Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου (265-275)

[265] Ἐξέτασον τοίνυν παρ᾽ ἄλληλα τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, πράως, μὴ πικρῶς, Αἰσχίνη· εἶτ᾽ ἐρώτησον τουτουσὶ τὴν ποτέρου τύχην ἂν ἕλοιθ᾽ ἕκαστος αὐτῶν. ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ᾽ ἐφοίτων. ἐτέλεις, ἐγὼ δ᾽ ἐτελούμην. ἐγραμμάτευες, ἐγὼ δ᾽ ἠκκλησίαζον. ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δ᾽ ἐθεώρουν. ἐξέπιπτες, ἐγὼ δ᾽ ἐσύριττον. ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν πεπολίτευσαι πάντα, ἐγὼ δ᾽ ὑπὲρ τῆς πατρίδος.

[266] ἐῶ τἄλλα, ἀλλὰ νυνὶ τήμερον ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι, τὸ δὲ μηδ᾽ ὁτιοῦν ἀδικεῖν ἀνωμολόγημαι, σοὶ δὲ συκοφάντῃ μὲν εἶναι δοκεῖν ὑπάρχει, κινδυνεύεις δ᾽ εἴτε δεῖ σ᾽ ἔτι τοῦτο ποιεῖν, εἴτ᾽ ἤδη πεπαῦσθαι μὴ μεταλαβόντα τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων. ἀγαθῇ γ᾽, οὐχ ὁρᾷς; τύχῃ συμβεβιωκὼς τῆς ἐμῆς κατηγορεῖς.

 [267] Φέρε δὴ καὶ τὰς τῶν λῃτουργιῶν μαρτυρίας ὧν λελῃτούργηκα ὑμῖν ἀναγνῶ. παρ᾽ ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου,
ἥκω νεκρῶν κευθμῶνα καὶ σκότου πύλας
καὶ
κακαγγελεῖν μὲν ἴσθι μὴ θέλοντά με,
καὶ «κακὸν κακῶς σε» μάλιστα μὲν οἱ θεοί, ἔπειθ᾽ οὗτοι πάντες ἀπολέσειαν, πονηρὸν ὄντα καὶ πολίτην καὶ τριταγωνιστήν.
Λέγε τὰς μαρτυρίας.

ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ.
[268] Ἐν μὲν τοίνυν τοῖς πρὸς τὴν πόλιν τοιοῦτος· ἐν δὲ τοῖς ἰδίοις εἰ μὴ πάντες ἴσθ᾽ ὅτι κοινὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ τοῖς δεομένοις ἐπαρκῶν, σιωπῶ καὶ οὐδὲν ἂν εἴποιμι οὐδὲ παρασχοίμην περὶ τούτων οὐδεμίαν μαρτυρίαν, οὔτ᾽ εἴ τινας ἐκ τῶν πολεμίων ἐλυσάμην, οὔτ᾽ εἴ τισιν θυγατέρας συνεξέδωκα, οὔτε τῶν τοιούτων οὐδέν.

[269] καὶ γὰρ οὕτω πως ὑπείληφα. ἐγὼ νομίζω τὸν μὲν εὖ παθόντα δεῖν μεμνῆσθαι πάντα τὸν χρόνον, τὸν δὲ ποιήσαντ᾽ εὐθὺς ἐπιλελῆσθαι, εἰ δεῖ τὸν μὲν χρηστοῦ, τὸν δὲ μὴ μικροψύχου ποιεῖν ἔργον ἀνθρώπου. τὸ δὲ τὰς ἰδίας εὐεργεσίας ὑπομιμνῄσκειν καὶ λέγειν μικροῦ δεῖν ὅμοιόν ἐστι τῷ ὀνειδίζειν. οὐ δὴ ποιήσω τοιοῦτον οὐδέν, οὐδὲ προαχθήσομαι, ἀλλ᾽ ὅπως ποθ᾽ ὑπείλημμαι περὶ τούτων, ἀρκεῖ μοι.

 [270] Βούλομαι δὲ τῶν ἰδίων ἀπαλλαγεὶς ἔτι μικρὰ πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν περὶ τῶν κοινῶν. εἰ μὲν γὰρ ἔχεις, Αἰσχίνη, τῶν ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον εἰπεῖν ἀνθρώπων ὅστις ἀθῷος τῆς Φιλίππου πρότερον καὶ νῦν τῆς Ἀλεξάνδρου δυναστείας γέγονεν, ἢ τῶν Ἑλλήνων ἢ τῶν βαρβάρων, ἔστω, συγχωρῶ τὴν ἐμὴν εἴτε τύχην εἴτε δυστυχίαν ὀνομάζειν βούλει πάντων αἰτίαν γεγενῆσθαι.

[271] εἰ δὲ καὶ τῶν μηδεπώποτ᾽ ἰδόντων ἐμὲ μηδὲ φωνὴν ἀκηκοότων ἐμοῦ πολλοὶ πολλὰ καὶ δεινὰ πεπόνθασι, μὴ μόνον κατ᾽ ἄνδρα, ἀλλὰ καὶ πόλεις ὅλαι καὶ ἔθνη, πόσῳ δικαιότερον καὶ ἀληθέστερον τὴν ἁπάντων, ὡς ἔοικεν, ἀνθρώπων τύχην κοινὴν καὶ φοράν τινα πραγμάτων χαλεπὴν καὶ οὐχ οἵαν ἔδει τούτων αἰτίαν ἡγεῖσθαι.

[272] σὺ τοίνυν ταῦτ᾽ ἀφεὶς ἐμὲ τὸν παρὰ τουτοισὶ πεπολιτευμένον αἰτιᾷ, καὶ ταῦτ᾽ εἰδὼς ὅτι, καὶ εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γ᾽ ἐπιβάλλει τῆς βλασφημίας ἅπασι, καὶ μάλιστα σοί. εἰ μὲν γὰρ ἐγὼ κατ᾽ ἐμαυτὸν αὐτοκράτωρ περὶ τῶν πραγμάτων ἐβουλευόμην, ἦν ἂν τοῖς ἄλλοις ῥήτορσιν ὑμῖν ἔμ᾽ αἰτιᾶσθαι·

[273] εἰ δὲ παρῆτε μὲν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἀεὶ δ᾽ ἐν κοινῷ τὸ συμφέρον ἡ πόλις προὐτίθει σκοπεῖν, πᾶσι δὲ ταῦτ᾽ ἐδόκει τότ᾽ ἄριστ᾽ εἶναι, καὶ μάλιστα σοί (οὐ γὰρ ἐπὶ εὐνοίᾳ γ᾽ ἐμοὶ παρεχώρεις ἐλπίδων καὶ ζήλου καὶ τιμῶν, ἃ πάντα προσῆν τοῖς τότε πραττομένοις ὑπ᾽ ἐμοῦ, ἀλλὰ τῆς ἀληθείας ἡττώμενος δηλονότι καὶ τῷ μηδὲν ἔχειν εἰπεῖν βέλτιον), πῶς οὐκ ἀδικεῖς καὶ δεινὰ ποιεῖς τούτοις νῦν ἐγκαλῶν ὧν τότ᾽ οὐκ εἶχες λέγειν βελτίω;

[274] παρὰ μὲν τοίνυν τοῖς ἄλλοις ἔγωγ᾽ ὁρῶ πᾶσιν ἀνθρώποις διωρισμένα καὶ τεταγμένα πως τὰ τοιαῦτα. ἀδικεῖ τις ἑκών· ὀργὴν καὶ τιμωρίαν κατὰ τούτου. ἐξήμαρτέ τις ἄκων· συγγνώμην ἀντὶ τῆς τιμωρίας τούτῳ. οὔτ᾽ ἀδικῶν τις οὔτ᾽ ἐξαμαρτάνων εἰς τὰ πᾶσι δοκοῦντα συμφέρειν ἑαυτὸν δοὺς οὐ κατώρθωσεν μεθ᾽ ἁπάντων· οὐκ ὀνειδίζειν οὐδὲ λοιδορεῖσθαι τῷ τοιούτῳ δίκαιον, ἀλλὰ συνάχθεσθαι.

[275] φανήσεται ταῦτα πάνθ᾽ οὕτως οὐ μόνον ἐν τοῖς νόμοις, ἀλλὰ καὶ ἡ φύσις αὐτὴ τοῖς ἀγράφοις νομίμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσιν διώρικεν. Αἰσχίνης τοίνυν τοσοῦτον ὑπερβέβληκεν ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι καὶ συκοφαντίᾳ, ὥστε καὶ ὧν αὐτὸς ὡς ἀτυχημάτων ἐμέμνητο, καὶ ταῦτ᾽ ἐμοῦ κατηγορεῖ.

***
[265] Εξέτασε λοιπόν παράλληλα, Αισχίνη, με ηρεμία και χωρίς οργή, τον βίο και την πολιτεία των δυο μας. Έπειτα ρώτησε αυτούς εδώ ποιανού την τύχη θα ήθελε να έχει ο καθένας τους. Εσύ έκανες τον δάσκαλο, εγώ φοιτούσα· εσύ ήσουν βοηθός σε τελετές μύησης, εγώ ήμουν ένας από τους μυημένους· εσύ ήσουν ένας γραφιάς, εγώ συμμετείχα στην Εκκλησία του Δήμου· εσύ ένας θεατρίνος της κακιάς ώρας (: τρίτης κατηγορίας), εγώ θεατής· εσένα γιουχάιζαν, εγώ αποδοκίμασα με σφυρίγματα· η όλη πολιτική σου έχει εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εχθρών, η δική μου την πατρίδα.

[266] Αφήνω τα υπόλοιπα, αλλά σήμερα, αυτή τη στιγμή, περνώ από δοκιμασία για την απονομή στεφάνου, και όσο για τη μη συμμετοχή μου ούτε και στην παραμικρή αδικία, έχει αναγνωριστεί από όλους· αντίθετα, για σένα υπάρχει διάχυτη η γνώμη ότι είσαι συκοφάντης, και με κίνδυνο αγωνίζεσαι για το αν θα πρέπει να συνεχίσεις να κάνεις αυτό ή να πάψεις πια, αν δεν πάρεις το ένα πέμπτο των ψήφων. Αυτή είναι η καλή τύχη που απολαμβάνεις εσύ που κατηγορείς τη δική μου. Δεν το βλέπεις;

 [267] Ας διαβάσω λοιπόν σε σας και τις μαρτυρίες για τις δημόσιες υποχρεώσεις που έχω αναλάβει. Κοντά σ᾽ αυτές κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε και τους στίχους που κακοποιούσες:
έρχομαι από τους κρυψώνες των νεκρών
και από τις πύλες τους σκότους
και:
να ξέρεις, θα αναγγείλω
κακές ειδήσεις, χωρίς να το θέλω
και «κακήν κακώς» να σε καταστρέψουν πρωτίστως οι θεοί και μετά όλοι αυτοί εδώ, αφού είσαι κακός και ως πολίτης και ως κομπάρσος. Διάβασε τις μαρτυρίες.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

[268] Όσον αφορά λοιπόν στις σχέσεις μου με την πόλη, έτσι συμπεριφέρθηκα· όσον αφορά όμως στην ιδιωτική μου ζωή, αν δεν γνωρίζετε όλοι ότι υπήρξα καταδεκτικός, φιλάνθρωπος και συμπαραστάτης σε όσους είχαν κάποιαν ανάγκη, σιωπώ. Και δεν θα πω τίποτε ούτε και θα παρουσιάσω καμιά μαρτυρία γι᾽ αυτά, ούτε δηλαδή αν ελευθέρωσα από τους εχθρούς πληρώνοντας λύτρα κάποιους αιχμαλώτους, ούτε αν βοήθησα μερικούς να παντρέψουν τις κόρες τους, ούτε για καμιά από παρόμοιες ενέργειες, γιατί είναι ζήτημα αρχής για εμένα.

[269] Πιστεύω πως ο ευεργετηθείς οφείλει να θυμάται την ευεργεσία σε όλη του τη ζωή, ενώ ο ευεργέτης πρέπει να την ξεχνάει αμέσως, εφόσον βέβαια ο ένας πρέπει να φέρεται σωστά, κι ο άλλος μεγαλόψυχα. Το να υπενθυμίζει κανείς τις ευεργεσίες που έκανε και να τις αναφέρει, είναι κάτι παρόμοιο με προσβολή. Γι᾽ αυτό, δεν πρόκειται να κάνω κάτι παρόμοιο ούτε καν να παρασυρθώ, αλλά όποια γνώμη έχετε σχηματίσει για μένα σχετικά με αυτά, αυτό μου είναι αρκετό.

[270] Επειδή τελείωσα με τα θέματα της ιδιωτικής μου ζωής, θέλω να πω σε σας λίγα ακόμη για τις δημόσιες υποθέσεις. Αν λοιπόν μπορείς, Αισχίνη, να κατονομάσεις οποιονδήποτε άνθρωπο ανά την υφήλιο, Έλληνα ή βάρβαρο, που να υπήρξε αλώβητος από τη δυναστεία του Φιλίππου παλαιότερα και σήμερα του Αλεξάνδρου, πάει καλά, παραδέχομαι ότι η δική μου, είτε τύχη είτε κακοτυχία θέλεις να την ονομάζεις, έχει γίνει η αιτία όλων των κακών

[271] Αν όμως έχουν πάθει πολλές και φοβερές συμφορές πολλοί άνθρωποι, που ποτέ, όχι μόνο δεν με είδαν, αλλά ούτε και τη φωνή μου έχουν ακούσει, και όχι μόνο μεμονωμένα άτομα αλλά και πόλεις ολόκληρες και έθνη, πόσο πιο δίκαιο και πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι, καθώς φαίνεται, να θεωρήσεις αιτία αυτών των συμφορών την κοινή τύχη όλης της ανθρωπότητας και κάποιαν ασταμάτητη ορμητική ροή των γεγονότων, σκληρή και όχι τέτοια που της άξιζε.

[272] Εσύ λοιπόν παραβλέπεις αυτά και κατηγορείς εμένα, που πολιτεύτηκα στο πλευρό των συμπολιτών μου, και μάλιστα ενώ γνωρίζεις ότι, αν όχι όλες, ένα μέρος τουλάχιστον από αυτές τις προσβολές αφορούν σε όλους και πολύ περισσότερο σε εσένα. Γιατί, αν εγώ είχα απόλυτη εξουσία να παίρνω αποφάσεις μόνος μου για τις υποθέσεις της πόλης, θα είχατε το δικαίωμα εσείς οι άλλοι ρήτορες να με κατηγορείτε.

[273] Αλλά, αφού ήσασταν παρόντες σε όλες τις συνελεύσεις και πάντοτε η πόλη πρότεινε να εξετάσετε από κοινού το δημόσιο συμφέρον και όλοι είχατε τότε τη γνώμη ότι οι προτάσεις μου ήταν οι καλύτερες, και ιδιαίτερα εσύ (γιατί ασφαλώς δεν έκανες σ᾽ εμένα από αγάπη την παραχώρηση να απολαμβάνω ελπίδες, δόξες και τιμές, πράγματα που ταίριαζαν όλα τότε στις ενέργειές μου, αλλά επειδή προφανώς η αλήθεια ήταν πιο ισχυρή και δεν είχες τίποτε καλύτερο να προτείνεις), τότε, πώς δεν αδικείς και δεν κάνεις φοβερά πράγματα με το να επικρίνεις τώρα τις προτάσεις αυτές από τις οποίες δεν είχες να κάνεις καλύτερες;

[274] Εγώ τουλάχιστον βλέπω ότι τα ζητήματα αυτά είναι κατά κάποιον τρόπο καθορισμένα και τακτοποιημένα σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Αδικεί κάποιος εσκεμμένως· οργή και τιμωρία εναντίον του. Διαπράττει αδικήματα άθελά του· τον συγχωρούν αντί να τον τιμωρήσουν. Κάποιος χωρίς να αδικεί ή να κάνει λάθη αφιερώνει τον εαυτό του σ᾽ αυτό που όλοι εκτιμούν ότι είναι ωφέλιμο και αποτυγχάνει μαζί με όλους· δεν είναι δίκαιο να κατηγορούν έναν τέτοιο άνθρωπο και να τον λοιδορούν αλλά να λυπούνται μαζί του.

