Ένας αιγύπτιος χριστιανός: ο Ωριγένης
Αλεξάνδρεια, 203 μ.Χ., στα χρόνια που γεννήθηκε ο φιλόσοφος Πλωτίνος. Ίσως 27 Ιουνίου. Ένα δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί παραλίγο θα πέθαινε από μια ασυνήθιστη αιτία: θέλησε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο μαρτύριό του. Ο παρορμητικός έφηβος γλίτωσε τον θάνατο χάρη στην παρέμβαση της μητέρας του· αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη επικίνδυνη ενέργεια για τη σωματική του ακεραιότητα - που φαίνεται να μην τη λογάριαζε ιδιαίτερα.
Ο Ωριγένης («γέννημα του [αιγύπτιου θεού] Ώρου») κατά το όνομα, «Αδαμάντιος» κατά το παρωνύμιο, είχε γεννηθεί το 185 μ.Χ. Η οικογένειά του, αστική και ευκατάστατη, ήταν ελληνικής παιδείας και άγνωστης καταγωγής (αιγυπτιακής, ελληνικής ή μεικτής) - ο νεοπλατωνικός Πορφύριος τον θέλει «Έλληνα που εξώκειλε στον χριστιανισμό». Ο πατέρας του Λεωνίδης, μάλλον γραμματοδιδάσκαλος προσήλυτος στον χριστιανισμό, καταδικάστηκε σε θάνατο κατά τον διωγμό που ακολούθησε την επίσκεψη του Σεπτίμιου Σεβήρου στην Αλεξάνδρεια. Είχε ήδη φροντίσει για τη μόρφωση του γιου του, τη μελέτη των χριστιανικών γραφών και την εγκύκλιο παιδεία του. Μεγαλωμένος στο περιβάλλον της πόλης, ο Ωριγένης στερήθηκε μέσα σε μια στιγμή τα πάντα: ο πατέρας νεκρός, η περιουσία τους δημευμένη και αυτός να είναι ο πρωτότοκος που πρέπει να μεγαλώσει τα έξι μικρότερα αδέλφια του.
Η απώλεια του αγαπημένου πατέρα πριν έρθει η ώρα της ενηλικίωσης, όταν ο γιος αποδεσμεύεται από την «οφειλόμενη» υποταγή του στον πατέρα, ήταν σημαδιακή για τον Ωριγένη, που αργότερα τον κατηγόρησαν ότι στη θεολογία του υπέταξε τον θεϊκό Υιό στον Πατέρα. Οι τραυματικές εμπειρίες του απωθήθηκαν από την περιφρόνηση του σωματικού θανάτου και από την πίστη του ότι η Εκκλησία θα νικήσει τελικά. Αυτή η πίστη θα τον οδηγήσει σε μια αισιόδοξη αντίληψη για την ιστορία και τα έσχατά της.
Ασκητικός από πρόθεση και όχι από καταναγκασμό, ο νεαρός Ωριγένης συνέχισε τις σπουδές του. Δεν φαίνεται να γνώρισε την ορμή του βίου των Αλεξανδρινών. Έκανε παρέα με εθνικούς διανοούμενους και χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, που δεν έπιναν από δυνατά κρασιά όπως άλλες νεανικές παρέες της πόλης, αλλά δοκίμαζαν να χύσουν το νέο κρασί (τον χριστιανισμό) σε παλιά δοχεία (της φιλοσοφίας). Μέσα σε μια ζωντανή ατμόσφαιρα συζητούσαν θεωρητικά ζητήματα για τα οποία δεν υπήρχε ακόμη «επίσημη» διδασκαλία της εκκλησίας, μια και τα περισσότερα βρίσκονταν ακόμη υπό διαμόρφωση. Ειδικά στην Αλεξάνδρεια ο χριστιανισμός ήταν πλουραλιστικός - δεν υπήρχαν «δόγματα», οριοθετήσεις της εμπειρίας: όλοι διάβαζαν την Παλαιά Διαθήκη, τα Ευαγγέλια, τις επιστολές του Παύλου, ερμήνευαν τα βιβλία και τα ζούσαν.
Οι συζητήσεις και οι συγκρούσεις για θέματα θεολογικά και φιλοσοφικά δεν έλειψαν ποτέ από τον Ωριγένη. Είχε όμως (ή ένιωθε πως είχε) πολλές ευθύνες και δεν είχε την πολυτέλεια να συνέχιζε, σαν τον Πλωτίνο, τις εγκύκλιες και τις φιλοσοφικές σπουδές του θεωρίης ἕνεκεν και για τη σωτηρία της ψυχής του. Παράλληλα, άρχισε σύντομα να κερδίζει τη ζωή του (ίσως και της οικογένειάς του), διδάσκοντας γραμματική. Έγινε γνωστός ως δάσκαλος της γραμματικής, ενώ πολλοί εθνικοί τού ζητούσαν να τους μυήσει στη χριστιανική διδασκαλία. Δεν υπήρχε πιο κατάλληλος: ο διωγμός των χριστιανών είχε δημιουργήσει μεγάλο κενό και ο Ωριγένης ανέλαβε να το καλύψει, όχι βέβαια στο πλαίσιο κάποιας σχολής, μια και αυτό είχε απαγορευθεί, αλλά πηγαίνοντας σε σπίτια μαθητών του. Είχε το πικρό προνόμιο να δει πολλούς μαθητές του να διώκονται και αρκετούς να θανατώνονται - στάθηκε δίπλα τους διακινδυνεύοντας και ο ίδιος.
Οι μαθητές του, άνδρες και γυναίκες, αυξάνονταν, και ο ίδιος καταλάβαινε ότι αυτό που τον ενδιέφερε και που επέβαλλαν οι καιροί ήταν η μελέτη των γραφών και η κατήχηση. Μέσα του ωρίμασε η απόφαση να εγκαταλείψει το βιοποριστικό του επάγγελμα. Χωρίς εισόδημα και αρνούμενος τις προσφορές των φίλων του, ο Ωριγένης δεν είχε άλλη διέξοδο: επί χρόνια αυτός, όπως κι ο πατέρας του, αγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ποιητικά και φιλοσοφικά· ήρθε η στιγμή να τα πουλήσει, για να εξασφαλίσει τέσσερις οβολούς ημερησίως. Κι έτσι έζησε για πολλά χρόνια.
Ωριγένης· Αλεξάνδρεια του 210 μ.Χ.
Πρέπει, να ήταν παιδί αλεξανδρινό είκοσι πέντε χρόνωνόταν τα πράγματα ηρέμησαν στην Αλεξάνδρεια. Ο τοπικός επίσκοπος Δημήτριος γύρισε από την εξορία και βρήκε τον Ωριγένη γνωστό ως δάσκαλο και ασκητή, στενά συνδεδεμένο με μάρτυρες. Ήταν πια μια κεντρική μορφή της χριστιανικής Αλεξάνδρειας, που (ας μην το λησμονούμε) ζούσε μαζί με την «άλλη» Αλεξάνδρεια. Ο Δημήτριος τον όρισε, μάλλον με μια ενδόμυχη επιφύλαξη, διευθυντή της κατηχητικής σχολής που ξαναφτιάχτηκε, μέσα στην παράδοση που είχαν ξεκινήσει ο Κλήμης και ο Πάνταινος.
Η θέση του ήταν πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, όχι όπως καταλαβαίνουμε συνήθως αυτό τον όρο στα πανεπιστήμια. Στη σχολή ο Ωριγένης βρήκε τον εαυτό του: αδιάκοπη μελέτη (παράλληλα με σπουδές στη φιλοσοφία και τα εβραϊκά), διδασκαλία και προσευχή. Το πρόγραμμά του ήταν τόσο πλήρες που δεν επαρκούσε να καλύψει μόνος του τις διδακτικές ανάγκες. Έτσι, επέλεξε τον μαθητή του Ηρακλά για τα εισαγωγικά μαθήματα και κράτησε ο ίδιος τους προχωρημένους μαθητές. Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Σε λίγα χρόνια, γύρω στο 212 μ.Χ., άφησε τη σχολή στον Ηρακλά και ίδρυσε τη δική του ιδιωτική σχολή - μια όχι σπάνια πρακτική στην Αλεξάνδρεια του καιρού του.
Στην Αλεξάνδρεια από το τέλος του 2ου αιώνα εμφανίστηκαν διάφορες θεολογικές σχολές, που δεν είχαν θεσμικό χαρακτήρα ούτε άμεση εξάρτηση από την τοπική εκκλησία (παρόλο που δάσκαλος και πολλοί μαθητές ήταν πιστά μέλη της). Οι ιδιωτικές αυτές σχολές στηρίχθηκαν στην προσωπικότητα κάθε δασκάλου, που όλοι τους ήταν σημαντικοί: ο Αθηναγόρας ο φιλόσοφος, ο Πάνταινος (πρώην στωικός) και ο Κλήμης. Ήταν οι τρεις πρώτοι χριστιανοί ιδρυτές σχολής και ήταν όλοι τους Αθηναίοι. Άφησαν όμως την πόλη της φιλοσοφίας για την Αλεξάνδρεια - και αυτό κάτι σήμαινε, και για την Αθήνα και για την Αλεξάνδρεια. Ο πρώτος Αλεξανδρινός που ίδρυσε ανάλογη σχολή ήταν ο Ωριγένης (ένας ακόμη λόγος να μην νιώθει άνετα μαζί του ο τοπικός επίσκοπος).
Η κοσμοπολίτικη πόλη, η τρίτη σε πληθυσμό μετά τη Ρώμη και την Αντιόχεια, είχε πνευματική ζωντάνια, οικονομική ευρωστία και οικουμενική νοοτροπία. Μπορούσε να επικαλεστεί και να επιδείξει την πλουσιότατη βιβλιοθήκη της και το «Μουσείο» της, την ανάπτυξη στα γράμματα, στις επιστήμες και στη φιλοσοφία - ακόμη και την παράδοσή της. Γιατί η Αλεξάνδρεια δεν ήταν απλώς φιλοσοφικό κέντρο της Ύστερης Αρχαιότητας· ήταν το κέντρο της επιστημονικής έρευνας, και τότε γινόταν (και θα έμενε για μερικούς αιώνες) ένα κέντρο της χριστιανικής σκέψης.
Η Αλεξάνδρεια της εποχής εκείνης έμοιαζε πολυπολιτισμικός παράδεισος: στους δρόμους, στην αγορά, στα σπίτια, στους ναούς της συμβίωναν (όχι πάντα ανέφελα) ανατολικές, αιγυπτιακές, ελληνικές μυστηριακές λατρείες, διάφορες φυλές και τάξεις. Μαζί με τον εξελληνισμένο ιουδαϊσμό (που έβγαλε έναν στοχαστή της περιωπής του Φίλωνα), τον γνωστικισμό του Βασιλείδη, τον ιδιόρρυθμο πλατωνισμό του Αμμωνίου Σακκά και (σε λίγα χρόνια) τον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου, συνυπήρχαν πολλές χριστιανικές ομάδες. Όλες αναζητούσαν την ορθοδοξία· να τη βρουν και να την επιβάλουν. Και όλες, πλην μίας (αυτής που νίκησε και ονομάστηκε «ορθόδοξη»), κατέληγαν σε αιρέσεις βίου και θεωρίας.
Η ελευθερία της σκέψης στην Αλεξάνδρεια ήταν σχεδόν απόλυτη - αν εξαιρέσουμε π.χ. τις πιέσεις εναντίον των περιπατητικών τη δεύτερη δεκαετία του 3ου αιώνα. Ακόμη και η επιστήμη ήταν αδέσμευτη από την παραδοσιακή θρησκεία αλλά και τη φιλοσοφία. Οι χριστιανοί λόγιοι απολάμβαναν ανάλογη ελευθερία και κάτι επιπλέον (και σπάνιο): την απουσία αυθεντίας, είτε στην ερμηνεία της γραφής είτε στο εκκλησιαστικό επίπεδο. (Ο επίσκοπος της πόλης Δημήτριος δεν τη διέθετε· αν και αργότερα εκμεταλλεύτηκε την ισχύ του αξιώματός του για να διώξει τον Ωριγένη.) Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, η επικοινωνία των χριστιανών με την αρχαία φιλοσοφία και τις άλλες πνευματικές παραδόσεις, όταν δεν οδηγούσε στον συγκρητισμό, αποδείχθηκε γόνιμη για τη συγκρότηση και την οριοθέτηση της χριστιανικής σκέψης, για τη γέννηση της χριστιανικής φιλοσοφίας.
Ένας χριστιανικός προτρεπτικός στη φιλοσοφία
Ο σχετικά νεαρός Ωριγένης αποδείχθηκε ένας καλός δάσκαλος - για λόγους που θα ήθελε ένας δάσκαλος. Αν κάτι τράβηξε τους μαθητές του, δεν ήταν απλώς η φιλολογική του δεινότητα (εκείνα τα χρόνια θα υπήρχαν αρκετοί καλοί φιλόλογοι). Δεν θα έρχονταν «από Ανατολή και Δύση» στη σχολή του μόνο γι᾽ αυτό τον λόγο. Ούτε θα του ζητούσαν να τους επισκεφθεί σε μακρινά μέρη, για να τους διδάξει τα σύμβολα που είχε επινοήσει για την «κριτική έκδοση» της μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης (έξι παράλληλες στήλες, με τις διάφορες ελληνικές μεταφράσεις και το εβραϊκό κείμενο).
Στην Αλεξάνδρεια, και μετά από χρόνια στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, ο Ωριγένης, πέρα από τα άλλα ταλέντα του, γοήτευε τους μαθητές του με αυτό που τότε θεωρούσαν «φιλοσοφικό τρόπο»: την ίδια του τη ζωή - ακριβώς με ό,τι σήμερα θα θεωρούσαμε παράδοξο ή επικίνδυνο να γοητεύσει έναν μαθητή (και μάλιστα φιλοσοφίας). Ήταν ένας φιλόσοφος: ένας δάσκαλος που ζούσε απλά, φορούσε έναν απέριττο χιτώνα, περπατούσε ξυπόλητος, κοιμόταν στο έδαφος, νήστευε, έμεινε άγαμος και εγκρατής. Σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής του, δεν τα έκανε όλα αυτά για να γίνει (ή για να θεωρηθεί) φιλόσοφος. Αλλά, επειδή ήταν αληθινός φιλόσοφος, η ζωή του ήταν τέτοια που ταιριάζει σε κάποιον που έχει βρει τον δρόμο της σωτηρίας του· και είναι ανοικτός στους άλλους που του ζητούν να τους δείξει τον δρόμο ή και να πορευθεί μαζί τους. Ως φιλόσοφος, κατηχούσε τους μαθητές του στον χριστιανισμό!
Δεν επρόκειτο για κάποια απάτη· ούτε ο Ωριγένης ήταν ο πρώτος. Ακολουθούσε μια παράδοση που ξεκίνησε τουλάχιστον από τον χριστιανό Ιουστίνο, τον επονομαζόμενο και «φιλόσοφο». Ο χριστιανισμός είχε λόγους και επιχειρήματα για να παρουσιαστεί και να θεωρηθεί ως φιλοσοφία. Και από κει και πέρα, προβάλλοντας αξιώσεις κυριαρχίας, μπορούσε να αυτοπροβληθεί ως η αληθινή, η κατεξοχήν φιλοσοφία.
