ΧΟ. χαῖρ᾽, ὦ πρεσβῦτα παλαιογενές, θηρατὰ λόγων φιλομούσων·
σύ τε, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ, φράζε πρὸς ἡμᾶς ὅ τι χρῄζεις·
360 οὐ γὰρ ἂν ἄλλῳ γ᾽ ὑπακούσαιμεν τῶν νῦν μετεωροσοφιστῶν
πλὴν ἢ Προδίκῳ, τῷ μὲν σοφίας καὶ γνώμης οὕνεκα, σοὶ δέ,
ὅτι βρενθύει τ᾽ ἐν ταῖσιν ὁδοῖς καὶ τὠφθαλμὼ παραβάλλεις,
κἀνυπόδητος κακὰ πόλλ᾽ ἀνέχει κἀφ᾽ ἡμῖν σεμνοπροσωπεῖς.
ΣΤ. ὦ Γῆ, τοῦ φθέγματος· ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες.
365 ΣΩ. αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, τἄλλα δὲ πάντ᾽ ἐστὶ φλύαρος.
ΣΤ. ὁ Ζεὺς δ᾽ ὑμῖν, φέρε, πρὸς τῆς Γῆς, οὑλύμπιος οὐ θεός ἐστιν;
ΣΩ. ποῖος Ζεύς; οὐ μὴ ληρήσεις· οὐδ᾽ ἐστὶ Ζεύς. ΣΤ. τί λέγεις σύ;
ἀλλὰ τίς ὕει; τουτὶ γὰρ ἔμοιγ᾽ ἀπόφηναι πρῶτον ἁπάντων.
ΣΩ. αὗται δήπου· μεγάλοις δέ σ᾽ ἐγὼ σημείοις αὐτὸ διδάξω.
370 φέρε, ποῦ γὰρ πώποτ᾽ ἄνευ Νεφελῶν ὕοντ᾽ ἤδη τεθέασαι;
καίτοι χρῆν αἰθρίας ὕειν αὐτόν, ταύτας δ᾽ ἀποδημεῖν.
ΣΤ. νὴ τὸν Ἀπόλλω, τοῦτό γέ τοι ‹δὴ› τῷ νῦν λόγῳ εὖ προσέφυσας·
καίτοι πρότερον τὸν Δί᾽ ἀληθῶς ᾤμην διὰ κοσκίνου οὐρεῖν.
ἀλλ᾽ ὅστις ὁ βροντῶν ἐστὶ φράσον, τοῦθ᾽ ὅ με ποιεῖ τετρεμαίνειν.
375 ΣΩ. αὗται βροντῶσι κυλινδόμεναι. ΣΤ. τῷ τρόπῳ, ὦ πάντα σὺ τολμῶν;
ΣΩ. ὅταν ἐμπλησθῶσ᾽ ὕδατος πολλοῦ κἀναγκασθῶσι φέρεσθαι,
κατακρημνάμεναι πλήρεις ὄμβρου δι᾽ ἀνάγκην, εἶτα βαρεῖαι
εἰς ἀλλήλας ἐμπίπτουσαι ῥήγνυνται καὶ παταγοῦσιν.
ΣΤ. ὁ δ᾽ ἀναγκάζων ἐστὶ τίς αὐτάς, οὐχ ὁ Ζεύς, ὥστε φέρεσθαι;
380 ΣΩ. ἥκιστ᾽, ἀλλ᾽ αἰθέριος δῖνος. ΣΤ. Δῖνος; τουτί μ᾽ ἐλελήθει,
ὁ Ζεὺς οὐκ ὤν, ἀλλ᾽ ἀντ᾽ αὐτοῦ Δῖνος νυνὶ βασιλεύων.
ἀτὰρ οὐδέν πω περὶ τοῦ πατάγου καὶ τῆς βροντῆς μ᾽ ἐδίδαξας.
