Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Αντιγόνη: Θυσία (χωρίς) ουσία

Τέχνη, κατά τον Νίκο Καζαντζάκη, σημαίνει η απομόνωση μέσα από την χαοτική, εφήμερη ανθρώπινη ζωή της αιώνιας αλήθειας που είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη. Και ο ορισμός αυτός βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή του στην αρχαία ελληνική τραγωδία, στο πλαίσιο του οποίου αποκρυσταλλώθηκαν μέσα από το πλούσιο μυθολογικό υλικό από τους μεγάλους τραγικούς αξίες και ιδανικά, τα οποία απηχούν στο κοινό μπροστά στο οποίο παρουσιάζονται ανά τους αιώνες. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε χαρακτήρες των μεγάλων τραγωδιών να καταστούν ταυτόσημοι με τις ιδέες που πρεσβεύουν. Και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού της Αντιγόνης, που μέχρι και σήμερα αποτελεί σύμβολο της αντίστασης.

Πράγματι, η πρωταγωνίστρια της ομότιτλης τραγωδίας του Σοφοκλή, αντιπροσωπεύει την επανάσταση απέναντι στις αυθαίρετες αποφάσεις της εξουσίας και της θυσίας του ανθρώπου για τα πιστεύω του. Η Αντιγόνη μετατρέπεται σε σύμβολο της αντίστασης, τροφοδοτώντας την ελπίδα όσων ήλπιζαν και ελπίζουν να υψώσουν το ανάστημα τους απέναντι στους καταπιεστές τους. Μερικούς αιώνες αργότερα όμως, η εκδοχή της ιστορίας της κόρης του Οιδίποδα εκ μέρους του θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ανουίγ ανατρέπει το status της ως σύμβολο αντίστασης, παρουσιάζοντας τον αγώνα της ως μία απέλπιδη προσπάθεια να διατηρήσει τη νιότη της. Η θυσία της, λοιπόν, καθίσταται ανούσια και η Αντιγόνη γκρεμίζεται από το βάθρο της. Ποια εκδοχή, όμως, της ιστορίας της ανταποκρίνεται εν τέλει στην πραγματικότητα;

Κατά την εκδοχή του Σοφοκλή, η Αντιγόνη παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος των θείων νόμων, οι οποίοι συγκρούονται με τους ανθρώπινους. Η Αντιγόνη από την αρχή της ιστορίας δηλώνει θαρραλέα, παρά την έλλειψη στήριξης από την αδελφή της, ότι δεν επρόκειτο να αφήσει τον αδελφό της άταφο, με την ψυχή του αιώνια να περιπλανιέται στον κόσμο των ζωντανών, παρά τις αποφάσεις του θείου της, οι οποίες εναντιώνονται στον νόμο των θεών. Οι γραπτοί νόμοι συγκρούονται με τους άγραφους, το ανθρώπινο δίκαιο συγκρούεται με το θεϊκό, η μοναδικότητα της στιγμής συγκρούεται με το δέος του αιωνίου. Και ενώ το πρώτο αποτελεί έκφραση της αυθαίρετης προσπάθειας των ανθρώπων στην εξουσία να κυβερνήσουν σε μία συγκεκριμένη στιγμή στον χρόνο, το δεύτερο αποτελεί την έκφραση της λαϊκής αίσθησης του δικαίου που παραμένει αναλλοίωτη μέσα στον χρόνο, συνδέοντας κάθε μονάδα της ανθρωπότητας με αυτή την κοινή ηθική πυξίδα. Και η Αντιγόνη πρωτοστατεί με την αποφασιστική δράση της και εν τέλει θυσιάζεται στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης ως εκπρόσωπος των δεύτερων, ως εκπρόσωπος της επιθυμίας του λαού για την επικράτηση της κατά τη δική τους ηθική δικαιοσύνης. Γνωρίζει και τελικά αντιμετωπίζει τις συνέπειες των πράξεών της, ωστόσο αυτό δεν την αποτρέπει από τον αγώνα της για αυτό που θεωρεί η ίδια, όπως και το κοινό, σωστό. Η αίσθηση αυτή του δικαίου κατευθύνει τις ενέργειες της ηρωίδας, η οποία οπλισμένη από τις πεποιθήσεις της με απαράμιλλο θάρρος μάχεται για τα πιστεύω της, εναντιώνεται σε έναν βασιλιά που αυθαίρετα τις στερεί το δικαίωμα να παρέχει στον νεκρό αδελφό της τις τιμές που του αξίζουν παρά την προηγούμενη δράση του. Μπροστά στην άβουλη Ισμήνη η οποία διστάζει να ενεργήσει, η Αντιγόνη φαντάζει δυναμική, ισχυρή μέσα από τις πράξεις της, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται ένα έντονο αίσθημα σεβασμού και θαυμασμού εκ μέρους του κοινού απέναντι στο πρόσωπό της το οποίο κορυφώνεται όταν τελικά θυσιάζεται για αυτά που πιστεύει.

Στην Αντιγόνη ο Σοφοκλής δίνει σάρκα και οστά στην έννοια της αντίστασης, της αντίστασης του λαού έναντι της εξουσίας, την αντίσταση του αδύναμου απέναντι στον ισχυρό όταν ο δεύτερος επιχειρεί να επιβληθεί του πρώτου αυθαίρετα. Ένας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με έναν απρόσωπο οργανισμό που επιχειρεί να ανατρέψει το αξιακό σύστημα που ο ίδιος θεωρεί ότι πρέπει να κυβερνά τη ζωή του. Μια γυναίκα συγκρούεται με έναν άνδρα προκειμένου να υπερασπιστεί τα πιστεύω της και εν τέλει χάνει τη ζωή της, φυλακισμένη σε ένα «αιώνιο κελί». Και όμως αυτό το κελί αποτελεί την εγγύηση της αιώνιας ελευθερίας της, καθώς στον αγώνα της για δικαιοσύνη η Αντιγόνη ως ύπαρξη κατακερματίζεται και καταλήγει να αποτελεί έννοια αφηρημένη, αέναη όπως και οι αξίες που επιζητούσε να υπερασπιστεί. Παίρνει το πρόσωπο κάθε ανώνυμου αγωνιστή που σηκώνει τις πεποιθήσεις του ως λάβαρο απέναντι σε οποιονδήποτε ισχυρότερο κατακτητή επιχειρεί να το ξεσκίσει. Η Αντιγόνη μέσα από τη θυσία της για μια έννοια ευρύτερη από το περιορισμένο «κλουβί» της ανθρώπινης ζωής, την υπερβαίνει και αποκτά αιώνια υπόσταση, συμβολίζοντας την ακεραιότητα, τη γενναιότητα με την οποία πρέπει να αγωνιζόμαστε όλοι απέναντι στην αυταρχική κατατρόπωση του δικαίου όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Και για αυτά τα ιδανικά η ηρωίδα θυσιάζεται, επιτρέποντάς μας να κάνουμε την τραγική παρατήρηση ότι ουσιαστικά μέσα από τον θάνατό της νοηματοδοτήθηκε η ζωή της,

Αρκετούς αιώνες αργότερα και αφού το πρότυπο της επαναστάτριας Αντιγόνης ακόμη είναι έντονα χαραγμένο στην κοινή συνείδηση, στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ο Ζαν Ανουίγ έρχεται να προσφέρει τη δική του οπτική πάνω στην μυθική αυτή ηρωίδα, γκρεμίζοντάς την από το βάθρο στο οποίο είχε τοποθετηθεί και υποβιβάζοντας την σε ένα κορίτσι που μάχεται μόνο και μόνο τελικά για να «θυσιαστεί». Ξαφνικά η ιδέα της αγέρωχης επαναστάτριας Αντιγόνης κλονίζεται, όταν η αξεπέραστη αυτή ηρωίδα καταλήγει να είναι ένα απλό, συνηθισμένο κορίτσι, μια σκιά της εντυπωσιακής της αδελφής που ακόμα φαίνεται αδύναμη να αποχωριστεί την παιδική της ηλικία. Ενώ η δράση της και σε αυτό το έργο είναι η ίδια όπως και η κατάληξή της, η Αντιγόνη του 20ου αιώνα φαίνεται να χωλαίνει μπροστά στην αντίστοιχη της κλασσικής αρχαιότητας. Και αυτό γιατί δεν φαίνεται να διακατέχεται από την ίδια φλόγα της αντίστασης απέναντι στην επιβολή ενός άδικου νόμου· μάλλον η ίδια έχει προαποφασίσει ότι αφού παρακούσει την εντολές του βασιλιά θα πεθάνει. Θα πεθάνει και θα διατηρήσει την ομορφιά και την αναζωογονητική δροσιά της νιότης της. Θέλει να κρατηθεί στη ζωή· από την άλλη φαίνεται πρόθυμα εγκλωβισμένη στη μοίρα του θανάτου της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Αντιγόνη χάνει τη δυναμική της. Αρχικά, πρωτοστατούσε στη σκηνή, ενώ τώρα χάνεται στο περιθώριο υπομονετικά, αναμένοντας τον ετυμηγορία ενός δικαστηρίου που δεν λαμβάνει χώρα παρά στην τελευταία πράξη της ζωής της. Φαίνεται να αγαπάει τον Αίμωνα, κι όμως απορεί που διάλεξε εκείνη και όχι την αδελφή της. Καλύπτει το σώμα του αδελφού της με το παιδικό της φτυαράκι, ενώ ανησυχεί συγχρόνως για τη σκυλίτσα της. Η Αντιγόνη του Ανουίγ μοιάζει με παιδί που απλώς περιμένει να τιμωρηθεί για τη σκανταλιά που έκανε.

Θυσιάζεται, επομένως, η Αντιγόνη εφόσον έχει τόσο ωμά αποδεχτεί τη μοίρα της; Υπήρχε μοίρα να αποδεχτεί ή απλώς η ίδια αποφάσισε να αποποιηθεί απλώς την ευθύνη της ενηλικίωσης; Η Αντιγόνη αυτή χάνει την ιδιότητα της ενεργούς τραγικής ηρωίδας που γνωρίσαμε στο κείμενο του Σοφοκλή και αντ’ αυτού συναντάμε μια ανασφαλή κοπόλα, η οποία παρόλο που κινείται ακριβώς όπως και η προκάτοχός της, μοιάζει περισσότερο με πρόβατο που πρόθυμα πηγαίνει στη σφαγή του παρά με ένα συνειδητοποιημένο άτομο που αντιστέκεται. Όπως αναφέρει και η ίδια «είχε γεννηθεί για να πεθάνει». Και αυτό γιατί η Αντιγόνη αυτή συμβολίζει το αθώο παιδί το οποίο όλοι αποχωριζόμαστε τη στιγμή που διαβαίνουμε την πύλη της ενηλικίωσης. Συμβολίζει την ομορφιά της ζωής που χάνεται, όταν αποφασίσουμε ότι δεν θέλουμε άλλο να πλαισιώνει τη ζωή μας. Συμβολίζει το φως που ηθελημένα υποκύπτει στο σκοτάδι με την ελπίδα ότι θα επιστρέψει με την Ανατολή του ήλιου. Συμβολίζει την παραδοχή εκ μέρους του ανθρώπου της ματαιότητας της ύπαρξής του, την οποία παρόλα τα ιδανικά με τα οποία φροντίζουμε να την κοσμούμε αυτή πάντα στο τέλος αναδύεται. Και μέσα από την «αντίστασή» μας δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να καθυστερούμε την αναπόφευκτη άφιξή της, την αναπόφευκτη έλευση του τέλους. Η Αντιγόνη του Ανουίγ δεν χωλαίνει στα μάτια του κοινού επειδή χάνει τον επαναστατικό της χαρακτήρα. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή αγωνιζόταν έχοντας γνώση των συνεπειών της σύλληψής της, στόχευε στη διαφυγή αυτών και στη συνέχεια της ζωή της. Αντίθετα, η σύγχρονη Αντιγόνη χωλαίνει διότι αγωνίζεται, ενώ γνωρίζει ότι εντέλει θα πεθάνει, νοθεύοντας τελικά την αξία της θυσίας της.

Γιατί τι θυσία είναι αυτή όταν κανείς απλώς επιδιώκει την επίσπευση του πεπρωμένου του; Οι άνθρωποι αντιστέκονται σε ό, τι εναντιώνεται στις πεποιθήσεις τους, καθώς μέσα από αυτή τους τη στάση αποκτούν, όπως άλλωστε και η ηρωίδα του Σοφοκλή μία ηρωική διάσταση. Γεμίζουν με ζωή την ψυχή τους και βρίσκουν το κουράγιο να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Και αν χρειαστεί να θυσιαστούν, δέχονται την ήττα τους με αξιοπρέπεια και φεύγουν γνωρίζοντας ότι έχουν συμβάλλει έστω και λίγο στο να οδηγηθούμε σε αυτό που πιστεύουν αυτοί ότι θα αποτελέσει έναν καλύτερο κόσμο. Αντίθετα, η Αντιγόνη του Ανουίγ αντιπροσωπεύει τον μάταιο αγώνα κατά του θανάτου. Αγωνίζονται στη ζωή τους, και όταν οι πράξεις τούς φέρουν προ της ανάγκης μιας θυσίας, αυτοί τη δέχονται στωικά, καθώς επιτέλους θα φτάσουν στον φυσικό προορισμό τους. Η αντίσταση αποτελεί περισσότερο μέσο επίτευξης του θανάτου, παρά μέσο βελτίωσης της ζωής. Η αντίσταση δεν νοηματοδοτεί τη ζωή τους, ούτε τον θάνατό τους, παρά μόνο αποτελεί ένα πιο σύντομο μονοπάτι προς τη φυσική κατάληξη του ανθρώπου. Γι’ αυτό και αυτή η Αντιγόνη δεν φαίνεται να φέρει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, παρά αποτελεί έναν λευκό καμβά επάνω στον οποίον κάθε άνθρωπος μπορεί να δει τον εαυτό του, καθώς όλοι θα έχουμε τελικά την ίδια μοίρα.

Αντιθέτως, η Αντιγόνη του Σοφοκλή φαίνεται να περιβάλλεται από μία ιδιαίτερη αύρα δυναμισμού, καθώς δεν είναι πολλοί αυτοί που θα αψηφήσουν τον θάνατο για χάρη μιας ιδέας άυλης, θεωρητικής. Οι ιδέες, τα ιδανικά αποτελούν εκφράσεις της πνευματικής υπόστασης του ανθρώπου, ανυψώνουν την ύπαρξή του από την απλή του σάρκα που είναι καταδικασμένη στο να ανακυκλώνεται συνεχώς. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή θυσιάζει το γήινο για το άυλο, θυσιάζει το σώμα για το πνεύμα, θυσιάζει την ομορφιά της ζωής για τη γλυκιά βεβαιότητα της πίστης στην ηθικό και ιδεολογικό της σύστημα. Και όντως θυσιάζει αυτά τα στοιχεία της ζωής της, γιατί ενώ απολαμβάνει και την υλική πλευρά της ζωής, θεωρεί σημαντικότερη τη σωστή εφαρμογή των νόμων που της υπαγορεύει η ηθική της.

Από τη μια, λοιπόν, μία Αντιγόνη σύμβολο της αντίστασης, της υπεράσπισης της ανώτερης έκφρασης της ανθρώπινης ύπαρξης, και από την άλλη μία Αντιγόνη σύμβολο της παραδοχής της βέβαιης κατάληξης του ανθρώπου. Καθεμιά με τον αγώνα της, με τις θυσίες της, με νόημα ή χωρίς, με τον προορισμό της. Αυτή η αδιαμφισβήτητα κλασσική ηρωίδα με τις συμβολικές της προεκτάσεις εξακολουθεί να αποτελεί έμπνευση τόσο στους καλλιτεχνικούς κύκλους όσο και προς το ευρύ κοινό, που είτε στο ένα της πρόσωπο είτε στο άλλο αναγνωρίζει μία πλευρά του εαυτού του. Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο εκφάνσεις της ανταποκρίνονται στον ορισμό του Καζαντζάκη για την Τέχνη, μιας και ξεθάβουν και αναδεικνύουν βαθύτερες αλήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 11. Διακοπές στις Βάιες

11.3. Γράμμα σε μια κυρία - ΕΠΕΙΓΟΝ


Εσύ στις Βάιες διακοπές κι εγώ εδώ στη Ρώμη·
αναρωτιέμαι, αγάπη μου, με σκέφτεσαι ακόμη;
Εγώ σε σκέφτομαι πολύ, και νιώθω ανασφάλεια
γιατί πολλά συμβαίνουνε σ᾽ εκείνα τα ακρογιάλια.
Φόβοι με βασανίζουνε, και ένα από τα άγχη
είναι αν συνοδεύεσαι ή κολυμπάς μονάχη.
Ξέρω, θα μου σταθείς πιστή, Κυνθία, ό,τι κι αν γίνει -
αλλά στις Βάιες δεν μπορώ να δείξω εμπιστοσύνη.
Το μέρος είναι άτιμο, φαντάζομαι θα είδες
ότι υπάρχουνε παντού ερωτικές παγίδες.
Γράμμα σου γράφω και γραφή γιατί φοβάμαι τόσο…
μα σε καμιά περίπτωση δε θέλω να σ᾽ αγχώσω.
Γνωρίζεις πώς αισθάνομαι. Για μένα είσαι, καλή μου,
το σπίτι κι η λαχτάρα μου, οι ίδιοι οι γονιοί μου.
Άσε την παραθέριση, κι έλα, σε περιμένω.
Οι Βάιες είναι αμαρτωλές, μέρος καταραμένο.
Οι Βάιες είναι αμαρτωλές, κατάρα τις βαραίνει:
εκεί πηγαίνουν έγγαμοι και φεύγουν χωρισμένοι
.

Το ποίημα, που ανήκει στο είδος της ερωτικής ελεγείας, γράφτηκε από τον ίδιον εκείνο Προπέρτιο που τον είδαμε ως αντιρρησία συνειδήσεως και αντιπολιτευόμενο στα στρατοκρατικά προγράμματα του Αυγούστου. Ο ποιητής, από τη Ρώμη όπου βρίσκεται, στέλνει, υποτίθεται, γράμμα στην αγαπημένη του που τη χρονιά αυτή, για άγνωστους λόγους, διάλεξε να κάνει διακοπές μόνη της στις Βάιες. Όποια κι αν ήταν τα πραγματικά αισθήματα του Προπέρτιου για τη μοναχική (;) παραθερίστρια, στη γραφή διακρίνεται περισσότερο μια διάθεση εύθυμης ειρωνείας παρά γνήσιο συναισθηματικό πάθος.

Οι χρόνιες ασθένειες μπορούν να επιδεινώσουν τη μοναξιά διακόπτοντας τη σύνδεση

Η μοναξιά πονά. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για να επιβιώνουμε και να ευδοκιμούμε εντός της κοινότητας. Όταν νιώθουμε αποκομμένοι από τους άλλους, πονάμε. Αυτός ο πόνος είναι η προειδοποίηση του ψυχισμού μας ότι δεν είναι όλα καλά και ότι πρέπει να βρούμε τον τρόπο να επιστρέψουμε στη σύνδεση.

Η μοναξιά έχει συζητηθεί πολύ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της παγκόσμιας πανδημίας. Οι διακοπές στην εργασία, το σχολείο και την κοινωνική ζωή σήμαιναν ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις συνήθεις μορφές σύνδεσης με τους άλλους και με τον κόσμο γενικότερα. Για πολλούς ανθρώπους με χρόνιες ασθένειες, αυτές οι διακοπές δεν ήταν κάτι καινούργιο. Παραδόξως, πολλοί από εμάς αισθάνθηκαν λιγότερο μόνοι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς η εμπειρία της αποσύνδεσής μας ονομάστηκε κάπως και επικυρώθηκε. Δεν ήμασταν πια η μειοψηφία κατά τη διάρκεια της πανδημίας – ήμασταν στην επικρατούσα τάση.

Όσοι ζούνε με χρόνια ασθένεια γνωρίζουνε ότι η ασθένεια θα συνεχίσει να διαταράσσει τις σχέσεις τους, αφήνοντάς τους ευάλωτους στη μοναξιά.

Τι είναι η μοναξιά

Οι ερευνητές ορίζουν τη μοναξιά ως μια δυσάρεστη εμπειρία που εμφανίζεται όταν το δίκτυο κοινωνικών σχέσεων ενός ατόμου είναι ανεπαρκές είτε ποιοτικά είτε ποσοτικά. Η ποιοτική ανεπάρκεια στις κοινωνικές σχέσεις εμφανίζεται όταν λείπει η οικειότητα. Δηλαδή, ενώ κάποιος μπορεί να έχει αλληλεπιδράσεις με ανθρώπους, οι αλληλεπιδράσεις δεν παρέχουν την αίσθηση της εγγύτητας. Η ποσοτική ανεπάρκεια αναφέρεται στην έλλειψη οποιασδήποτε κοινωνικής αλληλεπίδρασης, επιφανειακής ή οικείας. Έτσι, η μοναξιά έχει τόσο μια αντικειμενική συνιστώσα (τον αριθμό των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που έχει κανείς) όσο και μια υποκειμενική συνιστώσα (την ποιότητα του βάθους των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων).

Η μοναξιά προβλέπει την εμφάνιση κατάθλιψης σε πολλές περιπτώσεις. Η μοναξιά επίσης διαιωνίζεται, καθώς ο εγκέφαλος ενός μοναχικού ατόμου αλλάζει και βλέπει τον κόσμο ως πιο απειλητικό. Έτσι, τα μοναχικά άτομα αναμένουν και θυμούνται περισσότερες αρνητικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Πώς η χρόνια ασθένεια οδηγεί στη μοναξιά

Η χρόνια ασθένεια διακόπτει τη σύνδεση αφαιρώντας τις ευκαιρίες για αλληλεπίδραση. Τα συμπτώματα και η θεραπεία συχνά απαιτούν την απόσυρση από τον κόσμο στο σύνολό του. Ο πόνος και η κόπωση αναγκάζουν τους χρόνια πάσχοντες να απουσιάζουν από το σχολείο, την εργασία και την κοινωνική ζωή – όλα τα πεδία όπου δημιουργείται και οικοδομείται η σύνδεση.