Ο Γρηγόριος από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου, μαθητής του στην Καισάρεια, θυμάται πώς ο Ωριγένης για αρκετές ημέρες προσπαθούσε να πείσει αυτόν και τον αδελφό του να αφήσουν τη νομική και να ακολουθήσουν τη φιλοσοφία. Δεν ήταν μόνο τα λόγια του που τους έκαναν να μη συνεχίσουν προς την περίφημη νομική σχολή της Βηρυττού και πιθανότατα προς μια λαμπρή σταδιοδρομία. Πολλοί δάσκαλοι υπόσχονταν πολλά και μελετούσαν τα περί ήθους· εκείνος κατόρθωσε «η προτροπή με τα έργα να προηγηθεί της προτροπής με τα λόγια». Με το ήθος του έπειθε και τους άλλους να μελετούν τα περί ήθους και προσπαθούσε να γίνει όμοιος με το πρότυπο που πρόβαλλε ως ιδανικό. Και, όπως καταλήγει ο Γρηγόριος, έτσι «αγάπησα και τον άνθρωπο και τη φιλοσοφία» (Εις Ωριγένην προσφωνητικός).
Για να εναρμονιστούν θεωρία και πράξη και για να πραγματωθεί το ιδανικό του σοφού, χρειάζεται ένα ξεκαθάρισμα: ποιο είναι, ή ποιο οφείλει να είναι, το αντικείμενο (και ο σκοπός) της πράξης; Η απάντηση του Ωριγένη δεν διέφερε από την τρέχουσα φιλοσοφική απάντηση, που δόθηκε ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια. Μακριά από την πολυπραγμοσύνη του βίου και την ταραχή της αγοράς, οδηγούσε τους μαθητές του στην ενδοσκόπηση και στην ενασχόληση με αυτό που είναι αληθινά δικό τους, την ψυχή τους. Βασική του μέριμνα ήταν η ψυχή, η οποία απελευθερώνεται από τα πάθη και βλέπει τον εαυτό της σαν να βρίσκεται μπροστά σε καθρέφτη· κι αν είναι άξια, βλέπει και την αντανάκλαση του θεϊκού νου και παίρνει τον δρόμο για τη θέωση. Άριστο έργο της φιλοσοφίας είναι το γνῶθι σεαυτόν. Και μόνο οι φιλόσοφοι, επειδή γνωρίζουν τον εαυτό τους, ζουν τον βίο που ταιριάζει στα λογικά όντα.
Με τέτοια και με παρόμοια οι χριστιανοί διεκδικούσαν ένα κομμάτι της φιλοσοφίας για δικό τους, ή μάλλον πολλά κομμάτια: κυρίως από τη στωική ηθική και την πλατωνική μεταφυσική - με τον Αριστοτέλη ασχολήθηκαν αργότερα. Πιο πολύ όμως διεκδικούσαν τον ίδιο τον σκοπό της φιλοσοφίας.
Ένα αναλυτικό πρόγραμμα σαν όλα τα άλλα;
Η φιλοσοφία, για τον Ωριγένη, είναι τρόπος ζωής, άσκηση ψυχής και σώματος, ομοίωση του θεού: δεν περίμεναν οι Έλληνες τον Ωριγένη να τους τα μάθει. Οι διαδεδομένες παραδόσεις του Πλατωνισμού και του Στωικισμού ήταν γεμάτες από σχετικές αναφορές και πρακτικές. Ούτε όμως και οι χριστιανοί περίμεναν τη φιλοσοφία για να μάθουν το νόημα της άσκησης και της μίμησης του Θεού. Οι πρώτοι μοναχοί στην Αίγυπτο και τη Συρία είχαν δικά τους πρότυπα από τα Ευαγγέλια και τον βίο του δικού τους Θεού.
Τελικά, μπλέχτηκαν εθνικοί και χριστιανοί. Πώς θα γινόταν διαφορετικά, όταν μοιράζονταν τον ίδιο κόσμο, την ίδια πόλη, την ίδια παράδοση, την ίδια εκπαίδευση, ακόμη και την ίδια οικογενειακή στέγη; Η διαπλοκή των ιδεών δεν έγινε, βεβαίως, στο αποστειρωμένο περιβάλλον κάποιου ακαδημαϊκού σπουδαστηρίου. Ούτε ήταν μια απλή διασταύρωση καλοζυγιασμένων επιχειρημάτων ανάμεσα σε προσκεκλημένους συνομιλητές ή σε ομάδες φοιτητών. Η διαμάχη για τις ιδέες, μαζί με προβλήματα πολιτισμικά, κοινωνικά, πολιτικά, φυλετικά, οδήγησε σε σκληρούς αγώνες. Η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των εθνικών άρχισε να κλονίζεται, και ο κλονισμός σκλήραινε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Προς το παρόν, στην Αλεξάνδρεια και στην Ανατολή του πρώτου μισού του 3ου αιώνα, η δύναμη βρισκόταν στην πλευρά των εθνικών (ενίοτε και η αλαζονεία που συχνά την ακολουθεί).
Για τον Ωριγένη το ζήτημα δεν ήταν απλώς πώς να αντιμετωπιστεί η φιλοσοφία εν γένει, αλλά και ποιο ρόλο καλείται να παίξει στην πορεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας (ένα ζήτημα που δεν σταμάτησε να απασχολεί φιλόσοφους, θεολόγους και παιδαγωγούς).
Η στάση του Ωριγένη στη σχολή του ήταν ξεκάθαρη. Εκτός από τη γεωμετρία, την αριθμητική και τα άλλα προπαιδευτικά μαθήματα που παρέδιδε, πίστευε ότι όλα τα κείμενα, αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, υπάρχουν για να διαβαστούν. Οι μαθητές όφειλαν, με όλη την ενεργητικότητά τους, να μελετήσουν ιδιαίτερα τη φιλοσοφία των Ελλήνων - εξαιρέθηκαν τα έργα των αθέων, των Επικουρείων και μάλλον, σε μικρότερο πάντως βαθμό, των Περιπατητικών. Στην πρώτη φάση της μελέτης ούτε τα απέρριπταν ούτε τα αποδοκίμαζαν, γιατί απλούστατα δεν είχαν ακόμη τα μέσα για να τα κρίνουν. Ο δάσκαλος ανέλυε, αφηγούνταν και υπομνημάτιζε τα συγγράμματα. Δεν είχε νόημα καμία προτίμηση: είτε συνολικά για μια φιλοσοφική σχολή είτε για κάποια συγκεκριμένη θεωρία, είτε για την ελληνική είτε για όποια άλλη φιλοσοφία. Προειδοποιούσε ο Ωριγένης τους μαθητές: «Μην κολλάτε σε μία φιλοσοφία, τα λόγια είναι παραπλανητικά και συνήθως (καθώς είμαστε ακόμη ανώριμοι) μας πείθει αυτό που τυχαίνει να συναντάμε πρώτο.» Εξάλλου, τι να πρωτοδιαλέξεις από τις ελληνικές σχολές, που η μία αναιρεί την άλλη;
Στο σημείο αυτό ερχόταν η ώρα του δασκάλου. Για να μετατραπεί «η αγριελιά σε ήμερη ελιά με πλούσιους καρπούς», ρωτούσε και ξαναρωτούσε τους μαθητές του, δοκίμαζε τις δικές του απαντήσεις, και άκουγε. Ήταν, κατά τους μαθητές του, ένας «σωκρατικός δάσκαλος». Τους ξεναγούσε σε όλους τους λόγους των φιλοσόφων, τους φυσικούς και, κυρίως, τους ηθικούς. Τους «κρατούσε από το χέρι, μην ξεφύγουν σε παράδρομους και χαθούν»· πίστευε ότι οι δρόμοι εκείνοι δεν οδηγούν πουθενά, γιατί είναι όλοι τους δρόμοι του δάσους.
Ό,τι ήταν χρήσιμο και αληθινό σε κάθε φιλόσοφο το διάλεγε και το πρότεινε στους μαθητές του. Ο εκλεκτικισμός αυτός ήταν γνωστός από τον Ιουστίνο και τον Κλήμη. Προσεταιριζόταν τη φιλοσοφία («ό,τι καλό ειπώθηκε είναι δικό μας,» διακήρυττε ο Ιουστίνος) και ταυτόχρονα υπογράμμιζε ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη ο άνθρωπος να προσδένεται σε κάποιο φιλόσοφο αλλά στον Θεό.
Επιστέγασμα της πορείας αυτής ήταν η διδασκαλία του ανώτερου μέρους της φιλοσοφίας, της «θεολογίας», που είναι «η γνώση της αιτίας των πάντων».
Θα ήθελα να χρησιμοποιήσεις όλη τη δύναμη της ευφυΐας σου με τελικό σκοπό τον χριστιανισμό. Για τον λόγο αυτό θα ευχόμουν να αντλήσεις από τη φιλοσοφία των Ελλήνων όσα μπορούν να χρησιμεύσουν ως εγκύκλιες σπουδές και προπαρασκευαστικά μαθήματα για τον χριστιανισμό, καθώς και τα στοιχεία από τη γεωμετρία και την αστρονομία που θα είναι χρήσιμα για την ερμηνεία των ιερών γραφών. Έτσι, αυτό που λένε οι φιλόσοφοι, ότι η γεωμετρία, η μουσική, η γραμματική, η ρητορική και η αστρονομία είναι βοηθητικές για τη φιλοσοφία, το ίδιο να πούμε κι εμείς για τη φιλοσοφία, ότι είναι βοηθητική για τον χριστιανισμό.
Επιστολή προς Γρηγόριον 1
Ἀνέγνων, ἔγνων, οὐ κατέγνων: η στάση προς τη φιλοσοφία
Η φιλοσοφία, λοιπόν, έχει αξία αλλά δεν είναι αυταξία. Είναι μια προπαρασκευαστική σπουδή, ένα μέσο για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού. Μην πιστέψουμε ότι αυτή η «εργαλειοποίηση» της φιλοσοφίας είναι μόνο χριστιανικό χαρακτηριστικό (ούτε ότι ανήκει μόνο σε κάποιο ζοφερό παρελθόν). Ας σκεφτούμε πώς θα έβλεπε τη φιλοσοφία ένας εθνικός ο οποίος δεν είχε εμπιστευθεί τη σωτηρία της ψυχής του αποκλειστικά στη φιλοσοφία, αλλά (για κάθε ενδεχόμενο) είχε μυηθεί και σε μερικές μυστηριακές λατρείες. Και ας σκεφτούμε ποια «αποστολή» ανατίθεται στη φιλοσοφία από φιλοσόφους και κάθε είδους αναμορφωτές, εκπαιδευτικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς.
Ο Ωριγένης αναγνώριζε την αξία της φιλοσοφίας, ακριβώς επειδή τη γνώριζε. Στο έργο του που σώθηκε (γιατί ένα μεγάλο μέρος του έχει χαθεί) περιλαμβάνονται γύρω στα 150 παραθέματα από αρχαίους φιλοσόφους, τίτλους και αποσπάσματα που αλλιώς θα αγνοούσαμε, από την πλατωνική και τη στωική παράδοση. Κατείχε πολύ καλά τη φιλοσοφία της Στοάς, ίσως καλύτερα από τον πλατωνισμό, και ήταν σε θέση να διευκρινίζει δύσκολα ή και ελάχιστα γνωστά σημεία των δύο παραδόσεων.
Δεν τον ενδιέφερε όμως η διαμάχη με την ελληνική φιλοσοφία εν γένει ή με κάποια συγκεκριμένη σχολή ή θεωρία. Δεν ένιωθε την ανάγκη να απολογηθεί, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι λόγιοι χριστιανοί έγραψαν απολογητικά (αμυντικά ή επιθετικά) κείμενα προς τους εθνικούς. Δεν ήταν λιγότερο βέβαιος από τον σύρο Τατιανό και άλλους απολογητές για την αλήθεια της πίστης του. Γνώριζε όμως σε βάθος τον αντίπαλό του, και δεν είχε την αυταρέσκεια ή την επιθετικότητα του νεοφώτιστου ή εκείνου που βίωνε τον ελληνικό πολιτισμό σαν δυσβάστακτη πολιτισμική ηγεμονία. Κι όταν συνέθεσε το ογκώδες απολογητικό έργο του Κατά Κέλσου, ήταν ήδη ηλικιωμένος και χρειάστηκε να τον παρακαλέσουν φορτικά για να το γράψει.
Ο Ωριγένης δεν είχε σύμπλεγμα κατωτερότητας προς τη φιλοσοφία: τη γνώρισε σαν ουσιαστικό συμπλήρωμα της παιδείας του. Το ίδιο και τον χριστιανισμό: τον γνώρισε από μικρός και δεν μεταστράφηκε σ᾽ αυτόν μετά από κάποια εσωτερική πάλη με το εθνικό φιλοσοφικό παρελθόν του, όπως συνέβη με άλλους χριστιανούς στοχαστές. Βέβαια, η μεταστροφή, φαινόμενο χαρακτηριστικό της εποχής, συνήθως φανέρωνε μια δυναμική ώθηση της σκέψης και ίσως την απώθηση άλλων πραγμάτων - άραγε χωρίς κόστος; Όμως το πάθος δεν έλειψε από τον Ωριγένη: το διοχέτευσε στην ερμηνεία των γραφών και στη συγκρότηση μιας (της πρώτης) «χριστιανικής φιλοσοφίας».
Έλληνας, φιλόσοφος και χριστιανός; Είναι δυνατή και τι χρειάζεται μια χριστιανική φιλοσοφία;
Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, γύρω στο 249 μ.Χ., ο δεκαοκτάχρονος Πορφύριος, προτού γίνει μαθητής του Πλωτίνου, συνάντησε τον ηλικιωμένο Ωριγένη, λίγο πριν από τον μεγάλο διωγμό του Δέκιου. Λίγο μετά τον θάνατο του Πλωτίνου ο ώριμος πια Πορφύριος έγραφε για τον Ωριγένη: «Ήταν πολύ φημισμένος και είναι ακόμη, χάρη στα συγγράμματα που άφησε. Ήταν ένας ἕλλην [μη χριστιανός], με παιδεία ελληνική, αλλά εξώκειλε στο βαρβαρικό τόλμημα [τον χριστιανισμό].»
Τα περί μεταστροφής του Ωριγένη είναι ασφαλώς ανακριβή, αλλά ενδιαφέρον έχει ότι επανεισάγεται το ζεύγος «Έλληνες και βάρβαροι», γνωστό από παλιά στην αρχαιότητα. Το ωραίο είναι ότι αρκετοί χριστιανοί με χαρά αποδέχονταν να τους αποκαλούν (ή οι ίδιοι να αποκαλούν τους εαυτούς τους) βαρβάρους - μια και πίστευαν ότι έτσι τονίζεται η αντίθεσή τους προς τους ἕλληνας, τους μη χριστιανούς. Σαν να αντιστράφηκε το παλιό ρητό: πας μη βάρβαρος Έλλην.
