335ΑΛ. καὶ μὴν ἀκούσαθ᾽ οἷός ἐστιν οὑτοσὶ πολίτης.
ΠΑ. οὐκ αὖ μ᾽ ἐάσεις; ΑΛ. μὰ Δί᾽, ἐπεὶ κἀγὼ πονηρός εἰμι.
ΟΙ. Α’ ἐὰν δὲ μὴ ταύτῃ γ᾽ ὑπείκῃ, λέγ᾽ ὅτι κἀκ πονηρῶν.
ΠΑ. οὐκ αὖ μ᾽ ἐάσεις; ΑΛ. μὰ Δία. ΠΑ. ναὶ μὰ Δία. ΑΛ. μὰ τὸν Ποσειδῶ,
ἀλλ᾽ αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι.
340 ΠΑ. οἴμοι, διαρραγήσομαι. ΑΛ. καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω.
ΟΙ. Α’ πάρες πάρες πρὸς τῶν θεῶν αὐτῷ διαρραγῆναι.
ΠΑ. τῷ καὶ πεποιθὼς ἀξιοῖς ἐμοῦ λέγειν ἔναντα;
ΑΛ. ὁτιὴ λέγειν οἷός τε κἀγὼ καὶ καρυκοποιεῖν.
ΠΑ. ἰδοὺ λέγειν. καλῶς γ᾽ ἂν οὖν σὺ πρᾶγμα προσπεσόν σοι
345 ὠμοσπάρακτον παραλαβὼν μεταχειρίσαιο χρηστῶς.
ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὅ μοι πεπονθέναι δοκεῖς; ὅπερ τὸ πλῆθος.
εἴ που δικίδιον εἶπας εὖ κατὰ ξένου μετοίκου,
τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς σεαυτῷ,
ὕδωρ τε πίνων κἀπιδεικνὺς τοὺς φίλους τ᾽ ἀνιῶν,
350 ᾤου δυνατὸς εἶναι λέγειν. ὦ μῶρε τῆς ἀνοίας.
ΟΙ. Α’ τί δαὶ σὺ πίνων τὴν πόλιν πεπόηκας, ὥστε νυνὶ
ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν;
ΠΑ. ἐμοὶ γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν᾽; ὅστις εὐθὺς
θύννεια θερμὰ καταφαγών, κᾆτ᾽ ἐπιπιὼν ἀκράτου
355 οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς ἐν Πύλῳ στρατηγούς.
ΑΛ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν
καταβροχθίσας κᾆτ᾽ ἐπιπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος
λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω.
ΟΙ. Α’ τὰ μὲν ἄλλα μ᾽ ἤρεσας λέγων· ἓν δ᾽ οὐ προσίεταί με,
360 τῶν πραγμάτων ὁτιὴ μόνος τὸν ζωμὸν ἐκροφήσεις.
ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐ λάβρακας καταφαγὼν Μιλησίους κλονήσεις.
ΑΛ. ἀλλὰ σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα.
ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκης.
365 ΠΑ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε κῦβδα.
ΟΙ. Α’ νὴ τὸν Ποσειδῶ κἀμὲ τἄρ᾽, ἤνπερ γε τοῦτον ἕλκῃς.
ΠΑ. οἷόν σε δήσω ‹᾽ν› τῷ ξύλῳ.
ΑΛ. διώξομαί σε δειλίας.
ΠΑ. ἡ βύρσα σου θρανεύσεται.
370 ΑΛ. δερῶ σε θύλακον κλοπῆς.
ΠΑ. διαπατταλευθήσει χαμαί.
ΑΛ. περικόμματ᾽ ἔκ σου σκευάσω.
ΠΑ. τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ.
ΑΛ. τὸν πρηγορεῶνά σου ᾽κτεμῶ.
