ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ἔκβητ᾽ ἀπήνης, Τρωιάδες, χειρὸς δ᾽ ἐμῆς
λάβεσθ᾽, ἵν᾽ ἔξω τοῦδ᾽ ὄχου στήσω πόδα.
1000 σκύλοισι μὲν γὰρ θεῶν κεκόσμηνται δόμοι
Φρυγίοις, ἐγὼ δὲ τάσδε, Τρωιάδος χθονὸς
ἐξαίρετ᾽, ἀντὶ παιδὸς ἣν ἀπώλεσα
σμικρὸν γέρας, καλὸν δὲ κέκτημαι δόμοις.
ΗΛ. οὔκουν ἐγώ (δούλη γὰρ ἐκβεβλημένη
1005 δόμων πατρώιων δυστυχεῖς οἰκῶ δόμους),
μῆτερ, λάβωμαι μακαρίας τῆς σῆς χερός;
ΚΛ. δοῦλαι πάρεισιν αἵδε· μὴ σύ μοι πόνει.
ΗΛ. τί δ᾽; αἰχμάλωτόν τοί μ᾽ ἀπώικισας δόμων,
ἡιρημένων δὲ δωμάτων ἡιρήμεθα,
1010 ὡς αἵδε, πατρὸς ὀρφανοὶ λελειμμένοι.
ΚΛ. τοιαῦτα μέντοι σὸς πατὴρ βουλεύματα
ἐς οὓς ἐχρῆν ἥκιστ᾽ ἐβούλευσεν φίλων.
λέξω δέ· καίτοι δόξ᾽ ὅταν λάβηι κακὴ
γυναῖκα, γλώσσηι πικρότης ἔνεστί τις·
1015 ὡς μὲν παρ᾽ ἡμῖν, οὐ κακῶς· τὸ πρᾶγμα δὲ
μαθόντας, ἢν μὲν ἀξίως μισεῖν ἔχηι,
στυγεῖν δίκαιον· εἰ δὲ μή, τί δεῖ στυγεῖν;
ἡμᾶς δ᾽ ἔδωκε Τυνδάρεως τῶι σῶι πατρὶ
οὐχ ὥστε θνήισκειν οὐδ᾽ ἃ γειναίμην ἐγώ.
1020 κεῖνος δὲ παῖδα τὴν ἐμὴν Ἀχιλλέως
λέκτροισι πείσας ὤιχετ᾽ ἐκ δόμων ἄγων
πρυμνοῦχον Αὖλιν, ἔνθ᾽ ὑπερτείνας πυρᾶς
λευκὴν διήμησ᾽ Ἰφιγόνης παρηίδα.
κεἰ μὲν πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος
1025 ἢ δῶμ᾽ ὀνήσων τἄλλα τ᾽ ἐκσώιζων τέκνα
ἔκτεινε πολλῶν μίαν ὕπερ, συγγνώστ᾽ ἂν ἦν.
νῦν δ᾽ οὕνεχ᾽ Ἑλένη μάργος ἦν ὅ τ᾽ αὖ λαβὼν
ἄλοχον κολάζειν προδότιν οὐκ ἠπίστατο,
τούτων ἕκατι παῖδ᾽ ἐμὴν διώλεσεν.
1030 ἐπὶ τοῖσδε τοίνυν καίπερ ἠδικημένη
οὐκ ἠγριώμην οὐδ᾽ ἂν ἔκτανον πόσιν.
ἀλλ᾽ ἦλθ᾽ ἔχων μοι μαινάδ᾽ ἔνθεον κόρην
λέκτροις τ᾽ ἐπεισέφρηκε, καὶ νύμφα δύο
ἐν τοῖσιν αὐτοῖς δώμασιν κατεῖχ᾽ ὁμοῦ.
1035 μῶρον μὲν οὖν γυναῖκες, οὐκ ἄλλως λέγω·
ὅταν δ᾽, ὑπόντος τοῦδ᾽, ἁμαρτάνηι πόσις
τἄνδον παρώσας λέκτρα, μιμεῖσθαι θέλει
γυνὴ τὸν ἄνδρα χἄτερον κτᾶσθαι φίλον.
