ 172.a Ὦ Φαληρεύς,ἔφη, οὗτος Ἀπολλόδωρος, οὐ περιμένεις; || ε, εσύ δημότη του Φαλήρου, είπε, Απολλόδωρε, δεν θα με περιμένεις;

ΔΗΜ 21.134 καὶ τουτουσὶ (=τοὺς σοὺς πολίτας) καὶ ὅλην τὴν πόλιν ἠδίκεις καὶ κατῄσχυνες || κι αυτούς εδώ, τους συμπολίτες σου, κι ολόκληρη την πόλη αδικούσες και ντρόπιαζες.

Η αντωνυμία οὗτος (και οι τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος και το επίρρημα οὕτως) αναφέρεται συνήθως στα προηγούμενα, ενώ η αντωνυμία ὅδε (και οι τοιόσδε, τοσόσδε, τηλικόσδε και το επίρρημα ὧδε) στα επόμενα.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.2.31 καὶ ὁ Κῦρος ἀκούσας τοῦ Γωβρύα τοιαῦτα τοιάδε πρὸς

αὐτὸν ἔλεξε || κι ο Κύρος, αφού άκουσε αυτά που είπε ο Γωβρύας, του απάντησε ως εξής.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.9.29 τεκμήριον δὲ τούτου καὶ τόδε απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι και το εξής.

Ωστόσο, εμφανίζεται σπανιότερα και η αντίστροφη κατανομή.

ΘΟΥΚ 4.58.1 Ἑρμοκράτης […] ἐς τὸ κοινὸν τοιούτους δὴ λόγους εἶπεν || ο Ερμοκράτης […] μίλησε στη συνέλευση ως εξής.

ΘΟΥΚ 7.78.1 τοιάδε παρακελευόμενος || αφού τους προέτρεψε με αυτόν τον τρόπο.

Όταν με τις αντωνυμίες οὗτος και ὅδε αντιδιαστέλλονται δύο πράγματα, τότε η ὅδε αναφέρεται στο σημαντικότερο ή πιο αξιόλογο στοιχείο της αντιδιαστολής, ενώ η οὗτος στο πιο ασήμαντο και υποδεέστερο.

ΠΛ Μεν 81d οὔκουν δεῖ πείθεσθαι τούτῳ τῷ ἐριστικῷ λόγῳ· οὗτος μὲν γὰρ ἂν ἡμᾶς ἀργοὺς ποιήσειεν καὶ ἔστιν τοῖς μαλακοῖς τῶν ἀνθρώπων ἡδὺς ἀκοῦσαι, ὅδε δὲ ἐργατικούς τε καὶ ζητητικοὺς ποιεῖ || δεν πρέπει, επομένως, να δώσουμε πίστη σε αυτό το σοφιστικό επιχείρημα (ότι, δηλαδή, η έρευνα δεν είναι δυνατή, αλλά να δεχτούμε τη θεωρία της ανάμνησης)· γιατί το πρώτο θα μας έκανε αδρανείς και είναι ευχάριστο στην ακοή των αργόσχολων ανθρώπων, ενώ η δεύτερη μας κάνει εργατικούς και ερευνητικούς.

§2.57. Πολύ συχνά η αντωνυμία οὗτος (και σπανιότερα οι ὅδε και ἐκεῖνος) αναφέρεται προληπτικά σε μια λέξη ή πρόταση που ακολουθεί ως επεξήγηση. Επίσης, η οὗτος (και οι τοιοῦτος, τοσοῦτος και τηλικοῦτος) είναι τα συνηθέστερα δεικτικά που προηγούνται μιας αναφορικής πρότασης και στα οποία αυτή αναφέρεται.

ΙΣΟΚΡ 8.131 οὐ γὰρ τοῦτο σκοποῦσιν, ἐξ οὗ τρόπου τοῖς δεομένοις βίον ἐκποριοῦσιν, ἀλλ' ὅπως τοὺς ἔχειν τι δοκοῦντας τοῖς ἀπόροις ἐξισώσουσιν || δεν σκέφτονται τούτο, με ποιο τρόπο, δηλαδή, θα εξασφαλίσουν πόρους για τη συντήρηση των φτωχών, αλλά, αντίθετα, πώς θα εξισώσουν με τους άπορους αυτούς που φαίνεται να έχουν κάποια περιουσία.

ΞΕΝ Ελλ 2.3.53 καὶ τοῦτο μέν, ἔφη, μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἀγνοῶ, ὅτι οὐδέν μοι ἀρκέσει ὅδε ὁ βωμός || το ξέρω καλά, είπε, μα τους θεούς, ότι δεν θα με βοηθήσει καθόλου αυτός εδώ ο βωμός.

ΠΛ Απολ 35c μὴ οὖν ἀξιοῦτέ με, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοιαῦτα δεῖν πρὸς ὑμᾶς πράττειν ἃ μήτε ἡγοῦμαι καλὰ εἶναι μήτε δίκαια μήτε ὅσια || μην μου λέτε, λοιπόν, Αθηναίοι, ότι πρέπει να συμπεριφερθώ απέναντί σας με τρόπο που θεωρώ ότι δεν είναι ούτε ωραίος, ούτε δίκαιος, ούτε αρεστός στους θεούς.

ΘΟΥΚ 2.12.3 ὁ δ' ἐπειδὴ ἐπὶ τοῖς ὁρίοις ἐγένετο καὶ ἔμελλε διαλύσεσθαι, τοσόνδε εἰπὼν ἐπορεύετο ὅτι «ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει.» || κι όταν έφτασε στα σύνορα κι επρόκειτο να χωριστεί από αυτούς που τον συνόδευαν, είπε μόνο την εξής φράση προτού φύγει, ότι «η σημερινή μέρα θα είναι αρχή μεγάλων συμφορών για τους Έλληνες».

ΠΛ Πολ 606b ἐκεῖνο κερδαίνειν ἡγεῖται, τὴν ἡδονήν || θεωρεί ότι κερδίζει εκείνο, την ευχαρίστηση.

Σε περίπτωση έμφασης, η παραπάνω σειρά αντιστρέφεται και η δεικτική αντωνυμία επιτάσσεται, επαναλαμβάνοντας εμφατικά μια λέξη ή πρόταση που προηγήθηκε.

ΛΥΚΟΥΡ Λεωκρ 117 ποιήσαντες στήλην, ἐψηφίσαντο εἰς ταύτην ἀναγράφειν τοὺς ἀλιτηρίους καὶ τοὺς προδότας || έφτιαξαν μια στήλη και αποφάσισαν να γράφουν σε αυτήν τα ονόματα των εγκληματιών και των προδοτών.

ΛΥΣ 18.16 οὕτως ἤδη οἱ τὰ τῆς πόλεως πράττοντες διάκεινται, ὥστ' οὐχ ὅ τι ἂν τῇ πόλει βέλτιστον ᾖ, τοῦτο οἱ ῥήτορες λέγουσιν, ἀλλ' ἀφ' ὧν ἂν αὐτοὶ κερδαίνειν μέλλωσι, ταῦτα ὑμεῖς ψηφίζεσθε || οι πολιτικοί συμπεριφέρονται πλέον με τέτοιον τρόπο, ώστε δεν είναι το συμφέρον της πόλης αυτό που κατευθύνει τους λόγους των ρητόρων, αλλά, αντιθέτως, το μελλοντικό κέρδος των ρητόρων είναι αυτό που καθορίζει τις δικές σας αποφάσεις.

ΠΛ Πολ 345b ἃ ἂν εἴπῃς, ἔμμενε τούτοις || όταν λες κάτι, να μένεις σταθερός σε αυτό.

Στην εμφατική της λειτουργία, η αντωνυμία οὗτος συνοδεύεται συχνά από τον σύνδεσμο καί. Η έκφραση καὶ ταῦτα κατέληξε επιρρηματική φράση, η οποία επαναλαμβάνει εμφατικά το νόημα της προηγούμενης πρότασης.

ΘΟΥΚ 4.26.2 οὐ γὰρ ἦν κρήνη ὅτι μὴ μία […] καὶ αὕτη οὐ μεγάλη || δεν υπήρχε παρά μία μόνο πηγή, κι αυτή ασήμαντη.

ΞΕΝ Οικ 2.5 ξένους προσήκει σοι πολλοὺς δέχεσθαι, καὶ τούτους μεγαλοπρεπῶς || είσαι υποχρεωμένος να φιλοξενείς στο σπίτι σου αρκετούς ξένους, και μάλιστα με κάθε πολυτέλεια.

ΞΕΝ Αγ 1.38 (οἱ ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ἕλληνες) ἐθελούσιοι γοῦν αὐτῷ (= Ἀγησιλάῳ) συνεβοήθησαν τῇ Λακεδαίμονι, καὶ ταῦτα εἰδότες ὅτι οὐ χείροσιν ἑαυτῶν δεήσοι μάχεσθαι || (οι Έλληνες της Ασίας), λοιπόν, πρόθυμα βοήθησαν τη Σπάρτη για χάρη του Αγησίλαου, και μάλιστα παρότι γνώριζαν ότι θα πρέπει να πολεμήσουν με αντιπάλους ισάξιούς τους.

ΔΗΜ 15.23 ὑμεῖς δ' ὄντες Ἀθηναῖοι βάρβαρον ἄνθρωπον, καὶ ταῦτα γυναῖκα, φοβήσεσθε; || εσείς, που είστε Αθηναίοι, θα φοβηθείτε έναν βάρβαρο άνθρωπο, και μάλιστα γυναίκα;

§2.58. Οι αντωνυμίες οὗτος και ἐκεῖνος, όταν προσδιορίζουν ονόματα προσώπων, δηλώνουν ότι πρόκειται για πρόσωπα γνωστά ή φημισμένα.

ΔΗΜ 3.21 τὸν Ἀριστείδην ἐκεῖνον || τον περίφημο Αριστείδη.

ΠΛ ΙππΜ 282bΓοργίας […] οὗτος ὁ Λεοντῖνος σοφιστής || ο Γοργίας, ο φημισμένος σοφιστής από τους Λεοντίνους.

ΠΛ Κριτ 45a οὐχ ὁρᾷς τούτους τοὺς συκοφάντας || δεν βλέπεις αυτούς τους γνωστούς συκοφάντες.

§2.59. Η αντωνυμία ἐκεῖνος μπορεί, όπως και η οὗτος, να αναφέρεται στα προηγούμενα, προϋποθέτει όμως, συνήθως, κάποια απόσταση, κυριολεκτική ή μεταφορική.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.8.26 (Κῦρος) καθορᾷ βασιλέα καὶ τὸ ἀμφ᾽ ἐκεῖνον στῖφος || (ο Κύρος) διέκρινε (από μακριά) τον Βασιλιά και το πλήθος των στρατιωτών που ήταν ολόγυρά του.

ΘΟΥΚ 1.51.2 τοῖς δὲ Κερκυραίοις […] οὐχ ἑωρῶντο (αἱ Ἀθηναίων νῆες), καὶ ἐθαύμαζον τοὺς Κορινθίους πρύμναν κρουομένους, πρίν τινες ἰδόντες εἶπον ὅτι νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν || οι Κερκυραίοι δεν μπορούσαν να δουν (τα αθηναϊκά πλοία), και απορούσαν που οι Κορίνθιοι υποχωρούσαν, ώσπου κάποιοι τα είδαν και είπαν ότι πλησιάζουν εκείνα εκεί τα πλοία.

Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, η αντωνυμία ἐκεῖνος αντικαθιστά απλώς την επαναληπτική αντωνυμία αὐτός, συχνά μάλιστα σε συνδυασμό μαζί της.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.2.12 ἔπειτα δὲ ἔλεξε τοῖς Χαλδαίοις ὅτι ἥκοι οὔτε ἀπολέσαι ἐπιθυμῶν ἐκείνους (=αὐτοὺς) οὔτε πολεμεῖν δεόμενος || έπειτα είπε στους Χαλδαίους ότι έχει έρθει χωρίς να επιθυμεί ούτε να τους καταστρέψει, ούτε να πολεμήσει μαζί τους.

ΠΛ Πρωτ 310d ἂν αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ πείθῃς ἐκεῖνον (=αὐτόν), ποιήσει καὶ σὲ σοφόν || αν του δώσεις χρήματα και καταφέρεις να τον πείσεις, θα σε κάνει και σένα σοφό.

ΘΟΥΚ 1.132.5 ἀνὴρ Ἀργίλιος, παιδικά ποτε ὢν αὐτοῦ καὶ πιστότατος ἐκείνῳ (=αὐτῷ, sc. Παυσανίᾳ) || κάποιος Αργίλιος, που ήταν κάποτε ερωμένος του Παυσανία και πολύ πιστός του φίλος.

Σπανιότερα, η αντωνυμία ἐκεῖνος βρίσκεται στη θέση αυτοπαθούς αντωνυμίας τρίτου προσώπου.

ΘΟΥΚ 2.11.6 ὅταν ἐν τῇ γῇ ὁρῶσιν ἡμᾶς δῃοῦντάς τε καὶ τἀκείνων(=τὰ ἑαυτῶν) φθείροντας || όταν μας δουν μέσα στην ίδια τους τη χώρα να καταστρέφουμε και να λεηλατούμε τις περιουσίες τους.

ΠΛ Πολ 558d ὑὸς ὑπὸ τῷ πατρὶ τεθραμμένος ἐν τοῖς ἐκείνου (=τοῖς ἑαυτοῦ) ἤθεσι || γιος που έχει ανατραφεί από τον πατέρα του σύμφωνα με τα δικά του ήθη.

§2.60. Διάκριση μεταξύ ἐκεῖνος και οὗτος. Όταν οι δύο αντωνυμίες χρησιμοποιούνται μαζί για να αντιδιαστείλουν δύο αντικείμενα, τότε, συνήθως, η αντωνυμία οὗτος αναφέρεται στο πλησιέστερο ή σε αυτό που μνημονεύθηκε τελευταίο.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.29 εἰ δὲ τοῦτό σοι δοκεῖ μικρὸν εἶναι, ἐκεῖνο κατανόησον || κι αν αυτό (που μόλις ανέφερα) σου φαίνεται ασήμαντο, σκέψου και το εξής.

ΠΛ Φαιδρ 277a νῦν δὴ ἐκεῖνα ἤδη, ὦ Φαῖδρε, δυνάμεθα κρίνειν, τούτων ὡμολογημένων || τώρα πια, Φαίδρε, αφού συμφωνήσαμε σε αυτά εδώ τα θέματα, μπορούμε να κρίνουμε και εκείνα τα ζητήματα (που θίξαμε προηγουμένως).

ΛΥΣ 16.7 ὥστε πολὺ ἂν δικαιότερον ἐκείνοις τοῖς γράμμασιν ἢ τούτοις πιστεύοιτε || επομένως, θα ήταν πολύ πιο δίκαιο να εμπιστευτείτε εκείνους τους καταλόγους (των φυλάρχων), παρά αυτούς εδώ (που σας κατέθεσε ο αντίδικος).

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

Σπάρτη, δεύτερο μισό του 7ου αιώνα


Μια ποιητική σύνθεση του Αλκμάνα αποτελεί καλό δείγμα της ευρείας απήχησης που είχε η ποίηση στην κοινωνία. Ένας πολυμελής χορός παρθένων τραγουδούσε και χόρευε. Το άσμα ονομαζόταν παρθένειον. Η ομορφιά των δύο πρώτων κοριτσιών του χορού, της Αγιδώς και της Αγησιχόρας, παρομοιαζόταν με το φως των ουράνιων σωμάτων και με τα υπερήφανα άλογα των αγώνων, που ήταν τα σύμβολα του πλούτου της αριστοκρατίας. Η εκδήλωση λάμβανε χώρα στο πλαίσιο ενός νυκτερινού εορτασμού προς τιμήν της Αρτέμιδος Ορθίας:

Ευτυχισμένος όποιος με ωραία διάθεση περνά τη μέρα στη χαρά.
Εγώ όμως τραγουδώ της Αγιδώς το φως. Τη βλέπω σαν τον ήλιο
που αυτή για μας πιστοποιεί ότι όντως λάμπει.
Ωστόσο, ούτε να την επαινώ, μα ούτε και να την ψέγω
μου επιτρέπει η ξακουσμένη πρώτη του χορού, έτσι που υπερέχει:
σαν ίππος πλάι σε πρόβατα -στιβαρός, νικηφόρος, με οπλές θορυβώδεις-
δοσμένος σε όνειρο μεσημεριανό κάτω από βράχο.

Αυτή ᾽ν᾽ η Αγησιχόρα.
Και η επόμενη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ
θα παραβγεί στο τρέξιμο μ᾽ αυτές σαν άλογο Σκυθών δίπλα σε κελτικό.
Σε σύγκριση με μας που φέρνουμε τον πέπλο της Ορθίας μέσα σε θεία νύκτα,
αυτές είναι οι Πλειάδες: δείτε πώς λάμπουν
σβήνοντας και τον Σείριο καθώς μεσουρανούν
!

Η ομορφιά των νεαρών κοριτσιών ήταν το αντίστοιχο της ανδρείας του πολεμιστή. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Σάμο, υπήρχαν θεσμοθετημένα καλλιστεία για την ανάδειξη της ωραιότερης κόρης. Με τον ίδιο τρόπο που οι πολεμιστές έριζαν στη μάχη για να αναδείξουν την αρετή τους, τα κορίτσια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να φανούν θελκτικότερα. Στο παρθένειο του Αλκμάνα περιγράφονται να φορούν χρυσά κοσμήματα, σπάνια πορφυρά ρούχα, εξαρτήματα της κόμης φερμένα από την Ανατολή. Όλες βέβαια αναγνώριζαν την έκπαγλη ομορφιά της Αγησιχόρας. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να υμνήσουν υπερβολικά τη γοητευτικότατη Αγιδώ.

Η λάμψη της αντικειμενικής ομορφιάς προκαλούσε τον γενικό θαυμασμό, αλλά γεννούσε επίσης ζήλια. Στην πραγματική ζωή της Σπάρτης κάποια κορίτσια οπωσδήποτε θα είχαν σκεφτεί να πετύχουν με ξόρκια την πρόωρη γήρανση, την απόσυρση μέσω του γάμου ή ακόμη και τον αφανισμό της Αγησιχόρας. Η σκοτεινή αυτή πλευρά του ανταγωνισμού δεν βρήκε βέβαια χώρο έκφρασης στην υμνητική ποίηση της αρχαϊκής εποχής.

Ανθρωπολογία της Μυθικής Σκέψης

Η Μυθολογία. η Μυθική Σκέψη, όταν εφαρμόζεται από την κοινωνία (κοινωνική μυθολογία) έχει σκοπό όχι να «παραπλανήσει» τους ανθρώπους αλλά να τους εκπαιδεύσει για να μπορέσουν να λειτουργήσουν στα πλαίσια της κοινωνίας κι η κοινωνία να «συνεχιστεί» απρόσκοπτα. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν οι φορείς της αγωγής των ανθρώπων (πολιτεία, εκπαιδευτικό σύστημα, εκπαιδευτές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης) δεν προσαρμόζονται και δεν προσαρμόζουν την «κρατούσα ιδεολογία» (και το «εκπαιδευτικό υλικό») στις ανάγκες των καιρών, της κοινωνίας και της ζωής. Τότε η κρατούσα ιδεολογία, η κοινωνική μυθολογία, γίνεται τροχοπέδη στην πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας. Όταν λοιπόν μιλάμε για αλλαγή της ιδεολογίας, για απελευθέρωση από την κρατούσα τάξη, δεν εννοούμε την κατάργηση των θεσμών (γιατί δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς θεσμούς και χωρίς σεβασμό στους θεσμούς), εννοούμε την αλλαγή του «περιεχομένου» των θεσμών. Οι άνθρωποι θα πρέπει πάντα να έχουν μια ιδεολογία, να ακολουθούν ηθικά πρότυπα και να εναρμονίζουν τις πράξεις τους με την κοινωνική τάξη.

Σε αντιπαράθεση με την ισχύουσα κοινωνική μυθολογία (την μυθολογία που επιβάλλει η ισχύουσα τάξη) η Αληθινή Καθαρή Μυθολογία είναι μια άλλη ερμηνεία του κόσμου που έχει πανάρχαιες ανθρωπολογικές βάσεις. Δεν είναι μόνο ότι πηγάζει από την Πανάρχαια Εμπειρία της Ανθρώπινης Φυλής κι ότι έχει παγιωμένες κι εξακριβωμένες από την εμπειρία της ζωής αντιλήψεις αλλά μέσα στα γενικά αυτά Ανθρωπολογικά Πλαίσια έχει μια άλλη εικόνα για τον Άνθρωπο. Μέσα σε αυτό το άλλοτε φιλικό, άλλοτε εχθρικό σύμπαν, πιστεύει στον Αληθινό Άνθρωπο, στον Ολοκληρωμένο Άνθρωπο, στον Δίκαιο Άνθρωπο, στον Καλό Άνθρωπο. Εδώ δεν υποκρύπτονται απλά κάποιες πανάρχαιες ανθρωπολογικές ανθρώπινες αξίες, τις οποίες πάντα σέβονταν οι πιο πολλοί άνθρωποι. Κυρίως, η Αλληγορία στο Παραμύθι χρησιμεύει σαν Πρότυπο Αντίληψης και Δράσης. Μιλά για την Ζωή όπως θα έπρεπε να είναι. Ασφαλώς μέσα στο Μυθολογικό Σύμπαν δεν είναι όλα τακτοποιημένα, ούτε όλοι οι ήρωες του έργου (σε κάθε διήγηση) είναι τέλειοι. Τα πιο πολλά όντα, πνεύματα, ψυχές, άνθρωποι, ζώα, είναι αυτά που γνωρίζουμε κι από την καθημερινή ζωή. Μέσα όμως σε όλους αυτούς τους ήρωες του έργου θα ξεχωρίζει πάντα ο Εκλεκτός, ο Ευλογημένος, ο Ξεχωριστός, που θα δώσει την απαραίτητη ώθηση προς την ορθή κατεύθυνση δράσης κι εξέλιξης, μέχρι τα πράγματα να οδηγηθούν σταδιακά εκεί που πρέπει.

