ΧΟ. παραινέσαι σοι σμικρόν, Ἀλκμήνη, θέλω,
τὸν ἄνδρ᾽ ἀφεῖναι τόνδ᾽, ἐπεὶ δοκεῖ πόλει.
1020 ΑΛ. τί δ᾽ ἢν θάνηι τε καὶ πόλει πιθώμεθα;
ΧΟ. τὰ λῶιστ᾽ ἂν εἴη· πῶς τάδ᾽ οὖν γενήσεται;
ΑΛ. ἐγὼ διδάξω ῥαιδίως· κτανοῦσα γὰρ
τόνδ᾽ εἶτα νεκρὸν τοῖς μετελθοῦσιν φίλων
δώσω· τὸ γὰρ σῶμ᾽ οὐκ ἀπιστήσω χθονί,
1025 οὗτος δὲ δώσει τὴν δίκην θανὼν ἐμοί.
ΕΥ. κτεῖν᾽, οὐ παραιτοῦμαί σε· τήνδε δὲ πτόλιν,
ἐπεί μ᾽ ἀφῆκε καὶ κατηιδέσθη κτανεῖν,
χρησμῶι παλαιῶι Λοξίου δωρήσομαι,
ὃς ὠφελήσει μείζον᾽ ἢ δοκεῖ χρόνωι.
1030 θανόντα γάρ με θάψεθ᾽ οὗ τὸ μόρσιμον,
δίας πάροιθε παρθένου Παλληνίδος·
καὶ σοὶ μὲν εὔνους καὶ πόλει σωτήριος
μέτοικος αἰεὶ κείσομαι κατὰ χθονός,
τοῖς τῶνδε δ᾽ ἐκγόνοισι πολεμιώτατος,
1035 ὅταν μόλωσι δεῦρο σὺν πολλῆι χερὶ
χάριν προδόντες τήνδε· τοιούτων ξένων
προύστητε. πῶς οὖν ταῦτ᾽ ἐγὼ πεπυσμένος
δεῦρ᾽ ἦλθον ἀλλ᾽ οὐ χρησμὸν ἡζόμην θεοῦ;
Ἥραν νομίζων θεσφάτων κρείσσω πολὺ
1040 κοὐκ ἂν προδοῦναί μ᾽. ἀλλὰ μήτε μοι χοὰς
μήθ᾽ αἷμ᾽ ἐάσητ᾽ εἰς ἐμὸν στάξαι τάφον.
κακὸν γὰρ αὐτοῖς νόστον ἀντὶ τῶνδ᾽ ἐγὼ
δώσω· διπλοῦν δὲ κέρδος ἕξετ᾽ ἐξ ἐμοῦ·
ὑμᾶς τ᾽ ὀνήσω τούσδε τε βλάψω θανών.
1045 ΑΛ. τί δῆτα μέλλετ᾽, εἰ πόλει σωτηρίαν
κατεργάσασθαι τοῖσί τ᾽ ἐξ ὑμῶν χρεών,
κτείνειν τὸν ἄνδρα τόνδ᾽, ἀκούοντες τάδε;
δείκνυσι γὰρ κέλευθον ἀσφαλεστάτην·
ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ, ὠφελεῖ δὲ κατθανών,
1050 κομίζετ᾽ αὐτόν, δμῶες, εἶτα χρὴ κυσὶν
δοῦναι κτανόντας· μὴ γὰρ ἐλπίσηις ὅπως
αὖθις πατρώιας ζῶν ἔμ᾽ ἐκβαλεῖς χθονός.
ΧΟ. ταῦτα δοκεῖ μοι. στείχετ᾽, ὀπαδοί.
τὰ γὰρ ἐξ ἡμῶν
1055καθαρῶς ἔσται βασιλεῦσιν.
***
ΧΟΡ. Ω Αλκμήνη, μια μικρήν παραίνεση σου δίνω,
ναν τον αφήσεις καταπώς το θέλ᾽ η πόλη.
1020 ΑΛΚ. Κι αν θανατώνονταν με τη βουλή της πόλης;
ΧΟΡ. Θα ᾽τανε το καλύτερο· μα πώς να γίνει;
ΑΛΚ. Σου το μαθαίνω εύκολα εγώ· αφού τον σκοτώσω,
νεκρό στους φίλους του που θέλει τον ζητήσουν
θα τονε δώσω· έτσι το σώμα του γλιτώνει
κι αυτός εκδίκηση με τη θανή του δίνει.
