Στον βαθμό που ζούμε θεία-νοητικά, δηλ. κατά φύσιν, και αφού η φύση μας έχει καθοριστεί εκ του θείου νόμου του Πηγαίου & νοητικού Πατέρα Διός, και αφού ο Ιεροκλής λέγει αφενός ό,τι:
«Νόμος είναι ο δημιουργικός νους και η θεία βούληση η οποία παράγει αιωνίως τα πάντα και τα διατηρεί για πάντα. Έννομη τάξη είναι αυτή που εισήχθη στους αθάνατους θεούς από τον πατέρα και δημιουργό του σύμπαντος και κάνει ανάμεσά τους άλλους πρώτους και άλλους δεύτερους. Γιατί, αν και έλαβαν την κορυφή του λογικού κόσμου ως συνόλου, όμως διαφοροποιούνται μεταξύ τους και κάποιοι είναι πιο θεϊκοί από άλλους. Ένδειξη της ανωτερότητας και της κατωτερότητάς τους ως προς την ουσία τους είναι η σειρά των ουρανίων σφαιρών, που καθεμία έλαβε τη θέση της ανάλογα με την ουσία και τη δύναμή της, ώστε ο νόμος να στηρίζεται στην ουσία τους και η σειρά να είναι σύμφυτη με την αξία τους.[1] Γιατί δεν έλαβαν υπόσταση όπως να ‘ναι και κατόπιν διακρίθηκαν, αλλά ήρθαν στην ύπαρξη με τάξη, αποτελώντας διαφορετικά μέρη μέσα στον ουρανό σαν μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό και διατηρώντας την τακτοποιημένη σχέση που έχουν μεταξύ τους κατά την διαφοροποίησή τους ως προς το είδος και κατά την ταυτόχρονη συνάφειά τους, ώστε να μην μπορεί ποτέ να νοηθεί κάποια ανταλλαγή της θέσης τους, εκτός και αν συνοδεύεται με καταστροφή του σύμπαντος, η οποία είναι αδύνατον να συμβεί, όσο το πρώτο αίτιό τους είναι εντελώς αμετάβλητο και αμετάτρεπτο και έχει την ουσία του ίδια με την ενέργεια του και την αγαθότητα όχι ως κάτι επίκτητο αλλά αυθυπόστατη και λόγω αυτής οδηγεί τα πάντα προς το Ευ Είναι.»[2]
και αφετέρου ό,τι:
«Ποιος είναι ο νόμος και η τιμή που τον ακολουθεί; Ας πούμε πάλι ότι ο νόμος είναι η αμετάτρεπτη και δημιουργική ενέργεια του θεού, η γεννώσα τα θεία γένη και τακτοποιούσα αΐδίως και αμεταβλήτως τα θεϊκά γένη, ενώ η τιμή που συμφωνεί με τον νόμο είναι η γνώση της ουσίας όσων τιμώνται και η κατά το δυνατόν εξομοίωση μαζί της. Γιατί αυτό που θαυμάζει κανείς, το μιμειται κιόλας, όσο είναι δυνατόν σε αυτόν, και τιμά εκείνον που δεν χρειάζεται τίποτα, όταν υποδέχεται τα αγαθά που προσφέρονται από εκείνον.»[3]
τότε κατανοούμε πως το ανθρώπινο ον – ως σύνθετο, ήτοι ως «κράμα» αποτελούμενο από τον καθαυτό & όντως άνθρωπο, δηλ. την λογική & αΐδια ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου-αυγοειδούς(αιθερικού) σώματος, και από την θνητή-άλογη ψυχή συν τις 2 ζωές που αναλογούν σε κάθε μέρος – είναι ελεύθερο όταν ταυτίζει την βούλησή του με τον νόμο του Διός – ήτοι με την δημιουργική βούληση του δημιουργού & πατέρα Ζήνα, ενώ ως καθαυτό άνθρωπος, ήτοι ως λογική & αΐδια ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου-αυγοειδούς(αιθερικού-φωτεινού) σώματος αλλά δίχως θνητό/οστράκινο σώμα, είναι ελεύθερος όταν εξομοιώνεται με τους Θεούς.
Ως εκ τούτου κατανοούμε πως υπάρχουν 2 μορφές ελευθερίας για τον άνθρωπο, η 2η είναι η ανώτερη & υφίσταται ως προς την καθαυτό & όντως υπόστασή μας – δηλ. ως έλλογη & αΐδια ψυχή μετά συμφυούς αθάνατου/αυγοειδούς σώματος, ενώ η 1η υφίσταται ως σύνθετο ον – δηλ. ως λογική & αΐδια ψυχή μετά και θνητού-οστράκινου σώματος. Η 2η είναι άμεσα εξαρτώμενη από την 1η και παράγωγό της. Όποιος κατέχει την 2η έχει και την 1η. Όποιος έχει την 1η δεν κατέχει απαραίτητα και την 2η.
Όταν ο άνθρωπος κατέχει την 2η μορφή ελευθερίας, παρότι ζει εν τη γενέσει, τότε και μόνον τότε, τηρεί τον σύμφυτο στην ουσία του όρκο προς τους Θεούς, δηλ. μένει προσκολλημένος παρά τον Πατέρα και Δημιουργό Ζευς και δεν παραβαίνει του νόμους αυτού.
Άλλωστε ο Ιεροκλής λέγει αφενός ό,τι:
«όρκος είναι η αιτία που διατηρεί τα πάντα στην κατάσταση και τα εξασφαλίζει έτσι σαν να κρατιούνται από την πίστη του όρκου και διασώζουν την τάξη του νόμου, ώστε αποτέλεσμα του δημιουργικού νόμου να είναι το απαραβίαστο της τάξης των δημιουργημάτων. Γιατί το να διαμένουν τα πάντα όπως έχουν οριστεί από τον νόμου είναι το κύριο έργο του θείου όρκου, ο οποίος τηρείται προπάντων και πάντα μέσα σε όσους νουν πάντα τον θεό. Μέσα σε όσους όμως άλλοτε νοούν και άλλοτε απομακρύνονται της θείας γνώσεως, παρομοίως παραβιάζεται όταν απομακρύνονται, και τηρείται όταν ανυψώνονται στην επιστροφή προς το θείο. Γιατί η τήρηση των θείων νόμων λέγεται όρκος, μέσω του οποίου έχουν δεθεί και εξαρτηθεί από τον δημιουργό θεό όσα έχουν την φύση να τον γνωρίζουν. Από αυτά, όσα μένουν πάντοτε προσκολλημένα σε αυτόν, σέβονται πάντα τον όρκο, ενώ, όσα μερικές φορές απομακρύνονται, τότε ασεβούν και στον όρκο, παραβαίνοντας όχι μόνον την τάξη του θείου νόμου αλλά και την πίστη του θείου όρκου. Ο όρκος, λοιπόν, που έχει λάβει υπόσταση εντός της ουσίας τους στα λογικά γένη είναι ο εξής : να μένουν προσκολλημένα στον πατέρα και δημιουργό τους και με κανέναν τρόπο να μην παραβαίνουν τους νόμους που ορίστηκαν από εκείνον».[4]
Αφετέρου πως:
«μία αμετάτρεπτη φρουρά φυλάει τον νόμο της τάξης του σύμπαντος και ότι υπάρχει στους παλαιούς το έθος να ονομάζουν μυστικά όρκο τον φύλακα αυτής της φρουράς».[5]
Εξ ου και λέγει ό,τι:
«κορυφαία αρετή είναι το να εμμένουμε εντός ορίων που μας τέθηκαν εκ της δημιουργίας, με βάση τα οποία όλα έχουν διακριθεί ως προς το είδος, και να ακολουθούμε τους νόμους της πρόνοιας, λόγω των οποίων τα πάντα εξοικειώνονται ανάλογα την οικεία τους δύναμης προς το σύμμετρο αγαθό».[6]
Στην 1η περίπτωση, της 1ης ελευθερίας, αναφερόμαστε στην ταύτιση της ζωής του ανθρώπινου πλάσματος με την Φύση του Κόσμου, ήτοι με την του Κόσμου Ειμαρμένη ή αλλιώς με τους εκ του Διός εγγεγραμμένους στην ουσία μας “ειμάρμενους νόμους”.
