οἴμοι τάλαινα τῶν ἐμῶν ἐγὼ κακῶν·
190 τί νῦν ποήσω; τὸν κάδον γὰρ ἡ τροφὸς
ἱμῶσ᾽ ἀφῆκεν εἰς τὸ φρέαρ. ΣΩ. ὦ Ζεῦ πάτερ,
καὶ Φοῖβε Παιάν, ὦ Διοσκόρω φίλω,
κάλλους ἀμάχου. (ΚΟ.) θερμὸν ‹δ᾽› ὕδωρ πρ[οσέταξέ μοι
ποιεῖν ὁ πάππας ἐξιών. (ΣΩ.) ἄνδρε[ς φίλοι…
195 (ΚΟ.) ἐὰν δὲ τοῦτ᾽ αἴσθητ᾽, ἀπολεῖ κακ[ῶς πάνυ
παίων ἐκείνην. οὐ σχολὴ ματ[
ὦ φίλταται Νύμφαι, παρ᾽ ὑμῶν λη[πτέον.
αἰσχύνομαι μέν, εἴ τινες θύουσ᾽ ἄ[ρα
ἔνδον, ἐνοχλεῖν— (ΣΩ.) ἀλλ᾽ ἂν ἐμοὶ δ[ῷς, αὐτίκα
200 βάψας ἐγώ σοι τ[ὴν ὑδρίαν ἥ]ξω φέρων.
(ΚΟ.) ναὶ πρὸς θεῶν, ἅ[νυσον δέ.] (ΣΩ.) ἐλευθερίως γέ πως
ἄγροικός ἐστιν. ὦ πολυτίμητοι θεοί,
τίς ἂν ἐμὲ σώσαι δ̣[αιμό]νων; (ΚΟ.) τάλαιν᾽ ἐγώ,
τίς ἐψόφηκεν; ἆρ᾽ ὁ πάππας ἔρχεται;
205 ἔπειτα πληγὰς λήψομ᾽ ἄν με καταλάβῃ
ἔξω. ΔΑΟΣ διατρίβω σοι διακονῶν πάλαι
ἐνταῦθ᾽, ὁ δὲ σκάπτει μόνος. πορευτέον
πρὸς ἐκεῖνόν ἐστιν. ὦ κάκιστ᾽ ἀπολουμένη
Πενία, τί σ᾽ ἡμεῖς τηλικοῦτ᾽ ἐφεύρομεν;
210 τί τοσοῦτον ἡμῖν ἐνδελεχῶς οὕτω χρόνον
ἔνδον κάθησαι καὶ συνοικεῖς; (ΣΩ.) λάμβανε
τηνδί. (ΚΟ.) φέρε δεῦρο. ΔΑ. τί ποτε βούλεθ᾽ οὑτοσὶ
ἅνθρωπος; (ΣΩ.) ἔρρωσ᾽, ἐπιμελοῦ τε τοῦ πατρός.
οἴμοι, κακοδαίμων. ‹ΠΥ.› παῦε θρηνῶν, Σώστρατε·
215 ἔσται κατὰ τρόπον. (ΣΩ.) κατὰ τρόπον τι; (ΠΥ.) μὴ φοβοῦ,
ἀλλ᾽ ὅπερ ἔμελλες ἄρτι τὸν Γέταν λαβὼν
ἐπάνηκ᾽, ἐκείνῳ πᾶν τὸ πρᾶγμ᾽ εἰπὼν σαφῶς.
190 τί νῦν ποήσω; τὸν κάδον γὰρ ἡ τροφὸς
ἱμῶσ᾽ ἀφῆκεν εἰς τὸ φρέαρ. ΣΩ. ὦ Ζεῦ πάτερ,
καὶ Φοῖβε Παιάν, ὦ Διοσκόρω φίλω,
κάλλους ἀμάχου. (ΚΟ.) θερμὸν ‹δ᾽› ὕδωρ πρ[οσέταξέ μοι
ποιεῖν ὁ πάππας ἐξιών. (ΣΩ.) ἄνδρε[ς φίλοι…
195 (ΚΟ.) ἐὰν δὲ τοῦτ᾽ αἴσθητ᾽, ἀπολεῖ κακ[ῶς πάνυ
παίων ἐκείνην. οὐ σχολὴ ματ[
ὦ φίλταται Νύμφαι, παρ᾽ ὑμῶν λη[πτέον.
αἰσχύνομαι μέν, εἴ τινες θύουσ᾽ ἄ[ρα
ἔνδον, ἐνοχλεῖν— (ΣΩ.) ἀλλ᾽ ἂν ἐμοὶ δ[ῷς, αὐτίκα
200 βάψας ἐγώ σοι τ[ὴν ὑδρίαν ἥ]ξω φέρων.
