Επιπλέον μύθοι από άλλες πηγές
Από τη λεγόμενη «Συλλογή της Βιέννης» (Collectio Vindobonensis)
268. ΚΥΩΝ, ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΑΛΕΚΤΩΡ
[268.2] κύων καὶ ἀλέκτωρ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι ἐν τῷ ἅμα ὥδευον. τῆς δὲ νυκτὸς καταλαβούσης ἐν τόπῳ ἀλσώδει ἐλθόντων ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν ἐπί τι δένδρον ἀναβὰς ἐν τοῖς κλάδοις ἐκάθισεν. ὁ δὲ κύων κάτωθεν τῆς ῥαγάδος τοῦ δένδρου ἀφύπνωσε. τῆς δὲ νυκτὸς παρελθούσης καὶ αὐγῆς καταλαβούσης ὁ ἀλέκτωρ κατὰ τὸ σύνηθες μεγάλα ἐκεκράγει. ἀλώπηξ δὲ τούτου ἀκούσασα καὶ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν ἐλθοῦσα καὶ στᾶσα κάτωθεν τοῦ δένδρου ἐβόα πρὸς αὐτόν· «ἀγαθὸν ὄρνεον εἶ καὶ χρηστὸν τοῖς ἀνθρώποις. κατάβηθι δέ, ὅπως ᾄσωμεν τὰς νυκτερινὰς ᾠδὰς καὶ συνευφρανθῶμεν ἀμφότεροι». ὁ δὲ ἀλέκτωρ ὑπολαβὼν ἔφη αὐτῇ· «ἄπελθε, φίλε, κάτωθεν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ δένδρου καὶ φώνησον τὸν παραμονάριον, ὅπως κρούσῃ τὸ ξύλον». ἡ δὲ ἀλώπηξ ἀπελθοῦσα πρὸς τὸ φωνῆσαι αὐτὸν ὁ κύων ἄφνω πηδήσας καὶ τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὕτω καὶ οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων, ὁπόταν τι κακὸν αὐτοῖς ἐπέλθοι, ῥᾳδίως τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν τὰ ἀντάξια ἀποτίνονται.
269. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[269.1] λέων γηράσας ἐνόσει κατακεκλιμένος ἐν ἄντρῳ. παρῆσαν δ᾽ ἐπισκεψόμενα τὸν βασιλέα πλὴν ἀλώπεκος τἄλλα τῶν ζῴων. ὁ τοίνυν λύκος λαβόμενος εὐκαιρίας κατηγόρει παρὰ τῷ λέοντι τῆς ἀλώπεκος ἅτε δὴ παρ᾽ οὐδὲν τιθεμένης τὸν πάντων αὐτῶν κρατοῦντα καὶ διὰ ταῦτα μηδ᾽ εἰς ἐπίσκεψιν ἀφιγμένης. ἐν τοσούτῳ δὲ παρῆν καὶ ἡ ἀλώπηξ καὶ τῶν τελευταίων ἠκροάσατο τοῦ λύκου ῥημάτων. ὁ μὲν οὖν λέων κατ᾽ αὐτῆς ἐβρυχᾶτο. ἡ δ᾽ ἀπολογίας καιρὸν αἰτήσασα· «καὶ τίς», ἔφη, «τῶν συνελθόντων τοσοῦτον ὠφέλησέν ‹σε›, ὅσον ἐγὼ πανταχόσε περινοστήσασα καὶ θεραπείαν ὑπέρ σου παρ᾽ ἰατρῶν ζητήσασα καὶ μαθοῦσα;» τοῦ δὲ λέοντος εὐθὺς τὴν θεραπείαν εἰπεῖν κελεύσαντος ἐκείνη φησίν· «εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ». καὶ τοῦ λύκου [αὐτίκα νεκροῦ] κειμένου ἡ ἀλώπηξ γελῶσα εἶπεν· «οὕτως οὐ χρὴ τὸν δεσπότην πρὸς δυσμένειαν παρακινεῖν ἀλλὰ πρὸς εὐμένειαν».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι ὁ καθ᾽ ἑτέρου μηχανώμενος καθ᾽ ἑαυτοῦ τὴν πάγην περιτρέπει.
