Κυριακή 29 Μαΐου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (24.746-24.804)

Ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ᾽ αὖθ᾽ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·
«Ἕκτορ, ἐμῷ θυμῷ πάντων πολὺ φίλτατε παίδων,
ἦ μέν μοι ζωός περ ἐὼν φίλος ἦσθα θεοῖσιν·
750 οἱ δ᾽ ἄρα σεῦ κήδοντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.
ἄλλους μὲν γὰρ παῖδας ἐμοὺς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
πέρνασχ᾽, ὅν τιν᾽ ἕλεσκε, πέρην ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
ἐς Σάμον ἔς τ᾽ Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν·
σεῦ δ᾽ ἐπεὶ ἐξέλετο ψυχὴν ταναήκεϊ χαλκῷ,
755 πολλὰ ῥυστάζεσκεν ἑοῦ περὶ σῆμ᾽ ἑτάροιο,
Πατρόκλου, τὸν ἔπεφνες· ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ᾽ ὧς.
νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι
κεῖσαι, τῷ ἴκελος ὅν τ᾽ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.»
760 Ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ᾽ ἀλίαστον ὄρινε.
τῇσι δ᾽ ἔπειθ᾽ Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο·
«Ἕκτορ, ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων,
ἦ μέν μοι πόσις ἐστὶν Ἀλέξανδρος θεοειδής,
ὅς μ᾽ ἄγαγε Τροίηνδ᾽· ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι.
765 ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδ᾽ ἐεικοστὸν ἔτος ἐστὶν
ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης·
ἀλλ᾽ οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ᾽ ἀσύφηλον·
ἀλλ᾽ εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισιν ἐνίπτοι
δαέρων ἢ γαλόων ἢ εἰνατέρων εὐπέπλων,
770 ἢ ἑκυρή —ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί—,
ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες
σῇ τ᾽ ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσι.
τῶ σέ θ᾽ ἅμα κλαίω καὶ ἔμ᾽ ἄμμορον ἀχνυμένη κῆρ·
οὐ γάρ τίς μοι ἔτ᾽ ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ
775 ἤπιος οὐδὲ φίλος, πάντες δέ με πεφρίκασιν.»
Ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δ᾽ ἔστενε δῆμος ἀπείρων.
λαοῖσιν δ᾽ ὁ γέρων Πρίαμος μετὰ μῦθον ἔειπεν·
«ἄξετε νῦν, Τρῶες, ξύλα ἄστυδε, μηδέ τι θυμῷ
δείσητ᾽ Ἀργείων πυκινὸν λόχον· ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς
780 πέμπων μ᾽ ὧδ᾽ ἐπέτελλε μελαινάων ἀπὸ νηῶν,
μὴ πρὶν πημανέειν, πρὶν δωδεκάτη μόλῃ ἠώς.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε
ζεύγνυσαν, αἶψα δ᾽ ἔπειτα πρὸ ἄστεος ἠγερέθοντο.
ἐννῆμαρ μὲν τοί γε ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην·
785 ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δεκάτη ἐφάνη φαεσίμβροτος ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες,
ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν, ἐν δ᾽ ἔβαλον πῦρ.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
τῆμος ἄρ᾽ ἀμφὶ πυρὴν κλυτοῦ Ἕκτορος ἔγρετο λαός.
790 αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο,
πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴθοπι οἴνῳ
πᾶσαν, ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος· αὐτὰρ ἔπειτα
ὀστέα λευκὰ λέγοντο κασίγνητοί θ᾽ ἕταροί τε
μυρόμενοι, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν.
795 καὶ τά γε χρυσείην ἐς λάρνακα θῆκαν ἑλόντες,
πορφυρέοις πέπλοισι καλύψαντες μαλακοῖσιν.
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ ἐς κοίλην κάπετον θέσαν, αὐτὰρ ὕπερθε
πυκνοῖσιν λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι·
ῥίμφα δὲ σῆμ᾽ ἔχεαν, περὶ δὲ σκοποὶ ἥατο πάντῃ,
800 μὴ πρὶν ἐφορμηθεῖεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί.
χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα
εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα
δώμασιν ἐν Πριάμοιο, διοτρεφέος βασιλῆος.
Ὣς οἵ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο.

***
Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι γυναίκες
και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει:
«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ᾽ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ᾽ αγαπούσαν
750 και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ΄ άλλα παιδιά μου, όσά ᾽πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ᾽ απ΄ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ, αφού σ᾽ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
755 του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ᾽ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν᾽ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν τού επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ᾽ άλυπά του βέλη».
760 Και η κλάψα της εσήκωσε γύρω οδυρμόν και θρήνους.
Και τρίτ᾽ η Ελένη άρχισε τον θρήνον της κι εκείνη:
«Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,
κι είν᾽ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα
εδώ στην Τροίαν έφερε· να ᾽χα πεθάνει πρώτα.
765 Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ᾽ ότου εκείθεν ήλθα
και άφησα την πατρίδα μου· και απ᾽ τα δικά σου χείλη
λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.
Και αν κάποιος απ᾽ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου
ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη
770 η πεθερά μου —ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας—
συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα
με την αγαθοσύνην σου· για τούτο σένα κλαίω
και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.
Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα
775 να είναι φίλος της καρδιάς και μ᾽ αποστρέφοντ᾽ όλοι».
Και ως έκλαιε τριγύρω της εστέναζαν τα πλήθη.
Και τότε ο γέρος Πρίαμος επρόσταξε στα πλήθη:
«Στην πόλιν, Τρώες, φέρετε τα ξύλα, μη φοβείσθε
καρτέρι από τους Αχαιούς· μου έταξε ο Πηλείδης
780 όταν από τες πρύμνες του αυτός μ᾽ επροβοδούσε,
πριν φέξ᾽ η δωδεκάτη αυγή να μη μας πολεμήσει».
Και αυτοί τες μούλες έζεψαν στ᾽ αμάξια και τους ταύρους
και με σπουδήν συνάχθηκαν εμπρός στην πόλιν όλοι
κι εννιά ημέρες έφερναν από το δάσος ξύλα·
785 και άμα η δεκάτη εφάνη αυγή τον κόσμον να φωτίσει
τότ᾽ έβγαλαν τον Έκτορα και κλαίοντας τον θέσαν
εις της πυράς την κορυφήν, κατόπι την ανάψαν.
Και άμα η ροδοδάκτυλη Ηώς στον κόσμο εφάνη,
εις την πυράν ολόγυρα του Έκτορος του ανδρείου
790 όλος συνάχθηκε ο λαός κι άφθονο πρώτα εχύσαν
κρασί μες στην πυρκαγιά και την εσβήσαν όλην
ως κει που εβόσκησε η φωτιά, κι οι αυτάδελφοι και οι φίλοι
κατόπιν όλα εσύναξαν τα άσπρα κόκαλά του,
κι έτρεχαν δάκρυα θερμά από τα μάγουλά τους.
795 Και μέσα εις χρυσήν λάρνακα τα έθεσαν κατόπι
με πορφυρά και μαλακά σεντόνια τυλιγμένα·
κατόπι τα εκατέβασαν μες στο βαθύ κιβούρι
κι επάνω εστοίβασαν πυκνά λιθάρια και μεγάλα·
και αφού τάφον εσήκωσαν με χώματα εκαθόνταν
800 φύλακες απ᾽ τους Αχαιούς το μνήμα να φρουρήσουν.
Και αφού το μνήμα ετοίμασαν, συναθροισθήκαν όλοι
με τάξιν και εκάθησαν στο θαυμαστό τραπέζι
μέσα στα υψηλά δώματα του σεβαστού Πριάμου.
Αυτός του ανδρείου Έκτορος ο ενταφιασμός εγίνη.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 8. Εγώ, ο Κλαύδιος

8.6. Ένα παιδί με ειδικές ανάγκες


Από παιδί ήμουν φιλάσθενος. Έβλεπα πιο συχνά τους οικογενειακούς μας γιατρούς παρά τους δασκάλους μου. Τους φθινοπωρινούς μήνες η μητέρα μου η Αντωνία μετρούσε τις μέρες που δεν είχα πυρετό - ήταν πιο εύκολο. Ο Έλληνας γιατρός που με παρακολουθούσε έλεγε ότι ήταν κρίμα που ο Ιπποκράτης έφυγε πριν εμφανιστεί το ιατρικό μου περιστατικό, αλλά ήταν βέβαιος ότι ούτε ο Ιπποκράτης θα μπορούσε να καταλήξει σε διάγνωση. Το ίδιο φάρμακο που ημέρωνε τον βήχα μου εξαγρίωνε το υπόλοιπο σώμα μου και το γέμιζε με εξανθήματα που έκαναν μέρες να καταλαγιάσουν. Το βότανο που δρόσιζε την κάψα του πυρετού και σταματούσε τις αναγούλες μού έφερνε λήθαργο και παραμιλητό. Οι φαρμακοποιοί εξάντλησαν πάνω μου το ρεπερτόριό τους. Κάποιο από τα αμέτρητα φάρμακα που πήρα μου έσωσε τη ζωή, και κάποιο άλλο μου προκάλεσε ένα είδος παράλυσης - ή, τουλάχιστον, έτσι εξήγησαν οι γιατροί το μόνιμο συνάχι μου, τις ακούσιες κινήσεις του κεφαλιού μου και το χρόνιο ψεύδισμά μου. Ο θετός παππούς μου, ο Αύγουστος, προβληματιζόταν πολύ από την κατάσταση και έδειχνε αμηχανία όταν εκδήλωνα τέτοια συμπτώματα μπροστά σε ξένους. Από την άλλη μεριά, ήταν ο μόνος που έδειχνε να εκτιμά την ικανότητά μου να σκέφτομαι λογικά και πειθαρχημένα όταν μου έθετε διάφορα ερωτήματα. Νομίζω ότι ήταν ο μόνος που πίστευε ότι τα σωματικά μου κουσούρια δεν σήμαιναν αναγκαστικά και πνευματική καθυστέρηση - γιατί όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν ακριβώς αυτό, με πρώτη τη μητέρα μου, που συχνά την άκουγαν να λέει: «Αυτός είναι πιο βλάκας κι από τον δικό μου τον Κλαύδιο.» Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ ότι άξιζε τον κόπο να εκπαιδευτώ με την προοπτική κάποτε να αναλάβω δημόσιο αξίωμα.

Αυτό μπορεί να ήταν κακό, ήταν όμως και καλό αφού μου άφησαν ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθώ με τα πράγματα που με ενδιέφεραν, κυρίως με την ιστορία, όπου ευτύχησα πολύ νωρίς να έχω τη στήριξη και τη συμβουλή του μεγάλου Λίβιου. Με γοήτευε η πρόσφατη ιστορία της Ρώμης, και άρχισα τις προσωπικές μου έρευνες από το κοσμοϊστορικό γεγονός της δολοφονίας του Ιουλίου Καίσαρα και της περιόδου των μεγάλων εμφυλίων πολέμων που ακολούθησαν. Όταν ο Λίβιος διάβασε κάποιο από τα ιστοριογραφικά μου πρωτόλεια έδειξε ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία και μου πρότεινε αμέσως να κάνω δημόσια παρουσίαση του έργου μου διαβάζοντας ορισμένα κομμάτια ο ίδιος. Δέχτηκα μετά χαράς.

Ήμουν πάντα άτυχος. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο και εγώ ετοιμαζόμουν να αρχίσω την ανάγνωση, όταν κάποιος που είχε φτάσει καθυστερημένα, και που ήταν υπέρβαρος, διέλυσε με το βάρος του τον πάγκο όπου κάθησε, ξαπλώνοντας στο δάπεδο άλλους δέκα από το ακροατήριο. Από τη στιγμή εκείνη η εκδήλωση διαλύθηκε μέσα σε ακατάσχετα χαχανητά. Και όταν, μετά από ώρα, τα γέλια καταλάγιασαν και επιχείρησα να αρχίσω, είχα τόσο έντονη στα μάτια μου την εικόνα του περιστατικού που δεν κατάφερνα να σοβαρευτώ.

Λένε ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι πάντα πιο στοργικοί και τρυφεροί με τα εγγόνια τους από ό,τι οι ίδιοι οι γονείς. Αυτό δεν ίσχυε για τη γιαγιά μου τη Λιβία, που όποτε μου απηύθυνε τον λόγο ήταν για να μου κάνει κάποια παρατήρηση. Ο θείος μου ο Τιβέριος μου μιλούσε βασικά μόνο μια φορά τον χρόνο, στα Σατουρνάλια, και στη συνέχεια ξεχνούσε την ύπαρξή μου για δώδεκα μήνες. Όταν διαδέχτηκε τον Αύγουστο (ήμουν τότε στα 24) του ζήτησα να αναλάβω κάποιο επίσημο πόστο. Με έκανε ύπατο «άνευ χαρτοφυλακίου» και μου έστειλε και ένα χρηματικό ποσό με τη διευκρίνιση ότι δεν προοριζόταν για την αντιμετώπιση των εξόδων που θα έφερνε η άσκηση του αξιώματος αλλά για να αγοράσω παιχνίδια στις γιορτές των Σατουρναλίων. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι αυτή ήταν η μόνη σχετικά επιτυχημένη απόπειρα του θείου να κάνει χιούμορ. Αυτή ήταν και η μόνη απόπειρα που έκανα κι εγώ με δική μου πρωτοβουλία να πάρω μέρος στη δημόσια ζωή - μετά την οποία επέστρεψα για μια εικοσαετία περίπου στη μελέτη, την ιδιώτευση και την αφάνεια ανάμεσα στο σπίτι που είχα στα προάστια της Ρώμης και στο ησυχαστήριο μου στην Καμπανία. Δεν περνούσα άσχημα. Στο μακρύ αυτό διάστημα έκανα πολλούς και πιστούς φίλους ανάμεσα στους διανοουμένους, και ο κόσμος, όταν με αναγνώριζε στον δρόμο, μου έδειχνε πάντα τη συμπάθειά του.

Ο Τιβέριος δεν είχε διάθεση να επαναλάβει τη μοναδική του χιουμοριστική χειρονομία, γι᾽ αυτό δεν με έβαλε καθόλου στον λογαριασμό όταν, στα τελευταία του, προβληματιζόταν για τη διαδοχή του. Θα μπορούσε, ίσως, κανείς να θεωρήσει ένα είδος μαύρου χιούμορ την τελική του απόφαση να ορίσει διάδοχό του τον Γάιο. Και θα ήταν πρωτίστως χιούμορ αν δεν ήταν πάνω απ᾽ όλα τραγωδία. Ήμουν ήδη στα 46 όταν ο ανεψιός μου, έμπλεως ευτυχίας, φόρεσε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι.

ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ «ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ»

Η Αντίληψη δεν «ταυτίζεται» με κανένα «περιεχόμενο» με καμία ιδέα, ιδιότητα, η συμπεριφορά.

Είναι η «εμμονή» στην «μνήμη», στην «γνώση», που διατηρεί την φλόγα της περιορισμένης ύπαρξης.

Προοίμιο

Η Συνείδηση Είναι Μία και Μόνο. Κάθε «Συνείδηση», έστω κι αν εμφανίζεται σαν «Διαφοροποιημένη» είναι στην πραγματικότητα Αυτή η Μία Συνείδηση που λειτουργεί μέσα από κάποιους περιοριστικούς όρους και σε ιδιαίτερες συνθήκες, σε περιορισμένες καταστάσεις. Η Συνείδηση Αναγνωρίζεται από τον Εαυτό της σαν Επίγνωση, Γνώση, σαν Ανεξάντλητη «Παραγωγική Δύναμη Γνώσης» και σαν «Χωρίς Περιορισμούς Δημιουργική Δύναμη Ιδιαίτερων Αντιλήψεων» που υποστασιοποιούνται. Έτσι Εμφανίζονται τα διάφορα «Υποκειμενικά» και αντικειμενικά φαινόμενα.

Η Κυριότερη (αλλά όχι μοναδική) Λειτουργία της Συνείδησης είναι η Αντίληψη, (γι’ αυτό και οι όροι συχνά «ταυτίζονται», όχι οντολογικά αλλά γνωσιολογικά). Τι είναι Αντίληψη; Είναι η γνώση, η αναγνώριση, η «πληροφόρηση» για «κάτι». Αυτό μπορεί να γίνεται με άμεση αίσθηση, με παραγωγική διαδικασία ή με έμμεση πληροφόρηση μέσω καταλλήλου οργάνου από εξωτερικές πηγές (όπως στην περίπτωση που η Συνείδηση είναι ενσωματωμένη και δέχεται μέσω του «φορέα» τις πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο. Με άλλα λόγια η Αντίληψη είναι μια «γενική λειτουργία» της Συνείδησης που υφίσταται είτε υπάρχει κάποιος εξωτερικός φορέας είτε όχι. Δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στην εξωτερική αντίληψη.

Με αυτή την έννοια η Αντίληψη είναι η «Όραση» της Συνείδησης. Έτσι η Συνείδηση μπορεί να Αντιλαμβάνεται, να «Ορά», να «Βλέπει», το Ανεξιχνίαστο Μυστήριο της Ύπαρξής της, την «Αντικειμενική Παρουσία» της, την Παρουσία της μέσα στον Χώρο, την Παρουσία της μέσα στον Χρόνο και σε ιδιαίτερες καταστάσεις στους κόσμους του Χρόνου.

Η Αντίληψη, έτσι όπως περιγράφεται, είναι μια Λειτουργία, η «Όραση». Σαν τέτοια δεν ταυτίζεται με το «περιεχόμενό» της. Αυτό έχει τεράστια σημασία κι ένα βαθύ νόημα γιατί υποδηλώνει την «Ανεξαρτησία» της Συνείδησης, της Αντίληψης, από οποιεσδήποτε ιδιαίτερες καταστάσεις βιώνει η Συνείδηση μέσα στην Δημιουργία. Ταυτόχρονα αποκαλύπτει και τον Δρόμο της Απελευθέρωσης της «Διαφοροποιημένης Συνείδησης» που νομίζει ότι δεσμεύεται κάπου.

Να πούμε ακόμα ότι για την «Διαφοροποιημένη» Ενσωματωμένη Συνείδηση ασφαλώς υπάρχουν στο «περιεχόμενό» της κάποια «σταθερά στοιχεία» όπως η «Ύπαρξη», η «Αντικειμενική Παρουσία», η Παρουσία στον Χώρο, η Ατομική Παρουσία στον Χρόνο. Όμως όλο το περιεχόμενο που αφορά την ζωή μέσα στον χρόνο δεν είναι σταθερό και αλλάζει. Ο κύκλος των μετενσωματώσεων αφορά ακριβώς την ζωή στους κατώτερους κόσμους του Χρόνου (τον νοητικό κόσμο, τον ενεργειακό κόσμο, τον κόσμο των υλικών φαινομένων). Η Απελευθέρωση αφορά την Έξοδο από τους κόσμους του Χρόνου. Η «Εξέλιξη» στους Ανώτερους, πιο «Εσωτερικούς» Κόσμους είναι ένα άλλο θέμα.

Ακόμα, χαρακτηρίζοντας την Αντίληψη σαν «Όραση» θα πρέπει να πούμε ότι αυτά που «συλλαμβάνει η «Όραση» (είτε Άμεσα την Ίδια την Ουσία, είτε όσα Δημιουργεί, είτε τα «αντικείμενα») είναι Φως, Διαφοροποιήσεις του Φωτός, Φαινόμενα του Φωτός. Η Υπέρτατη Κατάσταση της Ουσίας Είναι το Πρωταρχικό Φως, το Αδιαφοροποίητο Υπερκόσμιο Φως, το Φως το Αληθινό. Όλα τα άλλα είναι «Διαβαθμίσεις του Φωτός».

Το Φως Είναι Ενέργεια, Υπερκόσμια Ενέργεια Ασύλληπτης Ισχύος. Το υλικό φως (του ήλιου, η της πυρηνικής ενέργειας) είναι το ελάχιστο.

Επίσης η «Καθαρή Όραση» χαρακτηρίζεται σαν «Φώτιση» Αυτό έχει και κυριολεκτική και συμβολική σημασία.

Τέλος, η Ορθή Αντίληψη, η «Καθαρή Όραση» ονομάζεται Λόγος. Για αυτό ο Λόγος σε κάποιες Παραδόσεις (Ηράκλειτος, Στωικοί, Χριστιανισμός) θεωρείται η Αρχή της Δημιουργίας. Είναι ακόμα η Βάση του Ορθολογικού Λογισμού, της καθαρής σκέψης.

Η Αληθινή Γνώση του Όντος

Υπάρχει Μία και Μόνο Συνείδηση. Είναι ακριβώς η Βασική Λειτουργία της Συνείδησης, η Αντίληψη, που δίνει την Δυνατότητα να Εμφανίζονται όλα τα Φαινόμενα (Υποκειμενικά και «αντικειμενικά»). Με την Διαφοροποίηση της Αντίληψης, δηλαδή του «περιεχομένου» της παίρνουν «υπόσταση» όλα τα φαινόμενα.

