Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ ΤΟ 1822 ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΗΡΩΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ Β'
Σχέδιο Άμυνας της Πόλης και Οργάνωσή του
Αφού ήλθαν στην πόλη ο Καρατάσος και ο Γάτσος, ο Ζαφειράκης τους διηγήθηκε τα όσα έγιναν στη συνέλευση των πολιτών και τέλος τους ανακοίνωσε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Άμεσα αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να είναι πανέτοιμοι για την επόμενη ημέρα που πιθανόν ο στρατάρχης θα έκανε επίδειξη της δύναμής του επιτιθέμενος στην επαναστατημένη πόλη της Νάουσας. Έτσι ομοφώνως αποφάσισαν:
α) Ο Τάσος Καρατάσος μαζί με το Φίλιππο Ζαφειράκη θα κρατούσαν και θα υπεράσπιζαν την Κουτίχα, τον Παλιοκαλιά και τα χαμηλά μέρη της Σμίξης, προλαμβάνοντας και άλλες πιθανές θέσεις, από τις οποίες ο εχθρός θα μπορούσε να περάσει και να καταλάβει την Πλακένια Δραγασιά.
β) Ο Δημήτρης Καραμήτσιος, μαζί με τον Αργύρη Καραμπατάκη και τον Τσερνοπέτρη να καταλάβουν τις πλαγιές γύρω από το λόφο της Γάστρας, από τις πηγές των Εισβορίων (Ισβόρια) μέχρι την Καραγίδα (Καραΐδα)…
γ) Ο Δημήτρης Καρατάσος με δύο Σιουγκαραίους να προκαταλάβουν την Πλακένια Δραγασιά και το κοίλωμα του Ντότση Λάκκου.
δ) Ο Δημήτρης Σιούγκαρα(η)ς και ο αδελφός του Κωνσταντίνος διατάχθηκαν να καταλάβουν την περιοχή μεταξύ της Γάστρας και της πλαγιάς του Προδρόμου δηλαδή την περιοχή που διασχίζει το ρυάκι των πηγών της Καραγίδας.
ε) Ο Μιχαήλ Κούντσες με το Δεληγιάννη Πιτσιάβα και κάποιους άλλους να καταλάβουν τα υψώματα της Ρουδίνας (Ρουντίνα), την κοιλάδα του Γύμνοβου και τα βορείως του ρυακιού υψώματα.
στ) Ο Γάτσος τις θέσεις που και από πριν είχε, αλλά πιο κοντά στην πόλη, για να είναι έτοιμος για άμεση βοήθεια, δηλαδή τους αχυρώνες, το μοναστήρι του Προδρόμου, το Κουκούλι και άλλα στρατηγικά σημεία.
ζ) Ο Λάζος Ραμαντάνης με τον αδελφό του Θωμά να καταλάβει την ανατολική πλαγιά του λόφου του Σπηλαίου, τη Βεροιώτικη βρύση μέχρι τις πύλες, τη γέφυρα των Μπατανιών και τη γέφυρα του Κιοσκιού.
η) Ο Ζαφειράκης με το Γιαννάκη Καρατάσο να φρουρούν τους πύργους (Κούλας) και ιδιαιτέρως τον πύργο του Ζαφειράκη και μέσα στην πόλη.
θ) Οι θέσεις της Κλεισούρας, της Μπλάνας και του Αγίου Νικολάου δεν είχαν ανάγκη κατάληψης, αφού η πρώτη καλυπτόταν από το Γάτσο, η δεύτερη θεωρούνταν περιττή και φρουρούνταν μόνο από αυτούς που φρουρούσαν και μέσα στην πόλη, η δε τρίτη φρουρούνταν από Σελιώτες και Σκοτινιώτες.
Παρόλα αυτά όμως στάλθηκαν λίγοι οπλίτες μεταξύ της πόλης και του Αγίου Νικολάου για να φρουρούν τη θέση Γεράνια Πέτρα και την απέναντι όχθη. Έτσι, λοιπόν, δόθηκαν και οι τελευταίες διαταγές για την άμυνα της πόλης και αμέσως ξεκίνησε ο καθένας για το μέρος που ορίσθηκε. Την επομένη ημέρα διαδόθηκε η χαρμόσυνη είδηση ότι ο Καπετάν Διαμαντής, ο αετός του Ολύμπου, ήρθε με 250 οπλίτες και οι πρόσκοποί του ζητούσαν άδεια εισόδου στην πόλη από την πύλη Γκουσιόγλαβος. Ο Ζαφειράκης τους υποδέχθηκε, συνοδευόμενος από τον Γιαννάκη Καρατάσο.
Αφού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, όπως συνηθιζόταν πήγαν στο σπίτι του Ζαφειράκη. Οι ελπίδες των Ναουσαίων ήδη είχαν αναπτερωθεί με την εμφάνιση αυτής της ομάδας του καπετάν Διαμαντή.
Ο Ζαφειράκης συνοπτικώς διηγήθηκε στο Διαμαντή όλα όσα συνέβηκαν μέχρι και εκείνη την ημέρα και ότι σκέφτονται να κάνουν για την άμυνα της πόλης και εκείνος συμφώνησε ότι όλα έγιναν σωστά. Στη συνέχεια δικαιολογήθηκε για το ότι άργησε να έρθει στην επαναστατημένη πόλη, επειδή περίμενε την εμφάνιση του στρατηγού Γρηγόρη Σάλα. Όταν όμως έμαθε για την επίθεση των Ναουσαίων με σκοπό την κατάληψη της Βέροιας, ξεκίνησε για να φτάσει, αλλά διάφορα άλλα περιστατικά τον καθυστέρησαν, όπως το ότι έπρεπε να έρθει από ορεινά μονοπάτια, αφού έβρισκε όλους τους άλλους δρόμους και διαβάσεις κλειστά, γιατί είχαν καταληφθεί από Κονιάρους.
Έναρξη Εχθροπραξιών από τους Ανατολικούς Λόφους της Νάουσας
Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, μέσα στην πόλη της Νάουσας, δύο ισχυρά στρατιωτικά σώματα προχωρούσαν κατά της πόλης και προσπαθούσαν να περάσουν από τη θέση της Κουτίχας. Τετρακόσιοι περίπου Τούρκοι ιππείς αστραπιαίως κατάφεραν καλπάζοντας να περάσουν τις γραμμές του Καρατάσου και προχωρούσαν την ανηφόρα προς τη Βεροιώτικη βρύση. Εκεί εκατό περίπου Ναουσαίοι επαναστάτες, με αρχηγούς τους Λάζο και Θωμά Ραμαντάνη, την τελευταία στιγμή, κατάφεραν να καταστρέψουν τη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ρυακιού και άρχισαν να πυροβολούν και από τις δύο όχθες κατά των τούρκων ιππέων. Οι Τούρκοι βρέθηκαν σε δυσχερέστατη θέση, αφού, πλέον, δε μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους προς την πόλη και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αποδεκατισμένοι από τις πολύ εύστοχες βολές των έμπειρων Ναουσαίων οπλιτών.
Το πεζικό που ακολουθούσε πίσω από τους τετρακόσιους αυτούς ιππείς που αρχικά κατάφεραν να περάσουν τις γραμμές των επαναστατών, αποκρούστηκε εύκολα από τον Καρατάσο και μετά από πολύωρες εχθροπραξίες υποχώρησαν στο στρατόπεδό τους με μεγάλες απώλειες. Αν και σε κάποια στιγμή οι άνδρες του Καρατάσου βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών, από το πεζικό που προσπαθούσε να περάσει τις γραμμές και από το ιππικό που υποχωρούσε, τελικώς κατάφεραν μια περιφανή νίκη, γιατί ο Θωμάς Ραμαντάνης που ακολουθούσε το τουρκικό ιππικό που υποχωρούσε, κατάφερε να τους διασκορπίσει και αυτοί μη γνωρίζοντας προς τα πού να πάνε, περιπλανιόνταν πυροβολούμενοι, συνεχώς, μέχρι και τις 9 το βράδυ.
Τα ίδια αποτελέσματα είχε και η επίθεση των Τούρκων που έγινε την επόμενη μέρα. Αλλά το ιππικό τους,που είχε ενισχυθεί, κατάφερε να προελάσει παράλληλα από το λόφο της Σμίξης, του Κοπανού και του Αγίου Νικολάου και στη συνέχεια έφτασε στη γέφυρα του Τσιφλικιού που και αυτήν, όπως και της Βεροιώτικης, τη βρήκαν κατεστραμμένη. Αφού δε μπορούσαν να περάσουν από πουθενά και αφού δέχονταν ασταμάτητους πυροβολισμούς από τους επαναστάτες που είχαν καταλάβει τις απότομες όχθες, αναγκάστηκαν και πάλι να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους, μη βρίσκοντας άλλη έξοδο διαφυγής. Εξαιτίας, λοιπόν, της πολύ σωστής απόφασης να προκαταλάβουν οι Ναουσαίοι όλες αυτές τις επίκαιρες θέσεις και σε συνδυασμό με την πολύ καλή ευστοχία των βολών τους, κατάφεραν να αποκρούσουν τις επιθέσεις και να διατηρήσουν τις θέσεις τους χωρίς καμία απώλεια, ενώ οι Τούρκοι μετρούσαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες.
Ο Κεχαγιά Μπέης ενίσχυσε τα δύο σώματα στρατού που διέθετε και με τρίτο σώμα και αφού άφησε ένα μικρό τμήμα του στρατού του απέναντι από την Κουτίχα και τη Σμίξη για αντιπερισπασμό, ακολούθησε ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό του την παράλληλη διαδρομή που είχε ακολουθήσει το ιππικό, την προηγούμενη μέρα, προς τη γέφυρα του Τσιφλικιού. Ο Δημήτρης Καραμήτσιος βλέποντας το μέγεθος της δύναμης του εχθρού, κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να διατηρήσει τις θέσεις του, αλλά επίσης κατάλαβε ότι οι εχθροί θα κατευθύνονταν προς την Πλακένια Δραγασιά ή την Καραΐδα.
Έστειλε, λοιπόν, εκεί τον Αργύρη Καραμπατάκη μαζί με τους περισσότερους οπλίτες που διέθετε για να ενισχύσουν τους Ναουσαίους που φρουρούσαν εκείνες τις τοποθεσίες, ο ίδιος έμεινε εκεί για να απασχολήσει τον εχθρό, κρατώντας μαζί του και 150 οπλίτες, διατάζοντάς τους να μη λυπούνται τα φυσίγγια και να κατακεραυνώνουν τους επιτιθέμενους. Ο Κεχαγιά Μπέης κατάλαβε αμέσως την αδυναμία αυτών που έμειναν να φρουρούν στις όχθες του ρυακιού, διέταξε να προελάσει ο στρατός του μέσα από ένα καταιγισμό πυροβολισμών που γινόταν και από τις δύο πλευρές των αντιμαχόμενων. Τελικώς κατάφερε και έφτασε μέχρι το σημείο που αρχίζει το κοίλωμα του Ντότση Λάκου και κάποιο σώμα του αποχωρίσθηκε από τους υπόλοιπους, όταν πέρασαν το ρυάκι και παρακάμπτοντας τη Γάστρα έφτασαν στην περιοχή των Ισβορίων.
Εκεί βρισκόταν ο Καραμήτρος με ογδόντα οπλίτες και αμέσως επιτέθηκε στους άντρες του Κεχαγιά-μπέηαλλά επειδή οι εχθροί ήταν πολύ περισσότεροι, μετά από λίγο κατάφεραν να τους περικυκλώσουν. Οι επαναστάτες με τον Καραμήτρο αντιστέκονταν, κρατώντας τη θέση τους, αλλά όταν τους τελείωσαν τα πυρομαχικά, επιτέθηκαν με τα γιαταγάνια τους και μόλις πενήντα από αυτούς κατάφεραν να διασωθούν. Ο εχθρός που καταλάβαινε προς ποια κατεύθυνση έπρεπε να οδηγηθεί από τους πυροβολισμούς και τις θέσεις των επαναστατών, επιτάχυνε την πορεία του και χωρίς να βρει άλλη αντίσταση έφτασε στην Πλακένια Δραγασιά και εκεί τους υποδέχθηκαν με πυκνούς πυροβολισμούς οι ταμπουρωμένοι επαναστάτες.
Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να διασπάσουν τις γραμμές των αμυνομένων με επιθέσεις που κράτησαν μέχρι και την 4η μ.μ., αλλά αφού δεν το κατόρθωσαν, άλλαξαν πορεία και κατευθύνθηκαν προς την Καραγίδα. Και εκεί όμως αποκρούσθηκαν από τους Σιουγκαραίους και τους άνδρες τους. Κουρασμένοι και νηστικοί δε μπόρεσαν να συνεχίσουν την επίθεσή τους και υποχώρησαν με μεγάλες απώλειες στο πλάτωμα, δίπλα από το ρυάκι. Ο Κεχαγιά-μπέης, αφού διανυκτέρευσε εκεί, διέταξε τους στρατιώτες του με ξύλα από τα διπλανά πλατάνια να κατασκευάσουν γρήγορα μια σταθερή γέφυρα που θα του χρησίμευε για τη διάβαση από εκείνο το μέρος του ιππικού και του πυροβολικού του.
Δολοφονία Αγγελιοφόρου που Έφερνε Αμνηστία από την Κωνσταντινούπολη
Η Κυριακή του Ακάθιστου είναι πολύ σημαντική για την ιστορία της Νάουσας, γιατί από το πρωί ο αυτοκρατορικός στρατός του Κεχαγιά Μπέη ενισχύθηκε και με άλλο ισχυρό σώμα από ιππείς και επιτέθηκε δυναμικά στις θέσεις που φρουρούσαν οι επαναστάτες στις περιοχές Κουτίχα, Πλακένια Δραγασιά και Καραΐδα. Οι Ναουσαίοι αγωνιστές,ακούγοντας τους έντονους πυροβολισμούς βγήκαν στο Κιόσκι, στον Παπαράντο, στο Μοναχό Πλάτανο και στη Παληοσώτηρα για να παρακολουθούν από εκεί τα όσα γίνονταν πιο κάτω, όταν ξαφνικά, κατά την 9η το πρωί, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν στην Κουτίχα και μετά από μισή ώρα στην Πλακένια Δραγασιά και στην Καραΐδα.
Και ενώ απορούσαν όλοι, γιατί ξαφνικά έπαψαν οι πυροβολισμοί, κάποιος που είχε δραπετεύσει από τις φυλακέςτης Νάουσας και είχε φύγει από την πόλη, ονομαζόμενος Αναστάσιος Τζίντζιος, φάνηκε στο δρόμο της Παναγιωπούλας μαζί με έναν Τούρκο και πίσω τους οι δύο ακόλουθοι του Τούρκου. Ο Τζίντζιος φώναζε δυνατά: «Σωθήκαμε, γλυτώσαμε» και ο Τούρκος με όλη του τη δύναμη φώναζε: «Σελιαμέτ, αφ βεριλντί, αφ γκετιριόρουμ - selamet af oldu, ben af getirmek» και κουνούσε ψηλά, με το δεξί του χέρι, ένα χαρτί.
Και ενώ ο καθένας προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε αυτό, εκείνοι ανέβηκαν τη μικρή ανηφόρα και έφτασαν στο Μύλο του Κυρλομπάνη. Μόλις έστριψαν αριστερά προς το Κιόσκι, φίλοι και συγγενείς του Αναστάσιου Τζίντζιου και κάποιοι άλλοι περίεργοι πήγαιναν να τον υποδεχθούν, όταν ξαφνικά, από το πλήθος που ήταν στη γωνία του Κιοσκιού, κάποιος πυροβόλησε και πέτυχε στο μέτωπο τον τούρκο που ακολουθούσε τον Τζίντζιο, ρίχνοντάς τον νεκρό από το άλογό του. Ο Τζίντζιος, αμέσως, πήδηξε κάτω από το άλογό του και με φρίκη είδε το νεκρό τούρκο. Οι ακόλουθοι του Τούρκου μόλις είδαν την άνανδρη αυτή δολοφονία, αμέσως τράπηκαν σε φυγή προς το στρατόπεδό τους, πριν προλάβει κάποιος να τους σταματήσει για να μάθει, τουλάχιστον, τι έγινε ή τι σκοπό είχε η παρουσία τους στην πόλη.
Ο Αναστάσιος Τζίντζιος έμεινε γονατιστός μπροστά από το πτώμα και παρ’ όλες τις προτροπές των φίλων του δε σηκωνόταν και ήταν σα χαμένος στις σκέψεις του. Φοβόταν απότην απώλεια του τούρκου αξιωματούχου και την οργή του Ζαφειράκη και των φίλων του για το ότι είχε αποδράσει. Η φωνή του Ζαφειράκη ήταν που τον έφερε στην πραγματικότητα. Ο Ζαφειράκης, περνώντας μέσα από το μαζεμένο πλήθος, πλησίασε το πτώμα, πήρε από τα χέρια του νεκρού το τσαλακωμένο χαρτί που κρατούσε και είπε στον Τζίντζιο : «Μη φοβάσαι, ακολούθησέ με» και κατευθύνθηκε προς την περιοχή του Αγίου Γεωργίου.
Από τον Τζίντζιο ο Ζαφειράκης έμαθε ότι ο δολοφονημένος ήταν ο νέος Βοεβόδας της πόλης, σε αντικατάσταση του προηγούμενου που είχε δολοφονηθεί, και ότι το χαρτί, που είχε στα χέρια του, ήταν το έγγραφο της αμνηστίας που δινόταν στους Ναουσαίους από το μεγάλο Βεζύρη. Για την ασφάλεια του Τζίντζιου ο Ζαφειράκης τον διέταξε να πάει σπίτι του να ξεκουραστεί, με τη συνοδεία του έμπιστού του Κώστα Μισυρλή τον οποίο διέταξε να φρουρεί το σπίτι του. Στη συνέχεια, διέταξε να καταζητηθεί και να βρεθεί ο δολοφόνος. Όλοι οι έμπιστοί του και ειδικά ο Γιαννάκης Καρατάσος κινήθηκαν μέσα στο πλήθος, ρωτώντας και ανακρίνοντας όλους όσους ήταν εκεί, κανείς όμως δε θέλησε να φανερώσει το δολοφόνο.
