Εκρωμαϊσμένος στην πολιτική του ιδεολογία ήταν ο πολύς Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς. Φίλος ρωμαίων μεγιστάνων, προστατευόμενος του Τραϊανού και ρωμαίος πολίτης ο ίδιος με το όνομα Μέστριος Φλώρος – από τον πάτρωνά του(1). Επώνυμος άρχων στη γενέτειρά του και ίσως βοιωτάρχης, έμπιστος δηλαδή της ρωμαϊκής εξουσίας.
Έχει αφομοιώσει την πολιτική της Ρώμης απέναντι στους υπόδουλους έλληνες. Προπαγανδίζει την pax romana και αποφεύγει οποιαδήποτε δυσάρεστη για τους ρωμαίους κρίση ή αναφορά. Το έργο του είναι ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για τον αρχαίο κόσμο, αλλά αναξιόπιστο σε ό,τι αφορά τις ελληνορωμαϊκές σχέσεις, τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην Ελλάδα και τις ελληνικές αντιδράσεις.
Ο Πλούταρχος γράφει ως πιστός ρωμαίος πολίτης. Βλέπει τη ρωμαϊκή τυραννία και την εξαθλίωση των ελληνικών πληθυσμών. Γνωρίζει τον εκφαυλισμό της ρωμαϊκής εξουσίας και των ρωμαιόφιλων ελλήνων συνεργατών. Αλλά είναι ευνοούμενος και προνομιούχος, ανήκει στην τοπική ολιγαρχία και δείχνει συγκαταβατικότητα και νομιμοφροσύνη.
Για τον Πλούταρχο η ευτυχία τού ανθρώπου είναι ηθικό πρόβλημα όχι πολιτικό. Φιλανθρωπία μόνο -των τυράννων και των δουλοκτητών- χρειάζεται, ησυχία καί τάξη(2). Άλλωστε, τί παράπονο έχουν σήμερα οι έλληνες; Όλα τα έχουν υπό την σκέπη της Ρώμης. Τίποτα δεν λείπει· από τα «μέγιστα αγαθά», που χρειάζεται μιά πολιτεία για την ευδαιμονία της. Ειρήνη, ελευθερία, καλή σοδειά, άξιους άντρες, ομόνοια. Το πρώτο, η ειρήνη είναι εξασφαλισμένο, τουλάχιστον σήμερα – με το καθεστώς της ρωμαιοκρατίας. Ούτε εμφύλιοι πόλεμοι, ούτε εκστρατείες εναντίον των βαρβάρων. Κι αφού έχουμε ειρήνη δεν μας χρειάζονται οι πολιτικοί – η αυτονομία δηλαδή και η ανεξάρτητη δραστηριότητα κάθε πόλης(3).
Ειρήνη υπάρχει, ελευθερία όμως; Κατά τον Πλούταρχο οι έλληνες απολαμβάνουν όσες ελευθερίες επιτρέπουν οι κατακτητές – «οι κρατούντες». Και η κατακλείδα: «Ίσως έτσι είναι καλύτερα»(4). Αναγνωρίζει και αποδέχεται το καθεστώς της δουλείας. Προτιμότερο έτσι. Προτιμότερο φυσικά για τη φιλορωμαική τάξη, πού χαίρεται τα αγαθά της συνεργασίας. Ο Πλούταρχος δεν είναι απλώς νομιμόφρων. Συνηγορεί ανοιχτά υπέρ της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η Ρώμη αποτελεί το κοσμοείδωλό του.
Για τον Πλούταρχο οι εχθροί των ρωμαίων, οι φιλελεύθεροι, οι επαναστάτες είναι πάντοτε διεφθαρμένα άτομα. Ο ηγέτης των αθηναίων κατά τη λαϊκή εξέγερση του 88 π.Χ. Αριστίων «έπεσε πάνω στην πόλη σαν φονική επιδημία» (ώσπερ νόσημα θανατηφόρον).
Κατά την πολιορκία της Αθήνας από τον Σύλλα έβγαινε κάθε μέρα στις επάλξεις των τειχών και έλουζε τους ρωμαίους και τον στρατηγό τους με περιπαίγματα, βωμολοχίες και υβριστικά άσματα. Οι πολιορκημένοι χόρευαν ψηλά στα τείχη, με επί κεφαλής τον Αριστίωνα, τραγουδώντας στίχους κοροϊδευτικούς και άσεμνους – «γεφυρισμούς»- για τη γυναίκα τού Σύλλα, τη Μετέλλα, πασίγνωστη, ακόμα και στην Αθήνα για τον έκλυτο βίο της. Και ο ρωμαίος στρατηγός άκουγε, έβλεπε, μάνιαζε καί βουρλιζόταν(5). Ο Πλούταρχος, με τη ρωμαϊκή του συνείδηση, οργίζεται, συκοφαντεί και ονειδίζει τους αθηναίους επαναστάτες και τον ηγέτη τους.
Ο Μέστριος Πλούταρχος είχε πολλούς φίλους ρωμαίους με ισχυρή επιρροή· σε ορισμένους από αυτούς έχει αφιερώσει κείμενά του. Ο φίλος του, Lucius Mestrius Florus, ρωμαίος ύπατος, απέδωσε στον Πλούταρχο την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη. Διορίσθηκε Μagistratus, δηλαδή άρχων στη Χαιρώνεια. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Τραϊανός (κατ’ άλλους ο Αδριανός) τον όρισε Ρrocurator, επίτροπο δηλαδή της Αχαΐας, μιά θέση, που του επέτρεπε να φέρει τα εμβλήματα και τα ενδύματα του ρωμαίου ύπατου. Διαχειρίστηκε επίσης ανώτατα ιερατικά αξιώματα, ως Ανώτατος Ιερεύς και Επόπτης του Μαντείου των Δελφών. Kατείχε δηλαδή -σε συνεργασία με τους κατακτητές- και την πολιτική και τη θρησκευτική εξουσία.
Ο Πλούταρχος έγραψε τους «Παράλληλους Βίους», ένα συμπίλημα ανεκδότων και μυθευμάτων, για να αναδείξει μερικές μορφές της ρωμαϊκής ιστορίας πλάι σε αντίστοιχες ελληνικές, ομοιογενείς υποτίθεται και ισοϋψείς. Επιχειρεί έτσι με την αντιπαράθεση, τη σύγκριση και την αντίστιξη μια ευθυγράμμιση, εξισορρόπηση καί ισοπαλία, ένα συμψηφισμό ρωμαϊκής και ελληνικής ιστορίας, έναν ισοζυγισμό ανάμεσα στον ελληνικό πολιτισμό του ε΄ και δ΄ αι. π.Χ. με τον αρχαίο και σύγχρονο ρωμαϊκό. Συγκρίνει τα άνισα, ταυτίζει τα ανόμοια, μεγαλοποιεί τα ασήμαντα. Παραλληλίζει πρόσωπα, που τα χωρίζουν αιώνες, τον Θεμιστοκλή λ.χ. με τον Κάμιλλο, επειδή διακρίθηκαν ο πρώτος κατά την εισβολή των περσών και την αντίσταση των αθηναίων, ο δεύτερος κατά την επιδρομή των κελτών και την άλωση της Ρώμης. Συγκρίνει πρόσωπα ολότελα άσχετα, τον Περικλή με τον Φάβιο Μάξιμο, τον Αιμίλιο Παύλο με τον Τιμολέοντα, τον Αριστείδη με τον Κάτωνα. Οι ομοιότητες, που συνήθως προβάλλει είναι η ανδρεία και η γενναιοψυχία, η φιλοδοξία και η αρχομανία, η σπατάλη ή η σκληρότητα.
Συγκρίνει τον Τίτο Φλαμινίνο με τον Φιλοποίμενα και αποφαίνεται, ότι ο πρώτος, ο ρωμαίος στρατηγός, πολέμησε «για το συμφέρον των ελλήνων», ενώ ο έλληνας πολέμησε εναντίον των ελλήνων! Ευτελής καί χονδροειδής φιλορωμαϊκή προπαγάνδα και διαστρέβλωση της ιστορίας. Η ομοιότητα του Κίμωνα με τον Λούκουλλο είναι κατά τον Πλούταρχο το ότι και οι δύο δεν ολοκλήρωσαν τα πολεμικά τους έργα! Αντιστοιχίες αυθαίρετες, αφύσικες παραβολές, συγκρίσεις παράλογες και ταχυδακτυλουργικές. Ο Λύσανδρος πλάι στον Σύλλα. Δυο διαφορετικές εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλα ήθη. Ανακαλύπτει ανύπαρκτες αλληλουχίες. Και όπου δεν βρίσκει ομοιότητες επισημαίνει τις διαφορές και αντιθέσεις. Προσπαθεί, επίσης, με τους πλούσιους δραματικούς, ανεκδοτολογικούς και αποφθεγματικούς συνειρμούς, να δημιουργήσει το ευνοϊκό για την προβολή των ρωμαίων ηρώων του συναισθηματικό κλίμα.
Οι «Παράλληλοι Βίοι» είναι προκατασκευασμένες μυθιστορηματικές βιογραφίες, με αυστηρές προδιαγραφές δόσεων επαίνου και ψόγου για μια εξίσωση μεγαλοσύνης στις ελληνορωμαϊκές ξυνωρίδες. Ικανοποιούσε έτσι ο Πλούταρχος με τις ζευγαρωτές αντιπαραβολές τη ματαιοδοξία των ρωμαίων, επούλωνε το τραυματικό τους σύνδρομο μειονεξίας στην αντιπαράθεση με τον κλασικό πολιτισμό και κυρίως «διαπαιδαγωγούσε» τους υπόδουλους έλληνες διαποτίζοντάς τους με τη ρωμαϊκή ιδεολογία. Ικανοποιούσε επίσης την τάση των ρωμαίων για κολακευτικές συγκρίσεις με κορυφαίους έλληνες του πνεύματος και της πολιτικής δράσης των κλασικών και αρχαϊκών χρόνων. Ο Ένιος λ.χ., ο πρώτος λατίνος ποιητής, είναι ο Όμηρος των ρωμαίων, ο Κάτων είναι ο Δημοσθένης κ.ο.κ..
