ΑΜ. γέροντες, ἔλθω τῶν ἐμῶν κακῶν πέλας;
1110 ΧΟ. κἄγωγε σὺν σοί, μὴ προδοὺς τὰς συμφοράς.
ΗΡ. πάτερ, τί κλαίεις καὶ συναμπίσχηι κόρας,
τοῦ φιλτάτου σοι τηλόθεν παιδὸς βεβώς;
ΑΜ. ὦ τέκνον· εἶ γὰρ καὶ κακῶς πράσσων ἐμός.
ΗΡ. πράσσω δ᾽ ἐγὼ τί λυπρὸν οὗ δακρυρροεῖς;
1115 ΑΜ. ἃ κἂν θεῶν τις, εἰ μάθοι, καταστένοι.
ΗΡ. μέγας γ᾽ ὁ κόμπος, τὴν τύχην δ᾽ οὔπω λέγεις.
1117 ΑΜ. ὁρᾶις γὰρ αὐτός, εἰ φρονῶν ἤδη κυρεῖς.
1120 ΗΡ. παπαῖ, τόδ᾽ ὡς ὕποπτον ἠινίξω πάλιν.
ΑΜ. καί σ᾽ εἰ βεβαίως εὖ φρονεῖς ἤδη σκοπῶ.
1118 ΗΡ. εἴπ᾽ εἴ τι καινὸν ὑπογράφηι τὠμῶι βίωι.
1119 ΑΜ. εἰ μηκέθ᾽ Ἅιδου βάκχος εἶ, φράσαιμεν ἄν.
ΗΡ. οὐ γάρ τι βακχεύσας γε μέμνημαι φρένας.
ΑΜ. λύσω, γέροντες, δεσμὰ παιδός, ἢ τί δρῶ;
ΗΡ. καὶ τόν γε δήσαντ᾽ εἴπ᾽· ἀναινόμεσθα γάρ.
1125 ΑΜ. τοσοῦτον ἴσθι τῶν κακῶν, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἔα.
ΗΡ. ἀρκεῖ σιωπὴ γὰρ μαθεῖν ὃ βούλομαι;
ΑΜ. ὦ Ζεῦ, παρ᾽ Ἥρας ἆρ᾽ ὁρᾶις θρόνων τάδε;
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἦ τι κεῖθεν πολέμιον πεπόνθαμεν;
ΑΜ. τὴν θεὸν ἐάσας τὰ σὰ περιστέλλου κακά.
1130 ΗΡ. ἀπωλόμεσθα· συμφορὰν λέξεις τινά.
ΑΜ. ἰδού, θέασαι τάδε τέκνων πεσήματα.
ΗΡ. οἴμοι· τίν᾽ ὄψιν τήνδε δέρκομαι τάλας;
ΑΜ. ἀπόλεμον, ὦ παῖ, πόλεμον ἔσπευσας τέκνοις.
ΗΡ. τί πόλεμον εἶπας; τούσδε τίς διώλεσεν;
1135 ΑΜ. σὺ καὶ σὰ τόξα καὶ θεῶν ὃς αἴτιος.
ΗΡ. τί φήις; τί δράσας; ὦ κάκ᾽ ἀγγέλλων πάτερ.
ΑΜ. μανείς· ἐρωτᾶις δ᾽ ἄθλι᾽ ἑρμηνεύματα.
ΗΡ. ἦ καὶ δάμαρτός εἰμ᾽ ἐγὼ φονεὺς ἐμῆς;
ΑΜ. μιᾶς ἅπαντα χειρὸς ἔργα σῆς τάδε.
1140 ΗΡ. αἰαῖ· στεναγμῶν γάρ με περιβάλλει νέφος.
ΑΜ. τούτων ἕκατι σὰς καταστένω τύχας.
ΗΡ. ἦ γὰρ συνήραξ᾽ οἶκον †ἢ βάκχευσ᾽ ἐμόν†;
ΑΜ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· πάντα δυστυχεῖ τὰ σά.
ΗΡ. ποῦ δ᾽ οἶστρος ἡμᾶς ἔλαβε; ποῦ διώλεσεν;
1145 ΑΜ. ὅτ᾽ ἀμφὶ βωμὸν χεῖρας ἡγνίζου πυρί.
