Στις θάλασσες της Μεσογείου εκτός από τους πειρατές δρούσαν και οι κουρσάροι εκδικητές, που έπαιρναν εκδίκηση για τα όσα δεινά προκαλούσαν οι πειρατές.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ιωάννης Γιάοντης από την Κάρπαθο. που όργωνε τις θάλασσες καταδιώκοντας τα πειρατικά καράβια. Όταν αιχμαλώτιζε πειρατές, τους άρπαζε από τα μαλλιά και καθώς ήταν μεγαλόσωμος και χειροδύναμος, τους σήκωνε στον αέρα πάνω από τη θάλασσα και έλεγε: «Γιαόντι έκαμες στους χριστιανούς παίρνω την κεφαλή σου». Έτσι του έμεινε το παρατσούκλι «Καπετάν Γιάοντης». Ένα δημοτικό τραγούδι της Καρπάθου μέχρι σήμερα υπενθυμίζει:
Η πειρατεία είχε δημιουργήσει εκείνα τα χρόνια ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που ήταν η εξαγορά των σκλάβων. Στα νησιά του Αιγαίου οι Βενετοί είχαν επιβάλλει ειδική φορολογία για την εξαγορά των σκλάβων ,το περίφημο τέλος των Τούρκων (τουρκοτέλι), ενώ στα νησιά του Ιονίου πελάγους είχαν συσταθεί ειδικά ταμεία με την φροντίδα των ενοριών.
Στην Κρήτη για την εξαγορά των σκλάβων βοηθούσαν οι συντεχνίες, όπως η Αδελφότητα των Ναυτικών και πολλοί πλούσιοι Κρητικοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο άρχοντας Μάρκος Παπαδόπουλος που πέθανε το 1603. Στη διαθήκη του δέσμευε τους κληρονόμους του να εξαγοράζουν κάθε χρόνο δυο χριστιανούς σκλάβους.
ΓΝΩΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
• Το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα η πειρατεία οργίαζε κυριολεκτικά. Εδώ θα παρακολουθήσουμε τη σχετική καταστρεπτική δράση της στο Αιγαίο.
• Η Νάξος, ως το μεγαλύτερο Κυκλαδονήσι και σχετικά πλουσιότερο, κυρίως στην κτηνοτροφία, δοκίμασε τις συχνότερες επιθέσεις τους.
• Στην Αστυπάλαια παίχθηκε μια από τις πιο δραματικές σκηνές της ιστορίας της πειρατείας στο Αιγαίο. Σε επιδρομή του Εξωμότη πρώην χριστιανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, από την Μυτιλίνη, Ολόκληρος ο πληθυσμός του νησιού, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, ολοκληρωτικά αφανίζεται.
• 1724, 24 Οκτωβρίου: «Ερχόμενος ο καραβοκύρης ο Παναγιώτης της Περέτας με την σακολέβαν εις την Αξίαν, έτυχε από ριζικόν ανάμεσα την Μύκονον και την Αξίαν και τους έπιασε και τους σκλάβωσε ο Καπετάν Τζουανίνος με το καράβιν του και καπετάν Αντώνης με μιαν ταρτάνα και τους επήρεν ό,τι κι αν είχαν άσπρα, πράμα και τα ρούχα τους και τους άφησαν το καΐκι με τους ανθρώπους γυμνούς και ήλθαν εδώ εις την Αξίαν καθώς όλοι τους είδασιν».
• 1808, 15 Δεκεμβρίου: «Νύχτα επιτεθήκανε οι σπαντίδοι σ’ ένα άλλο καΐκι του Μιχελή Ρεΐζη, λίγο έξω από την Τήνο, ενώ αρμένιζε για την Αξία. Οι κουρσάροι σέρνοντας κατόπιν το πλεούμενο, φτάσανε στην Αντίπαρο. Εκεί ληστέψανε όλους τους επιβάτες του και δεν τους άφησαν παρά μόνον την ψυχήν και τα παλαιόρουχα που φορούσαν».
• Ναξία, 1816, 2 Απριλίου: «Ένα άλλο κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές σε επιδρομή του στη Σκινούσα αιχμαλωτίζει μια βάρκα με το πλήρωμά της και την οικογένεια του Γιωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτου Ρώσου, σαν ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Ξεγυμνώνουν τον Μπαρδάκα με τη συντροφιά που έρχεται στη Χώρα της Νάξου» (Bislut, «Archipelagus turbatus», Istanbul 1982).
• Από ανέκδοτο ημερολόγιο του αγγλικού προξενείου στη Νάξο στα 1811 μαθαίνουμε για το Γάλλο κουρσάρο Τζουστινιάνι και τη δράση του στη Νάξο. Ο κουρσάρος Tζουστινιάνι, σύμφωνα με επιστολή τής 30ής Ιουλίου του 1812 κάποιου Αξιώτη, «τρεις μήνες εδώ κατακαθητός με τα αρμαμέντα του και πιάνει και ψηλαφά τα γράμματα -σαν να ήταν κύριος πλέον του τόπου, καθώς θέλετε πληροφορηθεί εις πλάτος από τα γράμματα όπου σας στέλνω με τον κουρσαμένον πραγματευτήν ονόματι Εμμανουήλ Σεργόπουλον και εκ στόματος του Mr Cardrigt, πραγματευτού Εγγλέζου, όπου εκουρσάθη ωσαύτως απ’ έξω από την Μήλον από ένα άλλον κουρσάρικον με παντιέρα Ιτάλικα».
