Αντιπροσωπευτικά μέλη της Εταιρείας ήταν ο Λ. Λεοντίδης, ένας μικροέμπορος από την Κωνσταντινούπολη που είχε υπηρετήσει στο στρατό του Ναπολέοντα και ο Ιθακήσιος Ε. Γλυκούδης που αναφέρεται ως «πλοίαρχος». Το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπιζε η Εταιρεία ήταν οι ακατάλυτοι δεσμοί που ένωναν τα μέλη της με τον κόσμο από τον οποίο προέρχονταν. Δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις ότι αυτό είχε συνειδητοποιηθεί. Οι παράδοξες και πολύπλοκες τελετές της Εταιρείας αντικατοπτρίζουν κάποια συνειδητοποίηση της αντίθεσης αυτής.
Η δραστηριότητα μύησης των νέων μελών απλωνόταν συστηματικά και ασταμάτητα. Μέσα στα επόμενα 4 - 5 χρόνια το μυστικό μεταδόθηκε σε χιλιάδες, σε όλο το γεωγραφικό χώρο το μητροπολιτικό και τον παροικιακό. Το τελετουργικό της ορκωμοσίας έφερνε συγκινήσεις και ενίσχυε την αυτοπεποίθηση πως οι ραγιάδες μπορούν με τις δυνάμεις τους επιτύχουν το μεγάλο ξεσηκωμό της Λευτεριάς.
Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλάγια στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί. Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό -κάτι καθόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και έβρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια. Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι και έπαιρνε το Ευαγγέλιο, οπότε ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να τον επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές.
Μεγάλο μέρος του τελετουργικού της Εταιρείας πήγαζε από τοπικές παραδοσιακές τελετές, ιεροτελεστίες μύησης που απέρρεαν από αρχαίες μαγικές δοξασίες και τελούνταν για να «προσηλυτιστεί» και κατ’ επέκταση να αποκτήσει ο μυούμενος μια νέα κοινωνική και πολιτική ταυτότητα. Η ονομασία του πρώτου βαθμού, Αδελφοποιητός, προέρχεται από τον όρο «αδελφοποίηση», παραδοσιακή συνήθεια των Βαλκανίων, ιδιαίτερα των περιοχών που κυριαρχούσε ο θεσμός της πατριαρχικής οικογένειας. Έτσι επεκτείνονταν ο οικογενειακός δεσμός. Οι Αδελφοποιητοί θα έπρεπε να παραμείνουν ισόβια αδερφοί και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν ο στενός αυτός δεσμός.
Τα παιδιά τους δεν έπρεπε να παντρευτούν μεταξύ τους και χρησιμοποιούσαν ειδική ορολογία π.χ. αποκαλούσαν τη μητέρα και τον πατέρα του αδερφού σταυρομάνα και σταυροπατέρα. Ο πρώτος βαθμός (Αδελφοποιητοί ή Βλάμηδες) προοριζόταν για τους απλοϊκούς και αγράμματους, Έλληνες των αγροτικών περιοχών. Οδηγίες για το τελετουργικό της μύησης περιέχονταν στο εγχειρίδιο της Εταιρείας, τη «Διδασκαλία». Χειρόγραφες οδηγίες διανέμονταν στους Ιερείς, τα μέλη του τρίτου βαθμού, που τους είχε ανατεθεί η μύηση νέων μελών.
Στις οδηγίες αυτές αναφέρονταν στην αρχή: «αφού γνωρίσεις ένα Γραικόν, ότι είναι βέβαιος και θερμός εραστής της Πατρίδας και καλός άνθρωπος, ότι δεν είναι μέλος εις καμμίαν άλλην εταιρείαν μυστικήν, όποια και αν είναι, ότι επιθυμεί να κατηχηθεί εις την Εταιρείαν μας όχι από απλήν περιέργειαν, αλλ’ από καθα ρόν πατριωτισμόν, τότε του δίδεις την υπόσχεσιν, ότι θέλεις τον δεχθεί εις την Εταιρείαν». Όπως και στο παραδοσιακό τελετουργικό της «αδελφοποίησης», καλούνταν ένας ιερέας για να απαγγείλει στο μυούμενο μέρος του όρκου μύησης. Η διαδικασία μύησης κρατούσε δύο ή τρεις ημέρες, ώστε να δοθεί χρόνος στον υποψήφιο να σκεφτεί καλά τις σοβαρές υποχρεώσεις που αναλάμβανε.
Κατά τη διάρκεια της μύησης ο μυούμενος όφειλε να δώσει δύο όρκους, τον ένα μπροστά σε ορθόδοξο ιερέα και τον άλλο χωρίς την παρουσία αυτού του προσώπου. Με τον πρώτο όρκο βεβαίωνε ότι αυτά που θα έλεγε θα ήταν αληθινά και με το δεύτερο ότι δε θα κοινολογούσε τα μυστικά της Εταιρείας. Στους όρκους μύησης χρησιμοποιούσαν τον όρο Υπέρτατον Ον. Την έκφραση αυτή, που σχετίζονταν με τον τεκτονισμό και τον δυτικό Θεϊσμό καθώς και με τη λατρεία του υπέρτατου όντος κατά τη Γαλλική Επανάσταση, δεν την ενέκριναν οι κληρικοί που γίνονταν μέλη της Εταιρείας. Έτσι πιθανόν παραλειπόταν κατά την τελετή μύησης κληρικών.
Η Εταιρεία φανέρωνε ελάχιστα από τα μυστικά της στα μέλη του πρώτου βαθμού, τα οποία διδάσκονταν τις συν θηματικές χειρονομίες και τα συνθήματα του βαθμού τους και πληροφορούνταν ότι σκοπός της Εταιρείας ήταν «η καλυτέρευση της Πατρίδας». Απαγορευόταν να γνωρίζουν το τελετουργικό και τα μέλη που είχαν ανώτερο βαθμό από τον δικό τους. Αντίθετα, τα μέλη του δευτέρου βαθμού, οι Συστημένοι, ήταν δυνατόν τελικά να ανέλθουν στον τρίτο βαθμό. Όπως όμως και οι αδελφοποιητοί, γνώριζαν ελάχιστα για την οργάνωση της Εταιρείας. Ξεχώριζαν από τους πρώτους στο ότι έπρεπε να είναι εγγράμματοι.
Το τελετουργικό της μύησης των Συστημένων ήταν σχεδόν το ίδιο με εκείνο των αδελφοποιητών, εκτός από ένα σοβαρό σημείο, την «εξομολόγηση». Ο μυούμενος όφειλε να απαντήσει σε δέκα ερωτήσεις σχετικά με το πώς ζει, τι συγγε νείς έχει, ποιο επάγγελμα ασκεί και ποια η κατάστασή του, αν συγχύσθηκε ποτέ με κανέναν, αν φιλιώθηκε, αν είναι παντρεμένος ή κλίνει να παντρευτεί, αν είχε έρωτα, αν τον ακολουθεί καμιά μεγάλη ζημιά ή μεταβολή κατάστασης, αν είναι ευχαριστημένος με το επάγγελμά του και τι θέλει περισσότερο, ποιος είναι ο πιστός του φίλος και πως σκοπεύει να ζήσει. Άμεσος σκοπός της εξομολόγησης ήταν να φανεί η προσωπική ζωή του μυούμενου και η προθυμία του να αποκοπεί από τον παραδοσιακό κόσμο.
Εξασφαλιζόταν η αποκλειστική προσήλωση του μυούμενου στην Εταιρεία, π.χ. πριν την εξομολόγηση ο μυούμενος δεχόταν την εντολή, μεταξύ των άλλων, να σκοτώσει παραβάτη της Εταιρείας, ακόμα και αν είναι ο κοντινότερος συγγενής του. Βασικό έργο των Ιερέων, των μελών του τρίτου βαθμού, ήταν η μύηση νέων μελών. Το τελετουργικό της μύησής τους ήταν περισσότερο πολύπλοκο από εκεί να των δύο άλλων βαθμών και γνώριζαν τους σκοπούς της Εταιρείας και τα περισσότερα μυστικά της. Ο υποψήφιος ιερέας έπαιρνε εντολή από τον μυητή του να τον συναντήσει μια ή δυο ημέρες μετά την πρώτη τους επαφή και να έχει μαζί του ένα μικρό κίτρινο κερί σαν της εκκλησίας.
Κατά τους ορισμούς της «Διδασκαλίας», πήγαιναν υποχρεωτικά οι δυο τους νύχτα σ’ ένα ασφαλές και απομακρυσμένο μέρος. Σύμφωνα με τις οδηγίες, πρώτα έβαζαν πάνω σε τραπέζι μια εικόνα και πάνω της άφηνε ο κατηχούμενος το κεράκι του. Το κεράκι σημαίνει τη θυσία που ο καθένας χρωστάει στην υπέρ της πατρίδας καλή προειδοποίηση. Αυτό το κεράκι είναι ο μόνος μάρτυρας που η δυστυχισμένη πατρίδα μας δίνει για την υπόσχεση της ελευθερίας της, ζητώντας από τα παιδιά της παρηγοριά της σκλαβιάς της.
Στο σημείο αυτό έδιναν στον μυούμενο την ευκαιρία να εγκαταλείψει, αν ήθελε, την τελετή πριν προχωρήσουν στα επόμενα στάδια και του φανερωθούν περισσότερα, και κατόπιν του έλεγαν ότι μόνο ο θάνατος μπορούσε να κόψει τους δεσμούς του με την Εταιρεία. Μετά ο μυούμενος γονάτιζε με το δεξί του γόνατο κοντά στο τραπέζι και έκανε τρεις φορές το σημείο του σταυρού. Έπειτα ασπαζόταν με κατάνυξη την εικόνα και βάζοντας το δεξί του χέρι ανοιχτό πάνω σ’ αυτή, άναβε το κεράκι του, σβήνοντας κάθε άλλο φως. Στο σημείο αυτό ο μυούμενος υποχρεωτικά έδινε τον Μέγαν Όρκον, το σπουδαιότερο σημείο της τελετής.
Συνάντηση στο Ισμαήλι (Οκτώβριος 1820)
Η αίσθηση της ευθύνης και η εκτίμηση της κατάστασης οδήγησε τους κορυφαίους της Εταιρίας, που αποτελούσαν την Αόρατη Αρχή, στην αναζήτηση Αρχηγού. Η τελική επιλογή - αποδοχή έφερε στην ηγεσία τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ήταν γόνος οικογένειας που είχε σταδιοδρομήσει στην υπηρεσία του Σουλτάνου, αλλά είχε δραπετεύσει (ο πατέρας Υψηλάντης με την πολυμελή οικογένειά του) στην Τσαρική Ρωσία. Εκεί είχε σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του στρατού ο Αλέξανδρος. Ονομάστηκε από τους Φιλικούς Αρχηγός με την επωνυμία Καλός.
Στο Ισμαήλι η Αόρατη Αρχή και ο Αρχηγός προσκάλεσαν τους Αποστόλους της Εταιρίας (ανάμεσά τους ο Παπαφλέσσας) και αναμένοντας εκεί (μέσα στο λοιμοκαθαρτήριο) τις αφίξεις των καλεσμένων συνεδρίαζαν μυστικά για το πότε και πώς θα δράσουν. Συμφωνήθηκε εκκίνηση επαναστατική την Άνοιξη του 1821.Όσοι συγκεντρώνονταν από παροικίες του Ελληνισμού ως εθελοντές στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ρωσίας επρόκειτο να περάσουν τα σύνορα προς τη Μολδοβλαχία (τότε Οθωμανική επικράτεια, αλλά με ιδιότυπο καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης). Πραγματικά, πέρασαν τον Προύθο προς το Ιάσιο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 με τις σημαίες της Λευτεριάς, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Ο Φαναριώτης ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχ. Σούτσος προσχώρησε στους επαναστάτες. Από το Ιάσιο κυκλοφόρησε (24 / 2 / 1821) η Προκήρυξη της Επανάστασης, όπου ανάμεσα σε άλλα υπήρχε : Διευκρίνιση ότι η Επανάσταση είναι εθνική - απελευθερωτική (μήνυμα προς τους ηγεμόνες της Ιερής Συμμαχίας) και υπαινιγμός για κάποια κραταιά Προστασία (μήνυμα προς τους ραγιάδες): «Κινηθείτε, αδελφοί, και θέλετε ιδεί μίας κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας». Οι Φιλικοί είχαν κάνει το καθήκον τους. Παράλληλες ενέργειες των Φιλικών, κατά τη συνάντηση αυτή στο Ισμαήλι ήταν:
- Επιστολές του Αρχηγού προς διάφορους αποδέκτες, π.χ. προς τους Καπεταναίους του Αιγαίου: «Η Αγγλία, η φιλοδέσποτος εκείνη και μισάνθρωπος Δύναμις αγωνίζεται με παντοίους τρόπους να βάλει εμπόδια και εντελή εξολοθρεμό να μας επιφέρει. Και τώρα θεωρεί τον επαυξάνοντα αριθμόν των εμπορικών ημών πλοίων με όμματα ζηλότυπα και φθονερά».
- Αναχώρηση των Αποστόλων για να μεταφέρουν στα πλήθη των μυημένων μελών το τελικό μήνυμα: την άνοιξη Ανάσταση. Σ’ αυτό το πλαίσιο μέσα παρακολουθούμε τον Παπαφλέσσα προς την Πελοπόννησο. Πρώτος επίσημος σταθμός του η Μυστική Συνάντηση με Πρόκριτους και Αρχιερείς στη Βοστίτσα (Αίγιο, 26 / 30 Ιανουαρίου 1821).
Εκεί διαπιστώθηκε πλήρης διάσταση απόψεων ανάμεσα στον ενθουσιώδη Απόστολο της Φιλικής και τους διστακτικούς Προκρίτους και Αρχιερείς. Εκεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εκτίμησε ότι ο Παπαφλέσσας ήταν: «απατεών και εξωλέστατος περί ουδενός άλλου φροντίζων ειμή πώς να πλουτήση εκ των αρπαγών». Ευτυχώς για τον Ελληνισμό επικράτησε ο «απατεών».
Εξάπλωση της Εταιρείας
Τρία χρόνια μετά την ίδρυσή της η Φιλική Εταιρεία μετρούσε ελάχιστα μέλη στις τάξεις της. Με τη μεταφορά της έδρας της όμως στην Κωνσταντινούπολη εγκαινιάζεται μια περίοδος έντονης δραστηριοποίησης. Ήδη «από τις αρχές του 1817», όπως αναφέρει ο Βούλγαρος ιστορικός Νικολάι Τοντόρωφ, «στους στόχους της Εταιρείας αρχίζει να παίρνει βαρύνουσα σημασία η δημιουργία ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ Σέρβων, Ελλήνων και Βουλγάρων, μέχρι του σημείου μάλιστα να γίνονται σχέδια για μια ταυτόχρονη εξέγερση στη Σερβία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία». Η Φιλική Εταιρεία επιδιώκει τη συνεργασία με τους υπόλοιπους Βαλκανικούς λαούς με στόχο μια συντονισμένη εξέγερση εναντίον της Οθωμανικής κυριαρχίας, και πρώτα απ’ όλους με τους Σέρβους.
Ο αρχηγός των Σέρβων επαναστατών Καραγεώργης Πέτροβιτς διέφυγε από την πατρίδα του μετά την ήττα του κινήματος το 1813 και εγκαταστάθηκε στη Βεσσαραβία. Την άνοιξη του 1817 ο Καραγεώργης πέρασε κρυφά, με τη βοήθεια της Φιλικής, στο σερβικό έδαφος με σκοπό να καταλάβει την εξουσία στη χώρα του και, σε περίπτωση που η Υψηλή Πύλη δεν τον αναγνώριζε, να αναλάβει την ηγεσία του επαναστατικού κινήματος που θα ξεσπούσε στην περιοχή σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής για μια συντονισμένη εξέγερση στα Βαλκάνια. Στη Σερβία φιλοξενήθηκε στο σπίτι του φίλου του Βόιτζα Βουλίτσεβιτς, που ήταν «κνιέζ» (προύχοντας) της επαρχίας Σεμενδρίας.
Ο Βόιτζα όμως πρόδωσε τον Καραγεώργη, ο οποίος δολοφονήθηκε τη νύχτα της 12ης Ιουνίου 1817 στο σπίτι του Βουλίτσεβιτς από τους ανθρώπους του αντιπάλου του Μίλος Οβρένοβιτς, και το κεφάλι του εστάλη στην Πύλη. Με το θάνατο του Καραγεώργη ναυαγεί η προσπάθεια συνεννόησης μεταξύ της Φιλικής Εταιρείας και των Σέρβων για ταυτόχρονη κινητοποίηση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Εταιρεία προσπάθησε να προσεγγίσει τον Μίλος Οβρένοβιτς για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αλλά δεν υπήρξε αποτέλεσμα λόγω των δισταγμών του τελευταίου. Μετά την ανάληψη της αρχηγίας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, οι προσπάθειες επικοινωνίας με τους Σέρβους γίνονται ακόμα πιο συστηματικές, ο Οβρένοβιτς όμως και πάλι τις αποκρούει.
Η Φιλική Εταιρεία έπρεπε πλέον να αναθεωρήσει τους στόχους της και να επαναπροσδιορίσει τις συμμαχίες της. Έτσι, αποφασίστηκε ο προσεταιρισμός οπλαρχηγών από τον ελλαδικό χώρο που είχαν συμμετάσχει σε διάφορες εξεγέρσεις και διέθεταν σχετική πείρα. Για τους τελευταίους μάλιστα καθιερώθηκαν και οι δύο τελευταίοι βαθμοί στην ιεραρχία: «αφιερωμένοι» και «αρχηγοί αφιερωμένων», ενώ χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά οι «απόστολοι», πληρεξούσιοι της Εταιρείας με σκοπό την προσέλκυση στους κόλπους της μελών σε απομακρυσμένες περιοχές.
Μείζονος σημασίας για την Εταιρεία, σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της, ήταν οι μυήσεις των τριών οπλαρχηγών από την Πελοπόννησο Παναγιώτη Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταρά, Ηλία Χρυσοσπάθη και Παναγιώτη Δημητρόπουλου το 1817 στην Οδησσό. Οι τρεις αυτοί οπλαρχηγοί, καθώς και ο Ιωάννης Χατζή‑Φαρμάκης, οπλαρχηγός από τη Μακεδονία, είναι οι πρώτοι στρατιωτικοί από την κυρίως Ελλάδα που θα ενταχθούν στη Φιλική και θα προκαλέσουν στροφή της Εταιρείας προς τον ετοιμοπόλεμο επαναστατικό κορμό του Ελλαδικού χώρου. Την ίδια περίοδο οι απόστολοι της Φιλικής επεκτείνουν το συνωμοτικό δίκτυο τόσο στον Ελληνικό χώρο όσο και στα Βαλκάνια, καθώς ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε η ιδέα μιας Βαλκανικής εξέγερσης.
Απόστολος για τη Σερβία ορίστηκε ο Γεωργάκης Ολύμπιος και για τη Βουλγαρία ο Δημήτρης Βατικιώτης, αξιωματικός του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806 ‑ 1812). Ο Βατικιώτης διοικούσε εθελοντικά τμήματα των Βουλγάρων που δρούσαν στον Δούναβη μαζί με τα Ρωσικά στρατεύματα και μύησε στη Φιλική Εταιρεία τους αρχηγούς των Βουλγαρικών αυτών σωμάτων. Ο πρόωρος θάνατός του όμως το 1819 δημιούργησε μεγάλες δυσκολίες στη συνεργασία των Βουλγάρων με τη Φιλική Εταιρεία.