Ο Πορφύριος κατηγόρησε τον Ωριγένη ότι, ενώ στις θεωρίες τα πήγαινε καλά, πήρε τη ζωή του λάθος: «Ξεπούλησε τον εαυτό του και τις ικανότητές του, και έζησε ως χριστιανός.» Ήταν όμως δυνατόν αυτό; Να «ελληνίζει» κάποιος στις θεωρίες του περί κόσμου και θεού, να «διαβάζει διαρκώς Πλάτωνα, Νουμήνιο, Νικόμαχο, Χαιρήμονα», αλλά «να ζει παράνομα», ενάντια δηλαδή στα παραδεδομένα; Φιλόσοφος στην παιδεία και χριστιανός στην πράξη;
Το ότι ο Ωριγένης ζούσε ως χριστιανός κανείς δεν το αρνήθηκε· ήταν απόλυτος στην ασκητική ζωή του. Το ότι σκεφτόταν ως φιλόσοφος πολλοί το χρησιμοποίησαν για να τον κατηγορήσουν: εθνικοί, όπως ο Πορφύριος, για να αναδείξουν την αντιφατική στάση του· χριστιανοί, όπως ο Δημήτριος Αλεξανδρείας και πολλοί μεταγενέστεροι, για να αποδείξουν την αιρετική γνώμη του.
Ο Ωριγένης δεν μίλησε θεωρητικά για τη δυνατότητα μιας χριστιανικής φιλοσοφίας. Θέλησε να δείξει ότι ο χριστιανισμός βασίζεται στην αποκάλυψη και στην πίστη, αλλά ότι αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανορθολογικός. Αντίθετα, μπορεί να γίνει μια φιλοσοφία ικανή να αρθρώσει συγκροτημένο λόγο για όλα τα θέματα που συζητούσε η φιλοσοφία του καιρού του.
Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα όταν επιχείρησε την πρώτη έκθεση των βασικών θεωρητικών αρχών της χριστιανικής σκέψης στο έργο του Περί αρχών. Αυτό το τόσο αμφιλεγόμενο έργο έχει χαθεί σε μεγάλο μέρος του και το διαβάζουμε σε μια λατινική μετάφραση αμφίβολης πιστότητας. Θίγει ζητήματα που απασχολούσαν τη φιλοσοφία και τη θεολογία της εποχής: τον Θεό καθεαυτόν και ως τριάδα, τον Θεό σε σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη δημιουργία του κόσμου, την ψυχή, την ελεύθερη βούληση.
Ο Ωριγένης υποστήριξε με παρρησία ότι έξω από τα δόγματα της χριστιανικής παράδοσης υπάρχει ελεύθερος χώρος για στοχασμό και προχώρησε να καλύψει το κενό. Σε θέματα για τα οποία δεν υπήρχε «επίσημη» διδασκαλία διακινδύνευσε τις δικές του προτάσεις, διατυπώνοντας ο ίδιος επιφυλάξεις για την ορθότητά τους. Όλες αυτές οι θέσεις, δήλωνε ο Ωριγένης, μπορούν να διευθετηθούν σε ένα σύνολο, μέσα από όσα υπάρχουν στις ιερές γραφές ή μπορούν να βρεθούν με τις μεθόδους της λογικής.
Το κοινό στο οποίο απευθυνόταν ο Ωριγένης ήταν ήδη πιστοί - γι᾽ αυτό λείπει η απολογητική διάθεση και προσκομίζεται πλήθος βιβλικών αναφορών. Παράλληλα, πρέπει να ήταν ένα κοινό που γνώριζε τις «ελληνικές» αντιρρήσεις στις χριστιανικές θέσεις. Γι᾽ αυτό μόλις που χρειαζόταν να τονίσει τις μεγάλες διαφορές με την αρχαία φιλοσοφία. Π.χ. την εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου (που έχει αρχή και τέλος), την ενσάρκωση (μιας μορφής πρόσληψη της ύλης από τον Θεό) και την ανάσταση των σωμάτων.
Αν δούμε, λοιπόν, τη φιλοσοφία ως θεωρία και μορφή γνώσης, τότε έχει ρόλο «θεραπαινίδος» (υπηρέτριας) στον χριστιανισμό: τον βοηθά να διατυπώσει τα δικά του δόγματα με τρόπο συνεκτικό και, όσο γίνεται, ορθολογικό. Αν όμως την δούμε ως τρόπο ζωής, τότε μπορούμε εξίσου να δούμε τον χριστιανισμό ως φιλοσοφία, δηλαδή «πνευματική άσκηση». Τις δύο αυτές στάσεις της εποχής δεν τις έκρινε αντιφατικές ο Ωριγένης - ούτε το κοινό του.
Πώς διαβάζουμε το βιβλίο; Μία ερμηνευτική των κειμένων
Άνθρωπος του σπουδαστηρίου και του άμβωνα, της ανάγνωσης και της γραφής, ο Ωριγένης ήταν άνθρωπος του βιβλίου: των πολλών και, κυρίως, του ενός βιβλίου. Όσο κι αν γνώριζε φιλοσοφία, κύριο σημείο αναφοράς του δεν ήταν οι στωικές ή οι πλατωνικές διδασκαλίες. Το ένα κείμενο που τον ενδιέφερε δεν ήταν φιλοσοφικό· ήταν η Αγία Γραφή, σαν ιστορική καταγραφή, οδηγός ζωής και μαρτυρία αλήθειας.
Και ποιο φιλοσοφικό ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει η Αγία Γραφή; Ήδη το ότι αποτελεί ένα «ιερό κείμενο» δεν την θέτει εκτός φιλοσοφίας; Υπάρχουν ιερά κείμενα στη φιλοσοφία; Όλοι θα λέγαμε όχι. Ίσως μάλιστα προσθέταμε ότι αυτό αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις διαφορές της φιλοσοφίας με τη θεολογία (τουλάχιστον των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών): ότι στη φιλοσοφία δεν υπάρχει το κείμενο, ότι εργαλείο της είναι η κριτική σκέψη, πρώτο και έσχατο κριτήριο είναι ο λόγος και όχι η πίστη, η ανθρώπινη γνώση και όχι η θεϊκή αποκάλυψη. Θα το έλεγαν όλοι; Όχι όλοι, και πάντως σίγουρα όχι οι άνθρωποι (και οι φιλόσοφοι) της εποχής που μας ενδιαφέρει.
Η πολυφωνία στις φιλοσοφικές ιδέες, όπως την είχαμε δει για παράδειγμα στην Ελληνιστική εποχή, σιγά σιγά χανόταν. Η εποχή του ενός βιβλίου δεν είναι επινόηση της σύγχρονης νεοελληνικής εκπαίδευσης: από τον 2ο αιώνα μ.Χ. απέκτησε σταδιακά υπέρμετρο κύρος το «ένα» βιβλίο, που θεωρήθηκε καρπός (άμεσος ή έμμεσος) της θεϊκής αποκάλυψης ή της αρχέγονης σοφίας. Τα Χαλδαϊκά λόγια, ένα έμμετρο κείμενο με χρησμούς, ήταν η «αποκάλυψη» του 2ου αιώνα και αντιμετωπίστηκε από τους Νεοπλατωνικούς σαν να ήταν η δική τους Βίβλος. Όπως και ο διάλογος Τίμαιος του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος Πρόκλος (410-485) το δήλωνε ευθαρσώς: αν ήταν στο χέρι του, μόνο αυτά τα δύο βιβλία θα άφηνε· όλα τα άλλα θα τα κατέστρεφε. Ο Ωριγένης το γνώριζε ότι η χριστιανική εμμονή στις γραφές δεν ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις τάσεις των Πλατωνικών.
Το επόμενο ερώτημα ήταν: έστω ότι έχουμε αυτά τα «θεόπνευστα» βιβλία. Πώς θα τα διαβάσουμε; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος ανάγνωσής τους ο οποίος να είναι ο ορθός; Τι εγγυάται ότι θα καταλάβουμε το βαθύτερο νόημά τους; Γιατί πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύτερο σε όλες αυτές τις διηγήσεις. Ο Ωριγένης δεν θα μπορούσε να δεχθεί την κουλτούρα του «παίρνεις αυτό που βλέπεις»: το κείμενο γράφεται έτσι ώστε ο αναγνώστης να ασκεί το μεγαλύτερο δώρο που του δόθηκε, τον νου.
Το κείμενο των γραφών, έλεγε ο Ωριγένης, είναι τρόπον τινά η ύλη. Είναι ένας κώδικας προσιτός σε όλους - αντίθετα με τα δύσκολα κείμενα των εθνικών φιλοσόφων. Στο γράμμα του κειμένου, στις ιστορίες του, περιέχεται το «σωματικό νόημα», που είναι μια πρώτη μορφή γνώσης. Αλλά πέρα από αυτό, υπάρχει το μυστικό νόημα (ηθικό και πνευματικό), που περιέχει τη βαθύτερη αλήθεια.
Αυτό το νόημα εξάγεται μετά από έρευνα, που δεν είναι απλώς μέθοδος αλλά και πνευματική στάση. Πρόκειται για την ἀλληγορία. Η αλληγορία δεν ήταν μόνο τρόπος εκφοράς του λόγου («λέω άλλα και εννοώ διαφορετικά»), αλλά και μια μέθοδος ερμηνείας αυτού του λόγου. Ο Ωριγένης την εφάρμοσε στα πολλά υπομνήματα που έγραψε για τη Βίβλο. Πήρε τους όρους της αρχαίας φιλοσοφίας και συχνά τους έδωσε καινούργια σημασία. Εξάλλου, μια λέξη δεν σημαίνει πάντα το ίδιο - ούτε η καταγωγή της (π.χ. στωική, πλατωνική) καθορίζει αναγκαστικά και τη χρήση της (π.χ. χριστιανική).
Ο Πορφύριος το είχε αντιληφθεί και δυσανασχετούσε: «Ο Ωριγένης έμαθε τον αλληγορικό τρόπο ερμηνείας από τους φιλοσόφους και τον εφάρμοσε στις ξένες γραφές.» Αρκετοί έλληνες φιλόσοφοι είχαν «σώσει» τον Όμηρο, αποκρυπτογραφώντας τις «ανήθικες διηγήσεις» για τους θεούς του και μεταγράφοντάς τες σε υψηλή θεολογία. Οι χριστιανοί κατάφερναν να δείξουν στους εθνικούς, χρησιμοποιώντας τα όπλα τους (που τα πήραν από τους Στωικούς και τον Φίλωνα), το φιλοσοφικό βάθος κειμένων που φαίνονταν απλά, όπως τα Ευαγγέλια ή οι ιστορικές αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Θεός, ο κόσμος, ο άνθρωπος
Ο Ωριγένης έγραψε για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο (αντικείμενα παλαιά και της φιλοσοφίας και της θεολογίας) με τρόπο πολύ διαφορετικό από τον απλό των ιερών κειμένων που ερμήνευε. Χρησιμοποίησε την κοινή γλώσσα του κύκλου του και της πόλης του - μίλησε περισσότερο «φιλοσοφικώς» παρά «αλιευτικώς» (με τον τρόπο των ψαράδων).
Βασική του πεποίθηση ήταν ότι ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην ανώτερη μορφή ζωής, τη θεϊκή. Αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, ούτε καν στον νου του. Προϋπόθεση είναι η δημιουργία του ανθρώπου κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωση του Θεού και η παρέμβαση του Θεού στον κόσμο, με κορυφαία την ενσάρκωση. Επομένως, οι διαμάχες για τη φύση του Χριστού δεν ήταν απλώς «μεταφυσικές», δηλαδή αποκομμένες από την πραγματικότητα - στα μάτια του Ωριγένη είχαν σχέση με τη φύση και τις δυνατότητες του ανθρώπινου προσώπου.
Το ίδιο το γεγονός ότι ο άνθρωπος (ψυχή και σώμα) βρίσκεται σε αυτόν εδώ τον κόσμο δεν οφείλεται στην πτώση της ψυχής, αλλά στην πρόνοια. Αυτή η πρόνοια, η διακυβέρνηση του κόσμου, δεν είναι παρά ο τρόπος που εκδηλώνεται η αγάπη του προσωπικού Θεού προς τον άνθρωπο.
Τι μπορεί να καταλάβει από αυτά ο άνθρωπος; Είναι δυνατή η γνώση του Θεού, ενός Θεού «πέρα από νου και ουσία», όπως τον ονόμαζαν και οι Πλατωνικοί; Η γνώση είναι δυνατή χάρη στην αποκάλυψη, υπερθεμάτιζε ο Ωριγένης, και με την πίστη και την αρετή. Εδώ η αρετή γίνεται προϋπόθεση της γνώσης, και όχι το αντίστροφο - όπως υποστήριζαν φιλόσοφοι τουλάχιστον από τον Σωκράτη και μετά.
Στον λόγο του για τον κόσμο ο Ωριγένης δεν ακολουθεί έναν ξεκάθαρο, πλατωνικού τύπου, δυϊσμό: από εδώ ο αισθητός, υλικός και φθαρτός κόσμος και από εκεί ο πραγματικός αιώνιος νοητός κόσμος. Δεν δέχεται ότι η δημιουργία έχει αιτία της κάποια «απορροή» της θεϊκής ουσίας, ούτε όμως (σαν τους Γνωστικούς) φοβάται μήπως «μολυνθεί» ο Θεός αν σχετιστεί με τον υλικό κόσμο.
Στη σκέψη του μπορεί ο ένας κόσμος να διαδέχεται τον άλλο. Υπάρχουν διάφοροι «χώροι», ανώτεροι και κατώτεροι, που δημιουργήθηκαν για διαφορετικά επίπεδα ζωής. Αυτός ο ορατός κόσμος δεν είναι ο μόνος δυνατός κόσμος - είναι απλώς ο κατάλληλος τόπος για το ανθρώπινο επίπεδο της ζωής. Ανάλογα και η ψυχή: δεν μπορεί να νοηθεί «απογυμνωμένη» από κάθε σώμα, είναι πάντα ενδεδυμένη· το είδος του σώματος είναι κάθε φορά αυτό που απαιτεί ο τόπος στον οποίο υπάρχει η ψυχή.
Ακόμη και ο κόσμος που θα είχε την υψηλότερη βαθμίδα ζωής, π.χ. ασώματους νόες (σήμερα ίσως λέγαμε «ασώματους εγκεφάλους»), θα ήταν κατώτερος και έξω από τον Θεό. Σε τελική ανάλυση οι διάφορες βαθμίδες της ζωής δεν διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ουσία τους. Μία είναι η ριζική και ανυπέρβλητη διαφορά: το χάσμα ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο.
Μέσα σε αυτό το κοσμολογικό σχήμα, η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί ένα μικρό κεφάλαιο της όλης κοσμικής πορείας και διαδικασίας. Η συναίσθηση αυτής της μικρότητας θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπαρξιακή απαισιοδοξία. Όπως και η έμφαση του Ωριγένη στο πνεύμα φαίνεται να υποβιβάζει την ιστορική εμπειρία του ανθρώπινου σώματος.