• 1734, Πάρος. Υπήρξαν περιπτώσεις κουρσάρων και πειρατών που βαριεστημένοι από την πειρατική ζωή, αποφάσιζαν, αφού παντρεύονταν στα νησιά, να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά. Για να νομιμοποιήσουν όμως αυτόν τον αποχρωματισμό τους, ιδιαίτερα οι πειρατές, έπρεπε να εφοδιαστούν με κατάλληλο έγγραφο από τη νοταρία του τόπου τους. Τέτοια έγγραφα έχουμε αρκετά των ετών 1734, 1741, 1744 κ.ά.
• Σύρος, 1720. Στα 1720 «οι επιδραμόντες κουρσάροι επέτυχον να συλλάβουν τον παρεπιδημούντα τότε επί της νήσου καδήν και η Κοινότης ηναγκάσθη τους μεν κουρσάρους να ταΐσει και να περιποιηθεί, να εξαγοράσει δε τα ενδύματα του καδή χωρίς όμως να εξαγοράσει και τον ίδιον».
• Στα 1723 οι Συριανοί πιάνουν αιχμαλώτους δύο κακότροπους σπαντίδες (πειρατές) και τους στέλνουν στους Τούρκους, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν. Δεν έστειλαν όμως μαζί και τα όπλα τους και οι Τούρκοι τους απείλησαν να τα στείλουν αμέσως. Πολλές φορές οι Συριανοί βοηθούσαν τους Φράγκους κουρσάρους σε βάρος των Τούρκων κι αυτό φυσικά οι Τούρκοι δεν τ’ άφηναν ατιμώρητο.
• Από έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1723, μαθαίνουμε ότι ο καραβοκύρης Κωνσταντίνος Βουτζίνος «όπου επήγαινε στο ταξίδι στην Αξιά επιάστηκε από τους αναθεματισμένους τους κουρσάρους και τους έγδυσαν και τους τραβούσαν έως τις Δήλες».
• Σε άλλο έγγραφο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Όμως με το να ευρεθούνε οι καταραμένοι οι κουρσάροι στο δρόμο τσ’ επιάσανε και τις εγδύσανε και χαθήκανε και τ’ άσπρα. Παρεκτός είχεν του γράψει η λεγομένη Νικολέττα να μην κακοκαρδίζεται πως εχαθήκανε τ’ άσπρα εωσότις η ζημία είναι δική της. Πολλάκις δε οι συλλαμβανόμενοι εδουλώνοντο και διά την εξαγοράν των εχρεούντο οι οικείοι των μεγάλα ποσά ή παρέμενον σκλάβοι επί έτη. Οι κάτοικοι της πτωχής νήσου μας καθ’ όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας εβίωσαν υπό την διαρκήν απειλήν πειρατών, κουρσάρων και πάσης φύσεως κλεπτών, κακοποιών και επιδρομέων καθιστώντας την διαβίωσίν των πολύ περισσότερον δραματικήν παρ’ όσον αυτή αύτη η Τουρκική δεσποτεία».
• Στους πρώτους μήνες του Ρωσοτουρκικού πολέμου παρατηρήθηκε έντονη πειρατική δράση στο Αιγαίο. Οι κυριότεροι πειρατές ήταν την εποχή αυτή οι Σφακιώτες και οι Αλβανοί, που μαζί επιτέθηκαν στα 1770 στη Σύρο. Την επιδρομή αυτή περιγράφει ο ιστορικός της Σύρου, πατέρας Δελλαρόκας.
• Στα 1771 ο τρομερός πειρατής, η φοβερή μάστιγα της εποχής, ο λήσταρχος Μητρομάρας, ο ατρόμητος, με 32 Αλβανούς προέβη σε επιδρομή κατά της Σύρου για να τη λεηλατήσει. Πληγώθηκε όμως από το νέο Αντ. Ρώσση και υποχρεώθηκε να φύγει.
• Το 1772 ο Ρωσικός στόλος καταδίωξε συστηματικά τους πειρατές, που για ένα διάστημα φάνηκε να έχουν εξαφανιστεί…
• Πολλά έγγραφα αναφέρονται σε διάφορες πειρατικές επιδρομές σε απόμερους κάβους. αλλά και μες στο ίδιο το λιμάνι της Σύρου. Διάφοροι πειρατές και κουρσάροι άρπαζαν πλοία με το φορτίο τους και τα μεταπουλούσαν κατόπιν στους κατοίκους του νησιού ή σε διάφορους καραβοκύρηδες, συνελλάμβαναν αιχμαλώτους Τούρκους για να πάρουν κατόπιν λύτρα για την εξαγορά τους και γενικότερα λεηλατούσαν το νησί ανάλογα με τα γούστα τους.
• Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 1781 οι επίτροποι της Σύρου παρακαλούν τον Δημητράκη Μαυρογένη, βοεβόδα της Μυκόνου, να πληροφορήσει τον Καπουδάν Πασά, πως στις 28 Ιουλίου του 1781 Μαλτέζοι πειρατές απήγαγαν από το λιμάνι της Σύρας ένα σαμπίκο Κρητικό, φορτωμένο σαπούνι και λάδι, σε συνεννόηση και με τις πλάτες των Τούρκων.
• Στις 19 Νοεμβρίου 1787, η Σύρος διατρέχει νέο κίνδυνο λεηλασίας και καταστροφής της από Καρυστινούς και άλλους πειρατές. Γι’ αυτό οι κάτοικοί της στέλνουν εσπευσμένα επιστολή προς τους Τούρκους ζητώντας την προστασία του νησιού τους από τους πειρατές.
• Στις 23 Φεβρουαρίου του 1795, ωστόσο, ο Τούρκος καπετάνιος Αλής συγκρούστηκε με Μαλτέζους πειρατές, πάλι μες στο λιμάνι της Σύρου, με αρκετές απώλειες κι από τα δύο μέρη.
• Οι επιδρομές των κουρσάρων στη Σύρο, καθώς και στα γύρω ξερονήσια, ήταν συχνές και καταστροφικές. Άρπαζαν και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, κυρίως ζώα, πλεούμενα, έγδυναν σπίτια, σκότωναν ανθρώπους. Από έγγραφο της 31ης Μαρτίου 1811 μαθαίνουμε πώς «ο Συριανός έμπορος Λινάρδος Βαμβακάρης αγόρασε σε πλειστηριασμό από έναν κουρσάρο στο λιμάνι της Σύρου μια μπομπάρδα φορτωμένη κρασί και πώς στη συνέχεια ένα Εγγλέζικο μπρίκι μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύρου και βρίσκοντας την κουρσεμένη μπομπάρδα, την κατέλαβε και τη ρυμούλκησε στη Σμύρνη, όπου παρέπεμψε και το διαμαρτυρόμενο αγοραστή να πάει για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του».
• Ο Καπουδάν Πασάς συχνά έκανε την εμφάνισή του στο Αιγαίο για καταδίωξη των πειρατών. Όμως αυτό σήμαινε φορολογία των νησιωτών γι’ αυτό το σκοπό ή και καταστροφές από τους Τούρκους του πασά.
• Πολλές παραδόσεις μιλούν γι’ αυτές τις επιθέσεις και άλλες στη Σύρο. Λένε ακόμη ότι ο Αϊ-Γιώργης ήταν προστάτης της Σύρου, όπως αναφέρεται και σε σχετικό δημοτικό τους τραγούδι.
«Αϊ μου Γιώργη φύλακα, απάντα το νησί μας
έβγα με την κοντάρα σου γιούργιαρε τσι εχθροί μας.
Γύρω τριγύρω στο νησί πλανάρου οι γαλιώτες κι αφνήδια μας προβαίνουσι και μας πατούν οι κλέφτες.
Και μπένου μέσ’ τις μάντρες μας, αρνιά δεν μας αφήνουν,
τα πιο καλά μας πράματα τα τρώσι και τα πίνουν.
Οι Τουρκοκλέφτες είν’ αυτοί που μας εβασανίζουν
και τη ζωή μας πολλωνώ μας τήνε υστερίζουν.
Λυπήσου Αϊ-Γιώργη μας εμάς και τα παιδιά μας
Και γλύτωσέ μας γρήγορα από τα βάσανά μας.
Αϊ-Γιώργη Καππαδόκε αδικοσκοτωμένε
και διά την πίστι του Χριστού σκληρά βασανισμένε.
Λυπήσου ναι και μας που βλέπεις τι τραβάμε
διαφέντεψέ μας Άγιε μας να σε δοξολογάμε».
• Η δραματική αυτή επίκληση της βοήθειας του προστάτη της Σύρου Αγίου Γεωργίου για τη σωτηρία των δεινοπαθούντων από τις πειρατικές επιδρομές άτυχων Συριανών δίνει μια καθαρή εικόνα του δράματος, των βασάνων, των μαρτυρίων που υφίσταντο τότε οι γεωργοί της Σύρου.
Η πειρατεία στη Σύρο, όπως και στις άλλες Κυκλάδες, σταμάτησε, όπως προαναφέραμε, στα χρόνια του Καποδίστρια με τη δραστηριότητα εναντίον τους του ναυάρχου Μιαούλη. Το στήσιμο του αγάλματός του στην ομώνυμη πλατεία της Ερμούπολης, μπροστά από το δημαρχείο, ασφαλώς δεν είναι άσχετο και με την προσφορά αυτή του Μιαούλη στη Σύρο.