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«ο Πλάτων συμπεριέλαβε όλους τους Ειμάρμενους νόμους σε μια δεκάδα, επειδή η δεκάδα είναι συγγενής με την δημιουργική αιτία. Πράγματι και όσα αγαθά έχει δώσει ο δημιουργός σε ολόκληρο τον Κόσμο, ανέρχονται σε αυτόν τον αριθμό, καθώς όλα κι όλα είναι δέκα. Γιατί η δεκάδα έχει κοσμική ιδιότητα, όπως ακριβώς λέει και ο ύμνος του Πυθαγόρα, ο οποίος αποκαλεί “πανδέκτρεια, πρεσβύτατη, που θέτει όριο στα πάντα, ακλόνητη, ακούραστη δεκάδα την αποκαλούν αγνή”. Όλοι, λοιπόν, οι ειμάρμενοι νόμοι που έχουν ειπωθεί για τις ψυχές είναι δέκα:
Πρέπει να σπαρθούν οι ψυχές.
Πρέπει να υπάρχει για όλες μια κοινή κάθοδος σε κάθε περίοδο.
Πρέπει η ψυχή που κατεβαίνει κατά την πρώτη γένεση, να κατέβει στο θεοσέβαστο ζωντανό ον.[7]
Πρέπει η ψυχή που κατεβαίνει στην “ανθρώπινη φύση”[8] να εισέλθει πρώτα σε γονή ανδρός.
Πρέπει η ψυχή που κατεβαίνει εν σώματι να γεννήσει επιμέρους φύσεις και ένυλους ζωές.
Πρέπει η ψυχή που κυριαρχεί της ενύλου ζωής να είναι δίκαιη, ενώ αυτή που κυριαρχείται από την ένυλη ζωή να είναι άδικη.
Πρέπει ο δίκαιος να επιστρέφει στο σύννομο άστρο.
Πρέπει όποιος σφάλει κατά την δεύτερη γέννηση κατερχόμενος να ενδυθεί τη “φύση γυναικός”[9].
Πρέπει όποιος σφάλει κατά τη δεύτερη γέννηση να μεταβληθεί κατά την τρίτη απομάκρυνση σε φύση(ζωή) θηρίου.
Και μετά από όλους αυτούς ο δέκατος δημιουργικός νόμος : μοναδική σωτηρία της ψυχής, σωτηρία η οποία σταματά τον κύκλο της εν τη γενέσει περιπλάνησης, είναι η ζωή η οποία ανυψώνει προς την περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας.
Όλοι, λοιπόν, οι νόμοι που έχουν ειπωθεί και που περιλήφθηκαν μέσα στην δεκάδα επειδή οι Πυθαγόρειοι συνδέουν τη δεκάδα με τον δημιουργό και με την Ειμαρμένη, ενεσπάρησαν στις ψυχές, προκειμένου οι ψυχές να οδηγούν τον εαυτό τους (γιατί και οι Θεοί θέλουν να εξουσιάζουν τα αυτοκινούμενα σαν να είναι αυτοκινούμενα) και προκειμένου οι ίδιες να είναι υπεύθυνες για τα μετέπειτα κακά που θα συμβούν και να μην είναι υπεύθυνος ο δημιουργός.»[10]
Στην 2η περίπτωση, της 2ης ελευθερίας, αναφερόμαστε στην ταύτιση της ανθρώπινης βούλησης με την δημιουργική πρόνοια του δημιουργού & πατέρα Ζεύς για τον Κόσμο, και αυτή είναι η απόλυτη ελευθερία – διότι για τον λόγο ότι οι Θεοί είναι Ενάδες/Αγαθότητες, & επειδή μοναδική τους ενέργεια είναι η πρόνοια, στον βαθμό που γινόμαστε «Εν», προνοούμε για τον Κόσμο.
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«Από τα όντα άλλα έχουν την υπόστασή τους μέσα στην αιωνιότητα, άλλα μέσα στον χρόνο (και λέω ότι έχουν υπόσταση μέσα στην αιωνιότητα αυτά των οποίων η ενέργεια μαζί με την ύπαρξη είναι αιώνια, και μέσα στον χρόνο αυτά των οποίων η ύπαρξη δεν υπάρχει αλλά πάντα γεννιέται, ακόμα κι αν αυτό γίνεται για άπειρο χρόνο) και άλλα βρίσκονται κατά κάποιο τρόπο στη μέση μεταξύ αυτών των δύο, καθώς έχουν υπόσταση σταθερή και ανώτερη από τη γέννηση, και ενέργεια που γίνεται πάντα. Και η υπόστασή τους καθορίζεται από την αιωνιότητα, ενώ η ενέργειά τους καθορίζεται από τον χρόνο. Πρέπει, λοιπόν, κάθε πρόοδος να ξεκινά από τα πρώτα και να φτάνει μέχρι τα τελευταία περνώντας από τα μεσαία. Καθώς, λοιπόν, υπάρχουν όντα που είναι αιώνια προς την υπόσταση και αιώνια ως προς την ενέργεια και όντα που υπάγονται στον χρόνο ως προς και τα δύο, είναι ανάγκη να υπάρχει και η περιοχή των μεσαίων όντων και αυτή η περιοχή να έχει είτε αιώνια υπόσταση ύπαρξη και χρονική ύπαρξη, είτε το αντίστροφο. Το δεύτερο όμως είναι αδύνατον, γιατί, αν το αποδεχτούμε, χωρίς να καταλάβουμε θα έχουμε κάνει ανώτερες τις ενέργειες από τις ουσίες. Απομένει, λοιπόν, να αποδώσουμε στα μεσαία όντα αιώνια ουσία και χρονική ενέργεια. Αποκαλούμε, λοιπόν, αυτές τις τρείς τάξεις των όντων που σου αποδείχτηκαν νοητική, ψυχική και σωματική. Και λέμε νοητική την τάξη που ολόκληρη βρίσκεται και νοεί μέσα στην αιωνιότητα. Σωματική αυτή που πάντα γεννιέται είτε μέσα στον άπειρο χρόνο είτε μέσα σε ένα μέρος του χρόνου. Και ψυχική αυτή που έχει αιώνια ουσία και χρονική ενέργεια.»[11]
Δηλ. έχουμε 3εις τάξεις όντων:
Νοητική : η τάξη που ολόκληρη βρίσκεται και νοεί μέσα στην αιωνιότητα.
Ψυχική : η τάξη που έχει αιώνια ουσία και χρονική ενέργεια.
Σωματική : η τάξη που πάντα γεννιέται είτε μέσα στον άπειρο χρόνο είτε μέσα σε ένα μέρος του χρόνου.
