[17] Πρὸς δὲ δὴ τὸν ἄφυκτον λόγον ὅν φησι Δημοσθένης, βραχέα βούλομαι προειπεῖν. Λέξει γὰρ οὗτος· «τειχοποιός εἰμι· ὁμολογῶ· ἀλλ᾽ ἐπιδέδωκα τῇ πόλει μνᾶς ἑκατόν, καὶ τὸ ἔργον μεῖζον ἐξείργασται. Τίνος οὖν εἰμι ὑπεύθυνος; εἰ μή τις ἐστὶν εὐνοίας εὔθυνα.» Πρὸς δὴ ταύτην τὴν πρόφασιν ἀκούσατέ μου λέγοντος καὶ δίκαια καὶ συμφέροντα. Ἐν γὰρ ταύτῃ τῇ πόλει, οὕτως ἀρχαίᾳ οὔσῃ καὶ τηλικαύτῃ τὸ μέγεθος, οὐδείς ἐστιν ἀνυπεύθυνος τῶν καὶ ὁπωσοῦν πρὸς τὰ κοινὰ προσεληλυθότων.
[18] Διδάξω δ᾽ ὑμᾶς πρῶτον ἐπὶ τῶν παραδόξων. Οἷον τοὺς ἱερέας καὶ τὰς ἱερείας ὑπευθύνους εἶναι κελεύει ὁ νόμος, καὶ συλλήβδην ἅπαντας καὶ χωρὶς ἑκάστους κατὰ σῶμα, τοὺς τὰ ἱερὰ μόνον λαμβάνοντας καὶ τὰς εὐχὰς ὑπὲρ ὑμῶν πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχομένους, καὶ οὐ μόνον ἰδίᾳ, ἀλλὰ καὶ κοινῇ τὰ γένη, Εὐμολπίδας καὶ Κήρυκας καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας.
[19] Πάλιν τοὺς τριηράρχους ὑπευθύνους εἶναι κελεύει ὁ νόμος, οὐ τὰ κοινὰ διαχειρίσαντας, οὐδ᾽ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων προσόδων πολλὰ μὲν ὑφῃρημένους, βραχέα δὲ καταθέντας, ἐπιδιδόναι δὲ φάσκοντας, ἀποδιδόντας δὲ ὑμῖν τὰ ὑμέτερα, ἀλλ᾽ ὁμολογουμένως τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνηλωκότας φιλοτιμίαν. Οὐ τοίνυν μόνοι οἱ τριήραρχοι, ἀλλὰ καὶ τὰ μέγιστα τῶν ἐν τῇ πόλει συνεδρίων ὑπὸ τὴν τῶν δικαστῶν ἔρχεται ψῆφον.
[20] Πρῶτον μὲν γὰρ τὴν βουλὴν τὴν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ἐγγράφειν πρὸς τοὺς λογιστὰς ὁ νόμος κελεύει λόγον καὶ εὐθύνας διδόναι, καὶ τὴν ἐκεῖ σκυθρωπὸν καὶ τῶν μεγίστων κύριον ἄγει ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ψῆφον. Οὐκ ἄρα στεφανωθήσεται ἡ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου; οὐδὲ γὰρ πάτριον αὐτοῖς ἐστιν. Οὐκ ἄρα φιλοτιμοῦνται; πάνυ γε, ἀλλ᾽ οὐκ ἀγαπῶσιν ἐάν τις παρ᾽ αὐτοῖς μὴ ἀδικῇ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἐξαμαρτάνῃ, κολάζουσιν· οἱ δὲ ὑμέτεροι ῥήτορες τρυφῶσι. Πάλιν τὴν βουλὴν τοὺς πεντακοσίους ὑπεύθυνον πεποίηκεν ὁ νομοθέτης.