270. ΔΑΜΑΛΙΣ ΚΑΙ ΒΟΥΣ
[270.1] δάμαλις βοῦν ὁρῶσα ἐργαζόμενον ἐταλάνιζεν ἐπὶ τοῦ κόπου. ἐπειδὴ δὲ ἑορτὴ κατέλαβε, τὸν βοῦν ἀπολύσαντες τὴν δάμαλιν ἐκράτησαν τοῦ σφάξαι. ἰδὼν δὲ ὁ βοῦς ἐμειδίασε καὶ πρὸς αὐτὴν εἶπεν· «ὦ δάμαλις, διὰ τοῦτο ἤργεις, διὰ τὸ ἀρτίως τυθῆναι».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι τῷ ἀργοῦντι κίνδυνος μένει.
271. ΚΟΡΥΔΑΛΟΣ
[271.1] κορυδαλὸς εἰς πάγην ἁλοὺς θρηνῶν ἔλεγεν· «οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ καὶ δυστήνῳ πτηνῷ· οὐ χρυσὸν ἐνοσφισάμην τινός, οὐκ ἄργυρον, οὐκ ἄλλο τι τῶν τιμίων· κόκκος δὲ σίτου μικρὸς τὸν θάνατόν μοι προὐξένησεν».
ὁ μῦθος πρὸς τοὺς διὰ κέρδος εὐτελὲς μέγαν ὑφισταμένους κίνδυνον.
***
268. Ο σκύλος, η αλεπού και ο πετεινός.
[268.2] Μια φορά ο σκύλος και ο πετεινός σύναψαν σύμφωνο φιλίας μεταξύ τους και ταξίδευαν πλάι-πλάι στον ίδιο δρόμο. Τους έπιασε όμως η νύχτα την ώρα που περνούσαν από δασωμένο τόπο. Έτσι, ο πετεινός αναρριχήθηκε πάνω σε κάποιο δέντρο και κούρνιασε στα κλαδιά του. Ο σκύλος, από την άλλη, χώθηκε κάτω από μια κουφάλα του δέντρου και εκεί το έριξε στον ύπνο. Όταν πια πέρασε η νύχτα και ζύγωνε η αυγή, ο πετεινός έκραξε δυνατά, κατά τη συνήθειά του. Έλα όμως που τον άκουσε τότε η αλεπού και την έπιασε λαχτάρα να τον καταβροχθίσει. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε η πονήρω και στήθηκε κάτω από το δέντρο. Από εκεί αναφώνησε προς τον κόκορα: «Άχου καλέ, τί νόστιμο πουλί που είσαι, και πόσο ωφέλιμο για την ανθρωπότητα! Μα έλα, έλα κάτω για να τραγουδήσουμε μαζί τα τραγούδια της νύχτας και να ευχαριστηθούμε παρέα». Ωστόσο, ο πετεινός τής αποκρίθηκε ως εξής: «Ωραία, φιλαράκο, πρώτα όμως τράβα εκεί κάτω στα ριζά του δέντρου και βάλε μια φωνή στον θυρωρό μου να βαρέσει το σήμαντρο». Η αλεπού πλησίασε όντως για να φωνάξει τον φύλακα· και στη στιγμή ο σκύλος πήδηξε αιφνίδια καταπάνω της, τη γράπωσε και την κατασπάραξε.
Το δίδαγμα του μύθου: Έτσι κάνουν και οι μυαλωμένοι άνθρωποι: Όποτε τους βρει κανένα κακό, είναι ικανοί να ανταποδώσουν τα ίσα στους εχθρούς τους χωρίς δυσκολία.
269. Το λιοντάρι, ο λύκος και η αλεπού.
