ΣΤ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ μέντοι πεσών γε κείσομαι,
ἀλλ᾽ εὐξάμενος τοῖσιν θεοῖς διδάξομαι
αὐτὸς βαδίζων εἰς τὸ φροντιστήριον.
πῶς οὖν γέρων ὢν κἀπιλήσμων καὶ βραδὺς
130 λόγων ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι;
ἰτητέον. τί ταῦτ᾽ ἔχων στραγγεύομαι,
ἀλλ᾽ οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν; παῖ, παιδίον.
ΜΑΘΗΤΗΣ
βάλλ᾽ ἐς κόρακας· τίς ἐσθ᾽ ὁ κόψας τὴν θύραν;
ΣΤ. Φείδωνος υἱὸς Στρεψιάδης Κικυννόθεν.
135 ΜΑ. ἀμαθής γε νὴ Δί᾽ ὅστις οὑτωσὶ σφόδρα
ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας
καὶ φροντίδ᾽ ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην.
ΣΤ. σύγγνωθί μοι· τηλοῦ γὰρ οἰκῶ τῶν ἀγρῶν.
ἀλλ᾽ εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον.
140 ΜΑ. ἀλλ᾽ οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν.
ΣΤ. λέγε νυν ἐμοὶ θαρρῶν· ἐγὼ γὰρ οὑτοσὶ
ἥκω μαθητὴς εἰς τὸ φροντιστήριον.
ΜΑ. λέξω. νομίσαι δὲ ταῦτα χρὴ μυστήρια.
ἀνήρετ᾽ ἄρτι Χαιρεφῶντα Σωκράτης
145 ψύλλαν ὁπόσους ἅλλοιτο τοὺς αὑτῆς πόδας·
δακοῦσα γὰρ τοῦ Χαιρεφῶντος τὴν ὀφρῦν
ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν Σωκράτους ἀφήλατο.
ΣΤ. πῶς δῆτα διεμέτρησε; ΜΑ. δεξιώτατα.
κηρὸν διατήξας, εἶτα τὴν ψύλλαν λαβὼν
150 ἐνέβαψεν εἰς τὸν κηρὸν αὐτῆς τὼ πόδε,
κᾆτα ψυχείσῃ περιέφυσαν Περσικαί.
ταύτας ὑπολύσας ἀνεμέτρει τὸ χωρίον.
ΣΤ. ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, τῆς λεπτότητος τῶν φρενῶν.
ΜΑ. τί δῆτ᾽ ἄν, ἕτερον εἰ πύθοιο Σωκράτους
155 φρόντισμα; ΣΤ. ποῖον; ἀντιβολῶ, κάτειπέ μοι.
ΜΑ. ἀνήρετ᾽ αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος
ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι, τὰς ἐμπίδας
κατὰ τὸ στόμ᾽ ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον.
ΣΤ. τί δῆτ᾽ ἐκεῖνος εἶπε περὶ τῆς ἐμπίδος;
160 ΜΑ. ἔφασκεν εἶναι τοὔντερον τῆς ἐμπίδος
στενόν· διὰ λεπτοῦ δ᾽ ὄντος αὐτοῦ τὴν πνοὴν
βίᾳ βαδίζειν εὐθὺ τοὐρροπυγίου·
ἔπειτα κοῖλον πρὸς στενῷ προσκείμενον
τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος.
165 ΣΤ. σάλπιγξ ὁ πρωκτός ἐστιν ἄρα τῶν ἐμπίδων.
ὦ τρισμακάριος τοῦ διεντερεύματος.
ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην
ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος.
***
ΣΤΡ. Κι εγώ, θαρρείς, θα κείτομαι εδώ χάμω;
Μια δέηση στους θεούς, κι ευθύς θα τρέξω
στο ερευνητήριο, μαθητής να γίνω.
Διστάζει λίγο.
Μα, γέρος, ξεχασιάρης κι όχι σβέλτος,
130 πώς θα μάθω τους δαίδαλους της σκέψης;
Πρέπει να πάω. Γιατί έτσι να διστάζω
και δε χτυπάω την πόρτα;
Πηγαίνει και χτυπά την πόρτα του Σωκράτη.
Εε! Πορτιέρη!
Βγαίνει ένας μαθητής.
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Άι στην οργή! Ποιός χτύπησε την πόρτα;
ΣΤΡ. Στρεψιάδης Φειδωνίδης, Κικυννιώτης.
ΜΑΘ. Είσαι αμόρφωτος· κλότσησες την πόρτα
αστόχαστα, κι έτσι έκαμες, μια σκέψη
που ᾽χε βρεθεί να πάθει αποβολή.
ΣΤΡ. Συμπάθα με· ζω πέρα στα χωράφια.