Αλλά ο Ωριγένης προσθέτει, ένα ακόμη στοιχείο, από τα πιο αμφιλεγόμενα της σκέψης του: την «αποκατάσταση των πάντων». Στα «έσχατα», στο τέλος της ιστορίας και του κόσμου, όλα θα βρουν τον δρόμο τους πίσω στην αρχική τους κατάσταση (γίνεται να μη θυμηθούμε την «επιστροφή» που θα τονίσουν στη συνέχεια οι Νεοπλατωνικοί;). Όλα τα έλλογα όντα, αγαθά και κακά, θα αποκαταστήσουν την κοινωνία τους με τον Θεό. Το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας δεν μπορεί παρά να είναι ο θρίαμβος του Θεού: η επαναφορά του ανθρώπου στον αυθεντικό εαυτό του. Βρισκόμαστε στις απαρχές μιας αισιόδοξης φιλοσοφίας της ιστορίας.
Μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε; Ο «πλατωνισμός» του Ωριγένη
Ο Ωριγένης έμεινε γνωστός ως πλατωνικός χριστιανός. Πρωτεργάτες για τη δημιουργία αυτής της εικόνας είναι οι σύγχρονοί του αντίπαλοι και αρκετοί σύγχρονοί μας μελετητές. Άλλοι για να δικαιολογήσουν τις αιρετικές αποκλίσεις, που του καταλογίστηκαν τρεις αιώνες μετά, και έτσι να αποδείξουν ότι η ελληνική φιλοσοφία είναι μητέρα των αιρέσεων. Άλλοι για να καταγγείλουν ότι ο ανατολικός χριστιανισμός παραείναι φιλοσοφικός και αντίθετος προς την απλότητα των Ευαγγελίων. Άλλοι για να υποστηρίξουν ότι έχει και ο χριστιανισμός τη φιλοσοφία του. Άλλοι για να καταλήξουν ότι ο Πλατωνισμός είναι το φιλοσοφικό υπόβαθρο του χριστιανισμού, ο οποίος είναι απλώς ένας «Πλατωνισμός για τις μάζες». Άλλοι για να προτείνουν ότι οι χριστιανοί οφείλουν να είναι Πλατωνικοί.
Είναι αμφίβολο αν οι ιδέες για τις οποίες ο Ωριγένης καταδικάστηκε στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο (το 553 μ.Χ.) είναι όλες δικές του: περί προϋπάρξεως των ψυχών, μετεμψύχωσης, αναγκαστικής δημιουργίας του κόσμου και άλλα σχετικά.
Είναι όμως αλήθεια ότι τόσο στη θεολογία του όσο και στην κοσμολογία και στην ανθρωπολογία του υπάρχουν πολλά στοιχεία που παραπέμπουν στον Πλατωνισμό (όπως βέβαια και στον Στωικισμό). Η φύση και η ενότητα του θείου, η έννοια της πρώτης αρχής, η αποδοχή μιας παγκόσμιας πρόνοιας, οι σχέσεις μεταξύ των νοητών ή των νοητών με τα αισθητά, η στάση προς το σώμα: όλα είναι θέματα τρέχοντα στις φιλοσοφικές συζητήσεις της εποχής εκείνης. Και οι θέσεις του Ωριγένη θυμίζουν αντίστοιχες πλατωνικές (ή στωικές) αντιλήψεις.
Είναι μια συνέχεια που αφορά μόνο λέξεις και εικόνες; Στοιχεία που ο Ωριγένης δανείστηκε από τη φιλοσοφία, αλλά στα καινούργια συμφραζόμενα έχουν χάσει το πρωταρχικό τους νόημα; Ή μήπως η χρήση τους έχει επηρεάσει τον πυρήνα της σκέψης του Αλεξανδρινού;
Πάντως, για τον ίδιο όλα αποτελούν απόπειρες ερμηνείας της γραφής και υπεράσπισης της παράδοσης. Ακόμη και ο ασκητισμός του («πλατωνικής χροιάς») δεν προερχόταν από την πεποίθηση για την κακία της ύλης καθεαυτήν·πήγαζε από την επιθυμία να εναρμονιστεί η ύλη με τις βλέψεις της ψυχής σε μια κατάσταση μέγιστης ελευθερίας, για να ιδωθεί η αλήθεια.
Τελικά, η Αλεξάνδρεια είναι για τον πλατωνισμό ό,τι το Λονδίνο για την ομίχλη (ή η Αθήνα για το νέφος;). Ο κατεξοχήν τόπος τους. Δεν μπορούμε να τα σκεφτούμε, ή ίσως να τα ζήσουμε, χωριστά. Όμως για να κατανοήσουμε αυτή την πτυχή του έργου του Ωριγένη, το σχήμα που καλύτερα ταιριάζει είναι «συνέχεια και ασυνέχεια». Ή, με άλλα λόγια: το έργο του περιέχει αντισώματα στον πλατωνισμό, σαν απόδειξη ότι έχει υποφέρει και έχει αποκρούσει τις επιθέσεις του.
Ελευθερία με κακό ή καλό χωρίς ελευθερία;
Οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας (ακόμη και όταν ονομάστηκαν «ρωμαίοι πολίτες» από το 212 μ.Χ.) ολοένα και περισσότερο ένιωθαν τον εαυτό τους μη προνομιούχο, διωγμένο, περιθωριοποιημένο. Οι περίοδοι πολιτικής αστάθειας, οι εθνικές και κοινωνικές αναταραχές, οι θρησκευτικές αντιπαλότητες δεν ήταν λίγες και πολλοί βίωναν τραυματικά αυτή την κατάσταση. Αρκετοί έβλεπαν ότι δεν είχαν πού να στραφούν. Η «επίσημη» πολιτική θρησκεία με τις δημόσιες τελετές δεν τους υποσχόταν πια τίποτε. Αναζητούσαν, γι᾽ αυτό, τη σωτηρία σε μια νέα πίστη, σε κάποια μυστηριακή λατρεία ή στον χριστιανισμό. Κάποτε έφταναν να αρνηθούν τον πολιτισμό συνολικά.
Με αυτούς τους όρους τέθηκε και στη φιλοσοφία αυτό που ονομάζεται «πρόβλημα του κακού»: η παρουσία του κακού στον κόσμο και η αιτιολόγησή της.
Αν όλα τα έφτιαξε ο θεός και το κακό υπάρχει, τότε ο θεός έφτιαξε και το κακό. Πώς όμως είναι δυνατόν ένας πανάγαθος να φτιάξει κάτι κακό; Μήπως το έκανε για κάποιον καλό τελικό σκοπό; Τότε όμως ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα;
Αν δεν έφτιαξε ο θεός το κακό, τότε υπάρχει κάτι που είναι ανεξάρτητο από αυτόν - και αντίθετό του. Τότε όμως υπάρχει μια ατέλειωτη διαμάχη καλού-κακού και θεός δεν είναι παντοδύναμος.
Αν όλα όσα έφτιαξε ο θεός δεν μπορεί παρά να είναι καλά, τότε μήπως το κακό δεν υπάρχει;
Αν το κακό υπάρχει, τότε μήπως δεν υπάρχει θεός - τουλάχιστον ένας θεός παντοδύναμος και πανάγαθος, που δεν θα επέτρεπε να υπάρχει το κακό στον κόσμο;
Φιλοσοφικά και πνευματικά ρεύματα της εποχής, όπως οι νεοπυθαγόρειοι και οι Γνωστικοί, υποστήριξαν ότι για όλα φταίει η ύλη. Τόσο ήταν το μίσος τους προς την ύλη (και το σώμα), ώστε θέλησαν να απαλλάξουν τον Θεό από την παραμικρή επαφή με αυτόν εδώ τον κόσμο. Δεν είναι δυνατόν, έλεγαν, ο Θεός να έφτιαξε αυτό το βασίλειο του κακού - ο κόσμος είναι δημιούργημα μιας δεύτερης θεότητας ή μιας κακής αρχής. Τι μένει στον άνθρωπο να κάνει; Να αρνηθεί τον κόσμο και το σώμα του, να ασκήσει τη σοφία του και να καθαρίσει την ψυχή του, ώστε να ζήσει μέσα στο καλό.
Οι ακραίες αυτές θέσεις είχαν απήχηση σε ομάδες χριστιανών και διαμόρφωσαν ένα ισχυρό ρεύμα. Για τον Ωριγένη ο κόσμος δεν είναι κακός από τη φύση του και δεν πρέπει να τον αρνηθούμε, όπως οι Γνωστικοί. Είναι η αναγκαία συνθήκη της ύπαρξής μας, όπως και το σώμα. Το καλό και το κακό είναι ζήτημα επιλογής, που ο άνθρωπος μπορεί να την κάνει ελεύθερα. Το μεγαλύτερο κακό που διάλεξε να κάνει ο άνθρωπος (το προπατορικό) είναι ο εγωισμός: επιβεβαίωσε τον εαυτό του, χωρίζοντας από τον Θεό. Αυτή η ρήξη της σχέσης τους είναι τόσο μεγάλη που θεραπεύεται μόνο με τη θεϊκή αγάπη.
Αν ελευθερία σημαίνει και την ελευθερία να κάνεις το κακό, τότε το κακό είναι συνέπεια της άσκησης της ελευθερίας από τον άνθρωπο. Επομένως, ο άνθρωπος επιλέγοντας το κακό, σηματοδότησε την ελευθερία του (ίσως και την αυτοσυνείδησή του), αλλά ανέλαβε και το κόστος της.
Η πίστη του Ωριγένη στην πρόνοια (που είχαν και οι Στωικοί) μοιάζει να είναι και το αποκούμπι του κυνηγημένου - βάλσαμο ή ναρκωτικό, αυτό είναι άλλη ιστορία. Εκείνου που θέλει να ελπίζει ότι παρά το κοσμικό κακό, παρά το κοινωνικό κακό και το προσωπικό κακό (που τα έζησε και ο ίδιος ο Ωριγένης), στο τέλος θα θριαμβεύσει το καλό. Στα έσχατα της ιστορίας τα πάντα θα αποκατασταθούν μέσα στη θεϊκή αγάπη. Αυτή την αισιοδοξία δεν τη συγχώρεσαν στον Αλεξανδρινό οι επαγγελματίες διαχειριστές του μεταφυσικού φόβου.
Σημείο αντιλεγόμενο
Μια προσωπικότητα αφοσιωμένη στην αλήθεια της, που τόνιζε την εσωτερική διάσταση της ζωής και την ίδια στιγμή ζούσε έντονα τη ζωή της κοινότητας - αυτό ήταν ο Ωριγένης. Η φήμη του πέρασε τα σύνορα της Αιγύπτου και έγινε περιζήτητος. Τον καλούσαν σε διάφορα μέρη για να διδάξει. Πήγαινε, εντυπωσίαζε με το ήθος και τη σοφία του, και γυρνούσε. Ήταν κι εκείνος ο επίσκοπος Δημήτριος, που σε κάθε του ταξίδι τού έστελνε γράμματα παρακαλώντας τον να γυρίσει πίσω, να συνεχίσει το έργο του στην πατρίδα.
Όταν όμως το 230 μ.Χ. άλλοι επίσκοποι χειροτόνησαν τον Ωριγένη χωρίς την άδεια του Δημήτριου, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας, σαν να περίμενε μια αφορμή, τα ξέχασε όλα: καταδίκασε και καθαίρεσε τον Ωριγένη. Κι αυτός αναγκάστηκε να αποχωριστεί την πόλη του. Ίδρυσε νέα σχολή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Εκεί συνέχισε το έργο του με την ίδια αποτελεσματικότητα. Όμως οι ιδέες του είχαν ήδη ανησυχήσει πολλούς, και από τότε δεν έλειψαν οι κατηγορίες εναντίον του ότι ήταν αιρετικός.
Ο Ωριγένης ήταν ένας δάσκαλος σε εποχές που οι δάσκαλοι δοκίμαζαν τη φιλοσοφία μαζί με τους μαθητές τους και έξω από τη σχολή. Αυτό του το αναγνώρισαν όλοι - και πάντα. Ήταν όμως κι ένας ριψοκίνδυνος στοχαστής: τολμούσε να ερευνά και να δοκιμάζει τις ιδέες του σε θέματα για τα οποία δεν είχε διαμορφωθεί μια «επίσημη γραμμή». Αυτό το αναγνώρισαν όλοι, αλλά λίγοι του το συγχώρησαν - και πάντως όχι όσοι δεν τολμούσαν ποτέ (δηλαδή οι περισσότεροι).
Πέτυχε να συγκεντρώσει πάνω του τα πυρά των εθνικών (κάτι αναμενόμενο), των αιρετικών (που έτσι κι αλλιώς τους πολέμησε κι αυτός), αλλά και πολλών ορθόδοξων χριστιανών θεολόγων. Ορισμένοι από τους τελευταίους επιτέθηκαν στα «ωριγένεια φληναφήματα», ενώ στην πραγματικότητα επιτέθηκαν σε διαστρεβλώσεις των θέσεών του, υποστηρίζοντας τις δικές του! Χρειάστηκε η επέμβαση ενός αυτοκράτορα σαν τον Ιουστινιανό, του ίδιου που έκλεισε την πλατωνική ακαδημία των Αθηνών, για να καταδικάσει με πάσα επισημότητα η Ε' Οικουμενική Σύνοδος ιδέες που του αποδίδονταν - άλλη μια εκκρεμότητα που άφησε στην ιστορία της σκέψης η πολιτική χρήση εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Τελικά, πολλοί χριστιανοί είδαν με καχυποψία το εγχείρημα του Ωριγένη. Έστω ότι είναι καλή η φιλοσοφία, σκέφτονταν και σκέφτονται, αλλά τι μπορεί να μας προσφέρει, όταν μας έχει αποκαλυφθεί η αλήθεια από τον ίδιο τον Θεό; Σκοπός του χριστιανισμού δεν είναι η μόρφωση του ανθρώπου, αλλά η μεταμόρφωσή του. Ο Ωριγένης δεν διαφωνούσε με αυτό. Αλλά (ίσως έφταιγε ο χαρακτήρας του, ίσως η παιδεία του, ίσως η πόλη του) πίστευε και κάτι παραπέρα: ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλή μόρφωση και γνώση. Είναι θεωρία και πρακτική, και έχει πια και η ίδια μεταμορφωθεί μέσα στον χριστιανισμό σε μια «πνευματική άσκηση». Η ιστορία έδειξε ότι λίγοι ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Στον οργανωμένο διωγμό του Δέκιου το 250 μ.Χ. ο Ωριγένης συνελήφθη και βασανίστηκε. Πενήντα χρόνια σχεδόν μετά τον θάνατο του πατέρα του ήρθε η σειρά του. Όσα είχε γράψει και είχε πει στον πατέρα του, τους φίλους του, τους μαθητές του για το μαρτύριο ίσχυαν τώρα για τον ίδιο. Ήταν μεγάλος πια, κι όταν σε έναν χρόνο αφέθηκε ελεύθερος η κλονισμένη υγεία του δεν άντεξε πολύ. Πέθανε γύρω στα εξηνταοκτώ, ζώντας περίπου τα ίδια χρόνια με τον Πλωτίνο, αλλά μια ζωή αρκετά ταραχώδη για έναν απόλυτο αναζητητή της ἀταραξίας.
