ΘΕ. ἴτω· πρὸς ἡμῶν ἄλοχον εὐσεβῆ τρέφειν.
ἐλθὼν δ᾽ ἐς οἴκους, ἐξελὼν κόσμον νεκρῶι
1280 καί σ᾽ οὐ κεναῖσι χερσὶ γῆς ἀποστελῶ,
δράσαντα τῆιδε πρὸς χάριν· φήμας δ᾽ ἐμοὶ
ἐσθλὰς ἐνεγκὼν ἀντὶ τῆς ἀχλαινίας
ἐσθῆτα λήψηι σῖτά θ᾽, ὥστε σ᾽ ἐς πάτραν
ἐλθεῖν, ἐπεὶ νῦν γ᾽ ἀθλίως ‹σ᾽› ἔχονθ᾽ ὁρῶ.
1285 σὺ δ᾽, ὦ τάλαινα, μὴ ᾽πὶ τοῖς ἀνηνύτοις
τρύχουσα σαυτήν... Μενέλεως δ᾽ ἔχει πότμον,
κοὐκ ἂν δύναιτο ζῆν ὁ κατθανὼν γόοις.
ΜΕ. σὸν ἔργον, ὦ νεᾶνι· τὸν παρόντα μὲν
στέργειν πόσιν χρή, τὸν δὲ μηκέτ᾽ ὄντ᾽ ἐᾶν·
1290 ἄριστα γάρ σοι ταῦτα πρὸς τὸ τυγχάνον.
ἢν δ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἔλθω καὶ τύχω σωτηρίας,
1293 παύσω ψόγου σε τοῦ πρίν, ἢν γυνὴ γένηι
1292 οἵαν γενέσθαι χρή σε σῶι ξυνευνέτηι.
ΕΛ. ἔσται τάδ᾽· οὐδὲ μέμψεται πόσις ποτὲ
1295 ἡμῖν· σὺ δ᾽ αὐτὸς ἐγγὺς ὢν εἴσηι τάδε.
ἀλλ᾽, ὦ τάλας, ἔσελθε καὶ λουτρῶν τύχε
ἐσθῆτά τ᾽ ἐξάλλαξον. οὐκ ἐς ἀμβολὰς
εὐεργετήσω σ᾽· εὐμενέστερον γὰρ ἂν
τῶι φιλτάτωι μοι Μενέλεωι τὰ πρόσφορα
1300 δρώιης ἄν, ἡμῶν τυγχάνων οἵων σε χρή.
***
ΘΕΟ. Λοιπόν ας γίνει έτσι· θέλω να ᾽χω
γυναίκα ευλαβική. Μες στο παλάτι
πήγαινε εσύ και διάλεξε όσα πρέπει
δώρα για τον νεκρό· δεν θα σε στείλω
1280 στη γη σου μ᾽ αδειανά τα χέρια, αν δώσεις
σωστή σ᾽ αυτήν βοήθεια· μου ᾽χεις φέρει
καλά μαντάτα και γι᾽ αυτό θα λάβεις,
αντί για τα κουρέλια, πλούσια ρούχα
και τροφές να γυρίσεις στην πατρίδα,
γιατί η κακομοιριά σου είναι μεγάλη.
Δυστυχισμένη εσύ, μην τυραννιέσαι
για κάτι αγιάτρευτο· ο Μενέλαος βρήκε
τη μοίρα του, οι νεκροί δεν ξαναζούνε.
ΜΕΝ. Στο χρέος σου, κυρά· από δω και πέρα
πρέπει τον πρώτο σου άντρα να ξεχάσεις
και ν᾽ αγαπάς αυτόν που βλέπεις μπρος σου·
1290 το πιο καλό είναι αυτό την ώρα τούτη.
Κι αν θα σωθώ και φτάσω στην Ελλάδα,
θα σβήσω την κακή σου φήμη, αν είσαι
φρόνιμη για τον άντρα σου γυναίκα.
ΕΛΕ. Θα γίνει αυτό· παράπονο δεν θα ᾽χει·
και θα το δεις, αφού κοντά μου θα ᾽σαι.
Πήγαινε τώρα, δόλιε, μέσα, πλύσου
κι άλλαξε ρούχα. Σύντομα από μένα
θα ωφεληθείς και τότε προθυμία
θα δείξεις, βοηθώντας να προσφέρω
1300 στον λατρευτό Μενέλαο όσα πρέπει.
