Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Εἰρήνη (1191-1225)

ΤΡ. ἰοὺ ἰού.
ὅσον τὸ χρῆμ᾽ ἐπὶ δεῖπνον ἦλθ᾽ εἰς τοὺς γάμους.
ἔχ᾽, ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ταυτῃί·
πάντως γὰρ οὐδὲν ὄφελός ἐστ᾽ αὐτῆς ἔτι.
1195 ἔπειτ᾽ ἐπιφόρει τοὺς ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας
καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους.

ΔΡΕΠΑΝΟΥΡΓΟΣ
ποῦ ποῦ Τρυγαῖός ἐστιν; ΤΡ. ἀναβράττω κίχλας.
ΔΡ. ὦ φίλτατ᾽, ὦ Τρυγαῖ᾽, ὅσ᾽ ἡμᾶς τἀγαθὰ
δέδρακας εἰρήνην ποήσας· ὡς πρὸ τοῦ
1200 οὐδεὶς ἐπρίατ᾽ ἂν δρέπανον οὐδὲ κολλύβου,
νυνὶ δὲ πέντε γ᾽ αὐτὰ δραχμῶν ἐμπολῶ,
οὐκ ἂν πριαίμην οὐδ᾽ ἂν ἰσχάδος μιᾶς.
Ο. Κ. τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει
1225 ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας;
ὁδὶ δὲ τριδράχμους τοὺς κάδους εἰς τοὺς ἀγρούς.
ἀλλ᾽, ὦ Τρυγαῖε, τῶν δρεπάνων τε λάμβανε
κάδων θ᾽ ὅ τι βούλει προῖκα· καὶ ταυτὶ δέχου·
1205 ἀφ᾽ ὧν γὰρ ἀπεδόμεσθα κἀκερδάναμεν
τὰ δῶρα ταυτί σοι φέρομεν εἰς τοὺς γάμους.
ΤΡ. ἴθι νυν, καταθέμενοι παρ᾽ ἐμοὶ ταῦτ᾽ εἴσιτε
ἐπὶ δεῖπνον ὡς τάχιστα· καὶ γὰρ οὑτοσὶ
ὅπλων κάπηλος ἀχθόμενος προσέρχεται.
ΟΠΛΩΝ ΚΑΠΗΛΟΣ
1210 οἴμ᾽ ὡς προθέλυμνόν μ᾽, ὦ Τρυγαῖ᾽, ἀπώλεσας.
ΤΡ. τί δ᾽ ἐστίν, ὦ κακόδαιμον; οὔ τί που λοφᾷς;
Ο. Κ. ἀπώλεσάς μου τὴν τέχνην καὶ τὸν βίον,
καὶ τουτουὶ καὶ τοῦ δορυξοῦ ᾽κεινουί.
ΤΡ. τί δῆτα τουτοινὶ καταθῶ σοι τοῖν λόφοιν;
1215 Ο. Κ. αὐτὸς σὺ τί δίδως; ΤΡ. ὅ τι δίδωμ᾽; αἰσχύνομαι.
ὅμως δ᾽ ὅτι τὸ σφήκωμ᾽ ἔχει πόνον πολύν,
δοίην ἂν αὐτοῖν ἰσχάδων τρεῖς χοίνικας,
ἵν᾽ ἀποκαθαίρω τὴν τράπεζαν τουτῳί.
Ο. Κ. ἔνεγκε τοίνυν εἰσιὼν τὰς ἰσχάδας·
1220 κρεῖττον γάρ, ὦ τᾶν, ἐστιν ἢ μηδὲν λαβεῖν.
ΤΡ. ἀπόφερ᾽ ἀπόφερ᾽ ἐς κόρακας ἀπὸ τῆς οἰκίας.
τριχορρυεῖτον, οὐδέν ἐστον τὼ λόφω.
οὐκ ἂν πριαίμην οὐδ᾽ ἂν ἰσχάδος μιᾶς.
Ο. Κ. τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας;

***
Βγαίνει από το σπίτι ο Τρυγαίος, με λοφία από κράνος στα χέρια του·
τον συνοδεύει ο υπηρέτης.

ΤΡΥ. Πωπώ!
Βρε κόσμος για του γάμου το τσιμπούσι!
Σκούπισε τα τραπέζια με τις φούντες·
έτσι κι αλλιώς αχρείαστες είναι τώρα.
Έπειτα φέρνε πίτες, φέρνε τσίχλες,
κομμάτια από λαγούς και φραντζολάκια.

Έρχονται δυο άνθρωποι· ο ένας κρατά δρεπάνια, ο άλλος κουβάδες.
Ο ΔΡΕΠΑΝΑΣ
Πού είν᾽ ο Τρυγαίος; ΤΡΥ. Εδώ ᾽μαι· ψήνω τσίχλες.
ΔΡΕ. Αγαπητέ Τρυγαίε, με την ειρήνη
που ᾽καμες, τί καλά μάς έχεις φέρει!
Ως χτες ούτε λεπτό δεν έδινε ένας,
1200δρεπάνι ν᾽ αγοράσει· σήμερα όμως
πουλώ πέντε δραχμούλες το ένα· ο φίλος,
τρεις δραχμές τους κουβάδες για τον κάμπο.
Κουβάδες και δρεπάνια, νά, όσα θέλεις,
χάρισμα πάρ᾽ τα εσύ· δέξου και τούτα·
Του προσφέρνει μερικά δώρα.
πουλήσαμε πολλά, κι από τα κέρδη
σού τα κάνουμε δώρο για το γάμο.
ΤΡΥ. Ακουμπήστε τα χάμω και περάστε
μέσα για το τραπέζι· μα έρχεται ένας
οπλοπώλης πολύ κατσουφιασμένος.

Έρχεται ένας οπλοπώλης και από πίσω του άλλοι συνάδελφοί του,
κρατώντας είδη της τέχνης τους: φούντες για κράνη, θώρακες, σάλπιγγες,
κράνη, δόρατα· μιλεί ως εκπρόσωπός τους αυτός που κρατά τις φούντες.

Ο ΟΠΛΟΠΩΛΗΣ
1210Τρυγαίε, μ᾽ έχεις συθέμελα χαλάσει.
ΤΡΥ. Γιατί, καημένε; Φούντωσε η αρρώστια
της φούντας; ΟΠΛ. Πάει η τέχνη μου, η ζωή μου·
κι αυτού του κονταρά· κι εκείνου του άλλου.
ΤΡΥ. Γι᾽ αυτές εδώ τις φούντες τί γυρεύεις;
ΟΠΛ. Εσύ τί δίνεις; ΤΡΥ. Ντρέπομαι, καημένε·
κόπος, να μπει μια φούντα μες στη βάση·
γι᾽ αυτό, τρεις κούπες σύκα σου τις δίνω·
καλές, για να σκουπίζω το τραπέζι.
ΟΠΛ. Φέρε τα σύκα, ας είναι, τί να γίνει;
1220Από τίποτα… ΤΡΥ. Πάρ᾽ τες, πάρ᾽ τες πίσω.
Τί φούντες είν᾽ αυτές; Αυτές μαδάνε.
Δε δίνω ούτ᾽ ένα σύκο· παρ᾽ τες, φύγε.
ΟΠΛ. Ο θώρακας αυτός στοιχίζει δέκα
μνες· κι έχει τέχνη· αλλά τί να τον κάμω;

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΑΤΡΕΙΔΕΣ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Κόρη του Τυνδάρεου και της Λήδας, αδελφή της Ελένης και των Διοσκούρων, και της Τιμάνδρας, της Φοίβης και της Φιλονόης, που σπάνια αναφέρονται.
 
Για τον γάμο της με τον Αγαμέμνονα παραδίδεται ότι έγινε, γιατί εκείνος την πόθησε, αφού πρώτα σκότωσε τον πρώτο σύζυγό της και γιο του Θυέστη Τάνταλο, καθώς και το παιδί τους χτυπώντας το στο έδαφος. Τα αδέλφια της Κλυταιμνήστρας, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι Διόσκουροι, καταδίωξαν το ζεύγος θέλοντας να απαλλάξουν την αδελφή τους από τον ανεπιθύμητο γάμο, μέχρι που ο Αγαμέμνονας κατέφυγε στον πατέρα τους και πεθερό του Τυνδάρεο, ο οποίος και αποδέχθηκε τον γάμο (Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1148-1156· Απολλόδ., Επιτομή 2.15 κ.ε.).
 
Είχε τεράστια γαλάζια μάτια και ο άνδρας της παίνευε την ομορφιά, τη λυγερή κορμοστασιά, την επιδεξιότητά της στα γυναικεία έργα. Αν δεν ήταν η ομορφιά της αδελφής της Ελένης, θα αναδεικνυόταν περισσότερο η δική της θεϊκή ομορφιά που την έκαμνε μοναδική.
 
Με τον Αγαμέμνονα απέκτησε τέσσερα κορίτσια και ένα γιο, τον Ορέστη. Οι κόρες στην Ιλιάδα ονομάζονται Χρυσόθεμη, Λαοδίκη (στην τραγωδία αντικαθίσταται από την Ηλέκτρα), Ιφιάνασσα (Ι 144 κ.ε.), ενώ η Ιφιγένεια, η κόρη που εμπνέει τους τραγικούς, αποσιωπάται. Η Κλυταιμνήστρα ανέθρεψε και την ανεψιά της Ερμιόνη, την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, που την εποχή της απαγωγής της μητέρας της ήταν εννέα χρονών.
 
Θυσία Ιφιγένειας
 
Όταν ο στόλος συγκεντρώθηκε στην Αυλίδα, εγκλωβίστηκε εκεί από την άπνοια ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από ενάντιους ανέμους (για τις αιτίες βλ. Αγαμέμνων). Η θυσία της κόρης του στρατηγού, της Ιφιγένειας, θα απεγκλώβιζε τον στόλο από την απραξία. Ο Αγαμέμνονας δέχτηκε να τελέσει τη θυσία είτε από φιλοδοξία (Αισχύλος, Αγαμέμνων) είτε για το κοινό καλό (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι). Με δόλο ζήτησε από τη γυναίκα του να έρθει στην Αυλίδα, ισχυριζόμενος αρραβώνα της κόρης τους με το πρωτοπαλίκαρο των Ελλήνων, τον Αχιλλέα. Κρυφά τέλεσε τη θυσία και μετά έστειλε την Κλυταιμνήστρα πίσω στο Άργος. Από εκείνη τη στιγμή η Κλυταιμνήστρα εξύφαινε σχέδια εκδίκησης, ενώ στα υπόλοιπα παιδιά τους δεν φερόταν καλά· τον Ορέστη τον έδιωξε μακριά, την Ηλέκτρα την είχε σαν δούλη. Ο Ευριπίδης της φόρτωσε και το γεγονός ότι ο Τήλεφος χρησιμοποίησε τον μικρό Ορέστη ως όμηρο, προκειμένου να πείσει τους Αχαιούς να του γιατρέψουν την παλιά πληγή από το δόρυ του Αχιλλέα.
 
Τα Τρωικά

Για αρκετό καιρό μετά την αποχώρηση του Αγαμέμνονα, η Κλυταιμνήστρα έμεινε πιστή στον άνδρα της. Εξάλλου, ο σύζυγος είχε προνοήσει να αφήσει δίπλα της, σύμβουλό της και πληροφοριοδότη του, τον αοιδό Δημόδοκο. Εκείνη, όμως, γρήγορα υπέκυψε στην πολιορκία του Αίγισθου, ίσως γιατί είχε πληροφορηθεί τη σχέση του με τη Χρυσηίδα, ίσως από εκδίκηση για τη θυσία της Ιφιγένειας, ίσως από προτροπή του Ναύπλιου που είχε βάλει σκοπό της ζωής του να διαφθείρει τις γυναίκες των Ελλήνων στρατηγών, προκειμένου να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του Παλαμήδη.
 