Αλεξάνδρεια, 203 μ.Χ., στα χρόνια που γεννήθηκε ο φιλόσοφος Πλωτίνος. Ίσως 27 Ιουνίου. Ένα δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί παραλίγο θα πέθαινε από μια ασυνήθιστη αιτία: θέλησε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο μαρτύριό του. Ο παρορμητικός έφηβος γλίτωσε τον θάνατο χάρη στην παρέμβαση της μητέρας του· αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη επικίνδυνη ενέργεια για τη σωματική του ακεραιότητα - που φαίνεται να μην τη λογάριαζε ιδιαίτερα.
Ο Ωριγένης («γέννημα του [αιγύπτιου θεού] Ώρου») κατά το όνομα, «Αδαμάντιος» κατά το παρωνύμιο, είχε γεννηθεί το 185 μ.Χ. Η οικογένειά του, αστική και ευκατάστατη, ήταν ελληνικής παιδείας και άγνωστης καταγωγής (αιγυπτιακής, ελληνικής ή μεικτής) - ο νεοπλατωνικός Πορφύριος τον θέλει «Έλληνα που εξώκειλε στον χριστιανισμό». Ο πατέρας του Λεωνίδης, μάλλον γραμματοδιδάσκαλος προσήλυτος στον χριστιανισμό, καταδικάστηκε σε θάνατο κατά τον διωγμό που ακολούθησε την επίσκεψη του Σεπτίμιου Σεβήρου στην Αλεξάνδρεια. Είχε ήδη φροντίσει για τη μόρφωση του γιου του, τη μελέτη των χριστιανικών γραφών και την εγκύκλιο παιδεία του. Μεγαλωμένος στο περιβάλλον της πόλης, ο Ωριγένης στερήθηκε μέσα σε μια στιγμή τα πάντα: ο πατέρας νεκρός, η περιουσία τους δημευμένη και αυτός να είναι ο πρωτότοκος που πρέπει να μεγαλώσει τα έξι μικρότερα αδέλφια του.
Η απώλεια του αγαπημένου πατέρα πριν έρθει η ώρα της ενηλικίωσης, όταν ο γιος αποδεσμεύεται από την «οφειλόμενη» υποταγή του στον πατέρα, ήταν σημαδιακή για τον Ωριγένη, που αργότερα τον κατηγόρησαν ότι στη θεολογία του υπέταξε τον θεϊκό Υιό στον Πατέρα. Οι τραυματικές εμπειρίες του απωθήθηκαν από την περιφρόνηση του σωματικού θανάτου και από την πίστη του ότι η Εκκλησία θα νικήσει τελικά. Αυτή η πίστη θα τον οδηγήσει σε μια αισιόδοξη αντίληψη για την ιστορία και τα έσχατά της.
Ασκητικός από πρόθεση και όχι από καταναγκασμό, ο νεαρός Ωριγένης συνέχισε τις σπουδές του. Δεν φαίνεται να γνώρισε την ορμή του βίου των Αλεξανδρινών. Έκανε παρέα με εθνικούς διανοούμενους και χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, που δεν έπιναν από δυνατά κρασιά όπως άλλες νεανικές παρέες της πόλης, αλλά δοκίμαζαν να χύσουν το νέο κρασί (τον χριστιανισμό) σε παλιά δοχεία (της φιλοσοφίας). Μέσα σε μια ζωντανή ατμόσφαιρα συζητούσαν θεωρητικά ζητήματα για τα οποία δεν υπήρχε ακόμη «επίσημη» διδασκαλία της εκκλησίας, μια και τα περισσότερα βρίσκονταν ακόμη υπό διαμόρφωση. Ειδικά στην Αλεξάνδρεια ο χριστιανισμός ήταν πλουραλιστικός - δεν υπήρχαν «δόγματα», οριοθετήσεις της εμπειρίας: όλοι διάβαζαν την Παλαιά Διαθήκη, τα Ευαγγέλια, τις επιστολές του Παύλου, ερμήνευαν τα βιβλία και τα ζούσαν.
Οι συζητήσεις και οι συγκρούσεις για θέματα θεολογικά και φιλοσοφικά δεν έλειψαν ποτέ από τον Ωριγένη. Είχε όμως (ή ένιωθε πως είχε) πολλές ευθύνες και δεν είχε την πολυτέλεια να συνέχιζε, σαν τον Πλωτίνο, τις εγκύκλιες και τις φιλοσοφικές σπουδές του θεωρίης ἕνεκεν και για τη σωτηρία της ψυχής του. Παράλληλα, άρχισε σύντομα να κερδίζει τη ζωή του (ίσως και της οικογένειάς του), διδάσκοντας γραμματική. Έγινε γνωστός ως δάσκαλος της γραμματικής, ενώ πολλοί εθνικοί τού ζητούσαν να τους μυήσει στη χριστιανική διδασκαλία. Δεν υπήρχε πιο κατάλληλος: ο διωγμός των χριστιανών είχε δημιουργήσει μεγάλο κενό και ο Ωριγένης ανέλαβε να το καλύψει, όχι βέβαια στο πλαίσιο κάποιας σχολής, μια και αυτό είχε απαγορευθεί, αλλά πηγαίνοντας σε σπίτια μαθητών του. Είχε το πικρό προνόμιο να δει πολλούς μαθητές του να διώκονται και αρκετούς να θανατώνονται - στάθηκε δίπλα τους διακινδυνεύοντας και ο ίδιος.
Οι μαθητές του, άνδρες και γυναίκες, αυξάνονταν, και ο ίδιος καταλάβαινε ότι αυτό που τον ενδιέφερε και που επέβαλλαν οι καιροί ήταν η μελέτη των γραφών και η κατήχηση. Μέσα του ωρίμασε η απόφαση να εγκαταλείψει το βιοποριστικό του επάγγελμα. Χωρίς εισόδημα και αρνούμενος τις προσφορές των φίλων του, ο Ωριγένης δεν είχε άλλη διέξοδο: επί χρόνια αυτός, όπως κι ο πατέρας του, αγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ποιητικά και φιλοσοφικά· ήρθε η στιγμή να τα πουλήσει, για να εξασφαλίσει τέσσερις οβολούς ημερησίως. Κι έτσι έζησε για πολλά χρόνια.
Ωριγένης· Αλεξάνδρεια του 210 μ.Χ.
Πρέπει, να ήταν παιδί αλεξανδρινό είκοσι πέντε χρόνωνόταν τα πράγματα ηρέμησαν στην Αλεξάνδρεια. Ο τοπικός επίσκοπος Δημήτριος γύρισε από την εξορία και βρήκε τον Ωριγένη γνωστό ως δάσκαλο και ασκητή, στενά συνδεδεμένο με μάρτυρες. Ήταν πια μια κεντρική μορφή της χριστιανικής Αλεξάνδρειας, που (ας μην το λησμονούμε) ζούσε μαζί με την «άλλη» Αλεξάνδρεια. Ο Δημήτριος τον όρισε, μάλλον με μια ενδόμυχη επιφύλαξη, διευθυντή της κατηχητικής σχολής που ξαναφτιάχτηκε, μέσα στην παράδοση που είχαν ξεκινήσει ο Κλήμης και ο Πάνταινος.
Η θέση του ήταν πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, όχι όπως καταλαβαίνουμε συνήθως αυτό τον όρο στα πανεπιστήμια. Στη σχολή ο Ωριγένης βρήκε τον εαυτό του: αδιάκοπη μελέτη (παράλληλα με σπουδές στη φιλοσοφία και τα εβραϊκά), διδασκαλία και προσευχή. Το πρόγραμμά του ήταν τόσο πλήρες που δεν επαρκούσε να καλύψει μόνος του τις διδακτικές ανάγκες. Έτσι, επέλεξε τον μαθητή του Ηρακλά για τα εισαγωγικά μαθήματα και κράτησε ο ίδιος τους προχωρημένους μαθητές. Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Σε λίγα χρόνια, γύρω στο 212 μ.Χ., άφησε τη σχολή στον Ηρακλά και ίδρυσε τη δική του ιδιωτική σχολή - μια όχι σπάνια πρακτική στην Αλεξάνδρεια του καιρού του.
Στην Αλεξάνδρεια από το τέλος του 2ου αιώνα εμφανίστηκαν διάφορες θεολογικές σχολές, που δεν είχαν θεσμικό χαρακτήρα ούτε άμεση εξάρτηση από την τοπική εκκλησία (παρόλο που δάσκαλος και πολλοί μαθητές ήταν πιστά μέλη της). Οι ιδιωτικές αυτές σχολές στηρίχθηκαν στην προσωπικότητα κάθε δασκάλου, που όλοι τους ήταν σημαντικοί: ο Αθηναγόρας ο φιλόσοφος, ο Πάνταινος (πρώην στωικός) και ο Κλήμης. Ήταν οι τρεις πρώτοι χριστιανοί ιδρυτές σχολής και ήταν όλοι τους Αθηναίοι. Άφησαν όμως την πόλη της φιλοσοφίας για την Αλεξάνδρεια - και αυτό κάτι σήμαινε, και για την Αθήνα και για την Αλεξάνδρεια. Ο πρώτος Αλεξανδρινός που ίδρυσε ανάλογη σχολή ήταν ο Ωριγένης (ένας ακόμη λόγος να μην νιώθει άνετα μαζί του ο τοπικός επίσκοπος).
Η κοσμοπολίτικη πόλη, η τρίτη σε πληθυσμό μετά τη Ρώμη και την Αντιόχεια, είχε πνευματική ζωντάνια, οικονομική ευρωστία και οικουμενική νοοτροπία. Μπορούσε να επικαλεστεί και να επιδείξει την πλουσιότατη βιβλιοθήκη της και το «Μουσείο» της, την ανάπτυξη στα γράμματα, στις επιστήμες και στη φιλοσοφία - ακόμη και την παράδοσή της. Γιατί η Αλεξάνδρεια δεν ήταν απλώς φιλοσοφικό κέντρο της Ύστερης Αρχαιότητας· ήταν το κέντρο της επιστημονικής έρευνας, και τότε γινόταν (και θα έμενε για μερικούς αιώνες) ένα κέντρο της χριστιανικής σκέψης.
Η Αλεξάνδρεια της εποχής εκείνης έμοιαζε πολυπολιτισμικός παράδεισος: στους δρόμους, στην αγορά, στα σπίτια, στους ναούς της συμβίωναν (όχι πάντα ανέφελα) ανατολικές, αιγυπτιακές, ελληνικές μυστηριακές λατρείες, διάφορες φυλές και τάξεις. Μαζί με τον εξελληνισμένο ιουδαϊσμό (που έβγαλε έναν στοχαστή της περιωπής του Φίλωνα), τον γνωστικισμό του Βασιλείδη, τον ιδιόρρυθμο πλατωνισμό του Αμμωνίου Σακκά και (σε λίγα χρόνια) τον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου, συνυπήρχαν πολλές χριστιανικές ομάδες. Όλες αναζητούσαν την ορθοδοξία· να τη βρουν και να την επιβάλουν. Και όλες, πλην μίας (αυτής που νίκησε και ονομάστηκε «ορθόδοξη»), κατέληγαν σε αιρέσεις βίου και θεωρίας.
Η ελευθερία της σκέψης στην Αλεξάνδρεια ήταν σχεδόν απόλυτη - αν εξαιρέσουμε π.χ. τις πιέσεις εναντίον των περιπατητικών τη δεύτερη δεκαετία του 3ου αιώνα. Ακόμη και η επιστήμη ήταν αδέσμευτη από την παραδοσιακή θρησκεία αλλά και τη φιλοσοφία. Οι χριστιανοί λόγιοι απολάμβαναν ανάλογη ελευθερία και κάτι επιπλέον (και σπάνιο): την απουσία αυθεντίας, είτε στην ερμηνεία της γραφής είτε στο εκκλησιαστικό επίπεδο. (Ο επίσκοπος της πόλης Δημήτριος δεν τη διέθετε· αν και αργότερα εκμεταλλεύτηκε την ισχύ του αξιώματός του για να διώξει τον Ωριγένη.) Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, η επικοινωνία των χριστιανών με την αρχαία φιλοσοφία και τις άλλες πνευματικές παραδόσεις, όταν δεν οδηγούσε στον συγκρητισμό, αποδείχθηκε γόνιμη για τη συγκρότηση και την οριοθέτηση της χριστιανικής σκέψης, για τη γέννηση της χριστιανικής φιλοσοφίας.
Ένας χριστιανικός προτρεπτικός στη φιλοσοφία
Ο σχετικά νεαρός Ωριγένης αποδείχθηκε ένας καλός δάσκαλος - για λόγους που θα ήθελε ένας δάσκαλος. Αν κάτι τράβηξε τους μαθητές του, δεν ήταν απλώς η φιλολογική του δεινότητα (εκείνα τα χρόνια θα υπήρχαν αρκετοί καλοί φιλόλογοι). Δεν θα έρχονταν «από Ανατολή και Δύση» στη σχολή του μόνο γι᾽ αυτό τον λόγο. Ούτε θα του ζητούσαν να τους επισκεφθεί σε μακρινά μέρη, για να τους διδάξει τα σύμβολα που είχε επινοήσει για την «κριτική έκδοση» της μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης (έξι παράλληλες στήλες, με τις διάφορες ελληνικές μεταφράσεις και το εβραϊκό κείμενο).
Στην Αλεξάνδρεια, και μετά από χρόνια στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, ο Ωριγένης, πέρα από τα άλλα ταλέντα του, γοήτευε τους μαθητές του με αυτό που τότε θεωρούσαν «φιλοσοφικό τρόπο»: την ίδια του τη ζωή - ακριβώς με ό,τι σήμερα θα θεωρούσαμε παράδοξο ή επικίνδυνο να γοητεύσει έναν μαθητή (και μάλιστα φιλοσοφίας). Ήταν ένας φιλόσοφος: ένας δάσκαλος που ζούσε απλά, φορούσε έναν απέριττο χιτώνα, περπατούσε ξυπόλητος, κοιμόταν στο έδαφος, νήστευε, έμεινε άγαμος και εγκρατής. Σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής του, δεν τα έκανε όλα αυτά για να γίνει (ή για να θεωρηθεί) φιλόσοφος. Αλλά, επειδή ήταν αληθινός φιλόσοφος, η ζωή του ήταν τέτοια που ταιριάζει σε κάποιον που έχει βρει τον δρόμο της σωτηρίας του· και είναι ανοικτός στους άλλους που του ζητούν να τους δείξει τον δρόμο ή και να πορευθεί μαζί τους. Ως φιλόσοφος, κατηχούσε τους μαθητές του στον χριστιανισμό!
Δεν επρόκειτο για κάποια απάτη· ούτε ο Ωριγένης ήταν ο πρώτος. Ακολουθούσε μια παράδοση που ξεκίνησε τουλάχιστον από τον χριστιανό Ιουστίνο, τον επονομαζόμενο και «φιλόσοφο». Ο χριστιανισμός είχε λόγους και επιχειρήματα για να παρουσιαστεί και να θεωρηθεί ως φιλοσοφία. Και από κει και πέρα, προβάλλοντας αξιώσεις κυριαρχίας, μπορούσε να αυτοπροβληθεί ως η αληθινή, η κατεξοχήν φιλοσοφία.