ΗΡ. οἴμοι· τί δῆτα φείδομαι ψυχῆς ἐμῆς
τῶν φιλτάτων μοι γενόμενος παίδων φονεύς;
οὐκ εἶμι πέτρας λισσάδος πρὸς ἅλματα
ἢ φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐξακοντίσας
1150 τέκνοις δικαστὴς αἵματος γενήσομαι,
ἢ σάρκα †τὴν ἐμὴν† ἐμπρήσας πυρὶ
δύσκλειαν ἣ μένει μ᾽ ἀπώσομαι βίου;
ἀλλ᾽ ἐμποδών μοι θανασίμων βουλευμάτων
Θησεὺς ὅδ᾽ ἕρπει συγγενὴς φίλος τ᾽ ἐμός.
1155 ὀφθησόμεσθα καὶ τεκνοκτόνον μύσος
ἐς ὄμμαθ᾽ ἥξει φιλτάτωι ξένων ἐμῶν.
οἴμοι, τί δράσω; ποῖ κακῶν ἐρημίαν
εὕρω, πτερωτὸς ἢ κατὰ χθονὸς μολών;
φέρ᾽, ἀμφὶ κρατὶ περιβάλω σκότον ‹ ›.
1160 αἰσχύνομαι γὰρ τοῖς δεδραμένοις κακοῖς,
καὶ τῶιδε προστρόπαιον αἷμα προσβαλὼν
οὐδὲν κακῶσαι τοὺς ἀναιτίους θέλω.
***
ΑΜΦ. Τη δυστυχιά μου, ω γέροντες, να τη σιμώσω;
1110 ΧΟΡ. Κι εγώ· στα πάθη σου προδότης δεν θα γίνω.
ΗΡΑ. Τί κλαις, πατέρα, και καμμείς τα μάτια σου, έτσι
μακραίνοντας από τ᾽ αγαπητό παιδί σου;
ΑΜΦ. Είσαι δικός μου, τέκνο μου, κι αν δυστυχαίνεις.
ΗΡΑ. Και τί έκαμα εγώ λυπηρό, δάκρυα να χύνεις;
ΑΜΦ. Τέτοια, που κι αν τα πάθει θεός κι αυτός θα κλάψει.
ΗΡΑ. Μεγάλος λόγος· μα τη δυστυχιά δεν λέγεις.
ΑΜΦ. Μόνος σου να τη δεις μπορείς, αν σωστά τα ᾽χεις.
1120 ΗΡΑ. Ωιμένα, σε ποιά με κεντάς πάλ᾽ υποψία;
ΑΜΦ. Και βλέπω τώρ᾽ αν εστεριώθηκεν ο νους σου.
ΗΡΑ. Αν τίποτ᾽ εννοείς κακό της ζωής μου, πε το!
ΑΜΦ. Θα σου το πω, αν δεν σ᾽ έχει πια ο Άδης βακχεμένο.
ΗΡΑ. Μα να βακχεύτηκα δεν το θυμάται ο νους μου.
ΑΜΦ. Ω, τί να κάμω; να του λύσω τα δεσμά του;
ΗΡΑ. Μα πες μου και ποιός μ᾽ έδεσεν· αλλιώς αρνιέμαι.
ΑΜΦ. Φτάνει ως εδώ τη δυστυχιά σου να γνωρίζεις.
ΗΡΑ. Αρκεί η σιωπή σου για να μάθω αυτό που θέλω;
ΑΜΦ. Ω Δία, τα βλέπεις που ᾽γιναν αυτά απ᾽ την Ήρα;
ΗΡΑ. Μην απ᾽ αυτήν εχθρικό τίποτ᾽ έχω πάθει;
ΑΜΦ. Κοίτα τη μοίρα σου, τη θεάν απαρατώντας.
1130 ΗΡΑ. Χάθηκα! θα μου πεις η συμφορά μου ποιά είναι;
ΑΜΦ. Νά, ιδέ τα πτώματα εδώ κάτου των παιδιών σου.
ΗΡΑ. Αλίμονο! ο κακόμοιρος τί θέαμα βλέπω;
ΑΜΦ. Άμαχο πόλεμο έκανες με τα παιδιά σου.
ΗΡΑ. Τί πόλεμο είπες; ποιός τα σκότωσε τα μαύρα;
ΑΜΦ. Συ και τα τόξα σου κι ο θεός, που αίτιος είναι.
ΗΡΑ. Τί λέγεις; τί έκαμα; ω κακών μαντατοφόρε!