Ακόμη και όταν τα άτομα με χρόνια ασθένεια αισθάνονται σχετικά καλά, οι ευκαιρίες αποκλείονται. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι κοινωνικές δομές και η εκπαίδευσή μας δεν είναι συμβατός με την απρόβλεπτη και αβέβαιη κατάσταση της χρόνιας νόσου. Πολλά άτομα με χρόνια ασθένεια που καταφέρνουν να εργάζονται ή να πηγαίνουν στο σχολείο διαπιστώνουν ότι η κοινωνική ζωή είναι ανύπαρκτη λόγω των απαιτήσεων που τίθενται στο σώμα τους. «Μπορώ να πηγαίνω στο σχολείο και να έχω αυτή την ασθένεια», μου είπε ένας νέος. «Δεν μπορώ να πηγαίνω στο σχολείο, να έχω αυτή την ασθένεια και να μου μένει αρκετή ενέργεια για να κάνω οτιδήποτε άλλο».

Άλλες πτυχές της χρόνιας ασθένειας διακόπτουν επίσης τη σύνδεση. Ο φόβος ότι οι άλλοι άνθρωποι θα παρατηρήσουν τα συμπτώματά του μπορεί να οδηγήσει σε αυτοαπομόνωση. «Τι θα γίνει αν βρίσκομαι σε δημόσιο χώρο και πρέπει να πάω στην τουαλέτα;», «Τι θα συμβεί αν πάθω μια κρίση μπροστά σε κόσμο;», «Τι θα συμβεί αν χάσω την κινητικότητά μου όταν είμαι με τους φίλους μου;», «Τι θα γίνει αν είμαι με κόσμο και αρχίσω να δυσκολεύομαι να αναπνεύσω;» είναι συνηθισμένες αγχωτικές σκέψεις για τα άτομα που ζουν με διάφορες ασθένειες, με αποτέλεσμα να παραιτούνται από ευκαιρίες για επικοινωνία.

Ο φόβος ότι θα απογοητευτούμε είναι ένα άλλο ισχυρό κίνητρο για την αυτοαπομόνωση. «Δεν μπορώ να κινηθώ γρήγορα, άρα δεν πρέπει να πάω με τους φίλους μου γιατί θα τους καθυστερούσα όλους». «Δεν είμαι πολύ διασκεδαστική, επειδή η ασθένειά μου με κάνει κουρασμένη και δύστροπη – κανείς δεν θέλει να είναι κοντά μου».

Επίσης, η αντίληψη της ασθένειας – όπως κάποιος βλέπει την ασθένειά του – επηρεάζεται αρνητικά από τη μοναξιά. Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο μοναξιάς, τόσο πιο αρνητικά γίνεται αντιληπτή η ασθένεια. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς η αρνητική αντίληψη της ασθένειας επηρεάζει την ψυχική υγεία και την ικανότητα αντιμετώπισης της ασθένειας.

Αλλάζοντας το παιχνίδι της μοναξιάς

Το πρώτο βήμα για την αλλαγή της μοναξιάς είναι να αναγνωρίσει κανείς ότι είναι μόνος. Μερικές φορές, ο εντοπισμός της μοναξιάς ως ζήτημα είναι δύσκολος. Τα άτομα με χρόνια ασθένεια μπορεί να αισθάνονται ότι το πρόβλημά τους είναι η ασθένειά τους και όχι η μοναξιά που αυτή δημιουργεί. Σκέφτονται ότι αν δεν μπορούν να διορθώσουν την ασθένεια, τότε δεν μπορούν να διορθώσουν και τη μοναξιά. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Μπορεί κάλλιστα να είναι πιο δύσκολο να βελτιώσει κανείς τη μοναξιά όταν ζει με ασθένεια, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Και είναι πολύ πιθανό ότι η βελτίωση της μοναξιάς θα βελτιώσει την αντίληψη της ασθένειας και τη συνολική ποιότητα ζωής.

Η μοναξιά μας λέει ότι έχουμε απομακρυνθεί από τη σύνδεση με έναν τρόπο που δεν μας κάνει καλό. Το αντίδοτο είναι να επιστρέψουμε στην επαφή με τους ανθρώπους. Αν νιώθετε μοναξιά, σκεφτείτε πώς να αυξήσετε τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των αλληλεπιδράσεών σας.

Όσον αφορά την ποσότητα των αλληλεπιδράσεων, πόσους ανθρώπους συναντάτε μέσα στην ημέρα; Ποια είναι η φύση αυτών των συναντήσεων; Κάτι τόσο μικρό όσο ένα χαμόγελο και ένα «ευχαριστώ» στον ταχυδρόμο σας μετρά ως αλληλεπίδραση. Προσπαθήστε να αυξήσετε αυτές τις μικρο-στιγμές σύνδεσης βγαίνοντας από το σπίτι ή, αν αυτό είναι αδύνατο, μπαίνοντας στο διαδίκτυο.

Όσον αφορά την ποιότητα των αλληλεπιδράσεων, ποιοι είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μπορείτε να είστε ευάλωτοι και κοντά; Μπορείτε να ενισχύσετε αυτές τις συνδέσεις με ουσιαστικές συζητήσεις και εμπειρίες; Μπορείτε να μιλήσετε ανοιχτά για τη μοναξιά σας και την επιθυμία σας να εμβαθύνετε τις σχέσεις σας;

Μπορεί να πιστεύετε ότι δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό, ότι η ασθένειά σας σας καθιστά αδύνατο να δημιουργήσετε και να διατηρήσετε σχέσεις. Κάποιες φορές μπορεί να νιώθετε ντροπή («Είμαι πολύ ανεπαρκής για να θέλει κάποιος να συνδεθεί μαζί μου») και κάποιες άλλες μπορεί να νιώθετε φόβο («Οι άνθρωποι θα με πληγώσουν»). Θα χρειαστείτε υποστήριξη για να το κατανοήσετε και να το αλλάξετε αυτό, και η θεραπεία είναι ακριβώς το κατάλληλο μέρος για να κάνετε αυτή τη δουλειά.

Η σύνδεση αποτελεί ζωτικό μέρος οποιουδήποτε σχεδίου θεραπείας για τη χρόνια ασθένεια. Αν δεν έχετε αρκετή από αυτήν και δεν βλέπετε τρόπο να το αλλάξετε αυτό, ήρθε η ώρα να ζητήσετε βοήθεια. Αξίζετε και είστε επιθυμητοί.

Πώς η νοσταλγία μπορεί να μας εξαπατήσει στο πώς βλέπουμε το παρελθόν

Η νοσταλγία βρίσκεται παντού στον αέρα, καθώς οι προσπάθειες «επιστροφής στην κανονικότητα» κορυφώνονται. Οι άνθρωποι θέλουν να επιστρέψουν σε απλούστερες εποχές, στην αθωότητα και τη ζεστασιά, στην ευτυχία και την ασφάλεια, στο να τους φροντίζουν με αγάπη και να γελούν χαρούμενα με τους φίλους και την οικογένεια.

Η αθωότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τη νοσταλγία για όταν ήμασταν παιδιά, αλλά και για όταν ήμασταν ενήλικοι πριν μάθουμε κάτι που δεν θέλουμε να ξέρουμε τώρα. Είναι για μια εποχή που δεν χρειαζόταν να φοράμε μάσκες ούτε να σκεφτόμαστε τα φίλτρα αέρα – ακούγαμε αλλά δεν βιώναμε πανδημίες που άλλαξαν τη ζωή μας και μας έδωσαν σκληρά μαθήματα – και δεν διατηρούσαμε σχέσεις στο όνομα της «πολυπραγμοσύνης», διατηρώντας παράλληλα την ψευδαίσθηση ότι έχουμε ένα σταθερό κοινωνικό δίκτυο.

Η νοσταλγία διαφέρει από τη θλίψη, στον τρόπο που την αισθανόμαστε. Η νοσταλγία προσανατολίζει τις σκέψεις, τις λέξεις και τις συμπεριφορές προς την ανάκτηση του παρελθόντος όπως το παρουσιάζει η μνήμη μας- η θλίψη γνωρίζει ότι δεν υπάρχει επιστροφή και θρηνεί την απώλεια. Πολλά έχουν γραφτεί για τη νοσταλγία. Αλλά μου κάνει εντύπωση πόσο πολύ η νοσταλγία παρακινεί σήμερα τους ανθρώπους να φωνάζουν και να κάνουν πράγματα που απειλούν την υγεία τους και την ίδια τους τη ζωή.

Η πανδημία δεν έχει τελειώσει. Και ακόμη δεν έχουμε συμβιβαστεί με τις αλλαγές που πρέπει να κάνουμε για να ανακάμψουμε από αυτή την πανδημία και να προστατευτούμε από τις επόμενες. Παρόλα αυτά, εκατομμύρια άνθρωποι βγαίνουν στον κόσμο λες και μπορούμε να πούμε ότι όλα τελείωσαν και ο ιός θα υπακούσει. Η νοσταλγία μας τυφλώνει στην πραγματικότητα με τον συναισθηματισμό της. Η θλίψη μας χτυπά σκληρά με την πραγματικότητα ότι η απώλεια είναι μόνιμη. Ίσως η νοσταλγία μας κυριεύει για να αποφύγουμε τη θλίψη.

Διαπιστώνω ότι όσες δεκαετίες κι αν περάσουν, η επιθυμία να επιστρέψω σε μια εποχή που δεν ήξερα τον Χ με τραβά δυνατά. Αυτή η κατάσταση ισχύει ιδιαίτερα για τις σχέσεις, και για μια εποχή που πίστευα ότι η οικογένεια το εννοούσε όταν δήλωνε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται, ότι οι δεσμοί φιλίας θα ήταν παντοτινοί, ότι τίποτα δεν θα άλλαζε. Μοιραζόμασταν κοινά ενδιαφέροντα, ιδιότητες, ήθος και το να είμαστε εκεί ο ένας για τον άλλον, ό,τι κι αν προσπαθούσε να μας χωρίσει, όσο κι αν διαρκούσε ο χρόνος της δοκιμασίας.

Η μοίρα του, όπως και όλων των ανθρώπων, ήταν να ζει σε κακές εποχές. 

Η νοσταλγία είναι άκρως απατηλή, και τα κόλπα και τα τεχνάσματά της εξαπατούν το πνεύμα ώστε να πιστεύει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι οι περασμένες εποχές ήταν πάντα οι καλύτερες των εποχών. Και όπως όλες οι ασθένειες της ψυχής, είναι συχνά χειρότερη την αυγή ή μέσα στον λήθαργο των κυριακάτικων απογευμάτων.

Πρέπει να είναι η «αλγία» που κάνει τη νοσταλγία να ακούγεται άσχημα. Υποδηλώνει πόνο, όπως η νευραλγία. Μόνο που αντί να φλεγμαίνει ένα φυσικό νεύρο, ταλαιπωρεί την ψυχή, προκαλώντας μια φυσική παρόρμηση να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, παρόλο που κάτι τέτοιο είναι φυσικά αδύνατο. Το άλλο συστατικό της λέξης, θα πρέπει να επισημανθεί, προέρχεται από την λέξη νόστος, που σημαίνει επιστροφή.

Πρέπει να θυμόμαστε για να μπορούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, αλλά η νοσταλγία μας δελεάζει με τη γλύκα της αθωότητας. Δυστυχώς, η νοσταλγία μας λέει ψέματα ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα.

Κανείς δεν μπορεί να επιστρέψει στο «κανονικό», δηλαδή σε προηγούμενες εποχές. Βαθιά μέσα μας βρίσκεται η γνώση ότι το «φυσιολογικό» είναι μια ψεύτικη βιτρίνα, ότι ο ιός, όπως και άλλα ιστορικά γεγονότα, έχουν αλλάξει τόσο πολύ τον κόσμο μας που η μόνη απάντηση είναι να δημιουργήσουμε έναν νέο κόσμο που θα μπορεί να μας προστατεύει από μελλοντικές καταστροφές, όποιες κι αν είναι αυτές.

Ποτέ δεν θα είμαστε «αρκετοί» γιατί η αξία μας δεν μετριέται με τέτοιους όρους

Ακούμε τη λέξη «αρκετός» να λέγεται τόσο συχνά στην κοινωνία μας. Και ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι γνωρίζουν όλοι τι σημαίνει. Αρκετός για τι ακριβώς; Δεν είναι καν λογικό.

Για κάποιους λόγους, συνδέουμε τη λέξη «αρκετός» με την αξία – την αγάπη, την καριέρα, την αποδοχή. Λέμε στον εαυτό μας ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέτρο στο οποίο πρέπει να φτάσουμε, αυτό το ιδανικό που πρέπει να εκπληρώσουμε και συνεχώς αξιολογούμε τον εαυτό μας, σκεπτόμενοι ότι πρέπει να είμαστε και να πράττουμε με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να μας προσέχουν, να μας φροντίζουν και για να βρούμε τις σχέσεις που επιθυμούμε.

Η αλήθεια είναι (όσο κι αν αυτό μας πληγώνει αρχικά) ότι ποτέ δεν θα είμαστε αρκετοί, επειδή αποτελεί ένα μη μετρήσιμο, αόριστο πράγμα. Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα εκτιμήσουν τις ευαίσθητες ποιότητές σας και άλλοι που θα θαυμάσουν τα τραχιά σημεία του χαρακτήρα σας. Αν συνεχώς προσπαθείτε να αλλάξετε ανάλογα με το τι θέλουν οι άλλοι άνθρωποι, τότε ποτέ δεν θα νιώσετε ολόκληροι. Θα αλλάζετε συνεχώς σχήμα, τίποτε δεν θα είναι σταθερό.

Αν αρχίσουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που δεν μας εκτιμούν, ποτέ δεν θα είμαστε αρκετοί για κανέναν. Είμαστε άνθρωποι και κανείς σε αυτό τον πλανήτη δεν είναι τέλειος – σίγουρα όχι ο άνθρωπος που σας συμπεριφέρεται σύμφωνα με το μέτρο του αρκετού.

Συνεπώς, σταματήστε να προσπαθείτε να γίνετε γενικά καλύτερα για να φτάσετε το «αρκετό». Δεν βγάζει πουθενά το να μετράτε την αξία σας σύμφωνα με τους άλλους. Μην κρύβεστε. Μην αλλάζετε συνεχώς τον εαυτό, τις σκέψεις, τις αποφάσεις σας για ταιριάξετε στα στενά όρια του άλλου. Μην αλλάζετε με την ελπίδα να βρείτε την αγάπη (επειδή αυτό δεν είναι σίγουρα αγάπη).

Αν φτάσετε σε ένα σημείο όπου νιώθετε ότι δεν θα βρείτε ποτέ την αγάπη, όταν νιώθετε ότι δεν θα εκπληρώσετε εκείνο το γελοίο στάνταρ, να θυμάστε ότι δεν υπάρχει ιδανικό με το οποίο πρέπει να αναμετρηθείτε και να συγκριθείτε.

Και όταν συναντήσετε εκείνο τον άνθρωπο, δεν θα νιώθετε σαν να είστε λιγότεροι, μη αρκετοί ή ανεπαρκείς. Οι άνθρωποι που σας εκτιμούν δεν θα σας κάνουν να νιώθετε έτσι. Όσοι νοιάζονται για εσάς δεν θα θέλουν να αλλάξετε τίποτε στον εαυτό σας. Δεν θα προσπαθήσουν να σας πλάσουν σύμφωνα με την αντίληψη ενός «τέλειου», επειδή ήδη πιστεύουν ότι είστε.

Σκοτεινή ενσυναίσθηση: Πόσο «επικίνδυνοι» μπορεί να αποδειχθούν οι ναρκισσιστές με ενσυναίσθηση;

Οι άνθρωποι με «σκοτεινά χαρακτηριστικά προσωπικότητας», όπως η ψυχοπάθεια ή ο ναρκισσισμός, είναι πιο πιθανό να είναι ανάλγητοι, δυσάρεστοι και ανταγωνιστικοί στη φύση τους. Τέτοια γνωρίσματα υπάρχουν σε ένα συνεχές – όλοι έχουμε περισσότερα ή λιγότερα από αυτά, και αυτό δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με κλινική διάγνωση διαταραχής της προσωπικότητας.

Παραδοσιακά, οι άνθρωποι που έχουν υψηλά ποσοστά σκοτεινών χαρακτηριστικών θεωρούνται ότι έχουν ελλείμματα ενσυναίσθησης, γεγονός που ενδεχομένως τους καθιστά πιο επικίνδυνους και επιθετικούς από τους υπόλοιπους από εμάς. Πρόσφατα όμως ερευνητές ανακάλυψαν κάτι που αμφισβητεί αυτή την ιδέα. Μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Personality and Individual Differences, εντόπισε μια ομάδα ατόμων με σκοτεινά χαρακτηριστικά που αναφέρουν ικανότητες ενσυναίσθησης πάνω από το μέσο όρο – τους αποκαλούν «σκοτεινούς ενσυναισθητικούς».

Μετά από αυτή τη μελέτη, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί έχουν αποκτήσει τη φήμη του πιο επικίνδυνου προφίλ προσωπικότητας. Αλλά είναι αυτό πραγματικά αλήθεια; Τα σκοτεινά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας περιλαμβάνουν την ψυχοπάθεια, τον μακιαβελισμό και τον ναρκισσισμό, που συλλογικά αποκαλούνται «σκοτεινή τριάδα». Πιο πρόσφατα, έχει προταθεί να προστεθεί και ο σαδισμός, καταλήγοντας σε μια «σκοτεινή τετράδα».

Η ψυχοπάθεια χαρακτηρίζεται από επιφανειακή γοητεία και αναλγησία. Τα άτομα με υψηλά ποσοστά τέτοιων χαρακτηριστικών παρουσιάζουν συχνά έναν ακανόνιστο τρόπο ζωής και αντικοινωνική συμπεριφορά. Ο μακιαβελισμός προέρχεται από τα γραπτά του Νικολό Μακιαβέλι, συγγραφέα, ιστορικού και φιλοσόφου της Αναγέννησης. Περιέγραψε παιχνίδια εξουσίας που περιλαμβάνουν εξαπάτηση, προδοσία και έγκλημα.

Έτσι, ο μακιαβελισμός αναφέρεται σε μια εκμεταλλευτική, κυνική και χειριστική φύση. Ο ναρκισσισμός χαρακτηρίζεται από μια υπερβολική αίσθηση δικαιώματος, ανωτερότητας και μεγαλοπρεπούς σκέψης, ενώ ο σαδισμός δηλώνει την τάση να προκαλεί και να απολαμβάνει τον πόνο στους άλλους. Τα σκοτεινά χαρακτηριστικά, ιδίως η ψυχοπάθεια και ο μακιαβελισμός, έχουν συνδεθεί σταθερά με επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά.

Το παζλ της ενσυναίσθησης

Η ενσυναίσθηση μπορεί να αναφέρεται στην ικανότητα να μοιραζόμαστε συναισθήματα, δηλαδή στη «συναισθηματική ενσυναίσθηση» (αν είσαι λυπημένος, είμαι κι εγώ λυπημένος). Μπορεί όμως να είναι και η ικανότητα κατανόησης της σκέψης των άλλων ανθρώπων, που αποκαλείται «γνωστική ενσυναίσθηση» (ξέρω τι σκέφτεσαι και γιατί αισθάνεσαι θλίψη).

Για παράδειγμα, η έλλειψη (ειδικά της συναισθηματικής) ενσυναίσθησης είναι ένα καλά τεκμηριωμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κλινικής ψυχοπάθειας που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τη συχνά επίμονη, εργαλειακή βίαιη συμπεριφορά τους. Η έρευνα που έγινε υποστηρίζει την άποψη ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους τα άτομα με σκοτεινά χαρακτηριστικά βλάπτουν άλλους ανθρώπους ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις σχέσεις είναι η υποκείμενη έλλειψη ενσυναίσθησης.

Παραδόξως, ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές έχουν προηγουμένως αναφέρει μέτρια ή και υψηλότερα επίπεδα ορισμένων πτυχών ενσυναίσθησης σε ορισμένα άτομα με σκοτεινά χαρακτηριστικά. Αυτό είναι λογικό κατά κάποιον τρόπο, καθώς για να χειραγωγήσετε τους άλλους προς όφελός σας -ή ακόμη και για να απολαύσετε τον πόνο των άλλων- πρέπει να έχετε τουλάχιστον κάποια ικανότητα να τους καταλάβετε. Έτσι, οι ερευνητές αναρωτήθηκαν αν τα σκοτεινά χαρακτηριστικά και η ενσυναίσθηση είναι πράγματι αλληλοαποκλειόμενα φαινόμενα.

Οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί

Οι επιστήμονες ζήτησαν από σχεδόν 1.000 άτομα να συμπληρώσουν αξιολογήσεις, βάσει ερωτηματολογίων, σχετικά με τη σκοτεινή τριάδα και την ενσυναίσθηση. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν μια μέθοδο που ονομάζεται ανάλυση λανθάνοντος προφίλ και η οποία επιτρέπει να δημιουργήσουν ομάδες ανθρώπων με διαφορετικά προφίλ ορισμένων συνδυασμών χαρακτηριστικών.

Όπως αναμενόταν, εντόπισαν μια παραδοσιακή ομάδα σκοτεινής τριάδας με χαμηλές βαθμολογίες στην ενσυναίσθηση (περίπου 13% του δείγματος). Βρήκαν επίσης μια ομάδα με χαμηλότερα έως μέσα επίπεδα σε όλα τα χαρακτηριστικά (περίπου 34% ήταν “τυπικοί”) και μια ομάδα με χαμηλά σκοτεινά χαρακτηριστικά και υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης (περίπου 33% ήταν “ενσυναισθητικοί”). Ωστόσο, μια τέταρτη ομάδα ανθρώπων, οι «σκοτεινοί ενσυναισθητικοί», ήταν σαφώς εμφανής. Είχαν υψηλότερες βαθμολογίες τόσο στα σκοτεινά χαρακτηριστικά όσο και στην ενσυναίσθηση (περίπου το 20% του δείγματός τους). Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η τελευταία ομάδα σημείωσε υψηλότερες βαθμολογίες τόσο στη γνωστική όσο και στη συναισθηματική ενσυναίσθηση από ό,τι οι ομάδες των «σκοτεινών τριάδων» και των «τυπικών χαρακτηριστικών».