Ο Γρηγόριος από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου, μαθητής του στην Καισάρεια, θυμάται πώς ο Ωριγένης για αρκετές ημέρες προσπαθούσε να πείσει αυτόν και τον αδελφό του να αφήσουν τη νομική και να ακολουθήσουν τη φιλοσοφία. Δεν ήταν μόνο τα λόγια του που τους έκαναν να μη συνεχίσουν προς την περίφημη νομική σχολή της Βηρυττού και πιθανότατα προς μια λαμπρή σταδιοδρομία. Πολλοί δάσκαλοι υπόσχονταν πολλά και μελετούσαν τα περί ήθους· εκείνος κατόρθωσε «η προτροπή με τα έργα να προηγηθεί της προτροπής με τα λόγια». Με το ήθος του έπειθε και τους άλλους να μελετούν τα περί ήθους και προσπαθούσε να γίνει όμοιος με το πρότυπο που πρόβαλλε ως ιδανικό. Και, όπως καταλήγει ο Γρηγόριος, έτσι «αγάπησα και τον άνθρωπο και τη φιλοσοφία» (Εις Ωριγένην προσφωνητικός).
Για να εναρμονιστούν θεωρία και πράξη και για να πραγματωθεί το ιδανικό του σοφού, χρειάζεται ένα ξεκαθάρισμα: ποιο είναι, ή ποιο οφείλει να είναι, το αντικείμενο (και ο σκοπός) της πράξης; Η απάντηση του Ωριγένη δεν διέφερε από την τρέχουσα φιλοσοφική απάντηση, που δόθηκε ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια. Μακριά από την πολυπραγμοσύνη του βίου και την ταραχή της αγοράς, οδηγούσε τους μαθητές του στην ενδοσκόπηση και στην ενασχόληση με αυτό που είναι αληθινά δικό τους, την ψυχή τους. Βασική του μέριμνα ήταν η ψυχή, η οποία απελευθερώνεται από τα πάθη και βλέπει τον εαυτό της σαν να βρίσκεται μπροστά σε καθρέφτη· κι αν είναι άξια, βλέπει και την αντανάκλαση του θεϊκού νου και παίρνει τον δρόμο για τη θέωση. Άριστο έργο της φιλοσοφίας είναι το γνῶθι σεαυτόν. Και μόνο οι φιλόσοφοι, επειδή γνωρίζουν τον εαυτό τους, ζουν τον βίο που ταιριάζει στα λογικά όντα.
Με τέτοια και με παρόμοια οι χριστιανοί διεκδικούσαν ένα κομμάτι της φιλοσοφίας για δικό τους, ή μάλλον πολλά κομμάτια: κυρίως από τη στωική ηθική και την πλατωνική μεταφυσική - με τον Αριστοτέλη ασχολήθηκαν αργότερα. Πιο πολύ όμως διεκδικούσαν τον ίδιο τον σκοπό της φιλοσοφίας.
Ένα αναλυτικό πρόγραμμα σαν όλα τα άλλα;
Η φιλοσοφία, για τον Ωριγένη, είναι τρόπος ζωής, άσκηση ψυχής και σώματος, ομοίωση του θεού: δεν περίμεναν οι Έλληνες τον Ωριγένη να τους τα μάθει. Οι διαδεδομένες παραδόσεις του Πλατωνισμού και του Στωικισμού ήταν γεμάτες από σχετικές αναφορές και πρακτικές. Ούτε όμως και οι χριστιανοί περίμεναν τη φιλοσοφία για να μάθουν το νόημα της άσκησης και της μίμησης του Θεού. Οι πρώτοι μοναχοί στην Αίγυπτο και τη Συρία είχαν δικά τους πρότυπα από τα Ευαγγέλια και τον βίο του δικού τους Θεού.
Τελικά, μπλέχτηκαν εθνικοί και χριστιανοί. Πώς θα γινόταν διαφορετικά, όταν μοιράζονταν τον ίδιο κόσμο, την ίδια πόλη, την ίδια παράδοση, την ίδια εκπαίδευση, ακόμη και την ίδια οικογενειακή στέγη; Η διαπλοκή των ιδεών δεν έγινε, βεβαίως, στο αποστειρωμένο περιβάλλον κάποιου ακαδημαϊκού σπουδαστηρίου. Ούτε ήταν μια απλή διασταύρωση καλοζυγιασμένων επιχειρημάτων ανάμεσα σε προσκεκλημένους συνομιλητές ή σε ομάδες φοιτητών. Η διαμάχη για τις ιδέες, μαζί με προβλήματα πολιτισμικά, κοινωνικά, πολιτικά, φυλετικά, οδήγησε σε σκληρούς αγώνες. Η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των εθνικών άρχισε να κλονίζεται, και ο κλονισμός σκλήραινε τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Προς το παρόν, στην Αλεξάνδρεια και στην Ανατολή του πρώτου μισού του 3ου αιώνα, η δύναμη βρισκόταν στην πλευρά των εθνικών (ενίοτε και η αλαζονεία που συχνά την ακολουθεί).
Για τον Ωριγένη το ζήτημα δεν ήταν απλώς πώς να αντιμετωπιστεί η φιλοσοφία εν γένει, αλλά και ποιο ρόλο καλείται να παίξει στην πορεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας (ένα ζήτημα που δεν σταμάτησε να απασχολεί φιλόσοφους, θεολόγους και παιδαγωγούς).
Η στάση του Ωριγένη στη σχολή του ήταν ξεκάθαρη. Εκτός από τη γεωμετρία, την αριθμητική και τα άλλα προπαιδευτικά μαθήματα που παρέδιδε, πίστευε ότι όλα τα κείμενα, αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, υπάρχουν για να διαβαστούν. Οι μαθητές όφειλαν, με όλη την ενεργητικότητά τους, να μελετήσουν ιδιαίτερα τη φιλοσοφία των Ελλήνων - εξαιρέθηκαν τα έργα των αθέων, των Επικουρείων και μάλλον, σε μικρότερο πάντως βαθμό, των Περιπατητικών. Στην πρώτη φάση της μελέτης ούτε τα απέρριπταν ούτε τα αποδοκίμαζαν, γιατί απλούστατα δεν είχαν ακόμη τα μέσα για να τα κρίνουν. Ο δάσκαλος ανέλυε, αφηγούνταν και υπομνημάτιζε τα συγγράμματα. Δεν είχε νόημα καμία προτίμηση: είτε συνολικά για μια φιλοσοφική σχολή είτε για κάποια συγκεκριμένη θεωρία, είτε για την ελληνική είτε για όποια άλλη φιλοσοφία. Προειδοποιούσε ο Ωριγένης τους μαθητές: «Μην κολλάτε σε μία φιλοσοφία, τα λόγια είναι παραπλανητικά και συνήθως (καθώς είμαστε ακόμη ανώριμοι) μας πείθει αυτό που τυχαίνει να συναντάμε πρώτο.» Εξάλλου, τι να πρωτοδιαλέξεις από τις ελληνικές σχολές, που η μία αναιρεί την άλλη;
Στο σημείο αυτό ερχόταν η ώρα του δασκάλου. Για να μετατραπεί «η αγριελιά σε ήμερη ελιά με πλούσιους καρπούς», ρωτούσε και ξαναρωτούσε τους μαθητές του, δοκίμαζε τις δικές του απαντήσεις, και άκουγε. Ήταν, κατά τους μαθητές του, ένας «σωκρατικός δάσκαλος». Τους ξεναγούσε σε όλους τους λόγους των φιλοσόφων, τους φυσικούς και, κυρίως, τους ηθικούς. Τους «κρατούσε από το χέρι, μην ξεφύγουν σε παράδρομους και χαθούν»· πίστευε ότι οι δρόμοι εκείνοι δεν οδηγούν πουθενά, γιατί είναι όλοι τους δρόμοι του δάσους.
Ό,τι ήταν χρήσιμο και αληθινό σε κάθε φιλόσοφο το διάλεγε και το πρότεινε στους μαθητές του. Ο εκλεκτικισμός αυτός ήταν γνωστός από τον Ιουστίνο και τον Κλήμη. Προσεταιριζόταν τη φιλοσοφία («ό,τι καλό ειπώθηκε είναι δικό μας,» διακήρυττε ο Ιουστίνος) και ταυτόχρονα υπογράμμιζε ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη ο άνθρωπος να προσδένεται σε κάποιο φιλόσοφο αλλά στον Θεό.
Επιστέγασμα της πορείας αυτής ήταν η διδασκαλία του ανώτερου μέρους της φιλοσοφίας, της «θεολογίας», που είναι «η γνώση της αιτίας των πάντων».
Θα ήθελα να χρησιμοποιήσεις όλη τη δύναμη της ευφυΐας σου με τελικό σκοπό τον χριστιανισμό. Για τον λόγο αυτό θα ευχόμουν να αντλήσεις από τη φιλοσοφία των Ελλήνων όσα μπορούν να χρησιμεύσουν ως εγκύκλιες σπουδές και προπαρασκευαστικά μαθήματα για τον χριστιανισμό, καθώς και τα στοιχεία από τη γεωμετρία και την αστρονομία που θα είναι χρήσιμα για την ερμηνεία των ιερών γραφών. Έτσι, αυτό που λένε οι φιλόσοφοι, ότι η γεωμετρία, η μουσική, η γραμματική, η ρητορική και η αστρονομία είναι βοηθητικές για τη φιλοσοφία, το ίδιο να πούμε κι εμείς για τη φιλοσοφία, ότι είναι βοηθητική για τον χριστιανισμό.
Επιστολή προς Γρηγόριον 1
Ἀνέγνων, ἔγνων, οὐ κατέγνων: η στάση προς τη φιλοσοφία
Η φιλοσοφία, λοιπόν, έχει αξία αλλά δεν είναι αυταξία. Είναι μια προπαρασκευαστική σπουδή, ένα μέσο για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού. Μην πιστέψουμε ότι αυτή η «εργαλειοποίηση» της φιλοσοφίας είναι μόνο χριστιανικό χαρακτηριστικό (ούτε ότι ανήκει μόνο σε κάποιο ζοφερό παρελθόν). Ας σκεφτούμε πώς θα έβλεπε τη φιλοσοφία ένας εθνικός ο οποίος δεν είχε εμπιστευθεί τη σωτηρία της ψυχής του αποκλειστικά στη φιλοσοφία, αλλά (για κάθε ενδεχόμενο) είχε μυηθεί και σε μερικές μυστηριακές λατρείες. Και ας σκεφτούμε ποια «αποστολή» ανατίθεται στη φιλοσοφία από φιλοσόφους και κάθε είδους αναμορφωτές, εκπαιδευτικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς.
Ο Ωριγένης αναγνώριζε την αξία της φιλοσοφίας, ακριβώς επειδή τη γνώριζε. Στο έργο του που σώθηκε (γιατί ένα μεγάλο μέρος του έχει χαθεί) περιλαμβάνονται γύρω στα 150 παραθέματα από αρχαίους φιλοσόφους, τίτλους και αποσπάσματα που αλλιώς θα αγνοούσαμε, από την πλατωνική και τη στωική παράδοση. Κατείχε πολύ καλά τη φιλοσοφία της Στοάς, ίσως καλύτερα από τον πλατωνισμό, και ήταν σε θέση να διευκρινίζει δύσκολα ή και ελάχιστα γνωστά σημεία των δύο παραδόσεων.
Δεν τον ενδιέφερε όμως η διαμάχη με την ελληνική φιλοσοφία εν γένει ή με κάποια συγκεκριμένη σχολή ή θεωρία. Δεν ένιωθε την ανάγκη να απολογηθεί, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι λόγιοι χριστιανοί έγραψαν απολογητικά (αμυντικά ή επιθετικά) κείμενα προς τους εθνικούς. Δεν ήταν λιγότερο βέβαιος από τον σύρο Τατιανό και άλλους απολογητές για την αλήθεια της πίστης του. Γνώριζε όμως σε βάθος τον αντίπαλό του, και δεν είχε την αυταρέσκεια ή την επιθετικότητα του νεοφώτιστου ή εκείνου που βίωνε τον ελληνικό πολιτισμό σαν δυσβάστακτη πολιτισμική ηγεμονία. Κι όταν συνέθεσε το ογκώδες απολογητικό έργο του Κατά Κέλσου, ήταν ήδη ηλικιωμένος και χρειάστηκε να τον παρακαλέσουν φορτικά για να το γράψει.
Ο Ωριγένης δεν είχε σύμπλεγμα κατωτερότητας προς τη φιλοσοφία: τη γνώρισε σαν ουσιαστικό συμπλήρωμα της παιδείας του. Το ίδιο και τον χριστιανισμό: τον γνώρισε από μικρός και δεν μεταστράφηκε σ᾽ αυτόν μετά από κάποια εσωτερική πάλη με το εθνικό φιλοσοφικό παρελθόν του, όπως συνέβη με άλλους χριστιανούς στοχαστές. Βέβαια, η μεταστροφή, φαινόμενο χαρακτηριστικό της εποχής, συνήθως φανέρωνε μια δυναμική ώθηση της σκέψης και ίσως την απώθηση άλλων πραγμάτων - άραγε χωρίς κόστος; Όμως το πάθος δεν έλειψε από τον Ωριγένη: το διοχέτευσε στην ερμηνεία των γραφών και στη συγκρότηση μιας (της πρώτης) «χριστιανικής φιλοσοφίας».
Έλληνας, φιλόσοφος και χριστιανός; Είναι δυνατή και τι χρειάζεται μια χριστιανική φιλοσοφία;
Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, γύρω στο 249 μ.Χ., ο δεκαοκτάχρονος Πορφύριος, προτού γίνει μαθητής του Πλωτίνου, συνάντησε τον ηλικιωμένο Ωριγένη, λίγο πριν από τον μεγάλο διωγμό του Δέκιου. Λίγο μετά τον θάνατο του Πλωτίνου ο ώριμος πια Πορφύριος έγραφε για τον Ωριγένη: «Ήταν πολύ φημισμένος και είναι ακόμη, χάρη στα συγγράμματα που άφησε. Ήταν ένας ἕλλην [μη χριστιανός], με παιδεία ελληνική, αλλά εξώκειλε στο βαρβαρικό τόλμημα [τον χριστιανισμό].»
Τα περί μεταστροφής του Ωριγένη είναι ασφαλώς ανακριβή, αλλά ενδιαφέρον έχει ότι επανεισάγεται το ζεύγος «Έλληνες και βάρβαροι», γνωστό από παλιά στην αρχαιότητα. Το ωραίο είναι ότι αρκετοί χριστιανοί με χαρά αποδέχονταν να τους αποκαλούν (ή οι ίδιοι να αποκαλούν τους εαυτούς τους) βαρβάρους - μια και πίστευαν ότι έτσι τονίζεται η αντίθεσή τους προς τους ἕλληνας, τους μη χριστιανούς. Σαν να αντιστράφηκε το παλιό ρητό: πας μη βάρβαρος Έλλην.
