Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Λαοδάμα, τί με ταῦτα κελεύετε κερτομέοντες;
κήδεά μοι καὶ μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶν ἤ περ ἄεθλοι,
155 ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα,
νῦν δὲ μεθ᾽ ὑμετέρῃ ἀγορῇ νόστοιο χατίζων
ἧμαι, λισσόμενος βασιλῆά τε πάντα τε δῆμον.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο νείκεσέ τ᾽ ἄντην·
«οὐ γάρ σ᾽ οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω
160 ἄθλων, οἷά τε πολλὰ μετ᾽ ἀνθρώποισι πέλονται,
ἀλλὰ τῷ ὅς θ᾽ ἅμα νηῒ πολυκληῗδι θαμίζων,
ἀρχὸς ναυτάων οἵ τε πρηκτῆρες ἔασι,
φόρτου τε μνήμων καὶ ἐπίσκοπος ᾖσιν ὁδαίων
κερδέων θ᾽ ἁρπαλέων· οὐδ᾽ ἀθλητῆρι ἔοικας.»
165 Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ξεῖν᾽, οὐ καλὸν ἔειπες· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας.
οὕτως οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦσιν
ἀνδράσιν, οὔτε φυὴν οὔτ᾽ ἂρ φρένας οὔτ᾽ ἀγορητύν.
ἄλλος μὲν γὰρ εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ,
170ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, οἱ δέ τ᾽ ἐς αὐτὸν
τερπόμενοι λεύσσουσιν· ὁ δ᾽ ἀσφαλέως ἀγορεύει
αἰδοῖ μειλιχίῃ, μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισιν,
ἐρχόμενον δ᾽ ἀνὰ ἄστυ θεὸν ὣς εἰσορόωσιν.
ἄλλος δ᾽ αὖ εἶδος μὲν ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν,
175 ἀλλ᾽ οὔ οἱ χάρις ἀμφιπεριστέφεται ἐπέεσσιν,
ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές, οὐδέ κεν ἄλλως
οὐδὲ θεὸς τεύξειε, νόον δ᾽ ἀποφώλιός ἐσσι.
ὤρινάς μοι θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν
εἰπὼν οὐ κατὰ κόσμον· ἐγὼ δ᾽ οὐ νῆϊς ἀέθλων,
180 ὡς σύ γε μυθεῖαι, ἀλλ᾽ ἐν πρώτοισιν ὀΐω
ἔμμεναι, ὄφρ᾽ ἥβῃ τε πεποίθεα χερσί τ᾽ ἐμῇσι.
νῦν δ᾽ ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι· πολλὰ γὰρ ἔτλην,
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων.
ἀλλὰ καὶ ὣς κακὰ πολλὰ παθὼν πειρήσομ᾽ ἀέθλων·
185 θυμοδακὴς γὰρ μῦθος· ἐπότρυνας δέ με εἰπών.»
Ἦ ῥα καὶ αὐτῷ φάρει ἀναΐξας λάβε δίσκον
μείζονα καὶ πάχετον, στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ
ἢ οἵῳ Φαίηκες ἐδίσκεον ἀλλήλοισι.
τόν ῥα περιστρέψας ἧκε στιβαρῆς ἀπὸ χειρός,
190 βόμβησεν δὲ λίθος· κατὰ δ᾽ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσικλυτοὶ ἄνδρες,
λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς· ὁ δ᾽ ὑπέρπτατο σήματα πάντων
ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός· ἔθηκε δὲ τέρματ᾽ Ἀθήνη
ἀνδρὶ δέμας ἐϊκυῖα, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
195 «Καί κ᾽ ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα
ἀμφαφόων· ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ,
ἀλλὰ πολὺ πρῶτον· σὺ δὲ θάρσει τόνδε γ᾽ ἄεθλον·
οὔ τις Φαιήκων τόδε γ᾽ ἵξεται οὐδ᾽ ὑπερήσει.»
***
Ευθύς του αντιμίλησε με την πολλή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ω Λαοδάμα, μη με σπρώχνετε σε πράγματα που με πληγώνουν,
γιατί σ᾽ εμένα πιο πολύ βαραίνουν τα πάθη απ᾽ ό,τι οι άθλοι,
τόσα που τράβηξα στο παρελθόν, τόσα που υπέφερα·
και τώρα κάθομαι στην αγορά μπροστά σας,
με τον καημό του νόστου μου,
τον βασιλιά ικετεύοντας και τον λαό σας.»
Τότε πετάχτηκε ο Ευρύαλος, προκλητικός κι εριστικός:
«Όχι, δεν είσαι, ξένε, ένας που ξέρει από αγώνες,
160 όποιους και όσους συνηθίζει ο άλλος κόσμος.
Μάλλον μου φαίνεσαι κάποιος που τριγυρίζει
με το πολύκωπο καράβι του, σε ναυτεμπόρους αρχηγός,
κι άλλο δεν σκέφτεται απ᾽ το φορτιό και την πραμάτεια,
ό,τι κερδίσει αρπάζοντας — πάντως αθλητικός δεν μοιάζεις.»
Λοξά τον κάρφωσε και μίλησε με τη δική του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ξένε, δεν μας τα λες καλά· φαίνεσαι με το παραπάνω ξιπασμένος.
Το δείχνεις πως δεν δίνουν οι θεοί χάρες αμοίραστες
στον κάθε άνθρωπο: παράστημα συνάμα και μυαλό και λέγειν.
Αν κάποιος υπολείπεται στην ομορφιά, του αντιχάρισε ο θεός
170 όμορφο τότε λόγο, κι οι άλλοι χαίρονται να τον κοιτούν·
όταν εκείνος αγορεύει απρόσκοπτα με μια γλυκιά σεμνότητα
στη συντροφιά του, αμέσως ξεχωρίζει,
κι όταν στην πόλη κατεβαίνει να μιλήσει,
τον αντικρίζουν όλοι σαν θεό.
Κάποιος αντίθετα έχει την ομορφιά των αθανάτων, όμως
δεν τον στολίζει και το χάρισμα του ωραίου λόγου.
Έτσι κι εσύ την ομορφιά σου ούτε θεός δεν θα μπορούσε
να την κάνει ανώτερη, ο νους σου ωστόσο είναι λίγος και λειψός.
Κι αν έτσι σου μιλώ, εσύ με ερέθισες με τ᾽ άκοσμά σου λόγια,
βαθιά κεντώντας την ψυχή μου. Σε βεβαιώνω πως εγώ
δεν είμαι άμοιρος, όπως το είπες και το πίστεψες,
180 σ᾽ αγώνες και αγωνίσματα·
άλλοτε ήμουνα, νομίζω, από τους πρώτους, όσο με στήριζαν
νιάτα κι αυτά τα χέρια. Τώρα βαρύνομαι με συμφορές και πάθη,
τόσα που σήκωσα στον πόλεμο με τους ανθρώπους,
στο πέλαγος με κύματα θεοτικά.
Και μολοντούτο, με τα τόσα πάθη, θα δοκιμάσω τα αγωνίσματά σας,
γιατί ο λόγος σου δάγκωσε την ψυχή μου, ξάναψες το φιλότιμό μου.»
Είπε κι ευθύς, έτσι ντυμένος με τη χλαίνη του, πήδηξε πάνω
κι έπιασε πέτρινο δίσκο — τον πιο μεγάλο και παχύ,
κατά πολύ βαρύτερο από κείνον που οι Φαίακες συνήθιζαν
να ρίχνουν μεταξύ τους.
Πρώτα τον στριφογύρισε, κι όταν τον εξαπέλυσε το στιβαρό του χέρι,
190 βούιξε η πέτρα· σκύβουν στο χώμα οι Φαίακες,
αυτοί που το μακρύ κουπί αγαπούν και καμαρώνουν για τα πλοία τους,
μήπως τους πάρει η ριπή του δίσκου, που φεύγοντας
από το χέρι του, πετούσε τώρα μ᾽ απίστευτη ταχύτητα,
πέρα απ᾽ τα σήματα των άλλων.
Τότε κι η Αθηνά, μ᾽ όψη θνητού, το τέρμα σημαδεύοντας,
από μακριά τού φώναξε, να την ακούσουν:
«Κι ένας τυφλός ακόμη, ξένε, θα ξεχώριζε το σήμα σου
ψάχνοντας με τα χέρια του· γιατί δεν είναι το δικό σου τέρμα
μες στα πολλά των άλλων, εβγήκε πρώτο με μεγάλη διαφορά.
Θάρρος λοιπόν, που πέτυχες καλά σ᾽ αυτό το αγώνισμα·
άλλος από τους Φαίακες δεν θα σε φτάσει, μήτε
και θα σε ξεπεράσει.»
Τρίτη 2 Αυγούστου 2022
Δεν είμαστε ανίκανοι, φοβισμένοι είμαστε
Με ρώτησες γιατί τόσα χρόνια δεν έβλεπες. Που ήταν όλες αυτές οι αλήθειες που πλέον ξεκάθαρα κοιτάς;
Γιατί τόσα χρόνια ζούσες στο ψέμα, την παγωνιά και την θλίψη, την μοναξιά και τον φόβο; Γιατί επέτρεπες να πληγώνεσαι και να χρησιμοποιείσαι; Γιατί επέτρεπες να στήνουν πάνω στο κορμί των ονείρων σου εφιάλτες;
-Αντέχεις να ακούσεις την αλήθεια; Θες να μείνεις γυμνή από τα ψέματα σου;
-Ναι, πλέον ναι. Γυμνή από κάθε ψέμα για μια νέα γέννα.
