ΧΟ. καὶ μὴν ἐσορῶ
495 τόδε σύγκρατον ζεῦγος πρὸ δόμων
ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένον.
δύστηνε γύναι, τλῆμον δὲ σὺ παῖ,
μητρὸς λεχέων ὃς ὑπερθνῄσκεις
οὐδὲν μετέχων
οὐδ᾽ αἴτιος ὢν βασιλεῦσιν.
500 ΑΝ. ἅδ᾽ ἐγὼ χέρας αἱματη- [στρ.]
ρὰς βρόχοισι κεκλῃμένα
πέμπομαι κατὰ γαίας.
ΠΑΙΣ
μᾶτερ μᾶτερ, ἐγὼ δὲ σᾷ
505 πτέρυγι συγκαταβαίνω.
ΑΝ. θῦμα δάϊον, ὦ χθονὸς
Φθίας κράντορες. ΠΑ. ὦ πάτερ,
μόλε φίλοις ἐπίκουρος.
510 ΑΝ. κείσῃ δή, τέκνον ὦ φίλος,
μαστοῖς ματέρος ἀμφὶ σᾶς
νεκρὸς ὑπὸ χθονὶ σὺν νεκρῷ ‹τ᾽›.
ΠΑ. ὤμοι μοι, τί πάθω; τάλας
δῆτ᾽ ἐγὼ σύ τε, μᾶτερ
515 ΜΕ. ἴθ᾽ ὑποχθόνιοι· καὶ γὰρ ἀπ᾽ ἐχθρῶν
ἥκετε πύργων, δύο δ᾽ ἐκ δισσαῖν
θνῄσκετ᾽ ἀνάγκαιν· σὲ μὲν ἡμετέρα
ψῆφος ἀναιρεῖ, παῖδα δ᾽ ἐμὴ παῖς
τόνδ᾽ Ἑρμιόνη. καὶ γὰρ ἀνοία
520 μεγάλη λείπειν ἐχθροὺς ἐχθρῶν,
ἐξὸν κτείνειν
καὶ φόβον οἴκων ἀφελέσθαι.
ΑΝ. ὦ πόσις πόσις, εἴθε σὰν [ἀντ.]
χεῖρα καὶ δόρυ σύμμαχον
525 κτησαίμαν, Πριάμου παῖ.
ΠΑ. δύστανος, τί δ᾽ ἐγὼ μόρου
παράτροπον μέλος εὕρω;
ΑΝ. λίσσου γούνασι δεσπότου
530 χρίμπτων, ὦ τέκνον. ΠΑ. ὦ φίλος
φίλος, ἄνες θάνατόν μοι.
ΑΝ. λείβομαι δάκρυσιν κόρας,
στάζω λισσάδος ὡς πέτρας
λιβὰς ἀνήλιος, ἁ τάλαινα.
535 ΠΑ. ὤμοι μοι, τί δ᾽ ἐγὼ κακῶν
μῆχος ἐξανύσωμαι;
ΜΕ. τί με προσπίτνεις, ἁλίαν πέτραν
ἢ κῦμα λιταῖς ὣς ἱκετεύων;
τοῖς γὰρ ἐμοῖσιν γέγον᾽ ὠφελία,
540 σοὶ δ᾽ οὐδὲν ἔχω φίλτρον, ἐπεί τοι
μέγ᾽ ἀναλώσας ψυχῆς μόριον
Τροίαν εἷλον καὶ μητέρα σήν·
ἧς ἀπολαύων
Ἅιδην χθόνιον καταβήσῃ.
***
ΧΟΡΟΣ
Αλλά νά, που μπροστά στο παλάτι
βλέπω να προχωρεί
το αγαπημένο ζευγάρι,
το καταδικασμένο
με απόφαση θανατική.
Δυστυχισμένη γυναίκα.