Σε κάθε σελίδα των «Παράλληλων Βίων» ο Πλούταρχος επιχειρεί να καταδείξει την υπεροχή της ρωμαϊκής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και του ρωμαϊκού πολιτικού συστήματος. Αντιπαραθέτοντας τις προσωπογραφίες ελλήνων, που διακρίθηκαν στον δημόσιο βίο κατά τους αιώνες της ακμής με αντίστοιχους ρωμαίους υποβάλλει την ιδέα πώς οι ρωμαίοι υπήρξαν αντάξιοι κληρονόμοι των ελλήνων και μάλιστα αξιότεροι και υποδηλώνει την αναγκαιότητα, τη νομοτέλεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Δίκαιος καί μεγαλόψυχος, υπόδειγμα αρετής ο στρατηγός Κλαύδιος Μάρκελλος, ο ύπατος που κατέστρεψε τις Συρακούσες, μετέφερε τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς στη Ρώμη και κατατυράννησε τη Σικελία. Αυτός ο διαβόητος σφαγέας, που εξολόθρευε τον πληθυσμό όσων πόλεων εκπορθούσε(6) ενσαρκώνει, κατά τον Πλούταρχο, τη ρωμαϊκή ανωτερότητα στην πολιτική αρετή και τη δικαιοσύνη σε σύγκριση με τους έλληνες. «Ως τότε όλοι πίστευαν, πως οι ρωμαίοι ήταν γενναίοι στον πόλεμο και φοβεροί στίς μάχες, αλλά δεν είχαν δώσει δείγματα καλής και φιλάνθρωπης συμπεριφοράς και γενικά πολιτικής αρετής. Πρώτος ο Μάρκελλος απέδειξε στους έλληνες. ότι οι ρωμαίοι ήταν δικαιότεροι» (Πλούταρχος, Μάρκελλος, 30).
Ο Πλούταρχος εξωραΐζει τον πιο απεχθή στους έλληνες της Σικελίας ρωμαίο δυνάστη. Ανήκουστη ταπείνωση είχαν υποστεί οι συρακούσιοι, που ρημάχτηκαν από τον Μάρκελλο. Υποχρεώθηκαν, με τις ευλογίες της συγκλήτου, να τον ανακηρύξουν προστάτη και ευεργέτη, να του αφιερώσουν έφιππους ανδριάντες και να καθιερώσουν την επίσημη λατρεία του. Πολυάριθμους ανδριάντες του πολυμίσητου ρωμαίου τυράννου τους αναγκάστηκαν να στήσουν όλες οι σικελικές πόλεις. Ο Πλούταρχος διαστρέφει την αλήθεια, πλαστογραφεί τα γεγονότα και αντιγράφει, για να φανεί αρεστός στους Ρωμαίους, τον Κικέρωνα, που υμνολογεί τον Μάρκελλο. (Κικέρων, Actio secunda in C. Verrem, IV, 115-123).
Ο Πλούταρχος δεν διστάζει να κηλιδώσει αναπόδεικτα τη μνήμη του Αρχιμήδη, που σφάχτηκε από ρωμαίους στρατιώτες στις Συρακούσες. Κατά μια εκδοχή, γράφει ο Πλούταρχος, ο Αρχιμήδης, μόλις έπεσαν οι Συρακούσες, φορτώθηκε διάφορα επιστημονικά όργανα, δικές του εφευρέσεις και κατευθύνθηκε στο ρωμαϊκό αρχηγείο, για να τα προσφέρει στο νικητή, να εξευμενίσει τον Μάρκελλο και να σώσει τη ζωή του. Αλλα μερικοί στρατιώτες, νομίζοντας, πως στο κιβώτιο με τα μαθηματικά όργανα, τα ηλιακά ωρολόγια και τις σφαίρες υπήρχε χρυσάφι, τον σκότωσαν. («Στρατιώτας περιτυχόντες και χρυσών εν τω τείχει δόξαντες φέρειν απέκτειναν», Κικέρων, Actio secunda in C. Verrem, IV, 19).
Έχει αφομοιώσει την προπαγάνδα περί ρωμαϊκού «φιλελληνισμού» και τη διοχετεύει μεθοδικά στους «Παράλληλους Βίους». Ισχυρίζεται, ότι άλλοι πολέμησαν για την ελευθερία των ελλήνων -«ετέρων προαγωνισαμένων»- οι ρωμαίοι και ότι όσες φορές αγωνίστηκε στο παρελθόν η Ελλάδα εχθρός ήταν ο εαυτός της, με εξαίρεση τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές, τις Θερμοπύλες και τα κατορθώματα του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα και την Κύπρο. Οι αγώνες της έγιναν για τη συμφορά και την υποδούλωσή της. Τα τρόπαια που έστηνε στο πεδίο της μάχης ήταν επαίσχυντα «εξ αιτίας της κακίας και της διαμάχης των ηγετών της». («Πάσας τας μάχας η Ελλάς επί δουλεία μεμάχηται προς αυτήν και παν τρόπαιον αυτής συμφορά και όνειδος επ΄ αυτήν έστηκε, τα πλείστα κακία και φιλονεικία των ηγουμένων περιτραπείσης», Τίτος Φλαμινίνος, 11).
Ενώ οι ρωμαίοι, «με πολύ μεγάλους κόπους και κινδύνους απέσπασαν την Ελλάδα από σκληρούς κυρίαρχους και τυράννους και την κατέστησαν ελεύθερη». («Τοις μεγίστοις κινδύνοις και πόνοις εξελόμενοι την Ελλάδα δεσποτών χαλεπών και τυράννων ελευθερούσι», Τίτος Φλαμινίνος, 11). Την «ελευθέρωσαν» δηλαδή από τον Φίλιππο, για να την υποτάξουν οι ίδιοι. Ευγνώμονες οι έλληνες, γράφει ο Πλούταρχος, καλούσαν τον Τίτο Φλαμινίνο να παραδοθούν σ΄ αυτόν και να απολαύσουν το μέγα δώρο της ρωμαϊκής προστασίας. Ευγνώμονες σε ποιόν; Στον στρατηγό, που καταγύμνωσε τη Μακεδονία, για να στολίσει τον θρίαμβο του(7). Και καταλήγει με φιλορωμαϊκή έξαρση: Έτσι, μέσα σε λίγο χρόνο, με τη βοήθεια του θεού βέβαια, όλοι οι έλληνες είχαν υποταχθεί στους ρωμαίους. («Εν βραχεί χρόνω, τάχα που και θεού συνεφαπτόμενου καυτά αυτοίς υπήκοα γενέσθαι» Τίτος Φλαμινίνος, 12). Και η θεία βούληση αρωγός για την υποδούλωση των ελλήνων.
Εγκώμια και για τον στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, που τριάντα χρόνια αργότερα κατέστρεψε τη Μακεδονία και αιχμαλώτισε τον βασιλιά της Περσέα. Φιλέλληνας ο ρωμαίος ύπατος, ευγενική ψυχή, γενναιόφρων, ανθρωπιστής, πρότυπο αρετής, προστάτης και ευεργέτης. Αυτός ο «φιλέλληνας», ο προικισμένος με «φύσιν επιεική και χρηστήν» εξανδραπόδισε, κατά τον ίδιο τον Πλούταρχο, 150.000 ψυχές, κατέστρεψε 70 πόλεις καί μετέφερε στη Ρώμη τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της Μακεδονίας. (Αιμίλιος Παύλος, 29-32).
Για τον αιχμάλωτο Περσέα, που κόσμησε τον θρίαμβο του στρατηγού, ο Πλούταρχος υιοθετεί όλες τις ρωμαϊκές συκοφαντίες. Επιχαίρει για την ήττα του και τον παρουσιάζει δειλό, μικρόψυχο, μοχθηρό, φιλάργυρο, γεμάτον ελαττώματα, ανάξιο μονάρχη(8). Ο «χρηστός» και «ενάρετος» Αιμίλιος Παύλος, που μετά τη νίκη του έσπευσε στους Δελφούς, για να στήσει τον ανδριάντα του και υστέρα άρχισε τις περιοδείες στις ελληνικές πόλεις, για να φορτωθεί χρυσούς στεφάνους, σύμβολα υποταγής, θα διαπομπεύσει τον Περσέα στη Ρώμη αλυσοδεμένο κατά τον πολεμικό θρίαμβο μαζί με τα εξανδραποδισμένα ανήλικα παιδιά του. Έγκλειστοι στον «κάρκαρο», υπόγειο ερεβώδες δεσμωτήριο, πατέρας και παιδιά θα βρουν αποτρόπαιο θάνατο. Την άδικη εξόντωση των παιδιών τού Περσέα αναφέρει ο Πλούταρχος χωρίς σχολιασμό. Αλλά για τον Αιμίλιο Παύλο, που έχασε τον ίδιο καιρό δύο παιδιά, εκφράζει απέραντη συμπάθεια και οδύνη. «Ο κόσμος ανατρίχιασε από τη σκληρότητα της μοίρας». («Αλλά φρίξαι την ωμότητα της τύχης άπαντας», Αιμίλιος Παύλος, 35). Ούτε την αρπαγή από τον ρωμαίο ύπατο των μακεδονικών καλλιτεχνικών θησαυρών και τη μεταφορά τους στη Ρώμη σχολιάζει ο βιογράφος του. Τη θεωρεί φυσικό παρεπόμενο του πολέμου.