ΣΩ. οὐκ ἤκουσάς μου τὰς Νεφέλας ὕδατος μεστὰς ὅτι φημὶ
ἐμπιπτούσας εἰς ἀλλήλας παταγεῖν διὰ τὴν πυκνότητα;
385 ΣΤ. φέρε, τουτὶ τῷ χρὴ πιστεύειν; ΣΩ. ἀπὸ σαυτοῦ ᾽γώ σε διδάξω.
ἤδη ζωμοῦ Παναθηναίοις ἐμπλησθεὶς εἶτ᾽ ἐταράχθης
τὴν γαστέρα, καὶ κλόνος ἐξαίφνης αὐτὴν διεκορκορύγησεν;
ΣΤ. νὴ τὸν Ἀπόλλω, καὶ δεινὰ ποεῖ γ᾽ εὐθύς μοι, καὶ τετάρακται
χὤσπερ βροντὴ τὸ ζωμίδιον παταγεῖ καὶ δεινὰ κέκραγεν·
390 ἀτρέμας πρῶτον παππὰξ παππάξ, κἄπειτ᾽ ἐπάγει παπαπαππάξ
χὤταν χέζω, κομιδῇ βροντᾷ παπαπαππὰξ ὥσπερ ἐκεῖναι.
ΣΩ. σκέψαι τοίνυν ἀπὸ γαστριδίου τυννουτουὶ οἷα πέπορδας·
τὸν δ᾽ ἀέρα τόνδ᾽ ὄντ᾽ ἀπέραντον, πῶς οὐκ εἰκὸς μέγα βροντᾶν;
ΣΤ. ταῦτ᾽ ἄρα καὶ τὠνόματ᾽ ἀλλήλοιν, βροντὴ καὶ πορδή, ὁμοίω.
395 ἀλλ᾽ ὁ κεραυνὸς πόθεν αὖ φέρεται λάμπων πυρί, τοῦτο δίδαξον,
καὶ καταφρύγει βάλλων ἡμᾶς, τοὺς δὲ ζῶντας περιφλύει;
τοῦτον γὰρ δὴ φανερῶς ὁ Ζεὺς ἵησ᾽ ἐπὶ τοὺς επιόρκους.
***
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ, στο Στρεψιάδη.
Χαίρε, γέροντα εσύ του παλιού του καιρού,
κυνηγάρη φιλόμουσων λόγων.
Στο Σωκράτη.
Κι ω ιερέα αερόλογων φίνων εσύ,
τί ζητάς, έλα πες μας, τί θέλεις;
360 Απ᾽ αυτού του καιρού τους σοφούς που ερευνούν
τα μετέωρα δυο μόνον ακούμε
σ᾽ ό,τι πούνε, τον Πρόδικο μόνο κι εσέ·
για το νου και τις γνώσεις εκείνον,
για το τόσο καμάρι σου εσέ, που όλο πας
και λοξά μες στους δρόμους κοιτάζεις,
και, ξυπόλυτος, δείχνεις μεγάλη αντοχή,
κι έχεις όψη αυστηρή, σα δικός μας.
ΣΤΡ. Τί φωνή, Μάνα Γη! Τί φωνή σοβαρή
και ιερή και υπερκόσμια στ᾽ αλήθεια!
ΣΩΚ. Ναι, γιατ᾽ είναι θεές, κι είναι μόνον αυτές,
κι όλα τ᾽ άλλα είναι λόγια του ανέμου.
ΣΤΡ. Στ᾽ όνομα όμως της Γης, έλα πες μου· για μας
θεός δεν είναι κι ο Ολύμπιος ο Δίας;
ΣΩΚ. Βρε ποιός Δίας; Γιά παράτα τα αυτά τα σαχλά·
Δίας κανείς πουθενά δεν υπάρχει.
ΣΤΡ. Μπα! Τί λες; Αλλά τότε ποιός βρέχει λοιπόν;
Έλα δείξε μου αυτό πρώτ᾽ απ᾽ όλα.
ΣΩΚ. Μα οι Νεφέλες, νομίζω· κι αυτό με τρανά
τώρα ευθύς θα σ᾽ το μάθω σημάδια.
