Ο μεγαλύτερος έπαινος για μια Αθηναία, κατά τον Περικλή, είναι να ακούγονται για κείνην όσο γίνεται λιγότερα, είτε για κακό είτε για καλό. Με άλλα λόγια, η αρετή της γυναίκας είναι η κοινωνική ανυπαρξία. Μια κόρη καλής ανατροφής μεγάλωνε κατά τρόπο ώστε να βλέπεται και να ακούγεται ελάχιστα. Και όταν έφτανε στα 14, ο πατέρας της (ή ο κηδεμόνας της) την πάντρευε με προξενιό. Οι Αθηναίοι δεν νυμφεύονταν από έρωτα, αλλά για να κάνουν γνήσια παιδιά και να έχουν έμπιστο φύλακα μέσα στο σπίτι. Η σύζυγος όφειλε να είναι πιστή, η ίδια απαίτηση όμως δεν ίσχυε για τον σύζυγο. Ελάχιστη επαφή υπήρχε ανάμεσα στο ζευγάρι. Για τη γυναίκα θεωρούνταν ντροπή να ξεπορτίζει, για τον άντρα να δίνει την εντύπωση ότι ξημεροβραδιάζεται με τη γυναίκα του. Ο νόμος την αντιμετώπιζε ως ισόβιο ανήλικο: δεν είχε αυθύπαρκτη υπόσταση, και δεν κληρονομούσε παρά μόνο αν δεν είχε άρρενες αδελφούς. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν ήταν κανονική κληρονόμος: μέσω εκείνης, η περιουσία θα μεταβιβαζόταν στον μελλοντικό της γιο. Εννοείται ότι δεν είχε πολιτικά δικαιώματα, μέσω όμως εκείνης, και αποκλειστικά εκείνης, μπορούσε να γεννηθεί ένας αθηναίος πολίτης.
Η εικόνα ίσως να μην είναι τόσο ζοφερή όσο φαίνεται. Διάφοροι συγγραφείς μιλούν για αγάπη ανάμεσα στους δύο συζύγους, αλλά και για αμοιβαία σεξουαλική επιθυμία. Η ερωτική ικανοποίηση για τη γυναίκα δεν θεωρούνταν αμαρτία, όπως στη χριστιανική εποχή. Ίσα-ίσα, οι γιατροί αντιμετωπίζουν την ερωτική στέρηση ως αιτία διαφόρων νοσημάτων. Όσο για τα συναισθήματα, αποτυπώνονται, έστω και τυποποιημένα, στα συγκλονιστικά επιτύμβια ανάγλυφα της κλασικής εποχής. Παρεμπιπτόντως, χάρη στις επιτύμβιες επιγραφές κάποιες γυναίκες της Αθήνας σώζονται από την ανωνυμία: η Ηγησώ, η Φρασίκλεια, η Αμφαρέτη... Αλλιώς, μια έντιμη γυναίκα, όσο ήταν εν ζωή, δεν αναφερόταν ποτέ δημόσια με το όνομά της. Στην περίπτωση που γινόταν κάτι τέτοιο, ο υπαινιγμός ήταν σαφής: επρόκειτο για άτομο ελευθέρων ηθών.