• Πειρατείες υφίστατο και η Αμοργός, καθώς και τα γύρω νησάκια. Είδαμε έγγραφο της 2ας Απριλίου του 1816, σύμφωνα με το οποίο ένα κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές, σε επιδρομή τους στη Σχοινούσσα, αιχμαλωτίζει μια ναξιώτικη βάρκα του Γιωργάκη Μπαρδάκα.
Διάφορα έγγραφα και παραδόσεις δείχνουν πόσο υπέφερε παλιότερα το νησί της Αμοργού και τα γύρω νησάκια από τους ποικιλώνυμους πειρατές και τις ληστρικές επιδρομές τους. Η ζωή των Αμοργιανών, η τιμή και η περιουσία τους βρίσκονταν, την οποιαδήποτε ώρα, εκτεθειμένες στις άγριες διαθέσεις των ληστρικών κουρσάρων. Μια ζωή μαρτυρική, που σήμερα έμεινε πια στη μνήμη μας σαν θρύλος μακρινός και παραμύθι.
• Η Φολέγανδρος στα 1715, η Κίμωλος, η Μήλος και οι άλλες Κυκλάδες υπέστησαν τα πάνδεινα από μέρους των άπληστων πειρατών και κουρσάρων, των γνωστών την εποχή αυτή ως «κλεφτοσφουγγαράδων».
• «Η ετήσια επίσκεψις του ναυάρχου Καπουδάν Πασά εις τας Κυκλάδας -λέει ο Χ. Μουστάκας- και αι αιφνίδιαι πειρατών τινών αποβάσεις, διετήρουν τα πνεύματα εις ταραχήν τούτου δ’ ένεκεν νύκτα και ημέραν φρουροί εφ’ υψηλών σημείων της νήσου ιστάμενοι εφύλαττον τους κατοίκους, ειδοποιούντες τούτους περί της παρουσίας πειρατικού πλοίου, οπότε οι κάτοικοι έσπευδον να κλεισθώσιν εντός του Κάστρου μετά των ζώων αυτών, κλείοντες και τας πύλας».
• Η Μήλος, εξαιτίας της επίκαιρης θέσης της -πέρασμα για Σμύρνη και Πόλη- αλλά και σαν καλό αραξοβόλι κι ορμητήριο για λεηλασίες, έγινε φωλιά πειρατών τόσο ντόπιων όσο και ξένων, σ’ όλο το διάστημα του 18ου ως το 19ο αιώνα. Στο τέλος του 18ου τόσο η Μήλος όσο και η Κίμωλος είχαν μεταβληθεί σε άντρο των πειρατών οι οποίοι διέτριβον στην Κίμωλο «ως και εν Μήλω καθ’ όλον τον χειμώνα διάγοντες εν ποτοίς και ευωχίαις και πάση άλλη ασωτία και κραιπάλη».
Ο πρόξενος της Ολλανδίας στη Μήλο Ταταράκης σε επιστολές του προς τον πρεσβευτή του στην Πόλη στα 1748, 1751, 1754, 1761, 1787, 1815 διεκτραγωδεί τα βάσανα που υφίστανται οι κάτοικοι της Μήλου και ο ίδιος από τους αδίστακτους πειρατές και κουρσάρους.
Τελικά και στη Μήλο το τελικό κτύπημα εναντίον των πειρατών δόθηκε επί Καποδίστρια από το ναύαρχο Μιαούλη.
Αν στην Τουρκοκρατία η πειρατεία βρισκόταν στο απόγειο της, με την έναρξη της Επανάστασης εξαφανίζεται —τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια— όπως μας πληροφορεί ο Σπ. Τρικούπης. Η πειρατεία στα χρόνια του Αγώνα παρουσιάζει έξαρση την περίοδο κατά την οποία ο αιγυπτιακός στρατός και στόλος συμπράττει με τους Τούρκους, για να καταπνίξουν την Επανάσταση.
Ο αριθμός των Ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 περισσότερα από 1.000 πλοία ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα.
Αυτός τελικά που κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση ήταν ο Καποδίστριας, όταν ήρθε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Οι Δυνάμεις βέβαια πίεζαν τον Καποδίστρια σ' αυτό το θέμα, γιατί βλαπτόταν σοβαρά το εμπόριο τους. Ο κυβερνήτης οργάνωσε δύο ναυτικές μοίρες με τον Κ. Κανάρη και τον Ανδρέα Μιαούλη και με την παράλληλη δράση των ξένων στόλων κατέστρεψε τα ορμητήρια του Αιγαίου.
Η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) και η αναρχία που ακολούθησε αναζωπύρωσε τη δραστηριότητα των πειρατών, μολονότι η Ελλάδα από το 1930 ήδη άρχισε τον ελεύθερο πολιτικό της βίο, που δεν της εξασφαλίζει όμως και την ανάλογη ευνομία. Ολοκληρώνοντας θα λέγαμε ότι, καθώς προχωρούμε μέσα στον 19ο αι., τα κρούσματα πειρατικών επιδρομών γίνονται σπανιότερα και είναι βέβαια ηπιότερης μορφής απ’ ό,τι σε προγενέστερες εποχές, γεγονός που σχετίζεται με την αρτιότερη κρατική οργάνωση αλλά και με τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλίας.