και συ, άμοιρο παιδί,
που πεθαίνεις κι ας είσαι αθώο
για της μητέρας τον γάμο
κι ούτε σε τίποτα έβλαψες
500 τους βασιλιάδες.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Νά με τώρα, δεμένη
με σκοινιά που ματώσαν τα χέρια μου,
στον Κάτω Κόσμο πορεύομαι.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Μάνα, μανούλα, κι εγώ
μες στα φτερά σου κατεβαίνω μαζί σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Δυστυχισμένο σφαχτάρι,
ω κυβερνήτες της Φθίας.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Πατέρα,
έλα και βόηθησε αυτούς που αγαπάς.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
510 Ακριβό μου παιδί,
στην αγκαλιά της μητέρας σου,
νεκρός με νεκρή
κάτω απ᾽ το χώμα θα κείτεσαι.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Αλίμονο, τί θα γίνουμε οι άμοιροι,
κι εγώ, μητέρα, κι εσύ;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Θα κατεβείτε στον Άδη· γιατί είστε φερμένοι
από κάστρα εχθρικά· διπλή ᾽ναι η αιτία
που σας σκοτώνει τους δύο. Με δική μου
απόφαση θα πεθάνεις εσύ· το παιδί,
η Ερμιόνη η κόρη μου θα το σκοτώσει.
Γιατί ᾽ναι μεγάλη αφροσύνη
ν᾽ αφήσεις να ζούνε
520 εχθροί γεννημένοι από εχθρούς
και να μην τους σκοτώνεις
για να γλιτώνει απ᾽ τον φόβο το σπίτι σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω άντρα μου, του Πρίαμου γιε,
δεν ήτανε να ᾽χω βοηθούς μου
το χέρι σου και το κοντάρι σου;
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Δυστυχισμένος, ποιό θρήνο να βρω
που θα διώξει μακριά μου τον Χάρο;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πέσε στα πόδια του αφέντη, παιδί μου,
και παρακάλεσέ τον.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
530 Καλέ μου,
καλέ μου, τη ζωή χάρισέ μου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πλημμυρίσαν τα μάτια μου δάκρυα
κι η δύστυχη τ᾽ αφήνω να τρέχουν
σαν στάλες νερό
που κυλούν από ανήλιαγο βράχο.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Αλίμονό μου, ποιόν τρόπο να βρω,
τη συμφορά να γλιτώσω;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Τί μου προσπέφτεις; Θαλασσόβραχος είμαι
ή κύμα, και με παρακαλάς;
Τους δικούς μου βοηθώ, μα για σένα
540 δεν νιώθω αγάπη καμιά.
Τόσα χρόνια της ζωής μου έχω χάσει
για να πάρω την Τροία
και μαζί τη μητέρα σου·
το κέρδος σου θα ᾽ναι, απ᾽ αυτήν,
αγκαλιά να κατεβείτε στον Άδη.
495 τόδε σύγκρατον ζεῦγος πρὸ δόμων
ψήφῳ θανάτου κατακεκριμένον.
δύστηνε γύναι, τλῆμον δὲ σὺ παῖ,
μητρὸς λεχέων ὃς ὑπερθνῄσκεις
οὐδὲν μετέχων
οὐδ᾽ αἴτιος ὢν βασιλεῦσιν.
500 ΑΝ. ἅδ᾽ ἐγὼ χέρας αἱματη- [στρ.]
ρὰς βρόχοισι κεκλῃμένα
πέμπομαι κατὰ γαίας.
ΠΑΙΣ
μᾶτερ μᾶτερ, ἐγὼ δὲ σᾷ
505 πτέρυγι συγκαταβαίνω.
ΑΝ. θῦμα δάϊον, ὦ χθονὸς
Φθίας κράντορες. ΠΑ. ὦ πάτερ,
μόλε φίλοις ἐπίκουρος.
510 ΑΝ. κείσῃ δή, τέκνον ὦ φίλος,
μαστοῖς ματέρος ἀμφὶ σᾶς
νεκρὸς ὑπὸ χθονὶ σὺν νεκρῷ ‹τ᾽›.
ΠΑ. ὤμοι μοι, τί πάθω; τάλας
δῆτ᾽ ἐγὼ σύ τε, μᾶτερ
515 ΜΕ. ἴθ᾽ ὑποχθόνιοι· καὶ γὰρ ἀπ᾽ ἐχθρῶν
ἥκετε πύργων, δύο δ᾽ ἐκ δισσαῖν
θνῄσκετ᾽ ἀνάγκαιν· σὲ μὲν ἡμετέρα
ψῆφος ἀναιρεῖ, παῖδα δ᾽ ἐμὴ παῖς
τόνδ᾽ Ἑρμιόνη. καὶ γὰρ ἀνοία
520 μεγάλη λείπειν ἐχθροὺς ἐχθρῶν,
ἐξὸν κτείνειν
καὶ φόβον οἴκων ἀφελέσθαι.
ΑΝ. ὦ πόσις πόσις, εἴθε σὰν [ἀντ.]