Πόσο διαφορετικά φαίνονται όλα για τις εταίρες! Ασπασία, Φρύνη, Λαΐδα, Γλυκέρα... Η πρώτη, με την καλλιέργεια και την ευφυία της, διεγείρει πνευματικά τον Σωκράτη και τον Περικλή. Σύμφωνα με τον πλατωνικό Μενέξενο, αυτή είναι που συνέθεσε στην πραγματικότητα τον Επιτάφιο. Όπως παρατηρεί ο Πλούταρχος, η μαρτυρία έχει παιγνιώδη χαρακτήρα, δείχνει όμως την απήχηση που είχε η Ασπασία μεταξύ των πεπαιδευμένων. Όσο για την έκθεση στο δημόσιο βλέμμα, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε το περίφημο περιστατικό με τη Φρύνη, όταν κατά τη γιορτή των Ελευσινίων, μπροστά σε όλο το πανελλήνιο, γυμνώθηκε, έλυσε τα μαλλιά της και μπήκε στη θάλασσα. Καί ἀπ' αὐτῆς Ἀπελλῆς τήν Ἀναδυομένην Ἀφροδίτην ἀπεγράψατο. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Δεν υπάρχει καλύτερη πηγή από το 13ο βιβλίο των Δειπνοσοφιστών του Αθήναιου, όπου ερανίζονται πλήθος αποσπάσματα από την Κωμωδία, τα ευφυολογήματα εταιρών του Μάχωνος, καθώς και άφθονα ανέκδοτα. Απώτερη πηγή του Αθήναιου είναι οι Γραμματικοί της ελληνιστικής εποχής· ανάμεσά τους ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο οποίος στο σύγγραμμά του Περί τῶν Ἀθήνησιν ἑταιρίδων αποδελτίωσε 135 ονόματα. Ήταν όμορφες, έξυπνες, ετοιμόλογες και πλούσιες. Στην κυρίαρχη αυτή εικόνα για τις εταίρες θα ήθελα να αντιτάξω μιαν άλλη, λιγότερο λαμπερή, χρησιμοποιώντας ως πηγή τον Κατά Νεαίρας λόγο του Απολλόδωρου. Το θέμα θα το εξετάσουμε υπό το πρίσμα της εμπορίας, της δουλείας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της απουσίας θεσμών που να προστατεύουν τον πραγματικά αδύναμο. Οφείλουμε να έχουμε διαρκώς υπόψη μας ότι η αθηναϊκή δημοκρατία αναγνωρίζει μόνο πολιτικά δικαιώματα, όχι ανθρώπινα δικαιώματα.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε την αρχαιοελληνική σημασία του όρου εταίρα. Πρόκειται, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί από τον Αθήναιο, για έναν ευφημισμό: είναι αυτή που κάνει συντροφιά. Η διαφορά τής εταίρας από την πόρνη (λέξη που παράγεται από το ρήμα πέρναμαι, «πουλιέμαι») έγκειται στο ότι η πρώτη εμπλέκεται με έναν κάθε φορά πελάτη, σε σχετικά μακροπρόθεσμη βάση και ενίοτε με δική της επιλογή, ενώ η δεύτερη προσφέρεται αδιακρίτως σε όλους (βλ. Αισχ. 1.52.1). Η συνεύρεση με πόρνη στοιχίζει συνήθως έναν οβολό, η σχέση όμως με εταίρα πολύ περισσότερο. Σε ένα κωμικό απόσπασμα η Φρύνη παρομοιάζεται με τη Χάρυβδη, που καταπίνει, μαζί με τον καπετάνιο, και το ίδιο το σκάφος. Για την περίπτωση της ἑταιρήσεως, πληροφορούμαστε από διάφορες πηγές την ύπαρξη γραπτών συμφωνητικών (συνθῆκαι, συγγραφαί), όπου ορίζεται το συνολικό ποσόν που θα καταβληθεί, ο χρόνος της σχέσης, αλλά και η αποκλειστικότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η εταίρα δεν είναι αυτοαπασχολούμενη, αλλά δούλη.
Από τεχνική άποψη, ανήκει στην κατηγορία των χωρίς οἰκούντων, δούλων δηλαδή οι οποίοι απολαμβάνουν κάποια σχετική αυτονομία και αποδίδουν στον ιδιοκτήτη τους το μεγαλύτερο μέρος από τις εισπράξεις τους. Με τα υπόλοιπα χρήματα, αν αποταμιεύουν, θα καταφέρουν ίσως κάποια στιγμή να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.