Ο φόνος του Αγαμέμνονα
 
Σύμφωνα με τον Αισχύλο (Αγαμέμνων, 458 π.Χ.), ο οποίος μάλλον ακολουθεί τον Πίνδαρο (Πυθ. 11.17 κ.ε.*) και τον παλαιότερο Στησίχορο (7ος-6ος αι. π.Χ.), τη δολοφονία οργάνωσε και εκτέλεσε η Κλυταιμνήστρα, ενώ ο Αίγισθος, άβουλος και δειλός, καυχιέται ότι κατέστρωσε το σχέδιο έχοντας ως κίνητρο την ύβρι που είχε διαπράξει ο πατέρας (ή παππούς) του Αγαμέμνονα, ο Ατρέας, σκοτώνοντας τα παιδιά του αδελφού του Θυέστη και παραθέτοντάς τα ως δείπνο στον πατέρα τους.
 
Τα κίνητρα της Κλυταιμνήστρας ήταν η θυσία της κόρης της Ιφιγένειας, την οποία ο Αγαμέμνων εκτέλεσε χωρίς πολλούς ενδοιασμούς, αλλά και το γεγονός ότι ο σύζυγός της είχε φέρει στο παλάτι την ερωμένη του Κασσάνδρα και μάλιστα της είχε ζητήσει να τη δεχτεί με συμπάθεια. Στον Στησίχορο η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει τον Αγαμέμνονα με τσεκούρι (πρβ. και Ευρ., Τρωάδες 361-362), ενώ στον Αισχύλο η Κλυταιμνήστρα παγιδεύει τον Αγαμέμνονα με ένδυμα από το οποίο δεν υπάρχει διέξοδος: τα μανίκια και ο λαιμός ήταν ραμμένα. Με σπαθί θα σκοτώσει και την Κασσάνδρα.

Η κόρη τους Ηλέκτρα απέδωσε αγριότητα στην Κλυταιμνήστρα την ώρα του φόνου, που προκαλεί τρόμο: η μητέρα της πετσόκοψε το νεκρό σώμα του άνδρα της και πατέρα των παιδιών της και στη συνέχεια καθάρισε από πάνω της τα αίματα με τα μαλλιά του νεκρού (Σοφ., Ηλ. 442-446**).
 
Ο φόνος της Κλυταιμνήστρας
 
Επτά χρόνια μετά, ο Ορέστης εμφανίζεται στο παλάτι ως απεσταλμένος του Στρόφιου, βασιλιά της Φωκίδας, προκειμένου να αναγγείλει τον θάνατο του Ορέστη και να ρωτήσει αν η στάχτη του νεκρού θα έπρεπε να μεταφερθεί στο Άργος ή να μείνει στην Κίρρα (της Φωκίδας). Η Κλυταιμνήστρα, απαλλαγμένη από τον φόβο της εκδίκησης του γιου της, κάλεσε τον Αίγισθο να επιστρέψει στο παλάτι, καθώς εκείνος απουσίαζε. Τότε τον σκότωσε ο Ορέστης. Τις κραυγές του άκουσε η βασίλισσα, η οποία εμφανίστηκε με σπαθί στο χέρι. Όταν ο γιος σήκωσε το δικό του σπαθί για να τη σκοτώσει, η Κλυταιμνήστρα επικαλέστηκε την ιδιότητά της ως μητέρας και του έδειξε γυμνό τον μαστό, απ' όπου τον είχε θηλάσει. Ο δισταγμός του Ορέστη υπερνικήθηκε, όταν ο Πυλάδης του θύμισε την εντολή του Απόλλωνα, επομένως τον θεϊκό χαρακτήρα της τιμωρίας.
---------------------------
*ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
 
Του Κάδμου κόρες, ω Σεμέλη εσύ,
που γειτονεύεις με του Ολύμπου τις θεές,
κι ω Λευκοθέα Ινώ,
συθάλαμη με τις Νεράιδες του γιαλού,
πάρτε την αριστογέννα μάνα του Ηρακλή
κι ελάτε στη Μελία, [4]
μες στο άδυτο του θησαυρού με τα χρυσά τριπόδια,
που απ' τους άλλους πιότερο τον τίμησε ο Λοξίας [5]
 
Ιβ
και Ισμήνιο τον είπε,
τον θώκο των αλάθητων των μάντεων.
Εκεί και τώρα σας καλεί ο θεός, της Αρμονίας ω κόρες,
να συναχθείτε όλες μαζί, ο ντόπιος στρατός των ηρωίδων,
τη δίκαιη τάξη την ιερή να υμνήσετε και την Πυθώ [9]
και τον δικαιοκρίτη ομφαλό της γης, [10]
την ώρα την εσπερινή,
 
τιμώντας την εφτάπυλη τη Θήβα
και της Κίρρας τους αγώνες,
εκεί που ο Θρασυδαίος τη μνήμη της εστίας
της πατρικής ζωντάνεψε και τρίτο της χάρισε στεφάνι,
σαν νίκησε στις εύφορες πεδιάδες του Πυλάδη [15]
που τον Ορέστη τον Λάκωνα είχε για φίλο·
 
IIα
αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του,
τον άρπαξε απ' τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια
η Αρσινόη, η παραμάνα του,
και τον εγλίτωσε απ' τη φριχτή συνωμοσία,
την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,
την έστελνε, απ' τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη, [20]
με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,
στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα
 
IIβ
η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια,
σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ' την πατρίδα,
που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό τής έφερε,
ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε
σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι; [25]
Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,
και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά
 
IIγ
από τα στόματα των άλλων·
ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.
Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος
που γεννά η μεγάλη ευτυχία·
τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει. [30]
 
Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,
μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,
 
IIIα
την κόρη την προφήτισσα παίρνοντας στον λαιμό του
κι αφού για χάρη της Ελένης επυρπόλησε
των Τρώων τα σπίτια και την ευδαιμονία τους εχάλασε. [34]
Όμως ο Ορέστης, το νιο το παλικάρι, στον γέρο φίλο του
έφτασε, στον Στρόφιο, που κατοικούσε [35]
στου Παρνασσού τα ριζοβούνια· [36]
και σαν επέρασε καιρός, με τη βοήθεια του Άρη
τη μάνα του τη σκότωσε
κι έπνιξε τον Αίγιστο στο αίμα.
 
IIIβ
Ωστόσο, φίλοι, μήπως παρασύρθηκα
και τρίστρατο μπλεγμένο πήρα,
ενώ πρωτύτερα σε ίσιο τραβούσα δρόμο;
ή μήπως κάποιος άνεμος έξω απ' την πορεία μ' έριξε
σαν βάρκα μες στο πέλαγο; [40]
Όσο για σένα, Μούσα, αν με αμοιβή
συμφώνησες να δίνεις τη φωνή σου,
κι έργο σου είναι κάθε φορά
τούτο ή τ' άλλο ν' ανακινείς μ' ασημωμένη γλώσσα,
 
IIIγ
τώρα είναι η σειρά του Πυθόνικου, του πατέρα,
και του Θρασυδαίου, που δόξα τούς λαμπρύνει κι ευφροσύνη. [45]
Από καιρό με το άρμα τους εκέρδισαν τη νίκη
στης Ολυμπίας τους ξακουστούς αγώνες
κι απόχτησαν με τ' άτια τους της φήμης την αχτίδα
που γοργά τριγύρω απλώνεται.
 
IVα
Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο
και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους
ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά. [50]
Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουν
και πάντα να ποθώ ό, τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.
Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκω
πως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·
των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·
 
IVβ
ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό,
ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.
Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, [55]
γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,
στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσει
και στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θε ν' αφήσει
όνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.
 
IVγ
Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [60]
παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,
και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,
που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,
και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.
 
**Η αγριότητα της Κλυταιμνήστρας
Πώς να δεχθεί [ο Αγαμέμνων] από αυτήν Δώρο
μέσα στον τάφο του ο Νεκρός-
Από Αυτήν!
Που άτιμα τον σκότωσε
Και σαν εχθρό το άψυχό του Σώμα επετσόκοψε
Κι ύστερα
Καθαρίστηκε από τα αίματά του
- Τα σκούπισε από πάνω της
με τα ίδια του τα μαλλιά!

ΗΣΙΟΔΟΣ

“Ποιος θα μπορούσε να μιλήσει αρκετά επαινετικά για την εκπαίδευση στην τέχνη της γραφής;”  ρωτάει ο ιστορικός Διόδωρος (12.13.2). “Με το μέσο αυτό οι νεκροί μιλούν στους ζωντανούς, και με τη γραπτή λέξη αυτοί που απέχουν πολύ μεταξύ τους στο χώρο επικοινωνούν με αυτούς που είναι μακριά τους σαν να ήταν γείτονες”. Το τέταρτο της χιλιετίας ανάμεσα στο 730 και το 480 π.Χ. περίπου ήταν για την Ελλάδα μια περίοδος κατά την οποία η γνώση και χρήση της γραφής είχε ανυπολόγιστης σημασίας συνέπειες για τη λογοτεχνία, καθώς δημιούργησε εξαιρετικά σύνθετο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε συγγραφείς απομακρυσμένους μεταξύ τους στο χρόνο ή το χώρο ή και στα δύο, και συντέλεσε στην ανάπτυξη μιας μοναδικής και αδιάσπαστης λογοτεχνικής παράδοσης, στην οποία οι τοπικές διαφορές μόνο πλούτο προσθέτουν. Γιατί δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι καθώς εξαπλωνόταν η γνώση της γραφής, επερχόταν μια ολοένα αυξανόμενη συνείδηση της εθνικής ταυτότητας, της καθολικής ελληνικότητας όλων όσοι μιλούσαν κι έγραφαν την κοινή γλώσσα. Το κεφαλαιώδες αυτό γεγονός, η εκ νέου ανακάλυψη της γραφής, ήταν εξάλλου ένα μόνο στοιχείο ανάμεσα σε πολλά κατά τη μεγάλη αναγέννηση της Ελλάδας που συντελέστηκε χάρη στην εκ νέου ανακάλυψη του ευρύτερου κόσμου ύστερα από αιώνες απομόνωσης - αιώνες στους οποί­ους, ύστερα από την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού που γνώριζε τη γραφή, ανάμεσα στο 1200 και 1 100 π.Χ., όλες οι καλές τέχνες κι οι λεπτές δεξιότητες της εποχής του Χαλκού είχαν ξεχαστεί κι ό, τι απέμεινε ήταν η μνήμη μεγάλων κατορθωμάτων και μεγάλων ηρώων, που καθαγιάστηκαν με παραδοσιακές μορφές της προφορικής ποίησης και τραγουδιούνταν στους επισφαλείς οικισμούς των προσφύγων στην παραλιακή λωρίδα της Μ. Ασίας.
 
Είναι εύλογο να αρχίσουμε τη συζήτηση την περίοδο της χρήσης της γραφής από τους Έλληνες με τον Ησίοδο, όχι γιατί είμαστε βέβαιοι ότι ήταν ένας ποιητής που χρησιμοποίησε τη γραφή - στην πραγματικότητα υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα για την άποψη ότι εργάστηκε σε μια παράδοση λογοτυπικής προφορικής ποίησης που ήταν αρκετά συγγενική μ' εκείνη του Ομήρου - αλλά γιατί έκανε κάτι νέο και προσωπικό που έδειχνε το δρόμο που επρόκειτο να ακολουθήσει η μεταγενέστερη ελληνική ποίηση. Γιατί ενώ ο Όμηρος διαχωρίζει εντελώς την προσωπικότητα από την ποίησή του και δεν παρέχει ενδείξεις για κάποιο χρονολογήσιμο γεγονός με το οποίο θα μπορούσε να συσχετιστεί, ο Ησίοδος είναι ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής που εισάγει τον εαυτό του στο έργο του σαν ένα πρόσωπο που έχει να παίξει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο. Και στα Έργα και Ημέραι κάνει το σημαντικό βήμα να εγκαταλείψει την παραδοσιακή αφήγηση με το απόθεμα στερεότυπων θεμάτων και σκηνών υπέρ ενός ποιήματος με υπόθεση, χρησιμοποιώντας ίσως ως έμπνευσή του πρότυπα από τον πολιτισμό της Εγγύς Ανατολής (αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές δεν είχαν ήδη επιδοθεί στη σύνθεση παραινετικής λογοτεχνίας του είδους αυτού). Συνδυάζοντας την παραδοσιακή μορφή και το ύφος με έναν πολύ προσωπικό “τόνο φωνής” κι επεκτείνοντας το φάσμα των ποιητικών λειτουργιών ο Ησίοδος έδωσε το παράδειγμα για ό,τι αποκαλούμε με τον παραπλανητικό όρο “αρχαϊκή” ελληνική ποίηση, τη λογοτεχνία μιας περιόδου εδαφικής εξάπλωσης μέ­σω του αποικισμού, ραγδαίων κοινωνικών μεταβολών και εκλεπτυσμένων καλλιτεχνικών πειραματισμών.
 