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ
Η πόλη της Ύδρας μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Οι Υδραίοι πλούτισαν σπάζοντας τον αποκλεισμό της Μασσαλίας, λίγα χρόνια νωρίτερα, μεταφέροντας στάρι από τη Μαύρη Θάλασσα. Άλλοτε πειρατές, άλλοτε λαθρέμποροι, εμποροκαπετάνιοι συνεταίροι με το τσούρμο τους. Κάποιοι από αυτούς προύχοντες, δραγουμάνοι. Οι άλλοι, ναύτες με θητεία του Οθωμανικού στόλου, ναύτες χωρίς θητεία Ελληνικών ή άλλων κουρσάρικων.
Ξεγλιστρούσαν από τους ελέγχους με σημαίες ευκαιρίας και εικονικές ιδιοκτησίες των πλοίων. Τα πλοία τους, στο γύρισμα του αιώνα, μετέφεραν τα πάντα. Πορτοκάλια από τη Μάλτα, αρώματα και καφέδες από την Αραβία, ρύζι από την Αίγυπτο, σταφίδα από το Τζάντε, λάδι από την Ιταλία και την Προβηγκία, χουρμάδες από τη Μικρά Ασία, βιομηχανικά προϊόντα από τη Γαλλία και καθρέφτες και κομψοτεχνήματα από τη Βενετία. Οι περισσότεροι μετά από δύο δεκαετίες ήσαν ναυμάχοι του πολέμου της Ανεξαρτησίας.
Όταν άνθισε η οικονομία του νησιού, άρχισε να συγκεντρώνονται τα κέρδη, έκτισαν τα αρχοντικά τους επάνω στα βράχια της ακτής. Εγκατέλειψαν τα ψηλώματα της Κιάφφας, εκεί που οι κυνηγημένοι Αρβανίτες προπαππούδες τους είχαν στήσει το πρώτο χωριό με τις καλύβες, τρεις αιώνες νωρίτερα. Πριν την επανάσταση, στα 1813 ο πληθυσμός της Ύδρας ανέβηκε στους 22.000 κατοίκους. Πρωτόγνωρο μέγεθος για νησιώτικη πόλη. Τότε φούνταραν τα πλοία τους, λίγα μέτρα από τα παράθυρα των σπιτιών τους. Ο εμπορικός στόλος της Ύδρας εκείνη τη χρονιά διέθετε 120 πλοία με 1.800 ναύτες. Πόλη ανοχύρωτη, ατίθαση. Μετά διεκδίκησε τη μερίδα του λέοντος στην επανάσταση. Έδωσε τα πάντα και έχασε τα πάντα.
Ο ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος πλέον του κράτους, κυνηγούσε τους τελευταίους πειρατές του Αιγαίου, στα στενά της Σάμου το 1928 κατ’ εντολή του Καποδίστρια. Οι θαλασσινοί άρχοντες της Ύδρας δεν μπόρεσαν να συμβιβαστούν. Ο βραχότοπος δεν τους χωρούσε πια. Πολλοί εγκατέλειψαν τον τόπο. Έστησαν τον νέο συνοικισμό στον Πειραιά, τα Υδραίικα. Η Ελληνική πειρατεία συμβάδισε με την άνθηση της ναυτιλίας και την μεγέθυνση των παράκτιων νησιωτικών πόλεων. Και τα τρία υπήρξαν φαινόμενα, κυρίως του 18ου αιώνα.
Κατά τον αιώνα αυτόν, αντίθετα με τους προηγούμενους, οι νησιώτες κυριάρχησαν στις θαλάσσιες μεταφορές αλλά και στα «εκτός νόμου» ναυτικά περιστατικά του Αιγαίου. Παρότι, Μαλτέζοι, Αλγερίνοι, Άγγλοι συνέχιζαν να κουρσεύουν τα πλοία στο αρχιπέλαγος, δίπλα τους εμφανίστηκαν οι νησιώτες με κάθε λογής πλοία. Από βάρκες μέχρι μεγάλα τρικάταρτα οπλισμένα ιστιοφόρα, τα οποία επέδραμαν σε εμπορικά, χωρίς τις περισσότερες φορές να ξεχωρίζουν σημαίες, θρησκείες ή φορτίο.
Από το 1703 έως το 1792 σε 277 καταγεγραμμένες επιθέσεις εναντίον Γαλλικών πλοίων, στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, οι 102 πραγματοποιήθηκαν από Έλληνες. Οι πειρατικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια εκείνου του αιώνα πρέπει να ήσαν χιλιάδες. Οι μαρτυρίες βρίσκονται στα προξενικά έγγραφα, στα ναυτικά αρχεία των ευρωπαϊκών λιμανιών, στις διηγήσεις των περιηγητών, στα νησιωτικά κοινοτικά και μοναστηριακά αρχεία. Και πιθανόν στα άγνωστα ακόμα αρχεία της Οθωμανικής Πύλης.