[275] Όλες αυτές τις διακρίσεις θα τις βρούμε όχι μόνο ενσωματωμένες στους νόμους αλλά και η ίδια η φύση έτσι έχει καθορίσει με τους άγραφους νόμους και τις συνήθειες των ανθρώπων. Ο Αισχίνης λοιπόν τόσο πολύ έχει ξεπεράσει κάθε άνθρωπο σε ωμότητα και συκοφαντία, ώστε να κατηγορεί εμένα ακόμη και γι᾽ αυτά που ο ίδιος τα ανέφερε ως ατυχήματα.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ

Με τον καιρό η τραγωδία και ο δραματοποιημένος διθύραμβος σβήνουν εξαιτίας της ελληνορωμαϊκής παντομίμας

Ο ΡΙΧΑΡΝΤ Βάγκνερ σε γράμμα του προς τον Νίτσε το 1872 δήλωνε με αυτά τα λόγια τη λατρεία του για το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες: «Δεν πιστεύω πως θα ήταν δυνατόν να έχει υπάρξει ένας νέος ή έφηβος που να έτρεφε μεγαλύτερο θαυμασμό για την Κλασική Αρχαιότητα από εμέ­να... Όταν, κάποτε, κυρίως η ελληνική μυθολογία και ιστορία με έδεναν, τότε αισθανόμουν να με τραβά η ελληνική γλώσσα... από την Αρχαιότητα επεξεργάστηκα το ιδεώδες για τη δική μου αντίληψη της μουσικής τέχνης». Στο βιβλίο του «Τέχνη και Επανάσταση» αναφέρει: «Ύστερα από πολ­λές σκέψεις, δεν μπορούμε σήμερα να κάνουμε βήμα στον τομέα της Τέχνης, δίχως να υπάρξει σύνδεσμος με την τέχνη των Ελλήνων. Είναι αλήθεια ότι η δική μας σύγχρονη τέχνη είναι ένας κρίκος στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής τέχνης, κι αυτή ξεκινά από τους Έλληνες».

    Ο ποιητής Γ. Νόρντμαν ανέφερε για τον συνθέτη πως μιλούσε για τους Έλληνες δραματικούς ποιητές με τέτοια γνώση που δύσκολα βρίσκει κανείς σ' έναν ειδικό καθηγητή. Ο Βάγκνερ λάτρευε τον Αισχύλο και στις αρχές του 1880 απήγγειλε επί τρεις συνεχείς ημέρες στη βίλα Άνγκρι όπου έμενε κοντά στη Νεάπολη, όλη την «Ορέστεια». Επίσης τον Όμηρο, που εξαιτίας του έμεινε μετεξεταστέος στα 14 χρόνια του, διότι η ποίηση του τον τράβαγε περισσότερο από κάθε άλλο μάθημα! Στις όπερες του επηρεάστηκε αφάνταστα α πό την ελληνική μυθολογία και το δράμα. Αλλά και πόσοι άλλοι μέ­γιστοι ξένοι συνθέτες δεν ε­μπνεύστηκαν από τους τραγι­κούς μας ποιητές, χρησιμοποιώ­ντας μάλιστα στη μουσική τους διάφορες μετεξελίξεις αρχαίων ελληνικών οργάνων.

    Η διδασκαλία του Πυθαγόρα, αποτυπωμένη σε σύγγραμμα του Φιλολάου (540 π.Χ.), είναι το αρχαιότερο θεωρητικό έργο μουσικής που κατέχουμε.

    Αν και για την αρχαία ελληνική μουσική έχουμε δυστυχώς ελάχι­στες πηγές, γνωρίζουμε αρκετούς από τους απογόνους των παλαιών μουσικών οργάνων. Λό­γου χάρη, οι κιθάρες και τα μα­ντολίνα που συνόδεψαν την πρώτη Αθηναϊκή Μανδολινάτα που σχηματίστηκε τον Μάιο του 1900 με 18 όργανα από τον Ν. Λάβδα, αποτελούν εξέλιξη καθα-3ά ελληνικών αρχαιότατων ορ­γάνων. Η κιθάρα αντιστοιχεί προς τη λύρα ή κίθαριν, το δε μαντολίνο προς τον λυροφοίνικα, ο οποίος παριστάνεται στο περίφημο ανάγλυφο των Μουσικών Αγώνων που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η ύδραυλις, που βρέθηκε στο Δίον, ήταν πρόγονος του αρμόνιου και αντίγραφα της χρησιμοποιούνται τώρα σε συναυλίες. Ο λυροφοίνιξ των αρχαίων, που συνόδευε τα χορικά του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ακολούθησε όλες τις περιπέτειες των Ελλήνων, παρουσιαζόμενος ως «λουθ» στον Μεσαίωνα, ως «νταβίρα» στους Άραβες, μετά ως «μαντολίνο» στην Ισπανία και ακολούθως στην Ιταλία στα χρόνια της Ανα­γέννησης. Ο Μότσαρτ μεταχειρί­στηκε το μαντολίνο στον «Δον Ζουάν» του, ο Βέρντι στον «Οθέλλο» του κι ο Μπετόβεν σε μια παθητική σονάτα του. Η βε­ντέτα των οργάνων, ο αυλός, το σπουδαιότερο πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, ξεκίνησε στην Ανατολή και συνδέθηκε με τις οργιαστικές ιεροτελεστίες του Διονύσου, δεν είναι όμως το φλάουτο, όπως συχνά αναφέρε­ται, αλλά ένα οξύηχο όμποε που με τα συγγενικά του αγγλικό κόρνο, φαγκότο (βαρύαυλος) και κόντρα-φαγκότο στολίζει άφθο­νες ορχήστρες. Στις ανασκαφές του Ηραίου της Σάμου ανακαλύ­φθηκε ένα αρχαιότατο σείστρο (που εκτίθεται στο εκεί Μουσείο) παρόμοιο με το σημερινό ντέφι, όπως αυτό που χρησιμοποιού­σαν οι Αιγύπτιοι για τη λατρεία της θεάς Ίσιδος.

Η χαμένη μουσική

    Τα αρχαία ελληνικά όργανα ε­κτίθενται μαζί με άλλα ευρήματα μεταγενέστερων εποχών στο Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων στη θεσσαλονίκη. Μερικά έχουν ανακατασκευαστεί με απόλυτη πιστότητα και χρησιμοποιούνται σήμερα, όμως επειδή τα στοιχεία που έχουμε είναι σχεδόν μηδενι­κά για τη μουσική που έπαιζε π.χ. ο λυροφοίνιξ στις αρχαίες τρα­γωδίες, μέλη και χορικά τους, οι χαμένες συνθέσεις των δραμα­τουργών τους «ανακατασκευά­στηκαν» με απόλυτη απιστία! Στο μόνο θέμα που διαχρονικά έμει­ναν πιστοί οι συνθέτες που φιλο­δόξησαν να γράψουν μουσική πάνω σε δράματα και κωμωδίες της αρχαιότητας, ήταν ότι ακο­λούθησαν και ακολουθούν συνή­θως το μουσικό ύφος της εποχής τους. Είχαν απόλυτη ελευθερία στη μουσική έμπνευση διότι ο μό­νος κανόνας που έπρεπε να τη­ρήσουν ήταν το μέτρο και ο ρυθ­μός της ποίησης των κειμένων. Ο Λόγος οδήγησε τα μουσικά νοή­ματα, αρμονικά συστήματα και κλίμακες, με τις ποικίλες μουσι­κές γλώσσες και ύφος του κάθε συνθέτη στην αναπαράσταση του ελληνικού δράματος, της σπουδαιότερης μορφής θεάτρου που δημιουργήθηκε στην αρχαιό­τητα. Ανακυκλώθηκε δε με απί­στευτη επιτυχία η γόνιμη αυτή τέ­χνη που γεννήθηκε από το αρ­χαίο τελετουργικό θέατρο, διότι εξελίχθηκε σε λαϊκό, διασκεδα­στικό και διδακτικό θέατρο, οδή­γησε ξανά μετά σε θρησκευτικές τελετουργίες (μια μορφή που ε­πηρεάστηκε από το αρχαίο δρά­μα είναι και η θεία Λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας) και υπήρξε ο πρόγονος της ιταλικής όπερας, πράγμα που για πολλο­στή φορά οι Ιταλοί αναγνώρισαν με τη θεατρική επαναλειτουργία το καλοκαίρι του 2000 του Κολοσσαίου, ανεβάζοντας «Οιδίπο­δα Τύραννο».

Ευτελισμός και παρακμή

    Το αρχαίο δράμα άνθησε στην Αθήνα στον «Χρυσό Αιώνα» για λιγότερο από έναν αιώνα. Στη συνέχεια απέμειναν διάφοροι μί­μοι σ' ένα βουλεβαρδιέρικο «θέα­τρο του δρόμου». Αυτό επέζησε ως τη θεοκρατία του Βυζαντίου, που προκάλεσε την καταστροφή των αρχαιοελληνικών παραδόσε­ων. Κατά την ακμή του Βυζαντίου και την Τουρκοκρατία δεν έχουμε καμιά θεατρική παράσταση τρα­γωδιών στα Βαλκάνια. Ήδη από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. τόσο το αρχαίο θέατρο όσο και η μουσική του άρχισαν να παρακμάζουν. Το θέμα «εμπορική επιχείρηση» έκα­νε κι εδώ τη ζημιά του... Από την εποχή που το θέατρο έχασε τον παλιό μυστηριακό χαρακτήρα του με είσοδο όχι μόνο δωρεάν αλλά και υποχρεωτική για το κοι­νό, οι παραστάσεις έγιναν εμπό­ριο και οι καλλιτέχνες τους επαγ­γελματίες αμειβόμενοι, πλανώμενοι και διαπληκτιζόμενοι. Στον το­μέα της δεξιοτεχνίας υπήρξε πρόοδος που όμως απέβη εις βά­ρος της τέχνης. Οι Μακεδόνες βασιλείς ήθελαν να κερδίσουν την υποστήριξη του ελληνικού λαού ικανοποιώντας το πάθος του για κάθε είδους θεάματα και πρόσφεραν συναυλίες και παρα­στάσεις με φιέστες και ξακου­στούς δεξιοτέχνες, σ' αυτές ό­μως άρχισε σταδιακά να φανε­ρώνεται η παρακμή του καλλιτε­χνικού γούστου. Με τον καιρό, η τραγωδία κι ο δραματοποιημένος διθύραμβος παραμερίζονται, μέ­χρι να σβήσουν πια εντελώς εξαι­τίας της ελληνορωμαϊκής παντομίμας. Ως το τέλος της ελληνιστι­κής εποχής εκφυλίζονται όλα τα είδη του κλασικού χορικού τρα­γουδιού και μόνο ο ύμνος, ο παι-άν, η κιθαρωδία και το σόλο του αυλού διατηρούσαν ακόμη τότε κάποια αξία. Φτάνει μετά ο Χρι­στιανισμός και δίνει τη χαριστική βολή στο αρχαίο ελληνικό θέα­τρο.

    Οι μεταβολές / καινοτομίες που ο ποιητής Θέσπις επέφερε στον διθύραμβο γύρω στο 534 π.Χ. όταν ο κορυφαίος τραγουδι­στής του αντικαταστάθηκε από έ­ναν ηθοποιό, τα τραγούδια του χορού αποτελούσαν τον πυρήνα του έργου και οι απαγγελίες πα­ρεμβάλλονταν αρχικά σαν ιντερ­μέδια και η καθιέρωση της θεα­τρικής μάσκας που επέτρεπε στον ηθοποιό να παριστάνει δια­φορετικά πρόσωπα συνετέλεσαν στην τελειοποίηση της τραγω­δίας. Κορυφαίοι δημιουργοί της ήταν οι ποιητές Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, εξαίρετοι ε­πίσης συνθέτες της μουσικής των έργων τους, από την οποία δυστυχώς δεν μας απέμεινε ούτε ίχνος (με εξαίρεση τα δύο γνω­στά μικρά αποσπάσματα του τυ­χερού Ευριπίδη, στον «Ορέστη» του και στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»). Την ίδια κακή μοίρα είχαν και οι συνθέσεις του Αριστοφάνη... και πόσων άλλων μουσουργών της αρχαιότητας! Αν όμως η θεά Αθηνά δεν ευλόγησε τη διάσωση των συνθέσεων αυτών, έδωσε ά­φθονη φώτιση στους μεταγενέ­στερους ενδιαφερόμενους και πολλά συμπεράσματα για την αρχαία θεατρική μουσική βγήκαν από τους στίχους (στιχουργικές φόρμες) με τη διάκριση ανάμεσα στα μέρη που τραγουδιόνταν και αυτά που απλώς απαγγέλλονταν, επίσης για τους χορούς και τα όργανα που συμμετείχαν, από διάφορες παραστάσεις αρχαίων αγγείων. Εκτός απ' τους αγγειο­πλάστες όμως, η θεά Αθηνά ευ­λόγησε και πολλούς συγγραφείς θεωρητικών κειμένων που αναφέ­ρονται στην αρχαία μουσική.

Ευρείες αλλαγές

    Πολλές αλλαγές έγιναν στην αρχαιότητα όσον αφορά στη μορφή των δραμάτων και στον ρόλο των χορικών τους. Στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη ανα­φέρεται ότι ο χορός λειτουργού­σε σαν ένας υποκριτής που συμ­μετέχει ενεργά στη δράση (όπως στα έργα του Σοφοκλή). Ο Θέσπις ήταν πιθανώς εκείνος που τον 6ο αιώνα π.Χ. συνδύασε τον διθύραμβο με στοιχεία των Διο­νυσίων στις Ελευθερές και θεω­ρείται ως δημιουργός της τραγω­δίας διότι εισήγαγε τον υποκριτή που διαλεγόταν με τον προεξάρ­χοντα του χορού. Στην εποχή του Αισχύλου ο 2ος υποκριτής παίρ­νει τη θέση του κορυφαίου του χορού, αργότερα ο Σοφοκλής προσθέτει έναν ακόμη υποκριτή, με αποτέλεσμα τη μετέπειτα συρρίκνωση του ουσιαστικού ρό­λου του χορού στον Ευριπίδη και στον Αριστοφάνη. Τον 3ο αι. π.Χ. γίνεται στο δράμα μια πενταμερής δομή, με κυρίαρχους τους υποκριτές, και τον χορό να εμφα­νίζεται εμβόλιμα στα τέσσερα διαλείμματα τραγουδώντας ένα Άσμα. Όταν δε οι Ρωμαίοι Πλού­τος και Τερέντιος διασκεύασαν τις ελληνικές κωμωδίες, δεν θεώ­ρησαν καν αναγκαία την παρου­σία του χορού ανάμεσα στους υ­ποκριτές.

Το αρχαίο δράμα είχε χάσει τη μουσική του και δόθηκε η ευκαιρία σε
ξένους συνθέτες να δημιουργήσουν.
 
    Ο Αρχύτας ο Ταραντίνος, ο μα­θητής του Αριστοτέλη Αριστόξενος και ο Βοήθιος, στοχαστές και θεωρητικοί της μουσικής των αρ­χαίων, άφησαν σπουδαία στοι­χεία για τη μουσική σημειογρα­φία (παρασημαντική) και την α­ξιοποίηση της μουσικής παράδο­σης από συντεχνίες μουσικών στο ρεπερτόριο του δράματος, όμως πολλά από τα μυστικά που είχαν διασώσει τα μέλη των συ­ντεχνιών χάθηκαν μετά από τους μουσικούς. Τον 1ο αι. π.Χ. το κοι­νό ήθελε να παίζονται μόνο δια­λογικά και όχι μελικά μέρη στα κλασικά δράματα. Έτσι οι μουσι­κοί αδιαφόρησαν. Ευτυχώς, παρ' όλο που στην αρχαία μουσική η μη ύπαρξη πολυφωνίας και ορ­γανικής αρμονικής συνοδείας της μονωδίας δεν καθιστούσε α­παραίτητη τη γραφή της με μου­σικά σημάδια, η μετάδοση της μελωδικής παράδοσης έγινε προφορικά και διασώθηκε μέσω της λαϊκής μουσικής μερικών αρ­χαίων λαών μαζί με τη διατήρηση των παλιών ηθών και εθίμων τους. Υπάρχουν δε πλην των ανα­φερθέντων τμημάτων χορικών, άλλα 12 περίπου δείγματα αρχαί­ας ελληνικής μουσικής (επιτάφιο επίγραμμα, κιθαρωδικά προοίμια και ασκήσεις, ύμνοι, κ.ά. στοιχεία μουσικής γραφής με τα σημειο-γραφικά συστήματα που χρησι­μοποιούσαν οι αρχαίοι συνθέτες που διαβάστηκαν και μεταγρά­φηκαν στη σημερινή μουσική).

