Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Θουκυδίδης και σύγχρονες διεθνείς σχέσεις

  1. Επιστημολογικές και μεθοδολογικές επιλογές του Θουκυδίδη
Η ανάλυσή μου θα περιστραφεί γύρω από τρεις κυρίως θεματικές. Πρώτον, η σημασία της μεθοδολογίας και επιστημολογίας του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκυδίδου Ιστορίαι), δεύτερον, η συνάφεια του Πελοποννησιακού Πολέμου με το σύγχρονο διεθνές σύστημα και τρίτον, οι προεκτάσεις των περιγραφών και ερμηνειών της ανάλυσης αυτής που αφορούν το καθεστώς του διεθνούς συστήματος της ύστερης εποχής. Δηλαδή, το διεθνές σύστημα που έχει ως αρχή και ως οργανωτικό πυρήνα την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία των κρατών και για το οποίο, η (εθνική) ανεξαρτησία-κυριαρχία των κρατών-μελών αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, κοινώς αποδεκτή (διεθνή) κοσμοθεωρία και κοινώς αποδεκτή και συμβατή με αυτή την κοσμοθεωρία (διεθνή) ηθικοκανονιστική δομή[1].

            Κατά αρχάς, επιστημολογικά και μεθοδολογικά, ο Θουκυδίδης είναι απαράμιλλος και μοναδικός. Εισαγωγικά, έθεσε ο ίδιος τις πιο υψηλές προδιαγραφές και αποδεδειγμένα τις πέτυχε. Στην εισαγωγή του δήλωσε, «έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι ως έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο» (Α22). Υπό αυτό το πρίσμα, η Jacqueline de Romilly[2] και ο Perez Zagorin[3], ορθά τονίζουν ότι η αναλλοίωτη διαχρονική αξία του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλεται σε συγκεκριμένες μεθοδολογικές και επιστημονικές επιλογές που μέχρι σήμερα αποτελούν υπόδειγμα κάθε πολιτικού επιστήμονα που σέβεται τους αναγνώστες του και την αλήθεια. Ως ιστορικός και ως πολιτικός επιστήμονας που θεμελιώνει και ερμηνεύει τα αίτια των διακρατικών προβλημάτων, ο Θουκυδίδης διακρίνεται για τα εξής: 1) για την Αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, 2) την επιτυχή συνάρτηση των λεπτομερειών με την συνολική υπόθεση, 3) το γεγονός ότι οι πληροφορίες που διαπλέκει αναφέρονται σε σημαντικούς σκοπούς που αφορούν όλα τα κράτη και όλους τους ανθρώπους, 4) οι αναφορές συναρτώνται με καθολικά και διαχρονικά κριτήρια και παράγοντες, 5) γνώμες και προθέσεις αναφέρονται μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, 6) η ανάλυση εστιάζεται στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, 7) τα συμπεράσματα είναι καθολικής και διαχρονικής σημασίας, 8) περιγράφει απλά, αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα με πληρότητα και αφήνει έτσι τα άτομα και τις ομάδες να συναγάγουν ηθικοπρακτικά συμπεράσματα που αφορούν τα δικά τους συμφέροντα[4].
 
            Κατά δεύτερον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί η θέση πολλών αναλυτών πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος του Θουκυδίδη είναι το πλέον επίκαιρο κείμενο διεθνών σχέσεων. Αυτή η πρωτιά θα συνεχιστεί όσο το διεθνές σύστημα θα είναι κρατοκεντρικό και όσο οι αξιώσεις αυτοκρατορίας δεν θα επιτυγχάνουν[5]. Η ανάλυση του Θουκυδίδη, υποστηρίζεται, θα είναι το πλέον κατάλληλο κείμενο κατανόησης των διεθνών σχέσεων όσο το διεθνές σύστημα θα συνεχίσει να είναι ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης όπου η κυριαρχία, η λειτουργία των διεθνών θεσμών και η διεθνής τάξη συναρτώνται και επηρεάζονται από τα αίτια πολέμου, και κυρίως από την άνιση ανάπτυξη και τις ανακατανομές ισχύος που αυτή προκαλεί.
            Θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ότι, για μια σειρά ουσιαστικών λόγων, όσο το διεθνές σύστημα θα παραμένει κοινωνικοπολιτικά κατακερματισμένο αποτελούμενο από κυρίαρχα κράτη, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος του Θουκυδίδη θα αποτελεί πάντοτε την καταλληλότερη περιγραφή για την φύση, τον χαρακτήρα και τα προβλήματα των διακρατικών σχέσεων[6]. Κατά κύριο λόγο, παρατηρούμε ότι διαχρονικά το κοσμοθεωρητικό και ηθικοκανονιστικό περιεχόμενο μιας έκαστης κοινωνίας μετεξελίσσεται και μεταλλάσσεται, όμως, ανεξαρτήτως χώρας, τόπου, χώρου ή εποχής, για όλες τις κοινωνίες ο χαρακτήρας των δομών κυριαρχίας, των συμπεριφορών και των αξιώσεων ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι πανομοιότυπος. Η φύση και ο χαρακτήρας της κυριαρχίας ως καθεστώτος ενδοκρατικού και διακρατικού βίου παραμένει απαράλλακτος και συνοψίζεται στην έννοια της «εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας». Έτσι, ουσιαστικά, αν και οι αξιώσεις και οι συμπεριφορές κάθε κοινωνίες είναι  διαφορετικού περιεχομένου ανάλογα με την κοινωνία και τις ιστορικές και άλλες συγκυρίες, υπάρχει μια διαχρονική μορφική ταυτότητα των θεσμικών-κανονιστικών δομών και του χαρακτήρα των εγγενών συλλογικών συμπεριφορών.
            Αν κανείς προσπαθήσει να διακρίνει κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της κλασικής εποχής και της σύγχρονης εποχής, ενδέχεται να είναι οι αντίθετες αυτών που οι περί «συγχρόνου εποχής» συμβατικές θεωρήσεις αναφέρουν. Για παράδειγμα, η ανομοιογένεια, ετερογένεια και εν γένει ετερότητα-ετερονομία μεταξύ των σημερινών κρατών είναι πασίδηλα πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με το σύστημα των ελληνικών Πόλεων οι κοινωνίες των οποίων είχαν πολλά κοινά όπως η θρησκεία, η γλώσσα και η συνείδηση κοινών ή συγγενών καταβολών.
Μια ακόμη μεγάλη διαφορά είναι ότι οι σύγχρονες διαμορφωμένες κυρίαρχες κοινωνίες είναι προϊόν αγώνων ανεξαρτησίας-κυριαρχίας κατά των πολυεθνικών αυτοκρατοριών των Νέων Χρόνων, γεγονός το οποίο, λόγω του καταστατικού χαρακτήρα των αγώνων ανεξαρτησίας-ελευθερίας, είναι βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων. Οι αγώνες αυτοί έγιναν με αξίωση όχι να ολοκληρωθεί η να ενοποιηθεί ο κόσμος αλλά για να κατακερματιστεί κοινωνικοπολιτικά ούτως ώστε μια έκαστη κοινωνία να μπορεί να απολαμβάνει την πολιτισμική ετερότητά της, να αναπτύσσει τα οικεία διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και να σφυρηλατεί δικούς της κοσμοθεωρητικούς, ηθικούς και κανονιστικούς προσανατολισμούς. Η ευόδωση αυτής της αξίωσης σηματοδότησε την πορεία προς μια ολοένα μεγαλύτερη ολοκλήρωση στο εσωτερικό των κρατών, μια διαρκώς εντεινόμενη ετερότητα των κοινωνιών τους και συνεπακόλουθα μια ανάλογα και αντίστοιχα μεγαλύτερη ανομοιομορφία του διεθνούς συστήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνεται ότι, αν θεωρήσουμε πως η αναζήτηση συστημάτων δημοκρατικής-πολιτισμένης διακυβέρνησης ενδοκρατικά και διακρατικά είναι ένα διαρκές άθλημα του ενδοκρατικού κατ’ αλήθειαν βίου της κοινωνίας κάθε κράτους και των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος[7] αντίστοιχα, η Πολιτεία ως ανεξάρτητη οντότητα όπως και το σύστημα Πόλεων ως διακρατικό σύστημα συγκρινόμενο με το σημερινό αντίστοιχο ήταν πολύ πιο ώριμα και αναπτυγμένα την κλασική εποχή.
Ακριβώς, οι πιο πάνω διαφορές μεταξύ της κλασικής και της σημερινής εποχής, εντείνουν εκείνα εγγενή χαρακτηριστικά όπως η ανομοιομορφία του διακρατικού συστήματος και η ετερότητα-ετερονομία των κρατών, γεγονός που καθιστά τις θεωρήσεις του Θουκυδίδη ακόμη πιο επίκαιρες και σημαντικές.
Κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, απόρροια των αγώνων ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, οι οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας οδήγησαν στην δημιουργία εκατοντάδων κυρίαρχων κρατών[8].
Μέχρι τουλάχιστον να υπάρξει αντιστροφή αυτής της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας –αντιστροφή η οποία είναι πασίδηλα αδύνατο να συμβεί παρά μόνο αν εκτελεστεί μια πλανητική γενοκτονία για να επικρατήσει μια μόνο κοινωνία– η ανάλυση του Θουκυδίδη, για ένα ακόμη λόγο, θα αποτελεί το –μοναδικό ουσιαστικά– Παράδειγμα (Paradigm) της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Δηλαδή, θα συνεχίσει να προσφέρει ένα σύνολο θεμελιωδών γενικών ερμηνευτικών νόμων και αξιόπιστων θεωρητικών προεκτάσεων. Όσον αφορά την περιγραφή και την επιστημολογία, οι θεωρητικές προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης ενσαρκώνονται στον αξιολογικά ελεύθερο Πολιτικό Ρεαλισμό, δηλαδή την αυστηρά περιγραφική και εν πολλοίς αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση συγγραφέων όπως, μεταξύ άλλων, οι Mackiavelli, Carr, Aron, Gilpin, Waltz και Mearsheimer. Θα πρόσθετα και τον Παναγιώτη Κονδύλη γιατί οι μοναδικές θεωρήσεις του –στην καθαρά περιγραφική τους διάσταση και αναγόμενες στο διεθνές επίπεδο όπου καταμαρτυρούμενα καθημερινά επαληθεύονται– πρόσφεραν μια παράλληλη περιγραφή των βαθύτερων και οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ένωσης που κερδίζει την κυριαρχία της. Προστίθεται ότι τα ακαδημαϊκά κείμενα του γράφοντος υιοθετούν πλήρως τους επιστημονικούς προσανατολισμούς και τις επιστημολογικές παραδοχές της αξιολογικής ελευθερίας και της περιγραφικής ανάλυσης[9].
Για την βιβλιογραφική συνάφεια της θουκυδίδειας ανάλυσης με την σημερινή ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν έχουμε να κάνουμε παρά μόνο μερικές στοιχειώδεις αναφορές σε μερικά κύρια κείμενα της αξιολογικά ελεύθερης ρεαλιστικής παράδοσης. Παρακάμπτοντας θεμελιώδη κείμενα αυτής της παράδοσης που αυτονόητα κινούνται στο πλαίσιο της θουκυδίδειας παράδοσης, όπως οι Aron και Waltz[10], έργο σταθμός είναι αναμφίβολα το αριστούργημα του Gilpin Πόλεμος και Αλλαγή[11]. Με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, επαλήθευσε τις θεμελιώδεις παραδοχές του Θουκυδίδειου επιστημονικού Παραδείγματος σε αναφορά με το σύγχρονο διεθνές σύστημα για να καταλήξει δηλώνοντας με εντιμότητα ότι δεν πρόσθεσε και πολλά στην ανάλυση του Θουκυδίδη. Είναι χαρακτηριστικό το πολύ σημαντικό συμπέρασμά του ότι, «έτσι ήταν και έτσι θα συνεχίσει να είναι μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστρέψουν τους εαυτούς τους είτε δημιουργήσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επίτευξης διεθνών αλλαγών με ειρηνικά μέσα[12]». Σε άλλη περίπτωση, διατυπώνει παρόμοια θέση: «όλα –ή σχεδόν όλα– όσα ο πολιτικός ρεαλιστής βρίσκει πως είναι ενδιαφέροντα στην αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας μπορούν να βρεθούν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο: μια ολοένα και μεγαλύτερη αλληλεξαρτώμενη “παγκόσμια οικονομία”, την πολιτική χρήση οικονομικών μοχλών, όπως τη “διαταγή των Μεγάρων”. Ακόμη και σύγκρουση για ενεργειακές πηγές[13]». «Ακριβώς όπως και στο παρελθόν, το θεμελιώδες πρόβλημα των σύγχρονων διεθνών σχέσεων είναι το πρόβλημα της ειρηνικής προσαρμογής στις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης της ισχύος στο διακρατικό σύστημα[14]». «Η διεθνής πολιτική συνεχίζει να  χαρακτηρίζεται από τον αγώνα μικρών και μεγάλων δυνάμεων για ισχύ, φήμη-κύρος και πλούτο υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας. (…) Μια παγκόσμια κοινωνία κοινών ηθικών αντιλήψεων και κοινών αξιών περιμένει ακόμη την ώρα που θα αντικαταστήσει τη διεθνή αναρχία ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος[15]».
            Το πολύ τελευταίο βιβλίο του John Mearsheimer, επίσης, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων[16], με το να περιγράψει τον ατερμάτιστο κύκλο ηγεμονικών συγκρούσεων των τελευταίων αιώνων για μερίδιο στην παγκόσμια ισχύ, για ασφάλεια και για ηγεμονία, αφήνει ελάχιστα περιθώρια να αμφισβητηθεί αυτό που ο υποφαινόμενος σε άλλη περίπτωση περιέγραψε ως Θουκυδίδειο αδιέξοδο[17]. Δηλαδή, αφενός το γεγονός ότι μια παγκόσμια αυτοκρατορία ή ηγεμονία είναι ανέφικτη και αφετέρου το γεγονός ότι λόγω βαθύτερων χαρακτηριστικών των δομών του διεθνούς συστήματος των Νέων Χρόνων βρισκόμαστε σ’ ένα ατερμάτιστο φαύλο κύκλο ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Τα συμπεράσματα που θεμελιώνει με επιστημονικά ακλόνητο τρόπο ο Mearsheimer είναι πανομοιότυπα με αυτά του Θουκυδίδη: ανισότητα ισχύος, ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικές συγκρούσεις, φόβος επιβίωσης, στρατηγικές παρεμπόδισης άλλων ηγεμονιών και άνιση ανάπτυξη. Όλα αυτά και άλλα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα θρέφουν, αναπαράγουν και μεγεθύνουν τα εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος που προκαλούν ανταγωνισμούς, αστάθεια και πολέμους.
            Η προηγηθείσα ανάλυση δεν προσφέρει, βεβαίως, μια αισιόδοξη περιγραφή της φύσης, του χαρακτήρα και της πορείας του διεθνούς συστήματος της σημερινής εποχής και αυτό είναι ένα ακόμη κριτήριο που καθιστά τις θουκυδίδειες θεωρήσεις συναφείς με την σημερινή εποχή. Το ζήτημα για ένα αντικειμενικό αναλυτή της διεθνούς πολιτικής, όμως, δεν είναι το κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος όταν αναλύει το διεθνές σύστημα. Το ζήτημα είναι κατά πόσον θα λέει την αλήθεια και όχι ψέματα (μια άλλη εκδοχή του ψέματος είναι το ασυνείδητο ψέμα λόγω βλακείας ή πνευματικής αναπηρίας –που στην χειρότερη μορφή της είναι η πνευματική προκατάληψη[18]–, ιδιότητες, λυπούμαι να πω, βαθύτατα εμπεδωμένες στην λεγόμενη επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων).
Ο διεθνολόγος είναι κατά κάποιον τρόπο, άτομο που καλείται να κάνει διάγνωση των αιτίων της εγγενούς αστάθειας και συγκρούσεων που αυτή φέρνει. Αν δεν υπήρχε αστάθεια και συγκρούσεις δεν θα υπήρχε ανάγκη να υπάρχουν διεθνολόγοι των πολιτικών όψεων των διεθνών σχέσεων. Θα επαρκούσαν οι νομικοί διεθνολόγοι που θα καλλιεργούσαν μια ευθύγραμμη εξέταση των τρόπων εφαρμογής των  κανόνων διεθνούς δικαίου σ’ ένα κόσμο όπου δεν θα υπήρχαν αίτια πολέμου. Όμως, ο καθείς γνωρίζει ότι πασίδηλα ένας τέτοιος κόσμος ποτέ δεν υπήρξε και ίσως ποτέ δεν θα υπάρξει. Μόνο καλή διάγνωση των αιτίων οδηγεί σε θεραπεία μιας ασθένειας και ο πόλεμος είναι μια ασθένεια η γνώση των αιτίων της οποίας απαιτεί καλή διάγνωση και γι’ αυτό χρήσιμη είναι η ανάλυση των πολιτικών ρεαλιστών και όχι των φαντασιόπληκτων, των προπαγανδιστών και των αιθεροβαμόνων.
            Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν εμποδίζει τα άτομα ή τις ενδιαφερόμενες ομάδες να λειτουργήσουν ιεραποστολικά αν το επιθυμούν για να τερματίσουν το φοβερό φαινόμενο του πολέμου αγωνιζόμενοι να εξαλείψουν τα αίτιά του. Πρέπει όμως και πάλιν να γνωρίζουν αυτά τα αίτια και όχι να προκαλούν σύγχυση με ανορθολογικά και εξωπραγματικά θεωρήματα που ρυπαίνουν τον, βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων και βαθύτατων συνεπειών όσον αφορά το φαινόμενο του πολέμου, διεθνολογικό στοχασμό. Η άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών, για παράδειγμα, είναι μια μεγάλη ασθένεια την οποία οποιοσδήποτε εμφορείται από ιεραποστολικές προθέσεις μπορεί κάλλιστα να εργαστεί για την εξαφάνισή της.
Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση των αιτιών πολέμου –που καθημερινά προκαλούν εκατόμβες– δεν είναι λιγότερο σημαντική από την διάγνωση των αιτίων μιας απλής ασθένειας ή μιας επιδημίας. Όσο μακάβρια και αν είναι η σύγκριση όσον αφορά τις προεκτάσεις των εκατέρωθεν διαγνώσεων, η αντιπαράθεση τους είναι απόλυτα αναγκαία: Στην πρώτη περίπτωση έχουμε εκατόμβες και στην δεύτερη αποδήμηση ενός ατόμου ή το πολύ ενός μικρού αριθμού μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο υπεύθυνος γιατρός είναι τσαρλατάνος ή ανίκανος. Επίσκεψη σε κάθε νοσοκομείο θα βεβαιώσει ότι ασθενείς και συγγενείς τους αναζητούν όχι τσαρλατάνους για την θεραπεία των ασθενειών τους αλλά ιατρούς υψηλής κατάρτισης, επαγγελματικά αξιόπιστων, σοβαρών στην προσέγγιση του προβλήματος, ανιδιοτελών στην διαγνωστική διαδικασία λόγω προσήλωσης σε υψηλά κριτήρια επαγγελματικής δεοντολογίας του λειτουργήματός τους και πρακτικά χρήσιμων γιατί οι διαγνώσεις τους προσφέρονται για αποτελεσματικές και γόνιμες αποφάσεις. Ανάλογα και αντίστοιχα, μια κοινωνία δεν πρέπει να προσφεύγει σε τσαρλατάνους των διεθνών σχέσεων για την διαπίστωση των αιτιών πολέμου και για την συναγωγή συμπερασμάτων ηθικοπρακτικά χρήσιμων. Δηλαδή, δεν πρέπει να επηρεάζουν ζητήματα πολέμου και ειρήνης οι ουτοπιστές, οι ιδεολογικά συνεπαρμένοι, οι προκατειλημμένοι, οι στρατευμένοι σε ευτελείς ιδιοτελείς υποθέσεις και οι χείριστοι όλων των διεθνολόγων, οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές που προοδευτικά κατακλύζουν τους πανεπιστημιακούς χώρους επιτυγχάνοντας αριθμητική πλειονότητα[19]. Το τελευταίο σημείο είναι μια εξαιρετικά σημαντική υπόθεση που δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Σημειώνεται μόνο ότι, πλέον, ο πολιτικός ανορθολογισμός πολλών –τόσο μεγάλων όσο και μικρών– κοινωνιών οφείλεται στο γεγονός ότι τσαρλατάνοι και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι προπαγανδιστές και τσαρλατάνοι πλημμυρίζουν τον δημόσιο διάλογο με ανάξια λόγου θεωρήματα και ιδεολογήματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.
 