Κάθε Συνείδηση (οποιαδήποτε συνείδηση) δεν είναι παρά Αντανάκλαση της Μιας Συνείδησης (του Όλου) μέσα στις ιδιαίτερες «συνθήκες» της Δημιουργίας. Όλα αυτά έχουν εξηγηθεί σε προηγούμενες ομιλίες μας (ανατρέξτε εκεί). Κάθε Συνείδηση είναι Αντίληψη (με την έννοια που περιγράψαμε πιο πάνω). Κι η Αντίληψη είναι μια εγγενής υπερβατική λειτουργία της Συνείδησης και δεν εξαρτάται από εξωτερικές συνθήκες ή υλικό φορέα (ή πρόσληψη πληροφοριών από έναν «αντικειμενικό» κόσμο). Η Αντίληψη είναι απλά «Όραση». Είναι ανεξάρτητη από το «περιεχόμενό» της. Όπως εξηγήσαμε υπάρχουν στο «περιεχόμενο» της Αντίληψης κάποιες «Σταθερές» αλλά το «περιεχόμενο» που υπόκειται στον χρόνο δεν είναι σταθερό και μπορεί και αλλάζει.

Ας το εξηγήσουμε αυτό πρακτικά. Η Συνείδηση-Αντίληψη (όταν είναι Ενσωματωμένη) στην Φυσική της Κατάσταση είναι Αφυπνισμένη (σε Αληθινή Εγρήγορση), Εδώ, Τώρα. Όλες οι λειτουργίες της εκδηλώνονται φυσικά, ανεμπόδιστα. Η επίγνωση τα αγκαλιάζει όλα σε μια ενότητα και δεν υπάρχει «απόσταση» ανάμεσα σε εμάς και τα πράγματα. Η σκέψη (σαν εσωτερικοποίηση των παραστάσεων, σαν εννοιοποίηση των «πραγμάτων» και φυσικός συσχετισμός των πραγμάτων, κλπ.) λειτουργεί απρόσκοπτα. Η μνήμη λειτουργεί αντικειμενικά. Οι αισθήσεις είναι σε πραγματική επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Όλα λειτουργούν, απλώς λειτουργούν. Σε αυτή της «κατάσταση» (την ζωή όπως εξελίσσεται) δεν υπάρχουν προσωπικές εμπειρίες, συσσώρευση προσωπικών μνημών, γνώσεων, εμπειριών. Η ζωή δεν αφήνει «ίχνη». Ανασαίνει στο Παρόν κι εξαντλείται στην Στιγμή.

Εδώ, στην «κατάσταση» που περιγράψαμε (και κάποιοι ίσως βλέπουν τις «ομοιότητες» με αυτό που ονομάζουν «Διαλογισμό») η Συνείδηση-Αντίληψη δεν ταυτίζεται με το «περιεχόμενό» της. Το «περιεχόμενο» ρέει συνεχώς, ανανεώνεται κάθε στιγμή και δεν «δένεται» στον χρόνο. Η Συνείδηση-Αντίληψη είναι Ανεξάρτητη, Ελεύθερη από το «περιεχόμενο». Ζει στο Απόλυτο Παρόν και δεν δεσμεύεται από τον Χρόνο.

Ασφαλώς, αυτό που περιγράφουμε είναι μια «κατάσταση» που λίγοι βιώνουν ή μπορούν να βιώσουν, Είναι για κάποιους μια ιδανική κατάσταση αλλά όχι κάτι που ζουν. Στην πραγματικότητα αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι η Συνείδηση-Αντίληψη είναι ή μπορεί να είναι, όντως, ανεξάρτητη από το «περιεχόμενό» της. Αυτή η δυνατότητα είναι εγγενής σε κάθε συνείδηση, σε κάθε άνθρωπο.

Έτσι, για να αναδυθούμε στην Αληθινή Γνώση της Ίδιας της Φύσης μας που λειτουργεί εδώ σαν Αντίληψη, για να Γνωρίσουμε τον Εαυτό μας, σαν Αντίληψη, πρέπει να κατανοήσουμε τι είναι η Αντίληψη και τι σχέση έχει με το «περιεχόμενό» της. Είναι μια σχέση παροδική με ό,τι σχετίζεται με τον χρόνο. Αυτό μπορεί στον καθένα να Ανοίξει τον Δρόμο προς την Απελευθέρωση και μετά την Ολοκλήρωση στο Όλον (πέρα από κάθε «Διαφοροποίηση», στην Πλήρη Συνειδητοποίηση ότι Είμαστε η Μία Συνείδηση, δηλαδή στην Πλήρη Αφύπνιση).

Οι περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη ζουν με ένα τρόπο διαφορετικό από αυτόν που περιγράψαμε, τόσο κοινό που όλοι γνωρίζουν για τι πράγμα μιλάμε. Είναι «ταυτισμένοι» με το «περιεχόμενο» της αντίληψής τους, το οποίο συγκροτείται από προκαταλήψεις, λανθασμένους συλλογισμούς και συμπεράσματα, ανόητες δοξασίες. Γιατί ζουν έτσι; Επειδή «εκπαιδεύονται» να ζουν έτσι.

Η Παγκόσμια Αυταπάτη

Υπάρχει Μία και Μόνο Συνείδηση. Ό,τι Εμφανίζεται (Υποκειμενικά κι Αντικειμενικά Φαινόμενα) στην «Δημιουργία» δεν είναι παρά «Αντανακλάσεις» του Ενός Όλου μέσα στην «Κίνηση» της Αντίληψης, τελικά ένα Νοητικό Φαινόμενο. Όλα είναι «Αντανακλάσεις» του Όλου μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες και περιορισμούς. Κάθε Συνείδηση, κάθε ον δεν είναι παρά το Όλον μέσα στην «ιδιαιτερότητά» του. Ακόμα και ένας κόκκος σκόνης δεν είναι παρά το Όλον μέσα στην συγκεκριμένη παρουσία του.

Όλα είναι Αυτό το Ίδιο το Όλον κι Όλα «εξελίσσονται προς την Ολοκλήρωσή τους στο Όλον (προς την Ανάδυση στο Όλον).

Υπάρχουν εκατομμύρια κατοικημένοι πλανήτες στο Σύμπαν με διάφορα όντα (κι ίσως άγνωστης «σύνθεσης»). Υπάρχουν όντα σε διαφορετικά στάδια «εξέλιξης» κι ασφαλώς όντα περισσότερο εξελιγμένα από τους γήινους. Η «εξέλιξη» στον πλανήτη γη βρίσκεται ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο. Παρότι υπάρχουν χιλιετηρίδες ιστορίας πίσω μας και παρόλο τον δήθεν πολιτισμό μας και την τεχνολογική ανάπτυξη εξακολουθούμε να είμαστε «άγριοι». Αυτό φαίνεται από την διεθνή πολιτική κατάσταση, από το «επίπεδο» των κοινωνιών μας και από την νοητική κατάσταση της ανθρωπότητας. Κοινωνίες της αδικίας και της ανισότητας, του πλούτου και της εξαθλίωσης κι άνθρωποι μέσα στην άγνοια που χειραγωγούνται σαν ζώα, αυτός είναι ο σύγχρονος κόσμος. Έτσι ήταν πάντα και θα είναι για χιλιετίες ακόμα.

Οι άνθρωποι, σε ολόκληρο τον πλανήτη, είναι «άγριοι» κι αναθρέφουν «άγριους» ανθρώπους. Κάθε παιδί που γεννιέται στον κόσμο, μέσα από την «κοινωνικοποίησή» του γίνεται ότι είναι κι οι άλλοι. Δύσκολα ξεφεύγει κάποιος από το «πλήθος».

Στην πραγματικότητα, αν Όλα είναι «Αντανακλάσεις» του Ενός (του Παντός) μέσα στην Ρέουσα Φαινομενικότητα, τότε Όλα, Κάθε Ον, κάθε Συνείδηση (σαν «Αντανάκλαση» του Όλου) φέρνει εγγενώς, Μέσα της, όλες τις Δυνάμεις και τις Δυνατότητες του Όλου και την Σίγουρη Προοπτική να Αναδυθεί στο Όλον. Αυτή η «Συνειδητοποίηση», η Ανάδυση στο Όλον, η Απελευθέρωση από όλους τους περιορισμούς, της ζωής, του Χρόνου, του Χώρου, της Περιορισμένης Ύπαρξης, είναι η Υπέρτατη Γνώση, η Υπέρτατη Ζωή, η Υπέρτατη «Επίτευξη». Η Αληθινή Αυτογνωσία, η Γνώση (κι η «Εμπειρία») της Αληθινής, Απέραντης, Άχρονης και Άχωρης και Αδημιούργητης Φύσης μας είναι η Πραγματική Ολοκλήρωση του» Όντος».

Εν τούτοις ελάχιστα όντα, ελάχιστοι άνθρωποι στον πλανήτη μπορούν να αναγνωρίσουν και να Βιώσουν την Αληθινή Υπερβατική Φύση τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι βυθισμένοι μέσα στο παγκόσμιο συλλογικό όνειρο της ανθρωπότητας που μέσα στην άγνοια αντιλαμβάνεται διαφορετικά κι επιβάλλει την παγκόσμια αμάθεια σαν επιστήμη, γνώση, παιδεία, κρατώντας το «ανθρώπινο είδος» χαμηλά, εμποδίζοντάς το να «εξελιχθεί».

Η Αληθινή Γνώση είναι η Γνώση του Εαυτού (το «γνώθι σ’ αυτόν» με την Μυστική Δελφική Έννοια). Η Αληθινή Υπέρτατη Επιστήμη είναι η «Αληθινή Ανθρωπολογία», που αναγνωρίζει τον Πραγματικό Οντολογικό, Γνωσιολογικό και Ηθικό Χαρακτήρα του Ανθρώπου που Βαδίζει προς την Ολοκλήρωση, που Διαφωτίζει την ανθρώπινη νοημοσύνη και Καθοδηγεί προς την Υπέρτατη Ζωή της Ελευθερίας. Όλες οι άλλες Γνώσεις κι επιστήμες είναι δευτερεύουσες κι ίσως ασήμαντες γιατί δεν σε κάνουν άνθρωπο. Δείτε το παγκόσμιο εκπαιδευτικό σύστημα, παράγει «επιστήμονες» αλλά δεν δημιουργεί αληθινούς ανθρώπους. Σίγουρα υπάρχει κάτι «σάπιο» στο βασίλειο της ανθρώπινης εκπαίδευσης.

Έτσι, οι κοινωνίες, μέσα στην αμάθειά τους, αναπαράγουν την αμάθεια, την ελλιπή γνώση και σέρνονται σαν τα φίδια στην σκόνη της ιστορίας. Δεν μπορούν να πετάξουν σαν τα πουλιά στον Απέραντο Ουρανό της Αληθινής Ελευθερίας. Η Αληθινή Ελευθερία Υπάρχει Μέσα σε όλα τα όντα, ακόμα και σε ένα κόκκο σκόνης, αλλά πόσοι το νοιώθουν;

Αν η κοινωνίες είναι κοινωνίες των «αγρίων» κι αν αναθρέφουν τα παιδιά τους σαν «άγριους», εναπόκειται στον καθένα, στην οντολογική, γνωσιολογική κι ηθική ευθύνη του καθενός, να απομακρυνθεί από αυτού του είδους τις κοινωνίες και να αναζητήσει στην Έρημο του Φιλοσοφικού Λόγου την Αληθινή Γνώση.

Οι άνθρωποι, με την αμάθεια και την χαμηλή νοημοσύνη τους βρωμίζουν ακόμα και το «Ιερό», την «Αντίληψη του Θεού». Αντί να δείξουν, ακολουθώντας τους Μεγάλους Σοφούς της Ανθρωπότητας, τον Δρόμο προς την Αυτογνωσία, προς την Εσωτερική Γνώση της Αληθινής Αιώνιας Φύσης μας, πιστεύουν και διδάσκουν κι επιβάλλουν πλήθος ανοησιών στους σύγχρονους ναούς της αμάθειας. Ακόμα και την θρησκεία την έκαναν μια βρώμικη υπόθεση, μια θλιβερή διαστρέβλωση της «ιερής αναζήτησης», μια παρωδία γνώσης.

Είναι άραγε τυχαίο που όλοι οι Πραγματικοί Σοφοί έζησαν και δίδαξαν «έξω από τα τείχη της πόλης»;

Ο «Ταυτισμός» με το «περιεχόμενο», το εγώ, η περιορισμένη δράση

Γιατί όμως οι κάτοικοι αυτού του πλανήτη, η ανθρωπότητα, οι άνθρωποι, βρίσκονται σε αυτό το χαμηλό επίπεδο «εξέλιξης»; Το να λέμε απλά ότι η εξέλιξη της ανθρωπότητας βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και χρειάζεται ιστορικός χρόνος για να προχωρήσει η ανθρωπότητα είναι ίσως μια «λογική» εξήγηση, αλλά αυτό δεν απαλλάσει τους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους, από την Υπαρξιακή Ευθύνη τους.

Στην πραγματικότητα η Συνείδηση, ακόμα κι όταν βρίσκεται σε περιορισμούς και σύγχυση, διατηρεί πάντα μια βαθιά ηθική εγρήγορση. Αυτή είναι η «ηθική συνείδηση» των ανθρώπων. Όλοι γνωρίζουν το Δίκαιο, το Καλό και το Κακό. Οι «επιλογές» τους δεν τους απαλλάσουν από την ηθική ευθύνη. Οι άνθρωποι της Σκιάς, οι σκοτεινοί άνθρωποι, γνωρίζουν πολύ καλά τι κάνουν. Αν αγνοούν τις συνέπειες και δεν λογαριάζουν τους συνανθρώπους τους αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υποστούν τις συνέπειες. Θα υποστούν τις συνέπειες και για την δική τους επιλογή και για το κακό που κάνουν στους άλλους.

Πως όμως συμβαίνει κι ο Άνθρωπος από Αγαθή Αντανάκλαση του Όλου μέσα στην Υπαρξιακή Ροή, με Όλες τις Δυνάμεις κι Όλες τις Δυνατότητες του Όλου (για Αυτοσυνειδητοποίηση κι Ανάδυση στην Αρχέγονη Καθαρότητα) πέφτει στην άγνοια, στην σύγχυση, στην αμάθεια; Είναι πολύ ενδιαφέρον να διερευνήσουμε τον λειτουργικό μηχανισμό που παγιδεύει τον άνθρωπο. Έτσι θα βρούμε το νήμα της Αριάδνης (της «Ιέρειας της Σοφίας») για να βγούμε από τον Λαβύρινθο της Υπαρξιακής Σκλαβιάς στο Φως της Ελευθερίας.

Ο Άνθρωπος, δηλαδή η Συνείδηση που Έχει Ενσωματωθεί, στην Οντολογική Καθαρότητά του είναι σε Πλήρη Εγρήγορση, με Ανοιχτή Επίγνωση (που τα Αγκαλιάζει όλα) κι Αντίληψη Ανεμπόδιστη που Ρέει στο Παρόν. Λειτουργεί Πλήρως, Ζώντας πάντα στην Παρούσα Στιγμή. Έτσι το «περιεχόμενο» της Αντίληψης ανανεώνεται συνεχώς, είναι πάντα νέο. Όμως μια τέτοια «Κατάσταση» (Λειτουργίας) απαιτεί μέγιστη ενέργεια ζωής. Στην πραγματικότητα ελάχιστα όντα μπορούν να είναι μόνιμα σε μια τέτοια κατάσταση (ακόμα κι όσοι είναι «έμπειροι» στον Αληθινό Διαλογισμό).

Είναι από άποψη «οικονομίας της ζωής» και από βιολογική άποψη πιο «καλό» να αυτοματοποιείται η αντίληψη και να αποθηκεύονται αντιλήψεις και γνώσεις. Έτσι η αντίληψη «ελευθερώνεται» για να επεκταθεί περισσότερο στο πεδίο της ζωής αφού έχει να ασχοληθεί με τα νέα δεδομένα (κι όχι με αυτά που ήδη γνωρίζει). Όμως αυτή η αυτοματοποίηση έχει κάποιες συνέπειες (οντολογικές, γνωσιολογικές, ηθικές) κι εκθέτει τον άνθρωπο σε κινδύνους. Θα το εξηγήσουμε αμέσως τώρα.

Η «αποθήκευση» αντιλήψεων, εμπειριών, μνημών (κι η λειτουργία της αντίληψης με την βοήθεια όλων αυτών) «νοθεύει» την Αρχική Καθαρότητα της Αντίληψης κι αποδίδει στην αντίληψη κάποια «σταθερά» χαρακτηριστικά. Έτσι η Συνείδηση (Αντίληψη) αποκτά μια «Όψη», γίνεται «Πρόσωπο». Η λέξη «πρόσωπο» είναι σύνθετη από την πρόθεση «προς» και το ουσιαστικό «όψη». «Πρόσωπο» είναι «αυτό που φαίνεται», η οντότητα με σταθερά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αυτό είναι το «ψυχολογικό εγώ», η προσωπικότητα.

Το γεγονός αυτό καθεαυτό, δηλαδή η οντότητα να εμμένει σε μνήμες, γνώσεις, αντιλήψεις, δεν είναι κακό με την προϋπόθεση ότι το «περιεχόμενο» της αντίληψης είναι λογικά ελεγμένο. Αν όμως είναι «λανθασμένο»; Τότε όλο το διανοητικό οικοδόμημα των ανθρώπων, του ανθρώπου, καταρρέει.

Στην πραγματικότητα, είναι φανερό ότι η δόμηση του προσώπου, του εγώ, της προσωπικότητας, σαν λειτουργικός μηχανισμός, είναι μια «κατασκευή. Όταν δεν γίνεται με λογικούς όρους καθίσταται πρόβλημα. Στην Αρχαία Ελλάδα η λέξη «πρόσωπο» σήμαινε το «προσωπείο», δηλαδή μια «κατασκευή» που είχε τα χαρακτηριστικά ανθρώπου. Γνώριζαν μέσα στην Ορφική Παράδοση ότι όλος αυτός ο λειτουργικός μηχανισμός είναι μια «κατασκευή» χωρίς πραγματική οντολογική σημασία. Για αυτό και στο Ιερό Θέατρο που ξεκίνησε από την Διονυσιακή Λατρεία οι υποκριτές χρησιμοποιούσαν τα «προσωπεία». Έδιναν έτσι υπόσταση σε χαρακτήρες ανθρώπων (και συνάμα επέτρεπε στον υποκριτή να υποδυθεί περισσότερους «ρόλους»). Όλα αυτά στην Αρχαία Ελλάδα και στην Αρχαία Λατρεία είχαν παιδαγωγικούς σκοπούς. Μετά το θέατρο ξέπεσε στην κοινοτοπία των ανθρωπίνων υποθέσεων.

Έτσι, η λειτουργία του προσώπου, του εγώ, της προσωπικότητας δεν είναι απλά μια «κατασκευή» αλλά πολύ περισσότερο μια «κακή κατασκευή» με ανυπολόγιστες ανθρωπολογικές συνέπειες. Όταν από αμαθή πρόσωπα θεωρείται ότι η ουσία του ανθρώπου είναι το «πρόσωπο» δηλαδή μια οντότητα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τότε η οντότητα γίνεται κάτι «ξεχωριστό» από το Όλον και τα άλλα, μια αποκομμένη οντότητα που βλέποντας μέσα από την ιδιαίτερη αντίληψή της βλέπει το εγώ ξεχωριστό και τα άλλα απέναντι. Έτσι οδηγείται ανεπαίσθητα στην «δυαδική αντίληψη», στην δυαδική σκέψη, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Οι άνθρωποι δεν ακούνε τους Σοφούς που τους μιλούν για την Πραγματική Ανθρώπινη Φύση. Ακολουθούν τους αμαθείς που υιοθετούν το «πρόσωπο» σαν ανθρώπινη ουσία και την δυαδική σκέψη σαν όργανο γνώσης της πραγματικότητας. Ακόμα και την Ιδέα του Θεού που Είναι το Περιέχον την υποβιβάζουν σε νοητικό περιεχόμενο, ένα είδωλο της σκέψης τους. Και με τέτοιες λανθασμένες προϋποθέσεις και πάνω σε τέτοιες σαθρές βάσεις οικοδομούν φιλοσοφία, θεολογία, θρησκεία, πολιτισμό.