Μετά από αρκετή ώρα επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες στα παραπάνω τρία σημεία, όπως και πριν αυτήν την ξαφνική ανακωχή. Στην Κουτίχα και στην Πλακένια Δραγασιά οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι κρατούσαν ακλόνητοι τις θέσεις τους, παρά τις επανειλημμένες και λυσσαλέες επιθέσεις του Τουρκικού στρατού, αλλά το σώμα των Τούρκων που είχε περάσει στην Καραΐδα, που βρίσκεται ανάμεσα από τη Γάστρα και της πλαγιάς του Προδρόμου, κατάφερε και πέρασε από τους φρουρούς που κρατούσαν το εκεί πέρασμα και ανέβαιναν προς την πλαγιά του Προδρόμου, φανερώνοντας ότι κατευθύνονταν πίσω από αυτήν.
Οι Σιουγκαραίοι που πρόσεξαν την κίνηση αυτή των Τούρκων και γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις που φρουρούσαν την περιοχή του Γύμνοβου ήταν ανεπαρκείς, έστειλαν αμέσως ένα τμήμα από τους οπλίτες τους για να τους βοηθήσουν. Μόλις όμως απομακρύνθηκε αυτό το τμήμα οπλιτών, ξαναγύρισαν πίσω οι Τούρκοι και επιτέθηκαν στους λίγους που έμειναν να φρουρούν εκεί στην Καραΐδα. Η αντίσταση των επαναστατών, αν και δυνατή, τελικώς κάμφθηκε και οι άνδρες διασπάστηκαν, άλλοι κατευθυνόμενοι προς την Πλακένια Δραγασιά και άλλοι προς το Γύμνοβο.
Ο Τουρκικός στρατός, που έμεινε κυρίαρχος στο πεδίο της μάχης, πήγε να καταδιώξει με το ιππικό του όσους επαναστάτες κατευθύνονταν προς το Γύμνοβο. Αλλά το έδαφος στο σημείο εκείνο εμπόδιζε την ανάπτυξη του ιππικού και έτσι όταν αυτό είχε φτάσει στο Γύμνοβο, οι επαναστάτες ήταν ήδη οχυρωμένοι εκεί και τους περίμεναν. Χωρίς να δοθεί καμία μάχη, το ιππικό επέστρεψε στην Καραΐδα την ώρα που έδυε ο ήλιος. Με τη δύση ο Κεχαγιά-Μπέης διέταξε υποχώρηση και την επομένη ημέρα ολόκληρος ο στρατός οδηγήθηκε στο γενικό στρατόπεδο στη Ροδιά, όπου και έγινε γενική στρατιωτική επιθεώρηση. Οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι βρήκαν ευκαιρία να ξεκουραστούν και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους για τρεις συνεχόμενες ημέρες.
Πολεμικό Συμβούλιο του Στρατάρχη και Σειρά Επιθέσεων στην Πόλη
Τις περισσότερες ώρες εκείνης την νύχτας τις πέρασαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι σε συσκέψεις και πολεμικά συμβούλια στη σκηνή του Στρατάρχη. Αυτός ήταν οργισμένος,γιατί δε μπορούσε να δεχθεί, πως τόσο λίγοι επαναστάτες αντιστέκονταν στις επιθέσεις του τόσο ισχυρού και εμπειροπόλεμου στρατεύματός του. Μετά από πολύωρες συσκέψεις αποφασίσθηκε να επιτεθούν και πάλι στην πόλη από τέσσερα σημεία, έτσι ώστε να διασπάσουν και να σκορπίσουν τα σώματα των Ναουσαίων που φρουρούσαν την πόλη σε τοποθεσίες έξω από αυτήν και στη συνέχεια να έχουν μόνο να πολιορκήσουν την οχυρωμένη πόλη. Η διάταξη των τουρκικών δυνάμεων που αποφασίσθηκε ήταν:
Ο Μουσταφά-Μπέης ο Μελενοίκιος, με ένα ισχυρό σώμα πεζικού και ιππικού, να παρακάμψει μέσα από την περιοχή της Ρουντίνας και να καταλάβει τη θέση Κουκούλι και Αχυρώνες που τις κρατούσε ο Γάτσος. Στην συνέχεια να κατευθυνθεί προς τα Τρία Πλατάνια και από εκεί στην πόλη, από την πλευρά του νεκροταφείου Αγίου Αθανασίου. Ο Κεχαγιά-Μπέης με τα σώματα που διέθετε και ενισχυόμενος με τηλεβόλα να καταλάβει τη Γάστρα και τα γύρω μέρη, που είχε καταλάβει και κατά τις προηγούμενες συμπλοκές, να διασπάσει και να διασκορπίσει όσους Ναουσαίους φρουρούσαν την Πλακένια Δραγασιά και το Γύμνοβο και έτσι μέσα από αυτές τις δύο διαδρομές να φτάσει μέχρι τις πύλες του Αγίου Γεωργίου και του Κιοσκιού.
Ταυτοχρόνως το πυροβολικό του να βομβαρδίζει την πόλη από τη Γάστρα που έχει καλή οπτική επαφή. Ο Ταήρ-Μπέης, με ένα ισχυρό, επίσης, σώμα πεζικού να περάσει μέσα από το Μισοδένδρι ή κάτω Σμίξη, να ανέβει το δεξιά λόφο «ράχη του Τασιώνα» ή «Μίνου» και μέσα από το Γαλατσιάνο να καταλάβει τις γύρω από το «Μοναχό Πλάτανο» θέσεις που ενίσχυαν την άμυνα στις πύλες του Κιοσκιού και της Γέφυρας.
Τέλος, ο ίδιος ο Στρατάρχης ανέλαβε να διευθύνει το στρατό που θα προσπαθούσε να διασπάσει και να διασκορπίσει, τρέποντάς τους σε φυγή, τους επαναστάτες που κρατούσαν την άμυνα στην Κουτίχα και στην Παλιοκαλιά, κάτω από τις διαταγές του Καρατάσου. Όλες αυτές οι πραγματικά εξαιρετικής σπουδαιότητας σχεδιασμένες επιθέσεις και προελάσεις του τουρκικού στρατού, αν και μελετήθηκαν και εκτελέσθηκαν με ακρίβεια, κανένα σημαντικό αποτέλεσμα δεν έφεραν και ο στρατάρχης βρέθηκε και πάλι στην ίδια απελπισμένη θέση.
Ο Μουσταφά-Μπέης, με το σώμα που διοικούσε, έχοντας μαζί του και οδηγούς από το χωριό Άνω Κοπανός, μόλις το μεσημέρι κατάφερε και πέρασε ανατολικώς από το χωριό Γκουλισιάνη και αφού παρέκαμψε τη Ρουντίνα,ξεκίνησε για τους Αχυρώνες, πηγαίνοντας παράλληλα με το ρυάκι του Γύμνοβου και γρήγορα έφτασε στο μέρος που ήθελε.
Ο Γάτσος, από την κορυφή του Κουκουλιού, έβλεπε τις κινήσεις του Μουσταφά-Μπέη και κατάλαβε ότι ερχόταν προς το μέρος του. Διέταξε τον αδελφό του Πέτρο και τους οπλίτες του να πάνε και να οχυρωθούν στη διασταύρωση των δρόμων για το Κουκούλι και το μοναστήρι του Προδρόμου και να υποχωρήσουν, όταν ο Μουσταφά-Μπέης τους καταδιώξει δίπλα από το λάκκο του Σιαμάγκου. Έτσι κατάφεραν και έβαλαν τον εχθρό ανάμεσα σε δυο πυρά. Ο Μουσταφά-Μπέης δεχόταν ομοβροντίες πυροβολισμών από όλες της πλευρές. Βλέποντας τις απώλειες, που είχε, τον πανικό των στρατιωτών του και το ότι δεν γνώριζε που ακριβώς βρίσκονταν, διέταξε υποχώρηση.
Όπως συμβαίνει όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, η αταξία και ο πανικός προκάλεσαν μεγαλύτερη ζημία στο στρατό του. Αφού κατέβηκε από το άλογό του, εγκαταλείποντάς το κατέβηκε το φαράγγι στο οποίο τρέχει το ρυάκι. Διστάζοντας να προχωρήσει προς τα επάνω, ακολούθησε το ρεύμα του ρυακιού και μετά από λίγο βρέθηκε μπροστά στον Κούντση και τους οπλίτες του. Απελπίσθηκε, αλλά η απελπισία, πολλές φορές,γεννά ηρωϊσμό. Ο Μουσταφά-Μπέης, πάνω στην απελπισία του, επιτέθηκε αστραπιαίως στους άντρες του Κούντση. Αυτός,στη συνέχεια, χώρισε τους άνδρες του σε δύο τμήματα και άφησε το σώμα των Τούρκων να περάσει ανάμεσα από αυτά.
Έτσι, μεταξύ πυροβολισμών από αμυνόμενους και επιτιθέμενους έφτασε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου (κάτω Άγιος Νικόλας - Παρεκκλήσι) που εκεί είχε οχυρωθεί ο Δεληγιάννης με τριάντα άντρες του και ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τις θέσεις του Δεληγιάννη, οι άντρες του Κούντση τον πυροβολούσαν από τις δύο πλευρές. Παρόλα αυτά το οχύρωμα του Αγίου Νικόλα έπεσε και όσοι ήταν κλεισμένοι μέσα σε αυτό, σφάχθηκαν από τους άνδρες του Μουσταφά-Μπέη.
Παρακολουθώντας τη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη ο Κούντσης τότε φώναξε: «τα γιαταγάνια, παιδιά» και όρμησαν κατά των Τούρκων. Η μάχη που ακολούθησε σώμα με σώμα και μεταξύ πυροβολισμών ήταν σύντομη, αλλά, τελικώς ο στρατός των Τούρκων διασπάστηκε και ο Δεληγιάννης με μόλις άλλους ένδεκα από τους άντρες του σώθηκαν και ενώθηκαν με τη δύναμη του Κούντση.
Ο Μουσταφά-Μπέης συνεχώς υποχωρούσε, αγνοώντας προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να προχωρήσει. Δοκιμάζοντας να πάει προς το λάκκο του «Ντότση», τον αντιλήφθηκε ο Πιτσιάβας που με ομοβροντία πυροβολισμών τον ανάγκασε να υποχωρήσει προς το μέρος της Καραΐδας, όπου και διανυκτέρευσε. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τις απώλειες του Τουρκικού στρατού, από την πλευρά όμως των επαναστατών σκοτώθηκαν περίπου πενήντα επτά άνδρες.
Περισσότερο τυχερός στάθηκε ο Ταήρ-Μπέης που ήταν και πιο έμπειρος από τον Μουσταφά-Μπέη. Αυτός ακολούθησε το δρόμο, συμφώνως με τις οδηγίες που του έδωσαν, και χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα έφτασε στην περιοχή του «Γαλατσιάνου». Αλλά ενώ διερχόταν από το ρέμα του Σπηλαίου (Βεροιώτικη βρύση ή σκέτο Βεροιώτικη), δέχθηκε επίθεση από επαναστάτες που τελικώς κατάφερε και τους διασκόρπισε.
Βγαίνοντας στο δρόμο και αφού προχώρησε λίγο, σταμάτησε διστάζοντας να προχωρήσει άλλο, όταν είδε τους βράχους που υψώνονταν και από τις δύο πλευρές και γύρισε πίσω αναζητώντας άλλο πέρασμα. Βλέποντας όμως προς ταεπάνω την Παληοσώτηρα που φύλαγαν οι άντρες των Ραμανταναίων μαζί και με αυτούς που διασκόρπισε αναβαίνοντας το λάκκο, κατέβηκε ξανά μέχρι τη Βεροιώτικη και διανυκτέρευσε εκεί με το στρατό του. Την ίδια, επίσης, τύχη είχε και το μεγαλύτερο και ισχυρότερο άλλο σώμα που διοικούσε ο ίδιος ο Στρατάρχης.
Μετά από συνεχείς και λυσσαλέες επιθέσεις που αποκρούστηκαν όλες, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στο στρατό του, εγκατέλειψε τις εφόδους και πήγε να δει τι κάνει το άλλο του σώμα υπό τη διοίκηση του Κεχαγιά-Μπέη που θα επιτίθονταν από τη Γάστρα και την Πλακένια. Ανέβηκε, έτσι, στη Γάστρα και μετά από λίγο έφτασε στο κατεστραμμένο αμπέλι, εκεί που ήταν εγκατεστημένο το πυροβολικό του και έβαλε, κατά διαστήματα, προς την πόλη, αλλά και προς την Πλακένια, εκεί όπου φρουρούσαν και αντιστέκονταν οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι.
Ο Κεχαγιά-Μπέης, όπως και τις προηγούμενες μάχες που έδωσε από τις θέσεις του, έτσι και σε αυτή δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα για τον τουρκικό στρατό. Και ενώ οι επιθέσεις και οι αποκρούσεις συνεχώς επαναλαμβάνονταν, αυτός, παίρνοντας ένα τμήμα του στρατού του, κατέβηκε προς τα κάτω, θέλοντας να εισχωρήσει στην περιοχή Μπαχούτσι και από εκεί από το Βάντο76 να ανέβει προς το Μοναχό Πλάτανο. Εκεί όμως βρήκε τη γέφυρα της Αράπιτσας (παληογέφυρο) κατεστραμμένη και τη δεξιά όχθη του ποταμού να την κατέχουν οι επαναστάτες. Λίγοι πυροβολισμοί ανταλλάχτηκαν εκεί, χωρίς καμία ουσιαστική σημασία, και στη συνέχεια ο Κεχαγιά-Μπέης άφησε ένα τμήμα στου στρατού που είχε μαζί του και μαζί με τον υπόλοιπο στρατό του επέστρεψε στη Γάστρα και από εκεί διέταξε γενική επίθεση προς την Πλακένια.
Στην Πλακένια φρουρούσε το σώμα του Τσιάμη Καρατάσου, ενισχυμένο και με το σώμα του Ολυμπίου Διαμαντή ο οποίος, όταν περνούσε το λάκκο του Ντότση, διέσπασε κάποιο απόσπασμα του Κεχαγιά-Μπέη, γεγονός που προκάλεσε ένα μικροπανικό σε ολόκληρο το σώμα. Η μάχη κράτησε μέχρι και τις 4.00΄το απόγευμα και ο Κεχαγιά-Μπέης επέστρεψε στη Γάστρα, κοντά στην ασφάλεια των πυροβόλων του, των οποίων η χρήση τους δεν του έφερε και τα ποθητά αποτελέσματα.
Την επόμενη μέρα επαναλήφτηκαν οι μάχες. Το σώμα του Μουσταφά-Μπέη προσπάθησε να προωθηθεί στη θέση που είχε διαταχθεί συμφώνως με το αρχικό σχέδιο, αλλά πολύ επιδέξια αναχαιτίσθηκε από τους άντρες των Σιουγκαραίων και από ένα τμήμα των αντρών του Γάτσου, στη θέση κάτω Σκάλα. Την ίδια τύχη είχε και το σώμα του Ταήρ-Μπέη. Το σώμα της Κουτίχας δεν έκανε καμία επίθεση και ο Αμπού-Λουμπούτ που παρακολουθούσε από τη σκηνή του στη Γάστρα, κατάλαβε πολύ σωστά ότι με επιθέσεις στα άκρα δε θα μπορούσε να καταλάβει την πόλη και η μόνη σωστή επιλογή ήταν η επίθεση στο κέντρο. Έτσι αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος στη μεγάλη του επίθεση κατά της Πλακένιας Δραγασιάς.
Ο Στρατάρχης Στενεύει τον Κλοιό Γύρω από την Πόλη
Οι Ναουσαίοι, παρατηρώντας από τις θέσεις τους που ήταν ψηλότερα από τους επιτιθέμενους, κατάλαβαν από τις κινήσεις και από τη σκηνή ότι εκεί βρισκόταν ο Αμπού-Λουμπούτ και με ομοβροντίες πυροβολισμών από τα ευθύβολα τουφέκια τους έκαναν κόσκινο τη σκηνή και έτσι σκοτώθηκαν πολλοί από την ακολουθία και υπηρεσία του Στρατάρχη. Ο ίδιος, για καλή του τύχη, βρισκόταν σε επιθεώρηση του στρατού του και κοντά στη σκηνή.
Άμεσα διέταξε τη μεταφορά της σκηνής σε άλλο σημείο που να μην είναι εμφανές στους επαναστάτες που μπορούσαν από ψηλά να έχουν καλύτερο οπτικό πεδίο. Στη συνέχεια, κάλεσε τον Κεχαγιά-Μπέη και τους άλλους ανώτερους αξιωματούχους και συζήτησαν για την πορεία των σωμάτων τους που αν και με πολλές απώλειες βρισκόταν σε καλό σημείο, αφού ήδη είχαν συγκεντρώσει τους επαναστάτες πολύ κοντά σε αυτήν. Επόμενος στόχος, πριν την πολιορκία της πόλης, ήταν να ανεβούν ένα σημείο ψηλότερα και πιο κοντά σ’αυτήν και αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να καταλάβουν το Βάντο, την Παναγιωπούλα και τους Τροχούς.
Στο σημείο αυτό ο Στουγιαννάκης, παρασυρόμενος από τις προσωπικές του επιλογές και πιθανόν από άλλους λόγους, αναφέρει ότι για την υλοποίηση των παραπάνω αποφάσεων που πάρθηκαν στη σκηνή του Στρατάρχη, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο Μάμαντης που βρισκόταν στο τουρκικό στρατόπεδο, μετά από βίαιη προσαγωγή του σε αυτό, αφού τόσο ο ίδιος όσο και ο Ιατρός Αντωνάκης Περδικάρης είχαν εκδιωχθεί από την πόλη, από τον πολιτικό τους αντίπαλο Ζαφειράκη και υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν το δρόμο της εξορίας σε άλλες πόλεις που, όπως και όλες, τότε βρίσκονταν υπό Τουρκική κατοχή.