Σε όλους τους παραλληλισμούς είναι ολοφάνερο πού γέρνει η ζυγαριά. Στις βιογραφίες των ελλήνων ο Πλούταρχος τονίζει συνήθως τις ζοφερές πλευρές, στις βιογραφίες των ρωμαίων υπερεξαίρει τις φωτεινές. Προβάλλει τα δευτερεύοντα ελαττώματα των ρωμαίων και τα καίρια των ελλήνων. Οι ρωμαίοι είναι υψηλόφρονες, χρηστοί, δίκαιοι, δυναμικοί και καλοί πατριώτες. Οι έλληνες είναι τυχοδιώκτες, ψευδολόγοι, καταχραστές, επιπόλαιοι, δωρολήπτες(9).
Σπανίζει στο έργο του Πλουτάρχου ο επικριτικός λόγος για τους ρωμαίους. Όταν θέλει να εξάρει τις ελληνικές αρετές αποφεύγει σύγκριση ελλήνων και ρωμαίων. Προτιμά την αντιπαραβολή ελλήνων και καρχηδονίων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά τής σκαιότητας και της βαρβαροσύνης, που αποδίδονται στους καρχηδονίους εξεικονίζουν κυρίως τους ρωμαίους, αγροίκους και βάναυσους, όπως οι ίδιοι ανομολογούν. Αλλά ο Πλούταρχος αποφεύγει επιμελώς τους επικίνδυνους σκοπέλους. Φορτώνει τα ελαττώματα των ρωμαίων αυθεντών του στους θανάσιμους εχθρούς τους.
Ο Πλούταρχος είναι ο θεωρητικός της υποτέλειας και της συνεργασίας με τους ρωμαίους κατακτητές. Χρέος των ελλήνων πολιτικών είναι η νομιμοφροσύνη απέναντι στη Ρώμη, η δική τους καί της χώρας – «παρέχειν αυτόν τε και την πατρίδα προς τους ηγεμόνας αναίτιον». Και φυσικά, πρέπει να δημιουργούν στενές σχέσεις με τους ισχυρούς άρχοντες των ξένων κυριάρχων. Άλλωστε, οι ρωμαίοι με μεγάλη προθυμία δέχονται τις φιλίες με έλληνες για πολιτική εκμετάλλευση – «προς τάς πολιτικάς σπουδάς προθυμότατοι τοις φίλοις»(10). Στην προσπάθεια του να εξωραΐσει τη συνεργασία παρατηρεί, ότι αυτοί οι δεσμοί είναι χρήσιμοι. Και για τους συνεργάτες των ρωμαίων και για την πατρίδα τους. Και αναφέρει ως παράδειγμα τον ιστορικό Πολύβιο και τον φιλόσοφο Παναίτιο, που χάρη στις σχέσεις τους με επιφανείς ρωμαίους οφελήθηκαν οι ίδιοι, αλλά βοήθησαν και συμπατριώτες τους(11). Αυτό ακριβώς ισχυρίζονται οι δοσίλογοι όλων των καιρών και όλων των τόπων. Όλοι οι συνεργάτες των τυραννικών καθεστώτων και οι κάθε λογής εθνοπροδότες μιλάνε για πατριωτισμό και αυτοθυσία.
Υποταγή καί νομιμοφροσύνη(12) στους ρωμαίους συμβουλεύει τους έλληνες της τοπικής ολιγαρχίας ο Πλούταρχος. Αλλά με μέτρο. Να μην εξευτελίζουν ολότελα την πατρίδα – «μη προσεκταπεινούν». Έχει αλυσίδα στο ένα πόδι να μη της περνούμε και λαιμαριά – «μηδέ του σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν και τον τράχηλον». Γιατί αυτό κάνουν μερικοί έλληνες πολιτικοί, γράφει ο Πλούταρχος. Χλευάζουν την υποδουλωμένη χώρα – «εξονειδίζουσι την δουλείαν» – και την αφήνουν έμφοβη και εμβρόντητη – «καταπλήγα και περιδεά». (Πολιτικά Παραγγέλματα, 814 D). Ο Πλούταρχος διδάσκει τη «λελογισμένη» υποτέλεια, θεωρία που και σήμερα βρίσκει απήχηση σε πολιτικές ηγεσίες καί κόμματα άλλοτε ως «περιορισμένη ανεξαρτησία» καί άλλοτε ως αθέατη ή ήπια και λογική» εξάρτηση.
Ασχολείται και με την πολιτική αγωγή των υπόδουλων ελλήνων. Πρέπει να σέβονται την εξουσία – την εξουσία των ρωμαίων δυναστών και των εγχώριων οργάνων τους. Γιατί η εξουσία, οποιαδήποτε εξουσία, είναι «μεγάλο πράγμα», γράφει ο Πλούταρχος, καθαγιασμένη, και ο εξουσιαστής πολυσέβαστος. («Ιερόν δε χρήμα και μέγα πάσαν αρχήν ούσαν και άρχοντα δει μάλιστα τιμάν», Πολιτικά Παραγγέλματα, 816 Α). [Σ.σ.: Τέτοιες αντιλήψεις άνοιξαν διάπλατα την πόρτα του χριστιανισμού, ο οποίος δεν πρόσθετε τίποτε διαφορετικό, όταν δίδασκε, ότι οι άνθρωποι πρέπει να υποτάσσονται σε κάθε εξουσία: «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κυριον, είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν» (Α΄ Πετρ., β΄ 13-14)].
Ο Πλούταρχος προπαγανδίζει την υποτέλεια και την εθελοδουλεία, αλλά και τα αγαθά του μοναρχικού πολιτεύματος. Επικαλείται μάλιστα τον Πλάτωνα, για να γίνει πιο πειστικός. Η μοναρχία είναι το μοναδικό πολίτευμα, «που μπορεί να κρατήσει ψηλά τον τέλειο και πραγματικά “όρθιο” τόνο της αρετής». (Περί μοναρχίας και δημοκρατίας και ολιγαρχίας, ό.π., 827 D). O Πλούταρχος ήταν αντάξιος της εύνοιας, που του επιδαψίλευε η αυτοκρατορική Ρώμη.
Χωρίς κανένα φραγμό ή ηθική αναστολή η ρωμαιοφροσύνη του. Ενοχλείται, που οι υπόδουλοι έλληνες διατηρούν ζωντανή στη μνήμη τις ιδέες και τα έργα των προγόνων τους. Θεωρεί παιδαριώδη και γελοία κάθε προτροπή των αρχόντων να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Αλλά και επικίνδυνη, επειδή θα μπορούσε να παρασύρει τα πλήθη σε επανάσταση κατά των ρωμαίων. Αυτές οι αναγωγές στο παρελθόν του θυμίζουν τα μικρά παιδιά, πού παίζοντας φορούν τα υποδήματα των πατεράδων τους. «Κι εμείς τα βλέπουμε και γελάμε». (Πολιτικά παραγγέλματα, 814 A-B).
O Πλούταρχος διερμηνεύει τις ανησυχίες των ρωμαίων και νουθετεί ως ιδεολογικός εκπρόσωπος καi προπαγανδιστής. Οι έλληνες πρέπει να συνειδητοποιήσουν τη δουλεία τους κι ότι είναι αστεία καμώματα η υπενθύμιση των δημοκρατικών θεσμών καi της χαμένης ελευθερίας. Καλεί λοιπόν τους άρχοντες των πόλεων να μην αναφέρονται στο ένδοξο παρελθόν, γιατί ερεθίζεται o λαός, συγκινείται, ενθουσιάζεται και θέλει να μιμηθεί τους προπάτορες.
Η ρωμαιοφιλία επιβιώνει σήμερα στην Ελλάδα, στους εναπομείναντες κύκλους ρωμιοδωδεκαθεϊστών. Οι τελευταίοι συνήθως τρέφουν μεγάλη εκτίμηση για τους νεοπλατωνικούς και νεοπυθαγόρειους συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, οι οποίοι έγραψαν έργα κατά του ανερχόμενου χριστιανισμού, που απειλούσε να καταβροχθίσει τα δικά τους φιλοσοφικά συστήματα (πράγμα, που, όπως γνωρίζουμε, συνέβη τελικά: ο χριστιανισμός κατάφερε να πλασαριστεί στην αγορά ιδεών σαν ο φυσικότερος και νομιμότερος απόγονος του νεοπλατωνισμού).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι κορυφαίοι αντιχριστιανοί συγγραφείς όπως ο Κέλσος, στο τέλος του γνωστού βιβλίου του «Αληθής Λόγος, ή Κατά χριστιανών», προσπαθεί να μεταπείσει τους χριστιανούς, όχι βασισμένος στην προηγηθείσα συντριπτική εναντίον τού χριστιανισμού επιχειρηματολογία του, αλλά καταφεύγοντας σε κλασικά ρωμαιόφιλα επιχειρήματα: π.χ. ότι η Ρώμη είναι η μόνη νησίδα δήθεν πολιτισμού στον κόσμο, την οποία απειλούν οι δήθεν βάρβαροι και άρα πρέπει και οι χριστιανοί να δεχθούν να στρατευθούν στον ρωμαϊκό στρατό για την υπεράσπισή της κ.λπ., Ο Κέλσος, όπως και όλοι οι ελληνόφωνοι διανοούμενοι της εποχής, δεν κατανοεί το γεγονός, ότι τα εκατομμύρια των δούλων της Ρώμης εύχονταν διακαώς -και δικαίως- την ολοσχερή καταστροφή της.
Ο πνευματικός κόσμος της εποχής υπήρξε στη συντριπτική πλειοψηφία του εκτός από ελληνόφωνος, ρωμαιόφιλος και αδυνατούσε να αντιληφθεί, ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τις γελοιότητές της (υποχρεωτική λατρεία του «θεού» αυτοκράτορα, αρένες μαζικών δολοφονιών με ηχητική υπόκρουση τα υστερικά ουρλιαχτά ενός αιμοβόρου όχλου κ.λπ.) είχε επιδερμική μόνο σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό.