Τα πλοία του 18ου αιώνα, ακολουθούσαν κυρίως τη διαγώνιο του αρχιπελάγους. Ο ναυτικός δρόμος συνέδεε τα Δαρδανέλια με το Τσιρίγο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Κωνσταντινούπολη, με τη δυτική Μεσόγειο. Ο άλλος μεγάλος ναυτικός δρόμος διέσχιζε τα στενά που χωρίζουν τη μικρασιατική ακτή με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Από τη Ρόδο και την Κάρπαθο κατευθυνόταν προς την Αλεξάνδρεια και τα λιμάνια της Μέσης Ανατολής. Τους κύριους δρόμους συμπλήρωναν δεκάδες παραλλαγές, όπως και το πυκνό πλέγμα των διανησιωτικών συνδέσεωνv.
Η τεχνολογία των πανιών είχε απελευθερώσει τη ναυτιλία από την σχεδόν υποχρεωτική παράκτια πλεύση του Μεσαίωνα. Τα πλοία απέκτησαν αυτονομία καθώς δεν ήσαν αναγκασμένα κάθε νύχτα να προσορμιστούν σε κάποια ακτή, η καθώς μπορούσαν να ταξιδέψουν με όλους τους ανέμους.
Τα φοβερά σημεία ενέδρας κατά μήκος των ναυτικών δρόμων του αρχιπελάγους, συνέχισαν να σημειώνονται στους Ευρωπαϊκούς πορτολάνους και να αποτελούν τόπους αυξημένης επιφυλακής και κινδύνου για όσους τα διέσχιζαν.
Η νοτιοδυτική πύλη με το Κάβο Ταίναρο και το Πόρτο Κάγιο, τον Κάβο Μαληά, το Τσιρίγο και το Τσιριγότο. Το φουρτουνιασμένο Κάβο Ντόρο, με το Μακρονήσι, το λιμανάκι κάτω από τις Κάβο Κολώνες και το Βουρκάρι της Τζιάς απέναντι. Τα στενά του Τσικνιά, της Μυκόνου και της Δήλου, το στενό της Πάρου με τη Νάξο, της Μήλου με την Κίμωλο. Το Νταρ Μπογκάζ της Σάμου και τα στενά των Φούρνων. Τα στενά της Χίου με τις Οινούσες. Και άλλα πολλά.
Οι ναυτικές κοινότητες των νησιών είναι δημιούργημα εκείνης της εποχής. Εκτός από την Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, τα Χανιά, η Μύκονος, η Σκόπελος και η Σκύρος διέθεταν κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, πολυάριθμους εμπορικούς στόλους. Οι αναφορές του 1813 μιλούν για 615 πλοία, οπλισμένα με 8.878 πυροβόλα, χωρητικότητας 153.580 τόννων, και 37.562 ναύτεςvi.
Κατά μήκος των θαλασσίων δρόμων, ένα μεγάλο δίκτυο οικισμών αναπτύχθηκε και άνθισε, εμπλεκόμενο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο ιδιότυπο παραεμπόριο της πειρατείας και του κοντραμπάντου.
Παλιοί Βενετσιάνικοι οικισμοί ξεπέρασαν τα τείχη τους και απλώθηκαν στις ακτές, άλλοι μετακινήθηκαν από τα υψώματα στα κοντινά τους αγκυροβόλια, νέοι γεννήθηκαν εκ του μηδενός. Λιμάνια, μουράγια, αποθήκες και αγορές, καρνάγια, ανεμόμυλοι και κυρίως οικιστικές συγκροτήσεις ισόγειων και διώροφων σπιτιών με δώματα, σπανιότερα με στέγες. Στενοί δρόμοι, μικρές πλατείες, μέτωπα στις ακτές. Σε εκείνα τα μέτωπα, της Ύδρας, των Σπετσών, της Μυκόνου, της Πάτμου, οι νεόπλουτοι πλοίαρχοι έκτισαν τα αρχοντικά τους. Πιο μέσα οι γειτονιές των ναυτών. Αυτή είναι η εικόνα της πλειοψηφίας των οικισμών του Αιγαίου, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα.
ΧΑΙΡΕΝΤΙΝ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ
Ο Χαΐρ αντ Ντιν (Khair ad Din) (περ. 1475–4 Ιουλίου 1546) ήταν ναύαρχος Ελληνικής καταγωγής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κουρσάρος των ακτών της Μπαρμπαριάς (σημερινής Αλγερίας). Ήταν γενικώς γνωστός ως Μπαρμπαρόσα ("Κοκκινογένης") για τους Ευρωπαίους, και Μπάρμπαρος Χαϊρεντίν (الدين خير) Πασάς ανάμεσα στους Τούρκους. Το όνομά του στην Τουρκική γλώσσα ήταν Χιζίρ Μπιν Γιακούπ από το Αραβικό Χιντρ 'ιμπν Για'κουμπ.