2. «Ανθρώπινη Φύση», Πολιτειακή οργάνωση και διακρατικό σύστημα
Ποια είναι  λοιπόν η φύση του «Πολιτικού» και τι εν τέλει σημαίνει «Πολιτικό γεγονός»; Ανεξαρτήτως του επιπέδου ανάλυσης[20] στο οποίο αναφερόμαστε, ποιος είναι ο συλλογικός τρόπος ζωής που προσαρμόζει την κάθε ατομική άβυσσο ανθρώπινης ετερότητας στις ανάγκες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου; Ουσιαστική και περιεκτική συζήτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις υπό συνθήκες πολιτικές απαιτεί απάντηση σ’ αυτά τα καίρια ερωτήματα.
Ο Θουκυδίδης, αν και όχι ο κατεξοχήν στοχαστής του Πολιτικού γεγονότος, φαίνεται ότι κατανόησε βαθύτατα την σημασία της Πολιτείας ως πολιτισμικού και πολιτικού φαινομένου που αντιδιαστέλλεται με την βαρβαρική εποχή.
Εστιάζω την προσοχή στις αναφορές του Θουκυδίδη για τα τεκταινόμενα στην Κέρκυρα όταν η Πολιτεία αυτή καταλύθηκε[21]. Η κατάλυσή της, επισημαίνει ο Θουκυδίδης, προκάλεσε αποδέσμευση των άγριων ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης[22] και παραμέρισε «τους κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες». Απλώθηκε κάθε μορφής κακία στον ελληνικό κόσμο και «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα κάθε ευγενικής ψυχής κατάντησε να είναι καταγέλαστο και εξαφανίστηκε».
            Αναφορικά με αυτές τις επισημάνσεις του Θουκυδίδη όσο και άλλων σύγχρονων αναλυτών, οι οποίοι λίγο πολύ ή με τον ένα ή άλλο τρόπο ανήκουν στην Θουκυδίδεια παράδοση, όπως οι Μακιαβέλι και Morgenthau, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι δεν κάνουν αξιολογικές ή υποκειμενικές κρίσεις. Καταγράφουν, περιγράφουν και ερμηνεύουν με πραγματολογικά επαληθευόμενο τρόπο το αυτονόητο και διϋποκειμενικά  πασίδηλο γεγονός της ατομικής ανθρώπινης ετερότητας και των ορμών για κυριαρχία και για απόκτηση ισχύος ανάλογα με τις ανάγκες για επιβίωση.
Η κλασική φιλοσοφική και ιστορική πραγματεία, ακριβώς, περιγράφει το γεγονός ότι η απέραντη και απειθάρχητη σε μεταφυσικούς προσδιορισμούς ατομική ανθρώπινη ετερότητα για να διεξάγει ένα πολιτισμένο συλλογικό βίο απαιτείται να είναι πολιτικά ενταγμένη. Η εκπλήρωση αυτού του σκοπού στην αρχαιότητα εκπληρωνόταν στο πλαίσιο της Πολιτείας. Στην σύγχρονη εποχή επιχειρείται να εκπληρωθεί στο πλαίσιο αυτού που επικράτησε να ονομάζεται ως έθνος-κράτος.
Οι κοινωνίες του πλανήτη είναι και συνεχίζουν να είναι διακριτές, ετερογενείς και ανομοιογενείς δημιουργώντας έτσι μια απροσμέτρητη κοινωνική ανομοιομορφία[23]. Γι’ αυτό, καίριας σημασίας κριτήριο για την κατανόηση του Πολιτικού γεγονότος είναι ότι λόγω κοινωνικού κατακερματισμού του πλανήτη ποτέ δεν ήταν εφικτό (και συνεχίζει να μην είναι εφικτό) να συντελεστεί οικουμενικά. Παρά τις κατά καιρούς δυναστικές αξιώσεις ή αφελείς διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες περί πλανητικής κοινωνικής ενότητας, αποδείχθηκε ότι το Πολιτικό γεγονός όπως είναι κλασικά νοηματοδοτημένο, εκπληρώνεται μόνο στο πλαίσιο διαμορφωμένων και κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων κυρίαρχων κοινωνιών των οποίων η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία ενσαρκώνει την κοσμοθεωρητική και ηθικοκοκανονιστική ετερότητα μιας έκαστης εξ αυτών.
 
3. Η σχέση ετερότητας, ελευθερίας και Πολιτείας
Όπως θεμελιώθηκε έξοχα από τον Χρήστο Γιανναρά, η ανθρώπινη ετερότητα, η ανθρώπινη ελευθερία και το Πολιτικό γεγονός είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες. Τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο, επιπλέον, η ετερότητα, ατομική και συλλογική αντίστοιχα, είναι οντολογικού περιεχομένου. Έτσι, όπως εύστοχα τονίζεται από τον Χρήστο Γιανναρά, «το γεγονός της δυναμικά ενεργούμενης ετερότητας σημαίνει-επισημαίνει την ελευθερία του υποκειμένου: τη δυνατότητά του να είναι αυτό που είναι, υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη, δηλαδή ετερότητα ως προς καθετί που δεν είναι ο εαυτός του – ύπαρξη αδέσμευτη από κάθε αναγκαιότητα γενικού προκαθορισμού, κοινών ιδιωμάτων, εξαρτημένης υπαγωγής, μεταβολής και αλλοίωσης[24]». Υπό αυτό το σύνθετο και αληθές πρίσμα, «η πολιτική ήταν ένα οντολογικό ζητούμενο, όχι ένα χρηστικό μέσο. Γι’ αυτό πρώτιστος στόχος της πολιτικής ήταν να αληθεύει ο βίος: να αποτελεί η πόλη-πολιτεία δυναμική μίμηση του κοσμικού  προτύπου»[25].
Εξετάζοντας το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης από την σκοπιά των διεθνών σχέσεων, παρατηρείται ότι η ατομική ανθρώπινη ετερότητα εντάσσεται πολιτικά και προσαρμόζεται στον συλλογικό πολιτικό βίο χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της ή την ελευθερία της απέναντι σε αλλότριες δυναστικές αναγκαιότητες μόνο όταν πληρούνται δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις, η πρώτη εκ των οποίων αφορά το αισθητό και πνευματικό περιεχόμενο της Πολιτείας, και η δεύτερη, την σχέση της με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες πολιτείες:
 
Πρώτη προϋπόθεση είναι να διασφαλίζεται πολιτική οργάνωση στο πλαίσιο μιας Πολιτείας με την αριστοτελική έννοια του όρου. Αυτό κατά βάση σημαίνει ότι τα μέλη και οι ομάδες της συλλογικής οντότητας διεξάγουν ένα διαρκή συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο ο οποίος αενάως προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει τον συλλογικό τρόπο ζωής στην βάση των πνευματικών και αισθητών κριτηρίων που ιστορικά συνθέτουν την ετερότητα κάθε συγκεκριμένης κοινωνικής ένωσης.
 
Δεύτερη προϋπόθεση είναι η συλλογική οντότητα να είναι προικισμένη με πολιτική κυριαρχία που την διασφαλίζει κατά των έξωθεν αλλότριων δυναστικών (κατά της ετερότητάς της), αναγκαιοτήτων. Με όρους θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου των Νέων Χρόνων, αυτό αναφέρεται ως αρχή της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας και με πολιτικούς όρους ως εθνική ανεξαρτησία[26].
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και είναι άρρηκτα συναρτημένες και εξαρτώμενες. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο και αμφότερα δημιουργούν ένα ενδοκρατικό και διακρατικό ορθολογισμό συμβατό με την κοινωνικοπολιτική μορφολογία του παγκόσμιου χώρου. Αυτός ο ορθολογισμός αποσταθεροποιείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, από εξομοιωτικές και ισοπεδωτικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες. Οι τελευταίες, χωρίς ποτέ να έχουν παράγει μια αξιόπιστη πρόταση μη γενοκτονικής κοινωνικής εξομοίωσης και πολιτικής ενότητας, ταλάνισαν και συνεχίζουν να ταλανίζουν την πολιτική σκέψη στρέφοντάς την ενάντια στην ίδια την συλλογική ανθρώπινη οντολογία. Δηλαδή, ενάντια στην αξίωση κάθε κοινωνίας να αναπτύσσει κυρίαρχο πολιτικό σύστημα συμβατό με την κοσμοθεωρητική και ηθική διαμόρφωσή της.
 
4. Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας ως αυτονόητη κατάκτηση
Συνέχεια των συλλογισμών που προηγήθηκαν, επισημαίνω και τονίζω το γεγονός ότι στην κλασική εποχή, το απόγειο δηλαδή των διακρατικών ρυθμίσεων όλων των εποχών, σ’ αντίθεση με την σύγχρονη εποχή που διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα είναι ευρέως διαδεδομένα, η ανεξαρτησία των Πόλεων ήταν σχεδόν αυτονόητο κεκτημένο, η αμφισβήτηση του οποίου, όπως εξηγεί ο Θουκυδίδης ήταν κύριο αίτιο της αντι-Αθηναϊκής συσπείρωσης και του μεγάλου καταστροφικού πολέμου.
Ο έλεγχος των αναθεωρητικών τάσεων, πάντως, διασφαλιζόταν όχι μόνο με την ανάπτυξη μιας διεθνούς κοινωνίας Πόλεων που δημιουργούσε ένα ευρύ πλέγμα διεθνών θεσμών και νορμών διακρατικής συμπεριφοράς (Κοινά, Αμφικτιονίες, Συνδέσμους κτλ), αλλά επίσης και με την διασφάλιση ισορροπίας ισχύος κατά των αναθεωρητικών τάσεων των ισχυρότερων κρατικών συντελεστών της αρχαιότητας.
Το Πολιτειακό γεγονός το οποίο και σηματοδότησε το μεγάλο άλμα που απομάκρυνε τους ανθρώπους από την εποχή της βαρβαρότητας και τους έφερε στην εποχή του Πολιτικού γεγονότος, του πολιτικού πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών, συντελέστηκε, ακριβώς, επειδή επικράτησε η ιδέα του κατά κοινωνία κυρίαρχου συλλογικού βίου υπό συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας.
 
Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας, ακριβώς, ήταν υπέρτατη αξία στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις της εποχής[27]. Η αμφισβήτησή αυτού του ιδεώδους αποτελούσε αίτιο πολέμου[28] το οποίο η Αθήνα αλλά τελικά και όλος ο υπόλοιπος κόσμος πλήρωσε πολύ ακριβά, μιας και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέστρεψε το κλασικό σύστημα Πόλεων και έθεσε την ανθρωπότητα σε τροχιά αυτοκρατορικών συγκρούσεων δύο χιλιετιών μέχρι περίπου και τον 16ον αιώνα.
Μόνο μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 είναι που επιχειρείται η ανάδειξη του κράτους ως θεσμού που αναβιώνει την ιδέα της κλασικής πολιτείας, δηλαδή της ανάπτυξης Πολιτικού γεγονότος κατά κοινωνία και όχι κατά κόσμο. Σύμφωνα με την άποψη πολλών, βεβαίως, αυτό δεν κατορθώθηκε πλήρως, και αντί αναβίωσης της Πολιτείας, δημιουργήθηκαν πολλά κακέκτυπά της, δηλαδή όσα σύγχρονα κράτη παραπαίουν λόγω πνευματικής και πολιτικής εξάρτησης ή υποδούλωσης[29]. Ταυτόχρονα, παρά την συντριπτική επικράτηση της κυριαρχίας ως διαμορφωτικού κριτηρίου και ως μορφής πολιτειακής οργάνωσης, οι άνθρωποι ποτέ δεν έπαψαν τους τελευταίους αιώνες να αναζητούν αντιστροφή της ανθρώπινης οντολογίας υιοθετώντας εξομοιωτικές παραδοχές. Δηλαδή ποτέ δεν έπαψαν να στρέφονται ενάντια στον συλλογικό εαυτό τους, δηλαδή, να στρέφονται ενάντια στην κυριαρχία της δικής τους κοινωνίας υιοθετώντας διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα και θεωρήματα. Αυτά τα ιδεολογήματα και θεωρήματα είναι σίγουρα σημαντικά αίτια πολέμου που αν και μορφικά μεταμφιέζονται την μια μετά την άλλη ομολογία πίστεως, ως προς το περιεχόμενό τους και κυρίως τις συνέπειές τους παραμένουν σταθερά εξομοιωτικά.
 
 5. Παράβλεψη των αιτιών πολέμου και πολιτική θεωρία
Λιγότερο στην κλασική εποχή και περισσότερο τα νεότερα χρόνια[30], κύριο αίτιο αναρίθμητων παραλογισμών της πολιτικής θεωρίας αποτέλεσε η αδυναμία κατανόησης των πραγματικών αιτιών πολέμου. Επειδή ακριβώς πολλοί αγνοούν τα πραγματικά αίτια πολέμου, ήταν και συνεχίζει να είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο τερματισμός του πολέμου, η ύπαρξη βιώσιμων κανονιστικών δομών και η ειρήνη-σταθερότητα –αγαθά που είναι μάλλον κεκτημένα και δεδομένα στο εσωτερικό κάθε βιώσιμου κυρίαρχου κράτους– είναι εύκολο να εκπληρωθούν στο πλαίσιο κάποιου είδους παγκόσμιας κανονιστικής δομής που θα μπορούσε, δήθεν, να λειτουργήσει εύρυθμα και παρά τον οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικό κατακερματισμού του πλανήτη.
Αυτή η θεμελιώδης πλάνη για πολλούς και ποικίλους λόγους βασικά παραβλέπει ή παρακάμπτει την προαναφερθείσα οντολογικά θεμελιωμένη συλλογική ετερότητα των κοινωνικών ενώσεων. Οδηγεί σε εξομοιωτικές παρωπίδες που εμποδίζουν την κατανόηση του γεγονότος ότι η ανθρώπινη ετερότητα (σ’ αυτό ουσιαστικά αναφερόμαστε, επαναλαμβάνουμε, όταν ομιλούμε για «ανθρώπινη φύση») για να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ανάγκες του συλλογικού βίου, είναι αναγκαίο να ανήκει σε κοσμοθεωρητικές-ηθικοκανονιστικές δομές που θα νομιμοποιούν και θα καθιστούν βιώσιμο και λειτουργικό τον συλλογικό τρόπο ζωής.
Κάθε στοχασμός στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας ή της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων για να μην περιέχει λογικά και επιστημονικά σφάλματα απαιτείται να λαμβάνει υπόψη το οντολογικό γεγονός της ετερότητας κάθε ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης και κάθε διαμορφωμένης συλλογικής οντότητας.
Η σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη ετερότητα κάθε ατόμου είτε όταν παράγει επιθετικές ορμές είτε όταν εκδηλώνεται δημιουργικά και ωφέλιμα, απαιτείται να εντάσσεται σε μια νομιμοποιητική ηθικοκανονιστική δομή που φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας περιέγραψαν ως Πολιτεία και που σήμερα ονομάζουμε έθνος-κράτος[31].
Η ένταξη κάθε ανθρώπινης ετερότητας σ’ ένα πολιτικά οργανωμένο συλλογικό βίο, εξάλλου, δεν προδιαγράφεται στην βάση μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων ή παραγόντων. Αποτελεί ταυτόχρονα προσωπική επιλογή και συλλογική επιλογή στο στάδιο που μια διακριτή κοινωνία αγωνίζεται για να κατακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.
 
6. Η αλληλένδετη φύση πολιτειακού και ηθικοκανονιστικού κατακερματισμού
Μεγάλο μέρος των προβλημάτων των διεθνών σχέσεων οφείλεται στο γεγονός ότι αναρίθμητοι αναλυτές παρακάμπτουν ή παραβλέπουν το γεγονός ότι η πολιτική διαμόρφωση μιας κοινωνίας και οι αποφάσεις ενός εκάστου ατόμου να συμμετάσχει στον συνεπακόλουθο συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο δεν συντελείται στο εσωτερικό δοκιμαστικών σωλήνων κάποιου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου εργαστηρίου. Όποτε επιχειρείται κάτι τέτοιο –η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα τέτοιο εργαστήριο– οι κοινωνίες αντιδρούν αξιώνοντας κυρίαρχη-ανεξάρτητη συλλογική πολιτική οργάνωση που αν και περιστασιακά την στερούνται διεκδικούν όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μεταφυσικά κριτήρια που γεννιούνται στο μυαλό κάποιου μεμονωμένου εγκεφάλου ποτέ δεν αποτέλεσαν βάση μιας βιώσιμης Πολιτείας και όποτε αυτό επιχειρήθηκε η αναπόδραστη τελική αποτυχία προκαλεί αναρίθμητες ανθρώπινες καταστροφές ή ακόμη και εκατόμβες όταν λαμβάνουν χώρα εμφύλιες διενέξεις που σταθεροποιούν την κοινωνική ετερότητα στο εσωτερικό ενός κράτους.
Οι κοινωνικοπολιτικές οντότητες για να είναι πολιτειακά βιώσιμες προηγούνται σφυρηλατήσεις συλλογικών κοσμοεικόνων, κοσμοθεωρητικών παραδοχών, ανθρωπολογικών υπόβαθρων, συλλογικών ταυτοτήτων, στρατηγικών προσανατολισμών και ηθικοκανονιστικών συστημάτων που στηρίζουν συμβατά με αυτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Όλα αυτά είναι ορθολογικά διευθετημένα –ή κατατείνουν προς ένα τέτοιο ορθολογισμό– όταν αποτελούν προϊόν κοινωνικών μεθέξεων στο πλαίσιο ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου και ποτέ όταν ορίζονται αυθαίρετα και μεταφυσικά.
Η αποτυχία της αυτοκρατορικής ιδέας δεν ήταν τυχαία ή συμπτωματική. Κατέρρευσε μπροστά στις διαρκείς αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη[32]. Όπως καταμαρτυρεί κάθε αγώνας κυριαρχίας-ανεξαρτησίας στην ιστορική διαχρονία, οφείλεται στο γεγονός της ετερότητας των συλλογικών οντοτήτων και των αέναων αξιώσεών τους για πολιτική κυριαρχία. Αυτό είναι το αίτιο της συντριβής των πολυεθνικών αυτοκρατοριών και του συνεπακόλουθου κοινωνικοπολιτικού κατακερματισμού που προσάρμοσε σταδιακά τους τελευταίους αιώνες τις πολιτειακές δομές στην κοινωνική δομή του κόσμου. Σήμερα, υπενθυμίζω, υπάρχουν γύρω στα διακόσια κράτη έναντι μερικών δεκάδων τον περασμένο αιώνα και ακόμη λιγότερων αυτοκρατοριών των προγενέστερων αιώνων. Το γεγονός ότι δεν είναι όλα τα κράτη βιώσιμες πολιτείες δεν οφείλεται στην αξίωση της κυριαρχίας αλλά κυρίως στο γεγονός ότι μέσα από τις στάχτες των αυτοκρατοριών δεν γεννιόνταν πάντοτε κράτη προικισμένα με επαρκώς διαμορφωμένα κοινωνικά σύνολα. Στρατηγικές διαίρει και βασίλευε, εξάλλου, δημιούργησαν τόσο τεχνητά κρατικά μορφώματα μεγάλης εσωτερικής ανομοιομορφίας όσο και συνοριακές και πληθυσμιακές κατανομές που αναπόδραστα αμφισβητήθηκαν.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, ιστορικά, η αξίωση για εθνική ανεξαρτησία σήμαινε στην πράξη ότι το Πολιτικό γεγονός εκδηλώνεται στο επίπεδο κάθε κοινωνίας και όχι στο επίπεδο της οικουμένης η οποία, οικουμένη, σήμερα όπως και στο παρελθόν, στερείται ενοποιημένου κοινωνικού υποβάθρου. Η αξίωση για κοινωνικοπολιτική δόμηση του κόσμου με τρόπο συμβατό με την συλλογική ετερότητα κάθε κοινωνικής ένωσης, εξάλλου, σήμαινε ότι οι αγώνες ανεξαρτησίας ήταν ταυτισμένοι με την έννοια της ελευθερίας, δηλαδή με την απόρριψη αλλότριων κατεξουσιασμών. Ασφαλώς, αν υπήρχαν οι αναγκαίες κοσμοθεωρητικές, ηθικοκανονιστικές, ανθρωπολογικές και άλλες προϋποθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα θα ίσχυε ακριβώς το ίδιο οικουμενικά, θα είχαμε, δηλαδή, μια παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή, δηλαδή μια παγκόσμια Πολιτεία[33].
Αυτό όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι εφικτό μιας και ποτέ δεν υπήρξε μια παγκόσμια κοινωνία αλλά πολλές ετερογενείς και ανομοιογενείς κοινωνικές οντότητες.
 
7. Ο αντι-ηγεμονικός χαρακτήρας της θουκυδίδειας παράδοσης
Οι πιο πάνω πτυχές, είναι θεμελιώδεις και αφορούν ζωτικά τα διεθνή συστήματα τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Σ’ αυτό οφείλεται και η αιώνια αξία του Παραδοσιακού Παραδείγματος που εδράζεται στην Θουκυδίδεια παράδοση, την παράδοση δηλαδή που περιγράφει την Υπαρκτική ετερότητα κάθε κοινωνίας και την συνεπακόλουθη ηθικοκανονιστική ετερότητα που διαμορφώνει το ιστορικό γίγνεσθαι[34].
Οι πιο σύγχρονες προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης και πιο συγκεκριμένα η ρεαλιστική παράδοση, εστιάζουν το ενδιαφέρον στην κρατοκεντρική κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου και στην απορρέουσα σημασία της εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής οντότητας τόσο ως βάσης λειτουργίας του διεθνούς συστήματος όσο και ως βάσης ηθικής συγκρότησης του κόσμου.
Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι, διόλου τυχαία, η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή των ρεαλιστικών θεωριών είναι σαφώς αντιηγεμονικών προεκτάσεων. Αναμενόμενα, επίσης, περιγράφοντας το αναπόδραστο γεγονός της ύπαρξης αιτιών πολέμου σύμφυτων με την δομή του διεθνούς συστήματος, με επιστημονική υπευθυνότητα και αξιοπιστία εξηγούν ότι η κατανομή ισχύος και η ευαισθησία που επιδεικνύουν οι ηγεμονικές δυνάμεις στις διαφαινόμενες ανακατανομές ισχύος αποτελούν κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής.
Κείμενα όπως ο Πόλεμος και αλλαγή στην  διεθνή πολιτική του Gilpin και Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων του Mearsheimer που αποτελούν έγκυρες και αξιόπιστες αξιολογικά ουδέτερες ερμηνείες της σύγχρονης πολιτικής υπό το πρίσμα της θουκυδίδειας παράδοσης, προσφέρουν μια σχεδόν συνολική και σφαιρική ερμηνεία της σύγχρονης εποχής που κανείς σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να παραβλέψει ή να παρακάμψει.
Αν και κανείς από όσους είναι συνειδητοποιημένοι για τις φοβερές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης στην διεθνή πολιτική δεν θα μπορούσε εύκολα να προσυπογράψει την θέση πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες μακρών περιόδων σταθερότητας[35], η ειρήνη και η σταθερότητα, έστω και για κάποιες μόνο ιστορικές περιόδους, εξαρτώνται από την ύπαρξη μιας κατανομής ισχύος και μιας συναρτημένης με αυτή διεθνούς τάξης που δεν αμφισβητείται[36].
 
8. Ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα και λιγότερο ισχυρά κράτη
Ένα εύλογο ερώτημα είναι η θέση και ο ρόλος ενός λιγότερου ισχυρού κράτους όταν είναι αληθές πως το εκ φύσεως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τιμωρεί ανελέητα όσα κράτη παραμελούν τα συμφέροντά τους, ιδιαίτερα το συμφέρον επιβίωσης. Αν και δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ, θα τόνιζα το αυταπόδεικτο γεγονός ότι ένα λιγότερο ισχυρό κράτος απαιτείται να είναι ακόμη πιο ευαίσθητο για την κατανομή ισχύος, τα αίτια που προκαλούν ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων και τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων στην ανελέητη σύγκρουσή τους για ισχύ και ηγεμονία.
Ενώ μια μεγάλη δύναμη δύσκολα θα έχανε την ανεξαρτησία της[37] ακόμη και αν ηττηθεί[38], η αμέλεια μιας μικρής δύναμης να ελιχθεί ορθολογιστικά στα περιθώρια της ισχύος και να διασφαλίζει συνθήκες ισορροπίας και ασφάλειας, δυνατό να σημαίνει συνολική απώλεια της ελευθερίας της, δηλαδή της εθνικής της ανεξαρτησία.
Οι ατέλειες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος είναι ακόμη μεγαλύτερες και βαθύτερες σε σύγκριση με αυτές του κλασικού συστήματος Πόλεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι λόγω τεχνολογίας η άνιση ανάπτυξη είναι δραστικότερη και οι καταστροφές του πολέμου πιο εκτεταμένες.
Πιο καταστροφικές ακόμη και από τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης, όμως, είναι οι ιδέες που δηλητηριάζουν τον ορθολογισμό των συγχρόνων Πολιτειών αποσταθεροποιώντας το κονωνικοπολιτικό τους σύστημα και μπερδεύουν τις σχέσεις τους με άλλες Πολιτείες. Ενώ κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων όλες οι κοινωνίες κατά βάση αγωνίστηκαν και κατάκτησαν την πολιτική τους κυριαρχία, δηλαδή την εθνική τους ανεξαρτησία όπως σήμερα ονομάζεται, παρατηρούμε ότι ταυτόχρονα, κυρίως οι κοινωνίες μικρότερων κρατών, αλλόκοτα και παράδοξα συχνά κυριαρχούνται από θεωρήματα και ιδεολογήματα που υπονομεύουν αυτή την εθνική ανεξαρτησία. Πρόκειται για μια παραδοξότητα που ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να ερμηνεύσεις με λογικούς όρους. Ενώ δηλαδή η ανάδειξη του κράτους καθιέρωσε την σύγχρονη πολιτεία ως θεσμό συλλογικής ελευθερίας και την κυριαρχία ως διεθνές καθεστώς που οι διεθνείς θεσμοί και το διεθνές δίκαιο προορίζονται να διασφαλίσουν, όπως ήδη τονίστηκε, μύριες αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων μεταφυσικά προσδιορισμένων υπονομεύουν την κρατική κυριαρχία χωρίς ασφαλώς να προσφέρουν αξιόπιστη εναλλακτική δυνατότητα δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας και ενός παγκόσμιου κράτους που θα την ενσαρκώνει. Ουσιαστικά, τονίζεται ξανά, πρόκειται για υπέρτατο παραλογισμό και σημαντικό αίτιο πολέμου του σύγχρονου κόσμου. Αν μια οποιαδήποτε θεώρηση διεθνών σχέσεων θέλει να είναι απαλλαγμένη λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων, απαιτείται να αποδέχεται προγραμματικά τον οντολογικά θεμελιωμένο κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και την ασυμβατότητα με αυτό τον χαρακτήρα όλων ανεξαιρέτως των αποχρώσεων διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών. Μια τέτοια επιστημολογική παραδοχή δεν είναι ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά επιλογή συμβατή με τις κρατοκεντρικές οντολογικές διαμορφώσεις του σύγχρονου κόσμου. Οι κοινωνίες με τους αγώνες ανεξαρτησίας έκαναν τις επιλογές τους τα αποτελέσματα των οποίων οριοθετούν και το πεδίο της διεθνολογικής ανάλυσης.
Θα προσθέταμε πως ακόμη και η παραμικρή διολίσθηση ενός αναλυτή των διεθνών σχέσεων σε εξομοιωτικές λογικές, πολύ περισσότερο σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν, τον εξωθεί σε θανάσιμα επιστημονικά και λογικά σφάλματα που μηδενίζουν την ανάλυσή του και τον εντάσσουν στο ανορθολογικό σύστημα των ανορθολογικών δογμάτων που αντιβαίνουν στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και τη συλλογική ανθρώπινη ελευθερία[39]. Παράλληλα, είναι αληθές, όπως εύστοχα θεμελίωσαν αναλυτές όπως ο Edward H. Carr, ότι η διυποκειμενική ιστορική εμπειρία καταμαρτυρεί ότι ποτέ δεν υπήρξε πραγματικός γνήσιος διεθνισμός. Οι επαναστατικές ιδέες διεθνιστικού χαρακτήρα και οι α-πολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές που τις επικουρούν επιζητώντας την δημιουργία μιας παγκόσμιας κανονιστικής δομής είναι πάντοτε μεταμφιέσεις ηγεμονικών αξιώσεων των οποίων μόνο το όνομα και το χρώμα διαφέρει ανάλογα με την εποχή και την ιστορική συγκυρία.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Carr, αναμφίβολα ο θεμελιωτής της σύγχρονης επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων, γρήγορα εγκατάλειψε αυτή την δραστηριότητα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η λεγόμενη θεωρία διεθνών σχέσεων όπως εξελίχθηκε αποτελεί πλέον εργαλείο των κυρίαρχων αγγλοσαξονικών αξιώσεων ισχύος[40]. Αυτή είναι μια βαρυσήμαντη επισήμανση που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στην μεσογειακή χώρα στην οποία μεγαλούργησε ο Θουκυδίδης και στην οποία, όμως, τα Τμήματα διεθνών σχέσεων πολλαπλασιάζονται όπως τα μανιτάρια δεσμεύοντας τεράστιους κοινωνικούς πόρους που δεν είναι σίγουρο ότι τελικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά της ή την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Όλως, περιέργως, βεβαίως, επιβεβαιώνοντας τον Carr, παρατηρείται πως αυτά τα Τμήματα και τα εξαρτώμενα από αυτά Ινστιτούτα, κυριαρχούνται ολοένα και περισσότερο από εξομοιωτικά θεωρήματα και ιδεολογήματα την καλλιέργεια των οποίων πέραν των πόρων που αντλούνται από τους ιθαγενείς φορολογούμενους, παράσχουν ακόμη και αλλόκοτοι διεθνοπολιτικοί χρηματιστηριακοί αναρχικοί[41] –με γνωστές διασυνδέσεις με τις “υπηρεσίες” της υπερατλαντικής δύναμης– όπως ο George Soros.

