Οι πολιτισμοί μέχρι σήμερα
δημιουργήθηκαν και διευθύνθηκαν από μια μικρή πνευματική αριστοκρατία, ποτέ από τις
μάζες.
Οι βεβαιότητες μας κυκλώνουν σαν
σμάρι από μέλισσες, καμία αμφιβολία καμιά δεύτερη σκέψη, όλα όσα γνωρίζουμε
-μυστικά κι απόκρυφα- και είναι τα δεσμά μας, οι εξαρτήσεις μας τα γνωρίζουμε
πέραν κάθε αμφιβολίας, ακόμη κι αν φαινομενικά διαφωνούμε. Μπλέκουμε σε
κουβέντες και μπλα μπλα ατελείωτο, δυσνόητο και ετερόκλιτο, για να
προσδιορίσουμε την ανοησία και την άγνοια μας, σχετικά με την βεβαιότητα μας.
Αγοώντας σκόπιμα και με εμπάθεια το πολύ απλό, την Α Π Λ Ο Τ Η Τ Α.
Ο άνθρωπος είναι ένα ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ
ΠΕΔΙΟ κάθε τι που ενδυναμώνει αυτό το Ενεγρειακό πεδίο είναι καλό κάθε τι που
αποδυναμώνει το Ενεργειακό πεδίο του είναι κακό κι όλα αυτά χωρίς λέξεις, μόνον
ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ. Το να σκοτώσεις κάποιον π.χ. είναι κακό όχι γιατί κάποιοι το είπαν
αλλά γιατί αφαιρεί ΕΝΕΡΓΕΙΑ και δεν προσθέτει. Το να προσφέρεις χωρίς επιθυμία
ανταπόδοσης π.χ. είναι καλό, όχι γιατί κάποιος το όρισε ως καλό, αλλά γιατί
προσθέτει ΕΝΕΡΓΕΙΑ.
Το να μην έχει ο άνθρωπος Εξαρτήσεις
σημαίνει πως έχει αναλάβει ο ίδιος την ΕΥΘΥΝΗ της ζωής του και αυτό του
ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ και δεν του αφαιρεί. Όλα είναι θέμα ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ κι αυτό που
κατατρώει κάθε στάλα ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είναι το ΕΓΩ και οι εκδηλώσεις του δηλ. όλα αυτά
που αναφέρει πολύ σωστά στο άρθρο. ΑΝ – ΕΞΑΡΤΗΣΙΑ σημαίνει έλεγχος του εγώ και
όλων των εκδηλώσεων του … για αρχή!
Ο άνθρωπος που
δεν θέλει να ανήκει στη μάζα, χρειάζεται μόνο να πάψει να είναι νωθρός απέναντι
στον εαυτό του να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του. Νίτσε
«Αντί να αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του, ο μαζάνθρωπος, την παρέδωσε
στους δεσμώτες του και βολεύτηκε να γκρινιάζει μυξοκλαίγοντας σαν φτηνιάρικο
ανθρωπάκι» Αυτός είναι ο βασικός λόγος που δεν ξυπνάει και δεν θα ξυπνήσει ποτε
!!! ΔΕΝ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΕΥΘΥΝΗ. Ο άνθρωπος είναι
ζωντανός στον βαθμό που αναλαμβάνει ευθύνη και νεκρός όταν δεν έχει καμία
ευθύνη.
Ο Βαθμός υπευθυνότητας κάνει
κάποιον ικανό να γίνει ανεξάρτητος τόσο όσο να βγει απ την σπηλιά του matrix.
Ανεξάρτητος είναι όποιος ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ, Ελεύθερος είναι όποιος δεν έχει
δεσμά από εξαρτήσεις ΚΑΜΙΑ όμως, και αυτό είναι αδύνατον μέσα στην δημιουργία
της ύλης γιατί ο άνθρωπος -και τα υπόλοιπα όντα- είναι εξαρτημένος από χιλιάδες
χιλιάδων πράγματα, σκέψου πως η τροφή και η αναπνοή είναι εξαρτήσεις.
Είναι γραφικό κι ανόητο να μιλάμε για
Ελευθερία σε έναν κόσμο Εξαρτήσεων! Αλλά κι εδώ η σύγχυση είναι έκδηλη
όπως στις έννοιες των λέξεων ιδιοκτησία και περιουσία, ΝΑ και ΘΑ, πίστη και
γνώση κλπ κλπ. Γι αυτό όποιος δεν ανήκει σε ομάδες έχει κάνει ήδη, ένα ελάχιστο
βήμα ν’ ανεξαρτητοποιηθεί, καμία σχέση φυσικά με την ελευθερία, που είναι κάτι
τελείως διαφορετικό.