ΕΥΡ. Θανάτωσέ με· δεν παρακαλώ σε· εγώ όμως
στην πόλη ετούτη, που εβουλήθη να μ᾽ αφήσει
και με σεβάστηκε για να με θανατώσει,
χρησμόν παλιόν θα της χαρίσω του Λοξίου,
που πλιότερο με τον καιρό απ᾽ όσο νομίζει
1030 θέλει ωφελέσει. Όταν πεθάνω να με θάφτε
σιμά στον ναό της θεοτικής παρθένας,
κει στην Παλλήνη, όπως η μοίρα μου έχει ορίσει.
Κι εκεί θα κείτομ᾽ εγώ φιλοξενημένος
στη γη σας πάντα αιώνιος φίλος και σωτήρας,
μα οχτρός ολέθριος γι᾽ αυτηνών τους απογόνους,
όταν με δύναμην πολλήν στη γη σας πέσουν,
την τωρινή χάρη ξεχνώντας. Τέτοιους ξένους
έχετε υπερασπιστεί! Πώς λοιπόν ήρθα
εδώ αφού τα ᾽ξερα όλα και δεν εφοβήθην
τον χρησμό; Γιατί θαρρούσα εγώ την Ήρα
ανώτερην απ᾽ τα γραμμένα κι ότι εμένα
1040 δεν θα με πρόδινε!... Μήτε σπονδές μήτ᾽ αίμα
ν᾽ αφήσετε πάνω στον τάφο μου να στάξει!
Γιατί έτσι κακόν γυρισμό θέλω τους δώσει
και σεις διπλό θα ᾽χετε κέρδος: και θα βλάψω
τούτους αποθαίνοντας, και σας θα ωφελήσω!
ΑΛΚ. Γιατί λοιπόν αργοπορείτε, αν είναι ανάγκη
να σώσετε την πόλη και τον εαυτό σας,
να τονε θανατώσετε, αφού τέτοια λέγει;
Ο ίδιος τον ασφαλέστατο δρόμο σάς δείχνει·
οχτρός είναι, που ο θάνατός του θα ωφελήσει!
1050 Ω δούλοι, σύρτε τον κι έξω σκοτώνοντάς τον
στα σκυλιά ρίχτε τον· ποτές σου μην ελπίσεις
πως πάλι από την πατρική γης θα μας βγάλεις!
ΧΟΡ. Κι εγώ ᾽μαι σύμφωνος· εμπρός, ω δούλοι!
εμείς καθάριοι θα ᾽μαστε
μπρος στον βασιλιά μας!
τὸν ἄνδρ᾽ ἀφεῖναι τόνδ᾽, ἐπεὶ δοκεῖ πόλει.
1020 ΑΛ. τί δ᾽ ἢν θάνηι τε καὶ πόλει πιθώμεθα;
ΧΟ. τὰ λῶιστ᾽ ἂν εἴη· πῶς τάδ᾽ οὖν γενήσεται;
ΑΛ. ἐγὼ διδάξω ῥαιδίως· κτανοῦσα γὰρ
τόνδ᾽ εἶτα νεκρὸν τοῖς μετελθοῦσιν φίλων
δώσω· τὸ γὰρ σῶμ᾽ οὐκ ἀπιστήσω χθονί,
1025 οὗτος δὲ δώσει τὴν δίκην θανὼν ἐμοί.
ΕΥ. κτεῖν᾽, οὐ παραιτοῦμαί σε· τήνδε δὲ πτόλιν,
ἐπεί μ᾽ ἀφῆκε καὶ κατηιδέσθη κτανεῖν,
χρησμῶι παλαιῶι Λοξίου δωρήσομαι,
ὃς ὠφελήσει μείζον᾽ ἢ δοκεῖ χρόνωι.
1030 θανόντα γάρ με θάψεθ᾽ οὗ τὸ μόρσιμον,
δίας πάροιθε παρθένου Παλληνίδος·
καὶ σοὶ μὲν εὔνους καὶ πόλει σωτήριος
μέτοικος αἰεὶ κείσομαι κατὰ χθονός,
τοῖς τῶνδε δ᾽ ἐκγόνοισι πολεμιώτατος,
1035 ὅταν μόλωσι δεῦρο σὺν πολλῆι χερὶ
χάριν προδόντες τήνδε· τοιούτων ξένων
προύστητε. πῶς οὖν ταῦτ᾽ ἐγὼ πεπυσμένος
δεῦρ᾽ ἦλθον ἀλλ᾽ οὐ χρησμὸν ἡζόμην θεοῦ;
Ἥραν νομίζων θεσφάτων κρείσσω πολὺ
1040 κοὐκ ἂν προδοῦναί μ᾽. ἀλλὰ μήτε μοι χοὰς
μήθ᾽ αἷμ᾽ ἐάσητ᾽ εἰς ἐμὸν στάξαι τάφον.