 
[1] Ρητά, ή εμμέσως πλην σαφώς, το ιδεώδες της Ανεξαρτησίας αποτελεί αξίωση όλων των κυρίαρχων κρατών (και των κοινωνιών που αξιώνουν να αποχωριστούν από πολυεθνικά κράτη για να αποκτήσουν ανεξάρτητη Πολιτεία-κράτος. Η ανεξαρτησία ως αξίωση, ως αναλυτική έννοια, ως πολιτικό κριτήριο με νομικές προεκτάσεις και ως υπόβαθρο της διεθνούς θεσμικής οργάνωσης, στο σύγχρονο διεθνές σύστημα ενσαρκώνεται στο καθεστώς της κυριαρχίας. Το καθεστώς της κυριαρχίας πάνω στο οποίο εδράζεται η οργάνωση της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, είναι αναμφίβολα, από νομικής-θεσμικής άποψης, πολύ πιο αναπτυγμένο σε σύγκριση με τους θεσμούς της κλασικής εποχής. Εν τούτοις, είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι πολιτικά πιο εμπεδωμένο και πιο νομιμοποιημένο απ’ ότι οι αντίστοιχοι διεθνείς θεσμοί το συστήματος Πόλεων της κλασικής εποχής. Η παρατήρηση αυτή είναι καίριας σημασίας. Αυτό γιατί το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά την βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα ενός οποιουδήποτε θεσμικού συστήματος είναι ο βαθμός νομιμοποίησης μεταξύ των μελών του κοινωνικού σώματος στο οποίο ανήκει (δηλαδή, στο πλαίσιο της παρούσης συζήτησης, αφενός της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και αφετέρου της «διεθνούς κοινωνίας Πολιτειών» της κλασικής εποχής). Για την στενή σχέση και ομοιότητες ή διαφορές του κλασικού με το σύγχρονο διακρατικό σύστημα από την σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας βλ. Ernest Barker, Αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2007). 
[2]Jacqueline de Romilly, Ιστορία και μέθοδος στον Θουκυδίδη (Μορφωτικό ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1988).
[3]Perez Zagorin, Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006), ιδ. 47 κ.ε.,55 κ.ε.,69 κ.ε.,250-2,
[4] Τα σημεία που ακολουθούν αντλούν από τις σελ. 15,43,48,49,50,52 του βιβλίου της Romilly, ό.π. Οι εκτιμήσεις του Perez Zagorin, καθώς και πολλών άλλων αναλύσεων για την επιστημολογία και μεθοδολογία του Θουκυδίδη είναι συγκλίνουσες αν όχι πανομοιότυπες.
[5] Η θέση που υιοθετείται από τον υποφαινόμενο είναι ότι η εποχή των αυτοκρατοριών έχει παρέλθει ανεπίστροφα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός αφενός της δημιουργίας εκατοντάδων κρατών και αφετέρου, της ολοένα μεγαλύτερης εμβάθυνσης της ετερότητάς τους, κάτι που καθιστά την κατάκτηση, διοίκηση και αφομοίωση απείρως δυσκολότερη απ’ ότι στο παρελθόν. Επιπλέον, η τεχνολογία, η αλληλεξάρτηση και η παγκοσμιοποίηση διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο σχέσεων ισχύος το οποίο δεν είναι πάντοτε ευθύγραμμα προς όφελος των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα αν μιλάμε για απόπειρες κατάκτησης και ελέγχου. Οι δυνατότητες εφήμερης ηγεμονίας είναι, κατ’ ουσία, το μόνο που απέμεινε στις μεγάλες δυνάμεις για να συμπεριφέρονται άνομα και καταχρηστικά εις βάρος λιγότερο ισχυρών συντελεστών του διεθνούς συστήματος.
[6] Με την έννοια ότι είναι ενδελεχής, εξονυχιστική, πολλών αποχρώσεων, βαθύτατη και διαχρονικά αναλλοίωτης αξίας.
[7] Η θέση ότι οι σχέσεις των κρατών μπορούν να θεωρηθούν ως είδος συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου των διακρατικών σχέσεων δεν είναι αποδεκτή από όλους και για πολλές θεωρίες, ιδιαίτερα της Θουκυδίδειας παράδοσης, σίγουρα θα απορριφθεί εξαρχής. Αυτός είναι ο λόγος, εξάλλου, για τον οποίο οι αναλυτές της κυρίαρχης θεωρίας, δηλαδή του πολιτικού ρεαλισμού, είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις καταπληκτικές-τολμηρές θεωρητικές σχοινοβασίες της λεγόμενης «βρετανικής σχολής», δηλαδή, βασικά, των Wight, Bull και Watson. Αν και δεν είναι του παρόντος, αναφέρω ότι τα νήματα των επιφυλάξεων πολλών αναλυτών της ρεαλιστικής παράδοσης θα οδηγούσαν στο εύλογο ερώτημα του πως και πόσο μπορεί να συγκροτηθεί σταθερή νομιμοποιητική βάση για αρχές και κανόνες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου της «κοινότητας (ή κοινωνίας) των κρατών» μιας και αυτή θα βρισκόταν διαρκώς υπό την αίρεση διαβρωτικών εισροών που προκαλούν τα αίτια πολέμου και κυρίως των ανακατανομών ισχύος σε δομικό επίπεδο και των ενδοκρατικών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που θα αποσταθεροποιούσαν την έμμεση νομιμοποίηση που παρέχουν οι κοινωνίες των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος διαμέσου των κυβερνήσεών τους. Μια πρώτη τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτό το εύλογο και βάσιμο ερώτημα, βεβαίως, είναι ότι αναλυτές που όντως ανήκουν στην Βρετανική σχολή όπως οι προαναφερθέντες (όχι όμως και πολλοί άλλοι, κυρίως στον χώρο των κριτικών κονστουκτιβιστών που την επικαλούνται λαθραία) ποτέ δεν υποτίμησαν αυτούς του αποσταθεροποιητικούς παράγοντες. Διαβάζοντας το Άναρχη κοινωνία του Hedley Bull, για παράδειγμα, κανείς θα προσέξει ότι πουθενά δεν περιγράφει ένα ιδεατό κόσμο προικισμένο με σταθεροποιημένες ηθικοκανονιστικές δομές ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων. Το αντίθετο: Η περιγραφή της διαχρονικής ανάπτυξης κανονιστικών δομών μεταξύ των κρατών (διόλου κοσμοπολίτικων με την έννοια της διεθνικής αποδυνάμωσης των κρατικών οντοτήτων) εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο σοβαρού προβληματισμού που δεν εξαιρεί τα αίτια πολέμου, που συνεκτιμά το φαινόμενο του ηγεμονισμού (και των αδιεξόδων του) και που περιγράφει τους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες, κυρίως του επαναστατισμού (το τελευταίο ζήτημα εξετάζεται εξαντλητικά από τον Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998). Αναμφίβολα, βεβαίως, οι επιφυλάξεις των «mainstream ρεαλιστών» είναι εύλογες αν όχι απολύτως αναγκαίες για να κατανοήσουμε ότι η «έσχατη πραγματικότητα» είναι πως λόγω αιτιών πολέμου δεν  μπορούμε να φανταστούμε ένα  κόσμο «χωρίς κινδύνους». Οι καταληκτικές θεωρήσεις του Κονδύλη στο Ισχύς και απόφαση (Στιγμή, 1991) είναι συναφείς: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις,  άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για την διεύρυνση της ισχύος τους.  Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι και ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και την διεύρυνση της ισχύος τους … Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά τελειωτική λύση και καμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει την βεβαιότητα μιας ευτυχίας χωρίς κινδύνους» (σελ. 213 και 231). Κάθε κανονιστική (και όχι κατ’ ανάγκη ηθικοκανονιστική) ρύθμιση στις διακρατικές σχέσεις βρίσκεται αναμφίβολα υπό την αίρεση των συχνών σεισμικών δονήσεων διαφόρων εντάσεων που προκαλούν οι υποκείμενες σεισμικές πλάκες των αιτιών πολέμου. Εν τούτοις, με την προϋπόθεση ότι αυτό στερείται λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων (και αλμάτων), ο καθένας είναι νομιμοποιημένος να περιγράφει από την μια πλευρά, τόσο τις ενδιάμεσες κανονιστικές δομές όσο και την μετεξέλιξή τους, και από την άλλη πλευρά, να υπογραμμίζει την ασταθή τους φύση. Ο υποφαινόμενος, αποδεχόμενος πλήρως και ανεπιφύλακτα το θουκυδίδειο-ρεαλιστικό επιχείρημα για την ασταθή τους βάση –ή ακόμη και κάτι παραπάνω με το να υιοθετώ τις ακόμη σφοδρότερες επιφυλάξεις του Παναγιώτη Κονδύλη για τον χαρακτήρα όλων των ανθρωπίνων εγχειρημάτων– επιχειρώ εν τούτοις να θεμελιώσω τον οντολογικό χαρακτήρα της αξίωσης ανεξαρτησίας-ελευθερίας μιας κοινωνίας. Η σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος, εκτιμάται, είναι σημαντική, μιας και (σ’ αντίθεση με την καταληκτική επιστημολογική προσέγγιση του Παναγιώτη Κονδύλη) αναζητούνται οντολογικά θεμελιωμένα ηθικά κριτήρια που μπορεί να βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο λόγω της «έσχατης πραγματικότητας» (τα οποία όμως θα μπορούσαν εν τούτοις να παράσχουν ηθιοκοπρακτικό προσανατολισμό για κάθε μαχόμενη ύπαρξη, ατομική ή συλλογική. Το κεντρικό ζήτημα και η ουσία, εν  κατακλείδι, δεν είναι η αμφισβήτηση μιας πασίδηλης «έσχατης πραγματικότητας» (αυτή σε κάθε περίπτωση δύσκολα αμφισβητείται ενόσω κανένας δεν προτείνει αξιόπιστη πρόταση εξάλειψης των ατιών πολέμου), αλλά η περιγραφική διαπιστωτική εξέταση της ύπαρξης αξιώσεων θεμελιωμένων στο συλλογικό Είναι και ο περιγραφικός προσδιορισμός του απορρέοντος –ασταθούς έστω, και αμφισβητούμενου λόγω αιτιών πολέμου– Δέοντος. Δέοντος το οποίο είναι αναγκαίο για τον ηθικοπρακτικό προσανατολισμό των ανθρώπων στις σχέσεις τους με άλλους που αμφισβητούν την συλλογική τους ελευθερία.
[8] Για ανάλυση αυτής της διάστασης του ιστορικού γίγνεσθαι βλ. Π. Ήφαιστος, Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), ιδ. κεφ. 2 και 3.
[9] Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται ότι ανάλογα με άλλες επιστημολογικές παραδοχές κάποιου δυνατό να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς ορισμένα ζητήματα ενόσω δεν δημιουργούνται επιστημονικά και λογικά σφάλματα. Για παράδειγμα, ο υποφαινόμενος υποστηρίζει ότι, οντολογικά θεμελιωμένα επιχειρήματα δεν παραβιάζουν την αξιολογική ελευθερία και ούτε αποτελούν έκφραση αυθαίρετης ηθικής κρίσης. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η αξίωση ελευθερίας είναι οντολογικού περιεχομένου και η αξίωση πολιτικής κυριαρχίας των κοινωνιών συνυφασμένη με αυτή. Βλ. ό.π., ιδ. κεφ. 2, 7.
[10]To International Politics του Kenneth Waltz, είναι αναμφίβολα μια κορυφαία θεωρητική στιγμή, μιας και προεκτάθηκαν οι θεωρήσεις του Θουκυδίδη για τον ρόλο της κατανομής ισχύος ίσαμε τις ακραίες και λογικές συνέπειές τους.
[11] Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004.
[12]R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην Διεθνή Πολιτική (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2005), σ. 210
[13]R. Gilpin, The Richness of the “Tradition of Political Realism”, στο R. Keohane (ed.), Neorealism and its critics (Columbia Un. Press 1986), σελ. 308-9
[14] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π., σελ. 230.
[15] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π. σελ. 230
[16]John Mearsheimer, Η πολιτική τραγωδία των μεγάλων δυνάμεων, (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006).
[17] Βλ. Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001), κεφ. 1.
[18] Παραθέτω την έξοχη διατύπωση του Χρήστου Γιανναρά που περιγράφει-φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπόδειγμα προκατειλημμένου κατασκευάσματος της ελληνικής ακαδημαϊκής πραγματικότητας: «Δεν μας εκπλήσσει που ο ιδεολογικά προκατειλημμένος άλλα διαβάζει και άλλα καταλαβαίνει. (…) Όταν διαβάζει με προκατάληψη ο ιδεολογικά παγιδευμένος, καταλαβαίνει αυτά που ο ίδιος θα ήθελε να λέει το κείμενο δίχως να αντιλαμβάνεται αυτά που το κείμενο πράγματι λέει. Αν του χρειαστεί να παραπέμψει στο κείμενο που διάβασε, επιλέγει αποσπασματικές λέξεις και διατυπώσεις για να συγκροτήσει, με γλωσσικό υλικό του κειμένου, τις θέσεις που η ιδεολογική του προκατάληψη έχει αποφασίσει ότι πρέπει να εκφράζει το κείμενο. (…) Η εκλογή και εξέλιξη ενός διδάσκοντος διευκολύνεται καίρια αν έχουν κατατεθεί δημόσια από τον υποψήφιο δηλώσεις ή τεκμήρια πιστότητας στην ιδεολογία που συσπειρώνει την πλειοψηφία των διδασκόντων [σημείωση: Που συμμετέχουν στα εκλεκτορικά σώματα]. Διευκολύνεται η εκλογή και εξέλιξη αν προϋπάρχουν δημοσιεύματα σε συγκεκριμένες (όχι οποιεσδήποτε) εφημερίδες. Αν ο υποψήφιος έχει επανειλημμένα συνυπογράψει στις λίστες των ίδιων πάντα “διανοουμένων” που διαμαρτύρονται για κάθε παραβίαση ή αμφισβήτηση των ιδεωδών του νεοταξικού διεθνισμού. (…) Όταν θυσιάζεται η κριτική σκέψη στον βωμό οποιασδήποτε στράτευσης, πρώτο και θλιβερό θύμα είναι ο θύτης. Δεν υπάρχει τραγικότερο κατάντημα από τον αυτοευνουχισμό του “διανοούμενου” ανθρώπου («Προκατάληψη, δηλαδή αυτοευνουχισμός», Η Καθημερινή, 18.3.2001).
[19] Σε άλλη περίπτωση, υποστηρίχθηκε πως οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης είναι πολύ διαφορετικές σε ένα μεγάλο κράτος όπου κανείς δεν τους λαμβάνει υπόψη επειδή το κράτος διαθέτει αξιόπιστους και αποτελεσματικούς θεσμούς ανάλυσης και λήψης αποφάσεων και σε ένα μικρό και εξαρτημένο κράτος όπου αναπόδραστα καθίστανται εργαλείο ηγεμονικής ισχύος εις βάρος της κοινωνίας της οποίας ονομαστικά ανήκουν.
[20] Αναφερόμαστε στα δύο κυρίως επίπεδα ανάλυσης, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Όσον αφορά το πρώτο η κλασική φιλοσοφική πραγματεία δημιούργησε φιλοσοφικό κεκτημένο πάνω στο οποίο κτίζονται οι περί κράτους θεωρίες. Βασικά, πολιτική φιλοσοφία των διεθνών σχέσεων δεν υπάρχει ή είναι ελλειμματική. Βλ. ιδ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998) ιδ. την εισαγωγή του συγγραφέα. Ουσιαστικά, αρχίζοντας από την σχεδόν τέλεια περιγραφή του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο μέχρι και τα έξοχα έργα μερικών πολιτικών ρεαλιστών όπως των Hedley Bull [ιδιαίτερα το Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000)], E.H.Carr, Kenneth Waltz, Robert Gilpin, et al, παρατηρούμε ότι αυτό που αναλύεται είναι η διεθνής τάξη, η φύση των διεθνών δομών, τα προβλήματα που δημιουργούν τα αίτια πολέμου, ο εξαρτημένος χαρακτήρας των διεθνών θεσμών, η φύση της κυριαρχίας και η εν γένει σχέση αιτίων και αιτιατών στις διακρατικές σχέσεις. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί ρεαλιστές ως ζήτημα θεμελιώδους επιστημολογικής και μεθοδολογικής προσέγγισης σταματούν στην περιγραφή εξηγώντας ότι αυτό επιτάσσει η φύση και ο χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος. Μερικοί πολιτικοί ρεαλιστές, μάλιστα, εύλογα διερωτώνται κατά πόσο υπάρχει και το παραμικρό περιθώριο για πολιτική φιλοσοφία διεθνών σχέσεων μιας και η ηθική και η δικαιοσύνη και όλα τα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα που τις διέπουν είναι καταμερισμένα στα κυρίαρχα κράτη. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν να διερωτώνται, ίσως το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παραμείνεις στην ανάλυση της διεθνούς τάξη, την φύση της, τον χαρακτήρα της και τα προβλήματά της. Σημειώνεται ότι αυτό βασικά κάνει και το προαναφερθέν έργο-σταθμός του Hedley Bull αλλά και άλλα έργα της λεγόμενης Βρετανικής Σχολής όπως των Carr, Wight και Watson. Ο σχολιασμός αυτής της εύλογης θέσης απαιτεί στοχαστική εντιμότητα και καθαρότητα σκέψης, χαρίσματα που δυστυχώς που δυστυχώς απουσιάζουν σε πολλές ουτοπικές και νομικίστικες αναλύσεις (ίσως αριθμητικά κυρίαρχες πλέον). Στο πλαίσιο μιας βάσιμης ανάλυσης των διεθνών σχέσεων απαιτείται τουλάχιστον διάκριση μεταξύ των συνόρων που δημιουργούν οι έννοιες «διεθνές σύστημα» (που λειτουργεί στην βάση κάποιων συμφωνιών των κρατών), «διεθνή κοινότητα» (που συμβολίζει την μετεξέλιξη αυτών των συμφωνιών σε κάποιου είδους, ρευστή έστω και αστάθμητη, δεσμευτικότητα) και «διεθνούς κοινωνίας» (που συμβολίζει μια μεγαλύτερη και πιο εμπεδωμένη δεσμευτικότητα σε μερικές περιπτώσεις εν πολλοίς ενσωματωμένη στην ενδοκρατική δικαιοταξία). Δυστυχώς ακόμη και επιφανείς αναλυτές χρησιμοποιούν με χαλαρότητα την δεύτερη και τρίτη έννοια προκαλώντας σύγχυση και αποπροσανατολισμό. Σε κάθε περίπτωση, ένας συνεπής πολιτικός ρεαλιστής που σέβεται τους αναγνώστες του ακόμη και αν αναζητά κριτήρια πολιτικής φιλοσοφίας διεθνών σχέσεων απόρροια της ανάπτυξης και μετεξέλιξης του διεθνούς συστήματος ενσωματώνει πλήρως την ανάλυσή του το αναπόδραστο γεγονός των αιτιών πολέμου και την παραδοχή ότι κανείς σοβαρά μιλώντας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει κάποια απάντηση για τον τερματισμό τους. Τέλος, τα στοχαστικά εγχειρήματα του υπογράφοντος προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός του ότι είναι δοκιμαστικά και διανθισμένα με πλήθος ερωτημάτων διαλεκτικά διαπλεγμένων, αρχίζουν και τερματίζονται στην προσπάθεια διακρίβωσης των οντολογικών ιδιοτήτων του διεθνούς συστήματος, των μόνων πάνω στα οποία μπορούν να εδραιωθούν ηθικά αμάχητα κριτήρια, και των οποίων η εφαρμογή και πάλιν βρίσκεται υπό την αίρεση των αιτιών πολέμου. Πάντως, η επιθυμία για προσεκτικές επιστημολογικές επιλογές που δεν απομακρύνονται από τον πυρήνα του περιγραφικού Παραδοσιακού Παραδείγματος δυναμώνει ακόμη περισσότερο όποιος διαβάσει το ύστερο αριστούργημα του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, ό.π.. Ο Mearsheimer, όπως ήδη αναφέρθηκε, με αξιοθαύμαστη αξιοπιστία και εγκυρότητα περιγράφει την αδιέξοδη τροχιά του διεθνούς συστήματος υπό το πρίσμα της αέναης σύγκρουσης των ηγεμονικών δυνάμεων για ισχύ, ηγεμονία και επιβίωση. Κανείς μπορεί μόνο να αναλύει το διεθνές σύστημα όπως πραγματικά είναι αναζητώντας βάσιμες και ορθολογικές εκτιμήσεις ή αντίστροφα να νεφελοβατεί ανόητα και αφελώς (ή υστερόβουλα όταν είναι συνειδητά προπαγανδιστής) προκαλώντας έτσι ποταμούς πολιτικού ανορθολογισμού στην πολιτική σκέψη ενδοκρατικά και διακρατικά.        
[21] Βλ. Γ84-5
[22] Για άλλα εδάφια αναφορών στην ανθρώπινη φύση βλ. Α22, Γ39,84, Δ19,108.
[23] Αυτή η απλή, πασίδηλη και διυποκειμενικά αντιληπτή θεμελιώδης πραγματικότητα σημαίνει ότι όλες ανεξαιρέτως οι αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεωδών είναι στην καλύτερη περίπτωση λογικά εσφαλμένες και πολιτικά ατελέσφορες. Το γεγονός ότι αναρίθμητοι επιφανείς στοχαστές –και ακόμη μεγαλύτερος αριθμός φανατικών υποστηρικτών τους– δεν το αντιλήφθηκαν είναι επιστημονικά αδιάφορο. Η επιστημονική συνέπεια και ο ορθολογισμός των επιχειρημάτων ποτέ δεν ήταν υπόθεση αριθμητικών πλειοψηφιών. Χρέος ενός στοχαστή είναι να μην κλονίζεται ή επηρεάζεται από ευρέως διαδεδομένους στοχαστικούς παραλογισμούς και την περιρρέουσα ανορθολογική ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Τυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας ακλόνητης επιστημολογικής συνέπειας ήταν, εκτιμώ, ο Παναγιώτης Κονδύλης.
[24] Η απανθρωπία του δικαιώματος, (Δομός 1998) σελ. 30,31.
[25] Ό.π., σελ. 70
[26] Σε άλλη περίπτωση[26]τονίσαμε ότι η εθνική ανεξαρτησία στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί το αντίστοιχο της ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις.
[27] Όπως σημειώνει ο Adam Watson, «η δέσμευση των Ελλήνων έναντι της ανεξαρτησίας είναι θρυλική. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο ιδανικό ότι κάθε πόλη-κράτος, δηλαδή κάθε Πολιτεία, θα έπρεπε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της και απεχθάνονταν κάθε είδους επικυριαρχία ή ηγεμονία μιας άλλης πόλης ή μιας ξένης δύναμης. Δεν ανέκυπτε συχνά η ιδέα της ενοποίησης της Ελλάδας σε ένα μόνο κράτος, και όταν προέκυπτε, την αντιμετώπιζαν συνήθως με αποστροφή». Τονίζοντας το γεγονός των ατελειών στο κλασικό σύστημα, ο Watson επισημαίνει, επίσης, ότι «στην πράξη, πολλές ελληνικές πόλεις υποχρεώνονταν να αποδεχτούν κάποιο βαθμό ελέγχου από έναν επικυρίαρχο ή ηγεμονικό σύμμαχο, ιδιαίτερα στις εξωτερικές τους σχέσεις. Και αυτό θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί το μικρότερο από δύο δεινά. Οι ασιατικές ελληνικές πόλεις βρίσκονταν συνήθως σ’ αυτή την θέση όπως και πολλές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας για μεγάλες χρονικές περιόδους, ενώ οι δυτικές αποικίες σπανιότερα». Συνεχίζει για να υπογραμμίσει ότι παρά αυτές τις ατέλειες,  «οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σίγουρα, όσον αφορά την ιδέα τους περί νομιμοποίησης, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην πράξη, προς το άκρο των πολλαπλών ανεξαρτησιών του φάσματός μας» (Watson, A., Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005, σελ. 98). Ο Victor Ehrenberg, αναφερόμενος στο σύστημα διεθνών θεσμών της κλασικής περιόδου, σημειώνει ότι «το πιο σημαντικό όσον αφορά τη Δελφική Αμφικτιονία ήταν το γεγονός πως δεν είχε πραγματική αρμοδιότητα να προσφύγει κατά ιδιωτών πολιτών στο εσωτερικό των Πόλεων και πως δεν είχε αρμοδιότητες που υπερφαλάγγιζαν τις τοπικές αρχές. (…) Η αυτονομία των κρατών-μελών, επομένως, δύσκολα επηρεαζόταν από την Αμφικτιονία» (The Greek State, Methuen, London, 1969, σελ. 111). Οι ελληνικές πολιτείες ανέπτυξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «διεθνείς θεσμούς», αντιλαμβάνονταν τον ρόλο αυτών των θεσμών ως «διακυβερνητικό», δηλαδή ως ένα θεσμικό και πολιτικό σύστημα διακρατικής επικοινωνίας και συνεννόησης που δεν παραβίαζε την κυριαρχία των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα την ενίσχυε και την υποβοηθούσε στις διεθνείς της συναλλαγές της εποχής.
[28] Ο Zagorin σημειώνει ότι «η απώλεια της ανεξαρτησίας μέσω έξωθεν κυριαρχίας ή κατάκτησης ήταν για κάθε πόλη η υπέρτατη καταστροφή και θεωρείτο από τους πολίτες ως υποδούλωση», σελ. 31. Πιο κάτω, επίσης, επισημαίνει ότι «ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο ενάντια της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και υποταγής σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για την διατήρηση της αυτοκρατορίας είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών πόλεων», Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006) σελ. 269-70.
[29] Ο Γιανναράς, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της εξατομίκευσης στο πλαίσιο του νεωτερικού κράτους, ορθώς επισημαίνει πως αν και συνιστά πρόοδο σε σχέση με τον Μεσαίωνα στη Δύση, είναι ταυτόχρονα τραγική οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με το ιστορικό προηγούμενο της αρχαιοελληνικής πολιτικής και της προσωποκεντρικής ελληνοχριστιανικής ανθρωπολογίας. Μάλιστα, «οπισθοδρόμηση κοινωνική σε στάδιο προ-πολιτικό». Βλ. Η Απανθρωπία του δικαιώματος (Δόμος, Αθήνα 1998) σελ. 47. Τονίζοντας τις συναρτήσεις της κλασικής εποχής με τις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις, ο Ernest Barker σημειώνει ότι «καμία ιστορία δεν είναι τόσο σημαντική για εμάς και καμιά δεν είναι περισσότερο σύγχρονη από αυτή της κλασικής Ελλάδας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, είμαστε αυτό που είμαστε επειδή οι Έλληνες υπήρξαν με τη μορφή που το γνωρίσαμε. Με πολλούς τρόπους, ισχύει το παράδοξο η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα να είναι πιο μοντέρνα απ’ ό,τι η Ευρώπη του 19ου αιώνα. Ένας Άγγλος αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον Επιτάφιο του Περικλή παρά με τα απομνημονεύματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τα προβλήματα του έλληνα πολίτη της κλασικής περιόδου μας αγγίζουν ακόμη και σήμερα, επειδή η ελληνική εμπειρία πέρασε στην ουσία της ύπαρξής μας και συγχωνεύτηκε με την ύπαρξή μας» (Barker ό.π. 1961, σ. 17, 18, βλ. επίσης Watson ό.π. κεφ. 5).
[30] Η ιδέα της κρατοκεντρικής δόμησης ως υπέρτατης προσέγγισης μιας κατά κοινωνία πολιτικής οργάνωσης αμφισβητήθηκε σοβαρά κατά την διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, μετά δηλαδή την αποτυχία του συστήματος Πόλεων, γεγονός που συμβολίζεται από την έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι αμφισβητήσεις καλλιεργήθηκαν στο πλαίσιο μιας παράλληλης, αμφίπλευρης και αντιθετικής σχέσης μεταξύ επικούρειων και κυνικών κοσμοπολίτικων ιδεών κοσμικής ενότητας (εν πολλοίς απολιτικής μιας και αγνοεί τον κοινωνικό κατακερματισμό του πλανήτη) και αυτοκρατορικών αξιώσεων κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής. Στην ενδιάμεση σύντομη εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφενός η Ελληνική Συμμαχία δεν σήμαινε ουσιαστική αμφισβήτηση του συστήματος Πόλεων –μάλλον περί εφήμερης ηγεμόνευσης ενός θεσμού πρόκειται, βλ. JFC Fuller, Η ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004)– και αφετέρου, ο ίδιος ο μακεδόνας στρατηλάτης τα τελευταία χρόνια του βίου του συνέτεινε στην ιδέα του αυτόνομου κατά κοινωνία πολιτικού βίου με το να παλινορθεί τα κράτη των κοινωνιών που κατακτούσε στην πορεία συντριβής της Περσικής Αυτοκρατορίας. Το πως θα εξελισσόταν αυτό το σύστημα αν ο Αλέξανδρος δεν αποδημούσε νεότατος, είναι κάτι που μάλλον μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
[31] Αν και είναι γεγονός ότι το σύγχρονο κράτος είναι απείρως ατελέστερο από την κλασική Πόλη, αμφότερες οι Πολιτειακές εμπειρίες έπασχαν. Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται απλά ότι κύριο αίτιο τότε και τώρα είναι οι ποικίλες αμφισβητήσεις της ιδέας για κατά κοινωνία οργάνωση που προκαλεί κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό του πλανήτη. Τρία κύρια αίτια είναι τα ποικίλων αποχρώσεων συγκοινωνούντα δοχεία του διεθνισμού, του κοσμοπολιτισμού και του ηγεμονισμού. 
[32] Για τα ραγδαία ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα βλ. κεφ. 2-4 στο Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π.
[33] Ο Morgenthau είχε γράψει ότι το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό ή φιλοσοφικό αλλά αφορά μόνο την κοινωνική δομή του κόσμου. Η θέση του ήταν: δώστε μου μια παγκόσμια κοινωνία και θα σας δώσω μια παγκόσμια κυβέρνηση.
[34] Χαρακτηριστικά είναι εκείνα τα εδάφια που ο Θουκυδίδης θεωρεί ως δεδομένο τον ηθικό κατακερματισμό και τις απορρέουσες από αυτόν τον κατακερματισμό διαφορετικών περί δικαίου θεωρήσεων. Βλ. ιδ. τον διάλογο Μηλίων και Αθηναίων πρέσβεων.
[35] Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η βασική διαφορά μεταξύ Waltz (International Politics) και Mearsheimer (Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων). Ο πρώτος ισχυρίζεται ότι συνθήκες ισορροπίας φέρνουν σταθερότητα και ο δεύτερος ότι αυτή η σταθερότητα είναι επιρρεπής σε κλονισμό λόγω μιας ανελέητης εγγενούς τάσης των μεγάλων δυνάμεων να επιδιώκουν αενάως μερίδιο της παγκόσμιας ισχύος που διασφαλίζει ηγεμονία ή παρεμπόδιση περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων. Το πρόβλημα για την διεθνή πολιτική είναι ότι η ανάλυση του Mearsheimer είναι βαθύτατα θεμελιωμένη, ορθολογικά δομημένη και εκτεταμένα αιτιολογημένη.
[36] Ο Gilpin στο αριστούργημά του Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική περιέγραψε με πληρότητα τα αίτια που προκαλούν ταλαντώσεις και πολέμους λόγω αμφισβήτησης μιας ηγεμονικής τάξης πραγμάτων.
[37] Ο Mearheimer στο Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, υπογραμμίζει το ιστορικά επαληθευμένο γεγονός ότι η κατάληψη μιας μεγάλης δύναμης είναι δύσκολη ή και ανέφικτη  πρακτικά αδύνατη.
[38] Αυτό τόνισαν χωρίς δισταγμό οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογο των αθηναίων πρέσβεων με τους αντιπροσώπους των Μηλίων (Ε84-116)
[39]. Ήδη υποστηρίξαμε πως τέτοια ολισθήματα οφείλονται είτε σε ηχηρή αμάθεια είτε σε καταναγκασμούς και εξαναγκασμούς που προκαλεί η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα που υποχρεώνει πολλούς αναλυτές να νοθεύουν την καθαρότητα των στοχασμών του Παραδοσιακού Παραδείγματος.
[40] Σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό γράμμα του Edward H. Carr προς τον Stanley Hoffmann στις 30 Σεπτεμβρίου 1977, ο πρώτος σημειώνει το αναντίρρητο και πασίδηλο πλέον γεγονός, ιδιαίτερα ορατό σε μικρά και εξαρτημένα κράτη που αναμασούν μεταπρατικά τα θεωρήματα αγγλοσαξόνων δασκάλων τους, ότι «δεν υπάρχει επιστήμη των διεθνών Σχέσεων. Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στον αγγλόφωνο κόσμο είναι απλά ο καλύτερος τρόπος για να κυβερνούν τον κόσμο από θέσεως ισχύος». [“No science of International Relations exists. The study of International relations in the English speaking word is simply a study of the best way to run the world from positions of strength”]. Παρατίθεται στο M.Cox (ed), E.H.Carr, A critical appraisal (Palgrave, NY 2000), σ. 16 (σημ. 5).
[41] Με την έννοια ότι οι δραστηριότητές του στερούνται επαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων. Ουσιαστικά, το συγκεκριμένο πρόσωπο όχι μόνο διαφεύγει αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων αλλά επιπλέον οι διεθνικές τους δραστηριότητες κατευθύνουν ολόκληρες κοινωνίες ακόμη και μεγάλες. Πρόκειται για χαρακτηριστικά φαινόμενα που συνιστούν πολιτική ανωμαλία στο υπέρτατο στάδιό της.

Δάγων, Ο Ιχθυόμορφος Θεός

Στην γιορτή του οποίου ανήμερα, οι Φιλισταίοι έβγαλαν από τη φυλακή και αλυσόδεσαν στις κολώνες του Ναού του Δάγωνα τον γνωστό για την υπερφυσική του λόγω μαλλιών δύναμη Σαμψών, με αποτέλεσμα να γκρεμίσει το Ναό και να τους καταπλακώσει όλους.

  "Και πήραν τον Δάγωνα και τον εγκατέστησαν στον Τόπο του, επανιδρύοντας την Αρχαία λατρεία, καλώντας τους ισχυρούς που έρχονται από την Αιωνιότητα"…

Αρκετά είναι τα βιβλία που αναφέρονται σε τέτοιου είδους υπέρτατους και Αρχαίους Θεούς, όμως το πιο αμφιλεγόμενο από όλα φαίνεται πως είναι το ¨Al Azif¨ του τρελού Άραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ, το αποκαλούμενο και ¨Νεκρονομικόν¨, όνομα που πηγάζει από τις τις Ελληνικές λέξεις Νεκρός, Νόμος, Εικόνα ( Η εικόνα του Νόμου των Νεκρών) , και που κατα πολλούς επινοήθηκέ και γράφτηκε από τον ίδιο τον Λάβκραφτ, εμπνευστή της Μυθολογίας Κθούλου. Φημολογείται πως ο Λάβκραφτ επινόησε το ψευδώνυμο Αλχαζρέντ για να δώσει αληθοφάνεια στο Βιβλίο του και κατασκεύασε μια ολόκληρη ιστορία που θα συνόδευε τον υποτιθέμενο Αλχαζρέντ και το Νεκρονομικόν μέχρι και σήμερα.

Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, που ο Λάβκραφτ δημοσίευσε σε κάποιο φυλλάδιό του το 1936, ο Αλχαζρέντ βρήκε και αντέγραψε τα κείμενα του ¨Al Azif¨ στην Δαμασκό το 730 π.χ. Το περιεχόμενο των επίμαχων κειμένων του βιβλίου κάνει λόγο για την ύπαρξη κάποιων σκοτεινών θεών που περιμένουν μέσα στην Αιωνιότητα ώσπου να αναστηθούν και να κυβερνήσουν ξανα. Άμορφες εξωγήινες Θεότητες που έσπειραν τους Γόνους τους στην Γη και εξορίστηκαν περιμένοντας την ώρα της επιστροφής τους…

Ένας απο αυτούς τους αποτρόπαιους θεούς είναι και ο Δάγωνας. Θεότητα του νερού, κατώτερη από τον Μέγα Κθούλου, τον Ιερέα των Μεγάλων Παλαιών, αφού ο Δάγων και οι υπηρέτες του Αβυσσαίοι τον υπηρετούν. Η πρώτη αναφορά στον Δάγων της Μυθολογίας Κθούλου γίνεται από τον Λάβκραφτ στο ομώνυμο έργο του ¨Dagon¨, το 1917.Οι ιστορικές αναφορές στον Θεό Δάγωνα κάνουν λόγο για μια αρκετά διαφορετική θεότητα από εκείνη που παρουσιάζεται στο Νεκρονομικόν. Φαίνεται πως το αρχετυπο του Δάγωνα είναι η Σημιτική Θεότητα Dagan, που λατρευόταν από τους Φιλισταίους. Σε αντίθεση με την Δαιμονική θεότητα του Νεκρονομικόν, μάλλον ο Ντάγκαν των Φιλισταίων λατρευόταν ως Θεός της βλάστησης αλλά και της γονιμότητας. Αναγνωριζόταν επίσης ως ο Υπέρτατος Δικαστής των Νεκρών.