Η πιο διάσημη περίπτωση είναι αυτή της Νέαιρας. Αν γνωρίζουμε την ιστορία της -ή έστω μια πικρόχολη και σαρκαστική εκδοχή- είναι γιατί ο άντρας με τον οποίο συζούσε, ο Στέφανος, από απλός κλακαδόρος, όπως τον αποκαλεί ο αντίπαλός του, αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική και έκανε εχθρούς. Ένας από αυτούς, για να χτυπήσει τον Στέφανο, υποβάλλει γραφήν ξενίας κατά της Νέαιρας και καλεί τον γαμπρό του, τον Απολλόδωρο, να μιλήσει στη θέση του ως συνήγορος. Σύμφωνα με τον νόμο του Περικλή, του 451 π.Χ., για να είναι κανείς Αθηναίος, έπρεπε να είναι Αθηναίοι και οι δύο του γονείς. Ο νόμος δεν απαγόρευε τις ερωτικές σχέσεις ή και τη συγκατοίκηση ανάμεσα σε έναν Αθηναίο και μία ξένη· τα παιδιά όμως που τυχόν θα γεννιούνταν από αυτή τη σχέση θεωρούνταν νόθα. Αν ήταν αγόρια, δεν θα είχαν κληρονομικά δικαιώματα και δεν θα μπορούσαν, με την ενηλικίωσή τους στα 18, να εγγραφούν ως αθηναίοι πολίτες στο ληξιαρχικό γραμματείο. Αν ήταν κορίτσια, δεν θα μπορούσαν να δοθούν σε γάμο σε έναν Αθηναίο, και να του κάνουν γνήσια παιδιά. Αυτό που υποστηρίζει ο κατήγορος είναι ότι η Νέαιρα -μια πρώην δούλη, πόρνη και ξένη- συμβιώνοντας με τον Στέφανο όχι ως παλλακίδα του, αλλά ως νόμιμη σύζυγός του, κατάφερε να πολιτογραφήσει Αθηναίους τους δύο γιους που είχε αποκτήσει από πελάτες της, και να παντρέψει την κόρη της, και μάλιστα δύο φορές, με Αθηναίους πολίτες.
Ο Στέφανος δεν θα αμφισβητήσει το παρελθόν της Νέαιρας· θα υποστηρίξει όμως ότι τα τρία αυτά παιδιά δεν είναι της Νέαιρας αλλά δικά του, γεννημένα από αθηναία σύζυγο, η οποία έχει προ πολλού αποβιώσει. Κάτι τέτοιο δεν μοιάζει απίθανο. Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε κάποιον χήρο με τρία ορφανά να φέρνει στο σπίτι του μιαν άλλη γυναίκα, η οποία, λόγω του νομικού της status, δεν θα εγείρει απαιτήσεις για τεκνοποιία και θα αποδεχθεί τον υποδεέστερο ρόλο της παλλακίδας.
Ποιά ήταν η Νέαιρα; Δεν ξέρουμε -και μάλλον δεν ήξερε ούτε η ίδια- ούτε τον πραγματικό τόπο καταγωγής της ούτε τους γονείς της. Ανατράφηκε στην Κόρινθο, μαζί με άλλα έξι κοριτσάκια, ως «θυγατέρα» μιας απελεύθερης, της Νικαρέτης. Στην πραγματικότητα ήταν δούλη της, όπως και οι «αδελφές» της. Η Νικαρέτη είχε το ταλέντο να αγοράζει βρέφη που θα εξελίσσονταν σε όμορφες γυναίκες. Τα εξέδιδε από την πιο τρυφερή ηλικία. Η Νέαιρα ξεκίνησε προτού ακόμη σχηματιστεί ως γυναίκα. Τα κορίτσια δεν ήταν εγκατεστημένα σε πορνείο· εκμισθώνονταν ως συνοδοί σε επίλεκτους πελάτες. Κάποια στιγμή, όταν ενηλικιώνονταν, η Νικαρέτη τις πουλούσε, αγοράζοντας ίσως στη θέση τους άλλα βρέφη· φαίνεται πως ειδικευόταν στην παιδική πορνεία.
