ΜΕΓΑΡΑ
60 ὦ πρέσβυ, Ταφίων ὅς ποτ᾽ ἐξεῖλες πόλιν
στρατηλατήσας κλεινὰ Καδμείων δορός,
ὡς οὐδὲν ἀνθρώποισι τῶν θείων σαφές.
ἐγὼ γὰρ οὔτ᾽ ἐς πατέρ᾽ ἀπηλάθην τύχης,
ὃς οὕνεκ᾽ ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη ποτὲ
65 ἔχων τυραννίδ᾽, ἧς μακραὶ λόγχαι πέρι
πηδῶσ᾽ ἔρωτι σώματ᾽ εἰς εὐδαίμονα,
ἔχων δὲ τέκνα· κἄμ᾽ ἔδωκε παιδὶ σῶι,
ἐπίσημον εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας.
καὶ νῦν ἐκεῖνα μὲν θανόντ᾽ ἀνέπτατο,
70 ἐγὼ δὲ καὶ σὺ μέλλομεν θνήισκειν, γέρον,
οἵ θ᾽ Ἡράκλειοι παῖδες, οὓς ὑπὸ πτεροῖς
σώιζω νεοσσοὺς ὄρνις ὣς ὑφειμένους.
οἱ δ᾽ εἰς ἔλεγχον ἄλλος ἄλλοθεν πίτνων
Ὦ μῆτερ, αὐδᾶι, ποῖ πατὴρ ἄπεστι γῆς;
75 τί δρᾶι, πόθ᾽ ἥξει; τῶι νέωι δ᾽ ἐσφαλμένοι
ζητοῦσι τὸν τεκόντ᾽, ἐγὼ δὲ διαφέρω
λόγοισι μυθεύουσα. θαυμάζων δ᾽ ὅταν
πύλαι ψοφῶσι πᾶς ἀνίστησιν πόδα,
ὡς πρὸς πατρῶιον προσπεσούμενοι γόνυ.
80 νῦν οὖν τίν᾽ ἐλπίδ᾽ ἢ πόρον σωτηρίας
ἐξευμαρίζηι, πρέσβυ; πρὸς σὲ γὰρ βλέπω.
ὡς οὔτε γαίας ὅρι᾽ ἂν ἐκβαῖμεν λάθραι
(φυλακαὶ γὰρ ἡμῶν κρείσσονες κατ᾽ ἐξόδους)
οὔτ᾽ ἐν φίλοισιν ἐλπίδες σωτηρίας
85 ἔτ᾽ εἰσὶν ἡμῖν. ἥντιν᾽ οὖν γνώμην ἔχεις
λέγ᾽ ἐς τὸ κοινόν, μὴ θανεῖν ἕτοιμον ἦι.
χρόνον δὲ μηκύνωμεν ὄντες ἀσθενεῖς.
ΑΜ. ὦ θύγατερ, οὔτοι ῥάιδιον τὰ τοιάδε
φαύλως παραινεῖν σπουδάσαντ᾽ ἄνευ πόνου·
90 ΜΕ. λύπης τι προσδεῖς ἢ φιλεῖς οὕτω φάος;
ΑΜ. καὶ τῶιδε χαίρω καὶ φιλῶ τὰς ἐλπίδας.
ΜΕ. κἀγώ· δοκεῖν δὲ τἀδόκητ᾽ οὐ χρή, γέρον.
ΑΜ. ἐν ταῖς ἀναβολαῖς τῶν κακῶν ἔνεστ᾽ ἄκη.
ΜΕ. ὁ δ᾽ ἐν μέσωι γε λυπρὸς ὢν δάκνει χρόνος.
95 ΑΜ. γένοιτο μέντἄν, θύγατερ, οὔριος δρόμος
ἐκ τῶν παρόντων τῶνδ᾽ ἐμοὶ καὶ σοὶ κακῶν
ἔλθοι τ᾽ ἔτ᾽ ἂν παῖς οὑμός, εὐνήτωρ δὲ σός.
ἀλλ᾽ ἡσύχαζε καὶ δακρυρρόους τέκνων
πηγὰς ἀφαίρει καὶ παρευκήλει λόγοις,
100 κλέπτουσα μύθοις ἀθλίους κλοπὰς ὅμως.