Η λατρεία του Δάγωνα αναπτύχθηκε στην Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη, και αργότερα υιοθετήθηκε από τους Φιλισταίους και τους Φοίνικες. Υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι σε αυτόν στην Γάζα, αλλά και σε πολλές ακόμη πόλεις της Νότιας Παλαιστίνης. Ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Ουρανού και της αδελφής του Γης. Οι άλλοι ήταν οι Elos (Κρόνος) και Άτλας. Λέγεται πως αφού ανακάλυψε τα δημητριακά, ο Δάγων ονομάστηκε και Ζευς Αρότριος. Συνδέεται επίσης με τον Θεό Βάαλ, τον επονομαζόμενο ¨Υιό του Δάγωνα¨. Ο Βάαλ αναφέρεται ως θεός της Γονιμότητας, του Κεραυνού και της Βροχής.

Η σκοτεινή Πλευρά του Δάγωνα

Έστω και αν αναγνωριζόταν ως θεός της βλάστησης, ο Δάγων είχε και σκοτεινές πλευρές, που στην πορεία ενέπνευσαν τον Λάβκραφτ για την κατασκεύη της Λατρείας του Δάγωνα των Μεγάλων Παλαιών. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο βιβλίο του Σαμουήλ, κεφάλαιο 5, γίνεται μια αναφορά στο πως οι δυνάμεις του Γιαχβέ κατατροπώνουν αυτές του Δάγωνα. Σύμφωνα με το παραπάνω κεφάλαιο, οι Φιλισταίοι έκλεψαν την Κιβωτό της Διαθήκης με σκοπό να την κρατήσουν ως τρόπαιο στον Ναό του Δάγωνα και τότε οι Κατάρες του Γιαχβέ έπεσαν πάνω τους. Αρχικά βρήκαν το άγαλμα του θεού τους να κείτεται στο πάτωμα, και αφού το αντικατέστησαν, το ξαναβρήκαν πεσμένο, αλλά αυτή την φορά με το κεφάλι και τα χέρια κομμένα. Οι μάστιγες και οι επιδημίες στοίχειωσαν τους Φιλισταίους,που πλέον στα μάτια τους ο Δάγων ήταν ανίκανος, ώσπου να επιστρέψουν την Κιβωτό πίσω στους Ισραηλίτες.

Όπως φαίνεται, η Λατρειά του Δάγωνα από τους Φιλισταίους ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης για τον Λάβκραφτ, που την εδραίωσε με το διήγημά του ¨Η Σκιά Πάνω από το Ίνσμουθ¨ (1931), στο οποίο αναφέρει πως στην πόλη αναπτύχθηκε η Μυστική Λατρεία ενός Ιχθυόμορφου Θεού και των βατραχόμορφων απογόνων του, με σκοπό την ανάστασή τους και την απόδοση φόρου τιμής στον Μέγα Κθούλου.[Kingom_of_Dagon_II_2006_by_Hefsiular]

 Αν και η πιό συνηθισμένη εικόνα του Δάγωνα είναι αυτή του Θεού – Ψαριού, κανένα άγαλμα ή προτομή της θεότητας δεν έχει βρεθεί ή αναγνωριστεί. Επίσης, τίποτα δεν φαίνεται να συμφωνεί με την εικόνα το Ιχθυόμορφου που έχει αποδοθεί σε εκείνον. Αυτό συμβαίνει διότι με τους Αιώνες η εικόνα του Δάγωνα μάλλον έχει μπερδευτεί με αυτές άλλων Θεοτήτων. Η απεικόνιση των χαρακτηριστικών της γοργόνας που του αποδίδουν, ανήκουν στην Συριακή Θεά Αταργκάτις, που είχε μορφή Γοργόνας. Ο ραββίνος Λεβί πως ο Δάγων είχε την μορφή Άνδρα.Αυτή η συγχώνευση εικόνων του Δάγωνα, φαίνεται πως οφείλεται στην προσπάθεια των Εβραίων να γελοιοποιήσουν την Θεότητα.

Ο θεός Δάγων, ακριβώς λόγω των υποτιθέμενων ιχθυόμορφων χαρακτηριστικών του, συσχετίστηκε με τον Βαβυλώνιο Θεό Ea, που σύμφωνα με τον μύθο κατοικούσε στα βάθη της Αβύσσου των γλυκών νερών. Είχε την μορφή κατσίκας με ουρά ψαριού, και κρατούσε στα χέρια του ένα βάζο από το οποίο έτρεχε νερο. Είναι εύκολο λοιπόν να κατανοήσουμε τις πολλές και διαφορετικές ρίζες της διφορούμενης εικόνας του Αρχαίου Θεού Δάγων. Ποιά είναι όμως η αληθινή του υπόσταση; Αυτή που δεν δίνεται σε γλαφυρές παρομοιώσεις τύπου ¨Ιχθυόμορφος Θεός¨;…

Ένας Θεός στα Ταρώ;
Ο Άλιστερ Κρόουλι, αναφέρει στις κάρτες Ταρώ του Ερμή Θωθ, πως ο Δάγων είναι η απεικόνιση 0 ¨The Fool¨, και η απεικόνιση ΧΙΙΙ ¨Death¨. Αυτές οι κάρτες θα μπορούσαν να έχουν σχέση με τον Θεό αυτό, αν είχε την μορφή ιχθύος και όντως σχετιζόταν με τον Θεό Ea. Μάλλον όμως και οι δύο κάρτες αυτές δεν έχουν σχέση με τον Δάγωνα. Αν πάρουμε τις παραπάνω παραμέτρους και κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λατρευόταν από τους φιλισταίους, θα παρατηρήσουμε αμέσως πως η κάρτα Ταρώ που ταιριάζει σε αυτόν είναι η κάρτα ΙΧ ¨Ο Ερημίτης¨.Ο αριθμός της εβραικής λέξης DGVN (Δάγων) είναι το 63, όπου 6+3 =9 ή ΙΧ: Ο Ερημίτης.

Ο Κρόουλι αναφέρει: ¨Ο υψηλότερος συμβολισμός σε αυτήν την κάρτα είναι πως η γονιμότητα βρίσκεται στην πιο ανυψωτική της υπόσταση, Κι αυτό αντανακλάται στην κάρτα με το σημάδι της Παρθένου. Η παρθένος είναι το σημάδι της Γης και παραπέμπει στο Καλαμπόκι, για αυτό και το φόντο της κάρτας είναι ένα τοπίο γεμάτο σιτάρι…

¨Ο Δάγων είναι ο Θεός της βλάστησης και της Γης, οπότε γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η κάρτα αυτή είναι που ταιριάζει πέρα απο κάθε αμφιβολία στην πραγματική μορφή του. Ο σχεδιασμός της συγκεκριμένης κάρτας είναι εκπληκτικός. Ένα γεωμέτρικό μοτίβο διαφαίνεται στις ακτίνες φωτός που διαπερνούν το φανάρι στο κέντρο της, φωτίζοντας την. Το συγκεκριμένο γεωμετρικό μοτίβο είναι και ο Τελετουργικός Σχεδιασμος του Δάγωνα, που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από διάφορες σέκτες για την επίκλησή του…

Κάθε φορά που αναρωτιόμαστε, φτάνουμε ένα βήμα πιό κοντά στην κατανόηση της αλήθειας. Απλώνουμε τα χέρια και αγγίζουμε έστω και ένα μκρό μέρος των υπέρτατων Θεών που ζουν μέσα στις Μυθολογίες και τους Αιώνες. Νιώθουμε την αύρα τους, ακούμε την οργή τους. Αμυδρά. Όποια και αν είναι η μορφή τους. Ότι και αν αντιπροσωπεύουν…

Κάποτε οι Θεοί ήρθαν

Αποτέλεσμα εικόνας για Έλληνες δείτε!!! Κάποτε οι Θεοί ήρθαν !!! (Βίντεο)
ΟΙ ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΟΙΧΤΟ ΜΥΑΛΟ...

 ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΑ ΟΝΤΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΠΑΡΕΜΒΟΥΝ ΣΕ ΓΕΝΝΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΒΕΛΤΙΟΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΦΥΛΕΣ!!!





Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αρχαία Ελλάδα και συνεχίζει και σήμερα να είναι σημαντική στην πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων καθώς διαμόρφωσε τη μυθολογία τους και τη θέαση και προσέγγιση του κόσμου τους.Ο άνθρωπος πάντα ένιωθε την ανάγκη να πιστεύει σε μια ανώτερη, θεϊκή δύναμη. Ο Δωδεκαθεισμός ήταν η θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων. Μέσω της θρησκείας αυτής οι άνθρωποι της αρχαίας Ελλάδος μπορούσαν να εκφραστούν και να δημιουργήσουν.
Ο Αρχαίος πολιτισμός αναπτύχθηκε πολύ εξαιτίας της θρησκείας. Οι άνθρωποι άρχιζαν να χτίζουν ναούς, να φτιάχνουν αγάλματα, τοιχογραφίες προς τιμή των θεών που μερικές από αυτές σώζονται ως σήμερα. Όλα αυτά αποτελούν ταυτότητα για τον Έλληνα αφού πολλοί ξένοι έρχονται στην χώρα μας και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία και για τα αρχαία αντικείμενα που σχετίζονται με αυτήν, σώζονται και αποτελούν μεγάλα έργα τέχνης.
Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία βοήθησε όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τους σημερινούς αφού μεγάλο μέρος του τουρισμού και της οικονομίας της Ελλάδος στηρίζεται στην αρχαιότητα και στην κληρονομιά που άφησε σε μας ( μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι ). Βέβαια, έχουν γραφεί πολλά βιβλία για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, φιλοσοφικού και διδακτικού περιεχομένου. Σε όλη την γη διαβάζονται είτε από ενδιαφέρον είτε για μάθηση και εμβάθυνση στον αρχαίο πολιτισμό είτε από απλή περιέργεια. Πολλές ταινίες εξάλλου έχουν παιχθεί στον παγκόσμιο κινηματογράφο που αφορούν την Αρχαία Ελλάδα, την  θρησκεία της και τους ήρωές της.
 
Ουρανός-Γη-Κρονος
Οι σχέσεις μεταξύ του Ουρανού και των παιδιών του δεν ήταν πολύ φιλικές. Η οργή του μεγάλου Θεού έπεσε πάνω στους Τιτάνες τους οποίους φυλάκισε στα έγκατα της γης. Η μητέρα τους, εξοργισμένη από την αδικία, ζήτησε από τους γιους της να σκοτώσουν τον πατέρα τους.
Ο Κρόνος ,ο μικρότερος γιος, επειδή ήταν απ’τους πιο θαρραλέους, το βράδυ κρύφτηκε στο δωμάτιο των γονιών του και έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του, τα οποία έπεσαν στη θάλασσα. Από αυτά τα όργανα γεννήθηκε η Αφροδίτη ,οι Ερινύες, οι Νύμφες και οι Γίγαντες.
 
Κρόνος – Ρέα- Διας
Μετά την πτώση του Ουρανού, αρχηγός του σύμπαντος έγινε ο Κρόνος. Αμέσως αποφυλάκισε τα αδέλφια του και παντρεύτηκε την Ρέα. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν η Δήμητρα, η Εστία, η Ήρα, ο Άδης και ο Ποσειδώνας.  Ο Κρόνος όμως αποδείχθηκε χειρότερος από τον πατέρα του – φοβούμενος ότι τα παιδιά του θα τον εκθρόνιζαν,  τα κατάπινε όταν γεννιόνταν. Η Ρέα, πριν γεννήσει τον Δία, το τελευταίο της παιδί, συμβουλεύτηκε τον Ουρανό και την Γη. Με την βοήθεια τους έκρυψε τον Δία σε μια σπηλιά στην Κρήτη και έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί μια πέτρα αντί για τον γιο της. Όταν μεγάλωσε, ο Δίας νίκησε τον Πατέρα του και με τα αδέλφια του έγιναν οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου.
 
Οι Θεοί
Ο πολυθεϊσμός ήταν από τις πιο διαδεδομένες θρησκείες των Αρχαίων Ελλήνων. Για τους Αρχαίος Έλληνες, οι θεοί σαν σύνολο αντιπροσώπευαν  μια σημαντική έννοια – την φύση σε όλες της τις εκφορές και κάθε θεός η θεά συσχετιζόταν με μια η περισσότερες δυνάμεις της φύσης.
Για τους Έλληνες, οι θεοί ήταν αθάνατοι, πανταχού παρόντες και αξιολάτρευτοι. Μπορούσαν να ελέγξουν όλους τους θνητούς σε κάθε στάδιο της ζωής τους , προκαθορίζοντας την μοίρα τους και τις σχέσεις τους. Παρόλα αυτά, για τους Έλληνες οι θεοί δεν ήταν απόμακρα, απρόσιτα όντα – οι άνθρωποι μπορούσαν να τους πλησιάσουν, να τους δούνε, να τους ακούσουν και να τους αγγίξουν εύκολα. Ως αντιφατικά και πολύπλευρα όντα, οι θεοί αποτελούσαν παράδειγμα προς μίμηση για έναν τέλειο άνθρωπο – αλλά έναν άνθρωπο ελεύθερο από τις στερήσεις και τις απαγορεύσεις της ζωής, ο οποίος μπορούσε να διασκεδάσει με ο,τιδήποτε,  μπορούσε να τραυματιστεί χωρίς να νιώσει πόνο ή να πεθάνει, μπορούσε να ερωτευτεί χωρίς να υποβάλλεται σε όρια παρόμοια με των ανθρώπων, μπορούσε να νιώσει θυμό ή ζήλια χωρίς να καταπιέζει τα συναισθήματά του  και τέλος, μπορούσε να γλεντήσει και να μεθύσει απεριόριστα. Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέθεταν στους θεούς τους όλες τις ιδιότητες που θα ήθελαν οι ίδιοι να κατέχουν αλλά τις οποίες η ανθρώπινη φύση δεν τους επέτρεπε να αποκτήσουν. Οι ανθρώπινες ιδιότητες των θεών, ωστόσο, δεν μειώνουν την θεϊκή τους υπόσταση. Στην πραγματικότητα, τα χαρακτηριστικά τα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν στους θεούς λειτουργούσαν ως παραδείγματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά και αποτελούσαν τους στόχους, τους οποίους έθεταν οι θνητοί για τον εαυτό τους.
Η σωματική ομοιότητα μεταξύ των θεών και ανθρώπων εξυπηρετούσε έναν σημαντικό σκοπό. Οι θεϊκές μορφές που γεννήθηκαν από το Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, δεν ήταν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από  μια εικόνα την οποία  όφειλαν  να προσεγγίσουν οι άνθρωποι. Από την άλλη πλευρά, οι θεοί υιοθετούσαν ανθρώπινοι μορφή όταν εμφανίζονταν στους θνητούς και έτσι τα σώματά τους δεν ήταν απαραίτητα εξωπραγματικά – καλύτερα θα μπορούσαν να περιγράφονται ως πηγές ενέργειας και έμπνευσης από τις οποίες μπορούσαν να δημιουργηθούν υπερφυσικές δυνάμεις.
Κάθε μια από τις Αρχαίες Ελληνικές πόλεις-κράτη είχε το δικό της Πάνθεον. Παρόλα αυτά, ολόκληρη η Ελλάδα μοιραζόταν τους ίδιους θεούς που είχαν δημιουργηθεί από τις κοινές ανάγκες μελών τις ίδιας φυλής. Οι πρώτες γραπτές αναφορές στους Αρχαίους Έλληνες Θεούς χρονολογούνται από την Μυκηναϊκή περίοδο. Τα ονόματα του Δία, Ποσειδώνα, Άρη, Ερμή και Διονύσου ήταν χαραγμένα σε πήλινες  πινακίδες στην Γραμμική Β γραφή και βρέθηκαν σε Μυκηναϊκά παλάτια των πόλεων των Μυκηνών, Πύλου και Κνωσού. Αυτές χρονολογούνται περίπου από το 1400 – 1200 π.Χ.
Το Ολύμπιο Πάνθεον πήρε την τελική του μορφή τον 10ο αιώνα π.Χ. ( Γεωμετρική Περίοδος ) και καθιερώθηκε στο Ελληνικό πνεύμα χάρη στα έπη του Ομήρου τα οποία ήταν δημοφιλή και σημαντικά ως υλικό παιδείας και εκπαίδευσης από τα αρχαία ακόμη χρόνια.
Όταν στις πόλεις-κράτη πέρασαν τον 8ο αιώνα π.Χ. τα καινούρια στοιχεία του ολοκληρωμένου δωδεκαθέου,  οι θρησκευτικές έννοιες των Ελλήνων ανανεώθηκαν και βελτιώθηκαν με αυτά τα νέα στοιχεία και εμφανίστηκαν οι πρώτες επίσημες τοποθεσίες για λατρεία των θεών. Το Αρχαίο Ελληνικό θρησκευτικό σύστημα ολοκληρώθηκε στην Αρχαϊκή  και Κλασσική περίοδο ( 6ος – 5ος αιώνας π.Χ.) που θα αποτελέσει και την περίοδο της κορύφωσης του Ελληνικού Πολιτισμού.
 
Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου
12g_Olympos           Ανάμεσα σε όλους τους θεούς που λάτρευαν οι Έλληνες, οι δώδεκα θεοί του όρους Ολύμπου, σχημάτιζαν μια ειδική κατηγορία. Οι θεοί του Ολύμπου ήταν ο Δίας, η Ήρα, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας, η Άρτεμις, η Δήμητρα, ο Ερμής, η Αφροδίτη,  ο Άρης, ο Ήφαιστος  και  η Εστία. Σε μερικές περιοχές, διάφορες θέσεις των δώδεκα θεών διεκδικούσαν ο Πλούτωνας, ο Διόνυσος , ο Ηρακλής και άλλοι τοπικοί ήρωες.
Οι θεοί του Ολύμπου ζούσαν κυρίως φιλικά μεταξύ τους, σε ένα σπίτι-ανάκτορο που ήταν ιδανικό στην χρήση του και ιδιαίτερα μαγευτικό. Με την απόφαση των θεών να κατοικήσουν στον Όλυμπο, αυτομάτως εισάγεται η έννοια ότι ζούσαν στο όριο μεταξύ της Γης και του Ουρανού και έτσι μπορούσαν να επιτηρούνε ό,τι γινόταν στο κόσμο. Το κύριό  τους μέλημα ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο μερικές φορές «έλουζαν» με δώρα και μερικές φορές δίωκαν. Ο αρχηγός των θεών ήταν ο Δίας, ο πανταχού παρών, ακολουθούμενος από άλλους, μικρότερους σε σημασία θεούς, σε μια στοιχειώδη ιεραρχία στην οποία κάθε θεότητα είχε την δική της επιρροή. Όποια δύναμη και αν είχε ο καθένας από τους δώδεκα θεούς, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να «πατήσει» τον ιερό όρκο που είχε δώσει δίπλα στα νερά της π Στίγας, η οποία βρισκόταν στο κάτω κόσμο. Οι θεοί ορκίστηκαν πως εάν δεν τηρούσαν την υπόσχεση που είχαν δώσει, η τιμωρία τους θα ήταν ένας χρόνος σε κατάστασης κόμματος έπειτα από τον οποίο, οι θεοί απαγορευόταν να συναντηθούν με τους άλλους θεούς για άλλα εννέα χρονιά.
Ο μεγαλύτερος όρκος που μπορούσαν να πάρουν οι θνητοί ήταν προς στους δώδεκα θεούς. Η ποινή για τους επιόρκους ήταν αυστηρή διότι οι δώδεκα θεοί ήταν και αμείλικτοι δικαστές για τους ανθρώπους. Οι Αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν κάθε θεό διαφορετικά και επίσης έστηναν προσκυνητάρια για να τιμήσουν τους δώδεκα θεούς.
 