Η χρονολογία της ποιητικής δράσης του Ησιόδου αμφισβητείται, αλλά μικρή αμφιβολία μπορεί να υπάρξει ότι τοποθετείται κάπου στο δεύτερο μισό του όγδοου αιώνα. Μας λέει ο ίδιος[1] πώς κέρδισε βραβείο ποίησης σ' ένα διαγωνισμό στη Χαλκίδα στους επιτάφιους αγώνες του Αμφιδάμαντα, ενός Χαλκιδαίου που σκοτώθηκε σε ναυμαχία στη διάρκεια του Ληλάντιου πολέμου. Ο περίφημος αυτός πόλεμος, που συσπείρωσε τόσο μεγάλα τμήματα του Ελληνισμού σε συμμαχίες ώστε εξαιρείται από τη γενική περιφρόνηση του Θουκυδίδη για τις εκστρατείες της αρχαϊκής Ελλάδας (1.15.3), διεξήχθηκε ανάμεσα στις Ευβοϊκές πόλεις Χαλκίδα και Ερέτρια για την κατοχή του Ληλάντιου πεδίου που βρίσκεται ανάμεσά τους. Το ανώτερο όριο για τη χρονολογία του πρέπει επομένως να είναι οι πιθανές φιλικές εποικιστικές επιχειρήσεις που οι δύο πόλεις άρχισαν από κοινού στη Χαλκιδική και, στη Δύση, στην Πιθηκούσα και την Κύμη, το 750 περίπου. Το κατώτερο όριο υποδηλώνεται από το γεγονός που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, ότι ήταν ένας παλαιού τύπου πόλεμος ιππικού (Πολ. 1289b36-9)- επομένως πρέπει να προχρονολογείται της εμφάνισης των οπλιτών και της τακτικής της Φάλαγγας, περίπου 700-680. Υπάρχει τώρα αρχαιολογική επιβεβαίωση της χρονολογίας αυτής: ο οικισμός στο χαμηλό υψίπεδο της Ξερόπολης, κοντά στο Λευκαντί της Εύβοιας στο ανατολικό ερετριακό άκρο του Ληλάντιου πεδίου, καταστράφηκε χωρίς να ξανακατοικηθεί λίγο πριν από το 700, ύστερα από συνεχή κατοίκηση από την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Έτσι η ταφή του Αμφιδάμαντα και η νίκη του Ησιόδου ανήκουν στο τελευταίο τρίτο του όγδοου αιώνα.
 
Ό πατέρας του, μας λέει, άφησε την αιολική πόλη της Κύμης για να εγκατασταθεί στη μητροπολιτική Ελλάδα:
                                               άμυαλε Πέρση,
 ο κύρης μου και κύρης σου ταξίδευε με πλοία,
τι λαχταρούσε τ' όμορφο το βιός. Και κάποτε ήρθε
 κι εδώ, την Κύμη αφήνοντας της Αιολίδας πίσω,
 και μέγα ανοίγοντας στρατί πα' στα πελάγη, μέσα
σε μελανό πλεούμενο, κι όχι για να ξεφύγει
πλούτη κι αρίφνητα αγαθά κι ανθρώπινη ευτυχία,
 αλλά τη μαύρη ανέχεια, που δίνει στους ανθρώπους
ο Δίας. Κι έτσι ερρίζωσε σιμά στον Ελικώνα,
στην Άσκρα, στ' άθλιο το χωριό, πόχει κακό χειμώνα
 και καλοκαίρι αβάσταχτο. Χάρη καμιά δεν έχει. ( Έργα 633-40)
Το γεγονός ότι ο πατέρας του Ησιόδου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ασία για τη λιγότερο εύφορη και προφανώς πυκνοκατοικημένη μητρόπολη είναι ανεξήγητο. Αλλά πρέπει να παρατηρηθεί ότι η χρονολογία της μετοίκησής του, που πρέπει να ήταν γύρω στο 750 ή λίγο αργότερα, τοποθετείται στην ίδια περίοδο κατά την οποία άλλοι, ποντοπόροι έμποροι, έφευγαν από την Κύμη για να συμμετάσχουν με τους Ευβοείς στον αποικισμό της Κύμης στην Καμπανία. Ο πατέρας του Ησιόδου προφανώς έγινε γεωργός, αφού ο ποιητής κι ο αδελφός του φιλονίκησαν για αγροτική κληρονομιά. Η κλίμακα γεωργικής δραστηριότητας που ασκούσαν έχει κάποτε ρομαντικά υποτιμηθεί. Στην πραγματικότητα τα Έργα και Ημέραι μάλλον προϋποθέτουν μικροκτηματίες παρά χωρικούς. Ο αγρότης δεν δουλεύει μονάχος αλλά μπορεί να απασχολεί ένα φίλο (370), καθώς και δούλους (502, 573, 597, 608, 766), έχει ένα ζωηρό σαραντάχρονο ελεύθερο εργάτη για το όργωμα κι ένα δουλοπαίδι για να σκεπάζει το σπόρο (441-6, πβ. 469-71), μαζί με μια δούλα στο σπίτι (405, 602). Από ζώα διαθέτει βόδια και ημιόνους για να σέρνουν το αλέτρι (405, 607 κ.ε.). Από την άλλη μεριά δεν μπορεί απλώς να εποπτεύει τη δουλειά των άλλων: πρέπει να δουλεύει κι ο ίδιος (458-61). Παρ' όλο ότι ο Ησίοδος παραπονιέται για φτώχεια (638, πβ. 376 κ.ε.), η ζωή στην Άσκρα δεν μπορεί να ήταν υπερβολικά στενόχωρη.
 
Τρία ποιήματα σώζονται με το όνομα του Ησιόδου, μαζί με ένα πλήθος αποσπάσματα άλλων έργων που του αποδίδονταν στην αρχαιότητα· όλα έχουν συντεθεί σε δακτυλικούς εξαμέτρους και στη συμβατική γλώσσα του έπους.
 
Από τα τρία έργα που επιβίωσαν, το ένα, η Ασπίδα του Ηρακλή, αναμφίβολα είναι νόθο και ανήκει πιθανώς στον έκτο αιώνα[2]. Από τα άλλα δύο, οι πιο αυστηροί από τους αρχαίους κριτικούς απέδιδαν μόνο τα Έργα και Ημέραι στον Ησίοδο (πβ. Παυσανίας 9.31.3). Αλλά ο ποιητής αναφέρει το όνομά του στη Θεογονία 22, και χρειάζεται κάποια διαστρέβλωση για να ερμηνέψει κανείς τα συμφραζόμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να αρνηθεί ότι ο συγγραφέας ονομάζει εδώ τον εαυτό του. Επιπλέον, παρά τη γενική ανομοιότητα του θέματός τους, τα δύο ποιήματα προσφέρουν εκδοχές του μύθου του Προμηθέα που, όπως έδειξε ο Vernant[3], διασυνδέονται μεταξύ τους, και η στενή τους σχέση στη γλώσσα, το μέτρο και την προσωδία τα ξεχωρίζει από τον Όμηρο από τη μια και την Ασπίδα από την άλλη.
 
Αν και τα δύο ανήκουν πραγματικά στον Ησίοδο, η προτεραιότητα της Θεογονίας αποδεικνύεται εύκολα. Γιατί η αρχή των Έργων και Ημερών, 11-23, φαίνεται να τροποποιεί ρητά μιαν άποψη της Θεογονίας: δεν υπάρχει σε τελευταία ανάλυση ένα μόνο είδος Έριδας, όπως ειπώθηκε στη Θεογ. 225 κ.ε.· υπάρχουν δύο, ο ευεργετικός συναγωνισμός και η καταστρεπτική διαμάχη. Το ίδιο συμπέρασμα προτείνεται με την πραγμάτωση από τον Ησίοδο της ιστορίας του Προμηθέα και της Πανδώρας στα δύο ποιήματα. Στη Θεογονία διαβάζουμε με λεπτομέρειες για το αμάρτημα του Προμηθέα και για τη δημιουργία και το στολισμό της Πανδώρας (501-616), ενώ στα Έργα και Ημέραι ο Ησίοδος προσπερνά την αρχή της ιστορίας σε δύο στίχους (47 κ.ε.) και επιμένει διεξοδικά στη μετέπειτα ιστορία της Πανδώρας και του πίθου[4] (49­105). Ο Ησίοδος στα Έργα και Ημέραι φαίνεται πράγματι να προϋποθέτει ότι η Θεογονία είναι γνωστή . Η Θεογονία μπορεί πραγματικά να είναι ακριβώς το ποίημα στο οποίο ο Ησίοδος αναφέρεται στα Έργα 654 κ.ε.: πρόκειται για την περικοπή σχετικά με την απόκτηση του βραβείου στην κηδεία του Αμφιδάμαντα. Γιατί το ποίημα με το οποίο διαγωνίστηκε ήταν ένας ύμνος κι ο τρίποδας, το βραβείο, αφιερώθηκε από τον ποιητή στις Μούσες του Ελικώνα στο σημείο ακριβώς όπου τον είχαν εμπνεύσει την πρώτη φορά. Η Θεογονία, που απευθύνεται στις Μούσες του Ελικώνα, περιγράφει την πρώτη εκείνη έμπνευση (22-35), και χαρακτηρίζεται η ίδια ως ένας ύμνος (33, πβ. 11, 37, 51).
 
Ο ποιητής αρχίζει με μια πολύστιχη επίκληση στις Μούσες (1-115), με τον τρόπο ενός 'Ομηρικού' ύμνου, που εξυμνεί τη δύναμή τους και την ευσέ-βειά τους στο τραγούδι τους για τη γενεαλογία των θεών. Είναι οι κόρες του Δία από τη Μνημοσύνη, μια καταγωγή που θυμίζει τη μακρόχρονη παράδοση της προφορικής απαγγελίας, όταν η ικανότητα ενός αοιδού βασιζόταν πραγματικά στη μνήμη, τη δική του και των προδρόμων του. Αυτές είναι που “κάποτε δίδαξαν στον Ησίοδο ωραίο τραγούδι, όταν φύλαγε τα πρόβατά του στον ιερό Ελικώνα” (22-3) και “μου έδωσαν σκήπτρο, κόβοντας έναν ωραίο κλάδο ανθισμένης δάφνης, και μου εμφύσησαν θεϊκή φωνή, ώστε να μπορώ να ψάλλω και τα μέλλοντα και τα περασμένα. Και μου παρήγγειλαν να υμνώ το γένος των τρισμακάριστων θεών και να ψάλλω πάντοτε τις ίδιες στην αρχή και στο τέλος” (30-4).
 