Ο Πορφύριος κατηγόρησε τον Ωριγένη ότι, ενώ στις θεωρίες τα πήγαινε καλά, πήρε τη ζωή του λάθος: «Ξεπούλησε τον εαυτό του και τις ικανότητές του, και έζησε ως χριστιανός.» Ήταν όμως δυνατόν αυτό; Να «ελληνίζει» κάποιος στις θεωρίες του περί κόσμου και θεού, να «διαβάζει διαρκώς Πλάτωνα, Νουμήνιο, Νικόμαχο, Χαιρήμονα», αλλά «να ζει παράνομα», ενάντια δηλαδή στα παραδεδομένα; Φιλόσοφος στην παιδεία και χριστιανός στην πράξη;
Το ότι ο Ωριγένης ζούσε ως χριστιανός κανείς δεν το αρνήθηκε· ήταν απόλυτος στην ασκητική ζωή του. Το ότι σκεφτόταν ως φιλόσοφος πολλοί το χρησιμοποίησαν για να τον κατηγορήσουν: εθνικοί, όπως ο Πορφύριος, για να αναδείξουν την αντιφατική στάση του· χριστιανοί, όπως ο Δημήτριος Αλεξανδρείας και πολλοί μεταγενέστεροι, για να αποδείξουν την αιρετική γνώμη του.
Ο Ωριγένης δεν μίλησε θεωρητικά για τη δυνατότητα μιας χριστιανικής φιλοσοφίας. Θέλησε να δείξει ότι ο χριστιανισμός βασίζεται στην αποκάλυψη και στην πίστη, αλλά ότι αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανορθολογικός. Αντίθετα, μπορεί να γίνει μια φιλοσοφία ικανή να αρθρώσει συγκροτημένο λόγο για όλα τα θέματα που συζητούσε η φιλοσοφία του καιρού του.
Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα όταν επιχείρησε την πρώτη έκθεση των βασικών θεωρητικών αρχών της χριστιανικής σκέψης στο έργο του Περί αρχών. Αυτό το τόσο αμφιλεγόμενο έργο έχει χαθεί σε μεγάλο μέρος του και το διαβάζουμε σε μια λατινική μετάφραση αμφίβολης πιστότητας. Θίγει ζητήματα που απασχολούσαν τη φιλοσοφία και τη θεολογία της εποχής: τον Θεό καθεαυτόν και ως τριάδα, τον Θεό σε σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη δημιουργία του κόσμου, την ψυχή, την ελεύθερη βούληση.
Ο Ωριγένης υποστήριξε με παρρησία ότι έξω από τα δόγματα της χριστιανικής παράδοσης υπάρχει ελεύθερος χώρος για στοχασμό και προχώρησε να καλύψει το κενό. Σε θέματα για τα οποία δεν υπήρχε «επίσημη» διδασκαλία διακινδύνευσε τις δικές του προτάσεις, διατυπώνοντας ο ίδιος επιφυλάξεις για την ορθότητά τους. Όλες αυτές οι θέσεις, δήλωνε ο Ωριγένης, μπορούν να διευθετηθούν σε ένα σύνολο, μέσα από όσα υπάρχουν στις ιερές γραφές ή μπορούν να βρεθούν με τις μεθόδους της λογικής.
Το κοινό στο οποίο απευθυνόταν ο Ωριγένης ήταν ήδη πιστοί - γι᾽ αυτό λείπει η απολογητική διάθεση και προσκομίζεται πλήθος βιβλικών αναφορών. Παράλληλα, πρέπει να ήταν ένα κοινό που γνώριζε τις «ελληνικές» αντιρρήσεις στις χριστιανικές θέσεις. Γι᾽ αυτό μόλις που χρειαζόταν να τονίσει τις μεγάλες διαφορές με την αρχαία φιλοσοφία. Π.χ. την εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου (που έχει αρχή και τέλος), την ενσάρκωση (μιας μορφής πρόσληψη της ύλης από τον Θεό) και την ανάσταση των σωμάτων.
Αν δούμε, λοιπόν, τη φιλοσοφία ως θεωρία και μορφή γνώσης, τότε έχει ρόλο «θεραπαινίδος» (υπηρέτριας) στον χριστιανισμό: τον βοηθά να διατυπώσει τα δικά του δόγματα με τρόπο συνεκτικό και, όσο γίνεται, ορθολογικό. Αν όμως την δούμε ως τρόπο ζωής, τότε μπορούμε εξίσου να δούμε τον χριστιανισμό ως φιλοσοφία, δηλαδή «πνευματική άσκηση». Τις δύο αυτές στάσεις της εποχής δεν τις έκρινε αντιφατικές ο Ωριγένης - ούτε το κοινό του.
Πώς διαβάζουμε το βιβλίο; Μία ερμηνευτική των κειμένων
Άνθρωπος του σπουδαστηρίου και του άμβωνα, της ανάγνωσης και της γραφής, ο Ωριγένης ήταν άνθρωπος του βιβλίου: των πολλών και, κυρίως, του ενός βιβλίου. Όσο κι αν γνώριζε φιλοσοφία, κύριο σημείο αναφοράς του δεν ήταν οι στωικές ή οι πλατωνικές διδασκαλίες. Το ένα κείμενο που τον ενδιέφερε δεν ήταν φιλοσοφικό· ήταν η Αγία Γραφή, σαν ιστορική καταγραφή, οδηγός ζωής και μαρτυρία αλήθειας.
Και ποιο φιλοσοφικό ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει η Αγία Γραφή; Ήδη το ότι αποτελεί ένα «ιερό κείμενο» δεν την θέτει εκτός φιλοσοφίας; Υπάρχουν ιερά κείμενα στη φιλοσοφία; Όλοι θα λέγαμε όχι. Ίσως μάλιστα προσθέταμε ότι αυτό αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις διαφορές της φιλοσοφίας με τη θεολογία (τουλάχιστον των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών): ότι στη φιλοσοφία δεν υπάρχει το κείμενο, ότι εργαλείο της είναι η κριτική σκέψη, πρώτο και έσχατο κριτήριο είναι ο λόγος και όχι η πίστη, η ανθρώπινη γνώση και όχι η θεϊκή αποκάλυψη. Θα το έλεγαν όλοι; Όχι όλοι, και πάντως σίγουρα όχι οι άνθρωποι (και οι φιλόσοφοι) της εποχής που μας ενδιαφέρει.
Η πολυφωνία στις φιλοσοφικές ιδέες, όπως την είχαμε δει για παράδειγμα στην Ελληνιστική εποχή, σιγά σιγά χανόταν. Η εποχή του ενός βιβλίου δεν είναι επινόηση της σύγχρονης νεοελληνικής εκπαίδευσης: από τον 2ο αιώνα μ.Χ. απέκτησε σταδιακά υπέρμετρο κύρος το «ένα» βιβλίο, που θεωρήθηκε καρπός (άμεσος ή έμμεσος) της θεϊκής αποκάλυψης ή της αρχέγονης σοφίας. Τα Χαλδαϊκά λόγια, ένα έμμετρο κείμενο με χρησμούς, ήταν η «αποκάλυψη» του 2ου αιώνα και αντιμετωπίστηκε από τους Νεοπλατωνικούς σαν να ήταν η δική τους Βίβλος. Όπως και ο διάλογος Τίμαιος του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος Πρόκλος (410-485) το δήλωνε ευθαρσώς: αν ήταν στο χέρι του, μόνο αυτά τα δύο βιβλία θα άφηνε· όλα τα άλλα θα τα κατέστρεφε. Ο Ωριγένης το γνώριζε ότι η χριστιανική εμμονή στις γραφές δεν ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις τάσεις των Πλατωνικών.
Το επόμενο ερώτημα ήταν: έστω ότι έχουμε αυτά τα «θεόπνευστα» βιβλία. Πώς θα τα διαβάσουμε; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος ανάγνωσής τους ο οποίος να είναι ο ορθός; Τι εγγυάται ότι θα καταλάβουμε το βαθύτερο νόημά τους; Γιατί πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύτερο σε όλες αυτές τις διηγήσεις. Ο Ωριγένης δεν θα μπορούσε να δεχθεί την κουλτούρα του «παίρνεις αυτό που βλέπεις»: το κείμενο γράφεται έτσι ώστε ο αναγνώστης να ασκεί το μεγαλύτερο δώρο που του δόθηκε, τον νου.
Το κείμενο των γραφών, έλεγε ο Ωριγένης, είναι τρόπον τινά η ύλη. Είναι ένας κώδικας προσιτός σε όλους - αντίθετα με τα δύσκολα κείμενα των εθνικών φιλοσόφων. Στο γράμμα του κειμένου, στις ιστορίες του, περιέχεται το «σωματικό νόημα», που είναι μια πρώτη μορφή γνώσης. Αλλά πέρα από αυτό, υπάρχει το μυστικό νόημα (ηθικό και πνευματικό), που περιέχει τη βαθύτερη αλήθεια.
Αυτό το νόημα εξάγεται μετά από έρευνα, που δεν είναι απλώς μέθοδος αλλά και πνευματική στάση. Πρόκειται για την ἀλληγορία. Η αλληγορία δεν ήταν μόνο τρόπος εκφοράς του λόγου («λέω άλλα και εννοώ διαφορετικά»), αλλά και μια μέθοδος ερμηνείας αυτού του λόγου. Ο Ωριγένης την εφάρμοσε στα πολλά υπομνήματα που έγραψε για τη Βίβλο. Πήρε τους όρους της αρχαίας φιλοσοφίας και συχνά τους έδωσε καινούργια σημασία. Εξάλλου, μια λέξη δεν σημαίνει πάντα το ίδιο - ούτε η καταγωγή της (π.χ. στωική, πλατωνική) καθορίζει αναγκαστικά και τη χρήση της (π.χ. χριστιανική).
Ο Πορφύριος το είχε αντιληφθεί και δυσανασχετούσε: «Ο Ωριγένης έμαθε τον αλληγορικό τρόπο ερμηνείας από τους φιλοσόφους και τον εφάρμοσε στις ξένες γραφές.» Αρκετοί έλληνες φιλόσοφοι είχαν «σώσει» τον Όμηρο, αποκρυπτογραφώντας τις «ανήθικες διηγήσεις» για τους θεούς του και μεταγράφοντάς τες σε υψηλή θεολογία. Οι χριστιανοί κατάφερναν να δείξουν στους εθνικούς, χρησιμοποιώντας τα όπλα τους (που τα πήραν από τους Στωικούς και τον Φίλωνα), το φιλοσοφικό βάθος κειμένων που φαίνονταν απλά, όπως τα Ευαγγέλια ή οι ιστορικές αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Θεός, ο κόσμος, ο άνθρωπος
Ο Ωριγένης έγραψε για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο (αντικείμενα παλαιά και της φιλοσοφίας και της θεολογίας) με τρόπο πολύ διαφορετικό από τον απλό των ιερών κειμένων που ερμήνευε. Χρησιμοποίησε την κοινή γλώσσα του κύκλου του και της πόλης του - μίλησε περισσότερο «φιλοσοφικώς» παρά «αλιευτικώς» (με τον τρόπο των ψαράδων).
Βασική του πεποίθηση ήταν ότι ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην ανώτερη μορφή ζωής, τη θεϊκή. Αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, ούτε καν στον νου του. Προϋπόθεση είναι η δημιουργία του ανθρώπου κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωση του Θεού και η παρέμβαση του Θεού στον κόσμο, με κορυφαία την ενσάρκωση. Επομένως, οι διαμάχες για τη φύση του Χριστού δεν ήταν απλώς «μεταφυσικές», δηλαδή αποκομμένες από την πραγματικότητα - στα μάτια του Ωριγένη είχαν σχέση με τη φύση και τις δυνατότητες του ανθρώπινου προσώπου.
Το ίδιο το γεγονός ότι ο άνθρωπος (ψυχή και σώμα) βρίσκεται σε αυτόν εδώ τον κόσμο δεν οφείλεται στην πτώση της ψυχής, αλλά στην πρόνοια. Αυτή η πρόνοια, η διακυβέρνηση του κόσμου, δεν είναι παρά ο τρόπος που εκδηλώνεται η αγάπη του προσωπικού Θεού προς τον άνθρωπο.
Τι μπορεί να καταλάβει από αυτά ο άνθρωπος; Είναι δυνατή η γνώση του Θεού, ενός Θεού «πέρα από νου και ουσία», όπως τον ονόμαζαν και οι Πλατωνικοί; Η γνώση είναι δυνατή χάρη στην αποκάλυψη, υπερθεμάτιζε ο Ωριγένης, και με την πίστη και την αρετή. Εδώ η αρετή γίνεται προϋπόθεση της γνώσης, και όχι το αντίστροφο - όπως υποστήριζαν φιλόσοφοι τουλάχιστον από τον Σωκράτη και μετά.
Στον λόγο του για τον κόσμο ο Ωριγένης δεν ακολουθεί έναν ξεκάθαρο, πλατωνικού τύπου, δυϊσμό: από εδώ ο αισθητός, υλικός και φθαρτός κόσμος και από εκεί ο πραγματικός αιώνιος νοητός κόσμος. Δεν δέχεται ότι η δημιουργία έχει αιτία της κάποια «απορροή» της θεϊκής ουσίας, ούτε όμως (σαν τους Γνωστικούς) φοβάται μήπως «μολυνθεί» ο Θεός αν σχετιστεί με τον υλικό κόσμο.
Στη σκέψη του μπορεί ο ένας κόσμος να διαδέχεται τον άλλο. Υπάρχουν διάφοροι «χώροι», ανώτεροι και κατώτεροι, που δημιουργήθηκαν για διαφορετικά επίπεδα ζωής. Αυτός ο ορατός κόσμος δεν είναι ο μόνος δυνατός κόσμος - είναι απλώς ο κατάλληλος τόπος για το ανθρώπινο επίπεδο της ζωής. Ανάλογα και η ψυχή: δεν μπορεί να νοηθεί «απογυμνωμένη» από κάθε σώμα, είναι πάντα ενδεδυμένη· το είδος του σώματος είναι κάθε φορά αυτό που απαιτεί ο τόπος στον οποίο υπάρχει η ψυχή.
Ακόμη και ο κόσμος που θα είχε την υψηλότερη βαθμίδα ζωής, π.χ. ασώματους νόες (σήμερα ίσως λέγαμε «ασώματους εγκεφάλους»), θα ήταν κατώτερος και έξω από τον Θεό. Σε τελική ανάλυση οι διάφορες βαθμίδες της ζωής δεν διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ουσία τους. Μία είναι η ριζική και ανυπέρβλητη διαφορά: το χάσμα ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο.
Μέσα σε αυτό το κοσμολογικό σχήμα, η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί ένα μικρό κεφάλαιο της όλης κοσμικής πορείας και διαδικασίας. Η συναίσθηση αυτής της μικρότητας θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπαρξιακή απαισιοδοξία. Όπως και η έμφαση του Ωριγένη στο πνεύμα φαίνεται να υποβιβάζει την ιστορική εμπειρία του ανθρώπινου σώματος.