Ο Ι. Ξενάκης
 
    Η προφορική διδασκαλία του Πυθαγόρα σε σύγγραμμα του μαθητή του Φιλολάου είναι το αρ­χαιότερο θεωρητικό έργο μουσι­κής που κατέχουμε. Ως πολύτιμη επίσης πηγή θεωρείται η πυθαγό­ρεια θεωρία του Ευκλείδη καθώς και το σύγγραμμα του Αλύπιου «Εισαγωγή στη Μουσική», κλειδί για την ανάγνωση της μουσικής σημειογραφίας. Τα θεολογικά συγγράμματα των Βυζαντινών συγγραφέων που ασχολήθηκαν σοβαρά με την αρχαία ελληνική μουσική (Μ. Ψελλός, Γ. Πολυμε­ρής, Εμμ. Βρυέννιος) και αυτά των πρώτων Πατέρων της Χρι­στιανικής Εκκλησίας, μας διαφω­τίζουν επίσης σε διάφορα ζητή­ματα της «ειδωλολατρικής αρχαι­ότητας», παρ' όλο που οι ίδιοι αυ­τοί Πατέρες την έθεσαν υπό διωγμό!

    Άφθονοι οι μετέπειτα «διαφω­τιστές» μας και σημαντικές οι θεωρίες του πρόσφατα χαμένου Ιάννη Ξενάκη όσον αφορά στη σημερινή σκηνική παρουσίαση διεθνώς της αρχαίας τραγω­δίας. Ο συνθέτης, που στα νιάτα του είχε μελετήσει το αρχαίο δράμα στο πρωτότυπο και συνέ­θεσε άφθονα χορωδιακά μέλη και σκηνική μουσική για αυτό, δήλωνε την πίστη του στην ε­φαρμογή νέων τεχνικών εκφρα­στικών μέσων και μουσικών ερ­μηνειών του δράματος, συνιστώ­ντας μια συντονισμένη προσπά­θεια πολλών μαζί επιστημονικών πειθαρχιών αφιερωμένων στη μελέτη των μορφών των κειμέ­νων της αρχαιότητας.

    Μιας και ελάχιστα πράγματα πλην του λόγου γνωρίζουμε, π.χ. για το πρόβλημα της όρχησης, των προσωπείων, της σκηνικής δράσης, της υπέρβασης των δρωμένων και ιδίως της μουσι­κής, είναι απόλυτα θετική η πρό­σθεση στα γνωστά αρχαία όργα­να της τραγωδίας αυλό, λύρα και κρουστά, και άλλων οργάνων της σύγχρονης ορχήστρας ή κά­θε άλλου νέου τεχνικού εκφρα­στικού μέσου, όπως ηλεκτροακαυστική μουσική ή φτιαγμένη από υπολογιστές και μετασχη­ματιστές, στον τομέα δε της σκηνοθεσίας συνιστά την εισα­γωγή τεχνικών υπερφυσικών μέ­σων όπως ακτίνες λέιζερ, πολ­λούς δυνατούς προβολείς κ.ά. που θα κάνουν το δράμα να ε­κτοξεύεται προς τα έξω δραματικότερα - αυτά συνδυασμένα με μια νεωτεριστική επίσης ανά­πλαση των αρχιτεκτονημάτων, πόλεων και γλυπτών του παρελ­θόντος.

    Ο Ξενάκης, σαν άλλος Βά­γκνερ, αναφέρθηκε στην κατα­γωγή της σημερινής ευρωπαϊκής μουσικής από τις αρχαίες ελληνικές ρίζες τονίζοντας ως πιο μεγά­λο παράδειγμα για τη θεωρία του τα κείμενα του Ευκλείδη και του Αριστόξενου. Παρ' όλο που από αυτά απουσιάζει η μουσική πρά­ξη και δεν μιλούν για τη μουσική, αλλά για τη δομή της με βάση τα τετράχορδα, όμως τα συστήμα­τα, δηλαδή οι κλίμακες, υποδιαι­ρέσεις κ.λπ. που ξεκινούν απ' αυ­τά είναι βασικής σημασίας στην εξέλιξη διαχρονικά της ευρωπαϊ­κής μουσικής, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η τονική μουσική, η κτισμένη στο «διάτονον» (διατονικό σύστημα) είναι φτιαγμένη πά­νω σ' ένα από τα έξι βασικά τε­τράχορδα (τα γένη) που απαριθμούνται από τον Αριστόξενο, το «διατονικό σύντομο».

Ήπειρος και Περσία

    Εξαίρετοι Έλληνες συνθέτες (βοηθούμενοι και από την αρχέ­γονη μουσική μνήμη τους) και ξέ­νοι μουσουργοί, σκηνογράφοι, χορογράφοι και ηθοποιοί ε­μπνεύστηκαν από το αρχαίο θέα­τρο με κάθε είδους φόρμα σκηνι­κής και μουσικής παρουσίασης. Η συγκριτική μουσικολογία στη χώρα μας συνετέλεσε μέσω της βυζαντινής, δημοτικής ή παραδο­σιακής μουσικής μνήμης και άλλων επίσης αρχαίων λαών. Από αιώνες ήδη υπάρχει ένα διαβαλ­κανικό μωσαϊκό αρχαίων μουσι­κών τύπων και κανόνων της αρ­μονίας στην Ελλάδα διότι, κατά τον Ξενάκη αλλά και άλλους προηγουμένως, η δημοτική ή πα­ραδοσιακή μουσική βρίσκεται διαχρονικά ριζωμένη στην ψυχή του Έλληνα χωρικού ή νησιώτη, συνδεόμενη άμεσα με τον ελληνι­κό ή ελληνιστικό μουσικό πολιτι­σμό της λεκάνης της Μεσογείου, τις ακτές του Ευξείνου Πόντου, τη Μικρασία, τα νησιά αλλά και την αυθεντική παλιά μουσική της Β. Ηπείρου, Αλβανίας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Ο συν­θέτης αναφέρεται ιδίως στο αυ­θεντικό πολυφωνικό ηπειρώτικο τραγούδι για τρεις φωνές. Τον ι­διαίτερο τύπο ρυθμικής και υπο­τονικής του τον συναντάμε στο Ιράν σε ενόργανη μουσική πνευ­στών. Ο Ξενάκης μαρτυρεί πως άκουσε αυτή τη μουσική στην Περσέπολη από τρεις μουσικούς που τον βεβαίωσαν πως η μελω­δία της ήταν από την εποχή του Δαρείου, μια σύνθεση προς τον Ήλιο και προβληματίστηκε αν Ιρανοί είχαν επισκεφτεί την Ήπει­ρο ή Ηπειρώτες το Ιράν - ας σκε­φτούμε όμως πως ίσως αυτή την επιβίωση του αρχαίου παρελθό­ντος μπορεί να τη χρωστάμε στους στρατιώτες του Μεγαλέ­ξανδρου.

    Η αρχαία ελληνική τραγωδία έ­χει τιμηθεί από πολλούς ξένους συνθέτες. Μιας και το αρχαίο δράμα είχε χάσει εντελώς τη μουσική του, πόσο γόνιμο έδα­φος για νέα δημιουργία υπήρξε το «τέλεια άδειο πεντάγραμμο» της έλλειψης κάθε μουσικής πλη­ροφορίας! Χάρη σ' αυτό, άφθο­νες συνθέσεις, όπερες, συμφωνι­κή μουσική, μπαλέτα, ορατόρια, θεατρικά έργα γράφτηκαν από δημιουργούς όπως ο Λεονάρντο Βίντσι (1690-1730), που έγραψε 35 όπερες, μεταξύ τους και την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», ο Χριστια­νός Γκλουκ (1714-1787) «Άλκη­στη» Ευριπίδη σε λιμπρέτο Καλτζαμπίτζι, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», ο Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντυ (1809-1897) «Αντιγόνη», όπερα που παί­χτηκε και στο θέατρο Εδέμ της Σμύρνης από τον θίασο του Β' Ελληνικού Μελοδράματος το 1889, ο Αλφόνς Ντήπενμπροκ (1862-1921) «Ηλέκτρα», Νταρι-ούς Μιγιώ (1892-1974), δάσκα­λος του Ξενάκη, «Ορέστεια», ο Ρίχαρντ Στράους (1864-1949) μο­νόπρακτη όπερα «Ηλέκτρα» βα­σισμένη στο έργο του Σοφοκλή σε λιμπρέτο του Χόφμανσταλ που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1909 στη Δρέσδη και το 1911 α­πό τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο θέ­ατρο Αττικόν, ο Ιγκόρ Στραβίνσκι (1882-1971) που έγραψε σκηνική μουσική για τον «Οιδίποδα Τύ­ραννο» σε λιμπρέτο Ζαν Κοκτώ, ο Μεξικανός Κάρλος Σαβέζ (1899-1978) «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Ο Μπετόβεν έγραψε το περίφημο μπαλέτο «Πλάσματα του Προμη­θέα», με βάση τον ομώνυμο μύθο (1η παράσταση Βιέννη 1801) και άλλοι μεγάλοι μουσουργοί τίμη­σαν την αρχαία ελληνική τραγω­δία με συνήθως οπερετικές συν­θέσεις. Ας μην ξεχνάμε και τον Ιταλό Μαρία-Λουίτζι Κερουμπίνι (1760-1842) που έγραψε τη «Μή­δεια» ανάμεσα σε 40 περίπου ό­περες, τη μεγάλη επιτυχία της Μαρίας Κόλλας.

Θέατρο και «γλωσσικό»

    Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευ­ριπίδης θα έλεγε κανείς, πως κλαίγοντας για την απώλεια των δικών τους συνθέσεων, ευχαρι­στήθηκαν με την τιμή να γρά­ψουν για το έργο τους θαυμάσια μουσική τόσοι ξένοι συνθέτες, έ­στω και με καθυστέρηση τόσων αιώνων. Δεν γνωρίζουμε τι θα έ­λεγαν για τη χρήση της ηλεκτρο­νικής μουσικής... γνωρίζουμε ό­μως πως μάλλον θα απορούσαν όταν στα εγκαίνια του Βασιλικού θεάτρου το 1901 η αρχαία τρα­γωδία έλαμψε δια της απουσίας της, όταν λόγω του γλωσσικού προβλήματος έγιναν τα αίσχη των Ορεστιακών το 1903. Φυσι­κά, μόνον όταν λυτρώθηκαν από τον κλασικισμό τους, οι τραγω­δίες μπόρεσαν να αγγίξουν το α­θηναϊκό κοινό. Η Κοτοπούλη π.χ. φανατική δημοτικίστρια, προτίμη­σε να παίξει την «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ σε μετάφραση Κ. Χατζόπουλου σε τιμητική της στις 2/10/1911 (με τους Αγ. Περίδου, Φ. Λούη, Λ. Λούη και Ν. Πα-παγεωργίου) παρά να απαγγείλει αρχαία κείμενα, θα παρηγορή­θηκαν πάντως οι τραγικοί μας ό­ταν ο υπέροχος Κ. Χρηστομάνος, ποιητής, συγγραφέας και σκηνο­θέτης (1867-1911) μετέφρασε την «Άλκηστη» του Ευριπίδη σε νέα ελληνικά και την παρουσίασε στο Δημοτικό θέατρο το 1901 έ­στω και με τη μουσική του Χρι­στιανού Γκλουκ! Βρήκαν άλλω­στε υποστήριξη, για την «παρά­λειψη» του Βασιλικού θεάτρου να παρουσιάσει στα εγκαίνια του αρχαία τραγωδία, από τον Σουρή που οργισμένος σημείωσε στον «Ρωμηό» του της 1/12/1901 αναφερόμενος στην αγενή μεταχεί­ριση του αρχαίου θεάτρου από το Βασιλικό: «Υποτρέμουν τόσα χείλη, κι ήρθαν Σοφοκλείς και Αισχύλοι, και σκιαί κλεινών πατέ­ρων ψιθύρισαν εκεί πέρα, πως το θέατρον ανέστη, και τίναζαν τα φτερά των και μας έκαναν αέρα, ότου καλοριφέρ τη ζέστη».

    Μα η καλή κοινωνία της επο­χής τότε αγαπούσε τους ξένους ποιητές δραματουργούς, ιδίως δε το μελόδραμα, και μέχρι που έκλεισε το Βασιλικό, από τα 144 έργα που ανέβασε, μόνο 13 ήταν πρωτόπαιχτα ελληνικά, τα υπό­λοιπα όλα του ξένου δραματολο­γίου! Υπερίσχυσαν λοιπόν οι Σαίξπηρ, Γκαίτε, Σίλλερ, Ντυντέ, Μεγιάκ, Μόζερ, Ίψεν. Πλην των Σοφοκλή και Ευριπίδη, το Βασιλι­κό ανέβασε στη συνέχεια έργα των Καλαποθάκη, Τσοκόπουλου, Πολέμη, Βερναρδάκη, Ραγκαβή, Πωπ, Κορομηλά, Βλάχου κ.ά. - ευτυχώς υπήρχε και ο Χρηστο­μάνος με τη Νέα Σκηνή του- με­τά όμως τις γλωσσικές έριδες των Ορεστιακών και οι ίδιοι οι Έλληνες ηθοποιοί εξέφραζαν την απαρέσκεια τους να παίζουν αρ­χαία τραγωδία - οι μεταφράσεις της από τους Άγγ. Βλάχο ή Στ. Βουτυρά σε καθαρεύουσα διό­λου δεν συγκινούσαν ούτε τους θεατές ούτε τους ίδιους. Από το 1907, επιτέλους, σοβαροί παρά-.γοντες αφιερώνονται στην υπο­στήριξη της δημοτικής, με τον Ψυχάρη να υποστηρίζεται στη Βουλή από τους Στ. Δραγούμη και Δ. Ράλλη κ.ά. και σταδιακά το αρχαίο θέατρο αποκτά καλές με­ταφράσεις σε απλή γλώσσα και αρκετούς αξιόλογους νέους Έλληνες συνθέτες για τη μουσι­κή τους. Ο κυριότερος όμως λό­γος της τόσης καθυστέρησης στην αναγέννηση του αρχαίου θεατρικού λόγου στη χώρα που τον γέννησε, ήταν άλλος και πο­λύ σοβαρός.

    Η εθνική συνείδηση στη μουσι­κή, στην απελευθερωμένη από τη μακρόχρονη σκλαβιά Ελλάδα άρ­γησε πολύ να εκδηλωθεί. Πέρα­σε σχεδόν ένας αιώνας από την εθνική απελευθέρωση ώσπου να αισθανθούν Έλληνες συνθέτες την ανάγκη να δημιουργήσουν πάνω σε βάσεις από εθνικά στοι­χεία του τόπου. Η έλλειψη μουσι­κής παιδείας και αυτοπεποίθη­σης έσπρωχνε τους διανοούμε­νους στην ουτοπία της αναβίω­σης του αρχαίου ελληνικού κό­σμου, με αποτέλεσμα τη δουλική μίμηση ξένων προτύπων δημι­ουργίας στη φιλολογία, μουσική και καλές τέχνες. Ένας στείρος λογιοτατισμός επικράτησε και μια ταπεινή ξενολατρία έπνιξε επί δεκαετίες κάθε προσπάθεια να τιμηθεί η γνήσια ελληνική κληρο­νομιά. Κυρίως ψυχαγωγία του κοινού ήταν η ιταλική όπερα, φα­νατικά στηριζόμενη από τους ξενόφερτους άρχοντες και μερίδα θεατών. Επιπλέον, οι πρώτοι δη­μιουργοί που καλλιέργησαν συ­στηματικά τη μουσική στην Ελλά­δα ήταν Επτανήσιοι που μορφώ­νονταν στη γειτονική Ιταλία. Ήταν πάντως μεγάλοι συνθέτες που, έστω και με ιταλικές επιδρά­σεις, προετοίμασαν μουσικά τη χώρα για τις επόμενες γενιές, σπουδαιότεροι ανάμεσα τους οι Κερκυραίοι Ν. Μάντζαρος (1795-1873), Σπ. Ξύνδας (1814-1896), Σπ. Σαμάρας (1863-1917), η οικο­γένεια Λαμπελέτ: ο Εδουάρδος Λαμπελέτ (1820-1903) και οι γιοι του Ναπολέων Λαμπελέτ (1864-Λονδίνο 1932) και Γεώργιος Λα­μπελέτ (1875 - Αθήνα 1945), ο μέ­γας Ζακύνθιος Παύλος Καρρέρ (1829-1896), οι επίσης Ζακύνθιοι Α. Καπνίσης και Φρ. Δομενεγίνης και ο Κεφαλονίτης Δ. Λαυράγκας (1860-1941). Από τους πρώτους αυτούς Επτανήσιους έξοχους συνθέτες, δεν ήταν μέχρι σήμερα γνωστό να έγραψε κάποιος μου­σική αρχαίου δράματος. Αυτό α­νατρέπεται με τα σημερινά κείμε­να, μέσω των οποίων η γράφου­σα έχει τη χαρά να ανακοινώσει την ανακάλυψη από την ίδια κατά τη διάρκεια έρευνας για την α­νεύρεση νέων στοιχείων για το έργο Ελλήνων μουσικοσυνθετών, δύο συνθέσεων σκηνικής μουσι­κής (χορικών) του Ναπολέοντα Λαμπελέτ: της «Ηλέκτρας», του κοινωνικότερου των δραμάτων του Σοφοκλή και της «Ιφιγένειας εν Ταύροις», έργου από τα τεχνικότερατου Ευριπίδη.