Η Νεάιρα ακολούθησε την τύχη των αδελφάδων της. Ήταν περίπου είκοσι ετών όταν την αγόρασαν από κοινού δύο Κορίνθιοι νεαροί, καταβάλλοντας 3.000 δραχμές. Για να έχουμε μιαν αίσθηση των μεγεθών, το ημερομίσθιο ενός τεχνίτη ήταν μία δραχμή, και με 300 δραχμές μπορούσε κανείς να αγοράσει έναν ειδικευμένο δούλο. Κάποια χρόνια αργότερα οι δύο νέοι αποφάσισαν να παντρευτούν. Αυτό το menage a trois, οπωσδήποτε σκανδαλώδες, δεν θα τους διευκόλυνε αν ήθελαν να βρουν νύφες από καλές οικογένειες. Επιπλέον, η Νέαιρα αργά ή γρήγορα θα έπαυε να είναι το ίδιο επιθυμητή. Πόσο γρήγορα γερνάει μια γυναίκα που ξεκινάει τη σεξουαλική ζωή της πριν από τα 10, ξενυχτά αδιάκοπα, πίνει στα συμπόσια και κάνει αμβλώσεις; Της κάνουν λοιπόν μια πρόταση: από τις 3000 δραχμές που είχαν πληρώσει για να την αποκτήσουν, της χαρίζουν τις 1000· αν κατορθώσει η ίδια να συγκεντρώσει τις 2000 που υπολείπονται, την αφήνουν ελεύθερη, υπό τον όρο να εγκαταλείψει την Κόρινθο και να μην ξαναεργαστεί εκεί. Δεν πρόκειται για χειρονομία γενναιοδωρίας. Οι δύο νέοι εφαρμόζουν μια κλασική πρακτική του δουλοκτητικού συστήματος. Ο ιδιοκτήτης, έχοντας ωφεληθεί από το εμπόρευμα που έχει αγοράσει, το ξεφορτώνεται όταν πια του είναι άχρηστο, παίρνοντας πίσω τα χρήματά του. Αν αποφασίζουν να χαρίσουν στη Νέαιρα τις χίλιες δραχμές, είναι γιατί σκέφτονται ρεαλιστικά. Πρώτον, αντιλαμβάνονται ότι η συγκέντρωση 2000 δραχμών εκ μέρους της Νέαιρας είναι κάτι πιο εφικτό μέσα στα χρονικά πλαίσια που διαθέτουν. Και δεύτερον, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο θα μειώνεται και η εμπορική αξία της κοπέλας.
Έτσι η Νέαιρα κάνει ἔρανον, παίρνει δηλαδή άτοκα δάνεια από τους προηγούμενους πελάτες της. Το μεγαλύτερο ποσό το προσφέρει ένας Αθηναίος, ο Φρυνίων. Κι εδώ αρχίζει το νέο της δράμα, γιατί ο Φρυνίων, έχοντας πληρώσει τη μερίδα του λέοντος, τη μεταχειρίζεται σαν να είναι δούλη του. Φαύλος κύκλος: για να εξαγοράσει την ελευθερία της, η Νέαιρα υποδουλώνεται σε νέο αφέντη. Ο Φρυνίων την παίρνει μαζί του στη Αθήνα. Εκεί της συμπεριφέρεται με απίστευτη χυδαιότητα: συνευρίσκεται μαζί της σε κοινή θέα, όποτε θέλει, όπου θέλει, επιδεικνύοντας στους άλλους την εξουσία που έχει επάνω της. Η Νέαιρα ανταποδίδει τον εξευτελισμό. Σε κάποιο συμπόσιο, όταν ο Φρυνίων αποκοιμάται, σμίγει με όλους τους συνδαιτυμόνες, ακόμη και με τους δούλους που υπηρετούν στο τραπέζι. Κάποια στιγμή δεν αντέχει άλλο: μαζεύει τα πράγματά της, τα ρούχα και τα στολίδια που της είχε χαρίσει, και δύο δούλες που έχει στο μεταξύ αποκτήσει, και καταφεύγει στα Μέγαρα - η επιστροφή στην Κόρινθο ήταν απαγορευμένη. Εκεί συνεχίζει να εκδίδεται. Ανάμεσα στους πελάτες της είναι και ο Στέφανος. Της τάζει (κατά τον κατήγορο) ότι θα την κάνει γυναίκα του και ότι θα πολιτογραφήσει τα παιδιά της. «Κι αν σε αγγίξει ο Φρυνίων, θα το μετανιώσει οικτρά».