κάμνουσι γάρ τοι καὶ βροτῶν αἱ συμφοραί,
καὶ πνεύματ᾽ ἀνέμων οὐκ ἀεὶ ῥώμην ἔχει,
οἵ τ᾽ εὐτυχοῦντες διὰ τέλους οὐκ εὐτυχεῖς·
ἐξίσταται γὰρ πάντ᾽ ἀπ᾽ ἀλλήλων δίχα.
105 οὗτος δ᾽ ἀνὴρ ἄριστος ὅστις ἐλπίσιν
πέποιθεν αἰεί· τὸ δ᾽ ἀπορεῖν ἀνδρὸς κακοῦ.
***
ΜΕΓΑΡΑ
60 Ω γέροντα, που κάποτε των Ταφίων πήρες
την πόλιν οδηγώντας άξια τους Καδμείους,
πόσο δεν είναι φανερό απ᾽ τα θεία κανένα!
Στον πατέρα μου εμέ δεν μ᾽ απόδιωξε η τύχη,
που για τα πλούτη του πολύ περηφανεύθη
έχοντας τη βασιλεία, που γι᾽ αυτήνε λόγχες
μακριές σε σώματα πηδούν ευτυχισμένα,
κι όντας πολύτεκνος· και μ᾽ έδωκε στον γιο σου
γυναίκα, νόμιμα μ᾽ αυτόν σπιτώνοντάς με.
Και τώρα τ᾽ αδέρφια μου πεθαμένα, πάνε,
70 κι εμέ κι εσένα ο θάνατος μας περιμένει
και του Ηρακλή τα τέκνα, που τα σώζω κάτου
στα φτερά μου σαν την όρνιθα τα μικρά της.
Κι αυτά ξετάζοντας για το ᾽να και για τ᾽ άλλο,
μητέρα, λεν, σε ποιά ο πατέρας μας γη λείπει;
Τί κάμνει; πότε θενα ᾽ρθει; κι απ᾽ τον καινούργιο
απατημένα τον πατέρα τους ζητάνε.
Κι εγώ με λόγια τα πλανώ. Κι όταν η θύρα
κτυπάει, θαυμάζοντας σηκώνουν το καθένα
το πόδι για να πέσουνε στο πατρικό γόνα.
80 Τώρα, λοιπόν, τί ελπίδα ή τρόπο σωτηρίας
βρίσκεις, ω γέροντα; γιατί από σένα ελπίζω.
Ούτε απ᾽ τα σύνορα μπορούμ᾽ έξω να βγούμε
κρυφά, τι τα περάσματα φυλάν στρατιώτες
από μας δυνατότεροι· κι ούτε απ᾽ τους φίλους
σωτηρία πια ελπίζομε. Λέγε όποια έχεις γνώμη
φανερά, μη ο θάνατος μας προσμένει αμέσως,
και τον καιρόν μακραίνομεν αδύναμοι όντας.
ΑΜΦ. Δεν είναι αυτά εύκολο να παίρνουν καλό τέλος,
όταν έτσι άκοπα τα βιάζεται κανένας.
90 ΜΕΓ. Θες κι άλλη λύπη ή τη ζωή σου αγαπάς τόσο;
ΑΜΦ. Και τόση ζωή τη χαίρομαι κι ελπίδες έχω.
ΜΕΓ. Όμως τ᾽ ανέλπιστα να ελπίζομε δεν πρέπει.
ΑΜΦ. Και των κακών οι αναβολές κάποια γιατρειά είναι.
ΜΕΓ. Αλλά πονεί ο αναμεταξύ καιρός της λύπης.
ΑΜΦ. Άμποτε ο δρόμος καλός νά ᾽βγει, ω θυγατέρα,
μετά απ᾽ αυτές τις συμφορές και των δυονών μας
κι άμποτες νά ᾽ρθει ακόμα ο γιος μου, ο δικός σου άντρας.
Μα ησύχαζε και τις δακρυοπηγές που τρέχουν
των παιδιών σου στέρευε κι όλο γλύκανέ τα
100 με λόγια ξεγελώντας τα, ξεγέλασμα άθλιο.
Οι δυστυχιές κουράζονται και των ανθρώπων
και δεν έχουν πάντοτες δύναμιν οι ανέμοι,
γιατί στο ενάντιο όλα τα πράγματα γυρνούνε.
Κι είναι καλύτερος εκείνος που όλο ελπίζει,
κι όποιος τα χάνει, αυτός δειλός άνθρωπος είναι.