Μα πες μου· αυτό το απόβαλμα σαν τί είναι;
ΜΑΘ. Δεν είναι ανακοινώσιμο· τα λένε
140 μόνο στους μαθητές. ΣΤΡ. Ε τότε, μίλα
με θάρρος· γιατί εγώ που εδώ με βλέπεις
ήρθα για μαθητής στο ερευνητήριο.
ΜΑΘ. Μιλώ· μα αυτά να τα ᾽χεις για μυστήρια.
Το Χαιρεφώντα ρώτησε ο Σωκράτης
του ψύλλου ο πήδος πόσα πόδια του είναι·
γιατί ένας ψύλλος τσίμπησε το φρύδι
του Χαιρεφώντα κι έπειτα έδωσε ένα
πήδημα ως το κεφάλι του Σωκράτη.
ΣΤΡ. Και πώς το μέτρησε; ΜΑΘ. Εξυπνότατα. Έτσι:
Λιώνει κερί, πιάνει έπειτα τον ψύλλο
150 και στο κερί βουτάει τα δυο του πόδια·
σαν κρύωσε, μείναν γύρω τους παπούτσια.
Τα λύνει, και το διάστημα μετράει.
ΣΤΡ. Μωρέ μυαλό που καλιγώνει ψύλλους!
ΜΑΘ. Και τί θα πεις μιαν άλλη αν μάθεις σκέψη
του Σωκράτη; ΣΤΡ. Γιά πες τη· σε ικετεύω.
ΜΑΘ. Τον ρώτησε ο Σφηττιώτης Χαιρεφώντας
ποιά η γνώμη του: απ᾽ το στόμα τους σφυρίζουν
ή από το κωλονούρι τα κουνούπια;
ΣΤΡ. Τί είπε λοιπόν αυτός για το κουνούπι;
160 ΜΑΘ. Ότι του κουνουπιού το έντερο είναι
στενό· λοιπόν ο αέρας πάει με φόρα
απ᾽ τη στενοτοπιά στο κωλονούρι·
κι όπως φαρδαίνει το άνοιγμα στην άκρη,
βγαίνει με ορμή ο αέρας και σφυρίζει.
ΣΤΡ. Του κουνουπιού ο ποπός λοιπόν… τρομπέτα!
Καλότυχος που τέτοια… εντερευνάει!
Του κουνουπιού το έντερο όποιος ξέρει
μια χαρά θα ξεφεύγει απ᾽ τις μηνύσεις.
ἀλλ᾽ εὐξάμενος τοῖσιν θεοῖς διδάξομαι
αὐτὸς βαδίζων εἰς τὸ φροντιστήριον.
πῶς οὖν γέρων ὢν κἀπιλήσμων καὶ βραδὺς
130 λόγων ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι;
ἰτητέον. τί ταῦτ᾽ ἔχων στραγγεύομαι,
ἀλλ᾽ οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν; παῖ, παιδίον.
ΜΑΘΗΤΗΣ
βάλλ᾽ ἐς κόρακας· τίς ἐσθ᾽ ὁ κόψας τὴν θύραν;
ΣΤ. Φείδωνος υἱὸς Στρεψιάδης Κικυννόθεν.
135 ΜΑ. ἀμαθής γε νὴ Δί᾽ ὅστις οὑτωσὶ σφόδρα
ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας
καὶ φροντίδ᾽ ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην.
ΣΤ. σύγγνωθί μοι· τηλοῦ γὰρ οἰκῶ τῶν ἀγρῶν.
ἀλλ᾽ εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον.
140 ΜΑ. ἀλλ᾽ οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν.
ΣΤ. λέγε νυν ἐμοὶ θαρρῶν· ἐγὼ γὰρ οὑτοσὶ
ἥκω μαθητὴς εἰς τὸ φροντιστήριον.
ΜΑ. λέξω. νομίσαι δὲ ταῦτα χρὴ μυστήρια.
ἀνήρετ᾽ ἄρτι Χαιρεφῶντα Σωκράτης
145 ψύλλαν ὁπόσους ἅλλοιτο τοὺς αὑτῆς πόδας·
δακοῦσα γὰρ τοῦ Χαιρεφῶντος τὴν ὀφρῦν
ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν Σωκράτους ἀφήλατο.
ΣΤ. πῶς δῆτα διεμέτρησε; ΜΑ. δεξιώτατα.
κηρὸν διατήξας, εἶτα τὴν ψύλλαν λαβὼν
150 ἐνέβαψεν εἰς τὸν κηρὸν αὐτῆς τὼ πόδε,
κᾆτα ψυχείσῃ περιέφυσαν Περσικαί.
ταύτας ὑπολύσας ἀνεμέτρει τὸ χωρίον.
ΣΤ. ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, τῆς λεπτότητος τῶν φρενῶν.