Όταν ο Φρυνίων αντιλήφθηκε ότι η Νέαιρα είχε επιστρέψει την Αθήνα και συζούσε με τον Στέφανο, την απήγαγε και την οδήγησε στο σπίτι του, καθώς τη θεωρούσε δούλη του. Η κίνηση του Φρυνίωνα ήταν στα πλαίσια του νόμου (ο τεχνικός όρος είναι: αγειν εις δουλείαν). Σύννομη ήταν όμως και η άμεση αντίδραση του Στέφανου, ο οποίος, αναλαβάνοντας τον ρόλο του προστάτη της Νέαιρας, διεκδίκησε την απελευθέρωσή της, καταβάλλοντας εγγύηση στον πολέμαρχο, στον άρχοντα δηλαδή που ήταν αρμόδιος για τους ξένους (άφαίρεσις εις έλευθερίαν). Η αντιδικία μεταξύ Στέφανου και Φρυνίωνα επιλύθηκε με διαιτησία. Η απόφαση, τελεσίδικη και δεσμευτική και για τις δύο πλευρές, ήταν η εξής:
«Η γυναίκα είναι ελεύθερη και κυρία του εαυτού της. Όσα πήρε η Νέαιρα από τον Φρυνίωνα, οφείλει να τα επιστρέψει σε εκείνον, με την εξαίρεση των ρούχων, των χρυσαφικών και των θεραπαινίδων που αγοράστηκαν από την ίδια. Να συμβιώνει και με τους δύο εναλλάξ, μέρα παρά μέρα, εκτός κι αν συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό από τις δύο πλευρές. Αυτός που έχει κάθε φορά τη γυναίκα στο σπίτι του, οφείλει να την συντηρεί, και από εδώ και στο εξής να είναι φίλοι μεταξύ τους και να μην κρατούν κακία».
Η απόφαση μάς ξενίζει με την αντιφατικότητα και τον παραλογισμό της. Αν η Νέαιρα είναι κυρία του εαυτού της, πώς είναι δυνατόν να υποχρεώνεται σε τέτοιου είδους menage; Και πώς γίνεται να επιστρέφει, έστω μέρα παρά μέρα, στον βάναυσο και χυδαίο Φρυνίωνα; Τα ερωτήματα αυτά μπορεί να απασχολούν εμάς, δεν φαίνεται όμως να απασχόλησαν καθόλου τους αθηναίους διαιτητές. Σε τελική ανάλυση, αυτό που τους ενδιέφερε πρωτίστως δεν ήταν το status και τα δικαιώματα της Νέαιρας, που ήταν και το τυπικό διακύβευμα της διαφοράς, αλλά η εξεύρεση μιας βολικής λύσης για τους δύο άντρες που τη διεκδικούσαν. Και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στον αρχαίο κόσμο η χειραφέτηση -με την τεχνική, όχι τη μεταφορική έννοια- ενός δούλου, δεν ήταν ποτέ πλήρης· γινόταν υπό όρους. Η συνηθέστερη υποχρέωση ενός απελεύθερου προς τον πρώην κύριό του ήταν αυτή της παραμονής: όφειλε να διαμένει στην ίδιο τόπο με εκείνον και να του προσφέρει υπηρεσίες, όποτε του ζητούνταν. Σε ένα ιδιότυπο καθεστώς παραμονής υποβάλλεται και η Νέαιρα.