Τον επόμενο χρόνο ο οπλαρχηγός Σάββας Καμηνάρης, ο οποίος διατηρούσε μόνιμες επαφές με τους Βούλγαρους, υπέβαλε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη ένα σχέδιο το οποίο προέβλεπε επαναστατικές κινητοποιήσεις στη Σερβία και τη Βουλγαρία αλλά και των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Το σχέδιο του Καμηνάρη και ο προσεταιρισμός των Βουλγάρων ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, καθώς οι Φιλικοί ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την εξέγερση των Σέρβων, απουσίαζε συντονισμός στις ενέργειές τους, ενώ σημαντική υπήρξε και η απόφαση στη γενική συνέλευση των επιφανέστερων μελών της Φιλικής Εταιρείας τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλιο να καθοριστεί ως κέντρο της επανάστασης η Πελοπόννησος.
Στο μεταξύ, από το 1818 η έδρα της Φιλικής Εταιρείας έχει μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου στους κόλπους της εισέρχεται ο μεγαλέμπορος Παναγιώτης Σέκερης, προσφέροντας σημαντική οικονομική ενίσχυση και λύνοντας προς στιγμήν ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της Εταιρείας, δηλαδή την εξεύρεση πόρων. Ιδιαιτέρως σημαντική ήταν και η μύηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις 2 Αυγούστου 1818 στη Μάνη από τον έμπορο Κυριάκο Καμαρινό, καθώς και η δράση του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου, ο οποίος αναγνωρίσθηκε από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο μέλος της Αρχής με τα αρχικά στοιχεία Α.Μ.
Η Φιλική Εταιρεία είχε πολύ μεγαλύτερο βαθμό διείσδυσης στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Ιονίου, όπου μύησε μεγάλο αριθμό τοπικών προυχόντων, καθώς στις περιοχές αυτές υπήρχαν ιδιαίτερα ισχυρές κοινοτικές δομές, σχετικά ομοιογενείς εθνοτικά πληθυσμοί και μικρή παρουσία Μουσουλμάνων. Όπως αναφέρει ο G. Frangos στην ιστορική και κοινωνιολογική μελέτη του για τη Φιλική Εταιρεία, οι προεστοί της Πελοποννήσου και οι αριστοκράτες των Ιόνιων Νήσων ήταν σε θέση να επωφεληθούν από μια οργάνωση η οποία, όπως πίστευαν, θα τους βοηθούσε να επεκτείνουν ή να ανακτήσουν την παραδοσιακή εξουσία και τα προνόμιά τους.
Όσον αφορά την επαγγελματική σύνθεση των μελών της Εταιρείας , ο G. Frangos, στηριζόμενος σε στοιχεία που προέρχονται από την αλληλογραφία των Φιλικών, αναφέρει ότι έχουν καταγραφεί 23 κατηγορίες και υποκατηγορίες επαγγελμάτων. Η πλέον πολυπληθής κατηγορία ήταν των εμπόρων, η οποία αντιστοιχούσε στο 53,7% των μελών της Εταιρείας. Στη δεύτερη επαγγελματική κατηγορία εντάσσονταν εκείνοι των οποίων τα επαγγέλματα απαιτούσαν εκπαίδευση ανώτερη του μέσου όρου (γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, φοιτητές αλλά και Φαναριώτες). Η τρίτη επαγγελματική κατηγορία, που αποτελούσε το 11,7% της σύνθεσης των Φιλικών, ήταν προεστοί, κυρίως από την Πελοπόννησο. Κληρικοί όλων των βαθμίδων αποτελούσαν το 9,5% των εταιρικών.
Επίσης, οι στρατιωτικοί -κυρίως πρώην αρματολοί και κλέφτες- που είχαν υπηρετήσει ή υπηρετούσαν ακόμη σε ξένους στρατούς αποτελούσαν την πέμπτη κατηγορία και αντιστοιχούσαν στο 8,7%. Τέλος, οι αγρότες, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των Ελληνόφωνων περιοχών, αντιστοιχούσαν μόλις στο 0,6% των μελών της Εταιρείας. Οι Έλληνες αγρότες, όπως γενικότερα και οι Βαλκάνιοι, προσκολλημένοι στην παραδοσιακή κοινωνία, έμεναν ακόμη μακριά από τις διαδικασίες εθνικής συγκρότησης, που επηρέασαν περισσότερο τις αστικές κοινότητες και τις κοινότητες της Διασποράς.
Διασπορά και Φιλική Εταιρεία
Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο της Εταιρείας εκτός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ότι οι δραστηριότητές της περιορίζονταν στις κοινότητες της Ελληνικής Διασποράς των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και της νοτιοδυτικής Ρωσίας. Οι περιοχές αυτές είχαν προσελκύσει το τελευταίο κύμα μεταναστεύσεων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από το 1821. Στη διάρκεια της περιόδου από το 1797 ως το 1815 ελάχιστοι Έλληνες μετανάστευσαν στις εγκατεστημένες από χρόνια κοινότητες της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης. Οι ηγέτες της Εταιρείας απέτυχαν να μυήσουν μέλη από το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μασσαλία ή το Άμστερνταμ, πόλεις με ακμάζουσες εμπορικές κοινότητες. Στη Ρουμανία και τη Ρωσία μυήθηκαν πρόσφατοι μετανάστες που αντιπροσώπευαν σχεδόν κάθε περιοχή του Ελλαδικού χώρου.
Αναζήτηση Αρχηγού
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1819 τα μέλη της Αρχής της Εταιρείας υπέγραψαν κοινή συμφωνία με την οποία καθοριζόταν η μελλοντική πορεία και τα καθήκοντα της ηγετικής ομάδας, καθώς ήταν πλέον εμφανής η ανάγκη για την ύπαρξη μιας κεντρικής διοίκησης που θα εκπονούσε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης, ιδίως μετά το θάνατο του Σκουφά. Στην τελευταία παράγραφο του συμφωνητικού αυτού παρεχόταν η εξουσιοδότηση στον Εμμανουήλ Ξάνθο να φανερώσει την «Αρχή» στον Ιωάννη Καποδίστρια και να του προτείνει την ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας. Παρά την εγκάρδια υποδοχή την οποία επιφύλαξε ο Καποδίστριας στον Ξάνθο, αρνήθηκε την ανάληψη της ηγεσίας της Εταιρείας.
Μετά την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Ξάνθος αυτοβούλως επισκέφθηκε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο της μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, και του πρότεινε να γίνει αρχηγός της Εταιρείας. Ο Υψηλάντης δέχθηκε χωρίς δισταγμό την αρχηγία και στις 12 Απριλίου 1820 συνυπέγραψε με τον Ιωάννη Μάνο και τον Ξάνθο έγγραφο με το οποίο οριζόταν Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Με την υπογραφή του εγγράφου αυτού άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας, η οποία υπό την ηγεσία του νέου αρχηγού της βάδιζε προς την τελική επιδίωξη του σκοπού της, που ήταν η έκρηξη εθνικής επανάστασης και η συγκρότηση εθνικού κράτους.
Εταιρεία στην Επανάσταση του '21
Τον Φεβρουάριο του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στη Μολδαβία με την περίφημη προκήρυξή του «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Οι προκηρύξεις της Φιλικής Εταιρείας, που συντάχθηκαν από λογίους του Υψηλαντικού περιβάλλοντος, συνεισέφεραν σημαντικά στην αποκρυστάλλωση της Ελληνικής εθνικής ιδεολογίας, καθώς σε αυτές γίνεται συνεχής αναφορά σε όρους και έννοιες που αποτέλεσαν στοιχεία συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Χρονικά η επανάσταση συνέπεσε με το κίνημα του Βλάχου οπλαρχηγού Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, το οποίο είχε ξεσπάσει την ίδια εποχή στη Βλαχία.
Ο Υψηλάντης συνεργάσθηκε με τον Βλαδιμηρέσκου, στην πορεία όμως, και ενώ η επανάσταση έπαιρνε δραματική τροπή, ο Βλαδιμηρέσκου κατηγορήθηκε από τους Έλληνες ότι είχε αρχίσει τις συνεννοήσεις με τους Οθωμανούς και εκτελέστηκε από τους ανθρώπους του Υψηλάντη. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Μολδοβλαχία η Φιλική Εταιρεία δυσφημήθηκε και το έργο της σε μεγάλο βαθμό απαξιώθηκε. Ο παραγκωνισμός του ηγετικού κύκλου της Φιλικής Εταιρείας από τους μηχανισμούς εξουσίας που συγκροτήθηκαν μετά την κήρυξη της Επανάστασης εντάσσεται στο πεδίο της έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των στρατιωτικών ‑Πελοποννήσιων προκρίτων και πολιτικών‑ Υδραίων, η οποία οδήγησε στην εμφύλια σύγκρουση του 1824.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε μόνος και λησμονημένος σχεδόν απ’ όλους, λίγες ημέρες μετά την αποφυλάκισή του, ύστερα από χρόνια κράτηση στις φυλακές του Μούνκατς και του Τερέζιενστατ.
Εσωτερικές Διενέξεις
Μελανές σελίδες στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας αποτελούν η εκτέλεση του Νικολάου Γαλάτη και του Δημητρίου Κούτμα, του εμπόρου Κυριάκου Καμαρινού, ο οποίος ρίχτηκε στον Δούναβη από τους Φιλικούς το 1820 για να μην παραδώσει στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια με την οποία γινόταν φανερό ότι ο τελευταίος δεν είχε σχέση με την Εταιρεία (γεγονός που θα δημιουργούσε μείωση του κύρους της Εταιρείας και αποχώρηση του Πετρόμπεη και άλλων οπλαρχηγών από αυτήν), καθώς και η απόπειρα αυτοκτονίας του Νικολάου Σπηλιάδη, ο οποίος, φοβούμενος ότι θα έχει την τύχη του Γαλάτη, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στις 29 Ιανουαρίου 1821 αλλά σώθηκε ως εκ θαύματος.
Δεν έλειπαν επίσης και οι εσωτερικές διενέξεις, οι οποίες αποτέλεσαν παρακαταθήκη για τις πολιτικές εξελίξεις μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης. Πιο συγκεκριμένα, ένα χρόνο πριν από την ανάληψη της ηγεσίας της Εταιρείας από τον Υψηλάντη, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, συνοδεύοντας τον θείο του Ιωάννη Καρατζά, πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια από τον Σουλτάνο, έφτασε στην πόλη Πίζα της Ιταλίας. Εκεί φιλοξενήθηκε στο σπίτι του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου. Τα περί κατηχήσεως του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Κωνσταντίνου Καρατζά αναφέρονται σε επιστολή του Θεοδώρου Νέγρη από το Ιάσιο προς την Αρχή στις 12 Απριλίου 1819:
«Ο ποστέλνικος Μαυροκορδάτος και ο πρίγκηψ Κωνσταντίνος Καρατζάς κατηχηθέντες έλαβον τα εφοδιαστικά ». Παρά τη μύησή του στην Εταιρεία, τόσο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος όσο και ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος ήταν αντίθετοι στο χρόνο έναρξης της επανάστασης και άσκησαν κριτική στην προσωπικότητα και τη δράση του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Η ομάδα Μαυροκορδάτου, Ιγνατίου, Θεοδώρου Νέγρη, που αποκλήθηκε «Κύκλος της Πίζας», αποτέλεσε καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα το αντίπαλο δέος της Υψηλαντικής παράταξης.
Αποτίμηση του Έργου της Φιλικής Εταιρείας
Η Φιλική Εταιρεία κατόρθωσε να ανοίξει το δρόμο για την Επανάσταση και την ίδρυση του Ελληνικού εθνικού κράτους. Μέσα στη συγκυρία της εταιριστικής δράσης που απλωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, και της διάδοσης των επαναστατικών ιδεών, η Εταιρεία οργανώθηκε και εξάπλωσε το δίκτυό της στην οθωμανική επικράτεια και εκτός αυτής. Υπήρξε Ελληνική οργάνωση με Βαλκανικές προεκτάσεις που ανδρώθηκε στο έδαφος της Ρωσίας, στη βοήθεια της οποίας πάντοτε προσέβλεπε. Χωρίς δική της πολεμική μηχανή, πέρασε στην ιστορία ως η μεγάλη συνωμοτική οργάνωση που προετοίμασε την Ελληνική Επανάσταση.
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Σύμφωνα με τη διαδεδομένη αντίληψη και όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό το 1814 από τρεις εμπόρους, τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Η νεότερη ιστορική έρευνα προσεγγίζει κριτικά τις πληροφορίες για τον χρόνο ίδρυσης της Εταιρείας ενώ καίριος ήταν ο ρόλος τουλάχιστον ενός ακόμη προσώπου, του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου. Γεγονός παραμένει ότι κανένας από τους «ιδρυτές» της δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσιος ή ιδιαίτερα επιφανής, με τη στενή σημασία του όρου.
Στόχος της μυστικής αυτής εταιρείας ήταν η συνεργασία και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την ανατροπή της Οθωμανικής κυριαρχίας και την απελευθέρωση των Ελλήνων και ευρύτερα των Χριστιανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι πρωτεργάτες της βάσισαν το μοντέλο οργάνωσής της στις μυστικές οργανώσεις της εποχής. Λέσχες και εταιρείες με πνευματικό ή εκπαιδευτικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο των οποίων καλλιεργούνταν οι εθνικές ιδέες των Ελλήνων, προϋπήρχαν. Η Φιλική Εταιρεία ωστόσο αποτελούσε μια μυστική, επαναστατική οργάνωση. Ο μυστικός χαρακτήρας της εξηγεί εν μέρει τον περιορισμένο και αμφίσημο χαρακτήρα των τεκμηρίων που άφησε πίσω της.
Η πρώτη φάση δραστηριοποίησης της Εταιρείας δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα επιτυχής. Η Εταιρεία διευθυνόταν από έναν κλειστό ηγετικό κύκλο. Αντίθετα με τη στερεοτυπική εικόνα της, αρχικά δεν στρατολόγησε πολλά νέα μέλη, δεν είχε μαζικές προσχωρήσεις, δεν εδραιώθηκε στα μεγάλα εμπορικά ή πνευματικά κέντρα του ελληνισμού. Οι δυσκολίες και η περιπλοκότητα φυσικά του εγχειρήματος δεν πρέπει να υποτιμώνται. Οι απολυταρχικές εξουσίες της εποχής αντιμετώπιζαν με πυγμή τις εξεγέρσεις. Επίσης, οι Οθωμανικές Αρχές πληροφορούνταν τις εξελίξεις ενώ ήταν εξαιρετικά καχύποπτες για τις κινήσεις των υπόδουλων πληθυσμών τους μέσα και έξω από την Αυτοκρατορία.
Η Εταιρεία δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Ρωσία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στελεχώθηκε στην αρχική της φάση από έναν μικρό σχετικά αριθμό εμπόρων. Στην ομάδα αυτήν δεν περιλαμβάνονται αποκλειστικά, όπως συχνά θεωρείται, πολύ ισχυροί και πλούσιοι επιχειρηματίες αλλά ακόμη και γραμματικοί ή υπάλληλοι εμπορικών οίκων. Τα μέλη της εταιρείας περνούσαν από διαδικασία μύησης, «δένονταν» με όρκο και λειτουργούσαν στο πλαίσιο μιας αυστηρής εσωτερικής ιεραρχίας. Η αιωρούμενη φήμη για την ύπαρξη μιας «Αόρατης Αρχής» που καθοδηγούσε την Εταιρεία παρέπεμπε φυσικά στη Ρωσία και καλλιεργούσε την απαραίτητη για τη διεύρυνσή της και την προώθηση των στόχων της πεποίθηση ότι μια μεγάλη δύναμη θα βρισκόταν στο πλευρό των κατακτημένων.
Οι στρατηγικές και οι προσανατολισμοί της Εταιρείας βαθμιαία άλλαξαν. Η Εταιρεία μετέφερε τη δραστηριότητά της στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε να στρατολογεί μέλη μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο πρόωρος θάνατος του Σκουφά (1818) και στη συνέχεια και άλλων ιδρυτικών και επιτελικών στελεχών της οργάνωσης είχε το δικό του μερίδιο στον αναπροσανατολισμό της. Σταδιακά, αυξήθηκε ο αριθμός των μελών της, χωρίς όμως να χάσει τον χαρακτήρα της κλειστής, συνωμοτικής οργάνωσης. Οι τριβές και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των ηγετικών στελεχών της Εταιρείας, οι οποίες έφτασαν ως και τη φυσική εξόντωση αντιπάλων, μαρτυρούν τις διαφορετικές επιδιώξεις και τους ανταγωνισμούς που ανέκυψαν.
Παρά τις δυσκολίες και τους κλυδωνισμούς, η οργάνωση παρέμεινε σταθερή στη βασική της επιδίωξη. Ο χαρακτήρας όμως και η σύνθεσή της άλλαξαν σταδιακά. Εκτός από τη δραστηριοποίησή της στην Κωνσταντινούπολη, η Εταιρεία κινήθηκε επίσης και στρατολόγησε μέλη κυρίως στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Ιονίου, σε περιοχές δηλαδή όπου συμπαγείς Χριστιανικοί πληθυσμοί και τοπικές ηγετικές ομάδες αποτελούσαν βασικές ομάδες στόχευσής της. Η προσχώρηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αλλά και άλλων ισχυρών προεστών και κληρικών της Πελοποννήσου αποτυπώνουν μια νέα δυναμική. Οι σχεδιασμοί και οι επιδιώξεις τοπικών ηγετικών ομάδων γίνονται σταδιακά ευκρινέστερες στο εσωτερικό της Εταιρείας.
Παράλληλα, η αναζήτηση αρχηγού αποτέλεσε βασική μέριμνά της προκειμένου μεταξύ άλλων να διασφαλισθεί και η συμβολική λειτουργία της θεωρίας της «Αόρατης Αρχής». Οι επαφές με τον Κερκυραϊκής καταγωγής υφυπουργό του Τσάρου της Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια απέβησαν άκαρπες. Έτσι, η Εταιρεία προσέγγισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο Φαναριώτικης οικογένειας και υπασπιστή του Τσάρου, ο οποίος δέχθηκε να αναλάβει την αρχηγία το 1820. Παρά τις αρχικές επιδιώξεις της Εταιρείας αλλά και τις προσπάθειες του ίδιου του Υψηλάντη, οι απόπειρες συνεργασίας με άλλους Χριστιανικούς λαούς και πληθυσμούς δεν καρποφόρησαν ενώ η εξέγερση στη Μολδοβλαχία απέτυχε.