Στη συνέχεια χαρακτήρισαν αυτές τις ομάδες με βάση μετρήσεις της επιθετικότητας, της γενικής προσωπικότητας, της ψυχολογικής ευπάθειας και της ευημερίας. Οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί δεν ήταν τόσο επιθετικοί όσο η παραδοσιακή ομάδα της σκοτεινής τριάδας – γεγονός που υποδηλώνει ότι οι τελευταίοι είναι πιθανότατα πιο επικίνδυνοι. Παρ’ όλα αυτά, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί ήταν πιο επιθετικοί από τους τυπικούς και τους ενσυναισθητικούς, τουλάχιστον σε ένα μέτρο έμμεσης επιθετικότητας – δηλαδή, πλήττοντας ή χειραγωγώντας τους ανθρώπους μέσω του κοινωνικού αποκλεισμού, του κακόβουλου χιούμορ και της ενοχοποίησης. Έτσι, παρόλο που η παρουσία της ενσυναίσθησης περιόριζε το επίπεδο της επιθετικότητάς τους, δεν το εξαλείφει εντελώς.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι ενσυναισθητικοί ήταν οι πιο «ευχάριστοι»ακολουθούμενοι από τους τυπικούς, έπειτα από τους σκοτεινούς ενσυναισθητικούς και τέλος από εκείνους της σκοτεινής τριάδας. Είναι ενδιαφέρον ότι οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί ήταν πιο εξωστρεφείς από τους υπόλοιπους, ένα χαρακτηριστικό που αντανακλά την τάση να είναι κοινωνικοί, ζωηροί και δραστήριοι. Έτσι, η παρουσία της ενσυναίσθησης φαίνεται να ενθαρρύνει την απόλαυση της ύπαρξης ή της αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους. Ενδεχομένως, όμως, μπορεί επίσης να υποκινείται από την επιθυμία να τους κυριαρχήσει.

Επιπλέον, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί είχαν λίγο υψηλότερο νευρωτισμό, ένα είδος αρνητικής σκέψης, αλλά δεν είχαν υψηλότερη βαθμολογία στην κατάθλιψη, το άγχος ή το στρες. Αντίθετα, ο νευρωτισμός τους μπορεί να αντανακλά υπο-χαρακτηριστικά όπως ο θυμός, η εχθρότητα ή η αυτοαμφισβήτηση. Πράγματι, οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί ανέφεραν ότι έκριναν τον εαυτό τους πιο αυστηρά από εκείνους με χαρακτηριστικά από τη σκοτεινή τριάδα. Φαίνεται λοιπόν ότι μπορεί να έχουν συνείδηση, ίσως και να μην τους αρέσει η σκοτεινή τους πλευρά. Εναλλακτικά, τα αρνητικά συναισθήματά τους μπορεί να είναι μια απάντηση στην αυτοαποστροφή τους.

Οι κρυφοί κίνδυνοι

Αν και η επιθετικότητα που ανέφεραν οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί δεν ήταν τόσο υψηλή όσο η παραδοσιακή ομάδα της σκοτεινής τριάδας, ο κίνδυνος αυτού του προφίλ προσωπικότητας είναι ότι η ενσυναίσθηση και οι πιθανές κοινωνικές δεξιότητες που προκύπτουν από αυτήν, κάνουν το σκοτάδι τους πιο δύσκολο να εντοπιστεί. Πιστεύουμε ότι οι σκοτεινοί ενσυναισθητικοί έχουν την ικανότητα να είναι ανάλγητοι και αδίστακτοι, αλλά είναι σε θέση να περιορίσουν αυτή την επιθετικότητα.

Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι εκείνοι που διαγιγνώσκονται κλινικά με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας (που συχνά εμφανίζουν υπερβολικά επίπεδα σκοτεινών χαρακτηριστικών), σίγουρα στερούνται ενσυναίσθησης και είναι επικίνδυνα «αρπακτικά»- και πολλοί από αυτούς βρίσκονται στη φυλακή. Η έρευνα εξέτασε άτομα του γενικού πληθυσμού που έχουν αυξημένα επίπεδα σκοτεινών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και όχι διαταραχές προσωπικότητας. Η επιστημονική ομάδα συνεχίζει την έρευνά της για να μάθουμε περισσότερα για τα χαρακτηριστικά των σκοτεινών ενσυναισθητικών χαρακτήρων σε σχέση με άλλα ψυχολογικά αποτελέσματα.

Υπερ-ανεξαρτησία: Μπορεί η υπερβολική ελευθερία να αποτελεί απόκριση σε κάποιο τραύμα;

Αν πιάνετε τον εαυτό σας να αρνείται τη βοήθεια – ακόμη και όταν η λήψη βοήθειας θα έκανε τα πράγματα πολύ πιο απλά για εσάς – μπορεί να λειτουργείτε από ένα σημείο τραύματος μέσω μιας αντίδρασης που είναι γνωστή ως υπερβολική ανεξαρτησία.

Ενώ κάποιο επίπεδο ανεξαρτησίας είναι σημαντικό και χρήσιμο, η ανάγκη να είστε υπερβολικά ανεξάρτητοι μπορεί να σας κάνει να αισθάνεστε απομονωμένοι και να προκαλείτε πρόσθετο άγχος. Υπάρχουν όμως τρόποι να επεξεργαστείτε αυτή την αντίδραση.

Τι οδηγεί σε μια αντίδραση τραύματος

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση (APA), το τραύμα είναι μια συναισθηματική αντίδραση σε ένα τρομερό γεγονός. Αυτό μπορεί να αφορά μεμονωμένα περιστατικά, όπως αυτοκινητιστικά ατυχήματα, επιθέσεις, ή επαναλαμβανόμενα ή γενεσιουργά γεγονότα, όπως συνεχιζόμενη κακοποίηση ή φυλετικές διακρίσεις. Παραδείγματα πηγών τραύματος μπορεί να περιλαμβάνουν:

– φυσικές καταστροφές ή άλλες απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις

– σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική κακοποίηση

– διακρίσεις και προκαταλήψεις.

Πολλοί είναι εξοικειωμένοι με την ιδέα των αντιδράσεων μάχης, φυγής ή μουδιάσματος, που μπορεί να συμβεί όταν το σώμα αισθάνεται κίνδυνο. Όταν το νευρικό σας σύστημα ενεργοποιεί αυτές τις αντιδράσεις επιβίωσης, μπορεί να εμφανίσετε συμπτώματα όπως

– άγχος ή πανικός

– κατάθλιψη

– κοινωνική απόσυρση

– αποστασιοποίηση

– σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλοι και στομαχόπονοι.

Η συνάντηση με κάτι που σας θυμίζει ένα τραύμα μπορεί να προκαλέσει ακραίες σωματικές ή συναισθηματικές αντιδράσεις πολύ καιρό μετά την παύση της τραυματικής κατάστασης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα παιδικά τραύματα. Σύμφωνα με την Dr. Nekeshia Hammond – ψυχολόγο, συγγραφέα και ομιλήτρια – η αντίδραση στο τραύμα μπορεί να είναι σωματική, ψυχική, συναισθηματική ή συνδυασμός αυτών.

Τι είναι ακριβώς η υπερ-ανεξαρτησία

Η υπερ-ανεξαρτησία είναι όταν επιλέγετε να είστε ανεξάρτητοι από όλους, ακόμη και αν αυτό μπορεί να σας επηρεάσει αρνητικά. Σύμφωνα με τη σύμβουλο και συγγραφέα Dr. Joanne Frederick, η υπερ-ανεξαρτησία εμφανίζεται ως μια οπτική του «εγώ» έναντι του «εμείς». Αυτό μπορεί να φαίνεται ως εξής:

– να αναλαμβάνετε πάρα πολλά

– λέγοντας όχι στη βοήθεια

– να έχετε πρόβλημα με την ανάθεση καθηκόντων.

Η υπερ-ανεξαρτησία μπορεί να σχετίζεται με ένα τραύμα του παρελθόντος. Για παράδειγμα, μπορεί να είστε υπερβολικά ανεξάρτητοι επειδή μάθατε ότι δεν μπορείτε να εμπιστεύεστε τους άλλους, οπότε μπορείτε να βασίζεστε μόνο στον εαυτό σας. Τα υπερ-ανεξάρτητα χαρακτηριστικά σας μπορεί να έχουν αναπτυχθεί για να σας προστατεύσουν από περαιτέρω βλάβη.

Αν τα υπερ-ανεξάρτητα χαρακτηριστικά σας σχετίζονται με ένα τραύμα του παρελθόντος, αυτές οι σκέψεις και συμπεριφορές πιθανόν να αναπτύχθηκαν χωρίς να το συνειδητοποιήσετε. Μπορεί να νιώθετε ότι τα πράγματα ήταν πάντα έτσι.

Στην πραγματικότητα, οι αντιδράσεις του νευρικού σας συστήματος μπορεί να προκάλεσαν την ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών σε μια προσπάθεια να σας προστατεύσουν. «Μερικές φορές, το σώμα και το μυαλό βρίσκουν με φυσικό τρόπο τρόπους για να επιβιώσουν από αυτό το τραύμα», λέει η Frederick. «Η όλη ιδέα είναι: Πρέπει να με προστατεύσω και κανείς δεν πρόκειται να μου το ξανακάνει αυτό».

Υπερ-ανεξαρτησία έναντι υπερ-επιφυλακτικότητας

Η υπερ-ανεξαρτησία και η υπερ-επιφυλακτικότητα – μια κατάσταση ύψιστης επιφυλακής και σάρωσης για απειλές γύρω σας – μπορεί να είναι αντιδράσεις τραύματος. Μπορεί να υπάρχει σύνδεση μεταξύ των δύο, καθώς και οι δύο αντιδράσεις περιλαμβάνουν δυσπιστία απέναντι στους άλλους.

Πώς μπορούμε να το διαχειριστούμε

Αν έχετε αντιληφθεί ότι απομακρύνετε τους ανθρώπους γύρω σας από το φόβο ότι θα απογοητευτείτε, να ξέρετε ότι δεν είστε μόνοι. Οι συναισθηματικές πληγές χρειάζονται χρόνο για να επουλωθούν και είναι δικαιολογημένο να έχετε δισταγμούς για να είστε ευάλωτοι μετά από ένα τραύμα.

Αλλά το να κάνετε τα πάντα μόνοι σας μπορεί να είναι εξαντλητικό. Και μερικές φορές -αν και είναι δύσκολο- η αποδοχή πρόσθετης υποστήριξης μπορεί να επηρεάσει θετικά τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική σας υγεία. Αν θέλετε να προσπαθήσετε να κάνετε τα πράγματα λίγο διαφορετικά, σκεφτείτε τα εξής:

– Όταν νιώθετε την τάση να απωθήσετε τη βοήθεια, σκεφτείτε να προσπαθήσετε να προσδιορίσετε το γιατί. Βασίζεται σε μια επιθυμία να χειριστείτε τα πράγματα μόνοι σας;

– Σκεφτείτε πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα αν δεχόσασταν τη βοήθεια που σας προσφέρθηκε.

– Να θυμάστε ότι το να ζητάτε βοήθεια δεν λέει τίποτα για την ικανότητά σας ή τη συνολική σας ανεξαρτησία. Όλοι χρειαζόμαστε βοήθεια μερικές φορές.

Και μετά τι; Κι όμως έχει πολύ ακόμα…

ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΛΑΙΣΙΩΝ

Η θεωρία αυτή των υπερκείμενων πλαισίων έχει άμεση σχέση με τον τίτλο αυτού του άρθρου.

Όλοι μας, κάποια στιγμή στη ζωή μας, συνειδητοποιήσαμε ότι στο πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβαινε ό,τι μας αφορούσε, δεν ήμαστε παρά ένα τόσοδα σημαδάκι, εδώ, κάτω αριστερά.

Αισθανθήκαμε σαν ένα σκουπιδάκι, ένα τίποτα δίπλα στο γενικό πλαίσιο που συγκέντρωνε στην πραγματικότητα όλα αυτά που βλέπαμε από τους άλλους και την ιστορία. Όλοι νιώσαμε κάποτε σαν ένας ασήμαντος κόκκος άμμου σ’ ένα άφθαστο σύμπαν.

Κι αρχίσαμε ν’ αντιλαμβανόμαστε πως είχαμε να υποστούμε πολλά, αν θέλαμε πραγματικά να μπούμε στον δρόμο της ανάπτυξης. Οπότε, με περισσότερη ή λιγότερη προσπάθεια, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά, αρχίσαμε την πορεία. Στην αρχή έτσι, μονομιάς, χωρίς στάσεις… Ώσπου μια μέρα, εδώ πάνω-κάτω, γλιστρήσαμε και βρεθήκαμε πάλι στην αρχή.

Για να συνεχίσουμε, έπρεπε να ξαναρχίσουμε, Και μάθαμε, άνευ διδασκάλου, ότι τον δρόμο πρέπει τον κάνεις κλιμακωτά.

Δύο βήματα μπρος, ένα βήμα πίσω. Τρία βήματα μπρος, ένα ή δύο πίσω.

Έτσι, με υπομονή, δουλειά, επιμέλεια και αυταπάρνηση βαδίσαμε όλον τον δρόμο του πλαισίου μας· τον δρόμο της δικής μας ανάπτυξης, με κατεύθυνση προς τα πάνω.

Ώσπου, κάποια μέρα, φτάσαμε ψηλά. Η ημέρα αυτή, αν σας έτυχε να τη ζήσετε, είναι καταπληκτική, και οπωσδήποτε θα νιώσατε πραγματικά υπέροχα.

Κοιτάζετε τον δρόμο που διανύσατε, συνειδητοποιείτε τι περάσατε, υποφέρατε και χάσατε στη διαδρομή, και ανακαλύπτετε ότι, παρόλ’ αυτά, δεν σας μένει καμιά αμφιβολία πως ό,τι έγινε άξιζε τον κόπο αφού ήταν για να βρεθείτε εδώ. Γιατί είναι οπωσδήποτε μια ικανοποίηση να βρίσκεσαι εδώ ψηλά, λίγο πιο πάνω από πολλούς άλλους, αλλά το σημαντικότερο είναι που τώρα πια ξέρεις πως είσαι πολύ πιο πάνω από κείνο το μικροσκοπικό σημαδάκι που ήσουν κάποτε.

Είναι ωραίο να βρίσκεσαι εδώ. Πολύ ωραίο.

Οι άλλοι, οι οποίοι ακολουθώντας τη δική τους πορεία στο πλαίσιο περνάνε από δω, από κει ή λίγο παραπέρα, σε κοιτάνε, αντιλαμβάνονται ότι έφτασες, σε ξανακοιτάνε, σε χειροκροτούν και σου λένε: «Καταπληκτικό! Θαυμάσιο! Πώς έφτασες ώς εδώ; Πώς τα κατάφερες;»

Κι εσύ απαντάς:

«… δεν ξέρω…» για να κρύψεις πίσω απ’ την ταπεινοφροσύνη, την αδυναμία σου ν’ απαντήσεις.

Αυτοί, όμως, επιμένουν:

«Είσαι απίθανος! Έλα, πες μας κι εμάς…»

Κι εσύ αισθάνεσαι μοναδικός, με το χειρότερο από τα ματαιόδοξα κομμάτια του εγώ σου να νιώθει ανακούφιση που βρίσκεται από πάνω. Το εγώ, εξηγεί στους άλλους:

«Καλά, λοιπόν. Πρώτα πρέπει να κάνετε αυτό, μετά πρέπει να πάτε από κεί…»

Περνάει ο καιρός, και συνειδητοποιείς πως αυτό το σημείο, εδώ που σε χειροκροτούν, είναι μεν θαυμάσιο, αλλά δεν μπορεί κανείς να μένει έτσι, ακίνητος, για πάντα.

Και τότε, αρχίζεις να περνάς από άλλα σημεία του πλαισίου. Πας κι έρχεσαι, γιατί τώρα ελέγχεις και χειρίζεσαι ολόκληρο το πλαίσιο με μεγαλύτερη ευκολία. Μπορείς να χαμηλώνεις, να μπαίνεις, να κατεβαίνεις και να ξαναγυρίζεις. Περνάς από κάθε σημείο του πλαισίου και ξανανεβαίνεις, και όλοι οι άλλοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό.

Τότε, συνειδητοποιείς ότι σου μένουν λίγα χιλιοστά ακόμη από το πλαίσιο για να μεγαλώσεις, και σκέφτεσαι.

«Και γιατί όχι;…. Αν τελικά δεν μου κοστίζει τίποτα..»

Και προχωράς ακόμη λίγο, μέχρι που ακουμπάς το πάνω όριο του πλαισίου.

Και το πλήθος ουρλιάζει έξαλλο. Κι εσύ αισθάνεσαι να πονάς λιγάκι στο λαιμό, κολλημένος όπως είσαι στο ταβάνι του πλαισίου.

Ο κόσμος φωνάζει

«Ζήτωωωω!!»

Τότε… εκείνη τη στιγμή… ποτέ νωρίτερα, κάνεις την ανακάλυψη: βλέπεις κάτι που ποτέ δεν είχες προσέξει μέχρι τότε. Συνειδητοποιείς ότι στο ταβάνι υπάρχει μια κρυφή οδός, κάτι σαν καταπακτή που βγάζει έξω από το πλαίσιο. Ένα άνοιγμα που δεν φαινόταν από μακριά, που δεν το βλέπει κανείς παρά μονάχα όταν βρεθεί εκεί ψηλά, με το κεφάλι κολλημένο στο ταβάνι.

Ανοίγεις λοιπόν την πόρτα —λίγο, τόσο δα—, και κοιτάζει

Δεν είχες προβλέψει τίποτα απ’ όσα βλέπει

Το πρώτο πράγμα που παρατηρείς είναι πως η πόρτα έχει ένα ελατήριο, και μόλις την αφήσεις, ξανακλείνει αμέσως μόνη της.

Το δεύτερο, είναι πολλές φορές συγκλονιστικό: η πόρτα που ανακάλυψες οδηγεί σ’ ένα άλλο πλαίσιο, κάτι που κανείς ποτέ δεν είχε αναφέρει.

Είναι η πρώτη σου είδηση. Είχες πάντα την εντύπωση πως το πρώτο πλαίσιο ήταν το μοναδικό, και το σημείο όπου βρισκόσουν το μεγαλύτερό σου κατόρθωμα.

«Aαα… ώστε υπάρχει κι άλλο πλαίσιο πάνω απ’ αυτό.» Σκέφτεσαι.

«Άρα, μπορεί κανείς να συνεχίσει!… Για φαντάσου! Πολύ ενδιαφέρον!

Τότε, λοιπόν, βγάζεις το κεφάλι έξω από την πόρτα και βλέπεις ότι το πλαίσιο στο οποίο έφτασες τώρα είναι ίδιο με το άλλο, ή λίγο μεγαλύτερο.

Σχεδόν ενστικτωδώς, κοιτάζεις απ’ την άλλη μεριά και βλέπεις ότι από την πλευρά του καινούργιου πλαισίου, η πόρτα δεν έχει χερούλι. Πράγμα που σημαίνει, και το καταλαβαίνεις γρήγορα, πως αν αποφασίσεις να προχωρήσεις, το ελατήριο θα κλείσει την πόρτα και δεν θα μπορείς να γυρίσεις πίσω. Και τότε, λες δυνατά:

«Όχι, δεν τρελάθηκα.»

Ξανακλείνεις την πόρτα και μένεις εκεί ικανοποιημένος από τον εαυτό σου, μία ώρα, δύο ώρες, τρεις μέρες, τρία χρόνια… δεν έχει σημασία πόσον καιρό.

Και μια μέρα συνειδητοποιείς ότι βαριέσαι απίστευτα. Έχεις την αίσθηση πως όλα είναι ίδια, δεν υπάρχει τίποτα καινούργια να κάνεις, άρα μπορείς να προχωρήσεις.

Τότε, λοιπόν, ανοίγεις ξανά την πόρτα και περνάς μέσα το σώμα σου λίγο παραπάνω. Κρατάς την πόρτα ανοιχτή με το πόδι, και λες σ’ εκείνους που βρίσκονται πίσω σου:

«Εσείς… ακολουθήστε με. Πάμε να εξερευνήσουμε το άλλο πλαίσιο.»

Όσοι σ’ ακούνε, και δεν είναι πολλοί, ρωτούν με απορία:

«Ποιο άλλο πλαίσιο; Τι λες;»

Προσπαθείς να τους εξηγήσεις:

«Αυτό που ανακάλυψα… Είναι μετά απ’ αυτό εδώ, αφού περάσεις την πόρτα…»

«Ποια πόρτα; Αφού δεν υπάρχει πόρτα. Τι είναι αυτά που λες; Για τι πράγμα μιλάς;» λένε όλοι.»

Είναι φυσικό. Δεν μπορούν να καταλάβουν. Και τότε, έχεις ν΄ αντιμετωπίσεις τη μεγάλη πρόκληση:

αν βρεις το θάρρος να προχωρήσεις στο επόμενο πλαίσιο, θα πρέπει να προχωρήσεις μόνος σου. Κανένας από τους φίλους που έκανες ὡς τώρα δεν μπορεί να περάσει την πόρτα μαζί σου. Ο κάθε ένας θα το κάνει μόνος του, όταν έρθει η ώρα του – που δεν είναι τώρα, γιατί τώρα είναι η δική σου ώρα. Μόνο η δική σου.

«Μόνος μου, δεν προχωράω» είναι η τελική σου απόφαση.»

Γιατί πονάει να τους αφήσεις όλους απ’ αυτήν τη μεριά. Να αφήσεις πίσω σου αυτούς που αγαπάς κι αυτούς που σ’ αγαπάνε;

«Σας περιμένω» τους υπόσχεσαι χωρίς εκείνοι να το ξέρουν.»

Ωστόσο, η ώρα περνάει, έχει πιαστεί ο λαιμός σου και πονάει, ενώ η πλήξη γίνεται ανυπόφορη.

Αλλά αντέχεις.

Και ψάχνεις να βρεις παρηγοριά.

Και απωθείς κάποιες σκέψεις και πολλές παρορμήσεις. Και βαριέσαι τη ζωή σου, που για τους άλλους μοιάζει υπέροχη.

Και δεν σε καταλαβαίνει κανείς. Και τα πάντα χάνουν το νόημα και τη σημασία τους.