370 Είδες, πες μου, ως τα τώρα να πέφτει βροχή
πουθενά, σα δεν έχει νεφέλες;
Κι όμως θα ᾽πρεπε ο Δίας, κι όταν λείπουν αυτές,
να μας ρίχνει βροχή με λιακάδα.
ΣΤΡ. Για το θέμα που τώρα εξετάζουμε, μα
τον Απόλλωνα, το ᾽βρες ωραία·
από κόσκινο μέσα εγώ νόμιζα πριν,
σοβαρά, πως ο Δίας κατουράει.
Μα οι βροντές, που με κάνουν και τρέμω; Ναι, αυτές
τις βροντές, έλα πες, ποιός τις κάνει;
ΣΩΚ. Οι Νεφέλες κυλώντας βροντούνε. ΣΤΡ. Και πώς;
Ω που η τόλμη σου όρια δεν έχει!
ΣΩΚ. Με νερό σα γεμίσουν πολύ, και βρεθούν
στην ανάγκη ν᾽ αλλάξουνε θέση,
το μεγάλο φορτιό της βροχής χαμηλά
τις κρεμνά· τότε αυτές απ᾽ το βάρος
με ορμή πέφτουν, η μια τους στην άλλη χτυπά,
κι έτσι σπάνε και γίνεται βρόντος.
ΣΤΡ. Αλλά θέση ν᾽ αλλάξουνε, λέγε μου, ποιός
στην ανάγκη τις φέρνει; Όχι ο Δίας;
380 ΣΩΚ. Του ουρανού κάποιος ρούφουλας. ΣΤΡ. Ρούφουλας; Μπα!
Νά και κάτι που μου είχε ξεφύγει,
ότι Δίας δεν υπάρχει, στη θέση εκεινού
βασιλιάς είν᾽ ο Ρούφουλας τώρα.
Για μπουμπούνισμα ωστόσο, θαρρώ, και βροντή
δε με δίδαξες τίποτα ως τώρα.
ΣΩΚ. Μα δεν άκουσες; Είπα: οι Νεφέλες νερό
σα φορτώνονται κι έχουνε βάρος,
απ᾽ την τόση πυκνότητα πέφτουν η μια
πα στην άλλη και γίνεται βρόντος.
ΣΤΡ. Μιαν απόδειξη θέλω γι᾽ αυτό, να πειστώ.
ΣΩΚ. Για παράδειγμα εσένα θα πάρω.
Παναθήναια σαν είναι, κι εσύ με ζουμί
την κοιλιά σου γεμίζεις, δε νιώθεις
ανακάτωμα; Αυτή η ταραχή ξαφνικά
στην κοιλιά σου δε φέρνει γουργούρες;
ΣΤΡ. Φυσικά, και μεγάλο με πιάνει κακό·
το ζουμί αναταράζεται αμέσως
κι αρχινά κάτι κρότους, σα να ᾽ναι βροντές,
και μεγάλες κραυγές ξεπετάει·
390 απαλά σαν αρχίζει· παππάξ και παππάξ·
παπαππάξ συνεχίζει σε λίγο·
κι όταν τέλος τα κάνω, συνέχεια βροντά,
παπαπά παπαππάξ σαν εκείνες.
ΣΩΚ. Συλλογίσου λοιπόν· από μια τόση δα
κοιλιά που έχεις πετάς τέτοιους κρότους·
ε, ο αέρας ο απέραντος τότε τί θες
να σου κάνει; Να μην μπουμπουνίζει;
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό και τα ονόματα μοιάζουν· βροντή
και πορδή· τώρα, αλήθεια, το νιώθω.
Μα από πού ξεκινά ο κεραυνός με φωτιές
και με λάμψες, που στάχτη σε κάνει,
αν σε βρει, ή καψαλίζει μονάχα, χωρίς
να σκοτώσει; Μπορείς να μου μάθεις;
Ολοφάνερα τούτον ο Δίας —μη μου πεις—
τον πετά σ᾽ όποιον είναι ορκοπάτης.