Η επανάσταση τελικά ξεκίνησε και προχώρησε στην Πελοπόννησο. Παρά το γεγονός ότι τον προετοίμασε, η Φιλική Εταιρεία δεν διατήρησε κατ' αποκλειστικότητα ηγεμονικό ρόλο στον Αγώνα. Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας θα εξελισσόταν πιο ευνοϊκά στην Πελοπόννησο, μακριά από τα αρχικά κέντρα δραστηριοποίησης των Φιλικών και θα ακολουθούσε τον δρόμο του δημιουργώντας νέες πραγματικότητες και νέους πρωταγωνιστές. Ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στους χρόνους και στις χρονολογίες της Ιστορίας, οι επέτειοι αποτελούν πάντα καλή ευκαιρία για να ξανασκεφτούμε αλλά και να διερευνήσουμε το παρελθόν.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
To 1818 η έδρα της Φιλικής μεταφέρθηκε από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή στην καρδιά της Οθωμανικής εξουσίας, κάτι που πιστοποιούσε «την αυτοπεποίθηση των Φιλικών στις συνομωτικές οργανωτικές τους ικανότητες», ενώ ο θάνατος του Σκουφά ήταν σοβαρή απώλεια. Με αφορμή αυτό το γεγονός και με δεδομένη τη ραγδαία εξάπλωσή της, οι υπόλοιποι από τους ιδρυτές επιχείρησαν να βρουν μια μεγάλη προσωπικότητα να αναλάβει τα ηνία, θέλοντας να της προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος και αίγλη. Στις αρχές του 1818 έγινε μια συνάντηση με τον Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος όχι μόνον αρνήθηκε, αλλά αργότερα έγραψε πως θεωρούσε ότι οι Φιλικοί ήταν υπαίτιοι για τον όλεθρο που προμηνυόταν στην Ελλάδα.
Τελικά, μετά από αρκετές επαφές, τον Απρίλιο του 1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι συνθήκες έδειχναν πλέον αρκετά ώριμες για να εκδηλωθεί η εξέγερση και εκπονήθηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Κατά την κρατούσα άποψη, το σχέδιο ήταν αρχικά να ξεσπάσει ταυτόχρονα επανάσταση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, καθώς και στη Μολδοβλαχία. Παράλληλα να κάψουν τον Τουρκικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ να ηγηθεί ο Υψηλάντης της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Νεώτερη μελέτη δείχνει ότι ως αρχική εστία της Επανάστασης είχε επιλεγεί η Πελοπόννησος. Αυτό προκύπτει από τη μεγάλη συγκέντρωση "Αποστόλων" της Εταιρείας και μυήσεων σ' αυτή την περιοχή.
Επιδιώχθηκε μάλιστα η δημιουργία ενός κύκλου μελών με ηγετικές θέσεις στην τοπική κοινωνία. Το 1820, μετά από αίτημα Πελοποννήσιων προεστών και ιεραρχών δημιουργήθηκε η Εφορία της Πελοποννήσου ή της Πάτρας, όπως συχνά αναφέρεται στις πηγές. Πιστεύεται ότι η σχετική πρόταση διατυπώθηκε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο κείμενο με τον τίτλο "Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί του καλού συστήματος". Οι προτάσεις μεταφέρθηκαν από τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Οδησσό. Αυτός όρισε τρεις κοτζαμπάσηδες και τρεις ιεράρχες ως εφόρους, με επικεφαλής τον Ιωάννη Βλασσόπουλο, πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα.
Αυτή η προσπάθεια των Πελοποννησίων προεστών είχε ερμηνευτεί παλαιότερα ως αντίδραση απέναντι στην ανάπτυξη των επαναστατικών δικτύων στην Πελοπόννησο, και η αποδοχή του αιτήματος από τον Υψηλάντη ως αποτέλεσμα πολιτικού συμβιβασμού. Όμως η μελέτη των πηγών δείχνει ότι οι αρμοδιότητες της εφορίας Πελοποννήσου ήταν παρόμοιες με αυτές των άλλων εφοριών, ενώ και η εξουσία της Αρχής δεν αμφισβητήθηκε από τους Πελοποννησίους. Αντίθετα, από τις πηγές φαίνεται ότι οι τοπικές ηγεσίες της Πελοποννήσου κινήθηκαν προς την ενσωμάτωσή τους σε μοντέρνες πολιτικές και επαναστατικές δομές (όπως ήταν και η Φ. Εταιρεία), δίκτυα και σχέσεις εξουσίας.
Αυτό εξηγεί και το μεγάλο βαθμό νομιμοφροσύνης που έδειξαν οι κοτζαμπάσηδες και οι ιεράρχες της Πελοποννήσου προς τη Φ. Εταιρεία στους λίγους μήνες μέχρι την έναρξη της Επανάστασης. Αποδέχτηκαν τις αποφάσεις - εντολές της Εταιρείας για την έναρξη της Επανάστασης και τις υλοποίησαν. Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας (Ιανουάριος 1821) ήταν μια διευρυμένη σύσκεψη των μελών της εφορίας με τον απόστολο του Υψηλάντη, τον Γρηγόριο Δικαίο - Παπαφλέσσα. Ο κοινός ιστοριογραφικός τόπος ότι στη Βοστίτσα υπήρξε σύγκρουση απόψεων των κοτζαμπάσηδων και ιερέων με τον Δικαίο και ότι το ξέσπασμα της Επανάστασης έγινε περίπου τυχαία, δεν γίνεται αποδεκτό από σύγχρονους ιστορικούς.
Οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία κτλ) και η ετοιμότητα που υπήρξε το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν στη Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της Φ. Εταιρείας. Η διαδεδομένη ιστοριογραφική άποψη που θέλει τον Δικαίο απομονωμένο ή και καταδιωκόμενο από τους κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς βασίζεται στην επιλεκτική χρήση κάποιων πηγών (π.χ. Φωτάκος, Φραντζής, Π.Π.Γερμανός) και την αποσιώπηση άλλων, όπως η αποστολή του Σπ. Χαραλάμπους προς τον Ιάκωβο Τομπάζη και τους Υδραίους Φιλικούς με τις αποφάσεις της συνέλευσης της Βοστίτσας.
Πιστεύεται δηλαδή ότι στη Βοσίτσα δεν υπήρξαν μόνο αντιρρήσεις αλλά έγινε και η αποδοχή του σχεδίου για μετάβαση του Υψηλάντη στη Μάνη και έναρξη της Επανάστασης. Για ανεξιχνίαστους λόγους και αφού κάποια από τα σχέδια της Εταιρείας είχαν ήδη προδοθεί ή διαρρεύσει, η επανάσταση κηρύχθηκε το Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Στις 24 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε η περίφημη προκήρυξη του Υψηλάντη, «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων οι νέοι. Όμως η Ρωσία δεν ήλθε ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο, κατόπιν πιέσεων της Πύλης, αφόρισε επισήμως στις 23 Μαρτίου τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες:
«θέλοντες (οι επαναστάτες) να διαταράξωσιν την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιαφή αυτής σκιά με τόσης ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας και παραδίδοντας και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελον φορασθή, ότι ενεργούν ανοίκεια του ραγιαδικού χαρακτήρος».
Μπορεί η μάχη του Δραγατσανίου (Ιούνιος 1821) να οδήγησε στη σφαγή των νέων του Ιερού Λόχου και στη συντριβή του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά απετέλεσε τον ιδανικό αντιπερισπασμό για να κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ελλάδα.
ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας είναι η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ξάνθος. Και σημειώνει στα «Aπομνημονεύματά» του: ''Δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των Χριστιανών βασιλέων''. Η πορεία ανάπτυξης της Φιλικής είναι εντυπωσιακή. Το διάστημα 1814 - 1816 τα μέλη της αριθμούν περίπου 20. Ως τα μέσα του 1817 αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, αλλά και πάλι τα μέλη της δεν υπερβαίνουν τα 30. Όμως, από το 1818 σημειώνονται αθρόες μυήσεις.
Κατά το 1820 εξαπλώνεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και τις περισσότερες Ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Χιλιάδες υπολογίζονται οι μυημένοι, μολονότι είναι γνωστά μόνο 1096 ονόματα. Τους πρώτους μήνες του 1821 τα μέλη της αριθμούν δεκάδες χιλιάδες. Η οργάνωση είχε υπερβεί τα ίδια της τα όρια. Στις γραμμές της συσπειρώνονται κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αγωνιστικό ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στον αγώνα για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας).
Οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά. H ανάληψη της ηγεσίας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη συνδέεται με τη διαμόρφωση σχεδίου για την έναρξη της Επανάστασης. Kατά τη διάρκεια του 1820 το σχέδιο τροποποιήθηκε αρκετές φορές σε μεγάλο βαθμό, γιατί η διεύρυνση της Εταιρείας και η στρατολόγηση εθελοντών είχε δημιουργήσει υποψίες για τη δράση της και είχαν πραγματοποιηθεί συλλήψεις ορισμένων μελών. Έτσι, στις αρχές του 1821 επισπεύτηκε η έναρξη της Επανάστασης, η οποία φαίνεται ότι προβλεπόταν να ξεκινήσει σχεδόν ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές περιοχές: στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στο Μοριά και στην Κωνσταντινούπολη.
Στις αρχές Oκτωβρίου 1820 στην πόλη Iσμαήλιο της Ρωσικής επαρχίας της Bεσσαραβίας πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση μελών της Εταιρείας ύστερα από πρωτοβουλία του Aλ. Υψηλάντη. Μεταξύ αυτών που συγκεντρώθηκαν με σκοπό τον καθορισμό της ημερομηνίας εκδήλωσης της επανάστασης και της συγκεκριμενοποίησης του σχεδίου ήταν και οι Εμμανουήλ Ξάνθος, Χρ. Περαιβός και Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Σε ό,τι αφορά το χρόνο εκδήλωσης της επανάστασης αποφασίστηκε ότι θα ξεσπούσε στα τέλη Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου στην Πελοπόννησο, στην οποία θα μετέβαινε ο Aλ. Υψηλάντης με πλοίο από την Τεργέστη.
Λίγες μέρες νωρίτερα θα είχε εκδηλωθεί κίνημα και στη Μολδοβλαχία. Επρόκειτο για κίνηση αντιπερισπασμού που προβλεπόταν ωστόσο να ενισχυθεί από τη Ρωσία αλλά και από ταυτόχρονο επαναστατικό ξεσηκωμό των Σέρβων. Έτσι, η Επανάσταση στην Πελοπόννησο θα εκδηλωνόταν σε μια εποχή γενικότερου επαναστατικού ξεσηκωμού σε ολόκληρη την Οθωμανοκρατούμενη Βαλκανική χερσόνησο. Στο σχεδιασμό αυτό βοηθούσε και ο πόλεμος μεταξύ του Αλή-Πασά και των σουλτανικών στρατευμάτων, ενώ θετικό ενδεχόμενο θα ήταν η πρόκληση ενός ακόμη Ρωσο-Οθωμανικού πολέμου.
Ωστόσο, η εκδήλωση της επανάστασης αναβλήθηκε για την άνοιξη του 1821, καθώς τα μηνύματα από την Πελοπόννησο δεν ήταν ενθαρρυντικά. Kατόπιν αποφασίστηκε να ηγηθεί ο Aλ. Υψηλάντης του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, από όπου θα διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο πολεμώντας και θα κατέληγε στην Πελοπόννησο. Προβλεπόταν ακόμη στάση των Ελληνικών πληρωμάτων στο ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, πυρπόληση του Οθωμανικού στόλου και σύλληψη του σουλτάνου μέσα στο γενικότερο χάος που θα προκαλούνταν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
Τελικά, στα μέσα Φεβρουαρίου αποφασίστηκε στο Κίσνοβο της Βεσσαραβίας να περάσει ο Υψηλάντης στη Μολδαβία και να κηρύξει την έναρξη της επανάστασης στις 27 Φεβρουαρίου 1821, ημέρα που συνέπιπτε με την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Oι παράγοντες που οδήγησαν στην εκδήλωση της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είχαν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με το ειδικό καθεστώς που απολάμβαναν οι γειτονικές στη Ρωσία επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H Μολδαβία και η Βλαχία διοικούνταν από Φαναριώτες που διορίζονταν από το Σουλτάνο και παρότι τυπικά οι περιοχές αυτές ανήκαν στην Αυτοκρατορία, Οθωμανικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν σ' αυτές χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Ρωσίας.
Oι ολιγάριθμες φρουρές δεν ήταν ικανές να υπερασπιστούν την περιοχή, ενώ υπήρχε ελπίδα ότι η Ρωσία δε θα επέτρεπε την είσοδο Οθωμανικών στρατευμάτων. Επιπλέον, ηγεμόνας της Μολδαβίας ήταν ο Φιλικός Μιχαήλ Σούτσος που διατηρούσε δύναμη ενόπλων, ενώ επικεφαλής στρατιωτικών σωμάτων στη Βλαχία ήταν οι επίσης Φιλικοί Γεωργάκης Ολύμπιος και Γιάννης Φαρμάκης. Παρότι οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν λιγοστοί, επικεντρωμένοι στις πόλεις και απασχολούμενοι σε διοικητικές θέσεις, ευελπιστούσαν ότι θα μπορούσαν να πάρουν με το μέρος τους τους ντόπιους πληθυσμούς.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η συνεργασία με τον βλάχο επαναστάτη Βλαδιμιρέσκου,ο οποίος την εποχή εκείνη ηγούνταν ενός κινήματος φτωχών αγροτικών πληθυσμών. Kανείς από τους υπολογισμούς αυτούς δεν επιβεβαιώθηκε. Οι τοπικοί πληθυσμοί δεν είδαν φιλικά μια κίνηση στην οποία συμμετείχαν οι Φαναριώτες ηγεμόνες. H επιφυλακτικότητα του Βλαδιμιρέσκου, που διατηρούσε επαφή και με τους Οθωμανούς, οδήγησε τους Φιλικούς στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του. Tέλος, οι βιαστικές προετοιμασίες και ο ελλιπής εξοπλισμός των σχετικά ολιγάριθμων Βαλκάνιων εθελοντών που αποτελούσαν το στρατό του Υψηλάντη δεν ήταν δυνατόν να ισοσταθμιστούν με τον όποιο ηρωισμό επιδείκνυαν στη διάρκεια των μαχών.
Tέλος, η απραξία των Φιλικών στην Κωνσταντινούπολη και ιδίως η καταδίκη του κινήματος του Υψηλάντη από το Ρώσο Αυτοκράτορα διέψευσαν και τις τελευταίες ελπίδες για μια θετική κατάληξη του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Τρία χρόνια μετά την ίδρυση της Εταιρείας ο Τσακάλωφ άρχισε να αμφιβάλει για την όλη προσπάθεια. Πρότεινε στο Σκουφά ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να ξεχάσουν τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει προς το έθνος και να διαλύσουν την Εταιρεία. Ο Σκουφάς όμως επέμεινε να συνεχίσουν το έργο που ανέλαβαν, και έπεισε τον Τσακάλωφ να μεταφέρουν την έδρα της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη. Συμφώνησαν και οι δυο να μην μυούν νέα μέλη, ώσπου να πεισθούν ότι το Έθνος ήταν διατεθειμένο να αγωνιστεί για την ελευθερία του, και ότι υπήρχαν τα οικονομικά μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Συνέταξαν τότε το πρώτο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης από ίδρυσης της Εταιρείας, για τη διενέργεια έρευνας στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο οι κάτοικοί τους ήταν έτοιμοι να αναλάβουν επαναστατική πρωτοβουλία. Με βάση τα πορίσματα της έρευνας αυτής, θα επέλεγαν τον τόπο έναρξης της επανάστασης και, το σπουδαιότερο, θα οριζόταν ένας διακεκριμένος Έλληνας για να ηγηθεί στον αγώνα. Μόνο μετά την εκπλήρωση όλων αυτών θα αποφάσιζαν να μυήσουν νέα μέλη, υποστήριζε ο Τσακάλωφ.
Περίπου τότε, πριν μεταφερθεί δηλαδή η έδρα της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, ο Σκουφάς συνάντησε τρεις Μανιάτες οπλαρχηγούς, τον Ηλία Χρυσοσπάθη, τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο και τον Παναγιώτη Παπαγεωργίου, γνωστό ως Αναγνωσταρά, που πήγαιναν εκ μέρους των συμπατριωτών τους να ζητήσουν από τη Ρωσική κυβέρνηση τα χρήματα που τους όφειλαν για τις υπηρεσίες τους στις Ρωσικές δυνάμεις που έδρευαν στα Επτάνησα το 1806. Ο Σκουφάς πίστευε ότι οι Μανιάτες οπλαρχηγοί ήταν τα ενδεδειγμένα πρόσωπα για την έρευνα που ήθελαν οι Φιλικοί. Ως τέταρτο απεσταλμένο επέλεξαν οι Φιλικοί το Μακεδόνα Ιωάννη Φαρμάκη.
Πριν φύγουν από την Πετρούπολη, οι τέσσερις απεσταλμένοι μυήθηκαν στην Εταιρεία και συμφώνησαν να συναντήσουν πάλι το Σκουφά στην Κωνσταντινούπολη, που θα τους έδινε οδηγίες για τις ενέργειές τους στην Ελλάδα. Ο Ξάνθος πίστευε ότι οι πράκτορες αυτοί υπέθεσαν ότι η Εταιρεία τελούσε υπό την αιγίδα της Ρωσίας και γι’ αυτό δε δίστασαν να ορκιστούν. Ο Σκουφάς έφθασε στην Κωνσταντι νούπολη μαζί με δυο άλλους Φιλικούς τον Απρίλιο του 1818. Σύμφωνα με τον Ξάνθο τα χρήματά τους δεν έφθαναν ούτε για τις βιοτικές τους ανάγκες. Αλλά και ο Ξάνθος δεν ήταν σε καλύτερη θέση και το μόνο που μπορούσε ήταν να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του. Λίγες βδομάδες μετά την άφιξη του Σκουφά στην Κωνσταντινούπολη οι τύχες της Εταιρείας βελτιώθηκαν.
Ο Σκουφάς επιδίωξε να συναντήσει και να ζητήσει τη βοήθεια του Παναγιώτη Σέκερη, αδερφού του Αθανασίου, με τον οποίο είχε ζήσει στην Οδησσό. Ο άλλος τους αδερφός ο Γεώργιος ήταν το πρώτο μυημένο μέλος της Εταιρείας. Ο Παναγιώτης ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία και ο πιο πετυχημένος οικονομικά από τους αδερφούς Σέκερη. Τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας κατόπιν σκέψης επέλεξαν τον Αναγνωστόπουλο, που είχε εν τω μεταξύ γίνει μέλος της Ανώτατης Αρχής, να έρθει σε επαφή με τον Π. Σέκερη. Αυτός φεύγοντας από την Οδησσό πήρε μαζί του συστατική επιστολή του Αθανασίου Σέκερη προς τον αδερφό του και οδηγίες να μην αποκαλύψει την ταυτότητα της Αρχής.
Ο Π. Σέκερης μετά τη συνάντησή του με τον Αναγνωστόπουλο έγινε μέλος της Εταιρείας και συνεισέφερε 10.000 γρόσια ποσό υπερδιπλάσιο από εκείνο που κατάφεραν οι Φιλικοί να μαζέψουν μέχρι τότε. Η μύηση του Π. Σέκερη σημαδεύει την αρχή της φάσης που δραστηριοποιείται η Εταιρεία και μυούνται νέα μέλη. Τώρα που τα οικονομικά βελτιώθηκαν, ο Σκουφάς, πιθανόν και ο Ξάνθος, ανυπομονούσαν για την αύξηση των μελών της Εταιρείας και την έναρξη των προετοιμασιών για τον αγώνα. Ο Σκουφάς επίσης αποφάσισε νέα μεταφορά της έδρας της Εταιρείας από την Κωνσταντινούπολη στην Πελοπόννησο, που τη θεωρούσε πιο κατάλληλη περιοχή για την έναρξη της επανάστασης.