Ώσπου, μια μέρα, εντελώς απροσδόκητα, αυθόρμητα, κάνεις το βήμα. Περνάς την πόρτα, αυτή κλείνει πίσω σου – όπως ήξερες ότι θα γίνει-, και βρίσκεσαι μέσα στο καινούργιο πλαίσιο,

Αυτοί που έμειναν πίσω σε θεωρούν πρότυπό τους. Σου ζητούν συμβουλή, τους τη δίνεις. Σου λένε τα προβλήματά τους κι εσύ τ’ ακούς. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να καταλάβει τα δικά σου. Είσαι, απλώς, σε άλλο πλαίσιο.

Αυτό δεν είναι πλεονέκτημα, είναι γεγονός. Εκείνοι από το προηγούμενο πλαίσιο σε χειροκροτούν ακόμη περισσότερο και σε ζητωκραυγάζουν, εσύ όμως ούτε που τους ακούς. Ίσως γιατί, τώρα πια, δεν χρειάζεσαι τόσο τον θαυμασμό τους.

Κοιτάζεις μπροστά σου το καινούργιο πλαίσιο. Αισθάνεσαι ένα περίεργο déjà vu.

Είσαι πάλι εδώ.

Είσαι μόνος σου.

Μόνος, θλιμμένος, φοβισμένος, και ώρες ώρες απελπισμένος.

Γιατί όλ’ αυτά; Για έναν απλό λόγο:

Νιώθεις ξανά ένα ασήμαντο σκουπιδάκι. Ακόμα χειρότερα, ένα σκουπιδάκι με συνείδηση και ανάμνηση ότι έχεις υπάρξει σχεδόν Θεός. «Εκεί με χειροκροτούσαν όλοι. Εδώ δεν με γνωρίζει κανείς.» «Παλιά είχα δίπλα μου όλους τους φίλους μου. Εδώ, κανένας δεν καταλαβαίνει τι λέω.»

«Έχασα ό,τι είχα για να κερδίσω αυτό, που το μόνο καλό που έχει είναι η προοπτική.»

Πότε πότε -γιατί να το αρνηθείς;-, εμφανίζεται ένα είδος μεταμέλειας. Κάποια στιγμή, όταν άρχισες να βγαίνεις απ’ το πλαίσιο, οι καλύτεροί σου φίλοι σου είπαν: πού πας;»

«Καλά δεν είσαι εδώ;»

«Μείνε εδώ που είσαι.»

Ίσως έπρεπε να τους είχες ακούσει. Μπορεί να βιάστηκες.

Τους απάντησες:

«Δεν καταλαβαίνετε. Κάνετε λάθος».

Μπορεί να Μετά τη μεταμέλεια, κατηγορείς τον εαυτό σου. Εκείνοι συνεχίζουν να περνάνε καλά εκεί που είναι, κι εσύ εδώ στενοχωριέσαι.

Πέρασες οικειοθελώς από τη μέγιστη δόξα που σε έκανε το είδωλο όλων, στο να ξαναγίνεις μια μικροσκοπική κουκίδα μέσα σ’ αυτό το καινούργιο πλαίσιο.

Ποιος έκανε, λοιπόν, λάθος;

Στο σημείο αυτό, εγώ νομίζω πως κανείς δεν κάνει λάθος. Εδώ, δεν πρόκειται για σωστές και λάθος επιλογές.

Υπάρχουν στιγμές, υπάρχουν ώρες, υπάρχουν ευκαιρίες σε κάθε προσωπική μας ιστορία.

ΑΙΣΩΠΟΣ: Ίππος, βους, κύων και άνθρωπος

Ο Δίας όταν έπλασε τον άνθρωπο δεν του έδωσε πολλά χρόνια ζωής. Ο άνθρωπος πάντως είχε ανώτερη νοημοσύνη, και έτσι κατασκεύασε ένα σπίτι γερό για να περάσει σε αυτό τον δύσκολο χειμώνα.

Σαν έγινε πολλή κακοκαιρία, και ο Δίας έβρεχε, το άλογο, μη αντέχοντας σε τόσο κρύο και βροχή, ήρθε στον άνθρωπο και τον παρακάλεσε:

– να μείνω και εγώ στο σπίτι σου, να γλιτώσω από το κρύο, τον άνεμο, τη βροχή;

– Έλα, είπε ο άνθρωπος, θα σου δώσω και κριθάρι να τρως, αλλά θα μου δώσεις κι εσύ κάτι!

– τι να σου δώσω;

– χρόνια από τη ζωή σου.

Το άλογο συμφώνησε, σκέφτηκε ότι είναι καλύτερα να ζει λιγότερα χρόνια, τι να τα έκανε τα περισσότερα, αν ήταν να ταλαιπωρείται από την κακοκαιρία; Ύστερα ήρθε ένα βόδι, που κι αυτό δεν άντεχε το κρύο, τον αέρα και τη βροχή, και παρακάλεσε τον άνθρωπο:

– να μείνω κάτω από τη στέγη σου; Δεν έχω καμιά στέγη μέσα σε τόσο χειμώνα.

– Ευχαρίστως, είπε ο άνθρωπος, θα σου δίνω και άχυρο να τρως, αλλά θα μου δώσεις χρόνια από τη ζωή σου. Συμφώνησε και το βόδι, καθώς και το άλογο.

Τρίτος ήρθε ένας σκύλος. Και εκείνος δεν άντεχε την κακοκαιρία χωρίς μια στέγη από πάνω του.

– Να μείνεις στο σπίτι μαζί μου, είπε ο άνθρωπος, και θα σου δίνω να τρως ό,τι περισσεύει από το τραπέζι μου. Αλλά θα μου δώσεις χρόνια από τη ζωή σου. Συμφώνησε και ο σκύλος.

Και έτσι τα ζώα αυτά έγιναν οικιακά του ανθρώπου, και ο άνθρωπος μάκρυνε την επίγεια ζωή του.

Τα πρώτα χρόνια στη ζωή του ανθρώπου είναι εκείνα που εξ αρχής του έδωσε ο Δίας. Στην ηλικία αυτή ο άνθρωπος έχει ανθρωπιά, καλοσύνη, τη φυσική του ισορροπημένη προσωπικότητα και τις φυσικές του αρετές.

Τα επόμενα χρόνια της ζωής του ανθρώπου είναι εκείνα που πήρε από το άλογο. Σε αυτά τα χρόνια ο άνθρωπος γίνεται ορμητικός, υπερήφανος, μαχητικός, ακόμη και επιθετικός.

Τα επόμενα χρόνια της ζωής του ανθρώπου είναι εκείνα που πήρε από το βόδι. Σε αυτά τα χρόνια ο άνθρωπος γίνεται πολύ εργατικός και συσσωρεύει υλικά αγαθά.

Τα δε τελευταία χρόνια της ζωής του ανθρώπου, δηλαδή τα γεράματα, είναι τα χρόνια που πήρε από τον σκύλο. Γι’ αυτό στα γεράματα οι άνθρωποι γίνονται δύστροποι και αγενείς, κατά κάποιον τρόπο γαβγίζουν εχθρικά προς όλους, σαν να θέλουν να τους δαγκώσουν, και όπως ο σκύλος που κουνάει την ουρά του σε όποιον αγαπά, έτσι και οι ηλικιωμένοι αγαπάνε μόνο όποιον τους περιποιείται και τους δίνει τροφή.

Γιατί Πιστεύουμε;

Η γνώση που συγκεντρώνουμε από τις επιστημονικές μελέτες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πως ερμηνεύουμε τα στοιχεία. Οι ερμηνείες, όμως, υπακούν στους ίδιους κανόνες που διέπουν τις αντιλήψεις μας για την πραγματικότητα. Είναι γεμάτες υποθέσεις, παραδοχές, γενικεύσεις, παραλείψεις και λάθη.

Στις κοινωνικές επιστήμες, αυτά τα λάθη αποκαλούνται γνωστικές προκαταλήψεις. Αυτές οι προκαταλήψεις είναι ενσωματωμένες τόσο στους αντιληπτικούς και τους συναισθηματικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου όσο και στους γνωστικούς. Μέχρι να φτάσει η αντιληπτική πληροφορία στην συνείδηση, το άτομο έχει προλάβει να την μετατρέψει σε κάτι καινούργιο και μοναδικό. Αυτή η ανακατασκευή της πραγματικότητας αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε τα πιστεύω μας για τον κόσμο.

Σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των πιστεύω μας παίζει επίσης η λογική, η ορθή σκέψη και η κοινωνική συναίνεση. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν και τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο. Αν εντοπίσουμε αυτές τις προκαταλήψεις, μπορούμε να γίνουμε πιο πιστοί. Τα τελευταία 50 χρόνια, ερευνητές, επιστήμονες, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι ταυτοποίησαν εκατοντάδες γνωστικές, κοινωνικές και συμπεριφορικές διαδικασίες, αλλά και διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

Παρακάτω, συγκέντρωσα 27 προκαταλήψεις τις οποίες θεωρώ απαραίτητες για την αξιολόγηση των αντιλήψεών μας και των πιστεύω μας για τον κόσμο.

Η προκατάληψη της οικογένειας. Όλοι μας έχουμε την προδιάθεση να πιστεύουμε αυτόματα τις πληροφορίες που μας παρέχουν μέλη της οικογένειάς μας και στενοί φίλοι. Από τότε που γεννιόμαστε, ο εγκέφαλός μας βασίζεται σε αυτά τα άτομα, γι’ αυτό και τείνουμε να αποδεχόμαστε τον κόσμο χωρίς να ελέγχουμε τα γεγονότα.

Η προκατάληψη της εξουσίας. Τείνουμε να πιστεύουμε ανθρώπους που κατέχουν θέσεις ισχύος και γοήτρου. Τους θεωρούμε πιο αξιόπιστους, χωρίς να ελέγχουμε τις πηγές τους. (δες το άρθρο: Το Τέρας Μέσα Μας: Το Πείραμα του Μίλγκραμ)

Η προκατάληψη της γοητείας. Θεωρούμε πιο αξιόπιστους τους πιο ψηλούς και γοητευτικούς ανθρώπους, επειδή ο εγκέφαλός μας έλκεται από αυτό που τον ευχαριστεί αισθητικά. Οι πιο ευπαρουσίαστοι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να μας πείσουν.

Η προκατάληψη της επιβεβαίωσης. Έχουμε την τάση να δίνουμε έμφαση σε πληροφορίες που στηρίζουν τα πιστεύω μας, ενώ υποσυνείδητα αγνοούμε ή απορρίπτουμε πληροφορίες που τα αντικρούουν. Από την στιγμή που τα πιστεύω μας έχουν ενσωματωθεί στο νευρικό μας κύκλωμα, στοιχεία που αντιτίθεται σε αυτά δεν μπορούν πολλές φορές να εισβάλλουν στις υπάρχουσες διαδικασίες του εγκεφάλου.

Η προκατάληψη της αυτοεξυπηρέτησης. Σε συνδυασμό με την προκατάληψη της επιβεβαίωσης, εμφανίζουμε επίσης την τάση να συντηρούμε πεποιθήσεις που ευνοούν τα προσωπικά μας συμφέροντα και τους προσωπικούς μας στόχους.

Η προκατάληψη της ομάδας. Υποσυνείδητα, υιοθετούμε ευνοϊκή μεταχείριση για τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας και σπάνια αμφισβητούμε τα πιστεύω τους, επειδή ο εγκέφαλός μας είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να αναζητά την συμφωνία με τους γύρω του.

Η προκατάληψη για άτομα εκτός ομάδας. Γενικά, απορρίπτουμε ή υποτιμούμε τα πιστεύω ανθρώπων που δεν ανήκουν στην ομάδα μας, κυρίως όταν οι πεποιθήσεις τους διαφέρουν αισθητά από τις δικές μας. Επιπλέον, έχουμε την βιολογική προδιάθεση να αναστατωνόμαστε όταν ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους διαφορετικού εθνοτικού και πολιτιστικού υποβάθρου – έστω κι αν είναι μέλη της ομάδας μας.

Η προκατάληψη της κοινωνικής συναίνεσης. Όσο περισσότερο οι άλλοι συμφωνούν μαζί μας, τόσο περισσότερο πιστεύουμε ότι οι πεποιθήσεις μας είναι αληθινές. Αντίθετα, όσο περισσότερο διαφωνούν οι άλλοι μαζί μας, τόσο πιθανότερο είναι να καταπιέσουμε και να αμφισβητήσουμε τα ίδια μας τα πιστεύω – ακόμα κι όταν είναι σωστά.

Η προκατάληψη του πλήθους. Αυτή η προκατάληψη αντικατοπτρίζει την τάση μας να υιοθετούμε το σύστημα πεποιθήσεων της ομάδας στην οποία ανήκουμε. Όσο περισσότεροι άνθρωποι μας περιβάλλουν, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να τροποποιήσουμε τα πιστεύω μας για να ταιριάζουν με τα δικά τους.

Η προκατάληψη της προβολής. Συχνά υποθέτουμε, χωρίς να το επαληθεύουμε, ότι τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας έχουν παρόμοια πιστεύω, παρόμοιες ηθικές αξίες και βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια μας. Η CIA περιγράφει αυτή την προκατάληψη ως τη νοοτροπία “όλοι σκέφτονται όπως εμείς” και τη θεωρεί μια από τις πιο επικίνδυνες – επειδή οι διαφορετικοί πολιτισμοί και οι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων (όπως οι τρομοκράτες, οι Ελίτ κ.ά) δεν σκέφτονται όπως εμείς.

Η προκατάληψη της προσμονής. Όταν ψάχνουμε για πληροφορίες, ή όταν κάνουμε κάποια έρευνα, έχουμε την τάση να “ανακαλύπτουμε” αυτό ακριβώς που ψάχνουμε. Στην ιατρική, οι διπλά τυφλές μελέτες έχουν σκοπό να εξαλείψουν αυτή τη διαβρωτική προκατάληψη.

Η προκατάληψη των “μαγικών αριθμών”. Οι αριθμοί επηρεάζουν τα πιστεύω μας εξαιτίας των ισχυρών ποσοτικών λειτουργιών του εγκεφάλου. Όσο πιο μεγάλος και υποβλητικός είναι ένας αριθμός, τόσο μεγαλύτερη είναι και η συναισθηματική του αντίδραση. Κι αυτή με την σειρά της ενδυναμώνει την εμπιστοσύνη μας στην πληροφορία που προσδιορίζεται ποσοτικά.

Η προκατάληψη της πιθανότητας. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είμαστε πιο τυχεροί από τους άλλους και ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε τις ανισότητες (άτομα με κατάθλιψη τείνουν να πιστεύουν το αντίθετο). Αυτή η αισιοδοξία είναι επίσης γνωστή ως η προκατάληψη του τζογαδόρου.

Αν στρίψεις ένα νόμισμα, και φέρεις κορώνα 9 φορές στη σειρά, οι περισσότεροι άνθρωποι θα στοιχηματίσουν πολλά λεφτά ότι την επόμενη φορά θα είναι γράμματα. Φυσικά, οι πιθανότητες παραμένουν ίδιες κάθε φορά που στρίβεις ένα νόμισμα: πάντα υπάρχουν 50 τοις εκατό πιθανότητες να φέρεις γράμματα. Επίσης, όλοι κουβαλάμε “μαγικές” προκαταλήψεις από την παιδική μας ηλικία. Έτσι, πολλοί ενήλικες, κυρίως οι τζογαδόροι, έχουν πάνω τους διάφορα φυλαχτά (ένα τετράφυλλο τριφύλλι, ένα λαγοπόδαρο, ένα νόμισμα) που υποτίθεται ότι τους φέρνουν τύχη.

Η προκατάληψη της αιτίας-αποτελέσματος. Ο εγκέφαλός μας έχει την προδιάθεση να κάνει συνειρμούς ανάμεσα σε δύο γεγονότα, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους. Αν πιεις κάποιο βότανο και σου περάσει το κρυολόγημα, τότε αποδίδεις την ανάρρωσή σου στο βότανο αυτό, έστω κι αν σε αυτό συνέβαλαν στην πραγματικότητα δεκάδες άλλοι άσχετοι παράγοντες.

Η προκατάληψη της ευχαρίστησης. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι οι ευχάριστες εμπειρίες αντικατοπτρίζουν μεγαλύτερες αλήθειες απ’ ό,τι οι δυσάρεστες εμπειρίες. Εν μέρει επειδή τα κέντρα ευχαρίστησης του εγκεφάλου βοηθούν στον έλεγχο της δύναμης των αντιλήψεων, των αναμνήσεων και των σκέψεων.

Η προκατάληψη της προσωποποίησης. Δείχνουμε ιδιαίτερη προτίμηση στο να δίνουμε αρετές έμψυχων όντων σε άψυχα αντικείμενα. Επίσης. συνηθίζουμε να δίνουμε ανθρώπινη μορφή ή μορφή ζώου σε αφηρημένα ερεθίσματα (σκιές, συγκεχυμένους θορύβους, κ.λπ.). Αυτή η αντιληπτική και γνωστική λειτουργία πυροδοτεί διάφορες δεισιδαιμονίες.

Η προκατάληψη της αντίληψης. Ο εγκέφαλός μας υποθέτει αυτόματα ότι οι αντιλήψεις και τα πιστεύω μας αντιπροσωπεύουν αντικειμενικές αλήθειες για τον εαυτό μας και τον κόσμο. Εξ ου και η έκφραση “Αν δεν το δω, δεν το πιστεύω”.

Η προκατάληψη της επιμονής. Όταν πιστεύουμε σε κάτι, επιμένουμε ότι είναι αληθινό, ακόμη κι όταν έχουμε στην διάθεσή μας στοιχεία που λένε το αντίθετο. Και όσο περισσότερο συντηρούμε ορισμένες πεποιθήσεις, τόσο πιο βαθιά εντυπώνονται στο νευρικό μας κύκλωμα.

Η προκατάληψη της ψευδούς μνήμης. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συγκρατεί για περισσότερο χρονικό διάστημα ψευδείς απ’ ότι αληθείς μνήμες. Επίσης, είναι εύκολο να εμφυτεύσεις ψευδείς μνήμες σε άλλους όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και οι πληροφορίες είναι αληθοφανείς.

Η προκατάληψη της θετικής μνήμης. Όταν αναπολούμε το παρελθόν, τείνουμε να ωραιοποιούμε τα γεγονότα και να τους δίνουμε μια πιο θετική δύναμη από την πραγματική.

Η προκατάληψη της λογικής. Έχουμε την τάση να πιστεύουμε επιχειρήματα που μας φαίνονται πιο λογικά. Επίσης, συνηθίζουμε να αγνοούμε πληροφορίες που δεν μας φαίνεται ότι βγάζουν νόημα. Όπως έχει πει ο Γουίλιαμ Τζέημς: “Κατά κανόνα, δεν πιστεύουμε τα γεγονότα και τις θεωρίες που φαίνονται άχρηστες”.

Η προκατάληψη της πειθούς. Όταν διαφωνούμε για κάποιο θέμα, πιστεύουμε συνήθως εκείνον που έχει πιο δραματικά και συναισθηματικά επιχειρήματα για μια άποψη. Ο εγκέφαλός μας τείνει να συντονίζεται με τους καλούς ομιλητές, με αποτέλεσμα αν κινδυνεύουμε να πιαστούμε αιχμάλωτοι των συναισθημάτων και των πεποιθήσεών τους.

Η προκατάληψη του πρώτου. Δίνουμε περισσότερο βάρος και θυμόμαστε πιο εύκολα ονόματα και πληροφορίες που αναγράφονται πρώτα σε μια λίστα.

Η προκατάληψη της αβεβαιότητας. Ο εγκέφαλός μας δεν συμπαθεί την αβεβαιότητα και την αοριστία. Γι’ αυτό, από το να μην είμαστε σίγουροι, προτιμάμε είτε να πιστεύουμε, είτε να μην πιστεύουμε.

Η προκατάληψη των συναισθημάτων. Τα δυνατά συναισθήματα συνήθως παρεμποδίζουν την λογική και την ορθή κρίση. Ο θυμός έχει την τάση να μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι έχουμε δίκιο και το σωστό με το μέρος μας. Η αγωνία υπονομεύει αυτήν ακριβώς την πεποίθηση, ενώ η κατάθλιψη επισκιάζει τις αισιόδοξες πεποιθήσεις.

Η προκατάληψη της δημοσιότητας. Οι εκδότες βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών προτιμούν να εκδίδουν έργα με αίσιο τέλος, ενώ απορρίπτουν έργα με αρνητική έκβαση. Έτσι, μια έρευνα που δεν έχει επίδραση στον κόσμο έχει λιγότερες πιθανότητες να δημοσιευθεί σε σχέση με ένα εύρημα με θετικά αποτελέσματα. Μια άλλη διάσταση αυτής της προκατάληψης είναι η τάση των αναγνωστών να θεωρούν αυτόματα αλήθεια ό,τι δημοσιεύεται, ακόμη κι αν αποτελεί δημοσίευμα του κίτρινου τύπου.

Η προκατάληψη του τυφλού σημείου. Τελευταία, αλλά πολύ σημαντική, είναι η προκατάληψη που οι επιστήμονες αποκαλούν “προκατάληψη του τυφλού σημείου”. Οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πόσες γνωστικές προκαταλήψεις έχουν στην πραγματικότητα ή πόσο συχνά πέφτουν θύμα αυτών τους των προκαταλήψεων.

Οι διαφημιστές και οι πολιτικοί έχουν πλήρη επίγνωση αυτών των τυφλών σημείων και στοχεύουν επίτηδες στις δικές μας προκαταλήψεις για να πουλήσουν τα προϊόντα ή τις ιδέες τους. Ως ένα βαθμό, όλοι μας χειραγωγούμε τους άλλους προκειμένου να τους πείσουμε να ενστερνιστούν τα δικά μας πιστεύω. Το κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους, οι δάσκαλοι με τους μαθητές τους, οι ερευνητές με τους συναδέλφους τους, οι εραστές μεταξύ τους. Δυστυχώς, συχνά το κάνουμε χωρίς να συνειδητοποιούμε τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του άλλου.

Διόδοτος: για την αποστασία

Ο Θουκυδίδης, ο Διόδοτος και ο ανθρωπισμός μέσα στην Λογική (Λόγο).