Δίας
12g_Zeus           Ο «Πατήρ Θεών τε και Ανθρώπων» ο Δίας, ο Βασιλιάς του Ολύμπου και αρχηγός του δωδεκαθέου, άρχοντας των κεραυνών, τιμωρός και προστάτης, εραστής και πολέμαρχος, νίκησε τον πατέρα του Κρόνο και έριξε τους Τιτάνες και τους Γίγαντες στα Τάρταρα. Ήταν ο αδιαμφισβήτητος κυβερνήτης του σύμπαντος και ήλεγχε τα πάντα. Αλλά η δύναμη του δεν ήταν χωρίς περιορισμούς. Ο ρόλος του ήταν κυρίως να συντονίζει της δραστηριότητες των άλλων θεών και να επιβεβαιώνει ότι οι άλλοι θεοί δεν ξεπερνούσαν τις δυνάμεις τους φτάνοντας στην ύβρη. Αυτός ήταν σε κάθε περίπτωση ο εγγυητής της τάξης σε θεϊκά και σε ανθρώπινα θέματα. Οι βασιλιάδες της γης θεωρούνταν  απόγονοί του.
Ο Δίας λεγόταν πολιούχος και «πολιεύς» –  πατέρας της πόλης. Η άμυνα των Ελληνικών πόλεων ήταν μια από τις ευθύνες του, η οποία είναι ο λόγος για τον οποίο λατρευόταν όπως και η Αθηνά ως Πρόμαχος, αρχηγός σε μάχες και Σωτήρ, σωτήρας. Άλλα επίθετά του ήταν Ελευθέριος, ελευθερωτής, επειδή έδινε την ελευθερία σε αυτούς που προστάτευε.
Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες αναφερόντουσαν στον Ολύμπιο Δία εννοούσαν τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων που κυβερνούσε τον κόσμο από το παλάτι του στον Όλυμπο. Ο Δίας ήταν η πηγή του παραδεισένιου φωτός και αυτός ρύθμιζε τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Έστελνε στην γη, τον άνεμο, τα σύννεφα, την βροχή και τον κεραυνό. Τα σύμβολά του συνδέονταν με αυτές τις δυνάμεις – όχι μόνο ο κεραυνός αλλά και ο αετός, το ιερό πουλί που πετάει πιο ψηλά και γρήγορα από όλα τα άλλα πτηνά στο ουρανό υπήρξε σύμβολο του Δία.
Οι Έλληνες λάτρευαν τον Δία σε κορυφές βουνών οπού η Γη συναντούσε τον Ουρανό. Τα φυσικά φαινόμενα, ελεγχόμενα από τον Δία, όταν συμβαίνανε θεωρούνταν ως σημάδια από τους θεούς και ικανά να παρέχουν στους ανθρώπους πληροφορίες για γεγονότα που θα γίνονταν στο προσεχές μέλλον. Ο μάντης στην Δωδώνη, ένας από τους πιο σημαντικούς της Ελλάδας, ήταν αφοσιωμένος στον Δία. Εκτός από την δύναμη του στον Ουρανό και στην Γη, ο Δίας προστάτευε και τα ανθρώπινα όντα. Σε κάθε σπίτι υπήρχε ένα Προσκυνητάριο προορισμένο για τη λατρεία στο Δία και ήταν ο προστάτης της ειρήνης και στην οικία. Επιπλέον, αυτός προφύλασσε την φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους (Δίας Φίλιος) και βοηθούσε αυτούς που τον είχαν ανάγκη, ιδιαίτερα τους ταπεινούς και τους ξένους (Δίας Ξένιος). Οι δυνάμεις του Δία ολοκληρώνονται με την επίβλεψη του για τους όρκους των θνητών και η ευθύνη να αποδίδει δικαιοσύνη εάν κάποιος όρκος δεν τηρούνταν. Οι τιμωρίες του μπορεί να ήταν σκληρές έως υπερβολικές, αλλά ήταν πάντα πρόθυμος να συγχωρήσει εάν οι θνητοί έδειχναν την μεταμέλεια τους και προσεύχονταν σε αυτόν. Για αυτούς τους λόγους, οι Έλληνες δεν παρέλειπαν να τιμούν τον αρχηγό των θεών με εντυπωσιακές τελετές, γιορτές και αθλητικούς αγώνες – δυο από τις τέσσερις μεγαλύτερες διοργανώσεις, οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Νέμεα, ήταν αποκλειστικά αφιερωμένες στον Δία.
Υπάρχουν άπειροι μύθοι που σχετίζονται με τον Δία και πολλοί από αυτούς είναι ιδιαιτέρως  συναρπαστικοί. Συμπεριλαμβάνουν αφηγήσεις για τις ερωτικές σχέσεις του Δία που προκαλούν αίσθηση και διχάζουν την κοινή γνώμη για την ηθική των γάμων και των δεσμών των αρχαίων θεών. Παρόλα αυτά, είναι εύκολο να κατανοήσουμε αυτούς τους μύθους εάν μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε το συμβολικό τους περιεχόμενο. Με το να περιγράφουν τις ερωτικές συναντήσεις της κυριότερης θεότητάς τους, οι Έλληνες απέδιδαν στους θεούς όλα τα στοιχεία της φύσης, των νόμων και πνευματικών δυνατοτήτων, των κανόνων που «κυβερνούν» την κοινωνία και ακόμη, την προέλευση της ανθρωπότητας.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις, ο Δίας κοιμήθηκε με την Μέτιδα, την προσωποποίηση της σοφίας και της μάθησης, και έτσι γεννήθηκε η Αθηνά. Έπειτα κοιμήθηκε με την Θέμιδα, που συμβόλιζε τον νόμο και την ηθική τάξη, και έτσι γεννήθηκαν οι Ώρες και οι Μοίρες, που κυβερνούσαν την μοίρα όλων των ανθρώπων. Η ένωσή του με την Μνημοσύνη δημιούργησε τις εννέα Μούσες, πηγή όλων των ποιητικών εμπνεύσεων, και από την ένωσή του με την Δήμητρα γεννήθηκε η Περσεφόνη, που συμβολίζει την γονιμότητα της γης. Ο Δίας και η Λιτώ ήταν οι γονείς του Απόλλωνα και της Άρτεμης και με την ένωση του Δια με την Ευρυνόμη γεννήθηκαν οι Χάριτες, που έφεραν έναν άγγιγμα ομορφιάς στον κόσμο. Ο σχηματισμός αυτών των μύθων ικανοποιούσε την ανάγκη που ένιωθαν οι Αριστοκράτες της Ιστορικής Περιόδου να ανιχνεύσουν τους προγόνους τους στον μεγαλύτερο θεό που λάτρευε ο λαός και έτσι, οι ίδιοι ένιωθαν απόγονοι μεγάλων θεών με εξαιρετικές δυνάμεις.
Το συμβολικό νόημα των μύθων ήταν συχνά κρυμμένο πίσω από ποικίλες διασκευές στις «περιστάσεις» τους  και σε πολλές από αυτές τις ιστορίες εντοπίζεται περίτρανα η ευφυΐα των Ελλήνων. Στα αποσπάσματα των αρχαίων συγγραφέων, ο Δίας είναι πάντοτε ζευγάρι με την Ήρα(παρόλο που ήταν ταυτόχρονα αδελφή του) και η ζωή των θεϊκών συζύγων απεικονίζεται παρόμοια με αυτή μιας συνηθισμένης πατριαρχικής οικογένειας. Ο Δίας ήταν συστηματικά άπιστος στην γυναίκα του και σκαρφιζόταν ιστορίες για να βρεθεί με τις ερωμένες του. Η Ήρα, απελπισμένη από ζήλια έκανε ό,τι ήταν δυνατόν και ό,τι μπορούσε για να εκνευρίσει τον Δία και τις ερωμένες του και έπαιρνε εκδίκηση όταν ο Δίας της ήταν άπιστος. Παρόλο που ο μεγάλος θεός ήταν άρχοντας της δημιουργίας, δεν μπορούσε να αντισταθεί στην μοίρα του, που ήταν να προικίσει την ανθρωπότητα με τους πλούσιους καρπούς  των περιπετειών του.
 
Ήρα
12g_Hera           Αδελφή και σύζυγος του Δια, ήταν η Ήρα, η οποία ως κύριο σκοπό της είχε να προστατεύει τις γυναίκες και το γάμο, αν και συνήθως αρεσκόταν να κατατρέχει και να τιμωρεί τις πάμπολλες ερωμένες του άντρα της και τα παιδιά που προέκυπταν από τις ερωτοτροπίες αυτές εκτός του γάμου τους. Βέβαια, και η Ήρα συχνά κατέφευγε σε ερωτικές περιπλανήσεις, όμως πάντα ξαναγύριζε στον άντρα της. Η Ήρα ανάμεσα στις θεές του Ολύμπου απολάμβανε τη θέση της πιστής γυναίκας και επίσημης συζύγου του Δία. Σύμφωνα με μια παράδοση γεννήθηκε στην Σάμο – οι άνθρωποι του νησιού πίστευαν ότι η Ήρα είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στις όχθες του ποταμού Ίμπρασσου, όπου αργότερα χτίστηκε ο φημισμένος ναός της Ήρας στην Σάμο, το Ηραίο.
Υπήρχε και ένας ακόμη ναός της Ήρας στο Άργος. Αυτός ο ναός ήταν το πιο σημαντικό θρησκευτικό κέντρο της Πελοποννήσου και σχετιζόταν με την αγάπη της Ήρας και του Δία. Η ιστορία έλεγε πως ο αδελφός και η αδελφή αγαπιόταν από πολύ παλιά, πριν γίνουν  κυβερνήτες του Ολύμπου, ακόμη και στην παιδική τους ηλικία συναντιόντουσαν κρυφά από τους γονείς τους.
Ο ιερός γάμος μεταξύ αυτών των θεοτήτων έχει ερμηνευτεί ως σύμβολο της γονιμότητας της γης και αυτό ταιριάζει με την περιγραφή του Ομήρου στην Ιλιάδα : « καθώς ο Δίας  κρατούσε στην αγκαλιά του την γυναίκα, η γη έβγαλε χορτάρι, καρπούς και ευωδιαστά άνθη, απαλά και ζεστά που φύτρωναν από το έδαφος». Με την ένωσή της με τον μεγαλύτερο Ολύμπιο θεό, η Ήρα απέκτησε όλες τις ιδιότητες του Δία, όμως σε μια θηλυκή έκδοση. Αυτή στα αρχαία χρόνια λατρευόταν ως Ακραία και Γαμήλια, δηλαδή ως σύμβολο του γάμου και της γαμήλιας ζωής. Αφού για τους Αρχαίους Έλληνες η καλύτερη μοίρα μιας γυναίκας και η κοινωνική της καταξίωση ήταν να φέρει νόμιμα παιδιά στον κόσμο, η Ήρα συχνά ονομαζόταν και «Τέλεια» διότι με το να εκπληρώσει την αποστολή της είχε φτάσει στην τελειότητα.
Ήταν έθιμο για τα νεαρά ζευγάρια, προτού παντρευτούν, να θυσιάσουν στην Τέλεια Ήρα και στον Τέλειο Δία. Αλλά η Ήρα επίσης αντιπροσώπευε και όλα τα άλλα στάδια της ζωής των γυναικών – τα μικρά κορίτσια την τιμούσαν ως Παρθένο, οι παντρεμένες γυναίκες ως Τέλεια και οι χήρες ως Χήρα – υπήρχε ένας μύθος που έλεγε ότι ο Δίας και η Ήρα χώρισαν και ενώ η διαμάχη τους κρατούσε, η Ήρα θεωρούνταν χήρα.
Τα νόμιμα παιδιά του Δία και της Ήρας ήταν ο Άρης, η Ήβη και η Ειλειθυία. Μερικές συγγραφείς προσθέτουν και τον Ήφαιστο στον κατάλογο ως παιδί τους, ενώ σύμφωνα με άλλους, ο Ήφαιστος γεννήθηκε από την Ήρα χωρίς αρσενική παρέμβαση, ενώ την ίδια ώρα η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία. Δεν είναι σύμπτωση παρόλα αυτά ότι και οι δυο θεότητες ήταν γονείς της Ήβης, της θεάς που συμβόλιζε την παντοτινή νεότητα και της Ειλειθυίας, της προστάτιδας και βοηθού των γυναικών στην γέννα και έτσι εγγυήτρια της αναγέννησης της ζωής.
Η Ήρα είχε μεγαλύτερο κύρος από τις άλλες θεές του Ολύμπου. Καθήμενη στο χρυσό της θρόνο ενέπνεε το σεβασμό των άλλων θεοτήτων που της φερόντουσαν σαν βασίλισσα. Όπως και με την περίπτωση του Δία, ο Όλυμπος έτρεμε όταν νευρίαζε η Ήρα. Οι καυγάδες μεταξύ του ζευγαριού πολύ συχνά κατέληγαν σε υπερβολικά βίαιες συγκρούσεις. Ο θυμός της Ήρας ήταν ικανός να δημιουργήσει χάος σε όλο το κόσμο, που σύμφωνα με μια ερμηνεία δηλώνει μια πολεμική διάσταση στην προαίρεσή της. Αυτό μάλλον εξηγεί γιατί λεγόταν πως ο θεός Άρης ήταν γιος της Ήρας και του Δία. Εκτός από την επιθυμία της να εκδικηθεί τον σύζυγό της, η Ήρα χωρίς έλεος καταδίωκε τις ερωμένες του και τα μη νόμιμα παιδιά του. Αλλά η Ήρα περισσότερο προστάτευε αυτούς που της ήταν πιστοί και αυτούς που είχαν αδικηθεί. Της άρεσε ιδιαίτερα η πόλη Άργος και κατά τον Τρωικό Πόλεμο υποστήριζε με όλη της την καρδιά τους Έλληνες, θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή της.
 
Αθηνά
12g_Athena      Η Αθηνά, η οποία ξεκίνησε ως πάνοπλη Θεά του πολέμου και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε πολιούχο Θεά της Αθήνας και σύμβολο της σοφίας, σύμφωνα με το μύθο, ξεπετάχτηκε μέσα από το κεφάλι του Δία κρατώντας δόρυ και ασπίδα και φορώντας περικεφαλαία. Αγαπημένη της πόλη ήταν η Αθήνα, η οποία πήρε και το όνομα της. Τα σύμβολα της ήταν το δόρυ, η κουκουβάγια και η ελιά. Για τους Αρχαίους Έλληνες η Αθηνά, μια από τις πιο σημαντικές Ολύμπιες θεότητες  σύμφωνα με την παράδοση, υπήρξε κόρη του Δία και της Μέτιδας. Κατά την διάρκεια της μάχης των Γιγάντων ο Δίας κοιμήθηκε με την Μέτιδα, κόρη του Ωκεανού και της Τύφης, που έκρυβε μέσα της όλη την σοφία του κόσμου. Το γεγονός ότι η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία και ποτέ δεν είχε μητρική στοργή, σημαίνει ότι οι δυνάμεις της ήταν περισσότερο αρσενικές παρά θηλυκές. Η Αθηνά ήταν η μόνη που επιτρεπόταν να μπαίνει στην αίθουσα εξοπλισμού του Δία και να χρησιμοποιήσει ακόμη και τον κεραυνό του.
Η μαχητική φύση της Αθηνάς εξαιτίας της  οποίας  λατρευόταν ως Άρια, διαφοροποιούνταν από τον χαρακτήρα του Άρη, το θεό του πολέμου. Ο Άρης αντιπροσώπευε αναρχικές διαμάχες, την βία του πολέμου, ενώ η Αθηνά πιστευόταν ότι είχε διδάξει στην ανθρωπότητα τις τεχνικές και τους κανόνες του πολέμου. Ως αποτέλεσμα, τα δυο αδέλφια συχνά περιγράφονταν από αρχαίους συγγραφείς σε μια κατάσταση διαμάχης και αυτό ήταν ιδιαίτερα αληθινό κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Χάρη στην βοήθεια της Αθηνάς στην ανθρωπότητα, η Αθηνά λατρευόταν από τους Αρχαίους Έλληνες ως Σώτειρα. Ένα άλλο από τα επίθετα της Αθηνάς ήταν Προμάχη, το οποίο προήλθε από την προστασία που πρόσφερε αυτή στις μάχες. Πράγματι, η Αθηναίοι ήταν πεπεισμένοι ότι καθ’όλη την διάρκεια των Περσικών Πολέμων του 5ο αιώνα π.Χ. ήταν αυτή που τους χάρισε την νίκη. Για αυτό το λόγο την ονόμασαν Αθηνά Νίκη και έχτισαν έναν ναό στο όνομά της πάνω στην Ακρόπολη. Έχτισαν επίσης ένα πελώριο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου – φτιαγμένο από τον μεγάλο γλύπτη Φειδία – στον ιερό βράχο. Η παράδοση μας λέει ότι τη «μύτη» του δόρατός της και το λοφίο της περικεφαλαίας της μπορούσαν να τα δουν από ακτή του Σουνίου και έτσι το άγαλμα κυριαρχούσε σε όλη την Αθήνα.
Το συχνά χρησιμοποιημένο όνομα Αθηνά Ιππία σχετίζεται επίσης με την στρατιωτική δύναμη της θεάς. Σύμφωνα  με το σχετικό μύθο, αυτή ήταν η Αθηνά που δίδαξε στην ανθρωπότητα πώς να εξημερώσουν το άλογο και έδωσε στον Βελλεροφόντη δυο χρυσά χαλινάρια ώστε να μπορεί να ιππεύσει το φτερωτό άλογο Πήγασος. Εδώ υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, εξίσου σημαντικού θεού του Ολύμπου, που λέγεται επίσης Ίππιος.
Όταν η Αθηνά Ιππία ημέρεψε το άγριο άλογο, απέκτησε μια «φρέσκια», ανανεωμένη  διάσταση στο μυαλό των Ελλήνων- έγινε η θεά της εξυπνάδας και της νοητικής ικανότητας, αντιπροσωπεύοντας την αντίληψη της υπεροχής του μυαλού πάνω  στη φυσική δύναμη και την βία του πολέμου. Ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη όλων των τεχνών και τεχνικών που έκαναν την ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη. Για αυτό το λόγο, απέκτησε το επίθετο «Εργάνη» και αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφοι την τιμούσαν ιδιαιτέρα. Οι μουσικοί της απέδωσαν την εφεύρεση της φλογέρας και πίστευαν ότι ήταν η πρώτη που δίδαξε τον πολεμικό χορό με το όνομα  «Πυρρίχιο» στους ανθρώπους μετά την νίκη των θεών στην μάχη των Τιτάνων. Ήταν η Αθηνά επίσης που έφτιαξε τα πρώτα όπλα και εργαλεία των ανθρώπων, τους δίδαξε την τέχνη των πλοίων, την καλλιέργεια των χωραφιών με χρήση  βοδιού, την τέχνη του μπρούτζου και το να φτιάχνουν αντικείμενα από χρυσό. Η ανάμιξή της με τις τέχνες της φωτιάς την έφερε κοντά στο θεό Ήφαιστο με τον οποίο λατρευόταν στο Ηφαιστείο, στην αγορά της Αθήνας.
Η μεγαλύτερη εφεύρεσή της ήταν, παρόλ΄ αυτά,  η τέχνη της υφαντουργικής. Καθ’όλη την αρχαιότητα πιστευόταν ότι η θεά Αθηνά κατείχε τις μεγαλύτερες ικανότητες σε αυτόν τον κλάδο και ήταν αυτή που έφτιαχνε τα ρούχα των θεών.
Η ειρηνική πλευρά του χαρακτήρα της Αθηνάς συμβολίζονταν από την ελιά, το δέντρο που έδωσε στους Αθηναίος και που τους έμαθε πώς να το καλλιεργούν. Λεγόταν πως ο Ερεχθέας, ο θρυλικός πρώτος βασιλιάς της Αθήνας ανατράφηκε από την Αθηνά που είναι και ο λόγος για τον οποίο λατρευόταν με αυτήν στο Ερεχθείο, έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ναός της Ακρόπολης. Ο ναός ήταν, πρώτον και κυριότερον, αφιερωμένος στην Αθηνά – την πολιούχο της πόλης. Στον ναό υπήρχε το διάσημο ξύλινο θρησκευτικό άγαλμα ονόματι Παλλάδιο που σύμφωνα με την παράδοση έπεσε από τον ουρανό.
Η «θρησκεία» και λατρεία της Αθηνάς ήταν  μεγάλης σημασίας στην Αθήνα. Οι κάτοικοι αφιέρωσαν στην Αθηνά το πιο εντυπωσιακό μνημείο, τον Παρθενώνα που ακόμη κυριαρχεί στην Αθήνα. Αυτός ο εντυπωσιακός ναός, σχεδιασμένος από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη και διακοσμημένος από το σπουδαίο γλύπτη Φειδία, ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Παρθένο. Το επίθετο αυτό το πήρε η Αθηνά επειδή όπως μας λέει ο Όμηρος απέφευγε το γάμο και ήταν απρόσβλητη από τους πειρασμούς της ζωής και της σάρκας. Ένας άλλος από τους τρόπους με τους οποίους οι Αθηναίοι λάτρευαν την θεά ήταν με το να διοργανώνουν την πιο ωραία τελετή, τα Παναθήναια προς τιμήν της. Την τελετή αυτή σύμφωνα με την παράδοση την ξεκίνησε ο Εριχθόνιος και το 566 π.Χ ο Τύραννος Πεισίστρατος την ξανα οργάνωσε και τη χώρισε σε δυο γιορτές, τα Μεγάλα και τα Μικρά Παναθήναια. Τα Μεγάλα Παναθήναια διοργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια το μήνα των Εκατομβών. Οι Αθλητικοί αγώνες γίνονταν τις πρώτες μέρες της τελετής και περιλάμβαναν ιππασία, αρματοδρομία, πάλη, πυγμαχία, το παγκράτιο, άλμα εις μήκος, ακοντισμό και δισκοβολία, αγώνες δρόμου και αγώνες με δαυλούς.  Έπειτα εμφανίστηκαν αγώνες μουσικής και χορού συμπεριλαμβάνοντας τον διάσημο και περίφημο πυρρίχιο τον οποίο η Αθηνά πρώτα εκτέλεσε. Οι νικητές έπαιρναν βραβεία Παναθηναϊκούς Αμφορείς – αυτά ήταν τεράστια και όμορφα διακοσμημένα σκεύη γεμάτα με μια ποσότητα ελαιόλαδου που σήμαινε μεγάλο οικονομικό απόκτημα για κάποιον.
Η τελευταία ημέρα των Παναθηναίων ήταν και η πιο εντυπωσιακή αφού όλος ο πληθυσμός της Αθήνας έπαιρνε μέρος σε αυτήν τη μεγαλειώδη Παναθηναϊκή παρέλαση που έφτανε ως την Ακρόπολη για να φορέσει στο θρησκευτικό άγαλμα της Αθηνάς ένα καινούργιο ρούχο, τον πέπλο. Η παρέλαση άρχιζε από την περιοχή του Κεραμεικού, από το κτήριο που ονομαζόταν «Πομπείο» στην αυλή του οποίου είχε στηθεί ένα μεταφερόμενο πλοίο. Κάθε φορά που γινόταν Παναθήναια, το καινούργιο πέπλο για το άγαλμα – στολισμένο με σκηνές από την μάχη των Γιγάντων – κρεμιόταν από το κατάρτι του πλοίου. Μετέπειτα το πέπλο συνοδευμένο από όλους τους Αθηναίους μεταφερόταν  μέσα στην Αγορά κατά μήκος της Παναθηναϊκής  οδού και στην συνέχεια στην Ακρόπολη. Στο τέλος,  παρουσία όλων των αξιωματούχων και διακεκριμένων πολιτών  της Αθήνας, ο λαός των Αθηνών θα μεταφέρει το πέπλο για να καλύψει το άγαλμα της Αθηνάς στο Ερεχθείο. Η τελετή ολοκληρωνόταν  με την θυσία διαφόρων ζώων, ενώ οι Αθηναίοι γιόρταζαν με διάφορα συμπόσια, δείχνοντας έτσι την αγάπη τους προς την Θεά. Η Παναθηναϊκή παρέλαση ήταν ένα τόσο σημαντικό γεγονός στην ζωή των ανθρώπων της Αθήνας που ο γλύπτης Φειδίας αποφάσισε να το απεικονίσει με ασυναγώνιστη ικανότητα. Ήταν επίσης ο Φειδίας που κατασκεύασε το μεγαλειώδες, φτιαγμένο από χρυσό και ελεφαντοστό άγαλμα της Αθηνάς που στόλιζε τον ναό και που ήταν από τα σπουδαιότερα δημιουργήματα της Αρχαίας Εποχής.
 