Αναμφίβολα η μεγάλη απόσταση από την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, η αυτονομία της Μάνης και οι επανειλημμένες ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων στην περιοχή αυτή επηρέασαν την παραπάνω απόφαση. Πριν ξεκινήσει για την Πελοπόννησο ο Σκουφάς ασθένησε σοβαρά το Μάιο του 1818 και το ίδιο καλοκαίρι πέθανε. Ο Τσακάλωφ διέκρινε ένα θετικό στοιχείο στην ατυχία αυτή, τ’ ότι αποκλείονταν βιαστικές ή πρόωρες ενέργειες. Κατά την άποψή του, οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να επιδοθούν σε αγώνα για την απελευθέρωσή τους. Ο Τσακάλωφ πίστευε ότι η Εταιρεία δεν είχε ούτε αρκετά χρήματα, ούτε όπλα, ούτε και μέλη ακόμα. Παρά την ασθένειά του, λίγο πριν πεθάνει ο Σκουφάς έκανε μεγάλο αγώνα για να αυξηθούν τα μέλη της Εταιρείας.
Τότε περίπου επέστρεψαν από τη Ρωσία οι Μανιάτες οπλαρχηγοί, που διέδιδαν τη φήμη την οποία άκουσαν στη Ρωσία, ότι ο Καποδίστριας ήταν ο μυστικός αρχηγός της Εταιρείας. Η φήμη αυτή τους έδωσε θάρρος να αναλάβουν ενεργό δράση. Ο καθένας τους ανέλαβε την αποστολή να σφυγμομετρή σει την ετοιμότητα και προθυμία των κατοίκων ορισμένων περιοχών να ξεσηκωθούν. Παράλληλα, με οδηγία του Σκουφά, μυούσαν στην Εταιρεία όλους τους Έλληνες που τους ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Αυτοί λοιπόν ονομάστηκαν «απόστολοι» και το έργο τους περιγράφονταν ως «προσηλυτισμός».
Ο Αναγνωσταράς έμελλε να γίνει ο απόστολος της Εταιρείας στην Ύδρα, στις Σπέτσες και στη γενέτειρά του Πελοπόννησο, ο Φαρμάκης στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, ενώ ο Χρυσοσπάθης και ο Δημητρόπουλος στη Μάνη. Ο Σκουφάς πέθανε τον Ιούλιο του 1818, πριν συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για την πρώτη επιχείρηση των «αποστόλων». Το ποσό των 10.000 γροσίων, προσφορά του Σέκερη, σχεδόν εξαντλήθηκε σε 3 μήνες. Ο Σκουφάς δεν ξαναζήτησε τη βοήθεια του Σέκερη, για να μη θεωρήσει αυτόν και τους συντρόφους του απατεώνες. Στράφηκε αλλού για βοήθεια.
Κατά τον Φιλήμονα, ο Φιλικός Δημήτριος Ύπατρος από το Μέτσοβο πρότεινε τότε στο Σκουφά να προσπαθήσουν να βρουν τη χημική σύσταση της «Λίθου των Φιλοσόφων», ώστε να αποκομίσει η Εταιρεία κέρδη από τη με τατροπή του χαλκού και του μολύβδου σε ευγενή μέταλλα. Ο Σκουφάς βρήκε την πρόταση ενδιαφέρουσα, αλλά πέθανε πριν ασχοληθεί μαζί της. Μετά το θάνατο του Σκουφά, ο Ξάνθος και ο Αναγνωστόπουλος έκριναν ότι για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και κάποια γενναία προσφορά του Σέκερη καλό θα ήταν να του αποκαλύψουν όλα τα σχετικά με την Αρχή. Αυτό το ανέλαβε ο Αναγνω στόπουλος, που είχε μυήσει το Σέκερη.
Ο Σέκερης όχι μόνο δέχθηκε με ψυχραιμία τα μυστικά που είχαν φοβηθεί αρχικά να του εμπιστευθούν, αλλά και ορκίστηκε ότι θα προσέφερε για τους σκοπούς της Εταιρείας την περιουσία και τη ζωή του. Έγινε μέλος της Αρχής και κατά το τέλος του 1818 εξασφάλισε στην οργάνωση τουλάχιστον 25.000 γρόσια. Ο καθένας από τους τέσσερις αποστόλους έλαβε ένα σημαντικό ποσό για να συνεχίσει το έργο του. Ύστερα από τέσσερα χρόνια περιορι σμένης δράσης, η Εταιρεία θα οργάνωνε τους Έλληνες που δεν είχαν φύγει ποτέ από τις πόλεις και τα χωριά τους και που σπάνια συναντούσαν πατριώτες τους από άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το καλοκαίρι του 1818 και άλλοι «απόστολοι» εξόρμησαν για να στρατολογήσουν νέα μέλη.
Αν και δραστηριοποιήθηκαν περισσότερο από ό,τι είχε φανταστεί ο Σκουφάς ένα χρόνο πριν, ακόμη δεν είχαν μυηθεί μέλη σε όλες τις παραδοσιακές Ελληνικές περιοχές. Ο Αρτινός Ασημάκης Κροκιδάς, πρώ ην εμπορικός συνεργάτης του Ξάνθου, ανέλαβε να προσηλυτίσει τους Έλληνες της υπηρεσίας του Αλή-Πασά. Ο εμποροϋπάλληλος Αντώνιος Πελοπίδας από τη Στεμνίτσα έδρασε στην Πελοπόννησο και ο Δημήτριος Ύπατρος στην Αλεξάν δρεια, στην πλούσια Ελληνική παροικία. Ο Γαβριήλ Κατακάζης θα αντιπροσώπευε την Εταιρεία στη Ρωσία, με την ελπίδα ότι αν και πολύ νέος (26 χρονών), ως γραμματέας που ήταν στη Ρωσική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη θα κατάφερνε να πετύχει εκεί που ο Σκουφάς απέτυχε.
Ο επίσης Αρτινός Χριστόδουλος Λουριώτης έφυγε για την Ιταλία, αλλά πέθα νε λίγο μετά την άφιξή του εκεί. Όλοι οι προηγούμενοι εκτός του Κατακάζη, ήταν απόδημοι μικρέμποροι ή στρατιωτικοί. Οι περισσότεροι δεν κατόρθωσαν να περατώσουν την αποστολή τους. Ως το Σεπτέμβριο του 1818 φάνηκε ότι ήταν απαραίτητη κάποια μορφή διοίκησης και ένα πιο συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης. Ο θάνατος του Σκουφά αφήνει ανοιχτό και το θέμα της αρχηγίας. Έτσι στις 22 Σεπτεμβρίου 1818 τα ηγετικά στελέχη της Εταιρείας υπέγραψαν μια συμφωνία που προσδιόριζε τις υποχρεώσεις και σχεδίαζε τη δράση τους. Αποφασίσθη κε επίσης να βρουν κατάλληλο αρχηγό, ένα πρόσωπο που θα συγκέντρωνε το σεβασμό όλων των Ελλήνων.
Ο Ξάνθος ανέλαβε να προτείνει στον Καποδίστρια την ανάληψη του αξιώματος. Συγχρόνως η Αρχή, που μετονομάσθηκε σε «Κινητική Αρχή», έγινε συλλογικό σώμα και τα μέλη της αποφασίσθηκε να ασχολούνται απο κλειστικά με τις υποθέσεις της Εταιρείας. Ωστόσο στον Αντώνιο Κομιζόπουλο και στον Αθανάσιο Σέκερη δόθηκε η άδεια των έξι μηνών που ζήτησαν για να φροντίσουν προσωπικές τους υποθέσεις. Στους υπόλοιπους δόθηκε άδεια τριών μηνών, ενώ στον Παναγιώτη Σέκερη, που η παρουσία του ως εμπόρου στην Κωνσταντι νούπολη θεωρήθηκε χρήσιμη κάλυψη, δόθηκε η άδεια να συνεχίσει τις εμπορικές του επιχειρήσεις, από τις οποίες θα είχε οφέλη και η Εταιρεία.
Ως τις παραμονές της επανάστασης, η Εταιρεία προσέλκυσε μέλη από όλες σχε δόν τις σημαντικές περιοχές και κοινωνικές ομάδες του Ελληνισμού. Σύμφωνα με τον κατάλογο των μελών της οργάνωσης, που καλύπτει τμήμα μόνο της πραγματικής δύναμής της, το 53,7% (479) ήταν έμποροι. Ακολουθούσαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες (δάσκαλοι, γιατροί, γραμματείς κ.α.) σε ποσοστό 13,1% (177). Τρίτοι ήταν οι πρόκριτοι των επαρχιών, κυρίως από την Πελοπόννησο, 11,7% (111), οι κληρικοί όλων των βαθμών 9,5% (85), στρατιωτικοί και μισθοφόροι, κυρίως παλιοί αρματολοί και κλέφτες, που υπηρετούσαν στο παρελθόν ή και ακόμα σε ξένους στρατούς 8,7% (78).
Τέλος, από την πιο πολυάριθμη τάξη της ηπειρωτικής Ελλάδας, τους αγρότες, μέλη ήταν μόλις το 0,6% (6). Παρά την ασήμαντη αυτή συμμετοχή των αγροτών, η ευρεία αντιπροσώπευση πολλών τάξεων στην Εταιρεία, ιδίως μετά το 1818, οδήγησε ορισμένους συγγραφείς στον ισχυρισμό ότι η Εταιρεία ήταν γνήσιος εθνικός συνασπισμός, στον οποίο εξαφανίζονταν ταξικά και τοπικά συμφέ ροντα για χάρη της πατρίδας. Τα μέλη και οι ιδρυτές της Εταιρείας δεν διέθεταν πε ριουσίες. Πολλοί πρόκριτοι της Πελοποννήσου, από την άλλη, έγιναν μέλη, γιατί πίστεψαν ότι έτσι εξασφάλιζαν έναν ξένο σύμμαχο (τη Ρωσία) που θα εγγυόταν για τα κεκτημένα τους προνόμια.
Οι προεστοί επίσης γίνονταν μέλη ως αρχηγοί ομάδων και όχι ως άτομα, χωρίς να εγκαταλείπουν τα προσωπικά τους συμφέροντα και χωρίς να ενστερνίζονται πραγματικά τους σκοπούς της Εταιρείας. Διέφεραν λοιπόν τα κίνητρα εγγραφής διαφόρων κοινωνικών ομάδων στην Εταιρεία, όπως διέφερε και ο ενθουσιασμός και η προσήλωση στους σκοπούς της. Τελικά τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1820 ο Ξάνθος συνάντησε στην Πετρούπολη δύο φορές τον Καποδίστρια, τον ενημέρωσε για την Εταιρεία και την κατάστασή της και προσπάθησε να τον πείσει να αναλάβει την αρχηγία της, αλλά εκείνος έκρινε ότι το συμφέρον του έθνους ήταν να μη δεχτεί.
Ο Ξάνθος στράφηκε τότε, ίσως και με υπόδειξη του Καπο δίστρια, προς άλλο επιφανή Έλληνα στην υπηρεσία της Ρωσίας, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Αυτός, νέος 28 ετών τότε, δέχθηκε την πρόταση του Ξάνθου με ενθουσιασμό, αφού συμβουλεύτηκε πρώτα τον Καποδίστρια, κατά τα γραφόμενα του Φιλήμωνα. Εξήγησε όμως ότι από τη φύση των καθηκόντων του, κυρίως πολεμικών, έπρεπε να έχει πλήρη αρμοδιότητα στη λήψη των αποφάσεων. Ο Ξάνθος συμφώνησε και υπογράφτηκε σχετικό πρακτικό στις 12 Απριλίου 1820. Οι μυημένοι τώρα ανέρχονταν σε χιλιάδες, το «μυστικό» κυκλοφορούσε σ΄ όλο τον Ελλαδικό και Βαλκανικό χώρο και τις παροικίες.
Είχε φτάσει από ακριτομυθίες, πληροφοριοδό τες ξένων μυστικών υπηρεσιών ή το φόβο ως τις Τουρκικές αρχές, ενώ νωρίτερα το είχαν πληροφορηθεί και οι Ρωσικές αρχές. Έγιναν προσπάθειες συνεννόησης και συνεργασίας με τους άλλους Βαλκανικούς λαούς, ώστε η εξέγερση να είναι καθολική. Οι οραματισμοί του Ρήγα για την κατάλυση της Οθωμανικής τυραννίας φάνηκε ότι άρχιζαν να πραγματοποιούνται. Για διάφορους όμως λόγους δεν ευοδώθηκαν τελικά αυτές οι προσπάθειες. Δημιούργησαν όμως τις προϋποθέσεις για την έναρξη του Ελληνικού Αγώνα από τη Βόρεια Βαλκανική και τη γένεση του Βαλκανικού φιλελληνισμού, που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης.
Η Αρχή ανέθεσε την αρχηγία στον Καποδίστρια, επιδιώκοντας να αποχτήσει η Εταιρεία ηγεσία ικανή και με κύρος, ώστε να διατηρήσει και να ενισχύσει την εντύπωση για Ρωσική υποστήριξη. Επίσης γύρευε να εμπλακεί η Ρωσία στην επιχείρησή τους και να προκληθεί τελικά Ρωσοτουρκικός πόλεμος, όπως γράφει ο Σπηλιάδης και επιβεβαιώνουν, ως ένα σημείο τουλάχιστον, ο Φωτάκος και ο Φιλήμων. Η Αρχή σκέφτηκε ότι, αντί να περιμένει να εκραγεί Ρωσοτουρκικός πόλεμος από άλλες αιτίες και έπειτα να κηρύξει την επανάσταση στην Ελλάδα, όπως σκέπτονταν πολλοί τότε, θα ήταν δυνατόν αντίστροφα να προκαλέσει Ρωσοτουρκικό πόλεμο με την κήρυξη της Ελληνικής επανάστασης και την ανάμιξη σ΄ αυτή του Καποδίστρια.
Ο Ξάνθος ζήτησε από τον Καποδίστρια όχι μόνο να συμμετάσχει στην Εταιρεία, να προετοιμάσει και να διευθύνει την επανάσταση, αλλά και να εξασφαλίσει μυστική βοήθεια από τη Ρωσία σε χρήματα και σε όπλα, κάτι που θα σήμαινε συνενοχή του ίδιου του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου. Ως επιχείρημα για τη βοήθεια επικαλέσθηκε συμμαχική περίπου υποχρέωση της Ρωσίας απέναντι στους Έλληνες, επειδή στο παρελθόν είχαν εκτεθεί σε κινδύνους και είχαν υποστεί δεινά εξαιτίας της. Η Εταιρεία μυστικά υπολόγιζε και επεδίωκε να εμπλακεί και η Ρωσία στην Ελληνική επιχείρηση. Ο Καποδίστριας όμως συμβούλευσε προσωρινή αναστολή της δράσης της Εταιρείας.
Απ’ την άλλη μεριά υπολόγιζε ότι, αν αποδεχόταν την αρχηγία της επανάστασης, θα καταδίκαζε εκ των προτέρων σε αποτυχία τον Ελληνικό αγώνα, που θα εμφανιζόταν ως Ρωσική επιχείρηση και θα προκαλούσε έτσι αμέσως την εχθρότητα και αντίδραση των αντιζήλων της Ρωσίας Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Έτσι, θα αποκλειόταν ολωσδιόλου η Ρωσική επέμβαση υπέρ των Ελλήνων. Θεώρησε δε ότι επιβαλλόταν όσο ποτέ να διατηρήσει την υψηλή του θέση στη Ρωσική κυβέρνηση, ώστε από αυτή να υπηρετήσει το Έθνος που θα εισερχόταν σε αγώνα κρίσιμο για την ιστορική του ύπαρξη.
Με την ανάληψη της αρχηγίας από τον Υψηλάντη υπερνικήθηκαν οι τάσεις απειθαρχίας στις τάξεις της Εταιρείας, οι αμφιβολίες και η κρίση εμπιστοσύνης γύρω από την άγνωστη Αρχή και μυήθηκαν σημαντικοί Έλληνες που ως τότε την αγνοούσαν ή ήταν επιφυλακτικοί. Πολλοί από τα ανώτατα στελέχη της Εταιρείας φρονούσαν ότι υπήρχαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επανάσταση, ενώ η αναβολή της ήταν επικίνδυνη. Μάλιστα ο Υψηλάντης ενθαρρύνθηκε από τον Καποδίστρια στη μυστική τους συνάντηση (Μάιο ή Ιούνιο του 1820). Άλλα ευνοϊκά στοιχεία ήταν ο πόλεμος του Σουλτάνου με τον Αλή-Πασά και η στάση της Ρωσίας που προκαλούσε την ελπίδα ότι θα πα ρείχε στους Έλληνες συνδρομή «εκ των ενόντων».
Έτσι ο Υψηλάντης επιδόθηκε σε συνεργασία με τον Ξάνθο και άλλους εμπίστους στην επίσπευση της ηθικής και υλικής προετοιμασίας του Αγώνα, και στη μελέτη και επεξεργασία της στρατηγικής που έπρεπε να ακολουθήθει. Για την ηθική προπαρασκευή έστειλε η Αρχή επιστολές προς τους νοημονέστερους και ενεργητικότερους Φιλικούς, αναγγέλλοντάς τους την ανάληψη της ηγεσίας της Εταιρείας από τον Υψηλάντη. Σε ορισμένους έγραψε και ο ίδιος. Χαρακτηριστικές είναι οι δυο επιστολές προς το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη από τις 15 Ιουνίου 1820. Για την υλική προπαρασκευή αναδιοργανώθηκαν οι Εφορείες της Εταιρείας και δόθηκε η εντολή να κινηθούν όλοι δραστικότερα για τη συγκέντρωση χρημάτων.
Συστήθηκαν και άλλες επιτροπές με οικονομική αποκλειστικά αρμοδιότητα και εγκρίθηκε το καταστατικό εμπορικής, φαινομενικά, εταιρείας με τον τίτλο «Φι λόμουσος γραικική εμπορική Εταιρεία», για να εξασφαλιστούν μεγάλα χρηματικά ποσά. Σοβαρές ελπίδες υπήρχαν για υλική ενίσχυση από την Κύπρο και την Αίγυπτο. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών ήταν περιορισμένα για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί ο χρόνος ως την έναρξη της επανάστασης ήταν λίγος. Στην ηθική κυρίως προπαρασκευή της επανάστασης συνέβαλε η μετάβαση του Υψηλάντη στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις της νότιας Ρωσίας, για να γνωρίσει τα στελέχη της Εταιρείας και να συνεργα στεί μαζί τους, αλλά και για να βρίσκεται πιο κοντά στις περιοχές όπου θα διεξαγόταν η επανάσταση.
Στην περιοδεία του αυτή ο Υψηλάντης ασχολήθηκε με ποικίλα οργανωτικά θέματα και προπάντων με την κατάστρωση της στρατηγικής της επανάστασης. Μελέτησε διάφορα σχέδια που του υποβλήθηκαν και, κατόπιν επεξεργασίας, ενέκρινε το «Σχέδιον Γενικόν» που είχαν συντάξει ο Γεώργιος Λεβέντης και ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας. Σύμφωνα με το αξιόλογο αυτό σχέδιο, που πήρε την τελική του μορφή τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλιο, οι βασικοί στόχοι που έπρεπε να επιδιώξει η επανάσταση ήταν:
- Η εξασφάλιση συμμάχων.
- Η δημιουργία αντιπερισπασμού του εχθρού με συνακόλουθη κατάτμηση των δυνάμεών του.
