[265] Ἐξέτασον τοίνυν παρ᾽ ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, πράως, μὴ πικρῶς, Αἰσχίνη· εἶτ᾽ ἐρώτησον τουτουσὶ τὴν ποτέρου τύχην ἂν ἕλοιθ᾽ ἕκαστος αὐτῶν. ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ᾽ ἐφοίτων. ἐτέλεις, ἐγὼ δ᾽ ἐτελούμην. ἐγραμμάτευες, ἐγὼ δ᾽ ἠκκλησίαζον. ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δ᾽ ἐθεώρουν. ἐξέπιπτες, ἐγὼ δ᾽ ἐσύριττον. ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν πεπολίτευσαι πάντα, ἐγὼ δ᾽ ὑπὲρ τῆς πατρίδος.
[266] ἐῶ τἄλλα, ἀλλὰ νυνὶ τήμερον ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι, τὸ δὲ μηδ᾽ ὁτιοῦν ἀδικεῖν ἀνωμολόγημαι, σοὶ δὲ συκοφάντῃ μὲν εἶναι δοκεῖν ὑπάρχει, κινδυνεύεις δ᾽ εἴτε δεῖ σ᾽ ἔτι τοῦτο ποιεῖν, εἴτ᾽ ἤδη πεπαῦσθαι μὴ μεταλαβόντα τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων. ἀγαθῇ γ᾽, οὐχ ὁρᾷς; τύχῃ συμβεβιωκὼς τῆς ἐμῆς κατηγορεῖς.
[267] Φέρε δὴ καὶ τὰς τῶν λῃτουργιῶν μαρτυρίας ὧν λελῃτούργηκα ὑμῖν ἀναγνῶ. παρ᾽ ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου,
ἥκω νεκρῶν κευθμῶνα καὶ σκότου πύλας
καὶ
κακαγγελεῖν μὲν ἴσθι μὴ θέλοντά με,
καὶ «κακὸν κακῶς σε» μάλιστα μὲν οἱ θεοί, ἔπειθ᾽ οὗτοι πάντες ἀπολέσειαν, πονηρὸν ὄντα καὶ πολίτην καὶ τριταγωνιστήν.
Λέγε τὰς μαρτυρίας.
ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ.
[268] Ἐν μὲν τοίνυν τοῖς πρὸς τὴν πόλιν τοιοῦτος· ἐν δὲ τοῖς ἰδίοις εἰ μὴ πάντες ἴσθ᾽ ὅτι κοινὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ τοῖς δεομένοις ἐπαρκῶν, σιωπῶ καὶ οὐδὲν ἂν εἴποιμι οὐδὲ παρασχοίμην περὶ τούτων οὐδεμίαν μαρτυρίαν, οὔτ᾽ εἴ τινας ἐκ τῶν πολεμίων ἐλυσάμην, οὔτ᾽ εἴ τισιν θυγατέρας συνεξέδωκα, οὔτε τῶν τοιούτων οὐδέν.
[269] καὶ γὰρ οὕτω πως ὑπείληφα. ἐγὼ νομίζω τὸν μὲν εὖ παθόντα δεῖν μεμνῆσθαι πάντα τὸν χρόνον, τὸν δὲ ποιήσαντ᾽ εὐθὺς ἐπιλελῆσθαι, εἰ δεῖ τὸν μὲν χρηστοῦ, τὸν δὲ μὴ μικροψύχου ποιεῖν ἔργον ἀνθρώπου. τὸ δὲ τὰς ἰδίας εὐεργεσίας ὑπομιμνῄσκειν καὶ λέγειν μικροῦ δεῖν ὅμοιόν ἐστι τῷ ὀνειδίζειν. οὐ δὴ ποιήσω τοιοῦτον οὐδέν, οὐδὲ προαχθήσομαι, ἀλλ᾽ ὅπως ποθ᾽ ὑπείλημμαι περὶ τούτων, ἀρκεῖ μοι.