Παρ΄ όλα αυτά οι σημερινοί «επανελληνισμένοι» και «αρχαιόθρησκοι», επειδή αισθάνονται «ομόθρησκοι», αισθάνονται και πνευματικώς ομογάλακτοι, τόσο με τους ρωμαιόφιλους διανοούμενους της ύστερης αρχαιότητας, όσο φυσικά και με τους ίδιους τους ρωμαίους και τον «ελληνορωμαϊκό» «πολιτισμό»…
Από παρόμοιες αντιλήψεις ταλανίζονται και οι σύγχρονοι ρωμιορθόδοξοι, οι οποίοι τιμούν τον μυθοπλαστικό εξωραϊστή του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού, Πλούταρχο. Στο 1ο Λύκειο Κερατσινίου, για παράδειγμα, οι νεαροί μαθητές, ύστερα από προτροπή τού λυκειάρχη τους, έγραψαν ένα ογκωδέστατο βιβλίο 1.008 σελίδων (!) με τίτλο «Προσεγγίσεις στον Πλούταρχο», το οποίο εξέδωσε ο τοπικός δήμος το 2002. Στην παραπάνω φωτοτυπία από το βιβλίο αναλύονται «βαθυστόχαστοι» συλλογισμοί του Πλούταρχου, σύμφωνα με τους οποίους, ο ιερέας πρέπει να αποφεύγει την αίγα εξ αιτίας της ακόλαστης φύσης της, οι σκύλοι δεν πρέπει να μπαίνουν στην Ακρόπολη και στη Δήλο, διότι ζευγαρώνουν φανερά κ.ά..
Nα πώς ολοκληρώνει τις παραινέσεις του ο πολυμαθής Χαιρωνεύς με ωμή ειλικρίνεια: «Αυτά να λένε και ν΄ αφήσουν τον Μαραθώνα, τον Ευρυμέδοντα και τις Πλαταιές κι όσα παραδείγματα κάνουν το λαό να φρενιάζει και να παίρνουν ανώφελα τα μυαλά του αέρα. Τα άλλα να τα αφήσουν για τις σχολές των σοφιστών»(13).
Αποκρούει η ρωμαϊκή συνείδηση του Πλουτάρχου κάθε υπόμνηση των απελευθερωτικών αγώνων, που θα μπορούσε να ξεσηκώσει τους έλληνες κατά των τυράννων τους. Μόνο ως σοφιστικά λογοπαικτικά γυμνάσματα, μακριά από το λαό, στο χώρο του σπουδαστηρίου δικαιολογείται αναφορά στις θυσίες των προγόνων. Αποδεκτές οι ιστορικές μνήμες αποκλειστικά ως ρητορικές, απολιτικές και γι αυτό ακίνδυνες αντιπαραθέσεις. Υλικό για θεωρητικές αναγωγές, για την αισθητική του λόγου και τον εμπλουτισμό του με μεγαλόστομα ρητά, θελκτικά ανέκδοτα και άλλα ηχηρά παραθέματα. Ο Πλούταρχος είναι ένας αφελληνισμένος υπηρέτης του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Πουθενά ωστόσο στα έργα του δεν αναφέρεται το ρωμαϊκό του όνομα. Οι διασυνδέσεις του με την κεντρική εξουσία έγιναν διά μέσου του Γάιου Σόσιου Σενεκίωνα, έμπιστου τού αυτοκράτορα και τρεις φορές υπάτου. Σ΄ αυτόν αφιέρωσε ο Πλούταρχος τους «Παράλληλους Βίους» και άλλα έργα του.
(2) Η ιδεολογία του είναι ένα μίγμα νεοπλατωνικών δοξασιών και στωικισμού.
(3) Ελευθερίες ανύπαρκτες. Ο ίδιος ο Πλούταρχος σε άλλο σημείο γράφει, ότι η τοπική ελληνική εξουσία, των αφοσιωμένων δηλαδή στη Ρώμη ελλήνων, καταλυόταν ή άλλαζε με ένα «διαταγματάκι» κάποιου ρωμαίου ανθύπατου – «μικρόν ανθυπάτου διάταγμα κατέλυσεν ή μετέστησεν εις άλλον» (Πολιτικά Παραγγέλματα, 824 Ε-F).
(4) «Όρα γαρ, ότι των μεγίστων αγαθών ταις πόλεσιν, ειρήνης ελευθερίας ευετηρίας ευανδρίας ομονοίας, προς μεν ειρήνην ουδέν οι δήμοι των πολιτικών εν γε τω παρόντι χρόνω δέονται· πέφευγε γαρ εξ ημίν και ηφάνισται πας μεν έλλην, πας δε βάρβαρος πόλεμος· ελευθερίας δ΄ όσον οι κρατούντες νέμουσι τοις δήμοις μέτεστι και το πλέον ίσους ουκ άμεινον» (ό.π., 824 c).
(5) «Θυμώ τα σκώμματα φέροντα (τω Σύλλα) και τας βωμολοχίας, αις αυτόν τε και την Μετέλλαν από των τειχών εκάστοτε γεφυρίζων και κατορχούμενος εξηρέθιζεν ο τύραννος Αριστίων» (Σύλλας, 13). Σε άλλο σημείο γράφει, ότι ο Σύλλας αφάνισε τους αθηναίους μετά την άλωση της πόλης επειδή, περιγελώντας τον από τα τείχη, έβριζαν τη γυναίκα του – «ότι την Μετέλλαν από του τείχους γεφυρίζοντες ελοιδόρησαν» (ό.π., 6).
(6) Κατά τον ίδιο τον Πλούταρχο, «εν πολλαίς πόλεσιν υποχειρίοις γενομέναις σφαγάς εποιησεν» (Πελοπίδου και Μαρκέλλου σύγκρισις, 1).
(7) Ο ίδιος ο Πλούταρχος περιγράφει τη λεία. Χιλιάδες λίτρες χρυσάφι και ασήμι (Τίτος Φλαμινίνος, 11).
(8) Έπεσε κατάχαμα, γράφει ο Πλούταρχος, και -αισχρότατο θέαμα- σύρθηκε, αγκάλιασε τα γόνατα τού ρωμαίου ύπατου και άρχισε τα ξεφωνητά και τα παρακάλια – «γονάτων δραξάμενος ανεβάλλετο φωνάς αγεννείς και δεήσεις». Ο Αιμίλιος Παύλος τον σιχάθηκε, αλλά, μεγαλόψυχος όπως ήταν, φρόντισε να του δώσει ένα μάθημα ανδρισμού και αξιοπρέπειας λέγοντας του: «Γιατί εξευτελίζεις τη νίκη μου και κάνεις μικρό το κατόρθωμά μου δείχνοντας, πως δεν είσαι ούτε γενναίος, ούτε αντάξιος αντίπαλος των ρωμαίων;» (Αιμίλιος Παύλος, 26).
(9) Βλ. τη σύγκριση Νουμά και Λυκούργου. Στο ρωμαίο βλέπει «το μέγα και θείον» (Νουμάς, 4). Παραλληλίζοντας Αλκιβιάδη και Κοριολανό γράφει πώς στο ρωμαίο ήταν «πάντα λαμπρά», Όσο για τη σωφροσύνη και την ανιδιοτέλειά του, την «χρημάτων εγκράτειαν» ταιριάζει με τους πιο ανεπίληπτους έλληνες. Όχι, μα τον Δια, με τον Αλκιβιάδη, μοναδικό στο θράσος καί τη φαυλότητα. Ωραιότατα και υψηλοφρονέστατα τα έργα του Σύλλα, που αιματοκύλισε την Αθήνα. Στον Τίτο Φλαμινίνο, που κατέστρεψε τη Μακεδονία, ανήκει το βραβείο της δικαιοσύνης και της χρηστότητας!
(10) Εννοεί τις σχέσεις «πατρώνων» και «πελατών», την προσφορά προστασίας σε έλληνες με αντιπαροχή την ισόβια αφοσίωση και εξάρτηση.
(11) «Καί καρπόν εκ φιλίας ηγεμονικής λαμβάνοντας, οίον έλαβε Πολύβιος και Παναίτιος τη Σκιπίωνος ευνοία προς αυτούς μεγάλως τας πατρίδας ωφελήοαντες, εις ευδαιμονίαν δημοσίαν εξενέγκασθαι καλόν». (Πολιτικά Παραγγέλματα, 814 D). Κάθε τόσο παραθέτει και ονόματα ξενόδουλων ελλήνων, που τάχα οφέλησαν τους συμπατριώτες τους υπηρετώντας τους ρωμαίους. Στη βιογραφία λ.χ. του Σύλλα, τον ραψωδό του Πομπήιου Θεοφάνη τον Μυτιληναίο. Αναφέρει επίσης τον φιλόσοφο Άρειο. Όταν ο Καίσαρ κυρίευσε την Αλεξάνδρεια μπήκε στην πόλη κρατώντας από το χέρι τον Άρειο και κουβεντιάζοντας μόνο μαζί του. Κι όταν έφτασε μπροστά στό πλήθος των αλεξανδρινών, που συγκεντρωμένοι εκλιπαρούσαν έλεος, είπε ότι θα τους χαρίσει τη ζωή, από σεβασμό προς το μεγαλείο της πόλης και τον ιδρυτή της και για το χατήρι αυτού εδώ, που βλέπετε – «και τρίτον, έφη, τω φίλω μου τούτω χαριζομενος» (ό.π., 814 D). Όλοι οι ρωμαίοι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν τους συνεργάτες τους ελληνες διανοουμένους, για να επηρεάζουν με δημόσιες εμφανίσεις και εύνοιες τον κατακτημένο λαό.
(12) «Παρέχοντα τοις κρατούσιν ευπειθή την πατρίδα.»
(13) «Τον δε Μαραθώνα και τον Ευρυμέδοντα και τας Πλαταιάς και όσα των παραδειγμάτων οιδείν ποιεί και φρυάττεσθαι διακενής τους πολλούς, απολιπόντας εν ταις σχολαίς των σοφιστών». (Πολιτικά Παραγγέλματα, 814 c).