Οι γνώσεις μας για το Διόδοτο είναι σχεδόν μηδαμινές. Το σίγουρο είναι ότι παίρνει το λόγο όταν συγκεντρώνεται η εκκλησία του Δήμου για να συζητήσει την αναθεώρηση της εξοντωτικής απόφασης εναντίον των Μυτιληναίων για την αποστασία τους. Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τον λόγο του αμέσως μετά τον εμπρηστικό λόγο του Κλέωνα (που δικαίωνε την ολοκληρωτική καταστροφή των Μυτιληναίων) ως αντίβαρο επιείκειας και λογικής απέναντι στην τυφλή, ισοπεδωτική ορμή της προηγούμενης εκδικητικής απόφασης. Όμως ο λόγος του Διόδοτου είναι Λογικός. Είναι δηλαδή προορισμένος να καταδείξει το συμφέρον της πόλης. Υπό αυτούς τους όρους κάθε συναισθηματισμός ή ανθρωπιστική διάθεση δεν μπορούν να έχουν καμία ισχύ, αφού εδώ μιλάμε για τον ξερό ωφελιμισμό της πόλης, που οφείλει να βγει κερδισμένη από τις περιστάσεις.

Εξάλλου, η ίδια η έννοια της αθηναϊκής ηγεμονίας, που ούτε απαρνείται ούτε καταδικάζει ο Διόδοτος, είναι η πιστοποίηση της αδικίας, που όμως θεωρείται αυτονόητη -κι ως εκ τούτου δίκαιη- αφού δεν υπάρχει κανένας πιο αυτονόητος νόμος από το δίκιο του ισχυρού. Οι Αθηναίοι δεν χρειάζεται να έχουν καμία ενοχή για την συμπεριφορά τους προς τους συμμάχους, αφού είναι βέβαιο ότι αν είχαν το πάνω χέρι εκείνοι θα έκαναν τα ίδια, για να μην πούμε χειρότερα.

Ο Διόδοτος, αν θέλει να γίνει πιστευτός, οφείλει να αποδείξει τα χειροπιαστά οφέλη του ανθρωπισμού ή αλλιώς την συμφεροντολογική οπτική της ανθρωπιάς, τοποθετώντας το ανθρωπιστικό ιδεώδες στο σκληρό, κυνικό, πλαίσιο της Λογικής. Οφείλει δηλαδή να καταδείξει τα πολιτικά οφέλη του ανθρωπισμού ή, ακόμα καλύτερα, τα οικονομικά οφέλη, αφού, επί της ουσίας, τα πολιτικά οφέλη μιας πόλης (κράτους) μόνο ως οικονομική υπεροχή μπορούν να νοηματοδοτηθούν (ή στρατιωτική, που σε τελική ανάλυση είναι το ίδιο):

«Το κύριο επιχείρημα του Κλέωνα είναι ότι σας συμφέρει, για να αποστατούν στο μέλλον λιγότερο συχνά οι σύμμαχοί σας, να ορίσετε προκαταβολικά ως ποινή τον θάνατο. Αλλά εγώ, που νοιάζομαι το ίδιο για το μελλοντικό συμφέρον της πόλης, έχω την αντίθετη γνώμη. Κι έχω την απαίτηση να μην απορρίψετε την χρησιμότητα του δικού μου λόγου παρασυρμένοι από την δική του εντυπωσιακή επιχειρηματολογία».

Η ανάκληση της παράλογης τιμωρίας των Μυτιληναίων, όχι μόνο δεν θα βλάψει την ηγεμονία, αλλά θα την τονώσει λειτουργώντας καθησυχαστικά στα υπόλοιπα μέλη, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να τρέφουν την ψευδαίσθηση της εμπιστοσύνης και της ελευθερίας.

Το εξ’ αρχής ξεκαθάρισμα του Διόδοτου ότι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το συμφέρον της πόλης, δεν είναι τίποτε άλλο από την τοποθέτηση του λόγου του στην ορθή πολιτική – Λογική βάση. Γιατί δεν πρέπει να υπάρξει καμία υπόνοια για το αντίθετο. Γιατί οποιαδήποτε τέτοια υπόνοια θα διέλυε, από θέση αρχής, κάθε αξιοπιστία:

«Σκεφτείτε πως σήμερα, αν κάποια πόλη αποστατήσει κι ύστερα καταλάβει ότι δεν θα υπερισχύσει, μπορεί να συνθηκολογήσει, ενώ ακόμη είναι σε θέση να δώσει πολεμική αποζημίωση και να πληρώνει μελλοντικά τον φόρο υποτέλειας. Αν όμως αλλάξτε πολιτική, ποια πόλη νομίζετε πως θα βρεθεί που δεν θα ετοιμαστεί καλύτερα από ό,τι ως σήμερα για να αποστατήσει και σε μια πολιορκία δεν θα παρατείνει την αντίστασή της ως τα έσχατα, αν ξέρει ότι μια αργότερη ή νωρίτερη συνθηκολόγηση θα έχει τις ίδιες συνέπειες; Αλλά και για μας δεν θα ‘ταν ζημιά να ξοδευτούμε σε μια μακροχρόνια πολιορκία της – αφού θα ήταν αδύνατη η συνθηκολόγηση – κι αν την κυριέψουμε, να πάρουμε μια πόλη κατεστραμμένη και χωρίς την δυνατότητα να ‘χουμε στο μέλλον έσοδα απ’ αυτή; Κι ήμαστε ισχυροί απέναντι στους εχθρούς μας ακριβώς χάρη στα έσοδα αυτά».

Βρισκόμαστε μπροστά στην πιο ορθολογική διαχείριση της εξουσίας, που επιβάλλει ότι τους αδύναμους δεν πρέπει να τους εξοντώνει ο ισχυρός, αλλά να τους απομυζεί. Οι αποστάτες πρέπει να επιστρέφουν στην ηγεμονία – με την ουρά στα σκέλια – όσο το δυνατό πιο σύντομα και πιο ανέξοδα. Η εκ των προτέρων καθορισμένη θανατική ποινή σε βάρος τους είναι προφανές ότι δεν εξυπηρετεί αυτόν τον προσανατολισμό, καθώς θα εξαναγκάσει τους αποστάτες να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων φέρνοντας ζημιές στρατιωτικές (αφού οι μάχες θα παραταθούν μέχρι τα πιο ακραία όριά τους) και ματαιώνοντας την ίδια την έννοια της νίκης (αφού μια ισοπεδωμένη πόλη δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα).

Η σύνεση, ως παντοδύναμο πολιτικό όπλο των ισχυρών, καθιστά σαφές ότι δεν υπάρχει πιο σώφρων πολιτικός δρόμος από την κερδοφορία που τελεί εν ειρήνη. Οι εξάρσεις και οι αποστασίες δεν συμφέρουν τους ισχυρούς. Πόσο μάλλον η χρονική παράτασή τους. Ο ανθρωπισμός οφείλει να προβάλλεται ως ύψιστη γενναιοδωρία. Αν η ισχύς καταφέρει και φορέσει πειστικά το ουμανιστικό προσωπείο, θα διαρκέσει επ’ άπειρο, αφού θα έχει ματαιώσει όλες τις αντιστάσεις.

Ο υποτελής πρέπει να νιώθει προστατευμένος από τον ισχυρό και – αν είναι δυνατό – να μην αντιλαμβάνεται την εκμετάλλευση που υφίσταται. Η ανάκληση της παράλογης τιμωρίας των Μυτιληναίων, όχι μόνο δεν θα βλάψει την ηγεμονία, αλλά θα την τονώσει λειτουργώντας καθησυχαστικά στα υπόλοιπα μέλη, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να τρέφουν την ψευδαίσθηση της εμπιστοσύνης και της ελευθερίας. Η λογική τιμωρία θα μεταφραστεί ως δικαιοσύνη.

Η συλλήβδην εξόντωση του πληθυσμού όμως δεν μπορεί να πείσει κανένα. Αντιθέτως, θα γεννήσει την ανασφάλεια που διαλύει όλες τις ψευδαισθήσεις. Γιατί κάθε ηγεμονία εγκαθιδρύει προτεκτοράτα, και κάθε προτεκτοράτο οφείλει να κινείται από τις πολιτικές αποφάσεις των ιθυνόντων, που πρέπει να φαίνονται ανεξάρτητοι. Κι αυτή είναι η μαγική ισορροπία της υποτέλειας. Η πολιτική σκηνή να διαμορφώνεται από τους κατάλληλους προς την ηγεμονία ανθρώπους και ταυτόχρονα ο λαός να θεωρεί ότι κρατά την τύχη του στα χέρια του. Γι’ αυτό οι ντόπιοι πολιτικοί εκφραστές της ηγεμονίας πρέπει πάνω απ’ όλα να νιώθουν ασφαλείς:

«Αν όμως εξοντώσετε τους δημοκρατικούς της Μυτιλήνης, που όχι μόνο δεν πήραν μέρος στην αποστασία, αλλά και όταν πέτυχαν να τους δοθούν όπλα, σας παραδώσανε θεληματικά την πόλη τους, πρώτο θα κάμετε έγκλημα σκοτώνοντας τους ευεργέτες σας, κι ύστερα θα εξασφαλίσετε στους ολιγαρχικούς αυτό που πάνω απ’ όλα θέλουν: στις αποστασίες που θα προκαλούν στις πόλεις τους, να ‘χουν αμέσως συμμάχους τους δημοκρατικούς, μια κι εσείς θα ‘χετε δείξει σ’ όλους πανηγυρικά ότι η ίδια τιμωρία περιμένει και τους ενόχους και τους αθώους. Οφείλεται λοιπόν, κι αν ακόμη σας αδίκησαν, να προσποιηθείτε πως δεν το καταλάβατε, για να μη γίνει εχθρικό το μόνο μέρος του πληθυσμού που είναι ακόμη φιλικό απέναντί σας».

Όμως ο Διόδοτος δεν σταματά εδώ, αλλά προχωρά ακόμη βαθύτερα αναλύοντας την ίδια τη φύση της θανατικής ποινής:

«Κι είναι πιθανό, παλιότερα, οι ποινές για τα βαρύτερα εγκλήματα να ήταν πιο ελαφριές, επειδή όμως οι παρανομίες συνεχίζονταν, με τον καιρό οι περισσότερες ποινές έφτασαν να είναι ο θάνατος. Αλλά παρόλα αυτά τα εγκλήματα συνεχίζονται. Ή, λοιπόν, πρέπει να βρούμε κάποιο σκιάχτρο πιο φοβερό απ’ το θάνατο ή να παραδεχτούμε πως αυτός δεν σταματά το έγκλημα. Γιατί οι άνθρωποι, είτε από τόλμη που την γεννά η φτώχεια με τις πιεστικές ανάγκες, είτε από πλεονεξία που την προκαλεί η δύναμη και την κάνει ακόρεστη η αλαζονεία και η αυτοπεποίθηση, είτε από τα πάθη που κάθε φορά πια ακατανίκητα τους εξουσιάζουν στις διάφορες περιστάσεις του βίου, παρασύρονται σ’ επικίνδυνες περιπέτειες».

Παρακολουθούμε την πιο ανόθευτη ανθρωπιστική πρόταση, η οποία κατατίθεται όχι ως διάλεξη ή φιλοσοφική τοποθέτηση ή καλλιτεχνικό έργο – που, από θέση αρχής, μπορούν να κινηθούν πιο ελεύθερα – αλλά ως επιχείρημα μέσα σε πολιτικό λόγο, που οφείλει να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες γραμμές, που οφείλει δηλαδή να διαμορφώσει την άποψη του κοινού ώστε να ψηφιστούν τα προτεινόμενα.

Ο ανεπιτήδευτος συνδυασμός της πολιτικής πειθούς με το ανθρωπιστικό ιδεώδες ξεπερνά όλα τα ρητορικά καλούπια, όχι επειδή επικαλείται μια προοδευτική ιδέα ως πολιτικό όπλο, αλλά γιατί εντάσσει μια ολόκληρη κοινωνική αντίληψη περί τιμωρίας (που δεν είναι βέβαιο ότι την ασπάζεται το κοινό) στο πλαίσιο μιας ρητορικής που επιδιώκει να κατευθύνει άμεσα προς μια συγκεκριμένη πολιτική απόφαση. Ο Διόδοτος, αφού χειριστεί επαρκώς τα ωφελιμιστικά πρότυπα που επιβάλλει ο πολιτικός λόγος, προχωράει σε ατόφιες ανθρωπιστικές αξίες, που, εμμέσως πλην σαφώς, καταθέτει επίσης προς ψήφιση.

Πετυχαίνει δηλαδή δύο στόχους, αφού το κοινό δεν θα αποδεχτεί απλώς μια περιστασιακά επικερδή πρόταση, αλλά μια σταθερή πολιτική αντίληψη, που εστιάζει στην αγάπη προς τον συνάνθρωπο και το σεβασμό της ζωής. Γιατί η απονομή των ποινών, από την φύση της, εμπεριέχει τον αγώνα του ανθρώπου να εκπολιτιστεί. Τον αγώνα να ξεπεράσει τα πηγαία εκδικητικά του συναισθήματα. Τον αγώνα της πίστης στην αναμόρφωση του ανθρώπου, που δεν χρειάζεται να πεθάνει.

Τον αγώνα για την συνύπαρξη. Γι’ αυτό ο Διόδοτος μιλά για τα ανθρώπινα πάθη. Γι’ αυτό επικαλείται την φτώχεια και τις πιεστικές ανάγκες. Γι’ αυτό αναφέρεται στο ακατανίκητο των συναισθημάτων. Γιατί ξέρει ότι οι αυστηρές – εξοντωτικές ποινές δεν μπορούν να τα νικήσουν. (Εξάλλου, έχουν ήδη αποτύχει). Γιατί ξέρει ότι ο άνθρωπος πρέπει να απευθυνθεί αλλού, αν θέλει να τα δαμάσει:

«Κοντολογίς, είναι αδύνατο – κι είναι πολύ ανόητος όποιος πιστεύει το αντίθετο – η ανθρώπινη φύση, όταν σπρώχνεται από το πάθος να πράξει κάτι, να συγκρατηθεί από αυστηρούς νόμους ή από κάποιον άλλο φόβο».

Πλάτων: ο άνθρωπος μπροστά στον θάνατο

ΠΛΑΤΩΝ: 427‒347 π.Χ.

Πώς η φιλοσοφία μπορεί να διαλύσει τον φόβο του θανάτου;

§1

Γράφει ο Πλάτων σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο:

«Ποιος ξέρει αν η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή; Ίσως και εμείς να είμαστε πραγματικά νεκροί. Μπορεί να συμβαίνει αυτό που κάποτε άκουσα από κάποιους σοφούς ανθρώπους ότι εμείς τώρα έχουμε πεθάνει (η παρούσα ζωή μας είναι θάνατος), το δε σώμα είναι τάφος για μας, ενώ αυτό το μέρος της ψυχής, όπου εδρεύουν οι επιθυμίες, υπακούει, από τη φύση του, στις πιο αντίθετες παρορμήσεις» (Γοργίας 492e10-493a5).

Όταν γίνεται λόγος για τον θάνατο, αυτόματα ο νους μας τον συνδέει και με τη ζωή. Η τελευταία είναι πρωτίστως ζωή του κάθε ανθρώπινου ατόμου, η οποία έχει αρχή και τέλος. Το τέλος της ζωής είναι η αρχή του θανάτου. Η έννοια του θανάτου έχει απασχολήσει συστηματικά την αρχαία ελληνική σκέψη. Στον Ηράκλειτο ο θάνατος αποτελεί μέρος του κύκλου της ζωής (Β 62, Β 88). Ενώ οι πολλοί κατανοούν λαθεμένα, όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα της ζωής, τον θάνατο χωριστά από τη ζωή, ο μεγάλος στοχαστής της Εφέσου τον συλλαμβάνει σε διαλεκτική ενότητα με τη ζωή. Στο απ. 62 μας λέει πως θνητοί και αθάνατοι αποτελούν ένα ενιαίο Όλο, που έχει ως ενοποιητική βάση τον καθολικό Λόγο. Έτσι οι αθάνατοι, ήτοι οι θεοί, επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους, μέσα από την ύπαρξη των θνητών. Χωρίς τους τελευταίους δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για τους πρώτους. Η ιδέα του θανάτου της ζωής συνέχεται με την ιδέα του θεού, των αθανάτων: οι τελευταίοι είναι η κατάφαση του θανάτου των άλλων, χωρίς να μπορούν να καταφάσκουν και τον δικό τους θάνατο. Οι θνητοί που παύουν να ζουν, που πεθαίνουν, δεν χάνουν με το θάνατο τη θνητή αλλά τη θεϊκή ζωή τους, την αθάνατη, που παραχωρούν στους θεούς, με το να πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι. Μια παρόμοια κίνηση ζεύγους αντιθέτων: ζωή και θάνατος, ζωντανό και νεκρό συναντάμε και στο απ. Β 88.

§2

Ο Πλάτων στο έργο του Φαίδων, έναν από τους ωραιότερους διαλόγους της παγκόσμιας φιλολογίας και όχι μόνο στα όρια της πλατωνικής δημιουργίας, παρουσιάζει με φοβερή δραματική ισχύ τον φιλοσοφικό τρόπο ζωής του Σωκράτη ως μελέτη θανάτου (81a1-2). Ενώ στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο εξυμνεί τον Έρωτα και την πλησμονή της ζωής, στον Φαίδωνα μας εισάγει στο κέντρο της φιλοσοφικής συζήτησης τον θάνατο. Με τη σχετική όμως συζήτηση περί θανάτου, ο φιλόσοφος δεν αποστρέφεται τη ζωή, που εξύψωνε στα προαναφερθέντα έργα του ως τον «υπερουράνιο τόπο», αλλά την αποθεώνει μέσα από τον απαθανατισμό του θανάτου, μέσα από το δόξασμά του. Αυτή η σχέση ζωής και θανάτου κατανοείται, στην απόλυτη αλήθεια της, όταν ερμηνεύεται εσωτερικά, δηλαδή όταν δεν εξηγείται με κριτήρια εξωτερικά και ξένα προς την εσωτερική λογική, που διέπει την εν λόγω σχέση και την οποία ακολουθεί εδώ ο Πλάτων. Το δόξασμα του θανάτου, για τον κοινό νου, για τον καθημερινό άνθρωπο, που ταυτίζει το νόημα της ζωής του αποκλειστικά με τις υλικές απολαύσεις, με τις ηδονές και τα αφροδίσια, με ό,τι δηλ. το αντιπνευματικό και ζωώδες (64d3-6), μοιάζει αδιανόητο. Η κατηγορία των αστόχαστων θνητών ‒δηλ. οι Αθηναίοι, οι πολιτικοί, οι εντεταλμένοι δικαστές, η κοινή γνώμη, οι ποιητές σαν τον Αριστοφάνη που με στρεβλές εικόνες κατηύθυνε την κοινή γνώμη ενάντια στον Σωκράτη, κ.λπ.‒ που έστειλε τον Σωκράτη στο θάνατο, ελπίζοντας ότι θα απαλλαγεί από την αλήθεια της φιλοσοφίας του, ουσιαστικά πέτυχε το αντίθετο: δικαίωσε τη στάση ζωής του φιλοσόφου που υπηρετούσε αυτή την αλήθεια και απαθανάτισε συγχρόνως την αλήθεια τούτη.

§3

Ταυτόχρονα, αυτή η κατηγορία των θνητών έδειξε πως, όντας ένας α-νόητος όχλος, μια άβουλη μάζα, με τη ζωή των απολαύσεων, των κατώτερων επιθυμιών για φαγητά και ποτά, για σεξουαλικές ηδονές, για απόκτηση φανταχτερών φορεμάτων, υποδημάτων και κάθε είδους τέτοιων καλλωπισμών του σώματος (64d3-11), γενικώς με τον ευτελισμό της ζωής, όντως λειτουργεί ως το σώμα που φυλακίζει την ψυχή και την εμποδίζει να ανοιχτεί στον κόσμο της ιδιάζουσας στην ίδια αφθαρσίας. Απέναντι σε τούτη τη φυλακή ο αληθινός φιλόσοφος, όσο ζει, αντιτάσσει την ολοκληρωτική του αφοσίωση στη φιλοσοφία, με λόγο και έργο: αυτό που πρεσβεύει, το εφαρμόζει στη ζωή του και έτσι δίνει νόημα τόσο στον θνητό χαρακτήρα της ζωής, όσο και στην αθανασία της, ως πνεύματος, με τη μορφή του θανάτου. Με τη μορφή του θανάτου του φιλοσόφου, με τον τρόπο δηλ. που αντιμετωπίζει τον θάνατο ο φιλόσοφος και όχι ο οιοσδήποτε φοβισμένος και ωφελιμιστής θνητός, συνδέεται η απαλλαγή του πνεύματος, της ψυχής, από τη φυλακή του σώματος. Ο Πλάτων δεν θεωρεί το σώμα, την υλική υπόσταση του ανθρώπου, εξ ορισμού ως κάτι το βδελυρό και βλαβερό για την ψυχή, δηλ. για την πνευματική υπόσταση του τελευταίου. Δεν χωρίζει, δεν κομματιάζει τον άνθρωπο σε δυο υποστάσεις, εχθρικές μεταξύ τους, την υλική και την πνευματική, αφού ξέρουμε ότι στον Φαίδρο μιλάει με ενθουσιασμό για τα όμορφα σώματα, για το κάλλος, που συνδυάζει ομορφιά του σώματος και αρμονία της ψυχής.