375 ΟΙ. Α’ καὶ νὴ Δί᾽ ἐμβαλόντες αὐ-
τῷ πάτταλον μαγειρικῶς
εἰς τὸ στόμ᾽, εἶτα δ᾽ ἔνδοθεν
τὴν γλῶτταν ἐξείραντες αὐ-
τοῦ σκεψόμεσθ᾽ εὖ κἀνδρικῶς
380 κεχηνότος
τὸν πρωκτὸν, εἰ χαλαζᾷ.
***
ΑΛΛ. Λοιπόν ακούστε τί σόι πολίτης είναι τούτος δω.
ΠΑΦ. Πάλι δεν θα μ᾽ αφήσεις να μιλήσω;
ΑΛΛ. Όχι, μά τον Δία, αφού κι εγώ είμαι χαμένο κορμί.
ΠΡ. Δ. Αν σ᾽ αυτό δεν κάνει πίσω, πρόστεσε ότι και τα γονικά σου ήταν χαμένα κορμιά.
ΠΑΦ. Πάλι δεν θα μ᾽ αφήσεις να μιλήσω;
ΑΛΛ. Μά τον Δία, όχι!
ΠΑΦ. Μά τον Δία, ναι!
ΑΛΛ. Μά τον Ποσειδώνα, όχι! ίσα-ίσα θα δώσω μάχη για να πάρω εγώ τον λόγο πρώτος.
ΠΑΦ. Κακό που με βρήκε, θα κρεπάρω!
ΑΛΛ. [340] Όμως εγώ, όπως και να ᾽χει, δεν θα σ᾽ αφήσω!
ΠΡ. Δ. Για όνομα των θεών, άφησέ τον, άφησέ τον να κρεπάρει!
ΠΑΦ. Πού στηρίζεσαι και τολμάς ν᾽ αντιμιλάς σ᾽ εμένα;
ΑΛΛ. Γιατί κι εγώ ᾽μαι αρχιμάγειρας στα λόγια και τις λιχουδιές.
ΠΑΦ. Ρήτορας να σου πετύχει! Η μόνη δουλειά της προκοπής που μπορείς να κάνεις είναι, αν πέσει στα χέρια σου μια υπόθεση, σαν ωμό κομματιασμένο κρέας να τη φέρεις βόλτα όπως πρέπει. Ξέρεις τί πιστεύω ότι συμβαίνει με σένα; ό,τι με τους ανθρώπους της σειράς: έτσι και κέρδισες μια δίκη της δεκάρας με αντίδικο μέτοικο αλλοδαπό, το βράδυ λες και λες και μοναχός παραμιλάς στους δρόμους, πίνεις νερό, καμαρώνεις και πρήζεις
τους φίλους σου
[350] — και με τούτα και μ᾽ εκείνα είχες την ιδέα ότι είσαι ρήτορας. Μυαλό που κουβαλάς, βλάκα!
ΠΡ. Δ. Και του λόγου σου, τί ποτό κατεβάζεις, γλωσσοκοπάνα, και κρατάς την πόλη με το στόμα κλειστό;
ΠΑΦ. Βρήκες λοιπόν άνθρωπο ν᾽ αναμετρηθεί μαζί μου; Μ᾽ εμένα που, έτσι και καταβροχθίσω ζεστές παλαμιδόφετες και ρουφήξω από πάνω κανάτα με ανέρωτο κρασί, θα σκυλοβρίσω σαν πουτάνες τους στρατηγούς που ήταν στην Πύλο.
ΑΛΛ. Κι εγώ, έτσι και την κάνω ταράτσα με βοδινό πατσά και κοιλιές γουρουνίσιες και ρουφήξω από πάνω το ζουμί, πασαλειμμένος με λίγδες θα καρυδώσω τους ρήτορες και θα ταράξω τον Νικία.
ΠΡ. Δ. Τα λόγια σου μ᾽ αρέσουν, τα πιο πολλά. Μόνο ένα δεν μου καλοαρέσει,
[360] που μόνο εσύ θα ρουφήξεις ως τον πάτο το ζουμί απ᾽ τα δημόσια έργα.