----------------
Το άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα από το ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου του Κυριάκου Σιμόπουλου Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια, έκδ. Στάχυ.
Έχει αφομοιώσει την πολιτική της Ρώμης απέναντι στους υπόδουλους έλληνες. Προπαγανδίζει την pax romana και αποφεύγει οποιαδήποτε δυσάρεστη για τους ρωμαίους κρίση ή αναφορά. Το έργο του είναι ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για τον αρχαίο κόσμο, αλλά αναξιόπιστο σε ό,τι αφορά τις ελληνορωμαϊκές σχέσεις, τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην Ελλάδα και τις ελληνικές αντιδράσεις.
Ο Πλούταρχος γράφει ως πιστός ρωμαίος πολίτης. Βλέπει τη ρωμαϊκή τυραννία και την εξαθλίωση των ελληνικών πληθυσμών. Γνωρίζει τον εκφαυλισμό της ρωμαϊκής εξουσίας και των ρωμαιόφιλων ελλήνων συνεργατών. Αλλά είναι ευνοούμενος και προνομιούχος, ανήκει στην τοπική ολιγαρχία και δείχνει συγκαταβατικότητα και νομιμοφροσύνη.
Για τον Πλούταρχο η ευτυχία τού ανθρώπου είναι ηθικό πρόβλημα όχι πολιτικό. Φιλανθρωπία μόνο -των τυράννων και των δουλοκτητών- χρειάζεται, ησυχία καί τάξη(2). Άλλωστε, τί παράπονο έχουν σήμερα οι έλληνες; Όλα τα έχουν υπό την σκέπη της Ρώμης. Τίποτα δεν λείπει· από τα «μέγιστα αγαθά», που χρειάζεται μιά πολιτεία για την ευδαιμονία της. Ειρήνη, ελευθερία, καλή σοδειά, άξιους άντρες, ομόνοια. Το πρώτο, η ειρήνη είναι εξασφαλισμένο, τουλάχιστον σήμερα – με το καθεστώς της ρωμαιοκρατίας. Ούτε εμφύλιοι πόλεμοι, ούτε εκστρατείες εναντίον των βαρβάρων. Κι αφού έχουμε ειρήνη δεν μας χρειάζονται οι πολιτικοί – η αυτονομία δηλαδή και η ανεξάρτητη δραστηριότητα κάθε πόλης(3).
Ειρήνη υπάρχει, ελευθερία όμως; Κατά τον Πλούταρχο οι έλληνες απολαμβάνουν όσες ελευθερίες επιτρέπουν οι κατακτητές – «οι κρατούντες». Και η κατακλείδα: «Ίσως έτσι είναι καλύτερα»(4). Αναγνωρίζει και αποδέχεται το καθεστώς της δουλείας. Προτιμότερο έτσι. Προτιμότερο φυσικά για τη φιλορωμαική τάξη, πού χαίρεται τα αγαθά της συνεργασίας. Ο Πλούταρχος δεν είναι απλώς νομιμόφρων. Συνηγορεί ανοιχτά υπέρ της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η Ρώμη αποτελεί το κοσμοείδωλό του.
Για τον Πλούταρχο οι εχθροί των ρωμαίων, οι φιλελεύθεροι, οι επαναστάτες είναι πάντοτε διεφθαρμένα άτομα. Ο ηγέτης των αθηναίων κατά τη λαϊκή εξέγερση του 88 π.Χ. Αριστίων «έπεσε πάνω στην πόλη σαν φονική επιδημία» (ώσπερ νόσημα θανατηφόρον).
Κατά την πολιορκία της Αθήνας από τον Σύλλα έβγαινε κάθε μέρα στις επάλξεις των τειχών και έλουζε τους ρωμαίους και τον στρατηγό τους με περιπαίγματα, βωμολοχίες και υβριστικά άσματα. Οι πολιορκημένοι χόρευαν ψηλά στα τείχη, με επί κεφαλής τον Αριστίωνα, τραγουδώντας στίχους κοροϊδευτικούς και άσεμνους – «γεφυρισμούς»- για τη γυναίκα τού Σύλλα, τη Μετέλλα, πασίγνωστη, ακόμα και στην Αθήνα για τον έκλυτο βίο της. Και ο ρωμαίος στρατηγός άκουγε, έβλεπε, μάνιαζε καί βουρλιζόταν(5). Ο Πλούταρχος, με τη ρωμαϊκή του συνείδηση, οργίζεται, συκοφαντεί και ονειδίζει τους αθηναίους επαναστάτες και τον ηγέτη τους.
Ο Μέστριος Πλούταρχος είχε πολλούς φίλους ρωμαίους με ισχυρή επιρροή· σε ορισμένους από αυτούς έχει αφιερώσει κείμενά του. Ο φίλος του, Lucius Mestrius Florus, ρωμαίος ύπατος, απέδωσε στον Πλούταρχο την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη. Διορίσθηκε Μagistratus, δηλαδή άρχων στη Χαιρώνεια. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Τραϊανός (κατ’ άλλους ο Αδριανός) τον όρισε Ρrocurator, επίτροπο δηλαδή της Αχαΐας, μιά θέση, που του επέτρεπε να φέρει τα εμβλήματα και τα ενδύματα του ρωμαίου ύπατου. Διαχειρίστηκε επίσης ανώτατα ιερατικά αξιώματα, ως Ανώτατος Ιερεύς και Επόπτης του Μαντείου των Δελφών. Kατείχε δηλαδή -σε συνεργασία με τους κατακτητές- και την πολιτική και τη θρησκευτική εξουσία.
Ο Πλούταρχος έγραψε τους «Παράλληλους Βίους», ένα συμπίλημα ανεκδότων και μυθευμάτων, για να αναδείξει μερικές μορφές της ρωμαϊκής ιστορίας πλάι σε αντίστοιχες ελληνικές, ομοιογενείς υποτίθεται και ισοϋψείς. Επιχειρεί έτσι με την αντιπαράθεση, τη σύγκριση και την αντίστιξη μια ευθυγράμμιση, εξισορρόπηση καί ισοπαλία, ένα συμψηφισμό ρωμαϊκής και ελληνικής ιστορίας, έναν ισοζυγισμό ανάμεσα στον ελληνικό πολιτισμό του ε΄ και δ΄ αι. π.Χ. με τον αρχαίο και σύγχρονο ρωμαϊκό. Συγκρίνει τα άνισα, ταυτίζει τα ανόμοια, μεγαλοποιεί τα ασήμαντα. Παραλληλίζει πρόσωπα, που τα χωρίζουν αιώνες, τον Θεμιστοκλή λ.χ. με τον Κάμιλλο, επειδή διακρίθηκαν ο πρώτος κατά την εισβολή των περσών και την αντίσταση των αθηναίων, ο δεύτερος κατά την επιδρομή των κελτών και την άλωση της Ρώμης. Συγκρίνει πρόσωπα ολότελα άσχετα, τον Περικλή με τον Φάβιο Μάξιμο, τον Αιμίλιο Παύλο με τον Τιμολέοντα, τον Αριστείδη με τον Κάτωνα. Οι ομοιότητες, που συνήθως προβάλλει είναι η ανδρεία και η γενναιοψυχία, η φιλοδοξία και η αρχομανία, η σπατάλη ή η σκληρότητα.
Συγκρίνει τον Τίτο Φλαμινίνο με τον Φιλοποίμενα και αποφαίνεται, ότι ο πρώτος, ο ρωμαίος στρατηγός, πολέμησε «για το συμφέρον των ελλήνων», ενώ ο έλληνας πολέμησε εναντίον των ελλήνων! Ευτελής καί χονδροειδής φιλορωμαϊκή προπαγάνδα και διαστρέβλωση της ιστορίας. Η ομοιότητα του Κίμωνα με τον Λούκουλλο είναι κατά τον Πλούταρχο το ότι και οι δύο δεν ολοκλήρωσαν τα πολεμικά τους έργα! Αντιστοιχίες αυθαίρετες, αφύσικες παραβολές, συγκρίσεις παράλογες και ταχυδακτυλουργικές. Ο Λύσανδρος πλάι στον Σύλλα. Δυο διαφορετικές εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλα ήθη. Ανακαλύπτει ανύπαρκτες αλληλουχίες. Και όπου δεν βρίσκει ομοιότητες επισημαίνει τις διαφορές και αντιθέσεις. Προσπαθεί, επίσης, με τους πλούσιους δραματικούς, ανεκδοτολογικούς και αποφθεγματικούς συνειρμούς, να δημιουργήσει το ευνοϊκό για την προβολή των ρωμαίων ηρώων του συναισθηματικό κλίμα.
Οι «Παράλληλοι Βίοι» είναι προκατασκευασμένες μυθιστορηματικές βιογραφίες, με αυστηρές προδιαγραφές δόσεων επαίνου και ψόγου για μια εξίσωση μεγαλοσύνης στις ελληνορωμαϊκές ξυνωρίδες. Ικανοποιούσε έτσι ο Πλούταρχος με τις ζευγαρωτές αντιπαραβολές τη ματαιοδοξία των ρωμαίων, επούλωνε το τραυματικό τους σύνδρομο μειονεξίας στην αντιπαράθεση με τον κλασικό πολιτισμό και κυρίως «διαπαιδαγωγούσε» τους υπόδουλους έλληνες διαποτίζοντάς τους με τη ρωμαϊκή ιδεολογία. Ικανοποιούσε επίσης την τάση των ρωμαίων για κολακευτικές συγκρίσεις με κορυφαίους έλληνες του πνεύματος και της πολιτικής δράσης των κλασικών και αρχαϊκών χρόνων. Ο Ένιος λ.χ., ο πρώτος λατίνος ποιητής, είναι ο Όμηρος των ρωμαίων, ο Κάτων είναι ο Δημοσθένης κ.ο.κ..