§4

Το σώμα, η υλική υπόσταση, αποκτά ή χάνει σε αξία, ανάλογα με την εικόνα της ζωής, με την οποία συνάπτεται. Η ζωή δεν είναι μονόπλευρη και μονοσήμαντη αλλά κατ’ εξοχήν πολύπλευρη. Από τη μια πλευρά φανερώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο, από την άλλη κατά τον άλλο τρόπο. Η ίδια καταλήγει να είναι ένας διαρκής αγώνας ανάμεσα στον Έρωτα και τον θάνατο, ειδικά έτσι όπως τη φιλοτεχνεί ο θείος Πλάτων στα έργα του: Συμπόσιο, Φαίδρο και Φαίδωνα. Πότε μιλάει ο Πλάτων για μελέτη θανάτου; Όταν έχει εμπρός του το ιστορικό παράδειγμα του θανάτου του αγαπημένου του δασκάλου, του Σωκράτη. Όταν, με άλλα λόγια, έχει εκπέσει τόσο πολύ η κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή της πολιτείας, που δεν ανέχεται πια τη φωνή της φιλοσοφίας, φοβάται την ανώτερη ζωή του αληθινού φιλοσόφου· και τότε ο αγώνας ανάμεσα στις δυο μορφές ζωής, στη χθαμαλή που είναι δομημένη εξουσιαστικά, δηλ. στην περατή και φθαρτή, και στην ελεύθερη ζωή του φιλοσόφου, την απέραντη και την αθάνατη, είναι αγώνας για την αθανασία της ψυχής πέρα από την υλική συντριβή. Μέσα σε τούτη την αθάνατη ψυχή του φιλοσόφου ενώνεται η ζωή με τον θάνατο και έτσι ο τελευταίος γίνεται αφορμή για να επανέλθει στη ζωή, ως ζωντανή και αιώνια ανάμνηση πλέον, ως φανέρωση της ζωής της σκέψης, του Νοητού, όλο το μεγαλείο της προηγούμενης ζωής. Τούτη η φανέρωση είναι αεί παρούσα, για να θυμίζει σε όλους τους δειλούς και ταπεινούς, που δολοφονούν τη ζωή των άλλων, ότι οι ίδιοι είναι πρωτίστως δολοφόνοι της δικής τους ζωής, είναι δηλ. αχρείοι και δέσμιοι των πιο βάρβαρων επιθυμιών, και δεν μπορούν να ανυψωθούν με κανένα τρόπο και σε κανένα τόπο: ούτε στον επίγειο ούτε στον υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος). Συγχρόνως να θυμίζει πως ο θάνατος είναι λύτρωση της σκέψης (63e8 κ.εξ.).

§5

Ο θάνατος του Σωκράτη, με βάση το ως άνω πνεύμα, είναι μια ανάγκη της ζωής και όχι κάποια υποκειμενική επιθυμία του φιλοσόφου. Αν ήταν το δεύτερο, τότε θα επρόκειτο ουσιαστικά για αυτοκτονία, κάτι που καταδικάζει ρητά ο Πλάτων στον Φαίδωνα (61c2 κ.εξ.). Την καταδικάζει, γιατί ο άνθρωπος είναι υπό την προστασία του θεού (62d2-3), δηλ. η ζωή είναι κάτι το ιερό, που οι ανόητοι δεν μπορούν να τιμήσουν και να εκτιμήσουν δεόντως, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους. Όταν οι τελευταίοι πηγαίνουν από τη ζωή, την ιερή ζωή που αγαπούν στη βαθύτερη ουσία της, προς τον θάνατο, χωρίς να αγανακτούν, ξέρουν ότι πηγαίνουν κοντά σε θεούς καλούς και σοφούς, όπως και σε ανθρώπους καλύτερους από τους εδώ (63b6-8). Ανεκτίμητα εσαεί τούτα τα λόγια του Πλάτωνος: πράγματι και τότε και τώρα και πάντα αιτίες κακές οδηγούν τους ανθρώπους στον θάνατο. Αυτές τις αιτίες τις γεννούν οι ίδιοι οι άνθρωποι, και μάλιστα ποιοτικά υποδεέστεροι σε συνδυασμό με τη θέση ή τον ρόλο τους στην κοινωνία και την αντίστοιχη ευθύνη τους για τον θάνατο των πιο αγαθών ανθρώπων. Τέτοιοι ποιοτικά υποδεέστεροι μπορεί να είναι π.χ. πολιτικοί, που με τις πολιτικές τους φτωχαίνουν τους ανθρώπους, τους στερούν τα αναγκαία, τους αρρωσταίνουν ψυχικά και τελικά τους στέλνουν στον θάνατο· μπορεί επίσης να είναι διάφοροι θεσμικοί παράγοντες μορφωτικών, νοσηλευτικών ή άλλων ιδρυμάτων ή αντίστοιχοι «επιστήμονες» τέτοιων ιδρυμάτων, που εκτελούν εν ψυχρώ το μαθητή, το φοιτητή, τον ασθενή, τον αληθινό επιστήμονα, τον αστραφτερό στοχαστή κ.λπ., επειδή αγωνίζεται με το ανώτερο για το ανώτερο και αντιμάχεται με σθένος τις ποικίλες φαυλότητες των ως άνω «εκτελεστών» του.

§6

Το πρόβλημα που προκύπτει από τα προαναφερθέντα και θέτει προς συζήτηση ο Πλάτων στη συνέχεια είναι πως ο θάνατος δεν είναι, υπό μια έννοια, το τέλος της ζωής, γιατί τότε θα δικαιώνονταν όλοι όσοι έμμεσα ή άμεσα συντελούν στην αφαίρεση της ζωής, αλλά η πηγή της, καθώς συνιστά απελευθέρωση της ψυχής από τα ένυλα δεσμά της, οδηγεί δηλ. στην αθανασία. Αλλά τούτο μπορεί να το συλλάβει και να το κατανοήσει μόνο ο αληθινός φιλόσοφος που αναγνωρίζει τη βαθιά, την εσωτερική διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ο θρήνος για τον θάνατο, για παράδειγμα, που προέρχεται από την Ξανθίππη ‒από τον κοινό θνητό‒ είναι μεν μια παρηγοριά για την ίδια (60a), αλλά δεν ταιριάζει στη ζωή του φιλοσόφου· γι’ αυτό και ο Σωκράτης, όταν η Ξανθίππη θρηνεί και οδύρεται στη φυλακή για τον επικείμενο θάνατο του φιλοσόφου, ζητά από τον Κρίτωνα «να την οδηγήσουν στο σπίτι» (60a7-8). Απεναντίας, αν ο ίδιος ο Σωκράτης θρηνούσε για τον θάνατό του, θα αρνούνταν ουσιαστικά τον ως τώρα παραδειγματικό για όλους φιλοσοφικό τρόπο της ζωής του· θα αναιρούσε τον ίδιο τον εαυτό του, που καθ’ όλη τη ζωή του αποτέλεσε σύμβολο φιλοσοφικής αντιμετώπισης του θανάτου. Ο Πλάτων λαμβάνει σοβαρά τη φιλοσοφική αντίληψη για τη ζωή και τον θάνατο. Τη διαχωρίζει απόλυτα από την αφιλοσόφητη και γι’ αυτό συσχετίζει τη ζωή με τη μελέτη του θανάτου. Αλλά μελέτη για ποιο είδος θανάτου; Προφανώς όχι για τον φυσικό θάνατο, δηλ. για τον θάνατο ως απλό φυσικό γεγονός, ως την θλιβερή και πολύφοβη κατάσταση, παρά για τον θάνατο, που γίνεται το παρατηρητήριο όλης της ζωής. Ο τελευταίος τούτος θάνατος είναι η Γνώση, είναι ο διαυγής, ο φωτεινός Λόγος, που μας βγάζει έξω από το βουητό των αισθήσεων, αποστρέφει την ψυχή από ένα τέτοιο βουητό και μας καθιστά γνωσιακά και ηθικά αυτοκαθοριζόμενους.

ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ: Αχιλλέας

Ο Αχιλλέας του Ομήρου και τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του.

Ο Αχιλλέας ανήκει στην Ελληνική ηγετική ομάδα της τρωικής εκστρατείας, μάλιστα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στις επιδιώξεις της και φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο στο έπος της Ιλιάδας, (και ως λογοτεχνικό πρόσωπο).

Ο Όμηρος κάνει 504 αναφορές στο πρόσωπό του Αχιλλέα και το όνομά του συνοδεύεται από πολλά επίθετα, δηλωτικά της παρουσίας του (ή επιθετικούς προσδιορισμούς), τα οποία τον χαρακτηρίζουν ως πρόσωπο.

Ο Αχιλλέας είναι: διος, φίλος Διός, διογενής, ποδάρκης, πόδας ωκύς, ποδώκης, θεοείκελος (θεόμορφος), Πηλείων, Πηλείδης, Αιακίδης… εντύπωση μας κάνει βέβαια η συχνή εμφάνιση των επιθέτων (και των προσδιορισμών) που αναφέρονται στην ταχύτητά του, ως κυρίαρχο γνώρισμά του, τα οποία συνοδεύουν το όνομά του 71 φορές!
 
Ως ήρωας εκφράζει βασικά μηνύματα του ομηρικού έργου, αφού ενσαρκώνει το ηρωικό ιδεώδες, τον άνθρωπο που επιλέγει την σύντομη και ένδοξη ζωή, ενώ περιφρονεί την μακρά - ήσυχη και άδοξη ζωή.

Έτσι η τιμή, το θάρρος, η ανδρεία, η γενναιότητα, η περιφρόνηση προς τον θάνατο, η υπόληψη, ο σεβασμός από την κοινωνική ομάδα, η υπεράσπιση της προσωπικής τιμής του, (από εχθρούς και φίλους) είναι οι υψηλές αρετές που εκπροσωπεί η παρουσία του Αχιλλέα.

Ο Όμηρος φιλοτεχνεί την μορφή του Αχιλλέα σε 6 βασικά σημεία της Ιλιάδας εναρμονίζοντας την αφήγηση με την προσωπικότητά του.

1. Στη σκηνή της έριδας με τον Αγαμέμνονα.
2. Στη σκηνή της πρεσβείας.
3. Στην συνομιλία του με τον Πάτροκλο για να σωθούν τα καράβια.
και στον θρήνο - την υπόσχεση εκδίκησης προς τον νεκρό Πάτροκλο.
4. Στην ανάληψη πολεμικής δράσης και την υλοποίηση της εκδίκησης.
5. Κατά την ταφή του Πατρόκλου (- επιτάφιες τιμές - αγώνες).
6. Στη συνάντηση Πριάμου - Αχιλλέα για την απόδοση του νεκρού Έκτορα.

Ας παρακολουθήσουμε αυτά τα σημεία

1. Η έριδα Αγαμέμνονα - Αχιλλέα.

Ο ανώτατος βασιλεύς των Μυκηναίων Αγαμέμνονας ("ος μέγα πάντων Αργείων κρατέει") φιλονικεί με τον Αχιλλέα, ο οποίος συγκάλεσε τη συνέλευση του στρατού, λόγω του λοιμού.

Στην απαίτηση του Αγαμέμνονα να του αντικαταστήσουν τη Χρυσηίδα, ως λάφυρο, οι δύο άνδρες συγκρούονται και ο Αχιλλέας τον ψέγει δημόσια για την παράλογη απαίτησή του χρησιμοποιώντας βαριά και προσβλητικά λόγια, με εκφράσεις όπως "κερδαλεόφρων", "κυνώπα" (σκυλομούρη)…

Η απάντηση όμως του Αγαμέμνονα είναι απαξιωτική για το πρόσωπό του, διότι αφού πρώτα τον χαρακτηρίσει "έχθιστο" (= ο πιο μισητός), του αποδίδει ένα μειωτικό προσβλητικό χαρακτηρισμό - κατηγορία που τον υποτιμά "έρις τε φίλη πόλεμοι τε μάχαι" (σου αρέσουν τα μαλώματα, οι πόλεμοι κα οι μάχες) μάλιστα του δηλώνει προκλητικά ότι "δεν τον λογαριάζει και αδιαφορεί για τον θυμό του " ("σέθεν δ' εγώ ουκ αλεγίζω ούδ' όθομαι κοτέοντος").

Η έλλειψη υπόληψης, εκ μέρους του αρχηγού, στο πρόσωπό του (ο οποίος δηλώνει ότι "αδιαφορεί" αν θα φύγει ή όχι ο Αχιλλέας), προκάλεσε την έκρηξη της οργής του.

Η αντίδραση του μεγαλύτερου ήρωα και πολεμιστή των Αχαιών προς τον Αγαμέμνονα, έχει την σημασία της, διότι αυτός πρέπει ν' αντιμετωπίσει "ηθικά" μια σημαντική προσβολή ("ύβρις", την αποκαλεί ο Όμηρος, Α -203) η οποία γίνεται δημόσια.

Αρχικά σκέφτεται λοιπόν να τον σκοτώσει, τραβώντας το ξίφος, αλλά τον συγκρατεί η Αθηνά (= η σοφία, η σκέψη, η λογική ) που του υποδεικνύει τον τρόπο αντίδρασης: ψυχραιμία και ανταπόδοση της προσβολής μόνο με λόγια.

Ο "άναξ" λοιπόν Αγαμέμνων βρίζεται χυδαιότατα δημόσια:

“οινοβαρές, κυνός όμματ’ έχων καρδίην δ’ ελάφοιο…
δημοβόρος βασιλεύς, επεί ουτιδανοίσιν ανάσσεις” 
Α 225-236.

(“μεθύστακα, που έχεις τα μάτια σκύλου και καρδιά ελαφιού…
είσαι λαοφάγος βασιλιάς, γιατί κυβερνάς τιποτένιους”)

Ο Αχιλλέας αποσύρεται από τον πόλεμο στην σκηνή του (μαζί με τους Μυρμιδόνες) και όταν ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων του αφαιρεί την Βρισηίδα, ο Όμηρος τον περιγράφει να " δακρύζει" (Αχιλλεύς δακρύσας ετάρων άφαρ έζετο, Α-349).

Εκεί, τον επισκέπτεται η Θέτιδα η οποία αναλαμβάνει να αιτηθεί στον Δία την αποκατάστασή του .
Αυτή είναι η πρώτη εικόνα του Αχιλλέα, όπου το θάρρος του λόγου, σημαίνει ρήξη με τον αρχιστράτηγο και απόσυρσή του.

Η όλη σκηνή αντικατοπτρίζει την στάση του Αχιλλέα, παρρησία ακόμη και μπρος στην ανώτατη εξουσία του Αγαμέμνονα, ο οποίος τελικά επιβάλλει την θέλησή του (του αποσπά την Βρισηίδα).

Η προσβολή αφορά την τιμή του Αχιλλέα και είναι "ύβρις" διότι τον υποτιμά και τον μειώνει, όμως η αντίδρασή του δεν είναι τυφλή - βίαια. (αποφεύγει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα).

2. Η πρεσβεία

Η σημασία της τιμής.

Οι Αχαιοί νικιούνται, (οι νεκροί είναι πολλοί), οι αρχηγοί τους πληγώνονται ώστε είναι αδύνατον να συμμετάσχουν στην σύγκρουση και ο μεγαλύτερος αντίπαλός τους, ο Έκτορας, βρίσκεται έξω από το στρατόπεδο περιμένοντας να ξημερώσει για να επιτεθεί και να κάψει τα καράβια.

Ο Αγαμέμνων αναγνωρίζει το λάθος του και υπόσχεται μια γενναιόδωρη ανταμοιβή για την αποκατάσταση των σχέσεών του με τον Αχιλλέα.

Η περιγραφή της αποστολής συμφιλίωσης προς τον Αχιλλέα κρύβει ως προς τη σύνθεσή της μια τυπικότητα: Τα πρόσωπα, τα δώρα, ο χρόνος εκτέλεσής της, τα λόγια που λέγονται, τα παραδείγματα που επιστρατεύονται, ως επιχειρήματα, όλα έχουν την θέση τους, μια φιλοσοφία αξιοθαύμαστη.

Η σύνθεσή της επιτροπής, είναι πενταμελής1 και αρκετά σοφή: Οδυσσέας, Αίαντας, Φοίνικας και δύο κήρυκες, ο Οδίος και ο Ευρυβάτης.

Ο Αίας είναι ο γενναίος πολεμιστής και συγγενής του Αχιλλέα (γενναιότητα –συγγένεια,) ένας ισάξιος πολεμιστής καταξιωμένος, ο Οδυσσέας, είναι ο πανέξυπνος, βασιλιάς, από το περιβάλλον του Αγαμέμνονα, παρεμβατικός και ικανός στο λόγο(πειθώ), ο Φοίνικας, είναι ο γέρος παιδαγωγός – δάσκαλος του Αχιλλέα και αρκετά έμπιστός του (εμπνέει το αίσθημα σεβασμού και εμπιστοσύνης) και οι κήρυκες αποτελούν δυο ουδέτερα πρόσωπα, ιερά αξιοσέβαστα, τα οποία ήταν πάντα απαραίτητα για την επισημοποίηση κάποιας συμφωνίας.

Του αναγγέλλουν λοιπόν ότι ο Αγαμέμνονας υπόσχεται στον Αχιλλέα σπουδαία δώρα για να συμφιλιωθούν (Ι -121-156):

1) Τρίποδες - 7
2) Χρυσάφι - 10 τάλαντα βάρος
3) Λέβητες -20
4) Ίπποι -12 αγωνιστικοί
5) Αιχμάλωτες -7 + Βρισηίδα

Αυτά ήταν για άμεση παράδοση, ενώ ακολουθούσε και η εξής υπόσχεση - δέσμευση:

1) Λάφυρα (χρυσό -χαλκό) - 1 πλοίο
2) Αιχμάλωτες - 20 (Τροία)
3) Την κόρη του ως νύφη
4) Πόλεις (ως προίκα) - 7

Η αξία των δώρων είναι υψηλή, διότι γίνονται σε στιγμή απελπισίας μέσα στον πόλεμο και είναι ένα ποικιλόμορφο άθροισμα αντικειμένων, ανθρώπων και ζώων, πόλεων, πολύτιμων μετάλλων, που έχει την σημασία, "προστίμου προσβολής" και έχει οικονομικό μέγεθος ανυπολόγιστο, διότι ο Αγαμέμνονας υπόσχεται σχεδόν και την μισή βασιλεία του, όταν τον αποδέχεται ως ισότιμο του Ορέστη (του κληρονομικού διαδόχου).

Ο Οδυσσέας παρουσιάζει την πρόταση του Αγαμέμνονα, όμως δεν βρίσκει καμία απήχηση και την αποτυχημένη προσπάθεια συνεχίζει ο Φοίνικας, πρόσωπο στενά συνδεδεμένο με τον Αχιλλέα, που δείχνει να έχει ένα ιδιαίτερα λεπτό ρόλο κοντά του:

“και δια σε με έστελνε ο γέρος σου πατέρας,
όταν στον Αγαμέμνονα σε έστειλε απ’ την Φθίαν,
νέον, ακόμη και αμάθητον του φοβερού πολέμου
και των λαμπρών ομιλιών, όπου διακρίνονται άνδρες,
δια τούτο εμένα απόστειλε, σ’ αυτά να σε διδάξω…” 
Ι- 448 - 442

Ο Φοίνικας λοιπόν είναι αυτός που έχει αναλάβει από τον βασιλιά Πηλέα την υποχρέωση να καθοδηγεί τον Αχιλλέα να τον συμβουλεύει.

Το έργο του (η "εκπαίδευσή" του Αχιλλέα) υπηρετεί την αρετή του μέτρου (λόγος - πράξη)2: δημόσιες ομιλίες (ρητορική) και πολεμική ικανότητα.

Αυτή η δικαιοδοσία, του επιτρέπει να επιμείνει περισσότερο και στην ομιλία του να χρησιμοποιήσει ένα παράδειγμα (επιχείρημα) διδακτικό, που αφορά γεγονότα "αρχαία", την ιστορία του ήρωα Μελέαγρου.

Στην ομιλία του έμμεσα επικρίνει την ανελαστική στάση του αδικημένου, Αχιλλέα, όταν δεν δείχνει επιείκεια (αλλά άκαμπτη συμπεριφορά), ενώ η αποκατάστασή του έχει επιτευχθεί (δώρα).

Η συμφιλίωση κατά τον Φοίνικα, είναι αρετή και δεν πρέπει ν’ απορρίπτεται, αλλά να τιμάται και να βρίσκει ανταπόκριση.

Όμως ο Αχιλλέας είναι αμετάπειστος διότι ο Αγαμέμνων του είναι "μισητός όσο του Άδη οι πύλες" και στην αξιολόγηση των πολεμιστών "ίσα τιμάται ο άνανδρος με τον ανδρειωμένο" μάλιστα αναφερόμενος στην αιτία της εκστρατείας θα πει με νόημα "οι Ατρείδες τις γυναίκες τους μόνοι αγαπούν στον κόσμο;" σχολιάζοντας δε όσα έπραξε για την ασφάλεια του στρατοπέδου ο Αγαμέμνονας "τα τείχη, την τάφρο, τους πάλους…" θα ισχυριστεί (ειρωνικά) ότι η παρουσία του δεν είναι "αναγκαία".

Ο θυμός του λοιπόν συναρτάται και είναι συνδεδεμένος με την προσβεβλημένη του τιμή για την οποία όπως φαίνεται δεν κάνει συμβιβασμούς.

Η οργή του είναι ακόμη δυνατή, μάλιστα προς έκπληξη όλων εκφράζεται "φιλειρηνικά", όταν θα πει προς τους καταπονημένους συμπολεμιστές του, ότι νοστάλγησε την ειρήνη, την πατρίδα του την Φθία και τις χαρές της ζωής:

“Αυτού σφοδρά επιθύμησε η ανδρική ψυχή μου
καλήν να πάρω σύντροφον και να χαρώ μαζί της
τα κτήματα που απόκτησε ο γέρος μου πατέρας.
Ότι δεν κρίνω θησαυρό αντάξιον της ψυχής μου

Αλλά η ψυχή μας λάφυρο δεν γίνεται, ούτε κτήμα,
αφού περάσει μια φορά το φράγμα των οδόντων…” 
Ι – 398 - 409

Βέβαια εδώ με την λέξη ψυχή, εννοεί την ζωή και στην όλη τοποθέτησή του ο Αχιλλέας θα μας θυμίσει την κατηγορία που του προσάπτει αρχικά ο Αγαμέμνονας ότι "του αρέσουν οι φιλονικίες και οι μάχες", έτσι τώρα θ' αρνηθεί την συμφιλίωση και την βοήθεια (πολεμική δράση), προβάλλοντας την αξία της ζωής, θα εισηγηθεί μάλιστα στον Φοίνικα να μείνει εκεί για να φύγουν την επόμενη μέρα.

Η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από την άρνηση συμβιβασμών σε θέματα ηθικής τάξης, όπως θα ταίριαζε σ' ένα γενναίο και ακαίραιο άνθρωπο, όμως ο "άσβεστος" θυμός στην πιο κρίσιμη περίσταση, τον κάνει σκληρό, ανάλγητο διότι εγγίζει την ακρότητα.