ΠΑΦ. Όμως, όσο κι αν φας λαβράκια, δεν θα ταρακουνήσεις τους Μιλήσιους.
ΑΛΛ. Όμως, έτσι και κατεβάσω μπριζόλες, θ᾽ αγοράσω μεταλλεία.
ΠΑΦ. Κι εγώ μ᾽ ένα σάλτο θα βρεθώ στη βουλή και βιάζοντάς τη θα τη φέρω άνω κάτω.
ΑΛΛ. Κι εγώ θα σου ταρακουνήσω τον κώλο σα φούσκα.
ΠΑΦ. Κι εγώ σέρνοντας απ᾽ τον πισινό θα σε πετάξω έξω, ώσπου να κάνεις καμάρα.
ΠΡ. Δ. Μά τον Ποσειδώνα, σύρε και μένα, αν σύρεις τούτον εδώ.
ΠΑΦ. Να δεις από τί φάλαγγα θα σε περάσω.
ΑΛΛ. Θα σε σύρω στο δικαστήριο σα λιποτάκτη.
ΠΑΦ. Το τομάρι σου θα τεντωθεί στο εργαστήρι μου.
ΑΛΛ. [370] Θα σε γδάρω και θα κάνω τορβά για κλεψιμέικα.
ΠΑΦ. Θα σε παλουκώσω χάμω, τέζα πέρα-πέρα.
ΑΛΛ. Θα κόψω σουβλάκια τις σάρκες σου.
ΠΑΦ. Θα ξεπουπουλίσω τα ματοτσίνορά σου.
ΑΛΛ. Θα σου στρίψω το καρύδι.
ΠΡ. Δ. Κι ακόμα, μά τον Δία, να του χώσουμε μια σφήνα στο στόμα, καταπώς κάνουν οι μάγειροι, κατόπι τού τραβάμε τη γλώσσα έξω,
[380] και έτσι που θα χάσκει ετούτος, εξετάζουμε, όμορφα κι αντρίκεια, αν έβγαλε σπυριά ο κώλος του.
ΠΑ. οὐκ αὖ μ᾽ ἐάσεις; ΑΛ. μὰ Δί᾽, ἐπεὶ κἀγὼ πονηρός εἰμι.
ΟΙ. Α’ ἐὰν δὲ μὴ ταύτῃ γ᾽ ὑπείκῃ, λέγ᾽ ὅτι κἀκ πονηρῶν.
ΠΑ. οὐκ αὖ μ᾽ ἐάσεις; ΑΛ. μὰ Δία. ΠΑ. ναὶ μὰ Δία. ΑΛ. μὰ τὸν Ποσειδῶ,
ἀλλ᾽ αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι.
340 ΠΑ. οἴμοι, διαρραγήσομαι. ΑΛ. καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω.
ΟΙ. Α’ πάρες πάρες πρὸς τῶν θεῶν αὐτῷ διαρραγῆναι.
ΠΑ. τῷ καὶ πεποιθὼς ἀξιοῖς ἐμοῦ λέγειν ἔναντα;
ΑΛ. ὁτιὴ λέγειν οἷός τε κἀγὼ καὶ καρυκοποιεῖν.
ΠΑ. ἰδοὺ λέγειν. καλῶς γ᾽ ἂν οὖν σὺ πρᾶγμα προσπεσόν σοι
345 ὠμοσπάρακτον παραλαβὼν μεταχειρίσαιο χρηστῶς.
ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὅ μοι πεπονθέναι δοκεῖς; ὅπερ τὸ πλῆθος.
εἴ που δικίδιον εἶπας εὖ κατὰ ξένου μετοίκου,
τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς σεαυτῷ,
ὕδωρ τε πίνων κἀπιδεικνὺς τοὺς φίλους τ᾽ ἀνιῶν,
350 ᾤου δυνατὸς εἶναι λέγειν. ὦ μῶρε τῆς ἀνοίας.