Σε κάθε σελίδα των «Παράλληλων Βίων» ο Πλούταρχος επιχειρεί να καταδείξει την υπεροχή της ρωμαϊκής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και του ρωμαϊκού πολιτικού συστήματος. Αντιπαραθέτοντας τις προσωπογραφίες ελλήνων, που διακρίθηκαν στον δημόσιο βίο κατά τους αιώνες της ακμής με αντίστοιχους ρωμαίους υποβάλλει την ιδέα πώς οι ρωμαίοι υπήρξαν αντάξιοι κληρονόμοι των ελλήνων και μάλιστα αξιότεροι και υποδηλώνει την αναγκαιότητα, τη νομοτέλεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Δίκαιος καί μεγαλόψυχος, υπόδειγμα αρετής ο στρατηγός Κλαύδιος Μάρκελλος, ο ύπατος που κατέστρεψε τις Συρακούσες, μετέφερε τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς στη Ρώμη και κατατυράννησε τη Σικελία. Αυτός ο διαβόητος σφαγέας, που εξολόθρευε τον πληθυσμό όσων πόλεων εκπορθούσε(6) ενσαρκώνει, κατά τον Πλούταρχο, τη ρωμαϊκή ανωτερότητα στην πολιτική αρετή και τη δικαιοσύνη σε σύγκριση με τους έλληνες. «Ως τότε όλοι πίστευαν, πως οι ρωμαίοι ήταν γενναίοι στον πόλεμο και φοβεροί στίς μάχες, αλλά δεν είχαν δώσει δείγματα καλής και φιλάνθρωπης συμπεριφοράς και γενικά πολιτικής αρετής. Πρώτος ο Μάρκελλος απέδειξε στους έλληνες. ότι οι ρωμαίοι ήταν δικαιότεροι» (Πλούταρχος, Μάρκελλος, 30).
Ο Πλούταρχος εξωραΐζει τον πιο απεχθή στους έλληνες της Σικελίας ρωμαίο δυνάστη. Ανήκουστη ταπείνωση είχαν υποστεί οι συρακούσιοι, που ρημάχτηκαν από τον Μάρκελλο. Υποχρεώθηκαν, με τις ευλογίες της συγκλήτου, να τον ανακηρύξουν προστάτη και ευεργέτη, να του αφιερώσουν έφιππους ανδριάντες και να καθιερώσουν την επίσημη λατρεία του. Πολυάριθμους ανδριάντες του πολυμίσητου ρωμαίου τυράννου τους αναγκάστηκαν να στήσουν όλες οι σικελικές πόλεις. Ο Πλούταρχος διαστρέφει την αλήθεια, πλαστογραφεί τα γεγονότα και αντιγράφει, για να φανεί αρεστός στους Ρωμαίους, τον Κικέρωνα, που υμνολογεί τον Μάρκελλο. (Κικέρων, Actio secunda in C. Verrem, IV, 115-123).
Ο Πλούταρχος δεν διστάζει να κηλιδώσει αναπόδεικτα τη μνήμη του Αρχιμήδη, που σφάχτηκε από ρωμαίους στρατιώτες στις Συρακούσες. Κατά μια εκδοχή, γράφει ο Πλούταρχος, ο Αρχιμήδης, μόλις έπεσαν οι Συρακούσες, φορτώθηκε διάφορα επιστημονικά όργανα, δικές του εφευρέσεις και κατευθύνθηκε στο ρωμαϊκό αρχηγείο, για να τα προσφέρει στο νικητή, να εξευμενίσει τον Μάρκελλο και να σώσει τη ζωή του. Αλλα μερικοί στρατιώτες, νομίζοντας, πως στο κιβώτιο με τα μαθηματικά όργανα, τα ηλιακά ωρολόγια και τις σφαίρες υπήρχε χρυσάφι, τον σκότωσαν. («Στρατιώτας περιτυχόντες και χρυσών εν τω τείχει δόξαντες φέρειν απέκτειναν», Κικέρων, Actio secunda in C. Verrem, IV, 19).
Έχει αφομοιώσει την προπαγάνδα περί ρωμαϊκού «φιλελληνισμού» και τη διοχετεύει μεθοδικά στους «Παράλληλους Βίους». Ισχυρίζεται, ότι άλλοι πολέμησαν για την ελευθερία των ελλήνων -«ετέρων προαγωνισαμένων»- οι ρωμαίοι και ότι όσες φορές αγωνίστηκε στο παρελθόν η Ελλάδα εχθρός ήταν ο εαυτός της, με εξαίρεση τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές, τις Θερμοπύλες και τα κατορθώματα του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα και την Κύπρο. Οι αγώνες της έγιναν για τη συμφορά και την υποδούλωσή της. Τα τρόπαια που έστηνε στο πεδίο της μάχης ήταν επαίσχυντα «εξ αιτίας της κακίας και της διαμάχης των ηγετών της». («Πάσας τας μάχας η Ελλάς επί δουλεία μεμάχηται προς αυτήν και παν τρόπαιον αυτής συμφορά και όνειδος επ΄ αυτήν έστηκε, τα πλείστα κακία και φιλονεικία των ηγουμένων περιτραπείσης», Τίτος Φλαμινίνος, 11).
Ενώ οι ρωμαίοι, «με πολύ μεγάλους κόπους και κινδύνους απέσπασαν την Ελλάδα από σκληρούς κυρίαρχους και τυράννους και την κατέστησαν ελεύθερη». («Τοις μεγίστοις κινδύνοις και πόνοις εξελόμενοι την Ελλάδα δεσποτών χαλεπών και τυράννων ελευθερούσι», Τίτος Φλαμινίνος, 11). Την «ελευθέρωσαν» δηλαδή από τον Φίλιππο, για να την υποτάξουν οι ίδιοι. Ευγνώμονες οι έλληνες, γράφει ο Πλούταρχος, καλούσαν τον Τίτο Φλαμινίνο να παραδοθούν σ΄ αυτόν και να απολαύσουν το μέγα δώρο της ρωμαϊκής προστασίας. Ευγνώμονες σε ποιόν; Στον στρατηγό, που καταγύμνωσε τη Μακεδονία, για να στολίσει τον θρίαμβο του(7). Και καταλήγει με φιλορωμαϊκή έξαρση: Έτσι, μέσα σε λίγο χρόνο, με τη βοήθεια του θεού βέβαια, όλοι οι έλληνες είχαν υποταχθεί στους ρωμαίους. («Εν βραχεί χρόνω, τάχα που και θεού συνεφαπτόμενου καυτά αυτοίς υπήκοα γενέσθαι» Τίτος Φλαμινίνος, 12). Και η θεία βούληση αρωγός για την υποδούλωση των ελλήνων.
Εγκώμια και για τον στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, που τριάντα χρόνια αργότερα κατέστρεψε τη Μακεδονία και αιχμαλώτισε τον βασιλιά της Περσέα. Φιλέλληνας ο ρωμαίος ύπατος, ευγενική ψυχή, γενναιόφρων, ανθρωπιστής, πρότυπο αρετής, προστάτης και ευεργέτης. Αυτός ο «φιλέλληνας», ο προικισμένος με «φύσιν επιεική και χρηστήν» εξανδραπόδισε, κατά τον ίδιο τον Πλούταρχο, 150.000 ψυχές, κατέστρεψε 70 πόλεις καί μετέφερε στη Ρώμη τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της Μακεδονίας. (Αιμίλιος Παύλος, 29-32).
Για τον αιχμάλωτο Περσέα, που κόσμησε τον θρίαμβο του στρατηγού, ο Πλούταρχος υιοθετεί όλες τις ρωμαϊκές συκοφαντίες. Επιχαίρει για την ήττα του και τον παρουσιάζει δειλό, μικρόψυχο, μοχθηρό, φιλάργυρο, γεμάτον ελαττώματα, ανάξιο μονάρχη(8). Ο «χρηστός» και «ενάρετος» Αιμίλιος Παύλος, που μετά τη νίκη του έσπευσε στους Δελφούς, για να στήσει τον ανδριάντα του και υστέρα άρχισε τις περιοδείες στις ελληνικές πόλεις, για να φορτωθεί χρυσούς στεφάνους, σύμβολα υποταγής, θα διαπομπεύσει τον Περσέα στη Ρώμη αλυσοδεμένο κατά τον πολεμικό θρίαμβο μαζί με τα εξανδραποδισμένα ανήλικα παιδιά του. Έγκλειστοι στον «κάρκαρο», υπόγειο ερεβώδες δεσμωτήριο, πατέρας και παιδιά θα βρουν αποτρόπαιο θάνατο. Την άδικη εξόντωση των παιδιών τού Περσέα αναφέρει ο Πλούταρχος χωρίς σχολιασμό. Αλλά για τον Αιμίλιο Παύλο, που έχασε τον ίδιο καιρό δύο παιδιά, εκφράζει απέραντη συμπάθεια και οδύνη. «Ο κόσμος ανατρίχιασε από τη σκληρότητα της μοίρας». («Αλλά φρίξαι την ωμότητα της τύχης άπαντας», Αιμίλιος Παύλος, 35). Ούτε την αρπαγή από τον ρωμαίο ύπατο των μακεδονικών καλλιτεχνικών θησαυρών και τη μεταφορά τους στη Ρώμη σχολιάζει ο βιογράφος του. Τη θεωρεί φυσικό παρεπόμενο του πολέμου.
Σε όλους τους παραλληλισμούς είναι ολοφάνερο πού γέρνει η ζυγαριά. Στις βιογραφίες των ελλήνων ο Πλούταρχος τονίζει συνήθως τις ζοφερές πλευρές, στις βιογραφίες των ρωμαίων υπερεξαίρει τις φωτεινές. Προβάλλει τα δευτερεύοντα ελαττώματα των ρωμαίων και τα καίρια των ελλήνων. Οι ρωμαίοι είναι υψηλόφρονες, χρηστοί, δίκαιοι, δυναμικοί και καλοί πατριώτες. Οι έλληνες είναι τυχοδιώκτες, ψευδολόγοι, καταχραστές, επιπόλαιοι, δωρολήπτες(9).