60 ὦ πρέσβυ, Ταφίων ὅς ποτ᾽ ἐξεῖλες πόλιν
στρατηλατήσας κλεινὰ Καδμείων δορός,
ὡς οὐδὲν ἀνθρώποισι τῶν θείων σαφές.
ἐγὼ γὰρ οὔτ᾽ ἐς πατέρ᾽ ἀπηλάθην τύχης,
ὃς οὕνεκ᾽ ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη ποτὲ
65 ἔχων τυραννίδ᾽, ἧς μακραὶ λόγχαι πέρι
πηδῶσ᾽ ἔρωτι σώματ᾽ εἰς εὐδαίμονα,
ἔχων δὲ τέκνα· κἄμ᾽ ἔδωκε παιδὶ σῶι,
ἐπίσημον εὐνὴν Ἡρακλεῖ συνοικίσας.
καὶ νῦν ἐκεῖνα μὲν θανόντ᾽ ἀνέπτατο,
70 ἐγὼ δὲ καὶ σὺ μέλλομεν θνήισκειν, γέρον,
οἵ θ᾽ Ἡράκλειοι παῖδες, οὓς ὑπὸ πτεροῖς
σώιζω νεοσσοὺς ὄρνις ὣς ὑφειμένους.
οἱ δ᾽ εἰς ἔλεγχον ἄλλος ἄλλοθεν πίτνων
Ὦ μῆτερ, αὐδᾶι, ποῖ πατὴρ ἄπεστι γῆς;
75 τί δρᾶι, πόθ᾽ ἥξει; τῶι νέωι δ᾽ ἐσφαλμένοι
ζητοῦσι τὸν τεκόντ᾽, ἐγὼ δὲ διαφέρω
λόγοισι μυθεύουσα. θαυμάζων δ᾽ ὅταν
πύλαι ψοφῶσι πᾶς ἀνίστησιν πόδα,
ὡς πρὸς πατρῶιον προσπεσούμενοι γόνυ.
80 νῦν οὖν τίν᾽ ἐλπίδ᾽ ἢ πόρον σωτηρίας
ἐξευμαρίζηι, πρέσβυ; πρὸς σὲ γὰρ βλέπω.
ὡς οὔτε γαίας ὅρι᾽ ἂν ἐκβαῖμεν λάθραι
(φυλακαὶ γὰρ ἡμῶν κρείσσονες κατ᾽ ἐξόδους)
οὔτ᾽ ἐν φίλοισιν ἐλπίδες σωτηρίας
85 ἔτ᾽ εἰσὶν ἡμῖν. ἥντιν᾽ οὖν γνώμην ἔχεις
λέγ᾽ ἐς τὸ κοινόν, μὴ θανεῖν ἕτοιμον ἦι.
χρόνον δὲ μηκύνωμεν ὄντες ἀσθενεῖς.
ΑΜ. ὦ θύγατερ, οὔτοι ῥάιδιον τὰ τοιάδε
φαύλως παραινεῖν σπουδάσαντ᾽ ἄνευ πόνου·
90 ΜΕ. λύπης τι προσδεῖς ἢ φιλεῖς οὕτω φάος;
ΑΜ. καὶ τῶιδε χαίρω καὶ φιλῶ τὰς ἐλπίδας.
ΜΕ. κἀγώ· δοκεῖν δὲ τἀδόκητ᾽ οὐ χρή, γέρον.
ΑΜ. ἐν ταῖς ἀναβολαῖς τῶν κακῶν ἔνεστ᾽ ἄκη.
ΜΕ. ὁ δ᾽ ἐν μέσωι γε λυπρὸς ὢν δάκνει χρόνος.
95 ΑΜ. γένοιτο μέντἄν, θύγατερ, οὔριος δρόμος
ἐκ τῶν παρόντων τῶνδ᾽ ἐμοὶ καὶ σοὶ κακῶν
ἔλθοι τ᾽ ἔτ᾽ ἂν παῖς οὑμός, εὐνήτωρ δὲ σός.
ἀλλ᾽ ἡσύχαζε καὶ δακρυρρόους τέκνων
πηγὰς ἀφαίρει καὶ παρευκήλει λόγοις,
100 κλέπτουσα μύθοις ἀθλίους κλοπὰς ὅμως.