Η άποψη, επίσης, ότι η παραπάνω απλή και στρατιωτικά σωστή κίνηση για το στένεμα του κλοιού της πολιορκίας ήταν του Μάμαντη, δεν είναι σωστή και μάλλον είναι ένα από τα συμπληρώματα-προσθήκη του Στουγιαννάκη, αφού ο ιστορικός Βακαλόπουλος γράφει :
«Οι Τούρκοι, κερδίζοντας, συνεχώς, έδαφος, περισφίγγουν τους επαναστάτες μέσα στην πόλη και αρχίζουν να τη βομβαρδίζουν. Οι κινήσεις του Μεχμέτ Εμίν (Αμπού Λουμπούτ) έδειχναν άνθρωπο που ξέρει την αξία και τη σημασία των θέσεων. Οι επαναστάτες άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους. Καμία τάξη δεν παρατηρούνταν στα οχυρωματικά έργα, γιατί πολλοί φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους».
Δύο απόψεις τόσο διαφορετικές, που αλλάζουν την ιστορία και τη χρησιμοποιούν κατά πώς βολεύει κάποιους. Τέλος, να σημειώσω ότι και ο Φιλιππίδης και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Σπυρίδωνας Τρικούπης, αλλά και οι περισσότεροι ιστορικοί δεν αναφέρουν πουθενά για την παρουσία πολιτικών αντιπάλων του Ζαφειράκη στο στρατό των Τούρκων και ούτε καν μιλούν για προδοσία.
Η Υποχώρηση και η Συγκέντρωση των Επαναστατών μέσα στην Πόλη
Οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι και όλοι όσοι ήταν μαζί τους, σ’ αυτές τις δέκα μέρες, γνώριζαν πολύ καλά ότι δε θα μπορούσαν να αντιστέκονται για πολύ καιρό, έτσι όπως είχαν διαταγμένες τις δυνάμεις τους, κατά μικρές ομάδες, σε πολλές οχυρωμένες θέσεις. Γνώριζαν επίσης, ότι υπήρχαν πολλά αφρούρητα σημεία, ότι τα ταμπούρια δεν είχαν τροφοδοσία και δεν άντεχαν σε επιθέσεις διαρκείας και ότι η Βεροιώτικη, η Γάστρα και οι γύρω τοποθεσίες βρίσκονταν ήδη στα χέρια των Τούρκων. Έτσι, σε σύσκεψη αρχηγών που έγινε, αποφάσισαν ότι όλες οι δυνάμεις τους πρέπει να υποχωρήσουν, χωρίς να το αντιληφθούν οι Τούρκοι, και να έρθουν να πιάσουν θέσεις έξω από την πόλη.
Τη νύχτα εκείνη, αν και έβρεχε συνεχώς μέχρι και το πρωί, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο και όλοι οι οπλαρχηγοί με τους άντρες τους ενημερώθηκαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις που κατείχαν και να πιάσουν νέες θέσεις, έξω και γύρω από την πόλη. Πριν την ανατολή του ήλιου, ο τουρκικός στρατός κινητοποιήθηκε. Ένα σώμα του, υπό τις διαταγές του Ταήρ-Μπέη, μπήκε στη μικρή κοιλάδα του Μισοδενδρίου (Μεσοδένδρι) και από εκεί έφτασε στο «Γαλατσιάνο». Ο Λάζος Ραμαντάνης, βλέποντάς τους από την Παληοσώτηρα, κατάλαβε το τι ήθελαν να κάνουν και αμέσως ειδοποίησε το Ζαφειράκη που παρατηρώντας και ο ίδιος τις κινήσεις των Τούρκων, συμφώνησε με τη γνώμη του Ραμαντάνη.
Στη συνέχεια, κάλεσε το Δημήτρη Καραμήτσιο και τον έστειλε να καταλάβει αρκετές θέσεις δίπλα στο ποτάμι και ειδικά τη θέση «Μοσκόκι» και να μην αφήσει με τίποτε το τουρκικό σώμα να καταλάβει την Παναγιωπούλα. Το Ραμαντάνη τον διέταξε να κατέβει στο «Βάντο» και από εκεί να παρενοχλεί τους Τούρκους και να μην τους αφήνει να οδηγηθούν στην Παναγιωπούλα. Το σχέδιο αυτό πέτυχε και ενώ ο Τουρκικός στρατός προχωρούσε για να καταλάβει τις θέσεις που διατάχθηκε, τα σώματα των επαναστατών τους χτυπούσαν από πολλές θέσεις. Οι μικρές ομάδες του Καραμήτσιου και του Ραμαντάνη κατάφεραν να εγκλωβίσουν τον τουρκικό στρατό ανάμεσα στο Βάντο και το δρόμο του Γαλατσιάνου.
Αυτό που γινόταν, έμοιαζε περισσότερο με το παιχνίδι «Κρυφτό». Ο στρατός δεχόταν επιθέσεις από παντού και δε μπορούσε να προχωρήσει, αφού αναγκαζόταν να αμύνεται και να αντεπιτίθεται σχεδόν για ολόκληρη τη μέρα. Οι επαναστάτες που κρατούσαν τις θέσεις τους στην Κουτίχα, τις άφησαν από πρωί και συμφώνως με το σχέδιο ανέβηκαν προς την πόλη και έπιασαν τις θέσεις στην Παληοσώτηρα και στον Άγιο Θεολόγο. Το Τουρκικό σώμα που βρισκόταν στην Κουτίχα, επανειλημμένως πυροβολούσε προς τις θέσεις των επαναστατών και αφού δεν ανταποδίδονταν τα πυρά, δεν ήξερε τι να κάνει, γιατί φοβούνταν, μήπως αυτό ήταν κάποια παγίδα.
Τελικώς διατάχθηκε γενική επίθεση και όπως είναι φυσικό, αφού δε βρήκαν εκεί κανένα, κατέλαβαν τις θέσεις που μέχρι το πρωί κατείχαν οι επαναστατημένοι της Νάουσας. Τα ίδια συνέβησαν και στην Πλακένια Δραγασιά. Το πρωί πολλοί από τους επαναστάτες που είχαν μουσκέψει από τη συνεχή βροχή, έβγαλαν τις κάπες τους και τις κρέμασαν για να στραγγίσουν και να στεγνώσουν. Όταν πήραν την εντολή να υποχωρήσουν προς την πόλη, συμφώνως με το σχέδιο, σκεφτόμενοι έξυπνα τις άφησαν, εκεί όπου τις είχαν, κρεμασμένες για να φαίνεται ότι ήταν ακόμη εκεί και κρατούσαν τις θέσεις τους.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, οι στρατιώτες του Κεχαγιά-Μπέη άρχισαν με ομοβροντίες πυροβολισμών να επιτίθενται ενάντια σε αυτές και επειδή δεν ανταποδίδονταν οι πυροβολισμοί, για περισσότερο από δύο ώρες, υπέθεσαν ότι οι επαναστάτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Όμως και πάλι φοβόνταν το ενδεχόμενο της παγίδας. Μετά όμως από σκέψεις και δισταγμούς αποφάσισαν να προχωρήσουν αργά, χωρισμένοι σε μικρότερα σώματα, και έτσι, μετά από πολλές ώρες, κατάφεραν και αυτοί να καταλάβουν το εγκαταλειμμένο στρατόπεδο των επαναστατών και να γίνουν κύριοι των θέσεων που κατείχαν οι επαναστάτες.
Ο Κούντσης και οι Σιουγκαραίοι δε θέλησαν να εγκαταλείψουν αμέσως τις θέσεις τους. Έμειναν εκεί και προκαλούσαν το Μουσταφά-Μπέη σε μάχη. Αυτός όμως αρνιόταν και δεν εμπλεκόταν σε αψιμαχίες, αν και πολλές φορές οι επαναστάτες επιδεικτικώς έφταναν μέχρι και στο στρατόπεδό του πυροβολώντας. Ο Μπέης πιθανόν θα φοβούνταν από τη θρασύτητα αυτή, μήπως και έπεφτε σεκάποια ενέδρα. Τελικώς όμως, λίγο πριν νυχτώσει, ο Γάτσος κατάφερε και τους έπεισε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να ανεβούν, όπως και όλοι οι άλλοι, στην πόλη.
Η Προέλαση των Τούρκων και ο Βομβαρδισμός της Πόλης
Έτσι ο Στρατάρχης, απαλλαγμένος από τους αντιπερισπασμούς, με πολλές προφυλάξεις κατέλαβε ολόκληρη την πλάκα, από τη «Βεροιώτικη βρύση» μέχρι και τη «Σκάλα», δηλαδή το τόξο της Παναγιωπούλας που είναι κάτω από την τελευταία απότομη και βραχώδη πλαγιά, πριν την πόλη της Νάουσας.
Το τουρκικό σώμα, που στρατοπέδευσε στη θέση Τροχοί και Σκάλα79, χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το ένα ανέβηκε από την ανηφόρα του Παπαράντου80 και κατέλαβε το πλάτωμα που από απερισκεψία είχε μείνει αφρούρητο, το άλλο τμήμα αποπειράθηκε να ανεβεί προς την πόλη από την πρώτη Σκάλα, αλλά αποκρούσθηκε με επιτυχία από τους εκεί επαναστάτες.
Ένα άλλο σώμα από τη Βεροιώτικη βρύση προσπάθησε να ανεβεί από την πλευρά του Σπηλαίου, αλλά ο Καρατάσος κατέβηκε από τον Άγιο Θεολόγο, εμποδίζοντάς τους να επιτελέσουν το έργο τους και μετά από μάχη τράπηκαν σε φυγή, με αρκετές απώλειες. Το ότι σε μία τέτοια καθοριστική στιγμή για την ασφάλεια της πόλης βρέθηκε τοποθεσία που εγκληματικώς ήταν αφύλακτη, το αναφέρει ο Στουγιαννάκης, και αναγκάζομαι ναεπαναλαμβάνω αυτό που γράφει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος:
«Οι Τούρκοι, κερδίζοντας συνεχώς έδαφος, περισφίγγουν τους επαναστάτες μέσα στην πόλη και αρχίζουν να τη βομβαρδίζουν. Οι κινήσεις του Μεχμέτ Εμίν (Αμπού Λουμπούτ) έδειχναν άνθρωπο που ξέρει την αξία και τη σημασία των θέσεων. Οι επαναστάτες άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους. Καμία τάξη δεν παρατηρούνταν στα οχυρωματικά έργα, γιατί πολλοί φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους».
Τα τηλεβόλα του στρατάρχη έμεναν σχεδόν άχρηστα, μέχρι τη στιγμή εκείνη, μετά όμως και τις τελευταίες ανακατατάξεις στις θέσεις των Τούρκων και των Ναουσαίων, ήρθε η ώρα τους. Μετά από διαταγή του άρχισαν να βομβαρδίζουν την πόλη, αν και δεν είχαν οπτική επαφή με αυτή. Οι οβίδες έπεφταν έξω από το περίβολο της πόλης, κάποιες όμως έπεσαν και μέσα στο περίβολο, χωρίς όμως να προκαλέσουν μεγάλες ζημίες. Τότε μία ομάδα επαναστατών που φρουρούσαν την πρώτη Σκάλα με τους Σιουγκαραίους και τον Κούντση, περνώντας από την κατηφόρα του Παπαράντου, διέκοψε τη συγκοινωνία των Τούρκων που ανέβαιναν από εκεί.
Έτσι, ο Γάτσος τους βρήκε αποκομμένους από το υπόλοιπο σώμα τους και τους επιτέθηκε λυσσαλέως. Ο πανικός τους ήταν φοβερός. Πολλοί από αυτούς για να γλιτώσουν, πηδούσαν από τη σκοπιά (καραούλι) και τελικώς σκοτώνονταν στα βράχια, άλλοι έτρεχαν στην κατηφόρα που οδηγούσε στο ρέμα στο Σιασιάκι, αλλά ο Γάτσος σταμάτησε λίγο πιο κάτω από αυτούς, για να τους έχει απέναντί του, γιατί, όπως έλεγε, «είχε σκοπό να τους φάει όλους».
Μετά από αυτά τα επεισόδια, εξακολούθησε ο βομβαρδισμός της πόλης με τα ίδια, όπως και πριν, αποτελέσματα. Συμπλοκές μεταξύ των Τούρκων που προσπαθούσαν να ανεβούν προς την πόλη και των επαναστατών που φρουρούσαν έξω από αυτήν έγιναν στο Βάντο, στη Βεροιώτικη, στις πλαγιές του Σπηλαίου και στον Άγιο Θεολόγο, αναγκάζοντας, τελικώς τον Τουρκικό στρατό να υποχωρήσει στις προηγούμενες θέσεις του. Το σώμα όμως που είχε εγκλωβιστεί και πολιορκούνταν στη θέση του Παπαράντου, δε μπορούσε να υποχωρήσει και απελπισμένο έκανε έφοδο κατά των επαναστατών για να μπορέσει να σωθεί και να οδηγηθεί στο στρατόπεδό τους.
Οι επαναστάτες, αν και ήταν αρκετοί, δε μπόρεσαν να αντισταθούν στην ορμή τους, και υποχώρησαν προς την πόλη. Ελεύθεροι από την πίεση των επαναστατών, οι Τούρκοι στρατιώτες προχώρησαν προς το δρόμο που οδηγεί στα Αλώνια. Βλέποντας την πόλη τόσο κοντά τους όρμησαν, άλλοι προσπαθώντας να ανέβουν στα τείχη και άλλοι προς την πύλη. Όμως ο Γιαννάκης Καρατάσος κατάφερε και τους απέκρουσε, τρέποντάς τους σε φυγή. Έτσι επέστρεψαν στον Παπαράντο, καταστρέφοντας φυτά και ότι άλλο έβρισκαν μπροστά τους.
Οι Τελευταίες Προτάσεις του Στρατάρχη στους Ναουσαίους
Αμπού Λουμπούτ, αν και βρισκόταν έξω από την πόλη, καταλάβαινε ότι δεν ήταν εύκολο να καταλάβει την πόλη και δίσταζε να διατάξει γενική επίθεση, φοβούμενος τις μεγάλες απώλειες που θα είχε, αλλά και το αβέβαιο της έκβασης της επίθεσης. Η κάθε καθυστέρηση όμως είχε και τον κίνδυνο ότι θα μπορούσαν να επαναστατήσουν και άλλες πόλεις της Μακεδονίας, παίρνοντας παράδειγμα από τη Νάουσα και το ότι ο τουρκικός στρατός αδυνατούσε να επιβάλει την κυριαρχία του.
Θέλησε, λοιπόν, να δοκιμάσει και πάλι τη διαπραγματευτική οδό, ζητώντας από τους Ναουσαίους την απλή υποταγή και να καταθέσουν τα όπλα τους, δίνοντας υπόσχεση για γενική αμνηστία και χάρη για τα όσα είχαν γίνει, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μία ολόκληρη μέρα πέρασε για τις διαπραγματεύσεις αυτές μεταξύ αγγελιοφόρων του στρατάρχη και των Ναουσαίων. Τελικώς οι επαναστάτες απήντησαν αρνητικώς στις προτάσεις του Αμπού Λουμπούτ.
Αμέσως δόθηκε η διαταγή σε όλο το στρατό να πλυθεί, να καθαριστεί για τη μεσημεριανή προσευχή της Παρασκευής (τζιουμά Ιουλέν ναμαζί - Cuma öğle namazı) και μετά να ετοιμαστεί για μία μεγάλη και ορμητική έφοδο κατά της πόλης. Υπόσχεση του στρατηγού στους στρατιώτες του ήταν ότι δίνει όλους τους κατοίκους της πόλης με τις περιουσίες τους για λεία τους, αφού όμως αφαιρεθεί το ένα δέκατο το οποίο θα δοθεί αποκλειστικώς και μόνο σε όποιον στρατιώτη μπει πρώτος στην πόλη.
Η Στενή Πολιορκία της Πόλης Αρχίζει
Αμέσως, μετά την προσευχή, όλος ο τουρκικός στρατός κινητοποιήθηκε. Ανέβηκε χωρίς καμία δυσκολία στο Μοναχό Πλάτανο και έξω από το κιόσκι και επιτέθηκαν με ορμή προς την πύλη του Κιοσκιού. Υποχώρησαν όμως, όταν δέχθηκαν σφοδρά πυρά από τους επαναστάτες που φρουρούσαν την πύλη και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας πίσω τους και πάλι πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ένα σώμα στρατιωτών προχώρησε προς την πύλη του Αγίου Γεωργίου, αλλά όταν έφτασε κάτω από τους απότομους βράχους που έπρεπε να περάσει, δίστασε να προχωρήσει. Ένα μικρό του τμήμα μόνο κατάφερε να φτάσει έξω από την πύλη, αλλά έπαθε πανωλεθρία από τους υπερασπιστές της.
Το σχέδιο των Ναουσαίων ήταν, όπως είπαμε, να τοποθετηθούν όλοι οι οπλαρχηγοί με τους άντρες τους έξω από τα τείχη της πόλης ή μέσα σε αυτήν. Η διαταγή αυτή εφαρμόστηκε και έτσι μπροστά από τη Νάουσα, για αντιπερισπασμό των Τούρκων, ήταν τα σώματα του Καρατάσου, του Γάτσου, του Κούντση και του Καραμήτσιου. Στο σώμα δε του Καρατάσου είχε ενωθεί και το σώμα του γιου του, Τσιάμη Καρατάσου.
Η πόλη ήταν, πια, σε μια περίεργη στενή πολιορκία. Ο εχθρός κατέλαβε μόνο την Ανατολική πλευρά και μικρό μέρος από τα Βόρεια και Νότια, όλη η Δυτική πλευρά και το μεγαλύτερο μέρος στα Βόρεια και Νότια ήταν ελεύθερα. Ο Στρατάρχης δε θέλησε να εφαρμόσει την πολύ στενή πολιορκία, όπως είχε κάνει ο Πασιόμπεης, κατά την πολιορκία της πόλης, από τους Αλβανούς, περιμένοντας να αναγκαστούν οι Ναουσαίοι να παραδοθούν. Σκοπός του ήταν να κυριεύσει και να καταστρέψει την πόλη για παραδειγματισμό όλων των άλλων πόλεων της Μακεδονίας που οι φήμες έλεγαν ότι πολλές από αυτές ετοιμάζονταν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Νάουσας.
Πολλοί αναφέρουν -μεταξύ αυτών και ο Στουγιαννάκης- ότι η φυγή του άμαχου πληθυσμού είχε αρχίσει ήδη κατά τις ημέρες αυτές. Ασυγχώρητο λάθος των αρχηγών, των οργανωτών του σχεδίου για την άμυνα και τη σωτηρία της πόλης ήταν το ότι δεν φρόντισαν να εξασφαλίσουν τρόπο διαφυγής των γυναικόπαιδων και γενικώς του άμαχου πληθυσμού, για την περίπτωση που αυτό θα ήταν επιβεβλημένο.