Σπανίζει στο έργο του Πλουτάρχου ο επικριτικός λόγος για τους ρωμαίους. Όταν θέλει να εξάρει τις ελληνικές αρετές αποφεύγει σύγκριση ελλήνων και ρωμαίων. Προτιμά την αντιπαραβολή ελλήνων και καρχηδονίων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά τής σκαιότητας και της βαρβαροσύνης, που αποδίδονται στους καρχηδονίους εξεικονίζουν κυρίως τους ρωμαίους, αγροίκους και βάναυσους, όπως οι ίδιοι ανομολογούν. Αλλά ο Πλούταρχος αποφεύγει επιμελώς τους επικίνδυνους σκοπέλους. Φορτώνει τα ελαττώματα των ρωμαίων αυθεντών του στους θανάσιμους εχθρούς τους.
Ο Πλούταρχος είναι ο θεωρητικός της υποτέλειας και της συνεργασίας με τους ρωμαίους κατακτητές. Χρέος των ελλήνων πολιτικών είναι η νομιμοφροσύνη απέναντι στη Ρώμη, η δική τους καί της χώρας – «παρέχειν αυτόν τε και την πατρίδα προς τους ηγεμόνας αναίτιον». Και φυσικά, πρέπει να δημιουργούν στενές σχέσεις με τους ισχυρούς άρχοντες των ξένων κυριάρχων. Άλλωστε, οι ρωμαίοι με μεγάλη προθυμία δέχονται τις φιλίες με έλληνες για πολιτική εκμετάλλευση – «προς τάς πολιτικάς σπουδάς προθυμότατοι τοις φίλοις»(10). Στην προσπάθεια του να εξωραΐσει τη συνεργασία παρατηρεί, ότι αυτοί οι δεσμοί είναι χρήσιμοι. Και για τους συνεργάτες των ρωμαίων και για την πατρίδα τους. Και αναφέρει ως παράδειγμα τον ιστορικό Πολύβιο και τον φιλόσοφο Παναίτιο, που χάρη στις σχέσεις τους με επιφανείς ρωμαίους οφελήθηκαν οι ίδιοι, αλλά βοήθησαν και συμπατριώτες τους(11). Αυτό ακριβώς ισχυρίζονται οι δοσίλογοι όλων των καιρών και όλων των τόπων. Όλοι οι συνεργάτες των τυραννικών καθεστώτων και οι κάθε λογής εθνοπροδότες μιλάνε για πατριωτισμό και αυτοθυσία.
Υποταγή καί νομιμοφροσύνη(12) στους ρωμαίους συμβουλεύει τους έλληνες της τοπικής ολιγαρχίας ο Πλούταρχος. Αλλά με μέτρο. Να μην εξευτελίζουν ολότελα την πατρίδα – «μη προσεκταπεινούν». Έχει αλυσίδα στο ένα πόδι να μη της περνούμε και λαιμαριά – «μηδέ του σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν και τον τράχηλον». Γιατί αυτό κάνουν μερικοί έλληνες πολιτικοί, γράφει ο Πλούταρχος. Χλευάζουν την υποδουλωμένη χώρα – «εξονειδίζουσι την δουλείαν» – και την αφήνουν έμφοβη και εμβρόντητη – «καταπλήγα και περιδεά». (Πολιτικά Παραγγέλματα, 814 D). Ο Πλούταρχος διδάσκει τη «λελογισμένη» υποτέλεια, θεωρία που και σήμερα βρίσκει απήχηση σε πολιτικές ηγεσίες καί κόμματα άλλοτε ως «περιορισμένη ανεξαρτησία» καί άλλοτε ως αθέατη ή ήπια και λογική» εξάρτηση.
Ασχολείται και με την πολιτική αγωγή των υπόδουλων ελλήνων. Πρέπει να σέβονται την εξουσία – την εξουσία των ρωμαίων δυναστών και των εγχώριων οργάνων τους. Γιατί η εξουσία, οποιαδήποτε εξουσία, είναι «μεγάλο πράγμα», γράφει ο Πλούταρχος, καθαγιασμένη, και ο εξουσιαστής πολυσέβαστος. («Ιερόν δε χρήμα και μέγα πάσαν αρχήν ούσαν και άρχοντα δει μάλιστα τιμάν», Πολιτικά Παραγγέλματα, 816 Α). [Σ.σ.: Τέτοιες αντιλήψεις άνοιξαν διάπλατα την πόρτα του χριστιανισμού, ο οποίος δεν πρόσθετε τίποτε διαφορετικό, όταν δίδασκε, ότι οι άνθρωποι πρέπει να υποτάσσονται σε κάθε εξουσία: «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κυριον, είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν» (Α΄ Πετρ., β΄ 13-14)].
Ο Πλούταρχος προπαγανδίζει την υποτέλεια και την εθελοδουλεία, αλλά και τα αγαθά του μοναρχικού πολιτεύματος. Επικαλείται μάλιστα τον Πλάτωνα, για να γίνει πιο πειστικός. Η μοναρχία είναι το μοναδικό πολίτευμα, «που μπορεί να κρατήσει ψηλά τον τέλειο και πραγματικά “όρθιο” τόνο της αρετής». (Περί μοναρχίας και δημοκρατίας και ολιγαρχίας, ό.π., 827 D). O Πλούταρχος ήταν αντάξιος της εύνοιας, που του επιδαψίλευε η αυτοκρατορική Ρώμη.
Χωρίς κανένα φραγμό ή ηθική αναστολή η ρωμαιοφροσύνη του. Ενοχλείται, που οι υπόδουλοι έλληνες διατηρούν ζωντανή στη μνήμη τις ιδέες και τα έργα των προγόνων τους. Θεωρεί παιδαριώδη και γελοία κάθε προτροπή των αρχόντων να ακολουθούν το παράδειγμά τους. Αλλά και επικίνδυνη, επειδή θα μπορούσε να παρασύρει τα πλήθη σε επανάσταση κατά των ρωμαίων. Αυτές οι αναγωγές στο παρελθόν του θυμίζουν τα μικρά παιδιά, πού παίζοντας φορούν τα υποδήματα των πατεράδων τους. «Κι εμείς τα βλέπουμε και γελάμε». (Πολιτικά παραγγέλματα, 814 A-B).
O Πλούταρχος διερμηνεύει τις ανησυχίες των ρωμαίων και νουθετεί ως ιδεολογικός εκπρόσωπος καi προπαγανδιστής. Οι έλληνες πρέπει να συνειδητοποιήσουν τη δουλεία τους κι ότι είναι αστεία καμώματα η υπενθύμιση των δημοκρατικών θεσμών καi της χαμένης ελευθερίας. Καλεί λοιπόν τους άρχοντες των πόλεων να μην αναφέρονται στο ένδοξο παρελθόν, γιατί ερεθίζεται o λαός, συγκινείται, ενθουσιάζεται και θέλει να μιμηθεί τους προπάτορες.
Η ρωμαιοφιλία επιβιώνει σήμερα στην Ελλάδα, στους εναπομείναντες κύκλους ρωμιοδωδεκαθεϊστών. Οι τελευταίοι συνήθως τρέφουν μεγάλη εκτίμηση για τους νεοπλατωνικούς και νεοπυθαγόρειους συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, οι οποίοι έγραψαν έργα κατά του ανερχόμενου χριστιανισμού, που απειλούσε να καταβροχθίσει τα δικά τους φιλοσοφικά συστήματα (πράγμα, που, όπως γνωρίζουμε, συνέβη τελικά: ο χριστιανισμός κατάφερε να πλασαριστεί στην αγορά ιδεών σαν ο φυσικότερος και νομιμότερος απόγονος του νεοπλατωνισμού).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι κορυφαίοι αντιχριστιανοί συγγραφείς όπως ο Κέλσος, στο τέλος του γνωστού βιβλίου του «Αληθής Λόγος, ή Κατά χριστιανών», προσπαθεί να μεταπείσει τους χριστιανούς, όχι βασισμένος στην προηγηθείσα συντριπτική εναντίον τού χριστιανισμού επιχειρηματολογία του, αλλά καταφεύγοντας σε κλασικά ρωμαιόφιλα επιχειρήματα: π.χ. ότι η Ρώμη είναι η μόνη νησίδα δήθεν πολιτισμού στον κόσμο, την οποία απειλούν οι δήθεν βάρβαροι και άρα πρέπει και οι χριστιανοί να δεχθούν να στρατευθούν στον ρωμαϊκό στρατό για την υπεράσπισή της κ.λπ., Ο Κέλσος, όπως και όλοι οι ελληνόφωνοι διανοούμενοι της εποχής, δεν κατανοεί το γεγονός, ότι τα εκατομμύρια των δούλων της Ρώμης εύχονταν διακαώς -και δικαίως- την ολοσχερή καταστροφή της.
Ο πνευματικός κόσμος της εποχής υπήρξε στη συντριπτική πλειοψηφία του εκτός από ελληνόφωνος, ρωμαιόφιλος και αδυνατούσε να αντιληφθεί, ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τις γελοιότητές της (υποχρεωτική λατρεία του «θεού» αυτοκράτορα, αρένες μαζικών δολοφονιών με ηχητική υπόκρουση τα υστερικά ουρλιαχτά ενός αιμοβόρου όχλου κ.λπ.) είχε επιδερμική μόνο σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό.