χεῖρα καὶ δόρυ σύμμαχον
525 κτησαίμαν, Πριάμου παῖ.
ΠΑ. δύστανος, τί δ᾽ ἐγὼ μόρου
παράτροπον μέλος εὕρω;
ΑΝ. λίσσου γούνασι δεσπότου
530 χρίμπτων, ὦ τέκνον. ΠΑ. ὦ φίλος
φίλος, ἄνες θάνατόν μοι.
ΑΝ. λείβομαι δάκρυσιν κόρας,
στάζω λισσάδος ὡς πέτρας
λιβὰς ἀνήλιος, ἁ τάλαινα.
535 ΠΑ. ὤμοι μοι, τί δ᾽ ἐγὼ κακῶν
μῆχος ἐξανύσωμαι;
ΜΕ. τί με προσπίτνεις, ἁλίαν πέτραν
ἢ κῦμα λιταῖς ὣς ἱκετεύων;
τοῖς γὰρ ἐμοῖσιν γέγον᾽ ὠφελία,
540 σοὶ δ᾽ οὐδὲν ἔχω φίλτρον, ἐπεί τοι
μέγ᾽ ἀναλώσας ψυχῆς μόριον
Τροίαν εἷλον καὶ μητέρα σήν·
ἧς ἀπολαύων
Ἅιδην χθόνιον καταβήσῃ.
***
ΧΟΡΟΣ
Αλλά νά, που μπροστά στο παλάτι
βλέπω να προχωρεί
το αγαπημένο ζευγάρι,
το καταδικασμένο
με απόφαση θανατική.
Δυστυχισμένη γυναίκα.
και συ, άμοιρο παιδί,
που πεθαίνεις κι ας είσαι αθώο
για της μητέρας τον γάμο
κι ούτε σε τίποτα έβλαψες
500 τους βασιλιάδες.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Νά με τώρα, δεμένη
με σκοινιά που ματώσαν τα χέρια μου,
στον Κάτω Κόσμο πορεύομαι.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Μάνα, μανούλα, κι εγώ
μες στα φτερά σου κατεβαίνω μαζί σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Δυστυχισμένο σφαχτάρι,
ω κυβερνήτες της Φθίας.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Πατέρα,
έλα και βόηθησε αυτούς που αγαπάς.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
510 Ακριβό μου παιδί,
στην αγκαλιά της μητέρας σου,
νεκρός με νεκρή
κάτω απ᾽ το χώμα θα κείτεσαι.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Αλίμονο, τί θα γίνουμε οι άμοιροι,
κι εγώ, μητέρα, κι εσύ;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Θα κατεβείτε στον Άδη· γιατί είστε φερμένοι
από κάστρα εχθρικά· διπλή ᾽ναι η αιτία
που σας σκοτώνει τους δύο. Με δική μου
απόφαση θα πεθάνεις εσύ· το παιδί,
η Ερμιόνη η κόρη μου θα το σκοτώσει.
Γιατί ᾽ναι μεγάλη αφροσύνη
ν᾽ αφήσεις να ζούνε
520 εχθροί γεννημένοι από εχθρούς
και να μην τους σκοτώνεις
για να γλιτώνει απ᾽ τον φόβο το σπίτι σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω άντρα μου, του Πρίαμου γιε,
δεν ήτανε να ᾽χω βοηθούς μου
το χέρι σου και το κοντάρι σου;
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Δυστυχισμένος, ποιό θρήνο να βρω
που θα διώξει μακριά μου τον Χάρο;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πέσε στα πόδια του αφέντη, παιδί μου,
και παρακάλεσέ τον.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
530 Καλέ μου,
καλέ μου, τη ζωή χάρισέ μου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πλημμυρίσαν τα μάτια μου δάκρυα
κι η δύστυχη τ᾽ αφήνω να τρέχουν
σαν στάλες νερό
που κυλούν από ανήλιαγο βράχο.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Αλίμονό μου, ποιόν τρόπο να βρω,
τη συμφορά να γλιτώσω;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Τί μου προσπέφτεις; Θαλασσόβραχος είμαι
ή κύμα, και με παρακαλάς;
Τους δικούς μου βοηθώ, μα για σένα
540 δεν νιώθω αγάπη καμιά.
Τόσα χρόνια της ζωής μου έχω χάσει
για να πάρω την Τροία
και μαζί τη μητέρα σου·
το κέρδος σου θα ᾽ναι, απ᾽ αυτήν,
αγκαλιά να κατεβείτε στον Άδη.