Ακόμη και κατά τις τελευταίες αυτές μέρες μπορούσαν να το κάνουν, αφού τα δύο τρίτα γύρω από την πόλη ήταν ακόμη ελεύθερα και τα κρατούσαν, μάλιστα, μεγάλοι οπλαρχηγοί (ο Καρατάσος τον Άγιο Θεολόγο και ο Γάτσος τον Πρόδρομο και το Κουκούλι). Ίσως δε μπορούσαν να φανταστούν ότι η πόλη μπορούσε να αλωθεί, αν και το ότι είχαν οχυρωμένες θέσεις, σε περίπτωση υποχώρησης, δε συνηγορεί σε αυτή την υπόθεση. Πάντως, στο δυτικό πύργο της πόλης, εκεί που ήταν ο πύργος του Ζαφειράκη πολύ καλά οχυρωμένος, είχαν μεταφέρει τα πολύτιμα πράγματά τους ο Ζαφειράκης, ο Καρατάσος και οι στενοί φίλοι τους.
Από την ημέρα που οι επαναστάτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους εκτός της πόλης και συγκεντρώθηκαν μέσα στην πόλη, καμία τάξη και πειθαρχία δε φαίνεται να υπήρχε στην άμυνα της πόλης. Ο καθένας έπαιρνε μέρος στις μάχες που γίνονταν, αλλά ταυτοχρόνως νοιαζόταν και φρόντιζε για το πώς θα εξασφάλιζε την οικογένεια και την περιουσία του. Από τη στιγμή αυτή αναγκαστικώς ήρθε η χαλάρωση της πειθαρχίας και οι σχεδιασμοί των οπλαρχηγών δεν υλοποιούνταν στο ακέραιο. Η δυσφορία και ένας αόριστος φόβος για το αύριο άρχισε να κυριεύει τους κατοίκους της πόλης, οι περισσότεροι από τους οπλίτες παραμελούσαν τα καθήκοντά τους και παρόλο που φαίνονταν ατάραχοι, κατά βάθος η αγωνία ήταν βέβαιη.
Στις δυνάμεις των Τούρκων προστέθηκαν και άλλες που κατέφθασαν από διάφορες επαρχίες και ο Στρατάρχης Αμπού-Λουμπούτ ήδη επιτέθηκε κατά της πόλης από τέσσερις πλευρές: Δύο από τις πύλες του Κιοσκιού, του Αγίου Γεωργίου και των Αλωνιών . Η επίθεση στα Αλώνια σταμάτησε γρήγορα,αφού ο Γάτσος, με τους άντρες του, από τον Άγιο Αθανάσιο κατάφερε να περάσει δίπλα από τον τουρκικό στρατό και ενίσχυσε την άμυνα. Στην πύλη που βρισκόταν στα Μπατάνια δεν επιτέθηκαν, αφού εκεί φρουρούσε ο Καρατάσος, με μεγάλο αριθμό οπλιτών.
Βομβαρδισμός της Πόλης
Ο Στρατάρχης διέταξε να μεταφέρουν τα τηλεβόλα στην περιοχή έξω από τις πύλες του Κιοσκιού (γέφυρα και Κιόσκι) και από εκεί να αρχίσουν τους βομβαρδισμούς κατά της πόλης, αλλά κυρίως κατά του τείχους και των πυλών. Ο Κεχαγιά-Μπέης του επισήμανε ότι η επιχείρηση αυτή ήταν πολύ ριψοκίνδυνη και χωρίς κανένα σημαντικό αποτέλεσμα γι’ αυτούς, επειδή το μέρος που θα τοποθετούνταν τα τηλεβόλα, ήταν γυμνό και ανοιχτό, έχοντας το πλεονέκτημα οι αμυνόμενοι Ναουσαίοι να τους ρίχνουν στο ψαχνό αποδεκατίζοντάς τους.
Η επιμονή του στρατάρχη ήταν οριστική και έτσι τέθηκαν σε εφαρμογή οι εντολές του. Άρχισαν οι βομβαρδισμοί κατά του τείχους και της μεσαίας πύλης. Οι οχυρωμένοι επαναστάτες, με ομοβροντίες εύστοχων πυροβολισμών, σκότωσαν όλους τους πυροβολητές, αναγκάζοντας το στρατάρχη να ζητήσει και άλλους, αλλά και πάλι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μετέφεραν τα τηλεβόλα και τα τοποθέτησαν με στόχο, πλέον, την πύλη του Αγίου Γεωργίου που δεν ήταν καλά ορατή εξαιτίας των βράχων και όταν άρχισαν να βάλουν κατά του πύργου, είχαν και πάλι τα ίδια αποτελέσματα, χάνοντας και τους νέους πυροβολητές.
Τότε διέταξε γενική έφοδο εναντίον και των τριών πυλών. Στην πύλη του Αγίου Γεωργίου βρίσκονταν και την υπερασπίζονταν ο Ζαφειράκης και οι Σιουγκαραίοι που κατάφεραν, με μεγάλη επιτυχία, να αποκρούσουν τέσσερις συνεχόμενες επιθέσεις των Τούρκων, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους. Στην πύλη της γέφυρας του Κιοσκιού, επίσης, ο Λάζος Ραμαντάνης με τους άντρες τους ανάγκασαν τους επιτιθέμενους, από την πρώτη κιόλας επίθεση, να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και να υποχωρήσουν.
Στο Κιόσκι μόνο για μία φορά εφόρμησαν οι Τούρκοι και προσπάθησαν να σπάσουν την πύλη με τσεκούρια. Εκεί ο Γιαννάκης Καρατάσος, αφού τους άφησε να συγκεντρωθούν, αρκετοί που νόμιζαν ότι θα έσπαζαν την πύλη και θα εφορμούσαν μέσα στην πόλη, ξαφνικά ο ίδιος και οι άντρες του άνοιξαν την πύλη και βγήκαν με τα γιαταγάνια στα χέρια και επιτέθηκαν με τόση λύσσα, ώστε οι Τούρκοι, σε μία στιγμή, βρέθηκαν από επιτιθέμενοι καταδιωκόμενοι μέχρι την Παναγιωπούλα.
Μετά από λίγο επαναλήφθηκαν οι ίδιες επιθέσεις, με πολύ περισσότερη ορμή και αποφασιστικότητα, αλλά και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αν και ήταν περίοδος ημερών του Πάσχα, οι πολιορκημένοι Ναουσαίοι φρουρούσαν κάθε πιθανό σημείο που μπορούσε να δεχθεί επίθεση από τον τουρκικό στρατό. Το «Χριστός Ανέστη» έγινε μέσα σε πυροβολισμούς και συρράξεις σε όλο το μήκος του τείχους και των πυλών. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, οι αρχηγοί Γάτσος και Καρατάσος επιτέθηκαν εκτός των τειχών στο «Μοναχό πλάτανο» και στα «Αλώνια» ξαφνικά και με ορμή τέτοια που ανάγκασαν και πάλι τους Τούρκους να υποχωρήσουν ατάκτως και πανικοβλημένοι στις θέσεις τους, πίσω εκεί που ήταν και το στρατόπεδό τους.
Βλέποντας ο Στρατάρχης μαζί με τον Κεχαγιά-Μπέη την αποτυχία της επιχείρησης και τις απώλειες του στρατού τους, δε μπορούσαν να πιστέψουν πώς ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό. Οι αρχικοί δισταγμοί, σχετικώς με το απόρθητο της πόλης, πλανιόνταν, στην ατμόσφαιρα και η αγωνία τους για μια πιθανή αποτυχία φώλιαζε μέσα τους. Αυτό ήταν έκδηλο και κατά το πολεμικό συμβούλιο που έγινε το βράδυ της ίδιας μέρας, αφού δε μπόρεσαν να καταλήξουν σε καμία απόφαση για το πώς θα ενεργήσουν και η αμηχανία τους αυτή ενίσχυε τους δισταγμούς τους.
Η επόμενη μέρα δεν ήταν καλύτερη για τον Αμπού-Λουμπούτ και το στρατό του. Οι επιθέσεις τους ήταν με πολύ περισσότερη λύσσα και πείσμα και διήρκησαν για όλη τη μέρα χωρίς όμως και πάλι να έχουν έστω και ένα θετικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως οι απώλειές τους ήταν πολύ περισσότερες και τα πεδία των μαχών έξω από τα τείχη γέμισαν από άψυχα κουφάρια Τούρκων στρατιωτών και άλλων που πολεμούσαν μαζί τους για να δείξουν προθυμία και αφοσίωση στην Υψηλή Πύλη.
Χωρίς καμία συμπλοκή πέρασε η επόμενη μέρα και θα ήταν χωρίς καμία αξία, αν το πρωί δε συνέβαινε το παρακάτω περιστατικό: Κάποιος γέρος οπλίτης, από τη δύναμη του Ολυμπίου Διαμαντή, αγρυπνούσε στο περίπτερο του πύργου του Αγίου Γεωργίου. Ήταν περίπου 3.00΄ τα ξημερώματα, όταν άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο που έμοιαζε σα να βάδιζαν πολλοί άνθρωποι μαζί και να κατευθύνονταν προς το μέρος που ήταν ο ίδιος. Αμέσως ξύπνησε τον Καραμήτρο που κοιμόταν δίπλα του και χαμηλοφώνως του ζήτησε να εξακριβώσει και ο ίδιος το θόρυβο που νόμιζε ότι άκουγε.
Ο Καραμήτρος, αφού αφουγκράσθηκε για λίγο, είπε στο γέρο οπλίτη ότι στρατιωτικό σώμα βαδίζει προς την πύλη των Αλωνιών ελπίζοντας να την βρει αφύλαχτη. Αμέσως δε πήγε στο αρχονταρίκι του Αγίου Γεωργίου που εκεί κοιμόταν ο Γιαννάκης Καρατάσος και ο Ολύμπιος Διαμαντής και γρήγορα τους ενημέρωσε για όσα άκουσε αυτός και ο γέρος οπλίτης. Και οι δύο οπλαρχηγοί πετάχτηκαν, αμέσως, όρθιοι και ακολούθησαν τον Καραμήτρο που τους οδήγησε σε ένα μέρος που ήταν κατάλληλο για να μπορέσουν να ακούσουν και οι ίδιοι τα όσα συνέβαιναν.
Η παρατήρηση του Καραμήτρου επιβεβαιώθηκε πλήρως. Πραγματικά, βάδιζε στρατός προς την πύλη των Αλωνιών ή προς την κρυφή πύλη της Μάντρας. Ο Γιαννάκης Καρατάσος, παίρνοντας μαζί του αρκετούς άντρες, πήγε αμέσως στην πύλη των Αλωνιών και ο Ολύμπιος Διαμαντής με τους άντρες του και κάποιους άλλους, που φρουρούσαν εκεί, βγήκαν από την κρυφή πύλη και ακολούθησαν αθόρυβα το Τουρκικό σώμα.
Ο Τουρκικός στρατός, εκείνη την ώρα, βρισκόταν μακριά από τα οχυρώματα του Αγίου Γεωργίου και της πύλης των Αλωνιών, έτσι ώστε η προσοχή όλων να είναι στραμμένη μακριά από αυτό το σώμα που θα προσπαθούσε να μπει στην πόλη από την πύλη των Αλωνιών, που πίστευαν και ήλπιζαν να είναι χωρίς φρουρά ή έστω και αν είχε φρουρά, να μη φρουρούνταν επαρκώς.
Μόλις το τουρκικό σώμα έφτασε στην πύλη και οι Τούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να την παραβιάσουν και να ανεβούν στα τείχη, ο Γιαννάκης Καρατάσος διέταξε πυρ. Αυτή η ξαφνική για τους Τούρκους ομοβροντία πυροβολισμών τους αιφνιδίασε και μέσα σε σύγχυση αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ατάκτως. Κατά την υποχώρησή τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους άντρες του Ολυμπίου Διαμαντή που τους ακολουθούσαν αθόρυβα. Η σύγκρουση, που ακολούθησε, ήταν δραματική, από επιτιθέμενοι βρέθηκαν αμυνόμενοι και οι αμυνόμενοι, γνωρίζοντας ότι τους είχαν μεταξύ δύο πυρών, γίνονταν περισσότερο επιθετικοί.
Το πρωί τους βρήκε να πολεμούν ακόμη. Τελικώς οι ελάχιστοι που κατάφεραν να επιβιώσουν από το τουρκικό σώμα, διασκορπίστηκαν ατάκτως, χωρίς να τους καταδιώξουν περισσότερο οι επαναστάτες.
Από τους πρωινούς αυτούς πυροβολισμούς οι υπόλοιποι Ναουσαίοι, που δε γνώριζαν το τι ακριβώς συνέβαινε, νόμισαν ότι η πόλη κυριεύτηκε από τους εχθρούς και ο τουρκικός στρατός ήταν ήδη μέσα σε αυτήν. Φρίκη και κρύος ιδρώτας έλουσε όλους και ο καθένας, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, πυροβολούσε ασκόπως, δημιουργώντας μεγαλύτερη σύγχυση. Η σύγχυση αυτή κράτησε μέχρι και την ώρα που εμφανίστηκαν οι αρχηγοί της επανάστασης, ήρεμοι και ατάραχοι, και μπόρεσε να μάθει από αυτούς ο κόσμος το τι ακριβώς συνέβη στη νυχτερινή εκείνη συμπλοκή.
Το ίδιο συναίσθημα φόβου και αβεβαιότητας ένοιωσε και ο Τούρκος Στρατάρχης, γιατί νόμισε ότι οι Ναουσαίοι μπόρεσαν και βρήκαν ευκαιρία να μπουν στο στρατόπεδό του το πρωί και έτσι μη γνωρίζοντας τι να κάμει,πήγαινε από λόχο σε λόχο, ζητώντας να μάθει περισσότερες πληροφορίες για το τι ακριβώς γινόταν. Με το φως της ημέρας που έγιναν γνωστά τα γεγονότα της νύχτας, ηρέμισε και ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του.
Όλη την υπόλοιπη ημέρα δεν έγινε καμία άλλη κίνηση ή εχθροπραξία, πλήρης ησυχία και στασιμότητα. Μόνο τα βήματα των περιπόλων που κινούνταν στους δρόμους της πόλης ακούγονταν μέσα σε αυτή την απόλυτη ησυχία. Πρωτόγνωρο συναίσθημα για τους πολιορκημένους Ναουσαίους που όλες αυτές τις μέρες είχαν συνηθίσει στο καθημερινό και ακατάπαυστο άκουσμα πυροβολισμών και φωνών. Μια αόριστη δυσφορία και αγωνία άρχισε να κυριεύει όλους που προαισθάνονταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε.
Οι Τούρκοι Μπαίνουν στην Πόλη
Tα μεσάνυχτα της Τετάρτης, ξημερώνοντας Πέμπτη, της Διακαινησίμου εβδομάδας, τέσσερις οπλίτες, γνωστοί των φρουρών, ήλθαν στο περίπτερο που βρισκόταν μεταξύ της πύλης και του πύργου του Αγίου Γεωργίου. Μέσα και έξω από το περίπτερο διανυκτέρευαν και φρουρούσαν περίπου πενήντα οπλίτες, άλλοι κοιμώμενοι και άλλοι απλά ξαπλωμένοι για να ξεκουραστούν. Μαζί με αυτούς ενώθηκαν και αυτοί οι τέσσερις νέοι οπλίτες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε την άποψη του Στουγιαννάκη και πολλών άλλων που αποδίδουν την πτώση και άλωση της πόλης σε προδοσία και υποστηρίζουν ότι αυτοί οι τέσσερις ήταν οπαδοί του Μάμαντη και της αντιπολιτευόμενης μερίδας του Ζαφειράκη. Αναφέρουν, λοιπόν, ότι κανένας έλεγχος δε γινόταν για το ποιός έμπαινε και έβγαινε από τις πύλες των τειχών, πράξη που δε μπορεί να σταθεί σε καμία λογική και μάλιστα σε περίοδο πολέμου και πολιορκίας.
Στις πέντε το πρωί, της ίδιας μέρας, ο Τουρκικός στρατός περνούσε από αυτή την πύλη κατά εκατοντάδες,σκοτώνοντας όλη την εκεί φρουρά, εκτός από πολύ λίγους που κατάφεραν να γλιτώσουν. Ο Διαμαντής Ολύμπιος πρόλαβε να κλείσει την πύλη της εκκλησίας και αφού κατέλαβε τον πύργο, αμυνόταν με σθένος, αλλά ήταν αδύνατο να σταματήσει την εισβολή των Τούρκων που προχωρούσαν ακάθεκτοι. Οι τούρκοι στρατιώτες, με τσεκούρια, κατάφεραν και γκρέμισαν την πύλη της περιοχής της εκκλησίας και η μάχη, που ακολούθησε, ήταν φονικότατη.
Τη λειτουργία που έκανε, εκείνη τη στιγμή, ο ιερέας Παπαγιαννάκης, την τελείωσε μέσα στους πυροβολισμούς και τις κραυγές των τραυματιών. Μέσα στην εκκλησία, εκτός του Παπαγιαννάκη, υπήρχε ο ιερέας Παπαδημήτρης Σακελλάριος, ο ιερέας Παπαγεράσιμος και ακόμη ένας ιερέας μαζί με τριάντα περίπου πολίτες που εκκλησιάζονταν. Όλοι οι παραπάνω σκοτώθηκαν μέσα στην εκκλησία.
Ο Διαμαντής και όσοι έμειναν μαζί του εξόρμησαν από τον πύργο με τα γιαταγάνια στα χέρια και επιτέθηκαν στους Τούρκους, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Αφού κατάφεραν να τους διασπάσουν, πολεμώντας πέρασαν μέσα από τους δρόμους της πόλης και έφτασαν στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου. Οι Αδελφοί Σιούγκαρη, που φρουρούσαν στην πύλη του Κιοσκιού, έφτασαν, αμέσως, φέρνοντας μαζί τους 85 οπλίτες: Από το Περισιώρι 20, από το Δραζίλοβο 40 και 25 από το Τέχοβο και συγκρούσθηκαν με τους Τούρκους στην πύλη της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.