[270] Βούλομαι δὲ τῶν ἰδίων ἀπαλλαγεὶς ἔτι μικρὰ πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν περὶ τῶν κοινῶν. εἰ μὲν γὰρ ἔχεις, Αἰσχίνη, τῶν ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον εἰπεῖν ἀνθρώπων ὅστις ἀθῷος τῆς Φιλίππου πρότερον καὶ νῦν τῆς Ἀλεξάνδρου δυναστείας γέγονεν, ἢ τῶν Ἑλλήνων ἢ τῶν βαρβάρων, ἔστω, συγχωρῶ τὴν ἐμὴν εἴτε τύχην εἴτε δυστυχίαν ὀνομάζειν βούλει πάντων αἰτίαν γεγενῆσθαι.
[271] εἰ δὲ καὶ τῶν μηδεπώποτ᾽ ἰδόντων ἐμὲ μηδὲ φωνὴν ἀκηκοότων ἐμοῦ πολλοὶ πολλὰ καὶ δεινὰ πεπόνθασι, μὴ μόνον κατ᾽ ἄνδρα, ἀλλὰ καὶ πόλεις ὅλαι καὶ ἔθνη, πόσῳ δικαιότερον καὶ ἀληθέστερον τὴν ἁπάντων, ὡς ἔοικεν, ἀνθρώπων τύχην κοινὴν καὶ φοράν τινα πραγμάτων χαλεπὴν καὶ οὐχ οἵαν ἔδει τούτων αἰτίαν ἡγεῖσθαι.
[272] σὺ τοίνυν ταῦτ᾽ ἀφεὶς ἐμὲ τὸν παρὰ τουτοισὶ πεπολιτευμένον αἰτιᾷ, καὶ ταῦτ᾽ εἰδὼς ὅτι, καὶ εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γ᾽ ἐπιβάλλει τῆς βλασφημίας ἅπασι, καὶ μάλιστα σοί. εἰ μὲν γὰρ ἐγὼ κατ᾽ ἐμαυτὸν αὐτοκράτωρ περὶ τῶν πραγμάτων ἐβουλευόμην, ἦν ἂν τοῖς ἄλλοις ῥήτορσιν ὑμῖν ἔμ᾽ αἰτιᾶσθαι·
[273] εἰ δὲ παρῆτε μὲν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἀεὶ δ᾽ ἐν κοινῷ τὸ συμφέρον ἡ πόλις προὐτίθει σκοπεῖν, πᾶσι δὲ ταῦτ᾽ ἐδόκει τότ᾽ ἄριστ᾽ εἶναι, καὶ μάλιστα σοί (οὐ γὰρ ἐπὶ εὐνοίᾳ γ᾽ ἐμοὶ παρεχώρεις ἐλπίδων καὶ ζήλου καὶ τιμῶν, ἃ πάντα προσῆν τοῖς τότε πραττομένοις ὑπ᾽ ἐμοῦ, ἀλλὰ τῆς ἀληθείας ἡττώμενος δηλονότι καὶ τῷ μηδὲν ἔχειν εἰπεῖν βέλτιον), πῶς οὐκ ἀδικεῖς καὶ δεινὰ ποιεῖς τούτοις νῦν ἐγκαλῶν ὧν τότ᾽ οὐκ εἶχες λέγειν βελτίω;
[274] παρὰ μὲν τοίνυν τοῖς ἄλλοις ἔγωγ᾽ ὁρῶ πᾶσιν ἀνθρώποις διωρισμένα καὶ τεταγμένα πως τὰ τοιαῦτα. ἀδικεῖ τις ἑκών· ὀργὴν καὶ τιμωρίαν κατὰ τούτου. ἐξήμαρτέ τις ἄκων· συγγνώμην ἀντὶ τῆς τιμωρίας τούτῳ. οὔτ᾽ ἀδικῶν τις οὔτ᾽ ἐξαμαρτάνων εἰς τὰ πᾶσι δοκοῦντα συμφέρειν ἑαυτὸν δοὺς οὐ κατώρθωσεν μεθ᾽ ἁπάντων· οὐκ ὀνειδίζειν οὐδὲ λοιδορεῖσθαι τῷ τοιούτῳ δίκαιον, ἀλλὰ συνάχθεσθαι.