-Τότε μάθε, ότι ποτέ δεν ήταν αλλιώς η πραγματικότητα σου. Γιατί όλα αυτά που πλέον βλέπεις και συνειδητοποιείς ήταν πάντα αρνητικά παρόν στην ζωή σου. Εσύ έλειπες. Εσύ δεν ήσουν ο εαυτός σου. Χαμένη από το κέντρο και την αλήθεια σου. Ασύνδετη από την Εικόνα μέσα σου ζητούσες το λίγο και μίζερο αντί το μεγάλο και θαυμαστό. Κοιτούσες αλλά δεν έβλεπες, ζούσες αλλά δεν υπήρχες. Η ζωή κυλούσε αλλά εσύ δεν έρεες.
Είχες μείνει στην ασφάλεια του λιμανιού, αλλά είχες χάσεις το ταξίδι. Σάπιζες σε νερά που είχαν αρχίσει να μυρίζουν από την ακινησία.
Φόβοι και ενοχές, πρέπει και μη, συμβάσεις και ψέματα νεκρώνουν την ζωή που κουβαλάμε μέσα μας, ακυρώνουν τις δυνάμεις και δυνατότητες μας, μικραίνουν τα χαρίσματα και ικανότητες μας.
Δεν είμαστε ανίκανοι, φοβισμένοι είμαστε.
Δεν είμαστε μικροί, το μεγαλείο μας φοβόμαστε.
Ποτέ όμως δεν είναι αργά για αλλαγές. Αρκεί να τις πιστέψεις. Αρκεί να τις θελήσεις.
Αλλά να ξέρεις τι είναι αυτό που στα αλήθεια χρειάζεσαι. Ξεκάθαρα, δυνατά, ικανά. Πείτε μου θέλω να αλλάξω, θέλω να ζήσω, θέλω να χαρώ και να ευτυχήσω. Θα είμαι εδώ μαζί σας.
Μην ζητάς λίγα και μίζερα, ζήτα από τον εαυτό σου και τους άλλους αυτό που αξίζεις. Κι αυτό που αξίζεις μην ξεχνάς ότι εσύ το ορίζεις.
Μην δέχεσαι τίποτε λιγότερο για σένα. Έχεις τεράστια αξία μην πουλιέσαι εσύ για ένα ξεροκόμματο. Μια θεσούλα, μια σχεσούλα, μια βολτούλα, μια παρεούλα. Ότι κάνεις να είναι όμορφο, δυνατό και χαρούμενο. Να δίνεις και να λαμβάνεις. Να χαίρεσαι αυτό που κάνεις και σε αυτό που είσαι, είτε είναι δουλειά ή σχέση, επαφή με τον Θεό, τους άλλους, τον εαυτό σου.
Να είσαι ερωτευμένη, ερωτευμένος με την ζωή και τα δώρα της. Με τις στιγμές και τα λεπτά της ύπαρξης σου, με τις χαρές.
Δεν είναι ανάγκη να είναι όλα τέλεια για να είναι πανέμορφα. Δεν είναι ανάγκη να είναι τέλεια για να είναι χαρούμενα κι ευλογημένα. Δεν ζητάμε την τελειότητα, αλλά την χαρά, ακόμη κι εκείνα που από φόβο ακόμη δεν ανοίξαμε.
Αξίζεις. Ζήτα από την ζωή αυτό που έχει ετοιμάσει για σένα. Αξίζεις πολλά περισσότερα από εκείνα που σου έδωσαν, ζήτα αυτά που σου στέρησαν, και ζήσε με ευγνωμοσύνη εκείνα που θα σου δώσει.
Γιατί τόσα χρόνια ζούσες στο ψέμα, την παγωνιά και την θλίψη, την μοναξιά και τον φόβο; Γιατί επέτρεπες να πληγώνεσαι και να χρησιμοποιείσαι; Γιατί επέτρεπες να στήνουν πάνω στο κορμί των ονείρων σου εφιάλτες;
-Αντέχεις να ακούσεις την αλήθεια; Θες να μείνεις γυμνή από τα ψέματα σου;
-Ναι, πλέον ναι. Γυμνή από κάθε ψέμα για μια νέα γέννα.
-Τότε μάθε, ότι ποτέ δεν ήταν αλλιώς η πραγματικότητα σου. Γιατί όλα αυτά που πλέον βλέπεις και συνειδητοποιείς ήταν πάντα αρνητικά παρόν στην ζωή σου. Εσύ έλειπες. Εσύ δεν ήσουν ο εαυτός σου. Χαμένη από το κέντρο και την αλήθεια σου. Ασύνδετη από την Εικόνα μέσα σου ζητούσες το λίγο και μίζερο αντί το μεγάλο και θαυμαστό. Κοιτούσες αλλά δεν έβλεπες, ζούσες αλλά δεν υπήρχες. Η ζωή κυλούσε αλλά εσύ δεν έρεες.
Είχες μείνει στην ασφάλεια του λιμανιού, αλλά είχες χάσεις το ταξίδι. Σάπιζες σε νερά που είχαν αρχίσει να μυρίζουν από την ακινησία.
Φόβοι και ενοχές, πρέπει και μη, συμβάσεις και ψέματα νεκρώνουν την ζωή που κουβαλάμε μέσα μας, ακυρώνουν τις δυνάμεις και δυνατότητες μας, μικραίνουν τα χαρίσματα και ικανότητες μας.
Δεν είμαστε ανίκανοι, φοβισμένοι είμαστε.
Δεν είμαστε μικροί, το μεγαλείο μας φοβόμαστε.
Ποτέ όμως δεν είναι αργά για αλλαγές. Αρκεί να τις πιστέψεις. Αρκεί να τις θελήσεις.
Αλλά να ξέρεις τι είναι αυτό που στα αλήθεια χρειάζεσαι. Ξεκάθαρα, δυνατά, ικανά. Πείτε μου θέλω να αλλάξω, θέλω να ζήσω, θέλω να χαρώ και να ευτυχήσω. Θα είμαι εδώ μαζί σας.
Μην ζητάς λίγα και μίζερα, ζήτα από τον εαυτό σου και τους άλλους αυτό που αξίζεις. Κι αυτό που αξίζεις μην ξεχνάς ότι εσύ το ορίζεις.
Μην δέχεσαι τίποτε λιγότερο για σένα. Έχεις τεράστια αξία μην πουλιέσαι εσύ για ένα ξεροκόμματο. Μια θεσούλα, μια σχεσούλα, μια βολτούλα, μια παρεούλα. Ότι κάνεις να είναι όμορφο, δυνατό και χαρούμενο. Να δίνεις και να λαμβάνεις. Να χαίρεσαι αυτό που κάνεις και σε αυτό που είσαι, είτε είναι δουλειά ή σχέση, επαφή με τον Θεό, τους άλλους, τον εαυτό σου.
Να είσαι ερωτευμένη, ερωτευμένος με την ζωή και τα δώρα της. Με τις στιγμές και τα λεπτά της ύπαρξης σου, με τις χαρές.
Δεν είναι ανάγκη να είναι όλα τέλεια για να είναι πανέμορφα. Δεν είναι ανάγκη να είναι τέλεια για να είναι χαρούμενα κι ευλογημένα. Δεν ζητάμε την τελειότητα, αλλά την χαρά, ακόμη κι εκείνα που από φόβο ακόμη δεν ανοίξαμε.
Αξίζεις. Ζήτα από την ζωή αυτό που έχει ετοιμάσει για σένα. Αξίζεις πολλά περισσότερα από εκείνα που σου έδωσαν, ζήτα αυτά που σου στέρησαν, και ζήσε με ευγνωμοσύνη εκείνα που θα σου δώσει.
Πως η τιμωρία διαμορφώνει ψυχαναγκαστικούς τρόπους σκέψης
Ψυχαναγκασμοί: Τα ανυπόφορα "πρέπει" που εισβάλλουν στη σκέψη, οι εσωτερικοί "εκβιασμοί" του μυαλού, «εάν δεν ελέγχω το σώμα μου κάθε μέρα, δεν θα προλάβω την ασθένεια», «πρέπει να κάνω πολύωρα μπάνια, αλλιώς τα μικρόβια θα με μολύνουν», και η αστείρευτη ανάγκη για έλεγχο, αφορούν σοβαρές δυσλειτουργίες της σκέψης που έχουν την ρίζα τους στην αποφυγή ενός επικείμενου κινδύνου ή αγχογόνου παράγοντα.
Οι ψυχαναγκασμοί και η ανάγκη για έλεγχο
Ειδικότερα, οι ψυχαναγκασμοί συνιστούν επίμονες, επαναλαμβανόμενες και ανεπιθύμητες σκέψεις, ιδέες, ή ακόμη και εικόνες και παρορμήσεις που έρχονται και φεύγουν ακούσια, είναι ανεξέλεγκτες, επιβλητικές και παρεισφρέουν στον τρόπο σκέψης του ατόμου.