- Η παραπλάνησή του ως προς τον κύριο αντίπαλο.
- Η απόκρυψη των δυνάμεων και των προθέσεων του Έθνους.
- Ο αιφνιδιασμός του εχθρού.
Για την πραγμάτωση των στόχων αυτών αποφασίστηκε ν’ ακολουθήσουν τα εξης στρατηγικά βήματα:
- Εξέγερση των Σέρβων και Μαυροβουνίων, που ευκταίο ήταν να προηγηθεί.
- Αποστασία της Μολδοβλαχίας με πρωτοβουλία των εκεί Ελλήνων στρατιωτικών αρχηγών Γεωργάκη Ολύμπιου και Σάββα Φωκιανού, ικανή να προκαλέσει ενδεχόμενα και Ρωσοτουρκικό πόλεμο.
- Εμπρησμός του Τουρκικού στόλου στο ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, που θα έπρεπε να γίνει πριν αρχίσει η επανάσταση και να εμφανιστεί ως τυχαίο συμβάν.
Υπολογιζόταν η Πελοπόννησος ως κέντρο της επανάστασης και προβλεπόταν η μετάβαση εκεί του Υψηλάντη μαζί με το Δικαίο για την έναρξη του Αγώνα στην Ελλάδα. Στην περιοδεία του αυτή στην Οδησσό συνάντησε ο Υψηλάντης και τον εκλεκτό Φιλικό Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, διερμηνέα στο Ρωσικό προξενείο των Πατρών. Του εμπιστεύτηκε ότι κατάλληλος χρόνος έναρξης της επανάστασης ήταν οι αρχές του 1821 και τόπος η Πελοπόννησος. Ο Παπαρρηγόπουλος παρατήρησε ότι η επανάσταση δεν έπρεπε να αρχίσει στην Πελοπόννησο, για να μην στραφούν προς τα εκεί ισχυρές δυνάμεις των Τούρκων και ο Σουλτάνος ίσως έδινε αμνηστία στον Αλή-Πασά, για να συμπράξει στην καταστολή της.
Αντίθετα, η επανάσταση έπρεπε να αρχίσει στη Μολδοβλαχία, οπότε θα έριχνε εκεί ο Σουλτάνος τις κύριες δυνάμεις του, πιστεύοντας ότι υπήρχε Ρωσική υποκίνηση. Θα ακολουθούσε Ρωσική επέμβαση κι έτσι θα στερεωνόταν η επανάσταση στην Πελοπόννησο και στην άλλη Ελλάδα, ενώ και ο Αλή-Πασάς θα συνέχιζε την ανταρσία, θεωρώντας επικείμενο ένα Ρωσοτουρκικό πόλεμο, όπως τον είχε παραπείσει ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος. Παρόλα αυτά ο Υψηλάντης, αν και επηρεάστηκε από τα επιχειρήματα του Παπαρρηγόπουλου, δεν άλλαξε αμέσως απόφαση. O Υψηλάντης συγκαλεί σύσκεψη με λών της Εταιρείας στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας και ο ίδιος έφτασε εκεί την 1η του Οκτώβρη του 1820.
Στις επόμενες μέρες συγκεντρώθηκαν συνολικά είκοσι περίπου Φιλικοί, μεταξύ τους δύο μέλη της Αρχής, ο Ξάνθος και ο Δικαίος. Συζήτησαν δυο κυρίως θέματα: αν έπρεπε να επισπευσθεί η επανάσταση και αν έπρεπε να κατεβεί ο ίδιος ο Υψηλάντης στην Πελοπόννησο για την έναρξή της. Τελικά αποφασίστηκε στις 7 Οκτωβρίου να γίνουν και τα δυο. Όμως στις 24 Οκτωβρίου ο Υψηλάντης αποφάσισε να ματαιώσει τη μετάβασή του στην Πελοπόννησο, να αρχίσει η επανάσταση από τον ίδιο στο Ιάσιο, και στο Βουκουρέστι από το Σάββα και τον Ολύμπιο στις 15 Νοεμβρίου, ενώ συγχρόνως θα άρχιζε ο αγώνας στην Κωνσταντινούπολη και σ΄ όλη την Ελλάδα, όπου θα επιχειρούσε να φτάσει ο Υψηλάντης, διασχίζοντας τη Βαλκανική.
Συνάμα ο Σέρβος αρχηγός Μιλλόση, που βρισκόταν σε τεταμένες σχέσεις με την οΟθωμανική κυβέρνηση, παρακινήθηκε να δραστηριοποιηθεί ταυτόχρονα. Η απόφαση όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Στις 8 Νοεμβρίου συνέβη ένα ευνοϊκό για την Εταιρεία γεγονός, η μύηση του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου. Ο Υψηλάντης διέθετε μεγάλο γόητρο στη Σερβία από τις υπηρεσίες προς αυτή του πατέρα του Κωνσταντίνου και πέτυχε να προωθήσει σύντομα τις συνεννοήσεις για Ελληνοσερβική συμμαχία. Το Φεβρουάριο του 1821 φτάνει η είδηση ότι προδόθηκε η Εταιρεία από το Φιλικό Ασημάκη Θεοδώρου απ΄ ευθείας στην Οθωμανική κυβέρνηση. Όλοι τότε, και ο Μ. Σούτσος ζήτησαν από τον Υψηλάντη να εγκαταλείψει κάθε ιδέα αναβολής.
Στις 16 Φεβρουαρίου στο Κισνόβιο, πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας πάρθηκε από τον Υψηλάντη η τελική απόφαση για κήρυξη της Ελληνικής επανάστασης. Κατά τις επόμενες μέρες πληροφορήθηκε ότι οι κινήσεις του έγιναν γνωστές στη Ρωσική κυβέρνηση, και κινδύνευε να συλληφθεί ή να τιμωρηθεί αν συνέχιζε να μένει σε Ρωσικό έδαφος, όπως αναφέρει ο Φιλήμων. Έτσι στις 21 το βράδυ αναχωρεί από το Κισνόβιο για να κηρύξει την επανάσταση στο Ιάσιο. Στις 24 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης κυκλοφόρησε την περίφημη προκή ρυξή του «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» που καλούσε το έθνος σε απελευθερωτική επανάσταση.
Η προκήρυξη αυτή είχε συνταχθεί στο Κισνόβιο από το Γεώργιο Τυπάλδο-Κοζάκη με πιθανή συνεργασία του Υψηλάντη και άλλων λογίων του επιτελείου του και τυπώθηκε στο Ιάσιο. Η κυκλοφορία της σήμαινε την επίσημη κήρυξη της Ελληνικής επανάστασης. Η προκήρυξη αυτή -σε συσχετισμό με το κλίμα της Ιερής Συμμαχίας- προκάλεσε την αποκήρυξη του Υψηλάντη από τον Τσάρο και άρα διέψευσε την προσδοκία εξωτερικής βοήθειας. Αντίθετα μάλιστα, η Ρωσία έδωσε την άδεια να περάσει Τουρκικός στρατός το Δούναβη και να καταπνίξει το κίνημα του Υψηλάντη στο έδαφος των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών όπου, σύμφωνα με προγενέστερη Ρωσοτουρκική συμφωνία, δεν μπορούσε να κινηθεί Τουρκικός στρατός, χωρίς την άδεια της Ρωσίας.
Επίσης ο πατριάρχης -υπό την πίεση της Πύλης- αφόρισε τον Υψηλάντη και το κίνημα. Από τον Ιανουάριο ωστόσο του 1821 είχε σταλεί στην Πελοπόννησο ο Παπαφλέσσας για να ξεσηκώσει τους προκρίτους και τους ιερείς. Τον Μάρτιο η Πελοπόννησος πήρε τα όπλα, και τον Ιούνιο έφθασε στην Ελλάδα ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του αδερφού του προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του Αγώνα, όμως γρήγορα παραμερίστηκε από τους ντόπιους προκρίτους και οπλαρχηγούς. Ήταν πλέον φανερό ότι το Γένος μπορούσε να διεξάγει τον Αγώνα του και χωρίς την κα \θοδήγηση της Εταιρείας.
Η Φιλική Εταιρεία κατόρθωσε να οργανώσει τους Έλληνες, να τους εμφυσήσει την ιδέα της εξέγερσης και τελικά να προετοιμάσει και να εκδηλώσει την επανάσταση του Ελληνικού Γένους, η οποία κατέληξε στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Με την ύπαρξη και τη δράση της αποδεικνύεται ότι πολλές φορές το φαινομενικά ουτοπικό και αδύνατο μπορεί να γίνει πραγματικότητα, γιατί η πραγματικότητα δεν αντιστρατεύεται πάντα το όραμα, μια και το όραμα μπορεί κάλλιστα να την υπερκεράσει.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στη Μολδοβλαχία
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με μια μικρή συνοδεία πέντε ατόμων πέρασε τον ποταμό Προύθο, το σύνορο μεταξύ της Ρωσίας και των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Μολδαβία και Βλαχία) που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο έδαφος της Μολδαβίας τον υποδέχτηκε η φρουρά του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου και τον συνόδευσε έως το Ιάσιο. Εκεί εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου την προκήρυξη ''Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος'', η οποία θεωρείται η επίσημη κήρυξη της Επανάστασης. Δύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε ιεροτελεστία κατά την οποία ευλογήθηκε η επαναστατική σημαία.
Η σημαία είχε στη μια της όψη το φοίνικα, κεντρικό σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας, και τη φράση ''Eκ της στάκτης μου αναγεννώμαι'', ενώ από την άλλη τους ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, το σταυρό και τη φράση ''Eν τούτω νίκα''. Στη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στο Ιάσιο έγιναν και οι πρώτες προπαρασκευές για τη συγκέντρωση χρημάτων και τη συγκρότηση στρατού από Βαλκάνιους εθελοντές που συνέρρεαν εκεί, ενώ εκδόθηκαν και άλλες επιστολές, ανάμεσά τους και εκείνη που απευθυνόταν στο Ρώσο Αυτοκράτορα. Από το Ιάσιο ο Υψηλάντης αναχώρησε την 1η Μαρτίου, διέσχισε τη Μολδαβία, πέρασε στη Βλαχία και προς τα τέλη του μήνα βρέθηκε έξω από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκονταν ήδη τα ένοπλα σώματα του Γεωργάκη Ολύμπιου.
Οι μικρές Οθωμανικές φρουρές δεν ήταν δυνατό να εμποδίσουν την πορεία του. Παρόλα αυτά, τα προβλήματα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Oι πολεμικές προετοιμασίες ήταν ανεπαρκείς. O στρατός συγκροτούνταν καθοδόν ανάλογα με την προσέλευση των εθελοντών, ενώ πολλοί ήταν άοπλοι ή πλημμελώς οπλισμένοι. Oι ομογενείς των περιοχών αυτών φαίνονταν διστακτικοί στην πλειονότητά τους στο να βοηθήσουν ενεργά και ουσιαστικά, ενώ και οι ντόπιοι πληθυσμοί ήταν μάλλον εχθρικοί, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αρπαγών και των λεηλασιών που υφίσταντο από τμήματα του στρατού του Υψηλάντη.
Επιπρόσθετα, είχε διαφανεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα επανάστασης των Σέρβων, η επικοινωνία με τον Αλή-Πασά δεν είχε καταστεί δυνατή και μόνο ο Βλαδιμιρέσκου, επικεφαλής αγροτικού κινήματος στη Βλαχία που επίσης κατευθυνόταν την ίδια εποχή προς το Βουκουρέστι, θα μπορούσε να καταστεί σύμμαχος. Στα τέλη Μαρτίου η προοπτική μιας θετικής κατάληξης αδυνατούσε ακόμη περισσότερο μετά τον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη και ιδίως μετά την καταδίκη της επανάστασης από τον Αυτοκράτορα της Ρωσίας, ο οποίος θα επέτρεπε την είσοδο Οθωμανικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες. Πράγματι, πολυάριθμα Οθωμανικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν μέχρι τα τέλη Απριλίου και ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν το στρατό του Υψηλάντη.
Tην ίδια εποχή ο Βλαδιμιρέσκου διατηρούσε επικοινωνία και με τους Οθωμανούς και ενδιαφερόταν περισσότερο να διαπραγματευτεί παρά να συγκρουστεί μαζί τους. Στη Μολδαβία πάλι οι τοπικοί άρχοντες (Βογιάροι), όταν είδαν ότι πίσω από το κίνημα του Υψηλάντη δε βρισκόταν η Ρωσία, εκδηλώθηκαν πλέον ανοιχτά εναντίον του και ζήτησαν από τους Οθωμανούς τη συμβολή τους, εξέλιξη που ανάγκασε το Μιχαήλ Σούτσο και πολλούς άλλους ομογενείς να καταφύγουν στη γειτονική Βεσσαραβία.
Οι Μάχες του Γαλατσίου και του Δραγατσανίου
Έως τα τέλη Απριλίου, οπότε οι Οθωμανικές δυνάμεις εισήλθαν στις ηγεμονίες διαβαίνοντας τον Δούναβη, μικρές μόνο αψιμαχίες είχαν πραγματοποιηθεί ανάμεσα στους επαναστάτες και τις επιφορτισμένες με αστυνομικά καθήκοντα ολιγάριθμες οθωμανικές φρουρές. H πρώτη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση πραγματοποιήθηκε στις 30 Απριλίου στην πόλη Γαλάτσι, την οποία υπερασπίζονταν στρατιωτικά σώματα με επικεφαλής τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη. Tο Γαλάτσι βρίσκεται πλησίον των συνόρων της Μολδαβίας και της Βλαχίας με τη Βεσσαραβία. Εκεί, ύστερα από σκληρές μάχες οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη, εκδιώκοντας στο Ρωσικό έδαφος τους λιγοστούς διασωθέντες επαναστάτες.
Συνέπεια της ισχυρής αντίστασης που πρόβαλαν οι άντρες του Καρπενησιώτη υπήρξαν οι σφαγές ντόπιων και επηλύδων και η λεηλασία της πόλης. Την ίδια στιγμή έριδες, αντιζηλίες, διαφωνίες και απειθαρχία δυσχέραναν όλο και περισσότερο την κατάσταση στο στρατόπεδο των επαναστατών, ενώ αρκετοί άρχισαν να λιποτακτούν. Στις συνθήκες αυτές ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής μιας σύγκρουσης, η έκβαση της οποίας ήλπιζε ότι θα μετέβαλλε ευνοϊκά την κατάσταση. Συγκέντρωσε λοιπόν στην περιοχή του Δραγατσανίου τα ένοπλα σώματα που είχαν απομείνει.
Ένα από αυτά ήταν ο Ιερός Λόχος, που συστήθηκε από ενθουσιώδεις αλλά χωρίς πολεμική εμπειρία νεαρούς εθελοντές από την Οδησσό και από άλλες Ελληνικές παροικίες. Ωστόσο, η απειθαρχία και η έλλειψη συντονισμού δεν επέτρεψαν την εφαρμογή του πολεμικού σχεδίου που είχε αποφασιστεί. Η μάχη ξεκίνησε μια μέρα νωρίτερα με πρωτοβουλία κάποιου αξιωματικού και ενώ το συνολικό στράτευμα δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί στις προβλεπόμενες θέσεις. Παρά την αυταπάρνηση των ιερολοχιτών η κατάληξη της μάχης ήταν τραγική. Οι απώλειες ήταν τεράστιες, σχεδόν καθολικές, ενώ ο πανικός που προκλήθηκε από το απρόσμενο της σύγκρουσης οδήγησε σε άτακτη φυγή και σε οριστική διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη.
O ίδιος, που δεν πρόλαβε να βρεθεί στο μέτωπο, κατάφερε στα μέσα Ιουνίου να περάσει τα αυστριακά σύνορα, όπου παρά την αρχική συμφωνία με τις αρχές συνελήφθη και παρέμεινε φυλακισμένος έως το Νοέμβριο του 1827. Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1828, πέθανε στη Βιέννη. Μετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι μόνο δύο μικρά σώματα κατάφεραν να παραμείνουν συνταγμένα. Tο ένα, με επικεφαλής το Γεωργάκη Ολύμπιο και τον Ιωάννη Φαρμάκη, κινήθηκε βορειότερα, προς τη Μολδαβία, δίνοντας συνεχώς σκληρές αλλά απέλπιδες μάχες. Στόχος τους ήταν να περάσουν στη Ρωσική Βεσσαραβία και από εκεί να κινηθούν με πλοία προς την Πελοπόννησο.
Τελικά, ύστερα από πορεία δυόμιση μηνών μέσα από ορεινές περιοχές και μετά από αρκετές μάχες στις οποίες το σώμα των επαναστατών αποδεκατιζόταν σταδιακά από τους διώκτες του, εγκλωβίστηκαν στη Μονή Σέκου που βρίσκεται στη βόρεια Μολδαβία κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Εκεί, ύστερα από πολιορκία δύο και πλέον εβδομάδων, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν ο Γ. Ολύμπιος και ο Γ. Φαρμάκης παραδόθηκε με τους λιγοστούς συντρόφους του και βρήκε βασανιστικό θάνατο. Tο δεύτερο σώμα αριθμούσε 250 περίπου ενόπλους και είχε επικεφαλής τον αδελφό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ιωάννη. Αυτός ακολούθησε πορεία διαφορετική από τους Ολύμπιο και Φαρμάκη.
Κινήθηκε προς το νότο και διασχίζοντας τη Βαλκανική επιδίωξε να φτάσει ως την Πελοπόννησο. Tο παράτολμο εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία. O Ιωάννης Κολοκοτρώνης έφτασε τον Αύγουστο στην Πελοπόννησο με εκατό περίπου ενόπλους και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, επικεφαλής της οποίας ήταν ο αδελφός του.
Η Έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο
Σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, η Πελοπόννησος θα ήταν το κέντρο της επανάστασης. Oι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή αυτή ήταν πολλοί. H ιδιόμορφη γεωγραφία της (χερσόνησος) καθιστούσε δύσκολη τη στρατιωτική ενίσχυσή της, καθώς βρισκόταν απομακρυσμένη από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα και τις περιοχές στρατολόγησης των ενόπλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H ορεινή μορφολογία του εδάφους απέτρεπε τη γενικευμένη χρήση του ιππικού, ενώ τα στενά περάσματα δυσχαίρεναν τη μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και διευκόλυναν την παρεμπόδισή τους από αριθμητικά υποδεέστερες ομάδες ενόπλων (κλεφτοπόλεμος).
Tα δημογραφικά και τα οικονομικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής ευνοούσαν τη γρήγορη εξάπλωση της επανάστασης. H αναλογία Μουσουλμάνων - Χριστιανών που υπερέβαινε τη σχέση 1 προς 10 και η ενισχυμένη, συγκριτικά με άλλες περιοχές (π.χ. Ρούμελη) διοικητική και οικονομική παρουσία των προυχόντων που διέθεταν δικά τους σώματα ενόπλων (τους λεγόμενους κάπους) αποτελούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την κατά τόπους επικράτηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο.