Οι περισσότεροι από αυτούς έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι και οι Σιουγκαραίοι, τελικώς, οδηγήθηκαν και αυτοί, όπως και ο Διαμαντής, στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου.
Οι Μάχες και η Αντίσταση μέσα στην Πόλη
‘Ολος ο τουρκικός στρατός, που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Κεχαγιά-Μπέη, μαζί με όσους άλλους τον ακολουθούσαν, είχαν μπει ήδη μέσα στην πόλη και λυσσαλέα είχαν ορμήσει στα σπίτια της Νάουσας, με σκοπό τη λεηλασία, όπως τους είχαν υποσχεθεί οι αρχηγοί τους. Η πόλη ολόκληρη είχε γεμίσει από τούρκους στρατιώτες και άτακτα πλήθη πλιατσικολόγων που ακολουθούν πάντα τα επιτιθέμενα στρατεύματα. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει το κλίμα που επικρατούσε μέσα στην πόλη:
Φωνές, πυροβολισμοί, κλάματα, κρότοι και ότι άλλο ακολουθεί, όταν αλωθεί μία πόλη από βαρβάρους.Στον Άγιο Δημήτριο ήδη είχε καταφύγει ο Ολύμπιος Διαμαντής και οι Σιουγκαραίοι με τους άντρες τους που γνώριζαν ότι εκεί θα γινόταν η τελευταία και μεγαλύτερη μάχη.
Άλλοι Ναουσαίοι οδήγησαν τον Κωτούλα, γιο του Καρατάσου, στο δυτικό πύργο του Ζαφειράκη και μέσα στο πλήθος των εχθρών μάχονταν, ακόμη, απεγνωσμένα, όταν έφτασαν για βοήθειά τους οι αδελφοί Σιούγκαρη που όρμησαν χωρίς κανένα δισταγμό κατά των Τούρκων και μετά από μια φονικότατη μάχη κατόρθωσαν να διασπάσουν το στρατό και να πάρουν μαζί τους τον Κωτούλα, με σκοπό να πάνε στον Πύργο και στον Άγιο Νικόλαο που εκεί ο Τσιάμης Καρατάσος με όσους είχε μαζί του, φύλαγε και διευκόλυνε τη διαφυγή των πανικόβλητων κατοίκων της πόλης.
Μόλις όμως προχώρησαν, στα πρώτα 200 μέτρα, βρέθηκαν σε άλλη μεγάλη συμπλοκή που γινόταν στην πλατεία της βρύσης του Αγίου Δημητρίου. Εκατό περίπου Ναουσαίοι, Δραζιλοβίτες, Τεχοβίτες και από άλλα χωριά ΒΑ της Νάουσας, μαζί με τρεις ιερείς και τον πρωτοσύγκελο Παπαγρηγόρη μάχονταν με αυτοθυσία.
Η μάχη ήταν δυσανάλογη, αφού μάχονταν εναντίον σε 500 τούρκους που μέσα σε λίγη ώρα έγιναν περίπου 2000. Οχύρωσαν τον Κωτούλα σε κάποια γωνία και με τα γιαταγάνια και τα πιστόλια στα χέρια βοηθούσαν τους συμπατριώτες τους που αμύνονταν, εξαντλημένοι από την κούραση. Οι Σιουγκαραίοι φώναζαν: «θάρρος, αδέλφια» αλλά αυτό, δυστυχώς, είχε χαθεί από το δυσανάλογο των δυνάμεων, μέχρι τη στιγμή που ήρθε σε βοήθειά τους ο Διαμαντής που κατάφερε και έδωσε τέλος σε αυτή την απεγνωσμένη συμπλοκή.
Τη μάχη αυτή κατηύθυνε κάποιος λαμπροφορεμένος Αλή-Μπέης από τη Θεσσαλονίκη. Ο Δημήτρης Σιούγκαρης, αφού άφησε τον Κωτούλα στα αδέλφια του, μαζί με 15 άντρες του όρμησαν εναντίον του Μπέη, πηδώντας τοίχους και φράχτες σπιτιών. Με τον πρώτο, πολύ εύστοχο πυροβολισμό, ο Μπέης έπεσε στο έδαφος και οι στρατιώτες του που είδαν αυτό, αμέσως τράπηκαν σε φυγή. Ο Δημήτρης Σιούγκαρης πήρε λάφυρα τα όπλα του Μπέη και οι άντρες του όλα τα υπάρχοντα που είχε μαζί του.
Ο Λάζος Ραμαντάνης, που βρισκόταν στον πύργο της γέφυρας του Κιοσκιού, μόλις έμαθε ότι οι Τούρκοι είχαν μπει μέσα στην πόλη, διέλυσε τη φρουρά του Κιοσκιού και διέταξε τους άντρες του να πάνε ο καθένας στο σπίτι του για να σώσει ότι μπορούσε. Ο ίδιος, μαζί με 25 παλληκάρια του, πήγε στο σπίτι του για να σώσει τη γυναίκα και την κόρη του. Παντού, από όπου και αν περνούσε, έβρισκε στρατιώτες να μπαίνουν στα σπίτια της Νάουσας και να λεηλατούν. Όταν έφτασε στο σπίτι του, κατάφερε και πήρε την οικογένειά του και τη μετέφερε μαχόμενος στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Ο Ζαφειράκης βρισκόταν στον Άγιο Δημήτριο, την ώρα που οι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη. Η οικογένειά του,μαζί με τις οικογένειες του Καρατάσου και του Γάτσου, βρισκόταν ήδη εκεί μαζί του. Άκουγε τους έντονους πυροβολισμούς αλλά δε φαντάστηκε ότι η πόλη είχε πέσει και οι εχθροί βρίσκονταν ήδη μέσα σε αυτή. Ξαφνιάστηκε, όταν το έμαθε, αλλά και πάλι νόμισε ότι κάποιος αστειευόταν μαζί του, όπως πολλές φορές γινόταν αυτό.
Όταν όμως έφτασε χλωμός και τρομοκρατημένος ο Αγγελάκης Γκοντύλης με τη γυναίκα του, κατάλαβε ότι δεν ήταν αστείο, αλλά η δραματική πραγματικότητα. Αμέσως τον διέταξε να συνοδεύσει την οικογένειά του μαζί με τις οικογένειες και των άλλων οπλαρχηγών στον Πύργο και ο ίδιος κατακόκκινος και μέσα στον ιδρώτα, μαζί με τους άντρες του, βγήκε έξω. Βγαίνοντας από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου συνήντησε μια ομάδα επαναστατών που τον ενημέρωσαν για τα σημεία που βρίσκονταν οι τούρκοι στρατιώτες και παίρνοντας και αυτούς μαζί του κατευθύνθηκε προς τη Μητρόπολη, χωρίς να συναντήσει κανένα άλλο στο δρόμο του.
Προχωρώντας, συνέχισε προς την πλατεία «Καμένα». Εκεί συνήντησε πολλές οικογένειες που προσπαθούσαν να φύγουν από την πόλη, κατευθυνόμενοι προς τον Άγιο Νικόλα. Στοδρόμο που οδηγούσε προς τον Άγιο Δημήτριο, βρέθηκε αντιμέτωπος με 300 περίπου Τούρκους στρατιώτες που άνοιγαν σπίτια, λεηλατώντας τα και σφάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο Ζαφειράκης διέταξε το Δημήτρη Μισυρλή να παραμείνει εκεί, αφήνοντάς του και τους μισούς άντρες του, ενώ ο ίδιος με τους άλλους μισούς πέρασε μέσα από τους Τούρκους που ήταν απασχολημένοι με τη λεηλασία και μόλις έφτασε στην Ψηλή Βρύση, διέταξε πυρ κατά των στρατιωτών.
Οι Τούρκοι που γλίτωσαν από τους εύστοχους πυροβολισμούς των αντρών του Ζαφειράκη, προσπάθησαν να ξεφύγουν, πηγαίνοντας στο δρόμο που οδηγούσε στα «Καμένα». Εκεί όμως τους περίμενε ο Μισυρλής και τους υποδέχθηκε με μία παρόμοια ομοβροντία πυροβολισμών. Οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν το νου τους μόνο στη λεηλασία και πολλοί από αυτούς ούτε που είχαν σκεφτεί να γεμίσουν τα όπλα τους, άλλοι μάλιστα δεν είχαν ούτε καν τα όπλα μαζί τους. Ο δρόμος εκεί γέμισε από πτώματα και από ολόκληρο το σώμα των 300 στρατιωτών δε σώθηκε κανένας.
Το σπίτι του Ζαφειράκη είχε μείνει άδειο και μόνο λίγοι φρουροί ήταν σε αυτό. Οι πρώτοι από τους Τούρκους, που θα έμπαιναν σ’ αυτό, θα μπορούσαν να πάρουν τα περισσότερα και καλύτερα από τα λάφυρα που όλοι γνώριζαν ότι υπήρχαν μέσα και γι’ αυτό όλοι προσπαθούσαν να είναι από τους πρώτους που θα έφταναν εκεί για να λαφυραγωγήσουν. Πάνω από 1000 είχαν μαζευτεί, έξω από τις δύο πλευρές του σπιτιού.
Κατόρθωσαν με πολλές προσπάθειες, να παραβιάσουν την πόρτα και τελικώς να μπουν μέσα σε αυτό, αλλά δε βρήκαν τους θησαυρούς που πίστευαν ότι θα έβρισκαν. Βρήκαν όλες τις πόρτες κλειστές και τον Κούντση σαν Κέρβερο να φρουρεί εκεί για να μη μπορέσει να περάσει κανένας. Οι Τούρκοι στρατιώτες δεν είχαν μαζί τους πυρομαχικά για να γεμίσουν τα όπλα τους και αυτό έδωσε το πλεονέκτημα στον Κούντση να γεμίσει το χώρο του σπιτιού του Ζαφειράκη με πτώματα.
Λυσσαλέες συμπλοκές, επίσης, γίνονταν και στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και στη Μητρόπολη. Γύρω από τη Μητρόπολη, μία ομάδα αρκετών Ναουσαίων πολιτών, πανικόβλητοι σκεπτόταν ποιό δρόμο να ακολουθήσει για να σωθεί. Ο Ταήρ-Μπέης, υποστράτηγος του Αμπού Λουμπούτ, δεν ήταν καλύτερος από τους απλούς στρατιώτες όσο αφορά την απρονοησία. Αμέριμνος και χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις και ετοιμότητα προχωρούσε έφιππος προς τη Μητρόπολη. Ο Κώστας Κωστούλας και ο Γιώργος Φασούλας άδειασαν τα όπλα τους πάνω στον Ταήρ-Μπέη και με εύστοχες βολές τον έριξαν νεκρό κάτω από το άλογό του.
Με το που έπεσε νεκρός ο αρχηγός, η μάχη πήρε μεγάλες διαστάσεις και γενικεύτηκε. Οι παραπάνω δύο Ναουσαίοι επαναστάτες μαζί με πολλούς άλλους, σκοτώθηκαν, αλλά και πολλοί από τους τούρκους στρατιώτες είχαν την ίδια με αυτούς μοίρα. Από την πύλη της Υπαπαντής μέχρι την πύλη της Μητρόπολης τα πτώματα κάλυψαν το δρόμο σα να ήταν στοιβαγμένα σε σωρούς.
Με το που έμαθαν οι οπλαρχηγοί, που βρίσκονταν έξω από την πόλη, ότι ο εχθρός μπήκε σ’ αυτήν, αμέσως και οι ίδιοι με τους άντρες τους μπήκαν στην πόλη και μάχονταν μαζί με τους υπόλοιπους Ναουσαίους. Οι τούρκοι στρατιώτες, μαζί με όλους τους πλιατσικολόγους που τους ακολουθούσαν, ήταν,κατά πολύ, περισσότεροι από τους αμυνόμενους και ο αναμεταξύ τους αγώνας άνισος. Αμυνόμενοι και επιτιθέμενοι όλοι τους οδηγούνταν προς το στρατηγείο των επαναστατών που βρισκόταν στον Πύργο του Ζαφειράκη, οι μεν για να βρουν σωτηρία, οι δε για να εξαλείψουν εντελώς την άμυνα της πόλης.
Ο Κεχαγιά-Μπέης, με το που μπήκε στην πόλη, κατευθύνθηκε πρώτα στο σπίτι του Ζαφειράκη, έχοντας υπόψη του ότι οι θησαυροί που υπήρχαν εκεί τον περίμεναν, αλλά ίσως εξαντλούνταν από τους στρατιώτες του και δε θα προλάβαινε να πάρει το μερίδιό του. Όταν έφτασε, λοιπόν, εκεί βρήκε τις πόρτες σπασμένες και το σπίτι εντελώς άδειο. Αφού έκανε και ο ίδιος ένα τελευταίο έλεγχο, στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο της πόλης που το βρήκε χωρίς φρουρά και υπερασπιστές.
Καταλαμβάνοντάς το βρήκε μέσα φυλακισμένους τους πολιτικούς αντιπάλους του Ζαφειράκη που ήταν έγκλειστοι σε όλο το διάστημα της πολιορκίας της πόλης. Αφού τους απελευθέρωσε, έτρεξαν στα σπίτια τους, αλλά τα βρήκαν κατεστραμμένα και τις οικογένειές τους να έχουν αρπαχθεί από τους εισβολείς.
Η Μάχη στο Δυτικό Πύργο (Πύργος Ζαφειράκη)
Την επόμενη μέρα, από το πρωί ο Κεχαγιά-Μπέης βγήκε να ερευνήσει το δυτικό Πύργο και τη γύρω από αυτόν περιοχή, αφού από ολόκληρη την πόλη, ήταν πια το μόνο μέρος που κρατούσαν οι επαναστάτες Ναουσαίοι.
Ο δυτικός Πύργος, ή ο Πύργος του Ζαφειράκη όπως τον έλεγαν, βρισκόταν στην περισσότερο ασφαλή και οχυρωμένη τοποθεσία και φάνταζε σαν την ακρόπολη της Νάουσας. Μέσα σε αυτόν υπήρχαν άφθονα τρόφιμα και πυρομαχικά και ήταν προετοιμασμένος για τέτοιες περιπτώσεις πολιορκίας. Με την άλωση της πόλης όμως οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να σώσουν τους εαυτούς τους, την οικογένειά τους και ότι άλλο πολύτιμο αγαθό διέθεταν. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις ο Ζαφειράκης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί δε μπόρεσαν να συγκεντρώσουν περισσότερους από οκτακόσιους άνδρες για να αντισταθούν στην αναμενόμενη επίθεση των Τούρκων εισβολέων.
Στο στενό χώρο του Πύργου που ήταν γεμάτος από ένοπλους άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροντες, ήταν πρακτικά δύσκολο έως και αδύνατο να μπορέσουν να αντισταθούν αποτελεσματικώς και για πολύ χρόνο οι υπερασπιστές του. Παρόλα αυτά όμως αντιστάθηκαν, για αρκετό χρόνο, στους πολλαπλάσιους εχθρούς, αλλά και τόλμησαν και πέτυχαν ηρωική έξοδο, με αποτέλεσμα να σωθούν οι περισσότεροι από αυτούς και στη συνέχεια να πολεμήσουν σε άλλα μέρη για την πολυπόθητη απελευθέρωση της Ελλάδας.
Ο Στρατάρχης είχε στήσει τη σκηνή του στην Παναγιωπούλα και από εκεί διέταξε κάποιον Αλβανό Μπέη να καταλάβει το δυτικό Πύργο. Ο Μπέης, φοβούμενος προφανώς το δύσκολο της επιχείρησης, αρνήθηκε να αναλάβει την αποστολή και ο στρατάρχης, αφού διέταξε τη σύλληψή του, αργότερα τον μετέφερε δέσμιο στην Θεσσαλονίκη, όπου και τον αποκεφάλισε. Μετά την άρνηση του Αλβανού Μπέη, ο στρατάρχης διέταξε τον Κεχαγιά-Μπέη να ξεκινήσει τις εφόδους για να καταλάβουν και το τελευταίο αυτό καταφύγιο των επαναστατών.
Τα τηλεβόλα στήθηκαν στο λόφο του Αη-Λιά και άρχισαν να βομβαρδίζουν τον Πύργο, χωρίς όμως να έχουν κανένα σημαντικό αποτέλεσμα. Οι αμυνόμενοι, με εύστοχες βολές, σκότωναν τους χειριστές των πυροβόλων και ο Κεχαγιά-Μπέης συνεχώς τους αντικαθιστούσε με νέους που και αυτοί όμως είχαν την ίδια τύχη με τους προηγούμενους. Τρεις φορές άλλαξαν τις θέσεις των τηλεβόλων, αλλά πάντα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα: Να σκοτώνονται οι πυροβολητές και να μην προξενούν καμία σημαντική απώλεια στον Πύργο και σε αυτούς που ήταν μέσα σε αυτόν.
Εγκαταλείποντας τα τηλεβόλα διατάχθηκε γενική έφοδος, αλλά και αυτή αποκρούσθηκε από τους υπερασπιστές του Πύργου. Το ίδιο ακολούθησε για ακόμη τρεις φορές, πάντα όμως με το ίδιο αποτέλεσμα, μέχρι που νύχτωσε και σταμάτησαν οι επιθέσεις και δόθηκε τέλος σε αυτή τη λυσσαλέα μάχη. Η τάφρος που ήταν σκαμμένη γύρω από τον Πύργο, είχε γεμίσει από πτώματα τούρκων στρατιωτών.
Η Έξοδος από τον Πύργο
Γύρω στις 4 το πρωί της επόμενης μέρας (12η Απριλίου 1822), ο Ζαφειράκης διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι όσοι βρίσκονταν στον Πύργο. Σχημάτισε έτσι ένα σώμα στο οποίο, στο κέντρο του, είχε τοποθετήσει τα γυναικόπαιδα και γύρω από αυτά όλους όσους μπορούσαν να κρατήσουν όπλα.
Με αυτό το σχηματισμό βγήκαν από τον Πύργο, με ομοβροντίες ανταλλασσόμενων πυροβολισμών, πέρασαν μέσα από τους Τούρκους πολιορκητές και αφού ενώθηκαν με τους άντρες των άλλων οπλαρχηγών, έφτασαν κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Η βραδυπορία των γυναικόπαιδων δυσκόλευε την ελευθερία κινήσεων των οπλιτών, αλλά και με αυτές τις συνθήκες, γύρω στις μία το μεσημέρι, είχαν φτάσει στο δρόμο που οδηγούσε από το Σέλι προς το Φραγκότσι. Στο σημείο αυτό τους βρήκε ο Τουρκικός στρατός που στάλθηκε από τον Αμπού Λουμπούτ για να τους καταδιώξει.