Δεν έλειψαν οι φιλόσοφοι, οι οποίοι κατάλαβαν το πρόβλημα από τα πιο αρχαία
χρόνια, όπως ο αρχαίος Έλληνας
Παρμενίδης ο
Ελεάτης (περίπου 515-440 π.κ.ε.) και οι μαθητές της σχολής του. Για
να αιτιολογήσουν επαρκώς ένα αυθύπαρκτο Σύμπαν, χωρίς να καταφύγουν σε νέα,
άγνωστα και ανεξήγητα πράγματα, τόλμησαν να υποστηρίξουν πως τίποτε δεν αλλάζει
και το νέο πρόβλημα της ασυμφωνίας με την εμπειρία το έλυσαν απλά (ή έτσι
νόμισαν), θεωρώντας την αλλαγή σαν φαινομενική και όχι πραγματική.
Είναι γνωστά τα παράδοξα αληθοφανή
συμπεράσματα, με τα οποία οι μαθητές του Παρμενίδη προσπάθησαν να
αποδείξουν αυτή την άποψη (ότι δεν γίνεται καμία κίνηση). Στην ιστορία της
φιλοσοφίας δεν έλειψαν οι απόψεις που είναι φανερά αντίθετες προς τις
πληροφορίες των αισθήσεων και οι προσπάθειες να υποστηριχθούν οι πιο αντιφατικές
απόψεις. Όμως, ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους αιώνες ήταν αδιανόητο και
αντιφατικό να υποστηρίξουν πως τα πράγματα αλλάζουν στην ίδια στιγμή που το
σύνολό τους είναι σταθεροποιημένο, εφόσον θεωρούσαν σαν σύνολο μόνο τα
συνυπάρχοντα πράγματα του σχετικού παρόντος, όπως γίνονται αντιληπτά χωρίς όλες
τις αλληλεπιδράσεις τους.
Επίσης η αφηρημένη άποψη για την ουσία σαν ύλη και σαν έλλειψη ποιότητας από
την οποία ξεκινούν να υπάρχουν όλα τα πράγματα χρειάζεται την έννοια του χρόνου
για να ερμηνευτεί ο κόσμος σαν σύνολο και σαν αποτέλεσμα από το συνδυασμό των
δομικών στοιχείων.
Η εικόνα ενός κόσμου σε
διαρκή μεταβολή ήταν μια παρατήρηση που μπορούσε ο καθένας να
διαπιστώσει, η έννοια του χρόνου αναπόσπαστη από την θεωρητική παρατήρηση και
ένα βίωμα από την καθημερινή ζωή. Οι πιο μακρινές και οι πιο λεπτές παρατηρήσεις
των πραγμάτων μέσω των σύγχρονων εργαλείων επίσης ενισχύουν την άποψη ενός
κόσμου σε κίνηση και σε εξέλιξη. Αντιθέτως, οι σκέψεις που έχουν γίνει σε
ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας, στην πιο επιτυχημένη περίπτωση υποστήριζαν
τη σταθερότητα του κόσμου και την κυκλική εξέλιξη, όχι ωστόσο ένα αμετάβλητο
σύμπαν τη στιγμή της δικής μας ύπαρξης.
Δεν μπορούσαν να παρατηρηθούν φαινόμενα που να ενισχύουν αυτή
την εκδοχή ενός «ταυτόχρονου-παράλληλου»
Σύμπαντος. Οι λογικές σκέψεις χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη φαντασία ή
οδηγούσαν σε αδιέξοδο και σε αντιφάσεις ή στην καλύτερη περίπτωση, δεν μπορούσαν
να συνδεθούν με τη γνωστή φυσική και να στηριχθούν σε παρατηρήσεις της
εμπειρίας.
Μόνο στις δεκαετίες του 20ού αιώνα, που έγιναν γνωστές ένας
μεγάλος αριθμός από παρατηρήσεις της μικροφυσικής και της αστροφυσικής, έγινε
δυνατή η ανανέωση της φιλοσοφικής σκέψης και λιγότερο τολμηρή η διατύπωση
παράδοξων κοσμολογικών θεωριών. Ας διαβάσουμε ακόμη μια θεώρηση σχετικά με το
Σύμπαν την κίνηση την ύλη και τον άνθρωπο, από το πρώτο μέρος του ιστορικού
φιλοσοφικού έργου «Αντι – Ντυρινγκ»
Η άποψη πως το σύνολο των φυσικών φαινομένων βρίσκεται σε μια
συστηματική αλληλουχία, ωθεί την επιστήμη στο ν’ αποδείξει αυτή τη συστηματική
αλληλουχία παντού, τόσο στα μεμονωμένα γεγονότα όσο και στο σύνολο.
Αλλά μια επιστημονική αναπαράσταση εξαντλητική και τελειωτική
των σχέσεων αλληλουχίας, η δημιουργία δηλαδή μέσα στη σκέψη μας μιας ακριβούς
εικόνας του παγκόσμιου συστήματος όπου ζούμε, παραμένει κάτι αδύνατο τόσο για
μας, όσο και για όλες τις εποχές.
Οι άνθρωποι βρίσκονται λοιπόν μπρος σε τούτη την αντίφαση,
από τη μια να αποχτήσουν μια εξαντλητική γνώση του συστήματος του σύμπαντος στο
γενικό συσχετισμό του και, από την άλλη, να μην μπορούν ποτέ να λύσουν
ολοκληρωτικά αυτό το πρόβλημα, τόσο εξ’ αιτίας της ίδιας τους της φύσης, όσο και
εξ’ αιτίας του συστήματος του σύμπαντος.