Έτσι αρχίζει ο Ησίοδος την αφήγησή του για τη δημιουργία του κόσμου και τη διαδοχή των θεοτήτων που τον εξουσίασαν από την αρχή. Πρόκειται εν μέρει για μια αφήγηση εξέλιξης, εν μέρει μια αφήγηση του υπάρχοντος θεολογικού καθεστώτος (status quo), συνθεμένη χαλαρά, με χωρία όπου ταξινομούνται κάπου τριακόσιοι θεοί σύμφωνα με τη γενεαλογία τους, ενώ διασπείρεται ένας αριθμός ιστοριών λιγότερο σχετικών. Η ίδια η Δημιουργία δεν αιτιολογείται: το Χάος, το αβυσσαλέο κενό, απλά “γεννήθηκε”, ακολου­θούμενο από τη Γη, τον Τάρταρο και τον Έρωτα. Από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος και η Νύχτα που έγιναν οι γονείς του Αιθέρα (του ανώτερου και διαυγούς αερίου στρώματος) και της Ημέρας από τη Γη γεννήθηκε ο Ουρανός, τα Όρη και η Θάλασσα. Ύστερα η δημιουργία περιλαμβάνει τρεις κύριες γραμμές καταγωγής: από τη Νύχτα, από τη Γη και τον Ουρανό, από τη Θάλασσα. Η κύρια γραμμή είναι εκείνη της Γης και του Ουρανού, που οδηγεί μέσα από τις γενεές των Τιτάνων και του Κρόνου στον ίδιο τον Δία. Ο πρώτος πολύστιχος μύθος (154-210) περιγράφει την εκθρόνιση του Ουρανού, ευνουχισμένου από τον Κρόνο, και τη γέννηση της Αφροδίτης από τα αποκομμένα αιδοία του· η δεύτερη (453-506), ύστερα από ένα άλλο μακρό τμήμα γενεαλογιών, αφηγείται την ιστορία του Κρόνου, που αποφάσισε να καταπιεί τους θεούς, τα παιδιά του, για να προλάβει την ανατροπή του από ένα απ' αυτά, αλλά ξεγελάστηκε και κατάπιε μια πέτρα αντί του Δία και υποσκελίστηκε με τη σειρά του.
 
Στο μεταξύ ο Ησίοδος έχασε το ενδιαφέρον του για την κοσμογονία, και δεν λέει περισσότερα για τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα πράγματα. Το υπόλοιπο ποίημα ενδιαφέρεται πιο πολύ να εξηγήσει τον κόσμο όπως είναι παρά να ταυτίσει τα στάδια της εξέλιξής του. Έτσι η άνοδος του Δία ακολουθείται από έναν κατάλογο των γιων του Τιτάνα Ιαπετού, που χρησιμεύει ως εισαγωγή στην ιστορία του Προμηθέα και της Πανδώρας[5] και τη δημιουργία της γυναίκας, και τα φαινόμενα της θυσίας και της φωτιάς (507­616). Εδώ η σκηνή πλαταίνει και πάλι για να παρουσιάσει μια εξέγερση των Τιτάνων και την τελική τους ήττα από τον Δία (617-720). Ακολουθεί μια αφήγηση για τον Τάρταρο όπου ο Δίας τους φυλάκισε, την κατοικία του Ύπνου, του Θανάτου, του Κέρβερου και της Στύγας (721-819). Πρόκειται για το προοίμιο του αγώνα ανάμεσα στον Δία και το τέρας Τυφωέα, το νεότερο παιδί της Γης (820-80)· όταν ο Δίας βγαίνει νικητής εκλέγεται βασιλιάς των θεών και προσφέρει σε καθέναν από τους αθανάτους τη σφαίρα επιρροής του (881-5). Από το σημείο αυτό και πέρα το ποίημα καταλήγει βαθμιαία σε μια πλούσια σειρά γάμων και ερωτικών υποθέσεων, αρχίζοντας με εκείνες του ίδιου του Δία, ύστερα εκείνες των άλλων θεών, θεαινών και νυμφών, και τελειώνοντας με μια μετάβαση στον Κατάλογο Γυναικών, ένα πολύστιχο ποίημα του οποίου μόνο αποσπάσματα σώζονται.
 
Στη Θεογονία υπάρχουν πολλά σημεία που οι μεταγενέστεροι εκδότες τα θεώρησαν νόθα[6], αλλά διαφωνούν ριζικά στον εντοπισμό των ύποπτων χωρίων, και είναι δύσκολο να βρει κανείς ασφαλή κριτήρια για να κρίνει τις παρεμβολές σ' ένα συγγραφέα όπως ο Ησίοδος. Και τα δύο σωζόμενα ποιήματά του παρουσιάζουν κάποιον πλατειασμό, μια τάση ξεστρατίσματος από το θέμα, πράγμα που μας κάνει να αμφιβάλλουμε αν ποτέ ανήκαν σε κάποιο λογικό ή αυστηρό σχέδιο. Μπορεί ωστόσο να δεχθούμε ότι το τέλος της Θεογονίας δεν είναι όπως το άφησε ο Ησίοδος: θα περιμέναμε οπωσδήποτε να τελειώνει το ποίημα με μια επίκληση στις Μούσες, όπως υποσχέθηκε στην αρχή (34). Υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι το τέλος του ποιήματος ξαναδουλεύτηκε για να εξασφαλιστεί μια ομαλή μετάβαση στον Κατάλογο Γυναικών, που ακολουθεί χωρίς διακοπή σε μερικά χειρόγραφα.
 
Ο Ηρόδοτος θεωρούσε τον Όμηρο και τον Ησίοδο ιδρυτές της ελληνικής θεολογίας (2.53), και η Θεογονία είναι η μόνη αφήγηση με συνοχή που επέζησε από την πρώιμη αυτή εποχή. Στη νεότερη σκέψη η θεολογία του Ησιόδου προκαλεί σύγχυση: φυσικές δυνάμεις συλλαμβάνονται εκεί ως γεωγραφικές οντότητες, όπως όταν τα παιδιά του Ουρανού κρύβονται σ' έναν κρυψώνα της Γης (157 κ.ε), που τώρα έγινε εξολοκλήρου ανθρωπομορφικός, όπως όταν ευνουχίζεται ο ίδιος ο Ουρανός (178 κ.ε.). Αντίθετα, οι θεοί του Ολύμπου είναι πάντοτε ανθρωπομορφικοί. Οι δοξασίες του Ομήρου ήταν προφανώς παρόμοιες. Οι θεοί του είναι χωρίς εξαίρεση ανθρώπινοι, αλλά υπαινίσσεται τις παλαιότερες δυνάμεις κάνοντας τον Ωκεανό και την Τηθύα προγόνους των θεών (Ιλ. Ξ 201 κ.ε.). Οι μύθοι του Ομήρου και Ησιόδου για τη δημιουργία του κόσμου σύντομα δεν θεωρήθηκαν ικανοποιητικοί, και στη θέση τους εισάγονταν απρόσωπες αιτίες - είτε αφηρημένες, όπως όταν ο Αλκμάν (περίπου 600) εξηγεί τα πάντα από την άποψη του Τέλους και του Μέσου (Τέκμωρ και Πόρος, απ. 5. 2. ίί· απ. 1.14 σχόλ.), ή συγκεκριμένες, όπως όταν οι Ίωνες φιλόσοφοι του 6ου αιώνα αναζητούν μια πρωταρχική ουσία ανάμεσα στα τέσσερα στοιχεία. Αν και οι Ολύμπιοι θεοί ποτέ δεν έχασαν την απλή ανθρωπόμορφη φύση τους κι έγιναν αντικείμενο σαρκασμού από τον Ξενοφάνη ήδη νωρίς, γύρω στο 530 (πβ. απ. 21Β 10-16 DK), η ασάφεια της άποψης του Ησιόδου σχετικά με τις δυνάμεις της δημιουργίας του κόσμου έμεινε χαρακτηριστική για μεγάλο μέρος της ελληνικής θρησκευτικής σκέψης ακόμη και στην κλασική περίοδο, και αυτό γίνεται φανερό κυρίως σε σχέση με τις δυνάμεις που ήταν ουσιαστικές για την ανθρώπινη ζωή, τη Μητέρα Γη καθώς και τους θεούς-ποταμούς και τις νύμφες-κρήνες. Στον Ησίοδο οι θεότητες αυτές συνυπάρχουν με περισσότερο αφηρημένες δυνάμεις όπως ο Πόνος, ο Λιμός, η θλίψη και άλλα παιδιά της Έριδας, καθώς και με καθαρά φανταστικά τέρατα, τη Χίμαιρα, τη Σφίγγα, και ούτω καθεξής, όντα στα οποία οποιαδήποτε κατά γράμμα πίστη εγκαταλείφθηκε σίγουρα από τους μεταγενέστερους Έλληνες.
 
Θεολογικές δοξασίες τόσο ετερόκλητων ειδών, πρέπει προφανώς να έφρασαν στον Ησίοδο από περισσότερες από μια παραδόσεις, για να μη μιλήσουμε για προσωπικές του επινοήσεις. Είναι δύσκολο να πούμε ως ποιο βαθμό η κοσμογονία και η θεολογία που αναπτύσσονται σ' αυτό το ποίημα θα εμφανίζονταν ως νέο ή ασυνήθιστο στοιχείο σ' ένα ακροατήριο του όγδοου αιώνα· ασφαλώς, πέρα από μια ομοιότητα προσέγγισης δεν υπάρχει απόλυτη συνέπεια στις λεπτομέρειες με τον Όμηρο, και μέρος του υλικού της Θεογονίας παρουσιάζει πραγματικά στενές συγγένειες με τη θεολογία της Αιγύπτου και της Εγγύς Ανατολής. Εντυπωσιακά παράλληλα έχουν βρεθεί σε Χεττιτικά και Βαβυλωνιακά κείμενα για το μύθο της διαδοχής Ουρανού-Κρόνου-Δία και για τον αγώνα του Δία με τον Τυφωέα[7].
 