[275] φανήσεται ταῦτα πάνθ᾽ οὕτως οὐ μόνον ἐν τοῖς νόμοις, ἀλλὰ καὶ ἡ φύσις αὐτὴ τοῖς ἀγράφοις νομίμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσιν διώρικεν. Αἰσχίνης τοίνυν τοσοῦτον ὑπερβέβληκεν ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι καὶ συκοφαντίᾳ, ὥστε καὶ ὧν αὐτὸς ὡς ἀτυχημάτων ἐμέμνητο, καὶ ταῦτ᾽ ἐμοῦ κατηγορεῖ.
***
[265] Εξέτασε λοιπόν παράλληλα, Αισχίνη, με ηρεμία και χωρίς οργή, τον βίο και την πολιτεία των δυο μας. Έπειτα ρώτησε αυτούς εδώ ποιανού την τύχη θα ήθελε να έχει ο καθένας τους. Εσύ έκανες τον δάσκαλο, εγώ φοιτούσα· εσύ ήσουν βοηθός σε τελετές μύησης, εγώ ήμουν ένας από τους μυημένους· εσύ ήσουν ένας γραφιάς, εγώ συμμετείχα στην Εκκλησία του Δήμου· εσύ ένας θεατρίνος της κακιάς ώρας (: τρίτης κατηγορίας), εγώ θεατής· εσένα γιουχάιζαν, εγώ αποδοκίμασα με σφυρίγματα· η όλη πολιτική σου έχει εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εχθρών, η δική μου την πατρίδα.
[266] Αφήνω τα υπόλοιπα, αλλά σήμερα, αυτή τη στιγμή, περνώ από δοκιμασία για την απονομή στεφάνου, και όσο για τη μη συμμετοχή μου ούτε και στην παραμικρή αδικία, έχει αναγνωριστεί από όλους· αντίθετα, για σένα υπάρχει διάχυτη η γνώμη ότι είσαι συκοφάντης, και με κίνδυνο αγωνίζεσαι για το αν θα πρέπει να συνεχίσεις να κάνεις αυτό ή να πάψεις πια, αν δεν πάρεις το ένα πέμπτο των ψήφων. Αυτή είναι η καλή τύχη που απολαμβάνεις εσύ που κατηγορείς τη δική μου. Δεν το βλέπεις;
[267] Ας διαβάσω λοιπόν σε σας και τις μαρτυρίες για τις δημόσιες υποχρεώσεις που έχω αναλάβει. Κοντά σ᾽ αυτές κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε και τους στίχους που κακοποιούσες:
έρχομαι από τους κρυψώνες των νεκρών
και από τις πύλες τους σκότους
και:
να ξέρεις, θα αναγγείλω
κακές ειδήσεις, χωρίς να το θέλω
και «κακήν κακώς» να σε καταστρέψουν πρωτίστως οι θεοί και μετά όλοι αυτοί εδώ, αφού είσαι κακός και ως πολίτης και ως κομπάρσος. Διάβασε τις μαρτυρίες.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
[268] Όσον αφορά λοιπόν στις σχέσεις μου με την πόλη, έτσι συμπεριφέρθηκα· όσον αφορά όμως στην ιδιωτική μου ζωή, αν δεν γνωρίζετε όλοι ότι υπήρξα καταδεκτικός, φιλάνθρωπος και συμπαραστάτης σε όσους είχαν κάποιαν ανάγκη, σιωπώ. Και δεν θα πω τίποτε ούτε και θα παρουσιάσω καμιά μαρτυρία γι᾽ αυτά, ούτε δηλαδή αν ελευθέρωσα από τους εχθρούς πληρώνοντας λύτρα κάποιους αιχμαλώτους, ούτε αν βοήθησα μερικούς να παντρέψουν τις κόρες τους, ούτε για καμιά από παρόμοιες ενέργειες, γιατί είναι ζήτημα αρχής για εμένα.
[269] Πιστεύω πως ο ευεργετηθείς οφείλει να θυμάται την ευεργεσία σε όλη του τη ζωή, ενώ ο ευεργέτης πρέπει να την ξεχνάει αμέσως, εφόσον βέβαια ο ένας πρέπει να φέρεται σωστά, κι ο άλλος μεγαλόψυχα. Το να υπενθυμίζει κανείς τις ευεργεσίες που έκανε και να τις αναφέρει, είναι κάτι παρόμοιο με προσβολή. Γι᾽ αυτό, δεν πρόκειται να κάνω κάτι παρόμοιο ούτε καν να παρασυρθώ, αλλά όποια γνώμη έχετε σχηματίσει για μένα σχετικά με αυτά, αυτό μου είναι αρκετό.