*Για να μπορεί να μετράει
ο άνθρωπος, δεν αρκεί μόνο να υπάρχουν τα μετρήσιμα αντικείμενα, αλλά
είναι απαραίτητη και η ύπαρξη της ικανότητάς του να παραβλέπει κατά τη στιγμή
της θεώρησης αυτών των αντικειμένων όλες τις άλλες ιδιότητες εκτός του αριθμού
των, αυτή όμως η ικανότητα είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης,
που βασίζεται αποκλειστικά στην εμπειρία.
Όπως την έννοια του αριθμού, έτσι και την έννοια του σχήματος
την έχουμε πάρει αποκλειστικά από τον εξωτερικό κόσμο και δεν ξεπήδησε καθόλου
από το κεφάλι μας σαν προϊόν της καθαρής σκέψης.
* Τα καθαρά μαθηματικά λοιπόν έχουν σαν αντικείμενό τους τις
μορφές του χώρου και τις ποσοτικές σχέσεις των αντικειμένων του πραγματικού
κόσμου, δηλ. ένα υλικό πάρα πολύ πραγματικό. Το γεγονός όμως ότι αυτό το
πραγματικό υλικό εμφανίζεται με μορφή
εξαιρετικά αφηρημένη, σκεπάζει μόνο επιφανειακά την καταγωγή του από
τον εξωτερικό κόσμο. Για να μπορέσουμε όμως να μελετήσουμε αυτές τις μορφές και
τις σχέσεις στην καθαρότητά τους, πρέπει να τις αποσπάσουμε εντελώς από το
αντικειμενικό περιεχόμενό τους, να παραμερίσουμε σαν κάτι αδιάφορο αυτό το
περιεχόμενο.
Μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο αποχτούμε σημεία χωρίς διαστάσεις,
τις γραμμές χωρίς πάχος και πλάτος, τα α και β και τα χ και ψ, τις σταθερές
δηλαδή και τις μεταβλητές, και μόνο στο τέλος φτάνουμε στις δικές μας ελεύθερες
δημιουργίες και φαντασίες του νου, δηλαδή στα φανταστικά μεγέθη. Όσο κι αν τα
μαθηματικά μεγέθη φαίνονται να βγαίνουν το ένα από τ’ άλλο, αυτό δεν αποδείχνει
την a priori καταγωγή τους, αλλά μόνο τη λογική συνοχή τους.
*Όπως όλες οι άλλες οι άλλες επιστήμες, έτσι και τα
μαθηματικά ξεπήδησαν από τις α ν ά γ κ ε ς των ανθρώπων, από την ανάγκη να
μετρηθεί το έδαφος και η χωρητικότητα των δοχείων, από τη χρονολογία και τη
μηχανική. Αλλά, όπως συμβαίνει σε όλους τους τομείς της νόησης, που σε κάποια
ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης, αποσπά από τον πραγματικό κόσμο τους νόμους που
ανακαλύπτει με την αφαίρεση του πραγματικού, που τους αντιπαραθέτει στον
πραγματικό κόσμο σαν κάτι το αυτοτελές, σαν νόμους που έρχονται απ’ έξω, αλλά
που πρέπει να συμμορφώνεται σύμφωνα μ’ αυτούς ο κόσμος. Έτσι συνέβησαν τα
πράγματα και με την κοινωνία και το κράτος.
* Η ενότητα του κόσμου δεν συνίσταται αποκλειστικά στο Είναι
του, (ύπαρξή του) μ’ όλο που η ιδιότητα αυτή, δηλαδή το Είναι του, αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητάς του, γιατί ο κόσμος πρέπει πρώτα να ε ί ν α
ι, να υπάρχει
προτού μπορέσει να είναι ενιαίος. Η πραγματική ενότητα του κόσμου συνίσταται
στην υλικότητά του, κι αυτό δεν αποδείχτηκε με μερικές ταχυδαχτυλουργικές,
φραστικές ακροβασίες, αλλά ύστερα από μια μακρόχρονη και επίπονη εξέλιξη της
φιλοσοφίας και των φυσικών επιστημών.
* Ένα πράγμα είναι
φανερό, το άπειρο που έχει τέλος αλλά δεν έχει αρχή, δεν είναι ούτε
περισσότερο ούτε λιγότερο άπειρο από το άπειρο που έχει αρχή, αλλά δεν έχει
τέλος.
* Αν κάποτε ο κόσμος βρίσκονταν σε μια παρόμοια κατάσταση, σε
μια κατάσταση όπου δε συντελούνταν καμμιά απολύτως αλλαγή, ερωτάται τότε, πώς,
με ποιο τρόπο μπόρεσε να περάσει απ’ αυτή την κατάσταση στην αλλαγή; Το απόλυτα
αμετάβλητο, και πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν βρίσκονταν σ’ αυτή την κατάσταση
προαιώνια, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να βγει από μόνο του απ’ αυτή την
κατάσταση της αιώνιας ακινησίας και να περάσει στην κατάσταση της κίνησης και
της αλλαγής. Θα πρέπει λοιπόν απ’ έξω από τον κόσμο, δηλαδή έξω απ’ τον εαυτό
του να ήρθε η «πρώτη ώθηση» που τον έβαλε σε κίνηση. Και, όπως ξέρουμε, η
«πρώτη ώθηση», είναι ένας άλλος τρόπος έκφρασης της εννοίας του Δημιουργού.