Ποσειδώνας
12g_Neptune      Ο Ποσειδώνας  ήταν ο θεός της θάλασσας, των ποσίμων υδάτων και πηγών, κυρίαρχος των θαλασσών και των γεωλογικών φαινομένων. Ήταν, όπως ο Δίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, όταν γεννήθηκε, η Ρέα τον έκρυψε σε ένα στάβλο και έδωσε στον Κρόνο να φάει ένα μουλάρι αντί για το βρέφος. Όταν μεγάλωσε ο Ποσειδώνας βοήθησε τον Δία στην μάχη των Τιτάνων και πήρε την διάσημη Τρίαινα ως δώρο από τους Κύκλωπες. Αφού εξαφανιστήκαν όλα τα εμπόδια, ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης – οι γιοι του Κρόνου – μοιράστηκαν την δύναμη στον κόσμο. Ο Δίας πήρε τον Ουρανό, ο Ποσειδώνας την Θάλασσα και ο Άδης τον Κάτω Κόσμο ενώ και οι τρεις είχαν κομμάτια της γης. Ο Ποσειδώνας έγινε για τους Έλληνες ο θεός της θάλασσας που ήταν ικανός να ηρεμήσει τα κύματά της  ή να δημιουργήσει φοβερές θύελλες και έτσι να πάρει την ζωή από αυτούς που ήταν ασεβείς προς αυτόν. Οι καλλιτέχνες συχνά τον απεικόνιζαν να ταξιδεύει μέσα  στα κύματα ανεβασμένος σε ένα χρυσό άρμα, περικυκλωμένος από δελφίνια και άλλα πλάσματα του βυθού. Το ίδιο συχνά απεικονιζόταν με τον πιο επιθετικό χαρακτήρα του χτυπώντας την θάλασσα με την Τρίαινά του και μη δείχνοντας έλεος σε κανένα πλάσμα της.
Η δύναμη του Ποσειδώνια να ελέγχει ο,τιδήποτε είχε σχέση με τον θαλάσσιο κόσμο ήταν η αιτία να τον χαρακτηρίζουν ως Θαλάσσιο, Πελάγιο, Πόντιο, Ποντοκράτωρ, Ίσθμιο και Πορθμείο. Τα πιο σημαντικά του προσκυνητάρια ήταν παραθαλάσσια όπως αυτό στον Ισθμό της Κορίνθου.
Στα πρώτα στάδια της Ελληνικής Θρησκείας οι δυνάμεις του Ποσειδώνα ήταν περισσότερες από ότι είχε αργότερα. Ήταν υπεύθυνος για δραστηριότητες μεταξύ της γης και των δυνάμεων της θάλασσας. Οι Έλληνες απέδιδαν τους καταστροφικούς σεισμούς στον Ποσειδώνια που ήταν και ο λόγος για τον οποίο ονομαζόταν Σεισίχθιος. Πολλά σημερινά νησιά πιστεύεται ότι είχαν δημιουργηθεί από τον Ποσειδώνια όπως η Νίσυρος, η Κως, η Ρόδος, η Κύπρος, η Σαρδηνία και το μυθολογικό νησί Ατλανίδα. Σύμφωνα με μια Θεσσαλική παράδοση, ήταν ο Ποσειδώνας που πρώτα έφερε τα άλογα στον κόσμο. Η σχέση του με τα άλογα ήταν γνωστή στον Ελληνικό κόσμο κι αυτός  είναι και ο λόγος που τον λένε και  Ίππειο. Πολλοί κάτοικοι νησιών έδειχναν την λατρεία τους προς τον Ποσειδώνα κάνοντας πολλές θρησκευτικές τελετές και στην Τρωική εκστρατεία, πριν κάποιος ναύτης ξεκινήσει ένα ταξίδι προσευχόταν και θυσίαζε στον Ποσειδώνια.
 
Απόλλωνας
12g_Apollo         Ο Απόλλωνας, γιος του Δίας και της Λητώς ήταν ο Θεός της μουσικής και της Αρμονίας. Γεννημένος στο ιερό νησί της Δήλου, ανέβηκε από την πρώτη κιόλας μέρα στον Όλυμπο. Ήταν ο Θεός που περισσότερο από τους άλλους αντιπροσώπευε τις αξίες του Ελληνικού Πολιτισμού.
Αμέσως μετά την γέννησή του ο Απόλλωνας «ανέβηκε» στον Όλυμπο όπου τον χαιρέτησαν οι θεοί και του προσέφεραν νέκταρ και αμβροσία που θα τον έκαναν αθάνατο. Η πρώτη του ανησυχία ήταν να βρει έναν μάντη έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρει στους ανθρώπους τις αποφάσεις και τις επιθυμίες του Δία. Έτσι, όταν έφυγε από τον Όλυμπο ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Ελλάδος ώσπου να φτάσει στους Δελφούς. Φτάνοντας εκεί ο θεός Απόλλωνας πάλεψε και νίκησε το φοβερό δράκοντα Πύθωνα για να ελευθερώσει την μεγάλη μάντισσα Πυθία. Στους Δελφούς,  ο Απόλλωνας έστησε τα όρια του προσκυνηταριού του, που σύντομα θα εξελσσόταν σε ένα από τα πιο ιερά μέρη των Ελλήνων. Το Πανελλαδικό θρησκευτικό «φεστιβάλ» που γινόταν στους Δελφούς προς τιμή του Απόλλωνα λεγόταν «Πύθια». Ολοκληρώνοντας το έργο του στους Δελφούς ο Απόλλωνας ταξίδεψε έως την Θεσσαλία με σκοπό να «αγιοποιηθεί». Εις μνήμη του γεγονότος, μια γιορτή ονόματι «Σεπτέρια» γινόταν στους Δελφούς κάθε οκτώ χρόνια.
Αφού ο Απόλλωνας πήρε τον έλεγχο των Δελφών έψαξε για ανθρώπους καταλλήλους να διοικήσουν το «Προσκυνητάριό» του. Από ένα ψηλό σημείο στον Παρνασσό, ο Απόλλωνας παρακολουθούσε ένα πλοίο που έφερνε Κρητικούς εμπόρους , οι οποίοι είχαν στην κατοχή προϊόντα από το νησί τους. Αποφάσισε λοιπόν ο Απόλλωνας ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα ήταν οι ιεροί μάντεις του.
Από όλους τους Ολύμπιους θεούς, ο Απόλλωνας ήταν ο πιο γνωστός σε σχέση με μαντείες. Δίδαξε στην ανθρωπότητα την τέχνη της προφητείας και αυτό φαίνεται σε διάφορους μύθους όπου ο Απόλλωνας είναι πατέρας των πιο σημαντικών μάντεων και μαντειών. Οι προφητικές του δυνάμεις σχετίζονται με την αυθεντική εικόνα που οι Έλληνες είχαν γι αυτόν – ο Απόλλωνας ήταν ο Θεός του φωτός και του ηλίου, η θεότητα που δημιουργούσε ηλιακή ενέργεια νικώντας έτσι το σκοτάδι. Ήταν ικανός στο φως της ημέρας να αποκαλύψει στους ανθρώπους το μέλλον τους  και να ξεκαθαρίσει σε αυτούς ασαφή γεγονότα. Πολλές αρχαίες παραδόσεις σχετίζονται με το πρώτο φως της ημέρας που οι Έλληνες αποκαλούσαν «λυκόφως» και ο Απόλλωνας λατρευόταν γι αυτό ως λύκειος. Στα μαντεία του, έδινε στους θνητούς συμβουλές που χρειαζόντουσαν είτε για την προσωπική τους ζωή είτε για κάποιο πολιτικό θέμα. Οι Ελληνικές πόλεις απέφευγαν να πάρουν αποφάσεις εάν δεν συμβουλεύονταν το μαντείο των Δελφών. Στην τέχνη, ο Απόλλωνας συχνά απεικονίζεται με το τόξο και τα βέλη του, όπλα που είχε πάντα στην κατοχή του. Συχνά με τα βέλη του ο Απόλλωνας είτε προστάτευε τους ήρωες που αγαπούσε είτε τιμωρούσε αυτούς που του ήταν ασεβείς. Ως αποτέλεσμα, το αρχαίο Ελληνικό μυαλό απέδιδε ξαφνικούς θανάτους στα «βέλη του Απόλλωνα» και έτσι απέκτησε το επίθετο Μοιραγέτης, ηγέτης των Μοιρών και πολλοί τον θεωρούσαν ως την θεότητα που άλλαζε την ανθρώπινη μοίρα.
Παρόλα αυτά ακόμη και όταν ο Θεός του φωτός προκαλούσε ανθρώπινο θάνατο σιγουρευόταν ότι το θύμα θα πέθαινε ακαριαία και δεν θα υπέφερε από πόνους. Ο Απόλλωνας ήταν επίσης ικανός να γιατρέψει όλες τις ανθρώπινες αρρώστιες. Εκτός από αυτό, ο Απόλλωνας ήταν για τους Έλληνες ένας αιώνιος έφηβος, ο αντιπρόσωπος της αιωνίας νεότητας και για αυτό το λόγο οι καλλιτέχνες είχαν την τάση να τον απεικονίζουν με νεαρό, γεροδεμένο σώμα και με μακριές ξανθές μπούκλες που έλαμπαν στο φως του ηλίου. Για αυτό το λόγο ο Απόλλωνας έγινε ο θεός των εφήβων και παρακολούθούσε τελετές στις οποίες οι έφηβοι γινόταν άνδρες. Στις Δωρικές πόλεις, η γιορτή ονόματι Καρνεία γινόταν προς τιμήν του – αποτελούνταν από ειδικές τελετές στις οποίες οι νεαροί άνδρες  εισέρχονταν στο «σώμα» και στην κατάσταση  των ολοκληρωμένων πολιτών.
 
Άρτεμις
12g_Dianna       Η Άρτεμις, δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, ήταν η αειπάρθενος θεά της αγρίας φύσης και του κυνηγιού, προστάτιδα των λεχώνων γυναικών και της υπαίθρου. Έτσι οι περιοχές όπου λατρευόταν ήταν πάντα εύφορες ενώ στα μέρη που δεν την τιμούσαν, αντιμετώπιζαν την οργή της.
Στο προσκυνητάριό της στο Βύρωνα της Αττικής, οι γυναίκες που επιτυχώς είχαν γεννήσει, έκαναν θυσίες στην Θεά Άρτεμη και τα ρούχα των γυναικών που πέθαιναν στην γέννα ήταν επίσης αφιερωμένα σε αυτήν.
Η Άρτεμις συχνά λατρευόταν ως Κουροτρόφος επειδή πιστευόταν ότι παρακολουθούσε και φρόντιζε τα μικρά παιδιά που μεγάλωναν. Αυτή η άποψη ήταν ιδιαίτερα «δυνατή» στην Έφεσο όπου ο σημαντικός ναός της ήταν ένα από τα Επτά Θαύματα του Κόσμου.
Η βοήθεια της Αρτέμιδος συνέχισε να είναι σημαντική ακόμη και όταν τα παιδιά μεγάλωναν ως την εφηβεία. Κατά την  περίοδο της δύσκολης μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση, οι Αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να ζητούν την υποστήριξη της Αρτεμις και διοργάνωναν ειδικές τελετές αφιερωμένες σε αυτήν. Στο ναό της Αρτεμις στο Βύρωνα, τα νεαρά κορίτσια διδάσκονταν ό,τι χρειαζόταν όσο αφορά στην Μητρότητα. Σε ένα άλλο σημαντικό προσκυνητάριο, στην Σπάρτη, οι νέοι μαστιγώνονταν μπροστά στην είσοδο του ναού σε μια τελετή που έχει από πολλούς ερμηνευτεί ως σκληρή εκπαίδευση πριν την είσοδο τους στο στρατό των ενηλίκων.
Ως θεά του κυνηγιού η Αρτεμις σχετιζόταν με τα ζώα της φύσης και λατρευόταν ως βασίλισσα της φύσης και των ζώων.
 
Δήμητρα
12g_Dimitra             Η Δήμητρα, θεά της βλάστησης και της γεωργίας, προστάτευε ιδιαίτερα τις καλλιέργειες δημητριακών και τους αγρότες. Η Θεά της γης λατρευόταν, όπως καθένας θα περίμενε, από τις πρώτες φυλές των αγροτών που κατοίκησαν στην Ελλάδα και τα παλαιότερα προσκυνητάρια της βρίσκονταν σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές. Στα όρη της Αρκαδίας, η Δήμητρα λεγόταν Δύω και το μπρούτζινο άγαλμά της, φτιαγμένο από τον γλύπτη Ώνατα, την έδειχνε με γυναικείο σώμα και κεφάλι αλόγου. Η μεγαλύτερη γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας ήταν τα Θεσμοφόρια που γινόταν στην Ελλάδα το φθινόπωρο όταν σπερνόταν το χειμερινό σιτάρι. Καθ’όλη τη διάρκεια των θεσμοφορίων, οι γυναίκες έκαναν μυστικές τελετές για να εγγυηθούν μια καλή σοδιά. Στις αρχές του καλοκαιριού, κατά την περίοδο της γιορτής ονόματι Συροφόρεια, οι γυναίκες έθαβαν μερικούς χοίρους σε λάκκους σκαμμένους στη γη.
Πριν αναπαυτεί, η Δήμητρα δίδαξε στους βασιλιάδες πώς να την λατρεύουν. Οι τελετές που θα γίνονταν προς τιμήν της Δήμητρας, τα μυστήρια, αρχικά ήταν ανοιχτά σε όλους. Αυτή ήταν η αρχή των Ελευσίνιων Μυστηρίων που επαινέθηκαν από τους αρχαίους συγγραφείς ως αντιπροσώπευση μιας μοναδικής στιγμής ευτυχίας. Τα Μεγάλα μυστήρια γινόταν στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Έξι μήνες πριν τα Μεγάλα Μυστήρια, τα Μικρά Μυστήρια γινόταν στις όχθες του ποταμού Ιλισσού στην Αθήνα ως προκαταρτικό στάδιο των Μεγάλων Μυστηρίων.
 
Ερμής
12g_Ermis              Ο φτεροπόδαρος Ερμής ήταν ο αγγελιοφόρος που έφερνε μηνύματα σε θεούς και ανθρώπους, ιδιότητα που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσά τους. Προστάτης των εμπόρων, των οδοιπόρων και των παλαιστών, εξελίχθηκε σε θεό του πνεύματος. Ο Ερμής ,ο αγαπητός Αγγελιοφόρος των θεών,  απεικονίζονταν από τους καλλιτέχνες κρατώντας το ραβδί του, με φτερωτά σανδάλια και ένα καπέλο στο κεφάλι. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ο άρχοντας των ανέμων και όλων των άλλων φαινομένων που σχετίζονταν με τον αέρα.
Ως Θεός των ανέμων, ο Ερμής ταυτιζόταν με τα ταξίδια, γινόμενος  έτσι ο προστάτης των ταξιδευτών και ήταν επίσης υπεύθυνος για την προστασία των σπιτιών. Οι πλάκες στα σταυροδρόμια των οδών λεγόντουσαν  «ερμίδες» και αποτελούνταν από ορθογώνιες στήλες με προτομές θεών. Ως αγγελιοφόρος των θεών και μεταφραστής των λέξεων, ο Ερμής παρουσιαζόταν ως κομψός και πειστικός και γι’αυτό λεγόταν Ερμής Λόγιος, προστάτης των ρητόρων, των συγγραφέων και των φιλοσόφων. Δεν είναι σύμπτωση ότι η ελληνική λέξη «ερμηνεύω» παίρνει το όνομά της από τον θεό Ερμή. Επίσης ο Ερμής ήταν ικανός να βγει έξω από τα όρια της γης, στον κάτω κόσμο. Ήταν ο Ερμής Ψυχοπομπός και Ψυχαγωγός. Την τελευταία μέρα των Ανθεστηρίων οι Αθηναίοι τιμούσαν τους νεκρούς θυσιάζοντας στον Έρμή.
 
Αφροδίτη
12g_Venus         Η Αφροδίτη, η οποία αναδύθηκε από την θάλασσα, ήταν η Θεοποίηση της γυναικείας ομορφιάς, θεά του έρωτα και της αγάπης. Θεοί και θνητοί, ήταν όλοι μπλεγμένοι στα ερωτικά της δίχτυα. Χαρακτηριστικότερη των περιπτώσεων, είναι ο έρωτάς της με τον Άρη και η επ’αυτοφώρω σύλληψή τους από το σύζυγό της Ήφαιστο με άθραυστες αλυσίδες.
Στα Κύθηρα  η Αφροδίτη ήταν πολύ διάσημη και εκεί η θεά λατρευόταν ως Κυθαιρία. Στην Κύπρο πήρε τον όνομα Κύπρια και έγινε προστάτρια του νησιού. Η «αίρεσή»  της και η συνοδευτική της λατρεία ήταν ιδιαιτέρα σημαντική στην πόλη Πάφο της Κύπρου όπου οι κάτοικοι  λάτρευαν την  Αφροδίτη περισσότερο από  όλους τους άλλους Ολύμπιους θεούς. Τα σύμβολα της Αφροδίτης ήταν το περιστέρι, ο κύκνος, ο λαγός, ο κριός και άλλα πολλά. Σε μερικά προσκυνητάρια, ιδιαίτερα σε αυτά κοντά στην θάλασσα, η Αφροδίτη λατρευόταν ως Πελάγια, Πόντια και Λιμένια,  προσωνύμια τα οποία αναφερόντουσαν στη δύναμη της συγκεκριμένης θεάς να ηρεμήσει την  θάλασσα και να σιγουρέψει ότι τα πλοία ταξίδευαν με ασφάλεια. Από τα συνολικά στοιχεία της λατρείας της φαίνεται  ότι οι δραστηριότητες της Αφροδίτης δεν ήταν περιορισμένες μόνο σε αγάπη και σαρκικά πάθη αλλά επεκτείνονταν  και σε άλλους τομείς που σχετιζόταν με την αναπαραγωγή.  Με την Ήρα ήταν οι προστάτριες του γάμου – συμπεριλαμβανομένου ότι η αγάπη ήταν στοιχειώδες στοιχείο για την αρμονία μεταξύ των συζύγων.
 
Άρης
12g_Aris           Ο αιμοδιψής Άρης ήταν πολεμικός θεός, ο οποίος εκπροσωπούσε τη μανία και το παράλογο του πολέμου. Όπως ήταν φυσικό, καμιά πόλη δεν τον έκανε πολιούχο της ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και στον κύκλο των υπολοίπων θεών. Για τους αρχαίους Έλληνες ο Άρης ήταν η κυρίαρχη φιγούρα πίσω από την βία, τις μάχες και τις άλλες διαμάχες μεταξύ των ανδρών.  Η «αίρεση» και η συνακόλουθη λατρεία  του θεού μάλλον άρχισε στην Θράκη όπου σύμφωνα με τον Όμηρο ζούσε ο Άρης. Από εκεί η λατρεία  του εξαπλώθηκε στην Βοιωτία και μετά σε ολόκληρη την Ελλάδα ολοκληρωτικά, οδηγώντας στην καθιέρωση του Άρη ως ενός  από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Οι ιδιότητες του Άρη συνδέονται με τις ρίζες του αφού, για τους αρχαίους Έλληνες, η Θράκη ήταν ένα μέρος σκληρών ανθρώπων και εθίμων.
Στην ανθρώπινη φαντασίωση αυτός ο πελώριος μαχητής, οπλισμένος από την κορυφή ως τα νύχια, σκορπούσε τον θάνατο όπου πήγαινε, είτε σκοτώνοντας με φλόγες είτε πολεμώντας από το άρμα. Σε αντίθεση με την Αθηνά που επινοούσε μεθοδικούς τρόπους για να κηρύττει και να διεξάγει  πόλεμο, ο Άρης αγαπούσε τις αιματοχυσίες και τις χαοτικές μάχες. Στον Τρωικό πόλεμο, ο Άρης τραυματίστηκε σοβαρά από την Αθηνά καθώς βοηθούσε τους Τρώες, αποδεικνύοντας έτσι ότι η τεχνική ήταν ικανή να υπερνικήσει την ωμή βία.
 