Το δεύτερο ποίημα του Ησιόδου, τα Έργα και Ημέραι, είναι όπως η Θεογονία, μια εξύμνηση της δύναμης του Δία, στον οποίο προσκαλούνται οι Μούσες να συνεισφέρουν έναν ύμνο. Ο Δίας είναι η πηγή της δικαιοσύνης, και ο Ησίοδος θα αναλάβει να διδάξει τον αδελφό του Πέρση την αλήθεια (1-10). Αν και οι συμβουλές και οι σκέψεις που ακολουθούν έχουν βασικά γενική εφαρμογή, ο Ησίοδος ανακαλεί συνεχώς τον αδελφό του στην τάξη με κάποιο αιχμηρά διατυπωμένο ηθικό δίδαγμα[8]. Η πρώτη αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο είδη Έριδας: ο εποικοδομητικός συναγωνισμός και η καταστρεπτική διαμάχη (11-26). Απ' αυτό εκπηγάζουν δύο από τα σημαντικά θέματα του ποιήματος, ότι ο Πέρσης θα πρέπει να εγκαταλείψει την καταστρεπτική διαμάχη που αμαύρωσε τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο αδέλφια -εδώ ο Ησίοδος επωφελείται της ευκαιρίας και ασχολείται διεξοδικά με τις αρετές της δικαιοσύνης -  και στη θέση της ν' αφήσει το πνεύμα του συναγωνισμού να τον κατευθύνει προς μια ζωή τίμιας εργασίας στο αγρόκτημα. Ότι είναι ένας δύσκολος κόσμος, με μόχθο και βάσανα όπως όρισε η μοίρα του ανθρώπου, διασαφηνίζεται με δύο μύθους. Στον πρώτο, ο Ησίοδος ξαναπαίρνει την ιστορία της Πανδώρας, που άρχισε στη Θεογονία - τη δημιουργία και τον στολισμό της, και το πιθάρι απ' όπου βγήκαν όλα τα κακά για να βασανίζουν τον κόσμο, ενώ η Ελπίδα έμεινε φυλακισμένη (42-105). Μοιάζει με παραδοσιακή ιστορία κάπως αδέξια γιατί δεν μνημονεύεται πραγματικός λόγος για την αποτυχία της Ελπίδας να αποδράσει. Αλλά ό, τι έχει σημασία είναι η ασαφής θέση της Ελπίδας: εκφράζει την ουσιαστική αμφισημία της ανθρώπινης ζωής, στην οποία καλό και κακό, ευτυχία και δυστυχία είναι αξεδιάλυτα δεμένα[9]. Το μοτίβο του πίθου ως φυλακής βρίσκεται και στην Ιλιάδα Ε 385-91, όπου ο Ώτος και ο Εφιάλτης κρατούνται σ' ένα μπρούντζινο πιθάρι, αλλά το πιο κοντινό παράλληλο με τον Ησίοδο είναι η Ιλιάδα Ω 527 κ.ε., όπου ο Αχιλλέας μιλά για τους δυο πίθους που βρίσκονται στην είσοδο του παλατιού του Δία, ο ένας περιέχει καλά κι ο άλλος κακά, από τους οποίους ο θεός μοιράζει στους ανθρώπους το συνδυασμό καλής και κακής τύχης στη ζωή. Ο δεύτερος από τους μύθους του Ησιόδου" που είχε σκοπό να διαφωτίσει τη δυσκολία της ζωής είναι εκείνος των εποχών των μετάλλων της ανθρωπότητας, μια απαισιόδοξη ιστορία εκφυλισμού και ξεκινά από την εποχή του Κρόνου, όταν οι άνθρωποι της χρυσής γενεάς ζούσαν στον κόσμο όπως οι θεοί δίχως έγνοιες, μεταβαίνει ύστερα στούς ανθρώπους της αργυρής και χάλκινης εποχής και φτάνει ως τη σιδερένια γενιά του ίδιου του Ησιόδου (106-20 1). Εδώ έχουμε πάλι μια προφανώς παραδοσιακή ιστορία με ακατέργαστη την προσαρμογή της στα συμφραζόμενα. Γιατί ο Ησίοδος δεν μπορούσε να εναρμονίσει τη διδασκαλία αυτή της προοδευτικής παρακμής με την εικόνα των Επτά που πολιόρκησαν τη Θήβα ή των Αχαιών που πολιόρκησαν την Τροία. Γι' αυτό παρενέβαλε μια εποχή ηρώων ή ημιθέων, όχι από μέταλλο, ανάμεσα στον μπρούντζο και τον σίδηρο. Μια ακόμη, και σίγουρα πειστική ένδειξη ότι αυτός ο μύθος προσαρμόστηκε από μια ξένη πηγή, είναι η ασυνέπειά του με τη Θεογονία, στην οποία η εποχή του Κρόνου δεν είναι καθόλου παραδεισένια, απλώς μια φάση στο δρόμο της προόδου προς τη βασιλεία του Δία.
 
Η διήγησή του για το σιδερένιο γένος κινείται γρήγορα από την περιγραφή του παρόντος στην προφητεία ενός ακόμη πιο σκληρού μέλλοντος:
Κι άμποτες να μην έσωνα νάμαι στο πέμπτο γένος
κάλλιο πιο πριν να πέθαινα ή έπειτα ναρχόμουν.
Γιατί είναι τώρα πια στη γη το σιδερένιο γένος
κι ουδέ θά πάψουνε ποτέ τη μέρα μέσ' στο μόχθο
να ζούνε και στα βάσανα, κι ούτε τη νύχτα πάλι
να λιώνουν απ' τις έγνοιες τους. Κι αλήθεια πάντα στέλνουν
έγνοιες βαριές οι αθάνατοι. Ωστόσο, λέω, με τούτες
τις πίκρες πως θα σμίξουνε και τα καλά. Ο Δίας,
κι αυτό το γένος των θνητών ανθρώπων θα το σβήσει,
τότε που μ' άσπρα τα μαλλιά τα νήπια θα γεννιούνται.
Κι ούτε ο γονιός με τα παιδιά θα μοιάζει, μήτε εκείνα
θα μοιάζουν του πατέρα τους κι ο ξένος πια δε θάναι
στον ξενιστή του αγαπητός, ούτε στο φίλο ο φίλος
κι ο αδερφός στον αδερφό, καθώς και πριν κι ακόμα
σα θα γεράσουν οι γονείς θα τους καταφρονούνε.
Θα τους πετούν λόγια πικρά και θα τους αποπαίρνουν,
οι άσπλαχνοι, και τη θεϊκήν οργή δε θα φοβούνται.
Κι ουδέ στους γέρους τους γονιούς ποτέ θα ξεπληρώσουν,
όσα οι δόλιοι ξόδεψαν για να τους αναθρέψουν.
Θα παίρνουν με το χέρι τους το δίκιο τους, κι ο ένας
την πόλη τ' άλλου σύρριζα θά τρέχει ν' αφανίσει-
κι όποιος στον όρκο στέκεται πιστός, τιμή δε θάχει,
μήτε κι ο δίκιος κι ο καλός. Πιότερο θά τιμήσουν
τον κακοπράχτη κι άνομο. Η δύναμη θα κρίνει
το δίκιο. Σέβας και ντροπή θάχουνε πια πετάξει.
Θα βλάπτει πάντα ο ύπουλος άνδρα καλύτερό του
με λόγια πλάνα, δολερά, που όρκο γι' αυτά θα κάνει·
κι ο φθόνος ο κακόγλωσσος θα συντροφεύει πάντα
μ' όψη φριχτή, χαιρέκακος τους δύστυχους ανθρώπους.
Τότε η Αιδώς κι η Νέμεση[10] την ώρια την ειδή τους
με τα λευκά τα πέπλα τους θα κρύψουν και θα τρέξουν
να παν ψηλά στον Όλυμπο, δίπλα στους αθανάτους
θα παρατήσουν τους θνητούς. Σ' αυτούς θε ν' απομείνει
η μαύρη θλίψη μοναχά καί γιατρειά δε θάβρουν. (1 74-201)
Ο Ησίοδος αναπτύσσει τώρα το θέμα της Δικαιοσύνης, που εισάγεται με το αντίθετό της την Ύβρη, το δόγμα της δικαιοσύνης του ισχυροτέρου, που εκφράζεται στο μύθο του γερακιού και του αηδονιού. Αυτός, ο πιο πρώιμος σωζόμενος μύθος στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία δείχνει το δρόμο που πρέπει να αποφύγουν ο Πέρσης και οι βασιλείς που δικάζουν, και το δρόμο της Δικαιοσύνης που πρέπει να ακολουθήσουν (202-92). Είναι αξιοσημείωτο ότι η κάπως απόλυτη άποψη για την ανομία και την ανεντιμότητα των βασιλέων, όπως αναπτύσσεται εδώ, αντιτίθεται στην ευνοϊκή άποψη για τους βασιλείς που απαντάται στη Θεογονία (π.χ. 80-93). Μπορεί ο Ησίοδος να ήταν τώρα μεγαλύτερος στην ηλικία και σοφότερος μπορεί μόνο η κολακεία των βασιλέων να ήταν σύμμετρη για την περίπτωση της ταφής του Αμφιδάμαντα. Όπως και να 'χει το πράγμα τίθεται το πρόβλημα για το είδος της ευκαιρίας που ευνόησε τη σύνθεση των Έργων και Ημερών. Η ενασχόληση του Ησιόδου με την ηθική και τη δικαιοσύνη του Δία είναι ένας ολόκληρος κόσμος μακριά από την παλιά αριστοκρατική αντίληψη του θεϊκού δικαίου των βασιλέων, που είναι αναμφισβήτητο στην Ιλιάδα και ισχύει ακόμη σε μεγάλο βαθμό στην Οδύσσεια, έστω κι αν η συμπεριφορά των μνηστήρων της Πηνε­λόπης που καταδικάζουν τον εαυτό τους σημειώνει την αρχή της αμφιβολίας. Ιδιαίτερα, είναι αξιοσημείωτο ότι κατά την άποψη του Ησιόδου η αδικία οδηγεί τελικά στον πόλεμο, το χειρότερο από τα κακά (276 κ.ε.). Ο πόλεμος είναι, φυσικά, το άθλημα των βασιλέων και σ' αυτό το χωρίο πάνω απ' όλα ο Ησίοδος στρέφει τα νώτα στον Όμηρο και την ηρωική παράδοση.
 
Από τη δικαιοσύνη ο Ησίοδος στρέφεται στο ευρύτερο θέμα της εργασίας: η στάση καθώς και ο εξοπλισμός του γεωργού και νοικοκύρη καθορίζονται με τις πιο μεγάλες λεπτομέρειες, ένα ημερολόγιο για τον ετήσιο κύκλο του μόχθου (293-617). Ολόκληρο αυτό το τμήμα, το πιο μεγάλο μέρος του ποιήματος, είναι φυσικά ανεκτίμητο για την εικόνα που προσφέρει από τη ζωή και τη νοοτροπία ενός μέσου Έλληνα του όγδοου αιώνα. Δεν υπάρχει ρομαντική άποψη της ζωής στην εξοχή όπως αυτή που ο Βιργίλιος θα εισαγάγει στα Γεωργικά: η ρομαντική προσέγγιση είναι χαρακτηριστική όχι του χωρικού αλλά του αστού, και δεν είναι συμπτωματικό ότι τη βρίσκουμε για πρώτη φορά στην ελληνιστική περίοδο, όταν η αληθινά αστικοποιημένη κοινωνία άρχισε για πρώτη φορά να κάνει την εμφάνισή της. Ο Ησίοδος δεν τρέφει αυταπάτες σχετικά με τη ζωή στους αγρούς. Να η περιγραφή του χειμώνα:
Κι ως μπουν οι μέρες οι κακές —το μήνα Ληναιώνα—
π' όλες σκορπούν το θάνατο στα βόδια, φυλαχτείτε
τότε απ' αυτόν κι απ' τις φριχτές τις παγωνιές, που πέφτουν
πάνω στη γη, σαν πνέει βοριάς απ' την αλογοτρόφα
τη Θράκη ανάμεσα περνάει κι ορμάει φυσομανώντας
μέσ' στην πλατιά τη θάλασσα και την αναταράζει,
και γύρω δάσια και στεριές ανάτριχα βρυχιούνται.
Κι ως πέφτει, πλήθιες δρυς ψηλές κι ελάτια θεριεμένα
μέσ' στων βουνών τα σύδεντρα φαράγγια ρίχνει κάτω
στην πολυτρόφα απάνω γη, κι όλο βογγάει τριγύρω
το πλούσιο δάσος. Σύγκορμα αναρριγούν τ' αγρίμια
καί βάζουν κάτω απ' τ' άχαμνά σκιαγμένα την ουρά τους,
κι εκείνα ακόμη πόχουνε ολόσκεπο από τρίχες
το δέρμα τους τα διαπερνάει κι αυτά το παγωμένο
τ' αγριοβόρι, ας έχουνε δασύμαλλα τα στήθια.
Μα και το δέρμα του βοδιού το διαπερνάει κι εκείνο,
και μήτε αυτό το σταματάει. Ακόμα και τη γίδα
παγώνει τη μακρότριχη. Τα πρόβατα μονάχα
πόχουνε πλούσια, ολόπυκνα μαλλιά, δεν τα περνάει
τ' άγριο λυσσομάνημα του βορινού τ' ανέμου,
που κάνει και το γέροντα να γίνεται κουβάρι. (504-18)
Και συνεχίζει δίνοντας συμβουλές για το είδος της υπόδησης και το πανωφόρι και τον μάλλινο σκούφο που έπρεπε να φορά ο γεωργός για να προφυλαχτεί από τον παγερό καιρό.
 