κἄπειτ᾽ ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος λαμπρύνεται,
1040 οἱ δ᾽ αἴτιοι τῶνδ᾽ οὐ κλύουσ᾽ ἄνδρες κακῶς.
εἰ δ᾽ ἐκ δόμων ἥρπαστο Μενέλεως λάθραι,
κτανεῖν μ᾽ Ὀρέστην χρῆν, κασιγνήτης πόσιν
Μενέλαον ὡς σώσαιμι; σὸς δὲ πῶς πατὴρ
ἠνέσχετ᾽ ἂν ταῦτ᾽; εἶτα τὸν μὲν οὐ θανεῖν
1045 κτείνοντα χρῆν τἄμ᾽, ἐμὲ δὲ πρὸς κείνου παθεῖν
ἔκτειν᾽, ἐτρέφθην ἧιπερ ἦν πορεύσιμον
πρὸς τοὺς ἐκείνωι πολεμίους. φίλων γὰρ ἂν
τίς ἂν φόνου σοῦ πατρὸς ἐκοινώνησέ μοι;
λέγ᾽ εἴ τι χρήιζεις κἀντίθες παρρησίαι,
1050 ὅπως τέθνηκε σὸς πατὴρ οὐκ ἐνδίκως.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τρωαδίτισσες, εβγάτε από τ᾽ αμάξι
και πιάστε με απ᾽ το χέρι να κατέβω.
1000 Των θεών οι βωμοί ᾽ναι στολισμένοι
με της Φρυγίας τα λάφυρα και τούτες
τις διαλεγμένες κόρες της Τρωάδας
δώρο μικρό τις έχω και στολίδι
στο σπίτι ωραίο, αντί για τη δική μου
τη θυγατέρα που ᾽χω χάσει.
ΗΛΕ. Άσε, μητέρα, εγώ, που ᾽μαι διωγμένη
σα δούλα απ᾽ το παλάτι του γονιού μου
και κατοικώ σ᾽ αυτό το έρμο καλύβι,
εγώ να πιάσω το καλότυχό σου χέρι.
ΚΛΥ. Εσύ μην κοπιάζεις, νά οι σκλάβες.
ΗΛΕ. Γιατί; Σα δούλα μ᾽ έχεις αποδιώξει
απ᾽ τα παλάτια, όταν τα ερήμωσες,
και σκλάβα εγώ κατάντησα όπως τούτες,
1010 μόνη κι ορφανεμένη απ᾽ τον πατέρα.
ΚΛΥ. Σοφίστηκε ο γονιός σου έργα τέτοια,
που διόλου δεν ταιριάζαν σε δικούς του.
Θα σου τα πω. Γιατί όταν μια γυναίκα
βγάλει όνομα κακό, τότε κι η γλώσσα της
είναι κάπως πικρή. Μα όσο για μένα,
τούτο δεν είναι αλήθεια. Αφού τα μάθεις όλα,
τότε να με μισήσεις, αν το αξίζω·
αλλιώς γιατί πρέπει να μου ᾽χεις έχθρα;
Μ᾽ έδωσεν ο Τυνδάρεως στον γονιό σου,
όχι για να πεθάνω ουδέ τα τέκνα
που θα γεννούσα. Εκείνος ξεγελώντας
1020 την κόρη μου πως θα της δώσει γι᾽ άντρα
τον Αχιλλέα, την πήρε απ᾽ το παλάτι
κι εκεί την πήγε, στην Αυλίδα, που όλα
πρόσμεναν αραγμένα τα καράβια.
Απάνω στον βωμό ξαπλώνοντάς την,
κόβει της Ιφιγένειας τον άσπρο
λαιμό. Αν το ᾽χε κάνει γιατί πάσκιζε
μια πόλη να φυλάξει απ᾽ τον χαμό της,
ή και το σπιτικό του να ωφελήσει
και τ᾽ άλλα τα παιδιά του να γλιτώσει,
καθένας τότε θα τον συχωρούσε,
γιατί έσφαξε μονάχα μία για χάρη
πολλών. Μα τώρα που η Ελένη
εξεμυαλίστη, κι ο άντρας της δεν είχε
τρόπο την άπιστη να τιμωρήσει,
για το χατίρι τους την κόρη μου έχει σφάξει.