[270] Επειδή τελείωσα με τα θέματα της ιδιωτικής μου ζωής, θέλω να πω σε σας λίγα ακόμη για τις δημόσιες υποθέσεις. Αν λοιπόν μπορείς, Αισχίνη, να κατονομάσεις οποιονδήποτε άνθρωπο ανά την υφήλιο, Έλληνα ή βάρβαρο, που να υπήρξε αλώβητος από τη δυναστεία του Φιλίππου παλαιότερα και σήμερα του Αλεξάνδρου, πάει καλά, παραδέχομαι ότι η δική μου, είτε τύχη είτε κακοτυχία θέλεις να την ονομάζεις, έχει γίνει η αιτία όλων των κακών
[271] Αν όμως έχουν πάθει πολλές και φοβερές συμφορές πολλοί άνθρωποι, που ποτέ, όχι μόνο δεν με είδαν, αλλά ούτε και τη φωνή μου έχουν ακούσει, και όχι μόνο μεμονωμένα άτομα αλλά και πόλεις ολόκληρες και έθνη, πόσο πιο δίκαιο και πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι, καθώς φαίνεται, να θεωρήσεις αιτία αυτών των συμφορών την κοινή τύχη όλης της ανθρωπότητας και κάποιαν ασταμάτητη ορμητική ροή των γεγονότων, σκληρή και όχι τέτοια που της άξιζε.
[272] Εσύ λοιπόν παραβλέπεις αυτά και κατηγορείς εμένα, που πολιτεύτηκα στο πλευρό των συμπολιτών μου, και μάλιστα ενώ γνωρίζεις ότι, αν όχι όλες, ένα μέρος τουλάχιστον από αυτές τις προσβολές αφορούν σε όλους και πολύ περισσότερο σε εσένα. Γιατί, αν εγώ είχα απόλυτη εξουσία να παίρνω αποφάσεις μόνος μου για τις υποθέσεις της πόλης, θα είχατε το δικαίωμα εσείς οι άλλοι ρήτορες να με κατηγορείτε.
[273] Αλλά, αφού ήσασταν παρόντες σε όλες τις συνελεύσεις και πάντοτε η πόλη πρότεινε να εξετάσετε από κοινού το δημόσιο συμφέρον και όλοι είχατε τότε τη γνώμη ότι οι προτάσεις μου ήταν οι καλύτερες, και ιδιαίτερα εσύ (γιατί ασφαλώς δεν έκανες σ᾽ εμένα από αγάπη την παραχώρηση να απολαμβάνω ελπίδες, δόξες και τιμές, πράγματα που ταίριαζαν όλα τότε στις ενέργειές μου, αλλά επειδή προφανώς η αλήθεια ήταν πιο ισχυρή και δεν είχες τίποτε καλύτερο να προτείνεις), τότε, πώς δεν αδικείς και δεν κάνεις φοβερά πράγματα με το να επικρίνεις τώρα τις προτάσεις αυτές από τις οποίες δεν είχες να κάνεις καλύτερες;
[274] Εγώ τουλάχιστον βλέπω ότι τα ζητήματα αυτά είναι κατά κάποιον τρόπο καθορισμένα και τακτοποιημένα σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Αδικεί κάποιος εσκεμμένως· οργή και τιμωρία εναντίον του. Διαπράττει αδικήματα άθελά του· τον συγχωρούν αντί να τον τιμωρήσουν. Κάποιος χωρίς να αδικεί ή να κάνει λάθη αφιερώνει τον εαυτό του σ᾽ αυτό που όλοι εκτιμούν ότι είναι ωφέλιμο και αποτυγχάνει μαζί με όλους· δεν είναι δίκαιο να κατηγορούν έναν τέτοιο άνθρωπο και να τον λοιδορούν αλλά να λυπούνται μαζί του.