* Η Καντιανή θεωρία της γένεσης όλων των σημερινών ουράνιων σωμάτων από
περιδινούμενα νεφελώματα, αποτελεί την μεγαλύτερη πρόοδο που έκανε η αστρονομία,
από τον Κοπέρνικο και δώθε. Για πρώτη φορά κλονίστηκε η άποψη ότι η φύση δεν
έχει ιστορία μέσα στο χρόνο. Ως τότε θεωρούσαν ότι τα ουράνια σώματα παρέμειναν
από την αρχή, στις ίδιες πάντα τροχιές και καταστάσεις. Και αν ακόμα, πάνω στα
διάφορα ουράνια σώματα, τα οργανικά όντα πέθαιναν, ωστόσο τα γένη και τα είδη
θεωρούνται αμετάβλητα.
Βέβαια, η φύση βρισκόταν ολοφάνερα σε αδιάκοπη κίνηση, αλλά αυτή η κίνηση
εμφανιζόταν σαν μια σταθερή επανάληψη των ίδιων λειτουργιών. Σ’ αυτή την
αντίληψη, που ανταποκρινόταν ολότελα στο μεταφυσικό τρόπο σκέψης, ο Καντ άνοιξε
το πρώτο ρήγμα.
* Και όμως το πράγμα είναι αρκετά απλό. Η κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης.
Ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε ύλη χωρίς κίνηση κι ούτε μπορεί να υπάρξει. Κίνηση
μέσα στο χώρο του διαστήματος, μηχανική κίνηση μικρότερων μαζών επάνω σε κάθε
ξεχωριστό ουράνιο σώμα, κραδασμός μορίων με τη μορφή της θερμότητας ή του
ηλεκτρικού ή μαγνητικού ρεύματος, ή τη μορφή χημικών ενώσεων και αποσυνθέσεων,
οργανική ζωή.
Κάθε ξεχωριστό άτομο ύλης μέσα στο σύμπαν, βρίσκεται, σε κάθε
δοσμένη στιγμή, στη μια ή στην άλλη μορφή απ’ αυτές ή και σε περισσότερες
ταυτόχρονα μορφές κίνησης. Κάθε ηρεμία, κάθε ισορροπία είναι μόνο σχετική, δεν
έχει νόημα παρά μόνο σχετικά προς τη μια ή την άλλη, την ορισμένη μορφή κίνησης.
Π.χ. ένα σώμα μπορεί να βρίσκεται πάνω στη γη και σχετικά μ’ αυτήν σε μηχανική
ισορροπία, δηλαδή μηχανικά να ισορροπεί’ αυτό όμως δεν το εμποδίζει καθόλου να
συμμετέχει στην κίνηση της γης, καθώς και στην κίνηση όλου του ηλιακού
συστήματος.
- Ύλη χωρίς κίνηση
είναι αδιανόητη, όσο και η κίνηση χωρίς ύλη.
* Για να φτάσει κανείς στην έννοια της απόλυτης ακινησίας της
ύλης, πρέπει να φανταστεί μια σχετική μηχανική ισορροπία, στην οποία μπορεί να
βρίσκεται ένα σώμα πάνω σε τούτη τη γη, σαν απόλυτη ηρεμία που, εν συνεχεία,
μεταφέρεται σε όλο το σύμπαν.
*Η μεταβίβαση μιας κίνησης, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, είναι
μια διαδικασία κάπως πολύπλοκη, μια διαδικασία που ξετυλίγεται σε διάφορα
στάδια, γι’ αυτό μπορεί κανείς ν’ αναβάλει πρακτικά αυτή τη μεταβίβαση για μια
οποιαδήποτε άλλη στιγμή, παραλείποντας να θέσουμε σε κίνηση τον τελευταίο κρίκο
της αλυσσίδας.
*Βέβαια, είναι σκληρό το καρύδι και πικρό το χάπι για το μεταφυσικό μας, το
γεγονός, ότι η κίνηση είναι απαραίτητο να βρίσκει το μέτρο της στο αντίθετό της,
δηλαδή στην ηρεμία. Για τη διαλεχτική αντίληψη, η δυνατότητα να εκφραστεί η
κίνηση στο αντίθετό της, την ηρεμία, δεν παρουσιάζει καμμιά απολύτως δυσκολία.
Γι’ αυτήν όλη αυτή η αντίθεση, όπως είδαμε, είναι μόνο σχετική’ απόλυτη ηρεμία,
απόλυτη ισορροπία δεν υπάρχει.