Τελικά, ανεξάρτητα από τον μύθο, το παραμύθι, που διαβάζουμε ή ακούμε, κι ανεξάρτητα από την χώρα προέλευσής του και την εποχή που καταγράφηκε ή την εποχή στην οποία αναφέρεται, καθώς και τις παραλλαγές του, οι ήρωες του παραμυθιού, ήρωες ή απλοί άνθρωποι, ή θύματα των περιστάσεων και του κόσμου, είναι οι άνθρωποι που είμαστε εμείς, που θα έπρεπε να είμαστε εμείς. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η Μαγεία του Παραμυθιού. Αν ταυτιζόμαστε με τον ήρωα του παραμυθιού είναι γιατί ακριβώς ανταποκρίνεται στις βαθύτερες ανάγκες της ψυχής μας, γιατί πληροί τις προδιαγραφές του ολοκληρωμένου ανθρώπου και γιατί όλα συμβαίνουν μέσα στο ορθό Αξιολογικό Πλαίσιο (κι όχι στην απολίτιστη βίαιη κοινωνία που ζούμε). Το Παραμύθι μας εισάγει στην Αληθινό Ανθρώπινο Κόσμο των Αξιών. Μας παίρνει από το χέρι και μας ταξιδεύει μέσα από χίλιες δυο περιπέτειες. ηρωισμούς και παθήματα στην ίδια την ζωή, για να φτάσουμε στο Φως της Πραγμάτωσης, της Πραγμάτωσης του Αληθινού Ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου.

Ήδη από όσα είπαμε γίνεται ολοφάνερη η Πανάρχαια Καταγωγή της Μυθικής Σκέψης, η Ιστορική Συνέπεια της Ανθρώπινης Εμπειρίας, ο Ορθολογισμός της Φανταστικής Διήγησης και η Αποδεδειγμένη Αξιολογική Κρίση που υπονοεί, εκθέτει, ή εμπνέει, η αφήγηση της περιπέτειας. Η Μυθική Σκέψη, ο Μύθος, το Παραμύθι, τα παραμύθια, μεταφέρουν πανάρχαιες ανθρώπινες αντιλήψεις που έχει επιβεβαιώσει η ζωή. Η «υπόθεση» της ιστορίας, κάθε εξιστόρησης, δεν λειτουργεί απλά μέσα σε ένα επιβεβαιωμένο αξιολογικό πλαίσιο αλλά χρησιμοποιεί πανάρχαια παγκόσμια σύμβολα, αποδεκτά από όλους μέσα στην ιστορία και στην ζωή κι έχει σαν στόχο να μας οδηγεί στην Αληθινή Ζωή, σε μια πραγματική ζωή μέσα στις όποιες συνθήκες.

Ο Μύθος, το Παραμύθι, δεν χρησιμοποιεί απλά την συμβολική γλώσσα, ούτε αναφέρεται σε «κάποια» σύμβολα. Όλα μπορούν κάλλιστα να είναι σύμβολα, τα όντα, τα πράγματα, οι καταστάσεις, οι διαδικασίες, οι βαθμίδες της εξελικτικής πορείας των ηρώων. Ταυτόχρονα ο Συμβολισμός μέσα στον Μύθο, μέσα στο Παραμύθι, δεν είναι αποκλειστικά αντικειμενικός. Στην πραγματικότητα όλο το νόημα που υποκρύπτεται στον Μύθο, στο Παραμύθι δεν αποκαλύπτεται ολόκληρο, με μιας, και σε όλους. Παρόλο που υπάρχει μια Αντικειμενική Αλήθεια μέσα στον Συμβολισμό, στα Σύμβολα, στην Διήγηση, στην Εξέλιξη και στον Στόχο της αφήγησης, το Κλειδί της Αποκωδικοποίησης, της Αληθινής Ερμηνείας του Παραμυθιού, βρίσκεται μέσα στον αναγνώστη ή στον ακροατή. Κάθε Μύθος, κάθε Παραμύθι, όλα τα παραμύθια, έχουν μια πνευματική, μια λογική, μια ψυχολογική-ηθική και μια φυσική διάσταση. Με άλλα λόγια μπορούν να «διαβαστούν» ή να «ακουστούν» με τις διαφορετικές λειτουργίες του ανθρώπου και να έχουν ταυτόχρονα ένα πνευματικό, ένα λογικό, ένα ηθικό ή ένα έμπρακτο φυσικό μήνυμα. Εξαρτάται λοιπόν από τον αναγνώστη ή τον ακροατή πως θα εισπράξει τον Μυθικό Λόγο, το Παραμύθι, την Διήγηση, τα λεγόμενα. Καθένας, ανάλογα με την ανθρώπινη εξέλιξή του, μπορεί να δει πέρα από την εξιστόρηση φυσικών γεγονότων, το ηθικό βάθος, την λογική ελευθερία την απεραντοσύνη της έμπνευσης, το Πνευματικό Άγνωστο που Αγκαλιάζει τα Πάντα.

Το καλό είναι ότι οι Μύθοι, τα Παραμύθια, δεν δημιουργούνται τυχαία, ούτε είναι ασυνάρτητες παιδικές ιστορίες. Εκτός του ότι δημιουργήθηκαν στην πάροδο των χιλιετηρίδων, από σοφούς ανθρώπους, επίσης, κι αυτό είναι το πιο ουσιαστικό, απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες. Τα παραμύθια δεν είναι για μικρά παιδιά, μόνο για μικρά παιδιά. Αν το παιδί μπορεί να διακρίνει πέρα από τα φυσικά γεγονότα κάποιο ηθικό συμβολισμό ή μια αξιολογική κρίση, ένας μεγαλύτερος άνθρωπος μπορεί να ανακαλύψει πολλά περισσότερα. Ο άνθρωπος εξελίσσεται φυσικά, ψυχολογικά, διανοητικά, πνευματικά, πέρα από διάφορες ηλικίες και φάσεις ολοκλήρωσης. Δεν είναι μόνο η εκπαίδευση του ανθρώπου που ακολουθεί, ανάλογα με την ηλικία του, διάφορες βαθμίδες. Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης προσαρμόζεται ανάλογα. Έτσι το Παραμύθι δεν χρησιμοποιείται απλά στην ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών παιδιών. Μπορεί να διδαχτεί, με την κατάλληλες προσαρμογές και επιλογές, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Το Παραμύθι μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης και συζήτησης ακόμα και σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα. Και ήδη αυτό συμβαίνει, τουλάχιστον σε πανεπιστήμια εκτός της Ελλάδας.

Η Μελέτη της Μυθολογίας είναι Επιστήμη κι οι Λαογραφικές Μελέτες των Μύθων και των Παραμυθιών είναι επιστημονικές εργασίες κι όχι ερασιτεχνικές συλλογές ιστοριών. Ο Μύθος, το Παραμύθι, ο τεράστιος όγκος των παραμυθιών και των μυθικών διηγήσεων αποτελούν ένα ανεξάντλητο εκπαιδευτικό υλικό που ίσως δεν έχει αξιολογηθεί σωστά μέχρι τώρα, ούτε έχει αξιοποιηθεί με τον σωστό τρόπο στην εκπαίδευση. Το Παραμύθι, τα παραμύθια, δεν μπορούν να περιοριστούν στην προσχολική ηλικία για λόγους απλής διασκέδασης ή ηθικού εντυπωσιασμού των νηπίων. Θα έπρεπε –και σε μερικές χώρες γίνεται- να εκμεταλλευτούμε περισσότερο αυτό το τεράστιο πλούτο ης ανθρώπινης εμπειρίας. Αλλά οι αποφάσεις για τις κοινωνίες και την εκπαίδευση συχνά παίρνονται από ανίδεους πολιτικούς κι αμόρφωτους διανοούμενους. Μάταια οι υπερασπιστές της Μυθικής Σκέψης (που δεν έχει καμία σχέση με το ψέμα) υπερασπίζονται το υλικό τους. Το Παραμύθι, στην πραγματικότητα, απαιτεί, πέρα από την δυνατότητα της ανάγνωσης, ηθικό περιεχόμενο, διανοητικό βάθος και πνευματική ωριμότητα. Σπάνια στους ανθρώπους της εποχής μας.

Ελάχιστοι νικούν … Οι πλείστοι πεθαίνουν χωρίς να γνωρίσουν το αληθινό πρόσωπό τους

Ψεύδος και νοθεία στην έκφραση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μολονότι και η μία και η άλλη εκτροπή παρατηρείται όχι μόνο στη συγκινησιακή, αλλά και στη νοητική και στη βουλητική σφαίρα του ψυχικού είναι, ευκολώτερη γίνεται η διαστολή στις συναισθηματικές παρορμήσεις. Άλλα είναι τα αναληθή, τα ψεύτικα συναισθήματα και άλλα τα νόθα. Όταν λ.χ. σκόπιμα παίρνω την εξωτερική πρόσοψη της λύπης, για ν’ αποκρύψω τα αληθινά εσωτερικά γεγονότα του ψυχικού μου κόσμου, υποκρίνομαι, και η έκφρασή μου είναι ένα ψεύδος, που μπορεί να μου προσφέρει πολλές υπηρεσίες: να προσθέσει στην υπόληψή μου, ή στην τσέπη μου. Ούτε λυπούμαι ούτε θέλω να λυπηθώ∙ προσποιούμαι τον λυπημένο, για να επιτύχω σ’ αυτήν ή σ’ εκείνη την επιδίωξή μου. —Στην περίπτωση του νόθου συναισθήματος η κατάσταση είναι διαφορετική. Εδώ είμαι τίμιος στις προθέσεις μου και προσπαθώ με ειλικρίνεια να λυπηθώ για ένα περιστατικό (για το ατύχημα π.χ. ενός συναδέλφου μου), αλλά δεν το κατορθώνω∙ το «εσωτερικό» μου, το βάθος της ψυχής μου δεν παρακολουθεί (είτε γιατί άλλα, συνειδητά ή ασύνειδα, ελατήρια εμποδίζουν, είτε γιατί η φιλαλληλία ως αληθινό βίωμα είναι μέσα στον ψυχικό μου κόσμο μια φτωχή και ασήμαντη φλέβα). Ντύνομαι λοιπόν εξωτερικά τη λύπη, επειδή ντρέπομαι, φοβούμαι να προδοθώ, αλλά όλη η συμπεριφορά μου είναι απλούστατα μια ηθοποιία. Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις (του ψεύδους και της νοθείας) φορώ μια μάσκα, παρουσιάζομαι εξωτερικά διαφορετικός από κείνον που είμαι εσωτερικά. Αλλά στο ψεύδος έχω στην ψυχή μου ένα γεγονός που με την πλαστή έκφραση το κρύβω, ενώ στη νοθεία μέσα μου υπάρχει κενό∙ η εξωτερική συμπεριφορά είναι μια φόρμα αδειανή. 

Με τη μικρή αυτή ανάλυση καταλαβαίνομε, νομίζω, καλύτερα τι είναι στην υπόσταση του ανθρώπου το πρόσωπο, και τι το προσωπείο. Όπου η φανέρωση (έκφραση, λόγος, ζωή) αναβλύζει από τον μέσα μας κόσμο με αλήθεια και γνησιότητα, αυθόρμητα και ειλικρινά, με ακρίβεια και συνέπεια, εκεί είμαστε και για τους άλλους αυτοί που είμαστε για τον εαυτό μας, καθαροί και ακέραιοι∙ επομένως αυτό που δείχνομε προς τα έξω είναι το πρόσωπό μας. Όπου όμως καμιά αντιστοιχία δεν υπάρχει μεταξύ της εξωτερικής μας επιφάνειας και του εσωτερικού μας είναι, αλλά η φανέρωσή μας είναι μια κατασκευή που έγινε για να κρύψει στους άλλους ό,τι είμαστε για τον εαυτό μας ή για να σκεπάζει το μέσα μας κενό, εκεί αυτό που δείχνομε δεν είναι το πρόσωπο αλλά το προσωπείο μας.

—Κατά βάθος συμβατικός, ψεύτικος και νόθος είναι ο άνθρωπος που πάσχει από ψυχική πενία, από έλλειψη δημιουργικότητας, από δειλία ή οκνηρία, από αδυναμία (με μια λέξη) να προχωρήσει έως τις πηγές της αληθινής ζωής και εκεί μέσα να καθαρίσει και ν’ ανανεώσει τον εαυτό του.

Ο Nietzsche διατύπωσε επιγραμματικά αυτή τη μεγάλη αλήθεια. «Όσο μεγαλύτερη» γράφει «είναι η ουσία της πραγματικότητας και η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, τόσο περισσότερο αναπηδάει από τα μέσα προς τα έξω η φυσιογνωμία του∙ όταν είναι μικρή η δημιουργική δύναμη, η προσωπικότητα διαπλάσσεται από τα έξω προς τα μέσα και διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της παράδοσης, του ειδώλου του παρελθόντος, της κοινωνίας και της κοινής γνώμης».

Ο άνθρωπος είναι απ’ όλα τα ζώα το εφευρετικότερο και το ικανότερο να ψευτίζει και τα πράγματα γύρω του και τον ίδιο τον εαυτό του. Για τούτο η αλήθεια έγινε ανέκαθεν ο μεγάλος καημός, το ιδανικό και η αρετή του. Από τα πρώτα βήματα της ζωής το ψεύδος μας πολιορκεί και προσπαθεί να μας υποτάξει. Αδύνατοι καθώς είμαστε στην αρχή, πριν γνωρίσομε το αληθινό μας πρόσωπο, κατασκευάζομε σιγά ‐ σιγά το προσωπείο μας — για να αμυνόμαστε με τις περισσότερες ελπίδες και να κάνομε τις επιθέσεις μας με τις λιγότερες απώλειες. Όσο δυναμώνομε και πλουτίζομε τον εσωτερικό μας κόσμο, όσο γινόμαστε στερεώτεροι, τόσο η «ηθοποιία» μάς στενοχωρεί και μας ντροπιάζει και αναζητούμε στην αλήθεια την ελευθερία μας, το φανέρωμα και την πραγμάτωση του γνήσιου εαυτού μας. Η αναζήτηση αυτή είναι ένας θανάσιμος, τραχύς και επικίνδυνος αγώνας, όπου ελάχιστοι νικούν και σώζονται. Οι πλείστοι πεθαίνουν χωρίς ούτε οι άλλοι, ούτε οι ίδιοι να γνωρίσουν το αληθινό πρόσωπό τους.

Τι είναι μία λογική ζωή;

Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν: "Τι είναι μία λογική ζωή;"

Δεν υπάρχει κανένα λογικό κριτήριο μίας λογικής ζωής.

Οριακά, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν το να τρώμε λογικά, να ζούμε λογικά, να μη ριψοκινδυνεύουμε, να μην παραβιάζουμε ποτέ την ορισμένη δόση, είναι πράγματι ζωή, δηλαδή μήπως η λογική ζωή είναι μία παράφρων ζωή.

Δεν είναι τρέλα να θέλουμε να ξεριζώσουμε την τρέλα μας;

Η ζωή περιλαμβάνει ένα ελάχιστο δαπάνης, ασυδοσίας, "ανάλωσης", παραλογισμού.

Ο Καστοριάδης είχε πει: "Ο άνθρωπος είναι αυτό το τρελό ζώο του οποίου η τρέλα ανακάλυψε τη λογική."

Η Μοναξιά

Η μοναξιά βρίσκεται σε όλα για σένα, και όλα για σένα βρίσκονται στη μοναξιά.

Νησί της Ευτυχίας όπου τόσες φορές κατέφυγες, συμφιλιωμένος μάλλον με τη ζωή και τις προθέσεις της, κουβαλώντας εκεί, όπως εκείνος που κουβαλά από την αγορά κάποια λουλούδια που τα πέταλά τους θα ανοίξουν κατόπιν με φρόνιμη πληρότητα, την αναταραχή που σιγά σιγά θα κάνει να κατακάτσουν οι εικόνες, οι ιδέες.

Υπάρχουν εκείνοι που όντας μέσα στη ζωή την αντιλαμβάνονται βιαστικά και είναι οι αυτοσχεδιαστές αλλά υπάρχουν επίσης κι εκείνοι που χρειάζονται να αποστασιοποιηθούν από εκείνη για να τη δουν περισσότερο και καλύτερα και είναι οι παρατηρητές.

Το παρόν είναι υπερβολικά τραχύ, όχι σπάνια γεμάτο ειρωνικό σολοικισμό, και πρέπει να αποστασιοποιηθεί κανείς απ’ αυτό για να καταλάβει την έκπληξη και την επανάληψή του.

Ανάμεσα στους άλλους κι εσένα, ανάμεσα στον έρωτα κι εσένα, ανάμεσα στη ζωή κι εσένα, βρίσκεται η μοναξιά.

Όμως αυτή η μοναξιά που σε χωρίζει απ’ όλα δεν σε θλίβει.

Γιατί θα έπρεπε να σε θλίβει;

Αν λογαριαστείς με όλα, με τη γη, την παράδοση, τους ανθρώπους, σε κανέναν δεν οφείλεις τόσα όσα στη μοναξιά.

Λίγο ή πολύ, ό,τι κι αν είσαι σ’ εκείνη το οφείλεις.

Παιδί, όταν τη νύχτα κοίταζες τον ουρανό, που τα αστέρια του έμοιαζαν φιλικές ματιές που γέμιζαν τη σκοτεινιά με μυστηριώδη συμπάθεια, η ευρύτητα των χώρων δεν σε φόβιζε αλλά απεναντίας, σε κρατούσε μετέωρο σε καλοδεχούμενη σαγήνη.

Εκεί, ανάμεσα στους αστερισμούς έλαμπε ο δικός σου, διαυγής σαν το νερό, φωτοβόλος σαν τον άνθρακα που είναι το διαμάντι: ο αστερισμός της μοναξιάς, αόρατος στους πολλούς, προφανής και αγαθοποιός για μερικούς, ανάμεσα στους οποίους είχες την τύχη να συγκαταλέγεσαι.

ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Εισαγωγή

Το φορολογικό σύστημα συμβάλλει τα μέγιστα στη λειτουργία του κράτους. Κάθε φορολόγηση προϋποθέτει μια κάποια κοινωνική δομή. Μπορούμε να πούμε πως η φορολόγηση οφείλει την καταγωγή της στην προσπάθεια να συσσωρεύσουμε και να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα για τη ζωή· αυτή η συσσώρευση δεν είναι μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον άνθρωπο και την κοινωνία του.

Κάθε οργανισμός, είτε φυτικός είναι αυτός είτε ζωικός, έχει σα βασική του φροντίδα να ζήσει. Συνήθως μιλάμε για το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Μια κοινωνία ζώων σχηματίζεται κανονικά με την προοπτική να βοηθήσει να ζήσουν όλα τα μέλη της. Γι’ αυτό προσπαθεί να εξασφαλίσει υποφερτά τις συνθήκες που θα της επιτρέψουν να συνεχίσει να υπάρχει σαν κοινωνικό σύνολο. Τα άτομα ζουν μέσα σε κάθε κοινωνικό σύνολο, κατά μέσο όρο τουλάχιστο, μια ζωή υποφερτή, και κάθε άτομο επιδιώκει να προμηθευτεί τα υλικά μέσα που θα του επιτρέψουν να φέρει σε πέρας αυτό του το στόχο. Όμως ο άνθρωπος δεν αρκείται μονάχα στο να ζήσει, γιατί είναι το μόνο έμβιο που, επιπλέον, έχει την τάση να βελτιώνει με διάλογο τη ζωή του, τη μοίρα του. Είναι άλλο ζήτημα το ότι δεν τα καταφέρνει πάντα. Ο Αριστοτέλης (*) λέει: «Ἡ δ’ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις, ἤδη πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας, ὡς ἔπος εἰπεῖν, γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν» (Η κοινωνία που προέρχεται από περισσότερες κωμοπόλεις είναι τέλεια πόλη, γιατί έχει ήδη φέρει σε πέρας τη γενική αυτάρκεια, όπως λέμε· γιατί γίνεται βέβαια για να διευκολύνει τη ζωή, υπάρχει όμως για να διευκολύνει την καλοζωία) (Πολ. 1252β 27-30).

Έτσι οι άνθρωποι παίρνουν τα μέτρα τους μακροπρόθεσμα για τους απογόνους τους, οργανώνονται σε κοινωνίες πολιτικές, οι οποίες λειτουργούν με βάση νόμους, που αλλάζουν διαρκώς. Αυτό άλλωστε σημαίνει πολιτικοί νόμοι, νόμοι που αλλάζουν σύμφωνα με συλλογικές ανθρώπινες αποφάσεις σε αντίθεση με τους φυσικούς νόμους, στους οποίους η ανθρώπινη βούληση δεν μπορεί να επέμβει άμεσα, αλλά μόνο να τους αξιοποιήσει.