Το χειρότερο δεν είναι ότι οι άνθρωποι διατηρούν ένα νοητικό «περιεχόμενο» με λάθη και ελλείψεις. Αυτό μπορεί και να συγχωρεθεί σαν αμάθεια κι ανοησία. Το χειρότερο είναι ότι οι άνθρωποι ανατρέφονται με λανθασμένες ιδέες. Η στρατιά των αμαθών που κυριαρχεί στην κοινωνία (στις κοινωνίες), στο εκπαιδευτικό σύστημα (και στα πανεπιστήμια και στα άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα), στον δημόσιο λόγο (και στα μέσα διαμόρφωσης γνώμης), στα θρησκευτικά ιδρύματα, εκπαιδεύουν τους ανθρώπους να είναι αμαθείς, ανόητοι και χειραγωγούμενοι πολίτες. Δεν είναι σε θέση να μιλήσουν για την Αληθινή Γνώση, για την Αληθινή Ανθρώπινη Φύση, για το Όλον που είναι στο Βάθος κάθε οντότητας, ακόμα και του κόκκου σκόνης. Γνωρίζουν μόνο να μιλούν για την «προσωπικότητα» που κατασκευάζεται, που χειραγωγείται κι ελέγχεται.

Το πιο εξωφρενικό κι εξωφρενικά γελοίο είναι ότι όλοι αυτοί που ηγούνται της κοινωνίας, πολιτικοί, διανοούμενοι, οικονομικοί παράγοντες, θρησκευτικοί ηγέτες, δεν διαθέτουν περισσότερη νοημοσύνη από τον οποιοδήποτε κοινό άνθρωπο, μπορεί να είναι και πιο χαμηλά. Είναι γυμνοσάλιαγκες που αναρριχώνται στις κάθε είδους εξουσίες και καλύπτουν την ανεπάρκειά τους πίσω από τον αυταρχισμό, την απόλυτη διαφθορά και τον ηθικό ξεπεσμό. Σήμερα η ανθρωπότητα είναι σε μία από τις χειρότερες φάσεις της.

Η «Απελευθέρωση» από το «νοητικό περιεχόμενο» κι η υπέρβαση του εγώ στην Απεραντοσύνη

Τι σημαίνει όμως πρακτικά για τον κάθε άνθρωπο να ζει σήμερα; Καθένας που θέλει να βρει πραγματικά την Αλήθεια πρέπει να αναζητήσει ορθολογικές οντολογικές βάσεις, να ερευνήσει όλο τον λειτουργικό μηχανισμό του εαυτού του και να αποφασίσει να ζήσει στον πραγματικό κόσμο, έξω από το παγκόσμιο όνειρο που συντηρούν οι κοινωνίες με τον αυταρχισμό, τον εκβιασμό και την τιμωρία (όσων διαφοροποιούνται). Θα πρέπει κάποιος να απορρίψει σχεδόν όλο το «νοητικό περιεχόμενο» που του έχει φορτώσει η κοινωνία κι η δική του ηθική αδράνεια και να ξεκινήσει από το «λογικό μηδέν». Δεν είναι εύκολος δρόμος. Είναι όμως ο Μοναδικός Δρόμος.

Ξεχάστε όσα γνωρίζετε, όσα σας έμαθαν, φτύστε την αηδία του δήθεν ανθρώπινου πολιτισμού, της Αδικίας, της Ανισότητας, της βαρβαρότητας και του αθώου αίματος. Ιδού, ο Ορίζοντας της Ελευθερίας είναι Ανέγγιχτος από την ανθρώπινη ανοησία.

Το «πρόσωπο» δεν είναι μια οντολογική αρχή, κάποια ουσία, είναι απλά ο «περιορισμός» του Όλου μέσα σε συνθήκες, καταστάσεις, ιδιαιτερότητες. Το «πρόσωπο» είναι «αντίληψη», «σκέψη», μια λανθασμένη ιδέα και μια πρόληψη. Στηρίζοντας όλη την δυαδική σκέψη σε μια πρόληψη δεν σκεφτόμαστε λογικά. Όλη η δήθεν επιστήμη της δυτικής ψυχολογίας στηρίζεται ακριβώς σε αυτήν την ανοησία, του «προσώπου». Είναι μια ψυχολογία της «φαινομενικότητας», της συμπεριφοράς και της ζωώδους κατάστασης. Τελικά ο «χόμο σάπιενς» της δυτικής επιστήμης είναι απλά «σίμιαν».

Χιλιετηρίδες τώρα οι άνθρωποι αγνοούν και δεν διερευνούν τον λειτουργικό μηχανισμό της αντίληψης, της ορθολογικής σκέψης αλλά περιορίζονται στο να ακολουθούν, σαν τυφλοί, προλήψεις και προκαταλήψεις. Δεν μαθαίνουν στα παιδιά τους «πως» να σκέπτονται αλλά «τι» να σκέπτονται. Το αποτέλεσμα της ανοησίας το βλέπουμε στην εξαθλίωση της ανθρωπότητας που βλέπουμε γύρω μας. Τελικά είμαστε, ακόμα, πολύ «ζώα».

Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν κάποιος δεν αναγνωρίζει άμεσα την ανοησία της ανθρώπινης σκέψης, της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μπορεί έμμεσα, μέσω της ορθολογικής σκέψης να βρει διέξοδο στην ανοησία.

Θα πρέπει κάποιος, αν θέλει να βρει την Αλήθεια, για την Ύπαρξη, για τον Αληθινό Εαυτό, για την Ζωή, να διερευνήσει ακριβώς «πως» λειτουργεί. Πόσα από όσα νομίζει ότι γνωρίζει ισχύουν; Πόσα από όσα αντιλαμβάνεται ή πληροφορείται στον δημόσιο βίο είναι αλήθεια; Αν δεν «αδειάσει» κάποιος, τελείως, από την ανοησία, δεν μπορεί να «γεμίσει» με το φως της αλήθειας. Μπορεί η διανόηση που έχει προσωπικό χαρακτήρα και εξυπηρετεί προσωπικούς σκοπούς να οδηγήσει στην «ανθρωπιά»; Αν δεν ανυψωθεί κάποιος στην «αντικειμενικότητα» δεν μπορεί να δώσει περιεχόμενο σε αξίες όπως η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η αγάπη. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τον άνθρωπο από την λογική.

Στην πραγματικότητα η Συνείδηση δεν έχει χαρακτηριστικά για να αναγνωριστεί. Απλά αποτελεί το Βάθρο της Ύπαρξης. Κι η Αντίληψη, σαν η Βασική Δύναμη της Ύπαρξης δεν έχει όρια πέρα από αυτά που η Βούληση βάζει. Αυτό σημαίνει πως η Αντίληψη δεν «ταυτίζεται» με κανένα «περιεχόμενο» με καμία ιδέα, ιδιότητα, η συμπεριφορά. Είναι η «εμμονή» στην «μνήμη», στην «γνώση», που διατηρεί την φλόγα της περιορισμένης ύπαρξης. Έτσι η Απελευθέρωση μπορεί να νοηθεί μόνον σαν διάλυση του «προσωπικού συμπλέγματος». Τελικά το «εγώ» είναι η χειρότερη αρρώστια του ανθρώπου.

Σε επόμενο άρθρο θα μιλήσουμε περισσότερο ακριβώς για την Απελευθέρωση, για την Μη-δυαδική αντίληψη και για τον κόσμο της Απεραντοσύνης.

Η αλήθεια μιας αγάπης ποτέ δεν θα είναι κρίμα

Είναι κρίμα.

Και στο κρίμα οι λέξεις που βγαίνουν απ' το στόμα σου, δεν περνάνε πρώτα απ' το μυαλό σου.

Δεν μπορείς να τις φιλτράρεις, να τις επηρεάσεις, να τις ομορφύνεις ίσως, προκειμένου να μη βγουν ατόφιες όπως τις αισθάνεσαι.

Είναι κρίμα.

Αυτό το «κρίμα», μόνο πίκρα μπορεί να κρύβει. Κι η πίκρα σε κάνει να λες αλήθειες.

Αλήθειες που έμειναν καιρό κρυμμένες για να μην πληγώσεις ό,τι σε πλήγωσε.

Για να μη γίνεις ίδια μ΄ αυτόν που έκανε την πίκρα φαγητό και στην πρόσφερε να φας.

«Να, πάρε. Αυτό έχω να χορτάσεις.»

Εσύ όμως δεν χόρταινες. Πεινούσες μ’ εκείνη την πείνα των θηρίων.

Κι εκείνες τις λίγες στιγμές που έβρισκες το φαγητό μπροστά σου, ξέχναγες την πίκρα που έκρυβε μέσα του και το έτρωγες για να μην πεθάνεις.

Μέχρι που το σιχάθηκες. Σιχάθηκες την ίδια τροφή που είχες ανάγκη για να ζήσεις.

Είναι κρίμα.

Απ' την αρχή ήταν.

Ένα παιχνίδι στημένο, βασισμένο σε εγωισμό, βασισμένο στην συνύπαρξη της πίττας και του σκύλου μαζί.

Ένα παιχνίδι που είχε αρχή μέση και τέλος. Απ 'την αρχή του.

Στημένο, σε όλες τις γλώσσες.

Δεν ξέρω γιατί σκέφτηκες ότι ο σκύλος θα νικήσει στο τέλος. Ίσως γιατί ήσουν αποφασισμένη να νικήσεις.

Ίσως γιατί είχες ανάγκη το έπαθλο, το βραβείο, το ρημάδι το χαρτί που θα έγραφε τ όνομά σου με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα.

Ίσως γιατί είχες ήδη αγοράσει την κορνίζα που θα το τοποθετούσες και δεν ήθελες να πάνε χαμένα τα λεφτά σου.

Ήξερες όμως. Έβλεπες. Άκουγες. Μύριζες. Απλά δεν γινόταν να το αποτρέψεις.

Μέχρι που σταμάτησες να γλύφεις και άρχισες να γαυγίζεις.

Και τότε απ’ το καλό και υπάκουο σκυλάκι που κουνούσε την ουρά του από χαρά, έγινες το ζώο που έπρεπε να πάει για ευθανασία.

Είναι κρίμα.

Είναι κρίμα γιατί η ευθύνη πέρασε πάνω σου ενώ δεν σου ανήκε. Ήταν εξ΄ ολοκλήρου δική του.

Εσύ όμως έπρεπε να βρεις τη λύση.

Έπρεπε να λύσεις το γόρδιο δεσμό, να βγάλεις το μινώταυρο από το λαβύρινθο.

Δεν είχες ούτε σκοινί, ούτε σχέδιο του λαβύρινθου.

Μια αγάπη είχες να πορεύεσαι από εκείνες που κάνουν τα πάντα για να βρίσκουν λύσεις.

Ο μινώταυρος βγήκε και απέμεινες εσύ μέσα στο λαβύρινθο να παλεύεις για τη δική σου έξοδο.

Το σκοινί ήσουν εσύ η ίδια. Η λύση που προσέφερες έγινε και η καταδίκη σου.

Είναι κρίμα.

Είναι κρίμα που μια τέτοια αγάπη πήγε χαμένη από φόβο. Από δειλία.

Τύψεις ερχόμενες από μια άλλη ζωή, μπερδεμένες με το φόβο για το άγνωστο – λες και υπάρχει κανείς που μπορεί να το προβλέψει- έφεραν τα πόδια που έτρεχαν και τα έκαναν πόδια που σέρνονταν.

Πήρες και τους έβαλες δεκανίκια. Έγινες γιατρός, νοσοκόμα, ψυχολόγος, θεραπεύτρια.

Να σώσεις αυτό που πίστευες ότι θα σωνόταν.

Ούτε ο αντίπαλος σε τρόμαξε, ούτε τα όπλα που κρατούσε.

Εσύ κρατούσες το πιο μεγάλο απ΄ όλα. Την αγάπη.

Είναι κρίμα.

Άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ, δεν ξέρουν ν΄ αγαπήσουν.

Μεγάλωσαν με την αγάπη σαν βάρος, σαν μαθητική τσάντα στην πλάτη γεμάτη με βιβλία.

Δεν τους είπε κανείς ότι η αγάπη είναι δώρο και όχι υποχρέωση.

Κι εκείνοι υποχρεώθηκαν να αγαπήσουν με τη σειρά τους κάτι που δεν τους αγάπησε.

Φαύλος κύκλος.

Πέρασαν την αγάπη για ψίχουλα γιατί αυτό έγραφαν μέσα τα βιβλία. Πέρασαν το νιάξιμο για διαγώνισμα που έπρεπε απλά να περάσουν με καλό βαθμό.

Κι όταν ήρθε η ώρα του απολυτηρίου, ευτυχισμένοι που πέρασαν τα μαθήματα, νόμιζαν ότι πήραν το πτυχίο.

Ένα πτυχίο ίδιο με παλιόχαρτο που δεν μπορούσε να τους πάει βήμα παρακάτω.

Εσύ πτυχίο δεν πήρες ποτέ.

Η μεγάλη διαφορά;

Για σένα στην ουσία, ήταν απλά η αλήθεια μιας αγάπης που ποτέ δεν θα είναι κρίμα.

ΠΥΘΕΑΣ Ο ΜΑΣΣΑΛΙΩΤΗΣ

Κάπου γύρω στα 330 π.Χ., ο Πυθέας, ένας σχεδόν άγνωστος Έλληνας έμπορος, ξεκίνησε ένα εκπληκτικό ταξίδι πέρα ​​από τα γνωστά όρια της Μεσογείου, σε μέρη που υπήρχαν μόνο σε μύθους και όταν επέστρεψε, το ταξίδι και τα εκπληκτικά πράγματα που είδε αποτελούσαν θέμα συζήτησης για αιώνες.

Ο Πυθέας ήταν κάτοικος της Ελληνικής αποικίας των Φωκαέων Μασσιλίας (σημερινή Μασσαλία) η οποία αποτελούσε σημαντική εμπορική δύναμη στη δυτική Μεσόγειο λόγω της ευνοϊκής θέσης κατά μήκος της νότιας ακτής της Γαλλίας. Ήταν γνωστός ως έμπειρος θαλασσοπόρος, αστρονόμος και ναυτικός. Συνέγραψε τα έργα «Περίοδος γης» και «Περί του Ωκεανού» στο οποίο περιγράφει ένα θαλάσσιο ταξίδι στη Βρετανία, την Βόρεια Θάλασσα και τις ακτές της βορειοανατολικής Ευρώπης, στις μέχρι τότε μυστηριώδεις βόρειες χώρες που αργότερα αποτέλεσαν πηγές κασσίτερου, ήλεκτρου και χρυσού. Το έργο το οποίο γράφηκε στα Ελληνικά περί το 325 π.Χ., αποτελεί ίσως την αρχαιότερη τεκμηριωμένη περιγραφή των Βρετανικών Νήσων και των κατοίκων της. Επιπλέον περιέχει εντυπωσιακές ενδείξεις ότι ο Πυθέας ίσως έφτασε μέχρι την Ισλανδία και τον Αρκτικό Ωκεανό, εδάφη που στους Ελληνικούς μύθους κατοικούνταν από τους Υπερβόρειους μια φυλή Γιγάντων. Δυστυχώς υπάρχουν ελάχιστες λεπτομέρειες για το ταξίδι, καθώς από το έργο έχουν διασωθεί αποσπάσματα και αναφορές – παραφράσεις σε γραπτά άλλων κλασικών συγγραφέων.

Σε αντίθεση με πολλά από τα ναυτικά συγγράμματα της εποχής, το «Περί του Ωκεανού» δεν θεωρείται περίπλους, ή τουλάχιστον δεν θεωρείται τυπικός περίπλους αφού αυτά ήταν ουσιαστικά ναυτικά αρχεία ή οδηγοί πλοήγησης. Περιείχαν μια σειρά πρακτικών πληροφοριών, όπως τις αποστάσεις μεταξύ σημαντικών παράκτιων ορόσημων ή αστρονομικών παρατηρήσεων που προορίζονταν να βοηθήσουν στα θαλάσσια ταξίδια. Αντιθέτως, το έργο του Πυθέα, αν και περιέχει τέτοιες πληροφορίες, είναι πολύ μεγαλύτερο σε κλίμακα. Αποτελεί απολογισμό από πρώτο χέρι του ταξιδιού του και περιέχει πολλές αστρονομικές, γεωγραφικές, βιολογικές, ωκεανογραφικές και εθνολογικές παρατηρήσεις. Στην πραγματικότητα, πολλοί σύγχρονοι μελετητές το θεωρούν έγγραφο με σημαντική επιστημονική και ανθρωπολογική σημασία.

Ιστορικές αναφορές

Το ταξίδι του Πυθέα έγινε γνωστό μέσω συγγραφέων, όπως ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης, ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Στράβων και ο Πολύβιος. Οι δύο τελευταίοι ωστόσο, ήταν ανοιχτά αντίθετοι με την ιδέα ενός τέτοιου ταξιδιού. Ο γεωγράφος Στράβων (63 π.Χ. – 24 μ.Χ) για παράδειγμα στο διάσημο έργο του «Γεωγραφικά» ισχυρίστηκε ότι ο Πυθέας ήταν «ο χειρότερος ψεύτης» και ότι η πλειονότητα των γραπτών του ήταν απλά «επινοήσεις» (Roseman, 24). Παρ’ όλα αυτά, ο Στράβων αποτελεί σημαντική πηγή για τον Πυθέα, αφού παραθέτει τα λόγια του Έλληνα εξερευνητή σε πολλές περιπτώσεις στην «Γεωγραφία» αν και τα περισσότερα από αυτά παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να τον δυσφημούν και να θέτουν υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα του ταξιδιού του.

῾Ο μὲν οὖν Μασσαλιώτης Πυθέας τὰ περὶ Θούλην τὴν βορειοτάτην τῶν Βρεττανίδων ὕστατα λέγει, παρ᾿ οἷς ὁ αὐτός ἐστι τῷ ἀρκτικῷ ὁ θερινὸς τροπικὸς κύκλος· παρὰ δὲ τῶν ἄλλων οὐδὲν ἱστορῶ, οὔθ᾿ ὅτι Θούλη νῆσός ἐστί τις οὔτ᾿ εἰ τὰ μέχρι δεῦρο οἰκήσιμά ἐστιν, ὅπου ὁ θερινὸς τροπικὸς ἀρκτικὸς γίνεται.

«Ο μεν λοιπόν Πυθέας ο Μασσαλιώτης σχετικά με την Θούλη λέει ότι είναι βορειότερη από τα Βρετανικά νησιά και αποτελεί το έσχατο μέρος του κόσμου, όπου και ο θερινός τροπικός κύκλος είναι ίδιος με τον αρκτικό κύκλο. Από δε τους άλλους τίποτε δε διηγούμαι (εννοεί συγγραφείς) ούτε ότι υπάρχει κάποιο νησί Θούλη, ούτε εάν τα μέρη αυτά τώρα είναι κατοικήσιμα, εκεί όπου ο θερινός τροπικός γίνεται αρκτικός» Στράβων – Γεωγραφικὰ Β’.5.8

Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι οι σκληρές κατηγορίες του Στράβωνα προέρχονται από το έργο του Πολύβιου (200 π.Χ. – 118 π.Χ.) Έλληνα ιστορικού του 2ου αιώνα, ο οποίος ήταν ακόμα πιο καυστικός στις κατηγορίες του για τον Πυθέα. Το έργο του «Ιστορίες» (Βιβλίο 34) αποσπάσματα του οποίου διασώζονται, αποτελεί εκτεταμένη πολεμική κατά του Πυθέα. Η έχθρα προς τον Πυθέα από αυτούς τους δύο συγγραφείς είναι αξιοπερίεργη και πιθανόν να οφείλεται σε κάτι περισσότερο από αυτό που ο Βρετανός αρχαιολόγος Barry Cunliffe χαρακτήρισε «επαγγελματική αντιζηλία» (Cunliffe, 173).

Αντιθέτως άλλοι κλασσικοί συγγραφείς, υπήρξαν ευνοϊκά διακείμενοι προς τον Πυθέα και αποδέχτηκαν το έργο του ως αξιόπιστο. Κυριότερος εξ’ αυτών ήταν ο ιστορικός Τίμαιος (περ. 345 π.Χ. – περ. 250 π.Χ.) που συνέγραψε μια εκτενή αναφορά για την ιστορία της Σικελίας και της δυτικής Μεσογείου. Πολύ πιθανόν να είχε αντίγραφο του «Περί του Ωκεανού» και να μετέφερε στοιχεία στα δικά του έργα. Ο διάσημος γεωγράφος και επικεφαλής βιβλιοθηκάριος στην Αλεξάνδρεια Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (περ. 276 π.Χ. – 194 π.Χ.) αναφέρει τον Πυθέα σε μια πραγματεία η οποία είχε χαθεί αλλά ήταν ευρέως διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο.

Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι ο Ρωμαίος ιστορικός και συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 μ.Χ. – 79 μ.Χ.) έλαβε μεγάλο μέρος των πληροφοριών του για τον Πυθέα από τον Τίμαιο και στο έργο του «Φυσική Ιστορία» αναφέρεται αρκετές φορές στο «Περί του Ωκεανού» χρησιμοποιώντας συχνά την φράση «σύμφωνα με τον Πυθέα …» ή «ο Πυθέας της Μασσαλίας έγραψε …». Ο Έλληνας ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης (περ. 90 π.Χ. – 30 π.Χ.) ο οποίος έγραψε τη μνημειώδη «Ιστορική Βιβλιοθήκη», ήταν γνωστό ότι δανείστηκε αποσπάσματα από τα γραπτά του Τίμαιου, ειδικά όσον αφορά στην αρχαία Βρετανία.

Το ταξίδι

Με βάση αυτά και άλλα αποσπάσματα, οι σύγχρονοι μελετητές προσπάθησαν να προσδιορίσουν στοιχεία του ταξιδιού του Πυθέα, αν και πολλές λεπτομέρειες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως για παράδειγμα το είδος του σκάφους. Στην πραγματικότητα, πολλοί ιστορικοί – όπως ο Cunliffe – εικάζουν ότι ταξίδεψε ως επί το πλείστον πεζός και μπορεί να χρησιμοποίησε βάρκες Κελτικού τύπου για τις υδάτινες διαδρομές. Αλλά είναι επίσης πιθανό ο Πυθέας, ως έμπορος, να ταξίδεψε με Ολκάδα (Ολκάς=ιστιοφόρο φορτηγό πλοίο, το οποίο έφερε ένα η δύο τετράγωνα πανιά και ενδεχομένως δεν είχε κουπιά. Εκτός από τους Έλληνες, το χρησιμοποιούσαν και οι Αιγύπτιοι. Ένα παρόμοιο βυθισμένο πλοίο, εντόπισε σε άριστη κατάσταση το 1967 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Μάικλ Κάτζεβ, που στη συνέχεια ονομάστηκε «Κυρήνεια», λόγω της θαλάσσιας περιοχής όπου βρέθηκε).

Ανεπιβεβαίωτο παραμένει και το ακριβές δρομολόγιο, αλλά είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Πυθέας ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Μασσαλία και ταξίδεψε δυτικά μέσω των Ηράκλειων Στηλών (σύγχρονα στενά του Γιβραλτάρ). Έφθασε στον Ατλαντικό, ταξιδεύοντας βόρεια κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ισπανίας και της Γαλλίας και πιθανόν αποβιβάσθηκε στη Βρετάνη. Από εκεί διέσχισε την Αγγλική Μάγχη σε ένα σημείο που ονόμασε Βελέριον, το οποίο οι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι είναι η Κορνουάλη. Εκεί είδε τους Βρετανούς κατοίκους να εξορύσσουν κασσίτερο για το εμπόριο με την Γαλατία και κατόπιν με την Μεσόγειο. Ο Πλίνιος, παραθέτοντας τον Τίμαιο γράφει:

«υπάρχει ένα νησί που λέγεται Μίκτις, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση πλεύσης έξι ημερών μέσω της Βρετανίας και στο οποίο υπάρχει κασσίτερος. Οι Βρετανοί διασχίζουν το νησί με βάρκες ραμμένες με δορές» (Cunliffe, 75).

Η ακριβής τοποθεσία αυτού του νησιού είναι άγνωστη, αλλά εκτιμάται ότι πρόκειται για το νησί Όρος του Αγίου Μιχαήλ στην Κορνουάλη, την χερσόνησο του Όρους Μπάτεν στο Ντέβον ή την Νήσο του Γουάιτ.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αποκάλεσε το νησί της Βρετανίας «Πρετανία» και τους κατοίκους του «Πρετάνι». Οι μελετητές πιστεύουν ότι και οι δύο λέξεις, οι οποίες πιθανότατα δανείστηκαν από τον Πυθέα, προέρχονται από την κοινή Πρωτο-Κελτική συνομοταξία της Κελτικής γλώσσας την οποία υιοθετεί ο Στράβων στις περισσότερες αναφορές του στο νησί. Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς, αντιθέτως, χρησιμοποιούν την ορθογραφία της Βρετανο-Κελτικής συνομοταξίας, χρησιμοποιώντας την λέξη «Βρετανία». Ο Διόδωρος Σικελιώτης περιγράφει το νησί της Βρετανίας ως «πυκνοκατοικημένο και το κλίμα του εξαιρετικά ψυχρό…» (Cunliffe, 108). Περιγράφει τους Πρετάνι ως έναν λαό που κυβερνάται από «πολλούς βασιλείς και αριστοκράτες…» (Cunliffe, 108). Σημειώνει ότι ζούσαν σε κατοικίες κατασκευασμένες από καλάμια ή ξύλο και ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες (Cunliffe, 108). Συγκεκριμένα γράφει, παραθέτοντας τον Πυθέα:

«Ο τρόπος συγκομιδής των σιτηρών είναι να κόβουν τους καρπούς, να τους αποθηκεύουν σε στέγαστρα και αφού επιλέγουν καθημερινά τους ώριμους, να τους αλέθουν, παίρνοντας με αυτόν τον τρόπο, το φαγητό τους» (Cunliffe, 108).

Αφού μελέτησε τους κατοίκους της Κορνουάλης και της νοτιοδυτικής Βρετανίας, ο Πυθέας πιθανότατα προχώρησε βόρεια κατά μήκος της ακτής της Ουαλίας. Είναι πιθανό να κατέπλευσε στη Νήσο του Μαν πριν την πλεύση στη δυτική ακτή της Σκωτίας και τη διέλευση μεταξύ των Εσωτερικών και Εξωτερικών Εβρίδων. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, έκανε αρκετές εξερευνήσεις και ο Στράβων αποδίδει στον Πυθέα την δήλωση ότι «διέσχισε όλη την Βρετανία με τα πόδια» προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι αυτό το κατόρθωμα είναι προφανώς παράλογο (Roseman, 48).

Ο Πυθέας εκτέλεσε επίσης μια σειρά από γεωγραφικές μετρήσεις χρησιμοποιώντας Γνώμονα ένα από τα αρχαιότερα και απλούστερα επιστημονικά αστρονομικά όργανα που χρησιμοποιείτο για τη χάραξη της μεσημβρινής γραμμής (διεύθυνση βορρά – νότου) την εύρεση της χρονικής στιγμής που ο ήλιος μεσουρανεί (αληθής μεσημβρία) την εύρεση των ισημεριών και των ηλιοστασίων, την εύρεση της διάρκειας των εποχών και ως δείκτης των ηλιακών ρολογιών. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι βόρεια της νήσου Βρετανίας βρίσκονται τα νησιά Ορκάδες, τα οποία οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι τα σημερινά νησιά Orkney, αν και ο αριθμός που παραθέτει ο Πλίνιος δεν συμφωνεί με τον πραγματικό αριθμό. Από εκεί κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι ο Πυθέας ξεκίνησε το πιο τολμηρό σκέλος του ταξιδιού του, αφήνοντας πίσω τη Βρετανία και πλέοντας προς την Βόρεια Θάλασσα.

Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Πυθέας ταξίδεψε έξι ημέρες πριν συναντήσει την Θούλη, την οποία ορισμένοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ως την Ισλανδία. Το αν ο Πυθέας αποβιβάσθηκε στην Ισλανδία είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο και προβληματίζει τους ιστορικούς επί δεκαετίες. Ορισμένοι αποδέχονται ότι η Θούλη ήταν η Ισλανδία, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται για την Νορβηγία. Ο Καναδός εξερευνητής Vilhjalmur Stefansson, ο οποίος εξερεύνησε εκτεταμένα την Αρκτική, υποστήριξε στο βιβλίο του Ultima Thule ότι η πιθανότητα να έφτασε ο Πυθέας στην Ισλανδία ήταν αρκετά μεγάλη. Εκεί ο Πυθέας υπήρξε μάρτυρας ενός φαινομένου πρωτόγνωρου στους κατοίκους της Μεσογείου, όπως η μεγάλη διάρκεια της ημέρας που βίωναν οι ταξιδιώτες σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Πλίνιος παρατηρεί:

«Τέλος, όσοι αναφέρονται στην Θούλη όπου όπως έχω πει, δεν υπάρχουν νύχτες κατά τη διάρκεια του ηλιοστασίου, όταν ο ήλιος περνάει από τον τροπικό του Καρκίνου και επίσης δεν υπάρχουν ημέρες κατά τη διάρκεια του χειμερινού ηλιοστασίου. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτό διαρκεί για έξι μήνες» (Roseman, 92).

Μετά από μια μέρα πλεύσης βόρεια της Θούλης ο Πυθέας συνάντησε την «Παγωμένη Θάλασσα», έναν όρο που σύμφωνα με τους μελετητές περιγράφει τον παγωμένο Αρκτικό Ωκεανό. Σε αυτό το σημείο, είναι πολύ πιθανό η βαριά ομίχλη, το δριμύ ψύχος και τα παγωμένα ρεύματα να απέτρεψαν οποιαδήποτε περαιτέρω βόρεια διαδρομή. Παρ’ όλα αυτά, αναφερόμενος σε αυτό το μέρος το χαρακτήρισε ως ένα από τα πιο αινιγματικά περάσματα του ωκεανού. Ο Στράβων αποδίδει στον Πυθέα την δήλωση ότι αυτό ήταν ένα μέρος:

«Όπου ούτε γη, ούτε νερό, ούτε αέρας υπάρχουν ξεχωριστά, αλλά ένας συνδυασμός όλων αυτών, που μοιάζει με ένα θαλάσσιο πνεύμονα στον οποίο η γη, η θάλασσα και όλα τα στοιχεία της φύσης σχηματίζουν ένα ενιαίο σύνολο». (Roseman, 125).

Ο αινιγματικός όρος «θαλάσσιος πνεύμων» αποτελεί πεδίο προβληματισμού μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών αφού δεν είναι ξεκάθαρο σε τι αναφέρεται ο Πυθέας όταν χρησιμοποίησε τον όρο. Η πιο ορθολογική εξήγηση και αυτή που υιοθετήθηκε από σύγχρονους ερευνητές ότι χρησιμοποίησε έναν Ελληνικό όρο για να περιγράψει τον «στρογγυλό πάγο» που δεν είχε δει ποτέ και ο οποίος είναι σχεδόν κυκλικός και επέπλεε στην επιφάνεια του νερού. Μία άλλη εξήγηση είναι ότι ο όρος αφορά στην μέδουσα (πλεύμων θαλάττιος) ένα πλάσμα που είχε ταυτοποιήσει ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί ζώων μορίων» το οποίο είναι στρογγυλό και επιπλέει στην επιφάνεια ή πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι προσπαθώντας να περιγράψει αυτό το φαινόμενο, ο Πυθέας απλώς χρησιμοποίησε τον όρο θαλάσσιο πνεύμονα, διότι προσομοίαζε περισσότερο με αυτό το παράξενο θέαμα.

Επιστρέφοντας από την Θούλη, ο Πυθέας πιθανόν ταξίδευσε στην ανατολική ακτή της Βρετανίας, που διαβρέχει την χερσόνησο Κέντις/Kentish, την οποία ονόμασε «Κάντιον», επιτυγχάνοντας έτσι τον διάπλου του νησιού. Αλλά αντί να στραφεί δυτικά και να κατευθυνθεί προς την πατρίδα του, υπάρχουν ενδείξεις ότι στράφηκε ανατολικά, ταξιδεύοντας κατά μήκος των βόρειων ακτών της Ευρώπης. Ο Πλίνιος υποστηρίζει ότι συνάντησε έναν Γερμανικό λαό, τους Γούτωνες (Γότθοι) που κατοικούσαν στις ακτές μιας μεγάλης εκβολής. Επίσης αποβιβάσθηκε σε ένα νησί πιθανώς την Ελιγολάνδη/Heligoland γνωστό για τα μεγάλα κοιτάσματα ήλεκτρου (κεχριμπαριού). Στην πραγματικότητα, το ταξίδι σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης πιθανόν προκάλεσε η επιθυμία να ανακαλυφθεί η πηγή του ήλεκτρου, η οποία ασκούσε σημαντική έλξη για τους Έλληνες. Κάποιοι υποστήριξαν ότι από εκεί ο Πυθέας προωθήθηκε στη Βαλτική Θάλασσα και πιθανόν ταξίδεψε ανατολικά ως τον ποταμό Βιστούλα στη σημερινή Πολωνία πριν ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι επιστροφής.

Κληρονομιά

Ο Πυθέας προφανώς έγραψε το «Περί του Ωκεανού» κάποια στιγμή αφού επέστρεψε στη Μασσαλία, κάτι που πιθανότατα δεν θα γίνει ποτέ γνωστό με ακρίβεια. Ο Cunliffe εκτιμά ότι πρέπει να έχει γραφεί την περίοδο πριν από το 320 π.Χ., επειδή λίγο μετά αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον κλασικό συγγραφέα Δικαίαρχο τον Μεσσήνιο, μαθητή του Αριστοτέλη. Αργότερα κυκλοφόρησε ευρέως και προφανώς μελετήθηκε και αμφισβητήθηκε για τουλάχιστον δύο αιώνες. Για πολύ καιρό, μέχρι τα γραπτά του Τάκιτου και του Ιούλιου Καίσαρα, το έργο του ήταν πιθανόν η μόνη πηγή πληροφοριών για τη Βρετανία και τα βόρεια γεωγραφικά πλάτη και σίγουρα υπήρχαν αντίγραφα στις μεγάλες βιβλιοθήκες της Περγάμου και της Αλεξάνδρειας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των αιώνων, ίσως λόγω αμέλειας, καταστροφής (η βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια υπέστη διαδοχικούς εμπρησμούς) ή συνδυασμό αυτών, τα έργα του χάθηκαν και μαζί τους ένα από τα πιο σημαντικά ερευνητικά ταξίδια της αρχαιότητας.

Όσο για τον Πυθέα, οι ιστορικοί δεν γνωρίζουν τίποτα για τον ίδιο. Εκτός από ένα πολύ σύντομο απόσπασμα στα γραπτά του Πολύβιου, ο οποίος τον αποκαλεί υποτιμητικά ως «ιδιώτη πολίτη» και «φτωχό» (Roseman, 48) οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο για την προσωπικότητά του, ή ακόμα και τα κίνητρα του ταξιδιού του. Τέτοιες περιγραφές, υπάρχουν μόνο από τα διάσπαρτα αποσπάσματα των κειμένων του ή από αυτά που έχουν γράψει άλλοι γι’ αυτόν. Αυτό όμως που προκύπτει είναι ένας άνθρωπος ειδικευμένος στην ναυσιπλοΐα και τους τρόπους της θάλασσας, με πνευματικές ανησυχίες και μια περιέργεια που ξεπέρασε τα όρια του τότε Μεσογειακού κόσμου.

Αυτή η περιέργεια είναι εμφανής στον έργο του. Πράγματι, παρά τις υπερβολικές αντιρρήσεις του Στράβωνα και του Πολύβιου, ότι είναι ένα σύγγραμμα γεμάτο λογικές αδυναμίες και άγριες ιστορίες τα αποσπάσματα που διασώζονται δείχνουν ένα νηφάλιο και αντικειμενικό απολογισμό που περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για τους σύγχρονους μελετητές και επιστήμονες. Αυτές περιλαμβάνουν τον προβληματισμό για την επιρροή της σελήνης στις παλίρροιες, την περιγραφή του ήλιου του μεσονυκτίου, τις ακριβείς μετρήσεις του γεωγραφικού πλάτους και τις εθνογραφικές απεικονίσεις των ιθαγενών λαών. Όλα αυτά σκιαγραφούν έναν άνθρωπο ο οποίος σύμφωνα με την ακριβέστερη περιγραφή: «ξεχωρίζει από τους άλλους εξερευνητές και ταξιδιώτες της αρχαιότητας ως ένας επιστήμονας που ταξίδευσε…..για λόγους καθαρά έρευνας…που έγινε ο πρώτος που είδε ολόκληρο τον ωκεανό ως πεδίο έρευνας» (Roller, 63).

Σήμερα, ελάχιστοι ιστορικοί και λόγιοι αμφισβητούν την αυθεντικότητα του ταξιδιού του. Αν και η αντιπαράθεση συνεχίζει να περιστρέφεται στους τόπους που επισκέφθηκε πραγματικά και άλλες λεπτομέρειες του ταξιδιού, το γεγονός ότι πραγματοποίησε ένα τέτοιο ταξίδι σπάνια αμφισβητείται. Αν το ταξίδι είχε αρχικά σχεδιαστεί ως οικονομικό εγχείρημα, κάτι που έχουν υποδείξει ορισμένοι, σύντομα έγινε ταξίδι εξερεύνησης με την πραγματική έννοια της λέξης, μια προσπάθεια να κατανοήσουμε και να αποκτήσουμε γνώση για τον κόσμο μέσω της άμεσης παρατήρησης. Με τον τρόπο αυτό, ο Πυθέας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απομυθοποίηση αυτών των περίεργων βόρειων εδαφών που υπήρχαν στη φαντασία των Ελλήνων. Εξάλλου έδωσε στον σύγχρονο κόσμο μια άποψη, αν και αποσπασματική ενός κόσμου που έχει πλέον χαθεί.

Αριστοτέλης: Η τέλεια ευδαιμονία

«Αν η ευδαιμονία είναι ενέργεια σύμφωνη με την αρετή είναι λογικό να είναι η καλύτερη.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-13

Η ευδαιμονία είναι ο σκοπός της ζωής. Ό,τι πράττουμε έχει στόχο την ευδαιμονία μας. Είναι όμως αυτός ο στόχος, η ευδαιμονία, ίδιος για όλους; Ο Αριστοτέλης θα αναλύσει στους μαθητές του τη θεωρία του, η οποία καταλαμβάνει τα δέκα βιβλία των Ἠθικῶν Νικομαχείων, ενός έργου της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του. Η έννοια της ευδαιμονίας, συνυφασμένη πλήρως με τα βιολογικά έργα του Σταγειρίτη, ερευνάται ενδελεχώς· ο συγγραφέας θα ορίσει το αγαθό του ανθρώπου και θα εξετάσει τις αρετές (ηθικές και διανοητικές) που θα αποτελέσουν τον οδηγό της ευδαιμονίας, για να συνοψίσει στο τελευταίο βιβλίο:

«Αφού μιλήσαμε για τις αρετές, τα είδη της φιλίας και τις ηδονές, είναι η ώρα να πραγματευτούμε εν γένει και την ευδαιμονία, επειδή την έχουμε θεωρήσει σκοπό των ανθρώπινων πράξεων. Αν ανακεφαλαιώσουμε όσα έχουμε πει, ο συλλογισμός μας (ὁ λόγος) θα γίνει συντομότερος. Είπαμε λοιπόν ότι δεν είναι ἕξις.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-13

Ο Αριστοτέλης έχει ήδη ορίσει την ἕξιν στο Β΄ βιβλίο. Είναι η στάση μας απέναντι στα πάθη (ἕξεις δὲ καθ᾽ ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς 1105b). Οι ηθικές αρετές ανήκουν στις ἕξεις: «Η αρετή είναι μία ἕξις που επιλέγουμε, βρίσκεται στο μέσον σε σχέση με εμάς, καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα από αυτή που θα όριζε ο φρόνιμος άνθρωπος», έχει υποστηρίξει ο Αριστοτέλης. Από την άλλη, η ευδαιμονία δεν μπορεί να είναι ἕξις, αλλιώς και κάποιος που κοιμάται θα ήταν ευδαίμων (σαν τα φυτά) ή ακόμη και αυτός που δυστυχεί. Ως εκ τούτου, η ευδαιμονία ορίζεται ως ἐνέργεια και οι ενέργειες διακρίνονται σε αναγκαίες και σε αυτές που επιλέγουμε. Η ευδαιμονία ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία· την επιλέγουμε για χάρη της ίδιας:

«Όπως είπαμε προηγουμένως, από τις ενέργειες άλλες είναι αναγκαίες και άλλες επιλέγονται καθαυτές. Είναι λοιπόν φανερό ότι θα πρέπει να τοποθετήσουμε την ευδαιμονία στις ενέργειες που επιλέγουμε για χάρη των ιδίων και όχι σ’ αυτές που γίνονται για χάρη άλλου σκοπού. Γιατί η ευδαιμονία δεν έχει έλλειψη από τίποτε αλλά είναι αυτάρκης (οὐδενὸς γὰρ ἐνδεὴς ἡ εὐδαιμονία ἀλλ᾽ αὐτάρκης).»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1176b1-5

Σε όλο το έργο ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται την αρετή έναντι της ηδονής. Σκοπός της ζωής δεν είναι ούτε οι διασκεδάσεις ούτε η ανάπαυση. Τα παιχνίδια, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι ο τελικός σκοπός της ζωής γιατί γίνονται για χάρη της ευδαιμονίας μας. Η ανάπαυση το ίδιο· στόχος της είναι η ενέργεια.