[275] Όλες αυτές τις διακρίσεις θα τις βρούμε όχι μόνο ενσωματωμένες στους νόμους αλλά και η ίδια η φύση έτσι έχει καθορίσει με τους άγραφους νόμους και τις συνήθειες των ανθρώπων. Ο Αισχίνης λοιπόν τόσο πολύ έχει ξεπεράσει κάθε άνθρωπο σε ωμότητα και συκοφαντία, ώστε να κατηγορεί εμένα ακόμη και γι᾽ αυτά που ο ίδιος τα ανέφερε ως ατυχήματα.
[266] ἐῶ τἄλλα, ἀλλὰ νυνὶ τήμερον ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι, τὸ δὲ μηδ᾽ ὁτιοῦν ἀδικεῖν ἀνωμολόγημαι, σοὶ δὲ συκοφάντῃ μὲν εἶναι δοκεῖν ὑπάρχει, κινδυνεύεις δ᾽ εἴτε δεῖ σ᾽ ἔτι τοῦτο ποιεῖν, εἴτ᾽ ἤδη πεπαῦσθαι μὴ μεταλαβόντα τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων. ἀγαθῇ γ᾽, οὐχ ὁρᾷς; τύχῃ συμβεβιωκὼς τῆς ἐμῆς κατηγορεῖς.
[267] Φέρε δὴ καὶ τὰς τῶν λῃτουργιῶν μαρτυρίας ὧν λελῃτούργηκα ὑμῖν ἀναγνῶ. παρ᾽ ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου,
ἥκω νεκρῶν κευθμῶνα καὶ σκότου πύλας
καὶ
κακαγγελεῖν μὲν ἴσθι μὴ θέλοντά με,
καὶ «κακὸν κακῶς σε» μάλιστα μὲν οἱ θεοί, ἔπειθ᾽ οὗτοι πάντες ἀπολέσειαν, πονηρὸν ὄντα καὶ πολίτην καὶ τριταγωνιστήν.
Λέγε τὰς μαρτυρίας.
ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ.
[268] Ἐν μὲν τοίνυν τοῖς πρὸς τὴν πόλιν τοιοῦτος· ἐν δὲ τοῖς ἰδίοις εἰ μὴ πάντες ἴσθ᾽ ὅτι κοινὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ τοῖς δεομένοις ἐπαρκῶν, σιωπῶ καὶ οὐδὲν ἂν εἴποιμι οὐδὲ παρασχοίμην περὶ τούτων οὐδεμίαν μαρτυρίαν, οὔτ᾽ εἴ τινας ἐκ τῶν πολεμίων ἐλυσάμην, οὔτ᾽ εἴ τισιν θυγατέρας συνεξέδωκα, οὔτε τῶν τοιούτων οὐδέν.
[269] καὶ γὰρ οὕτω πως ὑπείληφα. ἐγὼ νομίζω τὸν μὲν εὖ παθόντα δεῖν μεμνῆσθαι πάντα τὸν χρόνον, τὸν δὲ ποιήσαντ᾽ εὐθὺς ἐπιλελῆσθαι, εἰ δεῖ τὸν μὲν χρηστοῦ, τὸν δὲ μὴ μικροψύχου ποιεῖν ἔργον ἀνθρώπου. τὸ δὲ τὰς ἰδίας εὐεργεσίας ὑπομιμνῄσκειν καὶ λέγειν μικροῦ δεῖν ὅμοιόν ἐστι τῷ ὀνειδίζειν. οὐ δὴ ποιήσω τοιοῦτον οὐδέν, οὐδὲ προαχθήσομαι, ἀλλ᾽ ὅπως ποθ᾽ ὑπείλημμαι περὶ τούτων, ἀρκεῖ μοι.
[270] Βούλομαι δὲ τῶν ἰδίων ἀπαλλαγεὶς ἔτι μικρὰ πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν περὶ τῶν κοινῶν. εἰ μὲν γὰρ ἔχεις, Αἰσχίνη, τῶν ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον εἰπεῖν ἀνθρώπων ὅστις ἀθῷος τῆς Φιλίππου πρότερον καὶ νῦν τῆς Ἀλεξάνδρου δυναστείας γέγονεν, ἢ τῶν Ἑλλήνων ἢ τῶν βαρβάρων, ἔστω, συγχωρῶ τὴν ἐμὴν εἴτε τύχην εἴτε δυστυχίαν ὀνομάζειν βούλει πάντων αἰτίαν γεγενῆσθαι.