ΑΜΦ. Αφού ετρελάθης· κι ερωτάς εξήγηση άθλια.
ΗΡΑ. Λοιπόν και της γυναίκας μου φονιάς εγώ ειμαι;
ΑΜΦ. Είναι όλ᾽ αυτά έργα ενός χεριού, ωιμέ! του δικού σου.
1140 ΗΡΑ. Αλίμονο! στεναγμών νέφος με σκεπάζει.
ΑΜΦ. Κι εγώ τη μοίρα σου εξαιτίας αυτωνών κλαίω.
ΗΡΑ. Το σπίτι μου ο ίδιος τάραξα και συνεπήρα;
ΑΜΦ. Δεν ξέρω πάρεξ ένα· ότι όλα σου είναι μαύρα.
ΗΡΑ. Πού μ᾽ έπιασε και πού κατέστρεψέ με η τρέλα;
ΑΜΦ. Όταν με τη φωτιά άγνιζες στον βωμό τα χέρια.
ΗΡΑ. Αλίμονο! τί πια λυπάμαι τη ζωή μου,
αφού φονιάς των γλυκών έγινα παιδιών μου,
και δεν πάω από απόκρημνο βράχο να πηδήσω
ή το σπαθί βυθίζοντας στα σωθικά μου
1150 να τιμωρήσω το άδικον αίμα των παιδιών μου;
ή στη φωτιά τη σάρκα μου ψήνοντας τούτη
να την ξεφύγω την ντροπή που με προσμένει;
Όμως εμπόδιο στα θανατικά μου σχέδια
ο Θησέας έρχεται φίλος και συγγενής μου.
Η φρίκη της παιδοκτονίας μου θενα πέσει
στα μάτια του πιο αγαπητού απ᾽ όλους τους φίλους.
Αλί μου! τί να κάμω; πού να βρω ερημία
κακών φτερωτός ή στη γη μπαίνοντας μέσα;
Πες με τί σκότος το κεφάλι να σκεπάσω;
1160 Για τα κακά εγώ ντρέπομαι τα γενομένα
ως και γι᾽ αυτόν, τι χύνοντας άδικον αίμα
δεν θέλω στους αναίτιους γω κακό να κάμω.
1110 ΧΟ. κἄγωγε σὺν σοί, μὴ προδοὺς τὰς συμφοράς.
ΗΡ. πάτερ, τί κλαίεις καὶ συναμπίσχηι κόρας,
τοῦ φιλτάτου σοι τηλόθεν παιδὸς βεβώς;
ΑΜ. ὦ τέκνον· εἶ γὰρ καὶ κακῶς πράσσων ἐμός.
ΗΡ. πράσσω δ᾽ ἐγὼ τί λυπρὸν οὗ δακρυρροεῖς;
1115 ΑΜ. ἃ κἂν θεῶν τις, εἰ μάθοι, καταστένοι.
ΗΡ. μέγας γ᾽ ὁ κόμπος, τὴν τύχην δ᾽ οὔπω λέγεις.
1117 ΑΜ. ὁρᾶις γὰρ αὐτός, εἰ φρονῶν ἤδη κυρεῖς.
1120 ΗΡ. παπαῖ, τόδ᾽ ὡς ὕποπτον ἠινίξω πάλιν.
ΑΜ. καί σ᾽ εἰ βεβαίως εὖ φρονεῖς ἤδη σκοπῶ.
1118 ΗΡ. εἴπ᾽ εἴ τι καινὸν ὑπογράφηι τὠμῶι βίωι.
1119 ΑΜ. εἰ μηκέθ᾽ Ἅιδου βάκχος εἶ, φράσαιμεν ἄν.
ΗΡ. οὐ γάρ τι βακχεύσας γε μέμνημαι φρένας.
ΑΜ. λύσω, γέροντες, δεσμὰ παιδός, ἢ τί δρῶ;
ΗΡ. καὶ τόν γε δήσαντ᾽ εἴπ᾽· ἀναινόμεσθα γάρ.
1125 ΑΜ. τοσοῦτον ἴσθι τῶν κακῶν, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἔα.
ΗΡ. ἀρκεῖ σιωπὴ γὰρ μαθεῖν ὃ βούλομαι;
ΑΜ. ὦ Ζεῦ, παρ᾽ Ἥρας ἆρ᾽ ὁρᾶις θρόνων τάδε;
ΗΡ. ἀλλ᾽ ἦ τι κεῖθεν πολέμιον πεπόνθαμεν;
ΑΜ. τὴν θεὸν ἐάσας τὰ σὰ περιστέλλου κακά.