Ήφαιστος
12g_Ifaistos        Ο Ήφαιστος, ο δύσμορφος θεός, που όμως ήταν πανέξυπνος και εφευρετικότατος άρχοντας των κατασκευών και της μεταλλουργίας, επιδέξιος και δυνατός τεχνίτης, για τους αρχαίους Έλληνες  ήταν ο θεός που προστάτευε την φωτιά σε όλες της τις μορφές. Πιστεύεται ότι όταν ο Ήφαιστος έπεσε από τον Όλυμπο, προσγειώθηκε στη Λήμνο, ένα ηφαιστειακό νησί. Κατ’ επέκταση ο θεός σχετίστηκε με τα Ηφαίστεια και την πόλη Ηφαιστεία και τους  έδωσε το όνομά του.
Ο Όμηρος αποκαλεί τον Ήφαιστο «Χαλκέα» επειδή από όλους  τους θεούς ήταν ο πιο ικανός σε αυτήν την τέχνη της μεταλλουργικής. Η μεταλλουργική ήταν ο αποκλειστικός τομέας του διότι αυτή δεν γινόταν να αναπτυχθεί χωρίς τη βοήθεια της φωτιάς. Στη φαντασία των Ελλήνων ο Ήφαιστος, ντυμένος με μανδύα, φορώντας καπέλο και κρατώντας σφυρί, περνούσε όλη την ώρα του παράγοντας έργα ασύγκριτης ικανότητας και μεταλλουργικής τέχνης και τεχνικής.
Το εργαστήριο του Ήφαιστο πιστεύονταν ότι ήταν στην Λήμνο. Προς τιμή του συγκεκριμένο θεού, οι νησιώτες ονόμασαν την μεγαλύτερή τους πόλη, Ηφαιστεία και έχτισαν έναν ναό στο όνομά του κοντά στον ηφαιστειακό λόφο «Μόσχιλο» οπού γιόρταζαν ένα ασυνήθιστο θρησκευτικό έθιμο:  Μια φορά το χρόνο έσβηναν τις φωτιές από τα σπίτια τους για εννέα μέρες και τις ξανάναβαν από μια φλόγα που είχε έρθει από την Δήλο.  Χάρη στις μοναδικές του ικανότητες, ο Ήφαιστος σχετίστηκε με την Αθηνά, θεά της σοφίας και της ευφυΐας. Στην Αττική πιστευόταν ότι  και οι δυο αυτές θεότητες διδάξαν τους τεχνίτες πώς να κάνουν πράγματα ομορφιάς και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λατρεύονταν μαζί σε ένα ναό στην Αγορά των Αθηνών, το θαυμάσιο «Ηφαιστείο» .
 
Εστία
12g_Estia         Η Εστία ήταν η μεγαλύτερη κόρη και το πρώτο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, γι’αυτό και τέθηκε επικεφαλής όλων των μεγάλων θεοτήτων. Προστάτιδα της οικογενειακής ευτυχίας, είχε ως ιερό της το κέντρο του σπιτιού και δεν της προσφερόταν μόνο η πρώτη, αλλά και η τελευταία θυσία σε κάθε γιορταστική σύναξη του αρχαίου ανθρώπου. Στο  μυαλό των Ελλήνων, η Εστία ήταν η προσωποποίηση της ασφάλειας του σπιτιού και της οικογενειακής γαλήνης. Όπως φαίνεται άλλωστε από το όνομά της, προστάτευε την εστία – την φωτιά που έκαιγε στην «καρδιά κάθε σπιτιού η οποία  ήταν ένα είδος ιερού προσκυνηταριού από τις προϊστορικές εποχές. Σε αυτό το προσκυνητάριο τα μέλη κάθε ελληνικής οικογένειας θυσίαζαν ζώα και η φωτιά δεν επιτρεπόταν ποτέ να σβήσει ώστε η θεά να είναι πάντα παρούσα. Με δεδομένο ότι η πόλη ήταν ανάλογη μιας οικογένειας σε μεγαλύτερο βαθμό, η Εστία είχε επίσης ναό σε κάθε Ελληνική πόλη.  Στο Πρυτανείο που ήταν το κέντρο της δημόσιας ζωής θα υπήρχε πάντα ένα προσκυνητάριο αφιερωμένο στην Εστία, όπου η κοινή φλόγα των κατοίκων έκαιγε ακατάπαυστα. Το προσκυνητάριο θεωρούνταν ως καταφύγιο και ιερό μέρος όπου γίνονταν θυσίες για τους θεούς, απαραβίαστοι όρκοι δίνονταν και λαμβάνονταν για  φιλοξενία οι ξένοι επισκέπτες. Φωτιά από το προσκυνητάριο της εστίας δινόταν στους πολεμιστές που πήγαιναν σε εκστρατείες και σε αποίκους που θα ταξίδευαν για έναν καινούργιο προορισμό. Επιπλέον, η Εστία λατρευόταν και στο μεγάλο ναό των Δελφών που ήταν για τους Έλληνες το κέντρο της χώρας τους και όλου του κόσμου.
 
Άλλοι Θεοί:
Διόνυσος
Παρόλο που ο Διόνυσος δεν ήταν ένας από τους θεούς του Ολύμπου, ήταν μια από τις πιο σημαντικές θεότητες των Αρχαίων Ελλήνων. Ο Διόνυσος  ανήκε στην σφαίρα των θεών και λατρεύονταν μαζί με τους αθάνατους. Ήταν  φυσικό που ειδικές τιμές είχαν «κρατηθεί» για τον θεό της φύσης, αφού η ζωή και οι περιπέτειές του ήταν η έμπνευση για την δημιουργία του διθυράμβου, της σάτιρας, της κωμωδίας και της τραγωδίας – με λίγα λόγια του θεάτρου. Στο μυαλό των Αρχαίων Ελλήνων ο Διόνυσος ήταν ο προστάτης του γλεντιού, του κρασιού και γενικότερα της γονιμότητας και της βλάστησης. Μέσω της μέθης και του εκστατικού χορού πρόσφερε στην ανθρωπότητα το αίσθημα της απεριόριστης ελευθερίας που  απελευθέρωνε τους ανθρώπους από τις καθημερινές τους ανησυχίες. Για αυτό το λόγο ονομάστηκε Λύσιος και Καθάρειος. Η «αίρεση» και η λατρεία του Διόνυσου ξεκίνησε σε αγροτικές περιοχές και μετέπειτα απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Η ευρεία φύση της λατρείας του φαίνεται στο ότι ο θεός είχε ένα δικό του προσκυνητάριο-βωμό μέσα στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Τα Μεγάλα Διονύσεια ήταν η πιο εξαίρετη γιορτή αφιερωμένη στο Διόνυσο. Γινόταν το μήνα του Ελαφηβολιου-Ελαφηβολιών  [Μάρτιος – Απρίλιος] και τιμούσε την εισαγωγή της λατρείας  του Διονύσου στην Αθήνα. Δυο μέρες πριν αρχίσει η γιορτή, γινόταν ο προάγων κατά την διάρκεια του οποίου οι ποιητές ανακοίνωναν δημοσίως τα θεατρικά έργα που θα παρουσίαζαν. Η επόμενη μέρα ήταν αφιερωμένη στις περιπέτειες του Διονύσου: ήταν μια αναπαράσταση του ταξιδιού του Διονύσου στην Αθήνα.  Μια άλλη από τις γιορτές του Διονυσίου ήταν τα Κατώτερα Διονύσια όπου οι πιο αρχαίες παραδόσεις που σχετίζονταν με τη λατρεία του Διονύσου διατηρούνταν. Τα κατώτερα Διονύσια γίνονταν κατά τον μήνα του Ποσειδώνα [Δεκέμβριος – Ιανουάριος] και τότε πραγματοποιούνταν  θυσίες στους θεούς, συμπόσια, διαγωνισμοί, χοροί και ανταλλαγές προϊόντων.
 
Άδης – Χάρων
O Άδης ήταν ο γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα. Ήταν ο θεός του κάτω κόσμου και κρατούσε εκεί τις ψυχές των ανθρώπων. Στους Ελληνικούς μύθους, ο Άδης σχετίζεται περισσότερο με την έννοια του θανάτου παρά με τα εγκόσμια. Αμέσως μετά τον θάνατο, οι ψυχές πήγαιναν σε αυτό το σκοτεινό βασίλειο όπου έμειναν για πάντα. Το έργο του να μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη αναλάμβανε παραδοσιακά ο Χάρων. Για να μεταφέρει τους νεκρούς από τον ποταμό, ο Χάρων τους χρέωνε έναν οβολό, ένα κέρμα το οποίο τοποθετούσαν οι συγγενείς του νεκρού στο στόμα του. Ο Πολύγνωτος, ο μεγάλος ζωγράφος του 5ο αιώνα π.Χ. απεικόνισε σε ένα από τα έργα του ονόματι νέκυια  [κατάβαση στον Κάτω Κόσμο] τον Χάροντα, ως ηλικιωμένο, να μεταφέρει έναν άνδρα και μια γυναίκα απέναντι από έναν ποταμό. Παρόλο αυτά, φαίνεται ότι η προσωπικότητα του Χάροντα διαμορφώθηκε από ένα μεταγενέστερο  μύθο, αφού σε παλαιότερες εποχές, τις ψυχές τις μετέφερε ο Ερμής [Ψυχοπομπός].
 
Άλλες Θεότητες στην θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων ήταν : ο Πάνας ( κυρίως Αρκάδιος θεός ), οι Νύμφες ( νεαρές γυναίκες των πηγών και των δασών), ο Έρως, οι Χάρες , η Ήβη, οι Μούσες , οι Μοίρες, η Θέμις ( κόρη του Ουρανού και της Γης ), οι Ώρες, η Νέμεσις. Θαλάσσιες Θεότητες ήταν : οι Νεράιδες, ο Πρωτέας, ο Τρίτων, οι Σειρήνες, η Χάρυβδη και η Σκύλλα.
 
Θρησκευτικά Έθιμα
Η πίστη των Αρχαίων Ελλήνων στους θεούς ήταν συνδεδεμένη με τα θρησκευτικά τους έργα και τις τελετουργίες τους. Τα θρησκευτικά τους πιστεύω και οι μυθολογικές τους παραδόσεις που μιλούσαν για τα κατορθώματα των θεών δεν θα σήμαιναν τίποτα χωρίς τα θρησκευτικά έθιμα που εκτελούσε κάθε πόλη-κράτος και γενικότερα όλοι οι Έλληνες σαν Έθνος. Σε αυτές τις θρησκευτικές τελετές, οι πολίτες τιμούσαν τους θεούς που τους προστάτευαν, ενώ την ίδια στιγμή επιβεβαίωναν την εθνική τους ταυτότητα και το αίσθημα ότι ανήκαν σε μια πόλη- κράτος ως σημαντικοί παράγοντες.
Τα κέντρα λατρείας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν οι ναοί που βρίσκονταν στην Ακρόπολη και την Αγορά των πόλεων. Ο ναός περιλάμβανε θρησκευτικά αγάλματα, προσκυνητάρια όπου γίνονταν τελετές, θυσιαστήρια και στοές στεγασμένες με κιονοστοιχίες για να προστατεύουν τους προσκυνητές από αντίξοες καιρικές συνθήκες. Κάθε σημαντικό γεγονός στην ζωή της πόλης και γιορτές κάθε είδους θα συμπεριελάμβαναν μια ή περισσότερες θυσίες για τις οποίες έπρεπε πρώτα να εκτελεστεί μια συγκεκριμένη τελετή.
 
Οι Πανελλαδικοί Αγώνες
Θρησκευτικές τελετές προς τιμή των θεών γενικότερα  πραγματοποιούνταν κατά την διάρκεια θρησκευτικών εορτών. Οι γιορτές της αρχαιότητας γινόταν για να θυμηθούν οι πολίτες σημαντικούς μύθους  και περιελάμβαναν τελετές, θυσίες και αγώνες σε όλους τους τομείς της τέχνης. Κάθε πόλη οργάνωνε πολλές γιορτές καθαρά τοπικής φύσεως αλλά υπήρχαν τέσσερεις αξιοσημείωτοι αγώνες κατά την διάρκεια των οποίων όλοι οι Έλληνες ενωνόταν για να τιμήσουν τους μεγαλύτερους θεούς. Αυτοί οι αγώνες, πιο γνωστοί ως Πανελλαδικοί, ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, Τα Πύθια, Τα Ίσθμια και Τα Νέμεα.
 
Ολυμπιακοί Αγώνες
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν αφιερωμένοι στον Δία και γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια στο ναό του στην Ολυμπία. Ο Ίφιτος πιστεύεται ότι αναδιοργάνωσε τους αγώνες και εισήγαγε την εκεχειρία – δηλαδή απαγορευόταν να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα σε Ελληνικές πόλεις για όσο διαρκούσαν οι αγώνες. Επίσημη καταγραφή των νικητών των Ολυμπιακών Αγώνων άρχισε το 776 π.Χ. και εκείνη την περίοδο οι αγώνες έγιναν γνωστοί σε όλη την Πελοπόννησο. Σταδιακά οι αγώνες προσέλκυσαν το ενδιαφέρον όλων των Ελλήνων. Όλοι οι Έλληνες πολίτες μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν με την αυστηρή εξαίρεση των γυναικών. Στην αρχή, η εκδήλωση διαρκούσε μόλις μια ημέρα αλλά αργότερα η διάρκεια των αγώνων έγινε πέντε ημέρες.
Η ευθύνη για την διοργάνωση των αγώνων ήταν στα χέρια των ειδικών παραγόντων ονόματι «Ελλανοδικών» που επιτηρούσαν την προπόνηση των αθλητών και διασφάλιζαν ότι οι κανόνες των αγώνων θα τηρούνταν. Την πρώτη μέρα γινόταν θυσίες στους θεούς και οι αθλητές έπαιρναν όρκους. Τις επόμενες μέρες οι αθλητές αγωνίζονταν για τιμή και δόξα. Τα πιο σημαντικά αθλήματα ήταν οι αγώνες δρόμου , ο δίαυλος, ο δόλιχος, το πένταθλο, το παγκράτιο, η πυγμαχία, η αρματοδρομία και η ιππασία. Την τελευταία μέρα των αγώνων οι νικητές στεφανωνόντουσαν με κότινο – κλαδί ελιάς – και έπαιρναν  χρήματα. Τα ονόματα των νικητών χαραζόταν σε πέτρινους στύλους και ποιητές έγραφαν στίχους για να γιορτάσουν την νίκη τους αφού όταν επέστρεφαν στην πόλη τους οι συμπολίτες τους θα τους τιμούσαν ως ήρωες.
 
Τα Πύθια- Τα Ίσθμια- Τα Νέμεα
Εκτός από τους Ολυμπιακούς αγώνες υπήρχαν και τρεις εξίσου σημαντικοί αγώνες, οι οποίοι ήταν αφιερωμένοι στους θεούς: τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα.
Αρχικά, τα Πύθια γινόταν κάθε οκτώ χρόνια αλλά μετά από τον 6ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να γίνονται κάθε πέντε έτη. Το 582 π.Χ. προστέθηκαν αθλήματα στο πρόγραμμα και την ευθύνη για την διοργάνωση των αγώνων πήραν οι Αμφικτιονίες των Δελφών. Όλες οι Ελληνικές πόλεις – κράτη έστελναν αθλητές στα Πύθια που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή. Τα Πύθια διαρκούσαν έξι με οκτώ μέρες και άρχιζαν με λατρευτικές τελετές  και θυσίες.
Τα Ίσθμια γινόταν κάθε τρία χρόνια στον ναό του Ποσειδώνα κοντά στην Κόρινθο προς τιμή του θεού. Οι αγώνες αναδιοργανώθηκαν το 582 π.Χ. έχοντας πολλά χαρακτηριστικά των Ολυμπιακών αγώνων. Ήταν  Πανελλαδικοί από την αρχή και κατά την διάρκεια των αγώνων επικρατούσε εκεχειρία. Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι- κότινος όμως αργότερα αντικαταστάθηκε από ένα κομμάτι άγριου σέλινου.
Τα Νέμεα ήταν αφιερωμένα στον Δία. Καθιερώθηκαν ως Πανελλαδική εορτή το 573 π.Χ. και γινόταν κάθε δυο χρόνια. Ακολουθούσαν και αυτά το «μοντέλο» των Ολυμπιακών αγώνων και ήταν από τους πιο σημαντικούς αγώνες της αρχαιότητας.
 
Οι μάντεις
Ο φόβος των ανθρώπων όταν αντιμετώπιζαν μυστήρια και ανεξήγητα φαινόμενα στη ζωή καθώς και η αδυναμία τους σε σχέση με την φύση, δημιούργησε σε αυτούς την ανάγκη να επικοινωνήσουν με τις θειικές δυνάμεις που πίστευαν ότι είχαν χτίσει τον κόσμο και καθόριζαν τις μοίρες τους. Η γνώση των επιθυμιών των θεών ήταν πάντα ένας σίγουρος οδηγός για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στην Αρχαία Ελλάδα, η ακριβής φύση αυτών των επιθυμιών των θεών αποκωδικοποιήθηκε από την τέχνη της προφητείας, που ασκούνταν από ειδικούς οι οποίοι  είχαν το χάρισμα να καταλαβαίνουν τα σημάδια των θεών. Οι μάντεις εξηγούσαν τις προφητείες τους με το να ερμηνεύουν αστραπές ή  το πέταγμα ιερών πουλιών. Διαφορετικά θα παρατηρούσαν την κατεύθυνση της φωτιάς κατά την διάρκεια μιας θυσίας, θα εξέταζαν τα ίχνη-σημάδια από τα σπλάχνα των ζώων που είχαν θυσιαστεί ή θα έβγαζαν συμπεράσματα από την προθυμία του θυσιαζομένου ζώου να πάει στο θυσιαστήριο. Η ερμηνεία των ονείρων ήταν  επίσης δημοφιλής όπως και η ερμηνεία μέσα από τις γραμμές της παλάμης του χεριού. Οι πιο δημοφιλείς μάντεις ήταν : ο Τειρεσίας, ο Κάλχας, η Κασσάνδρα και η Πυθία.
Παρόλ’  αυτά,  υπήρχαν άπειρα παραδείγματα στα οποία οι θεοί δεν φανέρωναν τις επιθυμίες τους με σημάδια αλλά μιλούσαν με μεσολαβητή που για ένα μικρό διάστημα ήταν επηρεασμένος από μια θειική μανία και αδιαφορούσε για τη γήινη  ύπαρξή του. Εδώ οι μάντεις εισέρχονταν σε μια κατάστασης έκστασης στην οποία μετέφεραν το μήνυμα των θεών. Αυτοί οι τρόποι πρόβλεψης του μέλλοντος ήταν οι βάσεις  στις οποίες «πατούσαν» και λειτουργούσαν οι αρχαίοι Έλληνες μάντεις. Κάθε μάντης βρισκόταν σε έναν προκαθορισμένο ναό και σχετιζόταν με έναν ή περισσότερους θεούς.
Στους Δελφούς ήταν αρχικά έθιμο να δίνονται προφητείες μια φορά το χρόνο αλλά αργότερα οι μάντεις μιλούσαν μια φορά το μήνα. Αυτοί που ήθελαν να συμβουλευτούν τον μάντη έπρεπε να πληρώσουν ένα ειδικό φόρο, να εξαγνιστούν, να προσφέρουν όλους τους καρπούς από το κτήμα τους και να θυσιάσουν μια κατσίκα. Οι απαντήσεις δίνονταν από την Πυθία, αφού αυτή και οι άλλοι μάντεις έκαναν μια ειδική τελετή. Αυτή περιλάμβανε καθαρισμό των μαντών στα νερά της Κασταλλίας πηγής κοντά στο ναό και κατάβαση στο άδυτο του ναού, όπου  υπήρχαν ιερά σκεύη με ένα άγαλμα θεού. Η Πυθία στη συνέχεια καθόταν σε ένα τρίποδο, εισέπνεε ατμούς που έβγαιναν από τα έγκατα της γης και μασούσε φύλλα δάφνης για να εισέλθει σε κατάσταση έκστασης.  Παρόμοια λειτουργούσε και το μαντείο της Δωδώνης που ήταν αφιερωμένο στο Δία.
-----------------------
ΠΗΓΕΣ-Ενδεικτική βιβλιογραφία:
GREEK MYTHOLOGY AND RELIGION (EDITIONS HAITALIS) ISBN 960-8284-60-0
Εορτές και ιεροπραξίες των Ελλήνων, Βλάσης Ρασσιάς, β΄ έκδοση.
«Τα έπη του Ομήρου (Ιλιάδα & Οδύσσεια) μέσα από την εξαιρετική εικαστική απεικόνιση των Ζανέτ & Άννας Γκράχαμ Τζόνστον».
R. L. Nettleship, The theory of education in Plato’s Republic, 2e ed. Oxford, 1935.
J. Stenzel, Platon: der Erzieher, Leipzig, 1928.
J. Moreau, La construction de l’ idealisme platonicien, Paris, 1939.
Werner Jaeger, Paideia: the ideals of Greek culture, 3 vol., Oxford, 1939-1944-1945.
E. Dupreel, Les Sophistes, Neuchâtel et Paris, 1948.
H. I. Marrou, Histoire de l’éducation dans l’Antiquité, Paris, 1948.
A. Heuss, Stadt und Herrscher des Hellenismus. 2 Aufl. 1963
W. Otto, Kulturgeschichte des Altertums. 1925.
W. Tarn, The Hellenic Civilisation. 1949.
J. Juthner, Hellenen und Barbaren. 1923.
A. Reinach, Η εξελλήνισις του αρχαίου κόσμου 1932 (μετ. Ξ. Μακκά).
Αλέκος Αγγελίδης, Ρασοφόροι, Ημέρες και Έργα του Ιερατείου, Εκδόσεις Πλάτωνος, Θεσσαλονίκη 1999.
Απάντησις εις τό Χριτιανικόν Κείμενον – Λίβελλον «Κοινότοπα Αρχαιο-λατρικά Παραμύθια», Συλλογική Εργασία της Επιτροπής διά τήν Αναγνώριση της Ελληνικής Θρησκείας, «Τό Καρουχαρείον» Διδακτικόν Μέσον 84, Απρίλιος 2006.
Η Aντιπαγανιστική Nομοθεσία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους Κώδικες, Εισαγωγή – Μετάφραση Αφροδίτη Καμάρα, Εκδόσεις Κατάρτι.