[21] Καὶ οὕτως ἰσχυρῶς ἀπιστεῖ τοῖς ὑπευθύνοις ὥστ᾽ εὐθὺς ἀρχόμενος τῶν νόμων λέγει· «ἀρχὴν ὑπεύθυνον» φησὶ «μὴ ἀποδημεῖν.» Ὦ Ἡράκλεις, ὑπολάβοι ἄν τις, ὅτι ἦρξα, μὴ ἀποδημήσω; ἵνα γε μὴ προλαβὼν χρήματα τῆς πόλεως ἢ πράξεις δρασμῷ χρήσῃ. Πάλιν ὑπεύθυνον οὐκ ἐᾷ τὴν οὐσίαν καθιεροῦν, οὐδὲ ἀνάθημα ἀναθεῖναι, οὐδ᾽ ἐκποίητον γενέσθαι, οὐδὲ διαθέσθαι τὰ ἑαυτοῦ, οὐδ᾽ ἄλλα πολλά· ἑνὶ δὲ λόγῳ ἐνεχυράζει τὰς οὐσίας ὁ νομοθέτης τὰς τῶν ὑπευθύνων, ἕως ἂν λόγον ἀποδῶσι τῇ πόλει.
[22] Ναί, ἀλλ᾽ ἔστι τις ἄνθρωπος ὃς οὔτ᾽ εἴληφεν οὐδὲν τῶν δημοσίων οὔτ᾽ ἀνήλωκε, προσῆλθε δὲ πρός τι τῶν κοινῶν. Καὶ τοῦτον ἀποφέρειν κελεύει λόγον πρὸς τοὺς λογιστάς. Καὶ πῶς ὅ γε μηδὲν λαβὼν μηδ᾽ ἀναλώσας ἀποίσει λόγον τῇ πόλει; αὐτὸς ὑποβάλλει καὶ διδάσκει ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν· κελεύει γὰρ αὐτὸ τοῦτο ἐγγράφειν, ὅτι «οὔτ᾽ ἔλαβον οὐδὲν τῶν τῆς πόλεως οὔτ᾽ ἀνήλωσα». Ἀνυπεύθυνον δὲ καὶ ἀζήτητον καὶ ἀνεξέταστον οὐδέν ἐστι τῶν ἐν τῇ πόλει. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, αὐτῶν ἀκούσατε τῶν νόμων.
ΝΟΜΟΙ
[23] Ὅταν τοίνυν μάλιστα θρασύνηται Δημοσθένης λέγων ὡς διὰ τὴν ἐπίδοσιν οὐκ ἔστιν ὑπεύθυνος, ἐκεῖνο αὐτῷ ὑποβάλλετε· «οὐκ οὖν ἐχρῆν σε, ὦ Δημόσθενες, ἐᾶσαι τὸν τῶν λογιστῶν κήρυκα κηρύξαι τὸ πάτριον καὶ ἔννομον κήρυγμα τοῦτο, τίς βούλεται κατηγορεῖν; ἔασον ἀμφισβητῆσαί σοι τὸν βουλόμενον τῶν πολιτῶν ὡς οὐκ ἐπέδωκας, ἀλλ᾽ ἀπὸ πολλῶν ὧν ἔχεις εἰς τὴν τῶν τειχῶν οἰκοδομίαν μικρὰ κατέθηκας, δέκα τάλαντα εἰς ταῦτα ἐκ τῆς πόλεως εἰληφώς. Μὴ ἅρπαζε τὴν φιλοτιμίαν, μηδὲ ἐξαιροῦ τῶν δικαστῶν τὰς ψήφους ἐκ τῶν χειρῶν, μηδ᾽ ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ᾽ ὕστερος πολιτεύου. Ταῦτα γὰρ ὀρθοῖ τὴν δημοκρατίαν.»