Κάθε ξεχωριστή κίνηση τείνει προς την ισορροπία, η καθολική πάλι κίνηση
καταργεί την ισορροπία. Έτσι η ηρεμία και η ισορροπία, όπου εμφανίζονται, είναι
το αποτέλεσμα μιας σχετικής κίνησης και είναι αυτονόητο, ότι αυτή η κίνηση
μπορεί να μετρηθεί από τα αποτελέσματά της, να εκφραστεί με τα αποτελέσματά της
και, ξεκινώντας απ’ αυτά, να ξαναποκατασταθεί με τη μια ή την άλλη μορφή.
*Αλλά το να ορίζεις τη ζωή σαν την ανταλλαγή της οργανικής
ύλης, σημαίνει να ορίζεις τη ζωή σαν τη ζωή. Ανταλλαγή της ύλης, σαν τέτοια
συντελείται και έξω από τη λειτουργία της ζωής. Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από
παρόμοιες λειτουργίες στη χημεία, που, όταν τις τροφοδοτούμε επαρκώς με τις
απαραίτητες ύλες, αναπαραγάγουν πάντα τους ίδιους τους τους όρους, και μάλιστα
με τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο ένα ορισμένο σώμα να είναι ο διαρκής φορέας της
λειτουργίας. Έτσι συμβαίνει π.χ. στην παρασκευή θειϊκού οξέος με την καύση του
θείου.
* Ο βράχος π.χ. που έχει διαβρωθεί, δεν είναι πια ο παλιός βράχος το μέταλλο
που οξυδούται, μετατρέπεται σε σκουριά. Αλλά αυτό που, για τα δίχως λεύκωμα
σώματα, είναι αιτία καταστροφής, για το λεύκωμα είναι β α σ ι κ ό ς
ό ρ ο ς
ύ π α ρ ξ η ς. Τη στιγμή που θα σταματήσει
αυτή η αδιάκοπη μετατροπή των συστατικών στοιχείων μέσα στο λευκωματούχο σώμα,
δηλαδή αυτή η διαρκής εναλλαγή αφομοίωσης και αφετεροίωσης, από αυτή ακριβώς τη
στιγμή, παύει να υπάρχει σαν ατομικότητα το λευκωματούχο σώμα, αποσυντίθεται,
δηλαδή π ε θ α ί ν ε ι.
* Η ζωή, δηλαδή ο τρόπος ύπαρξης του λευκωματούχου σώματος,
συνίσταται λοιπόν πρώτ’ απ’ όλα, στο ότι σε κάθε στιγμή είναι το ίδιο με τον
εαυτό του, αλλά ταυτόχρονα και κάτι άλλο, και αυτό όχι σαν συνέπεια μιας
λειτουργίας, η οποία του επιβάλλεται απ’ τα έξω, όπως συμβαίνει στα δίχως ζωή
σώματα. Απεναντίας, η ζωή, η ανταλλαγή δηλαδή της ύλης που γίνεται με τη θρέψη
και την αποβολή, είναι μια λειτουργία που συντελείται από μονάχη της, που είναι
συμφυής, έμφυτη στον φορέα της, δηλαδή το λεύκωμα, και που χωρίς αυτή τη
λειτουργία δεν μπορεί να υπάρξει λεύκωμα.
* Για να μάθουμε με τρόπο πραγματικά εξαντλητικό τι είναι η
ζωή, θα έπρεπε να ανατρέξουμε σε όλες τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται, από
την κατώτατη, ως την ανώτατη. Όμως, για την καθημερινή χρήση, και οι τέτοιοι, οι
ατελείς ορισμοί είναι πολύ βολικοί και κάποτε μάλιστα μας είναι δύσκολο να
κάνουμε χωρίς αυτούς’ άλλωστε δεν μπορούν να μας βλάψουν, εφόσον δεν ξεχνούμε
τις αναπόφευκτες ελλείψεις τους.
* Ο σκύλος αναγνωρίζει στο πρόσωπο του αφεντικού του, το Θεό του, αν και το
αφεντικό αυτό μπορεί νάναι ο μεγαλύτερος παλιάνθρωπος.
*Γιατί το πολυτιμότερο συμπέρασμα, σ’ αυτή την περίπτωση, θα
ήταν, «γινόμαστε περισσότερο δύσπιστοι απέναντι στη σημερινή μας γνώση, μια και,
κατά πάσα πιθανότητα, βρισκόμαστε μάλλον στην αρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας
και οι γενεές που θα διορθώσουν ε μ ά ς, θα πρέπει να είναι πολύ περισσότερες από
κείνες που εμείς είμαστε σε θέση να διορθώσουμε τη γνώση τους – και πολύ συχνά
με αρκετή περιφρόνηση».
* Το ίδιο συμβαίνει με τις
αιώνιες αλήθειες. Αν η ανθρωπότητα έφτανε ποτέ στο σημείο να ενεργεί
μόνο σύμφωνα με αιώνιες αλήθειες, με αξιώματα που να έχουν αυτόνομη ισχύ και
απόλυτο δικαίωμα πάνω στην αλήθεια, θα έφτανε τότε στο σημείο εκείνο, όπου ο
διανοητικός κόσμος, θα έχει φτάσει στο έσχατο όριο της απειρότητάς του, και έτσι
θα έχει κατορθωθεί το περιβόητο θαύμα να έχει δηλαδή αριθμηθεί το αναρίθμητο.