Η γεωργία, ωστόσο, δεν είναι το μόνο επάγγελμα που έχει υπόψη του ο Ησίοδος. Αν, ωστόσο, η ζωή του θαλασσινού έμπορα φαίνεται να προσφέρει θέλγητρα, όπως συνέβη με τον πατέρα του Ησιόδου, τότε χρειάζονται λόγια προειδοποίησης και συμβουλές (618-94). Όποια κι αν είναι τα μέσα βιοπορισμού, η απαραίτητη βάση είναι η οικογένεια - έστω κι αν η οικονομική σύνεση απαιτεί αυστηρή λιτότητα (376 κ.ε.)- κι αυτό κάνει αναπόφευκτη την εκλογή συζύγου. Για τον Ησίοδο αυτό φαίνεται ότι ήταν ένα λυπηρό ζήτημα, και στο μισογυνισμό του προλαβαίνει τον Σημωνίδη (βλ. σ. 214 κ.ε). Στη Θεογονία η δημιουργία της γυναίκας ήταν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει ο Δίας για να βασανίσει το ανθρώπινο γένος (510-612), κι η Φιλότητα κι η Απάτη συγκαταλέγονται ανάμεσα στα παιδιά της Νύχτας (224). Στο προκείμενο ποίημα η ανάγκη να επιλέξει κανείς καλή γυναίκα και να την καλομεταχειρίζεται χρησιμεύει σε μεγάλο βαθμό ως ευκαιρία προειδοποίησης για την καταστροφή που η κακιά γυναίκα μπορεί να προκαλέσει (πβ. 373 κ.ε.):
 
Στεφανωτή στο σπίτι σου σ' ώρα που πρέπει πάρε:
Να μή σου λείπουν και πολλά απ' τα τριάντα χρόνια,
μήτε πολύ να τα περνάς. Αυτός ο γάμος είναι
στ' αλήθεια μέσ' στην ώρα του. Μα κι η γυναίκα ας μείνει
στην ήβη τέσσερις χρονιές, κι ας παντρευτεί στον πέμπτο.
Πάρε παρθένα ταίρι σου, για να της μάθεις κιόλας
καλά συνήθεια. Πιο καλά να πάρεις σύγκλινή σου
κόρη που μένει πιο κοντά στο σπίτι σου. Μα πρώτα
ρώτα γι' αυτήν το κάθε τι, μην παντρευτείς και πάρεις
χαρά για τους γειτόνους σου. Γιατί καλύτερο άλλο
απόχτημα για τους θνητούς απ' την καλή γυναίκα
δε βρίσκεται, μήτε μαθές και φοβερότερο άλλο
απ' την κακή, που το φαγί όλο παραμονεύει
και κάνει και τον άντρα της, κι ας είναι παλληκάρι,
να καίγεται χωρίς δαυλί και να γοργογεράζει. (695-705)
Τέλος, λίγοι στίχοι για τη φιλία ολοκληρώνουν αυτό το μέρος του ποιήματος
(706-23).
 
Το υπόλοιπο μέρος των Έργων και Ημερών θεωρήθηκε από πολλούς μελετητές νόθο. Όσο κι αν έχει ενδιαφέρον για τον ιστορικό της θρησκείας ο λεπτομερής κατάλογος από ταμπού που περιέχει (724-64) φάνηκε να εκφρά­ζει μια πρωτόγονη στενότητα οπτικού πεδίου που δεν συμφωνεί με την πλατιά και υψηλή αντίληψη για τη δικαιοσύνη του Δία που τα βλέπει όλα. Κι όμως η κοινή εμπειρία διδάσκει ότι σε πρωτόγονες κοινωνίες τα πλέον θρησκευτικά κριτήρια εντιμότητας στις εμπορικές συναλλαγές δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστα με το πιο περίτεχνο πλέγμα δεισιδαιμονιών. Όμοια διαμάχη ξέσπασε για το τελευταίο τμήμα του ποιήματος -τις Ημέρες, στην πραγματικότητα (765-828)- που προσφέρει έναν κατάλογο ημερών που είναι ευνοϊκές ή όχι για διάφορες εργασίες. Αλλά η ευθύνη για την απόδειξη βαραίνει εκείνους που θα θεωρούσαν τους στίχους νόθους[11].
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ως σύνολο το ποίημα στερείται από την άποψη της αρχιτεκτονικής εκείνη την ποιότητα που εντυπωσιάζει κάθε αναγνώστη της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Τα ποιήματα αυτά μπορεί να φαίνονται κάποτε ότι ξεφεύγουν από το θέμα τους, κάποτε καθυστερούν πολύ σε μια στιγμή, κάποτε επαναλαμβάνουν ένα θέμα κάπως πληκτικά, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι έχουν αρχή, μέση και τέλος στην πλήρη έννοια του περίφημου αριστοτελικού ορισμού. Σχετικά, εξάλλου, με τα Έργα και Ημέρες, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες αφότου ο Παυσανίας στο δεύτερο αιώνα μ.Χ. διατύπωσε την άποψη (9.31) ότι σύμφωνα με τους Βοιωτούς το κείμενο του ποιήματος άρχιζε με τον στίχο 11. Ο ένας μετά τον άλλο οι νεότεροι μελετητές καταδίκασαν το τέλος του ποιήματος κι ακόμη και στη μέση το κριτικό υπόμνημα περιέχει συχνά όρους όπως suspecta, damnavit, delevit, proscnpsit, seclusit -  οι φιλόλογοι για πολλά χρόνια προσπάθησαν να ανα­συνθέσουν μια λογική πραγματεία με βάση το ποίημα, κόβοντας, επαναδιευθετώντας και ξαναγράφοντας. Το ζήτημα είναι ότι απαιτούν πάρα πολλά απ' αυτό. Του ζητούν να είναι μια λογική πρόοδος (όπως το καθένα από τα ομηρικά ποιήματα είναι μια αφηγηματική πρόοδος)· το μεταχειρίζονται σαν να ήταν ένα πρακτικό εγχειρίδιο για τη γεωργία ή ένα ποίημα για τη δικαιοσύνη με συνεχή επιχειρηματολογία. Όταν κρίνεται μ' αυτό το κριτήριο αποτυγχάνει να ανταποκριθεί σε στοιχειώδεις αξιώσεις λογικής, συνέπειας και δομικής συνοχής.
 
Το ποίημα πρέπει να κριθεί, φυσικά, με εντελώς διαφορετικά κριτήρια. Είναι η πρώτη απόπειρα στη δυτική λογοτεχνία σύνθεσης ενός έργου μεγάλης κλίμακας χωρίς τον οπλισμό μιας παραδεδομένης αφηγηματικής γραμμής. Στην πραγματικότητα είναι ένα εκπληκτικά τολμηρό εγχείρημα. Στη Θεογονία ο Ησίοδος είχε να ακολουθήσει μια γενεαλογική γραμμή που αποτελούσε από μόνη της ένα είδος αφηγηματικού νήματος στον Κατάλογο γυναικών αυτός (ή όποιος ήταν ο συγγραφέας του) απλώς πρόσθεσε μια ιστορία σε μιαν άλλη. Ο εναλλακτικός τίτλος του ποιήματος είναι Οἷαι (Ἠοῖαι το κάθε καινούργιο επεισόδιο αρχίζει με το ἤ οἶαι ‘όπως εκείνες οι γυναίκες που.. .” (ή στον ενικό ἡ οἵη “όπως εκείνη η γυναίκα που...”) κι ακολουθείται από την ιστορία των ερώτων τους, συνήθως με κάποιον θεό, και τη γέννηση ηρώων. Ένα τέτοιο ποίημα δεν χρειαζόταν δομή και προφανώς μπορούσε να συνεχίζεται όσο υπήρχαν πρόθυμοι ακροατές τα επεισόδια μπορούσαν να τοποθετηθούν σε οποιαδήποτε θέση. Αλλά στα Έργα και Ημέραι υπάρχει ένας στόχος: να εξηγήσει γιατί η ζωή είναι ένας ατέρμονης κύκλος μόχθου και να προσδώσει συμβουλές που θα κάνουν το μόχθο εκείνο επωφελή και ανεκτό. Και το εντάσσει σε ένα δραματικό πλαίσιο: τη φιλονικία του Ησιόδου με τον αδελφό του, τον Πέρση.
 
Αν η Θεογονία δεν ήταν τόσο φανερά ένα συνονθύλευμα ελληνικών και ανατολικών στοιχείων, ο ανατολικός χαρακτήρας μεγάλου μέρους των Έργων και Ημερών θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος, επειδή από πολλές απόψεις είναι η κύρια πηγή μιας ουσιαστικά ελληνικής θεώρησης της ζωής. Ωστόσο και το έργο αυτό έχει τους προδρόμους του στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Ο μύθος των μεταλλικών εποχών του ανθρώπου, όπως παρατηρήθηκε, δεν ήταν επινόηση του ίδιου του Ησιόδου· δεν υπάρχουν ακριβή παράλληλα, αλλά οι πιο στενές αναλογίες είναι με τους Ζωροαστρικούς μύθους[12]. Το ποίημα ως σύνολο έχει πολλά αντίστοιχα στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, έργα διδακτικά για τη ζωή και τη συμπεριφορά που, ωστόσο, με τυπικό τρόπο φυλάγουν ευλαβικά τις συμβουλές ενός πατέρα στο γιο του[13]. Η παραλλαγή του Ησιόδου, συμβουλές αδελφού προς αδελφόν, είναι ίσως πρωτότυπη, και δεν χρειάζεται να αναζητηθεί κίνητρο για την αλλαγή πέρα από τις περιστάσεις της ζωής του ίδιου του ποιητή. Τα αιγυπτιακά κείμενα σ' αυτό το είδος εκτείνονται από το Παλαιό Βασίλειο ως τη Σαϊτική δυναστεία που ξεπερνά τη ζωή του Ησιόδου, και περιλαμβάνουν προτροπές για τον αγροτικό μόχθο στο πλαίσιο μιας σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το θεό που δεν είναι καθόλου μακριά, σ' ό, τι αφορά το πνεύμα, από την άποψη του Ησιόδου για τον Δία. Όμοια κείμενα βρέθηκαν στην Εγγύς Ανατολή, στην Ούγκαριτ κι αλλού, κι είναι σαφές ότι οι Σουμέριοι (που αγαπούσαν τους μύθους με ζώα όμοιους με τη διήγηση του Ησιόδου για το γεράκι και το αηδόνι, οι Χούριοι και οι Βαβυλώνιοι υπέκυψαν όλοι στον ανθρώπινο πειρασμό να επιδιώξουν να ρυθμίσουν τη ζωή των άλλων. Σε ένα τέτοιο παγκόσμιο θέμα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός και να μην αποκλείσει τη σύμπτωση. Επιχειρήματα από κείμενα όπως οι Υποθήκες του Ninurta στο γιο του, το ημερολόγιο ενός Σουμέριου αγρότη, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα αν λάβουμε υπόψη τις ομοιόμορφες απαιτήσεις της αγροτικής ζωής. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά στοιχεία στις σουμεριακές Υποθήκες του Suruppak, τις βαβυλωνιακές Συμβουλές Σοφίας, και τις αιγυπτιακές Υποθήκες για να εντάξουν τον Ησίοδο μέσα στο κύριο ρεύμα μιας λογοτεχνίας που ήταν δημοφιλής στην Ανατολή (αν και όχι στο βαθμό που να μπορούμε να προσδιορίσουμε μια συγκεκριμένη πηγή ή χρονολογία για την είσοδο του είδους αυτού στην Ελλάδα).
 
Μερικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Ησιόδου μπορεί να φαίνονται στο σύγχρονο αναγνώστη παράξενα, ιδιόρρυθμα και “αρχαϊκά”, σε σύγκριση ακόμα και με εκείνα του Ομήρου. Ο Μ. L. West εντόπισε τη διαφορά ανάμεσα στην έκταση και την ευγλωττία των λόγων του Ομήρου και τις σύντομες, μάλλον άκαμπτες εκφράσεις που ο Ησίοδος βάζει στο στόμα των προσώπων του: “κοφτές σύντομες υποθέσεις, χωρίς την ομηρική ρητορική, με γραφική επισημότητα”[14]. Έτσι η αφήγηση του Ησιόδου συχνά φαίνεται συγκριτικά απλοϊκή και στερείται του ψυχολογικού πάθους του Ομήρου, ενώ η τάση του να αυτοεπαναλαμβάνεται, και μερικά υφολογικά τεχνάσματα όπως η χρήση των kennings, (ο “χωρίς κόκαλο” = το χταπόδι, ἀνόστεος, Έργα 524· το “πράγμα με τα πέντε κλαδιά” = το χέρι, πεντόζοιο, Έργα 742) μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας εντύπωσης πρωτογονισμού. Αλλά σ' αυτό θα πρέπει να αντιτάξουμε την ενέργεια και τη ζωτικότητα της ποίησής του και την αυθεντικότητα του τόνου του, κάποτε σοβαρού, κάποτε σχεδόν σαρ­δόνιου. Υπάρχει μια ελκυστική ευρωστία και απουσία συναισθηματικότητας ακόμη και στα πιο ειδυλλιακά χωρία, όπως την περιγραφή του μεσοκαλόκαιρου στις οδηγίες του για εποχιακές δραστηριότητες.
Κι όταν το γαϊδουράγκαθον ανθεί, κι ο τραγουδάρης
ο τζίτζικας καθούμενος στο δέντρο χύνει πλούσιο
αδιάκοπα το λυγερό τραγούδι απ' τα φτερά του,
στην εποχή του πνιγηρού καλοκαιριού, οι γίδες
είναι, μαθές, τετράπαχες και το κρασί θεσπέσιο·
τα θηλυκά είν' αβάσταγα κι οι άντρες χαυνωμένοι,
γιατί τους καίει ο Σείριος και κεφαλή και γόνα,
κι από το κάμα το πολύ ξεράθη το κορμί τους.
Κι άμποτες τότε νάσουν πια σε ισκιωμένο βράχο
και νάχες κρίθινο ψωμί με γάλα ζυμωμένο,
νάχες και βίβλινο κρασί καί γάλα από κατσίκες
που μόλις τις απόκοψαν, κρέας από δαμάλα
δασόθρεφτη κι αγέννητη κι από κατσίκια πρώιμα
και να ρουφάς μαύρο κρασί, φλογάτο καθισμένος
στον ίσκιο σου, με την καρδιά πασίχαρη, χορτάτη,
γυρνώντας στον ολόδροσο το Ζέφυρο την όψη·
κι από πηγή τρεχούμενην, αστείρευτη, καθάρια
να σμίγεις τρία του νερού μ' ένα κρασιού μονάχα. ( Έργα 582-96)[15]
(Αυτό θα πρέπει να διαβαστεί χωρίς να ξεχνάμε τους στ. 500-3: Ή ελπίδα δεν είναι καλός σύντροφος για ένα φτωχό, που κάθεται εκεί που συναντιούνται οι άνθρωποι για να κουβεντιάζουν όταν δεν έχει αρκετούς πόρους για να ζήσει. Πες στους δούλους σου όσο είναι ακόμη κατακαλόκαιρο. "Δεν θάναι πάντα καλοκαίρι: χτίστε κάτι που θα σας προστατέψει".).
 
Υπάρχει σε πολλά χωρία πραγματική αξιοπρέπεια: στο προοίμιο της Θεογονίας, ή την εικόνα των δίκαιων και άδικων πόλεων στα Έργα (225-47), ή την αφήγηση για τις τιμές της Εκάτης στη Θεογονία, ένα χωρίο που δείχνει καλά πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι μια μάλλον απλή χρήση της επανάληψης.
ἡ δ’ ὑποκυσαμένη Ἑκάτην τέκε, τήν περί πάντων
Ζεῦς Κρονίδης τίμησε, πόρεν δε οἱ ἀγλαά δῶρα,
Μοῖραν ἔχειν γαίης τε και ἀτρυγέτοιο θαλάσσης
ἡ δέ καί ἀστερόεντος ἀπ’ οὐρανοῦ ἔμμορε τιμῆς,
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τετιμένη ἐστί μάλιστα.
και γάρ νῦν, ὅτε πού τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
ἔρδων ἱερά καλά κατά νόμον ἱλάσκηται,
κικλήσκει Ἑκάτην· πολλή τε οἱ ἔσπετο τιμή
ῥεῖα μάλ’, ᾦ πρόφρων γε θεά ὑποδέξεται εὐχάς
καί τέ οἱ ὄλβον ὀπάζει, ἐπεί δϋναμις γε πάρεστιν.
ὅσσοι γάρ Γαίης τε καί Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
και τιμήν ἔλαχον, τούτων ἔχει αἶσαν ἁπάντων·
οὐδέ τί μιν Κρονίδης ἐβιήσατο οὐδέ τα’ ἀπηύρα
ὅσσ’ ἔλαχεν Τιτήσι μετά προτέροισι θεοῖσιν,
ἀλλ’ ἔχει ὡς τό πρῶτον ἀπ’ ἀρχῆς ἔπλετο δασμός·
οὐδ’ ὅ,τι μουνογενής, ἧσσον θεά ἔμμορε τιμῆς,
[και γέρας ἐν γαίῃ τε καί οὐρανῷ ἠδέ θαλλάσςῃ,]
ἀλλ’ ἔτι καί πολύ μᾶλλον, ἐπει Ζεύς τίεται αὐτήν. (411-28)
Κι αυτή (η ώρια Αστερία) το σπέρμα εδέχτη
και την Εκάτη γέννησε, που ο γιος του Κρόνου ο Δίας
πιότερο απ' όλους δόξασε και φημισμένα δώρα
της χάρισε: νάχει στη γη και στ' άκαρπα πελάγη
το μερδικό της. Έλαβε κι' απ' τ' αστεράτα ουράνια
τιμής μερίδιο, ωστόσο, αυτή και μες στους αθανάτους
τιμήθη απ' όλους πιότερο. Γιατί και τώρα, όποιος
θνητός στη γη κάνει λαμπρές -ως συνηθούν- θυσίες
ζητώντας χάρη θεϊκήν εύχεται στην Εκάτη
κι όποιου η θεά με προθυμιά γρικάει την προσευχή του,
του στέλνει και καλοτυχιά, γιατ' είναι του χεριού της.
Γιατ' όσοι απ' Ουρανό και Γη γεννήθηκαν και πήραν
κάποια τιμή, της χάρισαν κι απ' τη δική τους κλήρα.
Μα δεν την κακοκάρδισε κι ο γιος του Κρόνου διόλου
και δεν της πήρε τίποτες απ' όσα είχε αποχτήσει
στους πρώτους μέσα αθάνατους, εκείνη, τους Τιτάνες,
μόνο κρατάει απ' την αρχή ό,τι έλαχε και πήρε
στην πρωτινή τη μοιρασιά: κι από τη γη μοιράδι,
[μοιράδι κι απ' τον Ουρανό, μοιράδι κι απ' τον πόντο ]
κι ούτε επειδή και βρέθηκε μοναχοκόρη επήρε
λιγότερη, η θεά, τιμή, μον' έλαβε περίσσια
γιατί ο Δίας την τιμά.
 
Η ατομικότητα κι η δύναμη της φαντασίας του Ησιόδου μπορεί να φανεί καλύτερα σε σύγκριση με το έργο από τον κάλαμο ενός από τους μιμητές του, το σύντομο επικό ποίημα γνωστό ως Ασπίδα του Ηρακλή, που παραδίδεται μαζί με την Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι στα μεσαιωνικά χειρόγραφα. Είναι μια αδύναμη και μπερδεμένη αφήγηση της μάχης ανάμεσα στον Ηρακλή και τον Κύκνο, που περιέχει ένα πολύστιχο χωρίο "έκφρασης", βασισμένο στις περιγραφές από τον Όμηρο των ασπίδων του Αχιλλέα (/λ. Σ 478-607) και του Αγαμέμνονα (/λ. Λ 32-40), στο οποίο περιγράφεται η ασπίδα του Ηρακλή. Της λείπει εντελώς η ρώμη και το πνεύμα του Ησιόδου και στηρίζει την αποτελεσματικότητά της στην καθαρή συσσώρευση λεπτομερειών, κατά προτίμηση λεπτομερειών για δημιουργία εντυπώσεων:
Δίπλα στεκόταν η Αχλύς η φοβερή κι ολέθρια,
χλωμή, ξερή κι απόξερη και καταμαραμένη
από την πείνα, σκέλεθρο με γόνατα πρησμένα,
κι από τα χέρια της τα δυο νύχια τρανά φυτρώναν.
Τα μάγουλά της έσταζαν αίμα στη γη, και μύξες
τρέχαν απ' τα ρουθούνια της. Εμόρφαζεν απαίσια
ολόρθη και τους ώμους της σκέπαζε πλήθια στάχτη,
καθώς πλημμύριζε άπαυα τα μάτια της το δάκρυ. (264-70)
Είναι ένα από τα λιγότερο εξαρτημένα χωρία· άλλες λιγότερο παγερές σκηνές είναι μάλλον αδέξιες προσαρμογές με βάση τον Όμηρο. Το έργο δεν προβάλλει την αξίωση ότι προέρχεται από τον Ησίοδο, μόλο που δείχνει μεγάλη οικειότητα με το γνήσιο έργο του και σχεδιάστηκε για να ταιριάζει στον Κατάλογο γυναικών: αρχίζει μ' ένα κομμάτι για τη μητέρα του Ηρακλή Αλκμήνη το οποίο αρχίζει με το ή οίη (βλ. παραπάνω, σ.147).
 
Δύο κύρια προβλήματα της ησιόδειας γραμματείας παραμένουν ανοιχτά: η σχέση του με τον Όμηρο και ο τρόπος που συνέθετε. Μολονότι τώρα διευκρινίστηκε ότι ο Ησίοδος έδρασε στο τελευταίο τμήμα του όγδοου αιώνα, δεν υπάρχει συμφωνία για το ζήτημα των σχετικών χρονολογιών του Ησιόδου αφενός και της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αφετέρου. Το μόνο που μπορεί να αποδειχθεί είναι ότι ο Ησίοδος και ο Όμηρος συγγένευαν ως προς τη γλώσσα και τον τρόπο: στην ουσία χρησιμοποιούν την ίδια διάλεκτο, κι έχουν μεγάλο μέρος λεξιλογίου τους και των στερεότυπων φράσεων κοινά, αν και υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτες διαφορές[16], ενώ μερικές από τις ιδιομορφίες της διαλέκτου του Ησιόδου είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Ο G. Ρ. Edwards, με βάση μια διεξοδική μελέτη της γλώσσας του Ησιόδου, κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
 
Η ιωνική επική ποίηση ήταν γνωστή στην μητροπολιτική Ελλάδα την εποχή του Ησιόδου και απαγγελλόταν στην ιωνική μορφή της ακόμη και από τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα ομηρικά ποιήματα αυτοπροβάλλονται ως οι πιο ευνόητοι εκπρόσωποι της ιωνικής αυτής παράδοσης, αλλά προφανώς δεν ήταν απαραίτητα η μόνη ιωνική ποίηση που ο Ησίοδος θα μπορούσε να είχε γνωρίσει, ούτε μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ησίοδος τα γνώριζε στη μορφή στην οποία διασώθηκαν στη γραπτή μας παράδοση. Ταυτόχρονα, η πιο οικονομική υπόθεση μπορεί να είναι ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια υπήρχαν ήδη και ήταν γνωστά στην μητροπολιτική Ελλάδα την εποχή του Ησιόδου σε μια μορφή ευδιάκριτα την ίδια με εκείνη στην οποία τα γνωρίζουμε σήμερα.. .[17]
 
Ο Μ. L. West, από την άλλη, υποστήριξε ότι η Θεογονία είναι πάρα πολύ πιθανό να είναι “το πιο παλιό ελληνικό ποίημα που έχουμε”[18], για το λόγο ότι και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στη μορφή που σώζονται περιέχουν στοιχεία που δεν μπορούν να χρονολογηθούν νωρίτερα από το 700 περίπου π.Χ. Πιθανόν είναι πολύ ριψοκίνδυνο να ζητά κανείς τέτοια ακρίβεια από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες και σε τελευταία ανάλυση μπορεί να μην έχει σημασία το γεγονός ότι δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε με ακρίβεια κανένα από τα ποιήματα αυτά· πιο σημαντική είναι η παραδοχή που ενισχύεται από τους νεότερους ερευνητές ότι υπήρχε μια κοινή ιωνική παράδοση ποίησης σε εξαμέτρους στην οποία εργάστηκαν και οι δύο ποιητές, παρά τη γεωγραφική απόστασή τους.
 