1130 ΗΡ. ἀπωλόμεσθα· συμφορὰν λέξεις τινά.
ΑΜ. ἰδού, θέασαι τάδε τέκνων πεσήματα.
ΗΡ. οἴμοι· τίν᾽ ὄψιν τήνδε δέρκομαι τάλας;
ΑΜ. ἀπόλεμον, ὦ παῖ, πόλεμον ἔσπευσας τέκνοις.
ΗΡ. τί πόλεμον εἶπας; τούσδε τίς διώλεσεν;
1135 ΑΜ. σὺ καὶ σὰ τόξα καὶ θεῶν ὃς αἴτιος.
ΗΡ. τί φήις; τί δράσας; ὦ κάκ᾽ ἀγγέλλων πάτερ.
ΑΜ. μανείς· ἐρωτᾶις δ᾽ ἄθλι᾽ ἑρμηνεύματα.
ΗΡ. ἦ καὶ δάμαρτός εἰμ᾽ ἐγὼ φονεὺς ἐμῆς;
ΑΜ. μιᾶς ἅπαντα χειρὸς ἔργα σῆς τάδε.
1140 ΗΡ. αἰαῖ· στεναγμῶν γάρ με περιβάλλει νέφος.
ΑΜ. τούτων ἕκατι σὰς καταστένω τύχας.
ΗΡ. ἦ γὰρ συνήραξ᾽ οἶκον †ἢ βάκχευσ᾽ ἐμόν†;
ΑΜ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· πάντα δυστυχεῖ τὰ σά.
ΗΡ. ποῦ δ᾽ οἶστρος ἡμᾶς ἔλαβε; ποῦ διώλεσεν;
1145 ΑΜ. ὅτ᾽ ἀμφὶ βωμὸν χεῖρας ἡγνίζου πυρί.
ΗΡ. οἴμοι· τί δῆτα φείδομαι ψυχῆς ἐμῆς
τῶν φιλτάτων μοι γενόμενος παίδων φονεύς;
οὐκ εἶμι πέτρας λισσάδος πρὸς ἅλματα
ἢ φάσγανον πρὸς ἧπαρ ἐξακοντίσας
1150 τέκνοις δικαστὴς αἵματος γενήσομαι,
ἢ σάρκα †τὴν ἐμὴν† ἐμπρήσας πυρὶ
δύσκλειαν ἣ μένει μ᾽ ἀπώσομαι βίου;
ἀλλ᾽ ἐμποδών μοι θανασίμων βουλευμάτων
Θησεὺς ὅδ᾽ ἕρπει συγγενὴς φίλος τ᾽ ἐμός.
1155 ὀφθησόμεσθα καὶ τεκνοκτόνον μύσος
ἐς ὄμμαθ᾽ ἥξει φιλτάτωι ξένων ἐμῶν.
οἴμοι, τί δράσω; ποῖ κακῶν ἐρημίαν
εὕρω, πτερωτὸς ἢ κατὰ χθονὸς μολών;
φέρ᾽, ἀμφὶ κρατὶ περιβάλω σκότον ‹ ›.
1160 αἰσχύνομαι γὰρ τοῖς δεδραμένοις κακοῖς,
καὶ τῶιδε προστρόπαιον αἷμα προσβαλὼν
οὐδὲν κακῶσαι τοὺς ἀναιτίους θέλω.
***
ΑΜΦ. Τη δυστυχιά μου, ω γέροντες, να τη σιμώσω;
1110 ΧΟΡ. Κι εγώ· στα πάθη σου προδότης δεν θα γίνω.
ΗΡΑ. Τί κλαις, πατέρα, και καμμείς τα μάτια σου, έτσι
μακραίνοντας από τ᾽ αγαπητό παιδί σου;
ΑΜΦ. Είσαι δικός μου, τέκνο μου, κι αν δυστυχαίνεις.
ΗΡΑ. Και τί έκαμα εγώ λυπηρό, δάκρυα να χύνεις;
ΑΜΦ. Τέτοια, που κι αν τα πάθει θεός κι αυτός θα κλάψει.
ΗΡΑ. Μεγάλος λόγος· μα τη δυστυχιά δεν λέγεις.