Αλλά μήπως υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, αλήθειες, που να είναι τόσο σταθερές, ώστε
κάθε αμφιβολία, σχετικά μ’ αυτές, να μας φαίνεται σαν συνώνυμο της
τρέλλας;
* Το ότι δύο επί δύο ίσον τέσσερα, το ότι οι τρεις γωνίες
ενός τριγώνου ισούνται με δυο ορθές, το ότι το Παρίσι βρίσκεται στη Γαλλία, το
ότι χωρίς τροφή ο άνθρωπος πεθαίνει της πείνας, δεν είναι τέτοιες αλήθειες;
Υπάρχουν λοιπόν α ι ώ ν ι ε ς αλήθειες, αλήθειες οριστικές και τελεσίδικες;
Βέβαια. Μπορούμε να χωρίσουμε όλο το χώρο της γνώσης σύμφωνα
με τον παλιό, γνωστό τρόπο, σε τρία μεγάλα τμήματα. Το πρώτο περιλαμβάνει όλες
τις επιστήμες που ασχολούνται με την δίχως ζωή φύση και που, περισσότερο ή
λιγότερο, μπορούν να υπαχθούν σε μαθηματικό χειρισμό: μαθηματικά, αστρονομία,
μηχανική, φυσική, χημεία. Αν κανείς έχει κέφι να χρησιμοποιεί μεγάλα λόγια για
τα πιο απλά πράγματα, τότε μπορεί να ειπεί ότι, ο ρ ι σ μ έ ν α πορίσματα αυτών
των επιστημών, αποτελούν αιώνιες αλήθειες, οριστικές αλήθειες και αμετάκλητες
γι’ αυτό το λόγο ονόμασαν αυτές τις επιστήμες θ ε τ ι κ έ ς.
Εν τούτοις κάτι τέτοιο, δεν ισχύει απόλυτα για όλα τα
πορίσματα. Με την εισαγωγή των μεταβλητών μεγεθών και την επέκταση της
μεταβλητότητας των μεγεθών αυτών ως το άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο, τα
συνήθως τόσο αυστηρών αρχών μαθηματικά, διέπραξαν το προπατορικό αμάρτημα’
έφαγαν δηλαδή το μήλο της γνώσης, που τους άνοιξε το ρόμο των πιο γιγάντιων
επιτυχιών, αλλά ταυτόχρονα και το δρόμο της πλάνης.
Από τότε, η η παρθενική κατάσταση της απόλυτης ισχύς, της
απρόσβλητης αποδεικτικής ικανότητας του καθετί που αναφέρεται στα μαθηματικά,
πήγε για πάντα περίπατο’ άρχισε η βασιλεία των αντιρρήσεων και μάλιστα, φτάσαμε
στο σημείο όπου οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον διαφορικό και
ολοκληρωτικό λογισμό, όχι γιατί καταλαβαίνουν τι κάνουν, αλλά από πίστη, εφ’
όσον ως τώρα τα αποτελέσματα του λογισμού αυτού, βγαίναν πάντα σωστά.
Στην αστρονομία και τη μηχανική τα πράγματα είναι ακόμη
χειρότερα’ όσο για τη φυσική και τη χημεία οι υποθέσεις και όχι οι βεβαιότητες
μας κυκλώνουν σαν σμάρι από μέλισσες. Άλλωστε δε θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς.
Στη φυσική, έχουμε να κάνουμε με την κίνηση των μορίων, στη χημεία με το
σχηματισμό των μορίων από άτομα, κι αν η συμβολή των κυμάτων φωτός, δεν είναι
μύθος, τότε δεν έχουμε απολύτως καμμιάν ελπίδα, να δούμε ποτέ με τα μάτια μας
αυτά τα ενδιαφέροντα πράγματα. Οι οριστικές και τελεσίδικες αλήθειες, όσο
περνάει ο καιρός, γίνονται όλο και πιο πολύ, κατά τρόπο απίστευτο σπάνιες.
Σε ακόμα χειρότερη θέση βρισκόμαστε στον τομέα της γεωλογίας,
που από τη φύση της ασχολείται κυρίως με εξελίξεις στις οποίες όχι μονάχα εμείς,
αλλά κανένας άνθρωπος δεν παραβρέθηκε. Η δεύτερη ομάδα επιστημών είναι εκείνη
που περιλαβαίνει την έρευνα των ζωντανών οργανισμών. Στον τομέα αυτό
παρουσιάζεται μια τέτοια ποικιλία αμοιβαίων σχέσεων και αιτιοτήτων, που όχι μόνο
κάθε πρόβλημα που λύνεται, ανακινεί αναρίθμητα νέα προβλήματα, αλλά και το κάθε
ξεχωριστό πρόβλημα βρίσκει τη λύση του μόνο κατά στάδια, δηλαδή ύστερα από μια
ατέλειωτη σειρά ερευνών, που συχνά απαιτούν αιώνες.