[271] εἰ δὲ καὶ τῶν μηδεπώποτ᾽ ἰδόντων ἐμὲ μηδὲ φωνὴν ἀκηκοότων ἐμοῦ πολλοὶ πολλὰ καὶ δεινὰ πεπόνθασι, μὴ μόνον κατ᾽ ἄνδρα, ἀλλὰ καὶ πόλεις ὅλαι καὶ ἔθνη, πόσῳ δικαιότερον καὶ ἀληθέστερον τὴν ἁπάντων, ὡς ἔοικεν, ἀνθρώπων τύχην κοινὴν καὶ φοράν τινα πραγμάτων χαλεπὴν καὶ οὐχ οἵαν ἔδει τούτων αἰτίαν ἡγεῖσθαι.
[272] σὺ τοίνυν ταῦτ᾽ ἀφεὶς ἐμὲ τὸν παρὰ τουτοισὶ πεπολιτευμένον αἰτιᾷ, καὶ ταῦτ᾽ εἰδὼς ὅτι, καὶ εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γ᾽ ἐπιβάλλει τῆς βλασφημίας ἅπασι, καὶ μάλιστα σοί. εἰ μὲν γὰρ ἐγὼ κατ᾽ ἐμαυτὸν αὐτοκράτωρ περὶ τῶν πραγμάτων ἐβουλευόμην, ἦν ἂν τοῖς ἄλλοις ῥήτορσιν ὑμῖν ἔμ᾽ αἰτιᾶσθαι·
[273] εἰ δὲ παρῆτε μὲν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἀεὶ δ᾽ ἐν κοινῷ τὸ συμφέρον ἡ πόλις προὐτίθει σκοπεῖν, πᾶσι δὲ ταῦτ᾽ ἐδόκει τότ᾽ ἄριστ᾽ εἶναι, καὶ μάλιστα σοί (οὐ γὰρ ἐπὶ εὐνοίᾳ γ᾽ ἐμοὶ παρεχώρεις ἐλπίδων καὶ ζήλου καὶ τιμῶν, ἃ πάντα προσῆν τοῖς τότε πραττομένοις ὑπ᾽ ἐμοῦ, ἀλλὰ τῆς ἀληθείας ἡττώμενος δηλονότι καὶ τῷ μηδὲν ἔχειν εἰπεῖν βέλτιον), πῶς οὐκ ἀδικεῖς καὶ δεινὰ ποιεῖς τούτοις νῦν ἐγκαλῶν ὧν τότ᾽ οὐκ εἶχες λέγειν βελτίω;
[274] παρὰ μὲν τοίνυν τοῖς ἄλλοις ἔγωγ᾽ ὁρῶ πᾶσιν ἀνθρώποις διωρισμένα καὶ τεταγμένα πως τὰ τοιαῦτα. ἀδικεῖ τις ἑκών· ὀργὴν καὶ τιμωρίαν κατὰ τούτου. ἐξήμαρτέ τις ἄκων· συγγνώμην ἀντὶ τῆς τιμωρίας τούτῳ. οὔτ᾽ ἀδικῶν τις οὔτ᾽ ἐξαμαρτάνων εἰς τὰ πᾶσι δοκοῦντα συμφέρειν ἑαυτὸν δοὺς οὐ κατώρθωσεν μεθ᾽ ἁπάντων· οὐκ ὀνειδίζειν οὐδὲ λοιδορεῖσθαι τῷ τοιούτῳ δίκαιον, ἀλλὰ συνάχθεσθαι.
[275] φανήσεται ταῦτα πάνθ᾽ οὕτως οὐ μόνον ἐν τοῖς νόμοις, ἀλλὰ καὶ ἡ φύσις αὐτὴ τοῖς ἀγράφοις νομίμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσιν διώρικεν. Αἰσχίνης τοίνυν τοσοῦτον ὑπερβέβληκεν ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι καὶ συκοφαντίᾳ, ὥστε καὶ ὧν αὐτὸς ὡς ἀτυχημάτων ἐμέμνητο, καὶ ταῦτ᾽ ἐμοῦ κατηγορεῖ.