Το άτομο που βιώνει έντονους ψυχαναγκασμούς ζει μια βασανιστική καθημερινότητα, και προκειμένου να εξουδετερώσει τις σκέψεις που επιφέρουν τόσο άγχος και δυσφορία προβαίνει σε καταναγκαστικές πράξεις.
Οι καταναγκασμοί με τη σειρά τους έχουν διάφορες αποχρώσεις. Μπορεί να έχουν έναν πρακτικό χαρακτήρα, δηλαδή το πλύσιμο χεριών, η συμμετρία στα αντικείμενα, οι συνεχόμενες ιατρικές εξετάσεις υπό τον φόβο της αρρώστιας, αλλά και άλλοι που είναι κυρίως νοητικοί και πραγματεύονται υπό μυστικότητα, όπως οι προσευχές, η υπερανάλυση των σκέψεων, η υπέρμετρη προσπάθεια να στρέψουμε αλλού την προσοχή.
Ο διαταραγμένος χαρακτήρας του ψυχαναγκασμού/καταναγκασμού.
Ο καταναγκασμός προάγει μια πρόσκαιρη ανακούφιση μιας και καθησυχάζει το άτομο ότι οι φοβικές σκέψεις δεν θα γίνουν πραγματικότητα. Η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική τάση μετατρέπεται σταδιακά σε διαταραχή όταν πια το άτομο βιώνει τις σκέψεις και τις συμπεριφορές επαναλαμβανόμενα, έντονα, όταν υπάρχει πολύωρη ενασχόληση με αυτά μέσα στην ημέρα και σχεδόν κάθε μέρα, μειώνοντας σημαντικά τη λειτουργικότητά του και την απόλαυση που μπορεί να πάρει από τη ζωή.
Η ταυτότητα του ψυχαναγκασμού
Ο φαύλος κύκλος μοιάζει ατέρμονος. Το άτομο μπορεί να έχει αυξημένη εναισθησία, δηλαδή επίγνωση της δυσλειτουργικότητας των σκέψεων και πράξεων, ωστόσο είναι δύσκολο να αντισταθεί. Μάλιστα, όταν φτάσει η κατάσταση να γίνεται επώδυνη, το άτομο νιώθει ότι χάνει τη ταυτότητά του, το ποιος είναι, τι στόχους έχει, πως έχει αφήσει τον εαυτό του.
Νιώθει ότι κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει να αποδράσει από αυτήν την ακατανίκητη δύναμη των ‘πρέπει’. Συνήθως η τελειομανία και το αίσθημα της υπερ-υπευθυνότητας υποβόσκουν όσο αφορά την προσωπικότητα.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ανάγκη για έλεγχο μέσω των καταναγκασμών, αντανακλά την ανάγκη να θέσει το άτομο μια συναισθηματική τάξη στη ζωή του.
Η συμπεριφορά δεν είναι πάντα αυτή που φαίνεται. Η φοβική ιδέα που μας ταράζει στο εδώ και τώρα, δύναται να είναι μια παραλλαγή ενός πραγματικού αλλά βαθύτερου φόβου. Για παράδειγμα, ο ψυχαναγκασμός και ο φόβος της ασθένειας ‘θα αρρωστήσω’, ‘θα κολλήσω’, ‘τι έχω τελικά’, μπορεί να καθρεφτίζει καθρεφτίζεται μια βαθύτερη, υποσυνείδητη ανάγκη του ‘θέλω περισσότερη φροντίδα και προσοχή’, ‘θέλω κάποιος επιτέλους να νοιάζεται για μένα’’, ‘θα ήθελα περισσότερη αγάπη’.
Ο ψυχαναγκασμός που αναπτύσσεται σε κάθε άνθρωπο δεν είναι τυχαίος, και ξεσπά για να ελέγξει το άτομο κάποια ανάγκη ή ένα εσωτερικό αλλά ανοιχτό τραύμα.
Το άτομο που υποφέρει από ψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή, αισθάνεται ότι είναι αναγκασμένο να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του εξαρτώμενο από τις σκέψεις του.
Νιώθει αβοήθητο και το αίσθημα απελπισίας οξύνεται. Η κοινωνική απόσυρση γίνεται αυτοβούλως, μιας και το άτομο νιώθει ότι η δυσλειτουργία του δεν του επιτρέπει να συναναστρέφεται με κόσμο, οι σχέσεις του κινδυνεύουν και νιώθει υπαίτιο για τη δυσκολία συμβίωσης με σύντροφο, με οικογένεια, η αποδοτικότητα στην εργασία δεν είναι πια η ίδια, και η διάθεση και η αίσθηση της επάρκειας χωλαίνουν.
Είναι πολύ συχνό φαινόμενο λόγω αυτών των δυσκολιών να αναφύονται καταθλιπτικά συμπτώματα (απώλεια ευχαρίστησης, αίσθημα κενού, προβλήματα στον ύπνο, στην όρεξη για φαγητό).
Οι ψυχαναγκασμοί οδηγούν σε παρερμηνείες, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν αρνητικά τη διάθεση, η οποία διάθεση οδηγεί σε περισσότερους ψυχαναγκασμούς.
Το πυροδοτικό στοιχείο εδώ είναι η αρνητική αξιολόγηση του εαυτού, η αυτό-αμφισβήτηση και η αυτοκριτική. Συνήθως, αυτά έρχονται ως απόρροια των παρερμηνειών και διαστρεβλώσεων γύρω από τον ψυχαναγκασμό, «η απροσεξία μου στο σπίτι θα προκαλέσει ατυχήματα, εάν συμβεί κάτι θα είμαι μια αποτυχία, θα είμαι ανίκανος, άχρηστος, θα είμαι υπεύθυνος για το κακό που θα έρθει, δεν αξίζω να μεγαλώνω εγώ τα παιδιά μου, είμαι αποκρουστική σύζυγος’.
Η διαστρεβλωμένη σκέψη και οι παράπλευρες σκέψεις που συνοδεύουν τον ψυχαναγκασμό «πρέπει να είμαι προσεκτική γιατί θα συμβεί ατύχημα», αλλοιώνουν ακόμα περισσότερο την εικόνα του εαυτού, την αυτοεκτίμηση, κάτι που ακολούθως επηρεάζει και την διάθεσή μας (κατάθλιψη).
Και όταν η διάθεση πέφτει γινόμαστε περισσότερο ευάλωτοι στους ψυχαναγκασμούς. Και οι επόμενοι ψυχαναγκασμοί γίνονται πιο έντονοι, βασίζοντας τις σκέψεις σε συναισθήματα και προσωπικές εκτιμήσεις για τον εαυτό χωρίς να μπορούμε να τα αξιολογούμε με τη ρεαλιστική ματιά, π.χ. "είναι φυσιολογικό να μου κόβεται η ανάσα όταν πάω για γυμναστική, ειδικά τώρα που δεν έχω καλή φυσική κατάσταση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω πρόβλημα με την καρδιά μου ή τους πνεύμονες. Μοιάζει, λοιπόν, σαν το ένα να υποβοηθάει το άλλο, ο ψυχαναγκασμός εντείνει την αρνητική διάθεση, που με σειρά της εντείνει τους ψυχαναγκασμούς. Οι έρευνες αναδύουν ότι η κατάθλιψη συντηρεί σθεναρά την ψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή λόγω αυτού του φαύλου κύκλου.
Η ώρα της Τιμωρίας: Οι υποθέσεις γύρω από την επίδραση της τιμωρίας στην ανάπτυξη ψυχαναγκαστικής – καταναγκαστικής διαταραχής.
Μια παλιά αλλά καλά εδραιωμένη θέση είναι ότι τα αρνητικά γεγονότα κατά την παιδική ηλικία, (απώλεια γονέων, λεκτική/σωματική/σεξουαλική κακοποίηση), ο ανασφαλής δεσμός με τους γονείς, συνηγορούν στην ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας. Ένα τιμωρητικό πλαίσιο έχει συνδεθεί με ποικίλες δυσλειτουργίες που εμφανίζονται σταδιακά στη ζωή. Ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με αγχώδεις διαταραχές συμπεριλαμβανομένης της ψυχαναγκαστική – καταναγκαστικής διαταραχής αναφέρουν συχνά ότι προσβάλλονται από νοητικές εικόνες σχετιζόμενες με αρνητικές εμπειρίες που είχαν ως παιδιά (‘ο πατέρας μου με υποτιμούσε συνέχεια’, ‘η μαμά μου με έκλεινε στο δωμάτιο κάθε φορά που νευρίαζε’).
Η αρνητική κριτική, η εχθρικότητα σε ένα τιμωρητικό πλαίσιο οδηγεί το άτομο να επικρίνει και να κατηγορεί τον εαυτό του, να το θεωρεί υπαίτιο ακόμη και σε πράγματα που δεν εμπλέκεται προσωπικά, διαμορφώνοντας την πεποίθηση ότι δεν αξίζει και ότι είναι ανίκανο.