ΟΙ. Α’ τί δαὶ σὺ πίνων τὴν πόλιν πεπόηκας, ὥστε νυνὶ
ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν;
ΠΑ. ἐμοὶ γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν᾽; ὅστις εὐθὺς
θύννεια θερμὰ καταφαγών, κᾆτ᾽ ἐπιπιὼν ἀκράτου
355 οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς ἐν Πύλῳ στρατηγούς.
ΑΛ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν
καταβροχθίσας κᾆτ᾽ ἐπιπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος
λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω.
ΟΙ. Α’ τὰ μὲν ἄλλα μ᾽ ἤρεσας λέγων· ἓν δ᾽ οὐ προσίεταί με,
360 τῶν πραγμάτων ὁτιὴ μόνος τὸν ζωμὸν ἐκροφήσεις.
ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐ λάβρακας καταφαγὼν Μιλησίους κλονήσεις.
ΑΛ. ἀλλὰ σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα.
ΠΑ. ἐγὼ δ᾽ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκης.
365 ΠΑ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε κῦβδα.
ΟΙ. Α’ νὴ τὸν Ποσειδῶ κἀμὲ τἄρ᾽, ἤνπερ γε τοῦτον ἕλκῃς.
ΠΑ. οἷόν σε δήσω ‹᾽ν› τῷ ξύλῳ.
ΑΛ. διώξομαί σε δειλίας.
ΠΑ. ἡ βύρσα σου θρανεύσεται.
370 ΑΛ. δερῶ σε θύλακον κλοπῆς.
ΠΑ. διαπατταλευθήσει χαμαί.
ΑΛ. περικόμματ᾽ ἔκ σου σκευάσω.
ΠΑ. τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ.
ΑΛ. τὸν πρηγορεῶνά σου ᾽κτεμῶ.
375 ΟΙ. Α’ καὶ νὴ Δί᾽ ἐμβαλόντες αὐ-
τῷ πάτταλον μαγειρικῶς
εἰς τὸ στόμ᾽, εἶτα δ᾽ ἔνδοθεν
τὴν γλῶτταν ἐξείραντες αὐ-
τοῦ σκεψόμεσθ᾽ εὖ κἀνδρικῶς
380 κεχηνότος
τὸν πρωκτὸν, εἰ χαλαζᾷ.
***
ΑΛΛ. Λοιπόν ακούστε τί σόι πολίτης είναι τούτος δω.
ΠΑΦ. Πάλι δεν θα μ᾽ αφήσεις να μιλήσω;
ΑΛΛ. Όχι, μά τον Δία, αφού κι εγώ είμαι χαμένο κορμί.
ΠΡ. Δ. Αν σ᾽ αυτό δεν κάνει πίσω, πρόστεσε ότι και τα γονικά σου ήταν χαμένα κορμιά.
ΠΑΦ. Πάλι δεν θα μ᾽ αφήσεις να μιλήσω;
ΑΛΛ. Μά τον Δία, όχι!
ΠΑΦ. Μά τον Δία, ναι!
ΑΛΛ. Μά τον Ποσειδώνα, όχι! ίσα-ίσα θα δώσω μάχη για να πάρω εγώ τον λόγο πρώτος.
ΠΑΦ. Κακό που με βρήκε, θα κρεπάρω!
ΑΛΛ. [340] Όμως εγώ, όπως και να ᾽χει, δεν θα σ᾽ αφήσω!
ΠΡ. Δ. Για όνομα των θεών, άφησέ τον, άφησέ τον να κρεπάρει!
ΠΑΦ. Πού στηρίζεσαι και τολμάς ν᾽ αντιμιλάς σ᾽ εμένα;
ΑΛΛ. Γιατί κι εγώ ᾽μαι αρχιμάγειρας στα λόγια και τις λιχουδιές.