Σε μία άνιση μάχη που ακολούθησε, οι τούρκοι στρατιώτες κατάφεραν να διασπάσουν τους επαναστάτες και μέσα στην σύγχυση που επακολούθησε, να συλλάβουν τα γυναικόπαιδα, μεταξύ των οποίων ήταν η γυναίκα και η κόρη του Ζαφειράκη, οι γυναίκες των οπλαρχηγών Καρατάσου και Γάτσου, η γυναίκα και η κόρη του Λάζου Ραμαντάνη και να τα μεταφέρουν αιχμάλωτα στο Στρατάρχη.
Αν και διασπασμένοι οι οπλαρχηγοί μπόρεσαν να συγκεντρώσουν και πάλι περίπου 800 άντρες. Με αυτούς, μετά από πολλούς αγώνες, έφτασαν στην περιοχή του Αλιάκμονα, όπου χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες. Από αυτούς άλλοι δια μέσου της Ηπείρου οδηγήθηκαν στο Μεσολόγγι, όπως ο Καρατάσος με τους γιούς του Τσιάμη και Κωτούλα και ο Γάτσος με τον αδελφό του Πέτρο, άλλοι μέσω της Θεσσαλίας στη Λαμία, όπως ο Καραμήτσιος, ο Κούντσης, ο Καραμπατάκης, ο Διαμαντής και πολλοί άλλοι. Οι οπλαρχηγοί αυτοί εξακολούθησαν τον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες και διακρίθηκαν σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις.
Εκτός όμως των παραπάνω οπλαρχηγών που οδηγήθηκαν σε άλλα μέρη της Νότιας Ελλάδας για να συνεχίσουν τον αγώνα τους, πολλοί άλλοι, με τα ανταρτικά σώματα που δημιούργησαν, έμειναν στα βουνά της περιοχής,από την Έδεσσα μέχρι και τη Βέροια, και με ακράτητο μίσος εκδικούνταν για την καταστροφή της πόλης. Προσπάθησαν να σώσουν τα γυναικόπαιδα που αρπάχθηκαν από τη Νάουσα και αφού δε μπόρεσαν να το κατορθώσουν, έστειλαν μία επιστολή στον Τούρκο Διοικητή της Θεσσαλονίκης με την οποία ζητούσαν να απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι της Νάουσας, διαφορετικά θα εκδικούνταν με το να σφάζουν τον κάθε Τούρκο που θα έπεφτε στα χέρια τους.
Φυσικό ήταν να μη γίνει δεκτό το αίτημά τους και μέσα σε λίγο χρόνο, πραγματοποιώντας τις απειλές τους, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος κάθε Τούρκου της ευρύτερης περιοχής. Σε ένα από τα ανταρτικά σώματα που αριθμούσε πάνω από τριακόσιους άνδρες, επικεφαλής ήταν ο Αναστάσιος Καμπίτης, ο Ιωάννης Κατσαούνης και ο Κώστας Μαλάμος.
Κάποια νύχτα, το σώμα αυτό βρισκόταν κοντά στο χωριό Δοβρά, με σκοπό να επιτεθεί σε Μουσουλμάνους κατοίκους της Βέροιας. Την παρουσία τους εκεί όμως πληροφορήθηκαν οι επικεφαλής των καταδιωκτικών Τουρκικών σωμάτων, Γιαχγιά-Μπέης και Ζεϊνέλ Αγάς, και γρήγορα κατάφεραν και τους περικύκλωσαν στο μοναστήρι της Παναγίας που ήταν οχυρωμένοι. Λυσσαλέα μάχη έγινε, μέχρι το πρωί, με τους επαναστάτες να αντιστέκονται, έως τη στιγμή που αποφάσισαν να κάνουν έξοδο και να καταφύγουν στο Αρκουδοχώρι. Οι Τούρκοι συνέχισαν να τους καταδιώκουν και για τρία μερόνυχτα μάχονταν κυκλωμένοι χωρίς τρόπο διαφυγής. Τελικώς κατάφεραν και ξέφυγαν από τον τουρκικό κλοιό και οδηγήθηκαν στο εξωκλήσι του Αγιά Σωτήρη (Μεταμόρφωσης).
Εκεί έγινε και τρίτη μάχη και οι επαναστάτες κατάφεραν να σκοτώσουν τον Τούρκο αρχηγό Γιαχγιά-Μπέη, αλλά έχοντας σαν απώλεια το θάνατο ενός από τους αρχηγούς τους, του Κώστα Μαλάμου, που έπεσε ηρωικώς. Την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι κατάφεραν και συνέλαβαν τον άλλο αρχηγό των επαναστατών Αναστάσιο Καμπίτη, και έληξε η μάχη μεταφέροντάς τον στη Βέροια. Εκεί, σε έκτακτο ιατροδικαστικό συμβούλιο, εξακριβώθηκε η ταυτότητα του Καμπίτη και καταδικάστηκε σε θάνατο, η δε ποινή εκτελέστηκε αμέσως,γιατί, την ώρα εκείνη, ο ίδιος βρίζοντας τους Τούρκους, είπε:
«Είμαι άπιστος και γιός απίστου και δεν αναγνωρίζω τον προφήτη σας» και έτσι αμέσως παραδόθηκε στο δήμιο.
Ο Θάνατος του Ζαφειράκη και του Γιαννάκη Καρατάσου
Οταν στη μάχη του Σελίου, οι Τούρκοι στρατιώτες διέσπασαν τους επαναστάτες και συνέλαβαν τα γυναικόπαιδα, ο Ζαφειράκης και ο Γιαννάκης Καρατάσος, με μια ομάδα από εξήντα άντρες, συνεπλάκησαν και πάλι με το στρατό. Από τη συμπλοκή αυτή, τελικώς κατάφεραν και γλίτωσαν μόνο οι ίδιοι με άλλους δώδεκα άντρες τους. Αφού περιπλανήθηκαν μέσα στα βουνά, συνεχώς καταδιωκόμενοι, οδηγήθηκαν στο Δοβρά και από εκεί συνεχίζοντας έφτασαν στο δάσος «Σουφουλιό» που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Σταυρός και Επισκοπή Βεροίας.
Εκεί σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να φάνε, γιατί κάποιος από τους οπλίτες τους είχε γνωστούς εκεί και τους υποσχέθηκε ότι θα έφερνε τρόφιμα. Αυτός, όταν πήγε σε κάποιον από τους γνωστούς του, του εμπιστεύτηκε ότι βρισκόταν στο δάσος με το Ζαφειράκη και τον Καρατάσο. Ο χωρικός πρότεινε στον οπλίτη να μείνει στο σπίτι του για να ξεκουραστεί και ο ίδιος, στη συνέχεια, πήγε τρόφιμα στους υπόλοιπους επαναστάτες που περίμεναν στο δάσος.
Δεν είναι αποδεδειγμένο, αν ο ίδιος ή κάποιος άλλος που γνώριζε ή αντιλήφθηκε την παρουσία των επαναστατών στο δάσος του Σουφουλιού, ενημέρωσε τις τουρκικές αρχές που αμέσως κινητοποιήθηκαν και περικύκλωσαν το δάσος. Η επιχείρηση των Τούρκων ήταν άψογα οργανωμένη και η υπεροχή τους σε άντρες ήταν καθοριστικός παράγοντας για το αποτέλεσμα της μάχης που ακολούθησε.
Όλοι οι επαναστάτες, εκτός του γιου του Ζαφειράκη, Φίλιππου, σκοτώθηκαν μέσα στις ομοβροντίες πυροβολισμών που έριχναν οι τούρκοι στρατιώτες. Ο Φίλιππος πρόλαβε και άλλαξε τα ρούχα του με τα ρούχα ενός βοσκού, κατάφερε να ξεφύγει και να πάει στην Κλεισούρα. Οι Τούρκοι, βρίσκοντας τα πτώματα του Ζαφειράκη και Γιαννάκη Καρατάσου, τα αποκεφάλισαν και μετέφεραν τα κεφάλια τους σαν τρόπαιο στο στρατάρχη Αμπού-Λουμπούτ.
Στις 12 Απριλίου, ο στρατάρχης, αφού μπήκε στην πόλη, οδηγήθηκε στο Κιόσκι και διέταξε να του στήσουν εκεί τη σκηνή. Αμέσως μετά, με συνοδεία πολυάριθμης φρουράς, κατευθύνθηκε στον Πύργο του Ζαφειράκη, που ήδη είχε καταλάβει ο στρατός του, και μέσα σε αυτόν φύλαγε τα λάφυρα και όσα γυναικόπαιδα είχαν αιχμαλωτίσει. Στη διαδρομή αυτή που έκανε, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πτώματα επαναστατών, ανάμεσα σε πολύ περισσότερα πτώματα στρατιωτών του. Ο ίδιος οργίστηκε τόσο πολύ που σε όλη τη διαδρομή δε σταμάτησε να βρίζει και να εκστομίζει απειλές κατά των Ναουσαίων που τόση ζημία έκαναν στο στράτευμά του. Εκτός εαυτού έγινε, όταν πέρασε το δρόμο για τον Πύργο και έφτασε γύρω από τον Πύργο. Εξαγριωμένος έδωσε διαταγή να μην αφήσουν να ξεφύγει κανένας και να συλλάβουν όλους όσους βρίσκουν μέσα στην πόλη.
Αφού τελείωσε την επιθεώρηση, κατσουφιασμένος επέστρεψε στη σκηνή του στο Κιόσκι. Οι στρατιώτες του παρουσίασαν τις αιχμάλωτες γυναίκες των τριών αρχηγών των Ναουσαίων και τα κεφάλια των Ζαφειράκη και Γιαννάκη Καρατάσου. Διέταξε να τις φρουρούν συνεχώς και συνέχισε την πορεία του για τη σκηνή του.
Τη 13η Απριλίου ο στρατάρχης διέταξε το στρατό του να εφορμήσει σε όλα τα γύρω χωριά της Νάουσας για να τα λεηλατήσουν. Πενήντα χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες και όσους από τους κατοίκους συλλάμβαναν, τους έσφαζαν επιτόπου. Την ίδια τύχη είχαν τα μοναστήρια και τα εξωκλήσια που βρίσκονταν στα περίχωρα της Νάουσας.
Η Σφαγή στο Κιόσκι και το Ολοκαύτωμα της Πόλης
Την ίδια μέρα, ενώ οι σφαγές και οι λεηλασίες συνεχίζονταν μέσα στην πόλη, ο στρατάρχης διέταξε τη σφαγή στο Κιόσκι όλων των αντρών αιχμαλώτων που ήταν ηλικίας μεταξύ των 15 και 65 ετών.
Είχαν φέρει από τη Βέροια δήμιους Τσιγγάνους, με περισσότερο ξακουστούς τους Αρχιδήμιους Πάντσιο και Καραχασάν. Αλλά προθυμότεροι, ωμότεροι και περισσότερο θηριώδεις αναδείχθηκαν οι 600 περίπου Εβραίοι που ήλθαν ως εθελοντές από τη Θεσσαλονίκη. Αυτοί, όπως και σε άλλες περιστάσεις, ήταν τυφλά όργανα των Τούρκων και οι τρομερότεροι σφαγείς των Χριστιανών. Δύο από αυτούς, ο Αβραάμ και ο Ιωσέφ, ζούσαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι και το 1865. Ο τελευταίος, μάλιστα, περηφανευόταν ότι μέσα σε μία μέρα έσφαξε 64 Ναουσαίους.
Η αποτρόπαια διαταγή του στρατάρχη εκτελέσθηκε πιστά. Στους 1241 φτάνει ο αριθμός των σφαγμένων στο Κιόσκι της Νάουσας. Όσοι οδηγούνταν για να θανατωθούν, στην αρχή τους ρωτούσαν το ονοματεπώνυμό τους, την ηλικία τους και το επάγγελμά τους, στη συνέχεια τους ρωτούσαν, εάν είχαν κρυμμένα κάπου χρήματα ή αν γνώριζαν να έχει κάποιος άλλος. Τελευταία και καθοριστικά ρωτούσαν, αν θέλουν να αλλαξοπιστήσουν και να ασπαστούν τον Ισλαμισμό. Σε περίπτωση άρνησής τους οδηγούνταν αμέσως στο δήμιο ο οποίος αφού τους ξεγύμνωνε, τους αποκεφάλιζε μπροστά στο στρατάρχη που καθόταν εκεί και παρακολουθούσε όλη τη σφαγή.
Στο να σταματήσει αυτή η άγρια ανθρωποσφαγή, αφορμή ήταν το παρακάτω περιστατικό:
Κάποιος, με το όνομα Νίκος Κοκοβίτης, ράφτης στο επάγγελμα, οδηγήθηκε, μετά την παραπάνω διαδικασία, στους δήμιους για να τον αποκεφαλίσουν. Μόλις του έκοψαν το κεφάλι, αυτός, αντί να πέσει κάτω, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατά προς τη σκηνή του στρατάρχη. Έπειτα άλλαξε κατεύθυνση, πήδησε κάποιο αυλάκι και προχώρησε προς τη γέφυρα. Εκεί, μόλις τον ακούμπησε κάποιος Αλβανός, έπεσε κάτω. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από τους Τούρκους θαύμα και δόθηκε διαταγή να σταματήσει η σφαγή και πραγματικά, μετά από αυτόν δε σφάχτηκε κανείς άλλος.
Ο Αμπού-Λουμπούτ, τις επόμενες μέρες που παρέμεινε στη Νάουσα, ασχολήθηκε αποκλειστικώς με τη συγκέντρωση των λαφύρων και των αιχμαλώτων, με την αποστολή καταδιωκτικών αποσπασμάτων για να βρουν και να συλλάβουν όσους επαναστάτες έφυγαν από την πόλη, με το κάψιμο των σπιτιών και την καταστροφή του τείχους της πόλης.
Για να επιτύχει καλύτερα το τελευταίο, έφερε χωρικούς και τσιγγάνους που με τη συνοδεία μουσικής κατεδάφιζαν το τείχος. Μετά, ανέβασε τα τηλεβόλα του στο λόφο του Αγίου Θεολόγου και από εκεί βομβάρδιζε την πόλη και τα τείχη της.
Η υψηλή θερμοκρασία που επικρατούσε, εκείνες τις ημέρες, σε συνδυασμό με τις φωτιές των πυρπολημένων σπιτιών, έκανε τα πτώματα, που άρχισαν να αποσυντίθενται, να μυρίζουν ανυπόφορα. Για το λόγο αυτό ο στρατάρχης έφερε και άλλους χωρικούς, αγγαρεύοντάς τους να ρίχνουν στη φωτιά όσα βρίσκονταν μέσα στην πόλη και όσα βρίσκονταν στο Κιόσκι να ανοίγουν λάκκους και να τα ρίχνουν σ’ αυτούς, σκεπάζοντάς τα με πέτρες και χώματα. Οι λάκκοι αυτοί ανοίχθηκαν στη βορειοανατολική πλευρά του Κιοσκιού.
Ο Ηρωικός Θάνατος των Ναουσαίων Γυναικών
Παρότι ακολούθησε δεύτερη διαταγή του στρατάρχη που απαγόρευε να σκοτώνονται όσοι συλλαμβάνονταν, οι στρατιώτες και πολύ περισσότερο οι άτακτοι ακόλουθοι του στρατού, με προεξέχοντες τους Εβραίους, δε σεβάσθηκαν κανένα από τους συλληφθέντες:
Ατίμαζαν κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, άνοιγαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών για να δουν, αν το μωρό είναι αρσενικό ή θηλυκό, μωρά άρπαζαν από τις μητέρες τους και τα κατέσφαζαν.
Τέσσερις νέους, αφού τους έκοψαν τα χέρια, τους έβαλαν πάνω σε ένα σωρό από πτώματα και τους καλούσαν να αλλαξοπιστήσουν. Αφού αρνούνταν βρίζοντάς τους, τους έκοψαν, με τη σειρά, τις μύτες, τα χείλια και τέλος βγάζοντάς τους και τα μάτια, τους εγκατέλειψαν εκεί ετοιμοθάνατους.
Οι γυναίκες της Νάουσας αποδείχθηκαν το ίδιο ηρωικές. Το αίσθημα τιμής ήταν πολύ μεγάλο και αυτό αποδείχθηκε από τον ηρωικό θάνατο των δεκατριών γυναικών στους Στουμπάνους. Αυτές, μετά από καταδίωξη Τούρκων στρατιωτών, θέλοντας να αποφύγουν την ατίμωση που τις περίμενε, εάν συλλαμβάνονταν, προτίμησαν το θάνατο. Όταν καταδιωκόμενες έφτασαν στην Αράπιτσα και στο σημείο που ονομάζεται «Στουμπάνοι» εκεί, μη μπορώντας να βρουν διέξοδο, πιασμένες χέρι χέρι έπεσαν στον καταρράκτη μαζί με τα βρέφη που είχαν στην αγκαλιά τους.
Κάποια νεαρή, με το όνομα Λεμονιά, από τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου, καταδιωκόμενη από ομάδα έφιππων τούρκων έφτασε στην Αράπιτσα, σε ένα σημείο που ο ποταμός στενεύει αρκετά, αλλά έχει πολύ βάθος και απόκρημνες όχθες. Εκεί εγκλωβισμένη και ενισχυμένη από τη δύναμη της απελπισίας, χωρίς να διστάσει, κατάφερε και πήδησε πάνω από το ποτάμι και κατάφερε να σωθεί, γιατί οι έφιπποι που είδαν αυτό, νόμισαν ότι το μέρος ήταν βατό και όρμησαν για να συνεχίσουν την καταδίωξη, αλλά επειδή η απέναντι πλευρά ήταν ανώμαλη και ψηλότερη, δεν τα κατάφεραν και έπεσαν στις απόκρημνες όχθες του ποταμού βρίσκοντας το θάνατο. Η νεαρή όμως, αργότερα, συνελήφθη και σκοτώθηκε με φοβερά μαρτύρια.