***
[17] Σχετικά με το ακαταμάχητο τάχα επιχείρημα που προβάλλει ο Δημοσθένης, θέλω να πω προκαταβολικά λίγα λόγια. Θα ισχυριστεί δηλαδή αυτός: «είμαι επιστάτης της επισκευής των τειχών· το παραδέχομαι· ξόδεψα όμως για την πόλη από δικά μου χρήματα εκατό μνες και έχω κάνει το έργο μεγαλύτερο από ό,τι είχε προγραμματιστεί. Για ποιο πράγμα λοιπόν είμαι υποχρεωμένος να λογοδοτήσω; Εκτός και αν και η ευεργεσία υπόκειται σε έλεγχο». Στη δικαιολογία αυτή του Δημοσθένη, ακούστε τώρα τη δική μου απάντηση, λόγια δίκαια και ωφέλιμα. Σ᾽ αυτήν την πόλη, την τόσο παλαιά και τόσο μεγάλη, κανένας από όσους έχουν αναλάβει ένα οποιοδήποτε λειτούργημα προς το δημόσιο δεν είναι απαλλαγμένος από τον έλεγχο.
[18] Θα σας αναφέρω πρώτα τις πιο απίθανες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ο νόμος ορίζει οι ιερείς και οι ιέρειες να υπόκεινται σε έλεγχο, τόσο όλοι μαζί όσο και ο καθένας χωριστά, και εκείνοι που παίρνουν από σας μόνο τις ιερές προσφορές και αυτοί που προσεύχονται στους θεούς για σας, και όχι μόνο κατ᾽ ιδίαν ο καθένας αλλά και από κοινού τα διάφορα ιερατικά γένη, οι Ευμολπίδες, οι Κήρυκες και όλοι οι υπόλοιποι.
[19] Εξάλλου, ο νόμος υποχρεώνει σε έλεγχο και τους τριηράρχους, μολονότι δεν διαχειρίζονται χρήματα του δημοσίου ούτε και υπεξαιρούν μεγάλα χρηματικά ποσά από τα δικά σας εισοδήματα και, καταθέτοντας λίγα, να ισχυρίζονται ότι κάνουν δωρεές, ενώ σας επιστρέφουν τα δικά σας χρήματα. Αυτοί, κατά κοινή ομολογία, έχουν δαπανήσει την πατρική περιουσία με τη φιλοδοξία να σας υπηρετήσουν. Ακόμη, όχι μόνο οι τριήραρχοι αλλά και τα ανώτατα συνέδρια της πόλης υπόκεινται στην κρίση των δικαστηρίων.
[20] Πρώτα πρώτα λοιπόν ορίζει ο νόμος η Βουλή του Άρειου Πάγου να δίνει στους λογιστές έγγραφη αιτιολογία των πράξεων και της διαχείρισής της και οδηγεί υπό τον έλεγχό σας το αυστηρό αυτό και αρμόδιο σώμα για τα πιο σημαντικά ζητήματα της πολιτείας. Δεν πρέπει άραγε να στεφανωθεί η Βουλή του Άρειου Πάγου; Όχι, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι πατροπαράδοτο γι᾽ αυτούς. Άραγε οι Αρεοπαγίτες δεν αγαπούν τις τιμητικές διακρίσεις; Και πολύ μάλιστα. Ωστόσο, δεν αρκούνται στο να μην παραβιάζουν τους νόμους, αλλά, εάν κάποιος από αυτούς υποπίπτει σε κάποιο σφάλμα, τον τιμωρούν. Οι δικοί σας όμως ρήτορες δεν ενοχλούνται από κάτι τέτοια.
[21] Αλλά και τη Βουλή των πεντακοσίων έχει καταστήσει ο νομοθέτης υπεύθυνη λογοδοσίας. Και τόσο λίγη εμπιστοσύνη έχει στους υπόχρεους σε λογοδοσία, ώστε στην αρχή ακόμη του νόμου διευκρινίζει: «άρχοντας υπόχρεος σε λογοδοσία απαγορεύεται να φύγει από την πόλη». «Μα τον Ηρακλή», θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί κάποιος, «να μην απομακρυνθώ από την πόλη, επειδή άσκησα κάποιαν εξουσία! Ναι, για να μη δραπετεύσεις, παίρνοντας μαζί σου χρήματα ή έγγραφα της πόλης». Ακόμη, στον υπόχρεο σε λογοδοσία απαγορεύει ο νομοθέτης να αφιερώνει την περιουσία του, να κάνει αναθήματα και να υιοθετείται, ακόμη να διαθέτει τα υπάρχοντά του και άλλα πολλά. Με μια λέξη, ο νομοθέτης δεσμεύει τις περιουσίες των υπόλογων αρχόντων, μέχρις ότου λογοδοτήσουν στα αρμόδια όργανα της πόλης.