Ο Άνθρωπος λοιπόν με τους νόμους του, τους πολιτικούς νόμους, ρυθμίζει τις υποθέσεις του σύμφωνα με τις συνθήκες που υπάρχουν κάθε φορά και ανάλογα με τον τρόπο που του φαίνεται καλύτερος, καλλιεργεί τη γη και, όπως λέει ο Σοφοκλής: «Πολλὰ τὰ δεινὰ κ’ οὐδὲν ἄν-/ θρώπου δεινότερον πέλει· /…θεῶν / τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν / ἄφθιτον, ἀκαμάταν ἀποτρύεται, / ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος / ἱππείῳ γένει πολεύων.» (Πολλά ‘ναι τα θάματα, / πιο θάμ’ απ’ τον άνθρωπο τίποτα· /…και την τρανύτερη μες στους θεούς / την άφθαρτη ακάματη Γη, / καταπονάει με τ’ αλέτρια, που χρόνο με το χρόνο / πάνε κι έρχονται αλογόσυρτ’ απάνω της / οργώνοντάς την.) (1). Η πόλη, ή ανθρώπινες συναθροίσεις πιο πολυάνθρωπες, έχουν δημιουργήσει το σύνολο των θεσμών που ονομάζεται Κράτος. Η φιλοσοφία για την κοινωνική οργάνωση κάθε ανθρώπινης κοινωνίας ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές εκείνων που αποτελούν την άρχουσα ομάδα κάθε κοινωνίας. Στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες οι γυναίκες είχαν την κοινωνική πρωτοκαθεδρία. Το πολιτικό καθεστώς είχε χαρακτήρα καθαρά γυναικοκρατικό-ισοκρατικό: οι γυναίκες είχαν την πρωτοκαθεδρία λόγω της γέννας και της γαλακτοφορίας, αλλά οι άνδρες δε θεωρούνταν πρόσωπα δεύτερης κατηγορίας, όπως θεωρούνται οι γυναίκες στις πατριαρχικές κοινωνίες. Στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες οι άνθρωποι ήταν ίσοι.

Στην Κρήτη, στις κρητικές πόλεις, επειδή το γυναικοκαρατικό-ισοκρατικό καθεστώς διάρκεσε μέχρι την έκρηξη της Θήρας (1650 περίπου π.Χ.), αναγνώριζαν το δικαίωμα στη ζωή σ’ όλους. Την κοινωνική πρωτοκαθεδρία την είχαν, βέβαια, οι γυναίκες, αλλά η συμμετοχή των ανδρών στη διαχείριση της εξουσίας δεν αποκλειόταν, όπως φαίνεται από τη κεντρική θέση του Μίνωα στην κρητική κοινωνία. Αυτή ήταν άλλωστε η βασική αρχή του γυναικοκρατικού καθεστώτος: οι γυναίκες διαμορφώνουν τη φιλοσοφία του καθεστώτος, σκιαγραφούν τις γενικές πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές του καθεστώτος, αλλά οι άνδρες δεν αποκλείονται από τη διαχείριση της εξουσίας. Εξάλλου και η νοοτροπία των ανδρών στο γυναικοκρατικό καθεστώς είναι γυναικοκρατική κι όχι ακόμα πατριαρχική. Γι’ αυτό στην Κρήτη κανένας δεν αποκλείεται από τη συμμετοχή στη διαχείριση της εξουσίας εξαιτίας του φύλου του. Σ’ όλες τις πόλεις του νησιού ο εφοδιασμός σε τροφές ήταν δημόσια υπόθεση και ρυθμιζόταν προς όφελος της όλης κοινότητας. Γιατί όλος ο κόσμος ζούσε σα μια ενιαία κοινότητα. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε πυρηνική οικογένεια, δηλαδή το ανδρόγυνο με τα παιδιά τους, ήταν, φαίνεται, κάτι το άγνωστο την εποχή εκείνη στο νησί: οι γυναίκες ζούσαν όλες μαζί και οι άνδρες όλοι μαζί, ξεχωριστά, κατά τον Αριστοτέλη, για να αποφεύγουν τις πολυάριθμες γεννήσεις, πράγμα το οποίο προκάλεσε την ομοφυλοφιλία, πάντα κατά το Σταγειρίτη φιλόσοφο (Πολ. Β, 1272β 12-27). Ήταν ένα είδος κοινοτικής ζωής, όλοι εργάζονταν για όλους, τα γεύματα ήσαν κοινά δεν υπήρχε σύστημα φορολογικό με τη σημερινή έννοια. Στην Κρήτη κανείς δεν αποκλειόταν από τη συμμετοχή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εξουσία, κανείς δεν πλήρωνε φόρους. Μέσα στα «ανάκτορα», τα οποία ο Πολ Φορ τα θεωρεί ιερά τεμένη, οι Κρητικοί συγκέντρωναν τα κοινά αγαθά. Άλλωστε το κρητικό σύστημα των πολιτικών -και στη συνέχεια των οικονομικών- θεσμών, δηλαδή το κρητικό γυναικοκρατικό σύστημα, δε φαίνεται να ευνόησε τη δημιουργία χρήματος, παρά την ευρύτατα διαδομένη χρήση των ευγενών μετάλλων. Στα ανάκτορα-τεμένη, που οι δροσερές τους αποθήκες έπαιζαν το ρόλο των σημερινών ψυγείων, συγκέντρωναν κυρίως τρόφιμα, όχι χρήματα. Αν συγκεντρώνονταν και μέταλλα, τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή εργαλείων, όπλων, αν χρειαζόταν, και κοσμημάτων, όχι νομισμάτων. Τολμούμε να γενικεύσουμε και να πούμε πως η χρήση του νομίσματος δεν είναι θεσμός γυναικοκρατικός.

Με τη Γεωργική Επανάσταση γεννήθηκε η ανάγκη για μόνιμη εγκατάσταση για την καλλιέργεια της γης. Η μόνιμη εγκατάσταση γέννησε την ανάγκη για υπεράσπιση της γης που καλλιεργούνταν. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη του πολέμου. Κι επειδή το ανδρικό σώμα είναι καταλληλότερο για τη διεξαγωγή του πολέμου, η κοινωνική πρωτοκαθεδρία πέρασε από τη γυναίκα στον άνδρα. Όχι όμως σ’ όλους τους άνδρες. Την ικανότητα για τη διεξαγωγή του πολέμου δεν την έχουν ίδια όλοι οι άνδρες. Έτσι η κοινωνική πρωτοκαθεδρία δεν πέρασε σ’ όλους τους άνδρες αλλά στους καλύτερους πολεμιστές. Αυτοί κατέληξαν να γίνουν αρχηγοί πρώτα στο άμεσο περιβάλλον τους, δημιούργησαν το θεσμό της οικογένειας με κεντρικό πρόσωπο τους ίδιους τους αρχηγούς-πατέρες, τους πατριάρχες. Και γεννήθηκε η Πατριαρχία. Η διαχείριση της εξουσίας πέρασε στα χέρια, όχι όλων των ανδρών, αλλά στα χέρια της πατριαρχικής Ολιγαρχίας ή της πατριαρχικής Μοναρχίας, κάτι που διαρκεί μέχρι τις μέρες μας. Η Πατριαρχία υποχρεώνει όλο τον κόσμο να πληρώνει φόρους, έτσι ώστε η άρχουσα τάξη της να μπορεί να ζει παρασιτικά με δούλους και να βάζει το κράτος της να λειτουργεί. Το χρήμα είναι μια εφεύρεση της πατριαρχικής εποχής της Ανθρωπότητας και συνδέεται με τη διευκόλυνση του εμπορίου αλλά και με το θεσμό της φορολόγησης και της συσσώρευσης πλούτου. Οι μεγάλοι ανατολίτες βασιλιάδες, ο Κροίσος, ο Δαρείος ήταν πάμπλουτοι και διέθεταν δωμάτια γεμάτα με ράβδους χρυσού ή κάτι ανάλογο (2).

Στην Αττική, στην Αθήνα, το πέρασμα από τη Γυναικοκρατία στην Πατριαρχία φαίνεται να πραγματοποιήθηκε την εποχή του Κέκροπα, 1544/3- 1495/4 π.Χ., (3). Κι ακόμα είναι γνωστό πως η Αττική, ήταν κερματισμένη σε τέσσερις μικρές πόλεις, κώμες, το Μαραθώνα, την Οινόη, την Προβάλινθο και την Τρικόρυθο, με ενδεχόμενα γύρω τους μικρότερα πολίσματα. Όλα αυτά ο Κέκροπας, κάνοντας τον Πρώτο Συνοικισμό της Αττικής, θέλησε να τα ενώσει διοικητικά και τα ονόμασε Αθήνες (Ἀθῆναι), στον πληθυντικό, επειδή ήσαν πολλά, καθιερώνοντας, με την ψήφο των κατοίκων της Αττικής -τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, οι οποίες είχαν μέχρι τον Κέκροπα δικαίωμα ψήφου- την Αθηνά σα θεά προστάτιδα της χώρας.

Αργότερα ο Ίωνας, το 1350 περίπου, θα επιχειρήσει το Δεύτερο Συνοικισμό της Αττικής, θα ενισχύσει την Πατριαρχία, εισάγοντας τη λατρεία του Πατρώου Απόλλωνα και θα αναδιοργανώσει πολιτικο-στρατιωτικά την Αττική, αντικαθιστώντας τις τέσσερις πανάρχαιες φυλές της Αττικής τη Διάδα, την Αθηναΐδα, την Ποσειδωνιάδα και την Ηφαιστιάδα με νέες, που τις ονόμασε από τους τέσσερις γιους του. Έτσι οι φυλές μετονομάστηκαν σε α) Γελέοντες ή Τελέοντες από τον Γελέοντα [Γελέων, -οντος στα αρχαία], β) Όπλητες απο τον Όπλητα [Ὅπλης, -ητος, στα αρχαία] γ) Αιγικορείς από τον Αιγικορέα [Αἰγικόρευς, -εως ή -ρεύς, -έως, στα αρχαία] και δ) Αργαδείς από τον Αργάδη [Ἀργάδης, -ου, στα αρχαία] (Ηρόδ. Ε, 66, Η, 94 και Θ, 44· και Πλουτ. Σόλωνας, 23).

Ο Θησέας, 1229/8-1200/1199 π.Χ., γυρνώντας από την Κρήτη θα πραγματοποιήσει τον Τρίτο Συνοικισμό της Αττικής. Όμως ο Θησέας, καθοδηγημένος, καθώς φαίνεται, από τους Κρήτες, που γυναικοκρατούνταν από τα πανάρχαια προϊστορικά χρόνια μέχρι την εποχή του ακόμα αλλά και ήσαν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, χωρίς παρ’ όλ’ αυτά επεκτατικές τάσεις, επανέφερε μερικά τους γυναικοκρατικούς-ισοκρατικούς (4) θεσμούς, εισάγοντας τη λατρεία της Μητέρας των θεών, Ρέας, και πείθοντας όλους τους πολίτες των αττικών κωμών και πολισμάτων να καταγράψουν τα ονόματά τους στο ναό της Ρέας, το Μητρώο, να ζήσουν με ενιαία διοίκηση και να συμμετέχουν στη διαχείρισή της ικανοποιητικά εξισωμένοι.

Φαίνεται πως ήταν πολύ παλιά συνήθεια στους Έλληνες (5) οι πλουσιότεροι να ξοδεύουν χρήματα για το Κοινόν, την πόλη, το σύνολο των συμπολιτών τους (6). Η συνήθεια αυτή δεν ήταν άσχετη με τα συσσίτια της γυναικοκρατικής Κρήτης, που τα βρίσκουμε και στη Σπάρτη. Και στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κατ’ επίδραση της Κρήτης, οι πλούσιοι ήταν επιφορτισμένοι με τα έξοδα της πόλης, -του κράτους, θα λέγαμε σήμερα- ήδη από την εποχή του Θησέα (7). Οι πλούσιοι όμως, επειδή πια ζούσαν σε κοινωνικές συνθήκες πατριαρχικές, δεν άργησαν να περιορίσουν τις γυναικοκρατικές-ισοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Θησέα και δε δέχονταν να συμμετέχουν και οι φτωχοί, οι Θήτες στη διαχείριση της Αρχικής (Διοικητικο-Εκτελεστικής) λειτουργίας της εξουσίας, η οποία τότε φαίνεται να ήταν ακόμα ενιαία με τη Δικανική. Και οι φτωχοί πάλι, επειδή δε συμμετείχαν έτσι κι αλλιώς στα έξοδα της υποτυπώδους κρατικής λειτουργίας, είχαν, φαίνεται, αποδεχθεί αυτό τον αποκλεισμό. Μετείχαν όμως στην Εκκλησία του Δήμου, τη Νομοθετική λειτουργία της εξουσίας, δικαίωμα απαραβίαστο (2, 3) (8) στον Ελληνικό Χώρο (9).

Να επαναλάβουμε προς αποφυγή κάθε αμφισβήτησης ότι η ελευθερία του πρώτου βαθμού, δηλαδή η συμμετοχή και στις τρεις λειτουργίες της εξουσίας προοριζόταν μόνο για εκείνους που μπορούσαν να συμμετέχουν στα έξοδα λειτουργίας του Κοινού, της πόλης (10), ενώ οι φτωχοί στερούνταν τελείως τα πολιτικά τους δικαιώματα, όταν, χάνοντας τα ακίνητα περιουσιακά τους στοιχεία, βρίσκονταν συχνά χρεωμένοι και γίνονταν δούλοι στους πλούσιους πιστωτές τους (1-3). Κάτι ανάλογο συνέβαινε άλλωστε στη Σπάρτη ακόμα και στα κλασικά χρόνια (11).

Πάντως η ανάμνηση της παλιάς ισοκρατικής-δημοκρατικής κατάστασης, κατά την οποία όλος ο κόσμος νεμόταν τα πολιτικά δικαιώματα παρέμενε ζωντανή στην παράδοση, που μιλούσε για «πάτρια δημοκρατία» (Πολ. Β, 1273β 38 και Ε, 1305α 29)· γι’ αυτό μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ήδη ο Θησέας είχε διανείμει τον συνοικισμένο-συνδιοικούμενο πληθυσμό της Αττικής ή -πιο σωστά- το Δήμο των Αθηναίων, σε 48 ναυκραρίες, οι οποίες έδωσαν τα 50 πλοία που πήγαν στην Τροία (Όμηρος, Ιλιάδα, Β, 547). Από αυτά τα πλοία από ένα ανήκε σε κάθε ναυκραρία (Πολυδεύκης, Ὀνομαστικόν, Η, 130), ένα θα ήταν του βασιλιά Μενεσθέα κι ένα θα ήταν το ταχυδρομικό.

Και να πώς ο Θησέας έκανε το δικό του Συνοικισμό. Συμπλήρωσε την κάθετη, θα λέγαμε, διαίρεση του Ίωνα με μια οριζόντια τριχοτόμηση (τριττύες) (12), (Αριστ. αποσπ. 3-5 του Αθηναϊκού Πολιτεύματος [της Αθηναίων Πολιτείας]· και Πλούτ. Θησέας, 25). Έτσι οι 4 φυλές της Αττικής χωρίστηκαν σε 3 τριττύες, που καθεμιά περιείχε τέσσερις ναυκραρίες, μία από κάθε ιωνική φυλή. Έτσι η όλη Αττική είχε 4 φυλές × 3 τριττύες = 12 τριττύες. Και 12 τριττύες × 4 ναυκραρίες = 48 ναυκραρίες. Η ναυκραρία ήταν η τερματική διοικητική (και φυσικά και φορολογική) υποδιαίρεση της Αττικής από το Θησέα μέχρι και τον Σόλωνα· ο Κλεισθένης όμως τα «μετέβαλε» (8, 3 και 21, 5).

Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών της Μεταβολής (1η Μεταβολή) του Θησέα.

Κατά την προνομισματική περίοδο της Ανθρωπότητας, οι πληρωμές και η συσσώρευση πλούτου γίνονταν με βάση τα μέταλλα, τα αγαθά και την ενδεχόμενη δυνατότητα για εργασία. Έτσι τα ενιαύσια έσοδα της Αθήνας δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν την εποχή του Θησέα, μια και δεν είχε ακόμα εφευρεθεί το νόμισμα. Όμως είναι δυνατό να υπολογισθεί ο αριθμός των πολιτών.

Ο αριθμός των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού, τον καιρό του Θησέα, δίνεται από το γινόμενο που βγαίνει από τα Αποσπάσματα 3-4 της Αθηναίων Πολιτείας (14): 4 φυλές × 3 τριττύες × 30 γένη × 30 πολίτες = 10800 πολίτες. Αυτοί ήταν χωρισμένοι σε δύο τάξεις τους Γεωργούς και τους Δημιουργούς· οι τάξεις αυτές ήταν επιφορτισμένες με τα έξοδα της πόλης. Υπήρχε όμως και μεγάλος αριθμός Θητών, δηλαδή πολιτών με ελευθερία δεύτερου βαθμού, όπως φαίνεται και από τον Όμηρο (Οδ. σ, 357-361), οι οποίοι έπαιρναν βέβαια μέρος στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά η ελεύθερη έκφραση της γνώμης τους θα πρέπει να ήταν προβληματική· οι πλούσιοι θα επέβαλλαν την άποψή τους, αν όχι πάντα, πάντως αρκετά συχνά, αν και όχι χωρίς αντιδράσεις από τη μεριά των φτωχότερων, όπως περιγράφεται στην Αθηναίων Πολιτεία (εδ. 2).

Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών κατά περιουσιακή κλίμακα (τίμημα) και των ενιαυσίων εσόδων της Αθήνας στη Μεταβολή (2η Μεταβολή) του Δράκοντα.

Το ελληνικό φορολογικό σύστημα βασιζόταν κυρίως στην άμεση φορολόγηση, πρώτα γιατί είναι πιο δίκαιη (13) και, συνεπώς, πιο κοντά στην αρχαιοελληνική δημοκρατική νοοτροπία. Και θα πρέπει να μη λησμονούμε πως και σήμερα οι άμεσοι φόροι θεωρούνται πιο δίκαιοι (14).

Θα δούμε τον αριθμό των πολιτών και των ετήσιων τακτικών εσόδων της Αθήνας στη Μεταβολή του Δράκοντα [624/3 π.Χ.], του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Η χρήση του νομίσματος μόλις είχε θεσμοθετηθεί (15) και το νόμισμα ήταν βέβαια μεταλλικό. Οι υποδιαιρέσεις της δραχμής σε μεταλλικά νομίσματα θα ήσαν αρκετά δύσκολο να κατασκευάζονται σε μεγάλες ποσότητες. Αυτή η τεχνική δυσκολία θα έκανε την έμμεση φορολογία όχι και τόσο εφαρμόσιμη (16) και για λόγους τεχνικούς κι όχι μόνο ιδεολογικούς.

Θεμελιώδης πολιτικο-οικονομική αρχή των ισοκρατικών ελληνικών πόλεων ήταν ότι πλήρη πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία πρώτου βαθμού) είχαν μόνο όσοι συμμετείχαν στα έξοδα της πόλης, όσοι φορολογούνταν. Ο θεσμός αυτός διαπαιδαγωγούσε τους πλουσιότερους να θεωρούν τιμή τους να ξοδεύουν για την πόλη τους. Την εποχή του Δράκοντα οι Αθηναίοι φορολογούμενοι πολίτες φαίνεται πως ήδη χωρίζονταν σε δύο φορολογικές κλίμακες: εκείνη των 100 μνων (17), ας τους ονομάσουμε «εκατομνίτες», και εκείνη των 10 μνων, ας τους ονομάσουμε «δεκαμνίτες» (4, 2).

Στο εδάφιο 4, 2 της Αθηναίων Πολιτείας του Αριστοτέλη δίνεται η εντύπωση, αλλά δε λέγεται αναφανδόν ότι πρώτος ο Δράκοντας εισήγαγε τη φορολογία στην Αθήνα. Από την άλλη μεριά ο Αριστοτέλης λέει ρητά (Πολ. Β, 1274β 15-19) πως οι αλλαγές του Δράκοντα δεν ήταν πολιτειακού χαρακτήρα, αλλά πως απλώς ο τελευταίος δημιούργησε και δικούς του νόμους βελτιώνοντας το πολίτευμα, που ήδη προϋπήρχε, χωρίς όμως να το αλλάξει. Έτσι μπορούμε με αρκετή βεβαιότητα να κάνουμε την υπόθεση πως στην Αθήνα υπήρχαν πριν το Δράκοντα οι δύο φορολογικές κλίμακες, αν και, όπως ειπώθηκε, η εφεύρεση, κοπή του νομίσματος ήταν καινοφανής. Οι εκφράσεις «ἀριστίνδην» και «πλουτίνδην» των εδαφίων 3, 1 και 6, αντιστοιχούν μάλλον σ’ αυτές τις δύο φορολογικές κλίμακες: οι πλούσιοι παλιοί μεγαλοκτηματίες ήσαν οι «άριστοι» με τις 100 μνες και οι απλώς «πλούσιοι» ήσαν οι δεύτεροι με τις 10 μνες. Αργότερα αυτές οι φορολογικές κλίμακες μπορεί να αποδόθηκαν στο Δράκοντα, επειδή κάπως τις «μετέβαλε» με τη Μεταβολή του, όπως θα το δούμε αμέσως. Και είναι επίσης πιθανό οι άριστοι και οι απλώς πλούσιοι να αντιστοιχούν στους Γεωργούς και τους Δημιουργούς των Αποσπασμάτων· αυτούς τους αναφέραμε ήδη, μιλώντας για το Θησέα.