    Τα πολύτιμα αυτά χειρόγραφα ανευρέθησαν μαζί με δύο ακόμη ανέκδοτες συνθέσεις του Λαμπε­λέτ, γαλλικά τραγούδια του σε στίχους του Σουλύ Πρυντόμ) κι α­γοράστηκαν μαζί με διάφορες άλλες τυπωμένες συνθέσεις του (μέρη από οπερέτες, τραγούδια, ύμνο από όπερα). Η γράφουσα δεν γνωρίζει πότε έγραψε ο Λα­μπελέτ τα άγνωστα αυτά χορικά ούτε εάν τραγουδήθηκαν ποτέ, πιστεύει πάντως ότι αυτό έγινε μεταξύ 1885 και 1893, όταν ο έ­ξοχος μαέστρος, πιανίστας και μουσικοδιδάσκαλος εγκατέλειψε απογοητευμένος την Ελλάδα (ή­ταν διορισμένος στο Ωδείο Αθη­νών από το 1885 μέχρι το 1887 που παραιτήθηκε κι άνοιξε δική του Σχολή στην Αθήνα, όπου έ­παιζε πρωτεύοντα ρόλο σε κάθε μουσική κίνηση). Πασίγνωστος τότε και λατρεμένος ο συνθέτης, υπήρξε μετά διευθυντής Φιλαρ­μονικής στην Αλεξάνδρεια το 1894 και το 1895 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λονδίνο όπου ήταν διευθυντής του εκκλησιαστικού χορού της Αγ. Σοφίας και συνέ­θεσε το μεγαλύτερο μέρος των έργων του (όπερες, οπερέτες, λειτουργίες, χορωδιακά τραγού­δια κ.ά.) που εκδόθηκαν στο Λον­δίνο, Λειψία, Ν. Υόρκη και Ελλά­δα.                    
 
    Διαπιστώνουμε πως έχει χα­θεί και η όπερα του «Σεμέλη». Μόνο ένα τυπωμένο μέρος της υ­πάρχει στο αρχείο της γράφου­σας, το Άσμα του Διός σε ποίηση Σ. Βασιλειάδου τυπωμένο στην Αθήνα από τον Ζ. Βελούδιο μαζί με διάφορες ρομάντσες του σε στίχους των Πολέμη, Κατακουζηνού, Κόκκου κ.ά. Ελλήνων ποιη­τών.

Η Αγάπη του Γονιού

Όταν, στα πλαίσια της αγάπης, μιλάμε για ανιδιοτελή προσφορά, αυτόματα μας έρχεται στο νου η προσφορά του γονιού προς το παιδί του. Ειδικά αυτό το είδος αγάπης μπορεί να πάρει τόσες μορφές, ώστε ο ορισμός που έχουμε δώσει για την αγάπη να φαίνεται πολύ ανεπαρκής για να τις συμπεριλάβει όλες.

Υπάρχουν άραγε γονείς που δεν αγαπάνε τα παιδιά τους; Οι έρευνες και οι κλινικές παρατηρήσεις μας απαντούν δυστυχώς μ’ ένα «ναι». Βέβαια το ποσοστό αυτό είναι ελάχιστο. Έτσι, στο βαθμό που μιλάμε για τον μέσο «νορμάλ» άνθρωπο, νομίζω πως η φράση «δεν υπάρχει γονιός που να μην αγαπάει το παιδί του», σε γενικές γραμμές στέκει.

Το κακό όμως είναι ότι, μαζί με τη συναισθηματική κατάσταση που ονομάζουμε αγάπη, είναι δυνατόν να συνυπάρχουν κι άλλα στοιχεία τα οποία να επηρεάσουν τόσο πολύ τη συμπεριφορά του γονιού, ώστε τελικά να επισκιάσουν την αγάπη για το παιδί του. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, εκτός από συναίσθημα και συναισθηματική κατάσταση, η αγάπη είναι και συμπεριφορά. Μάλιστα εκείνος, που τελικά θα κρίνει την αγάπη του γονιού είναι το ίδιο το παιδί. Αν λοιπόν, μέσα από τον συνολικό τρόπο που του συμπεριφέρθηκες καταλήγει να σ’ αγαπάει, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέτυχες στο ρόλο που είχες επωμισθεί σαν γονιός.

Ποια είναι όμως μερικά από αυτά τα στοιχεία που μπορούν να δηλητηριάσουν την αγάπη ενός γονιού; Σίγουρα έχουν σχέση με κάποιες ανάγκες του. Ας αναφέρουμε μερικές:

α. Το Παιδί σαν Επένδυση
Αρκετοί άνθρωποι κάνουν παιδιά προκειμένου να έχουν κάποιον να τους «γηροκομήσει». Βλέπουν δηλαδή το παιδί σαν μια «επένδυση» σε κάποια συναισθηματική «τράπεζα», στην οποία «καταθέτουν» τη φροντίδα και την προσφορά για να την εισπράξουν κάποτε με… τόκο.

Ένας άνθρωπος που αποφασίζει να γίνει γονιός ξεκινώντας με τέτοιες προσδοκίες, είναι φυσικό να θεωρεί το παιδί «κτήμα» του. Πιστεύει λοιπόν ότι το παιδί υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για κείνον. Όσο το παιδί συμμορφώνεται με το «σενάριο» ζωής που του έφτιαξε αυτός, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αν όμως συμβεί κάποια στιγμή το παιδί να θελήσει να ζήσει τη δική του ζωή και όχι εκείνη για την οποία το προορίζει ο γονιός του, τότε ανοίγουν οι οχετοί της ασκήμιας στη συμπεριφορά του γονιού. Κι όλα αυτά στο όνομα της… αγάπης.

β. Το Παιδί σαν Συναισθηματική Στήριξη
Μερικοί γονείς προσπαθούν να πάρουν από το παιδί τους αυτά που δεν κατάφεραν να πάρουν από τον ή την σύζυγό τους. Πέφτουν λοιπόν με τα μούτρα πάνω του και αφοσιώνονται αποκλειστικά σ’ αυτό. Όμως το παιδί δεν μπορεί να σου δώσει αυτά που θα μπορούσε να σου δώσει ο σύντροφός σου. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή αν μια τέτοια σχέση την ονομάζαμε συναισθηματικά αιμομικτική. Το μόνο που θα καταφέρεις σε μια τέτοια προσπάθεια είναι εσύ μεν ν’ απογοητευτείς, το δε παιδί σου να νιώθει μια ζωή ενοχές που δεν μπόρεσε να σου δώσει αυτά που του ζητούσες.

Κατάλαβέ το: Δεν είναι ευθύνη του παιδιού να γεμίσει τα δικά σου κενά. Άλλωστε, όσο και να θέλει, δεν μπορεί να το κάνει. Άλλο να σε στηρίξει σε κάποια δύσκολη στιγμή κι άλλο να αποτελεί εφ’ όρου ζωής το συναισθηματικό σου δεκανίκι.

γ. Το Παιδί σαν Μέσο Κοινωνικής Αποκατάστασης
Λίγο – πολύ όλοι μεγαλώσαμε ακούγοντας το ίδιο τροπάριο: «Θα μεγαλώσεις, θα παντρευτείς και θα κάνεις παιδιά». Αν συμβεί λοιπόν, να έχεις φτάσει σε κάποια ηλικία και να μην έχεις παιδιά, αρχίζεις να θεωρείς τον εαυτό σου κοινωνικά «ανάπηρο». Σε μερικούς ανθρώπους μάλιστα η πεποίθηση αυτή είναι τόσο έντονη που η επιθυμία ν’ αποκτήσουν παιδί καταντά έμμονη ιδέα και παίρνει διαστάσεις επιτακτικής ανάγκης.

Εκείνο που έχει σημασία, είναι να εξετάσουμε τα κίνητρα ενός τέτοιου ανθρώπου. Από πού πηγάζει αυτή η επιθυμία; Άλλο να ξεκινά από την ανάγκη να προσφέρεις στο παιδί και εντελώς άλλο να περιμένεις το παιδί να προσφέρει σε σένα. Από τη στιγμή που γεννάς ένα παιδί, μόνο και μόνο για να προσφέρεις στον εαυτό σου το ρόλο της μητρότητας ή της πατρότητας και να αποκατασταθείς κοινωνικά, δεν μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι το κίνητρό σου είναι η αγάπη προς το μελλοντικό παιδί σου.

δ. Το Παιδί σαν Μέσο Προσωπικής Καταξίωσης
Μερικοί άνθρωποι ξεκινάν να κάνουν ένα παιδί όχι τόσο γιατί αγαπούν τα παιδιά, όσο γιατί αγαπούν το παιδί που έχουν πλάσει μέσα στο νου τους με τη φαντασία τους. Δυστυχώς όμως ο συνδυασμός των χρωμοσωμάτων και των γονιδίων δεν δεσμεύεται από τις προσδοκίες μας. Έτσι, τις περισσότερες φορές μας προκύπτει ένα νεογέννητο που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό που περιμέναμε.

Άλλοι πάλι προσπαθούν να κάνουν το παιδί τους να γίνει εκείνο που θα ήθελαν να είχαν γίνει οι ίδιοι αλλά δεν τα κατάφεραν. Μ’ άλλα λόγια η νοοτροπία εδώ είναι η εξής: «Εγώ πάντα ήμουν δειλός και αδύναμος. Αν καταφέρω όμως να κάνω τον γιο μου παλληκαρά, τότε αυτό θα πει ότι δεν ήμουν από κληρονομικότητα σκάρτος. Απλά έφταιγαν οι συνθήκες. Άρα θα μπορέσω να παρηγορηθώ για τη δική μου κατάσταση.

Ξέρω: Αν είσαι γονιός, τα όσα γράφω εδώ σίγουρα σου έχουν δημιουργήσει ενοχές. Όμως ηρέμησε και μην αρχίσεις αμέσως ν’ αμφισβητείς τη γνησιότητα της αγάπης σου για το παιδί σου. Πέρα απ’ όσα διαβάζεις εδώ, μέσα σου γνωρίζεις τι θα γινόταν αν έπρεπε να δώσεις ένα νεφρό στο παιδί σου για να ζήσει.

Δεν υπάρχει γονιός που να μην έχει προσδοκίες από το παιδί του. Δεν είναι ούτε οι προσδοκίες ούτε οι ανάγκες του γονιού που δηλητηριάζουν την αγάπη του για το παιδί του. Είναι ο βαθμός στον οποίο καθορίζουν τη συμπεριφορά του προς το παιδί.

Δρυίδες: Οι Άγνωστοι Κέλτες Σοφοί & η Μαγεία τους

Όταν κάποιος ακούει τη λέξη “Δρυίδης”, σίγουρα ο νους του πάει σε έναν χαρακτήρα όπως ο Πανοραμίξ ή σ’ έναν γέρο άντρα με μακριά γενειάδα, κρατώντας κοντάρι, με διάφορα πουγκάκια και φιαλίδια στην ζώνη δεμένα. Ίσως δεν είναι και τόσο μακριά η αλήθεια, από αυτή την εικόνα. Οι Δρυίδες ήταν μια δοξασμένη κάστα από Ιερείς των Κελτών, αναγνωρισμένοι και καταξιωμένοι σύμφωνα με τους Ρωμαίους, λόγω της πανίσχυρης Μαγείας τους. Στα γαελικά η λέξη “Δρυίδης” σημαίνει “γνωρίζων τη Δρυς”.
 
Οι Κέλτες ήταν ένας βαρβαρικοί, φυλετικοί άνθρωποι που εξαπλώθηκαν στην Γαλατία, τη Βρετανία, την Ιρλανδία, την Ευρώπη, τη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια από τον 5ο αιώνα π.Χ. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. οι Ρωμαίοι εξαπέλυσαν μια σειρά καταστολής των Κελτών και την θρησκεία τους, με αποτέλεσμα στο τέλος να αντικατασταθεί από τον Χριστιανισμό.
Οι διδαχές και οι τελετουργίες των Δρυίδων ήταν ιδιαίτερα κρυφές και περνούσαν στις επόμενες γενιές από στόμα σε στόμα. Δυστυχώς, στις μέρες μας πολύ λίγα πράματα είναι γνωστά σχετικά με τους Δρυίδες, αν και σε πολλά από αυτά μπορούν απλά να γίνουν εικασίες, από τους αρχαίους χρόνους. Όσα γνωρίζουμε γι’ αυτούς προέρχονται από γραπτές πηγές των Ελλήνων και των Ρωμαίων, αν και οι Ρωμαίοι ως κατακτητές, θα πρέπει να μελετηθούν με κάποιο σκεπτικισμό. Πληροφορίες έχουμε και από αρχαιολογικά ευρήματα που λήφθηκαν από τους τάφους, τους βωμούς και τους ναούς, καθώς και από την εικονογραφία. Οι όσες γραπτές πηγές έχουν διασωθεί είναι από τον 2ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 4ο αιώνα μ.Χ.
 
Τον ακριβή ρόλο που είχε ο Δρυίδης στην Κέλτικη Κοινωνία έχει διαφορετικές περιγραφές, ανάλογα τις πηγές. Ο Διογένης ο Κυνικός (ή Σινωπεύς όπως ήταν αλλιώς γνωστός. Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας, χρησιμοποιώντας τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του) σημείωσε πως οι Δρυίδες ήταν ήδη ένας αρχαίος θεσμός τον 4ο αιώνα π.Χ., την εποχή του Αριστοτέλη. Ο Ιούλιος Καίσαρας είπε πως οι Γαλάτες Δρυίδες ήταν μια από τις δυο πιο υψηλές κάστες μαζί με τους Ιππότες, και όπως αυτοί, ήταν οργανωμένοι κάτω από μία επίτιμη κεφαλή. Στην Ιρλανδία, οι Δρυίδες ήταν η δεύτερη από τις τρεις υψηλές κάστες, κατώτεροι από τους Ευγενείς και ανώτεροι από τους ακτήμονες.
 