[269.1] Ήταν μια φορά ένα λιοντάρι που είχε γεράσει και πλάγιαζε άρρωστο μέσα στη σπηλιά του. Ήρθαν λοιπόν όλα τα ζώα για να κάνουν επίσκεψη στον βασιλιά τους — όλα εκτός από την αλεπού. Τότε, που λέτε, ο λύκος βρήκε ευκαιρία να κατηγορήσει την αλεπού στο λιοντάρι: «Ακούς εκεί η ελεεινή, να σε λογαριάζει τόσο τιποτένιο, εσένα που είσαι ο δεσπότης ολωνών μας. Αλλιώς γιατί δεν εμφανίστηκε η κυρά να σου κάνει και αυτή επίσκεψη;». Στο μεταξύ, βέβαια, κατέφτασε και η αλεπού και πήρε το αφτί της τα τελευταία τούτα λόγια του λύκου. Ο λέοντας την υποδέχτηκε, φυσικά, με φοβερά μουγκρητά. Εκείνη όμως ζήτησε άδεια να απολογηθεί και βάλθηκε να ρητορεύει: «Γιά σκέψου, ποιός άλλος από όλους όσοι μαζεύτηκαν εδώ πέρα σε έχει ωφελήσει τόσο πολύ όσο εγώ; Εγώ, ναι, εγώ που γύρισα όλον τον κόσμο αναζητώντας θεραπεία για σένα και ρωτώντας τους γιατρούς, μέχρι που βρήκα την άκρη». Ευθύς το λιοντάρι την πρόσταξε να φανερώσει τη θεραπεία χωρίς χρονοτριβή. Νά τί σκαρφίστηκε τότε η πονήρω: «Λοιπόν, πρέπει να γδάρεις έναν λύκο ζωντανό και να τυλίξεις γύρω σου το τομάρι του ζεστό ακόμη». Έτσι ξεπαστρεύτηκε ο λύκος, και πάνω από το πτώμα του γελούσε η αλεπού και δήλωνε: «Τα βλέπεις τώρα; Τον αφέντη δεν πρέπει να τον σπρώχνεις στη δυσαρέσκεια εναντίον άλλων, αλλά να κερδίσεις την ευαρέσκειά του για σένα τον ίδιο».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος μηχανεύεται κακό για τον άλλον, εντέλει στήνει παγίδα για τον ίδιο τον εαυτό του.
270. Η δαμάλα και το βόδι.
[270.1] Ήταν κάποτε μια δαμάλα που έβλεπε το βόδι να σκοτώνεται στη δουλειά και το ελεεινολογούσε για τις κακουχίες του. Όταν όμως έφτασε η μέρα της γιορτής, αμόλησαν το βόδι από τον ζυγό, ενώ τη δαμάλα την έπιασαν για να την πάνε για σφαγή. Βλέποντας τα καθέκαστα, το βόδι χαμογέλασε και της πέταξε: «Αχ δαμαλίτσα μου, γι᾽ αυτό λοιπόν σε άφηναν και τεμπέλιαζες — για να σε προσφέρουνε θυσία τώρα».
Το δίδαγμα του μύθου: Τον τεμπέλη τον περιμένει πάντα κίνδυνος.
271. Ο κορυδαλλός.
[271.1] Ήταν μια φορά ένας κορυδαλλός που πιάστηκε σε κυνηγετική παγίδα. Βάλθηκε λοιπόν να θρηνεί και να μοιρολογεί: «Αχ δυστυχία μου! Αλίμονό μου του καημένου! Και να πω ότι σούφρωσα καθόλου χρυσάφι ή ασήμι ή τίποτε άλλο πολύτιμο; Ούτε για δείγμα. Ένα τοσοδούλικο σπυρί σιτάρι — αυτό μου κόστισε τον θάνατό μου».
Ο μύθος απευθύνεται προς όποιον μπαίνει σε μεγάλο κίνδυνο για ασήμαντο κέρδος.