[22] «Ναι, αλλά μπορεί να υπάρχει και κάποιος που δεν έχει πάρει καθόλου χρήματα από το δημόσιο ούτε και ξόδεψε τίποτε, ανέλαβε όμως κάποιο δημόσιο λειτούργημα». Ο νόμος ορίζει να λογοδοτεί και αυτός στους λογιστές. «Μα πώς ένας που δεν πήρε ούτε ξόδεψε χρήματα του δημοσίου είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει;» Ο ίδιος ο νόμος απαντά και εξηγεί όσα πρέπει να γράψει· ορίζει δηλαδή να δηλώσει εγγράφως τούτο ακριβώς: «ούτε πήρα τίποτε από το δημόσιο ούτε ξόδεψα.» Κανένας στην πόλη δεν είναι ανέλεγκτος· αντίθετα, υπόκειται σε έρευνα και σε εξέταση. Για την αλήθεια των όσων λέω, ακούστε τους ίδιους τους νόμους.
ΝΟΜΟΙ
[23] Όταν λοιπόν με τόσο θράσος ο Δημοσθένης ισχυρίζεται ότι δεν είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τη δωρεά, δώστε του την εξής απάντηση: Δεν έπρεπε, Δημοσθένη, να αφήσεις τον κήρυκα των λογιστών να κάνει το πατροπαράδοτο και νόμιμο κήρυγμα: «ποιος επιθυμεί να διατυπώσει κατηγορία;» Δώσε το δικαίωμα σε όποιον πολίτη θέλει να σου αμφισβητήσει ότι έκανες δωρεά, και να υποστηρίξει ότι από ένα μεγάλο ποσό που είχες στην κατοχή σου για την επισκευή των τειχών ξόδεψες λίγα, ενώ είχες πάρει από την πόλη δέκα τάλαντα γι᾽ αυτόν τον σκοπό. Μην αρπάζεις λοιπόν τις τιμές μήτε να αποσπάς τις ψήφους μέσα από τα χέρια των δικαστών μήτε και να προηγείται των νόμων η πολιτική σου καριέρα, αλλά πρώτα οι νόμοι και ύστερα αυτή.
[18] Διδάξω δ᾽ ὑμᾶς πρῶτον ἐπὶ τῶν παραδόξων. Οἷον τοὺς ἱερέας καὶ τὰς ἱερείας ὑπευθύνους εἶναι κελεύει ὁ νόμος, καὶ συλλήβδην ἅπαντας καὶ χωρὶς ἑκάστους κατὰ σῶμα, τοὺς τὰ ἱερὰ μόνον λαμβάνοντας καὶ τὰς εὐχὰς ὑπὲρ ὑμῶν πρὸς τοὺς θεοὺς εὐχομένους, καὶ οὐ μόνον ἰδίᾳ, ἀλλὰ καὶ κοινῇ τὰ γένη, Εὐμολπίδας καὶ Κήρυκας καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας.
[19] Πάλιν τοὺς τριηράρχους ὑπευθύνους εἶναι κελεύει ὁ νόμος, οὐ τὰ κοινὰ διαχειρίσαντας, οὐδ᾽ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων προσόδων πολλὰ μὲν ὑφῃρημένους, βραχέα δὲ καταθέντας, ἐπιδιδόναι δὲ φάσκοντας, ἀποδιδόντας δὲ ὑμῖν τὰ ὑμέτερα, ἀλλ᾽ ὁμολογουμένως τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνηλωκότας φιλοτιμίαν. Οὐ τοίνυν μόνοι οἱ τριήραρχοι, ἀλλὰ καὶ τὰ μέγιστα τῶν ἐν τῇ πόλει συνεδρίων ὑπὸ τὴν τῶν δικαστῶν ἔρχεται ψῆφον.