«Το να είναι κάποιος απασχολημένος και να μοχθεί για χάρη της διασκέδασης (παιδιᾶς χάριν) φαίνεται ηλίθιο και πολύ παιδαριώδες. ‘Το να διασκεδάζει όμως καθώς ασχολείται με σπουδαία θέματα’, όπως υποστηρίζει ο Ανάχαρσης, θεωρείται ότι είναι σωστό. Διότι φαίνεται ότι η διασκέδαση μοιάζει με την ανάπαυση, και επειδή οι άνθρωποι δεν είναι δυνατό να μοχθούν συνεχώς, χρειάζονται την ανάπαυση. Αλλά η ανάπαυση δεν είναι ο σκοπός (τέλος)· διότι γίνεται για χάρη της απόκτησης ενέργειας (γίνεται γὰρ ἕνεκα τῆς ἐνεργείας). Θεωρείται λοιπόν ότι ο ευδαίμων βίος είναι συνυφασμένος με την αρετή· αυτός όμως που συνοδεύεται από κόπο και δεν βρίσκεται στις διασκεδάσεις.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1176b32-1177a2

Ο Αριστοτέλης είχε την ευκαιρία να συζητήσει όλες τις αρετές που οδηγούν σε μια ευδαίμονα ζωή. Δεν έχουν όμως όλες οι αρετές την ίδια βαρύτητα. Ο συγγραφέας των Ἠθικῶν Νικομαχείων ήδη από το πρώτο βιβλίο είχε κάνει λόγο για την «ἀρίστην καὶ τελειοτάτην» αρετή (1098a18). Στο δέκατο και τελευταίο βιβλίο την ορίζει:

«Αν η ευδαιμονία είναι ενέργεια σύμφωνη με την αρετή είναι λογικό να είναι η καλύτερη. Αυτή τότε θα ήταν [η αρετή] του άριστου μέρους είτε αυτό είναι ο νους είτε κάτι άλλο, το οποίο θεωρείται ότι κυριαρχεί και καθοδηγεί και έχει αντίληψη για τα ωραία και θεϊκά πράγματα, είτε επειδή είναι το ίδιο θείο είτε επειδή το πιο θεϊκό στοιχείο υπάρχει μέσα μας, και η ενέργειά του σύμφωνα με την οικεία αρετή θα είναι η τέλεια ευδαιμονία. Ότι αυτή [η ενέργεια] είναι η θεωρητική, το έχουμε πει.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-18

Ο Αριστοτέλης χρειάστηκε δέκα βιβλία για να αναπτύξει τη θεωρία της ευδαιμονίας του. Όπως έχει υποστηρίξει, η ευδαιμονία είναι κάτι κοινό (πολύκοινον) ανάμεσα στους ανθρώπους, στο οποίο μπορούν να μετέχουν όλοι όσοι δεν είναι ατελείς ως προς την αρετή (πᾶσι τοῖς μὴ πεπηρωμένοις πρὸς ἀρετὴν) με τη βοήθεια κάποιας μάθησης και επιμέλειας. Οι αρετές διακρίνονται σε διανοητικές (που αποκτώνται με διδασκαλία) και ηθικές (που είναι αποτέλεσμα εθισμού και άσκησης). Στο τελευταίο βιβλίο όμως θα μιλήσει όχι για την ευδαιμονία εν γένει, αλλά για την «τελεία εὐδαιμονία», η οποία μπορεί να προέλθει από το ανώτερο μέρος του ανθρώπου, τον νου.

Η θεωρία της ευδαιμονίας βασίζεται στην αριστοτελική βιολογία. Ο Αριστοτέλης έχει ως αφετηρία την επιστήμη. Φαίνεται να θέτει το ερώτημα: Ποια είναι η κατάλληλη ευδαιμονία για κάθε είδος; Είναι ίδια η ευδαιμονία για όλα όσα ζουν; Εφόσον τα φυτά ζουν τη ζωή ενός φυτού (που περιλαμβάνει τη θρέψη) δεν μπορεί η ευδαιμονία τους να είναι η ίδια με του ανθρώπου. Το ίδιο και τα ζώα· έχουν επιπλέον την αίσθηση. Ωστόσο για τον Αριστοτέλη, αυτό δεν αρκεί για τον άνθρωπο. Μπορεί ο ίδιος να έχει εξυμνήσει τη φρόνηση, τη δικαιοσύνη, τη φιλία ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία της ευδαιμονίας, αλλά εν τέλει δείχνει την ξεκάθαρη προτίμησή του για τη θεωρητική ενασχόληση. Ως εκ τούτου, προτού ολοκληρώσει τη θεωρία του, στα τελευταία κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου, θα επιχειρήσει να πείσει τους μαθητές του ότι η τέλεια ευδαιμονία είναι εκείνη που έχει να κάνει με τον νου.

Ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει υποστηρίζοντας ότι η ενέργεια του νου είναι η καλύτερη (κρατίστη τε γὰρ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια) και ο νους το σημαντικότερο από αυτά που έχουμε μέσα μας (τῶν ἐν ἡμῖν). Το ίδιο και το αντικείμενό του. Επομένως, συμπεραίνει, όσα μπορούμε να γνωρίσουμε με τον νου είναι πιο σημαντικά από τα υπόλοιπα. Επιπλέον, είναι μία συνεχής ενέργεια (συνεχεστάτη), η οποία δεν κουράζει όσο η πράξη. Αυτό εξηγείται, κατά τον Αριστοτέλη, καθώς μπορούμε να σκεφτόμαστε συνεχώς, χωρίς διακοπή, σε αντίθεση με το να πράττουμε που έχει όρια. Πέρα από αυτά, η διανοητική αρετή της σοφίας είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα. Για τον συγγραφέα των Ἠθικῶν Νικομαχείων η θεωρητική ενασχόληση έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην ηδονή: «Θεωρούμε ότι η ευδαιμονία πρέπει να είναι αναμεμειγμένη με την ηδονή, και η πιο ευχάριστη (ἡδίστη) από τις ενέργειες που είναι σύμφωνες με την αρετή είναι ομολογουμένως η σοφία».

Βέβαια, η ηδονή που προσφέρει ο νους (σε αντίθεση με αυτές του σώματος) δεν θα μπορούσε να είναι το κριτήριο της ευδαιμονίας. Τα ισχυρότερα αριστοτελικά επιχειρήματα στηρίζονται στην έννοια της αυτάρκειας. Ο σώφρων, ο δίκαιος και ο ανδρείος άνθρωπος αναμφίβολα χρειάζονται τα προς το ζην (όπως και ο σοφός). Αλλά ακόμη και όταν τα αποκτήσουν δεν είναι αυτάρκεις. Χρειάζονται άλλους ανθρώπους για να ασκήσουν τις αρετές τους. Ο σοφός όμως είναι ο μόνος πραγματικά αυτάρκης:

«Αυτό που ονομάζουμε αυτάρκεια σχετίζεται περισσότερο με τη θεωρητική [ενέργεια]· διότι τα αναγκαία προς το ζην τα χρειάζονται και ο σοφός και ο δίκαιος και όλοι οι άλλοι, όταν όμως τα έχουν επαρκώς, ο μεν δίκαιος χρειάζεται εκείνους με τους οποίους θα ενεργήσει δίκαια (δικαιοπραγήσει) και το ίδιο ο σώφρων και ο ανδρείος και ο καθένας από αυτούς. Ενώ ο σοφός μπορεί μόνος του να στοχάζεται (ὁ δὲ σοφὸς καὶ καθ᾽ αὑτὸν ὢν δύναται θεωρεῖν) και όσο σοφότερος είναι τόσο περισσότερο. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν είχε συνεργάτες (συνεργοὺς), ωστόσο είναι ο πλέον αυτάρκης (αὐταρκέστατος).»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a27-1177b1

Η ευδαιμονία προϋποθέτει την αυτάρκεια, αφού είναι γεγονός ότι ο ευδαίμων δεν έχει ανάγκη από κάτι άλλο. Για τον Αριστοτέλη, η αυτάρκεια δεν σχετίζεται μόνο με τις ανάγκες του σώματος. Αυτό είναι δεδομένο. Οι ηθικές αρετές των Ἠθικῶν Νικομαχείων, οι μεσότητες, τελικά δεν αρκούν. Έχοντας υποστηρίξει στα προηγούμενα εννέα βιβλία την πρωτοκαθεδρία των αρετών, έφτασε η στιγμή στο 8ο κεφάλαιο του δέκατου βιβλίου, ο συγγραφέας να θέσει τις ηθικές αρετές σε δεύτερη βάση (Δευτέρως δ᾽ ὁ κατὰ τὴν ἄλλην ἀρετήν). Ο ευδαιμονέστερος βίος είναι ο θεωρητικός και ακολουθεί εκείνος που είναι συνυφασμένος με τις ηθικές αρετές.

Η έννοια της αυτάρκειας επανέρχεται, καθώς ο θεωρητικός βίος δεν έχει τόσο την ανάγκη των εξωτερικών αγαθών, όσο ο ηθικός: ο δίκαιος πρέπει να έχει χρήματα για να ανταποδώσει τα χρέη του, το ίδιο και ο γενναιόδωρος για να προβεί σε ευγενικές πράξεις (τῷ μὲν γὰρ ἐλευθερίῳ δεήσει χρημάτων πρὸς τὸ πράττειν τὰ ἐλευθέρια), ο ανδρείος χρειάζεται δύναμη και ο σώφρων εξουσία ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να λάβει τις ορθές αποφάσεις. Όλες οι ηθικές αρετές κατά κάποιον τρόπο συνδέονται με το σώμα και με την ανθρώπινη φύση μας. Αναντίρρητα, για τον Αριστοτέλη αποτελούν ένα ασφαλή οδηγό του ευδαίμονος βίου. Ωστόσο η αυτάρκεια απαντάται ολοκληρωμένα μόνο στον θεωρητικό βίο:

«Ο άνθρωπος του θεωρητικού βίου δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά για να ασκήσει την ενέργειά του, αλλά όπως είπαμε μπορεί να αποτελέσουν και εμπόδια για τον φιλοσοφική του ενασχόληση (θεωρίαν). Επειδή όμως είναι άνθρωπος και ζει με πολλούς μαζί, επιλέγει να πράττει σύμφωνα με την αρετή· επομένως, θα τα χρειαστεί και αυτά για να ενεργεί ως άνθρωπος (πρὸς τὸ ἀνθρωπεύεσθαι). Το ότι η τέλεια ευδαιμονία είναι κάποιου είδους θεωρητική ενέργεια, θα φανεί και από το εξής: όλοι θεωρούμε ότι οι θεοί είναι μακάριοι και ευδαίμονες. Ποιες πράξεις θα πρέπει τότε να τους αποδώσουμε;»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1178b2-10

Ο Αριστοτέλης γίνεται παραστατικός, προκειμένου να γίνει κατανοητός. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί έναν δίκαιο θεό (είναι δυνατόν οι θεοί να χρωστούν και να επιστρέφουν τις οφειλές;), έναν ανδρείο (εκτίθενται οι θεοί σε κίνδυνο;), έναν γενναιόδωρο (σε ποιον θα δώσουν χρήματα;), έναν σώφρονα (τι είδους πράξεις θα ήταν αυτές;). Η ηθική δεν έχει εφαρμογή στον θεό. «Όλα τα είδη των ηθικών πράξεων είναι μικρά και ανάξια για τους θεούς», συνοψίζει. Παρόλα αυτά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η ευδαιμονία των θεών είναι η μέγιστη. Από πού προέρχεται όμως, αν δεν πράττουν τίποτε;

«Επομένως, η ενέργεια του θεού επειδή διαφέρει σε μακαριότητα, θα είναι η θεωρητική. Γι’ αυτό από τις ανθρώπινες ενέργειες αυτή που συγγενεύει περισσότερο με τη θεϊκή είναι αυτή που προσφέρει τη μεγαλύτερη ευδαιμονία. Όσο εκτείνεται η θεωρητική ενασχόληση (θεωρία) τόσο εκτείνεται και η ευδαιμονία. Διότι η θεωρητική ενασχόληση είναι καθαυτή πολύτιμη. Επομένως η ευδαιμονία είναι κάποιο είδος θεωρητικής ενασχόλησης.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1178b21-32

Η τέλεια ευδαιμονία είναι το μέγιστο αγαθό για τον Αριστοτέλη. Αποτελεί το έργο του ανθρώπου, το οποίο τον διακρίνει από όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα. Η θεωρητική ενασχόληση είναι το θείο στοιχείο στον άνθρωπο, αυτό που έχει κοινό με τον θεό. Ωστόσο, το «θεϊκό μέρος», ο νους που στοχάζεται, είναι το κατεξοχήν ανθρώπινο, αφού απαντάται μόνο στους ανθρώπους. Ο θεωρητικός βίος, θεϊκός ή ανθρώπινος, είναι ο μόνος αυτάρκης. Και η ευδαιμονία προϋποθέτει την αυτάρκεια.

Γιάννης Κορδάτος: Κωνσταντινούπολη: άλωση ή παράδοση;

Ο Γιάννης Κορδάτος ανατρέχοντας σ’ όλες τις ιστορικές πηγές γράφει στην ιστορία του (εδώ περιληπτικά):

Λίγο πριν το πάρσιμο της Πόλης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή στο Βυζάντιο υπήρχε μεγάλο μίσος ανάμεσα στους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς. Οι μεν ενωτικοί με το βασιλιά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο κυρίως από ανάγκη, καθώς έβλεπαν το μεγάλο κίνδυνο από τους Τούρκους, ήθελαν την ένωση με τη Δυτική εκκλησία (με τον πάπα) ή δε ανθενωτικοί, με πολιτικό αρχηγό το Δούκα Νοταρά και θρησκευτικό τον Γενάδιο Σχολάριο (αμέσως μετά την άλωση ο σουλτάνος τον έκανε πατριάρχη) δεν ήθελαν καν ν’ ακούσουν για ένωση των εκκλησιών. Το μίσος ήταν μεγάλο σε βαθμό που οι ανθενωτικοί, που τους ακολουθούσε η πλειοψηφία του λαού ένεκα του μίσους που έτρεφε κατά των δυτικών λόγω και των σταυροφοριών, έλεγαν: «Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν»!

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος βλέποντας το μεγάλο κίνδυνο για να κολακευτεί ο Πάπας που είχε στείλει μια μικρή βοήθεια με 200 πολεμιστές διέταξε να γίνει στην Αγιά Σοφιά στις 12 Δεκέμβρη του 1452 η ενωτική λειτουργία στην οποία μνημονεύτηκε ο Πάπας.

Μικρή βοήθεια επίσης από τους δυτικούς είχαν στείλει και οι Βενετσιάνοι (5 γαλέρες= πολεμικά πλοία), όπως και οι Γενοβέζοι που από τη Χίο έστειλαν 700 στρατιώτες με επικεφαλής τον ικανό αξιωματικό Ιουσινιάνη.

Η επίσημη αυτή πράξη του Παλαιολόγου όσο κι αν επιβαλλόταν από πολιτική ανάγκη έριξε λάδι στη φωτιά κι ο αγώνας μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών άρχισε τώρα με μεγαλύτερη λύσσα! Οι καλόγεροι μάλιστα με επικεφαλής το Γεννάδιο ήθελαν ν’ ανοίξουν οι πόρτες των κάστρων για να αληθέψουν οι προφητείες μιαν…ώρα αρχύτερα. Γι αυτό φώναζαν: «Ανοίξατε τις πόρτες του Κάστρου, αντί να περιμένετε να τις καταστρέψει ο άπιστος (= Τούρκος), αφήστε αυτόν να μπει μέσα και να περάσει στη μέση της Πόλης. Τότες άγγελος εξολοθρευτής θα σας σώσει…»!

Η πολιορκία της Πόλης όλο και γινόταν και πιο στενή, κάθε μέρα που περνούσε ήταν για τον Παλαιολόγο αληθινή τραγωδία. Η βοήθεια του Πάπα, στην οποία πίστευε, δεν ερχόταν. Τα τρόφιμα σώνονταν και οι ανθενωτικοί ξεσηκώνονταν και έκαναν ταραχές.

Παραμονές της μεγάλης επίθεσης….

Ο Κορδάτος διασταυρώνοντας όλες τις ιστορικές πηγές γράφει:

Παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον Παλαιολόγο για συνθηκολόγηση και παράδοση της Πόλης. Οι ιστορικοί της εποχής είτε ανοιχτά είτε συγκαλυμμένα μιλούν γι αυτό. Φαίνεται ότι, σημειώνει ο Κορδάτος, στις παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν τέτοιες προτάσεις όχι από το Σουλτάνο αλλά από τον Παλαιολόγο. Οι ανθενωτικοί τις ημέρες εκείνες όχο μόνο έφευγαν και παραδίνονταν στους Τούρκους, μα και μέσα στην Πόλη στενοχωρούσαν τον αυτοκράτορα ή να παραδοθεί ή να φύγει. Ενδεικτικό της έντασης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών είναι το παρακάτω γεγονός: Ο Ιουστινιάνης (είχε οριστεί φρούραρχος της Πόλης) βλέποντας ότι από την πύλη του Ρωμανού είχε χαλάσει το κάστρο ζήτησε από το Νοταρά να του στείλει κανόνια για να ενισχύσει την άμυνα. Ο Νοταράς όμως αρνήθηκε με πείσμα. Τότε κατά τους χρονικογράφους ο Ιουστινιάνης δε βάσταξε και είπε στο Νοταρά: «ε, προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί να σε σφάξω μ’ αυτό το μαχαίρι»!

Ο φρούραρχος της Πόλης, ο γενοβέζος Ιουστινιάνης, που, η παλικαριά του ήταν ακουστή και που ίσαμε τότες έδειξε αφοσίωση στον αυτοκράτορα, το πρωί της τελευταίας τούρκικης επίθεσης έφυγε. Είναι αλήθεια, πως οι περισσότεροι χρονογράφοι, λένε πως πληγώθηκε…Δύο πράγματα μπορούμε να υποθέσουμε. Ή ο Ιουστινιάνης βρήκε αφορμή την πληγή κι έφυγε, ξέροντας πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, ή, οι ίδιοι οι ανθενωτικοί (με τη στάση τους) τον ανάγκασαν να φύγει.

Η Κερκόπορτα…

Ας έρθουμε τώρα σ’ ένα άλλο γεγονός. Ο χρονογράφος Δούκας λέει πως το πρωί στις 29 του Μάη, άμα άρχισε η μάχη και καιγόταν ο τόπος από τις κανονιές, μια πύλη του κάστρου που την έλεγαν Κερκόπορτα κι ήταν στο βορεινό μέρος, βρέθηκε ανοιχτή.

Από την πόρτα αυτή μπήκαν στην αρχή καμιά πενηνταριά Τούρκοι κι ύστερα και άλλοι κι άρχισαν να χτυπούν τους υπερασπιστές από μέσα και αναγκάζονταν ολοένα να υποχωρούν…

Όταν μαθεύτηκε η είδηση της συνθηκολόγησης ήταν φυσικό να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση. Οι ενωτικοί μαζεύτηκαν προς το μέρος της Αγιά Σοφιάς και της πύλης του Ρωμανού για να φύγουν. Οι ανθενωτικοί όμως έμειναν στα σπίτια τους και έβαλαν τα συμφωνημένα σημάδια στις πόρτες και έπεσαν να κοιμηθούν ήσυχοι, όπως μας πληροφορεί ο Δούκας!

Όταν όμως το πρωί στις 29 του Μάη διαδόθηκε πως ο Παλαιολόγος αρνήθηκε να δεχτεί τους νέους επαχθείς όρους του Μωάμεθ, αυτοί (οι ανθενωτικοί) πήγαν και άνοιξαν την Κερκόπορτα, ή, κατά τον Κριτόβουλο, την πυλίδα Ιουστίνου, για να μπουν οι Τούρκοι.

Η τύχη των αρχηγών των ανθενωτικών Νοταρά και Γεννάδιου Σχολάριου μετά την άλωση της Πόλης…

Ο μεγάλος δούκας ο Νοταράς, ο αρχηγός των ανθενωτικών, βρέθηκε «σώος και αβλαβής». Το ίδιο και ο Γεννάδιος Σχολάριος βρέθηκε στην Ανδριανούπολη χωρίς να πάθει τίποτα. Κι ακόμα στο σπίτι του Νοταρά ούτε μισός Τούρκος στρατιώτης δεν μπήκε γιατί είχε βάλει ο Μωάμεθ τιμητική φρουρά να το φυλάνε!