κακὸν γὰρ αὐτοῖς νόστον ἀντὶ τῶνδ᾽ ἐγὼ
δώσω· διπλοῦν δὲ κέρδος ἕξετ᾽ ἐξ ἐμοῦ·
ὑμᾶς τ᾽ ὀνήσω τούσδε τε βλάψω θανών.
1045 ΑΛ. τί δῆτα μέλλετ᾽, εἰ πόλει σωτηρίαν
κατεργάσασθαι τοῖσί τ᾽ ἐξ ὑμῶν χρεών,
κτείνειν τὸν ἄνδρα τόνδ᾽, ἀκούοντες τάδε;
δείκνυσι γὰρ κέλευθον ἀσφαλεστάτην·
ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ, ὠφελεῖ δὲ κατθανών,
1050 κομίζετ᾽ αὐτόν, δμῶες, εἶτα χρὴ κυσὶν
δοῦναι κτανόντας· μὴ γὰρ ἐλπίσηις ὅπως
αὖθις πατρώιας ζῶν ἔμ᾽ ἐκβαλεῖς χθονός.
ΧΟ. ταῦτα δοκεῖ μοι. στείχετ᾽, ὀπαδοί.
τὰ γὰρ ἐξ ἡμῶν
1055καθαρῶς ἔσται βασιλεῦσιν.
***
ΧΟΡ. Ω Αλκμήνη, μια μικρήν παραίνεση σου δίνω,
ναν τον αφήσεις καταπώς το θέλ᾽ η πόλη.
1020 ΑΛΚ. Κι αν θανατώνονταν με τη βουλή της πόλης;
ΧΟΡ. Θα ᾽τανε το καλύτερο· μα πώς να γίνει;
ΑΛΚ. Σου το μαθαίνω εύκολα εγώ· αφού τον σκοτώσω,
νεκρό στους φίλους του που θέλει τον ζητήσουν
θα τονε δώσω· έτσι το σώμα του γλιτώνει
κι αυτός εκδίκηση με τη θανή του δίνει.
ΕΥΡ. Θανάτωσέ με· δεν παρακαλώ σε· εγώ όμως
στην πόλη ετούτη, που εβουλήθη να μ᾽ αφήσει
και με σεβάστηκε για να με θανατώσει,
χρησμόν παλιόν θα της χαρίσω του Λοξίου,
που πλιότερο με τον καιρό απ᾽ όσο νομίζει
1030 θέλει ωφελέσει. Όταν πεθάνω να με θάφτε
σιμά στον ναό της θεοτικής παρθένας,
κει στην Παλλήνη, όπως η μοίρα μου έχει ορίσει.
Κι εκεί θα κείτομ᾽ εγώ φιλοξενημένος
στη γη σας πάντα αιώνιος φίλος και σωτήρας,
μα οχτρός ολέθριος γι᾽ αυτηνών τους απογόνους,
όταν με δύναμην πολλήν στη γη σας πέσουν,
την τωρινή χάρη ξεχνώντας. Τέτοιους ξένους
έχετε υπερασπιστεί! Πώς λοιπόν ήρθα
εδώ αφού τα ᾽ξερα όλα και δεν εφοβήθην
τον χρησμό; Γιατί θαρρούσα εγώ την Ήρα
ανώτερην απ᾽ τα γραμμένα κι ότι εμένα
1040 δεν θα με πρόδινε!... Μήτε σπονδές μήτ᾽ αίμα
ν᾽ αφήσετε πάνω στον τάφο μου να στάξει!
Γιατί έτσι κακόν γυρισμό θέλω τους δώσει
και σεις διπλό θα ᾽χετε κέρδος: και θα βλάψω
τούτους αποθαίνοντας, και σας θα ωφελήσω!
ΑΛΚ. Γιατί λοιπόν αργοπορείτε, αν είναι ανάγκη
να σώσετε την πόλη και τον εαυτό σας,
να τονε θανατώσετε, αφού τέτοια λέγει;
Ο ίδιος τον ασφαλέστατο δρόμο σάς δείχνει·
οχτρός είναι, που ο θάνατός του θα ωφελήσει!
1050 Ω δούλοι, σύρτε τον κι έξω σκοτώνοντάς τον
στα σκυλιά ρίχτε τον· ποτές σου μην ελπίσεις
πως πάλι από την πατρική γης θα μας βγάλεις!
ΧΟΡ. Κι εγώ ᾽μαι σύμφωνος· εμπρός, ω δούλοι!
εμείς καθάριοι θα ᾽μαστε
μπρος στον βασιλιά μας!