[20] Πρῶτον μὲν γὰρ τὴν βουλὴν τὴν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ἐγγράφειν πρὸς τοὺς λογιστὰς ὁ νόμος κελεύει λόγον καὶ εὐθύνας διδόναι, καὶ τὴν ἐκεῖ σκυθρωπὸν καὶ τῶν μεγίστων κύριον ἄγει ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ψῆφον. Οὐκ ἄρα στεφανωθήσεται ἡ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου; οὐδὲ γὰρ πάτριον αὐτοῖς ἐστιν. Οὐκ ἄρα φιλοτιμοῦνται; πάνυ γε, ἀλλ᾽ οὐκ ἀγαπῶσιν ἐάν τις παρ᾽ αὐτοῖς μὴ ἀδικῇ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἐξαμαρτάνῃ, κολάζουσιν· οἱ δὲ ὑμέτεροι ῥήτορες τρυφῶσι. Πάλιν τὴν βουλὴν τοὺς πεντακοσίους ὑπεύθυνον πεποίηκεν ὁ νομοθέτης.
[21] Καὶ οὕτως ἰσχυρῶς ἀπιστεῖ τοῖς ὑπευθύνοις ὥστ᾽ εὐθὺς ἀρχόμενος τῶν νόμων λέγει· «ἀρχὴν ὑπεύθυνον» φησὶ «μὴ ἀποδημεῖν.» Ὦ Ἡράκλεις, ὑπολάβοι ἄν τις, ὅτι ἦρξα, μὴ ἀποδημήσω; ἵνα γε μὴ προλαβὼν χρήματα τῆς πόλεως ἢ πράξεις δρασμῷ χρήσῃ. Πάλιν ὑπεύθυνον οὐκ ἐᾷ τὴν οὐσίαν καθιεροῦν, οὐδὲ ἀνάθημα ἀναθεῖναι, οὐδ᾽ ἐκποίητον γενέσθαι, οὐδὲ διαθέσθαι τὰ ἑαυτοῦ, οὐδ᾽ ἄλλα πολλά· ἑνὶ δὲ λόγῳ ἐνεχυράζει τὰς οὐσίας ὁ νομοθέτης τὰς τῶν ὑπευθύνων, ἕως ἂν λόγον ἀποδῶσι τῇ πόλει.
[22] Ναί, ἀλλ᾽ ἔστι τις ἄνθρωπος ὃς οὔτ᾽ εἴληφεν οὐδὲν τῶν δημοσίων οὔτ᾽ ἀνήλωκε, προσῆλθε δὲ πρός τι τῶν κοινῶν. Καὶ τοῦτον ἀποφέρειν κελεύει λόγον πρὸς τοὺς λογιστάς. Καὶ πῶς ὅ γε μηδὲν λαβὼν μηδ᾽ ἀναλώσας ἀποίσει λόγον τῇ πόλει; αὐτὸς ὑποβάλλει καὶ διδάσκει ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν· κελεύει γὰρ αὐτὸ τοῦτο ἐγγράφειν, ὅτι «οὔτ᾽ ἔλαβον οὐδὲν τῶν τῆς πόλεως οὔτ᾽ ἀνήλωσα». Ἀνυπεύθυνον δὲ καὶ ἀζήτητον καὶ ἀνεξέταστον οὐδέν ἐστι τῶν ἐν τῇ πόλει. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, αὐτῶν ἀκούσατε τῶν νόμων.