Είναι όμως αλήθεια ότι ο Νοταράς δεν πρόφτασε να χαρεί τις τιμές και τις δόξες που του ετοίμαζε ο Μωάμεθ. Σε λίγο, επειδή ο μεγάλος βεζύρης Χαλίλ τον συκοφάντησε, και τον διέβαλε, ο Σουλτάνος τον σκότωσε, μαζί με τα παιδιά του.

Ο άλλος αρχηγός των ανθενωτικών ο Γεννάδιος Σχολάριος, στάθηκε πιο τυχερός. Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι μέσα στην πόλη, κάποιος φίλος του Τούρκος πήγε και τον βρήκε και τον πήρε μαζί του στην Ανδριανούπολη.

Ο Μωάμεθ, από τις πρώτες μέρες, «ευθύς μετά την άλωση», γράφει ο Κριτόβουλος, ζήτησε το Γεννάδιο, αλλά δεν τον έβρισκε. Όταν όμως ο Μωάμεθ έμαθε που βρισκόταν ο Γεννάδιος τον κάλεσε κοντά του και επειδή ο πατριαρχικός θρόνος χήρευε και οι κληρικοί παραπονιόνταν, αλλά και για δικούς του πολιτικούς λόγους, τον έκανε Πατριάρχη!!!!

Όπως λένε οι Βυζαντινοί ιστορικοί, ο Μωάμεθ δέχτηκε το Γεννάδιο με μεγάλες τιμές. Ο Φραντζής γράφει πως όχι μόνο τον υποδέχτηκε σαν ηγεμόνα, αλλά του έδωκε «δεκανίκιον»- δείγμα της εξουσίας του- και όταν έφυγε από το παλάτι, τον συνόδεψε ως την πόρτα, «ανεβίβασεν αυτόν εις ίππον ευπρεπισμένον» και πρόσταξε να τον ακολουθήσει τιμητική φρουρά ως την εκκλησία Αγίων Αποστόλων που ήταν το Πατριαρχείο.

Ο Φραντζής προσθέτει ακόμα πως ο Μωάμεθ, με διατάγματα αναγνώρισε την εκκλησιαστική και δικαστική εξουσία του Πατριάρχη.

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι από την πρώτη στιγμή της άλωσης ο σουλτάνος Μωάμεθ σταμάτησε τις κακοποιήσεις χριστιανών αφού διόρισε Πατριάρχη τον Γενάδιο Σχολάριο με τις ίδιες και περισσότερες τιμές απ’ ό,τι οι Βυζαντινοί και έδωσε στους καινούργιους υπηκόους του (ραγιάδες) δικαιώματα που ονομάστηκαν «προνόμια».

Ο Πατριάρχης ορίστηκε ανώτατος άρχων των χριστιανών «ραγιάδων» (έτσι ονόμαζαν οι Οθωμανοί τους λαούς που είχαν υποτάξει), απόλυτος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών ζητημάτων, αλλά και με δικαστικά και άλλα δικαιώματα. Επίσης, η νέα εξουσία συνεργάστηκε και χρησιμοποίησε σε υψηλές θέσεις την αριστοκρατία των Φαναριωτών. Μάλιστα, σύμφωνα με το κοράνι και την υπόσχεση που έδωσε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Κατακτητής, δεν πείραξαν ούτε την ιδιωτική, ούτε την κοινοτική, ούτε τη μοναστηριακή περιουσία των μερών που υποτάχτηκαν θεληματικά.

Πηγές: Γ. Κορδάτου, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, Βυζάντιο

Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα.

Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό. Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι.

Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη.

Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα. Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.

- Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά 'σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς...». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία.

Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και τον μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού 'κλεισε το μάτι.

Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ' έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι:

Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
τι πρήξιμο, κοιλιά μου.


Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά 'χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ' άντερα σου.

Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος.

Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διηγάται πώς ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πώς σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά.

Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με τον σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό.

Είναι οι φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ραγκαβήδες, οι μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου.

Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.

Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα

ΔΕΣ

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 1453

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Ή ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ (146πχ - 1453μχ) ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1453μχ - 1821μχ)

Άγιον Όρος Την προδοσία ουδείς εμίσησε…







Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΑΝΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΡΙΤΙΚΗ

Αν εκλάβουμε τη λέξη «φιλοσοφία» με το πιο αυστηρό νόημα, τότε από όλα όσα είπε και πραγματεύτηκε ο Ξενοφάνης (τουλάχιστον από όσα ξέρουμε), μόνο η διδασκαλία του για τον θεό και η γνωσιολογική του κριτική μπορεί να συμπεριληφθεί μέσα σ’ αυτό το νόημα. Ως προς τα υπόλοιπα αυτός ο αξιόλογος άνδρας φανερώνεται ολωσδιόλου μη φιλοσοφικός[1].

Βέβαια ο Ξενοφάνης, όπως και οι Ίωνες φιλόσοφοι, κατασκεύασε μια κοσμοεικόνα, και με τούτο αντιπαρήλθε, όπως κι εκείνοι, τους θεούς της λαϊκής πίστης. Αλλά οι φυσικοί είχαν προχωρήσει περισσότερο· θέλησαν να ιδούν διαμέσου της επιφάνειας της φύσης, και πίστεψαν ότι πίσω από τα έντονα επιβαλλόμενα φαινόμενα διακρίνουν το έργο ενός θεμελιώδους στοιχείου ή μιας θεμελιώδους υπόστασης, ταυτόχρονα φυσικής και υπερφυσικής. Αντίθετα ο Ξενοφάνης φαίνεται ότι κατέτεινε στο να συλλάβει τον κόσμο εντελώς απλά' να καταστήσει μη αναγκαία κάθε εξήγηση της δομής και της λειτουργίας του κόσμου που εγκατέλειπε την περιοχή της αφελούς αίσθησης. Διατηρείται όσο μπορεί κοντύτερα στα άμεσα δεδομένα.

Με το ίδιο φρόνημα, βάσει του οποίου ο αγρότης Ησίοδος είχε θεμελιώσει τον κόσμο του πάνω στη γη (Θεογονία 117 κ.ε.), ξεκίνησε και ο Ξενοφάνης από εκείνα τα μέρη του κόσμου που είναι εγγύτατα στον άνθρωπο, από τα πιο οικεία και χειροπιαστά στοιχεία. Θεώρησε ότι η γη εκτείνεται προς τα κάτω έως το άπειρο- κι έτσι, όπως παρατηρεί ταιριαστά ο Αριστοτέλης (DK 21 Α47), δεν χρειαζόταν να υποθέσει ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη αιτία ως υποστήριγμά της. Παρόμοια θεώρησε ότι το ύψος του αέρα εκτείνεται επ’ άπειρο. Δεν έφτιαξε κανένα θολωτό μακρινό ουρανό πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων (απόσπ. A 33, 3), κι ούτε θεώρησε ότι υπάρχει κάποιος βαθύς ωκεανός ή καταχθόνιος βυθός ως τον οποίο εκτείνονται οι ρίζες της γης. Κατά την άποψή του μόνο τα δυο υλικά, πάνω στην οριακή επιφάνεια των οποίων διάγουμε τη ζωή μας[2], κατέχουν το Όλο στην πλήρη του έκταση. Σίγουρα στη γη πρέπει να συγκαταλεχθεί η θάλασσα, μαζί της και το νερό, που κατά την άποψή του κατάγεται αποκλειστικά από τη θάλασσα (απόσπ. Β30). Η θάλασσα και η γη συμπλέκονται αναμεταξύ τους σ’ έναν αδιάκοπο πόλεμο, όπως συμπέρανε ο Ξενοφάνης από εμπειρικές παρατηρήσεις. Όπου είναι τώρα γη, ήταν - καθώς αποδείχνουν τα απολιθώματα - πρωτύτερα θάλασσα. Έτσι ο Ξενοφάνης έφτασε να πιστεύει ότι η θάλασσα καταβροχθίζει κατά περιόδους τη γη μαζί με όλα όσα ζουν επάνω της, και ότι κατά περιόδους οι ζωντανοί οργανισμοί διαμορφώνονται ξανά από στέρεη γη και ρευστό νερό (αποσπ. Α32· 33· Β27· 29- 33). Από το νερό αναπτύσσονται επίσης τα μετεωρολογικά φαινόμενα· τούτα δεν προέρχονται από τον ουρανό - αυτός δα δεν υπάρχει - , αλλά κατάγονται από την ίδια επιφάνεια, πάνω στην οποία εμείς οι άνθρωποι βαδίζουμε και ταξιδεύουμε. Ο άνεμος (που σύμφωνα με την αρχαία αντίληψη κατηφορίζει από ψηλά) και η βροχή έχουν κατά τον Ξενοφάνη την πραγματική τους προέλευση στη θάλασσα[3]. Θεώρησε επίσης ότι ο ήλιος συγκροτείται εκ νέου καθημερινά από εξατμίσεις, οι οποίες αναδύονται από κάτω (αποσπ. Α32· 33· 40)[4], το ίδιο και όλα τα άλλα αστέρια. Παρόμοια ερμήνευσε το ουράνιο τόξο, την αστραπή και τον αστερισμό της Ανδρομέδας ως σχηματισμούς νεφών ή ως αποτελέσματα νεφών, δηλαδή ως προϊόντα γήινων (ή ακριβέστερα ωκεάνειων) ατμών (αποσπ. Α38-40- 43-46). Εντόπισε την ηλιακή και τη σεληνιακή τροχιά τόσο κοντά στη γη, ώστε μπόρεσε να εικά­σει ότι κάθε περιοχή της γης έχει τον ήλιο της και τη σελήνη της. Εξήγησε τις εκλείψεις ως προϊόντα αιφνίδιου ολισθήματος (;) του ήλιου[5] σε άλλα μέρη της γης (αποσπ. Α41· 41a)[6].

Αυτή η θεωρία φαίνεται παράδοξα πρωτόγονη και αυθαίρετη, ακόμα και για την εποχή αυτού που την πρότεινε. Έχει συλληφθεί άσχημα και πενιχρά. Της λείπουν οι δημιουργικές ιδέες - εκτός από ένα στοιχείο τολμηρού και αδίστακτου εμπειρισμού, ο οποίος γίνεται έντονα αισθητός[7]. Εκείνο που είναι καινούριο και ζωντανό σ’ αυτό το παράξενο σύστημα, είναι μόνο αυτός ο οξύς εμπειρισμός. Αυτός ήταν η κινητήρια δύναμη για τη γένεση ενός τέτοιου κοσμοειδώλου, και το οικοδόμημα προτείνεται ως έκγονο μιας τάσης. Αυτός ο δικός μας κόσμος φτιάχτηκε έτσι ώστε να μοιάζει όσο το δυνατό πιο οικείος, εύληπτος και παρών, όσο το δυνατό πιο εγκόσμιος κι ελεύθερος από μυστήρια. Όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα εξηγούνται βάσει της καθημερινής εμπειρίας, και η θεωρία της φύσης προσπαθεί ν’ αποφύγει κάθε θεμελιώδη επέκταση των νοητικών μας δυνατοτήτων. Εάν υπάρχει κάτι φιλοσοφικό μέσα της, τούτο είναι μόνο αυτό το αξίωμα της εγκοσμιότητας του κόσμου.

Δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Ξενοφάνης ανυψώθηκε πάνω από το νοητικό πρότυπο της κοινής ανθρώπινης πραγματικότητας, έστω και αν ενίοτε, με τη θεωρία του για το σχήμα του κόσμου, ξεπέρασε την απλή περιγραφή των πραγμάτων και συμβάντων. Σίγουρα έχουμε μια περίπτωση, όπου ο Ξενοφάνης ξεπερνά την περιγραφή· αλλ’ αυτή η απόφανση είναι εξαιρετικά ιδιότυπη και αξιοσημείωτη. Ένας έσχατα νηφάλιος και ριζοσπαστικός ορθολογισμός μιλά μέσα στην πρόταση: «ο ήλιος συνεισφέρει στη γένεση και διατήρηση του κόσμου και των ζωντανών όντων, αλλά η σελήνη είναι περιττή [παρέλκειν]»[8]. Με παρόμοιο τρόπο ο Ξενοφάνης θέτει επανειλημμένα, ακόμα και όσον αφορά τα ανθρώπινα, το ερώτημα σχετικά με τη χρησιμότητα[9].

Ο Ξενοφάνης ήταν ένας άνθρωπος του παρόντος, πρακτικά προσανατολισμένος, ρεαλιστικά διατεθειμένος. Τόλμησε - ένας Έλληνας του έκτου αιώνα! - να απορρίψει τον μύθο ως επινόηση μιας πρωτύτερης εποχής (απόσπ. Β1, 22) που ξεπεράστηκε από το παρόν. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που εξέφρασε με σαφέστατη διατύπωση την ιδέα της προόδου[10].

Από την πίστη του στην πρόοδο τρεφόταν ο αμείλικτος μεταρρυθμιστικός του ζήλος. Ως ραψωδός στα συμπόσια των ανδρών, αυτός ο εχθρός του Ομήρου παρουσίαζε όσα είχε να πει και να συμβουλέψει· και ήθελε να ιδεί τις προτάσεις του να μεταφράζονται αυτοστιγμεί σε πράξη. Καταπολέμησε θαρραλέα το κατεστημένο αξιοκρατικό ιδεώδες[11], για να το αντικαταστήσει με ένα πρακτικό, κοινωνικό ιδεώδες. Και ακόμα τολμηρότερα περιέπαιξε τη θρησκεία[12] και τη λατρεία[13] του λαού του.

Είναι άραγε τώρα πιθανό, αυτός ο κοσμικός, στραμμένος προς την πράξη ρεαλιστής, αυτός ο ατρόμητος μαχητής, αυτός ο οπτιμιστής, φανατικός μεταρρυθμιστής, αυτός ο τραγουδιστής που ήξερε ν’ απολαμβάνει πλήρως τη γιορταστική στιγμή κι έδινε στους άλλους εντολές και οδηγίες για την ορθή αξιοποίησή της[14], αυτός ο περήφανος Ίωνας του έκτου αιώνα, που επί επτά δεκαετίες έκανε μια ζωή ανήσυχης περιπλάνησης επειδή δεν ήθελε να υποκύψει στην περσική δουλεία, αυτός ο ερευνητής κι εξεικονιστής της πραγματικότητας που χαιρόταν να συλλέγει δεδομένα, αυτός τον οποίο ο Ηράκλειτος (DK 22 Β40) συνδύασε με τον Εκαταίο ως πολυμαθήν - ήταν πιθανό να ήταν σκεπτικιστής, κουρασμένος αμφισβητίας ή επιδέξιος αλλ’ ακατάπειστος διαλεκτικός, που δεν έτρεφε καμιά εμπιστοσύνη στην πραγματικότητα του κόσμου των φαινομένων;[15] Δεν θα ’πρεπε μάλλον να περιμένουμε ότι θα βρούμε έναν περισσότερο ή λιγότερο εύρωστο εμπειρισμό και στη φιλοσοφική του θεωρία;

Στους στίχους του αποσπάσματος 34, ο σχετικιστής (απόσπ. Β38) και κριτικός εξέφρασε μια γνωσιολογική επιφύλαξη για τη δική του διδασκαλία, καθώς την άφηνε να βγει στον κόσμο. Αυτή η εξαιρετικά σημαντική έκφραση, από την οποία προέκυψαν πολλά συμπεράσματα, εκδόθηκε και μεταφράστηκε από τον Diels[a] ως εξής:

καί τό μέν οὖν σαφές οὔτις ἄνήρ γένετ’ οὐδέ τις ἔσται εἰδώς ἀμφί θεῶν τε καί ἅσσα λέγω περί πάντων, εἰ γάρ καί τά μάλι­στα τύχοι τετελεσμένον εἰπών, αὐτός ὅμως οὐκ οἶδε· δόκος δ’ ἐπί πᾶσι τέτυκται.

«Και όσον αφορά την αλήθεια, δεν υπήρξε ποτέ και ούτε θα υπάρξει κάποιος που να την γνώρισε σε σχέση προς τους θεούς και προς όλα τα πράγματα για τα οποία μιλώ. Διότι ακόμα και αν κάποιος έλεγε κάποτε τυχαία το πιο τέλειο [das Allervollendetste], αυτός ο ίδιος δεν θα το γνώριζε. Διότι μόνο ψευδαίσθηση έχει απονεμηθεί σε όλους».

Αυτό το κείμενο και αυτή η μετάφραση μου φαίνονται από πολλές απόψεις αβάσιμα. Μόνο ο Πλούταρχος παραδίδει τον πρώτο στίχο με αυτή τη μορφή, ενώ ο Σέξτος τον παραδίδει τρεις φορές και ο Διογένης Λαέρτιος μια φορά με ἴδεν[16] αντί γένετ’. Ήδη αυτό το γεγονός μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Πλούταρχος εδο5, όπως τόσο συχνά, παραθέτει ανακριβώς και από μνήμης. Το ιδιόμορφο ἴδεν, που θα έπρεπε να προτιμήσουμε ως lectio difficilior, αντικαταστάθηκε στη μνήμη του από ένα γένετο, που του υπεβλήθη π.χ. από τους παρόμοιους στίχους του Ομήρου: ζ 201, π 437, σ 79. Αλλά για το γνήσιο αρχαϊκό ύφος θα ήταν αδύνατο να διαχωριστεί το σαφές από το εἰδώς με την παρεμβολή ενός τόσο σημαντικού συμπλέγματος όπως: οὔτις ἀνήρ γένετ’ οὐδέ τις ἔσται, όσο αβλαβής και αν ήταν αυτή η δόμηση κατά την κλασική εποχή. Το πρώιμο παρατακτικό ύφος πρωτοεισάγει όλα αυτά τα αναγκαία για τη γραμματική δομή μέρη, προτού προσθέσει κάτι περαιτέρω[17]. Μπορεί λοιπόν σίγουρα να επισυναφθεί στο τέλος η γραμματικά όχι απαραίτητη πρόταση ἀμφί Θεῶν κτλ.[18], αλλά το γραμματικό αντικείμενο δεν μπορεί να παραμείνει μετέωρο τόσο πολύ, προτού δεχθεί το κυρίαρχο ρήμα του. Άρα ο Ξενοφάνης μιλούσε εδώ, με έναν αρχαίο και πολύ ελληνικό τρόπο, για το «βλέπειν», για να επισημάνει μια πραγματικά αξιόπιστη γνώση[19].

Από αυτή τη διόρθωση του κειμένου προκύπτουν αξιοπρόσεκτα επακόλουθα. Κατ’ αρχήν, στο απόσπ. Β36 δεν θα συσχετίσουμε με τ αστέρια τις λέξεις ὁππόσα δή θνητοῖσι πεφήνασιν εἰσοράασθαι, όπως έτεινε να κάνει ο Diels, αλλά μάλλον θα βρούμε σ’ αυτές μια αναφορά σ' εκείνη την περιοχή, η οποία είναι προσιτή στην ανθρώπινη εμπειρία και έρευνα. Κατά τον Ξενοφάνη το «βλέπειν» και το «φαίνεσθαι» αντιστοιχούσαν στα «γνωρίζειν αξιόπιστα» και «είναι διερευνήσιμο».

Αλλά ταυτόχρονα η αμέσως ακόλουθη λέξη εἰδώς αποκτά μέσα στο απόσπασμά μας ένα ειδικό, οξύ νόημα. Παρουσιάζεται δα τώρα ως παρακείμενος χρόνος που αντιστοιχεί στο ἴδεν, και σημαίνει μόνο μια γνώση ριζωμένη στην εποπτεία ή τουλάχιστο στην εμπειρία (διότι η θέαση, ως αρχηγός των άλλων αισθήσεων, μπορεί βέβαια και να τις εκπροσωπεί). Η εκτεταμένη σημασία, με την οποία αυτή η λέξη μπορεί να σημαίνει όλη τη γνώση, με οποιοδήποτε τρόπο και αν έχει αποκτηθεί, δεν είναι παρούσα[20].