ΠΑΦ. Ρήτορας να σου πετύχει! Η μόνη δουλειά της προκοπής που μπορείς να κάνεις είναι, αν πέσει στα χέρια σου μια υπόθεση, σαν ωμό κομματιασμένο κρέας να τη φέρεις βόλτα όπως πρέπει. Ξέρεις τί πιστεύω ότι συμβαίνει με σένα; ό,τι με τους ανθρώπους της σειράς: έτσι και κέρδισες μια δίκη της δεκάρας με αντίδικο μέτοικο αλλοδαπό, το βράδυ λες και λες και μοναχός παραμιλάς στους δρόμους, πίνεις νερό, καμαρώνεις και πρήζεις
τους φίλους σου
[350] — και με τούτα και μ᾽ εκείνα είχες την ιδέα ότι είσαι ρήτορας. Μυαλό που κουβαλάς, βλάκα!
ΠΡ. Δ. Και του λόγου σου, τί ποτό κατεβάζεις, γλωσσοκοπάνα, και κρατάς την πόλη με το στόμα κλειστό;
ΠΑΦ. Βρήκες λοιπόν άνθρωπο ν᾽ αναμετρηθεί μαζί μου; Μ᾽ εμένα που, έτσι και καταβροχθίσω ζεστές παλαμιδόφετες και ρουφήξω από πάνω κανάτα με ανέρωτο κρασί, θα σκυλοβρίσω σαν πουτάνες τους στρατηγούς που ήταν στην Πύλο.
ΑΛΛ. Κι εγώ, έτσι και την κάνω ταράτσα με βοδινό πατσά και κοιλιές γουρουνίσιες και ρουφήξω από πάνω το ζουμί, πασαλειμμένος με λίγδες θα καρυδώσω τους ρήτορες και θα ταράξω τον Νικία.
ΠΡ. Δ. Τα λόγια σου μ᾽ αρέσουν, τα πιο πολλά. Μόνο ένα δεν μου καλοαρέσει,
[360] που μόνο εσύ θα ρουφήξεις ως τον πάτο το ζουμί απ᾽ τα δημόσια έργα.
ΠΑΦ. Όμως, όσο κι αν φας λαβράκια, δεν θα ταρακουνήσεις τους Μιλήσιους.
ΑΛΛ. Όμως, έτσι και κατεβάσω μπριζόλες, θ᾽ αγοράσω μεταλλεία.
ΠΑΦ. Κι εγώ μ᾽ ένα σάλτο θα βρεθώ στη βουλή και βιάζοντάς τη θα τη φέρω άνω κάτω.
ΑΛΛ. Κι εγώ θα σου ταρακουνήσω τον κώλο σα φούσκα.
ΠΑΦ. Κι εγώ σέρνοντας απ᾽ τον πισινό θα σε πετάξω έξω, ώσπου να κάνεις καμάρα.
ΠΡ. Δ. Μά τον Ποσειδώνα, σύρε και μένα, αν σύρεις τούτον εδώ.
ΠΑΦ. Να δεις από τί φάλαγγα θα σε περάσω.
ΑΛΛ. Θα σε σύρω στο δικαστήριο σα λιποτάκτη.
ΠΑΦ. Το τομάρι σου θα τεντωθεί στο εργαστήρι μου.
ΑΛΛ. [370] Θα σε γδάρω και θα κάνω τορβά για κλεψιμέικα.
ΠΑΦ. Θα σε παλουκώσω χάμω, τέζα πέρα-πέρα.
ΑΛΛ. Θα κόψω σουβλάκια τις σάρκες σου.
ΠΑΦ. Θα ξεπουπουλίσω τα ματοτσίνορά σου.
ΑΛΛ. Θα σου στρίψω το καρύδι.
ΠΡ. Δ. Κι ακόμα, μά τον Δία, να του χώσουμε μια σφήνα στο στόμα, καταπώς κάνουν οι μάγειροι, κατόπι τού τραβάμε τη γλώσσα έξω,
[380] και έτσι που θα χάσκει ετούτος, εξετάζουμε, όμορφα κι αντρίκεια, αν έβγαλε σπυριά ο κώλος του.