σύ τε, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ, φράζε πρὸς ἡμᾶς ὅ τι χρῄζεις·
360 οὐ γὰρ ἂν ἄλλῳ γ᾽ ὑπακούσαιμεν τῶν νῦν μετεωροσοφιστῶν
πλὴν ἢ Προδίκῳ, τῷ μὲν σοφίας καὶ γνώμης οὕνεκα, σοὶ δέ,
ὅτι βρενθύει τ᾽ ἐν ταῖσιν ὁδοῖς καὶ τὠφθαλμὼ παραβάλλεις,
κἀνυπόδητος κακὰ πόλλ᾽ ἀνέχει κἀφ᾽ ἡμῖν σεμνοπροσωπεῖς.
ΣΤ. ὦ Γῆ, τοῦ φθέγματος· ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες.
365 ΣΩ. αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, τἄλλα δὲ πάντ᾽ ἐστὶ φλύαρος.
ΣΤ. ὁ Ζεὺς δ᾽ ὑμῖν, φέρε, πρὸς τῆς Γῆς, οὑλύμπιος οὐ θεός ἐστιν;
ΣΩ. ποῖος Ζεύς; οὐ μὴ ληρήσεις· οὐδ᾽ ἐστὶ Ζεύς. ΣΤ. τί λέγεις σύ;
ἀλλὰ τίς ὕει; τουτὶ γὰρ ἔμοιγ᾽ ἀπόφηναι πρῶτον ἁπάντων.
ΣΩ. αὗται δήπου· μεγάλοις δέ σ᾽ ἐγὼ σημείοις αὐτὸ διδάξω.
370 φέρε, ποῦ γὰρ πώποτ᾽ ἄνευ Νεφελῶν ὕοντ᾽ ἤδη τεθέασαι;
καίτοι χρῆν αἰθρίας ὕειν αὐτόν, ταύτας δ᾽ ἀποδημεῖν.
ΣΤ. νὴ τὸν Ἀπόλλω, τοῦτό γέ τοι ‹δὴ› τῷ νῦν λόγῳ εὖ προσέφυσας·
καίτοι πρότερον τὸν Δί᾽ ἀληθῶς ᾤμην διὰ κοσκίνου οὐρεῖν.
ἀλλ᾽ ὅστις ὁ βροντῶν ἐστὶ φράσον, τοῦθ᾽ ὅ με ποιεῖ τετρεμαίνειν.
375 ΣΩ. αὗται βροντῶσι κυλινδόμεναι. ΣΤ. τῷ τρόπῳ, ὦ πάντα σὺ τολμῶν;
ΣΩ. ὅταν ἐμπλησθῶσ᾽ ὕδατος πολλοῦ κἀναγκασθῶσι φέρεσθαι,
κατακρημνάμεναι πλήρεις ὄμβρου δι᾽ ἀνάγκην, εἶτα βαρεῖαι
εἰς ἀλλήλας ἐμπίπτουσαι ῥήγνυνται καὶ παταγοῦσιν.
ΣΤ. ὁ δ᾽ ἀναγκάζων ἐστὶ τίς αὐτάς, οὐχ ὁ Ζεύς, ὥστε φέρεσθαι;
380 ΣΩ. ἥκιστ᾽, ἀλλ᾽ αἰθέριος δῖνος. ΣΤ. Δῖνος; τουτί μ᾽ ἐλελήθει,
ὁ Ζεὺς οὐκ ὤν, ἀλλ᾽ ἀντ᾽ αὐτοῦ Δῖνος νυνὶ βασιλεύων.
ἀτὰρ οὐδέν πω περὶ τοῦ πατάγου καὶ τῆς βροντῆς μ᾽ ἐδίδαξας.