Μάλιστα ο Ιεροκλής, στο «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 24.1.1 – 24.9.6», αναφερόμενος στην ουσία του ανθρώπου λέγει πως:
«η ψυχή βρίσκεται στο σύνορο μεταξύ των όντων που δεν εκπίπτουν προς την κακία και των όντων που δεν έχουν τη φύση να ανυψώνονται προς την αρετή. Για αυτό και ως προς τις καταστάσεις αμφιταλαντεύεται, καθώς άλλοτε ζει εκεί ψηλά την νοητική ευζωία και άλλοτε προσλαμβάνει εδώ την παθητικότητα των αισθήσεων. Για αυτό και λέγεται ορθά από τον Ηράκλειτο ότι ζούμε τον εκείνων θάνατο και πεθαίνουμε ζώντας εκεί.[12] Γιατί ο άνθρωπος κατεβαίνει και εκπίπτει εκ της ευδαίμονος χώρας, όπως λέει ο Εμπεδοκλής ο Πυθαγόρειος : “φυγάς θέωθεν και αλήτης, γιατί πίστεψα στην μανιασμένη φιλονικία”. Όμως ανεβαίνει και ανακτά την παλιά του κατάσταση, αν φύγει από τα περί γη και τον “άχαρο τόπο”, όπως λέει ο ίδιος, “όπου βρίσκεται ο Φόνος, το Κότος και τα πλήθη των υπόλοιπων Κηρών”, τόπος στον οποίο όσοι εξέπεσαν “τριγυρνούν στον λειμώνα της Άτης μέσα στο σκοτάδι”. Η επιθυμία εκείνου που εγκαταλείπει τον λειμώνα της Άτης σπεύδει προς τον λειμώνα της αλήθειας, τον οποίο άφησε σπρωγμένος από την πτερόρρυση[13] του και ήρθε σε γήινο σώμα, αφού στερήθηκε όλβιου αιώνος. Με αυτά συμφωνεί και ο Πλάτων, λέγοντας τα εξής για την κάθοδο: “όταν η ψυχή, αφού δεν μπορέσει να ακολουθήσει τον θεό, δεν αντικρίσει τίποτε και, αφού συναντήσει κάποια ατυχία, χάσει τα φτερά της και πέσει στην γη, τότε είναι νόμος αυτή η ψυχή να εγκατασταθεί σε θνητό ζωντανό όν». Και τα εξής για την άνοδο :”όταν ο άνθρωπος κυριαρχήσει με την λογική στη μάζα που του προστέθηκε εκ των υστέρων και αποτελείται από γη, ύδωρ, αήρ και πυρ και είναι θορυβώδης και άλογη, φτάνει στο είδος της πρώτης και άριστης καταστάσεως , οπότε ανυψώνεται και στο σύννομο, αφού γίνει υγιής και ολόκληρος”. Υγιής λόγω της απαλλαγής του από τα πάθη σαν να είναι νοσήματα, πράγμα που εξασφαλίζεται μέσω της πολιτικής αρετής. Ολόκληρος λόγω της ανάτασης του νοός και της επιστήμης σαν να είναι δικά του μέρη, πράγμα που έχει τη φύση να επιτυγχάνεται μέσω της θεωρητικής αλήθειας. Και πάλι ότι πρέπει με τη φυγή από εδώ θα θεραπεύουμε την απομάκρυνση από τα ανώτερα όντα, το δείχνει ξεκάθαρα ορίζοντας τη φιλοσοφία ως φυγή από τα εδώ κακά. Γιατί με τα εξής αποφαίνεται ότι τα πάθη είναι σύμφυτα μόνο με τα θνητά όντα : “δεν είναι όμως δυνατόν να εξαφανιστούνε τα κακά ούτε να βρίσκονται στους Θεούς, αλλά αναγκαστικά κυκλοφορούν στον Κόσμο τούτο και στην θνητή φύση”. Γιατί τα όντα που υπόκεινται σε γέννηση και φθορά σε κατάσταση αντίθετη προ τη φύση τους, πράγμα που αποτελεί την αρχή των κακών. Προσθέτει όμως και πως πρέπει να τα αποφεύγουμε : “Για αυτό και πρέπει να φεύγουμε από εδώ προς τα εκεί. Και φυγή είναι η εξομοίωση με τον θεό, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο. Και εξομοίωση είναι να γίνει κάποιος δίκαιος και όσιος μετά φρονήσεως”. Γιατί αυτός που θέλει να ξεφύγει από τα κακά, πρέπει πρώτα να αποστραφεί τη θνητή φύση. Γιατί δεν είναι δυνατόν, όσο είμαστε ανακατεμένοι μαζί της, να μη γεμίζουμε αναγκαστικά και με τα κακά που την ακολουθούν. Όπως ακριβώς, λοιπόν, η φυγή από τον θεό και η πτερόρρυσης των κουφιζόντων φτερών μας που μας ανυψώνουν προς τα πάνω μας έφεραν στην περιοχή των θνητών όντων, στα οποία εμφανίζονται τα κακά, έτσι και η αποβολή της προσκόλλησης στα θνητά πάθη και η ανάπτυξη των αρετών σαν ένα είδος φτερών θα μας ανυψώσει προς τον τόπο που είναι καθαρός από τα κακά, προς την θεία ευζωία. Γιατί η ουσία των ανθρώπων, η οποία βρίσκεται στη μέση μεταξύ των όντων που νοούν τον θεό και των όντων που έχουν την φύση να μην τον νοούν ποτέ, ανεβαίνει προς τα πρώτα και κατεβαίνει προς τα δεύτερα, καθώς με την απόκτηση ή την αποβολή του νου διαδοχικά προσλαμβάνει την εξομοίωση με τον θεό ή την εξομοίωση με τα θηρία, λόγω της αμφίβιας φύση της.»[14]
Μάλιστα ο Φώτιος που διασώζει το “περί Πρόνοιας” έργο του Ιεροκλή – παραφρασμένο αλλά όχι αλλοιωμένο – στις επιτομές του, αναφέρει πως:
«Ο Ιεροκλής στην μελέτη του, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, δίνει υπόσταση πρώτα στον δημιουργό Θεό που έχει τεθεί επικεφαλής ολόκληρης της ορατής και αόρατης διακοσμήσεως(Κόσμου), η οποία δεν έχει γεννηθεί από κάποιο υπόστρωμα που προϋπήρχε. Γιατί η βούληση εκείνου αρκούσε για την υπόσταση των όντων. Και καθώς η σωματική φύση έχει συνταχθεί με την ασώματη δημιουργία, συστήνεται και από τις δύο. Ένας τελειότατος Κόσμος, διπλός και ένας ταυτόχρονα. Εντός του υπάρχουν πρώτα, μεσαία και τελευταία όντα. Και από αυτά, τα πρώτα τα αποκαλεί ουράνια και θεούς, τα μεσαία λογικά όντα τα αποκαλεί αιθέρια και αγαθούς δαίμονες, που γίνονται διερμηνείς και άγγελοι(=αγγελιοφόροι) των πραγμάτων που ωφελούν τους ανθρώπους. Και τα τελευταία λογικά όντα τα αποκαλεί περίγεια και ανθρώπινες ψυχές ή αθάνατους ανθρώπους. Και αυτά τα τρία γένη έχουν συνδεθεί μεταξύ τους σαν σε ένα ζωντανό οργανισμό ή χορό ή συμφωνία, ενώ η διάκρισή τους ως προς την φύση τους διατηρείται αδιατάρακτη λόγω της ένωσής και αλληλουχίας τους. Και ότι τα ανώτερα κυβερνούν τα υποδεέστερα, και ότι σε όλα τους βασιλεύει ο πατέρας και δημιουργός Θεός. Και ότι αυτή η πατρική βασιλεία του αποτελεί την πρόνοια που νομοθετεί σε κάθε γένος αυτά που του ταιριάζουν, ενώ η δικαιοσύνη που την ακολουθεί αποκαλείται ειμαρμένη. Γιατί δεν είναι η παράλογη αναγκαιότητα για την οποία μιλούν οι αστρολόγοι, ούτε η βία για την οποία μιλούν οι Στωικοί, ούτε αυτή που θεωρεί ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα, ο οποίος την ταύτιζε με την πλατωνική φύση των σωμάτων, ούτε η γέννηση μας που αλλάζει με επωδές και θυσίες, όπως θεωρούσαν κάποιοι, αλλά η δικαστική ενέργεια του Θεού επί των παραβατών σύμφωνα με τον νόμο της πρόνοιας, ενέργεια η οποία με τάξη και ειρμό διορθώνει τα πράγματα σύμφωνα με τις συνθήκες που επιλέγονται από τις αυτεξούσιες πράξεις μας.»
Μάλιστα:
«Λέει ότι η πρόνοια και η τάξη από τον δημιουργό απλώνεται από κοινού σε όλα τα αθάνατα γένη, κυρίως όμως και πιο φυσικά στα πρώτα τα οποία έχουν άμεσα τη γέννησή τους από εκείνον και βρίσκονται αμέσως μετά από εκείνον και απολαμβάνουν την άριστη συμμετοχή στα νοητά αγαθά. Γιατί, καθώς υπάρχουν τρία εγκόσμια γένη, το κορυφαίο και το πρώτο από τα γεννήματα του δημιουργού τυγχάνει ατρέπτου και αμεταβλήτου προς τον δημιουργό εξομοιώσεως εν πάση θεοειδεί ευταξίας. Όπως είπαμε ότι είναι το γένος των ουρανίων όντων. Το δεύτερο, το οποίο προσλαμβάνει με κατώτερο και υποβαθμισμένο τρόπο την θεία τάξη, δεν μετέχει με αμετάβλητο και αδιαίρετο τρόπο στην εξομοίωση με τον δημιουργό, αλλά αλάνθαστα και αδιάφθορα στρέφεται προς τους πατρικούς νόμους. Και το χαρακτηριστικό αυτό το έχουμε αποδώσει στα αιθέρια όντα. Το τρίτο, ως τελευταίο μεταξύ των θείων γενών, όχι μόνο είναι κατώτερο από τα ουράνια όντα επειδή μετατρέπεται με διάφορους τρόπους, αλλά είναι κατώτερο και από την αξία των αιθέριων όντων επειδή μερικές φορές διαφθείρεται. Γιατί το να νοούν πάντα τον θεό και να κατέχουν ηνωμένως την γνώση του είναι χαρακτηριστικό των ουρανίων όντων. Το να νοούν πάντα αλλά αναλυμένα, είναι χαρακτηριστικό στις ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες εκ φύσεως υπολείπονται από την αδιαίρετη νόηση των ουρανίων όντων και από την γνώση των αιθέριων όντων που πληθαίνει με τάξη, επειδή οι ανθρώπινες ψυχές δεν νοούν ούτε ενιαίως ούτε αϊδίως, αλλά και όταν ανυψωθούν στην τάξη της νόησης, μιμούνται την αιθέρια γνώση και, ακολουθώντας αυτήν, καρπώνονται την ενατένιση των νοητών. Μετά το τρίτο νοητικό γένος, το οποίο άλλοτε νοεί και άλλοτε δεν νοεί, υπάρχει αυτό που δεν νοεί ποτέ, σύμφωνα με τον κανόνα της τέλειας διαίρεσης. Αυτό είναι εκ φύσεως ανόητο, καθώς δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να μετέχει στην αλήθεια και την αρετή. Για αυτό και απορρίπτεται η άποψη ότι είναι γέννημα εκείνου. Γιατί πως το άλογο και το ανόητο θα μπορούσε να είναι εικόνα του νοητού Θεού ; Γιατί κάθε εικόνα εκείνου είναι νοήμων και λογική, και έχει τη φύση να γνωρίζει τον εαυτό της και τον δημιουργό της.»