Από τη λεγόμενη «Συλλογή της Βιέννης» (Collectio Vindobonensis)
268. ΚΥΩΝ, ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΑΛΕΚΤΩΡ
[268.2] κύων καὶ ἀλέκτωρ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι ἐν τῷ ἅμα ὥδευον. τῆς δὲ νυκτὸς καταλαβούσης ἐν τόπῳ ἀλσώδει ἐλθόντων ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν ἐπί τι δένδρον ἀναβὰς ἐν τοῖς κλάδοις ἐκάθισεν. ὁ δὲ κύων κάτωθεν τῆς ῥαγάδος τοῦ δένδρου ἀφύπνωσε. τῆς δὲ νυκτὸς παρελθούσης καὶ αὐγῆς καταλαβούσης ὁ ἀλέκτωρ κατὰ τὸ σύνηθες μεγάλα ἐκεκράγει. ἀλώπηξ δὲ τούτου ἀκούσασα καὶ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν ἐλθοῦσα καὶ στᾶσα κάτωθεν τοῦ δένδρου ἐβόα πρὸς αὐτόν· «ἀγαθὸν ὄρνεον εἶ καὶ χρηστὸν τοῖς ἀνθρώποις. κατάβηθι δέ, ὅπως ᾄσωμεν τὰς νυκτερινὰς ᾠδὰς καὶ συνευφρανθῶμεν ἀμφότεροι». ὁ δὲ ἀλέκτωρ ὑπολαβὼν ἔφη αὐτῇ· «ἄπελθε, φίλε, κάτωθεν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ δένδρου καὶ φώνησον τὸν παραμονάριον, ὅπως κρούσῃ τὸ ξύλον». ἡ δὲ ἀλώπηξ ἀπελθοῦσα πρὸς τὸ φωνῆσαι αὐτὸν ὁ κύων ἄφνω πηδήσας καὶ τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὕτω καὶ οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων, ὁπόταν τι κακὸν αὐτοῖς ἐπέλθοι, ῥᾳδίως τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν τὰ ἀντάξια ἀποτίνονται.
269. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[269.1] λέων γηράσας ἐνόσει κατακεκλιμένος ἐν ἄντρῳ. παρῆσαν δ᾽ ἐπισκεψόμενα τὸν βασιλέα πλὴν ἀλώπεκος τἄλλα τῶν ζῴων. ὁ τοίνυν λύκος λαβόμενος εὐκαιρίας κατηγόρει παρὰ τῷ λέοντι τῆς ἀλώπεκος ἅτε δὴ παρ᾽ οὐδὲν τιθεμένης τὸν πάντων αὐτῶν κρατοῦντα καὶ διὰ ταῦτα μηδ᾽ εἰς ἐπίσκεψιν ἀφιγμένης. ἐν τοσούτῳ δὲ παρῆν καὶ ἡ ἀλώπηξ καὶ τῶν τελευταίων ἠκροάσατο τοῦ λύκου ῥημάτων. ὁ μὲν οὖν λέων κατ᾽ αὐτῆς ἐβρυχᾶτο. ἡ δ᾽ ἀπολογίας καιρὸν αἰτήσασα· «καὶ τίς», ἔφη, «τῶν συνελθόντων τοσοῦτον ὠφέλησέν ‹σε›, ὅσον ἐγὼ πανταχόσε περινοστήσασα καὶ θεραπείαν ὑπέρ σου παρ᾽ ἰατρῶν ζητήσασα καὶ μαθοῦσα;» τοῦ δὲ λέοντος εὐθὺς τὴν θεραπείαν εἰπεῖν κελεύσαντος ἐκείνη φησίν· «εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ». καὶ τοῦ λύκου [αὐτίκα νεκροῦ] κειμένου ἡ ἀλώπηξ γελῶσα εἶπεν· «οὕτως οὐ χρὴ τὸν δεσπότην πρὸς δυσμένειαν παρακινεῖν ἀλλὰ πρὸς εὐμένειαν».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι ὁ καθ᾽ ἑτέρου μηχανώμενος καθ᾽ ἑαυτοῦ τὴν πάγην περιτρέπει.