ΣΩ. οὐκ ἤκουσάς μου τὰς Νεφέλας ὕδατος μεστὰς ὅτι φημὶ
ἐμπιπτούσας εἰς ἀλλήλας παταγεῖν διὰ τὴν πυκνότητα;
385 ΣΤ. φέρε, τουτὶ τῷ χρὴ πιστεύειν; ΣΩ. ἀπὸ σαυτοῦ ᾽γώ σε διδάξω.
ἤδη ζωμοῦ Παναθηναίοις ἐμπλησθεὶς εἶτ᾽ ἐταράχθης
τὴν γαστέρα, καὶ κλόνος ἐξαίφνης αὐτὴν διεκορκορύγησεν;
ΣΤ. νὴ τὸν Ἀπόλλω, καὶ δεινὰ ποεῖ γ᾽ εὐθύς μοι, καὶ τετάρακται
χὤσπερ βροντὴ τὸ ζωμίδιον παταγεῖ καὶ δεινὰ κέκραγεν·
390 ἀτρέμας πρῶτον παππὰξ παππάξ, κἄπειτ᾽ ἐπάγει παπαπαππάξ
χὤταν χέζω, κομιδῇ βροντᾷ παπαπαππὰξ ὥσπερ ἐκεῖναι.
ΣΩ. σκέψαι τοίνυν ἀπὸ γαστριδίου τυννουτουὶ οἷα πέπορδας·
τὸν δ᾽ ἀέρα τόνδ᾽ ὄντ᾽ ἀπέραντον, πῶς οὐκ εἰκὸς μέγα βροντᾶν;
ΣΤ. ταῦτ᾽ ἄρα καὶ τὠνόματ᾽ ἀλλήλοιν, βροντὴ καὶ πορδή, ὁμοίω.
395 ἀλλ᾽ ὁ κεραυνὸς πόθεν αὖ φέρεται λάμπων πυρί, τοῦτο δίδαξον,
καὶ καταφρύγει βάλλων ἡμᾶς, τοὺς δὲ ζῶντας περιφλύει;
τοῦτον γὰρ δὴ φανερῶς ὁ Ζεὺς ἵησ᾽ ἐπὶ τοὺς επιόρκους.
***
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ, στο Στρεψιάδη.
Χαίρε, γέροντα εσύ του παλιού του καιρού,
κυνηγάρη φιλόμουσων λόγων.
Στο Σωκράτη.
Κι ω ιερέα αερόλογων φίνων εσύ,
τί ζητάς, έλα πες μας, τί θέλεις;
360 Απ᾽ αυτού του καιρού τους σοφούς που ερευνούν
τα μετέωρα δυο μόνον ακούμε
σ᾽ ό,τι πούνε, τον Πρόδικο μόνο κι εσέ·
για το νου και τις γνώσεις εκείνον,
για το τόσο καμάρι σου εσέ, που όλο πας
και λοξά μες στους δρόμους κοιτάζεις,
και, ξυπόλυτος, δείχνεις μεγάλη αντοχή,
κι έχεις όψη αυστηρή, σα δικός μας.
ΣΤΡ. Τί φωνή, Μάνα Γη! Τί φωνή σοβαρή
και ιερή και υπερκόσμια στ᾽ αλήθεια!
ΣΩΚ. Ναι, γιατ᾽ είναι θεές, κι είναι μόνον αυτές,
κι όλα τ᾽ άλλα είναι λόγια του ανέμου.
ΣΤΡ. Στ᾽ όνομα όμως της Γης, έλα πες μου· για μας
θεός δεν είναι κι ο Ολύμπιος ο Δίας;
ΣΩΚ. Βρε ποιός Δίας; Γιά παράτα τα αυτά τα σαχλά·
Δίας κανείς πουθενά δεν υπάρχει.
ΣΤΡ. Μπα! Τί λες; Αλλά τότε ποιός βρέχει λοιπόν;
Έλα δείξε μου αυτό πρώτ᾽ απ᾽ όλα.
ΣΩΚ. Μα οι Νεφέλες, νομίζω· κι αυτό με τρανά
τώρα ευθύς θα σ᾽ το μάθω σημάδια.