Η ίδια δυνατότητα θα έπρεπε να εξεταστεί για το οίδε στον τέταρτο στίχο. Τι συμβαίνει με τούτο; Οι στίχοι 3 και 4 κατανοούνται, σύμφωνα με τον Σέξτο (7, 51) ως εξής: κἄν γάρ ἐκ τύχης ἐπιβάλλῃ τούτῳ, ὅμως οὐκ οἶδεν ὅτι, ἐπιβέβληκεν αὐτῷ (ἀλλ’ οἴεται καί δοκεῖ). [= Διότι ακόμα και αν κατά τύχη συνέβαινε να το αντιληφθεί, δεν θα γνώριζε ότι το αντελήφθη - αυτός είναι μάλλον σε μια κατάσταση πίστης ή γνώμης.). Και ήδη ο Πλάτων τούς καταλάβαινε διαφορετικά: ἤ εἰ και ὅτι μάλιστα ἐντύχοις αὐτῷ, πῶς εἴσῃ ὅτι τοῦτό ἐστιν ὅ σύ οὐκ ᾔδησθα;[21] ΊΛ [= Ή, αν πετύχαινες να το συναντήσεις, πώς θα ξέρεις ότι αυτό είναι - το πράγμα που δεν γνώριζες;]. Αυτό διαβάζουμε στον Μένωνα (80d)[22]. Σύμφωνα με αυτό ο Ξενοφάνης όρθωσε την κριτική του στο δεύτερο επίπεδο, κι επιπλέον έδωσε σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο μια ιδιόμορφη στροφή: «ακόμα κι αυτός που το γνωρίζει άριστα, δεν γνωρίζει ότι το γνωρίζει». Εάν κατά δεύτερο λόγο ο Ξενοφάνης ήθελε πράγματι να πει αυτό, δεν μπορούσε να γράψει γάρ. Το σκεπτικιστικό συμπέρασμα κινείται μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση: Επειδή δεν γνωρίζουμε τίποτα βέβαιο για τα πράγματα, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν γνωρίζουμε κάτι. Τρίτον, δεν μπορούμε διόλου ν’ αποδώσουμε[23] στον αρχαίο στοχαστή Ξενοφάνη την ευαίσθητη εικόνα ενός ανθρώπου, ο οποίος εκφράζει την πιο βαθιά αλήθεια και δεν το συνειδητοποιεί. Ειδι­κά αφού, πράγμα για το οποίο κανείς δεν αμφιβάλλει, το γνωμικό ισχύει κατ’ αρχήν για το ίδιο το διδακτικό του ποίημα. Θα είχε - αυτή είναι η τέταρτη ένσταση - κανένα νόημα για τον συγγραφέα, να θεωρήσει ότι αυτός ο ίδιος συνάντησε την πιο καθαρή αλήθεια με τις απόψεις που εκφράζει στο έργο του, και όμως αγνοεί τάχα εντελώς το γεγονός ότι πέτυχε να κάνει μια τόσο σφοδρή ανακάλυψη;

Άρα η ερμηνεία του Πλάτωνα είναι εσφαλμένη και η προέλευση του σφάλματος είναι προφανής. Η γλωσσική χρήση της εποχής του Πλάτωνα τού επέβαλε αυτή την ερμηνεία, διότι γι’ αυτόν αὐτός οὐκ ο οἶδεν μπορούσε να σημαίνει μόνο: «αυτός ο ίδιος δεν το γνωρίζει». Το ίδιο ισχύει για όλους τους κατοπινούς συγγραφείς. Αλλά εάν το οἶδα μπορεί ακόμα να σημαίνει για τον Ξενοφάνη: «το γνωρίζω αξιόπιστα μέσω του βλέπειν» - δηλ. από εμπειρία -, τότε αυτός οίδα θα πει: «το γνωρίζω από δική μου εμπειρία». Με τούτο η Ξενοφάνεια έννοια της γνώσης προσεγγίζει την έννοια της Ιωνικής ἱστορίης, όπως την εξάσκησε π.χ. ο Ηρόδοτος. Πράγματι η λέξη ἱστορίη προέρχεται από αυτό το οἶδα. Και στο έργο του Ηροδότου βρίσκουμε την επιβεβαίωση της ερμηνείας μας για το αυτός οΐόεν. Στην αρχή της Ιστορίας του αναφέρει διάφορες εκδοχές για τις μυθικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Ασιατών. Καθένας από τους δύο λαούς επιρρίπτει στον άλλο το φταίξιμο για το ότι άρχισε η διαμάχη. Ο Ηρόδοτος από μέρους του εξηγεί ότι θέλει να απέχει από του να εκφράσει μια γνώμη. Και συνεχίζει (I, 5, 3): τόν δέ [δηλ. τον Κροίσο] οἶδα αὐτός πρῶτον ὑπάρξαντα ἀδίκων ἔργων ἐς τους Ἕλληνας. Εδώ η περιοχή όσων μπορούν να ερευνηθούν αξιόπιστα[24] και να ερευνηθούν από τον ίδιο τον Ηρόδοτο, η περιοχή της ἱστορίης, τίθεται με τις λέξεις οἶδα αὐτός σε αντιδιαστολή προς τον μύθο[25].

Ας στραφούμε τώρα στον τρίτο στίχο. Η λέξη τετελεσμένον συναντάται συχνά στον Όμηρο, αλλά όχι ως «τελειωμένο = τέλειο»· μάλλον ως κάτι (κατά περίπτωση) «πραγματωμένο, πραγματοποιημένο», «πραγματικό»[26]. Έτσι το τετελεσμένον εἰπών είναι το ίδιο με το τό ὄν εἰπών της μεταγενέστερης πρόζας: «λέγοντας το πραγματικό, κάνοντας ορθές αποφάνσεις»[27]. Ήθελε ο Ξενοφάνης, όταν καθιστούσε το τύχοι κυρίαρχο ρήμα, να αναφερθεί σ’ αυτό το εκφράζειν και βρίσκειν την αλήθεια ως κάτι καθαρά τυχαίο; Δεν χρειάζεται να υποθέσουμε κάτι τέτοιο, διότι στην αρχαϊκή γλώσσα το τυγχάνω συχνά σημαίνει «πετυχαίνω τον στόχο μου»[28] και όχι «μου συμβαίνει τυχαία»[29]. Η δεύτερη σημασία της λέξης συμπεριλαμβάνει λοιπόν πάντα την επίδραση της τύχης, αλλά κατά κανέναν τρόπο δεν αποκλείει πάντα εκείνη τη θέληση, η οποία, βέβαιη για τον στόχο της, επιφέρει μεθοδικά την πράγματι εισδύουσα επιτυχία, έστω και αν δεν μπορεί να την επιφέρει βίαια και με αλάνθαστη σιγουριά. Έτσι το τυγχάνω εἰπών σημαίνει: «επιτυγχάνω να πω αυτό που είναι ορθό», π.χ. στον Σοφοκλή, Φιλοκτήτης 223: ποίας ἄν ὑμᾶς πατρίδος ἤ γένους ποτέ τύχοιμ’ ἄν εἰπών;[30] Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται εδώ κι από τον Ξενοφάνη, και επιπλέον το τετελεσμένον, «το πραγματικό», προστίθεται στο εἰπών ως αντικείμενο.

Ας εξετάσουμε, τέλος, την έκφραση: τά μάλιστα. Μᾶλλον και μάλι­στα είναι λιγότερο εκφράσεις της ποσότητας, και περισσότερο της αξίας, και της προτίμησης[31]. Εδώ μπορεί κανείς να επικαλεσθεί κάποια χωρία όπως του Πλάτωνος, Κριτίας 108d· Δημοσθένους 18, 21· Ησιόδου, Ἔργα καί Ἡμέραι 700, όπου τά μάλιστα σημαίνει «ειδικά (αυτός και κανένας άλλος)». Συνεπώς στο χωρίο του Ξενοφάνη σίγουρα[32] μαζί με το τύχοι ανήκει και το υποκείμενο τούτου[33] με το οποίο είναι δα επίσης συνδεδεμένσ[34]: «αυτός επιτυγχάνει τον στόχο εγγύτατα, τον επιτυγχάνει καλύτερα από άλλους».

Πολλές ήταν οι ερμηνείες λέξεων που έπρεπε να διορθωθούν στους λίγους στίχους του Ξενοφάνη. Τώρα το ζήτημα είναι ο έλεγχος: Τι πετύχαμε στην κατανόηση του όλου αποσπάσματος;

«Και το ακριβές[35] κανένας άνθρωπος[36] δεν διείδε ποτέ, όπως ούτε ποτέ θα υπάρξει κάποιος που θα το γνωρίσει[37], αναφορικά προς τους θεούς όπως και προς όλα τα πράγματα που ισχυρίζομαι (σ’ αυτό το έργο)[38] Διότι ακόμα και αν κάποιος πετύχαινε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους (ή: εντελώς) να εκφράσει αυτό που είναι πράγματι παρόν (ακριβώς αυτό είναι που ο Ξενοφάνης ελπίζει ότι κατόρθωσε σ’ αυτό το ποίημα), εντούτοις αυτός δεν έχει γνώση βασισμένη σε δική του εμπειρία....»

Το κείμενο έγινε εντελώς απλό και ευθύ, και μάλιστα πρωτόγονο, αλλά ταυτόχρονα πιο αυτοδύναμο και πιο εμφατικό.

Ο Ξενοφάνης βασίζεται λοιπόν μ’ εμπιστοσύνη στην εμπειρία, πιστεύοντας ότι μόνο αυτή είναι αξιόπιστη. Άρα το πολυσήμαντο τελευταίο ημιστίχιο δεν μπορεί να σημαίνει ούτε: «διότι μόνο ψευδαίσθηση έχει απονεμηθεί σε όλους», όπως μεταφράζει ο Diels, ούτε ὅτι πάντα ἀκατάληπτά ἐστιν [= «ότι όλα τα πράγματα είναι ακατανόητα»], όπως ήθελαν οι αρχαίοι Σκεπτικοί[39]. Η λέξη δόκος, που συναντάται μόνο σ’ αυτό το χωρίο[40], πρέπει να σημαίνει «αποδοχή = έγκυρη γνώμη». Διότι προέρχεται από το δέχομαι, «δέχομαι, αποδέχομαι», και από αυτό το ρήμα σχηματίζονται επίσης εκφράσεις όπως: δοκεῖ μοί, «υιοθετώ μια γνώμη (ή: μια θέληση)»· δόκιμος, «αποδεκτός, επιτυγχάνοντας αναγνώριση»[41]· δόξα, «αποδοχή, γνώμη» ή «αναγνώριση, φήμη»[42]. Τόσο το ἐπί όσο και το τέτυκται συνιστούν την ερμηνεία του πᾶσι ως ουδετέρου, έτσι ώστε να αντιστοιχεί προς το ουδέτερο πάντων του 2ου στίχου. Και τελικά είναι φυσικό να εκλάβουμε το δάκος δε ως το αντίθετο προς τό μεν σαφές. Άρα: (τό μέν σαφές ἄνθρωπος οὐδείς γνοίη ἄν πάντων γε πραγμάτων πέρι·) τό δέ δοξάζειν ἔστιν ἐπί πᾶσιν. «(Μια αξιόπιστη γνώση αναφορικά προς όλα τα αντικείμενα που συζητιόνται εδώ, ειδικά όσον αφορά τους θεούς, δεν είναι δυνατή στους ανθρώπους·) αλλά υπάρχουν (έγκυρες) αποδοχές που μπορούν να γίνουν αναφορικά με όλα τα πράγματα»[43] Κατά παρόμοιο τρόπο ο Ξενοφάνης χαρακτηρίζει όσα λέει στο απόσπ. Β35 όχι ως «ψευδαίσθηση» αλλά ως «πιθανά»: ταῦτα δεδοξάσθω μέν ἐοικότα τοῖς ἐτύμοισιν [= «ας γίνουν αυτά τα πράγματα αποδεκτά ως ευλόγως τείνοντα προς όσα είναι αληθή»].

Έτσι λοιπόν πρέπει να ερμηνευτεί το απόσπασμα Β34. Οι παρόμοιες προσθήκες στα παραθέματα του Άρειου Δίδυμου[44] και του Varro[45] παρέχουν μια νύξη για τα ευρύτερα συμφραζόμενα: «αλλά ο θεός έχει μια γνήσια γνώση ακόμα και των υπερβατικοί πραγμάτων». Ότι αυτοί οι στίχοι έστεκαν στην αρχή του βιβλίου[46], είναι σαφές από το περιεχόμενό τους και από το γεγονός ότι το ίδιο προκαταρκτικό ερώτημα εμφανίζεται ξανά και ξανά στην αρχή των διδακτικών βιβλίων. Ο Αλκμαίων ακολουθεί εγγύτατα τον Ξενοφάνη στην πρώτη πρόταση του δικού του βιβλίου:[47]

Περί τῶν ἀφανέων, περί τῶν θνητῶν, σαφήνειαν μέν θεοί ἔχοντι, ὡς δέ ἄνθρώποις τεκμαίρεσθαι.

[«Όσον αφορά τα μη εναργή πράγματα, όσον αφορά τα θνητά πράγματα: οι θεοί βλέπουν με σαφήνεια, αλλά οι άνθρωποι (είναι ικανοί μόνο για να) εικάζουν».].

Η συμφωνία στην έκφραση και στο περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι τυχαία· ο Ξενοφάνης, ο εμπειριστής και κριτικός, έχει περιχαρακώσει την έκταση της εμπειρικής επιστήμης, και οι μεταγενέστεροι στοχαστές έμαθαν αυτόν τον διαχωρισμό απ’ αυτόν. Ο συγγραφέας του συγγράμματος Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς τον ακολουθεί επίσης στο ξεκίνημα της πραγματείας του:[48]

οὐκ ἠξίουν αὐτήν [scil. ἰητρικήν] ἔγωγε καινῆς ὑποθέσιος δεῖσθαι, ὥσπερ τά ἀφανέα τε καί ἀπορεόμενα, περί ὧν ἀνάγκη, ἤν τις ἐπιχειρῇ τι λέγειν, ὑποθέσει χρῆσθαι, οἷον περί τῶν μετεώρων ἤ τῶν ὑπό γῆν· ἅ εἴ τις λέγοι καί γινώσκοι ὡς ἔχει, οὔτ’ ἄν αὐτῷ τῷ λέγοντι οὔτε τοῖς ἀκούουσι δῆλα ἄν εἴη, εἴτε ἀληθέα ἐστίν εἴτε μή· οὐ γάρ ἔστι, πρός ὅ τι χρή ἀνενέγκαντα εἰδέναι τό σαφές.

[«Σκέφτηκα ότι αυτή (δηλ. η ιατρική) δεν έχει ανάγκη από ένα καινούριο αξίωμα, όπως έχουν τα άλυτα μυστήρια, που απαιτούν κατ’ ανάγκην τη χρήση ενός αξιώματος, αν επιχειρήσει κάποιος να τα συζητήσει, π.χ. τα μυστήρια του ουρανού και των υπόγειων περιοχών. Εάν κάποιος επρόκειτο να εκφράσει τη γνώμη του για την κατάσταση τούτων, δεν θα ήταν σαφής ούτε στον ίδιο τον ομιλούντα ούτε στο ακροατήριο, είτε τα λεγόμενα ήταν αληθινά είτε όχι. Διότι δεν υπάρχει έλεγχος, η εφαρμογή του οποίου θα μπορούσε να επιφέρει σαφή γνώση».] [b]

Με ένα άλλο νόημα απαντούν ο Ηράκλειτος (απόσπ. Β1) και ο Εμπεδοκλής (απόσπ. Β2 και Β4)[49] στο ίδιο ερώτημα σε παρόμοια σημεία των δικών τους βιβλίων και αυτοί ξεκινούν από την οξεία διάκριση ανάμεσα στο εμπειρικό και στο υπερεμπειρικό.

Τώρα είμαστε σε θέση να συλλάβουμε με σαφήνεια την κριτική-γνωσιολογική άποψη του Ξενοφάνη, και να συσχετίσουμε τη θέση του πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα με την υπόλοιπη φιλοσοφία του, δηλαδή με τη διδασκαλία του περί θεού.

Ο Ξενοφάνης χαρακτηρίζει βέβαιη και εξαντλητική (σαφές) μόνο τη γνώση που είναι εμπειρικά θεμελιωμένη. Θεωρεί μόνο την ὄψιν και την ἱστορίην (για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του Ηροδότου)[50] ως αξιόπιστες. Αντίθετα η γνώμη δεν οδηγεί κατά την άποψή του σε γνήσια βεβαιότητα. Εντούτοις έκαμε και αυτής εντελώς ενεργητική χρήση. Παραδείγματος χάριν η εμπειρία ότι κάθε ανθρώπινη φυλή διαμορφώνει τους θεούς της καθ’ ομοίωσίν της, έγινε γι’ αυτόν αποδεικτικό στοιχείο του ότι ο θεός δεν μοιάζει διόλου με άνθρωπο, από καμιά άποψη. Ακόμα και τα ζώα, εάν είχαν τα αναγκαία όργανα, θα διαμόρφωναν και θα ζωγράφιζαν ζωόμορφους θεούς. Κι έτσι όλα τα πολλαπλούς αντιφατικά κατηγορήματα της θεότητας, τα οποία κατάγονται από τον εδώ κόσμο, αλληλοαναιρούνται. Έτσι ο ακραίος εμπειρισμός γίνεται για τον Ξενοφάνη ένας βατήρας προς τη γνώση του υπερβατικού κατά την ιδιαιτερότητά του. Το απόλυτο δεν ανέχεται ανθρώπινους τρόπους παράστασης, ακριβώς διότι με τη βοήθειά τους συλλαμβάνεται ό, τι είναι γήινο. Ο Ξενοφάνης διαχωρίζει αυτές τις δύο περιοχές μεταξύ τους καθαρά και θεμελιακά. Απογυμνώνει τα ορατά ουρά­νια φαινόμενα από κάθε θεϊκότητα, και μάλιστα αφαιρεί απ’ αυτά τα φαινόμενα την αξιοπρέπεια και τη μονιμότητά τους καθώς και την ουράνια προέλευσή τους, όπως αφετέρου αρνείται να αναγνωρίσει στον θεό του κάθε δυνατότητα σύγκρισης με γήινα σώματα[51]. Αρνείται επίσης ότι η θεότητα μιλά στους ανθρώπους με σημάδια και χρησμούς (απόσπ. Α52). Έτσι κατέστησε το χάσμα ανάμεσα στα εδώθε και στα εκείθεν αγεφύρωτο[52].

Όλα αυτά μπορούν να κατανοηθούν κάλλιστα ως προστάδιο της διδασκαλίας του Παρμενίδη, της διδασκαλίας περί δύο διαφορετικών κόσμων με δύο διαφορετικές γνωσιολογικές και οντολογικές αρχές. Αλλά ο Ξενοφάνης στέκεται σταθερά και σίγουρα μέσα στον εμπειρισμό του, λυπούμενος για το γεγονός ότι δεν μπορούμε να δούμε τον υπεραισθητό κόσμο και μπορούμε μόνο να ριψοκινδυνεύσουμε μέσα σ’ εκείνο τον κόσμο με εικασίες. Αντίθετα ο Παρμενίδης ξεκινά αντίστροφα, από τη βεβαιότητα του απόλυτου Είναι. Από εκείνη την πλεονεκτική θέση αποκαλύπτει κι ερμηνεύει τον εδώ κόσμο ως πλανερό κι επιφανειακό. Και αυτός μιλά για έγκυρη γνώμη (δοκοῦντα, δοκίμως, απόσπ. Β1, 31-32)· αλλ’ αυτή εξουσιάζει τον εμπειρικό κόσμο και μόνο αυτόν. Η εγκυρότητά της είναι περιορισμένη· με αυστηρό νόημα η γνώμη είναι λοιπόν ψευδής. Εντούτοις η γνώμη παρέχει μια αναγκαία φανέρωση του εδώ κόσμου, ο οποίος δα κατέχει μόνο μια περιορισμένη πραγματικότητα. Όπως ακριβώς η πλήρης αλήθεια και το πλήρες Είναι είναι μεταξύ τους αδιάλυτα συνδεδεμένα, έτσι και η μισή αλήθεια και το μισό Είναι είναι μεταξύ τους συνδυασμένα μέσα στην αυστηρή αυτονομία αυτού που είναι δόκιμον. Καθώς ο Ξενοφάνης διαχώριζε τις δύο περιοχές, πίσω κι επάνω απ’ αυτόν τον σταθερά και σίγουρα πιστευόμενο, αυτόν τον στενό, ακατέργαστα μηχανικό κόσμο του γίγνεσθαι (απόσπ. Β29) και του παρέρχεσθαι διαισθάνθηκε έναν ευρύτερο και ανώτερο κόσμο, ο οποίος μαζί με το εμμενές περιελάμβανε και το υπερβατικό. Αντίθετα ο Παρμενίδης καταδίκασε τον κόσμο μας ως μειονεκτικότερο και κατώτερο, ως κόσμο που δεν μπορεί να υφίσταται ενόψει του απολύτου.
------------------------
[1] Όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα, η σοφίη στο απόσπ. Β2.12 δεν σημαίνει την παρατηρητική κι ερμηνευτική σοφία του φιλοσόφου (η λέξη παίρνει αυτό το νόημα πολύ αργότερα), ή τις τέχνες του διαλεκτικά στοχαζόμενου, αλλά μάλλον εκείνη την ευφυΐα του απροκατάληπτου πρακτικού ανθρώπου, η οποία υποβοηθά το κράτος στην τάση προς εὐνομίην και ὄλβον.