Μεγαλώνοντας, λοιπόν, μέσα σε μια οικογένεια όπου ένα παιδί ακούει συνεχώς ‘είσαι άχρηστος’, ‘δεν θα τα πας καλά’, ‘δεν θα τα καταφέρεις’, ‘μας απογοητεύεις’, ‘εσύ φταις για αυτό’, ‘τι έκανες πάλι;’, υποτιμήσεις οι οποίες ‘παντρεύονται’ τις επιπτώσεις – τιμωρίες που έπονται, ‘θα φας ξύλο’, ‘δεν θα βγεις από το σπίτι’, καλλιεργείται το αίσθημα της ενοχής.
Το αίσθημα ότι έκανε κάτι ανεπιθύμητο και αξίζει να τιμωρηθεί. Το άτομο βιώνει μια καθημερινότητα όπου πίσω από κάθε δράση του θα τον περιμένει η επίπληξη και η τιμωρία. Ο φόβος και η αρνητική αυτό-αξιολόγηση αυξάνεται και το άτομο αμφισβητεί όλο και πιο δυναμικά τον εαυτό του.
Λόγω αυτής της απογοήτευσης και των διαστρεβλωμένων πεποιθήσεων που χτίζονται γύρω από την αυτοεκτίμηση «είμαι ανίκανος», «είμαι αδύναμος», αρχίζουν και υλοποιούνται νοητικά οι πρώτοι κανόνες συμπεριφοράς του, τα πρώτα ‘πρέπει’: Πρέπει να γίνω τέλειος, δεν πρέπει να κάνω λάθη, και να προσπαθώ στον υπέρτατο βαθμό για να μην ακούσω την επίκριση των άλλων», «Δεν πρέπει να μιλάω, αν εκφράσω κάτι μπορεί να μην αρέσει στους άλλους», «Πρέπει να λέω ναι, γιατί το ‘όχι’ θα με απομακρύνει από τους φίλους μου», «Πρέπει να ικανοποιώ τις ανάγκες των άλλων, αλλιώς θα νιώθω ανεπαρκής».
Όλα αυτά τα πρέπει κρύβουν την ενοχή και τον φόβο της τιμωρίας. Η τελειομανία, η αυτοθυσία, και άλλες συμπεριφορές που συμβιώνουν στη ΨΚΔ, είναι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται ακριβώς για να αποκαταστήσουν την εσωτερικευμένη ενοχή, την πληγωμένη αυτό-εικόνα τους, να αποφύγουν την απόρριψη και να μην τιμωρηθούν είτε λεκτικά, είτε σωματικά, είτε και κοινωνικά.
Ακόμη η υπερ-προστατευτικότητα, η οποία συνδυάζεται με έναν αυξημένο έλεγχο προς το παιδί, με αρνητικές προσδοκίες και αποδώσεις (εσύ θα φταις εάν δεν τα καταφέρεις), και ένα φοβικό περιβάλλον που προάγει συμπεριφορές αποφυγής (μην αργήσεις να γυρίσεις γιατί έξω είναι επικίνδυνα, μην τρως θα παχύνεις, μη πιάσεις ξένα πράγματα γιατί θα γεμίσεις μικρόβια), παρουσιάζονται ως οι προάγγελοι των ψυχαναγκασμών.
Οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί έχουν μια λειτουργική αποτελεσματικότητα, μιας και θέτοντας στον εαυτό τους αυστηρούς κανόνες, επιδιώκουν την έγκριση, την αποδοχή, ανακτώντας μια αίσθηση θετικής προσωπικής ταυτότητας. Τα συμπτώματα αποκωδικοποιούνται ως έναν μηχανισμό αυτοπροστασίας διαφυλάσσοντας το αίσθημα της αυταξίας.
Οι ψυχαναγκασμοί δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται.
Το περιεχόμενο των ψυχαναγκασμών και εκτέλεση των καταναγκασμών παρέχουν ένα μοναδικό νόημα για τον καθένα ξεχωριστά.
Οι ψυχαναγκασμοί υγείας (θα αρρωστήσω, θα πάθω καρκίνο, πρέπει να κάνω συνέχεια εξετάσεις), οι ψυχαναγκασμοί τάξης/ελέγχου (Πρέπει να ελέγξω πολλές φορές την εργασία μου πριν την παραδώσω, αλλιώς θα την πετάξω, δεν θα αντέξω το άγχος μου εάν δεν τα βάλω όλα στη σειρά), ψυχαναγκασμοί υπερβολικής ευθύνης (Φοβάμαι ότι ξέχασα να βάλω το συναγερμό, αν γίνει διάρρηξη στο σπίτι θα είναι μια τραγωδία εξ αιτίας μου), όπως και άλλες μορφές ΨΚΔ, απορρέουν την ανάγκη για επιβεβαίωση και ότι εάν ακολουθηθούν οι κανόνες δεν θα υπάρξουν καταστροφικές συνέπειες για το οποίο θα φταίει.
Ο υπερβολικός έλεγχος των αντικειμένων, του σώματος, των παρορμήσεων ‘να κάνω κάτι που δεν θέλω’, υποθάλπουν την ανάγκη του ατόμου να ελέγξει όχι αυτά που φαίνονται στην καθημερινότητα, αλλά βαθύτερα συναισθήματα και πεποιθήσεις.
Η Θεραπευτική Παρέμβαση στην Ψυχαναγκαστική – Καταναγκαστική Διαταραχή.
Είναι φυσιολογικό ένας άνθρωπος που ζει υπό το καθεστώς των ψυχαναγκασμών και των καταναγκασμών να έχει πεισθεί ότι δεν θα ξεφύγει ποτέ από αυτό. Αισθάνεται αδύναμος μπροστά στην προοπτική να αντισταθεί στους κανόνες του. Ωστόσο, ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια χρόνια κατάσταση τον ταλαιπωρεί σε κάθε επίπεδο, επηρεάζοντας τη λειτουργικότητά του, τις διαπροσωπικές σχέσεις του, του στερεί την ελευθερία από το φόβο, τη φιλοδοξία, την απόλαυση από τη ζωή.
Ειδικότερα, οι μεθόδοι οι οποίες βοηθούν το άτομο:
Τεχνικές χαλάρωσης και εν-συνειδητότητας προσφέρονται ως επιπρόσθετα εργαλεία για το άτομο.
Ένας τρόπος υπάρχει....
Σκεφτείτε, λοιπόν, ένα άτομο που θέλει να ξεπεράσει το φόβο του ύψους. Ποιος τρόπος υπάρχει να το καταφέρει; Να δοκιμάσει να πέφτει σταδιακά από όλο και ψηλά σημεία μέχρι να μην τον τρομάζει άλλο η αίσθηση του ύψους.
Η έκθεση σε αυτό που φοβόμαστε ή εκείνο που μας αγχώνει είναι το ισχυρότερο θεραπευτικό εργαλείο για να απελευθερωθεί το άτομο και να κερδίσει μια λειτουργική ζωή, που να την χαίρεται και να παίρνει ικανοποίηση.
Αν ο φόβος, το άγχος είναι από τις πιο ισχυρές μορφές εξουσίας της σκέψης, ας πειραματιστούμε και ας ανταλλάξουμε ρόλους. Να διαχειριστούμε το φόβο, το άγχος, να τα αντιμετωπίσουμε κατάματα μέχρι να απαλλαχθούμε.
Εάν το άγχος ξεκινάει από μέσα μας, αυτό σημαίνει ότι είναι στο χέρι μας και να το ελέγξουμε.
Οι ψυχαναγκασμοί και η ανάγκη για έλεγχο
Ειδικότερα, οι ψυχαναγκασμοί συνιστούν επίμονες, επαναλαμβανόμενες και ανεπιθύμητες σκέψεις, ιδέες, ή ακόμη και εικόνες και παρορμήσεις που έρχονται και φεύγουν ακούσια, είναι ανεξέλεγκτες, επιβλητικές και παρεισφρέουν στον τρόπο σκέψης του ατόμου.
Το άτομο που βιώνει έντονους ψυχαναγκασμούς ζει μια βασανιστική καθημερινότητα, και προκειμένου να εξουδετερώσει τις σκέψεις που επιφέρουν τόσο άγχος και δυσφορία προβαίνει σε καταναγκαστικές πράξεις.
Οι καταναγκασμοί με τη σειρά τους έχουν διάφορες αποχρώσεις. Μπορεί να έχουν έναν πρακτικό χαρακτήρα, δηλαδή το πλύσιμο χεριών, η συμμετρία στα αντικείμενα, οι συνεχόμενες ιατρικές εξετάσεις υπό τον φόβο της αρρώστιας, αλλά και άλλοι που είναι κυρίως νοητικοί και πραγματεύονται υπό μυστικότητα, όπως οι προσευχές, η υπερανάλυση των σκέψεων, η υπέρμετρη προσπάθεια να στρέψουμε αλλού την προσοχή.
Ο διαταραγμένος χαρακτήρας του ψυχαναγκασμού/καταναγκασμού.