Το πιθανότερο λοιπόν είναι πως ο Δράκοντας βρήκε τις δύο φορολογικές κλίμακες να υπάρχουν. Απλώς καθόρισε μονάχα το φόρο σε νομίσματα, μια και μόλις τότε πρωτοεμφανίστηκε το νόμισμα -και μάλιστα οι αιγινήτικες χελώνες- όπως επίσης κατέγραψε τους νόμους του, γιατί πάλι μόλις τότε είχε εμφανιστεί η ευρεία χρήση της αλφαβητικής γραφής. Βέβαια και πριν την εισαγωγή του νομίσματος υπήρχε η φορολογία, μόνο που αποδιδόταν σε μέταλλα ή αγαθά συλλεγμένα στις δημόσιες αποθήκες, σε ανάληψη έργων (3, 4) ή σε προσφερμένη εργασία και διατροφή των εργαζομένων. Οι αλλαγές του Δράκοντα ήταν λίγες κι όχι επαρκείς, έτσι ώστε η Μεταβολή του να θεωρηθεί πολιτειακού χαρακτήρα. Θα ήταν πολύ αντιφατικό για τον Αριστοτέλη από τη μια να λέει ότι ο Δράκοντας δεν έκανε πολιτειακή Μεταβολή και από την άλλη να του αποδίδει βαθιές πολιτειακές αλλαγές, όπως είναι η θέσπιση της φορολογίας. Κατά τον Αριστοτέλη (Πολ. Β, 1273β 33-34) μόνο ο Σόλωνας και ο Λυκούργος έκαναν τόσο πολλές αλλαγές -ανάμεσά τους και οικονομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις- έτσι ώστε οι Μεταβολές τους να θεωρηθούν πολιτειακού χαρακτήρα. Όπως και να έχει το ζήτημα, την εποχή του Δράκοντα υπήρχαν πια δύο μόνο φορολογικές κλίμακες.

Η πρώτη αλλαγή του Δράκοντα ήταν να διαιρέσει τους ήδη φορολογούμενους Αθηναίους αλλά μαζί τους και εκείνους που δεν φορολογούνταν και είχαν όμως τη δυνατότητα να προμηθευθούν πανοπλία, σε τρία τιμήματα ή περιουσιακές τάξεις α) τους Εξακοσιομέδιμνους -και όχι Πεντακοσιομέδιμνους- (18), β) τους Ιππείς και γ) τους Ζευγίτες. Οι 600μέδιμνοι είχαν παραγωγή 600 μέδιμνους, οι Ιππείς μπορούσαν να τρέφουν ένα τουλάχιστο άλογο και να υπηρετούν στο ιππικό, όταν θα χρειαζόταν, και οι Ζευγίτες μπορούσαν να τρέφουν ένα ζευγάρι βόδια για το όργωμα.

Να σημειώσουμε ότι ο Δράκοντας φαίνεται να καθόρισε με ακρίβεια μόνο το τίμημα, την περιουσιακή κατάσταση, της πρώτης τάξης, της τάξης των 600μεδίμνων και στο περίπου το τίμημα της τάξης του Ιππέα και της τάξης του Ζευγίτη, μια και για το Δράκοντα οι τάξεις αυτές ήσαν πολιτικές, δηλαδή είχαν διαφοροποιημένα μεταξύ τους πολιτικά δικαιώματα μονάχα· δεν ήταν ακόμα φορολογικές κλίμακες· οι φορολογικές κλίμακες την εποχή του Δράκοντα ήταν οι «εκατομνίτες» και οι «δεκαμνίτες».

Αυτές οι τρεις τάξεις συνεισέφεραν πάντως στα έξοδα της πόλης, πληρώνοντας ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα πρόστιμα σε περίπτωση απουσίας τους από τις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου και τις συνεδριάσεις της Βουλής των 401, την οποία την είχε θεσπίσει ο ίδιος ο Δράκοντας, καταργώντας τη 48μελή Βουλή των Ναυκράρων, όχι όμως και τους ναυκράρους· αυτούς τους κατάργησε ο Κλεισθένης (8, 3 και 21, 5). Το πρόστιμο για την πρώτη τάξη ήταν τρεις δραχμές, για τη δεύτερη, δύο και για την τρίτη, μία (4, 3). Αυτό σημαίνει πως, αν οι 600μέδιμνοι ήσαν χ, οι Ιππείς θα ήσαν 1,5χ και οι Ζευγίτες 3χ.

Ας δούμε λοιπόν πόσοι ήσαν οι φορολογούμενοι της εποχής του Δράκοντα.

Είναι αυτονόητο ότι οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα, λόγω της καλύτερης οικονομικής τους κατάστασης, λόγω δηλαδή του μεγαλύτερού τους τιμήματος, για να χρησιμοποιήσουμε τον αρχαιοελληνικό όρο, ήσαν λιγότεροι από τους 500μέδιμνους του Σόλωνα, οι οποίοι, όπως θα δούμε ήταν 1200. Κάνουμε λοιπόν την υπόθεση πως οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα θα ήταν 1000. Και πώς όμως αποτολμούμε αυτή την υπόθεση; Έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε πως ο Σόλωνας, αν και θέλησε να μειώσει την κατά πολίτη 500μέδιμνο φορολόγηση, δε θα ήθελε να μειώσει και τα ενδεχόμενα έσοδα της πόλης· έτσι αύξησε τον αριθμό των φορολογούμενων και από 1000 τους έκανε 1200, επειδή 1000×600=1200×500. Δηλαδή η ανώτατη-πλουσιότερη, πολιτική τάξη του Δράκοντα σα σύνολο και η ανώτατη-πλουσιότερη πολιτική τάξη και φορολογούμενη κλίμακα του Σόλωνα σα σύνολο είχαν την ίδια περιουσιακή ισχύ· έτσι η ανώτατη φορολογική κλίμακα του Σόλωνα θα πλήρωνε όσα θα πλήρωνε και η πλουσιότερη πολιτική τάξη του Δράκοντα, αν πλήρωνε φόρο. Γίνεται βέβαια και η «δημοκρατική υπόθεση» πως κάθε τάξη σα σύνολο πλήρωνε τον ίδιο φόρο. (19).

Αφού λοιπόν οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα ήσαν 1000, υπολογίζουμε πως οι Ιππείς στη δική του Μεταβολή ήσαν 1500 και οι Ζευγίτες 3000· κατά τα ειπωμένα χ=1000, 1,5χ=1500 και 3χ=3000. Έτσι φαίνεται ότι το σύνολο των πολιτών με πλήρη πολιτικά δικαιώματα ήταν 5500, όταν κλήθηκε ο Δράκοντας να νομοθετήσει στην Αθήνα. Να σημειώσουμε πως ο αριθμός των 5000 πολιτών σαν κατώτατος ξαναπροτάθηκε για την Αθήνα, το 411 π.Χ. (29, 5). Θέλουμε να γίνει σαφές ότι δεν προτείναμε τυχαία και αβασάνιστα τον αριθμό 5500.

Ας δούμε τώρα πώς κατανέμονταν οι 5500 πολίτες στις δύο φορολογικές κλίμακες: σ’ εκείνη των «εκατομνιτών» και εκείνη των «δεκαμνιτών» (4, 2).

Τον καιρό του Δράκοντα, τα τακτικά ετήσια έσοδα της πόλης ήσαν οι φόροι που πλήρωναν αυτοί οι 5500 πολίτες. Η κατανομή τους στις δύο φορολογικές κλίμακες δίνεται από την εξίσωση χ+10χ=5500. Η εξίσωση βγαίνει με βάση τα ακόλουθα. Ο λόγος των δύο φορολογικών κλιμάκων (100 μνες και 10 μνες), στις οποίες είχαν κατανεμηθεί οι 5500 πολίτες ήταν 10÷1. Αυτό σημαίνει πως σ’ ένα πολίτη της πλουσιότερης φορολογικής κλίμακας αντιστοιχούσαν 10 πολίτες της λιγότερο πλούσιας, υποθέτοντας πάντα, κατά τη «δημοκρατική υπόθεση», πως οι φορολογικές τάξεις πλήρωναν τον ίδιο φόρο. Την υπόθεση αυτή τη δεχτήκαμε και στη Μεταβολή του Σόλωνα με βάση τις πληροφορίες του Πολυδεύκη. Αν λοιπόν οι πολίτες των 100 μνων ήταν χ, οι πολίτες των 10 μνων θα ήσαν 10χ· και καταλήγουμε στην εξίσωση χ+10χ=5500. Έτσι βγαίνει πως οι «εκατομνίτες» πολίτες ήσαν 500, ενώ οι «δεκαμνίτες» πολίτες ήταν 5000. Κι αφού πια συμπεράναμε πόσοι ήσαν οι «εκατομνίτες» και πόσοι οι «δεκαμνίτες», ας προσθέσουμε το συμπέρασμα πως τους Εξακοσιομέδιμνους του Δράκοντα θα τους συνθέτανε οι 500 «εκατομνίτες» και οι 500 πλουσιότεροι «δεκαμνίτες» .Κι επειδή 1 μνα=100 δρχ. και ο ετήσιος φόρος ήταν η δεκάτη (20), το 1/10 της φορολογήσιμης περιουσίας (16, 6), τα τακτικά ετήσια έσοδα της Αθήνας την εποχή αυτή ήταν 500×1000=5000×100=500.000 δραχμές αιγινήτικες το ποσό που πλήρωνε κάθε φορολογική κλίμακα μόνη της. Και οι δύο μαζί οι φορολογικές κλίμακες πλήρωναν 500.000×2=1.000.000 αιγινήτικες δραχμές ή 1.000.000÷6000=166 τάλαντα αιγινήτικα και 4000 αιγινήτικες δραχμές. Να επισημάνουμε ότι 1 τάλαντο αιγινήτικο = 6.000 δραχμές αιγινήτικες, αλλά 10.000 δραχμές αττικές. Επομένως οι 1.000.000 αιγινήτικες δραχμές αντιστοιχούσαν σε περισσότερες αττικές δραχμές, επειδή η αττική-σολώνεια δραχμή ήταν υποτιμημένη σε σχέση με την αιγινήτικη (21).

Αναλυτικότερα.

6.000 αιγιν. δρχ. αντιστοιχούν σε 10.000 αττικές δρχ.

1.000.000 αιγιν. δρχ. αντιστοιχούν σε χ

χ=10.000×1.000.000÷6000=1.666.666 δρχ. ή 278 αττικά τάλαντα περίπου.

Ο θεσμός των λειτουργιών και των έκτακτων εισφορών, που ήταν πολύ παλιός (Αριστ. Πολ. Ε, 1310β 21-22), καθώς και τα πρόστιμα για τις απουσίες στις συνελεύσεις της Εκκλησίας ή στις συνεδριάσεις της Βουλής αύξαναν τα έσοδα του δημόσιου θησαυροφυλάκιου του αθηναϊκού Κοινού.

Κύριος όμως στόχος της Μεταβολής του Δράκοντα δεν ήταν η ανακατανομή των φορολογούμενων Αθηναίων σε τρεις περιουσιακές-πολιτικές τάξεις. Με τους νόμους του επεξέτεινε κυρίως τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα και σε τάξεις λιγότερο πλούσιες, αρκεί τα μέλη τους να είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθεύονται τον απαραίτητο βαρύ οπλισμό, ώστε να συμμετέχουν στη λεγόμενη οπλιτική φάλαγγα, η οποία αποτελούσε το κύριο μέρος του στρατεύματος και ουσιαστικά υπεράσπιζε την ελευθερία (δηλαδή τα πολιτικά δικαιώματα) των πολιτών. Αυτή είναι η πρώτη διεύρυνση του πολιτικού σώματος των Αθηναίων, του Δήμου, μετά τις διάφορες συρρικνώσεις του από την εποχή του Θησέα λόγω της απώλειας των πολιτικών δικαιωμάτων κάποιων πολιτών εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών (2, 2-3). Η διεύρυνση του Δήμου συνάδει με το όλο αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πνεύμα. Άλλωστε ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι εμφύλιες διαμάχες που ήδη επισημαίνονται από τον Αριστοτέλη (2, 1).

Έτσι είναι σαφές ότι με τη Μεταβολή του Δράκοντα η βαρύτητα για την απόκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων αρχίζει να μετακινείται από την οικονομική ευχέρεια στη βούληση να υπερασπίσουν την πόλη: όποιος διακινδυνεύει τη ζωή του για την πόλη, τη διακινδυνεύει για τα πολιτικά δικαιώματα κατ’ ουσία, άρα του αξίζει να γίνει πολίτης. Και στην ιστορία της Αθήνας συνέβηκε αρκετές φορές δούλοι, μη Έλληνες μάλιστα, να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα, επειδή πολέμησαν για την Αθήνα (22). Άλλωστε με βάση αυτό το σκεπτικό κι αυτή τη διαδικασία η εξουσία πέρασε αργότερα ολοκληρωτικά στα χέρια του Δήμου στην Αθήνα (27, 1). Το κριτήριο αυτό πρέπει μάλιστα να ήταν παλαιότερο και γενικευμένο στον Ελληνικό Χώρο τουλάχιστο, γι’ αυτό πάντα το ανώτατο πολιτειακό όργανο ήταν η Εκκλησία του Δήμου. Με αυτό το κριτήριο, τη συμμετοχή στην υπεράσπιση της πόλης, γίνονταν και οι Συνοικισμοί-Συνδιοικήσεις. Έτσι φαίνεται να ενέργησε και ο Θησέας. Βέβαια αργότερα τα χρέη και ο δανεισμός με εχέγγυο το σώμα οδήγησε στη δουλεία και την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων (2, 2) και άρχισε να γίνεται δεκτό να αναθέτεται η Αρχική λειτουργία της εξουσίας στους πλουσιότερους, χωρίς ποτέ να πάψει να υπερέχει η Νομοθετική λειτουργία της εξουσίας και να είναι πάντα η Εκκλησία του Δήμου το ανώτατο πολιτειακό όργανο, μια κι αυτή ασκούσε τη Νομοθετική.

Η διεύρυνση του πολιτικού σώματος ήταν η ουσιαστική αλλαγή του Δράκοντα. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί και κάτι άλλο. Ο Αριστοτέλης στο οικείο εδάφιο (4, 2) λέει χαρακτηριστικά: «Ἀπεδέδοτο μὲν ἡ πολιτεία τοῖς ὅπλα παρεχομένοις.» (Είχε ξαναδοθεί βέβαια το πολίτευμα [τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα] σ’ όσους παρείχαν στον εαυτό τους πανοπλία.) Το ρήμα ἀποδίδωμι της αρχαίας σημαίνει, όπως και το αντίστοιχο αποδίδω της δημοτικής, δίνω πίσω, δίνω πάλι, ξαναδίνω κάτι σ’ αυτόν που του ανήκε και του έχει αφαιρεθεί. Έτσι γίνεται σαφές ότι η Δημοκρατία, δηλαδή η άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων από πολλούς κι όχι μόνο από τους πλούσιους και από τους αριστοκράτες, που τους λέγανε, ήταν υπόθεση πολύ παλιά στους Αθηναίους και στους Έλληνες γενικότερα. Τα πολιτικά όμως δικαιώματα, όπως το ίδιο το ρήμα υπονοεί, πότε αφαιρούνταν και πότε ξαναδίνονταν ανάλογα με τη μεταβολή των πολιτικών συνθηκών και το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Φυσικά οι αλλαγές των πολιτικών συνθηκών και συσχετισμών οφείλονταν σαφώς στις οικονομικές διαφορές, που εντείνονταν με το πέρασμα του χρόνου, και οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί φτωχότεροι και χρεώνονταν στους πλούσιους. Στόχος λοιπόν του Δράκοντα, όπως το δηλώνει το ρήμα «ξαναδίνω», ήταν να ξαναπάρουν πίσω πλήρη τα πολιτικά τους δικαιώματα περισσότεροι πολίτες. Έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιο πως με τη Μεταβολή του Δράκοντα γίνανε δεκτοί στο πολιτικό σώμα σα Ζευγίτες, δηλαδή με ελευθερία [σχεδόν] πρώτου βαθμού, και άλλοι πολίτες, οι οποίοι ήσαν αφορολόγητοι και δε συμπεριλαμβάνονταν στους 5500, μια και δε δήλωναν φορολογήσιμη περιουσία πάνω από 10 μνες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν την πανοπλία και να συμμετέχουν στην οπλιτική φάλαγγα. Και βέβαια το σύνολο των πολιτών των τριών πλούσιων τάξεων με τη διεύρυνση της Μεταβολής του Δράκοντα θα πρέπει να έτεινε να εξισωθεί με εκείνον της Μεταβολής του Θησέα. Στη Μεταβολή του Δράκοντα αναφέρονται ρητά οι τρεις πλούσιες τάξεις (4, 3) και υπονοούνται οι Θήτες στο εδάφιο 4, 5, αλλά στη Μεταβολή του Σόλωνα αναφέρονται ρητά και οι τέσσερις τάξεις και μάλιστα σα να προϋπήρχαν (7, 3). Άρα το σύνολο των Αθηναίων πολιτών πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερο από τους 10800 του Θησέα.

Τα αξιώματα ο Δράκοντας τα μοίρασε με κριτήριο τις περιουσίες, τα τιμήματα (23). Με το γενικό όρο «τὰς δ΄ἄλλας ἀρχάς» σημαίνονται οι 401 βουλευτές, οι 80 εφέτες του Δράκοντα, καθώς και κάθε άλλο χαμηλότερο αξίωμα, στο οποίο μπορούσαν να κληρωθούν και οι αφορολόγητοι Ζευγίτες. Όποιος δήλωνε φορολογήσιμη περιουσία τουλάχιστο δέκα μνες ήταν δυνατό να εκλεγεί ένας από τους Εννέα άρχοντες (24) ή ταμίας, ενώ για να εκλεγεί Στρατηγός ή Ίππαρχος έπρεπε να δηλώνει φορολογήσιμη περιουσία τουλάχιστο εκατό μνες.

Είναι φυσικά αυτονόητο πως κάθε Αθηναίος πολίτης, από εκείνους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν πανοπλία, μπορούσε να αποφύγει τα πρόστιμα, συμμετέχοντας στις συνελεύσεις της Εκκλησίας και τις συνεδριάσεις της Βουλής. Όπως ήταν επόμενο, οι λιγότερο πλούσιοι ήταν πιο τακτικοί στις συνελεύσεις και τις συνεδριάσεις, ενώ οι πιο ευκατάστατοι από αυτούς μπορούσαν να προσφέρουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια να λείπουν και να πληρώνουν το ανάλογο πρόστιμο. Αυτό το στρατήγημα του Δράκοντα ωθούσε και τους πιο πλούσιους να ασχολούνται με τα κοινά, ενώ οι λιγότερο πλούσιοι αποτελούσαν πάντα την πλειονότητα στις συνελεύσεις.

Ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν πλήρωνε ούτε φόρους ούτε πρόστιμα και είχε περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή μετείχε μόνο στην Εκκλησία του Δήμου, στη Νομοθετική (πολίτες δεύτερου βαθμού ελευθερίας), και ζούσε κυρίως από τη μισθωτή του εργασία: αυτοί ήσαν οι Θήτες. Οι Θήτες δηλαδή δε μετείχαν ούτε στο Δικανικό ούτε στο Αρχικό μόριο του πολιτεύματος (2, 3). Ο Σόλωνας πάντως με τη δική του διεύρυνση επέφερε την τελική εξίσωση των τριών πλούσιων και φορολογούμενων πια τάξεων με τον αριθμό 10800 (12, 4), και μεγάλωσε κι άλλο και τον αριθμό των Θητών· έκανε πολίτες Αθηναίους πολλούς μέτοικους που έμεναν από καιρό στην Αθήνα.

Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών κατά περιουσιακή κλίμακα (τίμημα) και των ενιαυσίων εσόδων της Αθήνας στη Μεταβολή (3η Μεταβολή) του Σόλωνα.

Είναι εμφανής η προσπάθεια του Σόλωνα να διευρύνει κι άλλο το σώμα των πολιτών. Αυτή είναι η δεύτερη διεύρυνση του σώματος των πολιτών, του Δήμου. Η διεύρυνση άρχισε με τη ρητή μείωση του ανώτατου τιμήματος από 600 μέδιμνους σε 500. Γιατί φυσικά η ρητή μείωση του ανώτατου τιμήματος είχε σα συνέπεια να καταταγούν σ’ αυτό περισσότεροι πολίτες. Η ταυτόχρονη υποτίμηση, όπως θα δούμε, της αττικής δραχμής είχε σα συνέπεια τη διεύρυνση και των άλλων δύο τιμημάτων.

Έτσι ο αριθμός των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού στη Μεταβολή του Σόλωνα δίνεται από την εξίσωση χ+2χ+6χ=10800. Ο αριθμός 10800 είναι ο γνωστός αριθμός των πολιτών της Μεταβολής του Θησέα. Αυτό τον αριθμό ο Σόλωνας τον επανέφερε κατά τα λεγόμενά του (12, 4). Το πρώτο μέλος της εξίσωσης συνάγεται από τον Πολυδεύκη, ο οποίος λέει (Ὀνομαστικόν, Η, 130) πως η ελεύθερη, δηλαδή η φορολογήσιμη, περιουσία των Αθηναίων πολιτών ήταν: του 500μέδιμνου ένα τάλαντο (6000 δρχ.), του Ιππέα ή 300μέδιμνου μισό τάλαντο (3000 δρχ.) (25) και του Ζευγίτη ή 200μέδιμνου 1/6 του τάλαντου (1000 δρχ.). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Σόλωνας καθόρισε επακριβώς και το τίμημα και των δύο άλλων φορολογικών κλιμάκων σε 300 και 200 μεδίμνους αντίστοιχα.

Η πληροφορία του Πολυδεύκη, για την ισότητα στην φορολόγηση μέσα στην ίδια φορολογική τάξη αλλά και την αντίστροφα προοδευτική φορολόγηση των λιγότερο πλούσιων τάξεων, κάνει κατάδηλη την ευρύτερη έννοια της ισότητας, που διακήρυσσε η Δημοκρατία. Το όλο νομικό πλαίσιο μας επιτρέπει, όπως είδαμε («δημοκρατική υπόθεση», και σημ. 19), να υπολογίζουμε πως η κάθε τάξη πλήρωνε σα σύνολο το ίδιο ποσό στα ταμεία της πόλης. Αυτή η υπόθεση διεισάγει το συμπέρασμα πως σε κάθε 500μέδιμνο αντιστοιχούσαν δύο 300μέδιμνοι και έξι 200μέδιμνοι. Αν λοιπόν χ είναι οι 500μέδιμνοι, τότε οι 300μέδιμνοι είναι 2χ και οι 200μέδιμνοι 6χ. Έτσι έχουμε την εξίσωση χ+2χ+6χ=10800. Άρα χ=1200. Το γεγονός πως η λύση της εξίσωσης δίνει σαν αποτέλεσμα φυσικό αριθμό ενισχύει την ορθότητα της υπόθεσής της, γιατί είναι αυτονόητο πως αν υπήρχαν υπόλοιπα και κλάσματα δε θα μπορούσαν να αναφέρονται σε πρόσωπα.