Στα περισσότερα όμως αρχεία, οι Δρυίδες ήταν οι φύλακες της παραδοσιακής σοφίας η οποία απασχολούνταν με την ηθική φιλοσοφία, τα φυσικά φαινόμενα και την θεολογία. Ήταν ιδιαίτεροι δεξιοτέχνες στην μαντική τέχνη, στην ερμηνεία των οιωνών, τα τυπικά των θυσιών, την κατασκευή ημερολογίου, τις μαγικές και φαρμακευτικές δυνάμεις των βοτάνων, την επιστήμη της αστρονομίας αλλά και την ποίηση. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην θρησκευτική και πολίτικη ζωή των Κελτών. Εκτελούσαν θρησκευτικές τελετές, λειτουργούσαν σαν διαμεσολαβητές ανάμεσα στους ανθρώπους και τους Θεούς, ασκούσαν επιρροή επάνω στη ηθική και πνευματική δομή της Κέλτικης Κοινωνίας, καθώς επίσης έπαιρναν πολιτικές και δικαστικές αποφάσεις σε διάφορα ζητήματα. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ρωμαίος φιλόσοφος και στρατιώτης, με πιθανή ελληνική καταγωγή), παραθέτοντας λόγια του Τιμαγένη (Έλληνας συγγραφέας, ιστορικός και δάσκαλος της Ρητορικής) είπε: “Οι Δρυίδες ανυψώνονται με την έρευνα τους πάνω στα πράματα τα οποία είναι κρυφά και μεγαλειώδη”. Οι Γαλάτες Δρυίδες λέγεται απέδιδαν δικαιοσύνη και νόμο, παρόλο που παραμένει άγνωστο το πως έκαναν αυτό σε σχέση με τους αρχηγούς της φυλής. Οι Ιρλανδοί Δρυίδες περιγράφονται ως άνθρωποι της μάθησης και της τέχνης που περιλάμβαναν Μάντης, Σοφούς, Βάρδους και Νομικούς. Οι Δρυίδες της Γαλατίας και της Βρετανίας λέγεται πως ήταν ξεχωριστοί από τους υπολοίπους στην Ιεροσύνη, συμπεριλαμβανομένου Μάντης, Βάρδους και Προφήτες. Φαίνεται να αλληλεπικαλύπτονται, καθώς οι Δρυίδες λέγεται πως μπορούσαν να διαβάσουν τους οιωνούς και να προφητεύσουν το μέλλον. Μέσα στους Δρυίδες υπήρχαν και άντρες και γυναίκες, καθώς οι γυναίκες είχαν μια σημαντική θέση στην Κέλτικη Κοινωνία.
 
Τον 1ο αιώνα, ο Δίων ο Χρυσόστομος (αρχαίος Έλληνας ρήτορας, συγγραφέας και φιλόσοφος του 1ου αιώνα, ο οποίος λόγω της ευγλωττίας του έλαβε την προσωνυμία “Χρυσόστομος”) εξομοίωσε τους Δρυίδες με τους Ινδούς Βραχμάνους, τους Πέρσες Μέιτζαϊ (Magi, ακόλουθοι του Ζωροαστρισμού) και τους Αιγύπτιους Ιερείς. Σε πιο σύγχρονους χρόνους, έχουν περιγραφεί ως Σαμάνοι επειδή εξασκούσαν νυχτερινές φωτιές, τυμπανισμούς, ψαλμωδίες και εκστατικούς χορούς.
 
Ορισμένα δέντρα, φυτά και ζώα πιστεύεται πως είναι προικισμένα με ιερές και θεραπευτικές δυνάμεις, και οι Δρυίδες τα χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και για θεραπευτικούς σκοπούς. Ο Ιξός, πίστευαν πως ήταν σημάδι από τον ουρανό, και το χρησιμοποιούσαν για να κάνουν αντίδοτα γιατρικά ενάντια στα δηλητήρια και θεραπείες για την στειρότητα ακόμα και στα ζώα. Η Βελανιδιά ή Δρυς, θεωρούνταν πως είχε έρθει από το Ιερό Δάσος, και το φύλλωμα του χρησιμοποιούνταν σε τελετές. Τις θρησκευτικές τους τελετές τις εκτελούσαν μέσα σε Ιερά Δάση ή σε άλση από Βελανιδιές όπου εξυπηρετούσαν σαν ναοί. Τα μέρη αυτά ήταν και σημεία συγκέντρωσης όπου οι Δρυίδες έπαιρναν αποφάσεις και απέδιδαν δικαιοσύνη στους πολίτες και στους εγκληματίες. Άλλες συναντήσεις λάμβαναν χώρα σε πηγές ποταμών και λιμνών επειδή οι Κέλτες λάτρευαν Υδάτινους Θεούς και πίστευαν πως το νερό ήταν ιερό.
 
Για τους ρομαντικούς με τους Δρυίδες, θα πικραθούν στο σημείο αυτό. Οι Δρυίδες εξασκούσαν και τη ζωική αλλά και την ανθρώπινη θυσία. Τα ανθρώπινα θύματα καίγονταν ζωντανά μέσα σε ψάθινα κλουβιά, μαχαιρώνονταν, παλουκώνονταν ή τους χτυπούσαν με βέλη. Η ανθρωποθυσία ήταν αυτό που εξόργισε τους Ρωμαίους, πράγμα το οποίο το απαγόρευσαν ως βάρβαρο με απόφαση της Γερουσίας το 97 π.Χ. Η μόνη λεπτομερής καταγραφή που σώζεται και αναφέρεται σε Δρυιδική τελετή, είναι αυτή του Πλίνιου του Πρεσβύτερου (Ρωμαίος αριστοκράτης, επιστήμονας και ιστορικός, συγγραφέας του έργου «Φυσική Ιστορία»). Η τελετή αυτή έχει να κάνει με την συγκομιδή Ιξού:
“Την έκτη μέρα του φεγγαριού, ο Δρυίδης που ντύθηκε με μανδύα λευκό, σκαρφαλώνει πάνω στον Ιξό και με το χέρι το δεξί, με δρεπάνι χρυσό κόβει τον Ιξό. Το βότανο δεν θα πρέπει στο έδαφος να πέσει, σε ρούχο λευκό συλλεγόταν. Δυο ταύροι λευκοί θυσιάζονταν και ένα πλουσιοπάροχο γεύμα γινόταν“ (το συγκεκριμένο δρεπάνι ήταν χάλκινο και επιχρυσωμένο, καθώς ο χρυσός είναι πολύ μαλακός για να κόψει τον Ιξό.)
 
Για την ερμηνεία των οιωνών, οι Δρυίδες παρατηρούσαν τους άγριους λαγούς ή τα πουλιά όπως τα κοράκια και τους αετούς, καθώς αυτά προέλεγαν τα γεγονότα. Εξασκούσαν την τέχνη της μαντείας με το να παρατηρούν τους θανατικούς σπασμούς και τα εντόσθια των θυσιασμένων θυμάτων τους. Κατά την διάρκεια των θρησκευτικών εορτών τους, οι Δρυίδες ερμήνευαν τα όνειρα. Ένας άνθρωπος έπεφτε για ύπνο με τους Δρυίδες να ψάλλουν πάνω από το σώμα του. Όταν ξυπνούσε, ο άνθρωπος περιέγραφε το όνειρο και οι Δρυίδες έβγαζαν την ερμηνεία. Γραπτές πηγές κάνουν αναφορά στη μαγεία τους, που περιλάμβανε φυλαχτά από βότανα και Ιξό, και την πίστη τους σε ένα μαγικό αυγό το οποίο γινόταν από το σάλιο οργισμένων φιδιών, το οποίο αυγό εξασφάλισε την επιτυχία στις δίκες και χάρες από πρίγκιπες.
 
Οι Δρυίδες πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και στην ζωή μετά τον θάνατο, όπου ορισμένοι συγγραφείς εξομοίωσαν με τη πίστη της “Μεταμόρφωσης” του Πυθαγόρα. Οι νεκροί καίγονταν με όλα τους τα υπάρχοντα. Κάποιες φορές, οι συγγενείς εκτελούσαν θρησκευτικές αυτοκτονίες με το να πηδούν μέσα στη φωτιά και να κρατούν τα πτώματα, ώστε να είναι μαζί στον Άλλο Κόσμο. Οι Κέλτες έγραφαν γράμματα στους νεκρούς και προωθούσαν δάνεια ώστε να είναι εξοφλητέα μετά το θάνατο. Ο Καίσαρας είπε πως η άποψη περί της αθανασίας διατήρησε το θρυλικό Κέλτικο κουράγιο στις μάχες.
 
Φτάσαμε δυστυχώς, κάπου εδώ, στο τέλος των Δρυίδων. Οι Ρωμαίοι φοβήθηκαν και απωθήθηκαν από τους Κέλτες, και το 43 μ.Χ. ο Ο Τιβέριος Κλαύδιος Καίσαρας Αύγουστος Γερμανικός, μόλις δύο χρόνια αφότου έγινε Αυτοκράτορας, απαγόρευσε τον Δρυιδισμό σε όλη την αυτοκρατορία. Το 60-61 μ.Χ, οι Ρωμαίοι έδιωξαν και κατέστρεψαν το ιερό τους οχυρό, το οποίο βρισκόταν στο νησί Άνγκλεσι (στα Ουαλικά λέγεται “Νησί Μον”, και είναι νησί του Ηνωμένου Βασιλείου και το μεγαλύτερο της Ουαλίας αλλά και της Ιρλανδικής θάλασσας). Σύμφωνα με τον Τάκιτο (ένας από τους σημαντικότερους Λατίνους ιστορικούς), μια Δρυίδισσα με μαύρη επένδυση στάθηκε μπροστά από τους Κέλτες πολεμιστές, κραυγάζοντας στους Θεούς και ξεστομίζοντας κατάρες εναντίον των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι όμως ήταν νικητές. Έσφαξαν τους Κέλτες πολεμιστές και τους Δρυίδες και κατέστρεψαν τα ιερά τους άλση. Αυτό ήταν που έθεσε τον Δρυιδισμό σε μόνιμη παρακμή. Μέσα σε κάμποσες γενιές, η σεβαστή και πανίσχυρη Ιεροσύνη των Δρυίδων τους έριξε τόσο χαμηλά, που θεωρούνταν κοινοί γητευτές.
 
Από κει και πέρα πέρασαν 15 αιώνες περίπου, και ένα ενδιαφέρον για τους Δρυίδες αναστήθηκε τον 16ο και 17ο αιώνα. Μεταφραστές των κλασσικών κειμένων, ωραιοποίησαν σε πιο ρομαντικό ύφος τους Δρυίδες και τους μετέτρεψαν σε λαογραφικούς χαρακτήρες. O Βρετανός αρχαιοπώλης Τζον Όμπρεϊ του 17ου αιώνα, πρότεινε ότι οι Δρυίδες έχτισαν το Στόουνχετζ, μια θεωρία που αργότερα διαψεύσθηκε. Όμως οι απόψεις του στηρίχθηκαν τον 18ο αίωνα, από τον Ουίλιαμ Στούκελι (Άγγλος φυσικός, αρχαιοπώλης και κληρικός), ο οποίος έγινε γνωστός ως “Αρχι-Δρυίδης” και ήταν ο ιδρυτής του Μοντέρνου Δρυιδισμού. Το 1717, λέγεται πως έγινε μια συνάντηση των “Βρετανών Δρυίδων”, την οποία οργάνωσε κάποιος Τζόν Τόλαν και καθοδηγήθηκε από τον Στούκελι. Το 1781, η “Αρχαία Τάξη των Δρυίδων” ιδρύθηκε από τον ξυλουργό Χένρι Χερλ. Αυτή η τάξη εμπνεύστηκε από τον Ελευθεροτεκτονισμό και ήταν μια κοινωφελής κοινότητα. Το θέμα όμως της φιλανθρωπίας ήταν και αυτό που έφερε το τέλος της το 1833. Η “Ηνωμένη Αρχαία Τάξη των Δρυίδων” συνέχισε κυρίως ως κοινωφελής κοινότητα, ενώ η “Αρχαία Τάξη των Δρυίδων” διατήρησε τις μυστικιστικές της υποστηρίξεις. Στο σύνολο 5 οργανώσεις ιδρύθηκαν μέχρι τις αρχές του 20ου αίωνα, όπως ήταν οι “Δρυιδικοί Ερμητιστές” και ο “Βρετανικός Κύκλος του Παγκόσμιου Δεσμού”, αλλά οι περισσότερες δεν κατάφεραν να επιζήσουν πέρα από λίγες δεκαετίες. Το 1963, η “Τάξη των Βάρδων, Οβάτων και Δρυίδων ” (Οβάτοι ή Ovate, στα αρχαία χρόνια ήταν οι Προφήτες, οι Μάντης και οι Θεραπευτές. Στην σύγχρονη εποχή , είναι αυτός που ασχολείται με τη μάθηση των βοτάνων, την θεραπεία και την μαντεία μέσα από τις Δρυιδικές διδαχές) διαχωρίστηκαν από την Αρχαία Τάξη, τραβώντας μέλη μακριά από εκείνη την ομάδα και τον Βρετανικό Κύκλο.
 
Ο Δρυιδισμός αποτελεί την δεύτερη μεγαλύτερη παράδοση παγκοσμίως, μέσα στο Παγανισμό. Οι ακόλουθοι του επανερμηνεύουν όσα μας είναι γνωστά για τους Δρυίδες και προσπαθούν να χτίσουν ένα πνευματικό μονοπάτι αφιέρωση, τελετής και μαγείας…

Η πολύπλοκη έννοια της νοημοσύνης

Πώς ορίζεται η νοημοσύνη;
Ένα από τα πρώτα πράγματα που ανακαλύπτουμε για τη νοημοσύνη είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δείχνουν να καταλαβαίνουν τι σημαίνει - λένε πράγματα όπως “οι άνθρωποι με υψηλή νοημοσύνη είναι έξυπνοι”, ή “τα πηγαίνουν καλά στο σχολείο” ή “μαθαίνουν εύκολα” κ.λπ.

Εάν έπειτα ρωτήσουμε έναν ψυχολόγο πώς ορίζει τη νοημοσύνη, είναι λιγότερο πιθανό να μας δώσει μια σαφή απάντηση: θα μας δώσει αρκετούς διαφορετικούς ορισμούς, θα μας μιλήσει για τα προβλήματα που υπάρχουν στη μέτρηση της νοημοσύνης, θα μας δείξει πώς η έννοια της νοημοσύνης έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες (π.χ. με έρευνες σχετικά με τη σημασία των κοινωνικών επιδεξιοτήτων και της διαχείρισης των συναισθημάτων). Ίσως τέλος αναγκαστεί να καταφύγει στο διάσημο ορισμό του Βoring (1923) ότι “η νοημοσύνη είναι αυτό που μετρούν τα τεστ νοημοσύνης”.

Αυτά που θα μας πει ο ψυχολόγος αντανακλούν την πολυπλοκότητα της νοημοσύνης, όπως προέκυψε από την έρευνα και τη θεωρία. Πάντως σήμερα συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε τι είναι τελικά νοημοσύνη.

Η σημασία της νοημοσύνης

Μια δημοφιλής έννοια της νοημοσύνης για τους απλούς ανθρώπους είναι ότι οι μαθητές με υψηλή νοημοσύνη τα πηγαίνουν καλά στο σχολείο, προοδεύουν ευκολότερα και γρηγορότερα μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, έχουν περισσότερες δυνατότητες κι επιλογές. Αργότερα ως εργαζόμενοι αναμένεται να έχουν πιο υπεύθυνες θέσεις και πιο καλοπληρωμένες δουλειές. Είναι επομένως κάτι που στην κοινωνία μας προσδίδει κύρος.

Προκαταλήψεις σχετικά με την υψηλή νοημοσύνη

- Ότι οι έξυπνοι άνθρωποι πρέπει να αξιοποιούν το δυναμικό τους επιλέγοντας πανεπιστημιακές σχολές υψηλών απαιτήσεων και να διεκδικούν σημαντικές θέσεις στο χώρο εργασίας. Στην πραγματικότητα, οι ευφυείς άνθρωποι δεν έχουν πάντα υψηλές επιδόσεις. Επιπλέον όπως όλοι, έχουν επιθυμίες και προτιμήσεις, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν από τις προσδοκίες του περίγυρου.

- Ότι η υψηλή νοημοσύνη είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό, επομένως δεν δικαιολογείται ο έξυπνος άνθρωπος να κάνει «χαζά πράγματα» ή λάθη, ή να έχει προβλήματα όπως συναισθηματικά μπερδέματα, ψυχικές διαταραχές, εξαρτήσεις, διλήμματα. Ή έστω ότι αν τα έχει, έχουν καλύτερη πρόγνωση. Στην πραγματικότητα, οι ευφυείς άνθρωποι μπορεί να δυσκολεύονται περισσότερο να χαλαρώσουν και να πάρουν απλές αποφάσεις, ή να είναι πιο δυστυχείς και αγχωμένοι λόγω της αυξημένης επίγνωσης. Μπορεί επίσης να μην ζητούν εύκολα βοήθεια, με αποτέλεσμα υπερεκτίμηση δυνάμεων, υπερκόπωση ή και λανθασμένες αποφάσεις.