Αυτή την υπερβολή θα θίξει έμμεσα ο Φοίνικας λέγοντας ότι οι "Ικεσίες", κόρες του Δία, πρέπει να γίνονται σεβαστές και όχι η γρήγορη "Άτη", και αυτή η υπέρβαση του μέτρου θ' αξιοποιηθεί από τον Πάτροκλο την επόμενη ημέρα.

Η εικόνα του Αχιλλέα εδώ (σκληρός και ασυμβίβαστος) πλάθεται με βάση την προσφορά του Αγαμέμνονα και τους συμβολισμούς των προσώπων της πρεσβείας, (ο θυμός του κρίνεται ανώτερος απ' όλα).

Δηλαδή υπάρχει ένα σχήμα σύγκρισης προς τον θυμό του.

1 Πλούσια δώρα
2 Συμπολεμιστές - θυμός (καθορίζει τα πάντα)
3 Φοίνικας (παιδαγωγός) ανώτερος
4 Το παράδειγμα του Μελεάγρου

3. Πάτροκλος - Αχιλλέας - Η Υπόσχεση της Εκδίκησης

Η φιλία αποτελεί υπέρτατη αξία για τον Αχιλλέα η οποία αναπτύσσεται ως θέμα (μήνυμα) στην Ιλιάδα .
Ο Πάτροκλος αξιοποιεί την δύναμη της φιλίας για να πείσει τον αδιάλλακτο Αχιλλέα, επιπλήττοντάς τον που είναι απαθής θεατής στην συμφορά των συμπολεμιστών του και ζητά να του επιτρέψει και να σπεύσει βοηθός την κρίσιμη ώρα που καίγονται τα πλοία .

"ποιόν θα ωφελήσει απόγονο η άτυχή σου ανδρεία,
αν τώρα από τον όλεθρο δεν σώσεις τους Αργείους;
Σκληρέ, εσένα δεν σε γέννησε ο Πηλέας μήτε η Θέτις
παρά μονάχα η θάλασσα και οι βράχοι…
και αν στον νου σου έχεις χρησμό που ν' αποφύγεις θέλεις
εμένα στείλε και μαζί όλους του Μυρμιδόνες..." 
 Π 30-38

Τα βαριά λόγια του Πατρόκλου και κυρίως η υψηλή εκτίμηση προς τον φίλο του, νίκησαν την αδιάλλακτη στάση του Αχιλλέα, ο οποίος αποδέχεται την "λύση" να μην συμμετάσχει ο ίδιος αλλά ο επιστήθιος φίλος του με όλο τον στρατό.

Ο Αχιλλέας τους κατευοδώνει με σπονδές ευχόμενος στον Δία "να αποκτήσουν νίκη" και να επιστρέψει ο Πάτροκλος "σώος" στα καράβια.
 
Όμως στην σκληρή μάχη που ακολουθεί ο Πάτροκλος σκοτώνεται και η είδηση πληγώνει τον Αχιλλέα.

Η "θυσία" του Πατρόκλου ακυρώνει τον θυμό του και ανατρέπει τα πάντα, αφού ο θάνατος του φίλου αποτελεί για τον Αχιλλέα ένα δεύτερο προσωπικό ζήτημα τιμής.

Ο νεκρός φίλος θρηνείται με πόνο, από τον ίδιο τον Αχιλλέα που δίνει βαριά υπόσχεση εκδίκησης, αλλά και από την Θέτιδα και τις Νηρηίδες και ο κώδικας της τιμής επιβάλλει όχι μόνο εκδίκηση, αλλά και τιμημένη ταφή με κάθε μεγαλοπρέπεια…

Ο θυμός αίρεται και τα λόγια του Αχιλλέα για την διχόνοια είναι ενδεικτικά, του πόσο συνειδητοποιεί το λάθος της επιμονής του:

"Ατρείδη τάχα ωφέλησε εκείνο εμάς τους δύο
εσέ, κι εμένα ότ' άναψε φαρμακερή διχόνοια
τα σωθικά μας και ο θυμός, εξ αφορμής της κόρης;
Να 'χε την σβήσ' η Άρτεμις με βέλος την ημέρα
που πόρθησα την Λυρνησσόν και δούλη την επήρα .
Τότε δεν θα εδάγκαναν τόσοι Αχαιοί το χώμα
κάτω απ' τες λόγχες των εχθρών, κι ήταν ο θυμός μου αιτία .
Ο Έκτωρ απ' την έχθρα μας εκέρδισαν και οι Τρώες…
Τ-56-63

Η θλιβερή διαπίστωση του Αχιλλέα που γίνεται από τον Όμηρο, όταν έχει σκοτωθεί ο Πάτροκλος και έχει επιτευχθεί η "άρση της αδικίας" έχει ήδη περάσει ως διδακτικό μήνυμα στον αναγνώστη, που παρακολούθησε τα γεγονότα.

Τα λόγια του Αχιλλέα μπρος στην σορό του νεκρού φίλου πριν φύγει για την μάχη στην Τ-313 συμπυκνώνουν το περιεχόμενο της φιλίας (όπως το νιώθει ο ποιητής) και φανερώνουν την πίστη του Αχιλλέα σε υψηλά ιδανικά:

"και στεναγμός βγήκε βαθύς απ' την ψυχή του και είπε:
άλλοτε άμοιρε και συ ω φίλε της καρδιάς μου
εδώ το γεύμα ευτρέπιζες, 

τώρα συ κείτεσαι νεκρός και μένα δεν μ' αφήνει
ο πόθος σου μήτε φαγί μήτε πιοτό να πάρω,
ότι κακό χειρότερο να πάθω δεν μπορούσα
και αν άκουα να πέθαινε ο γέρος μου πατέρας
όπου στην Φθία τήκεται στα δάκρυα...
άλλην ελπίδα έτρεφα στα βάθη της ψυχής μου
μόνος να πέσω εγώ μακράν από το ιππότροφο Άργος
εδώ στην Τροία, και να πας οπίσω εσύ στην Φθίαν
και από την Σκύρον το παιδί να βγάλεις εις το πλοίον (τον Νεοπτόλεμο)
μαζί σου να τον οδηγείς και να του δείξεις όλα,
το είναι μου, τους δούλους μου και το υψηλό παλάτι…
 Τ- 313-332

Αυτός λοιπόν που παρουσιάζεται μέχρι τον θάνατο του Πατρόκλου είναι ο φιλαληθής, δίκαιος Αχιλλέας, ο προσηλωμένος στους κώδικες τιμής, με ηρωικό ήθος όμως αδρανής πολεμικά και δυσαρεστημένος - αποστασιοποιημένος απ' την ομάδα.

4. Η επιστροφή στον πόλεμο: Η πολεμική δράση του Αχιλλέα - Η Εκδίκηση

Ο Αχιλλέας με καινούργια όπλα βγαίνει στην μάχη και ο αναγνώστης συναντά για πρώτη φορά τον πολεμιστή Αχιλλέα, να μάχεται.

Ο Όμηρος δεν παρουσιάζει ένα όν υπερφυσικό, άτρωτο που κατατροπώνει μόνο με την εμφάνισή του τους εχθρούς, αλλά είναι ένας πολεμιστής, όπως οι άλλοι, που μάχεται, προσπαθεί να νικήσει τον αντίπαλο και να προστατεύσει με την ασπίδα το σώμα του.

Μάλιστα πριν ακόμη ξεκινήσει η μάχη, το άλογό του (που απόκτησε φωνή από την Ήρα) πρώτο μας θυμίζει πως ο Αχιλλέας είναι θνητός και τρωτός λέγοντάς του:

"είναι η ώρα σου κοντά…
μέγας θεός ο αίτιος και ανίκητη είναι η μοίρα."
Τ- 408,9

Στην ρήση του αλόγου ο Αχιλλέας αντιδρά όπως ένας κοινός θνητός που μπορεί στον πόλεμο ανά πάσα στιγμή να πεθάνει:

"μου προμαντεύεις, Ξάνθε, το θάνατο ; και μόνος το γνωρίζω…"
Τ- 418,9

Ως θνητό, με μόνη ανωτερότητα απέναντί τους, τον συμπαραστάτη θεό στο πλευρό του, τον βλέπουν και οι αντίπαλοι όπως αυτοί που συγκρούστηκαν μαζί του στο παρελθόν π.χ. ο Αινείας ο οποίος είναι πάλι έτοιμος να τον αντιμετωπίσει:

" να μάχεται δεν δύναται θνητός με τον Πηλείδη
τ' είναι στο πλάγι του θεός που πάντοτε τον σκέπει
έπειτα εκείνου ίσια πετά το βέλος, ούτε γέρνει
πριν σκίσει σάρκα ανθρώπινη…."
Υ -98-100

Πράγματι, σαν ένας θνητός πολεμιστής, σε συνθήκες ρεαλιστικές μονομαχεί με όλους τους σημαντικούς αντιπάλους: τον Αινεία, τον Αστεροπαίο και τέλος τον Έκτορα ο οποίος θα του πει "θα σε σκοτώσω ή θα σκοτωθώ" χωρίς να λάβει υπόψη του κάτι το "αθάνατο" ή "το άτρωτο" του Αχιλλέα.

Η πολεμική του δράση δεν κάτι προκλητικά υπερφυσικό και εξωλογικό αν εξαιρέσουμε την παρουσία της Αθηνάς στην μονομαχία με τον Έκτορα (όμως και ο Φοίβος παραστέκει τον Αινεία).

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην σύγκρουση με τον Αστεροπαίο (όπως και με τον Έκτορα) αστοχεί ρίχνοντας το κοντάρι, τον οποίο φονεύει κατόπιν με το ξίφος.

Μάλιστα στις επιτυχίες του τις πολεμικές αντιδρά όπως κάθε κοινός πολεμιστής που φονεύει αντίπαλο .
Αποσπώντας το νεκρό σώμα του Αστεροπαίου τον ειρωνεύεται:

"…μείνε εκεί τώρα ως είσαι
ήταν βαρύ με του Διός του μεγαλοδυνάμου,
αν και ποταμογέννητος, τα τέκνα να παλαίσεις" 
Φ 183-5

Επίσης ως ένας κοινός θνητός μάχεται να σώσει την ζωή του όταν ο θεός - ποταμός Ξάνθος προσπαθεί να τον παρασύρει (θυμωμένος από τους πολλούς νεκρούς) και ως ευάλωτος θνητός που κινδυνεύει, εύχεται στον Δία "να μην τον παρασύρει ο ποταμός και κατόπιν ας πάθει ότι είναι να πάθει" μάλιστα η σύγκρουση που μνημονεύει ο Όμηρος, μας θυμίζει την πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο.

Αχιλλέας - Τρώες.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η στάση του απέναντι στους εχθρούς είναι ιδιαίτερα σκληρή, ακόμη και στους αιχμαλώτους που τον ικετεύουν να σώσουν την ζωή τους.

Στην Φ-73 ο Λυκάονας συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά από τον Αχιλλέα και πέφτει ικέτης λέγοντας:

"Α΄ σ΄ εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Αχιλλέα,
ικέτης σου είμαι σεβαστός…
Στην άγια Λήμνο έστειλες να με πουλήσουν
και εκατό βόδια απόκτησες (παλιότερα)…”

Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Αχιλλέας είναι ανένδοτος και δεν δέχεται την ικεσία:

"Μην φλυαρείς ανόητε και μην προβάλλεις λύτρα…
πριν έβρει ο Πάτροκλος της μοίρας του το τέλος
κάπως μου έδινε η καρδιά να λυπηθώ τους Τρώες
πολλούς επήρα ζωντανούς …
… αλλά απόθανε και συ, τι τόσο κλαίεις;
απόθανε και ο Πάτροκλος πολύ καλύτερός σου…
...και εμένα ο θάνατος κοντά μου είναι…”
Φ 99-110

Η όλη συμπεριφορά του είναι σκληρή αλλά αποτελεί μέρος της εκδίκησης που υποσχέθηκε στον νεκρό Πάτροκλο.

Όταν ο Έκτορας πριν την μονομαχία του ζητά να ανταλλάξουν όρκους ότι δεν θα κακοποιήσουν το σώμα όποιου σκοτωθεί και ότι θα το αποδώσουν λέγει:

"μην μου προσφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου,
λιοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όμωσαν ειρήνη
λύκοι κι αρνιά δεν πρόκειται ποτέ να ομογνωμήσουν
αλλά έχθρα έχουν άσπονδη κακή αναμεσά τους…" 
Χ 260-264

Αίσθηση επίσης κάνει και η σκληρότητα με την οποία εκδικείται ο Αχιλλέας τον Έκτορα για τον φίλο του, αφού όταν εκείνος τραυματισμένος βαριά του ζητά να σεβαστεί το σώμα του και να το αποδώσει του απαντά:

" μάκαρι να μ' άφηνε η ψυχή κομμάτια να σου φάγω
ωμόν εγώ το σώμα σου για όσα μου 'χεις κάμει" 
Χ 345,6

μάλιστα οι πράξεις του στην συνέχεια εκφράζουν μια ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά:

"…έργα απάνθρωπα στον Έκτορα εσοφίσθη
των δυο ποδών του ετρύπησε τα νεύρα από τις φτέρνες
ως τ' αστραγάλι και λουριά τους πέρασε από μέσα,
τον κρέμασε απ' την άμαξα να σέρνει το κεφάλι
…και τα πουλάρια ράβδισε που πρόθυμα πετάξαν
σκόνη εσήκωσε ο νεκρός…" 
Χ 395-400

Η εκδίκηση ολοκληρώνεται όταν επιστρέφει από την μάχη σύροντας τον νεκρό Έκτορα μέχρι τα καράβια όπου τον αποθέτει δίπλα στον Πάτροκλο και εκεί θα απευθυνθεί στον νεκρό:

"Αγάλου ω Πάτροκλε και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδη
ότι όλα όσα 'ταξα τα τελειώνω τώρα.
Τον Έκτορα να σύρω εδώ στους σκύλους να τον δώσω
και εις την πυρά σου δώδεκα τέκνα λαμπρά των Τρώων
από χολή του φόνου σου να σου αποκεφαλίσω…" 
Ψ 19-23

5. Η ταφή του Πατρόκλου

Ο Αχιλλέας επιμελείται με ευλάβεια την ταφή του φίλου του η οποία περιλαμβάνει ένα "τυπικό" και παρ' ότι εξελίσσεται σε συνθήκες εκστρατείας, είναι μια ολόκληρη τελετουργία:

ο πολεμικός αποχαιρετισμός όταν μετά την επιστροφή από την μάχη, οι στρατιώτες σε πλήρη εξάρτυση, περιφέρονται γύρω από τον νεκρό, το μοιρολόγι, το δείπνο προς τιμή του νεκρού, η πυραμίδα των ξύλων της πυράς, η νεκρική πομπή μέχρι την πυραμίδα, η κοπή των μαλλιών από συγγενικά και φιλικά πρόσωπα και η απόθεσή τους στον νεκρό, οι ενταφιαστές και ο ρόλος τους, η προετοιμασία του πτώματος για την πυρά, η επάλειψη με λίπος και με μέλι, οι συνοδές θυσίες, (ανθρωποθυσίες αιχμαλώτων, αλλά και ζώων), η ανακομιδή οστών και η τοποθέτησή τους σε λάρνακα, η δημιουργία των θεμελίων κτιστού οικοδομήματος - τάφου (100Χ100),οι επιτάφιοι αγώνες στους οποίους ο Αχιλλέας προσφέρει πλούσια δώρα.

Αχιλλέας και Πρίαμος - Η Λύτρωση του Έκτορα.

Η μορφή όμως του Αχιλλέα σκιάζεται από την υπερβολικό του πάθος για εκδίκηση προς τον νεκρό Έκτορα.

Η συμπεριφορά προς τους νεκρούς είναι σοβαρό ηθικό ζήτημα, που ακυρώνει ακόμη και τον νόμο της εκδίκησης, τον οποίο ο ποιητής θεωρεί αποδεκτή κατάσταση.

Ο Αχιλλέας κακοποιεί το σώμα του Έκτορα σέρνοντας το γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου (τον δίνει στα σκυλιά) και τον αφήνει άταφο επί 12 ημέρες. Η συμπεριφορά του εξοργίζει τους θεούς που αποφασίζουν να παρέμβουν, όταν ο Απόλλωνας θα παρατηρήσει με δηκτικό τρόπο για τον Αχιλλέα:

"αν και γενναίος δύναται να πέσει στην οργή μας
αφού γη άλαλη αυτός κακοποιεί με λύσσαν…" 
Ω 53-54

Οι θεοί του συστήνουν να μην παραβεί άλλο τους κανόνες και εκείνος συναινεί.

Όταν ο Πρίαμος συναντά τον Αχιλλέα στην σκηνή του, προσέρχεται ως δυστυχισμένος πατέρας που φιλάει τα χέρια του φονιά του γιου του και οι δυο τους κλαίνε, διότι εκείνη την στιγμή δεν είναι πλέον οι εχθροί που αγωνίζονται να κερδίσουν ένα πόλεμο, αλλά δυο δυστυχισμένοι άνθρωποι.

Ο Πρίαμος του θυμίζει τον γέρο του πατέρα και ο Αχιλλέας θαυμάζει τον ηρωισμό του να 'ρθει μόνος και να αιτηθεί το νεκρό σώμα του Έκτορα.

Τα λύτρα του Έκτορα είναι ένας ολόκληρος θησαυρός, από εξηναταεπτά αντικείμενα, εννέα κατηγοριών και κάθε κατηγορία αντιπροσωπεύεται αριθμητικά 3:

1) Πέπλοι - 12
2) Χλαίνες - 12
3) Τάπητες - 12
4) Επανωφόρια - 12
5) Χιτώνες - 12
6) Χρυσάφι - 10 τάλαντα (βάρος)
7) Λέβητες - 4
8) Τρίποδες -2
9) Ποτήρια -1

Αν επιχειρήσουμε να υπολογίσουμε την αξία των λύτρων για το νεκρό σώμα του Έκτορα με δεδομένα που ήδη γνωρίσαμε στην Ιλιάδα θα διαπιστώσουμε ότι είναι ένας μικρός θησαυρός, ο οποίος όμως είναι ασύγκριτα μικρότερος από όσα του πρόσφερε ο Αγαμέμνονας να συμφιλιωθούν.

Ο Αχιλλέας θα δεχθεί να εξαγορασθεί ο νεκρός και υπόσχεται εκεχειρία (11 μέρες) για να γίνει η ταφή του Έκτορα.

Αυτή είναι η συνολική εικόνα του Αχιλλέα, στην Ιλιάδα όπου χαρακτηρίζεται από επικότητα και υψηλά ιδανικά.

Ο Όμηρος μας πληροφορεί έμμεσα, ότι ο Αχιλλέας σκοτώθηκε στην Τροία (το αναφέρουν η Θέτιδα, ο Ξάνθος, ο ίδιος ο Αχιλλέας) και αυτό ενισχύει την ηρωική διάσταση της μορφής του γενναίου αλλά άτυχου πολεμιστή, διότι δίνει την ζωή του για ένα σκοπό.

Στην Οδύσσεια ο Αχιλλέας ευρίσκεται στον σκοτεινό Άδη, μαζί με όλους τους άλλους θνητούς (Αγαμέμνονα, Αίαντα…) όπου διοικεί τους νεκρούς και νοσταλγεί την ζωή, θεωρώντας καλύτερα να ήταν φτωχός και να ξενοδουλεύει, αλλά να ζει, παρά να διοικεί τους νεκρους (βουλοίμην κ' επάρουρος εών θητεύειν άλλω ανδρί παρ' ακλήρω…Λ-489) ρωτάει μάλιστα για τους δικούς του, τον Πηλέα, τον Νεοπτόλεμο, την Φθία… ο Οδυσσέας τον πληροφορεί για την άφιξη στην Τροία του γιού του και την σημαντική δράση του.

Η άλλη εικόνα του Αχιλλέα

Ο Όμηρος παράλληλα με τα επικά στοιχεία του Αχιλλέα παρουσιάζει και μια άλλη πλευρά του ήρωα που σχετίζεται στενά με την παράδοση.

Η παράδοση ήθελε τον ήρωα να εκπαιδεύεται από τον Κένταυρο Χείρονα ο οποίος τον δίδαξε ιατρική, μουσική…

Η εικόνα του τραυματισμένου από βέλος Ευρύπυλου στην Λ ραψωδία όπου ο Πάτροκλος επιλαμβάνεται της κατάστασής του επαληθεύει με τον πιο παραστατικό τρόπο την παράδοση:

"Κι είπε ο συνετός Ευρύπυλος: “ Ω Πάτροκλε γενναίε…
Τ’ ακόντι βγάλε απ’ το μηρί, νίψε το μαύρο αίμα
με χλιό νερό και χρίσε το με τα γλυκά βοτάνια
που απ’ το δικαιότατον το γένος των Κενταύρων,
τον Χείρονα έμαθε ο Αχιλλεύς κι εδίδαξε σε σένα
ότι απ’ τους δυο μας ιατρούς λαβώθηκε ο Μαχάων,
κι εις τες σκηνές μας κάθεται και έχει αυτός ανάγκην
από εξαίσιον ιατρόν και ο άλλος με τους Τρώες
κτυπιέται ο Ποδαλείριος…
Είπε και μέσα στην σκηνή αγκαλιαστά τον πήρε
και εις το τομάρι, που άπλωσεν ο ακόλουθος, τον στρώνει.
με το μαχαίρι απ’ το μηρί το πικρό βέλος βγάζει
απ’ την πληγή με χλιο νερό πλύνει το μαύρο αίμα
ρίζα του έβελε πικρή, που πρώτα με τα χέρια
εμάλαξε, παυσίπονην, που του έπαυσε τους πόνους
όλους κι εστέγνωσε η πληγή, κι εστάθηκε το αίμα”4

Όμως η εικόνα του "πεπαιδευμένου" Αχιλλέα, που υποστηρίζει η παράδοση, ο οποίος έχει ευαίσθητες πλευρές γίνεται αποδεκτή και από τον Όμηρο αφού στην Ι-184, όταν η αντιπροσωπεία πηγαίνει να βρει τον Αχιλλέα, για την συμφιλίωση με τον Αγαμέμνονα αναφέρει:

“στων Μυρμιδόνων τις σκηνές εφτάσαν και στα πλοία,
κι ήβραν αυτόν το πνεύμα του να τέρπει με γλυκείαν,
καλήν κιθάρα, τεχνική, μ’ ολάργυρον τον πήχην,
που διάλεξε απ’ τα λάφυρα την πόλιν όταν πήρε
του Αετίωνος, αυτός και την ψυχήν μ’ εκείνην
ιλάρωνε και των ανδρών τες δόξες ετραγούδα…”

Στην ίδια ραψωδία παρουσιάζεται και μια άλλη συμπληρωματική εικόνα του ήρωα με τρυφερό περιεχόμενο:

"και παραμέσα στην σκηνή κοιμήθηκε ο Πηλείδης
και δίπλα του επλάγιασε η γυνή που πήρε από την Λέσβο
και κόρη ήταν του Φόρβαντος, η όμορφη Διομήδη,
Εις άλλο μέρος ο Πάτροκλος κι είχε και αυτός στο πλάγι
την Ίφιν την καλόζωνη που του δωσε ο Πηλείδης
Όταν την Σκύρο πάτησε…
Ι 663-665

Επίσης διάφορα άλλα μυθικά στοιχεία μνημονεύει ο Όμηρος όταν η αφήγηση το επιτρέπει π.χ για το δόρυ του Αχιλλέα μας λέγει:

"φράξο από το Πήλιο βουνό, που του πατρός του ο Χείρων
είχε χαρίσει φονικό να είναι των ηρώων" 
Τ- 389,390

Ή τα όπλα που ο Αχιλλέας φορούσε αρχικά και τα παραχώρησε να πολεμήσει ο Πάτροκλος ήταν "άφθαρτα" όπως λέγει ο Δίας (Ρ -203) και αποτελούν μνεία της παράδοσης αφού "οι θεοί τα χάρισαν του πατρός του (Πηλέα)" (Ρ195)

Ο Αχιλλέας επίσης είναι διογένητος βασιλιάς δηλαδή έχει υψηλή ευγενική καταγωγή και αυτό σημαίνει πολλά για τον Όμηρο και την εποχή (μυκηναϊκή) που αναπλάθει, όμως στηρίζεται πάνω στο μύθο.