Αλλά ο Ωριγένης προσθέτει, ένα ακόμη στοιχείο, από τα πιο αμφιλεγόμενα της σκέψης του: την «αποκατάσταση των πάντων». Στα «έσχατα», στο τέλος της ιστορίας και του κόσμου, όλα θα βρουν τον δρόμο τους πίσω στην αρχική τους κατάσταση (γίνεται να μη θυμηθούμε την «επιστροφή» που θα τονίσουν στη συνέχεια οι Νεοπλατωνικοί;). Όλα τα έλλογα όντα, αγαθά και κακά, θα αποκαταστήσουν την κοινωνία τους με τον Θεό. Το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας δεν μπορεί παρά να είναι ο θρίαμβος του Θεού: η επαναφορά του ανθρώπου στον αυθεντικό εαυτό του. Βρισκόμαστε στις απαρχές μιας αισιόδοξης φιλοσοφίας της ιστορίας.
Μήπως έχεις χαθεί μέσα σε δρόμους που καίνε; Ο «πλατωνισμός» του Ωριγένη
Ο Ωριγένης έμεινε γνωστός ως πλατωνικός χριστιανός. Πρωτεργάτες για τη δημιουργία αυτής της εικόνας είναι οι σύγχρονοί του αντίπαλοι και αρκετοί σύγχρονοί μας μελετητές. Άλλοι για να δικαιολογήσουν τις αιρετικές αποκλίσεις, που του καταλογίστηκαν τρεις αιώνες μετά, και έτσι να αποδείξουν ότι η ελληνική φιλοσοφία είναι μητέρα των αιρέσεων. Άλλοι για να καταγγείλουν ότι ο ανατολικός χριστιανισμός παραείναι φιλοσοφικός και αντίθετος προς την απλότητα των Ευαγγελίων. Άλλοι για να υποστηρίξουν ότι έχει και ο χριστιανισμός τη φιλοσοφία του. Άλλοι για να καταλήξουν ότι ο Πλατωνισμός είναι το φιλοσοφικό υπόβαθρο του χριστιανισμού, ο οποίος είναι απλώς ένας «Πλατωνισμός για τις μάζες». Άλλοι για να προτείνουν ότι οι χριστιανοί οφείλουν να είναι Πλατωνικοί.
Είναι αμφίβολο αν οι ιδέες για τις οποίες ο Ωριγένης καταδικάστηκε στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο (το 553 μ.Χ.) είναι όλες δικές του: περί προϋπάρξεως των ψυχών, μετεμψύχωσης, αναγκαστικής δημιουργίας του κόσμου και άλλα σχετικά.
Είναι όμως αλήθεια ότι τόσο στη θεολογία του όσο και στην κοσμολογία και στην ανθρωπολογία του υπάρχουν πολλά στοιχεία που παραπέμπουν στον Πλατωνισμό (όπως βέβαια και στον Στωικισμό). Η φύση και η ενότητα του θείου, η έννοια της πρώτης αρχής, η αποδοχή μιας παγκόσμιας πρόνοιας, οι σχέσεις μεταξύ των νοητών ή των νοητών με τα αισθητά, η στάση προς το σώμα: όλα είναι θέματα τρέχοντα στις φιλοσοφικές συζητήσεις της εποχής εκείνης. Και οι θέσεις του Ωριγένη θυμίζουν αντίστοιχες πλατωνικές (ή στωικές) αντιλήψεις.
Είναι μια συνέχεια που αφορά μόνο λέξεις και εικόνες; Στοιχεία που ο Ωριγένης δανείστηκε από τη φιλοσοφία, αλλά στα καινούργια συμφραζόμενα έχουν χάσει το πρωταρχικό τους νόημα; Ή μήπως η χρήση τους έχει επηρεάσει τον πυρήνα της σκέψης του Αλεξανδρινού;
Πάντως, για τον ίδιο όλα αποτελούν απόπειρες ερμηνείας της γραφής και υπεράσπισης της παράδοσης. Ακόμη και ο ασκητισμός του («πλατωνικής χροιάς») δεν προερχόταν από την πεποίθηση για την κακία της ύλης καθεαυτήν·πήγαζε από την επιθυμία να εναρμονιστεί η ύλη με τις βλέψεις της ψυχής σε μια κατάσταση μέγιστης ελευθερίας, για να ιδωθεί η αλήθεια.
Τελικά, η Αλεξάνδρεια είναι για τον πλατωνισμό ό,τι το Λονδίνο για την ομίχλη (ή η Αθήνα για το νέφος;). Ο κατεξοχήν τόπος τους. Δεν μπορούμε να τα σκεφτούμε, ή ίσως να τα ζήσουμε, χωριστά. Όμως για να κατανοήσουμε αυτή την πτυχή του έργου του Ωριγένη, το σχήμα που καλύτερα ταιριάζει είναι «συνέχεια και ασυνέχεια». Ή, με άλλα λόγια: το έργο του περιέχει αντισώματα στον πλατωνισμό, σαν απόδειξη ότι έχει υποφέρει και έχει αποκρούσει τις επιθέσεις του.
Ελευθερία με κακό ή καλό χωρίς ελευθερία;
Οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας (ακόμη και όταν ονομάστηκαν «ρωμαίοι πολίτες» από το 212 μ.Χ.) ολοένα και περισσότερο ένιωθαν τον εαυτό τους μη προνομιούχο, διωγμένο, περιθωριοποιημένο. Οι περίοδοι πολιτικής αστάθειας, οι εθνικές και κοινωνικές αναταραχές, οι θρησκευτικές αντιπαλότητες δεν ήταν λίγες και πολλοί βίωναν τραυματικά αυτή την κατάσταση. Αρκετοί έβλεπαν ότι δεν είχαν πού να στραφούν. Η «επίσημη» πολιτική θρησκεία με τις δημόσιες τελετές δεν τους υποσχόταν πια τίποτε. Αναζητούσαν, γι᾽ αυτό, τη σωτηρία σε μια νέα πίστη, σε κάποια μυστηριακή λατρεία ή στον χριστιανισμό. Κάποτε έφταναν να αρνηθούν τον πολιτισμό συνολικά.
Με αυτούς τους όρους τέθηκε και στη φιλοσοφία αυτό που ονομάζεται «πρόβλημα του κακού»: η παρουσία του κακού στον κόσμο και η αιτιολόγησή της.
Αν όλα τα έφτιαξε ο θεός και το κακό υπάρχει, τότε ο θεός έφτιαξε και το κακό. Πώς όμως είναι δυνατόν ένας πανάγαθος να φτιάξει κάτι κακό; Μήπως το έκανε για κάποιον καλό τελικό σκοπό; Τότε όμως ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα;
Αν δεν έφτιαξε ο θεός το κακό, τότε υπάρχει κάτι που είναι ανεξάρτητο από αυτόν - και αντίθετό του. Τότε όμως υπάρχει μια ατέλειωτη διαμάχη καλού-κακού και θεός δεν είναι παντοδύναμος.
Αν όλα όσα έφτιαξε ο θεός δεν μπορεί παρά να είναι καλά, τότε μήπως το κακό δεν υπάρχει;
Αν το κακό υπάρχει, τότε μήπως δεν υπάρχει θεός - τουλάχιστον ένας θεός παντοδύναμος και πανάγαθος, που δεν θα επέτρεπε να υπάρχει το κακό στον κόσμο;
Φιλοσοφικά και πνευματικά ρεύματα της εποχής, όπως οι νεοπυθαγόρειοι και οι Γνωστικοί, υποστήριξαν ότι για όλα φταίει η ύλη. Τόσο ήταν το μίσος τους προς την ύλη (και το σώμα), ώστε θέλησαν να απαλλάξουν τον Θεό από την παραμικρή επαφή με αυτόν εδώ τον κόσμο. Δεν είναι δυνατόν, έλεγαν, ο Θεός να έφτιαξε αυτό το βασίλειο του κακού - ο κόσμος είναι δημιούργημα μιας δεύτερης θεότητας ή μιας κακής αρχής. Τι μένει στον άνθρωπο να κάνει; Να αρνηθεί τον κόσμο και το σώμα του, να ασκήσει τη σοφία του και να καθαρίσει την ψυχή του, ώστε να ζήσει μέσα στο καλό.
Οι ακραίες αυτές θέσεις είχαν απήχηση σε ομάδες χριστιανών και διαμόρφωσαν ένα ισχυρό ρεύμα. Για τον Ωριγένη ο κόσμος δεν είναι κακός από τη φύση του και δεν πρέπει να τον αρνηθούμε, όπως οι Γνωστικοί. Είναι η αναγκαία συνθήκη της ύπαρξής μας, όπως και το σώμα. Το καλό και το κακό είναι ζήτημα επιλογής, που ο άνθρωπος μπορεί να την κάνει ελεύθερα. Το μεγαλύτερο κακό που διάλεξε να κάνει ο άνθρωπος (το προπατορικό) είναι ο εγωισμός: επιβεβαίωσε τον εαυτό του, χωρίζοντας από τον Θεό. Αυτή η ρήξη της σχέσης τους είναι τόσο μεγάλη που θεραπεύεται μόνο με τη θεϊκή αγάπη.
Αν ελευθερία σημαίνει και την ελευθερία να κάνεις το κακό, τότε το κακό είναι συνέπεια της άσκησης της ελευθερίας από τον άνθρωπο. Επομένως, ο άνθρωπος επιλέγοντας το κακό, σηματοδότησε την ελευθερία του (ίσως και την αυτοσυνείδησή του), αλλά ανέλαβε και το κόστος της.
Η πίστη του Ωριγένη στην πρόνοια (που είχαν και οι Στωικοί) μοιάζει να είναι και το αποκούμπι του κυνηγημένου - βάλσαμο ή ναρκωτικό, αυτό είναι άλλη ιστορία. Εκείνου που θέλει να ελπίζει ότι παρά το κοσμικό κακό, παρά το κοινωνικό κακό και το προσωπικό κακό (που τα έζησε και ο ίδιος ο Ωριγένης), στο τέλος θα θριαμβεύσει το καλό. Στα έσχατα της ιστορίας τα πάντα θα αποκατασταθούν μέσα στη θεϊκή αγάπη. Αυτή την αισιοδοξία δεν τη συγχώρεσαν στον Αλεξανδρινό οι επαγγελματίες διαχειριστές του μεταφυσικού φόβου.
Σημείο αντιλεγόμενο
Μια προσωπικότητα αφοσιωμένη στην αλήθεια της, που τόνιζε την εσωτερική διάσταση της ζωής και την ίδια στιγμή ζούσε έντονα τη ζωή της κοινότητας - αυτό ήταν ο Ωριγένης. Η φήμη του πέρασε τα σύνορα της Αιγύπτου και έγινε περιζήτητος. Τον καλούσαν σε διάφορα μέρη για να διδάξει. Πήγαινε, εντυπωσίαζε με το ήθος και τη σοφία του, και γυρνούσε. Ήταν κι εκείνος ο επίσκοπος Δημήτριος, που σε κάθε του ταξίδι τού έστελνε γράμματα παρακαλώντας τον να γυρίσει πίσω, να συνεχίσει το έργο του στην πατρίδα.
Όταν όμως το 230 μ.Χ. άλλοι επίσκοποι χειροτόνησαν τον Ωριγένη χωρίς την άδεια του Δημήτριου, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας, σαν να περίμενε μια αφορμή, τα ξέχασε όλα: καταδίκασε και καθαίρεσε τον Ωριγένη. Κι αυτός αναγκάστηκε να αποχωριστεί την πόλη του. Ίδρυσε νέα σχολή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Εκεί συνέχισε το έργο του με την ίδια αποτελεσματικότητα. Όμως οι ιδέες του είχαν ήδη ανησυχήσει πολλούς, και από τότε δεν έλειψαν οι κατηγορίες εναντίον του ότι ήταν αιρετικός.
Ο Ωριγένης ήταν ένας δάσκαλος σε εποχές που οι δάσκαλοι δοκίμαζαν τη φιλοσοφία μαζί με τους μαθητές τους και έξω από τη σχολή. Αυτό του το αναγνώρισαν όλοι - και πάντα. Ήταν όμως κι ένας ριψοκίνδυνος στοχαστής: τολμούσε να ερευνά και να δοκιμάζει τις ιδέες του σε θέματα για τα οποία δεν είχε διαμορφωθεί μια «επίσημη γραμμή». Αυτό το αναγνώρισαν όλοι, αλλά λίγοι του το συγχώρησαν - και πάντως όχι όσοι δεν τολμούσαν ποτέ (δηλαδή οι περισσότεροι).
Πέτυχε να συγκεντρώσει πάνω του τα πυρά των εθνικών (κάτι αναμενόμενο), των αιρετικών (που έτσι κι αλλιώς τους πολέμησε κι αυτός), αλλά και πολλών ορθόδοξων χριστιανών θεολόγων. Ορισμένοι από τους τελευταίους επιτέθηκαν στα «ωριγένεια φληναφήματα», ενώ στην πραγματικότητα επιτέθηκαν σε διαστρεβλώσεις των θέσεών του, υποστηρίζοντας τις δικές του! Χρειάστηκε η επέμβαση ενός αυτοκράτορα σαν τον Ιουστινιανό, του ίδιου που έκλεισε την πλατωνική ακαδημία των Αθηνών, για να καταδικάσει με πάσα επισημότητα η Ε' Οικουμενική Σύνοδος ιδέες που του αποδίδονταν - άλλη μια εκκρεμότητα που άφησε στην ιστορία της σκέψης η πολιτική χρήση εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Τελικά, πολλοί χριστιανοί είδαν με καχυποψία το εγχείρημα του Ωριγένη. Έστω ότι είναι καλή η φιλοσοφία, σκέφτονταν και σκέφτονται, αλλά τι μπορεί να μας προσφέρει, όταν μας έχει αποκαλυφθεί η αλήθεια από τον ίδιο τον Θεό; Σκοπός του χριστιανισμού δεν είναι η μόρφωση του ανθρώπου, αλλά η μεταμόρφωσή του. Ο Ωριγένης δεν διαφωνούσε με αυτό. Αλλά (ίσως έφταιγε ο χαρακτήρας του, ίσως η παιδεία του, ίσως η πόλη του) πίστευε και κάτι παραπέρα: ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλή μόρφωση και γνώση. Είναι θεωρία και πρακτική, και έχει πια και η ίδια μεταμορφωθεί μέσα στον χριστιανισμό σε μια «πνευματική άσκηση». Η ιστορία έδειξε ότι λίγοι ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Στον οργανωμένο διωγμό του Δέκιου το 250 μ.Χ. ο Ωριγένης συνελήφθη και βασανίστηκε. Πενήντα χρόνια σχεδόν μετά τον θάνατο του πατέρα του ήρθε η σειρά του. Όσα είχε γράψει και είχε πει στον πατέρα του, τους φίλους του, τους μαθητές του για το μαρτύριο ίσχυαν τώρα για τον ίδιο. Ήταν μεγάλος πια, κι όταν σε έναν χρόνο αφέθηκε ελεύθερος η κλονισμένη υγεία του δεν άντεξε πολύ. Πέθανε γύρω στα εξηνταοκτώ, ζώντας περίπου τα ίδια χρόνια με τον Πλωτίνο, αλλά μια ζωή αρκετά ταραχώδη για έναν απόλυτο αναζητητή της ἀταραξίας.