IQ– δείκτης νοημοσύνης και τεστ νοημοσύνης

Σήμερα χρησιμοποιούνται συχνά διάφορα τεστ νοημοσύνης, τα οποία συνήθως μας δίνουν μια συνολική βαθμολογία που ονομάζουμε I.Q. ή αλλιώς Δείκτη Νοημοσύνης. Το IQ είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται καθημερινά καθώς πολλοί άνθρωποι κάνουν κάποιο τεστ νοημοσύνης είτε στο σχολείο, είτε ως μέρος του επαγγελματικού προσανατολισμού, είτε ως μέρος της επιλογής προσωπικού για κάποια εργασιακή θέση.

Πολλοί πιστεύουν ότι ένα τεστ νοημοσύνης μας δείχνει με ακρίβεια τη νοημοσύνη με τον ίδιο τρόπο που το θερμόμετρο μετρά τη θερμοκρασία, αλλά αυτό δεν ισχύει.

Η βαθμολογία ενός ατόμου σε ένα τεστ νοημοσύνης ποικίλλει ανάλογα με το τεστ που χρησιμοποιείται, επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες όπως η υγεία, η νευρικότητα, η προηγούμενη εκπαίδευση, η κοινωνική θέση και ακόμα και αν δώσουμε ξανά στο ίδιο άτομο το ίδιο τεστ υπό τις ίδιες συνθήκες, μπορεί να έχουμε διαφορετικό αποτέλεσμα.

Επίσης εάν θέλουμε να μεταφράσουμε το αποτέλεσμα του τεστ σε τρόπο δράσης, π.χ. σε απόφαση να προσλάβουμε ή να μην προσλάβουμε κάποιον, τότε η σχέση ανάμεσα στη βαθμολογία του ατόμου στο τεστ και στην κατοπινή επίδοση του ατόμου στη δουλειά μπορεί να είναι χαμηλή.

Τέλος, πολύ συχνά τα άτομο που χορηγούν το τεστ και ερμηνεύουν τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι ψυχολόγοι, κάτι που βέβαια μειώνει την εγκυρότητα της όλης διαδικασίας.

Συμπερασματικά, το μόνο βέβαιο είναι πως:

Η “νοημοσύνη” υπάρχει ως θεωρητική έννοια που αλλάζει καθώς περνούν τα χρόνια.

Υπάρχει επίσης και ως ταμπέλα που βάζουμε σε ορισμένες συμπεριφορές (παρόλο που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ποιες είναι αυτές οι συμπεριφορές).

Είναι τέλος ένα ευρύ και δημοφιλές πεδίο έρευνας (από το αν κληρονομείται από τους γονείς και ποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες την ενισχύουν, μέχρι τα είδη της νοημοσύνης, την αξιολόγηση και μέτρηση της, την αξιοποίηση των ευρημάτων στην εκπαίδευση, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ.)

Έρευνες σε αστρικά υπολείμματα ρίχνουν νέο φως στην προέλευση των Κοσμικών Ακτίνων

Η προέλευση των κοσμικών ακτίνων, [σωματίδια υψηλής ενέργειας από το εξωτερικό διάστημα που αδιάκοπα προσκρούουν στη Γη], είναι μεταξύ το πιο προκλητικών ανοιχτών ερωτημάτων στην αστροφυσική. Οι κοσμικές ακτίνες, που ανακαλύφθηκαν πριν από περισσότερο από 100 χρόνια και θεωρήθηκαν εν δυνάμει κίνδυνος για την υγεία των πληρωμάτων των αεροπλάνων και των αστροναυτών, θεωρείται ότι παράγονται από ωστικά κύματα (κύματα κρούσης) – για παράδειγμα, αυτά που είναι αποτέλεσμα εκρήξεων υπερκαινοφανών. Οι περισσότερο ενεργητικές κοσμικές ακτίνες, που διατρέχουν ταχύτατα το διάστημα, έχουν 10 με 100 εκατομμύρια φορές την ενέργεια που παράγεται σε επιταχυντές όπου συγκρούονται σωματίδια, όπως το LHC στο CERN.

Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Monthly Notices, της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας, ρίχνει νέο φως στην προέλευση αυτών των ενεργητικών σωματιδίων. «Το νέο αποτέλεσμα αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στην κατανόηση της επιτάχυνσης των σωματιδίων στα ωστικά κύματα, που θεωρούνται παραδοσιακά ως οι κύριες πηγές ενεργητικών σωματιδίων στο σύμπαν», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Federico Fraschetti, από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνας. Το Νεφέλωμα του Καρκίνου, απομεινάρι μιας έκρηξης υπερκαινοφανούς (supernova) που είχε παρατηρηθεί περίπου πριν από 1000 χρόνια, είναι ένα από τα καλύτερα μελετημένα αντικείμενα στην ιστορία της αστρονομίας και μια γνωστή πηγή κοσμικών ακτίνων. Εκπέμπει ακτινοβολία όλου του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, από ακτίνες-γ, υπεριώδη, και ορατό φως μέχρι υπέρυθρη και ραδιοκύματα.

«Τα περισσότερα από ότι παρατηρούμε προέρχονται από πολύ ενεργητικά σωμάτια όπως τα ηλεκτρόνια τα οποία δεν έχουν ακόμη αφήσει την πηγή», είπε ο Fraschetti. «Καθώς μπορούμε μόνο να παρατηρήσουμε την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από την ίδια την πηγή, βασιζόμαστε σε μοντέλα για να αναπαράγουμε το φάσμα ακτινοβολίας από το νεφέλωμα που βλέπουμε».

Η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι ολόκληρο το φάσμα συχνοτήτων της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το Νεφέλωμα του Καρκίνου μπορεί να προκύψει από ένα μόνο πληθυσμό ηλεκτρονίων, που προηγουμένως θεωρείτο αδύνατο, και ότι παράγεται με ένα διαφορετικό τρόπο από αυτόν που οι επιστήμονες παραδοσιακά θεωρούσαν. Σύμφωνα με ένα γενικώς αποδεκτό μοντέλο, μόλις τα σωματίδια φτάνουν στο ωστικό κύμα, αναπηδούν πίσω-μπρος πολλές φορές εξαιτίας της μαγνητικής περιδίνησης. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας κερδίζουν ενέργεια – με παρόμοιο τρόπο που ένα μπαλάκι τένις αναπηδά μεταξύ των δυο ρακετών που κινούνται σταθερά πλησιέστερα η μία στη άλλη – και ωθούνται όλο και πιο κοντά στην ταχύτητα του φωτός. Ένα τέτοιο μοντέλο ακολουθεί μια ιδέα που διατυπώθηκε από τον Ιταλό φυσικό Enrico Fermi το 1949.

«Τα υπάρχοντα μοντέλα δεν περιλαμβάνουν το τι συμβαίνει όταν τα σωματίδια φτάνουν στις υψηλότερες ενέργειές τους», λέει ο Federico Fraschetti. «Μόνο εάν συμπεριλάβουμε μια διαφορετική διαδικασία επιτάχυνσης μπορούμε να εξηγήσουμε το όλο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα που βλέπουμε και αυτό μας λέει ότι ενώ το ωστικό κύμα ακόμη είναι η πηγή της επιτάχυνσης των σωματιδίων, οι μηχανισμοί πρέπει να είναι διαφορετικοί».

«Τα σωματίδια αυτά είναι τα ταχύτερα πράγματα στο σύμπαν», αναφέρει ο Fraschetti. «Οτιδήποτε βιώνουμε στην καθημερινότητά μας είναι πολύ μακριά από τα σχετικιστικά φαινόμενα. Όμως αυτά τα άκρως ενεργητικά σωματίδια εντούτοις χρειάζεται να επιταχυνθούν ακόμη περισσότερο για να παραγάγουν την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που βλέπουμε να έρχεται από το Νεφέλωμα του Καρκίνου». Η επιτάχυνση αυτή, πιστεύουν οι επιστήμονες, σε ένα όριο που ονομάζεται όριο ωστικού κύματος, όπου ο σωματιδιακός άνεμος κινείται με ορμή στο νέφος αερίου και σκόνης που απέβαλε στο διάστημα όταν έγινε υπερκαινοφανής.

Εκτός από αυτό, οι ερευνητές βρήκαν ότι, μόλις τα σωματίδια γίνουν αρκετά ενεργητικά να αφήσουν το σύστημα και να γίνουν κοσμική ακτινοβολία, πηγαίνουν πέρα από τα όρια των μοντέλων που παραδοσιακά χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν την προέλευση της κοσμικής ακτινοβολίας. Οι συγγραφείς της μελέτης συμπεραίνουν ότι απαιτείται καλύτερη κατανόηση του πώς τα σωματίδια επιταχύνονται στις κοσμικές πηγές και πώς η επιτάχυνση λειτουργεί όταν η ενέργεια των σωματιδίων γίνεται πολύ μεγάλη. Διάφορες αποστολές της NASA αφιερώθηκαν στη μελέτη των φαινομένων των ωστικών κυμάτων που προκαλούνται από τις εκρήξεις πλάσματος στην επιφάνεια του Ήλιου καθώς ταξιδεύουν προς τη Γη. Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι τα αποτελέσματα από αυτά τα πειράματα μπορεί να ρίξουν φως στους μηχανισμούς της επιτάχυνσης σε αντικείμενα όπως το Νεφέλωμα του Καρκίνου.

Πραγματικά καλός μαθητής είναι αυτός που είναι καλά και στην υπόλοιπη ζωή του

Καλός μαθητής είναι αυτός που τα καταφέρνει με το σχολείο και τα μαθήματα αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής του ευτυχίας, όταν δηλαδή υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις αλλά και την ευχαρίστηση, το παιχνίδι, την παρέα με συνομηλίκους, την τεμπελιά και το χασομέρι, απαραίτητο συστατικό ιδιαίτερα της εφηβικής ηλικίας.
 
Είναι όχι μόνο άχρηστο αλλά και πολύ επικίνδυνο να είναι κάποιος πρώτος μαθητής και μια μέρα να αναγκαστεί να εγκαταλείψει επειδή «κάηκε το σύστημα». Καλός μαθητής είναι κι αυτός που οι επιδόσεις του δεν είναι πάντα οι ίδιες αλλά μπορεί να πέφτουν όταν κάτι σοβαρό τον απασχολεί χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήρθε η συντέλεια του κόσμου ούτε για τους γονείς του και κατά συνέπεια ούτε για τον ίδιο.
 
Καλός μαθητής είναι κι αυτός που είναι καλός σε ορισμένα μαθήματα και σ’ άλλα λιγότερο. Καλός μαθητής είναι κι αυτός που παίρνει μέτριους βαθμούς και είναι ευχαριστημένος, έχει ενδιαφέροντα, πράγματα που αγαπάει και προσπαθεί γι’ αυτά, έστω κι εξωσχολικά. Ίσως πρέπει να γίνουμε λίγο πιο γενναιόδωροι με τον τίτλο του καλού μαθητή και να τον διευρύνουμε.
 
Πολλές έρευνες πάνω στους έφηβους και νέους ενήλικες διαπίστωσαν: Μόνο 25% περίπου των εφήβων θεωρούν τις εξαιρετικές σχολικές επιδόσεις πολύ σημαντικές για να τα καταφέρουν στη ζωή τους. Άλλοι τόσοι πιστεύουν ότι οι καλοί βαθμοί είναι σημαντικοί αλλά όχι πρωταρχικής σημασίας για την κατοπινή πορεία ενός ανθρώπου. Το υπόλοιπο 50% των νέων είναι πεπεισμένοι ότι οι σχολικοί βαθμοί δεν έχουν σημασία για την επαγγελματική σταδιοδρομία, μελλοντικούς μισθούς και αναγνώριση. Μήπως δεν έχουν και πολύ άδικο;
 
Καλός μαθητής είναι μόνο ο πρώτος μαθητής ή αυτός που είναι ανάμεσα στους πρώτους; Δυστυχώς, εμείς οι γονείς σπρωγμένοι εν μέρει από τις προσωπικές μας φιλοδοξίες κι εν μέρει από το σχολικό σύστημα τείνουμε να παίρνουμε σαν βασικότερο κριτήριο αξιολόγησης του καλού μαθητή τις μελλοντικές πιθανότητες που έχει (όπως τις εκτιμάμε βέβαια οι ίδιοι χρόνια πριν) να πάει καλά στις εκάστοτε πανελλήνιες και να μπεί σε μια «καλή σχολή». Ίσως όμως, για το καλό των παιδιών κυρίως, να είναι προτιμότερο να αξιολογούμε τις σχολικές επιδόσεις την κάθε στιγμή χωρίς ν’ αλλοιθωρίζουμε προς το μέλλον, σύμφωνα με τις προσπάθειες που καταβάλλουν, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και τις υπόλοιπες «επιδόσεις» σε άλλους τομείς της ζωής τους.
 
Η «συνταγή»;
Μιλώντας λοιπόν γι’ αυτόν τον πιο «διευρυμένο» καλό μαθητή μπορούμε να δούμε τι χρειάζεται και τι μπορεί να βοηθήσει ένα παιδί να τα πηγαίνει καλά στο σχολείο.
 
Τα παιδιά χρειάζονται ενθάρρυνση για να γίνουν αυτόνομα
Το σχολείο είναι δουλειά του παιδιού. Μια σχολική σταδιοδρομία που αρχίζει με «έχουμε να κάνουμε μαθήματα» και συνεχείς παραινέσεις των γονιών στο παιδί για να μελετήσει μπαίνει πάνω σε κακές βάσεις. Η αυτονομία μαθαίνεται σιγά-σιγά πριν και μετά την αρχή στο σχολείο, όταν οι γονείς εμπιστεύονται τα παιδιά τους και τα ενθαρρύνουν να κάνουν πράγματα μόνα τους, να συμμετέχουν ανάλογα με την ηλικία τους σε δουλειές του σπιτιού, να έχουν φίλους και να διαχειρίζονται τις σχέσεις τους. Η αναγνώριση και εκτίμηση αυτού που προσπαθεί ένα παιδί είναι κάτι στο οποίο χρειάζεται μεγάλη γενναιοδωρία εκ μέρους των γονιών και ίσως κάτι παραπάνω. Πρέπει να είναι όσο πιο ειλικρινής γίνεται. Ένα καθήκον των γονιών είναι να αναγνωρίσουν μέσα τους και να μετριάσουν όσο γίνεται την τελειομανία και την υπέρμετρη φιλοδοξία τους σε σχέση με τα παιδιά τους, γιατί δεν υπάρχει το τέλειο παιδί όπως δεν υπάρχουν οι τέλειοι γονείς. Σχετικά με τα μαθήματα του σχολείου αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εμπιστευθούμε το παιδί ότι θα βρει τον δικό του ρυθμό και τρόπο και ότι όσο περισσότερη η πίεση τόσο λιγότερες οι πιθανότητες ότι θα συμβεί αυτό.
 
Βοήθεια στην οργάνωση της δουλειάς
Αυτό φυσικά δεν είναι εύκολο γιατί η ανησυχία των γονιών βάζει σε δοκιμασία την υπομονή τους. Επειδή όμως οι φωνές και ο θυμός τελικά δεν έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα είναι πιο ουσιαστικής σημασίας να βοηθήσουν το παιδί τους να βρει τρόπους να είναι πιο συστηματικό. Να βρεί πού του αρέσει να διαβάζει, ποια ώρα, να μην το αφήνουν περισσότερο από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (ανάλογο της ηλικίας του, π.χ. όχι παραπάνω από μισή με μία ώρα στην πρώτη τάξη, μία με μιάμιση στη δευτέρα και την Τρίτη κοκ.), να κοιτάει πρώτα τι έχει και μετά ν’ αρχίζει, να κάνει μικρά ενδιάμεσα διαλείμματα, να εναλλάσσει γραπτές με προφορικές ασκήσεις για να μένει συγκεντρωμένο. Όλα αυτά είναι ουσιασικής σημασίας και πολλά παιδιά πελαγώνουν γιατί δεν μπορουν να οργανώσουν τη μελέτη τους και όχι τόσο γιατί δυσκολεύονται με το περιεχόμενο.
 