Η αναφορά που κάνει στην γενιά του Αχιλλέα μας θυμίζει παλιούς ελληνικούς μύθους:

"από γενιά καυχώμαι εγώ (κατάγομαι) του υπερτάτου Δία
ο Αιακίδης γέννησε εμένα, ο βασιλιάς
των Μυρμιδόνων, ο Πηλεύς, τον Αιακόν ο Δίας" 
Φ 187-9

Εντύπωση μας κάνει και ένα άλλο στοιχείο ότι στην καινούργια ασπίδα του Αχιλλέα, που ως πολεμικό μέσο, προστατεύει την ζωή του, όπως και κάθε πολεμιστή, πλειοψηφούν οι παραστάσεις της ειρηνικής ζωής, (δραστηριότητες όπως ο γάμος, ο θερισμός, ο τρύγος, η χαρά, ο χορός), συνεπώς αυτό που προβάλλει ένας σκληρός πολεμιστής όπως ο Αχιλλέας, ακόμη και την ώρα του πολέμου, είναι η "ειρήνη" (οξύμωρο).

Η σοφία και η σύνεση τιμάται από τον Αχιλλέα γι' αυτό και οι γέροι συμβουλάτορες όπως π.χ. ο Φοίνικας, ή ο Νέστορας που είναι σοφοί άνδρες, τιμώνται, μάλιστα ο Νέστορας τιμάται ξεχωριστά από τον Αχιλλέα στους αγώνες της ταφής του Πατρόκλου, χωρίς να συμμετέχει σε κάποιο αγώνισμα και ο Φοίνικας ορίζεται αγωνοδίκης στους αγώνες για τον Πάτροκλο.

Ο δόλος είναι κάτι που δεν ταιριάζει στην φύση του Αχιλλέα παρ' ότι ο Όμηρος αρέσκεται να τον εγκωμιάζει, (γενικά το τέχνασμα έχει την τιμητική του στην Ψ315) όμως στις αρματοδρομίες το τέχνασμα του Αντίλοχου, κρίνεται αντικανονικό και ο χρήστης επικρίνεται έντονα από τον Μενέλαο.

Ο Όμηρος λοιπόν μνημονεύει πολλά στοιχεία που συνδέονται με τον Αχιλλέα τα οποία αναπτύσσουν και οι μύθο που συναντήσαμε στην εξωομηρική γραμματεία:

Οι γονείς του Αχιλλέα είναι ο Πηλέας και η θεά Νηρηίδα η Θέτιδα, που δεν βρίσκεται στην Φθία αλλά κυρίως κοντά στον Νηρέα και στις αδελφές της.

Μνημονεύει τους γάμους του Πηλέα στο Πήλιο (το μήλο της Έριδος) που έγινε η αρχή του τρωικού πολέμου (Ω 28-30).

Το βασίλειο του Αχιλλέα είναι στην Φθία, εκεί βασιλεύει ο πατέρας του, στην Ελλάδα και στην Φθία, στους Μυρμιδόνες, αφού έτσι αποκαλούνται οι στρατιώτες του Αχιλλέα.

Τον γιο του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμο, τον μνημονεύει και ο Όμηρος, να ζει στην Σκύρο ενώ πολλά στοιχεία συμπληρώνει στην Οδύσσεια για την στρατολόγησή του από τον Οδυσσέα, την συμμετοχή του στην άλωση της πόλης …και ο γνωστός μύθος της παραμονής του Αχιλλέα εκεί ζωντανεύει.

Σημαντική είναι και η μνεία του ποταμού Σπερχειού, αφού ως περιοχή (πηγές) έχει σχέση με τον Πηλέα, όπως και οι πόλεις Άλος, Αλόπη, Τρηχίνα.

Η Σκύρος, ο Νεοπτόλεμος, ο Πηλέας, η Φθία, η Ελλάς, οι Μυρμιδόνες… συνθέτουν ένα πλαίσιο στην παρουσία του Αχιλλέα που εκτείνεται ανάμεσα στους μύθους και σε ρεαλιστικά στοιχεία που μπορούν ν' αξιολογηθούν και να μελετηθούν.

Ο Όμηρος λοιπόν στηρίζεται πάνω σε μύθους που είναι ήδη διαδεδομένοι και διαμορφωμένοι πολύ πριν από αυτόν, όμως ο ίδιος δεν κινείται αποκλειστικά στα πλαίσια των μύθων, που του παραδόθηκαν, αλλά προσπαθεί να εκλογικέψει το μυθώδες και ν' απομυθοποιήσει μια πληθωρική παράδοση που κυριαρχείται από υπερβολές.

Η θέση του Αχιλλέα στον αχαϊκό στρατό. (σύγκριση με τους υπολοίπους Έλληνες βασιλείς και τους Φθίους).

Το σχήμα διοίκησης των Αχαιών (Αχιλλέας - Αγαμέμνονας)

Ήδη από την Α΄ ραψωδία ο ποιητής καθορίζει ποιος είναι ο αρχηγός των Ελλήνων μάλιστα προσδίδει ένα ειδικό ρόλο στον Αγαμέμνονα όταν λέγει για εκείνον:

“….σηκώθη ευθύς ο ήρως,
πολλών κυρίαρχος λαών, ο Ατρείδης Αγαμέμνων…” 
Α-101,2

Επίσης ο ίδιος ο Αγαμέμνονας αυτοκαθορίζεται σε σχέση με τους άλλους και θα πει στον Αχιλλέα:

“…εις την σκηνή σου θα έλθω να πάρω εγώ το δώρο σου
για να μάθεις πόσο σου είμαι ανώτερος εγώ, και να τρομάζει
και άλλος μ’ εμέ να συγκριθεί και όμοιος να γίνει εμπρός μου…” 
Α – 186,7

Σ’ αυτόν τον διαχωρισμό του Αγαμέμνονα από τους άλλους βασιλείς ανταποκρίνονται και τα λόγια κατόπιν του Νέστορα:

“…μήτε εσύ Πηλείδη,
θελήσεις ν’ αντιμάχεσαι στον μέγαν βασιλέα,
διότι κάτι ανώτερα τιμάται ο σκηπτροφόρος
εκείνος όπου ευδοκήσε να τον δοξάσει ο Δίας…” 
Α – 276,8

Υπό την διοίκηση λοιπόν του Αγαμέμνονα βρισκόταν όλος ο στρατός και οι υπόλοιποι βασιλείς που ακολούθησαν στην εκστρατεία.

Το σχήμα διοίκησης το οποίο φυσιολογικά έπρεπε να υπάρχει σ’ ένα στρατό 70.000- 80.000 ανδρών, δεν το καταθέτει αναλυτικά ο Όμηρος, όμως μέσα από διάσπαρτες αναφορές πληροφορούμαστε μια ηγετική ομάδα.
 
Στην Β ραψωδία, λοιπόν, αναφέρεται ότι ο Αγαμέμνονας καλεί συνέλευση του στρατού και όταν οι κήρυκες συγκέντρωσαν τους στρατιώτες:

“εκείνοι εκράξαν και γοργά συνάζονταν τα πλήθη .
Πρώτα εκάθισε η βουλή των σεβαστών γερόντων…” 
Β – 52,3

Εδώ ο ποιητής δεν μας λέει ποιοι ήταν αυτοί, παρ' ότι αποδέχεται ένα όργανο συλλογικό διοίκησης (βουλή) όμως στην ίδια ραψωδία θα μας ενημερώσει για την ηγετική ομάδα:

“και των Παναχαιών εκεί τους γέροντας καλούσε
και πρώτιστα τον Νέστορα και τον Ιδομενέα
τους δύο Αίαντες και τον Τυδείδην και έκτον
τον Οδυσσέα, που έμοιαζε στην γνώση με τον Δία
και μόνος αυτοκάλεστος του ήλθε ο γενναίος
Μενέλαος...”

Βέβαια στις συνόδους που αναφέρει το κείμενο, διακρίνουμε και ομιλητές που όμως είναι ελάχιστα πρόσωπα.

Για παράδειγμα στην Ι ραψωδία, ο Αγαμέμνονας συγκαλεί σύνοδο και μιλούν ο ίδιος, ο Διομήδης και ο Νέστορας.

Στην Κ ραψωδία, όταν χρειάζεται να γίνει μια επιχείρηση νυκτερινής κατασκοπείας, ο Αγαμέμνων πρώτα συναντά τον Μενέλαο, μετά τον Νέστορα ο οποίος του λέγει να προσκαλέσει κι άλλους και ονομάζει τους πιο σημαντικούς:

“πρόθυμα εγώ σ’ ακολουθώ και ας σηκωθούνε κι άλλοι,
ο Διομήδης, ο ακουστός εις τα άρματα Οδυσσέας,
ο ταχύς Αίαντας (ο Λοκρός) και μ’ αυτούς ο Μέγης Φυλεϊδης.
Κάποιο τώρα ηθέλαμε και αυτούς να προσκαλέσει
Και τον ισόθεο Αίαντα(Τελαμώνιος) και τον Ιδομενέα…” 
Κ – 107 –112

Στην προηγούμενη ομάδα, λοιπόν απλά προστίθεται ο Μέγης, όμως στο υπάρχον σχήμα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι απουσιάζει ο Αχιλλέας επειδή απέχει από τις πολεμικές επιχειρήαεις.

Έτσι όταν επιστρέφει στον πόλεμο, στην συνέλευση του στρατού πριν την έναρξη της μάχης ο Όμηρος μας παρουσιάζει το γεγονός με συναρπαστικό τρόπο:

Και παίρνει την ακρογιαλιά ο θείος Αχιλλέας
Και με κραυγή τρομακτική σηκώνει τους Αργείους
Και αυτοί που πάντοτε έμεναν στην περιοχή των πλοίων
Και όσοι τα πλοία κυβερνούν και στρέφουν το πηδάλι
Οι οικονόμοι, οι μοιρασταί του σίτου, έτρεξαν όλοι
Στην σύνοδο που φάνηκε και παλι ο Πηλείδης…
Τ 41-45

Αν παρατηρήσουμε συνολικά το κείμενο της Ιλιάδας, θα διαπιστώσουμε, ότι από τους σαραντατέσσερις ηγεμόνες που στην Β καταγράφονται ν’ ακολουθούν τον Αγαμέμνονα, δεν έχουν όλοι ηγετικό ρόλο, ούτε είναι όλοι βασιλείς, όμως από αυτούς που αποκαλούνται βασιλείς, δεν έχουν όλοι πρωταγωνιστικό ρόλο.

Όσοι όμως αναφέρθηκαν, είναι αυτοί που εμφανίζονται συχνά και στην μάχη, έχουν αριστεία και καθοριστική παρέμβαση.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι αυτοί αναλαμβάνουν το βάρος του πολεμικού αγώνα, διαβουλεύονται και στο τέλος στην ταφή του Πατρόκλου, μόνο μια κλειστή ομάδα, θα συμμετάσχει στην διεκδίκηση των αθλητικών βραβείων στους αγώνες που διοργανώνει ο Αχιλλέας.

Συνεπώς τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα που ο ποιητής στο έργο του παρουσιάζει ως ηγετική ομάδα των Αχαιών έχει το ακόλουθο σχήμα:

ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Νέστορας
Οδυσσέας

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Ιδομενέας Βασιλείς -
Ηγέτης - Παμβασιλεύς Διομήδης Αρχηγοί
Αίαντας (Τελ.)
Μενέλαος
Αίαντας (Λοκρ.)
Μέγης

Σ' αυτό το σχήμα αν και συμπεριλαμβάνονται ο Μέγης και ο Αίαντας ο Λοκρός έχουν όμως πιο αποδυναμωμένη παρουσία.

Εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά το σχήμα διοίκησης θα διαπιστώσουμε ότι οι υπόλοιποι Φθίοι βασιλείς είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτοι στο όλο σχήμα της εξουσίας ενώ ο Αχιλλέας έχει κεντρικό ρόλο και συμμετοχή στις αποφάσεις.

Επίσης παρατηρούμε ότι στο συμβούλιο, συμμετέχουν δύο Αιακίδες ο Αχιλλέας και ο Αίαντας οι οποίοι έχουν πρωταγωνιστική θέση και στο έπος!

Τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του Αχιλλέα.

Ο Όμηρος περιγράφει γύρω από τον Αχιλλέα ένα περιβάλλον ανθρώπων που συνδέεται στενά μαζί του διότι έχουν ταξιδέψει μαζί του και προέρχονται από την πατρίδα του την Φθία.

Πέντε από αυτούς είναι οι διοικητές Λοχαγοί στα πέντε σώματα των 2.500 Μυρμιδόνων και δείχνουν να έχουν υψηλή κοινωνική θέση κοντά στον βασιλιά, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι αναμεσά τους συγκαταλέγονται ο ανιψιός του Αχιλλέα ο Μενέσθιος και ο Φοίνικας.

Είναι λοιπόν οι Μενέσθιος, Εύδωρος, Πείσανδρος, Φοίνικας και Αλκιμέδων.

Ο Όμηρος μας παραθέτει τα στοιχεία καταγωγής τους και μαθαίνουμε κάποιες πληροφορίες:

Ο Μενέσθιος ήταν εγγονός του Πηλέα, γιος της κόρης του Πολυδώρας και του θεού ποταμου Σπερχειού, ενώ ο θνητός πατέρας του ονομαζόταν Βώρος, από βασιλική γενια αφού ήταν γιός του Περιήρη και εγγονός του Αιόλου, (δισέγγονο του Έλληνα).

Κατά μια παράδοση5 η Πολυδώρα δεν ήταν κόρη, αλλά γυναίκα του Πηλέα και συνεπώς ο Μενέσθιος ήταν αδελφός του Αχιλλέα.

Ο Εύδωρος ήταν γιος του Ερμή και της Πολυμήλας, θετός πατέρας του ήταν ο Εχεκλής που ήταν γιός του Άκτορα, όνομα που "ταυτίζεται" με τον παππού του Πατρόκλου.

Ο Πείσανδρος ήταν γιός του Μαιμάλου.

Ο Φοίνικας ήταν γιός του Αμύντορα και αρχηγός των Δολόπων, είναι στενός συγγενής, ξάδελφος με τον βασιλιά Εύμηλο (Φθίος), που διοικεί βασίλειο γειτονικό με του Αχιλλέα.

Ο Αλκιμέδων ήταν γιος του Λαέρκη και όπως μαθαίνουμε στην Ρ-467 είναι εγγονός του Αίμονα.

Σ' αυτούς θα προσθέσουμε τον φυγά Επειγέα, (γιος του Αγακλή) που ενώ ήταν ο βασιλιάς της πόλης Βούδειον (Π-570) έφυγε εξαιτίας ενός φόνου, ο Πηλέας τον δέχτηκε κοντά του και τον έστειλε με τον Αχιλλέα στην Τροία.

Στο στενότερο περιβάλλον του Αχιλλέα συμπεριλαμβάνονται ο Πάτροκλος και ο Φοίνικας.

Ο Πάτροκλος κατά τον Όμηρο είναι παιδικός φίλος του Αχιλλέα, (όμως είναι μορφή με αινιγματικό ρόλο) είναι γιος του Μενοικέα που ήρθε στην Φθία από την Οπούντα (πόλη των Λοκρών) εξαιτίας ενός φόνου ενός άλλου παιδιού, του Κλησώνυμου (ή του Αιάνη).

Τον πατέρα του Μενοίτιο τον συναντάμε στην Φθία όταν ο Οδυσσέας στρατολόγεί τον Αχιλλέα, αλλά διαπιστώνουμε ότι παραμένει εκεί, όταν ο Αχιλλέας αναφέρεται τυχαία στην αρχή της Π ραψωδίας, για τους γονείς τους.

Βέβαια στην Οπούντα τώρα είναι βασιλιάς ο Αίας ο Λοκρός, συνεπώς είναι λογικό ο Μενοίτιος να βρίσκεται στην Φθία.

Παππούς του Πατρόκλου ήταν ο Άκτορας ο βασιλιάς της πόλης Φερές, ο οποίος φέρεται να έχει παντρευτεί την Αίγινα, την μητέρα του Αιακού και ο Μενοίτιος είναι γιός της, συνεπώς ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος έχουν πολύ στενή συγγενική σχέση.
 
Η στενή τους συγγενική σχέση προκύπτει και από την αναφορά του Απολλόδωρου6 ότι ο Πάτροκλος κατά τον "Φιλοκράτη ήταν γιος του Μενοικέα και της Πολυμήλης της κόρης του Πηλέα"! κάτι που σημαίνει ότι είναι πρώτα ξαδέλφια.

Εντύπωση επίσης μας κάνει ότι δεν αναφέρεται να διοικεί κανένα από τα πέντε σώματα των Μυρμιδόνων, όμως ο Αχιλλέας του εμπιστεύεται όλο τον στρατό των Μυρμιδόνων στις διαταγές του, ντύνεται με την δική του πανοπλία και ο Όμηρος τον περιγράφει ως πολύ γενναίο πολεμιστή.

Ο Φοίνικας, είναι ο γιος του Αμύντορα, ο παιδαγωγός του Αχιλλέα και ο στρατιωτικός διοικητής των Δολόπων. Ήρθε στην Φθία κοντά στον Πηλέα μετά από ένα επεισόδιο με τον πατέρα του όταν καθ' υπόδειξη της μητέρας του πλάγιασε με την παλλακίδα του Αμύντορα την Φθία και εκείνος τον καταρράστηκε (Ι 446-484). Ο Πηλέας τον δέχτηκε και τον τοποθέτησε διοικητή των Δολόπων. Ο Απολλόδωρος7 μας διασώζει μια άλλη εκδοχή, ότι ο πατέρας του τον τύφλωσε, επειδή η Φθία τον κατηγόρησε και ο Πηλέας τον έφερε στον Χείρωνα ο οποίος τον έκανε καλά.
 
Η σχέση του με τον Αχιλλέα είναι πολύ στενή, διότι αποτελεί ένα πρόσωπο υψηλής εμπιστοσύνης του Πηλέα, όμως παρατηρούμε ότι το βράδυ της πρεσβείας βρίσκεται κοντά στους άλλους αρχηγούς και όχι στον Αχιλλέα.

Σημαντικό πρόσωπο κατά τον ποιητή φαίνεται να είναι και ο Βαθυκλής, ο γιος του Χάλκωνα από την Ελλάδα, που σκοτώνεται στην Π 594.

Ό Όμηρος θέλει το πολύ στενό περιβάλλον του Αχιλλέα να το αποτελούν φυγάδες λόγω προσωπικών ζητημάτων και όχι για πολιτικούς λόγους εκτοπισμένοι από την εξουσία.
-------------------
1 Υπάρχουν εντάσεις διότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί δυϊκό αριθμό αναφερόμενος στον Αίαντα κάτι που δηλώνει την παρουσία και των δύο Αιάντων (Τελαμωνίου και Οϊλέως)
2 όμως ο ποιητής αντιλαμβάνεται ότι είναι δύσκολο κάποιος να είναι ισάξια καλός στο λόγο και στα πολεμικά έργα, γι' αυτό θα τονίσει σχολιάζοντας τον Έκτορα και τον Πολυδάμα:
"ο ένας στ' άρματα καλός ο άλλος εις τον λόγον" Σ-252
3 “Δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε
και χλαίνες δώδεκα μονές και τάπητες ομοίως
και τόσα επανωφόρια , τόσους κοντούς χιτώνες
και δέκα ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερις λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν
κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βερύτιμο που οι Θράκες
του είχαν δωρήσει τον καιρό που πήγε απεσταλμένος
και μήτε εκείνο εκράτησε ο γέρος τόση είχε
την λαχτάρα το αγαπητό παιδί να εξαγοράσει….” Ω-229,37
4 παρατηρούμε όμως ότι ο Αχιλλέας δεν ασκεί κανένα ιατρικό ρόλο στην αρχή όταν ο λοιμός πλήτει τους Αχαιούς,
“και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα
εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρα ακόντια
αδιάκοπα και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.” Α-50,3
5 Απολλόδωρος.Βιβλ. 3..13.4 η Πολυδώρα ήταν κόρη του Περιήρη και γυναίκα του Πηλέα.
6 Απολλόδωρος Βιβλ. 3.13.8 ή του Μενοικέα και της Σθενέλης που είναι κόρη του Ακάστου.
7 Απολλόδωρος Βιβλ. 3.13.8