Ακόμα χειρότερα παρουσιάζονται τα πράγματα για τις αιώνιες
αλήθειες στην τρίτη ομάδα επιστημών, των ιστορικών επιστημών, που ερευνούν τους
όρους της ζωής των ανθρώπων, τις κοινωνικές τους σχέσεις, τις μορφές του δικαίου
και του κράτους και το ιδεολογικό τους εποικοδόμημα, τη φιλοσοφία, την θρησκεία,
την τέχνη κλπ, στην ιστορική τους διαδοχή και στην τωρινή τους κατάσταση. Στην
οργανική φύση τουλάχιστον έχουμε να κάνουμε με μια σειρά διαδοχικών εξελίξεων
και λειτουργιών οι οποίες, στο βαθμό που μπορούμε να τις παρακολουθήσουμε άμεσα,
επαναλαμβάνονται αρκετά κανονικά μέσα στα πλαίσια πολύ πλατιών ορίων.
Από την εποχή του Αριστοτέλη τα είδη του οργανικού κόσμου
παρέμειναν, σε γενικές γραμμές, τα ίδια, αμετάβλητα. Στην ιστορία του ανθρώπου
και της κοινωνίας, αντίθετα, οι επαναλήψεις των καταστάσεων αποτελούν την
εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Και όπου τυχόν παρουσιάζονται τέτοιες επαναλήψεις,
δεν συντελούνται ποτέ κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Είναι όμως
αξιοπρόσεχτο, ότι ακριβώς σε αυτόν τον τομέα, συναντάμε συχνότερα τις δήθεν
αιώνιες αλήθειες, τις οριστικές, τις τελεσίδικες αλήθειες.
*Αν λοιπόν με την αλήθεια και την πλάνη δεν προχωρήσαμε ούτε
ένα βήμα, ακόμα λιγότερο θα πετύχουμε με το καλό και το κακό. Η αντίθεση αυτή
αναφέρεται αποκλειστικά στο χώρο της ηθικής, δηλαδή σε έναν τομέα που ανήκει
στην ιστορία των ανθρώπων, και εδώ ακριβώς είναι που οι οριστικές και
τελεσίδικες αλήθειες είναι οι πιο σπάνιες. Από λαό σε λαό, από εποχή σε εποχή
έχει αλλάξει τόσο πολύ το περιεχόμενο των εννοιών του καλού και του κακού, που
πολύ συχνά φτάνουν κυριολεκτικά στην αντίφαση.
*Αν παρουσιάζονταν τόσο απλά τα πράγματα, δε θα υπήρχε καμμιά
διαφωνία σχετικά με την έννοια του καλού και του κακού και ο καθένας θα ήξερε τι
είναι καλό και τι κακό. Όταν λοιπόν βλέπουμε, πως οι τρεις τάξεις της σύγχρονης
κοινωνίας, η φεουδαρχική ελίτ, η αστική τάξη και ο λαός, έχουν η καθεμιά τους την δική τους ξεχωριστή
ηθική, τότε δεν μπορούμε παρά να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι οι
άνθρωποι, συνειδητά ή ασυνείδητα, αντλούν σε τελευταία ανάλυση, τις ηθικές τους
αντιλήψεις, από τις πραγματικές σχέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η ταξική
τους τοποθέτηση, δηλαδή από τις οικονομικές σχέσεις μέσα στις οποίες παράγουν
και ανταλλάσσουν.
*Σε μια κοινωνία, όπου τα κίνητρα της κλοπής θα έχουν
εκλείψει, και όπου, κατά συνέπεια, το πολύ-πολύ μόνο τρελλοί μπορεί να
συνεχίζουν να κλέβουν, φαντάζεσθε πόσο θα γελούσαν οι άνθρωποι με το κήρυγμα της
ηθικής, που θα διαλαλούσε με επισημότητα την αιώνια αλήθεια: ου κλέψεις ! Κάθε
ηθική θεωρία του παρελθόντος, είναι σε τελευταία ανάλυση, δημιούργημα της εκάστοτε οικονομικής κατάστασης της
κοινωνίας.
Και ότι, όπως η κοινωνία εξελισσόταν ως τώρα μέσα σε ταξικές
αντιθέσεις, έτσι κι η ηθική ήταν πάντα ταξική ηθική’ και είτε δικαιολογούσε την
κυριαρχία και τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, είτε, μόλις η καταπιεζόμενη
τάξη γινόταν αρκετά ισχυρή, αντιπροσώπευε την αγανάκτηση ενάντια σ’ αυτή την
κυριαρχία, και τα μελλοντικά συμφέροντα των καταπιεζομένων.
*Μια ηθική πραγματικά ανθρώπινη, που θα ξεπερνά τις ταξικές
αντιθέσεις και τις ταξικές επιβιώσεις στη συνείδηση των ανθρώπων είναι δυνατή
μόνο σε μια βαθμίδα κοινωνικής ανάπτυξης, που όχι μόνο θάχει ξεπεράσει, αλλά και
θάχει ξεχάσει στην πράξη της ζωής, τις ταξικές αντιθέσεις.