Στους παράγοντες αυτούς θα προσθέσουμε το προνομιακό καθεστώς της Μάνης, περιοχής που δεν υπαγόταν στο Mορά Βαλεσή (διοικητή Πελοποννήσου) αλλά διοικούνταν από Χριστιανό μπέη που υπαγόταν απευθείας στον Καπουδάν-Πασά (τον επικεφαλής του Οθωμανικού στόλου). Για τους λόγους αυτούς ο Μοριάς υπήρξε από την αρχή περιοχή στην οποία στράφηκε το ενδιαφέρον των Φιλικών και στις παραμονές της επανάστασης είχε μυηθεί στην Εταιρεία η πλειονότητα των τοπικών ηγετικών παραγόντων. H δράση των Φιλικών στην Πελοπόννησο και οι πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση είχαν ανησυχήσει την Yψηλή Πύλη.
Η οποία αντέδρασε τοποθετώντας το φθινόπωρο του 1820 ως Mορά Βαλεσή τον περίφημο Χουρσίτ-Πασά, πρώην μεγάλο βεζύρη και έμπειρο στην αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Tο γεγονός ανησύχησε τους μυημένους αλλά διστακτικούς ως προς την εκδήλωση της επανάστασης προύχοντες. Σύντομα όμως, στις αρχές Ιανουαρίου 1821, ο Χουρσίτ με τον κύριο όγκο των στρατιωτικών δυνάμεών του αναχώρησε για την Ήπειρο με σκοπό την καταστολή της ανταρσίας του Αλή-Πασά. Την ίδια εποχή κατέφτασε στην περιοχή ο Παπαφλέσσας με σκοπό την επίσπευση της επανάστασης. Έτσι, πραγματοποιήθηκε σειρά συσκέψεων στη Βοστίτσα (Αίγιο) στα τέλη Ιανουαρίου.
Όμως παρά τις προσπάθειες του Παπαφλέσσα και την απόφαση που πάρθηκε για έναρξη της επανάστασης στα τέλη Mαρτίου, οι προύχοντες παρέμεναν διστακτικοί. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης επέστρεφε κρυφά στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην περιοχή της Μάνης, ενώ έντονη κινητικότητα παρατηρούνταν στις τάξεις των κλεφτών. Επιπρόσθετα, ξεκίνησαν στοιχειώδεις πολεμικές προετοιμασίες, όπως ήταν η δραστηριοποίηση των μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα. Oι κινήσεις αυτές και οι φήμες που διέτρεχαν όλη την Πελοπόννησο για επικείμενη εξέγερση των Χριστιανών θορύβησε τους Οθωμανούς που σταδιακά άρχισαν να συγκεντρώνονται στην οχυρωμένη Τριπολιτσά και στα κάστρα των άλλων σημαντικών πόλεων.
Η ένταση στις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων διατηρήθηκε κλιμακούμενη έως τα μέσα Μαρτίου. Από την εποχή εκείνη σε πολλές επαρχίες άρχισαν να σημειώνονται σποραδικές επιθέσεις κλεφτών σε βάρος Μουσουλμάνων, ενώ η ένταση ανατροφοδοτούνταν από τις λεηλασίες των σπιτιών που εγκατέλειπαν οι Μουσουλμανικές οικογένειες. Η δυναμική της διαρκώς κλιμακούμενης έντασης, ο φόβος των αντιποίνων και η πίεση των κλεφτών και των Φιλικών οδήγησαν ακόμη και τους πλέον διστακτικούς από τις ηγετικές ομάδες των Πελοποννησίων να κηρύξουν την επανάσταση στις περιοχές τους και να τεθούν επικεφαλής.
Έτσι, στο τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου οι περισσότερες επαρχίες κήρυξαν την επανάσταση, ακολουθώντας και παρασύρoντας η μία την άλλη. H κλιμακούμενη ένταση που παρατηρείται από τις αρχές Ιανουαρίου 1821 κορυφώθηκε στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου. Τις ημέρες εκείνες κηρύχτηκε η επανάσταση στη Γορτυνία, τα Καλάβρυτα, την Πάτρα, τη Μάνη, την Καλαμάτα, τη Γαστούνη, τη Βοστίτσα (Αίγιο) και από εκεί ο επαναστατικός αναβρασμός μεταλαμπαδεύτηκε σ' όλες σχεδόν τις γωνιές της χερσονήσου του Μοριά. Tα περιστατικά εξελίχτηκαν λίγο πολύ με παρόμοιο τρόπο.
Οι προύχοντες και οι ιεράρχες των επαρχιών αυτών ξεπέρασαν τους όποιους δισταγμούς, συχνά πιεζόμενοι από τους τοπικούς τους ανταγωνιστές (π.χ. οι Μαυρομιχαλαίοι από τους Τζανετάκηδες), τέθηκαν επικεφαλής ενόπλων και κήρυξαν την επανάσταση στην περιοχή τους. Κατασκευάστηκαν σημαίες στις οποίες κυριαρχούσε το σύμβολο του σταυρού κι όχι ο φοίνικας, το σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας, έγιναν δοξολογίες όπου ευλογήθηκαν τα όπλα, εκδόθηκαν προκηρύξεις, ενώ έγιναν και οι πρώτες προσπάθειες για μια στοιχειώδη τοπική οργάνωση με στόχο τη διεύθυνση της επανάστασης (Αχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία).
Από τα γεγονότα των πρώτων ημερών να ξεχωρίσουμε την κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες και την προκήρυξη που εξέδωσε εκεί στις 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Το αρχικό ξάφνιασμα των Οθωμανών οδήγησε σε κινήσεις πανικού που διευκόλυναν την εξάπλωση της επανάστασης. O μουσουλμανικός πληθυσμός θορυβημένος και ανήσυχος από την απουσία του μεγαλύτερου μέρους των Οθωμανικών δυνάμεων κατέφυγε στα πολλά φρούρια που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από την εποχή της Ενετικής κατοχής (1685 - 1715). Ιδίως στην Τριπολιτσά (Τρίπολη), οχυρή πόλη που αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο.
Την ίδια εποχή οι πρώτες ομάδες των επαναστατών στρατολογούσαν ενόπλους και επιδόθηκαν σε πολιορκίες των φρουρίων (Μεθώνη, Κορώνη, Νεόκαστρο / Πύλος, Χλομούτσι / Γαστούνη, Ακροκόρινθος, Ναύπλιο, Μονεμβασιά). Tο πρώτο δίμηνο τα προβλήματα υπήρξαν πολλά και οι επιτυχίες σχεδόν ανύπαρκτες. Oι προετοιμασίες για την επανάσταση ήταν ανεπαρκείς και οι πολιορκίες πραγματοποιούνταν από στρατούς κατ' όνομα μόνο ενόπλων, χωρίς κανόνια και επαρκή πυρομαχικά. Λίγοι είχαν όπλα πέρα από μαχαίρια και αγροτικά εργαλεία και ακόμη λιγότεροι γνώριζαν πράγματι να πολεμούν. Έτσι, στις εξόδους που πραγματοποιούσαν οι Οθωμανοί για να βρουν εφόδια, οι πολιορκητές έσπευδαν σε φυγή και το στρατόπεδό τους διαλυόταν.
Χρειαζόταν χρόνος για να καταστούν πολεμιστές αγρότες που έως τότε δε γνώριζαν από ένοπλες συγκρούσεις και πολιορκίες. O πόλεμος με τον Aλή-Πασά των Ιωαννίνων που απασχολούσε μεγάλο μέρος των Οθωμανικών δυνάμεων προσέφερε στους Πελοποννήσιους την ευκαιρία να συγκροτήσουν αξιόμαχο στράτευμα. Την εποχή εκείνη μόνο οι Μανιάτες, οι κάποι και οι παλαιοί κλέφτες όπως οι Κολοκοτρωναίοι και οι Πλαπουταίοι διέθεταν εμπειροπόλεμους ενόπλους. H περίφημη φράση του Κολοκοτρώνη "Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους" αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις δραστικό αντίδοτο, ώστε να ξεπεραστεί ο φόβος που προκαλούσαν οι Οθωμανοί και να ανασυγκροτηθεί το στρατόπεδο των επαναστατών.
O φόβος ξεπεράστηκε σταδιακά και οι πρώτες νίκες στο πεδίο της μάχης, στο Βαλτέτσι και στα Δολιανά στα μέσα Μαΐου 1821, περισσότερο από το αποτέλεσμα κατέδειξαν σε όλους ότι οι Οθωμανοί δεν ήταν ανίκητοι. Από το καλοκαίρι οι προσπάθειες των επαναστατών επικεντρώθηκαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. H κατάληψη του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Οθωμανών που δέσποζε στο κέντρο της χερσονήσου ήταν κάτι περισσότερο από απαραίτητη για την εμπέδωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. H πολιορκία της Τριπολιτσάς, εντός της οποίας είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες άμαχοι Μουσουλμάνοι και αρκετές χιλιάδες ενόπλων, κράτησε αρκετούς μήνες, έως τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη.
Eιδικά τον τελευταίο μήνα, οπότε ο κλοιός είχε γίνει πλέον ασφυκτικός και τα εφόδια της πόλης είχαν εξαντληθεί, πλήθος χριστιανών είχαν συγκεντρωθεί στο Ελληνικό στρατόπεδο προσδωκώντας στα λάφυρα που θα αποκόμιζαν από την κυρίευση της πόλης. Την πτώση της Τριπολιτσάς ακολούθησαν από σκηνές τυφλής βίας. Χιλιάδες Οθωμανών, άμαχοι στην πλειονότητά τους, αλλά και οι Εβραίοι της πόλης έγιναν θύματα μιας απερίγραπτης σφαγής που διήρκησε τρεις μέρες. Tα γεγονότα αυτά κατέδειξαν ότι δεν υπήρχε πλέον έδαφος συνδιαλλαγής με την οθωμανική εξουσία. Tο κεντρικό σύνθημα της επανάστασης Ελευθερία ή Θάνατος αποκτούσε πλέον μια διαφορετική δυναμική, μια ισχυρότερη βάση.
Η Επανάσταση στα Νησιά του Αιγαίου
H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Μοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων Υδραιικων, σπετσιώτικων και Ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων. O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία.
Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Αιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του Οθωμανικού στόλου. Κατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από Ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Ρόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και Μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου και μετά. Εξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Κυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί.
Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο. Στην Ύδρα μάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα. Πρόκειται για το Φιλικό Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της επανάστασης σύντομα όμως εξουδετερώθηκε. Στη Σάμο κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού, ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων.
Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα Ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο. Ένα τμήμα του Οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου Ρωσο-Οθωμανικού πολέμου, ενώ ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-Πασά. Έτσι, ο Ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα Οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλής την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στη Μονεμβασιά, στη Ναύπακτο και αλλού.
Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα Μικρασιατικά παράλια. Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος Ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης. Έτσι, όταν τμήματα του Οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα Ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα Οθωμανικά.
Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο. Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλιόνταν στα Οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους. O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους. Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.
Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά
H Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά ξέσπασε την ίδια εποχή με την Πελοπόννησο, δηλαδή κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου. Πρόκειται για περιοχή με έντονη παράδοση αρματολιμού. Eιδικά στις ορεινές επαρχίες δρούσαν αρκετές οικογένειες αρματολών που διέθεταν οικονομική δύναμη, ισχυρά τοπικά ερείσματα, δίκτυα προστασίας και αλληλοβοήθειας συγκροτημένα στη βάση των δεσμών συγγένειας και ικανό αριθμό αξιόμαχων ενόπλων. Όλα αυτά τους καθιστούσαν ισχυρούς παράγοντες στις τοπικές κοινωνίες και τους επέτρεπαν να δρουν ανεξάρτητα και κάποτε ανταγωνιστικά προς την κοινοτική ηγεσία, τους προκρίτους.
Μάλιστα, η διστακτικότητα και συχνά η αντίθεση που πρόβαλαν οι πρόκριτοι στην κήρυξη της επανάστασης έδωσε σε αρκετούς ενόπλους την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίσταση και παράλληλα προς την κήρυξη της επανάστασης να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία σε τοπικό επίπεδο. O γερο-Πανουργιάς στην περιοχή των Σαλώνων (Άμφισσα), ο Αθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, ο Κοντογιάννης στο Πατρατζίκι (Υπάτη) κατέλαβαν τις πόλεις αυτές έως τα μέσα Απριλίου, επικουρούμενοι από άλλους ενόπλους όπως ήταν ο Γιάννης Γκούρας, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Σκαλτσοδήμος και ο Μπούσγος.
Ταυτόχρονα, επαναστάτησε το Γαλαξίδι, ναυτικό κέντρο στην περιοχή του Κορινθιακού κόλπου, ενώ σύντομα οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν πολιορκία της Ακρόπολης όπου βρισκόταν Οθωμανική φρουρά, ενώ προσπάθειες για την κατάληψη φρουρίων έγιναν και στην Εύβοια. Αξιοσημείωτη τέλος υπήρξε η επιστροφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τα Επτάνησα όπου είχε καταφύγει στα 1818. O Ανδρούτσος υπήρξε κατά το παρελθόν ο ισχυρότερος αρματολός που είχε αναδειχτεί στην περιοχή της Ανατολικής Στερεάς, υπήρξε περίφημος ένοπλος που για τις ικανότητές του προκαλούσε το θαυμασμό και συνάμα το φόβο Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Στα μέσα Απριλίου στάλθηκαν από τον Χουρσίτ-Πασά, το διοικητή της Πελοποννήσου που εκστράτευε ενάντια στον Αλή-Πασά των Ιωαννίνων, οι πρώτες ενισχύσεις για την καταστολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο. Tο σχέδιο του Ομέρ Βρυώνη, που ηγούνταν ουσιαστικά της εκστρατείας, ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά και διασχίζοντας τον Ισθμό να περάσει στην Πελοπόννησο. Πραγματικά, το Πατρατζίκι εγκαταλείφτηκε από τους επαναστάτες, ενώ η μάχη που δόθηκε στην περιοχή της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου ήταν καταστροφική παρά τη σθεναρή αντίσταση του Aθ Διάκου που αιχμαλωτίστηκε και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Μια δεύτερη προσπάθεια των επαναστατών στην περιοχή της Γραβιάς απέδωσε καλύτερα αποτελέσματα. Εκεί, στις αρχές Μαΐου ο Ανδρούτσος προκάλεσε σημαντικές απώλειες στο στρατό του Ομέρ Βρυώνη, επιβεβαιώνοντας έτσι τη φήμη που τον ακολουθούσε αλλά και την κυριαρχία του στους χώρους των ενόπλων της Aν. Στερεάς. Λίγες μέρες αργότερα ο Γκούρας επανέλαβε το εγχείρημα στην περιοχή της Γκιώνας, υποχρεώνοντας τους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για κάθοδο στην Πελοπόννησο. H σημαντικότερη μάχη δόθηκε στα τέλη Αυγούστου στα Βασιλικά, όταν οι Γκούρας και Δυοβουνιώτης αντιμετώπισαν το στρατό του Μπεϋράν- Πασά.
O τελευταίος είχε καταστείλει τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, διέσχισε τη Θεσσαλία και πέρασε στην Ανατολική Στερεά. H πορεία του ωστόσο σταμάτησε στη Βοιωτία, στα Βασιλικά, όπου εκατοντάδες Οθωμανοί σκοτώθηκαν και το στράτευμά του διαλύθηκε. Ένα μήνα αργότερα, τις μέρες που στην Πελοπόννησο καταλαμβανόταν η Τριπολιτσά, ο Ομέρ Βρυώνης εγκατέλειπε την Ανατολική Στερεά. H φθοροποιός για τον αντίπαλο τακτική του κλεφτοπόλεμου αποδείχτηκε αποτελεσματική. Η επόμενη Οθωμανική εκστρατεία δεν αναμενόταν παρά την άνοιξη του 1822.
Η Επανάσταση στη Δυτική Στερεά - Ήπειρο
H έναρξη και η εξέλιξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά και στις νότιες περιοχές της Hπείρου συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τον πόλεμο των Οθωμανών ενάντια στον Αλή-Πασά. Oι οικογένειες των αρματολών στις ορεινές επαρχίες της Άρτας, όπως και οι Σουλιώτες, είχαν συμμαχήσει με αλβανούς ενόπλους και πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις ενάντια στα σουλτανικά στρατεύματα στην Ήπειρο. H προσδοκία των Σουλιωτών από τη συμμαχία με τον παλαιό τους εχθρό αφορούσε την επανεγκατάστασή τους στο Σούλι και μάλιστα με τους ευνοϊκούς όρους που ίσχυαν γι' αυτούς έως την εκδίωξή τους στα Eπτάνησα στα 1803 και 1804.
Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1821, οι Φιλικοί προσπαθούσαν να οργανώσουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα κινητοποιώντας τους πολλούς και ισχυρούς Ρουμελιώτες αρματολούς. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στην οποία συμμετείχαν οι σημαντικότεροι αρματολοί και οπλαρχηγοί της Ρούμελης, αποφασίστηκε να ηγηθεί της επανάστασης ο Βαρνακιώτης στη Δυτική και ο Ανδρούτσος στην Ανατολική Στερεά. Επρόκειτο για ενόπλους που τέθηκαν επικεφαλής των υπολοίπων λόγω της ισχύος που διέθεταν, του κύρους που απολάμβαναν, της φήμης που τους ακολουθούσε και της θέσης που κατείχαν στα δίκτυα των αρματωλών της ευρύτερης περιοχής.
Oι ένοπλοι της Aν. Στερεάς κινήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την Πελοπόννησο, η εμπόλεμη κατάσταση στην Ήπειρο ωστόσο φαίνεται ότι επηρέασε τις κινήσεις των οπλαρχηγών στη Δυτική Στερεά. Τελικά, στις 25 Μαΐου 1821 ο αρματολός Ξηρόμερου Γεωργάκης Νικολού ή Βαρνακιώτης εξέδωσε προκήρυξη προς τους κατοίκους της περιοχής του με την οποία κήρυσσε την επανάσταση. Τις προηγούμενες ημέρες ο αρματολός Ζυγού Δ. Μακρής είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικού). Σύντομα ξεκίνησε και η πολιορκία της Ναυπάκτου και του Βραχωρίου (Αγρίνιο), το οποίο αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Δυτικής Στερεάς.
H πολιορκία διήρκησε ως τις αρχές Ιουνίου, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους επαναστάστες. Την ίδια εποχή οργανωνόταν η πρώτη εκστρατεία των Οθωμανών για την καταστολή της επανάστασης και ο Ομέρ Βρυώνης δραστηριοποιούνταν ήδη στην Ανατολική Στερεά. Στα δυτικά δόθηκε εντολή στον Ισμαήλ-Πασά Πλιάσσα να εκστρατεύσει από την Άρτα. Υιοθετώντας μια πολεμική τακτική που γνώριζαν καλά, αυτή της ενέδρας και του κλεφτοπόλεμου, οι ένοπλοι των γειτονικών στην Άρτα ορεινών επαρχιών (Βάλτος, Ραδοβίτσι, Τζουμέρκα) κατέλαβαν τα στενά στο Μακρύνορος, περιοχή που συνέδεε την Ήπειρο με τη Δ. Στερεά.
Εκεί, ο Ανδρέας Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι έδωσαν αρκετές μάχες με τους ενόπλους του Ισμαήλ-Πασά προκαλώντας απώλειες στο στρατό του και υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει στην Άρτα. Την ίδια εποχή οι Σουλιώτες και οι Αλβανοί σύμμαχοί τους σημείωναν επιτυχίες στην Ήπειρο. Μάλιστα, η συμμαχία διευρύνθηκε το Σεπτέμβριο με τη συμμετοχή σε αυτήν των ενόπλων της Άρτας και της Αιτωλοακαρνανίας. Αποφασίστηκε ο συντονισμός της δράσης και επιχειρήθηκε η κατάληψη της Άρτας, αν και χωρίς επιτυχία.
Ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου οι Αλβανοί ένοπλοι διέλυσαν τη συμμαχία, εγκατέλειψαν τον Αλή-Πασά και προσχώρησαν στο σουλτανικό στρατόπεδο, που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με την έλευση στην περιοχή του περιβόητου Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, γνωστότερου ως Κιουταχή. Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και η σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο Ομέρ Βρυώνης που είχε επιστρέψει από την Α. Στερεά κατάφερε να προσεταιριστεί τους Αλβανούς μπέηδες, όχι όμως τους Αιτωλοακαρνάνες, τους Αρτινούς και τους Σουλιώτες οπλαρχηγούς. Oι οπλαρχηγοί αυτοί αποσύρθηκαν από την περιοχή της Άρτας.
Κράτησαν ωστόσο τις θέσεις στο Μακρύνορος για το ενδεχόμενο Οθωμανικής επίθεσης, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε πριν από το τέλος του χειμώνα. Άλλωστε, η πτώση του Αλή-Πασά εξακολουθούσε να αποτελεί προτεραιότητα για την Yψηλή Πύλη.
Η Επανάσταση στο Πήλιο - Χαλκιδική - Όλυμπο - Δυτική Μακεδονία
Oι συνθήκες που ευνόησαν την εκδήλωση και την αρχική επικράτηση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, δηλαδή η μύηση στη Φιλική Εταιρεία σημαντικών τοπικών παραγόντων, η γεωγραφική απόσταση από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η απασχόληση των Οθωμανικών δυνάμεων με την καταστολή της ανταρσίας του Αλή-Πασά δεν ίσχυαν σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Θεσσαλία. Παρόλα αυτά, το Πήλιο στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, η χερσόνησος του Άθω και της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, η περιοχή του Ολύμπου και η Νάουσα στη Δ. Μακεδονία αποτέλεσαν πυρήνες εξέγερσης. Oι εξεγέρσεις αυτές ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν μετεξελίχτηκαν σε κάτι περισσότερο από κινήματα τοπικής εμβέλειας.
Πρωτεργάτης της εξέγερσης στα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου υπήρξε ο ιερωμένος και λόγιος Άνθιμος Γαζής ο οποίος από νωρίς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Παρά τη διστακτικότητα και την άρνηση που αντιμετώπισε ως προς την εκδήλωση της επανάστασης, πήρε με το μέρος του την ισχυρή αρματολών οικογένεια, του Πηλίου, τους Μπασδέκηδες, και κήρυξε την επανάσταση στις αρχές Μαΐου. Επιχειρήθηκε μάλιστα πολιορκία του Βόλου αρχικά και του Βελεστίνου στη συνέχεια. Ωστόσο, με την εμφάνιση στην περιοχή του στρατού του Μαχμούτ Δράμαλη, πασά της Λάρισας, οι πολιορκίες λύθηκαν και η επανάσταση έσβησε.
Μικρές μόνο ομάδες παρέμειναν στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, έχοντας επικεφαλής τον Καρατάσο που είχε καταφύγει εκεί στα 1822, μετά την καταστολή της επανάστασης στη Δ. Μακεδονία. Τελικά, δεχόμενοι την πίεση του Μεχμέτ Ρεσίτ-Πασά (Κιουταχής) συνθηκολόγησαν τον Ιούλιο του 1823. Tο επαναστατικό κίνημα στη Χαλκιδική ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του εμπόρου και τραπεζίτη Εμμανουήλ Παππά. O Παππάς είχε εγκατασταθεί από το 1817 στην Κωνσταντινούπολη και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Mε το ξέσπασμα της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο έσπευσε στη Χαλκιδική και άρχισε να προετοιμάζει την επανάσταση που εκδηλώθηκε το Μάιο του 1821.
O Παππάς βρήκε συμπαράσταση από αρκετά μοναστήρια του Αγίου Όρους, ενώ και η χερσόνησος της Κασσάνδρας αποτέλεσε σημαντική επαναστατική εστία. Παρόλα αυτά, οι ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις που έσπευσαν στη Χαλκιδική πέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα υπέρμετρη σκληρότητα στους κατοίκους της περιοχής. Παρόμοια στάση επέδειξαν και οι οθωμανικές δυνάμεις στη Δ. Μακεδονία και ιδίως στη Βέροια και τη Νάουσα. Η επανάσταση εκδηλώθηκε εκεί με πρωτεργάτη τον Καρατάσο στα τέλη Φεβρουαρίου, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει.
Την ίδια τύχη είχε και η εξέγερση των ενόπλων του Ολύμπου στην οποία πρωτοστάτησαν οι Λαζαίοι, ο καπετάν Διαμαντής και ο N. Κασομούλης.Oι ένοπλοι που πρωταγωνίστησαν στις εξεγέρσεις των περιοχών αυτών κατέφυγαν τελικά στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, όπου η επανάσταση φαινόταν να επικρατεί, και υπηρέτησαν κάτω από τις διαταγές της Διοίκησης.
Η Επανάσταση στην Κρήτη
H έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Αιγαίου την άνοιξη του 1821 πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων και σε άλλες περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Κρήτη, όπου ούτε προετοιμασίες είχαν γίνει για το σκοπό αυτό ούτε οι συνθήκες ευνοούσαν την επικράτηση του επαναστατικού κινήματος. Στις περιοχές αυτές οι επαναστάτες βρήκαν ερείσματα σε ορισμένες επαρχίες (π.χ. το Πήλιο στη Θεσσαλία, η Χαλκιδική στη Μακεδονία), όμως αργά ή γρήγορα οι Οθωμανικές δυνάμεις κατάφεραν να επιβληθούν. H περίπτωση της Κρήτης υπήρξε διαφορετική.
H ισχυρή διοικητική και στρατιωτική παρουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ευάριθμη Μουσουλμανική κοινότητα που συνιστούσε το ήμισυ σχεδόν του συνολικού πληθυσμού και η απουσία προπαρασκευών εκ μέρους της Φιλικής Εταιρείας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την επιτυχή εκδήλωση της επανάστασης. Παρόλα αυτά, από τα τέλη της άνοιξης άρχισε να διαμορφώνεται επαναστατικό κλίμα, ιδιαίτερα σε δυσπρόσιτες περιοχές των Χανίων (Σφακιά) και του Ρεθύμνου (Ανώγεια). Oι κινήσεις αυτές έγιναν σύντομα γνωστές στις Οθωμανικές αρχές που προέβησαν σε πράξεις βιαιότητας ενάντια στους Χριστιανούς με προφανή σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή της εκδήλωσης επανάστασης.
Oι ενέργειες αυτές έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα και σύντομα ένοπλες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία του νησιού. Tα Σφακιά, τα Ανώγεια και άλλες ορεινές περιοχές αποτέλεσαν τους βασικούς επαναστατικούς πυρήνες και παρά το γεγονός ότι οι Οθωμανικές δυνάμεις συνέχιζαν να ελέγχουν όλα τα φρούρια και τα ισχυρά στρατηγικά σημεία της Κρήτης, η ένταση συνεχίστηκε έως τους πρώτους μήνες του 1824. Από το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς ωστόσο (1823) είχαν αποβιβαστεί στην Κρήτη Αιγυπτιακά στρατεύματα και μέσα στους επόμενους μήνες κατάφεραν να καταβάλουν κάθε αντίσταση αντιμετωπίζοντας με παραδειγματική βιαιότητα το Χριστιανικό πληθυσμό.
Έκτοτε, τα λιμάνια της Κρήτης χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιμπραήμ-Πασά ως ναυτική βάση για τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο. Τρία και πλέον χρόνια αργότερα, αμέσως μετά την καταστροφή του Αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο (Οκτώβριος 1827), η Ελληνική Διοίκηση αρχικά και ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας στη συνέχεια ευνόησαν τη δημιουργία επαναστατικών εστιών σε διάφορες περιοχές με στόχο να συμπεριληφθούν στα -υπο διαπραγμάτευση- σύνορα του Ελληνικού κράτους.
Έτσι, αναζωπυρώθηκε η επανάσταση στην Κρήτη και έως τα τέλη του 1828 είχαν σημειωθεί ορισμένες επιτυχίες οι οποίες, αν και δε δημιουργούσαν προοπτική για στρατιωτική επικράτηση, νομιμοποιούσαν τις Ελληνικές διεκδικήσεις στο νησί. Δυο χρόνια αργότερα, οι αιγυπτιακές δυνάμεις είχαν για μια ακόμη φορά καταστείλει την επανάσταση στην Κρήτη.
Οι Αντιδράσεις της Υψηλής Πύλης στην Εκδήλωση της Επανάστασης
Η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Μαρτίου 1821. Το γεγονός αναστάτωσε τους Χριστιανούς της Πόλης και ιδίως τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο που φοβήθηκαν ότι η αντίδραση του Σουλτάνου θα στρεφόταν εναντίον τους. Σύμφωνα με το Οθωμανικό σύστημα, ο Πατριάρχης περιβαλλόταν με τις αρμοδιότητες αλλά και τις ευθύνες του ηγέτη των κατακτημένων Ορθόδοξων Χριστιανών που διαβιούσαν στις Οθωμανικές κτήσεις.
Οι Φαναριώτες, ορισμένοι κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς των οποίων βρίσκονταν μαζί με τον Αλ. Υψηλάντη, μοιράζονταν αρκετές σημαντικές θέσεις στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο φόβος λοιπόν ήταν δικαιολογημένος, αν και λίγοι από αυτούς συνέπραξαν ή έστω γνώριζαν τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Ορισμένοι πάντως απομακρύνθηκαν έγκαιρα από την Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας με τη φυγή τους τις υποψίες των Οθωμανών. Έτσι, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου διατάχθηκε να συγκεντρωθούν όλες οι Φαναριώτικες οικογένειες στο Φανάρι, από όπου κι αν διέμεναν.
Ορισμένοι μάλιστα συνελήφθησαν και κάποιοι θανατώθηκαν για παραδειγματισμό. Aν και ο πατριάρχης αφόρισε τον Υψηλάντη, οι ειδήσεις για την κακοποίηση και θανάτωση Μουσουλμάνων στις ηγεμονίες προκάλεσαν πράξεις αντεκδίκησης στην Κωνσταντινούπολη. Παρόλα αυτά, έως τις μέρες εκείνες, γύρω στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1821, οι πράξεις βίας εναντίων των χριστιανών ήταν περιορισμένης έκτασης. Η είδηση ωστόσο για την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα προκάλεσε ένα νέο και αυτή τη φορά μεγάλης κλίμακας κύμα διώξεων, βιαιοτήτων και θανάτων που με περιόδους ύφεσης και έντασης διήρκησε αρκετούς μήνες.
Στις 10 Απριλίου, ημερομηνία που συνέπεπτε με την Κυριακή του Πάσχα κατά το ορθόδοξο εορτολόγιο, απαγχονίστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε'. Προηγουμένως είχε παυθεί από τα καθήκοντά του και είχε αντικατασταθεί από άλλο ιεράρχη. Έως τα τέλη Μαΐου εκτελέστηκαν αρκετοί ακόμη ιεράρχες καθώς και επιφανείς Φαναριώτες. Το επόμενο δίμηνο το κρούσματα διωγμών και βιαιοτήτων δεν περιορίστηκαν στους επιφανείς Χριστιανούς, ενώ επεκτάθηκαν στη Σμύρνη και τις άλλες Μικρασιατικές πόλεις καθώς και στην Κύπρο. Τα περιστατικά αυτά και ιδίως ο απαγχονισμός και η διαπόμπευση του πατριάρχη προκάλεσαν την παρέμβαση των μεγάλων Δυνάμεων.
H Ρωσία χρησιμοποίησε τα περιστατικά αυτά ασκώντας έντονη διπλωματική πίεση στην Υψηλή Πύλη, επικαλούμενη παλιότερες συνθήκες που της αναγνώριζαν το ρόλο της προστάτιδας των Ορθόδοξων Χριστιανών και της θρησκείας τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τον τρόπο αυτό βρήκε την ευκαιρία να προβάλει ξανά τις βλέψεις της στα Οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο, περιοχές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτήν.
ΙΔΡΥΤΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Νικόλαος Σκουφάς
Ο Νικόλαος Σκουφάς καταγόταν από την Ήπειρο, συγκεκριμένα από το Κομπότι της Άρτας. Γεννήθηκε το 1779 και έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Άρτα, όπου αρχικά ασχολήθηκε με τη βιοτεχνία σκούφων, απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Το 1813, ο Σκουφάς βρίσκεται στη Ρωσία, όπου και εγκαθίσταται στην Οδησσό, ασκώντας χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία το παλαιό επάγγελμά του. Με αυτόν τον τρόπο, του δίνεται η ευκαιρία να γνωριστεί με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, μετέπειτα συνιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, γεγονός που πραγματοποιήθηκε το έτος 1815, ύστερα από πρόταση του Σκουφά. Ανέλαβε τη διάδοση και την κατήχηση μελών από το πλήθος των ομογενών της Ρωσίας.
Αρχικά, οι προσπάθειές του δεν ευδοκίμησαν, όσον αφορά τις πόλεις της Μόσχας και της Πετρούπολης, αλλά στη συνέχεια βρήκε ανταπόκριση στην Οδησσό, αρχές του 1816. Στην Οδησσό, ο Νικόλαος Σκουφάς συνεργάζεται με τον Άνθιμο Γαζή, ο οποίος τελικά είχε αναλάβει έναν πολύ αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της Φιλικής Εταιρείας, αναθέτοντάς του τη μύηση κλεφτών και αρματολών της Στερεάς Ελλάδας. Ο ίδιος ανέλαβε να διαδώσει την ιδέα της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο, περνώντας για αυτόν ακριβώς το σκοπό από την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, η κακή υγεία του δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει την αποστολή του και μέσα σε έναν χρόνο τον οδήγησε στον τάφο. Πέθανε στις 31 Ιουλίου 1818 στο Μέγα Ρεύμα της Κωνσταντινούπολης και ετάφη στον τοπικό ναό των Ταξιαρχών.
Εμμανουήλ Ξάνθος
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772. Eκεί ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα και ύστερα από τις μάλλον μέτριες επιδόσεις του στο σχολείο της πατρίδας του, μετανάστευσε στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην Τεργέστη, όπου και δούλεψε ως υπάλληλος σε εμπορική επιχείρηση. Το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, και αφού δούλεψε ως γραμματικός, το 1812 γνωρίζεται με τρεις εμπόρους από τα Γιάννενα και αποφασίζουν να δημιουργήσουν δική τους εμπορική εταιρεία. Κατά το 1813, πραγματοποιεί εμπορικά ταξίδια στην Πρέβεζα, στα Ιωάννινα και στη Λευκάδα. Επιστρέφοντας στην Οδησσό, ανακοινώνει στους Αθανάσιο Τσακάλωφ και Νικόλαο Σκουφά τις ιδέες του και με τον τρόπο αυτό ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία το 1814.
Ο Ξάνθος αναλαμβάνει καθήκοντα ταμία, γραμματέα ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται και ως σύνδεσμος με τα άλλα ηγετικά μέλη, όπως τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Το 1818, ο Ξάνθος μεταβαίνει στη Ρωσία, με σκοπό να προτείνει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας στον Ιωάννη Καποδίστρια, πρόσωπο που οι τρεις ιδρυτές οραματίζονταν ως την «Ανωτάτη Αρχή».
Φτάνει τον Ιανουάριο του 1820 στην Πετρούπολη, όπου και συναντά την άρνηση του Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία, ο οποίος, γνωρίζοντας τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στην Ευρώπη έναντι των φιλελευθέρων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των λαών και υπολογίζοντας τις συνέπειες μιας λαϊκής εξέγερσης, προσπάθησε να πείσει τον Ξάνθο για την ανάγκη να αναβληθούν οι επαναστατικές ενέργειες, ωσότου έρθουν πιο κατάλληλες περιστάσεις που θα ευνοήσουν την απόπειρα αυτή. Έτσι, ο Ξάνθος προτείνει την αρχηγία της Εταιρείας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Πρόσωπο που έχαιρε της εκτίμησης των συμπατριωτών του και που, ως υπασπιστής του τσάρου, θα μπορούσε ίσως να επηρεάσει θετικά τη στάση της Ρωσίας για πιθανή επανάσταση στον Ελλαδικό χώρο, ο οποίος και δέχεται. Από εκείνη τη στιγμή, ο Εμμανουήλ Ξάνθος διατηρεί στενή συνεργασία με τον Υψηλάντη και γίνονται προσπάθειες για το συντονισμό του έργου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Μετά το τέλος της επαναστάσεως στην περιοχή της Μολδοβλαχίας, ο Ξάνθος μεταβαίνει στην Ιταλία και συνεχίζει προς την Πελοπόννησο, η οποία είχε ήδη επαναστατήσει. Στην περιοχή αυτή θα μείνει ως το 1826, οπότε και φεύγει για την Αυστρία, προκειμένου να οργανώσει την απόδραση από το Μουγκάτς του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Η επιχείρηση απέτυχε και αναγκάστηκε να φύγει για τη Βλαχία. Άγνωστος παραμένει εκεί ως το 1837, οπότε και παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Δυο χρόνια αργότερα, διορίζεται σε διοικητική θέση στην Ύδρα κι αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, απολύθηκε όμως ύστερα από λίγο καιρό. Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε πλήρη ανέχεια, μάταια αποζητώντας από το Δημόσιο σύνταξη, ή έστω ένα ελάχιστο βοήθημα. Στις 28 Νοεμβρίου 1852 πεθαίνει στην Αθήνα. Προηγουμένως, το 1845, ο Ξάνθος είχε δημοσιεύσει τα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας, καθώς κανείς από τους άλλους δυο πρωτεργάτες, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, δεν έτυχε να αφήσουν παραπλήσιας μορφής κείμενο.
Αθανάσιος Τσακάλωφ
Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ ήταν ηπειρώτης, γεννημένος στα Ιωάννινα. Αναγκάστηκε νέος να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να μεταναστεύσει στη Ρωσία στον πατέρα του. Ένα μικρό διάστημα βρέθηκε στο Παρίσι για σπουδές, όπου μάλιστα συμμετείχε στην ίδρυση του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου», σωματείου με εκπαιδευτικούς και πατριωτικούς στόχους. Στη συνέχεια μεταβαίνει στη Βιέννη της Αυστρίας, όπου έρχεται σε επαφή με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου. Τελικώς, καταλήγει στη Μόσχα, όπου γνωρίζει το Νικόλαο Σκουφά και θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας.
Τον Ιούλιο του 1818, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ φτάνει στην Οδησσό, σημαντικό λιμάνι και οργανωμένη Ελληνική παροικία του Ευξείνου Πόντου, όπου και προχωρά σε σημαντικές δραστηριότητες και μεθοδικότερη οργάνωση της Εταιρείας. Κατόπιν ακολούθησε τον Άνθιμο Γαζή, σημαντικότατο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνεχίζει την κατήχηση νέων μελών, και σε αλλεπάλληλα ταξίδια στη Σμύρνη, στη Μακεδονία, στη Θράκη, φθάνοντας μέχρι και την ανατολική Θεσσαλία. Ένα από τα πρωταρχικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ο Νικόλαος Γαλάτης, είχε αρχίσει να έχει αποκλίνουσα συμπεριφορά και σύντομα απέκτησε προδοτική διαγωγή, φροντίζοντας πάντα να ασκεί ένα είδος εκβιασμού στα υπόλοιπα μέλη.