(ΚΟ.) ναὶ πρὸς θεῶν, ἅ[νυσον δέ.] (ΣΩ.) ἐλευθερίως γέ πως
ἄγροικός ἐστιν. ὦ πολυτίμητοι θεοί,
τίς ἂν ἐμὲ σώσαι δ̣[αιμό]νων; (ΚΟ.) τάλαιν᾽ ἐγώ,
τίς ἐψόφηκεν; ἆρ᾽ ὁ πάππας ἔρχεται;
205 ἔπειτα πληγὰς λήψομ᾽ ἄν με καταλάβῃ
ἔξω. ΔΑΟΣ διατρίβω σοι διακονῶν πάλαι
ἐνταῦθ᾽, ὁ δὲ σκάπτει μόνος. πορευτέον
πρὸς ἐκεῖνόν ἐστιν. ὦ κάκιστ᾽ ἀπολουμένη
Πενία, τί σ᾽ ἡμεῖς τηλικοῦτ᾽ ἐφεύρομεν;
210 τί τοσοῦτον ἡμῖν ἐνδελεχῶς οὕτω χρόνον
ἔνδον κάθησαι καὶ συνοικεῖς; (ΣΩ.) λάμβανε
τηνδί. (ΚΟ.) φέρε δεῦρο. ΔΑ. τί ποτε βούλεθ᾽ οὑτοσὶ
ἅνθρωπος; (ΣΩ.) ἔρρωσ᾽, ἐπιμελοῦ τε τοῦ πατρός.
οἴμοι, κακοδαίμων. ‹ΠΥ.› παῦε θρηνῶν, Σώστρατε·
215 ἔσται κατὰ τρόπον. (ΣΩ.) κατὰ τρόπον τι; (ΠΥ.) μὴ φοβοῦ,
ἀλλ᾽ ὅπερ ἔμελλες ἄρτι τὸν Γέταν λαβὼν
ἐπάνηκ᾽, ἐκείνῳ πᾶν τὸ πρᾶγμ᾽ εἰπὼν σαφῶς.
***
Από το σπίτι του Κνήμωνα βγαίνει η κόρη του,πολύ ταραγμένη, μ᾽ ένα σταμνί στο χέρι.
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΚΝΗΜΩΝΑ
μονολογώντας, χωρίς να προσέξει το Σώστρατο
Αχ, τί κακό με βρήκε, αλίμονό μου.
Και τώρα τί να κάμω; Πήγε η νένα
190 ν᾽ ανασύρει νερό, και στο πηγάδι
τής έπεσε ο κουβάς. ΣΩΣ. (μέσα του) Ω Δία πατέρα,
Διόσκουροι αγαπητοί, Παιάνα Φοίβε,
πώς σε σκλαβώνει αμέσως η ομορφιά της!
ΚΟΡ. Βγαίνοντας ο πατέρας όμως μου είπε
νερό να του ζεστάνω. ΣΩΣ. (κοιτάζοντας τους θεατές) Αχ, φίλοι, φίλοι…
ΚΟΡ. Κι αν το μάθει, στο ξύλο θα τη στρώσει
και θα τη σακατέψει. Μά τις δυο μας
θεές, καιρό για χάσιμο δεν έχω.
Προχωρεί προς το ιερό.
Νύμφες μου αγαπητές, απ᾽ το ιερό σας
θα πάρω.
Στέκεται δισταχτική.
Βέβαια ντρέπομαι, εκεί μέσα
ξένοι, αν θυσία προσφέρνουν, να ενοχλήσω…
ΣΩΣ., πλησιάζοντάς τη
Αλλ᾽ αν μου γίνει η χάρη, εγώ ανασέρνω
200 νερό, κι εδώ σου φέρνω το σταμνί σου.
ΚΟΡ. Ναι, να χαρείς…
Του δίνει το σταμνί.
ΣΩΣ., μονολογώντας, ενώ πηγαίνει να μπει στο ιερό
Χαριτωμένη ευγένεια
χωριατοπούλας. Ω θεοί σεβάσμιοι·
ποιος θα με σώσει εμένα;
Μπαίνει στο ιερό· ακούγεται κρότος σε πόρτα.
ΚΟΡ. Συφορά μου!
Θόρυβο ακούω· μην έρχεται ο πατέρας;
Αν με βρει έξω απ᾽ το σπίτι, θα με δείρει.
Παραμερίζει λίγο· από το σπίτι του Γοργία βγαίνει
ο δούλος του ο Δάος, συνεχίζοντας συνομιλία του
με τη Μυρρίνη, τη μητέρα του Γοργία, που αυτή είναι μέσα.
ΔΑΟΣ
Τόση ώρα εγώ δουλεύω εδώ για σένα,
όμως ο γιος σου σκάβει μόνος· πρέπει
σ᾽ εκείνον πια να πάω. (Μέσα του) Καταραμένη
φτώχεια, βαριά στυλώθηκες μπροστά μας.
210 Είναι ανάγκη να κάθεσαι μαζί μας
και να μας συντροφεύεις τόσα χρόνια;
Ο Σώστρατος βγαίνει από το ιερό και μιλάει
από μακριά στην κοπέλα, χωρίς να δει το Δάο.
ΣΩΣ. Ορίστε, πάρε το σταμνί. ΚΟΡ. Εδώ φέρ᾽ το.
ΔΑ. (μέσα του) Τί θέλει ο νέος ετούτος εδώ χάμω;
Ο Σώστρατος πηγαίνει κοντά στην κοπέλα και της δίνει το σταμνί.
ΣΩΣ. Στον πατέρα τα σέβη μου, και γεια σου.
Η κοπέλα μπαίνει στο σπίτι της.
Άμοιρος είμαι.
ΠΥΡ., βγαίνοντας από τη θέση του όπου είχε παραμερίσει
Σώστρατε, παράτα
τις κλάψες και θα φτάσουμε σε τέρμα.
ΣΩΣ. Τί τέρμα; ΠΥΡ. Μη φοβάσαι, μόνο κάνε
εκείνο που είχες πει· πάρε το Γέτα,
εξήγησέ του τα όλα καθαρά
και γύρισε μαζί του εδώ και πάλι.
Φεύγουν κι οι δυο.