*Ταξινόμηση των ανθρώπων σε δυο αυστηρά ξεχωριστές ομάδες,
δηλαδή σε ανθρώπους με ανθρωπιά και σε κτηνανθρώπους, σε καλούς και κακούς, σε
πρόβατα και τράγους (…) κάνει μόνο ο Χριστιανισμός που πολύ συνεπέστερος έχει
και τον παγκόσμιο κριτή που κάνει αυτό το χωρισμό.
* Ελευθερία της
βούλησης δεν σημαίνει λοιπόν τίποτ’ άλλο έξω από την ικανότητα να
μπορούμε να αποφασίζουμε με γνώση των πραγμάτων. Όσο λοιπόν πιο ε λ ε ύ
θ ε ρ η είναι η κρίση ενός ανθρώπου σχετικά με ένα ορισμένο ζήτημα,
τόσο πιο μεγάλη είναι η α ν α γ κ α ι ό τ η τ α
που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο αυτής της κρίσης, ενώ η αβεβαιότητα, που
στηρίζεται στην άγνοια, και που εκλέγει φαινομενικά αυθόρμητα ανάμεσα σε πολλές,
αλλά διαφορετικές και αντιφατικές δυνατότητες μιαν απόφαση, εκδηλώνει μ’ αυτό
τον τρόπο μόνο την ανελευθερία της, την υποταγή της στο αντικείμενο το οποίο
ίσα-ίσα όφειλε να υποτάξει.
Η ελευθερία / ανεξαρτησία, συνίσταται
επομένως στην κυριαρχία μας τόσο πάνω στον εαυτό μας όσο και πάνω στην εξωτερική
φύση, κυριαρχία που στηρίζεται πάνω στη γνώση της φυσικής αναγκαιότητας. Η
ελευθερία είναι λοιπόν αναγκαστικά προϊόν της νοητικής
εξέλιξης.
* Αλλά τα πράγματα αλλάζουν τελείως, μόλις τα μελετήσουμε
στην κίνησή τους, στην αλλαγή τους, στη ζωή τους, στην αμοιβαία τους
αλληλεπίδραση. Τότε πέφτουμε αμέσως πάνω σε αντιφάσεις. Η ίδια άλλωστε η κίνηση, αποτελεί μιαν
αντίφαση.
*Αν ακόμα κι η απλή μηχανική μετατόπιση περιέχει μέσα της
μιαν αντίφαση, το ίδιο πρέπει να ισχύει και μάλιστα πολύ περισσότερο στις
ανώτερες, τις πιο σύνθετες μορφές κίνησης της ύλης και ιδιαίτερα στην οργανική
ζωή και στην εξέλιξή της.
* Η ύλη σαν τέτοια είναι μια καθαρή αφαίρεση ένα γνήσιο
δημιούργημα της ανθρώπινης σκέψης. Η ύλη, σαν έννοια, συγκρινόμενη με τα
συγκεκριμένα υλικά σώματα, δεν έχει αντικειμενική ύπαρξη. Αφού αφαιρέσουμε από
τα πράγματα του αντικειμενικού κόσμου τις ποιοτικές εκείνες διαφορές που τα
ξεχωρίζουν μεταξύ τους, περιλαβαίνουμε εκείνο το κοινό, το σωματικό που υπάρχει
σε όλα, στην έννοια της ύλης.
Όταν λοιπόν οι φυσικοί προσπαθούν να προσδιορίσουν την ύλη
σαν τέτοια, και να αναγάγουν τις ποιοτικές διαφορές των πραγμάτων, σε καθαρά
ποσοτικές διαφορές, ή σε συνδυασμούς των απειροελάχιστων σωματιδίων, κάνουν το
ίδιο πράγμα με κείνους που προσπαθούν ανάμεσα στα κεράσια, στα αχλάδια, στα
μήλα, να βρουν και το φ ρ ο ύ τ ο σαν φρούτο ή ανάμεσα στα σκυλιά, στις γάτες,
στα πρόβατα, να δουν το θηλαστικό σαν τέτοιο, ή ανάμεσα στα συγκεκριμένα
μέταλλα, το μέταλλο, σαν τέτοιο ή ανάμεσα στις τόσες πολλές και διαφορετικές
κινήσεις, την κίνηση, σαν τέτοια.
Το ότι η αντίληψη λοιπόν κατά την οποία η ύλη μπορεί να προσδιοριστεί μόνο
ποσοτικά και είναι από ποιοτική άποψη ταυτόσημη, ίδια δηλαδή με τον εαυτό της,
αποτελεί
«μια στενή μαθηματική
άποψη» και είναι η άποψη του «μηχανιστικού» Γαλλικού υλισμού του ΙΗ’
αιώνα. Μια τέτοια επίσης αντίληψη σημαίνει επιστροφή προς τα πίσω, προς τον
Πυθαγόρη, που θεωρούσε τον αριθμό, τον ποσοτικό δηλαδή προσδιορισμό, σαν την
ουσία των πραγμάτων.