***
[265] Εξέτασε λοιπόν παράλληλα, Αισχίνη, με ηρεμία και χωρίς οργή, τον βίο και την πολιτεία των δυο μας. Έπειτα ρώτησε αυτούς εδώ ποιανού την τύχη θα ήθελε να έχει ο καθένας τους. Εσύ έκανες τον δάσκαλο, εγώ φοιτούσα· εσύ ήσουν βοηθός σε τελετές μύησης, εγώ ήμουν ένας από τους μυημένους· εσύ ήσουν ένας γραφιάς, εγώ συμμετείχα στην Εκκλησία του Δήμου· εσύ ένας θεατρίνος της κακιάς ώρας (: τρίτης κατηγορίας), εγώ θεατής· εσένα γιουχάιζαν, εγώ αποδοκίμασα με σφυρίγματα· η όλη πολιτική σου έχει εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εχθρών, η δική μου την πατρίδα.
[266] Αφήνω τα υπόλοιπα, αλλά σήμερα, αυτή τη στιγμή, περνώ από δοκιμασία για την απονομή στεφάνου, και όσο για τη μη συμμετοχή μου ούτε και στην παραμικρή αδικία, έχει αναγνωριστεί από όλους· αντίθετα, για σένα υπάρχει διάχυτη η γνώμη ότι είσαι συκοφάντης, και με κίνδυνο αγωνίζεσαι για το αν θα πρέπει να συνεχίσεις να κάνεις αυτό ή να πάψεις πια, αν δεν πάρεις το ένα πέμπτο των ψήφων. Αυτή είναι η καλή τύχη που απολαμβάνεις εσύ που κατηγορείς τη δική μου. Δεν το βλέπεις;
[267] Ας διαβάσω λοιπόν σε σας και τις μαρτυρίες για τις δημόσιες υποχρεώσεις που έχω αναλάβει. Κοντά σ᾽ αυτές κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε και τους στίχους που κακοποιούσες:
έρχομαι από τους κρυψώνες των νεκρών
και από τις πύλες τους σκότους
και:
να ξέρεις, θα αναγγείλω
κακές ειδήσεις, χωρίς να το θέλω
και «κακήν κακώς» να σε καταστρέψουν πρωτίστως οι θεοί και μετά όλοι αυτοί εδώ, αφού είσαι κακός και ως πολίτης και ως κομπάρσος. Διάβασε τις μαρτυρίες.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
[268] Όσον αφορά λοιπόν στις σχέσεις μου με την πόλη, έτσι συμπεριφέρθηκα· όσον αφορά όμως στην ιδιωτική μου ζωή, αν δεν γνωρίζετε όλοι ότι υπήρξα καταδεκτικός, φιλάνθρωπος και συμπαραστάτης σε όσους είχαν κάποιαν ανάγκη, σιωπώ. Και δεν θα πω τίποτε ούτε και θα παρουσιάσω καμιά μαρτυρία γι᾽ αυτά, ούτε δηλαδή αν ελευθέρωσα από τους εχθρούς πληρώνοντας λύτρα κάποιους αιχμαλώτους, ούτε αν βοήθησα μερικούς να παντρέψουν τις κόρες τους, ούτε για καμιά από παρόμοιες ενέργειες, γιατί είναι ζήτημα αρχής για εμένα.
[269] Πιστεύω πως ο ευεργετηθείς οφείλει να θυμάται την ευεργεσία σε όλη του τη ζωή, ενώ ο ευεργέτης πρέπει να την ξεχνάει αμέσως, εφόσον βέβαια ο ένας πρέπει να φέρεται σωστά, κι ο άλλος μεγαλόψυχα. Το να υπενθυμίζει κανείς τις ευεργεσίες που έκανε και να τις αναφέρει, είναι κάτι παρόμοιο με προσβολή. Γι᾽ αυτό, δεν πρόκειται να κάνω κάτι παρόμοιο ούτε καν να παρασυρθώ, αλλά όποια γνώμη έχετε σχηματίσει για μένα σχετικά με αυτά, αυτό μου είναι αρκετό.