Τα παιδιά χρειάζονται τη στήριξη των γονιών
Προσοχή όμως: όχι για να τους υπενθυμίζουν συνέχεια ότι έχουν κι άλλα μαθήματα, ότι δεν τα πήγαν αρκετά καλά στην τελευταία ορθογραφία ή στο τεστ και για να τα κρατάνε καθισμένα 4 ώρες στην καρέκλα μέχρι να τελειώσουν τη μελέτη τους. Χρειάζονται τους γονείς για βοήθεια σε ό,τι δεν καταλαβαίνουν και δυσκολεύονται. Για να έχουν ένα ανοιχτό αυτί όταν έστω και μικροπροβληματάκια με τη συμμαθήτρια, τη δασκάλα, τον γυμναστή, τον καλύτερο φίλο, τον καθηγητή της χημείας τους προκαλούν ανησυχία, ένταση, λύπη.
 
Ο ρόλος των γονιών είναι να μην συγχέουν τον μαθητή με το παιδί και να δίνουν στο παιδί τους να καταλαβαίνει ότι μια αποτυχία στο σχολείο δεν σημαίνει γι’ αυτούς ότι απογοητεύονται απ’ αυτό ή ότι κλονίζεται η αγάπη τους γι’ αυτό. Αυτό μπορεί πολλοί γονείς να το θεωρούν αυτονόητο «αλλίμονο, εγώ το παιδί μου το αγαπάω ό,τι κι αν κάνει, ό,τι μαθητής κι αν είναι» πολύ συχνά όμως άλλα μηνύματα του δίνουν. Με την πρόθεση να του δείξουν ότι «πρέπει να το πάρει στα σοβαρά», το τιμωρούν, το μαλώνουν ή δείχνουν μόνο την δυσαρέσκεια και την απογοήτευση τους χωρίς να προσπαθήσουν καν να καταλάβουν πώς είναι για το ίδιο το παιδί και να το βοηθήσουν. Για να ξεπεράσουν όμως τις δυσκολιες τους τα παιδιά χρειάζονται ανθρώπους που ενδιαφέρονται να ακούσουν και να καταλάβουν. Με τον τρόπο αυτό μαθαίνουν να ζητούν βοήθεια όταν την χρειάζονται και να μην εγκαταλείπουν όταν κάτι δεν πάει καλά. Χρειάζονται γονείς που καταλαβαίνουν ότι πραγματικά καλός μαθητής είναι μόνο αυτός που είναι καλά και στην υπόλοιπη ζωή του.

Η υπέροχη πραγματικότητα του να μην είμαστε αρεστοί από όλους

Ως κοινωνικά όντα, ασχολούμαστε, συχνά λανθασμένα, με το αν μας εκτιμούν, μας σέβονται και μας προτιμούν οι άλλοι γύρω μας. Προσπαθούμε να πάμε με τα νερά των άλλων, ελπίζοντας ότι θα τους ικανοποιήσουμε. Συμπεριφερόμαστε ανάλογα, κάνουμε τις σωστές παρατηρήσεις και γελάμε στα σωστά σημεία, όλα για την αποδοχή τους, η οποία γίνεται η κορυφαία κοινωνική προτεραιότητα και καθοδηγεί τις περισσότερες πράξεις μας. Σε κάποιο βαθμό αυτό είναι βέβαια φυσιολογικό. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε τα όρια. Γιατί πρέπει να γνωρίζετε ότι η πλήρης επένδυση στις προτιμήσεις των άλλων μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες στον ψυχισμό και στη ζωή μας.

Όταν νοιαζόμαστε πολύ για την άποψη των άλλων για εμάς

Τα άτομα που συνεχώς αναζητούν την προσοχή και τον έπαινο των άλλων, χρειάζονται μια εξωτερική επικύρωση από αυτούς. Επιθυμούν κάτι έξω από αυτούς, θέλουν κάποιος να τους δώσει αξία. Συνήθως, αυτό συμβαίνει επειδή είναι γεμάτοι αμφιβολίες για τον εαυτό και τη ζωή τους. Αλλά να το πρόβλημα που ανακύπτει με αυτό τον τρόπο σκέψης: όταν δρούμε με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά απαλείφει κάθε αρνητική κριτική, απαλείφουμε επίσης πολλούς εναλλακτικούς τρόπους ζωής, πράξεις και κατευθύνσεις που διαφορετικά θα είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε. Γινόμαστε σκλάβοι αυτού που πιστεύουμε ότι οι άλλοι θα δεχτούν.

Κι αυτό αποδεικνύεται μια τραγωδία! Γιατί οι περισσότεροι από εμάς καταλήγουμε να μην κάνουμε τα πράγματα που επιθυμούμε βαθύτατα, επειδή ανησυχούμε για το τι θα πουν ή θα σκεφτούν οι άλλοι. Καταλήγουμε να θυσιάζουμε τα όνειρα μας, για να μας δεχτούν οι άλλοι γύρω μας. Επιπροσθέτως, έχει πολλές φορές πια αποδειχτεί στις έρευνες επιστημόνων από τον κλάδο της ψυχολογίας, ότι το κοινωνικό άγχος συνδέεται άμεσα με μια «παραφουσκωμένη» επιθυμία να ενισχύσουμε την αποδοχή από τους άλλους και να μειώσουμε την αρνητική κριτική. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο αποζητάμε την επιβεβαίωση από άλλους, τόσο χειρότερα θα νιώθουμε με τον εαυτό μας τελικά. Δηλαδή αποτέλεσμα: μηδέν.

Όταν κάποιοι μας αντιπαθούν σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε και διεκδικούμε κάτι

Όταν απλά μιμείστε και αντιγράφετε τις αξίες της παρέας σας, η γνώμη σας παύει να είναι δική σας. Γίνεστε απλά φερέφωνο, έχετε πλαστεί έτσι, ώστε να προσαρμόζεστε στα πάντα με στόχο να μην αποκλειστείτε από πουθενά. Αντιθέτως, όταν δείχνετε θάρρος και κουράγιο να υπερασπιστείτε κάτι δικό σας, μένετε πιστοί στις αξίες σας και ζείτε με τον δικό σας τρόπο, αναπτύσσετε τελικά μια δυνατή ταυτότητα που ξεχωρίζει και γίνεται με τον καιρό αποδεκτή.

Οι φίλοι θα είναι πραγματικοί φίλοι

Όταν η πρώτη σας προτεραιότητα είναι η απόκτηση της αποδοχής των άλλων, στην ουσία προσκαλείτε κάποιον να κάνει φιλίες με μια πλάνη. Γιατί έχετε αναπτύξει κάτι ξένο προς τον πραγματικό σας εαυτό. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τι κρύβεται πίσω από αυτό και ίσως έχετε αρχίσει να ξεχνάτε και εσείς ποιοι είστε πραγματικά. Από την άλλη πλευρά, η παρουσίαση προς τα έξω του αυθεντικού, πολύτιμου και έστω και περίεργου εαυτού σας ενδυναμώνει τη δική σας αποδοχή και ύστερα και των άλλων. Οι άνθρωποι που θα αποκαλείτε φίλους θα νοιάζονται πραγματικά για την πραγματική σας ποιότητα.

Πώς να σταματήσετε να ανησυχείτε τόσο πολύ για τη γνώμη των άλλων

Μπορεί να πειστήκατε να μην αγχώνεστε τόσο για το τι πιστεύουν οι άλλοι για εσάς, αλλά ίσως δεν ίσως δεν έχετε ιδέα πώς να καταφέρετε κάτι τέτοιο. Εδώ λοιπόν σας προτείνουμε και κάποιες συμβουλές.

1. Μην είστε τόσο επικριτικοί με τους άλλους

Πριν καταφέρετε να νοιάζεστε λιγότερο για την κριτική των άλλων, πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας, για να σταματήσετε εσείς πρωτίστως να κρίνετε συνέχεια τους γύρω σας. Χρειάζεται δηλαδή να συνειδητοποιήσετε ότι η επικριτική σας διάθεση αντανακλά τη δική σας έλλειψη ανοχής και αποδοχής.

2. Πάρτε μικρά ρίσκα ως προς την κοινωνική σας εικόνα

Δοκιμάστε να κάνετε μερικά πράγματα που φυσιολογικά δεν θα κάνατε εξαιτίας του φόβου που νιώθετε για το τι θα σκεφτούν ή θα πουν οι άλλοι. Χορέψτε σε ένα πάρτι, πάρτε το λόγο σε ένα μάθημα, φορέσετε κάτι πρωτότυπο. Με αυτό τον τρόπο, θα νιώσετε απελευθέρωση! Σίγουρα θα αντιληφθείτε κάποιες περίεργες ματιές, αλλά δεν πειράζει. Γιατί εσείς νιώθετε όμορφα. Και οι φόβοι σας ποτέ δεν θα εξαλειφθούν πλήρως, αλλά θα μάθετε να προχωράτε, χωρίς να σας καταρρακώνουν. Όσο περισσότερα κοινωνικά ρίσκα πάρετε, τόσο λιγότερο θα νοιάζεστε.

3. Ζήστε σύμφωνα με τις βαθύτερες αξίες σας

Γνωρίζετε τι είναι αυτό που υπερασπίζεστε και διεκδικείτε; Αν ακόμα ψάχνετε να βρείτε απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι φυσιολογικό. Ωστόσο, από μια νεαρή ηλικία, όλοι αναπτύσσουμε μια μορφή συνείδησης. Διαισθανόμαστε ή έχουμε μια κλίση προς κάποιο μονοπάτι και στο τι είναι σωστό και λάθος για εμάς. Εμμένοντας σε αυτές τις βαθύτερες αξίες μας, μπορούμε να αναπτύξουμε και μια σταθερή αυτοεκτίμηση. Όσο πιο σίγουροι νιώθουμε για τις πράξεις μας, τόσο λιγότερο επενδύουμε στις απόψεις των ανθρώπων που θέλουν να μας πλήξουν.

4. Εστιάστε στα πραγματικά αποτελέσματα

Αν νιώθετε αγχωμένοι ή φοβάστε κάποιον που σας «στέλνει» αρνητική ενέργεια, τότε αναρωτηθείτε: ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να βγει από αυτό; Τι είναι αυτό που πραγματικά φοβάμαι; Συνήθως, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πληγωμένο εγώ. Σε μερικές περιπτώσεις βέβαια (όπως bullying, παρενόχληση κλπ.) η ζημιά είναι πολύ πιο σοβαρή και πρέπει να αντιδράσουμε άμεσα, αλλά τις περισσότερες φορές, απλά φοβόμαστε ότι δεν είμαστε οι καλύτεροι.

5. Αγαπήστε τόσο τα καλά όσο και τα κακά σας στοιχεία

Επιτρέψτε στον εαυτό σας να μη γίνει τελικά αυτό που ευχόσασταν να είναι. Αποδεχτείτε το γεγονός ότι όλα σας τα χαρακτηριστικά- τόσο τα καλά, όσο και τα ανάποδα- είναι αυτά που δημιουργούν εσάς, το ξεχωριστό αυτό άτομο. Και οι προσβολές μας πληγώνουν περισσότερο όταν ορίζουμε τους εαυτούς μας βάσει των αντιλαμβανόμενων ελαττωμάτων μας. Σκεφτείτε όμως ότι αυτά τα προσδιοριζόμενα «καλά» και «κακά» σας στοιχεία είναι απλά πολιτισμικές και κοινωνικές κατασκευές. Ίσως δεν υπάρχουν καν. Έχει λοιπόν νόημα να αυτό- μαστιγώνεστε τόσο για τα υποθετικά αρνητικά σας σημεία;

Αξίζει τον κόπο;

Μετά από τόσα ερωτήματα, τόσες απαντήσεις και συζητήσεις, κάποια στιγμή με ρώτησε με ύφος σοβαρό, μια και έξω.''Αξίζει τον κόπο;'' Δεν ήξερα να του απαντήσω. Τι αξίζει και τι όχι, δηλαδή;

Κάποια πράγματα τα μαθαίνουμε από την κούνια. Ή μάλλον, πιο σωστά, μας τα μαθαίνουν. Εμείς, λοιπόν, ως μικρά παιδιά που ρουφάμε σαν σφουγγάρι ό,τι βλέπουμε και ό,τι μας λένε πως ''ισχύει'', ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, ακόμα και τι να μας αρέσει και τι όχι, υιοθετούμε έτσι συμπεριφορές, κινήσεις, γνώμες, που θα συντελέσουν με τη σειρά τους στην σημαντικότερη γνώμη που θα έχουμε ποτέ. Στη γνώμη για τον εαυτό μας.

Μέχρι που μεγαλώνουμε, και βλέπουμε ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο ότι έχει ειπωθεί στο σπίτι μας. Ανακαλύπτουμε πως δεν είμαστε τελικά αυτό που νομίζαμε μέχρι ένα διάστημα. Είμαστε κάτι πολύ παραπάνω. Κάτι πολύ παραπάνω από τις απόψεις της οικογένειας, της κοινωνίας, των γνωστών και των αγνώστων, των φίλων και του μεγάλου (;) σου έρωτα. Κάτι βαθύτερο, κάτι μοναδικό, κάτι που ανθίζει και μαραίνεται, ανάλογα με το πόσο το φροντίζουμε.

Άνθρωποι που κάποτε τους ξέραμε καλά, ή έστω έτσι νομίζαμε, παλιοί έρωτες, παλιές φιλίες, μας έπαιζαν τα θύματα και μόνο κατηγορούσαν. Δήθεν να βρούμε λύσεις, δήθεν να συζητήσουμε, δήθεν μας αγαπούσαν. Δήθεν όλα. Δήθεν αυτοί. Άνθρωποι που έκαναν συνεχώς λάθη -όχι κατά λάθος, και το ξέρεις- μας πλήγωναν, μας υποτιμούσαν, εκμεταλλευόμενοι την ανεκτικότητα και την υπομονή μας, και εμείς τους συγχωρούσαμε κάνοντας τις φράσεις όπως ''Δεν πειράζει'', ''Εγώ φταίω'',''Έχεις δίκιο'', καραμέλες που δεν λιώνουν ποτέ.

Και εσύ μετά να προσπαθείς πάλι από την αρχή να βρεις πού φταις, να νιώθεις τύψεις χωρίς λόγο, να παίρνεις την ευθύνη και το βάρος των καταστάσεων μόνος. Να βλέπεις ότι είσαι ένας και μόνος, ενώ εσύ πίστευες πως ήσουν δύο, δύο φίλοι καλοί μαζί ή δύο ερωτευμένοι μαζί, ο ένας πλάι στον άλλο.

Ξεγελάστηκες πάλι. Και άντε τώρα να ξεμάθεις ότι σου έμαθαν και ότι σου είπαν ότι είσαι. Αυτοί που δεν έχουν ιδέα τι είσαι, αλλά το κυριότερο, αυτοί που δεν έχουν ιδέα για τον ίδιο τον εαυτό τους τι είναι.

''Αξίζει τον κόπο;'' Με ρώτησε ξανά. Δεν είχα απαντήσει γιατί είχα χαθεί στις σκέψεις μου.
''Αξίζω εγώ''. Αξίζω εγώ.

Τελεία και παύλα. Αξίζεις εσύ. Πολλοί θα σε κάνουν να πιστέψεις το αντίθετο ή ότι θα μπορούσες και καλύτερα. Είπαν, αυτοί, που δεν προσπάθησαν ποτέ να δουν και τη δική σου την πλευρά, να περάσουν και από τη δική σου όχθη, ή που απλούστατα δεν προσπάθησαν ποτέ για τίποτα, γιατί για το μόνο που είχαν χρόνο και έννοια ήταν να κατηγορούν εσένα και να σε αποπροσανατολίζουν, θυμίζοντάς σου μόνο πόσο ''λάθος'' είσαι.

Πρόσεχε, λοιπόν. Άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά σου, αφουγκράσου εσένα, άκου το ένστικτό σου. Εσύ ορίζεις τον εαυτό σου.

Κάν'το για σένα και μόνο, όχι για τους άλλους. Μόνο έτσι ''αξίζει τον κόπο''.

Η επίδραση του σχολείου στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη του παιδιού

Με αφορμή τη σχολική χρονιά που μόλις ξεκίνησε, το άρθρο αυτό στόχο έχει να συζητήσει την επίδραση του σχολείου στη ζωή του παιδιού, τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική του εξέλιξη.