Εν ολίγοις και συμφώνως με τον Πρόκλο:
Είμαστε μεσαία όντα, έχουμε εγκατασταθεί μέσα στην επιλογή και μπορούμε κινηθούμε και προς τις δυο κατευθύνσεις. Και προς όποια κατεύθυνση και αν κινηθούμε, κυριαρχούμαστε από το σύμπαν και λαμβάνουμε τον κλήρο που μας αξίζει. Και αν κινηθούμε προς το καλύτερο, γινόμαστε νόηση, αν κινηθούμε προς το χειρότερο, γινόμαστε αίσθηση. [15]
Κατά την έννοια ότι:
έχουμε μια γνώση μεσαία, ανάμεσα σε όσα μόνο γνωρίζουν και σε όσα δεν γνωρίζουν καθόλου, εκ των οποίων το μεν πρώτο είναι ο νους το δε δεύτερο η αίσθηση. Γιατί η αίσθηση των άλογων όντων δεν γνωρίζει καθόλου την αλήθεια, μιας και δεν γνωρίζει ούτε την ίδια την ουσία των αισθητών. Ο νους από την άλλη γνωρίζει άμεσα την ίδια την ουσία του Όντος και την ίδια την αλήθεια που είναι πραγματική. Η ψυχή, όμως, η οποία βρίσκεται ανάμεσά τους, γνωρίζει τις ουσίες των όντως Όντων, επειδή είναι ανώτερη από την αίσθηση, και δεν τις γνωρίζει, επειδή είναι κατώτερη από τον νου. [16]
Εν ολίγοις οι ανθρώπινη αυτεξουσιότητα υπάρχει και περιορίζεται στην δυνατότητα που έχουμε ως όντα να επιλέξουμε ανάμεσα σε δυο δρόμους:
Στην συμπαράταξη μας με την θεία &νοητική ζωή, κάτι που μας καθιστά ως όντα αληθώς & όντως ελεύθερους και μας τοποθετεί παρά των θεών, υπεράνω της ειμαρμένης.
Στην συμπαράταξη μας με την αίσθηση και το ψεύδος της, κάτι που μας υποδουλώνει στην ειμαρμένη και στα εξωτερικά εγκόσμια, αισθητά και σωματικά.
Και αυτό κατά την έννοια ότι μέσα στο σύμπαν υπάρχουν 3 ειδών όντα : τα ανώτερα, τα οποία είναι ανεξάρτητα από το σώμα και υπάγονται μόνο στον νόμο της πρόνοιας – αυτοί είναι οι εγκόσμιοι θεοί και τα κρείττονα γένη(κατ’ ουσίαν Άγγελοι, Δαίμονες & Ήρωες), τα κατώτερα τα οποία έχουν σώμα και αυτοκιούμενη αλλά άλλογη(θνητή) ψυχή και υπάγονται στον νόμο της Ειμαρμένης – αυτά είναι τα ζώα και τα φυτά, τέλος δε τα ενδιάμεσα/μεσαία, τα οποία έχουν σώμα και αυτοκινούμένη ψυχή αλλά λογική & αίδια και υπάγονται και στην πρόνοια και στην Ειμαρμένη – αυτοί είναι οι άνθρωποι. Δηλ. όσα έχουν ένα είδος αυτοκινούμενης ζωής και ψυχής λογικής & αίδιας είναι τα ίδια υπεύθυνα για την αξία τους μέσα στο σύμπαν – οι άνθρωποι, ενώ όσα έχουν μεν ενα είδος αυτοκινούμενης ζωής αλλά η ψυχή τους είναι άλογη δεν είναι υπεύθυνα για τη δική τους αξία και σειρά μέσα στο σύμπαν.
Εξ ου και συμφώνως με τον Ιάμβλιχος:
«ο άνθρωπος που νοείται ως θεοποιημένος, αυτός που από πριν ήταν ενωμένος με τη θέα των Θεών, μπήκε σε μια άλλη ψυχή, στην περί το ανθρώπινης μορφής είδος προσαρμοσμένη ψυχή, και εγένετο μέσα στα δεσμά της ανάγκης και της ειμαρμένης.»[17]
Επί της ουσίας και συμφώνως με τον Πρόκλο:
«υπάρχει μια ψυχή που είναι ξεχωριστή από το σώμα και από κάπου αλλού, από ψηλά από τους θεούς, κατεβαίνει σε τούτον τον θνητό τόπο, και άλλη ψυχή που λαμβάνει υπόσταση μέσα στο σώμα και είναι αχώριστη από τα αντικείμενα στα οποία κατοικεί. Η δεύτερη εξαρτάται από την Ειμαρμένη, ενώ η πρώτη εξαρτάται από την πρόνοια των Θεών ως προς την ουσία της.»[18]
Δηλαδή όπως λέγει και ο Ιάμβλιχος:
«Ο άνθρωπος έχει δυο ψυχές. Η μία προέρχεται από το πρώτο νοητό και μετέχει στη δύναμη του δημιουργού, ενώ η άλλη παραδίδεται εκ της των ουρανίων περιφοράς και σε αυτήν επισέρπει(διεισδύει) η θεοπτική ψυχή. Καθώς, λοιπόν, αυτά έχουν έτσι, η ψυχή που από των κόσμων κατεβαίνει σε εμάς, παρακολουθεί τις περιόδους του Κόσμου, ενώ η από του νοητού νοητά είναι παρούσα. Και υπερέχει από της γενεσιουργού ανακυκλώσεως, και με αυτήν λαμβάνει χώρα η λύσις της ειμαρμένη και η προς τους νοητούς θεούς άνοδος της αΐδιας και λογικής ψυχής, και η θεουργία που ανεβαίνει προς το αγέννητο επιτελείται με βάση αυτή τη ζωή.»[19]
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος:
«Η ουσία της ψυχής είναι άυλη καθαυτή, ασώματος, αγέννητη εντελώς και ανώλεθρη, έχοντας από τον εαυτό της την ύπαρξη και την ζωή της, εντελώς αυτοκινούμενη και αρχή της φύσης και όλων των κινήσεων. Αυτή λοιπόν, στον βαθμό που είναι τέτοια, έχει περιλάβει μέσα της την αυτεξούσια και την ανεξάρτητη ζωή. Και όσο δίνει τον εαυτό της σε όσα γεννιούνται και υποτάσσει τον εαυτό της στην κίνηση του σύμπαντος, τόσο άγεται από την ειμαρμένη και υποτάσσεται στις φυσικές ανάγκες. Και όσο πάλι αναπτύσσει τη νοητική και πραγματικά ανεξάρτητη από όλα και αυτόβουλη ενέργεια της, τόσο πράττει εκούσια τα δικά της και με αλήθεια αγγίζει το θείο, το αγαθό και το νοητό».[20]
Εξ ου και λέγει – ο Ιάμβλιχος – πως:
«Πρέπει άρα να επιδιώξουμε να ζήσουμε τον κατά νου βίο και είναι εξαρτημένος από τους θεούς. Διότι μόνο αυτός μας δίνει την αδέσμευτη εξουσία της ψυχής, μας απαλλάσσει από τα δεσμά της ανάγκης και μας κάνει να ζούμε όχι κάποιον ανθρώπινο βίο, αλλά τον θείο και αυτόν που συμπληρώνεται αγαθών εκ της βούλησης των Θεών.»[21]
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ιεροκλής:
«Θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε την πραγματική αξία του Θεού που είναι αριστοτέχνης δημιουργός του Κόσμου, μόνο αν τον θεωρήσουμε δημιουργό των Θεών και των αμετάβλητων λογικών όντων. Το κείμενο των χρυσών επών αυτούς αποκάλεσε αθάνατους θεούς, εκείνους που νοούν τον δημιουργό Θεό πάντα και με τον ίδιο τρόπο, και που πάντα έχουν συνταχθεί με τον αγαθό εκείνου, και που λαμβάνουν από εκείνον αδιαίρετα και αμετάβλητα την ύπαρξή και την ευδαιμονία, ώστε να αποτελούν οι ίδιοι εικόνες της δημιουργικής αιτίας, καθώς είναι απαθείς και αδιάφθοροι. Γιατί ταιριάζει στον θεό να δώσει υπόσταση σε τέτοιες εικόνες του εαυτού του και όχι μόνον σε όλες όσες είναι μεταβλητές και υπόκεινται στην πτώση προς την κακία, όπως είναι οι ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες αποτελούν το έσχατο γένος των λογικών φύσεων, όπως ακριβώς το κορυφαίο γένος είναι το γένος των αθανάτων Θεών. Αυτοί ονομάστηκαν αθάνατοι Θεοί σε αντιδιαστολή προς τις ανθρώπινες ψυχές, επειδή αυτοί δεν πεθαίνουν χάνοντας την θεία ευζωία ούτε ποτέ περιέρχονται σε λήθη της δικής τους ουσίας και της αγαθότητας του πατέρα. Η ανθρώπινη ψυχή, όμως, υπόκειται σε αυτά τα παθήματα, καθώς άλλοτε νοεί τον θεό και ανακτά την αξία της, άλλοτε όμως εκπίπτει από αυτά. Για αυτό και δικαιολογημένα οι ανθρώπινες ψυχές χαρακτηρίζονται θνητοί θεοί, καθώς κάποιες φορές πεθαίνουν χάνοντας της θεία ευζωία με την φυγή από τον θεό και πάλι την ξαναζούνε με την επιστροφή στον θεό, και με τον ένα τρόπο ζουν την θεία ευζωία ενώ με τον άλλο τρόπο πεθαίνουν, επειδή είναι αδύνατον μια αθάνατη ουσία να συμμετέχει στην μοίρα του θανάτου, όχι με την έξοδό της στην ανυπαρξία αλλά με την έκπτωση της από την ευδαιμονία. Γιατί θάνατος της λογικής ουσίας είναι η αθεΐα και η άνοια, που τις ακολουθεί η άμετρη επανάσταση των παθών. Γιατί λόγω της άγνοιας των κρειττόνων πραγμάτων εξ ανάγκη γίνεται δούλος των χειρότερων, από τα οποία δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί αλλιώς παρά μόνον με την δια της αναμνήσεως επιστροφή στον νου & στον θεό.»[22]
Για αυτό και οι Πυθαγόρειοι προέτρεπαν αφενός:
«Απέφευγε τις λεωφόρους και βάδιζε από τα μονοπάτια».
Επεξηγώντας ο θείος Ιάμβλιχος λέγει ότι:
«Αυτό μας προτρέπει να αφήσουμε την δημώδη και ανθρώπινη ζωή, και αξιώνει να επιδιώκουμε την ξεχωριστή και θεία, και λέει ότι πρέπει να περιφρονούμε τις κοινές δοξασίες και να θεωρούμε σημαντικές τις ιδιωτικές και απόρρητες, και να υποτιμάμε την τέρψη που μας φέρνει κοντά στους ανθρώπους και να υπερτιμάμε την ευδαιμονία που εξαρτάται από την θεία βούληση, και να αφήνουμε τις ανθρώπινες συνήθειες ως δημώδης, και να τις ανταλλάσουμε με την λατρεία των θεών ως ανώτερη από τη δημώδη ζωή.»[23]
Αφετέρου οι Πυθαγόρειοι έλεγαν:
«Άπεχε από το μελανούρι. Γιατί ανήκει στους χθόνιους Θεούς.»[24]
Επεξηγώντας ο θείος Ιάμβλιχος λέγει ότι:
«αυτό μας καλεί να μένουμε σταθεροί στην ουράνια πορεία των ψυχών και να συνδεόμαστε με τους νοητικούς Θεούς, να αποχωριζόμαστε από την ένυλη φύση και να στρεφόμαστε προς την άυλη και καθαρή ζωή, και να ασκούμε την άριστη λατρεία των Θεών και αυτήν που αρμόζει τους πρώτιστους Θεούς. Αυτά, λοιπόν, τα σύμβολα προτρέπουν στην των Θεών γνώση και θρησκεία».[25]
-------------------------
[1] Συγκρατούμε ότι <<Ένδειξη της ανωτερότητας και της κατωτερότητάς τους ως προς την ουσία τους – των εγκόσμιων θεών – είναι η σειρά των ουρανίων σφαιρών, που καθεμία έλαβε τη θέση της ανάλογα με την ουσία και τη δύναμή της, ώστε ο νόμος να στηρίζεται στην ουσία τους και η σειρά να είναι σύμφυτη με την αξία τους>>.
[2] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 1.10.3 – 1.12.11»:
In aureum carmen 1.10.3 ` to In aureum carmen 1.12.11 νόμος μὲν ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ θεία βούλησις ἡ ἀϊδίως παράγουσα τὰ πάντα καὶ εἰς ἀεὶ διασῴζουσα, τάξις δὲ ἔννομος ἡ ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων καὶ δημιουργοῦ τοῖς ἀθανάτοις θεοῖς συνεισελθοῦσα καὶ ποιοῦσα ἐν αὐτοῖς τοὺς μὲν πρώτους, τοὺς δὲ δευτέρους. εἰ γὰρ καὶ ὡς ἐν παντὶ τῷ λογικῷ διακόσμῳ τὴν ἀκρότητα ἔλαχον, ὅμως ἐν ἑαυτοῖς ποικίλλονται καί εἰσιν ἄλλοι ἄλλων θειότεροι. μήνυμα δὲ τῆς κατ᾽ οὐσίαν αὐτῶν ὑπεροχῆς τε καὶ ὑποβάσεως ἡ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν τάξις κατ᾽ οὐσίαν καὶ δύναμιν τὴν θέσιν διαλαχοῦσα, ὡς ἐν τῇ οὐσίᾳ αὐτῶν κεῖσθαι τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν ὁμοφυῆ εἶναι αὐτῶν τῇ ἀξίᾳ. οὐ γὰρ ὡς ἔτυχεν ὑποστάντες ὕστερον διεκρίθησαν, ἀλλὰ τεταγμένοι προῆλθον εἰς τὸ εἶναι ὥσπερ ἐν ἑνὶ ζώῳ τῷ ὅλῳ οὐρανῷ διάφορα ὄντες μέρη καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα σύνταξιν ἐν τῇ κατ᾽ εἶδος διαστάσει ἅμα καὶ συναφῇ ἀποσῴζοντες, ὥστε μηδὲ ἐπάλλαξιν τῆς θέσεως αὐτῶν ἐπινοηθῆναί ποτε δύνασθαι εἰ μὴ μετὰ τῆς φθορᾶς τοῦ παντός, ἣν ἀδύνατον ἐπισυμβῆναι, ἔστ᾽ ἂν ᾖ τὸ πρῶτον αὐτῶν αἴτιον ἀμετάβλητον πάντῃ καὶ ἄτρεπτον καὶ τὴν οὐσίαν τῇ ἐνεργείᾳ τὴν αὐτὴν κεκτημένον καὶ τὴν ἀγαθότητα οὐκ ἐπίκτητον ἔχον, ἀλλ᾽ οὐσιωμένην καθ᾽ αὑτὴν καὶ δι᾽ αὐτὴν τὰ πάντα πρὸς τὸ εὖ εἶναι παράγον.
[3] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 1.16.1 – 1.17.1»:
In aureum carmen 1.16.1 ` to In aureum carmen 1.17.1 τίς δὲ ὁ νόμος καὶ ἡ τούτῳ ἑπομένη τιμή; πάλιν λέγωμεν, ὅτι νόμος μὲν ἡ ἄτρεπτος τοῦ θεοῦ καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια ἡ γεννῶσα τὰ θεῖα γένη καὶ τάττουσα ἀϊδίως τε καὶ ἀμεταβλήτως, ἡ δὲ σύμφωνος τῷ νόμῳ τιμὴ ἡ τῆς οὐσίας ἐστὶ τῶν τιμωμένων γνῶσις καὶ ἡ πρὸς αὐτὴν κατὰ δύναμιν ἐξομοίωσις. ὃ γὰρ ἄγαταί τις, καὶ μιμεῖται, ὅσον αὐτῷ οἷόν τε, καὶ τιμὴν ποιεῖται τοῦ ἀνενδεοῦς τὴν τῶν ὑπ᾽ ἐκείνου προτεινομένων ἀγαθῶν ὑποδοχήν.