Το χ=1200 επιβεβαιώνεται και από το Δημοσθένη (Περὶ τῶν συμμοριῶν, 16 και 19), ο οποίος λέει ότι οι πλουσιότεροι Αθηναίοι, οι 500μέδιμνοι, χωρίζονταν σε 60 συμμορίες 20μελείς και ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή των τριήρων: ας μη λησμονούμε ότι η βασική υποχρέωση των ναυκραριών και των ναυκράρων, κατά τον Πολυδεύκη (Πολυδ. Ὀνομαστικόν, Η, 130) ήταν η κατασκευή μιας τριήρους. Ο Κλεισθένης θα αντικαταστήσει τη ναυκραρία με το δήμο και το ναύκραρο με το δήμαρχο (21, 5).

Σύμφωνα λοιπόν με την εξίσωση στη Μεταβολή του Σόλωνα οι 500μέδιμνοι ήσαν 1200, οι 300μέδιμνοι, 2400 και οι 200μέδιμνοι, 7200. Ας επαναλάβουμε πως με το Σόλωνα γίνεται μία δεύτερη διεύρυνση του σώματος των πολιτών· έτσι το σώμα των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού στη Μεταβολή του Σόλωνα εξισώνεται με το σώμα των πολιτών της Μεταβολής του Θησέα. Η πρώτη διεύρυνση, που έγινε από το Δράκοντα κρίθηκε, ανεπαρκής, γιατί δεν απέτρεπε την εμφύλια διαμάχη· έτσι κλήθηκε ο Σόλωνας (5, 1-2), για να τη συμπληρώσει με δραστικότερα μέτρα.

Κι επειδή ο φόρος ήταν η δεκάτη, δηλαδή το 10% του φορολογήσιμου εισοδήματός τους, πλήρωναν στο δημόσιο ταμείο: 600 δρχ. × 1200 = 300 δρχ. × 2400 = 100×7200 = 720.000 δρχ. κάθε φορολογική κλίμακα ή 720.000 δρχ. × 3=2.160.000 δρχ. και οι τρεις μαζί. Το ποσό αυτό εκφρασμένο σε τάλαντα είναι: 2.160.000÷6000=360. Να σημειωθεί ότι 1 αττική δραχμή = 30 ευρά (ή 10.000 δρχ. περίπου).

Όμως οι Αθηναίοι πολίτες μαζί με τους Θήτες γίνανε πολύ περισσότεροι με τη Μεταβολή του Σόλωνα, όπως θα δούμε σε λίγο.

Σύγκριση των Μεταβολών του Δράκοντα και του Σόλωνα.

Ο Δράκοντας δείχθηκε ρηξικέλευθος στον πολιτικό τομέα κυρίως και δευτερευόντως στον οικονομικό. Τα πολιτικά του μέτρα ήταν τρία. Το πρώτο ήταν ότι διεύρυνε το σώμα των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού με το να κάνει πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία πρώτου βαθμού) περισσότερους από 5500 πολίτες· βέβαια υπήρχαν κάποιες μικροδιαφορές στη συμμετοχή στα αξιώματα προς όφελος των πιο πλούσιων. Δεύτερο πολιτικό μέτρο ήταν πως μετέτρεψε τις δύο φορολογικές κλίμακες σε τρεις πολιτικές (περιουσιακές) τάξεις με βάση την περιουσία, το τίμημα, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Είναι σαφές από το αρχαίο κείμενο (4, 2) ότι πριν το Δράκοντα πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν μόνο όσοι είχαν φορολογήσιμη περιουσία 100 μνων και πάνω, δηλαδή γύρω στους 500 πολίτες. Οι υπόλοιποι είχαν ελευθερία δεύτερου βαθμού. Ο Δράκοντας με τη Μεταβολή του πραγματοποίησε την πρώτη διεύρυνση του πολιτικού σώματος.

Το τρίτο πολιτικό μέτρο του Δράκοντα ήταν η σαφής διάκριση του Δικανικού μορίου του πολιτεύματος από το Αρχικό (Διοικητικο-Εκτελεστικό), με τη θέσπιση του 80μελούς σώματος των εφετών σαν ανώτατου δικαστηρίου (26). Το ότι οι 80 εφέτες ήταν το ανώτατο δικαστήριο της Μεταβολής του Δράκοντα φαίνεται από τη σημασία της λέξης, που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Οι εφέτες δίκαζαν δευτεροβάθμια, ή και πρωτοβάθμια, αλλά η απόφασή τους θα ήταν πιθανότατα οριστική και αμετάκλητη, όπως θα γίνει αργότερα με την Ηλιαία του Σόλωνα. Βέβαια το πιθανότερο είναι πως οι εφέτες ήταν κι αυτοί κληρωτοί, όπως και οι βουλευτές και οι αρεοπαγίτες, κείτονταν δηλαδή μέσα στα γενικότερα δημοκρατικά πλαίσια του ελληνικού πολιτισμού.

Το μόνο οικονομικό μέτρο του Δράκοντα είναι τα πρόστιμα, που καθιέρωσε για απουσίες στις συνελεύσεις. Με βάση μάλιστα τα πρόστιμα αυτά χώρισε τους πολίτες με ελευθερία πρώτου βαθμού στις τρεις γνωστές οικονομικές-περιουσιακές τάξεις, χωρίς όμως και να αλλάξει τις φορολογικές κλίμακες (27). Έτσι έδειξε το δρόμο στο Σόλωνα, ο οποίος τις πολιτικο- οικονομικές τάξεις του Δράκοντα τις έκανε και φορολογικές. Είναι σαφές πως και το οικονομικό μέτρο του Δράκοντα είχε πολιτικό χαρακτήρα.

Και του Σόλωνα τα πολιτικά μέτρα ήταν τρία. Το πρώτο ήταν ότι διεύρυνε κι αυτός και μάλιστα κατά πολύ περισσότερο αριθμητικά το σώμα των πολιτών και εκείνων με ελευθερία πρώτου βαθμού αλλά και εκείνων με ελευθερία δεύτερου βαθμού· Έπειτα, σα δεύτερο πολιτικό μέτρο ο Σόλωνας, συνεχιστής αλλά και υπερκεραστής του Δράκοντα θέσπισε την Ηλιαία σαν ανώτατο δικαστήριο, που ήταν πολυπληθέστερη από τους εφέτες του Δράκοντα (28) και φυσικά κληρωτή. Τρίτο πολιτικό μέτρο του ήταν το ότι στην Ηλιαία μετείχαν και οι Θήτες.

Τα μέτρα αυτά άλλαξαν το αθηναϊκό πολίτευμα ριζικά. Κατά τη γνώμη του Αριστοτέλη, ο Σόλωνας είναι δημιουργός πολιτεύματος κι όχι απλός δημιουργός νόμων. Γιατί ο Σόλωνας, θεσπίζοντας την Ηλιαία και τα συμπαρομαρτούντα της (αύξηση του αριθμού των δικαστών-ηλιαστών και Θήτες στην Ηλιαία), παρέδωσε ουσιαστικά τη Δικανική λειτουργία, το Δικανικό μόριο του πολιτεύματος, στους Θήτες, την πενέστερη τάξη των πολιτών, οι οποίοι έχοντας ήδη την πλειοψηφία στην Εκκλησία του Δήμου, έγιναν κύριοι του όλου πολιτεύματος (9, 1). Και αυτό είναι αυτονόητο, γιατί οι νόμοι της Στατιστικής ευνοούν τις πλειονότητες. Φαίνεται πως από τη Μεταβολή του Σόλωνα κι έπειτα οι Αθηναίοι να έγιναν 30.000, όπως λέει ο Ηρόδοτος (Ε, 97, 2) και άλλοι αρχαίοι (29) συγγραφείς, και από αυτούς τα δύο τρίτα περίπου ήταν Θήτες, μια και οι τρεις ανώτερες-πλουσιότερες τάξεις ήταν 10800 (30). Η σημαντική αυτή αύξηση των πολιτών φαίνεται ότι έκανε τον Αριστοτέλη να θεωρεί το Σόλωνα εισηγητή πολιτεύματος κι όχι απλό νομοθέτη. Γιατί το σπουδαιότερο σ’ ένα πολίτευμα είναι ο αριθμός των πολιτών με πλήρη πολιτικά δικαιώματα.

Τα οικονομικά μέτρα του Σόλωνα ήταν τέσσερα. Το πρώτο ήταν η σεισάχθεια, η ακύρωση των χρεών πάνω στη γη. Με αυτή πολλοί μικροκτηματίες, Θήτες στην πλειονότητά τους, επανήλθαν στην κατάσταση του ελεύθερου πολίτη. Δεύτερο οικονομικό μέτρο ήταν η καταγραφή των πολιτών και της δεύτερης και της τρίτης περιουσιακής τάξης του Δράκοντα με κριτήριο την παραγωγή: οι Ιππείς και οι Ζευγίτες του Δράκοντα ονομάστηκαν 300μέδιμνοι και 200μέδιμνοι αντίστοιχα και παραδόθηκαν από τότε στην Ιστορία με διπλό όνομα: Ιππείς ή 300μέδιμνοι και Ζευγίτες ή 200μέδιμνοι. Τρίτο οικονομικό μέτρο ήταν η υποτίμηση (Δες σημ. 21) της δραχμής κατά 30% ή 40% περίπου (10, 2). Η αιγινήτικη δραχμή αντικαταστάθηκε από την αττική ή σολώνεια. Αυτό έγινε αιτία να αυξηθεί η ονομαστική αξία των περιουσιών και να μειωθεί η πραγματική αξία των χρεών. Όποιος ήταν 200μεδίμνος με την υποτίμηση της δραχμής έγινε 300μεδίμνος. Κι όποιος χρωστούσε τρεις αιγινήτικες δραχμές έδινε τρεις αττικές, που ήταν περίπου δύο αιγινήτικες, και είχε ξοφλήσει το χρέος του. Έτσι πραγματοποιήθηκε μια τεχνητή γενική μετάθεση προς τις πλουσιότερες τάξεις και οι πιο ευκατάστατοι Θήτες έγιναν 200μέδιμνοι-Ζευγίτες. Και να μην ξεχνάμε πως η πρώτη περιουσιακή τάξη του Δράκοντα οι 600μέδιμνοι, αντικαταστάθηκαν από το Σόλωνα με τους 600μέδιμνους, που λόγω του μικρότερου οικονομικού κριτηρίου (τιμήματος) βρέθηκαν να είναι περισσότεροι. Και συνέβηκε χαρακτηριστικά το ακόλουθο: η πλουσιότερη φορολογική κλίμακα του Δράκοντα, αυτοί των 100 μνων, ήσαν 500, οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα γίνανε 1000 και οι 500μέδιμνοι του Σόλωνα 1200. Κάτι ανάλογο έγινε και με όλους τους άλλους. Οι Θήτες βέβαια παρέμειναν αφορολόγητοι. Να επισημάνουμε πως οι τυραννίες έπαιρναν φόρους από όλους τους πολίτες, όπως έκανε ο Πεισίστρατος (16, 6) και οι γιοι του (Θουκ. ΣΤ’, 54). Στις τυραννίες άλλωστε, όπως συνηθίζεται, πολιτικά δικαιώματα κατ’ ουσία είχαν και έχουν μόνο οι τύραννοι και η παρέα τους.

Από τη μια μεριά λοιπόν ο Σόλωνας μεγάλωσε το φορολογικό σώμα, ενώ παράλληλα μείωσε τον κατά πολίτη φόρο. Με την αύξηση όμως των φορολογούμενων αυξήθηκαν τα έσοδα της Αθήνας: με τη Μεταβολή του Δράκοντα ήσαν 278 αττικά τάλαντα τα τακτικά, αλλά υπήρχαν και έκτακτα από τα πρόστιμα και τις ενδεχόμενες λειτουργίες, ενώ ο Σόλωνας κατάργησε τα πρόστιμα, αλλά τα έσοδα τα τακτικά γίνηκαν 360 αττικά τάλαντα. Τα έκτακτα των λειτουργιών θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη κι ας μην είναι δυνατός ο ακριβής υπολογισμός τους.

Κι ακόμα· το Αθηναϊκό Κράτος έγινε Δημοκρατία με τη στενή σημασία της λέξης: το κράτος, η δύναμη, του Δήμου. Πραγματικά, ο Δήμος, οι φτωχοί, οι Θήτες, οι οποίοι ζούσαν κυρίως με τη μισθωτή τους εργασία και σπάνια κατείχαν λίγη γη, έγιναν η κυρίαρχη και -σχεδόν προνομιούχα- τάξη στην Αθήνα, όπως λέει ο Αριστοτέλης, (9, 1), με την έννοια ότι 1. δεν πλήρωναν φόρους, 2. δε διακινδύνευαν, κατά κανόνα, τη ζωή τους κατά τις πεζομαχίες, αφού δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να προμηθευθούν πανοπλία και να συμμετέχουν στην οπλιτική φάλαγγα και 3. είχαν, ουσιαστικά, την εξουσία της πόλης στα χέρια τους, επειδή ήσαν πολυαριθμότεροι -έφταναν τα 2/3 του εκλογικού σώματος- και σ’ όλα τα συλλογικά πολιτειακά όργανα υπερείχαν, μια και οι νόμοι της Στατιστικής εργάζονται πάντα υπέρ του πλήθους και το 99,14% των αξιωμάτων, μετά το Σόλωνα, ήσαν κληρωτά. Αιρετοί -και με πολιτικές αρμοδιότητες- ήσαν μόνο οι δέκα στρατηγοί. Αυτοί αντιπροσώπευαν το 0,6% των αξιωμάτων στην αρχαία Αθήνα. Έτσι οι τρεις φορολογικές κλίμακες: 1. πλήρωναν φόρους, για να λειτουργεί το κράτος, 2. επιβαρύνονταν με τον κίνδυνο του πεζού πολέμου -αν σκεφθεί κανείς πως στις σημερινές εποχές οι γόνοι των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων κάνουν συνήθως τη στρατιωτική τους θητεία σε κάποια περίβλεπτη θέση…- και 3. δεν είχαν την εξουσία, γιατί πάντα ήσαν μειοψηφία στην Εκκλησία του Δήμου, στην Ηλιαία, στη Βουλή, στα διάφορα 10μελή πολιτειακά όργανα.

Υπολογισμός των ενιαυσίων εσόδων της Αθήνας στη Μεταβολή (4η Μεταβολή) του Πεισίστρατου και των Πεισιστρατιδών.

Τα ετήσια τακτικά έσοδα της πόλης από τη φορολογία των τριών πρώτων τάξεων ήταν 360 τάλαντα σύμφωνα με τη φορολογική ρύθμιση του Σόλωνα. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η φορολόγηση των Θητών, που το αποτέλεσμά της δε θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, μια και οι Θήτες ήταν πολυάριθμοι, γύρω στις 20.000. Αν λοιπόν υπολογίσουμε σε 100 μέδιμνους δηλαδή 100 αττικές δραχμές το μέσο ενιαύσιο εισόδημα των Θητών και 10 δραχμές τον μέσο ετήσιο φόρο καθενός από τους Θήτες, τότε οι Θήτες θα πλήρωναν 20.000 × 10 = 200.000 δραχμές ή 200.000 ÷ 6.000 = 33 τάλαντα και 2.000 αττικές δραχμές. Δηλαδή το συνολικό ποσό θα γινόταν 393 τάλαντα και 2.000 αττικές δραχμές.

Τα ετήσια τακτικά έσοδα της πόλης τον καιρό των Πεισιστρατιδών πρέπει να ήταν το μισό της εποχής του ίδιου του Πεισίστρατου, γιατί κατά το Θουκυδίδη (ΣΤ’ 54, 5) η φορολογία δεν ήταν πια η «δεκάτη» αλλά η «εικοστή». Έτσι τα υπολογίζουμε στα 186 τάλαντα και 4000 αττικές δραχμές.

Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών κατά φορολογική κλίμακα για κάθε δήμο στη Μεταβολή (5η μεταβολή) του Κλεισθένη.

(Τα τακτικά ετήσια έσοδα ήταν τα ίδια με εκείνα της Μεταβολής του Σόλωνα.)

Ο Κλεισθένης διένειμε το διαμορφωμένο ήδη από τη Μεταβολή τουΣόλωνα σώμα των πολιτών σε δέκα φυλές (21, 6) και 100 δήμους (Ηρόδ. Ε΄, 69). Οι τριττύες ή φ(ρ)ατρίες ονομάστηκαν και έθνη, (Απόσπασμα 5) για να αποσυνδεθεί προφανώς το πολιτικό σώμα από τις συγγένειες (31). Αντίστοιχα διανεμήθηκε και το φορολογικό σώμα. Έτσι κάθε κλεισθένεια φυλή είχε 1080 πολίτες οικογενειάρχες φορολογούμενους και κάθε δήμος 108. Η γνωστή εξίσωση, που δίνει χ=1200, δηλώνει τελικά πως κάθε κλεισθένειος δήμος είχε 12 500μέδιμνους, 24 300μέδιμνους και 72 200μέδιμνους. Είδαμε ότι οι 1200 500μεδίμνους για όλη την πόλη επισημαίνονται από το Δημοσθένη (Περί συμμοριών, 16 και 19) διανεμημένοι σε είκοσι συμμορίες, 60 κατά συμμορία, επιφορτισμένοι με τον εξοπλισμό των τριήρων της πόλης.

Να θυμίσουμε πως το πολιτικό σώμα ήταν το άθροισμα του φορολογικού σώματος και των Θητών, οι οποίοι τον καιρό της δημοκρατίας ήσαν πάντα αφορολόγητοι και αποτελούσαν τα 2/3 περίπου του όλου πολιτικού σώματος. Δες και σημ. 29 και 30. Άρα από τις 30000 οι 20000 περίπου ήταν Θήτες, που βέβαια δεν πολέμησαν στο Μαραθώνα, αλλά περίμεναν την έκβαση της μάχης στα σπίτια τους, γιατί δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν την πανοπλία που θα τους έκανε ικανούς να συμμετάσχουν στην οπλιτική φάλαγγα. Οι Θήτες ζούσαν σε μεγάλο βαθμό σε βάρος του δημόσιου ταμείου (32), το οποίο το τροφοδοτούσαν οι φορολογικές τάξεις. Βέβαια ένας μικρός αριθμός Θητών πρέπει να πήραν μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα, πολεμώντας σαν ψιλοί, δηλαδή ελαφρά οπλισμένοι.

Για τις ναυκραρίες όμως τόσο στη Μεταβολή του Δράκοντα (4, 2) όσο και στη Μεταβολή του Σόλωνα (7, 3) ξέρουμε πως οι βουλευτές κληρώνονταν ανάμεσα στις τρεις πρώτες τάξεις. Όλες βέβαια οι ναυκραρίες παρείχαν στην πόλη την ίδια οικονομική συμβολή. Κι επειδή το 400, που είναι ο αριθμός των βουλευτών, δεν είναι διαιρετό με το 48, που είναι ο αριθμός των ναυκραριών, μπορούμε να υποθέσουμε πως 32 ναυκραρίες παρείχαν οχτώ βουλευτές, ενώ 16 ναυκραρίες παρείχαν εννιά (32×8+16×9=400).

Είναι επίσης πολύ πιθανό οι 16 ναυκραρίες με τους 9 βουλευτές να ανήκαν στην περιοχή που ήταν πολυπληθέστερη και που αργότερα ο Κλεισθένης την ονόμασε άστυ.

Η ΕΜΜΕΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ.

Η φορολόγηση στην Αρχαία Ελλάδα ήταν κατά κανόνα άμεση. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτή προσιδίαζε προς το δημοκρατικό πολίτευμα σαν δικαιότερη κι έπειτα η κοπή των μεταλλικών νομισμάτων ήταν πάντα ένας τεχνικός ανασταλτικός παράγοντας· η εφεύρεση του χαρτιού και η χρήση του χαρτονομίσματος διευκόλυνε ποικιλότροπα τα πράγματα στις μεταγενέστερες εποχές.

Η πόλη όμως εισέπραττε δασμούς για είδη που εισάγονταν· αυτοί βέβαια μεταφράζονταν σε έμμεσους φόρους, μια και βάραιναν τελικά τον αγοραστή. Τα εμπορεύματα που φορολογούνταν ήταν είδη πολυτελείας, ενώ σιτάρι και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, αν και εισαγμένα, δε φαίνεται να φορολογούνταν, όπως δε φορολογούνταν άλλωστε τα εγχώρια είδη· αντίθετα η πώληση των ειδών πρώτης ανάγκης -του σταριού τουλάχιστο- ήταν υποχρεωτική· τα 2/3 κάθε φορτίου σταριού, που περνούσε από την Αττική, παρέμενε και πωλούνταν στη χώρα και είναι απίθανο το εισαγμένο στάρι να πουλιόταν ακριβότερο από το εγχώριο τη στιγμή που οι τιμές ελέγχονταν αυστηρά και ήταν ενιαίες (51, 3-4). Μάλιστα μερικών ειδών πρώτης ανάγκης, όπως των σύκων, απαγορευόταν η εξαγωγή, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε επάρκεια για τη διατροφή των πολιτών και γενικότερα των κατοίκων της χώρας. Ουσιαστικά από τα αγροτικά προϊόντα της Αττικής εξαγόταν μόνο το λάδι, γιατί αυτουνού μονάχα η παραγωγή υπερκάλυπτε τις εγχώριες ανάγκες.