ΜΑ. τί δῆτ᾽ ἄν, ἕτερον εἰ πύθοιο Σωκράτους
155 φρόντισμα; ΣΤ. ποῖον; ἀντιβολῶ, κάτειπέ μοι.
ΜΑ. ἀνήρετ᾽ αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος
ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι, τὰς ἐμπίδας
κατὰ τὸ στόμ᾽ ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον.
ΣΤ. τί δῆτ᾽ ἐκεῖνος εἶπε περὶ τῆς ἐμπίδος;
160 ΜΑ. ἔφασκεν εἶναι τοὔντερον τῆς ἐμπίδος
στενόν· διὰ λεπτοῦ δ᾽ ὄντος αὐτοῦ τὴν πνοὴν
βίᾳ βαδίζειν εὐθὺ τοὐρροπυγίου·
ἔπειτα κοῖλον πρὸς στενῷ προσκείμενον
τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος.
165 ΣΤ. σάλπιγξ ὁ πρωκτός ἐστιν ἄρα τῶν ἐμπίδων.
ὦ τρισμακάριος τοῦ διεντερεύματος.
ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην
ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος.
***
ΣΤΡ. Κι εγώ, θαρρείς, θα κείτομαι εδώ χάμω;
Μια δέηση στους θεούς, κι ευθύς θα τρέξω
στο ερευνητήριο, μαθητής να γίνω.
Διστάζει λίγο.
Μα, γέρος, ξεχασιάρης κι όχι σβέλτος,
130 πώς θα μάθω τους δαίδαλους της σκέψης;
Πρέπει να πάω. Γιατί έτσι να διστάζω
και δε χτυπάω την πόρτα;
Πηγαίνει και χτυπά την πόρτα του Σωκράτη.
Εε! Πορτιέρη!
Βγαίνει ένας μαθητής.
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ
Άι στην οργή! Ποιός χτύπησε την πόρτα;
ΣΤΡ. Στρεψιάδης Φειδωνίδης, Κικυννιώτης.
ΜΑΘ. Είσαι αμόρφωτος· κλότσησες την πόρτα
αστόχαστα, κι έτσι έκαμες, μια σκέψη
που ᾽χε βρεθεί να πάθει αποβολή.
ΣΤΡ. Συμπάθα με· ζω πέρα στα χωράφια.
Μα πες μου· αυτό το απόβαλμα σαν τί είναι;
ΜΑΘ. Δεν είναι ανακοινώσιμο· τα λένε
140 μόνο στους μαθητές. ΣΤΡ. Ε τότε, μίλα
με θάρρος· γιατί εγώ που εδώ με βλέπεις
ήρθα για μαθητής στο ερευνητήριο.
ΜΑΘ. Μιλώ· μα αυτά να τα ᾽χεις για μυστήρια.
Το Χαιρεφώντα ρώτησε ο Σωκράτης
του ψύλλου ο πήδος πόσα πόδια του είναι·
γιατί ένας ψύλλος τσίμπησε το φρύδι
του Χαιρεφώντα κι έπειτα έδωσε ένα
πήδημα ως το κεφάλι του Σωκράτη.
ΣΤΡ. Και πώς το μέτρησε; ΜΑΘ. Εξυπνότατα. Έτσι:
Λιώνει κερί, πιάνει έπειτα τον ψύλλο
150 και στο κερί βουτάει τα δυο του πόδια·
σαν κρύωσε, μείναν γύρω τους παπούτσια.
Τα λύνει, και το διάστημα μετράει.
ΣΤΡ. Μωρέ μυαλό που καλιγώνει ψύλλους!
ΜΑΘ. Και τί θα πεις μιαν άλλη αν μάθεις σκέψη
του Σωκράτη; ΣΤΡ. Γιά πες τη· σε ικετεύω.
ΜΑΘ. Τον ρώτησε ο Σφηττιώτης Χαιρεφώντας
ποιά η γνώμη του: απ᾽ το στόμα τους σφυρίζουν
ή από το κωλονούρι τα κουνούπια;
ΣΤΡ. Τί είπε λοιπόν αυτός για το κουνούπι;
160 ΜΑΘ. Ότι του κουνουπιού το έντερο είναι
στενό· λοιπόν ο αέρας πάει με φόρα
απ᾽ τη στενοτοπιά στο κωλονούρι·
κι όπως φαρδαίνει το άνοιγμα στην άκρη,
βγαίνει με ορμή ο αέρας και σφυρίζει.
ΣΤΡ. Του κουνουπιού ο ποπός λοιπόν… τρομπέτα!
Καλότυχος που τέτοια… εντερευνάει!
Του κουνουπιού το έντερο όποιος ξέρει
μια χαρά θα ξεφεύγει απ᾽ τις μηνύσεις.