Ο καταναγκασμός προάγει μια πρόσκαιρη ανακούφιση μιας και καθησυχάζει το άτομο ότι οι φοβικές σκέψεις δεν θα γίνουν πραγματικότητα. Η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική τάση μετατρέπεται σταδιακά σε διαταραχή όταν πια το άτομο βιώνει τις σκέψεις και τις συμπεριφορές επαναλαμβανόμενα, έντονα, όταν υπάρχει πολύωρη ενασχόληση με αυτά μέσα στην ημέρα και σχεδόν κάθε μέρα, μειώνοντας σημαντικά τη λειτουργικότητά του και την απόλαυση που μπορεί να πάρει από τη ζωή.
Η ταυτότητα του ψυχαναγκασμού
Ο φαύλος κύκλος μοιάζει ατέρμονος. Το άτομο μπορεί να έχει αυξημένη εναισθησία, δηλαδή επίγνωση της δυσλειτουργικότητας των σκέψεων και πράξεων, ωστόσο είναι δύσκολο να αντισταθεί. Μάλιστα, όταν φτάσει η κατάσταση να γίνεται επώδυνη, το άτομο νιώθει ότι χάνει τη ταυτότητά του, το ποιος είναι, τι στόχους έχει, πως έχει αφήσει τον εαυτό του.
Νιώθει ότι κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει να αποδράσει από αυτήν την ακατανίκητη δύναμη των ‘πρέπει’. Συνήθως η τελειομανία και το αίσθημα της υπερ-υπευθυνότητας υποβόσκουν όσο αφορά την προσωπικότητα.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ανάγκη για έλεγχο μέσω των καταναγκασμών, αντανακλά την ανάγκη να θέσει το άτομο μια συναισθηματική τάξη στη ζωή του.
Η συμπεριφορά δεν είναι πάντα αυτή που φαίνεται. Η φοβική ιδέα που μας ταράζει στο εδώ και τώρα, δύναται να είναι μια παραλλαγή ενός πραγματικού αλλά βαθύτερου φόβου. Για παράδειγμα, ο ψυχαναγκασμός και ο φόβος της ασθένειας ‘θα αρρωστήσω’, ‘θα κολλήσω’, ‘τι έχω τελικά’, μπορεί να καθρεφτίζει καθρεφτίζεται μια βαθύτερη, υποσυνείδητη ανάγκη του ‘θέλω περισσότερη φροντίδα και προσοχή’, ‘θέλω κάποιος επιτέλους να νοιάζεται για μένα’’, ‘θα ήθελα περισσότερη αγάπη’.
Ο ψυχαναγκασμός που αναπτύσσεται σε κάθε άνθρωπο δεν είναι τυχαίος, και ξεσπά για να ελέγξει το άτομο κάποια ανάγκη ή ένα εσωτερικό αλλά ανοιχτό τραύμα.
Το άτομο που υποφέρει από ψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή, αισθάνεται ότι είναι αναγκασμένο να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του εξαρτώμενο από τις σκέψεις του.
Νιώθει αβοήθητο και το αίσθημα απελπισίας οξύνεται. Η κοινωνική απόσυρση γίνεται αυτοβούλως, μιας και το άτομο νιώθει ότι η δυσλειτουργία του δεν του επιτρέπει να συναναστρέφεται με κόσμο, οι σχέσεις του κινδυνεύουν και νιώθει υπαίτιο για τη δυσκολία συμβίωσης με σύντροφο, με οικογένεια, η αποδοτικότητα στην εργασία δεν είναι πια η ίδια, και η διάθεση και η αίσθηση της επάρκειας χωλαίνουν.
Είναι πολύ συχνό φαινόμενο λόγω αυτών των δυσκολιών να αναφύονται καταθλιπτικά συμπτώματα (απώλεια ευχαρίστησης, αίσθημα κενού, προβλήματα στον ύπνο, στην όρεξη για φαγητό).
Οι ψυχαναγκασμοί οδηγούν σε παρερμηνείες, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν αρνητικά τη διάθεση, η οποία διάθεση οδηγεί σε περισσότερους ψυχαναγκασμούς.
Το πυροδοτικό στοιχείο εδώ είναι η αρνητική αξιολόγηση του εαυτού, η αυτό-αμφισβήτηση και η αυτοκριτική. Συνήθως, αυτά έρχονται ως απόρροια των παρερμηνειών και διαστρεβλώσεων γύρω από τον ψυχαναγκασμό, «η απροσεξία μου στο σπίτι θα προκαλέσει ατυχήματα, εάν συμβεί κάτι θα είμαι μια αποτυχία, θα είμαι ανίκανος, άχρηστος, θα είμαι υπεύθυνος για το κακό που θα έρθει, δεν αξίζω να μεγαλώνω εγώ τα παιδιά μου, είμαι αποκρουστική σύζυγος’.
Η διαστρεβλωμένη σκέψη και οι παράπλευρες σκέψεις που συνοδεύουν τον ψυχαναγκασμό «πρέπει να είμαι προσεκτική γιατί θα συμβεί ατύχημα», αλλοιώνουν ακόμα περισσότερο την εικόνα του εαυτού, την αυτοεκτίμηση, κάτι που ακολούθως επηρεάζει και την διάθεσή μας (κατάθλιψη).
Και όταν η διάθεση πέφτει γινόμαστε περισσότερο ευάλωτοι στους ψυχαναγκασμούς. Και οι επόμενοι ψυχαναγκασμοί γίνονται πιο έντονοι, βασίζοντας τις σκέψεις σε συναισθήματα και προσωπικές εκτιμήσεις για τον εαυτό χωρίς να μπορούμε να τα αξιολογούμε με τη ρεαλιστική ματιά, π.χ. "είναι φυσιολογικό να μου κόβεται η ανάσα όταν πάω για γυμναστική, ειδικά τώρα που δεν έχω καλή φυσική κατάσταση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω πρόβλημα με την καρδιά μου ή τους πνεύμονες. Μοιάζει, λοιπόν, σαν το ένα να υποβοηθάει το άλλο, ο ψυχαναγκασμός εντείνει την αρνητική διάθεση, που με σειρά της εντείνει τους ψυχαναγκασμούς. Οι έρευνες αναδύουν ότι η κατάθλιψη συντηρεί σθεναρά την ψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή λόγω αυτού του φαύλου κύκλου.
Η ώρα της Τιμωρίας: Οι υποθέσεις γύρω από την επίδραση της τιμωρίας στην ανάπτυξη ψυχαναγκαστικής – καταναγκαστικής διαταραχής.
Μια παλιά αλλά καλά εδραιωμένη θέση είναι ότι τα αρνητικά γεγονότα κατά την παιδική ηλικία, (απώλεια γονέων, λεκτική/σωματική/σεξουαλική κακοποίηση), ο ανασφαλής δεσμός με τους γονείς, συνηγορούν στην ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας. Ένα τιμωρητικό πλαίσιο έχει συνδεθεί με ποικίλες δυσλειτουργίες που εμφανίζονται σταδιακά στη ζωή. Ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με αγχώδεις διαταραχές συμπεριλαμβανομένης της ψυχαναγκαστική – καταναγκαστικής διαταραχής αναφέρουν συχνά ότι προσβάλλονται από νοητικές εικόνες σχετιζόμενες με αρνητικές εμπειρίες που είχαν ως παιδιά (‘ο πατέρας μου με υποτιμούσε συνέχεια’, ‘η μαμά μου με έκλεινε στο δωμάτιο κάθε φορά που νευρίαζε’).
Η αρνητική κριτική, η εχθρικότητα σε ένα τιμωρητικό πλαίσιο οδηγεί το άτομο να επικρίνει και να κατηγορεί τον εαυτό του, να το θεωρεί υπαίτιο ακόμη και σε πράγματα που δεν εμπλέκεται προσωπικά, διαμορφώνοντας την πεποίθηση ότι δεν αξίζει και ότι είναι ανίκανο.
Μεγαλώνοντας, λοιπόν, μέσα σε μια οικογένεια όπου ένα παιδί ακούει συνεχώς ‘είσαι άχρηστος’, ‘δεν θα τα πας καλά’, ‘δεν θα τα καταφέρεις’, ‘μας απογοητεύεις’, ‘εσύ φταις για αυτό’, ‘τι έκανες πάλι;’, υποτιμήσεις οι οποίες ‘παντρεύονται’ τις επιπτώσεις – τιμωρίες που έπονται, ‘θα φας ξύλο’, ‘δεν θα βγεις από το σπίτι’, καλλιεργείται το αίσθημα της ενοχής.
Το αίσθημα ότι έκανε κάτι ανεπιθύμητο και αξίζει να τιμωρηθεί. Το άτομο βιώνει μια καθημερινότητα όπου πίσω από κάθε δράση του θα τον περιμένει η επίπληξη και η τιμωρία. Ο φόβος και η αρνητική αυτό-αξιολόγηση αυξάνεται και το άτομο αμφισβητεί όλο και πιο δυναμικά τον εαυτό του.
Λόγω αυτής της απογοήτευσης και των διαστρεβλωμένων πεποιθήσεων που χτίζονται γύρω από την αυτοεκτίμηση «είμαι ανίκανος», «είμαι αδύναμος», αρχίζουν και υλοποιούνται νοητικά οι πρώτοι κανόνες συμπεριφοράς του, τα πρώτα ‘πρέπει’: Πρέπει να γίνω τέλειος, δεν πρέπει να κάνω λάθη, και να προσπαθώ στον υπέρτατο βαθμό για να μην ακούσω την επίκριση των άλλων», «Δεν πρέπει να μιλάω, αν εκφράσω κάτι μπορεί να μην αρέσει στους άλλους», «Πρέπει να λέω ναι, γιατί το ‘όχι’ θα με απομακρύνει από τους φίλους μου», «Πρέπει να ικανοποιώ τις ανάγκες των άλλων, αλλιώς θα νιώθω ανεπαρκής».