1030 Παρόλο που μ᾽ αδίκησαν, ωστόσο
δεν μ᾽ έπνιξε ο θυμός ουδέ τον άντρα
θα σκότωνα. Όμως ήρθε φέρνοντάς μου
τη θεοπαρμένη ξέφρενη παρθένα,
στην κλίνη τη δικιά μου βάζοντάς την
κι έτσι στους ίδιους μέναμε θαλάμους
δύο νύφες. Οι γυναίκες βέβαια είναι
άμυαλες, δεν τ᾽ αρνιέμαι. Μα όταν
πέφτει στο σφάλμα ο άντρας, τη δικιά του
παραμερίζοντας γυναίκα, τότε
να τονε μιμηθεί θέλει κι εκείνη
και να βρει άλλη αγάπη. Όμως βουίζει
μετά για μας η κατηγόρια, ενώ για κείνους
1040 που ήταν η αφορμή κακό δεν λέει
κανένας. Τον Μενέλαο, τον άντρα
της αδερφής μου, αν κλέβαν, εγώ τότε
για να τον σώσω, θα ᾽πρεπε να σφάξω
τον γιο μου Ορέστη; Πώς θα τ᾽ ανεχόταν
ο πατέρας σου τούτα; Γιατί τάχα
να μην πεθάνει αυτός που τους δικούς μου
αφάνισε, και μόνο εγώ από κείνον
να σκοτωθώ; Έκανα τον φόνο, πήρα
το μονοπάτι εκείνο που μπορούσα
και στάθηκα μαζί με τους εχθρούς του.
Ποιός φίλος του θα ᾽ρχότανε βοηθός μου
στον φόνο του πατέρα σου; Ό, τι θέλεις
λέγε μου, και με λεύτερη τη γνώμη
1050 δείξε πως άδικα ο γονιός σου εχάθη
ἔκβητ᾽ ἀπήνης, Τρωιάδες, χειρὸς δ᾽ ἐμῆς
λάβεσθ᾽, ἵν᾽ ἔξω τοῦδ᾽ ὄχου στήσω πόδα.
1000 σκύλοισι μὲν γὰρ θεῶν κεκόσμηνται δόμοι
Φρυγίοις, ἐγὼ δὲ τάσδε, Τρωιάδος χθονὸς
ἐξαίρετ᾽, ἀντὶ παιδὸς ἣν ἀπώλεσα
σμικρὸν γέρας, καλὸν δὲ κέκτημαι δόμοις.
ΗΛ. οὔκουν ἐγώ (δούλη γὰρ ἐκβεβλημένη
1005 δόμων πατρώιων δυστυχεῖς οἰκῶ δόμους),
μῆτερ, λάβωμαι μακαρίας τῆς σῆς χερός;
ΚΛ. δοῦλαι πάρεισιν αἵδε· μὴ σύ μοι πόνει.
ΗΛ. τί δ᾽; αἰχμάλωτόν τοί μ᾽ ἀπώικισας δόμων,
ἡιρημένων δὲ δωμάτων ἡιρήμεθα,
1010 ὡς αἵδε, πατρὸς ὀρφανοὶ λελειμμένοι.
ΚΛ. τοιαῦτα μέντοι σὸς πατὴρ βουλεύματα
ἐς οὓς ἐχρῆν ἥκιστ᾽ ἐβούλευσεν φίλων.
λέξω δέ· καίτοι δόξ᾽ ὅταν λάβηι κακὴ
γυναῖκα, γλώσσηι πικρότης ἔνεστί τις·
1015 ὡς μὲν παρ᾽ ἡμῖν, οὐ κακῶς· τὸ πρᾶγμα δὲ
μαθόντας, ἢν μὲν ἀξίως μισεῖν ἔχηι,
στυγεῖν δίκαιον· εἰ δὲ μή, τί δεῖ στυγεῖν;
ἡμᾶς δ᾽ ἔδωκε Τυνδάρεως τῶι σῶι πατρὶ
οὐχ ὥστε θνήισκειν οὐδ᾽ ἃ γειναίμην ἐγώ.