[270] Επειδή τελείωσα με τα θέματα της ιδιωτικής μου ζωής, θέλω να πω σε σας λίγα ακόμη για τις δημόσιες υποθέσεις. Αν λοιπόν μπορείς, Αισχίνη, να κατονομάσεις οποιονδήποτε άνθρωπο ανά την υφήλιο, Έλληνα ή βάρβαρο, που να υπήρξε αλώβητος από τη δυναστεία του Φιλίππου παλαιότερα και σήμερα του Αλεξάνδρου, πάει καλά, παραδέχομαι ότι η δική μου, είτε τύχη είτε κακοτυχία θέλεις να την ονομάζεις, έχει γίνει η αιτία όλων των κακών
[271] Αν όμως έχουν πάθει πολλές και φοβερές συμφορές πολλοί άνθρωποι, που ποτέ, όχι μόνο δεν με είδαν, αλλά ούτε και τη φωνή μου έχουν ακούσει, και όχι μόνο μεμονωμένα άτομα αλλά και πόλεις ολόκληρες και έθνη, πόσο πιο δίκαιο και πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι, καθώς φαίνεται, να θεωρήσεις αιτία αυτών των συμφορών την κοινή τύχη όλης της ανθρωπότητας και κάποιαν ασταμάτητη ορμητική ροή των γεγονότων, σκληρή και όχι τέτοια που της άξιζε.
[272] Εσύ λοιπόν παραβλέπεις αυτά και κατηγορείς εμένα, που πολιτεύτηκα στο πλευρό των συμπολιτών μου, και μάλιστα ενώ γνωρίζεις ότι, αν όχι όλες, ένα μέρος τουλάχιστον από αυτές τις προσβολές αφορούν σε όλους και πολύ περισσότερο σε εσένα. Γιατί, αν εγώ είχα απόλυτη εξουσία να παίρνω αποφάσεις μόνος μου για τις υποθέσεις της πόλης, θα είχατε το δικαίωμα εσείς οι άλλοι ρήτορες να με κατηγορείτε.
[273] Αλλά, αφού ήσασταν παρόντες σε όλες τις συνελεύσεις και πάντοτε η πόλη πρότεινε να εξετάσετε από κοινού το δημόσιο συμφέρον και όλοι είχατε τότε τη γνώμη ότι οι προτάσεις μου ήταν οι καλύτερες, και ιδιαίτερα εσύ (γιατί ασφαλώς δεν έκανες σ᾽ εμένα από αγάπη την παραχώρηση να απολαμβάνω ελπίδες, δόξες και τιμές, πράγματα που ταίριαζαν όλα τότε στις ενέργειές μου, αλλά επειδή προφανώς η αλήθεια ήταν πιο ισχυρή και δεν είχες τίποτε καλύτερο να προτείνεις), τότε, πώς δεν αδικείς και δεν κάνεις φοβερά πράγματα με το να επικρίνεις τώρα τις προτάσεις αυτές από τις οποίες δεν είχες να κάνεις καλύτερες;
[274] Εγώ τουλάχιστον βλέπω ότι τα ζητήματα αυτά είναι κατά κάποιον τρόπο καθορισμένα και τακτοποιημένα σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Αδικεί κάποιος εσκεμμένως· οργή και τιμωρία εναντίον του. Διαπράττει αδικήματα άθελά του· τον συγχωρούν αντί να τον τιμωρήσουν. Κάποιος χωρίς να αδικεί ή να κάνει λάθη αφιερώνει τον εαυτό του σ᾽ αυτό που όλοι εκτιμούν ότι είναι ωφέλιμο και αποτυγχάνει μαζί με όλους· δεν είναι δίκαιο να κατηγορούν έναν τέτοιο άνθρωπο και να τον λοιδορούν αλλά να λυπούνται μαζί του.
[275] Όλες αυτές τις διακρίσεις θα τις βρούμε όχι μόνο ενσωματωμένες στους νόμους αλλά και η ίδια η φύση έτσι έχει καθορίσει με τους άγραφους νόμους και τις συνήθειες των ανθρώπων. Ο Αισχίνης λοιπόν τόσο πολύ έχει ξεπεράσει κάθε άνθρωπο σε ωμότητα και συκοφαντία, ώστε να κατηγορεί εμένα ακόμη και γι᾽ αυτά που ο ίδιος τα ανέφερε ως ατυχήματα.