Οι αγοραστές των φορολογημένων εμπορευμάτων, δηλαδή των ειδών πολυτελείας, ήσαν, κατά κανόνα, πλούσιοι. Έτσι πάλι τους φόρους ήταν οι πλούσιοι που τους πλήρωναν, ακόμα και αν η φορολόγηση ήταν έμμεση.

ΑΛΛΑ ΕΣΟΔΑ.

Οι λειτουργίες και η εισφορά.

Όμως εκτός από τον ετήσιο φόρο τους, οι πλούσιοι Αθηναίοι ήσαν υποχρεωμένοι να εκτελούν και τις λειτουργίες, που τους όριζε ο Eπώνυμος Άρχοντας ή κάποια άλλη αρμόδια αρχή (27, 3 και 29, 5 και 56, 3). Πρβλ. επίσης 43, 5.

Οι λέξεις λειτουργός-λειτουργία, δημιουργός-δημιουργία, λαός-δήμος, πρέπει να συσχετισθούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τη λέξη λῆιτον (= σπίτι του λαού), που σήμαινε το πρυτανείο, το ενδιαίτημα των πρυτάνεων, των κυβερνητικών βουλευτών, στη Φθιώτιδα (33)· το ζεύγος λαός-δήμος είναι το πρώτο συνθετικό αντίστοιχα στα δύο πρώτα ζεύγη· η λέξη λῆιτον και ο αττικός τύπος «λεώς» [=λαός] και το σύγχρονο «λεωφορείο» μας διασαφηνίζουν ενδεχόμενες αμφιβολίες· δεύτερο συνθετικό τους είναι η λέξη έργον. Ο Ησύχιος διασώζει και τις λέξεις λείτωρ και λείτειραι (ιερέας, ιέρειες) και στις επιγραφές (IG 9 (2).397.1, 1228.3) βρίσκουμε το ρήμα λειτορεύω, (είμαι ιερέας). Η ετυμολογική συγγένεια των λέξεων συνεπάγεται και τη σημασιολογική: η «λειτουργία» και η «δημιουργία» είναι έργα, υπηρεσίες για το Λαό, το Δήμο, αντίστοιχα, πολιτικές ή θρησκευτικές, που προσφέρονταν από κάποιο πλούσιο ή κάποιο ιερέα που καλούσε τις θεϊκές δυνάμεις για το καλό του Λαού. Ο Αριστοτέλης μάλιστα επισημαίνει πως σε καιρούς παλιότερους χρησιμοποιούνταν η λέξη «δημιουργία» στη χρήση της λέξης «λειτουργία» (Πολ. Ε, 1310β 22). Η λέξη «δημιουργός», που χρησιμοποιείται, όπως έχει επισημανθεί πολλές φορές, σαν ονομασία μιας από τις πλούσιες τάξεις της Αθήνας, επιβεβαιώνει τη ρήση του Αριστοτέλη.

Οι κύριες και πολύ δαπανηρές λειτουργίες (34) ήσαν: α) η τριηραρχία, β) η χορηγία, γ) η γυμνασιαρχία, δ) η εστίαση, ε) η αρχιθεωρία και ζ) η αρρηφορία ή ερρηφορία. Δε σκοπεύουμε να αναλύσουμε κάθε λειτουργία, αλλά μόνο να επισημάνουμε πως στη δημοκρατική Αθήνα τα έξοδα της πόλης-κράτους τα είχαν αναλάβει, με βάση τα δημοκρατικά θέσμια, οι οικονομικά ευρωστότεροι και ποτέ οι φτωχοί.

Ένας άλλος έκτακτος φόρος ήταν η εισφορά (35) που τον πλήρωναν οι πλούσιοι Αθηναίοι σε περίπτωση πολέμου, για τις ανάγκες της πόλης.

Η αντίδοση

Ο κυριότερος όμως θεσμός του αθηναϊκού φορολογικού συστήματος, αυτός δηλαδή που κρατούσε το σύστημα των λειτουργιών σε εγρήγορση, απέτρεπε κάθε ιδέα για απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και εμπόδιζε τη φοροδιαφυγή, χωρίς ανάγκη ηλεκτρονικής διοργάνωσης, ήταν η αντίδοση.

Τι ήταν όμως η αντίδοση; Η λέξη βγαίνει από το ρήμα αντιδίνω, «ἀντιδίδωμι» στα αρχαία, το οποίο σημαίνει δίνω κάτι για κάτι που μου έδωσαν, ανταλλάσσω. Η αντίδοση ήταν μια ανταλλαγή, αλλά όχι μια κοινή και συνηθισμένη ανταλλαγή· ήταν η ανταλλαγή των περιουσιών. Πότε γινόταν αυτή;

Η περιουσιακή κατάσταση κάθε Αθηναίου ήταν από γνωστή ως πολύ καλά γνωστή από τον τρόπο της ζωής του, από τη φορολογική κλίμακα, στην οποία είχε δηλώσει ο ίδιος ότι ανήκε· οι ομοδημότες, ομοφυλέτες, συμπολίτες του έβλεπαν τη ζωή του. Οι διάφορες λειτουργίες πάλι ήταν συνεισφορές στα έξοδα υπέρ του Αθηναϊκού Δήμου, που τις αναλάμβαναν πολύ συχνά αυτόβουλα οι πλούσιοι Αθηναίοι. Όμως οι λειτουργίες δεν ήταν προαιρετικές αλλά υποχρεωτικές για τους πλούσιους Αθηναίους κι αν υπήρχε αδιαφορία για την ανάληψή τους οι κάθε φορά αρμόδιοι άρχοντες, με βάση τους καταλόγους των πολιτών, όριζαν τον πολίτη που είχε σειρά να «λειτουργήσει». Κανείς δε μπορούσε να αρνηθεί τη λειτουργία, εκτός αν είχε ξαναλειτουργήσει πρόσφατα και μέσα στα χρονικά όρια, που επιφέρανε απαλλαγή από τις λειτουργίες, ακριβώς εξαιτίας πολύ πρόσφατης ανάληψης. Κανείς δε μπορούσε να αρνηθεί να λειτουργήσει· μπορούσε όμως να ισχυρισθεί πως δεν ήταν επαρκώς πλούσιος, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στα έξοδα και να υποδείξει κάποιον άλλο πλουσιότερό του, που θα μπορούσε να αναλάβει τη λειτουργία. Ο υποδειγμένος ή εκείνος που έκανε την υπόδειξη μπορούσε να δεχθεί να κάνει τη λειτουργία, με τον όρο να δεχθεί ο αντίδικός του να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους, έτσι ώστε να φανεί ποιος είναι πλουσιότερος. Είναι φανερό πως ένας τέτοιος θεσμός δεν ευνοούσε με κανένα τρόπο την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων.

Βέβαια παρόμοιοι θεσμοί είναι αδιανόητοι μέσα στο πλαίσιο των θεσμών των σύγχρονων πολιτευμάτων, που είναι όλα ολιγαρχικές παραλλαγές παρά τις ποικιλωνυμίες τους. Δείχνει όμως πως δεν είναι η μη ανάπτυξη της τεχνολογίας το αίτιο που ευνοεί τη φοροδιαφυγή αλλά το πλαίσιο των μη δημοκρατικών θεσμών. Αντίθετα απλοί δημοκρατικοί θεσμοί είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί. Και τελικά μόνο τέτοιοι θεσμοί μπορούν να παραγάγουν Παρθενώνες, θέατρο, επιστήμη, φιλοσοφία, ελεύθερη σκέψη.

Ανακεφαλαίωση και επίλογος

Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό. Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε ζώο θρησκευτικό, όπως θέλουν να τον παραστήσουν οι διάφορες θρησκείες, ούτε ζώο οικονομικο-παραγωγικό, όπως θέλουν να τον παρουσιάσουν οι διάφορες οικονομικές θεωρίες και ιδιαίτερα ο Μαρξισμός. Δεν είναι καν ζώο εργαζόμενο. Δε ζει, για να εργάζεται, όπως η μέλισσα και το μυρμήγκι, αλλά εργάζεται, για να ζει. Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό κι εκείνο που κυρίως τον ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η οικονομική ανάπτυξη όσο η συμμετοχή στην πολιτική απόφαση. Γιατί η πολιτική απόφαση είναι εκείνη που θα ρυθμίσει και την οικονομική ανάπτυξη, αυτή, η πολιτική απόφαση, είναι η υποδομή των ανθρώπινων κοινωνιών και όλα τα άλλα, και η οικονομική ανάπτυξη μαζί, είναι το εποικοδόμημα και εξαρτώνται από το χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας πάντα θα βοηθάει τον άνθρωπο σ’ όλους τους τομείς της ζωής του. Όμως η σωστή χρήση της θα διέπεται πάντα από τους πολιτικούς θεσμούς, από το πολίτευμα. Έτσι η Ιστορία έχει καταστήσει πασιφανές ότι η Δημοκρατία είναι πιο αποτελεσματική και κάνει τη ζωή του ανθρώπου πιο ευχάριστη, πιο ευτυχισμένη, πιο παραγωγική από άποψη πνευματική και πιο εναρμονισμένη στον άνθρωπο από άποψη υλική και οικολογική· ακόμα κι αν η τεχνολογία της είναι υποδεέστερη. Αυτό δεν καταδεικνύει ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, παρά τις ελλείψεις και τα ελαττώματα που θα μπορούσε κανείς να του καταλογίσει;

Αν το σύγχρονο οικονομικό ιδεώδες είναι η αλληλεξάρτηση, που υπάρχει στην παγκόσμια αγορά, το οικονομικό ιδεώδες της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους ήταν η αυτάρκεια (Αριστ. Πολ. Α, 1252β 27-30). Η αυτάρκεια σα βασικό οικονομικό αίτημα βρίσκεται σ’ όλες τις μικρές κοινωνίες, παρά το εμπόριο που αναπτύσσεται κατά καιρούς και κατά τόπους, και το οποίο δε θεραπεύει πάντα ανάγκες ζωτικές. Η οικονομική αλληλεξάρτηση συμπορεύεται με την κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και από πλευρά πολιτική προϋποθέτει το μεγάλο συγκεντρωτικό και με ολιγαρχικούς θεσμούς οργανωμένο κράτος, ενώ από πλευρά τεχνική προϋποθέτει την εξέλιξη των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών. Γιατί ακόμα και αν υποθέσουμε πως υπάρχει η πρώτη, (η ολιγαρχική πολιτική προϋπόθεση) και δεν υπάρχει και η δεύτερη (η ανάπτυξη της επικοινωνίας), τότε το μεγάλο συγκεντρωτικό κράτος, θα στηρίζεται κυρίως στην προσπάθεια για αυτάρκεια, για λόγους καθαρά τεχνικούς. Όμως όποιο και να είναι το οικονομικό ιδεώδες, όποια κι αν είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η πολιτική κατάσταση έχει τον πρωτεύοντα ρόλο.

Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός βασιζόταν όχι απλώς στην αποκέντρωση, προς την οποία λένε ότι τείνουν τα σύγχρονα κράτη, αλλά σε κάτι πολύ πιο δημοκρατικό και πολύ πιο αποτελεσματικό: τον πολυκεντρισμό. Κάθε ελληνική πόλη σχεδόν αποτελούσε κι ένα πολιτικο-πολιτιστικό κέντρο, χωρίς βέβαια να χαθεί ποτέ από τα μάτια των Ελλήνων το ενιαίο του πολιτισμού τους και η έντονη αλληλεπίδραση. Η μελέτη της Ιστορίας αποφαίνεται ότι κανένας πολιτισμός δε στάθηκε τόσο πολυκεντρικός και συνάμα τόσο ενιαίος, όσο ο Ελληνικός.

Ο ελληνικός πολυκεντρισμός είναι προφανής από το γεγονός ότι οι ελληνικές πόλεις-κράτη αναπτύχθηκαν με βάση την ελευθερία και την αυτονομία στον πολιτικό τομέα και την αυτάρκεια στον οικονομικό. «Αὐτάρκης γὰρ ἡ πόλις, τὸ δὲ δοῦλον οὐκ αὔταρκες» λέει αλλού ο Αριστοτέλης (Πολ. Δ, 1291α, 10). Η αυτάρκεια αυτή των ελληνικών πόλεων στηριζόταν στη φορολόγηση μόνο των πλούσιων μελών της κοινότητας. Και η κοινότητα τα διαχειριζόταν με βάση τις κοινές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τους πενέστερους. Γι’ αυτό και οι Έλληνες μιλούσαν για το Κοινό των Αθηναίων, το Κοινό των Θηβαίων, το Κοινό των Μηλίων, το Κοινό των Ναξίων κ.λπ. και δε χρησιμοποίησαν ποτέ τον όρο «κράτος» με τη σημερινή έννοια.

Οι ευπορότερες τάξεις, επειδή είχαν το βάρος της φορολόγησης, είχαν αρχικά μόνο αυτοί πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή συμμετοχή και στις τρεις λειτουργίες της εξουσίας (ελευθερία πρώτου βαθμού). Οι φτωχότεροι αρχαίοι Έλληνες πολίτες είχαν συμμετοχή μόνο στη Νομοθετική λειτουργία της εξουσίας· Εκκλησία του Δήμου ή Απέλλα ή Αλία ονομαζόταν συνήθως το σχετικό πολιτειακό όργανο (ελευθερία δεύτερου βαθμού). Όμως, όπως καθένας το αντιλαμβάνεται, η ελευθερία δεύτερου βαθμού των αρχαίων Ελλήνων ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουν οι πολίτες των σύγχρονων Κοινοβουλευτικών Ολιγαρχιών. Και επί πλέον: όσοι είχαν αυτή την ελευθερία δεν πλήρωναν φόρους.

Ο Θησέας έφερε τη Δημοκρατία στην Αττική. Όμως επειδή δε θέσπισε θεσμούς, που να εμποδίζουν τη δημιουργία μεγάλων περιουσίων, όπως έκανε αργότερα ο Σόλωνας, γρήγορα οι πλούσιοι γίνανε πιο πλούσιοι και οι φτωχοί, φτωχότεροι, με αποτέλεσμα να χάνουν ακόμα και τα πολιτικά τους δικαιώματα (1-3). Έτσι τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, λίγο πριν το Δράκοντα, τα είχαν πια μόνο οι πλούσιοι (3, 6). Όμως τελικά επικράτησε, με κοινή συναίνεση, η Δημοκρατία σαν πολίτευμα και ελευθερία πρώτου βαθμού δόθηκε σ’ όλους, ακόμα και σ’ εκείνους που ήσαν ατελείς, αφορολόγητοι. Έτσι είχε αποσυνδεθεί η συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας από τη συμμετοχή στα έξοδα του Κοινού, της πόλης.

Άλλωστε το δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο παρακώλυσε, όπως βασικά νομοθετήθηκε από το Σόλωνα, το σχηματισμό τεράστιων περιουσιών. Η δόμηση υπέρλαμπρων ιδιωτικών οικημάτων, η με κάθε τρόπο επίδειξη ιδιωτικού πλούτου ήταν αδιανόητη, κατά την ακμή της Δημοκρατίας, δηλαδή κατά την κλασική περίοδο. Αν κάποιος έκανε το λάθος της επίδειξης, γρήγορα κάποια πρόσθετη λειτουργία θα του έκοβε την επιδεικτική διάθεση.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι στη Δημοκρατία οι πλούσιοι πλήρωναν τα έξοδα του Κοινού και οι φτωχοί ασκούσαν την εξουσία: κάτι το αδιανόητο, ακόμη και για το πιο προηγμένο από τα σημερινά πολιτεύματα, όπως είναι ο Κοινοβουλευτισμός δυτικού τύπου, στον οποίο ζούμε. Γιατί ο Κοινοβουλευτισμός και οι ποικιλώνυμες παραλλαγές του δεν είναι παρά ολιγαρχικές πολιτειακές παραλλαγές.

Για την κλασική Ελληνική Αρχαιότητα ήταν αναπόφευκτο οι πενέστεροι να έχουν την εξουσία στα χέρια τους. Κι αυτό γιατί ήταν πάντα περισσότεροι και η αρχή να κατισχύει η γνώμη των πολλών είναι η βασική δημοκρατική αρχή. Η κατάσταση αυτή ήταν αποδεκτή από τις πλουσιότερες τάξεις, που χωρίς ιδιαίτερη βαρυγκόμηση ανταποκρίνονταν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στο Δήμο και την πόλη. Έτσι όμως κερδιζόταν η κοινωνική γαλήνη και η εγκληματικότητα ήταν μηδενική. Φαίνεται πως οι πλούσιοι της Ελληνικής Αρχαιότητας είχαν διαπιστώσει ότι, όπως είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις καθαρός, ζώντας ανάμεσα σε βρόμικους, ή υγιής, ζώντας ανάμεσα σε αρρώστους, είναι το ίδιο δύσκολο να παραμένεις χορτάτος και να ευημερείς, ζώντας ανάμεσα σε πεινασμένους και εξαθλιωμένους.

Το δημοκρατικό οικονομικό ιδεώδες δεν ήταν η οικονομική ανάπτυξη. Αυτή λίγο ως πολύ θεωρούνταν σαν κάτι το δοσμένο, το αυτονόητο. Το οικονομικό αίτημα της Δημοκρατίας ήταν η ανακατανομή του πλούτου, η προσπάθεια για να γίνει η ζωή όλων των πολιτών ευφρόσυνη, χαρούμενη, ευτυχισμένη. Ο Επιτάφιος, όπως μας τον διασώζει ο Θουκυδίδης, είναι μια σύντομη περιγραφή της σκέψης και της πράξης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, κάτι ανάλογο με αυτό που θα το ονομάζαμε σήμερα λόγο απολογητικό του κυβερνητικού έργου ή και προγραμματικές δηλώσεις. Και αναφέρεται βέβαια ο Περικλής στην εμπορική τους ανάπτυξη, αλλά για να πει ότι αυτή την απολάμβανε όλος ο Δήμος των Αθηναίων κι όχι λίγοι προνομιούχοι.

Και μια κι έγινε λόγος για τον Επιτάφιο, αξίζει να τονίσουμε ποιο ήταν το πολιτικό ιδεώδες της Δημοκρατίας για το Πανελλήνιο. Γιατί αυτό δεν το επισημαίνει με σαφήνεια ο ολιγαρχικός Αθηναίος ιστορικός, αλλά μπορεί να το οσφρανθεί κανείς και μέσα από τις ολιγαρχικές του γραμμές. Το πολιτικό ιδεώδες της Δημοκρατίας, της Αθήνας, του Δήμου των Αθηναίων, δεν ήταν η ιμπεριαλιστική επέκταση, όπως συχνά λέγεται. Η προσπάθεια των Αθηναίων δημοκρατών ήταν η συνένωση και αλληλοϋποστήριξη των απανταχού ελληνικών πόλεων, έτσι ώστε να ζουν ειρηνικά και ευτυχισμένα, χωρίς φόβο για τους Πέρσες στην Ανατολή και τους Καρχηδόνιους στη Δύση. Ο συνήθης ορισμός του ιμπεριαλισμού είναι: η από μια αναπτυγμένη βιομηχανική δύναμη κατάληψη άλλων χωρών, για την απόκτηση φτηνών πρώτων υλών και η χρησιμοποίηση των κατειλημμένων χωρών σαν αγορών των βιομηχανικών της προϊόντων. Η Αθήνα δεν είχε καμιά βιομηχανία ούτε ανάγκη από πρώτες ύλες. Οι κεραμικές της βιοτεχνίες δεν ήταν πιο παραγωγικές από τις αντίστοιχες των άλλων ελληνικών πόλεων και το κοκκινόχωμα της Αττικής επαρκούσε για τις ανάγκες της αττικής αγγειοπλαστικής. Καμιά ξένη, μη ελληνική, πόλη δεν καταλήφθηκε ούτε προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη Δηλιακή Συμμαχία. Στη Δηλιακή Συμμαχία ήταν μόνο ελληνικές πόλεις. Όταν όμως οι Αθηναίοι και οι Σύμμαχοί τους εκμηδένισαν με πολύ ιδρώτα και περισσότερο αίμα τον περσικό κίνδυνο στην Ανατολή και αποθάρρυναν τον καρχηδονιακό στη Δύση, οι κατά πόλεις Έλληνες ολιγαρχικοί και πλούσιοι, που κατά τα δημοκρατικά θέσμια ήταν επιφορτισμένοι με τις εισφορές στη Δηλιακή Συμμαχία, βαρέθηκαν να πληρώνουν φόρους και άρχισαν να μιλάνε για «αυτονομία» και «ελευθερία», δηλαδή για διάλυση της Πανελλήνιας Ένωσης, ενώ οι Πέρσες και οι Καρχηδόνιοι καραδοκούσαν. Για παράδειγμα: Το 409 π.Χ. μετά την αθηναϊκή αποτυχία στη Σικελία, οι Καρχηδόνιοι ισοπέδωσαν τον Ακράγαντα. Αργότερα, το 387, οι Πέρσες με την Ανταλκίδεια ή Βασίλεια Ειρήνη έγιναν ρυθμιστές των Ελληνικών Πραγμάτων.