(Μπαίνουν στο παλάτι ο Μενέλαος, η Ελένη και ο Θεοκλύμενος.)
ἐλθὼν δ᾽ ἐς οἴκους, ἐξελὼν κόσμον νεκρῶι
1280 καί σ᾽ οὐ κεναῖσι χερσὶ γῆς ἀποστελῶ,
δράσαντα τῆιδε πρὸς χάριν· φήμας δ᾽ ἐμοὶ
ἐσθλὰς ἐνεγκὼν ἀντὶ τῆς ἀχλαινίας
ἐσθῆτα λήψηι σῖτά θ᾽, ὥστε σ᾽ ἐς πάτραν
ἐλθεῖν, ἐπεὶ νῦν γ᾽ ἀθλίως ‹σ᾽› ἔχονθ᾽ ὁρῶ.
1285 σὺ δ᾽, ὦ τάλαινα, μὴ ᾽πὶ τοῖς ἀνηνύτοις
τρύχουσα σαυτήν... Μενέλεως δ᾽ ἔχει πότμον,
κοὐκ ἂν δύναιτο ζῆν ὁ κατθανὼν γόοις.
ΜΕ. σὸν ἔργον, ὦ νεᾶνι· τὸν παρόντα μὲν
στέργειν πόσιν χρή, τὸν δὲ μηκέτ᾽ ὄντ᾽ ἐᾶν·
1290 ἄριστα γάρ σοι ταῦτα πρὸς τὸ τυγχάνον.
ἢν δ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἔλθω καὶ τύχω σωτηρίας,
1293 παύσω ψόγου σε τοῦ πρίν, ἢν γυνὴ γένηι
1292 οἵαν γενέσθαι χρή σε σῶι ξυνευνέτηι.
ΕΛ. ἔσται τάδ᾽· οὐδὲ μέμψεται πόσις ποτὲ
1295 ἡμῖν· σὺ δ᾽ αὐτὸς ἐγγὺς ὢν εἴσηι τάδε.
ἀλλ᾽, ὦ τάλας, ἔσελθε καὶ λουτρῶν τύχε
ἐσθῆτά τ᾽ ἐξάλλαξον. οὐκ ἐς ἀμβολὰς
εὐεργετήσω σ᾽· εὐμενέστερον γὰρ ἂν
τῶι φιλτάτωι μοι Μενέλεωι τὰ πρόσφορα
1300 δρώιης ἄν, ἡμῶν τυγχάνων οἵων σε χρή.
***
ΘΕΟ. Λοιπόν ας γίνει έτσι· θέλω να ᾽χω
γυναίκα ευλαβική. Μες στο παλάτι
πήγαινε εσύ και διάλεξε όσα πρέπει
δώρα για τον νεκρό· δεν θα σε στείλω
1280 στη γη σου μ᾽ αδειανά τα χέρια, αν δώσεις
σωστή σ᾽ αυτήν βοήθεια· μου ᾽χεις φέρει
καλά μαντάτα και γι᾽ αυτό θα λάβεις,
αντί για τα κουρέλια, πλούσια ρούχα
και τροφές να γυρίσεις στην πατρίδα,
γιατί η κακομοιριά σου είναι μεγάλη.
Δυστυχισμένη εσύ, μην τυραννιέσαι
για κάτι αγιάτρευτο· ο Μενέλαος βρήκε
τη μοίρα του, οι νεκροί δεν ξαναζούνε.
ΜΕΝ. Στο χρέος σου, κυρά· από δω και πέρα
πρέπει τον πρώτο σου άντρα να ξεχάσεις
και ν᾽ αγαπάς αυτόν που βλέπεις μπρος σου·
1290 το πιο καλό είναι αυτό την ώρα τούτη.
Κι αν θα σωθώ και φτάσω στην Ελλάδα,
θα σβήσω την κακή σου φήμη, αν είσαι
φρόνιμη για τον άντρα σου γυναίκα.
ΕΛΕ. Θα γίνει αυτό· παράπονο δεν θα ᾽χει·
και θα το δεις, αφού κοντά μου θα ᾽σαι.
Πήγαινε τώρα, δόλιε, μέσα, πλύσου
κι άλλαξε ρούχα. Σύντομα από μένα
θα ωφεληθείς και τότε προθυμία
θα δείξεις, βοηθώντας να προσφέρω
1300 στον λατρευτό Μενέλαο όσα πρέπει.
(Μπαίνουν στο παλάτι ο Μενέλαος, η Ελένη και ο Θεοκλύμενος.)