κάμνουσι γάρ τοι καὶ βροτῶν αἱ συμφοραί,
καὶ πνεύματ᾽ ἀνέμων οὐκ ἀεὶ ῥώμην ἔχει,
οἵ τ᾽ εὐτυχοῦντες διὰ τέλους οὐκ εὐτυχεῖς·
ἐξίσταται γὰρ πάντ᾽ ἀπ᾽ ἀλλήλων δίχα.
105 οὗτος δ᾽ ἀνὴρ ἄριστος ὅστις ἐλπίσιν
πέποιθεν αἰεί· τὸ δ᾽ ἀπορεῖν ἀνδρὸς κακοῦ.
***
ΜΕΓΑΡΑ
60 Ω γέροντα, που κάποτε των Ταφίων πήρες
την πόλιν οδηγώντας άξια τους Καδμείους,
πόσο δεν είναι φανερό απ᾽ τα θεία κανένα!
Στον πατέρα μου εμέ δεν μ᾽ απόδιωξε η τύχη,
που για τα πλούτη του πολύ περηφανεύθη
έχοντας τη βασιλεία, που γι᾽ αυτήνε λόγχες
μακριές σε σώματα πηδούν ευτυχισμένα,
κι όντας πολύτεκνος· και μ᾽ έδωκε στον γιο σου
γυναίκα, νόμιμα μ᾽ αυτόν σπιτώνοντάς με.
Και τώρα τ᾽ αδέρφια μου πεθαμένα, πάνε,
70 κι εμέ κι εσένα ο θάνατος μας περιμένει
και του Ηρακλή τα τέκνα, που τα σώζω κάτου
στα φτερά μου σαν την όρνιθα τα μικρά της.
Κι αυτά ξετάζοντας για το ᾽να και για τ᾽ άλλο,
μητέρα, λεν, σε ποιά ο πατέρας μας γη λείπει;
Τί κάμνει; πότε θενα ᾽ρθει; κι απ᾽ τον καινούργιο
απατημένα τον πατέρα τους ζητάνε.
Κι εγώ με λόγια τα πλανώ. Κι όταν η θύρα
κτυπάει, θαυμάζοντας σηκώνουν το καθένα
το πόδι για να πέσουνε στο πατρικό γόνα.
80 Τώρα, λοιπόν, τί ελπίδα ή τρόπο σωτηρίας
βρίσκεις, ω γέροντα; γιατί από σένα ελπίζω.
Ούτε απ᾽ τα σύνορα μπορούμ᾽ έξω να βγούμε
κρυφά, τι τα περάσματα φυλάν στρατιώτες
από μας δυνατότεροι· κι ούτε απ᾽ τους φίλους
σωτηρία πια ελπίζομε. Λέγε όποια έχεις γνώμη
φανερά, μη ο θάνατος μας προσμένει αμέσως,
και τον καιρόν μακραίνομεν αδύναμοι όντας.
ΑΜΦ. Δεν είναι αυτά εύκολο να παίρνουν καλό τέλος,
όταν έτσι άκοπα τα βιάζεται κανένας.
90 ΜΕΓ. Θες κι άλλη λύπη ή τη ζωή σου αγαπάς τόσο;
ΑΜΦ. Και τόση ζωή τη χαίρομαι κι ελπίδες έχω.
ΜΕΓ. Όμως τ᾽ ανέλπιστα να ελπίζομε δεν πρέπει.
ΑΜΦ. Και των κακών οι αναβολές κάποια γιατρειά είναι.
ΜΕΓ. Αλλά πονεί ο αναμεταξύ καιρός της λύπης.
ΑΜΦ. Άμποτε ο δρόμος καλός νά ᾽βγει, ω θυγατέρα,
μετά απ᾽ αυτές τις συμφορές και των δυονών μας
κι άμποτες νά ᾽ρθει ακόμα ο γιος μου, ο δικός σου άντρας.
Μα ησύχαζε και τις δακρυοπηγές που τρέχουν
των παιδιών σου στέρευε κι όλο γλύκανέ τα
100 με λόγια ξεγελώντας τα, ξεγέλασμα άθλιο.
Οι δυστυχιές κουράζονται και των ανθρώπων
και δεν έχουν πάντοτες δύναμιν οι ανέμοι,
γιατί στο ενάντιο όλα τα πράγματα γυρνούνε.
Κι είναι καλύτερος εκείνος που όλο ελπίζει,
κι όποιος τα χάνει, αυτός δειλός άνθρωπος είναι.