Κι ας επανέλθουμε. Το οικονομικό ιδεώδες της Δημοκρατίας δεν αδιαφορεί για την οικονομική ανάπτυξη. Όμως ο Επιτάφιος μιλάει και για ουσιαστική συμμετοχή του πλήθους τόσο στις πολιτικές διαδικασίες και γενικότερα στην πολιτική λειτουργία όσο και στην οικονομική ευμάρεια. Και αυτό το οικονομικό ιδεώδες της Δημοκρατίας πραγματοποιούνταν από τη μια μεριά μέσω της τακτικής και αναλογικής φορολόγησης των ευπορότερων για τα τρέχοντα έξοδα του κράτους και, από την άλλη, μέσω της ανάληψης των λειτουργιών από τους πιο εύπορους προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων.

Κανείς στην Αθήνα δεν είχε την επιλογή να αρνηθεί να φέρει σε πέρας μια λειτουργία, που θα του ανέθετε το αρμόδιο κληρωτό ενιαύσιο πολιτειακό όργανο· το μόνο που επιτρεπόταν ήταν να υποδείξει κάποιον άλλο πλουσιότερό του, ώστε να κάνει εκείνος τη λειτουργία. Αυτός ο άλλος, αλλά και οποιοσδήποτε Αθηναίος, που καλούνταν να επιτελέσει κάποια λειτουργία, είχε το δικαίωμα να κάνει τέτοια υπόδειξη και μάλιστα μπορούσε να ζητήσει να γίνει ανταλλαγή περιουσιών αντίδοση, και ο πραγματικά πλουσιότερος να αναλάβει τη λειτουργία. Ποιος λοιπόν θα δεχόταν να ανταλλάξει την περιουσία του, για να μην κάνει τη λειτουργία, αν δεν ήταν πραγματικά λιγότερο πλούσιος; Αυτός ο θεσμός ήταν η περίφημη αντίδοση, η οποία απέκλειε κάθε ευκαιρία για φοροδιαφυγή ή ελπίδα για μη ανακατανομή του πλούτου.

Δεν παρείχε λοιπόν καμιά πολιτική δύναμη ο πλούτος στην αρχαία Αθήνα, όπου ο μόνος πολιτικά δυνατός ήταν ο Δήμος. Οι δημοκρατικοί θεσμοί καθόριζαν πολύ συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο οι πλούσιοι μπορούσαν να διαθέσουν τα λεφτά τους. Ο πλούτος στην αρχαία Αθήνα έδινε μόνο τη δυνατότητα να ξοδέψει κανείς για την πόλη και οι πλούσιοι διαπαιδαγωγούνταν από τους δημοκρατικούς θεσμούς όχι στο να φοροδιαφεύγουν, αλλά στο να θεωρούν μεγάλη τους τιμή να ευεργετήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την πατρίδα και τους συμπολίτες τους. Έτσι χαίρονταν τα πλούτη τους χωρίς φόβους και άγχη και δίχως τη συνδρομή σωματοφυλάκων. Η Αθήνα στάθηκε το μόνο πραγματικά λαϊκό κράτος, όπου οι φτωχότεροι, οι Θήτες, αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού: 1) δεν πλήρωναν κανένα φόρο, ούτε άμεσο ούτε έμμεσο, 2) δεν είχαν ουσιαστικά τον κίνδυνο του πεζού πολέμου (στρατεύονταν κυρίως στο ναυτικό) και 3) και είχαν την εξουσία, μια και σε όλα τα κέντρα των αποφάσεων είχαν την πλειοψηφία και τα 99% των αξιωμάτων ήταν κληρωτά και οι νόμοι της Στατιστικής τούς ευνοούσαν. Αντίθετα οι πλούσιοι: 1) πλήρωναν φόρους, 2) είχαν τον κίνδυνο του πεζού πολέμου (στρατεύονταν κυρίως στο πεζικό) και 3) και δεν είχαν την εξουσία, μια και σε όλα τα κέντρα των αποφάσεων είχαν τη μειοψηφία και, επειδή τα 99% των αξιωμάτων ήταν κληρωτά, οι νόμοι της Στατιστικής δεν τους ευνοούσαν καθόλου.

Τα σύγχρονα βέβαια πολιτεύματα, παρά τις διάφορες ηχηρές ονομασίες τους, είναι σαφώς αντιλαϊκά. Οι σύγχρονοι κοινοβουλευτικοί θεσμοί είναι σαφώς ολιγαρχικοί. Οι Κοινοβουλευτικές Ολιγαρχίες εισπράττουν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων τους από τις πιο φτωχές τάξεις, από τη μια μεριά χάρη στην έμμεση φορολόγηση, και από την άλλη, επειδή οι πιο φτωχοί είναι συνήθως μισθωτοί ή συνταξιούχοι και δε μπορούν να κρύψουν τα βασικά, τουλάχιστο, έσοδά τους. Κι ακόμα: Οι πιο πλούσιοι που ασκούν συνήθως ελευθέρια επαγγέλματα έχουν περισσότερες ευκαιρίες να φοροδιαφύγουν και έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τεράστιες περιουσίες. Όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο, οι σύγχρονοι μεγιστάνες του πλούτου ζουν συνήθως –και δικαιολογημένα- με το φόβο κάποιας επίθεσης κλεφτών ή τρομοκρατών. Και κάλλιστα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Ποιος είναι πιο ευτυχισμένος ο οποιοσδήποτε σύγχρονος μεγιστάνας του πλούτου Έλληνας ή ξένος, που είναι υποχρεωμένος να ζει, ο ίδιος και οι πλησιέστεροι συγγενείς του, περιχαρακωμένοι στο αρχοντικό τους, στη σκιά των σωματοφυλάκων τους, ή ο Κίμωνας που, υποχρεωμένος από τα θέσμια της Αθηναϊκής Πολιτείας να διαθέτει αφειδώς τα πλούτη του για την πόλη και τους συμπατριώτες του, είχε πάντα το σπίτι και τους κήπους του ανοικτούς και προσιτούς σ’ οποιοδήποτε Αθηναίο και κυκλοφορούσε ελεύθερα παντού, χωρίς το φόβο καμιάς τρομοκρατικής επίθεσης;

Η Ελλάδα το μεγαλείο της το οφείλει στη Δημοκρατία και μόνο. Ο Ελληνικός Πολιτισμός είναι ένας λαϊκός πολιτισμός που δε δέχτηκε ποτέ ούτε δόγματα ούτε ιερά βιβλία ούτε αρχηγούς· όσοι στον ελληνικό χώρο θέλησαν να «το παίξουν χαρισματικοί αρχηγοί» γρήγορα τα βρήκαν σκούρα με τους συμπολίτες τους, που δεν το είχαν σε τίποτα να τους θεωρήσουν ύποπτους για τυραννία. Και είναι γνωστό ποια τύχη περίμενε τους τυράννους στην Ελλάδα: ήταν πολύ δύσκολο να βρεις γέρο τύραννο· οι συμπολίτες του δεν του χαρίζανε την ευκαιρία να γεράσει!…

Οι Έλληνες, εφευρίσκοντας, χάρη σε διάφορες συγκυρίες τη Δημοκρατία, χωρίς ποτέ να πιστέψουν πως ήταν ή είναι κάποια ανώτερη φυλή, δημιούργησαν ό,τι δημιούργησαν. Η ερμηνεία του Ελληνικού Πολιτισμού είναι τόσο απλή, που δύσκολα δέχονται να την καταλάβουν όσοι δεν αρέσκονται στο δημοκρατικό πνεύμα αλλά αντίθετα διέπονται από πνεύμα ελιτίστικο. Σε χρόνους κατοπινούς μέχρι και σύγχρονους, πολλοί μελετητές και παρακοιμώμενοι ή παρατρεχάμενοι των διάφορων αντιδημοκρατικά οργανωμένων εξουσιών προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το «ελληνικό θαύμα» με όρους φυλετικούς ή μεταφυσικούς. Αυτός ο ίδιος ο όρος «θαύμα» δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δείχνει την αδυναμία να γίνει αντιληπτό το γιατί και το πώς του Ελληνικού Πολιτισμού. Γιατί η λέξη «θαύμα» παραπέμπει σε καταστάσεις έξω από τη φυσική νομοτέλεια και την κοινωνική πραγμάτωση. Συχνά πολλή φαιδρότητα χαρακτηρίζει τις προσπάθειες ερμηνείας του Ελληνικού Πολιτισμού που τον αποδίδουν σε … όντα που έχουν έρθει από το Υπερπέραν κ.λπ κ.λπ. Κι όμως η ερμηνεία είναι τόσο απλή, σαν το αυγό του Κολόμβου: η Δημοκρατία έφτιαξε την Ελλάδα, γιατί έγινε αιτία να εφευρεθεί η φωνητική-αλφαβητική γραφή και να αξιοποιηθεί ο εγκέφαλος πλήθος ανθρώπων, πολιτών και μη πολιτών, ανδρών και γυναικών, πράγμα που δε θέλησαν και δε μπόρεσαν να κάνουν τα μη δημοκρατικά πολιτεύματα. Όμως οι τόσο απλές και οφθαλμοφανείς ερμηνείες είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αποδεκτές.

Συσχετικοί πίνακες

Δράκοντας Σόλωνας Κλεισθένης

φυλές 4 4 10

τριττύες 12 12 30

ναυκραρίες 48 48 δήμοι 100

————————

φυλή φυλή φυλή

τριττύες 3 3 3

ναυκραρίες 12 12 δήμοι 10

————————

Δράκοντας Σόλωνας Κλεισθένης

πολίτες *20.000-30.000 30.000 30.000

α) *600μέδιμνοι 1000 α) 500μέδιμνοι 1200 1200

β) Ιππείς 1500 β) 300μέδιμνοι 2400 2400

ή Ιππείς

γ) Ζευγίτες 3000 γ) 200μέδιμνοι 7200 7200

ή Ζευγίτες

δ) Ζευγίτες μη

φορολογούμενοι *5300

ε) Θήτες *10.000-20.000 δ) Θήτες 20.000 20.000

————————-

*περίπου

Δράκοντας Σόλωνας Κλεισθένης

πολίτες

φορολογούμενοι 5500 10800 10800

α) «100μνίτες» 500 α) 500μέδιμνοι 1200 1200

β) «10μνίτες» 5000 β) 300μέδιμνοι

ή Ιππείς 2400 2400

γ) 200μέδιμνοι

ή Ζευγίτες 7200 7200

κατά ναυκραρία ναυκραρία δήμο

πολίτες φορολογούμενοι 114/5* 225 108

α) «100μνίτες» 10* α) 500μέδιμνοι 25 12

β) «10μνίτες» 104* β) 300μέδιμνοι

ή Ιππείς 50 24

γ) 200μέδιμνοι

ή Ζευγίτες 150 72

————–

*περίπου

Τα τακτικά έσοδα από την άμεση φορολογία των πολιτών.

Δράκοντας

166 τάλαντα αιγιν. και 4.000 δραχμές αιγινήτικες ή 278 αττικά τάλαντα ή 1.666.666 δρχ. αττ.

Σόλωνας-Κλεισθένης

360 τάλαντα (αττικά) (δηλ 360×6000=2.160.000 αττ. δρχ.)

(Να σημειωθεί πως το βασικό ημερομίσθιο σήμερα είναι 40 €.)

--------------------------------------

Οι παραπομπές, τόσο στο κύριο κείμενο όσο και στις σημειώσεις, αν δεν αναφέρεταιείναι στον Αριστοτέλη: α) στα Πολιτικά, (Πολ.) και β) στην Αθηναίων Πολιτεία (Αθην. Πολιτ.) (με έντονους χαρακτήρες). Για παράδειγμα η παραπομπή (Πολ. κ.λπ.) σημαίνει (Αριστ. Πολ. κ.λπ.) και (3, 1) σημαίνει (Αριστ. Αθην. Πολιτ. εδάφιο 3, παράγραφος 1). Δες και σημ. 8.

----------------------------------------------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σοφοκλ. Αντιγ. στ.στ. 332-341.

2. Ηρόδ. Ζ, 125.

3. Εκδοτική Αθηνών, Ελληνική Μυθολογία, τ. 3, σ. σ. 17-18.

4. Πριν δημιουργηθεί ο όρος δημοκρατία και τα παράγωγά της, χρησιμοποιήθηκαν οι όροι ισονομία και ισοκρατία και τα παράγωγά τους. Ο δεύτερος όρος απέδιδε το πολιτικό εκείνο καθεστώς στο οποίο οι συμμετέχοντες, οι πολίτες, ήσαν ίσοι μεταξύ τους ως προς τη συμμετοχή στη διαχείριση της εξουσίας. Οι πολίτες σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήσαν σχετικά λίγοι· στο σύνολο των πολιτών με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και στις τρεις λειτουργίες της εξουσίας δεν συμπεριλαμβανόταν το μεγάλο πλήθος, ο Δήμος· όταν ο Δήμος έγινε δεκτός στο πολιτικό σώμα η λέξη ισοκρατία αντικαταστάθηκε από τη λέξη δημοκρατία (Ηρόδοτος, Ε, 92).

5. Ήδη, σε μια εποχή, πολύ μακρινή, ίσως πριν τη δημιουργία του αξιώματος των θεσμοθετών, κάποιος Επίλυκος, που είχε εκλεγεί πολέμαρχος, είχε χτίσει ένα καινούργιο κτίριο για να αντικαταστήσει το παλιό πολεμαρχείο. Αυτό το κτίριο είχε από τότε το όνομά του: ονομαζόταν Επιλυκείο (3, 5). Αυτό το κτίριο είναι η πρώτη γνωστή λειτουργία.

6. Απομεινάρι αυτής της συνήθειας είναι τα σημερινά πανηγύρια, όπου οι πλουσιότεροι συνεισφέρουν περισσότερο στη διοργάνωσή τους. Τέτοιο ανάλογο απομεινάρι, αλλά στο δικανικό τομέα, είναι και το Μεικτό Ορκωτό Κακουγοδικείο: ισχνό απομεινάρι της Ηλιαίας.

7. Και φυσικά δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά την εποχή εκείνη, αφού η πόλη-κράτος ήταν ένα είδος ελεύθερης ένωσης πολιτών και τα έξοδα της λειτουργίας της θα έπρεπε να τα επωμίζονται αυτοί που μπορούσαν, οι οποίοι άλλωστε, δικαιωματικά, είχαν και τη διαχείριση των κοινών.

8. Με τους έντονους, μαύρους, αριθμούς, ειπώθηκε στη δεύτερη προσημείωση, δηλώνεται η Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη. Η Αθηναίων Πολιτεία (Το Πολίτευμα των Αθηναίων) είναι το πρώτο από 158 πολιτεύματα που είχε γράψει ο Αριστοτέλης. Από τα 157 από αυτά τα πολιτεύματα δεν έχουν ακόμα βρεθεί στη σύγχρονη εποχή παρά μόνο κάποια ψήγματα μέσα σε άλλα αρχαία κείμενα. Η Αθηναίων Πολιτεία βρέθηκε με ελλιπή την αρχή της· πρωτοεκδόθηκε, όπως βρέθηκε, το 1891 στο Λονδίνο με προσπάθεια να συμπληρωθεί η χαμένη αρχή της από άλλα αρχαία κείμενα, λεξικά ή περιλήψεις του αριστοτέλειου κειμένου. Τα κείμενα αυτά εκδίδονται πάντα μαζί της. Το αριστοτέλειο κείμενο είναι χωρισμένο σε 69 εδάφια: τα πρώτα 41 αναφέρονται στην ιστορία και την εξέλιξη του αθηναϊκού πολιτεύματος, ενώ τα επόμενα 28 περιγράφουν τη λειτουργία του. Το ιστορικό μέρος μιλάει για δώδεκα μεταβολές του αθηναϊκού πολιτεύματος, γιατί ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον ήπιο όρο «μεταβολή» για τα εξελικτικά στάδια. Πρώτη μεταβολή, γράφει ο Αριστοτέλης, είναι η μεταβολή του Ίωνα, εννοώντας την σύμπηξη της Αττικής σε ενιαία κρατική δομή αλλά χωρισμένη σε τέσσερις φυλές. Ο Αριστοτέλης δεν περιγράφει την πιο παλιά, αρχική, κατάσταση και ονομάζει τη μεταβολή του Θησέα πρώτη μετά τη μεταβολή του Ίωνα, συνεχίζοντας με άλλες δέκα μεταβολές μέχρι την πτώση των Τριάντα Τυράννων και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Αν το πολίτευμα είναι η υποδομή του κάθε πολιτισμού, η Αθηναίων Πολιτεία είναι το πολυτιμότερο κείμενο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, επειδή ακριβώς μας παρέχει λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Δημοκρατίας, το πολίτευμα του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Στην Αθήνα σήμερα έχουν γίνει και κυκλοφορούν αρκετές εκδόσεις της Αθηναίων Πολιτείας.

9. Στο εδάφιο 2, 3 υπάρχει η έκφραση «τοῖς πολλοῖς τῶν κατὰ πολιτείαν», οι οποίοι «οὐδενὸς ἐτύγχανον μετέχοντες». Αυτοί «οι πολλοί που ήταν πολίτες αλλά δε μετείχαν σε τίποτα» είναι οι Θήτες, που ήσαν βέβαια πολίτες αλλά συχνά κάποιοι από αυτούς πουλιούνταν σα δούλοι, αν δεν είχαν να πληρώσουν στους δανειστές τους τα χρέη τους, κι έχαναν, όπως ειπώθηκε, τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αυτοί μετείχαν βέβαια στην Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή στη Νομοθετική λειτουργία της εξουσίας. Αυτό σημαίνει η έκφραση «οι κατά πολιτείαν», μέλη της πολιτείας. Όμως οι Θήτες «ουδενός ετύγχανον μετέχοντες» δε μετείχαν στις «αρχές», δηλαδή στη Δικανική και την Αρχική (Διοικητικο-Εκτελεστική): το «οὐδενὸς» αναφέρεται στη Δικανική και την Αρχική, (τη Διοικητικο-Εκτελεστική, τις αρχές). Γιατί με τον όρο «αρχές» στο εδάφιο αυτό εννοούνται η Δικανική και η Διοικητικο-Εκτελεστική, οι οποίες ακόμα δεν είχαν ξεχωριστεί με σαφήνεια. Η διάκριση των λειτουργιών είναι ακόμα διττή· τριττή θα γίνει σαφώς με το Δράκοντα και τους 80 εφέτες του (βλ. Σούδα λήμμα εφέται), οπότε ξεχωρίζει σαφώς η Δικανική από την Διοικητικο-Εκτελεστική. Για την τελευταία έχουμε προτείνει να χρησιμοποιείται ο όρος «Αρχική» ή απλώς «αρχές», ακολουθώντας τον Αριστοτέλη (Πολ. Δ, 1298α 1 ).

10. Είναι γνωστό πως οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δούλους και ελεύθερους μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Τα επεξεργασμένα Ελληνικά Επαναστατικά Συντάγματα την καταργούν· το Σύνταγμα του Άστρους με το άρθρο θ΄ του τμήματος-κεφαλαίου β΄ απαγορεύει ρητά την αγοροπωλησία ανθρώπου και θεωρεί ελεύθερο και ακαταζήτητο από τον δεσπότη του όποιον πατήσει το Ελληνικό έδαφος, ενώ το Σύνταγμα της Τροιζήνας με το άρθρο 9 στο Γ΄ κεφάλαιο κηρύσσει την ισότητα όλων όσοι έλθουν στην Ελληνική Επικράτεια. Το Σύνταγμα του 1844, το παραχωρημένο από τον Όθωνα με το άρθρο 9 επαναλαμβάνει σχεδόν αυτούσιο το άρθρο θ΄ του Συντάγματος του Άστρους. Η δουλεία καταργήθηκε στα Βρετανικά νησιά το 1832, στις Ε.Π.Α. με τον εμφύλιο πόλεμο των Βορείων και των Νοτίων (1860-1864), ενώ στη Ρωσία η δουλοπαροικία καταργήθηκε το 1861. Η ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα και γενικά στον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό είναι συνδεμένη με τα πολιτικά δικαιώματα και μπορούμε να πούμε πως είχε τέσσερις διαβαθμίσεις. Πρώτο βαθμό ελευθερίας είχαν όσοι πολίτες μιας πόλης είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή όσοι εναλλάσσονταν στο άρχειν και στο άρχεσθαι, στα θεσπισμένα αξιώματα των τριών λειτουργιών της εξουσίας [της νομοθετική, της δικανικής, της αρχικής] (ή των τριών μορίων της πολιτείας, του πολιτεύματος, για να ακολουθήσουμε την αριστοτέλεια ορολογία), σύμφωνα με τα νόμιμα της κάθε πόλης. Η βασική διαφορά από πόλη σε πόλη ήταν η αυξομείωση του αριθμού των πολιτών, του εκλογικού σώματος, του Δήμου. Οι πολίτες κάθε πόλης είχαν και το δικαίωμα της κτήσης γης καθώς επίσης και εκείνο της ανεμπόδιστης μετακίνησης μέσα και έξω από την πόλη-κράτος. Δεύτερο βαθμό ελευθερίας είχαν οι Θήτες· αυτοί μετείχαν μόνο στην Εκκλησία του Δήμου [νομοθετικό μόριο]. Τρίτο βαθμό ελευθερίας είχαν οι ξένοι κάτοικοι Έλληνες ή μη Έλληνες κάθε πόλης. Αυτοί είχαν μόνο το δικαίωμα της ανεμπόδιστης μετακίνησης. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε κάποια διαβάθμιση ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο βαθμό (μέτοικοι, ισοτελείς) και παραχωρούνταν το δικαίωμα κτήσης ακίνητης περιουσίας, εγκατάστασης βιοτεχνίας όχι όμως και κτήσης γης. Μηδενικό βαθμό ελευθερίας (εδώ πια χρησιμοποιείται η λέξη ελευθερία καταχρηστικά) είχαν οι δούλοι, οι οποίοι δεν είχαν ούτε πολιτικά δικαιώματα ούτε ανεμπόδιστη μετακίνηση· αυτοί ήσαν έμψυχα κτήματα. Σε σπάνιες περιπτώσεις τους αναγνωρίζονταν το δικαίωμα να αποκτήσουν κινητή περιουσία. Και οι δούλοι όμως σε περίπτωση πολέμου και συμμετοχής τους στους κίνδυνους της πόλης μπορούσαν να αποκτήσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Κάτι τέτοιο έγινε στην Αθήνα με τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) και τη ναυμαχία στις Αργινούσες (406 π.Χ.).