Αν ο Ησίοδος ήταν ένας προφορικός ποιητής ή ένας ποιητής που γνώριζε γραφή είναι ένα εξίσου αμφιλεγόμενο ζήτημα· αλλά κι εδώ πάλι υπάρχει συμφωνία σε ένα σημαντικό θέμα, δηλαδή στο ότι όποια διαδικασία και να ακολούθησε ο ίδιος ο Ησίοδος[19] η παράδοση μέσα στην οποία έμαθε την τέχνη του ήταν προφορική. Είναι ίσως αδύνατο να αποδείξει κανείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αν έκανε χρήση της γραφής για να συνθέσει την ποίησή του, αλλά .είναι πολύ πιθανή η σκέψη ότι ένα πάρα πολύ προσωπικό ποίημα όπως τα Έργα και Ημέραι, που δεν έχει αφηγηματικό ιστό για να βοηθήσει αυτόν που το απαγγέλλει, είχε καλύτερη τύχη να επιζήσει αν καταγραφόταν σε μια αρκετά πρώιμη φάση, δηλ. όσο ζούσε ο ποιητής. Μ' αυτό δεν προτείνεται η άποψη ότι υπήρχε κάτι σαν κανονικό αναγνωστικό κοινό την εποχή αυτή:- ο κανονικός τρόπος επικοινωνίας ανάμεσα στους ποιητές και το κοινό τους ήταν σίγουρα η προφορική απαγγελία, είτε σε γιορτές ή σε κάποιο άλλο είδος κοινωνικής συνάθροισης. Αλλά η πλατιά γνωριμία με τα Έργα και Ημέραι που μπορούμε να αποδείξουμε για την αρχαϊκή περίοδο[20] είναι δύσκολο να εξηγηθεί χωρίς να υποθέσουμε ότι έγινε κάποια χρήση του γραπτού κειμένου. Όπως με το έργο του Αρχιλόχου και τους πρώιμους ελεγειακούς και λυρικούς ποιητές, η δυνατότητα μακροπρόθεσμης επιβίωσης πρέπει να είχε αυξηθεί σημαντικά με την ανάπτυξη της γραφής στην ελληνική κοινωνία.
------------------------ 
[1] Έργα 654-9 με τα σχόλια· Πλούτ., Ηθ. 153 κ.ε. 
[2] Ο Cook (1937) συζητεί τη δυνατή χρονολογία της. 
[3] Vernant (1980) 184-5. 
[4] Πρόκειται για πιθάρι, και όχι για το κουτί που μας είναι οικείο από μεταγενέστερη ευρωπαϊκή παράδοση, και που ανάγεται στον Έρασμο· πβ. Panofsky (1962) και West (1978α) στα Έργα  94. 
[5] Για τη θεμελιακή σημασία του μύθου αυτού βλ. Vernant (1980) 168-85. 
[6] Πβ. Edwards (1971) 4-6. 
[7] Λεπτομέρειες στον West (1966) 19-30, 106 κ.ε., 379 κ.ε. 
[8] Για το ζήτημα κατά πόσο ο Πέρσης ήταν πραγματικό ή πλαστό πρόσωπο βλ. West
(1978α) 33-40. 
[9] Vernant (1980) 184-5. 142 
[10] Αιδώς = 'ντροπή', 'βαθύς σεβασμός'· Νέμεσις = 'δέος', 'δημόσια αποδοκιμασία'. 
[11] Για μια ανασκόπηση των προβλημάτων βλ. West (1978α) 346-50). * Ύποπτα, καταδίκασε, εξοβέλισε, διέγραψε, απέκλεισε
[12] West (1978α) 172-7. 
[13] Για μια ανασκόπηση της διδακτικής λογοτεχνίας της Εγγύς Ανατολής βλ. West (1978α) 3-15. 
[14] West (1966) 74. 
[15] Το χωρίο αυτό μιμείται η Ασπίδα του Ηρακλή 393-7 κι ο Αλκαίος (απ. 347). 
[16] West (196) 77-91 και (1978α)31 κ.ε: Edwards (1971) ιδιαίτερα 140-65. 
[17] Edwards (1971) 202 κ.ε. 
[18] West (1966) 46. 
[19] Ο West (1978α) 40-8 κάνει μερικές ενδιαφέρουσες προτάσεις. Πβ. Edwards (1971) 190-3. 
[20] Ο Τυρταίος 12.43 μπορεί να απηχεί τα Έργα 291 · ο Σημωνίδης 6 αποτελεί επεξεργασία των Έργων 702 κ.ε. · ο Αλκαίος απ. 347 απηχεί τα Έργα 582-9· ο Ίβυκος 282 PMG, 18-24 μπορεί να χρησιμοποίησε τα Έργα 646-62.

Λογικό να φοβάσαι τον έρωτα, αδικαιολόγητο να μην τον ζεις

Το πιο τρομακτικό, και συγκλονιστικό συνάμα, συναίσθημα που έχει την τιμή να βιώνει ο άνθρωπος είναι ο έρωτας. Τον φοβόμαστε –ειδικά αν την έχουμε πατήσει για χάρη του στο παρελθόν– και πολλές φορές απομακρυνόμαστε από μία κατάσταση, πριν καν την ζήσουμε, ακριβώς γιατί σκεφτόμαστε τι μπορεί να πάθουμε.

Ποιος να κατηγορήσει ποιον, αφού το πόσο θα τολμήσουμε ή όχι έχει να κάνει μόνο με τα «πρέπει» και τα «θέλω» του καθενός προσωπικά. Δύο λέξεις που πολύ συχνά μας απασχολούν, αφού ανάλογα με το αν λειτουργούμε με τη λογική ή το συναίσθημα, θα κρίνουμε την εξέλιξη μίας κατάστασης στην οποία, όμως, δεν είμαστε μόνοι μας.

Ο έρωτας δεν είναι απλώς τρομακτικός. Είναι τρομακτικότατος, ειδικά στην αρχή, όταν αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι μας έχει πετύχει κατάκαρδα και κατακούτελα. Γιατί νιώθουμε πως γινόμαστε τόσο ευάλωτοι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που μέχρι πριν λίγο καιρό αγνοούσαμε την ύπαρξή του. Του δείχνουμε με ευκολία κομμάτια του εαυτού μας, που ελάχιστοι ξέρουν. Τον εφοδιάζουμε απλόχερα με όπλα που μπορούν να μας συνθλίψουν ανά πάσα στιγμή. Τρέμουμε στην ιδέα ότι όλα αυτά κάποια στιγμή μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον μας.

Φοβόμαστε μην αλλάξουμε και κάνουμε υποχωρήσεις, που δε μας αρμόζουν, για χάρη της νέας μας αγάπης, αλλά δεν έχουμε καμία απαίτηση απ’ τον άλλον να κάνει το ίδιο. Κι αυτό είναι που μας κάνει να αναρωτιόμαστε ακόμη περισσότερο αν τελικά έχουμε ήδη πάθει μετάλλαξη. Ναι, αυτό παθαίνουμε –μέχρι ένα σημείο– όταν ερωτευόμαστε. Σχεδόν δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας.

Είναι, όμως, και λυτρωτικός. Για την ακρίβεια είναι ό,τι συγκλονιστικότερο μπορεί να μας συμβεί. Γιατί όταν το παραδεχτούμε κι απελευθερωθούν τα συναισθήματα, χωρίς προσχήματα πια, η αίσθηση που ‘χουμε είναι ότι ανεβήκαμε στην κορυφή του Έβερεστ κι ατενίζουμε εκείνη την υπέροχη θέα, με φόβο ανάμικτο με δέος. Κατακτήσαμε μία κορυφή με κόπο, κι εκείνη μας κόβει την ανάσα. Πόση ευτυχία μας περιβάλει και πόσες φορές νιώθουμε ότι η καρδιά μας μπορεί να σπάσει απ’ την ένταση των συναισθημάτων;

Γιατί ο έρωτας είναι αναζωογονητικός, είναι ζωή, είναι πάθος, είναι τρέλα και τυφώνας συγχρόνως. Όταν είμαστε ερωτευμένοι βιώνουμε εναλλάξ τον τρόμο και τη λύτρωση, τόσο έντονα και παρανοϊκά, πολλές φορές, που είναι σαν να βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα τρενάκι τρόμου, όπου ο κόμπος στο στομάχι σφίγγει και χαλαρώνει ανάλογα με την κατάσταση που βιώνουμε. Είναι εκείνη η αίσθηση πως θες να ‘σαι συνέχεια με το άτομο που σου ‘χει πάρει και του ‘χεις πάρει τα μυαλά. Είναι η προτεραιότητά του -κι, ιδανικά, είσαι η δική του. Κι αυτό είναι, αντικειμενικά, ασύγκριτα όμορφο συναίσθημα.

Κανείς μας δεν μπορεί να αρνηθεί πως είναι σχεδόν απειλητική, προς τους ίδιους μας τους εαυτούς, η αίσθηση πως θα ερωτευτούμε μονόπλευρα, αλλά και κανείς μας δεν μπορεί να παραβλέψει πόσο όμορφο είναι να ανακαλύπτουμε ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Κι ίσως αυτό το μονόπλευρο να ‘ναι ακόμη ένας λόγος που μας κάνει επιφυλακτικούς. Αλλά απ’ την άλλη, εμείς είμαστε τυχεροί που το νιώσαμε -έστω κι αν δεν υπήρχε ανταπόκριση.

Γιατί ακόμη κι αν στεναχωρηθούμε για κάποιο διάστημα, ακόμη κι αν η απόρριψη μας ρίξει για λίγο στα τάρταρα, είναι απόλυτα σίγουρο πως θα περάσει. Απωθημένο ή μη, θα περάσει. Κι απ’ όλο αυτό θα βγούμε πιο δυνατοί, πιο σοφοί και πιο συνειδητοποιημένοι ότι shit happens και προχωράμε παρακάτω.

Η ίδια η ζωή θα μας το δείξει, άλλωστε. Καλό είναι να μάθουμε να της έχουμε εμπιστοσύνη. Κι όχι, δεν είναι παρηγοριά στον άρρωστο να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τη ζωή. Εκείνη πάντα ξέρει καλύτερα και κάποια στιγμή θα μάθουμε κι εμείς. Ναι, είναι δύσκολο να το διαχειριστούμε συναισθηματικά, ειδικά αν βιώνουμε απόρριψη, αλλά κανείς δεν πέθανε απ’ αυτό!

Αν, λοιπόν, δε μας αρέσει κι αν δε βολευόμαστε στη μοναξιά μας από επιλογή αλλά από φόβο, ο έρωτας είναι ό,τι πιο όμορφο κι ολοκληρωμένο μπορούμε να βιώσουμε. Αρκεί να πιστεύουμε σε μας, στα βέλη του και στην τελική έκβαση. Γιατί μερικές φορές το να μη γίνει κάτι όπως το θέλαμε –ακόμη κι αν απορούμε εκείνη την ώρα γιατί– είναι σίγουρα γιατί έτσι έπρεπε να γίνει.

Μην ακούτε αυτούς που λένε πως δε θα ξαναερωτευτούν. Ή μάλλον να τους ακούτε, αλλά να μην τους πιστεύετε, γιατί το λένε από φόβο. Δείτε τους μετά από λίγο καιρό κι απλώς χαμογελάστε ικανοποιημένοι. Έγιναν και πάλι θαρραλέοι!

Απετάξω τον έρωτα; Ούτε κατά διάνοια!