270. ΔΑΜΑΛΙΣ ΚΑΙ ΒΟΥΣ
[270.1] δάμαλις βοῦν ὁρῶσα ἐργαζόμενον ἐταλάνιζεν ἐπὶ τοῦ κόπου. ἐπειδὴ δὲ ἑορτὴ κατέλαβε, τὸν βοῦν ἀπολύσαντες τὴν δάμαλιν ἐκράτησαν τοῦ σφάξαι. ἰδὼν δὲ ὁ βοῦς ἐμειδίασε καὶ πρὸς αὐτὴν εἶπεν· «ὦ δάμαλις, διὰ τοῦτο ἤργεις, διὰ τὸ ἀρτίως τυθῆναι».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι τῷ ἀργοῦντι κίνδυνος μένει.
271. ΚΟΡΥΔΑΛΟΣ
[271.1] κορυδαλὸς εἰς πάγην ἁλοὺς θρηνῶν ἔλεγεν· «οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ καὶ δυστήνῳ πτηνῷ· οὐ χρυσὸν ἐνοσφισάμην τινός, οὐκ ἄργυρον, οὐκ ἄλλο τι τῶν τιμίων· κόκκος δὲ σίτου μικρὸς τὸν θάνατόν μοι προὐξένησεν».
ὁ μῦθος πρὸς τοὺς διὰ κέρδος εὐτελὲς μέγαν ὑφισταμένους κίνδυνον.
***
268. Ο σκύλος, η αλεπού και ο πετεινός.
[268.2] Μια φορά ο σκύλος και ο πετεινός σύναψαν σύμφωνο φιλίας μεταξύ τους και ταξίδευαν πλάι-πλάι στον ίδιο δρόμο. Τους έπιασε όμως η νύχτα την ώρα που περνούσαν από δασωμένο τόπο. Έτσι, ο πετεινός αναρριχήθηκε πάνω σε κάποιο δέντρο και κούρνιασε στα κλαδιά του. Ο σκύλος, από την άλλη, χώθηκε κάτω από μια κουφάλα του δέντρου και εκεί το έριξε στον ύπνο. Όταν πια πέρασε η νύχτα και ζύγωνε η αυγή, ο πετεινός έκραξε δυνατά, κατά τη συνήθειά του. Έλα όμως που τον άκουσε τότε η αλεπού και την έπιασε λαχτάρα να τον καταβροχθίσει. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε η πονήρω και στήθηκε κάτω από το δέντρο. Από εκεί αναφώνησε προς τον κόκορα: «Άχου καλέ, τί νόστιμο πουλί που είσαι, και πόσο ωφέλιμο για την ανθρωπότητα! Μα έλα, έλα κάτω για να τραγουδήσουμε μαζί τα τραγούδια της νύχτας και να ευχαριστηθούμε παρέα». Ωστόσο, ο πετεινός τής αποκρίθηκε ως εξής: «Ωραία, φιλαράκο, πρώτα όμως τράβα εκεί κάτω στα ριζά του δέντρου και βάλε μια φωνή στον θυρωρό μου να βαρέσει το σήμαντρο». Η αλεπού πλησίασε όντως για να φωνάξει τον φύλακα· και στη στιγμή ο σκύλος πήδηξε αιφνίδια καταπάνω της, τη γράπωσε και την κατασπάραξε.
Το δίδαγμα του μύθου: Έτσι κάνουν και οι μυαλωμένοι άνθρωποι: Όποτε τους βρει κανένα κακό, είναι ικανοί να ανταποδώσουν τα ίσα στους εχθρούς τους χωρίς δυσκολία.
269. Το λιοντάρι, ο λύκος και η αλεπού.