Όλα αυτά τα πρέπει κρύβουν την ενοχή και τον φόβο της τιμωρίας. Η τελειομανία, η αυτοθυσία, και άλλες συμπεριφορές που συμβιώνουν στη ΨΚΔ, είναι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται ακριβώς για να αποκαταστήσουν την εσωτερικευμένη ενοχή, την πληγωμένη αυτό-εικόνα τους, να αποφύγουν την απόρριψη και να μην τιμωρηθούν είτε λεκτικά, είτε σωματικά, είτε και κοινωνικά.
Ακόμη η υπερ-προστατευτικότητα, η οποία συνδυάζεται με έναν αυξημένο έλεγχο προς το παιδί, με αρνητικές προσδοκίες και αποδώσεις (εσύ θα φταις εάν δεν τα καταφέρεις), και ένα φοβικό περιβάλλον που προάγει συμπεριφορές αποφυγής (μην αργήσεις να γυρίσεις γιατί έξω είναι επικίνδυνα, μην τρως θα παχύνεις, μη πιάσεις ξένα πράγματα γιατί θα γεμίσεις μικρόβια), παρουσιάζονται ως οι προάγγελοι των ψυχαναγκασμών.
Οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί έχουν μια λειτουργική αποτελεσματικότητα, μιας και θέτοντας στον εαυτό τους αυστηρούς κανόνες, επιδιώκουν την έγκριση, την αποδοχή, ανακτώντας μια αίσθηση θετικής προσωπικής ταυτότητας. Τα συμπτώματα αποκωδικοποιούνται ως έναν μηχανισμό αυτοπροστασίας διαφυλάσσοντας το αίσθημα της αυταξίας.
Οι ψυχαναγκασμοί δεν είναι πάντα αυτοί που φαίνονται.
Το περιεχόμενο των ψυχαναγκασμών και εκτέλεση των καταναγκασμών παρέχουν ένα μοναδικό νόημα για τον καθένα ξεχωριστά.
Οι ψυχαναγκασμοί υγείας (θα αρρωστήσω, θα πάθω καρκίνο, πρέπει να κάνω συνέχεια εξετάσεις), οι ψυχαναγκασμοί τάξης/ελέγχου (Πρέπει να ελέγξω πολλές φορές την εργασία μου πριν την παραδώσω, αλλιώς θα την πετάξω, δεν θα αντέξω το άγχος μου εάν δεν τα βάλω όλα στη σειρά), ψυχαναγκασμοί υπερβολικής ευθύνης (Φοβάμαι ότι ξέχασα να βάλω το συναγερμό, αν γίνει διάρρηξη στο σπίτι θα είναι μια τραγωδία εξ αιτίας μου), όπως και άλλες μορφές ΨΚΔ, απορρέουν την ανάγκη για επιβεβαίωση και ότι εάν ακολουθηθούν οι κανόνες δεν θα υπάρξουν καταστροφικές συνέπειες για το οποίο θα φταίει.
Ο υπερβολικός έλεγχος των αντικειμένων, του σώματος, των παρορμήσεων ‘να κάνω κάτι που δεν θέλω’, υποθάλπουν την ανάγκη του ατόμου να ελέγξει όχι αυτά που φαίνονται στην καθημερινότητα, αλλά βαθύτερα συναισθήματα και πεποιθήσεις.
Η Θεραπευτική Παρέμβαση στην Ψυχαναγκαστική – Καταναγκαστική Διαταραχή.
Είναι φυσιολογικό ένας άνθρωπος που ζει υπό το καθεστώς των ψυχαναγκασμών και των καταναγκασμών να έχει πεισθεί ότι δεν θα ξεφύγει ποτέ από αυτό. Αισθάνεται αδύναμος μπροστά στην προοπτική να αντισταθεί στους κανόνες του. Ωστόσο, ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια χρόνια κατάσταση τον ταλαιπωρεί σε κάθε επίπεδο, επηρεάζοντας τη λειτουργικότητά του, τις διαπροσωπικές σχέσεις του, του στερεί την ελευθερία από το φόβο, τη φιλοδοξία, την απόλαυση από τη ζωή.
Ειδικότερα, οι μεθόδοι οι οποίες βοηθούν το άτομο:
- Να αντιπαρατεθεί, σταδιακά, σε ερεθίσματα που του επιφέρουν ψυχαναγκαστικό φόβο.
- Να απέχει από τις καταναγκαστικές συμπεριφορές.
- Να διερευνήσει και να τροποποιήσει δυσλειτουργικές πεποιθήσεις οι οποίες υπογραμμίζουν τον ψυχαναγκαστικό τρόπο σκέψης.
Στη συνέχεια εξετάζονται οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις του ατόμου γύρω από τον κίνδυνο, τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου που μπορεί να εμπλέκονται στους ψυχαναγκασμούς (απροσεξία, τελειοθηρία, υπερ-υπευθυνότητα), προχωρώντας στις βαθύτερες πεποιθήσεις του ατόμου για τον εαυτό του, τον κόσμο, τους γύρω του, που έχουν αναπτυχθεί κυρίως στην παιδική ηλικία, με στόχο να αναθεωρηθούν και να αναδιατυπωθούν με περισσότερο ρεαλιστικό τόνο.
Τεχνικές χαλάρωσης και εν-συνειδητότητας προσφέρονται ως επιπρόσθετα εργαλεία για το άτομο.
Ένας τρόπος υπάρχει....
Σκεφτείτε, λοιπόν, ένα άτομο που θέλει να ξεπεράσει το φόβο του ύψους. Ποιος τρόπος υπάρχει να το καταφέρει; Να δοκιμάσει να πέφτει σταδιακά από όλο και ψηλά σημεία μέχρι να μην τον τρομάζει άλλο η αίσθηση του ύψους.
Η έκθεση σε αυτό που φοβόμαστε ή εκείνο που μας αγχώνει είναι το ισχυρότερο θεραπευτικό εργαλείο για να απελευθερωθεί το άτομο και να κερδίσει μια λειτουργική ζωή, που να την χαίρεται και να παίρνει ικανοποίηση.
Αν ο φόβος, το άγχος είναι από τις πιο ισχυρές μορφές εξουσίας της σκέψης, ας πειραματιστούμε και ας ανταλλάξουμε ρόλους. Να διαχειριστούμε το φόβο, το άγχος, να τα αντιμετωπίσουμε κατάματα μέχρι να απαλλαχθούμε.
Εάν το άγχος ξεκινάει από μέσα μας, αυτό σημαίνει ότι είναι στο χέρι μας και να το ελέγξουμε.
Η ανάβαση στην αποδοχή
Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μία επιμονή, να πολεμούμε, για να αλλάξουμε τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους.
Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.
Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;
Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;
Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί...
Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα...
Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.
Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.
Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;
Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.
Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση... Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.
Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό...
Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.
Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια... Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.
Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.
Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.
Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση...
Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.
Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.
Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.
Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.
Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.
Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής... Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή... έχει συμβεί στα αλήθεια...
Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.
Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;
Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;
Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί...
Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα...
Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.
Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.
Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;
Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.
Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση... Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.
Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.
Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό...
Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.
Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια... Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.
Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.
Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.
Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση...
Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.
Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.
Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.
Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.
Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.
Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής... Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή... έχει συμβεί στα αλήθεια...
Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας
Συνέντευξη του Γάλλου ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή Didier Lauru.
Ρ.Ντ: Αγάπη ή Αγάπες; Μια αγάπη ή περισσότερες μορφές αγάπης – μητρική, των εραστών, για την Πατρίδα;
D.L: Πράγματι, υπάρχουν διάφορα είδη αγάπης. Αλλά ο Freud ήταν ένας από τους πρώτους που είπε ότι όλες οι παραδοχές της λέξης αγάπη επιστρέφουν σε μία, πρόκειται για τον ίδιο τύπο αγάπης. Συνδέεται με το γεγονός ότι όταν είμαστε μωρά, είτε αγόρια είτε κορίτσια, πριν από όλα αγαπάμε τη μαμά μας και στη συνέχεια, τον μπαμπά μας.
Αλλά σε όλη μας τη ζωή, τελικά, επαναλαμβάνουμε ή ξαναζούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το γεγονός ότι αγαπήσαμε τη μητέρα μας και ότι αγαπηθήκαμε από τη μητέρα μας.
Υπάρχει ένας είδος μήτρας (καλουπιού) στην οποία φτιαχτήκαμε μέσα από τη σχέση μας με τη μητέρα μας – καταρχήν αυτήν που φροντίζει, που προσφέρει το στήθος, που ασχολείται μαζί μας. Αυτό δίνει ένα καλούπι και με βάση αυτό το καλούπι θα αγαπήσουμε τους άλλους και θα αγαπηθούμε από τους άλλους με βάση αυτή την πρώτη σχέση αγάπης.