Η σχολική ηλικία στην οποία αναφερόμαστε αφορά κυρίως τη λανθάνουσα περίοδο, δηλαδή τη διάρκεια των χρόνων που θα περάσει το παιδί στο δημοτικό σχολείο. Ακόμη κι αν προηγούμενα το παιδί έχει πάει στον παιδικό σταθμό ή στο νηπιαγωγείο, μέχρι τότε η οικογένεια παραμένει το σημείο αναφοράς και το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του. Φυσικά το παιδί μπορεί να αντέξει τη συνύπαρξη με άλλα παιδιά στον παιδικό σταθμό και αντλεί οφέλη από την παραμονή του στο νηπιαγωγείο όμως, είναι κατά τη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου που το παιδί μπορεί να διοχετεύει τις ενορμητικές του ενέργειες σε γνωστικές δραστηριότητες και να στρέψει το ενδιαφέρον του στους συνομηλίκους. Με την είσοδό του στο δημοτικό, το σχολείο αποκτά μεγαλύτερη σημασία καθώς χρονικά και γνωστικά οι απαιτήσεις αυξάνονται.

Με τον όρο «Λανθάνουσα περίοδο» αναφερόμαστε στην περίοδο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης του παιδιού η οποία διαρκεί από το πέμπτο ή έκτο έτος έως την εφηβεία και κατά την οποία τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα και οι σεξουαλικές δραστηριότητες του παιδιού σιγούν, υποχωρούν. Ο Φρόυντ θεώρησε την περίοδο αυτή της σχολικής ηλικίας απαλλαγμένη, συγκριτικά με τις προηγούμενες και τις επόμενες, από την πίεση των ενστικτωδών ενορμήσεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το «εγώ» του παιδιού θα πρέπει να κάνει μια σοβαρή δουλειά προσαρμογής: ενώ μέχρι τώρα είχε κυρίως να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις των εσωτερικών του δυνάμεων καλείται πια να χειριστεί και την εξωτερική πραγματικότητα. Η αρχή της πραγματικότητας αντικαθιστά την αρχή της ηδονής στη ζωή του, έχει δηλαδή τη δυνατότητα να αξιολογεί τις συνθήκες που επικρατούν και μπορεί να περιμένει για την ικανοποίηση των επιθυμιών του, χωρίς να αποζητά άμεση ικανοποίηση, ανεξάρτητα από τις συνθήκες.

Φθάνοντας λοιπόν, στο σχολείο το παιδί είναι φορέας όλης της εμπειρίας που απέκτησε στις σχέσεις με την οικογένειά του. Αυτό δε σημαίνει ότι ως το σημείο αυτό η προσωπικότητά έχει διαμορφωθεί ολοκληρωτικά και ότι πλέον δεν υπάρχει περαιτέρω εξέλιξη. Μετά τα έξι χρόνια η ψυχική και σωματική ωρίμανση συνεχίζεται ενώ επηρεάζεται διαρκώς από το περιβάλλον. Στη φάση αυτή της ανάπτυξης το παιδί ζει υπό την διπλή επίδραση των γονέων και των σχολικών σχέσεων και βιώνει την απερίσπαστη ανακατάξη των ενδιαφερόντων του, των αξιών και των επιδιώξεών του.

Η συναισθηματική ενέργειά του προσανατολίζεται περισσότερο προς τη δραστηριότητα, δηλαδή αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιθυμία για γνώση και κατανόηση. Το παιδί έχει αυξημένη ικανότητα για συγκέντρωση, αντλεί ευχαρίστηση από τη δουλειά του σχολείου και βρίσκει ικανοποίηση στο να μαθαίνει συνεχώς νέα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό νιώθει ότι αρχίζει η σταδιακή του είσοδος στον κόσμο των ενηλίκων.

Εκτός βέβαια από το να βοηθά το παιδί στην κατάκτηση των γνώσεων, το σχολείο έχει και μια άλλη πολύ σημαντική αποστολή – είναι ο χώρος και ο θεσμός μέσω του οποίου αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέλος μιας κοινότητας ανθρώπων. Στο σχολείο θα γνωρίσει τη σημασία της κοινωνικής ζωής και θα αναπτύξει τις κοινωνικές του ικανότητες. Μαθαίνει να υπάρχει και να λειτουργεί ως μονάδα εκτός οικογένειας καθώς προσαρμόζεται με άγνωστους συνομηλίκους και ενηλίκους, εδραιώνει δηλαδή καινούριους δεσμούς με τους δασκάλους και τους συμμαθητές του.

Η σχολική επιτυχία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση καθώς οι απαιτήσεις από το παιδί είναι πολλές. Πρώτα απ’όλα πρέπει να μπορεί να αντέχει ένα μεγάλο διάστημα την ημέρα μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον. Επίσης, το παιδί εκτός από το ότι οφείλει να ανταποκρίνεται στα μαθησιακά του καθήκοντα πρέπει όπως είδαμε νωρίτερα, να προσαρμόζεται με αγνώστους συνομηλίκους και ενηλίκους, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ξεφεύγει από το συγκεκριμένο πλαίσιο.

Οι κανόνες και οι μέθοδοι εφαρμογής της πειθαρχίας στο σχολικό πλαίσιο αποτελούν στοιχεία που επηρεάζουν τη ζωή στο σχολείο. Η σχολική κοινότητα απαιτεί να προσαρμοσθεί ο καθένας σε αυτή και να δεχθεί τους κανόνες της. Έχει σημασία όμως, να σκεφτόμαστε ότι η καλή ή κακή προσαρμογή ενός παιδιού στο σχολείο εξαρτάται και από το ίδιο το σχολικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η δυσκολία ενός παιδιού να προσαρμοστεί μπορεί να οφείλεται σε αδυναμίες του σχολείου και όχι σε διαταραχή του παιδιού.

Η πίεση για ακαδημαϊκή επιτυχία από γονείς και εκπαιδευτικούς είναι ένας επιπρόσθετος παράγοντας που επηρεάζει τη σχολική πορεία. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί προβάλλουν ασυνείδητα πάνω στο παιδί δικές τους επιθυμίες και φιλοδοξίες. Με τον τρόπο αυτό το παιδί καθίσταται προέκταση του ενηλίκου που οφείλει να ικανοποιήσει τα σχέδιά τους. Έτσι, ξεχνούν το ίδιο το παιδί και τις δυνατότητές του με αποτέλεσμα να γίνεται εργαλείο της ενήλικης επιθυμίας και εάν δεν απαντά σε αυτή να γίνεται αντικείμενο άγχους και επιθετικότητας.

Οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και τα συναισθήματα των παιδιών βρίσκονται πάντα σε μια συσχέτιση με αυτά του περιβάλλοντός τους. Όταν μας απασχολεί κάτι σε σχέση με ένα παιδί είναι καλό να σκεφτόμαστε πώς οι άνθρωποι και το περιβάλλον που ζει (σπίτι, σχολείο, γονείς, εκπαιδευτικοί, συμμαθητές) σχετίζονται μαζί του. Πολλές φορές η αλλαγή του πλαισίου ή η βελτίωση σε μια συνιστώσα είναι από μόνη της ικανή συνθήκη να βοηθήσει το παιδί.

Εκείνο που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είτε είμαστε γονείς, είτε εκπαιδευτικοί, είτε ειδικοί ψυχικής υγείας είναι ότι στα διάφορα θέματα που μας απασχολούν σε σχέση με τα παιδιά δεν υπάρχουν απαντήσεις γενικού χαρακτήρα και ισχύος, αλλά λύσεις που αφορούν το κάθε παιδί και τα προβλήματά του στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Πρέπει επίσης, να τονίσουμε ότι η αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού δεν ταυτίζεται πάντα με τη βιολογική του ηλικία και κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό συναισθηματικής ανάπτυξης και κοινωνικής προσαρμογής. Θα πρέπει λοιπόν οι απαιτήσεις, που έχουμε από το κάθε παιδί, να είναι ανάλογες προς τις εκάστοτε ικανότητές του.

Η αγάπη είναι μια υπέροχα απαιτητική υπευθυνότητα

Όταν εμφανίζεται μια μεγάλη επιθυμία, θεωρούμε ότι πρέπει να ενδώσουμε. Υπάρχει μια ικανοποίηση όταν ενδίδουμε, αλλά αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη όταν αντιστεκόμαστε, έστω κι αν στην αρχή δεν κερδίζουμε κάτι.

Αυτή καθαυτή η στάση της αντίστασης σε λάθος επιθυμίες είναι η αρχή για μια καλή υγεία, για ζωτικότητα και για αγάπη. Πέρα απ' αυτό, η αντίσταση σε λάθος επιθυμίες παράγει ενέργεια. Όποτε αψηφούμε μια ισχυρή εγωική επιθυμία, απελευθερώνεται μια τεράστια ενέργεια που είναι στη διάθεσή μας.

Κάθε φορά που αντιστεκόμαστε σε μια εγωική επιθυμία, έστω κι αν το κάνουμε αυτό χωρίς να έχουμε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο υπ' όψη μας, κάνουμε μια πράξη αγάπης - όταν όμως ενδίδουμε σε μια εγωική επιθυμία αποδεικνύουμε την έλλειψη αγάπης.

Ο λόγος είναι απλός: οτιδήποτε κάνουμε επηρεάζει τους άλλους είτε άμεσα, μέσω του περιβάλλοντος, είτε με τη δύναμη του παραδείγματός μας. Για παράδειγμα, το κάπνισμα φανερώνει έλλειψη αγάπης. Πρώτον, η ικανότητα να αγαπάς εγκλωβίζεται σ' αυτόν τον καταναγκασμό. Πέραν όμως τούτου, το κάπνισμα είναι βλαβερό για όλους.

Ο Πελέ, ο μεγάλος βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής, ήταν πάντα στην πλεονεκτική θέση να ζητά μυθικά ποσά για τη διαφήμιση προϊόντων. Ποτέ όμως δεν υποστήριξε κάποια μάρκα τσιγάρων και τον άκουσα με μεγάλη ευχαρίστηση να το αιτιολογεί, λέγοντας απλά: "Αγαπώ τα παιδιά".

Αυτό είναι μια τέλεια επιλογή λέξεων. Αγαπάει τα παιδιά. Ξέρει ότι στα περισσότερα μέρη του κόσμου θα αγόραζαν οτιδήποτε φέρει το όνομά του. Επομένως, παρόλο που προερχόταν από μια πολύ φτωχή οικογένεια, κανένα χρηματικό ποσό δεν μπορούσε να τον δελεάσει ώστε να κάνει κάτι που θα παραπλανούσε τα νεαρά παιδιά ή θα έβλαπτε την υγεία τους.

Το να αγαπάς σημαίνει ότι έχεις αυτού του είδους την υπευθυνότητα σε οτιδήποτε: στη δουλειά, στα πράγματα που αγοράζεις, στην τροφή που τρως, στους ανθρώπους που προστρέχεις, στις ταινίες που βλέπεις, στις λέξεις που χρησιμοποιείς, σε κάθε καθημερινή επιλογή. Αυτό είναι το αληθινό μέτρο της αγάπης: είναι μια υπέροχα απαιτητική υπευθυνότητα.

Μια κατακλυσμιαία σύγκρουση γέννησε τη Σελήνη αλλά κατέστρεψε τη Θεία, έναν άλλο πλανήτη

Αναζητώντας τον τρόπο δημιουργίας της Σελήνης, αστρονόμοι βρήκαν ενδείξεις πως προήλθε από τη σύγκρουση ενός μικρού πλανήτη με τη Γη, πριν από 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια.
 
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η σύγκρουση ήταν τόσο βίαιη που αυτό το «πλανητικό έμβρυο», με όνομα «Θεία», κατέληξε να ενσωματωθεί στη Γη και το φεγγάρι.
 
Δεν είναι πρώτη φορά που επιστήμονες υποστηρίζουν πως η Σελήνη σχηματίσθηκε από μία σύγκρουση στο ηλιακό μας σύστημα. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, οι θεωρίες που είχαν προταθεί πρότειναν ότι η Θεία απέσπασε ένα μικρό τμήμα της Γης, εκτινάσσοντάς το σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη μας, ενώ στη συνέχεια συνέχισε το «ταξίδι» της στο διάστημα.
 
Αντίθετα, η ομάδα από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια υποστηρίζει τώρα πως η Θεία συγχωνεύθηκε με τη Γη. Επομένως, η Σελήνη είναι ένα θραύσμα που αποτελείται από μάζες και των δύο ουράνιων σωμάτων.
 
Για τη μελέτη της, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, η ομάδα ανέλυσε πετά σεληνιακά που μετέφεραν στη Γη οι αποστολές Apollo, όπως επίσης και έξι δείγμα ηφαιστειακών πετρωμάτων από τον γήινο μανδύα.
 
Αυτό που μέτρησαν ήταν η αναλογία ισοτόπων οξυγόνου στους βράχους, μετρώντας τον αριθμό των ατόμων οξυγόνου που έχουν διαφορετικό πλήθος πρωτονίων και νετρονίων στον πυρήνα τους.
 
Η συγκεκριμένη αναλογία είναι σημαντική, επειδή αποτελεί ένα είδος «αποτυπώματος» για κάθε πέτρωμα και υποδεικνύει από πού προήλθε. Στη Γη για παράδειγμα, πάνω από το 99,9% του οξυγόνου είναι Ο-16, δηλαδή ένα ισότοπο με 8 πρωτόνια και 8 νετρόνια στον πυρήνα του.
 
Παράλληλα, όμως, στον πλανήτη μας υπάρχουν μικρές ποσότητες Ο-17 και Ο-18. Έτσι, με την αναλογία του Ο-16 και του Ο-17 σε ένα πέτρωμα, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο υλικό, οι επιστήμονες μπορούν να μελετήσουν την προέλευσή του.
 
Αν η Θεία απλώς απέσπασε ένα τμήμα της Γης και στη συνέχεια συνέχισε το «ταξίδι» της, όπως υποστήριζαν οι έως σήμερα θεωρίες, τότε η Σελήνη θα έπρεπε να αποτελεί κυρίως από πετρώματα αυτού του πλανήτη.
 
Συνεπώς, τα γήινα και τα σεληνιακά πετρώματα θα έπρεπε να παρουσιάζουν διαφορετική αναλογία ισοτόπων οξυγόνου.
 
Ωστόσο, η έρευνα των επιστημόνων καταρρίπτει αυτή την υπόθεση.
 
«Δεν διαπιστώσαμε καμία διαφορά στις μετρήσεις των ισοτόπων. Ήταν πανομοιότυπες», αναφέρει στο σάιτ του πανεπιστημίου ο Έντουαρντ Γιανγκ, επικεφαλής της ομάδας.
 
Αντίθετα, τα αποτελέσματα ενισχύουν την υπόθεση μιας μετωπικής σύγκρουσης ανάμεσα στη Γη και τη Θεία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη συγχώνευση των δύο σωμάτων.
 
Επομένως, η μάζα του πλανήτη αναμίχθηκε με αυτής της Γης, με συνέπεια και η Σελήνη να προκύψει από υλικά και των δύο σωμάτων.
 
Οι επιστήμονες δεν έχουν πολλά στοιχεία για τη Θεία – ο Γιανγκ και οι συνάδελφοί του πιστεύουν πως αυτό το «πλανητικό έμβρυο» είχε παρόμοιο μέγεθος με τη Γη, ενώ άλλοι αστρονόμοι θεωρούν πως ήταν παραπλήσιο με τον Άρη.
 
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Γιανγκ, υπάρχουν ενδείξεις που φανερώνουν πως η μάζα αυτού του πλανήτη αυξανόταν. Κατά συνέπεια, αν είχε «επιβιώσει» από τη σύγκρουση, πιθανότατα θα είχε γίνει ένας ακόμη πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος.
 
Αν επιβεβαιωθεί από ανεξάρτητες μελέτες, η έρευνα των επιστημόνων θα αλλάξει την «επίσημη ιστορία» γέννησης και εξέλιξης του πλανήτη μας. Θα μπορούσε επίσης να αναθεωρήσει τον λόγο ύπαρξης νερού στη Γη.
 
Ο λόγος είναι πως μία τόσο σφοδρή σύγκρουση θα είχε εξαφανίσει οποιοδήποτε υγρό στοιχείο από τον πλανήτη μας. Επομένως, το νερό θα πρέπει να επανεμφανίσθηκε από κάποιον μετεωρίτη, ο οποίος μας «επισκέφθηκε» μερικές δεκάδες εκατομμύρια αργότερα.