[4] Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 2.1.3 – 2.3.9» :
In aureum carmen 2.1.3 ` to In aureum carmen 2.3.9 ὅρκον δὲ νῦν ἑπομένως ἂν τῷ νόμῳ λέγοιμεν τὴν ἐν ταὐτότητι τὰ πάντα διατηροῦσαν αἰτίαν καὶ οὕτως αὐτὰ βεβαιουμένην ὡς ἐν ὅρκου πίστει κρατούμενα καὶ διασῴζοντα τοῦ νόμου τὴν τάξιν, ὥστε ἀποτέλεσμα τοῦ δημιουργικοῦ νόμου εἶναι τὸ ἀπαράβατον τῆς ἐν τοῖς δημιουργηθεῖσιν εὐταξίας. τὸ γὰρ διαμένειν τὰ πάντα, νόμῳ ὡς διάκειται, προηγούμενον ἔργον ἂν εἴη τοῦ θείου ὅρκου, ὃς ἐν μὲν τοῖς ἀεὶ νοοῦσι τὸν θεὸν μάλιστά τε καὶ ἀεὶ διασῴζεται. ἐν δὲ τοῖς ποτὲ μὲν νοοῦσι, ποτὲ δὲ ἀφισταμένοις τῆς θείας γνώσεως καὶ ὁ ὅρκος ὁμοίως παραβαίνεται μὲν ὑπὸ τῶν ἀφισταμένων, αὖθις δὲ τηρεῖται ὑπὸ τῶν πρὸς τὴν θείαν στροφὴν ἀναγομένων. ἡ γὰρ τήρησις τῶν θείων νόμων ὅρκος νῦν λέγεται, ᾧ δέδεται καὶ ἀνήρτηται πάντα πρὸς τὸν δημιουργὸν θεὸν τὰ γινώσκειν αὐτὸν πεφυκότα, ὧν τὰ μὲν ἀεὶ ἐχόμενα αὐτοῦ ἀεὶ σέβει τὸν ὅρκον, τὰ δὲ ἀφιστάμενά ποτε τότε καὶ περὶ τὸν ὅρκον ἀσεβεῖ, οὐ μόνον τοῦ θείου νόμου τὴν τάξιν ἀλλὰ καὶ τοῦ θείου ὅρκου τὴν πίστιν παραβαίνοντα. τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ τοῖς λογικοῖς γένεσιν ἐνουσιωμένος ὅρκος· ἔχεσθαι τοῦ πατρὸς αὐτῶν καὶ ποιητοῦ καὶ μὴ παραβαίνειν μηδαμῆ τοὺς ὑπ᾽ ἐκείνου διορισθέντας νόμους.
[5] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 1.22.2 – 1.22.5» :
In aureum carmen 1.22.2 ` to In aureum carmen 1.22.5 ἐπειδὴ δὲ τὸν νόμον τῆς τοῦ παντὸς διατάξεως ἄτρεπτος φρουρὰ διατηρεῖ καὶ τὸν τῆς φρουρᾶς ταύτης φύλακα τοῖς παλαιοῖς ἔθος ἦν δι᾽ ἀπορρήτων ὅρκον ὀνομάζειν,
[6] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 27.9.4 – 27.9.8» :
In aureum carmen 27.9.4 ` to In aureum carmen 27.9.8 ἀκροτάτη δὲ ἀρετὴ τοῖς τε τῆς δημιουργίας ὅροις ἐμμένειν, οἷς πάντα κατ᾽ εἶδος διακέκριται, καὶ τοῖς τῆς προνοίας ἕπεσθαι νόμοις, δι᾽ οὓς τὰ πάντα κατὰ τὴν οἰκείαν δύναμιν πρὸς τὸ σύμμετρον ἀγαθὸν οἰκειοῦται.
[7] Η αΐδιος & λογική ψυχή κατερχόμενη εκ του νοητού εν τη γενέσει, με το κλείσιμο του ενιαυτού ή άμα την τελειοποίησή της(νεοτελείς ψυχές), ενδύεται ΠΑΝΤΑ άνθρωπο. Δεν εμψυχώνει άλλο είδος σώματος.
[8] Η αΐδιος & λογική ψυχή κατερχόμενη εκ του νοητού εν τη γενέσει, με το κλείσιμο του ενιαυτού ή άμα την τελειοποίησή της(νεοτελείς ψυχές), ενδύεται άνθρωπο και ανήρ, δηλ. λογική δηλ. ζωή.
[9] Η αΐδιος & λογική ψυχή κατερχόμενη εκ του νοητού εν τη γενέσει ενδύεται άνθρωπο, με το κλείσιμο του ενιαυτού ή άμα την τελειοποίησή της(νεοτελείς ψυχές), ενδύεται άνθρωπο και ανήρ, δηλ. λογική δηλ. ζωή, αν όμως περιπέσει σε σφάλματα, στην δεύτερη γέννησή της -πλέον πηγαίνει από γέννηση σε γέννηση – ενδύεται μια ζωή ενδιάμεση της λογικής και άλογης, αυτή η ζωή συμβολίζεται με την γυναίκα. Η Λογική ζωή με τον άνδρα και η άλογη με τον πίθηκο.
[10] Βλ., Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.301.24 – 3.303.32» :
in Ti 3.301.24 ` to in Ti 3.302.25 Επὶ δὲ τὴν λέξιν χωρήσαντες ἐκεῖνο πρῶτον πιέσωμεν, ὅτι πάντας τοὺς εἱμαρμένους νόμους διὰ τῆς δεκάδος περιέλαβε, διότι καὶ συμφυής ἐστιν ἡ δεκὰς πρὸς τὴν δημιουργικὴν αἰτίαν· †ἤγουν καὶ ὅσα ἀγαθὰ τῷ παντὶ κόσμῳ δέδωκεν ὁ δημιουρ γός, εἰς τοῦτον τελοῦντα τὸν ἀριθμόν, ὄντα τὰ πάντα δέκα· καὶ γάρ ἐστιν ἡ δεκὰς κοσμική, καθάπερ ὁ <ὕμνος ὁ Πυθαγόρειοσ> λέγει, <πανδεχέα, πρέσβειραν> αὐτὴν καλῶν, <ὅρον περὶ πᾶσι τιθεῖσαν, ἄτροπον, ἀκαμάτην· δεκάδα κλείουσί μιν ἁγνήν>. εἰσὶν οὖν καὶ οἱ νόμοι οἱ περὶ τῶν ψυχῶν οἱ εἱμαρμένοι πάντες οἱ εἰρημένοι δέκα· δεῖ σπαρῆναι τὰς ψυχάς. δεῖ μίαν εἶναι πάσαις κάθοδον κοινὴν ἐν ἑκάστῃ περιόδῳ. δεῖ κατιοῦσαν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει τὴν ψυχὴν εἰς τὸ θεοσεβὲς κατιέναι ζῷον. δεῖ τὴν κατιοῦσαν εἰς ἀνθρωπίνην φύσιν εἰς ἀνδρὸς ἰέναι πρῶτον γονήν. δεῖ τὴν ἐν σώματι ψυχὴν μεριστὰς φῦσαι καὶ ἐνύλους ζωάς. δεῖ τὴν μὲν κρατοῦσαν τῆς ἐνύλου ζωῆς δικαίαν εἶναι, τὴν δὲ κρατουμένην ὑπ᾽ αὐτῆς ἄδικον. δεῖ τὸν δίκαιον εἰς τὸ σύννομον ἄστρον ἀνατρέχειν. δεῖ τὸν ἁμαρτόντα κατιέναι πάλιν εἰς γυναικὸς φύσιν ἐν δευτέρᾳ γενέσει. δεῖ τὸν ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει σφαλέντα κατὰ τὴν τρίτην ἀπόστασιν εἰς θήρειον μεταβάλλειν φύσιν. καὶ ἐπὶ πᾶσι νόμος δημιουργικὸς δέκατος· μία σωτηρία τῆς ψυχῆς, παύουσα τὸν κύκλον τῆς ἐν τῇ γενέσει τῆς πλάνης, ἡ πρὸς τὴν ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδον ἀνάγουσα ζωή. πάντες δὴ οὖν οἱ εἰρημένοι νόμοι, διὰ τῆς δεκάδος περιληφθέντες, διότι τὴν δεκάδα καὶ τῷ δημιουργῷ προσοικειοῦσι καὶ τῇ εἱμαρμένῃ <Πυθαγορείων παῖδεσ>, ἐνεσπάρησαν ταῖς ψυχαῖς, ἵνα δὴ καὶ ἑαυτὰς ἄγωσι (καὶ γὰρ οἱ θεοὶ βούλονται τῶν αὐτοκινήτων ἄρχειν ὡς αὐτοκινήτων ὄντων), καὶ ἵνα τῶν ἔπειτα κακῶν αὐταὶ ἑαυταῖς ὦσιν αἴτιαι καὶ ὁ δημιουργὸς ἀναίτιος·
[11] Βλ., Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 9».