Έπειτα από κάποιο διάστημα, ο Φρυνίων, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, παραιτήθηκε από το δικαίωμά του. Έτσι η Νέαιρα παρέμεινε με τον Στέφανο, ο οποίος λειτουργούσε ταυτοχρόνως ως σύζυγος και ως προαγωγός της. Ακόμη κι αν πιστέψουμε τον τελευταίο ισχυρισμό του κατηγόρου, ο Στέφανος σε σύγκριση με τον Φρυνίωνα προκύπτει πολύ καλύτερος άνθρωπος: τήρησε την υπόσχεσή του απέναντι στη Νέαιρα και την ενσωμάτωσε στην αθηναϊκή κοινωνία. Ενσωμάτωση και ασφάλεια είναι αυτά που θέλει πάνω απ' όλα μια πρώην δούλη, και μάλιστα μια δούλη που γερνάει. Θα αντέτεινε κανείς ότι το πιο σημαντικό για κείνην είναι η ελευθερία της. Είδαμε όμως με πολύ απτούς τρόπους πόσο ρευστή και εύθραστη ήταν αυτή η έννοια σε έναν κόσμο ουσιαστικά αδιάφορο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και τώρα η Νέαιρα, που είναι πάνω από εξήντα ετών, αν κριθεί ένοχη από το δικαστήριο, θα πουληθεί δούλη. Ένα μέρος των χρημάτων από τη δημοπράτηση θα περιέλθει δικαιωματικά στον κατήγορο. Η ειρωνεία στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Απολλόδωρος, ο συνήγορος του κατηγόρου και εκφωνητής του μεγαλύτερου μέρους του λόγου, είναι Αθηναίος πρώτης γενιάς. Ο πατέρας του, ο τραπεζίτης Πασίων, ήταν απελεύθερος - όπως και η Νέαιρα. Στα μάτια του Απολλόδωρου η υπόδικη δεν είναι παρά μια πόρνη και ξένη που σφετερίστηκε τον ρόλο της έντιμης αθηναίας συζύγου· ένα ξένο σώμα που μολύνει την πόλη (η διατύπωση είναι δική του). Γνωρίζοντας την ιστορία του ομιλητή, θα μπορούσαμε ίσως να εξηγήσουμε και ψυχολογικά την εμμονή του στο επαναλαβανόμενο σχήμα: «εμείς οι Αθηναίοι πολίτες - αυτή η άθλια ξένη». Όπως ένας νεόπλουτος καμαρώνει για τα αγαθά που πρόσφατα απέκτησε, έτσι κι αυτός καμαρώνει για το status του.
Θα κλείσω με ένα παράθεμα που απηχεί, νομίζω, ακόμη και σήμερα την κρατούσα άποψη: «Οι εταίρες ανήκουν σε πολύ ψηλότερο επίπεδο και κατέχουν πολύ σπουδαιότερη θέση στην ελληνική κοινωνική ζωή. Διακρίνονταν από τα κορίτσια των πορνείων προπάντων από τη μεγάλη εκτίμηση που απολάμβαναν στην κοινωνία και από τη μόρφωσή τους» (Χανς Λιχτ, Η σεξουαλική ζωή στην Αρχαία Ελλάδα, σ. 364). Η ιστορία της Νέαιρας μπορεί να μην είναι τυπική· μας δείχνει όμως πόσο εκτός πραγματικότητας είναι μια τέτοια αντίληψη. Προς το τέλος του λόγου του, ο ομιλητής προβάλλει ένα κοινόχρηστο επιχείρημα: αν δεν τιμωρηθεί η Νέαιρα, θα καταλυθούν οι νόμοι της πόλης, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ίδια η δημοκρατία. Πρόκειται ασφαλώς για κενή ρητορεία. Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από τη Νέαιρα· η Νέαιρα πρέπει να φοβάται την αθηναϊκή δημοκρατία. Για μας, ο κακός της ιστορίας δεν είναι αυτή η οποία μετά πολλῶν καί ἀσελγῶν τρόπων πολλάκις πολλοῖς ἑκάστης ἡμέρας συνεγένετο, ὡς ἕκαστος ἐβούλετο· είναι ο ίδιος ο Απολλόδωρος και το ακροατήριο που συμμερίζεται τις αξίες και την υποκρισία του.
ΔΕΣ:
Γυναίκα, δουλεία και ελευθερία στην ελληνική αρχαιότητα
Η θέση της γυναίκας, στην Αθήνα και στη Σπάρτη