Κάποιος Λάκης ή Γυφτολάκης, όπως τον φώναζαν, που έμενε κοντά στη Μητρόπολη, μόλις άκουσε θόρυβο και πυροβολισμούς έξω από το σπίτι του, άνοιξε το παράθυρο για να δει τι συμβαίνει, χωρίς να φανταστεί ότι Τούρκοι στρατιώτες θα πήγαιναν στο σπίτι του. Με πέντε μόλις σφαίρες στα πυρομαχικά του, μόλις είδε δώδεκα με δεκατέσσερις στρατιώτες πυροβολώντας να προσπαθούν να σπάσουν την πόρτα του και την πόρτα του γείτονά του, πυροβόλησε πέντε φορές εναντίον τους. Ήδη πέντε Τούρκοι έπεσαν νεκροί.
Συνεχίζοντας άρπαξε ένα ξύλο που βρήκε εκεί και με αυτό σκότωσε άλλους τρεις, μέχρι να προλάβουν να γεμίσουν τα όπλα τους οι υπόλοιποι και να πυροβολήσουν. Μετά, εντελώς ατάραχος, μπήκε στο σπίτι του, έκλεισε την πόρτα και μαζί με τη γυναίκα και το δίχρονο παιδί του πήδησαν στο κενό που υπήρχε μεταξύ του σπιτιού του και της Αράπιτσας και κρύφτηκαν εκεί σε κάποια σπηλιά.
Ο οπλαρχηγός Ζώτος, Αλβανός στην καταγωγή, τραυματισμένος σε κάποιο από τα οχυρώματα της πόλης, βλέποντας τους Τούρκους να πλησιάζουν και μη έχοντας άλλες δυνάμεις, για να μην πέσει στα χέρια τους, έβαλε φωτιά σε ένα σωρό από μπαρούτι και ανατινάχθηκε στον αέρα μαζί με τους Τούρκους και το οχυρό.
Τους επαναστάτες, που κατόρθωσαν να ξεφύγουν στα βουνά, τους ακολούθησαν οι γυναίκες τους έχοντας, στην πλειοψηφία τους, και τα μωρά στην αγκαλιά. Δε μπορούσαν όμως να ακολουθήσουν τους άντρες εξαιτίας του βάρους, αλλά και της φυσικής τους αδυναμίας. Για να μη προδίδουν τη θέση τους, όταν κρύβονταν από τα κλάματα των βρεφών, προτίμησαν οι ίδιοι να τα σκοτώσουν παρά να τα αφήσουν στα χέρια των Τούρκων.
Έτσι η Αικατερίνη, σύζυγος του Αγγελάκη Γκοντύλη, ακολουθούσε τον άντρα της μαζί με το δίχρονο, πρωτότοκο μωρό τους. Επειδή έκλαιγε, της διατάχθηκε να το εγκαταλείψει, πράξη την οποία και έκανε με πολύ δισταγμό. Επειδή όμως το μωρό έκλαιγε συνεχώς και ήταν κίνδυνος να προδοθούν, κάποιος από τους οπλίτες γύρισε και το σκότωσε.
Όταν οι Τούρκοι έσπασαν την πόρτα του σπιτιού του Χρυσάφη Σακελλαρίου, ο γιος του Αυξέντης προσποιήθηκε πως γευμάτιζε και τους κάλεσε με το συνηθισμένο «Μπουγιουρούμ» (ορίστε - κοπιάστε καθίστε στο τραπέζι). Ο πονηρός γέρος είχε καταλάβει ότι οι Τούρκοι θα έμπαιναν στο σπίτι του και με αυτό τον πρωτότυπο τρόπο προσπάθησε να γλιτώσει τις ζωές της οικογένειάς του. Είχε μαζέψει, στα γρήγορα, την οικογένειά του γύρω από το τραπέζι και προσποιούνταν ότι γευμάτιζαν. Οι στρατιώτες, βλέποντας να τρώνε, λεηλάτησαν το σπίτι, αλλά αυτόν και την οικογένειά του, χωρίς να τους πειράξουν, τους παρέδωσαν στον Κεχαγιά-Μπέη και του διηγήθηκαν το περιστατικό όπως τους βρήκαν. Ο Μπέης τους χάρισε τη ζωή, γλιτώνοντάς τους από τη σφαγή.
Ο Γιώργος Μπόγιου, όταν οδηγούνταν στη σφαγή και ρωτήθηκε από τον Αμπού-Λουμπούτ τα συνηθισμένα για την ηλικία, το επάγγελμά του κλπ, αυτός, μη γνωρίζοντας τουρκικά ή κάνοντας ότι δεν τα γνωρίζει, είπε «μπιρ φούρκα εδώ, μπιρ φούρκα εκεί» και με κωμικές χειρονομίες και μορφασμούς προσπαθούσε να δείξει ότι εργαζόταν στην υφαντουργία. Ο στρατάρχης ξέσπασε στα γέλια και τελικώς του χάρισε την ζωή.
Ο στρατάρχης είχε εκδώσει αυστηρές διαταγές, στις γύρω από τη Νάουσα πόλεις και χωριά, να συλλαμβάνουν όλους τους Ναουσαίους που κατέφευγαν εκεί είτε πριν είτε μετά την καταστροφή της πόλης και να τους παραδίνουν σε αυτόν τον ίδιο. Αυτό ήταν εύκολο να γίνει, γιατί οι Ναουσαίοι ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους στις γύρω πόλεις και χωριά, επειδή είχαν μακριά μαλλιά, ενώ όλοι οι άλλοι άφηναν μία τούφα στην κορυφή του κεφαλιού (τσιαμπάς) ή στο μπροστινό μέρος. Φάνηκαν πολύ πρόθυμοι να εκτελέσουν τις διαταγές αυτές του στρατάρχη, περισσότερο όμως από όλους ο Δημήτρης Μπουτζέγκας που παρέδωσε γύρω στους δεκαπέντε Ναουσαίους στο θάνατο.
Ο Τουρκικός στρατός και ιδιαιτέρως οι άτακτοι που τον ακολουθούσαν, αφού συγκέντρωσαν τη λεία τους που αποτελούνταν από χρήματα, όπλα, σκεύη, έπιπλα, ρούχα, εκκλησιαστικά σκεύη και αιχμαλώτους, αναχώρησαν για τις πατρίδες τους. Από όπου και εάν περνούσαν, έκαναν επίδειξη της λείας τους και ιδιαιτέρως των αιχμαλώτων στις αγορές.
Παντού όμως βρίσκονταν φιλάνθρωποι πατριώτες οι οποίοι εξαγόραζαν αιχμαλώτους και τους ελευθέρωναν ή απλώς μαθαίνοντας τα στοιχεία των αιχμαλώτων, ενημέρωναν τους συγγενείς τους και βοηθούσαν έτσι στη σωτηρία τους. Είναι όμως φοβερά τα μαρτύρια και οι ταλαιπωρίες που υποβλήθηκαν οι γυναίκες και ιδιαιτέρως οι κοπέλες που πωλήθηκαν για σκλάβες. Κάποια πολύ όμορφη και περιποιημένη νέα, με το όνομα Μαρούσια Ιωάννου Πασχαλίτσα, την ήθελε για γυναίκα του ο τριτότοκος γιος του Μπέη του Μοναστηρίου. Επειδή όμως αυτή δε δεχόταν, την έβαζαν να κάνει τις περισσότερο βαριές εργασίες.
Για να τις αποφύγει, προσποιήθηκε την παράλυτη και για πολλούς μήνες τη βασάνιζαν, καίγοντας τα πόδια και τα χέρια της με πυρακτωμένες βελόνες και καυτά σίδερα, χωρίς να δείξει αυτή ότι αισθανόταν τον πόνο, μέχρι που από τα πολλά βασανιστήρια και τη συνεχή ακινησία έγινε ράκος. Σε αυτή την κατάσταση την πούλησε τότε ο μπέης για εκατόν πενήντα γρόσια. Αφού γλίτωσε από τα βάσανα, η κοπέλα επέστρεψε στην Νάουσα και συντόμως ανέκτησε την υγεία της.
Στις 24 Απριλίου, με εντολή του στρατάρχη αγγελιοφόροι, ενημέρωναν στην έρημη, πλέον, Νάουσα αλλά και σε όλες τις πόλεις που είχε στη δικαιοδοσία του, την απονομή γενικής αμνηστίας σε όλους τους Ναουσαίους που είχαν σωθεί και τους καλούσε να επιστρέψουν στην πόλη, να παραλάβουν τις περιουσίες τους και να συνεχίζουν τη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά, όπως ήταν και πριν την επανάσταση. Μετά από λίγες μέρες, αφού συγκέντρωσε τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους του, ξεκίνησε για τη Βέροια και από εκεί για τη Θεσσαλονίκη, όπου μπήκε θριαμβευτικά, ακολουθούμενος από τους αιχμαλώτους, στις 7 Μαΐου του 1822.
Από τη Θεσσαλονίκη, που έμενε πια, ο αιμοσταγής στρατάρχης πληροφορήθηκε ότι και πάλι οι κάτοικοι της Νάουσας δε ζούσαν ήσυχα και ειρηνικά, αλλά βοηθούσαν και υποστήριζαν, με διάφορους τρόπους, τους συμπολίτες τους που δεν επέστρεψαν στην πόλη, αλλά ζούσαν στα βουνά, συνεχίζοντας τις εχθροπραξίες με τους τούρκους πολίτες. Με αυστηρή του διαταγή διέταξε τις αρχές της Βέροιας να καθυποτάξουν αυτά τα ανταρτικά σώματα και γενικώς να προσέχουν και να παρατηρούν λεπτομερώς όλες τις ενέργειες των Ναουσαίων.
Μαρτυρικός Θάνατος των Αιχμαλώτων
Τραγικότερος και πλέον αποτρόπαιος ήταν ο θάνατος των αιχμαλώτων της Νάουσας που μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Ο Πουκεβίλλ περιγράφει, με τα μελανότερα χρώματα, στον πολιτισμένο κόσμο όσες δραματικές σκηνές είδε εκεί με τα ίδια τα μάτια του. «. . . . πολλές γυναίκες γυμνές τις έβαζαν, μέχρι το λαιμό, μέσα σε σάκκους που είχαν γάτες και ποντίκια . . .»
Οι γυναίκες του Ζαφειράκη και του Γάτσου πέρασαν από τα ίδια βασανιστήρια. Λένε ότι μετά τα παραπάνω, με διαταγή του στρατάρχη, χτίστηκαν μέχρι το λαιμό στο τείχος, σε κάποια γωνία της Αγίας Σοφίας, και αφέθηκαν εκεί για κάποιες μέρες προς ψυχαγωγία του άγριου όχλου που πήγαινε εκεί βρίζοντας και χτυπώντας με ραβδιά τα κεφάλια τους, καθώς προεξείχαν του τείχους. Πέντε μέρες κράτησε αυτό το μαρτύριο. Τελευταία πέθανε η σύζυγος του Ζαφειράκη, μετά από ένα χτύπημα πέτρας που έριξε στο κεφάλι της μία γυναίκα από την Αιθιοπία.
Αυτή ήταν η τύχη και η καταστροφή της ξακουστής Νάουσας που μέσα από τη φρίκη της το Ελληνικό κράτος της έδωσε τον τίτλο της «Ηρωϊκής» πόλης που διατηρεί έως και σήμερα.
Ιστορικά Πρόσωπα
Αναστάσιος Καρατάσος ή Γεροκαρατάσος
Γεννήθηκε το 1764 στη Δοβρά Βέροιας. Μετά την καταστροφή της γενέτειρας του από τους Σαρηγκιούληδες, οι οποίοι κατέπνιξαν την ανταρσία του 1770 στο αίμα ,κατέφυγε με την οικογένειά του στο Διχαλεύρι της Νάουσας, όπου και μεγάλωσε. Από το 1782 έζησε ως κλέφτης, αφού κατατάχτηκε στο σώμα του Καπετάν- Ρομφαίη όπου και ξεχώρισε. Σύντομα απόκτησε τη δόξα του αήττητου και γενναίου. Έγινε ο ήρωας πολλών δημοτικών τραγουδιών που υμνούσαν τα κατορθώματα του.
Ο πόθος του για τη λευτεριά και η ανδρεία που έδειξε στις μάχες κατά των Τούρκων, τον ανάδειξαν σε πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου, αργότερα όμως έγινε καπετάνιος και οπλαρχηγός στις περιοχές Βαρδαρίου, Νάουσας και Βέροιας. Με την ιδιότητά του αυτή ο Καρατάσος βοήθησε τους Χριστιανούς και ορισμένους καλούς Τούρκους από τους κλέφτες Κόνιαρους. Το 1822, ο Καρατάσος, πήρε μέρος στην εξέγερση του λαού της Μακεδονίας, με τους οπλαρχηγούς Εμμανουήλ Παππά, Μπασδέκη, Γάτσο, Ζαφειράκη και άλλους κι ονομάστηκε αρχιστράτηγος της περιοχής εκείνης.
Πήρε μέρος στην επανάσταση της Νάουσας ,τον Απρίλιο του 1822. Στην επανάσταση αυτή αιχμαλωτίσθηκε ο γιος του Ιωάννης. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στην πόλη της Νάουσας, πήρε τους γιους του Δημήτριο και Κωνσταντίνο και μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς και 3 000 περίπου Μακεδόνες κατέφυγε μέσω της Δυτικής Μακεδονίας στην Ήπειρο και από εκεί πέρασε στην Ακαρνανία.
Το όνομα του συνδέθηκε με τον απελευθερωτικό αγώνα. Διακρίθηκε στη Πελοπόννησο. Αργότερα, οι κακουχίες τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από την ενεργό πολεμική δράση. Παρόλα αυτά δεν έπαυσε να αγωνίζεται στην Δυτική και Ανατολική Ελλάδα.
Στη μάχη του Πέτα πολέμησε γενναία στο πλευρό των οπλαρχηγών της Στερεάς. Ακόμη διακρίθηκε στους αγώνες των κατοίκων της Σκιάθου, της Εύβοιας και άλλων περιοχών. Ο Καρατάσος πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ, το 1824 και τον νίκησε στην τοποθεσία Σχοινόλακκα.
Την εποχή του Καποδίστρια του δόθηκε η διοίκηση της εβδόμης χιλιαρχίας . Πέθανε στην Ναύπακτο, 31 Ιανουαρίου 1830, με τιμές που αρμόζουν σε ένα στρατηγό.
Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος
Ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861), ήταν Αγωνιστής - οπλαρχηγός στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, που έδρασε στην περιοχή της Νάουσας κα αργότερα υπασπιστής του ΄Όθωνα.
Ο Καρατάσος, γιος του επίσης αγωνιστή Αναστάσιου Καρατάσου που πρωτοστάτησε ως οπλαρχηγός, γεννήθηκε το 1798 στο Διχαλεύρι (Στενήμαχος σήμερα), του Νομού Ημαθίας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, έλαβε μέρος νεότατος, ακολουθώντας τον πατέρα του, πολεμώντας πρώτα στη Νάουσα και μετά την καταστροφή της Νάουσας, στη Στερεά Ελλάδα. Το 1828, ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη Στερεά Ελλάδα, εναντίον των Οθωμανικών δυνάμεων.
Ήταν, όπως κι ο πατέρας του, οπαδός της Ελληνοσερβικής συμμαχίας, με σκοπό την αποτίναξη της Οθωμανικής επικυριαρχίας. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, ο Τσάμης Καρατάσος συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, συμμετέχοντας αργότερα στη νέα επανάσταση της Χαλκιδικής, το 1854, της οποίας και ήταν ένας από τους βασικούς υποκινητές της, γνωστός με το προσωνύμιο "Γερο-Τσάμης".
Συγκεκριμένα αναλαμβάνοντας ο Όθωνας Βασιλεύς της Ελλάδος και εκτιμώντας την μεγάλη του προσφορά τον προσέλαβε υπασπιστή του. Το 1847 όταν χρειάστηκε να του δοθεί επίσημο διαβατήριο για την επίσκεψη περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και την Κωνσταντινούπολη, ο τότε πρέσβης της Υψηλής Πύλης στην Αθήνα, Κωστάκης Μουσούρος, αρνήθηκε να του χορηγήσει με το αιτιολογικό ότι ήταν persona non grata. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή στο πρόσωπο του Βασιλέως Όθωνα όπου σε επικείμενη δεξίωση των Ανακτόρων που παρευρέθη ο Κ. Μουσούρος, κατόπιν πρόσκλησης, ο Όθωνας τον επιτίμησε έντονα παρουσία όλων.
Με υποκίνηση τότε του παριστάμενου Άγγλου πρέσβη Λάιον, (που άδραξε την ευκαιρία για υποκίνηση νέου επεισοδίου σε βάρος του Όθωνα), ο Κ. Μουσούρος αποχώρησε από τη δεξίωση όπου και ξέσπασαν τα λεγόμενα Μουσουρικά που είχαν ως επακόλουθο τη διακοπή για ένα περίπου έτος των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Παρά ταύτά την περίοδο 1844-1853, ο Καρατάσος ταξίδευσε στις Σερβικές κοινότητες της Τεργέστης και των Σκοπίων, με σκοπό να βρει υποστήριξη για τον κοινό σκοπό. Οι διαβουλεύσεις του, ήταν ημιεπίσημες, προσπαθώντας έτσι να διερευνήσει και να καλλιεργήσει κλίμα συνεργασίας, στη σφαίρα της μυστικής διπλωματίας.
Οι επαναστάσεις των Μακεδόνων είχαν την υποστήριξη του Όθωνα, που πίστευε ότι η απελευθέρωση της Μακεδονίας και άλλων περιοχών της Ελλάδας είναι δυνατή, ελπίζωντας σε Ρωσική στήριξη. Η επανάσταση, όμως απέτυχε, δημιουργώντας εντάσεις στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις τα προσεχή χρόνια.