[269.1] Ήταν μια φορά ένα λιοντάρι που είχε γεράσει και πλάγιαζε άρρωστο μέσα στη σπηλιά του. Ήρθαν λοιπόν όλα τα ζώα για να κάνουν επίσκεψη στον βασιλιά τους — όλα εκτός από την αλεπού. Τότε, που λέτε, ο λύκος βρήκε ευκαιρία να κατηγορήσει την αλεπού στο λιοντάρι: «Ακούς εκεί η ελεεινή, να σε λογαριάζει τόσο τιποτένιο, εσένα που είσαι ο δεσπότης ολωνών μας. Αλλιώς γιατί δεν εμφανίστηκε η κυρά να σου κάνει και αυτή επίσκεψη;». Στο μεταξύ, βέβαια, κατέφτασε και η αλεπού και πήρε το αφτί της τα τελευταία τούτα λόγια του λύκου. Ο λέοντας την υποδέχτηκε, φυσικά, με φοβερά μουγκρητά. Εκείνη όμως ζήτησε άδεια να απολογηθεί και βάλθηκε να ρητορεύει: «Γιά σκέψου, ποιός άλλος από όλους όσοι μαζεύτηκαν εδώ πέρα σε έχει ωφελήσει τόσο πολύ όσο εγώ; Εγώ, ναι, εγώ που γύρισα όλον τον κόσμο αναζητώντας θεραπεία για σένα και ρωτώντας τους γιατρούς, μέχρι που βρήκα την άκρη». Ευθύς το λιοντάρι την πρόσταξε να φανερώσει τη θεραπεία χωρίς χρονοτριβή. Νά τί σκαρφίστηκε τότε η πονήρω: «Λοιπόν, πρέπει να γδάρεις έναν λύκο ζωντανό και να τυλίξεις γύρω σου το τομάρι του ζεστό ακόμη». Έτσι ξεπαστρεύτηκε ο λύκος, και πάνω από το πτώμα του γελούσε η αλεπού και δήλωνε: «Τα βλέπεις τώρα; Τον αφέντη δεν πρέπει να τον σπρώχνεις στη δυσαρέσκεια εναντίον άλλων, αλλά να κερδίσεις την ευαρέσκειά του για σένα τον ίδιο».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος μηχανεύεται κακό για τον άλλον, εντέλει στήνει παγίδα για τον ίδιο τον εαυτό του.
270. Η δαμάλα και το βόδι.
[270.1] Ήταν κάποτε μια δαμάλα που έβλεπε το βόδι να σκοτώνεται στη δουλειά και το ελεεινολογούσε για τις κακουχίες του. Όταν όμως έφτασε η μέρα της γιορτής, αμόλησαν το βόδι από τον ζυγό, ενώ τη δαμάλα την έπιασαν για να την πάνε για σφαγή. Βλέποντας τα καθέκαστα, το βόδι χαμογέλασε και της πέταξε: «Αχ δαμαλίτσα μου, γι᾽ αυτό λοιπόν σε άφηναν και τεμπέλιαζες — για να σε προσφέρουνε θυσία τώρα».
Το δίδαγμα του μύθου: Τον τεμπέλη τον περιμένει πάντα κίνδυνος.
271. Ο κορυδαλλός.
[271.1] Ήταν μια φορά ένας κορυδαλλός που πιάστηκε σε κυνηγετική παγίδα. Βάλθηκε λοιπόν να θρηνεί και να μοιρολογεί: «Αχ δυστυχία μου! Αλίμονό μου του καημένου! Και να πω ότι σούφρωσα καθόλου χρυσάφι ή ασήμι ή τίποτε άλλο πολύτιμο; Ούτε για δείγμα. Ένα τοσοδούλικο σπυρί σιτάρι — αυτό μου κόστισε τον θάνατό μου».
Ο μύθος απευθύνεται προς όποιον μπαίνει σε μεγάλο κίνδυνο για ασήμαντο κέρδος.