[2] Αυτή είναι περίπου η διατύπωση του ίδιου του Ξενοφάνη (απόσπ. Β28).

[3] Δες απόσπ. Β30. Η μαρτυρία του Αέτιου (απόσπ. Α46), την οποία αυτός προσπαθεί να επικυρώσει παραθέτοντας το απόσπ. Β30, αναιρείται από το ίδιο τούτο απόσπασμα. Είναι ασφαλώς ορθό ότι ο Ξενοφάνης εξέλαβε τα μετεωρολογικά Φαινόμενα ως αποτελέσματα της ηλιακής θερμότητας (αποσπ. Α1· 19)· αλλ’ αυτός δεν δίνει έμφαση στον ήλιο ως υποτιθέμενη Αρκτικήν αιτίαν (ο ίδιος δα ο ήλιος είναι μόνο ένα προϊόν της θάλασσας), αλλά μάλλον στη θάλασσα ως πηγήν.

[4] Πάνω σ’ αυτό δες Hermann Diels, «Lukrezstudien. II. III», Sitzungsberichte der Preussischen Akademie der Wissenschaften zu Berlin, Jahrgang 1920, 2-18.

[5] Άραγε προέρχεται από τον Ξενοφάνη η θεωρία, που αξιοποιήθηκε από τον Ηρόδοτο (II, 24) και αναφέρεται από τον Λουκρήτιο (V, 637), σύμφωνα με την οποία η παρέκκλιση της τροχιάς των ουράνιων σωμάτων με την αλλαγή των εποχών προκαλείται από τους εποχιακά επικρατούντες ανέμους; Αυτή η θεωρία μπορούσε να έχει φθάσει στον Λουκρήτιο κατά τον ίδιο τρόπο, όπως εκείνη που αφορά την καθημερινή διαμόρφωση του ήλιου (δες την προηγούμενη υποσημείωση). Ο Λουκρήτιος επικαλείται την αναλογία των νεφών: Το ίδιο πρέπει τάχα να ισχύει για τον ήλιο και για όλα τα αστέρια. Σύμφωνα με τον Ξενοφάνη τα αστέρια είναι δα σύννεφα. Το ότι η καθημερινή τροχιά του ήλιου είναι ευθύγραμμη και μόνο κατ’ επίφαση κυρτή (απόσπ. A41a), συμπεραίνεται βέβαια από την αναλογία προς τις τροχιές των νεφών (Eduard Zeller, Die Philosophie der Griechen, I. Teil. Halite, 6η έκδ., εκδόθηκε από τον W. Nestle, Leipzig 1919, σελ. 668-69). —Πάνω στο ερώτη­μα της προέλευσης της θεωρίας του Ηροδότου σχετικά με τις πλημμύρες του Νείλου, δες W. Theiler, Zur Geschichte der teleologischen Naturbetrachtung bis auf Aristoteles, Basel 1925, σελ. 7.

[6] Πάνω σ’ αυτή την ερμηνεία της Ξενοφάνειας θεωρίας της φύσης, δες Karl Reinhardt, Parmenides und die Geschichte der griechischen Philosophie, Bonn 1916, σελ. 144-50.

[7] Δες Diels, όπ.π., και «IJber Xenophanes», Archiv fiir Geschichte der Philnxnrthie 10 Cl897V 530-35.

[8] Απόσπ. Α42, έως τώρα ασυνήθιστα παρερμηνευμένο, π.χ. από τον Burnet. ECP, 2η έκδ., London 1908, σελ. 135, σημ. 4 [αλλά δες την 4η έκδ., London 1930, σελ. 123, σημ. 4 — Σ.τ.Επ.], και από τους Zeller-Nestle. σελ. 667, σημ. 2. Ο όρος παρέλκειν είναι η διατύπωση του σχολιαστή· κατά την εποχή του Αέτιου η λέξη έχει κανονικά αυτή τη σημασία, και τα συμφραζόμενα απαιτούν ακριβό'); αυτό το νόημα.

[9] Χρηστόν (από το χρῆσθαι)· 2, 19 κ.ε.· 3, 1 ἀνωφελέας (δες Wuf, σελ. 179).

[10] Απόοπ. Β18, με μια σαρκαστική νύξη κατά της παραδοσιακής έννοιας της κουλτούρας ως θεϊκής δωρεάς. Σχετικά με το υπέδειξαν, δες Ηροδότου I, 32, 9: ὑποδέξας ὄλβον ὁ θεός.

[11] Δες Κ. Ziegler στον τόμο: Satura Viadrina altera: Festschrift zum 50 - jahrigen Bestehen des philologischen Vereins zu Breslau, Breslau 1921, σελ. 110-15.

[12] Η μονοθεϊστική ιδέα είναι ζωντανή κατά πολλούς τρόπους στην πρώιμη Ελλάδα, από τον Όμηρο κι εξής- αλλά συνήθως συνυπάρχει φιλικά με τον πολυθεϊσμό. Μόνο με τον Ξενοφάνη θριαμβεύει ο Ένας θεός, ως εχθρός και νικητής, πάνω στο πλήθος των πολλών ατομικών μορφών.

[13] Το απόσπ. Β17 πρέπει βέβαια επίσης να ερμηνευθεί ως ειρωνεία, πράγμα που δεν προκύπτει από τη μετάφραση του Diels («πευκοκλωνάρια» [Fichtenmaien]). Ο Ξενοφάνης αδράχνει την πιο χαμηλή μορφή λαϊκής πίστης, για να περιπαίξει όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικά - ο εμπαιγμός αφορά την πίστη ότι τα ίδια τα κλαδιά των πεύκων είναι βάκχοι. Με αυτό τον τρόπο μάς προμήθευσε μια ενδιαφέρουσα εθνολογική μαρτυρία, με τη μεσολάβηση των λεξικογράφων που επισήμαναν το σχόλιο και το κατοχύρωσαν με τον στίχο του.

[14] Απόσπ. Β1 (χοή, στ. 13· προχειρότερον, σι. 16)· 22 (χρή, σι. 1).

[15] Η ένθερμη προσπάθεια του Reinhardt (Parmenides une die Geschichte..., σελ. 151-52) να προσαρμόσει στη συνολική εικόνα του Ξενοφάνη την ερμηνεία που έδωσε ο Diels στο επονομαζόμενο “σκεπτικιστικό” απόσπασμα, δείχνει την ανυπέρβλητη δυσκολία αυτού του ζητήματος. Η “έντονη προτίμηση του Ξενοφάνη για την πραγματικότητα από κάθε άποψη: εμπειρία, ενάργεια, λεπτομέρεια, λογικότητα, σκοπιμότητα” (σελ. 144) δεν μπορεί να συνδυαστεί με ένα “τρυφερό σκεπτικισμό”, εξαιτίας του οποίου “ο άνθρωπος μπορεί πάντα να συμβουλεύει και να εκφέρει μια γνώμη”.

a [a. Ο Frankel παραπέμπει εδώ στις πρώτες τέσσερις εκδόσεις των Fragmente der Vorsokratiker. Στις εκδόσεις που αναθεωρήθηκαν από τον Walther Kranz, 5η και επόμενες (εδώ συντομογραφικά DK), το κείμενο και η μετάφραση των στίχων, που παρατίθενται εδώ από τον Frankel, έχουν αναθεωρηθεί].

[16] Με τις ητακιστικές παραλλαγές οἶδεν και εἶδεν. Η πρώτη από τις δυο θα ήταν επικίνδυνη, εάν δεν γινόταν ανώδυνη εξαιτίας της μετρικής φόρμας του κειμένου.

[17] Σε παρόμοια χαρακτηριστικά παραπέμπει ο Wolfgang Krause, “Die Entwicklung einer alten elliptischen Konstruktion in den indogermanischen Sprachen”, Zeitschrift fur vergleichende Sprachforschung 52 (1924), 246. Δες επίσης Frankel, Wuf, σελ. 47, σημ. 1. (Μια πληρέστερη έρευνα θα ήταν επιθυμητή). Γι’ αυτό τον λόγο, στην περίπτωση του αποσπ. 1 του Ξενοφάνη δεν μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε τον Karsten, ο οποίος χρησιμοποιεί τη διόρθωση (που επέφερε ο G. Hermann) ἀγαθόν στον στ. 1, για να εξαρτήσει ολόκληρη την τετράστιχη περίοδο από αυτή την τελευταία της λέξη.

[18] Ενδεχομένως τα προηγούμενα συμφραζόμενα έδιναν ήδη στο σαφές μια συγκεκριμένη αναφορά κι ένα περιεχόμενο, το οποίο κατόπιν ξαναπεριγράφεται με το ἀμφί θεῶν κτλ.

[19] Δεν χρειάζεται να εισδύσω περισσότερο σ’ αυτό το θέμα, αφού ο Bruno Snell στο: Die Ausdriicke fur den Begriff des Wissens in der vorplatonischen Philosophic, Philologische Untersuchungen 29, Berlin 1924, σελ. 25, ενσωμάτωσε στην αντίστοιχη συζήτηση την ερμηνεία που έδωσα σ’ αυτό το απόσπασμα.

[20] Στα γοτθικά η λέξη witwops, η οποία αντιστοιχεί συλλαβή προς συλλαβή με το εἰδώς, σημαίνει «μάρτυρας» (σύγκρινε στ’ αγγλικά: witness). Από την ελληνική γραμματεία πρέπει να παραπέμψουμε προπάντων στην 7λιάόα Β 485-6, όπου μια γνώση αποκτώμενη από κοινοποίηση ενός άλλου χαρακτηρίζεται ρητά ως μη-εἰδέναι· μόνο μέσω του παρεῖναι φθάνει κανείς στο εἰδέναι. Σχετικά με το οΐόα ως «είμαι μάρτυρας» και τα αντίστοιχα παράγωγα (συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας) από την αρχαιότερη και στενότερη σημασία του οἶδα, δες τη μελέτη του Snell που αναφέρεται στην προηγούμενη υποσημείωση.

[21] Ο στενός δεσμός ανάμεσα στα δύο χωρία καθιστά αναμφίβολο όχι ο Πλάτων έχει κατά νου το χωρίο μας, μολονότι δεν θέτει το ερώτημά του ως παράθεμα και μολονότι αυτό το ερώτημα νοείται κάπως διαφορετικά.

[22] Ο Πλάτων λύνει την ἀπορίαν υποθέτοντας ένα «βλέπειν» - σύγκρινε το ἴδεν του Ξενοφάνη - που προηγείται της τωρινής ζωής (81c).

[23] Όπως ο Σέξτος (7, 52) το πραγματεύεται λεπτομερειακά: «Φαντάσου ένα σκοτεινό κτίριο που κρύβει πολλούς θησαυρούς, και μέσα σ’ αυτό ανθρώπους που ψάχνουν για χρυσάφι. Θα συμβεί το εξής: καθένας απ’ αυτούς θα αρπάζει τα αντικείμενα που βρίσκονται μέσα στο κτίριο, και θα πιστεύει ότι αυτός κρατά στα χέρια το χρυσάφι. Αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν θα είναι βέβαιος ότι βρήκε το χρυσάφι, ακόμα και αν κατά τύχη το βρήκε πράγματι. Έτσι και το στίφος των φιλοσόφων ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο σαν μέσα σ’ ένα μεγάλο σπίτι, για να βρει την αλήθεια, και όποιος την συνέλαβε, θα δυσπιστεί για την επιτυχία του».

[24] Δες Ηροδότου III, 98, 2: τῶν γάρ ἡμεῖς ἴδμεν, ταῶν καί πέρι ἀτρεκές τι λέγεται· III, 115: ἔχω οὐκ ἀτρεκέως λέγειν, οὔτε γάρ ἔγωγε ἐνδέκομαι κτλ. Οὔτε . . . οἶδα . . . τοῦτο δέ οὐδενός αὐτόπτεω γενομένου οὐ δύναμαι ἀκοῦσαι IV, 16, 1: οὐδείς οἶδε ἀτρεκέως . . . οὐδενός γάρ δή αὐτόπτεω εἰδέναι φαμένου δύναμαι πυθέσθαι.

[25] Για το αὐτός (ή ἐγώ) οἶδα, «γνωρίζω από (δική μου ή αξιόπιστα διαβιβασμένη σ’ εμένα) μαρτυρία», δες περαιτέρω π.χ. Όδυσσ. α 216-7: ἐγώ γε οὐκ οἶδα, οὐ γάρ πώ τις ἑόν γόνον αὐτός ἀνέγνω· Ηροδότου II, 23· Θρασύμαχο, DK 85 Β1 στο τέλος: ὁπόσα μέν οὖν ἐπέκεινα τῆς ἡμετέρας γνώμης ἐστίν κτλ. . . . ὁπόσα δέ αὐτοί ἐπεῖδον οἱ πρεσβύτεροι, ταῦτα δέ παρά τῶν εἰδότων πυνθάνεσθαι.

[26] Το πώς πρέπει να κατανοηθεί η λέξη στην Ἰλιάδα Ξ 196 (= Ίλιάδος Σ 427, Όδυσσ. ε 90), παραμένει αβέβαιο· ίσως «πραγματικό» σε αντίθεση προς το «φανταστικό/αδύνατο».

[27] Φαίνεται ότι ο Πίνδαρος εννοεί το αντίθετο του τετελεσμένον εἰπεῖν, όταν στους Όλυμπ. 2, 86-87 μιλά για το ἄκραντα γαρύ(ειν) των ατάλαντων ποιητών, σε αντίθεση προς τον εαυτό του, ο οποίος είναι πολλά εἰδώς φυᾷ.

[28] Παραδείγματος χάριν (Ἰλιάδ. ΙΙ 609, Ο 581).

[29] Το ότι τύχη σημαίνει «επιτυγχάνειν» έχει τονισθεί επανειλημμένα από τον Wilamowitz.

[30] Δες περαιτέρω στον Αισχύλο, ’Αγαμέμνων 1233, Χοηφόροι 418.

[31] Σύγκρινε το μᾶλλον βούλεσθαι· το διορθωτικό μᾶλλον· μάλιστα = «πολύ σωστά, μάλιστα»· εκατόν μάλιστα = «ο αριθμός 100 εγγίζει πλησιέστατα το σωστό, περίπου 100».

[32] Είναι όμως επίσης δυνατό, όπως στον Πλάτωνα να συνδεθεί η έκφραση τά μάλιστα με το εἰ καί: «μολονότι εντελώς, έστω και αν τόσο πολύ». Η διαφορά δεν είναι μεγάλη.

[33] Όπως συνηθίζεται στον αρχαϊκό λόγο, τούτο παραμένει άρρητο (δες Wuf, σελ. 63, σημ. 2).

[34] Το τετελεσμένον δεν συμβιβάζεται με την προσθήκη, όπως θα έκανε τό ὄν (εἰπών).

[35] Η λέξη σαφές ενώνει την έννοια της πληρότητας ώς τις λεπτομέρειες, με την έννοια της αξιόπιστης, πιστής και ανόθευτης σύλληψης (σύγκρ. π.χ. Πλάτωνος Πολιτεία 478c) και την απόδοση του αντικειμένου.

[36] Η λέξη «άνθρωπος» [= ἀνήρ\ είναι τονισμένη, όπως τονίζεται και το θνητοῖσι στο απόσπ. Β36. Ο Ξενοφάνης μιλά για τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας.

[37] Με τη λέξη εἰδώς νοείται εδώ μια γνήσια γνώση βασισμένη σε εμπειρικές παρατηρήσεις.

[38] Είναι επίσης δυνατό να συνταχθεί αλλιώς το τέλος της πρότασης: «όπως και (αναφορικά) προς όσα ισχυρίζομαι για όλα τα πράγματα». Οπωσδήποτε όμως οι προηγούμενες λέξεις ἀμφί θεῶν τε καί δείχνουν ότι το νόημα δεν μπορεί να είναι: «όλα όσα ισχυρίζομαι είναι μη διαπιστώσιμα» = «τίποτε απ’ αυτά δεν είναι διαπιστώσιμο», αλλά μάλλον: «δεν είναι όλα διαπιστώσιμα». Διότι ο υπεραισθητός κόσμος των θεών, σε σχέση προς τον οποίο ένας απλός άνθρωπος δεν μπορεί να διατυπώσει ισχυρισμούς αξιόπιστους (δηλ. βασισμένους σε αισθητηριακές αντιλήψεις), δεν μπορεί - ενόψει της μη δυνατότητας για έρευνα - να εξομοιωθεί με όλα τα άλλα πράγματα, αλλά μόνο με πολλά άλλα πράγματα.

[39] Δες Zeller-Nestle, σελ. 672, σημ. 5, για τις μαρτυρίες· επιπλέον DK 21 Α35: ἠπορηκότα περί πάντων.

[40] Και ως σχόλιο στο: Καλλιμάχου απόσπ. 224 (Pfeiffer) τῷ γ’ ἐμῷ δόκῳ, εξη­γούμενη ως δόκησις και ὑπόληψις (δηλ. «κατά τη γνώμη μου»),

[41] Η έννοια του «ελέγχου» σ' αυτή τη συνάφεια πρωτοεγείρεται με το παραγωγό δοκιμάζειν: «διαπιστώνω την αποδεκτότητα, υπόκειμαι σε μια διαδικασία έγκρισης». Έτσι, αν εκληφθεί αυστηρά, το δοκίμως στο απόσπ. Β1.32 του Παρμενίδη δεν μπορεί να μεταφρασθεί «δοκιμασμένα».

[42] Θα περιμέναμε κάποιο δέγμα - και ίσως δόγμα με εξομοίωση προς τις άλλες λέξεις;

[43] Και ο Burnet εκλαμβάνει το ημιστίχιο όχι ως έκφραση παραίτησης ή απελπισίας, αλλά ελπίδας και περιορισμένης εμπιστοσύνης: «αλλά όλοι είναι ελεύθεροι να εικάζουν». Ελάχιστα συγκρίσιμη είναι η πλατωνική ορθή δόξα σε αντιπαράθεση προς την επιστήμην.

[44] Στον Στοβαίο II, 1, 17: ὡς ἄρα θεός μέν οἶδε τήν ἀλήθειαν, δόκος δ’ ἐπί πᾶσι τέτυκται.

[45] Στον Αυγουστίνο, De civit. dei 7,17: Hominis est enim haec opinari, Dei scire.

[46] Δες Reinhardt, Parmenides..., σελ. 118, ο οποίος αναφέρει και τον Αλκμαίωνα.

[47] DK 28 B1.

[48] Ο καθηγητής Pohlenz μού επέστησε ευγενέστατα την προσοχή σ’ αυτό το χωρίο.

b [b. Ιπποκράτης (εκδ. από τον Heiberg) I, σελ. 36, 15 κ.ε. (= W.H.S. Jones, Philosophy and Medicine in Ancient Greece, Bulletin of the History of Medicine, Supplement No. 8, Baltimore 1946, σελ. 50). Διαβάζω καινής (όπως ο Frankel) και όχι κενής- κατά τα λοιπά η μετάφραση συμπίπτει με αυτήν του Jones, σελ. 65.]

[49] Σχετικά με την άθραυστη συνέχεια των αποσπ. Β2 και Β4, σύγκρ. Hermann Frankel, “Homerische W5rter”, ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ: Festschrift fur Jacob Wackernagel, Gottingen 1923, σελ. 276 κ.ε. - O Varro παραθέτει επίσης την επιφύλαξη του Ξενοφάνη στην αρχή του τρίτου βιβλίου του σχετικά με τους θεούς - ακριβώς εκείνου του βιβλίου, στο οποίο αυτός δεν μιλά πια για την υπαρκτή σ’ αυτόν πίστη και τη θρησκεία, αλλά επιχειρεί μια φιλοσοφική επανερμηνεία.

[50] Οι δύο χρησιμοποιούνται μαζί στο II, 99, 1.

[51] Αυτή είναι, βέβαια, μια μάλλον σύγχρονη διατύπωση. Ο ίδιος ο Ξενοφάνης αρκείται στο ν’ αρνηθεί ότι ο θεός διαθέτει σημαντικές ιδιότητες των σωματικών όντων (τη σύνθεση από ειδικά διαφοροποιημένα όργανα, τη μετακίνηση), και αντ’ αυτών του αποδίδει κάποιες καθολικές ιδιότητες και μια καθαρά πνευματική δραστηριότητα.

[52] Δες Reinhardt, Parmenides..., σελ. 116-18.