1020 κεῖνος δὲ παῖδα τὴν ἐμὴν Ἀχιλλέως
λέκτροισι πείσας ὤιχετ᾽ ἐκ δόμων ἄγων
πρυμνοῦχον Αὖλιν, ἔνθ᾽ ὑπερτείνας πυρᾶς
λευκὴν διήμησ᾽ Ἰφιγόνης παρηίδα.
κεἰ μὲν πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος
1025 ἢ δῶμ᾽ ὀνήσων τἄλλα τ᾽ ἐκσώιζων τέκνα
ἔκτεινε πολλῶν μίαν ὕπερ, συγγνώστ᾽ ἂν ἦν.
νῦν δ᾽ οὕνεχ᾽ Ἑλένη μάργος ἦν ὅ τ᾽ αὖ λαβὼν
ἄλοχον κολάζειν προδότιν οὐκ ἠπίστατο,
τούτων ἕκατι παῖδ᾽ ἐμὴν διώλεσεν.
1030 ἐπὶ τοῖσδε τοίνυν καίπερ ἠδικημένη
οὐκ ἠγριώμην οὐδ᾽ ἂν ἔκτανον πόσιν.
ἀλλ᾽ ἦλθ᾽ ἔχων μοι μαινάδ᾽ ἔνθεον κόρην
λέκτροις τ᾽ ἐπεισέφρηκε, καὶ νύμφα δύο
ἐν τοῖσιν αὐτοῖς δώμασιν κατεῖχ᾽ ὁμοῦ.
1035 μῶρον μὲν οὖν γυναῖκες, οὐκ ἄλλως λέγω·
ὅταν δ᾽, ὑπόντος τοῦδ᾽, ἁμαρτάνηι πόσις
τἄνδον παρώσας λέκτρα, μιμεῖσθαι θέλει
γυνὴ τὸν ἄνδρα χἄτερον κτᾶσθαι φίλον.
κἄπειτ᾽ ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος λαμπρύνεται,
1040 οἱ δ᾽ αἴτιοι τῶνδ᾽ οὐ κλύουσ᾽ ἄνδρες κακῶς.
εἰ δ᾽ ἐκ δόμων ἥρπαστο Μενέλεως λάθραι,
κτανεῖν μ᾽ Ὀρέστην χρῆν, κασιγνήτης πόσιν
Μενέλαον ὡς σώσαιμι; σὸς δὲ πῶς πατὴρ
ἠνέσχετ᾽ ἂν ταῦτ᾽; εἶτα τὸν μὲν οὐ θανεῖν
1045 κτείνοντα χρῆν τἄμ᾽, ἐμὲ δὲ πρὸς κείνου παθεῖν
ἔκτειν᾽, ἐτρέφθην ἧιπερ ἦν πορεύσιμον
πρὸς τοὺς ἐκείνωι πολεμίους. φίλων γὰρ ἂν
τίς ἂν φόνου σοῦ πατρὸς ἐκοινώνησέ μοι;
λέγ᾽ εἴ τι χρήιζεις κἀντίθες παρρησίαι,
1050 ὅπως τέθνηκε σὸς πατὴρ οὐκ ἐνδίκως.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τρωαδίτισσες, εβγάτε από τ᾽ αμάξι
και πιάστε με απ᾽ το χέρι να κατέβω.
1000 Των θεών οι βωμοί ᾽ναι στολισμένοι
με της Φρυγίας τα λάφυρα και τούτες
τις διαλεγμένες κόρες της Τρωάδας
δώρο μικρό τις έχω και στολίδι
στο σπίτι ωραίο, αντί για τη δική μου
τη θυγατέρα που ᾽χω χάσει.
ΗΛΕ. Άσε, μητέρα, εγώ, που ᾽μαι διωγμένη
σα δούλα απ᾽ το παλάτι του γονιού μου
και κατοικώ σ᾽ αυτό το έρμο καλύβι,
εγώ να πιάσω το καλότυχό σου χέρι.