ΝΟΜΟΙ
[23] Ὅταν τοίνυν μάλιστα θρασύνηται Δημοσθένης λέγων ὡς διὰ τὴν ἐπίδοσιν οὐκ ἔστιν ὑπεύθυνος, ἐκεῖνο αὐτῷ ὑποβάλλετε· «οὐκ οὖν ἐχρῆν σε, ὦ Δημόσθενες, ἐᾶσαι τὸν τῶν λογιστῶν κήρυκα κηρύξαι τὸ πάτριον καὶ ἔννομον κήρυγμα τοῦτο, τίς βούλεται κατηγορεῖν; ἔασον ἀμφισβητῆσαί σοι τὸν βουλόμενον τῶν πολιτῶν ὡς οὐκ ἐπέδωκας, ἀλλ᾽ ἀπὸ πολλῶν ὧν ἔχεις εἰς τὴν τῶν τειχῶν οἰκοδομίαν μικρὰ κατέθηκας, δέκα τάλαντα εἰς ταῦτα ἐκ τῆς πόλεως εἰληφώς. Μὴ ἅρπαζε τὴν φιλοτιμίαν, μηδὲ ἐξαιροῦ τῶν δικαστῶν τὰς ψήφους ἐκ τῶν χειρῶν, μηδ᾽ ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ᾽ ὕστερος πολιτεύου. Ταῦτα γὰρ ὀρθοῖ τὴν δημοκρατίαν.»
***
[17] Σχετικά με το ακαταμάχητο τάχα επιχείρημα που προβάλλει ο Δημοσθένης, θέλω να πω προκαταβολικά λίγα λόγια. Θα ισχυριστεί δηλαδή αυτός: «είμαι επιστάτης της επισκευής των τειχών· το παραδέχομαι· ξόδεψα όμως για την πόλη από δικά μου χρήματα εκατό μνες και έχω κάνει το έργο μεγαλύτερο από ό,τι είχε προγραμματιστεί. Για ποιο πράγμα λοιπόν είμαι υποχρεωμένος να λογοδοτήσω; Εκτός και αν και η ευεργεσία υπόκειται σε έλεγχο». Στη δικαιολογία αυτή του Δημοσθένη, ακούστε τώρα τη δική μου απάντηση, λόγια δίκαια και ωφέλιμα. Σ᾽ αυτήν την πόλη, την τόσο παλαιά και τόσο μεγάλη, κανένας από όσους έχουν αναλάβει ένα οποιοδήποτε λειτούργημα προς το δημόσιο δεν είναι απαλλαγμένος από τον έλεγχο.
[18] Θα σας αναφέρω πρώτα τις πιο απίθανες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ο νόμος ορίζει οι ιερείς και οι ιέρειες να υπόκεινται σε έλεγχο, τόσο όλοι μαζί όσο και ο καθένας χωριστά, και εκείνοι που παίρνουν από σας μόνο τις ιερές προσφορές και αυτοί που προσεύχονται στους θεούς για σας, και όχι μόνο κατ᾽ ιδίαν ο καθένας αλλά και από κοινού τα διάφορα ιερατικά γένη, οι Ευμολπίδες, οι Κήρυκες και όλοι οι υπόλοιποι.
[19] Εξάλλου, ο νόμος υποχρεώνει σε έλεγχο και τους τριηράρχους, μολονότι δεν διαχειρίζονται χρήματα του δημοσίου ούτε και υπεξαιρούν μεγάλα χρηματικά ποσά από τα δικά σας εισοδήματα και, καταθέτοντας λίγα, να ισχυρίζονται ότι κάνουν δωρεές, ενώ σας επιστρέφουν τα δικά σας χρήματα. Αυτοί, κατά κοινή ομολογία, έχουν δαπανήσει την πατρική περιουσία με τη φιλοδοξία να σας υπηρετήσουν. Ακόμη, όχι μόνο οι τριήραρχοι αλλά και τα ανώτατα συνέδρια της πόλης υπόκεινται στην κρίση των δικαστηρίων.