Ο Καρατάσος ήταν πεπεισμένος ότι μόνο μια Ελληνοσερβική συμφωνία θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία αποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα Βαλκάνια. Το 1859 άρχισε να δημοσιεύει τις προτάσεις του σε άρθρα εφημερίδας, ενώ προσπαθούσε να προσεγγίσει τους εκπροσώπους των Σερβικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, προκειμένου να τον υποστηρίξουν και να τον βοηθήσουν στο σκοπό του. Ο Όθων ήταν θετικός και επικροτούσε αυτές τις επαφές. Έτσι το 1861, μετέβη στο Βελιγράδι για να υπογράψει την πρώτη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες. Κατά την παραμονή του εκεί, πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (πιθανόν από κάποια αρρώστια), ενώ σχεδίαζε κοινή εξέγερση Ελλήνων και Σέρβων. Μετά από μερικούς μήνες, ο Όθων αποπέμφθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις κυρίως των Άγγλων, λόγω λαϊκής εξέγερσης, που υπόψη υποκίνησαν οι ίδιες, κι έτσι η Ελληνοσερβική συμμαχία, έπρεπε να περιμένει 25 χρόνια, μέχρι να υπογραφεί η πρώτη συμφωνία το 1887, από τον Έλληνα πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και το Σέρβο ομόλογό του.
Άγγελος ή Αγγελής Γάτσος
Ο Άγγελος ή Αγγελής Γάτσος (1771-1839) ήταν οπλαρχηγός της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στους Σαρακηνούς Αλμωπίας του νομού Πέλλας. Περιγράφεται ως ψηλός, ξανθός και δασύτριχος. Ήταν αγράμματος και θεοσεβής, παρόλ' αυτά, ήταν ατρόμητος στις μάχες και ιδιαίτερα ρωμαλέος.
Ο Αγγελής Γάτσος έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επανάστασης, πολεμώντας στη Μακεδονία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Κατάγονταν από φτωχή οικογένεια των Σαρακηνών. Ο πατέρας του λέγονταν Δημήτριος (Μήτρος) και είχε τρεις γιους: τον Αγγελή, τον Πέτρο και έναν μικρότερο, και μία κόρη την Πέρση. Ο Αγγελής για βιοποριστικούς λόγους εγκατέλειψε τη γενέτειρά του σε ηλικία 16 ετών (το 1787) και μετέβη στο Πόζαρ (Λουτράκι) της κοιλάδας της Αλμωπίας. Εκεί, διατέλεσε φύλακας σε κοπάδια βουβαλιών του προύχοντα Ντουρνταβάκη.
Όταν, έμαθε ότι ο μπέης της περιοχής επρόκειτο να επισκεφτεί τον Ντουρνταβάκη με εχθρικούς σκοπούς, αποφάσισε να τον εξοντώσει, όπως και έκανε. Στη συνέχεια προμηθεύτηκε οπλισμό και διέφυγε μέσω του γειτονικού Τεχόβου (Καρυδιάς) στο Βέρμιο, όπου ακολούθησε κλέφτικη δράση. Τελικά εγκατέστησε την έδρα του στο Περισώρι. Η οικογένειά του αποτελούνταν από τη σύζυγό του Πρώια (ήταν χήρα από τους Σαρακηνούς την οποία νυμφεύτηκε ο Αγγελής Γάτσος), τις πέντε κόρες του, το γιο του Νικόλαο και τον υιοθετημένο γιο του Δημήτριο.
Σε ηλικία 20 ετών, κατατάσσεται στο κλέφτικο σώμα του Αναστάσιου Καρατάσου που δρούσε στο Βέρμιο. Οι Οθωμανοί τον επικηρύσσουν και αιχμαλωτίζουν τη γυναίκα του, που καταλήγει να πωλείται ως σκλάβα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο πριν από την εξέγερση της Νάουσας (αρχές Φεβρουαρίου του 1822) ο Αγγελής Γάτσος μεέφερε την οικογένειά του στη Νάουσα γιοα λόγους ασφαλείας. Ο Αγγελής Γάτσος συμμετείχε στα γεγονότα της Νάουσας με τους Αναστάσιο Καρατάσο, και το Γεώργιο Συρόπουλο. Προσπάθησε να καταλάβει τη Βέροια, επικεφαλής αποσπάσματος, με υπαρχηγούς τους Δημήτριο Σιουγκάρα και Λάζαρο Ραμαντάνη αλλά μετά την ισχυρή στρατιωτική επέμβαση των Οθωμανών, οι επιχειρήσεις απέτυχαν πλήρως, με αποκορύφωμα την καταστροφή της Νάουσας.
Κατά την είσοδο του Οθωμανικού στρατού στη Νάουσα, αιχμαλωτίστηκε ο γιος του, Νικόλαος, η σύζυγός του και οι κόρες του. Η σύζυγός του μάλιστα, έγκυος ούσα, ΄γεννησε στις φυλακές. Στη συνέχεια η οικογένειά του μεταφέρθηκε στις φυλακές της ΓΙάφας. Μετά την αποτυχία, ο Γάτσος ακολούθησε, ως υπαρχηγός, το σώμα του Καρατάσου στην περιοχή Ασπροποτάμου της Θεσσαλίας, μαζί με τους Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, Γ. Συρόπουλο, Τόλιο Λάζο και Κότα. Τον ακολούθησε επίσης, και ο υιοθετημένος (συγγενής του) Μήτσος.
Στις μάχες που διεξήχθησαν, σκοτώθηκε ο αδερφός του Πέτρος, στην Πλάκα Πραμάντων, την 30η Ιουλίου του 1822. Ως υπαρχηγός του Καρατάσου πολέμησε στη μάχη του Πέτα ένα μήνα μετά (τον Αύγουστο του 1822) και κατόπιν, επικεφαλής 100 Μακεδόνων, πολέμησε στη μάχη των Δερβενακίων υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, Φ. Χρυσανθακόπουλος ανέφερε μετά τη μάχη :
"Ο περίφημος καπετάνιος Γάτσος, ων εις τα όπλα εκ γενετής και σύντροφος αχώριστος του Ολύμπου και οι στρατιώτες του Μακεδόνες επολέμησαν εις τα Βασιλικά και τα Δερβενάκια γεwαίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδον άνδρας έχοντας ζήλον και εθνισμόν μέγαν".
Το 1823 συμμετέχει στις επιχειρήσεις της Σκιάθου και του Ευρίπου με τους Αν. Καρατάσο και Διαμαντή Νικολάου. Το ίδιο έτος πολέμησε στην Πελοπόννησο με τους Αν. Καρατάσο, Χατζηχρήστο και Κοντογιάννη, προτάσσωντας άμυνα στον Αιγυπτιακό στρατό. Το 1826 συγκρότησε δικό του σώμα με τους Κ. Δουμπιώτη και Κωνσταντίνο Μπίνο, στον Εύριπο. Το ίδιο έτος, επικεφαλής σώματος 500 ανδρών έδωσε σφοδρές μάχες στην περιοχή της Αταλάντης με τις Οθωμανικές δυνάμεις. Το 1827 συμετείχε στην επιχείρηση κατάληψης του Τρικερίου υπό τον Καρατάσο, μαζί με τους Μπίνο, Μήτρο Λιακόπουλο, Αποστολάρα Βασιλείου (από το Γομάτι Χαλκιδικής) και Γεώργιο Βελέντζα (από τον Αλμυρό).
Το 1830, με τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης, κατόρθωσε να απελευθερώσει το γιο του, Νικόλαο, ο οποίος στάλθηκε τελικά από τον Όθωνα, στο Μόναχο για στρατιωτική εκπαίδευση. Ο Αγγελής Γάτσος πολέμησε επίσης στο Κομπότι, στην Ύδρα, στο Μεσολόγγι και στην Ακρόπολη. Διακρίθηκε στην Καλαμάτα, όπου το σώμα των Μακεδόνων πέτυχε την πρώτη νίκη των Ελλήνων κατά του Ιμπραήμ. Μετά την απελευθέρωση, εγκαταστάθηκε στην Αταλάντη Φθιώτιδας, όπου και πέθανε πάμπτωχος, με τον τιμητικό βαθμό του συνταγματάρχη.
Ο υιοθετημένος του Αγγελή, Μήτσος Γάτσος, έφτασε τελικά, έως το βαθμό του αντιστράτηγου.
Αδαμάντιος ή Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος
Ο Αδαμάντιος ή Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος (1790- 19 Ιανουαρίου 1856), γνωστότερος ως Καπετάν Διαμαντής, ήταν κλεφταρματολός από την Πιερία, γόνος μεγάλης οικογένειας κλεφταρματολών.
Γεννήθηκε στα Ρυάκια (Ραίδιανη) Πιερίας. Ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος ήταν ο πρωτότοκος γιος του μεγάλου κλεφταρματολού και γενάρχη της οικογένειας Νικολάου Ραιδενιώτη (Ρυακιώτη) Ολύμπιου, γνωστότερου ως Νικολάου Κατερινιώτη Ολύμπιου. Το ΄΄Ραιδενιώτης΄΄ προέρχεται απ' τον τόπο καταγωγής της οικογένειας την Ραίδιανη (σημ. Ρυάκια Πιερίας). Το "Κατερινιώτης" προστέθηκε αργότερα λόγω του ότι το αρματολίκι του κλεφταρματολού Νικολάου Ραιδενιώτη ήταν η περιοχή της Κατερίνης. Το "Ολύμπιος" μαρτυρά τον τόπο δράσης των κλεφταρματολών που ήταν η ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου.
Ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος είχε αδερφούς, τον Κωνσταντίνο (1800-1854), και τον Χαρίση (1810-1858;) που ήταν ετεροθαλής (από άλλη μητέρα). O Δήμος Νικολάου Ολύμπιος (ή Ψαροδήμος) ήταν πρώτος ξάδελφος του, όπως γράφει σε μία έκθεσή του και ο ίδιος ο Ψαροδήμος. Ο καπετάν Διαμαντής υπήρξε γαμπρός της θρυλικής οικογένειας των Λαζαίων. Νυμφεύτηκε την Μεταξία, με την οποία απέκτησαν δύο γιους (τον Ιωάννη και τον Ξενοφώντα) και τρεις κόρες (από τις οποίες επέζησε μόνο η Ασπασία).
Έδρασε στους ορεινούς όγκους του Βερμίου, του Ολύμπου και των Πιερίων πριν από το 1821 και μετά την έκρηξη της Επανάστασης. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στο αρματολίκι της Κατερίνης. Τον Ιούνιο του 1821 έλαβε μέρος στην εξέγερση της Κασσάνδρας. Το 1822 έλαβε μέρος στις μάχες του Κολινδρού, της Καστανιάς και της Μηλιάς. Μετά την καταστροφή του Πύργου των Λαζαίων κατευθύνθηκε προς το Βέρμιο, για να εκδικηθεί το θάνατο των συντρόφων του από τα Πιέρια. Έπειτα συνέχισε τη δράση του στη Νότια Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Σκιάθο, όπου αντιμετώπισε με επιτυχία τους Τούρκους.
Στις 09/10/1823 συμμετέχει στη νικηφόρα μάχη της Σκιάθου κατά του Ναυάρχου του Σουλτάνου Μωχαμέτ Χουσρέτ Πασά (ο λεγόμενος Τοπάλ). Η προσωρινή κυβέρνηση και ο Άρειος Πάγος λόγω της γενναιότητας και της στρατιωτικής του ικανότητας τον διόρισαν αρχιστράτηγο Ευβοίας και Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Προξένησε τέτοια πλήγματα στους Τούρκους, ώστε οι τελευταίοι τον επικήρυξαν ως το «μεγαλύτερο μίασμα από τους Έλληνες». Αντιμετώπισε με επιτυχία τους Τούρκους στην Εύβοια και στη μάχη στα Βρυσάκια.
Ο διορισμός του ως αρχιστράτηγου όμως προκάλεσε έντονες τοπικιστικές έριδες στην Ανατολική Στερεά και Εύβοια που τις υποκινούσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, κινούμενος περισσότερο από προσωπικά κίνητρα. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε το 1823 όταν παρά τη συνεχή απειλή των Τούρκων, ο Νικόλαος Κριεζιώτης (μετά από επιστολές που του έγραψε ο Οδ. Ανδρούτσος) κινήθηκε εναντίον του. Ο Διαμαντής συνέτριψε τους εσωτερικούς αντιπάλους του στις διάφορες εμφύλιες συγκρούσεις, καθώς εξακολουθούσε να έχει την υποστήριξη της κυβέρνησης και του Ιωάννη Κωλέττη.
O Οδυσσέας Ανδρούτσος ενοχλήθηκε με την προαγωγή του Διαμαντή σε στρατηγό. Επιδίωκε να είναι αυτός στρατιωτικός ηγέτης της Ανατολικής Ελλάδος. Αντιπολιτεύεται και πολεμά τη νόμιμη κυβέρνηση, τον Άρειο Πάγο. Στέλνει στο Ξηροχώρι Ευβοίας (νύν Ιστιαία) τους Ευβοείς οπλαρχηγούς Τομάρα, Χαλκιά, Βερούση. Αυτοί λεηλατούν, προχωρούν σε ωμότητες, σκοτώνουν. Η γυναίκα του Διαμαντή Ολύμπιου μόλις απέφυγε την αιχμαλωσία. Ο Διαμαντής ύστερα από αυτήν την τροπή μετασταθμεύει σε Σκόπελο και Σκιάθο, για να προστατέψει τις οικογένειες των Μακεδόνων αγωνιστών.
Στην Εύβοια παραμένει ο Αναστάσιος Καρατάσος με την μεγαλύτερη δύναμη των βορειο- Ελλαδιτών αγωνιστών. Από τις Βόρειες Σποράδες ξεκίνησε πειρατική δράση εναντίον των παραλίων της Χαλκιδικής και της Πιερίας, με σκοπό αφενός να απασχολεί στρατιωτικά τους Τούρκους και αφετέρου να εξασφαλίσει πόρους για τη επιβίωση των Θεσσαλομακεδόνων που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στα νησιά των Βορείων Σποράδων, καθώς η κατάσταση εκεί ήταν απελπιστική.
Στίς 03 Νοεμβρίου 1827 συμμετέχει μαζί με τον αδελφό του Κώστα σε μυστική σύσκεψη πολλών οπλαρχηγών, κληρικών και προκρίτων που γίνεται στην Μονή του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο. Σε δύο αναφορές που υπογράφουν ( 30 περίπου συμμετέχοντες ) ζητούν να ενισχυθούν υλικά και να τους στείλει η Κυβέρνηση έναν επικεφαλής αξιοσέβαστο απ' όλους. Ζητούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη ως Γενικό Αρχηγό και τον Βαυαρό φιλέλληνα συνταγματάρχη Ηeideck ως (διευθυντή των πραγμάτων). Η κυβέρνηση συνέστησε υπομονή, καθώς το ζήτημα των τελικών συνόρων του υπό δημιουργία Ελληνικού κράτους, ήταν υπό διαπραγμάτευση.
Το 1828 μετέβη στο Ναύπλιο στην ορκωμοσία του Ιωάννη Καποδίστρια. Η νέα διακυβέρνηση συνέστησε σώμα Θεσσαλομακεδόνων με γενικό στρατηγό τον Τόλια Λάζο, με αποτέλεσμα ο Διαμαντής να επιστρέψει στο Όλυμπο με την αίσθηση ότι αδικήθηκε. Ο Ι. Καποδίστριας επέτρεψε τελικά τη διεξαγωγή επιχειρήσεων στη Μακεδονία, αλλά δεν προσέφερε κάποια ενίσχυση. Οι προσπάθειες του Διαμαντή και των άλλων Μακεδόνων δεν έφεραν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα στην Πιερία με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν φοβερά αντίποινα των Τούρκων κατά των ντόπιων κατοίκων. Έτσι πολλά γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν εκ νέου στις Βόρειες Σποράδες. Το 1829 όπως φαίνεται σε καταγραφή παροίκων της Σκοπέλου (02 Απριλίου 1829) βρίσκεται με την οικογένεια του στη νήσο Σκόπελο. Τον Ιούλιο του 1829 εκπροσωπεί τους Θεσσαλομακεδόνες αγωνιστές στην Δ' Εθνοσυνέλευση Άργους και προσφέρει στον Καποδίστρια την πληρεξουσιότητα τους.
Ο Καποδίστριας τον ευχαριστεί αλλά του δηλώνει πως δεν μπορεί να την χρησιμοποιήσει και του συνιστά όπως και προηγουμένως να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Τούρκους ελπίζωντας σε μελλοντική μεταβολή των πραγμάτων. Ο Διαμαντής προσπάθησε να συνθηκολογήσει με τους Τούρκους (μετά από τις συστάσεις του Καποδίστρια για φιλικές σχέσεις μαζί τους), προκειμένου να ανακτήσει το παλιό του αρματολίκι, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθώς οι Τούρκοι τον είχαν από παλιά επικηρύξει και το 1830 έστειλαν ισχυρές δυνάμεις για να συλλάβουν αυτόν και τον Μιχάλη Πετσάβα. Το 1831 βρίσκεται στη Σκόπελο, βάσει εγγράφου που απέστειλε στις 05/9/1831 στο Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, στους Λάζαρο και Γεώργιο Κουντουριώτη και στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο που βρίσκονταν στην Ύδρα. Ο Διαμαντής συνέχισε τη δράση του στη φρουρά Φθιώτιδας και Βοιωτίας με την αποστολή να εξουδετερώσει τα ληστρικά σώματα που λυμαίνονταν την περιοχή μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους.
Με απόφαση του Βασιλιά Όθωνα διορίζεται γερουσιαστής στις 16 Ιουνίου 1844 στο σώμα της Γερουσίας.
Το 1846 και συγκεκριμένα στίς 10 Μαρτίου 1846 βρίσκεται στην Αμαλιάπολη όπως φαίνεται από έγγραφο - βεβαίωση παροχής υπηρεσιών στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 του αγωνιστή Αντωνίου Χαδούλη Ολύμπιου που προσυπογράφει ο ίδιος ο Καπετάν Διαμαντής Ν. Ολύμπιος.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, η οικογένεια του Διαμαντή εγκαταστάθηκε στο Αχλάδι του Νομού Φθιώτιδας. Το όνομα του Διαμαντή δόθηκε σε κεντρικό δρόμο της πόλης της Θεσσαλονίκης (οδός Ολυμπίου Διαμαντή), καθώς επίσης στην πόλη της Κατερίνης, στην περιοχή Μυλαύλακου ενώ στα Καταφυγιώτικα της Κατερίνης τιμήθηκε ο πατέρας του, Νικόλαος Ραιδενιώτης Ολύμπιος (στο δρόμο δόθηκε το όνομα "Νικολάου Κατερινιώτου").
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)