[12] Πεθαίνουμε στον νοητό Κόσμο για να έρθουμε στον αισθητό και πεθαίνουμε στον αισθητό για να γυρίσουμε στον νοητό.
[13] απώλεια των φτερών της ψυχής.
[14] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 24.1.1 – 24.9.6» :
In aureum carmen 24.1.1 ` to In aureum carmen 24.9.6 Τῆς τῶν ἀσωμάτων καὶ σωματικῶν γενῶν καλῶς γνωσθείσης διατάξεως ἕπεται καὶ τὴν ἀνθρώπου οὐσίαν ἀκριβῶς γνωρίζεσθαι, οἵα τε οὖσα τυγχάνει καὶ οἵων δεκτικὴ παθημάτων, καὶ ὅτι ἐν μεθορίῳ ἐστὶ τῶν τε ἀπτώτων εἰς κακίαν καὶ τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐ πεφυκότων ἀνάγεσθαι· διὸ καὶ ἐπαμφοτερίζει ταῖς σχέσεσιν, ὁτὲ μὲν ἐκεῖ ζῶν τὴν νοερὰν εὐζωΐαν, ὁτὲ δὲ ἐνταῦθα τὴν αἰσθητικὴν ἐμπάθειαν προσλαμβάνων, ἔνθεν καὶ λέγεται ὀρθῶς ὑπὸ Ἡρακλείτου, ὅτι ζῶμεν τὸν ἐκείνων θάνατον, τεθνήκαμεν δὲ τὸν ἐκείνων βίον. κάτεισι γὰρ καὶ ἀποπίπτει τῆς εὐδαίμονος χώρας ὁ ἄνθρωπος, ὡς Ἐμπεδοκλῆς φησιν ὁ Πυθαγόρειος, φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης, νείκεϊ μαινομένῳ πίσυνος. ἄνεισι δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν ἕξιν ἀπολαμβάνει, εἰ φύγοι τὰ περὶ γῆν καὶ τὸν ἀτερπέα χῶρον, ὡς ὁ αὐτὸς λέγει, ἔνθα Φόνος τε Κότος τε καὶ ἄλλων ἔθνεα Κηρῶν, εἰς ὃν οἱ ἐκπεσόντες Ἄτης ἂν λειμῶνα κατὰ σκότος ἠλάσκουσιν. ἡ δὲ ἔφεσις τοῦ φεύγοντος τὸν τῆς Ἄτης λειμῶνα πρὸς τὸν τῆς ἀληθείας ἐπείγεται λειμῶνα, ὃν ἀπολιπὼν τῇ ὁρμῇ τῆς πτερορρυήσεως εἰς γήινον ἔρχεται σῶμα ὀλβίου αἰῶνος ἀμερθείς. τούτοις δὲ καὶ ὁ Πλάτων ἐστὶ σύμφωνος περὶ μὲν τῆς καθόδου ταυτὶ λέγων· ὅταν δὲ ἀδυνατήσασα ἐπισπέσθαι μὴ ἴδῃ καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη πτερορρυήσῃ τε καὶ ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ, τότε νόμος ταύτην εἰς ζῷον θνητὸν εἰσοικίζεσθαι. περὶ δὲ τῆς ἀνόδου ταῦτα· ὅτι τὸν προσφύντα ὕστερον ὄχλον ἐκ γῆς καὶ ὕδατος καὶ ἀέρος καὶ πυρός, θορυβώδη καὶ ἄλογον ὄντα, λόγῳ κρατήσας ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ τῆς πρώτης καὶ ἀρίστης ἀφικνεῖται εἶδος ἕξεως, ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος· ὑγιὴς μὲν τῇ τῶν παθῶν ὡς νοσημάτων ἀπαλλαγῇ, ὃ διὰ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς παραγίνεται, ὁλόκληρος δὲ τῇ νοῦ καὶ ἐπιστήμης ὡς οἰκείων μερῶν ἀναλήψει, ὃ διὰ τῆς θεωρητικῆς ἀληθείας κατορθοῦσθαι πέφυκεν. καὶ πάλιν, ὡς δέοι τῇ ἐντεῦθεν φυγῇ τὴν ἀπὸ τῶν κρειττόνων γενομένην ἀπόστασιν ἐξιάσασθαι, σαφῶς παρίστησι φυγὴν τῶν τῇδε κακῶν τὴν φιλοσοφίαν ὁριζόμενος. συμπεφυκέναι γὰρ τὰ πάθη μόνοις τοῖς θνητοῖς ἀποφαίνεται διὰ τούτων· ἀλλ᾽ οὐδὲ ἀπολέσθαι τὰ κακὰ δυνατὸν οὔτε ἐν θεοῖς εἶναι, περὶ δὲ τόνδε τὸν τόπον καὶ τὴν θνητὴν φύσιν περιπολεῖν ἐξ ἀνάγκης. τοῖς γὰρ ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ πάντως που καὶ τὸ παρὰ φύσιν διατεθῆναι δύνασθαι παρέπεται, ὅπερ ἦν τῶν κακῶν ἀρχή. πῶς δὲ δεῖ ταῦτα φυγεῖν ἐπάγει· διὸ δεῖ ἐνθένδε ἐκεῖσε φυγεῖν. φυγὴ δὲ ὁμοίωσις θεῷ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπῳ· ὁμοίωσις δὲ δίκαιον καὶ ὅσιον μετὰ φρονήσεως γενέσθαι. τὸν γὰρ ἀποδρᾶναι βουλόμενον τὰ κακὰ τὴν θνητὴν φύσιν πρῶτον ἀποστραφῆναι δεῖ· οὐ γὰρ οἷόν τε ταύτῃ συμπεφυρμένους μὴ καὶ τῶν ἑπομένων αὐτῇ κακῶν ἐξ ἀνάγκης ἀναπίμπλασθαι. ὥσπερ οὖν ἡ θεόθεν φυγὴ καὶ ἡ πτερορρύησις τῶν κουφιζόντων ἡμᾶς πρὸς τὰ ἄνω πτερῶν εἰς τὸν τῶν θνητῶν ἤνεγκε τόπον, οἶς τὰ κακὰ συνεισέρχεται, οὕτω καὶ ἡ τῆς θνητῆς προσπαθείας ἀποβολὴ καὶ ἡ τῶν ἀρετῶν οἷον πτερῶν τινων ἔκφυσις πρὸς τὸν τῶν κακῶν καθαρὸν τόπον, πρὸς τὴν θείαν εὐζωΐαν ἡμᾶς ἀνάξει. μέση γὰρ οὖσα ἡ τοῦ ἀνθρώπου οὐσία τῶν τε ἀεὶ νοούντων τὸν θεὸν καὶ τῶν μηδέποτε νοεῖν πεφυκότων ἄνεισί τε πρὸς ἐκεῖνα καὶ κάτεισι πρὸς ταῦτα, νοῦ κτήσει καὶ ἀποβολῇ πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν καὶ τὴν θήρειον διὰ τὸ τῆς φύσεως ἀμφίβιον ἀνὰ μέρος οἰκειουμένη.
[15] Βλ. Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 60.1-7».
[16] Βλ. Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 51».
[17] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 10.5.7 – 10.5.11» :
Myst 10.5.7 ` to Myst 10.5.11 ὁ θεωτὸς νοούμενος ἄνθρωπος, ἡνωμένος τὸ πρόσθεν τῇ θέᾳ τῶν θεῶν, ἐπεισῆλθεν ἑτέρᾳ ψυχῇ τῇ περὶ τὸ ἀνθρώπινον μορφῆς εἶδος συνηρμοσμένῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ τῆς ἀνάγκης καὶ εἱμαρμένης ἐγένετο δεσμῷ.