Ρ.Ντ: Γνωρίζουμε τη διάσημη αυτή φράση του Freud, ο οποίος έπειτα από τριάντα χρόνια μελέτης της γυναικείας ψυχής, δεν κατόρθωσε να απαντήσει στην ερώτηση «τι θέλει η γυναίκα». Εγώ αμφιβάλλω ότι απάντησε κάποιος ικανοποιητικά στην ερώτηση «τι θέλει ένας άνδρας».
D.L: Λοιπόν, καταρχήν οι άνδρες και οι γυναίκες δεν αγαπούν με τον ίδιο τρόπο.
Χονδρικά, αυτό που αρέσει σε μια γυναίκα είναι να αγαπιέται από έναν άνδρα. Ενώ αυτό που αρέσει στον άνδρα είναι να αγαπά μια γυναίκα. Και μερικές υστερικές γυναίκες σχεδόν αρρωσταίνουν από αυτό, γιατί αυτό που πράγματι μετράει γι’ αυτές είναι να αποπλανούν τους άνδρες, αλλά πέρα από αυτό αδιαφορούν τελείως, δεν τις ενδιαφέρει τίποτα άλλο.
Ο κινηματογράφος έχει στρέψει τους προβολείς σε αυτό, υπάρχουν πολλές – οι αποκαλούμενες «Ωραίες αδιάφορες»- οι γυναίκες οι οποίες προφανώς δεν αγαπούν παρά τον εαυτό τους. Δεν μπορούν να αγαπήσουν πραγματικά έναν άνδρα, γιατί εκείνο που τις ενδιαφέρει είναι οι άνδρες να τις κοιτάζουν, να τους λένε ότι είναι όμορφες, έξυπνες και να τις βρίσκουν αξιοθαύμαστες. Αποτελούν έναν τύπο γυναικών που δείχνει σε υπερβολικό βαθμό αυτό που αρέσει στις γυναίκες – να αγαπιούνται.
Ενώ ένας άνδρας, αυτό που του αρέσει είναι να αγαπά μία γυναίκα. Αλλά συχνά εξιδανικεύει τη γυναίκα, δηλαδή δεν την αντιλαμβάνεται όπως είναι αλλά την αντιλαμβάνεται πάντοτε σαν μια άλλη. Και με αυτήν την έννοια πλανάται, είναι μέσα στην ψευδαίσθηση, μα και ο καθένας είναι μέσα στην αυταπάτη όταν ερωτεύεται.
Δηλαδή όταν ερωτευόμαστε κάποιον, αυτό που αγαπάμε δεν είναι ακριβώς ο άλλος, είναι ο άλλος όπως θα θέλαμε να είναι. Οι άνθρωποι αποδίδουν στους άλλους τέτοιες ποιότητες, οι οποίες γενικά απαντούν ακριβώς στην έλλειψη που ο καθένας αισθάνεται μέσα του – ξέρω πως μου λείπει αυτό, πως μου λείπει το άλλο, θα ήθελα να είμαι όπως αυτό και το άλλο – και ξαφνικά όταν ερωτευόμαστε το άλλο φύλο, τη στιγμή αυτή ανακαλύπτουμε τις ιδιότητες αυτές στον άλλο. Και στην πραγματικότητα, αυτός ή αυτή δεν τις έχει, αυτό είναι το πρόβλημα.
Είμαστε στο φαντασιακό επίπεδο, μέσα στην αυταπάτη και στην αρχή, είναι υπέροχα να πιστεύεις ότι ο άλλος έχει κάτι που σου λείπει. Μετά, κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι ο άλλος δεν είναι καθόλου έτσι, ότι είναι αυτός που είναι, κι ότι δεν είναι έτσι όπως είχαμε θελήσει να τον φαντασιωθούμε.
Εξ ου και η απομάγευση, εξ’ου και ο πόνος, εξ ου και η δυσκολία να είσαι ζευγάρι, η δυσκολία να συνεχίζεις να αγαπάς. Γιατί είναι δύσκολο να συνεχίζεις να αγαπάς κάποιον που σε έχει όντως απογοητεύσει.
Ρ.Ντ: Η οπτική σας για τον έρωτα είναι υπερβολικά απαισιόδοξη, θα είμαστε πάντα απογοητευμένοι στον έρωτα…
D.L: Δεν είναι απαισιόδοξη, είναι ρεαλιστική. Αυτό δεν εμποδίζει να είναι η αγάπη όμορφη και γι” αυτό όλοι θέλουμε να γνωρίσουμε την αγάπη, το μεγάλο έρωτα. Είναι γιατί αυτό μας δίνει την εντύπωση ότι είμαστε πλήρως ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι, αφού ο άλλος έρχεται ακριβώς να γεμίσει τη στιγμή αυτή τα κενά μας.
Αλλά θέλω να ξαναγυρίσω στην πρώτη σας ερώτηση- τι θέλει ένας άνδρας; Είναι σχεδόν πιο απλό, αυτό που θέλει, είναι -να αγαπήσει μια γυναίκα κι έπειτα- να οδηγήσει την επιθυμία της, δηλαδή – να έχει μια ερωτική και σεξουαλική σχέση με τη γυναίκα που επιθυμεί, θέλει να είναι με αυτή τη γυναίκα, θέλει να την απολαύσει, να νιώσει σεξουαλική ευχαρίστηση από αυτήν. Ενώ για τη γυναίκα είναι πιο περίπλοκο, πιο δύσκολο. Γιατί για να έχει τη γυναικεία της ικανοποίηση, πρέπει αυτή να νιώθει ότι αγαπιέται πραγματικά.
Το ξαναδιαβάζω αυτό στην ανατομία, μια γυναίκα έχει τα αναπαραγωγικά της όργανα περισσότερο εσωτερικά παρά εξωτερικά (σε αντίθεση με τον άνδρα) και εξαιτίας αυτού έχει ανάγκη από ένα κλίμα συναισθηματικής ασφάλειας, να γνωρίζει περισσότερα για τα συναισθήματα του άνδρα.
Κλασσικά λέμε επίσης ότι ένας άνδρας θα πει ότι αγαπάει για να έχει σεξουαλικότητα και μια γυναίκα θα προσφέρει τη σεξουαλικότητα για να αγαπηθεί, για να έχει λίγη αγάπη ως αντάλλαγμα. Άρα, αυτά κάπου συναντώνται, αλλά δεν είναι εντελώς συμμετρικά – ο άνδρας και η γυναίκα δεν περιμένουν ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Και για παράδειγμα, μια γυναίκα θα της είναι πολύ δύσκολο να κάνει έρωτα με έναν άνδρα που δεν αγαπά, ενώ ένας άνδρας το διαχωρίζει πιο εύκολα, του είναι πιο εύκολο να κοπεί στα δύο ώστε να θέλει να έχει σεξουαλικές σχέσεις με μια γυναίκα που δεν αγαπά, που την επιθυμεί αλλά δεν αγαπά.
Ρ.Ντ: Πιστεύετε πως ο έρωτας έρχεται κεραυνοβόλα; Σε ένα ποίημα, ο Jacques Prévert λέει:
Ο έρωτας όπως εγώ φεύγει ταξίδι
μια μέρα θα τον ξανασυναντήσω
Μόλις που θα δω το πρόσωπο του
αμέσως θα τον αναγνωρίσω
D.L: Καταρχήν, υπάρχει ένα πράγμα πολύ ξεχωριστό που είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας. Σε πολλές γλώσσες (στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα ισπανικά, στα βουλγαρικά επίσης) λέμε «έρωτας με την πρώτη ματιά», στα γαλλικά λέμε «κεραυνοβόλος έρωτας». Πρόκειται για ένα γεγονός πολύ ιδιαίτερο που δεν το ζουν όλοι οι άνθρωποι. Δεν ξέρουμε γιατί.
Εγώ έχω κάποιες ιδέες. Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι αμοιβαίος, συμβαίνει όταν δυο άνθρωποι συναντώνται και κοιτάζονται και μαγεύονται τελείως ο ένας από τον άλλο.
Έχω μια ιδέα γι” αυτό: σκέφτομαι πως είναι ένας τρόπος να επιστρέψουν στην παιδική κατάσταση ταυτόχρονα. Αυτό ανταποκρίνεται εντελώς στην αγάπη, στον τρόπο με τον οποίο κοιτάζονται τα μωρά και οι μαμάδες- κοιτάζονται πολύ κοντά, κάνουν αστεία οι δυο τους, ελκύονται και γοητεύονται όπως μας γοητεύει μια εικόνα.
Και στον κεραυνοβόλο έρωτα ξαναβρίσκουμε αυτή τη γοητεία, αλλά τότε γοητευόμαστε πάλι από μια εικόνα και όχι από μια πραγματικότητα, γιατί ερωτευόμαστε με την πρώτη ματιά χωρίς να γνωρίζουμε τον άλλο. Και είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος για να ερωτευτεί κανείς.
Υπάρχει ένα τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα που γνωρίζει όλος ο κόσμος – «Strangers in the night». Σε αυτήν την ιστορία, δυο άγνωστοι συναντώνται μέσα στη νύχτα και ερωτεύονται για πάντα. Και στο τέλος του τραγουδιού, ο Σινάτρα λέει κάτι που γνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις γλώσσες.