370 Είδες, πες μου, ως τα τώρα να πέφτει βροχή
πουθενά, σα δεν έχει νεφέλες;
Κι όμως θα ᾽πρεπε ο Δίας, κι όταν λείπουν αυτές,
να μας ρίχνει βροχή με λιακάδα.
ΣΤΡ. Για το θέμα που τώρα εξετάζουμε, μα
τον Απόλλωνα, το ᾽βρες ωραία·
από κόσκινο μέσα εγώ νόμιζα πριν,
σοβαρά, πως ο Δίας κατουράει.
Μα οι βροντές, που με κάνουν και τρέμω; Ναι, αυτές
τις βροντές, έλα πες, ποιός τις κάνει;
ΣΩΚ. Οι Νεφέλες κυλώντας βροντούνε. ΣΤΡ. Και πώς;
Ω που η τόλμη σου όρια δεν έχει!
ΣΩΚ. Με νερό σα γεμίσουν πολύ, και βρεθούν
στην ανάγκη ν᾽ αλλάξουνε θέση,
το μεγάλο φορτιό της βροχής χαμηλά
τις κρεμνά· τότε αυτές απ᾽ το βάρος
με ορμή πέφτουν, η μια τους στην άλλη χτυπά,
κι έτσι σπάνε και γίνεται βρόντος.
ΣΤΡ. Αλλά θέση ν᾽ αλλάξουνε, λέγε μου, ποιός
στην ανάγκη τις φέρνει; Όχι ο Δίας;
380 ΣΩΚ. Του ουρανού κάποιος ρούφουλας. ΣΤΡ. Ρούφουλας; Μπα!
Νά και κάτι που μου είχε ξεφύγει,
ότι Δίας δεν υπάρχει, στη θέση εκεινού
βασιλιάς είν᾽ ο Ρούφουλας τώρα.
Για μπουμπούνισμα ωστόσο, θαρρώ, και βροντή
δε με δίδαξες τίποτα ως τώρα.
ΣΩΚ. Μα δεν άκουσες; Είπα: οι Νεφέλες νερό
σα φορτώνονται κι έχουνε βάρος,
απ᾽ την τόση πυκνότητα πέφτουν η μια
πα στην άλλη και γίνεται βρόντος.
ΣΤΡ. Μιαν απόδειξη θέλω γι᾽ αυτό, να πειστώ.
ΣΩΚ. Για παράδειγμα εσένα θα πάρω.
Παναθήναια σαν είναι, κι εσύ με ζουμί
την κοιλιά σου γεμίζεις, δε νιώθεις
ανακάτωμα; Αυτή η ταραχή ξαφνικά
στην κοιλιά σου δε φέρνει γουργούρες;
ΣΤΡ. Φυσικά, και μεγάλο με πιάνει κακό·
το ζουμί αναταράζεται αμέσως
κι αρχινά κάτι κρότους, σα να ᾽ναι βροντές,
και μεγάλες κραυγές ξεπετάει·
390 απαλά σαν αρχίζει· παππάξ και παππάξ·
παπαππάξ συνεχίζει σε λίγο·
κι όταν τέλος τα κάνω, συνέχεια βροντά,
παπαπά παπαππάξ σαν εκείνες.
ΣΩΚ. Συλλογίσου λοιπόν· από μια τόση δα
κοιλιά που έχεις πετάς τέτοιους κρότους·
ε, ο αέρας ο απέραντος τότε τί θες
να σου κάνει; Να μην μπουμπουνίζει;
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό και τα ονόματα μοιάζουν· βροντή
και πορδή· τώρα, αλήθεια, το νιώθω.
Μα από πού ξεκινά ο κεραυνός με φωτιές
και με λάμψες, που στάχτη σε κάνει,
αν σε βρει, ή καψαλίζει μονάχα, χωρίς
να σκοτώσει; Μπορείς να μου μάθεις;
Ολοφάνερα τούτον ο Δίας —μη μου πεις—
τον πετά σ᾽ όποιον είναι ορκοπάτης.