ΚΛΥ. Εσύ μην κοπιάζεις, νά οι σκλάβες.
ΗΛΕ. Γιατί; Σα δούλα μ᾽ έχεις αποδιώξει
απ᾽ τα παλάτια, όταν τα ερήμωσες,
και σκλάβα εγώ κατάντησα όπως τούτες,
1010 μόνη κι ορφανεμένη απ᾽ τον πατέρα.
ΚΛΥ. Σοφίστηκε ο γονιός σου έργα τέτοια,
που διόλου δεν ταιριάζαν σε δικούς του.
Θα σου τα πω. Γιατί όταν μια γυναίκα
βγάλει όνομα κακό, τότε κι η γλώσσα της
είναι κάπως πικρή. Μα όσο για μένα,
τούτο δεν είναι αλήθεια. Αφού τα μάθεις όλα,
τότε να με μισήσεις, αν το αξίζω·
αλλιώς γιατί πρέπει να μου ᾽χεις έχθρα;
Μ᾽ έδωσεν ο Τυνδάρεως στον γονιό σου,
όχι για να πεθάνω ουδέ τα τέκνα
που θα γεννούσα. Εκείνος ξεγελώντας
1020 την κόρη μου πως θα της δώσει γι᾽ άντρα
τον Αχιλλέα, την πήρε απ᾽ το παλάτι
κι εκεί την πήγε, στην Αυλίδα, που όλα
πρόσμεναν αραγμένα τα καράβια.
Απάνω στον βωμό ξαπλώνοντάς την,
κόβει της Ιφιγένειας τον άσπρο
λαιμό. Αν το ᾽χε κάνει γιατί πάσκιζε
μια πόλη να φυλάξει απ᾽ τον χαμό της,
ή και το σπιτικό του να ωφελήσει
και τ᾽ άλλα τα παιδιά του να γλιτώσει,
καθένας τότε θα τον συχωρούσε,
γιατί έσφαξε μονάχα μία για χάρη
πολλών. Μα τώρα που η Ελένη
εξεμυαλίστη, κι ο άντρας της δεν είχε
τρόπο την άπιστη να τιμωρήσει,
για το χατίρι τους την κόρη μου έχει σφάξει.
1030 Παρόλο που μ᾽ αδίκησαν, ωστόσο
δεν μ᾽ έπνιξε ο θυμός ουδέ τον άντρα
θα σκότωνα. Όμως ήρθε φέρνοντάς μου
τη θεοπαρμένη ξέφρενη παρθένα,
στην κλίνη τη δικιά μου βάζοντάς την
κι έτσι στους ίδιους μέναμε θαλάμους
δύο νύφες. Οι γυναίκες βέβαια είναι
άμυαλες, δεν τ᾽ αρνιέμαι. Μα όταν
πέφτει στο σφάλμα ο άντρας, τη δικιά του
παραμερίζοντας γυναίκα, τότε
να τονε μιμηθεί θέλει κι εκείνη
και να βρει άλλη αγάπη. Όμως βουίζει
μετά για μας η κατηγόρια, ενώ για κείνους
1040 που ήταν η αφορμή κακό δεν λέει
κανένας. Τον Μενέλαο, τον άντρα
της αδερφής μου, αν κλέβαν, εγώ τότε
για να τον σώσω, θα ᾽πρεπε να σφάξω
τον γιο μου Ορέστη; Πώς θα τ᾽ ανεχόταν
ο πατέρας σου τούτα; Γιατί τάχα
να μην πεθάνει αυτός που τους δικούς μου
αφάνισε, και μόνο εγώ από κείνον
να σκοτωθώ; Έκανα τον φόνο, πήρα
το μονοπάτι εκείνο που μπορούσα
και στάθηκα μαζί με τους εχθρούς του.
Ποιός φίλος του θα ᾽ρχότανε βοηθός μου
στον φόνο του πατέρα σου; Ό, τι θέλεις
λέγε μου, και με λεύτερη τη γνώμη
1050 δείξε πως άδικα ο γονιός σου εχάθη