[18] Βλ., Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 3».
[19] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 8.6.4 – 8.6.15» :
Myst 8.6.4 ` to Myst 8.6.15 Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.
[20] Βλ., Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.43.1 – 2.8.48.12» :
Anthologium 2.8.43.1 ` to Anthologium 2.8.45.12 Οὐσία ἐστὶν ἄϋλος ἡ τῆς ψυχῆς καθ᾽ ἑαυτήν, ἀσώματος, ἀγέννητος πάντῃ καὶ ἀνώλεθρος, παρ᾽ ἑαυτῆς ἔχουσα τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῆν, αὐτοκίνητος παντελῶς καὶ ἀρχὴ τῆς φύσεως καὶ τῶν ὅλων κινήσεων. Αὕτη δὴ οὖν καθ᾽ ὅσον ἐστὶ τοιαύτη, καὶ τὴν αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἀπόλυτον περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ ζωήν. <Καὶ> καθ᾽ ὅσον μὲν δίδωσιν ἑαυτὴν εἰς τὰ γιγνόμενα καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ παντὸς φορὰν ἑαυτὴν ὑποτάττει, κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑπὸ τὴν εἱμαρμένην ἄγεται καὶ δουλεύει ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις· καθ᾽ ὅσον δὲ αὖ τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ᾽ ἀληθείας ἐφάπτεται.
[21] Βλ., Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.44.2 – 2.8.44.7» :
Anthologium 2.8.44.2 ` to Anthologium 2.8.44.7 Τὸν κατὰ νοῦν ἄρα βίον καὶ τὸν ἐχόμενον τῶν θεῶν διαζῆν μελετητέον· οὗτος γὰρ ἡμῖν μόνος ἀποδίδωσι τὴν ἀδέσποτον τῆς ψυχῆς ἐξουσίαν, ἀπολύει τε ἡμᾶς τῶν ἀναγκαίων δεσμῶν καὶ ποιεῖ ζῆν οὐκ ἀνθρώπινόν τινα βίον, ἀλλὰ τὸν θεῖον καὶ τῇ βουλήσει τῶν θεῶν ἀγαθῶν ἀποπληρούμενον.
[22] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 1.3.1 – 1.6.5» :
In aureum carmen 1.3.1 ` to In aureum carmen 1.6.5 τὴν δὲ ὄντως ἀξίαν τοῦ κοσμοποιοῦ καὶ ἀριστοτέχνου θεοῦ μόνως ἂν ἐξεύροιμεν, εἰ καὶ θεῶν αἴτιον αὐτὸν καὶ ἀτρέπτων λογικῶν οὐσιῶν ποιητὴν θησόμεθα. τούτους γὰρ νῦν ἀθανάτους θεοὺς ὠνόμασεν ὁ λόγος τοὺς ἀεὶ καὶ ὡσαύτως νοοῦντας τὸν δημιουργὸν θεὸν καὶ ἀεὶ πρὸς τὸ ἐκείνου ἀγαθὸν συντεταγμένους καὶ ἀπ᾽ ἐκείνου τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι ἀμερίστως τε καὶ ἀτρέπτως λαμβάνοντας, ὡς τῆς δημιουργικῆς αἰτίας εἰκόνας αὐτοὺς ὄντας ἀπαθεῖς καὶ ἀκακύντους. πρέπει γὰρ τῷ θεῷ καὶ τοιαύτας ὑποστῆσαι ἑαυτοῦ εἰκόνας καὶ μὴ πάσας τρεπτὰς καὶ ἐμπαθεῖς τῇ εἰς κακίαν ὑποφορᾷ, οἶαί εἰσιν αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαί, τῶν λογικῶν φύσεων τὸ ἔσχατον οὖσαι γένος, ὥσπερ αὖ ἀκρότατον ἦν νῦν τὸ τῶν ἀθανάτων θεῶν λεγόμενον γένος. καὶ μήποτε πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ἀθάνατοι θεοὶ οὗτοι ἐκλήθησαν ὡς μὴ ἀποθνήσκοντες τὴν θείαν εὐζωΐαν μηδὲ ἐν λήθῃ ποτὲ γιγνόμενοι μήτε τῆς ἑαυτῶν οὐσίας μήτε τῆς τοῦ πατρὸς 1.5 ἀγαθότητος. τούτοις δὲ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ τοῖς πάθεσιν ὑπόκειται, ποτὲ μὲν νοοῦσα τὸν θεὸν καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀξίαν ἀπολαμβάνουσα, ποτὲ δὲ τούτων ἀποπίπτουσα. διὸ καὶ εἰκότως θνητοὶ θεοὶ λέγοιντο ἂν αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαὶ ὡς ἀποθνῄσκουσαί ποτε τὴν θείαν εὐζωΐαν τῇ ἀπὸ θεοῦ φυγῇ καὶ ἀναβιωσκόμεναι αὐτὴν πάλιν τῇ πρὸς θεὸν ἐπιστροφῇ καὶ οὕτω μὲν ζῶσαι τὸν θεῖον βίον, ἐκείνως δὲ ἀποθνῄσκουσαι, ὡς οἷόν τε ἀθανάτῳ οὐσίᾳ θανάτου μοίρας μεταλαχεῖν, οὐ τῇ εἰς τὸ μὴ εἶναι ἐκβάσει, ἀλλὰ τῇ τοῦ εὖ εἶναι ἀποπτώσει. θάνατος γὰρ λογικῆς οὐσίας ἀθεΐα καὶ ἄνοια, οἷς ἕπεται καὶ ἡ περὶ τὸν βίον ἄμετρος τῶν παθῶν ἐπανάστασις. ἐν γὰρ τῇ ἀγνοίᾳ τῶν κρειττόνων ἀνάγκη δουλεύειν τοῖς χείροσιν, ὧν ἐλευθεριάσαι ἄλλως οὐχ οἷόν τε ἢ τῇ δι᾽ ἀναμνήσεως εἰς νοῦν καὶ θεὸν ἐπιστροφῇ.
[23] Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 111.17 – 111.28» :
Protr 111.17 ` to Protr 111.28 Οἶμαι δ᾽ ὅτι καὶ τὸ ἐπὶ τούτοις εἰς τὸ αὐτὸ συντείνει· <τὰς λεωφόρους ὁδοὺς ἐκκλίνων διὰ τῶν ἀτραπῶν βάδιζε.> καὶ γὰρ τοῦτο τὴν μὲν δημώδη καὶ ἀνθρωπίνην ζωὴν ἀφιέναι παραγγέλλει, τὴν δὲ χωριστὴν καὶ θείαν μεταδιώκειν ἀξιοῖ, καὶ τὰ μὲν δοξάσματα τὰ κοινά φησι δεῖν ὑπερορᾶν, τὰ δὲ ἴδια καὶ ἀπόρρητα περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, καὶ τὴν μὲν πρὸς ἀνθρώπους φέρουσαν τέρψιν ἀτιμάζειν, τὴν δὲ τῆς θείας βουλήσεως ἐχομένην εὐπραγίαν περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, καὶ τὰ μὲν ἀνθρώπινα ἔθη ἐᾶν ὡς δημώδη, τὰς δὲ τῶν θεῶν θρησκείας ὡς ὑπερεχούσας τὴν δημώδη ζωὴν ἀνταλλάττεσθαι.
[24] Testimonia et fragmenta c6.33 ` to Testimonia et fragmenta c6.34 μελαν ούρου ἀπέχου· χθονίων γάρ ἐστι θεῶν.
[25] Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 111.29 – 112.8» :
Protr 111.29 ` to Protr 112.8 Συγγενὲς δ᾽ ἐστὶ τούτῳ καὶ τὸ ἐφεξῆς· <μελανούρου ἀπέχου· χθονίων γάρ ἐστι θεῶν.> τὰ μὲν οὖν ἄλλα περὶ αὐτοῦ ἐν τῷ Περὶ συμβόλων ἐροῦμεν, ὅσα δὲ εἰς προτροπὴν ἁρμόζει, παραγγέλλει τῆς οὐρανίας πορείας ἀντέχεσθαι καὶ τοῖς νοεροῖς θεοῖς συνάπτεσθαι, τῆς τε ἐνύλου φύσεως χωρίζεσθαι καὶ περιάγεσθαι πρὸς τὴν ἄυλον καὶ καθαρὰν ζωήν, θεῶν τε θεραπείᾳ χρῆσθαι τῇ ἀρίστῃ καὶ μάλιστα τοῖς πρωτίστοις θεοῖς προσηκούσῃ.