ΑΜΦ. Μόνος σου να τη δεις μπορείς, αν σωστά τα ᾽χεις.
1120 ΗΡΑ. Ωιμένα, σε ποιά με κεντάς πάλ᾽ υποψία;
ΑΜΦ. Και βλέπω τώρ᾽ αν εστεριώθηκεν ο νους σου.
ΗΡΑ. Αν τίποτ᾽ εννοείς κακό της ζωής μου, πε το!
ΑΜΦ. Θα σου το πω, αν δεν σ᾽ έχει πια ο Άδης βακχεμένο.
ΗΡΑ. Μα να βακχεύτηκα δεν το θυμάται ο νους μου.
ΑΜΦ. Ω, τί να κάμω; να του λύσω τα δεσμά του;
ΗΡΑ. Μα πες μου και ποιός μ᾽ έδεσεν· αλλιώς αρνιέμαι.
ΑΜΦ. Φτάνει ως εδώ τη δυστυχιά σου να γνωρίζεις.
ΗΡΑ. Αρκεί η σιωπή σου για να μάθω αυτό που θέλω;
ΑΜΦ. Ω Δία, τα βλέπεις που ᾽γιναν αυτά απ᾽ την Ήρα;
ΗΡΑ. Μην απ᾽ αυτήν εχθρικό τίποτ᾽ έχω πάθει;
ΑΜΦ. Κοίτα τη μοίρα σου, τη θεάν απαρατώντας.
1130 ΗΡΑ. Χάθηκα! θα μου πεις η συμφορά μου ποιά είναι;
ΑΜΦ. Νά, ιδέ τα πτώματα εδώ κάτου των παιδιών σου.
ΗΡΑ. Αλίμονο! ο κακόμοιρος τί θέαμα βλέπω;
ΑΜΦ. Άμαχο πόλεμο έκανες με τα παιδιά σου.
ΗΡΑ. Τί πόλεμο είπες; ποιός τα σκότωσε τα μαύρα;
ΑΜΦ. Συ και τα τόξα σου κι ο θεός, που αίτιος είναι.
ΗΡΑ. Τί λέγεις; τί έκαμα; ω κακών μαντατοφόρε!
ΑΜΦ. Αφού ετρελάθης· κι ερωτάς εξήγηση άθλια.
ΗΡΑ. Λοιπόν και της γυναίκας μου φονιάς εγώ ειμαι;
ΑΜΦ. Είναι όλ᾽ αυτά έργα ενός χεριού, ωιμέ! του δικού σου.
1140 ΗΡΑ. Αλίμονο! στεναγμών νέφος με σκεπάζει.
ΑΜΦ. Κι εγώ τη μοίρα σου εξαιτίας αυτωνών κλαίω.
ΗΡΑ. Το σπίτι μου ο ίδιος τάραξα και συνεπήρα;
ΑΜΦ. Δεν ξέρω πάρεξ ένα· ότι όλα σου είναι μαύρα.
ΗΡΑ. Πού μ᾽ έπιασε και πού κατέστρεψέ με η τρέλα;
ΑΜΦ. Όταν με τη φωτιά άγνιζες στον βωμό τα χέρια.
ΗΡΑ. Αλίμονο! τί πια λυπάμαι τη ζωή μου,
αφού φονιάς των γλυκών έγινα παιδιών μου,
και δεν πάω από απόκρημνο βράχο να πηδήσω
ή το σπαθί βυθίζοντας στα σωθικά μου
1150 να τιμωρήσω το άδικον αίμα των παιδιών μου;
ή στη φωτιά τη σάρκα μου ψήνοντας τούτη
να την ξεφύγω την ντροπή που με προσμένει;
Όμως εμπόδιο στα θανατικά μου σχέδια
ο Θησέας έρχεται φίλος και συγγενής μου.
Η φρίκη της παιδοκτονίας μου θενα πέσει
στα μάτια του πιο αγαπητού απ᾽ όλους τους φίλους.
Αλί μου! τί να κάμω; πού να βρω ερημία
κακών φτερωτός ή στη γη μπαίνοντας μέσα;
Πες με τί σκότος το κεφάλι να σκεπάσω;
1160 Για τα κακά εγώ ντρέπομαι τα γενομένα
ως και γι᾽ αυτόν, τι χύνοντας άδικον αίμα
δεν θέλω στους αναίτιους γω κακό να κάμω.