Βιογραφία
Ο Χαϊρεντίν γεννήθηκε στον Παλαιόκηπο Γέρας στη Λέσβο. Ο πατέρας του ήταν σπαχής ονόματι Γιακούπ και η μητέρα του Ελληνίδα χριστιανή από τη Λέσβο, ονόματι Κατερίνα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν πιθανό ότι και ο πατέρας του ήταν Έλληνας Γενίτσαρος και καταγόταν από τα Γιαννιτσά.
Ο Μπαρμπαρόσα θεωρείται ο κατεξοχήν οργανωτής του Οθωμανικού στόλου, στον οποίο κατείχε τον βαθμό του ναυάρχου. Αργότερα έγινε σουλτάνος του Αλγερίου και τελικά Μπεϊλέρ Μπέης (Αρχιμπέης) του Αιγαίου, ένα από τα μεγαλύτερα Οθωμανικά αξιώματα.
Κατά τη διάρκεια των κατακτητικών και αρπακτικών επιδρομών του ο Μπαρμπαρόσα έστειλε τους Τούρκους και Αλγερινούς πειρατές του ενάντια πολλών νησιών του Αιγαίου, ειδικά στις Κυκλάδες καθώς και στα Κύθηρα, στην περιοχή του Τσιρίγου. Αυτό που επακολούθησε ήταν η ερήμωση του νησιού. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν 7.000 άμαχοι και οι υπόλοιποι πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ εκείνοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν, κρύφτηκαν στα βουνά ή πέρασαν στην Πελοπόννησο. Ακόμα και σήμερα στην πρωτεύουσα του νησιού τον Άγιο Δημήτριο, γνωστή έως Παλαιοχώρα είναι διακριτά τα ίχνη της ερήμωσης από εκείνη την πειρατική λαίλαπα.
Άνοδος και Πτώση της Πειρατείας (1400-1830)
Η διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αλμοχάντ δημιούργησε κενό εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την άνοδο της πειρατείας στην περιοχή που έγινε αργότερα γνωστής ως Ακτή της Μπαρμπαριάς, εξελληνισμένο όνομα εκ των Μπέρμπερς, Βερβέρων. Οι παράκτιες πόλεις μίσθωναν κουρσάρους να λεηλατούν εμπορικά πλοία, εν όψει του έντονου εμπορικού ανταγωνισμού των θαλασσών.
Η βορειοαφρικανική πειρατεία ώθησε τους Ισπανούς να καταλάβουν και να αποκλείσουν πολλά λιμάνια-ορμητήρια των πειρατών, συμπεριλαμβανόμενου του Αλγερίου, που υποχρεώθηκε να πληρώνει φόρους. Τούτη η χριστιανική κατοχή των βορειοαφρικανικών λιμανιών ώθησε τους Μουσουλμάνους να ζητήσουν βοήθεια από τον Οθωμανό χαλίφη. Ανταποκρινόμενος ο χαλίφης έστειλε στόλο που εκδίωξε τους Ισπανούς από τα περισσότερα λιμάνια των αφρικανικών ακτών.
Το 1518 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα έγινε επίσημος αντιπρόσωπος του Οθωμανού σουλτάνου στην Αλγερία και οι Αλγερινοί κουρσάροι κυριάρχησαν στη Μεσόγειο υπό την Οθωμανική δικαιοδοσία, επί μακρό χρονικό διάστημα. Μόνο στα τέλη του 18ου αιώνα κατόρθωσαν να αντιπαρατεθούν οι Ευρωπαίοι στους πειρατές της Μπαρμπαριάς με ανώτερη ναυτική δύναμη και πυροβολικό. Το 1815 μια ναυτική μοίρα από τις Η.Π.Α. υπό τον πλοίαρχο Στίβεν Ντικάτουρ επιτέθηκε στο Αλγέρι και εξανάγκασε τον κυβερνήτη του να υπογράψει συνθήκη, σύμφωνα με την οποία τα πλοία των Η.Π.Α. εξαιρούνταν των πειρατικών επιθέσεων.
Οι διαρκείς επιδρομές σε Ευρωπαϊκά πλοία ώθησαν τους Βρετανούς και Ολλανδούς να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στους Αλγερινούς και σχεδόν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά το στόλο τους το 1816. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους. Το 1830 ο Γαλλικός στρατός εισέβαλε στο Αλγέρι και η Γαλλική κατοχή της Αλγερίας συνεχίστηκε για τα επόμενα 123 χρόνια.
Οι Αδελφοί Μπαρμπαρόσα
Από τους δύο αδελφούς Μπαρμπαρόσα ο μεγαλύτερος, ο Αρούτζ, ήταν ο ο πρώτος που ακολούθησε τον δρόμο της πειρατείας, υπογράφοντας σε μια κουρσάρικη γαλέρα που είχε ως βάση του το νησί, κρησφύγετο για τους Έλληνες και Μουσουλμάνους πειρατές. Αιχμαλωτίστηκε από τους Ιππότες της Ρόδου και υποχρεώθηκε να υπηρετεί ως σκλάβος, μέχρις ότου τον αγόρασε ένας Αιγύπτιος εμίρης. Τα αδέλφια ξανάσμιξαν στην Αλεξάνδρεια και με τη βοήθεια του εμίρη αποδείχθηκαν επιτυχημένοι επιδρομείς.