[20] Πρώτα πρώτα λοιπόν ορίζει ο νόμος η Βουλή του Άρειου Πάγου να δίνει στους λογιστές έγγραφη αιτιολογία των πράξεων και της διαχείρισής της και οδηγεί υπό τον έλεγχό σας το αυστηρό αυτό και αρμόδιο σώμα για τα πιο σημαντικά ζητήματα της πολιτείας. Δεν πρέπει άραγε να στεφανωθεί η Βουλή του Άρειου Πάγου; Όχι, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι πατροπαράδοτο γι᾽ αυτούς. Άραγε οι Αρεοπαγίτες δεν αγαπούν τις τιμητικές διακρίσεις; Και πολύ μάλιστα. Ωστόσο, δεν αρκούνται στο να μην παραβιάζουν τους νόμους, αλλά, εάν κάποιος από αυτούς υποπίπτει σε κάποιο σφάλμα, τον τιμωρούν. Οι δικοί σας όμως ρήτορες δεν ενοχλούνται από κάτι τέτοια.
[21] Αλλά και τη Βουλή των πεντακοσίων έχει καταστήσει ο νομοθέτης υπεύθυνη λογοδοσίας. Και τόσο λίγη εμπιστοσύνη έχει στους υπόχρεους σε λογοδοσία, ώστε στην αρχή ακόμη του νόμου διευκρινίζει: «άρχοντας υπόχρεος σε λογοδοσία απαγορεύεται να φύγει από την πόλη». «Μα τον Ηρακλή», θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί κάποιος, «να μην απομακρυνθώ από την πόλη, επειδή άσκησα κάποιαν εξουσία! Ναι, για να μη δραπετεύσεις, παίρνοντας μαζί σου χρήματα ή έγγραφα της πόλης». Ακόμη, στον υπόχρεο σε λογοδοσία απαγορεύει ο νομοθέτης να αφιερώνει την περιουσία του, να κάνει αναθήματα και να υιοθετείται, ακόμη να διαθέτει τα υπάρχοντά του και άλλα πολλά. Με μια λέξη, ο νομοθέτης δεσμεύει τις περιουσίες των υπόλογων αρχόντων, μέχρις ότου λογοδοτήσουν στα αρμόδια όργανα της πόλης.
[22] «Ναι, αλλά μπορεί να υπάρχει και κάποιος που δεν έχει πάρει καθόλου χρήματα από το δημόσιο ούτε και ξόδεψε τίποτε, ανέλαβε όμως κάποιο δημόσιο λειτούργημα». Ο νόμος ορίζει να λογοδοτεί και αυτός στους λογιστές. «Μα πώς ένας που δεν πήρε ούτε ξόδεψε χρήματα του δημοσίου είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει;» Ο ίδιος ο νόμος απαντά και εξηγεί όσα πρέπει να γράψει· ορίζει δηλαδή να δηλώσει εγγράφως τούτο ακριβώς: «ούτε πήρα τίποτε από το δημόσιο ούτε ξόδεψα.» Κανένας στην πόλη δεν είναι ανέλεγκτος· αντίθετα, υπόκειται σε έρευνα και σε εξέταση. Για την αλήθεια των όσων λέω, ακούστε τους ίδιους τους νόμους.
ΝΟΜΟΙ
[23] Όταν λοιπόν με τόσο θράσος ο Δημοσθένης ισχυρίζεται ότι δεν είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τη δωρεά, δώστε του την εξής απάντηση: Δεν έπρεπε, Δημοσθένη, να αφήσεις τον κήρυκα των λογιστών να κάνει το πατροπαράδοτο και νόμιμο κήρυγμα: «ποιος επιθυμεί να διατυπώσει κατηγορία;» Δώσε το δικαίωμα σε όποιον πολίτη θέλει να σου αμφισβητήσει ότι έκανες δωρεά, και να υποστηρίξει ότι από ένα μεγάλο ποσό που είχες στην κατοχή σου για την επισκευή των τειχών ξόδεψες λίγα, ενώ είχες πάρει από την πόλη δέκα τάλαντα γι᾽ αυτόν τον σκοπό. Μην αρπάζεις λοιπόν τις τιμές μήτε να αποσπάς τις ψήφους μέσα από τα χέρια των δικαστών μήτε και να προηγείται των νόμων η πολιτική σου καριέρα, αλλά πρώτα οι νόμοι και ύστερα αυτή.