11. Στη Σπάρτη, αν κάποιος πολίτης δε μπορούσε πια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για τα κοινά συσσίτια (φιδίτια), έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. (Πολ. Β, 1270β 1-6 και 1271α 34-37). Ο βαθμός ελευθερίας των ονομαζόμενων πολιτών στις σύγχρονες Κοινοβουλευτικές Ολιγαρχίες βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο δεύτερο βαθμό ελευθερίας και στον τρίτο των αρχαίων Ελλήνων.

12. Παρόμοια τριχοτόμηση θα την ξαναβρούμε στον Ιππόδαμο το Μιλήσιο στην ιδεατή του πόλη (πολεμιστές, γεωργοί, δημιουργοί) (Πολ. Β, 1267β 30-31), στον Πλάτωνα (Πολιτεία, Δ, 415 β-γ, 421 δ, 442 γ, και Η, 543 α). Ο Αριστοτέλης λέει πως την τριχοτόμηση την είχε θεσπίσει και στην Αίγυπτο ο Σέσωστρης και στην Κρήτη ο Μίνως (Πολ. Η, 1329β 1-5).

13. Είναι πραγματικά περίεργο πώς ο Φίνλεϊ (Moses I. Finley, Démocratie antique et démocratie moderne. Éd. Payot, σελ. 100) λέει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν τους άμεσους φόρους τυραννικούς. Όμως, αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, πως ένα κιλό ψωμί κοστίζει εκατό δραχμές, από τις οποίες οι δέκα είναι ο έμμεσος φόρος, η φορολόγηση δεν είναι ούτε αναλογική ούτε δημοκρατική, επειδή και ο πλούσιος και ο φτωχός πληρώνουν τον ίδιο φόρο. Στην αρχαιότητα οι τυραννίες χρησιμοποιούσαν την άμεση φορολόγηση για λόγους περισσότερο τεχνικούς και λιγότερο πολιτικούς. Την εποχή του Πεισίστρατου όλοι οι Αθηναίοι πλήρωναν τη δεκάτη (16, 6), ενώ στην εποχή του Σόλωνα και γενικά στη δημοκρατία οι Θήτες ήσαν ατελείς, είχαν ατέλεια, δεν πλήρωναν φόρους, και είχαν σχεδόν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους πλούσιους, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με όλα τα κρατικά έξοδα (Πολυδεύκης, Ονομαστικό, Η, 130).

14. Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος του 75/86 λέει: «5. Οι Έλληνες πολίται συνεισφέρουν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών τους.» Το άρθρο αυτό, με την έκφρασή του «αναλόγως των δυνάμεών τους» θεσπίζει τυπικά την άμεση φορολόγηση και είναι ένα από τα απομεινάρια της προγονικής δημοκρατικής φορολογικής σκέψης στο νεοελληνικό Σύνταγμα. Στην πράξη, βέβαια, η έμμεση φορολογία καταργεί την αναλογική φορολόγηση. Φυσικά το αθηναϊκό δίκαιο ήταν πιο σαφές από το νεοελληνικό, γιατί καθορίζοντας τις τέσσερις φορολογικές κλίμακες, που θα δούμε πιο κάτω, απάλλασσε τους φτωχούς, τους Θήτες, ρητά και κατηγορηματικά από κάθε φορολόγηση. Και οι Θήτες αποτελούσαν τα 2/3 των πολιτών.

15. «Tα πρώτα νομίσματα κόπηκαν προς το τέλος του 7ου αιώνα στην περιοχή του ανατολικού Αιγαίου, και συγκεκριμένα στην Ιωνία και τη Λυδία, όπως μας το επιβεβαιώνουν και οι ανασκαφές στο Αρτεμίσιο της Εφέσου.» Μαντώ Οικονομίδου, Αρχαια Νομισματα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996.

16. Η έμμεση φορολογία πραγματοποιούνταν μέσω των λιμενικών φόρων εισαγωγής προϊόντων, που το κράτος τους πουλούσε στους τελώνες. Οι τελώνες προπληρώνανε στην πόλη τους φόρους και κερδίζανε τη ζωή τους αυξάνοντας την τιμή των εισαγόμενων προϊόντων. Όμως η τιμή των βασικών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, καθοριζόταν από τους σιτοφύλακες στην Αθήνα, οι οποίοι ήσαν Αθηναίοι πολίτες κληρωμένοι γι’ αυτή τη δουλειά με ενιαύσια θητεία, κατά τα αθηναϊκά θέσμια, πιθανότατα φτωχοί Θήτες (51, 3). Δε θα ήταν εύκολο για τους σιτοφύλακες, κι αν ακόμα το ήθελαν, να κάνουν τα στραβά μάτια και να αφήσουν ελεύθερη την κερδοσκοπία σε βάρος των συμπολιτών τους: η θέση τους θα ήταν πολύ δύσκολη, όταν στο τέλος της θητείας τους θα τους έβρισκαν με αυξημένη την περιουσία τους οι δέκα κληρωτοί λογιστές, στους οποίους θα λογοδοτούσαν. Η κερδοσκοπία και η «ελεύθερη» διαμόρφωση των τιμών, η «ελεύθερη αγορά» ιδιαίτερα των ειδών πρώτης ανάγκης ήταν άγνωστη στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Ο φτωχός καταναλωτής, ο μέσος πολίτης, προστατεύονταν όχι μόνο από την κερδοσκοπία αλλά και από την κακή ποιότητα των προϊόντων (51). Για παράδειγμα: δεν ήταν επιτρεπτή η εξαγωγή τροφίμων, όπως δημητριακών και σύκων, για αναζήτηση καλύτερης τιμής στο εξωτερικό. Ο Σόλωνας επέτρεψε την εξαγωγή μόνο του ελαιόλαδου, επειδή αφθονούσε στην Αττική. Ο υπεύθυνος άρχοντας, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Σόλωνα, θα πλήρωνε ένα πρόστιμο εκατό δραχμών σε περίπτωση εξαγωγής προϊόντων που δεν αφθονούσαν στην Αττική (Πλούταρχος, Σόλων, 25). Η Δημοκρατία επόπτευε έτσι ώστε οι πολίτες να έχουν να φάνε, να ζήσουν. Κι έπειτα η απαγόρευση της εξαγωγής ώθησε συχνά αυτούς που είχαν μεγάλη παραγωγή να τη διανέμουν δωρεάν. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Κίμωνας (26, 3).

Γενικά στην Αθήνα, λόγω του πολιτεύματος υπήρχε η πρόβλεψη να μην αισθάνεται ο φτωχότερος υποδεέστερος μπροστά στον πλούσιο που θα μπορούσε να αγοράσει οτιδήποτε, ενώ ο φτωχός θα το στερούνταν λόγω της διαμορφωμένης υψηλής τιμής από μια ενδεχόμενη «ελεύθερη αγορά». Να ακόμα ένα δείγμα κατά της «ελεύθερης αγοράς» και υπέρ της διατίμησης και συγκράτησης των τιμών. Αν πολλοί πολίτες διεκδικούσαν την ίδια αυλητρίδα ή ψάλτρια (κοπέλα που έπαιζε λύρα) ή κιθαρίστρια, η τιμή της κοπέλας δε μπορούσε να ανεβεί περισσότερο από δύο δραχμές και οι αστυνόμοι, δέκα κληρωτοί ενιαύσιοι άρχοντες, με κλήρο αποφάσιζαν ποιος θα την πάρει: δεν την έπαιρνε δηλαδή ο πλουσιότερος πελάτης, γιατί θα πρόσφερε περισσότερα χρήματα! Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αποτελεσματικοί ήσαν οι δημοκρατικοί θεσμοί στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Έτσι στην αρχαία Αθήνα ποτέ ο πλούσιος δεν έζησε περιχαρακωμένος στην ιδιοκτησία του, ανάμεσα σε σωματοφύλακες από το φόβο μην του επιτεθούν. Αντίθετα οι πλούσιοι είχαν τα σπίτια τους ανοιχτά, προσιτά στον καθένα (26, 3), έθιμο που διατηρήθηκε στην ελληνική επαρχία μέχρι πρόσφατους καιρούς.

17. Μία μνα ήταν 100 δραχμές και σήμαινε ποσότητα χρημάτων, όχι νόμισμα. Το τάλαντο ήταν 6000 δραχμές. Αυτό ήταν δυνατό να υπάρξει και σαν ποσότητα σε μέταλλο, χρυσό, χαλκό ή σίδερο. Αυτό το τελευταίο το είχε θεσπίσει ο Λυκούργος στη Σπάρτη.

18. Ο όρος Εξακοσιομέδιμνος δε μαρτυρείται. Θα σημαίνει όμως εκείνον που έχει εισόδημα 600 μέδιμνους προϊόντων υγρών ή ξηρών, όπως ακριβώς Πεντακοσιομέδιμνος σημαίνει εκείνον που έχει εισόδημα 500 μέδιμνους προϊόντων υγρών ή ξηρών κ.λπ. (7, 4). Ο μέδιμνος ήταν μονάδα μέτρησης όγκου και ισοδυναμεί με 52,53 λίτρα.

19. Η υπόθεση αυτή διαφαίνεται και στην ανάλυση του γάλλου ιστορικού Γουσταύου Γκλοτς (Gustave Glotz), για τις τριηραρχικές «συμμορίες» των 500μέδιμνων στο πασίγνωστο έργο του La cité grecque [Η ελληνική πόλη]. Εκδ. Albin Michel Παρίσι 1968, σελ. 350 και πιο κάτω.

20. Πρβλ. επίσης Λυκούργος, Κατά Λεωκράτη, 81 δεκατεύω και λέξη δεκάτη στο λεξικό «Liddell-Scott» και Glotz, La cité grecque, σ. 86.

21. Ο Σόλωνας έκανε το αττικό τάλαντο να έχει κι αυτό 6000 δραχμές, ενώ, αν έπρεπε να εξισωθεί με το αιγινήτικο θα έπρεπε να έχει 6300 δραχμές αττικές (10, 2).

Κατά το Σταματάκο (Λεξικόν αρχαίας ελληνικής γλώσσης, παράρτημα ΙΙΙ, πίνακας VΙ, σ. 1248) η αντιστοιχία ανάμεσα στην αξία της αιγινήτικης δραχμής, που αποδίδεται στο Φείδωνα, της ευβοϊκής δραχμής (αρχαίας αττικής) και της σολώνειας δραχμής (μεταγενέστερης αττικής) ήταν: 6000 δρχ. της Αίγινας (ένα τάλαντο) = 7200 δρχ. της Εύβοιας = 10000 δρχ. σολώνειες. Κατά τους G. Mathieu-B. Haussoulier (στο Constitution d΄Athènes, Εd. «Budé», σελ. 10, σημ. 1) μια μνα σολώνεια = 100 δρχ. της Εύβοιας = 70 δρχ. της Αίγινας.

Εδώ θα προσθέσουμε πως ο Σόλωνας έδειξε πάλι την ευελιξία και τη διπλωματικότητα, τη σοφία, που τον διέκρινε. Έκανε με το νόμισμα αυτό που θέσπισε και με τα ονόματα των φορολογικών κλιμάκων, δηλαδή κράτησε τα ονόματα και άλλαξε την πραγματική τους αξία. Έτσι αν κάποιο αντικείμενο κόστιζε ένα ταλαντο αιγινήτικο, μπορούσε να το αγοράσει κανείς δίνοντας ένα τάλαντο σολώνειο, που και εκείνο υπολογιζόταν σε 6000 δρχ. Αυτό σημαίνει πως το αντικείμενο αγοραζόταν υποτιμημένο κατά 40%, σύμφωνα με τις αντιστοιχίες του Λεξικού του Σταματάκου.

22. Αριστ. Πολ. Γ, 1275β 36-37. Και (40, 2). Και Αριστφ. Βάτραχοι, 204, σχόλιο: όποιος μη πολίτης πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας έγινε πολίτης.

23. Ο Αριστοτέλης λέει: «Ἡιροῦντο δὲ τοὺς μὲν ἐννέα ἄρχοντας καὶ τοὺς ταμίας οὐσίαν κεκτημένους οὐκ ἐλάττω δέκα μνῶν ἐλευθέραν…στρατηγοὺς δὲ καὶ ἱππάρχους οὐσίαν ἀποφαίνοντας οὐκ ἔλαττον ἢ ἑκατὸν μνῶν ἐλευθέραν» (Εξέλεγαν τους εννέα άρχοντες και τους ταμίες απ’ όσους είχαν περιουσία ελεύθερη όχι μικρότερη από δέκα μνες [= 1000 δρχ., 1/6 του ταλάντου]) και στρατηγούς και ιππάρχους όσους δήλωναν περιουσία ελεύθερη όχι λιγότερο από εκατό μνες [=10000 δρχ., 1 τάλαντο και 2/3 του ταλάντου]). Φαίνεται πως οι Αρχαίοι είχαν παρόμοιο τρόπο με εμάς να φορολογούν: αφαιρούσαν από τα έσοδά τους ένα τμήμα για απαραίτητα έξοδα και το υπόλοιπο ήταν ελεύθερο για να φορολογηθεί.

24. Οι Εννέα άρχοντες κατέληγαν στον Άρειο Πάγο μετά τη θητεία και τη λογοδοσία τους. Άρα αρεοπαγίτες γίνονταν και οι «δεκαμνίτες».

25. Οι αριθμοί 6000 και 3000 ταιριάζουν καλύτερα στους 600μέδιμνους και τους 300μέδιμνους. Δες και σημ. 18.

26. Από το εδάφιο 7, 3 της Αθηναίων Πολιτείας του Αριστοτέλη διαπιστώνουμε ότι η τριττή διάκριση των λειτουργιών της εξουσίας σε Νομοθετική, Δικαστική και Αρχική (Εκτελεστική) είναι ρητά γνωστή στην ελληνική πολιτειακή πράξη από το 594 π.Χ. με τη Μεταβολή του Σόλωνα. Βέβαια το σώμα των εφετών την πάει ακόμη πιο πίσω, στη Μεταβολή του Δράκοντα και υπάρχουν και ενδείξεις ότι εφαρμόζεται στον Όμηρο και τη μυκηναϊκή εποχή. Ο Τζον Λοκ κι ο Μοντεσκέ την έμαθαν από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη· άλλο αν δεν υπήρχε στην εποχή τους η συνήθεια να μνημονεύεις τις πηγές σου. Να σημειωθεί πως ο Αριστοτέλης μιλάει και στα Πολιτικά (1297β 37 – 1298α 3) ρητά για την τριττή διάκριση, χρησιμοποιώντας τους όρους «μόρια της πολιτείας».

27. Για να μην υπάρχει κανένα γνωστικό κενό: ονομάζουμε φορολογικές κλίμακες τους πολίτες που πλήρωναν τακτικούς φόρους και πολιτικές ή περιουσιακές ή οικονομικές τάξεις τις ομάδες των πολιτών που είχαν την ίδια περιουσία (τίμημα) και τα ίδια πολιτικά δικαιώματα. Στη Μεταβολή του Σόλωνα οι φορολογικές κλίμακες και οι οικονομικές τάξεις συνέπεσαν και ήταν τέσσερις. Στη Μεταβολή του Δράκοντα όμως οι φορολογικές κλίμακες ήταν δύο: οι «100μνίτες» και οι «10μνίτες» (4, 2), ενώ οι πολιτικές-περιουσιακές τάξεις ήταν τέσσερις: οι 600μέδιμνοι, οι Ιππείς, οι Ζευγίτες και οι Θήτες. Στη Μεταβολή του Σόλωνα οι πολιτικές-περιουσιακές τάξεις γίνανε και φορολογικές κλίμακες, με τη μόνη διαφορά ότι οι 600μέδιμνοι μετατράπηκαν σε 500μέδιμνους. Έτσι από το Σόλωνα κι έπειτα οι πολιτικές-περιουσιακές τάξεις ονομάζονται: α) 500μέδιμνοι, β) Ιππείς ή 300μέδιμνοι, γ) Ζευγίτες ή 200μέδιμνοι και δ) Θήτες.

28. Δεν έχει παραδοθεί ο αριθμός των ηλιαστών της Μεταβολής του Σόλωνα. Υποθέτουμε πως με βάση τους αριθμούς 400, 6000 και 500, που είναι αντίστοιχα οι βουλευτές (8, 4) στη Μεταβολή του Σόλωνα καθώς και οι ηλιαστές (24, 3) και οι βουλευτές (43, 2) στη Μεταβολή του Κλεισθένη, επιχειρούμε να υπολογίσουμε και τους ηλιαστές του Σόλωνα.

Στους 500 βουλευτές αντιστοιχούν 6000 ηλιαστές στους 400 βουλευτές αντιστοιχούν χ ηλιαστές

χ=6000×400÷500=4800.Η υπόθεσή μας φαίνεται να είναι σωστή, γιατί ο αριθμός 4800 είναι πολλαπλάσιο του 48, που ήταν οι ναυκραρίες και σημαίνει πως σε κάθε ναυκραρία αντιστοιχούσαν 100 ηλιαστές.

29. Ο Αριστοφάνης (Εκκλησιάζουσες, στ. 1132) επαναλαμβάνει την πληροφορία για τον αριθμό των πολιτών το 392 π.Χ. Την ίδια πληροφορία την ξαναβρίσκουμε και στον Αξίοχο (36 a) του [Πλάτωνα] ή ψευδο-Πλάτωνα.

30. Αυτός ο αριθμός επιβεβαιώνεται από το Λατίνο συγγραφέα Κορνήλιο Νέποτα, ο οποίος στο βίο του Μιλτιάδη μάς διασώζει τον αριθμό των Ελλήνων Μαραθωνομάχων (490 π.Χ.): 9000 Αθηναίοι (προφανώς 90 κατά δήμο, 900 κατά φυλή) και 1000 Πλαταιείς. Κι ο Ηρόδοτος (Ι, 28) ενισχύει αυτή την πληροφορία, όταν λέει ότι στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) οι Αθηναίοι ήσαν 8000 (προφανώς 80 κατά δήμο). Αν υπολογίσουμε τις απώλειες, λόγω των πολέμων, και τη μη συμμετοχή στις μάχες των πολύ ηλικιωμένων (πάνω από τα 60) και των πολύ νέων (κάτω από τα 20), που παρέμεναν κοντά στα γυναικόπαιδα για κάθε ενδεχόμενο, θα πλησιάσουμε τον αριθμό 10800.

31. Το Απόσπασμα 5 από την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη φαίνεται ότι καταγράφει μεταγενέστερη από τα προηγούμενα (1-4) πολιτειακή κατάσταση της Αττικής· γι’ αυτό άλλωστε έχει πέμπτη θέση στην όλη καταγραφή· προφανώς αναφέρεται στη μετακλεισθένεια περίοδο.

32. Πρβλ. [Ξενοφώντας] ή ψευδο-Ξενοφώντας, Αθηναίων Πολιτεία, όπου ο συγγραφέας μιλάει συνεχώς για τα προνόμια του Αθηναϊκού Δήμου σε βάρος των πλούσιων Αθηναίων.

33. Ηρόδ. Η, 197. Πρβλ. Glotz (La cité gr…) σ.σ. 28-29.

34. Κοντολογίς η τριηραρχία ήταν ο εξοπλισμός και η συντήρηση μιας τριήρους· οι τριήραρχοι επιλέγονταν από τους 500μέδιμνους που ήσαν 1200 από την εποχή του Σόλωνα. Τον 5ο αιώνα π.Χ., ένας τριήραρχος επωμιζόταν τον εξοπλισμό μιας τριήρους που τη διακυβέρνησή της την αναλάμβανε ο ίδιος προσωπικά, αλλά τον 4ο, την τριηραρχία την επωμιζόταν μια ολόκληρη συμμορία. Δημοσθ. Περί των συμμοριών, 16 και19. Πρβλ. Glotz, La cité… index, mot triérarchie κ.λπ. και Λυσίας, Διαφθοράς απολογία, όπου ο ρήτορας μιλάει για όλες τις λειτουργίες.

Ο Θουκυδίδης (Β’, 13) λέει πως στο ιππικό υπηρετούσαν 1200 άτομα στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να είναι άσχετος με τον αριθμό των 500μεδίμνων.

Η χορηγία ήταν τα έξοδα για το ανέβασμα μιας από τις τρεις τετραλογίες στο θέατρο κατά τα Μεγάλα Διονύσια και τα δράματα γενικά κατά τα Λήναια ή για τη διοργάνωση του χορού σε κάποια άλλη γιορτή.

Η γυμνασιαρχία ήταν τα έξοδα για επίδειξη αθλητισμού κατά τη διάρκεια κάποιας γιορτής.

Η εστίαση ήταν τα έξοδα για κοινό λαϊκό γεύμα πάλι με την ευκαιρία κάποιας γιορτής.

Η αρρηφορία ή ερρηφορία ήταν τα έξοδα για τη συμμετοχή δυο κοριτσιών (8-11 χρόνων) στην ύφανση του πέπλου για τα Μεγάλα Παναθήναια ή για τη διοργάνωση της γιορτής των Αρρηφορίων. Βλ. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2 σελ. 257 και Λυσίας, Ολυμπικός.

35. Βλ. Glotz, La cité… index, λέξη eisphora και Λυσίας, Διαφθοράς απολογία, όπου ο ρήτορας μιλάει για όλες τις λειτουργίες.