Η απειλή αυτή υποχρέωσε τους επικεφαλής της οργάνωσης να αναθέσουν στον Τσακάλωφ την εξουδετέρωσή του. Σύμφωνα με τη διαταγή αυτή, ο Τσακάλωφ, συνοδευόμενος από το Δημητρόπουλο, παρέλαβε το Γαλάτη και στο ταξίδι τους στην Πελοπόννησο, πλησιάζοντας την Ερμιόνη, τον εκτέλεσαν. Ήταν Νοέμβριος του 1819. Ο Τσακάλωφ αναγκάζεται να δραπετεύσει, καθότι ένοχος για τη δολοφονία, και από τη Μάνη περνάει στην Πίζα της Ιταλίας, όπου και παρέμεινε έως και την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821. Αμέσως μετά την έκρηξη του κινήματος, φτάνει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, εκεί όπου είχαν ήδη ξεκινήσει οι πρώτες μάχες.
Αναλαμβάνει υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Ιερό Λόχο και μετά την καταστροφή του Δραγατσανίου κατάφερε να επιστρέψει και να πολεμήσει στην Ελλάδα. Μετά το τέλος της Επαναστάσεως και την τελική απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό, την περίοδο του πρώτου κυβερνήτη της χώρας, του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Τσακάλωφ υπηρέτησε στο στρατιωτικό λογιστικό του Γενικού Φροντιστηρίου και εμφανίστηκε ως πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους. Το 1832 εγκατέλειψε οριστικώς την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Ρωσία, στη Μόσχα, όπου και πέθανε τελείως λησμονημένος από το επίσημο Ελληνικό κράτος
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τρεις Έλληνες -άσημοι κατά τους ιστορικούς-, που συναντήθηκαν το θέρος τού 1814 στην Οδησσό, είχαν την έμπνευση να αποφασίσουν και να επιχειρήσουν τη σύσταση Εταιρείας μυστικής και «να εισάξωσιν εις αυτήν όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών, διά να ενεργήσωσι μόνοι των, ό,τι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών Βασιλέων».
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 και συμβολικά ορίστηκε η 14η Σεπτεμβρίου, επέτειος της Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού, ως ημέρα ιδρύσεώς της. Αναπτύχθηκε με βραδύ ρυθμό αρχικά και με ταχύτητα από το 1818 και ύστερα.
Οι τρεις ιδρυτές της ήταν o Νικόλαος Σκουφάς από το Κομπότι τής Άρτας, ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Ιωάννινα, εμπορευόμενοι και οι τρεις. Ποιος από τους τρεις είχε πρώτος την ιδέα δεν είναι γνωστό ούτε εξακριβώνεται. Ο Ξάνθος, ο μόνος που άφησε απομνημονεύματα, δηλώνει ότι αυτός είναι εκείνος που παρακίνησε τον Σκουφά, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι «ο Σκουφάς πρώτος διέγραψε επί χάρτου σχέδιο περί Εταιρείας» όπως ο ίδιος ο Ξάνθος δηλώνει. Το πιθανότερο είναι ότι το καλοκαίρι τού 1814 στην Οδησσό οι τρεις φίλοι περιορίστηκαν σε σκέψεις, συνεισφέροντας ο καθένας με τον τρόπο του για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Ο Ξάνθος είχε την προγενέστερη γνώση από τον Τεκτονισμό για την κατήχηση και τους βαθμούς, ο Τσακάλωφ είχε πείρα από τον οργανισμό του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου για τα συμβολικά γράμματα και τα δακτυλίδια αλλά ο Σκουφάς με το οργανωτικό τον πνεύμα και την ευρύτητα που τον διέκρινε ανέλαβε να διατυπώσει το πρώτο σχέδιο τής Φιλικής Εταιρείας. Τα όσα είχαν συμβεί με τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Ενθύμιο Βλαχάβα παρακινούσαν τους αρχηγούς να τηρήσουν τη μυστικότητα τής Αρχής. Ακόμα διαμόρφωσαν τη στερεά αντίληψη ότι για την επιτυχία τού σκοπού έπρεπε να βασιστούν στις εθνικές δυνάμεις, γι' αυτό δεν μυήθηκαν ποτέ ξένοι αλλά μόνο Έλληνες.
Η Φιλική Εταιρεία παρουσιαζόταν ως ναός στον οποίο με Θρησκευτική κατάνυξη γινόταν εισδοχή νέων μελών «για την Πίστη και την Πατρίδα». Η δύναμη τής Εταιρείας βασιζόταν στη μυστικότητα τής Αρχής, που με τη φαντασία αποχτούσε ακόμα μεγαλύτερο κύρος. Υπήρχε τυφλή υπακοή, εχεμύθεια και επιβολή τής αόρατης Αρχής. Οι φιλικοί αναφέρονταν σε κάποια «Αόρατη Αρχή» της οποίας τη συγκρότηση σκόπιμα απέφευγαν να κατονομάσουν κι άφηναν να εννοηθεί ότι ισχυρά πρόσωπα κατευθύνουν την Εταιρεία κι ότι κάποια μεγάλη δύναμη την προστατεύει. Καθιέρωσαν μυσταγωγική διαδικασία για τη μύηση νέων μελών που καλούνταν να ορκιστούν τυφλή αφοσίωση και απόλυτη εχεμύθεια.
Παραβίαση του όρκου επέσυρε το θάνατο, ενώ και η γενικότερη επικοινωνία των μελών της Εταιρείας ακολούθησε όλους τους κανόνες μυστικότητας (ψευδώνυμα, μυστικό κρυπτογραφικό αλφάβητο, συνθηματικές λέξεις αμοιβαίας αναγνώρισης κ.α.). Τα μέλη τής Φιλικής δεν συσκέπτονταν και δεν οργανώνονταν σε στοές όπως στον Τεκτονισμό. Αντίθετα ακολουθούσαν το σύστημα διαδόσεως τού Χριστιανισμού, με Αποστόλους που ορίζονταν από τη μυστική Αρχή για την κάθε περιοχή τού Ελληνισμού.
Η διάρθρωση τής Εταιρείας στηρίχθηκε στο παλαιό έθιμο τής αδελφοποίησης που δεν κινούσε υποψίες στην Οθωμανική Διοίκηση Αδελφοποίητοι (όσοι ήταν αγράμματοι) και Συστημένοι (εκείνοι που γνώριζαν γράμματα) αποτελούσαν τις δύο πρώτες βαθμίδες που μάθαιναν μόνο ότι υπάρχει μία Εταιρεία μυστική που φροντίζει «υπέρ τού καλού τού 'Έθνους και αν ο Θεός το συγχωρήσει, την ελευθερία του». Κύριο όργανο διαδόσεως τής Φιλικής ήταν το μέλος που είχε τον βαθμό τού ιερέως. Η εισδοχή γινόταν ύστερα από προσεκτική επιλογή, γιατί μόνο αυτοί είχαν το δικαίωμα κατηχήσεως και από αυτούς ορίζονταν οι Απόστολοι. Υπήρχε ακόμα ο βαθμός τού Ποιμένος και τού Αρχιποιμένος για τα μέλη τής Αρχής.
Αργότερα, προστέθηκαν οι βαθμοί των Αφιερωμένων και των Αρχηγών των Αφιερωμένων, για τους οπλοφόρους και τους οπλαρχηγούς. Ύστερα από την κατήχησή του, ο νέος φιλικός, γονυπετής έδινε τον όρκο με το δεξί χέρι στο Ευαγγέλιο ενώ με το αριστερό κρατούσε ένα κερί. Ακολουθούσε η καθιέρωση και ο κατηχητής έδινε στον νέο αδελφό το «εφοδιαστικό» του. Ο σχεδόν απαίδευτος Σκουφάς έβλεπε γύρω τον ένα μεγάλο Εθνικό Επιτελείο, διεσπαρμένο όχι μόνο στην υπόδουλη χώρα, αλλά και στην Ευρώπη. Δεν υπήρχαν μόνο δάσκαλοι και λόγιοι αλλά και έμποροι και στόλος εμπορικός. Υπήρχε ανεπτυγμένο κοινοτικό σύστημα και ισχυρό ιερατείο και εκκλησία.
Υπήρχαν στρατιωτικοί και έμπειροι ναυτικοί, αλλά και διπλωμάτες 'Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη και την Ευρώπη. Στη συμμετοχή όλων αυτών των δυνάμεων στήριζε ο Σκουφάς την ευόδωση των υψηλών στόχων τής απελευθέρωσης τού Γένους. Από το Πάσχα τού 1818, που ο Σκουφάς κατέβηκε από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη και συναντήθηκε εκ νέου με τον Ξάνθο, αρχίζει ουσιαστικά η μεγάλη ανάπτυξη τής Φιλικής Εταιρείας. Ο Σκουφάς όμως αφού κατάρτισε τον κατάλογο των Δώδεκα Αποστόλων, τους οποίος προόριζε να κατηχήσουν ολόκληρο τον Ελληνισμό, απεβίωσε.
Μετά τον θάνατό του, με πρόταση τού Ξάνθου, έγινε εισδοχή στην Αρχή τού μεγαλεμπόρου τής Κωνσταντινουπόλεως Παναγιώτη Σέκερη, ο οποίος έκτοτε με τη σύνεση και την τόλμη αλλά και την αυταπάρνηση που τον διέκριναν κατέστη ο πραγματικός διάδοχος τού Σκουφά. Και θα παραμείνει έως το τέλος μόνος στο κέντρο τής οργάνωσης, στην Κωνσταντινούπολη, καλύπτοντας συγχρόνως τα έξοδα. Ο Σέκερης με ευχαρίστηση έβλεπε την εξάπλωση τής Εταιρείας, αλλά συγχρόνως με δέος παρατηρούσε τις μεγάλες απαιτήσεις από παντού. Στην απελπισία του κατέφυγε στον Πατριάρχη με τον οποίο γνωριζόταν από παλαιότερα χρόνια.
Ο Γρηγόριος σκέφθηκε μια ολόκληρη νύκτα και την επομένη μήνυσε στον Σέκερη να μην απελπίζεται γιατί «εφωτίσθη παρά Θεού». Συστήθηκε λοιπόν τότε με εγκύκλιο τού Γlατριάρχου το «Κιβώτιο τού Ελέους». Προβλεπόταν το 1/3 των εισφορών να διατίθεται για τους πτωχούς τής Κωνσταντινουπόλεως αδιακρίτως εθνότητας και τα 2/3 να φυλάττονται «διά την παρά Θεού ορισθείσαν ώραν». Η μεγάλη όμως εξάπλωση τής Εταιρείας και ο κίνδυνος αποκαλύψεως οδήγησε στην ανάγκη να αναζητηθεί Αρχηγός. Τον Σεπτέμβριο 1818 η μυστική Αρχή, και συγκεκριμένα όσοι από τους Αρχηγούς βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, ο Ξάνθος, ο Τσακάλωφ, ο Αναγνωστόπουλος και ο Π. Σέκερης, έκριναν ότι οι συνθήκες είχαν ωριμάσει.
Συνυπέγραψαν το περίφημο «Υποχρεωτικόν», που φέρει ως επικεφαλίδα το «Αγαθή τύχη», το οποίο θα υπέγραφαν και οι λοιποί απόντες συναρχηγοί. Με αυτό το κείμενο που είναι και το πρώτο επίσημο έγγραφο τής Φιλικής Εταιρείας, καθοριζόταν ο σταθερός ρόλος τού Παν. Σέκερη στο Κέντρο, στην Κωνσταντινούπολη, και συγχρόνως ανέθεταν στον Ξάνθο «να υπάγει εις αντάμωσιν τού Κόμητος Ιωάννου, να του φανερώσει την Αρχήν και να του προσφέρει την Αρχηγίαν». Ο Ξάνθος αφού μετέβη πρώτα στο Πήλιο και συνάντησε τον Άνθιμο Γαζή από τον οποίο έλαβε συστατική επιστολή για τον Καποδίστρια, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και 19 Φεβρουαρίου 1819 αναχώρησε για την Πετρούπολη.
Κατά τον χρόνο όμως που ο Ξάνθος έφθασε στη Ρωσία, ο Καποδίστριας απουσίαζε και αναγκαστικά ανέμεινε επί έτος την επιστροφή του. Η πρώτη συνάντηση τού Ξάνθον με τον Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες ημέρες τού Ιανουαρίου 1820 και όλοι περίμεναν με ανυπομονησία την δεύτερη και οριστική. Ο Ξάνθος σύμφωνα με την εντολή των συναρχηγών ενεχείρισε το γράμμα τού Γαζή στον Καποδίστρια, φανέρωσε όλο το σύστημα τής Εταιρείας, τους Αρχηγούς. τον πολλαπλασιασμό των μελών και την έκταση τής Εταιρείας και ότι «ζητούν αυτόν να διευθύνει ως Αρχηγός την κίνηση τού Έθνους».
Η καλή υποδοχή τού Ξάνθου από τον Καποδίστρια κατά την πρώτη συνάντηση είχε γεννήσει πολλές ελπίδες. Η άρνησή του όμως να δεχθεί την Αρχηγία τού κινήματος έφερε τον Ξάνθο σε δύσκολη Θέση. Εκεί όπου είχαν φθάσει τα πράγματα «δεν ήταν δυνατόν η υπόθεσις να μείνει ανενέργητος». Εστράφη λοιπόν ο Ξάνθος προς τον Αλέξ. Υψηλάντη, ο οποίος με ενθουσιασμό αποδέχτηκε την Αρχηγία. Ο Αλέξ. Υψηλάντης δεν συνυπέγραψε το «συμφωνητικό» τής 22ας Σεπτεμβρίου 1818, αλλά αποδέχτηκε την πρόταση τής Αρχής να αναλάβει την αρχηγία τής Εταιρείας. που επισφραγίστηκε με πρακτικό τής 12ης Απριλίου 1820 που υπέγραψαν ο Αλέξ. Υψηλάντης, ο Ιωάννης Μάνος και ο Εμμ. Ξάνθος
Για την προετοιμασία τού εγχειρήματος ενισχύθηκαν οι εφορίες και δόθηκαν οδηγίες για τη συλλογή χρημάτων. Συστήθηκε η Φιλογεννική Κάσσα στη Μόσχα και ελήφθη πρόνοια για τη σύσταση Κεντρικής Εθνικής Κάσσας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Υψηλάντης από την Πετρούπολη διευθύνθηκε στη Μόσχα και στο Κίεβο και από εκεί στην Οδησσό, «την όλως Ελληνικήν», συνοδευόμενος από φιλικούς. Παράλληλα, ο Υψηλάντης ασχολήθηκε με την κατάρτιση τού «Σχεδίου Γενικού» για τον επικείμενο αγώνα. Στο Ισμαήλι, σε συνάντηση με τους κυριότερους φιλικούς, Περραιβό, Ξάνθο, Δίκαιο κ.ά., αποφασίστηκε η ταχεία έναρξη τής επανάστασης από τη Μάνη όπου Θα κατέβαινε ο Υψηλάντης μέσω Τεργέστης.
Συντάχτηκαν πι απαραίτητες προκηρύξεις (8 Οκτωβρίου 1820) προς τους Αρχιερείς και Προύχοντες τού Γένους και απεστάλησαν με Αποστόλους στη Ρούμελη, στον Μοριά και στα Νησιά.
Από το Ισμαήλι ο Υψηλάντης μετέβη στο Κισνόβι. Εκεί όμως, μετά λίγες ημέρες (24 Οκτωβρίου), απρόοπτα, μετέβαλα γνώμη αποφασίζοντας την έναρξη τής Επαναστάσεως από το lάσι. Οι λόγοι τής αλλαγής φαίνεται να ήταν ειδήσεις από την Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα αλλά και ειδήσεις από Βιέννη ότι δεν θα συγχωρούσαν διάβαση τού Υψηλάντη διά Τεργέστης. Η προσχώρηση στην Εταιρεία τού Ηγεμόνα τής Μολδαβίας Μιχ. Σούτσου επηρέασε αναμφισβήτητα τη νέα απόφαση.
Από τους Αποστόλους που κινήθηκαν για την Ελλάδα, ο Γρηγόριος Δικαίως πέρασε από την Κωνσταντινούπολη έλαβε συστατικά γράμματα από τον Πατριάρχη και τον τίτλο τού Έξαρχου για την Πελοπόννησο. πέρασε από τις Κυδωνιές, φρόντισε για πυρομαχικά στη Σμύρνη και έφθασε στην Ύδρα και την Πελοπόννησο. Η Συνέλευση των Προκρίτων και Αρχιερέων στη Βοστίτσα, στο τέλος Ιανουαρίου, είναι έργο δικό του. Ο Χριστόφορος Περραιβός μέσω Κωνσταντινουπόλεως και Ύδρας έφθασε στη Μάνη με υποσχέσεις στον Πετρόμπεη και από εκεί κίνησε για το Σούλι. Τις ίδιες μέρες έφθανε και ο Κολοκοτρώνης μυστικά στη Μάνη φιλοξενούμενος από τον Μουρτζίνο.
Ο Δημ. Θέμελης εφοδιάστηκε με συστατικά ατό τον Μεγ. Διερμηνέα τού Στόλου Νικ. Μουρούζη, γράμματα προς τους Προεστούς των Νήσων και γράμματα τού Γlατριάρχου Γρηγορίου προς τους Αρχιερείς των Νήσων. Συγχρόνως, ο Γεώργιος Αινιάν ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη εφοδιασμένος με γράμματα τού Μεγάλου Διερμηνέα τής Πύλης Κωνστ. Μουρούζη για τους καπετάνιους και προεστούς τής Ρούμελης. Στη Μακεδονία κατευθύνθηκε ο Δημ. Ύπατρος, προς τη Σερβία ο Αριστείδης Παππάς και στα Μαδεμοχώρια τής Χαλκιδικής ο Εμμαν. Παππάς. Άλλοι κινήθηκαν στις Ηγεμονίες και ο Ξάνθος στο Ισμαήλι.
Η σύλληψη όμως και ο φόνος τού Δημ. Ύπατρου στη Νάουσα και του Αριστείδη Παππά που κατευθύνονταν στη Σερβία και ο κίνδυνος αποκαλύψεως τού εγχειρήματος επίσπευσαν την έξοδο του Αλ. Υψηλάντη, που διέβη τον Γlρούθο στις 22 Φεβρουαρίου συνοδευόμενος από τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, τον Γεώργιο Καντακουζηνό και άλλους και έφθασε στο Ιάσιο, όπου έγινε δεκτός με τιμές.
Το έργο τής Φιλικής Εταιρείας είχε ουσιαστικά τελειώσει. Αν και η γενναία πρωτοβουλία τού Αλ. Υψηλάντη δεν έφερε καρπούς στις Ηγεμονίες, στην Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα, το πνεύμα τής Φιλικής Εταιρείας που διαδόθηκε στο Πανελλήνιο και σε όλες τις τάξεις, τον κλήρο, τους προκρίτους, τους εμπόρους, τους αρματολούς και τους ναυτικούς, τους λόγιους και τον απλό λαό, έγινε η κινητήρια δύναμη που ώθησε σύσσωμο το Έθνος στην Επανάσταση τού 1821 για την ελευθερία του.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)