Οι δύο μετέφεραν τις επιχειρήσεις τους στη δυτική Μεσόγειο το 1505 και επανεγκατεστάθηκαν στην νήσο Ντζέμπρα, στην Τυνησία. Από εκεί ασκούσαν πειρατεία ενάντια στα Χριστιανικά έθνη, συλλαμβάνοντας Παπικές γαλέρες, Ισπανικά πολεμικά πλοία και εμπορικά. Κατόπιν, εξαιτίας μιας διαφωνίας τους με τον Μπέη της Τυνησίας, αναγκάστηκαν να αλλάξουν ορμητήριο, τραβώντας για το Ντζιντζελί, κοντά στο Αλγέρι το 1511.
Το 1512 ο Αρούτζ έχασε το ένα του χέρι σε μια προσπάθεια να καταλάβει ένα Ισπανικό οχυρό στη βορειοαφρικανική ακτή ενώ νικήθηκε πάλι μετά από δύο χρόνια. Από τότε σημειώθηκε αλλαγή στη δραστηριότητα των δύο αδελφών. Οι επιθέσεις τους εστιάζονταν όλο και περισσότερο στον Ισπανικό στόλο και τις παράκτιες εγκαταστάσεις του. Όταν ο σουλτάνος του Αλγερίου απέτυχε να ανταποκριθεί κατάλληλα στην ισπανική απειλή το 1516, ο Αρούτζ του επιτέθηκε με μια κουρσαρική δύναμη και αφού τον σκότωσε, αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος.
Το 1518 οι μάχες με τους Ισπανούς εντάθηκαν. Σε μια επίθεση εναντίον των Ισπανικών εγκαταστάσεων στο Οράν, ο Αρούτζ δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση και αναγκάστηκε να κλειστεί στην πόλη Τλεμτσέν. Προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό σκοτώθηκε.
Ο Χαΐρεντίν, το Δώρο του Θεού, συμμάχησε με τους Οθωμανούς και ονομάστηκε επίσημα σουλτάνος του Αλγερίου. Συνέχισε της επιθέσεις του ενάντια στα Ισπανικά εμπορικά. Το 1535 έχασε την Τυνησία αλλά κατέλαβε τη Μαγιόρκα και τη Νίκαια, νικώντας παράλληλα τον χριστιανικό στόλο που απειλούσε την ανατολική Μεσόγειο. Πέθανε το 1547, εμφανώς ευνοούμενος της Υψηλής Πύλης και επιτυχημένος ναύαρχος, αφού ονομάστηκε Μπεϊλέρ Μπέης, δηλαδή γενικός διοικητής των Οθωμανικών ναυτικών δυνάμεων.
Χαρακτηρισμός
Η περιγραφή των προσωπικών του Μπαρμπαρόσα μας έρχεται από τον καπετάνιο Μουχλίς Εργκίν του Τουρκικού Ναυτικού Μουσείου (Άγκυρα, Δεκέμβριος 1998). Ο Μπαρμπαρόσα ήταν έξυπνο, φωτεινό μυαλό με τάσεις παρωδίας και είχε εντυπωσιακό τρόπο ομιλίας. Ήταν ευέλικτο μυαλό στη ναυτική δράση και αγαπούσε τους υφισταμένους του, φρόντιζε δε να τους εκπαιδεύει καλά. Κάποτε είχε πει για το μαθητή του Τουργκούτ ότι «ο Turgut είναι καλύτερος από μένα». Πολλοί από τους μαθητές του έγιναν Διοικητές ναυτικών μονάδων αργότερα.
Είχε το χάρισμα να λέει ανέκδοτα. Σωματικά, ο Μπαρμπαρόσα είχε σκούρα όψη, μέσο ύψος και ήταν ευτραφής. Τα μαλλιά, γένια, φρυδιών και των βλεφαρίδων ήταν πλούσια, αρκετά κόκκινα και τα φρύδια του ενωμένα. Η κόρη του καπετάνιου Τουργκούτ Ρέις ήταν παντρεμένη με τον γιο του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν παντρεμένος, αλλά δεν υπάρχει καμία πηγή αναφέροντας τα πραγματικά στοιχεία. Μιλούσε πέντε κύριες γλώσσες της Μεσογείου, την ελληνική, την αραβική, την ισπανική, την ιταλική και τη γαλλική. Αγαπούσε τη μουσική.
Έγινε διάσημος στην ιστορία χάρις στη νίκη του στη Ναυμαχία της Πρέβεζας το 1538, όπου νίκησε τη Χριστιανική εξαεθνική αρμάδα υπό τον Γενοβέζο Αντρέα Ντορία. Το μαυσωλείο του βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, όπως και άγαλμα και πίνακας ζωγραφικής από τη Ναυμαχία. Επίσης πορτρέτο του 16ου αιώνα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.