Παρ΄ όλα αυτά οι σημερινοί «επανελληνισμένοι» και «αρχαιόθρησκοι», επειδή αισθάνονται «ομόθρησκοι», αισθάνονται και πνευματικώς ομογάλακτοι, τόσο με τους ρωμαιόφιλους διανοούμενους της ύστερης αρχαιότητας, όσο φυσικά και με τους ίδιους τους ρωμαίους και τον «ελληνορωμαϊκό» «πολιτισμό»…
Από παρόμοιες αντιλήψεις ταλανίζονται και οι σύγχρονοι ρωμιορθόδοξοι, οι οποίοι τιμούν τον μυθοπλαστικό εξωραϊστή του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού, Πλούταρχο. Στο 1ο Λύκειο Κερατσινίου, για παράδειγμα, οι νεαροί μαθητές, ύστερα από προτροπή τού λυκειάρχη τους, έγραψαν ένα ογκωδέστατο βιβλίο 1.008 σελίδων (!) με τίτλο «Προσεγγίσεις στον Πλούταρχο», το οποίο εξέδωσε ο τοπικός δήμος το 2002. Στην παραπάνω φωτοτυπία από το βιβλίο αναλύονται «βαθυστόχαστοι» συλλογισμοί του Πλούταρχου, σύμφωνα με τους οποίους, ο ιερέας πρέπει να αποφεύγει την αίγα εξ αιτίας της ακόλαστης φύσης της, οι σκύλοι δεν πρέπει να μπαίνουν στην Ακρόπολη και στη Δήλο, διότι ζευγαρώνουν φανερά κ.ά..
Nα πώς ολοκληρώνει τις παραινέσεις του ο πολυμαθής Χαιρωνεύς με ωμή ειλικρίνεια: «Αυτά να λένε και ν΄ αφήσουν τον Μαραθώνα, τον Ευρυμέδοντα και τις Πλαταιές κι όσα παραδείγματα κάνουν το λαό να φρενιάζει και να παίρνουν ανώφελα τα μυαλά του αέρα. Τα άλλα να τα αφήσουν για τις σχολές των σοφιστών»(13).
Αποκρούει η ρωμαϊκή συνείδηση του Πλουτάρχου κάθε υπόμνηση των απελευθερωτικών αγώνων, που θα μπορούσε να ξεσηκώσει τους έλληνες κατά των τυράννων τους. Μόνο ως σοφιστικά λογοπαικτικά γυμνάσματα, μακριά από το λαό, στο χώρο του σπουδαστηρίου δικαιολογείται αναφορά στις θυσίες των προγόνων. Αποδεκτές οι ιστορικές μνήμες αποκλειστικά ως ρητορικές, απολιτικές και γι αυτό ακίνδυνες αντιπαραθέσεις. Υλικό για θεωρητικές αναγωγές, για την αισθητική του λόγου και τον εμπλουτισμό του με μεγαλόστομα ρητά, θελκτικά ανέκδοτα και άλλα ηχηρά παραθέματα. Ο Πλούταρχος είναι ένας αφελληνισμένος υπηρέτης του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Πουθενά ωστόσο στα έργα του δεν αναφέρεται το ρωμαϊκό του όνομα. Οι διασυνδέσεις του με την κεντρική εξουσία έγιναν διά μέσου του Γάιου Σόσιου Σενεκίωνα, έμπιστου τού αυτοκράτορα και τρεις φορές υπάτου. Σ΄ αυτόν αφιέρωσε ο Πλούταρχος τους «Παράλληλους Βίους» και άλλα έργα του.
(2) Η ιδεολογία του είναι ένα μίγμα νεοπλατωνικών δοξασιών και στωικισμού.
(3) Ελευθερίες ανύπαρκτες. Ο ίδιος ο Πλούταρχος σε άλλο σημείο γράφει, ότι η τοπική ελληνική εξουσία, των αφοσιωμένων δηλαδή στη Ρώμη ελλήνων, καταλυόταν ή άλλαζε με ένα «διαταγματάκι» κάποιου ρωμαίου ανθύπατου – «μικρόν ανθυπάτου διάταγμα κατέλυσεν ή μετέστησεν εις άλλον» (Πολιτικά Παραγγέλματα, 824 Ε-F).
(4) «Όρα γαρ, ότι των μεγίστων αγαθών ταις πόλεσιν, ειρήνης ελευθερίας ευετηρίας ευανδρίας ομονοίας, προς μεν ειρήνην ουδέν οι δήμοι των πολιτικών εν γε τω παρόντι χρόνω δέονται· πέφευγε γαρ εξ ημίν και ηφάνισται πας μεν έλλην, πας δε βάρβαρος πόλεμος· ελευθερίας δ΄ όσον οι κρατούντες νέμουσι τοις δήμοις μέτεστι και το πλέον ίσους ουκ άμεινον» (ό.π., 824 c).
(5) «Θυμώ τα σκώμματα φέροντα (τω Σύλλα) και τας βωμολοχίας, αις αυτόν τε και την Μετέλλαν από των τειχών εκάστοτε γεφυρίζων και κατορχούμενος εξηρέθιζεν ο τύραννος Αριστίων» (Σύλλας, 13). Σε άλλο σημείο γράφει, ότι ο Σύλλας αφάνισε τους αθηναίους μετά την άλωση της πόλης επειδή, περιγελώντας τον από τα τείχη, έβριζαν τη γυναίκα του – «ότι την Μετέλλαν από του τείχους γεφυρίζοντες ελοιδόρησαν» (ό.π., 6).
(6) Κατά τον ίδιο τον Πλούταρχο, «εν πολλαίς πόλεσιν υποχειρίοις γενομέναις σφαγάς εποιησεν» (Πελοπίδου και Μαρκέλλου σύγκρισις, 1).
(7) Ο ίδιος ο Πλούταρχος περιγράφει τη λεία. Χιλιάδες λίτρες χρυσάφι και ασήμι (Τίτος Φλαμινίνος, 11).
(8) Έπεσε κατάχαμα, γράφει ο Πλούταρχος, και -αισχρότατο θέαμα- σύρθηκε, αγκάλιασε τα γόνατα τού ρωμαίου ύπατου και άρχισε τα ξεφωνητά και τα παρακάλια – «γονάτων δραξάμενος ανεβάλλετο φωνάς αγεννείς και δεήσεις». Ο Αιμίλιος Παύλος τον σιχάθηκε, αλλά, μεγαλόψυχος όπως ήταν, φρόντισε να του δώσει ένα μάθημα ανδρισμού και αξιοπρέπειας λέγοντας του: «Γιατί εξευτελίζεις τη νίκη μου και κάνεις μικρό το κατόρθωμά μου δείχνοντας, πως δεν είσαι ούτε γενναίος, ούτε αντάξιος αντίπαλος των ρωμαίων;» (Αιμίλιος Παύλος, 26).
(9) Βλ. τη σύγκριση Νουμά και Λυκούργου. Στο ρωμαίο βλέπει «το μέγα και θείον» (Νουμάς, 4). Παραλληλίζοντας Αλκιβιάδη και Κοριολανό γράφει πώς στο ρωμαίο ήταν «πάντα λαμπρά», Όσο για τη σωφροσύνη και την ανιδιοτέλειά του, την «χρημάτων εγκράτειαν» ταιριάζει με τους πιο ανεπίληπτους έλληνες. Όχι, μα τον Δια, με τον Αλκιβιάδη, μοναδικό στο θράσος καί τη φαυλότητα. Ωραιότατα και υψηλοφρονέστατα τα έργα του Σύλλα, που αιματοκύλισε την Αθήνα. Στον Τίτο Φλαμινίνο, που κατέστρεψε τη Μακεδονία, ανήκει το βραβείο της δικαιοσύνης και της χρηστότητας!
(10) Εννοεί τις σχέσεις «πατρώνων» και «πελατών», την προσφορά προστασίας σε έλληνες με αντιπαροχή την ισόβια αφοσίωση και εξάρτηση.
(11) «Καί καρπόν εκ φιλίας ηγεμονικής λαμβάνοντας, οίον έλαβε Πολύβιος και Παναίτιος τη Σκιπίωνος ευνοία προς αυτούς μεγάλως τας πατρίδας ωφελήοαντες, εις ευδαιμονίαν δημοσίαν εξενέγκασθαι καλόν». (Πολιτικά Παραγγέλματα, 814 D). Κάθε τόσο παραθέτει και ονόματα ξενόδουλων ελλήνων, που τάχα οφέλησαν τους συμπατριώτες τους υπηρετώντας τους ρωμαίους. Στη βιογραφία λ.χ. του Σύλλα, τον ραψωδό του Πομπήιου Θεοφάνη τον Μυτιληναίο. Αναφέρει επίσης τον φιλόσοφο Άρειο. Όταν ο Καίσαρ κυρίευσε την Αλεξάνδρεια μπήκε στην πόλη κρατώντας από το χέρι τον Άρειο και κουβεντιάζοντας μόνο μαζί του. Κι όταν έφτασε μπροστά στό πλήθος των αλεξανδρινών, που συγκεντρωμένοι εκλιπαρούσαν έλεος, είπε ότι θα τους χαρίσει τη ζωή, από σεβασμό προς το μεγαλείο της πόλης και τον ιδρυτή της και για το χατήρι αυτού εδώ, που βλέπετε – «και τρίτον, έφη, τω φίλω μου τούτω χαριζομενος» (ό.π., 814 D). Όλοι οι ρωμαίοι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν τους συνεργάτες τους ελληνες διανοουμένους, για να επηρεάζουν με δημόσιες εμφανίσεις και εύνοιες τον κατακτημένο λαό.
(12) «Παρέχοντα τοις κρατούσιν ευπειθή την πατρίδα.»
(13) «Τον δε Μαραθώνα και τον Ευρυμέδοντα και τας Πλαταιάς και όσα των παραδειγμάτων οιδείν ποιεί και φρυάττεσθαι διακενής τους πολλούς, απολιπόντας εν ταις σχολαίς των σοφιστών». (Πολιτικά Παραγγέλματα, 814 c).
----------------
Το άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα από το ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου του Κυριάκου Σιμόπουλου Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια, έκδ. Στάχυ.