Που είναι: «ντου- μπι- ντου- μπι- ντου, ντα- ντα- ντα- ντα- ντα». Και αναρωτήθηκα: «τι είναι αυτό; γιατί το χρησιμοποίησε;». Δεν είναι αγγλικά, είναι απλά λέξεις που δε λένε τίποτα, αλλά που θυμίζουν αυτό που κάνουν τα μωρά, κάνουν : «ντα- ντα- ντα», «μπα- μπα- μπα», «ντου- ντου- ντου».
Για μένα είναι μια απεικόνιση αυτού που λέω: παραμένουμε ενήλικες κατά ένα μέρος, κατά ένα άλλο μέρος, για αυτό που αφορά την αγάπη τέλος πάντων, ξαναπέφτουμε εντελώς στην παιδική κατάσταση, ξαναγινόμαστε μωρά κι ερωτευόμαστε και γοητευόμαστε πραγματικά από τον άλλο, από τη μητέρα.
Ρ.Ντ: Και λοιπόν – ο έρωτας είναι πάθος;
D.L: Ο έρωτας δεν είναι ούτε πάθος. Η ετυμολογική ρίζα της λέξης (amour) προέρχεται από τα λατινικά και συνδέεται με τον πόνο.
Ερωτευόμαστε πολύ, πολύ δυνατά, αλλά ταυτόχρονα υποφέρουμε. Θέλουμε όλο και περισσότερη αγάπη και δεν την αποκτούμε. Κι έπειτα δεν είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί δεν έχουμε αγαπηθεί αρκετά, όπως θα θέλαμε. Είναι ο παράφορος έρωτας που είναι πολύ όμορφος και δυνατός, αλλά σημαίνει να είσαι ερωτευμένος με τρόπο υπερβολικό.
Και είναι πολύ όμορφο συναίσθημα, αλλά γενικά δεν διαρκεί πολύ. Κι έπειτα, υπάρχει το «είμαι κανονικά ερωτευμένος» – αυτό που περιγράψαμε ως τώρα και που είναι ευχάριστο.
Γνωρίζοντας ότι ν” αγαπάς είναι η ύπαρξη μιας ερωτικής σχέσης. Στην αρχή είμαστε πολύ ερωτευμένοι, καμιά φορά παθιασμένα ερωτευμένοι -όχι πάντα- και στη συνέχεια, μετά από κάποιο διάστημα, κάποιους μήνες, κάποια χρόνια, αυτό κατευνάζεται κάπως.
Είτε σταματάει γιατί τελείωσε, είτε αυτό το συναίσθημα μεταμορφώνεται σε ένα συναίσθημα πολύ πιο ήρεμο και που μας κάνει να υποφέρουμε λιγότερο και πρόκειται για την αγάπη. Αγαπάμε. Απλά.
Ρ.Ντ: Στα άρθρα σας αναφέρεστε συχνά στην ευγενή αγάπη. Είναι κρίμα κατά τη γνώμη μου που ιστορικά οι Βούλγαροι άνδρες δε είχαν αυτήν την εμπειρία…
D.L: Είναι καταπληκτικό για μια γυναίκα να έχει αγαπηθεί με ευγενικό τρόπο. Το συνάντησα αυτό στους εφήβους, αλλά για τον εξής λόγο: έχουν ανάγκη να περάσουν από στάδια, να έχουν χρόνο, πριν να συναντήσουν αληθινά μια γυναίκα, πριν να την πλησιάσουν, να την αγγίξουν φυσικά, να την φιλήσουν, και μετά να κάνουν έρωτα – χρειάζονται στάδια έτσι, χρειάζονται χρόνο.
Γιατί; Γιατί τους φοβίζει. Τα νεαρά κορίτσια φοβούνται επίσης. Αλλά οι νέοι άνδρες πράγματι έχουν στην περίπτωση αυτή ανάγκη από απόσταση, από ποίηση, από τραγούδια. Ο ευγενής έρωτας ήταν η αγάπη, η ποίηση, η μουσική. Ήταν ποιήματα τραγουδισμένα ταυτόχρονα, αυτό μπορούσε να διαρκέσει πολύ καιρό και ήταν κωδικοποιημένο σε στάδια. Δεν γνωρίζω πως είναι οι άνδρες στη Βουλγαρία, αλλά οι άνδρες είναι παντού οι ίδιοι.
Οι άνδρες έχουν δύο ρεύματα- το ερωτικό ρεύμα και το σεξουαλικό ρεύμα – αλλά όπως έλεγα, είναι πολύ πιο επείγον για τον άνδρα να καταπραΰνει την σεξουαλική του ένταση, δηλαδή όταν έχει επιθυμία για μια γυναίκα θα κάνει όλα όσα μπορεί για να αποκτήσει αυτό που θέλει από εκείνη- να έχει μια σεξουαλική σχέση μαζί της, να πάρει ευχαρίστηση από αυτή. Ενώ οι γυναίκες μπορεί να διαφέρουν.
Οι άνδρες στη Δυτική Ευρώπη, ναι, μπορεί να είναι περιποιητικοί, να προσφέρουν λουλούδια, αλλά το να γράφουν ποιήματα είναι σπάνιο. Μόνο οι ποιητές το κάνουν αυτό, οι ποιητές και οι έφηβοι.
Αλλά εγώ έχω δει αρκετούς ενήλικες σε όλες τις ηλικίες -στα 40, 50 ακόμη και 60 χρόνια- να ερωτεύονται ξανά μια γυναίκα και σε εκείνη τη φάση μοιάζουν λίγο στους εφήβους, γράφουν ποιήματα, φαντασιώνονται τόσα πράγματα για τη γυναίκα που αγαπούν και πλησιάζουν λιγάκι την ευγενή αγάπη. Αλλά η ευγενής αγάπη ξεχάστηκε στον 12ο- 13ο αιώνα, κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία. Έχω συζητήσει γι’ αυτό το θέμα με Άραβες συναδέλφους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει κάτι αντίστοιχο στις χώρες της Β. Αφρικής στο επίπεδο της ποίησης, ακριβώς λίγο πριν, κατά το 10ο αιώνα.
Ρ.Ντ: Από εκεί ίσως προέρχεται το ρητό «Η γυναίκα αγαπά με τα αυτιά, ο άνδρας με τα μάτια».
D.L: Όχι, διότι και στις γυναίκες αρέσει να τις κοιτάζουν. Τους αρέσει πολύ να τους μιλάμε: «πες μου ότι μ” αγαπάς, πες μου λόγια αγάπης«. Η γυναίκα είναι: «πες μου πως μ” αγαπάς». Αλλά τους αρέσουν επίσης τα βλέμματα που τους αποθέτουν οι άνδρες, η προσοχή με την οποία παρατηρούν ότι είναι όμορφες, ελκυστικές, θελκτικές…
Αλλά όπως σας έλεγα, ο έρωτας είναι μια ιστορία φαντασιωσική, δηλαδή ερωτευόμαστε μια εικόνα, την εικόνα του άλλου, όχι αυτό που είναι ο άλλος, αλλά αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι. Αυτό είναι το δράμα του έρωτα. Μιλάτε για ποιητές αλλά είναι ο Αραγκόν που έλεγε, επίσης: «Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας». Και τελικά είναι αλήθεια, γιατί πάντοτε τελειώνει άσχημα, οι ερωτικές ιστορίες, δεν τελειώνουν όπως τέλος πάντων θα θέλαμε.
Ρ.Ντ: Ναι, με χωρισμό, ή με γάμο…
D.L: Ναι, ή με αυτό το γνωστό συναίσθημα που ανακάλεσα: την αγάπη. Όχι το πάθος, όχι το ερωτικό συναίσθημα, αλλά την αγάπη που είναι πιο ήρεμη, η οποία μπορεί να ευχαριστεί ταυτόχρονα.
Κατά τη γνώμη μου συνιστά τον καλύτερο τρόπο να τελειώσει μια ερωτική σχέση. Να ερωτεύεσαι μέσα στην αγάπη. Μια αγάπη λογική, ήρεμη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο υπερβολική, η οποία όμως επιτρέπει σε δυο ανθρώπους να συνεχίζουν να έχουν οικειότητα, να ζουν μαζί, ενδεχομένως να αποκτήσουν παιδιά, γιατί όχι;
Ρ.Ντ: «Ο έρωτας» (l“ amour) και «ο θάνατος» (la mort) -δυο λέξεις σχεδόν ομόηχες στα γαλλικά…
D.L: Ναι, στα γαλλικά γίνονται λογοπαίγνια με αυτές τις λέξεις. Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας παραπέμπει στο θάνατο. Στα γαλλικά υπάρχει μια έκφραση – όταν έχουμε μια ερωτική επαφή και έχουμε οργασμό, μια κάποια στιγμή κατά την οποία χανόμαστε ανάμεσα σε δυο επίπεδα, είμαστε κουρασμένοι, αλλά αισθανόμαστε όμορφα, το αποκαλούμε αυτό «μικρό θάνατο».
Και υπάρχει μεγάλη σχέση ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο: είναι ότι ενδεχομένως ο έρωτας επίσης συνιστά μια προσέγγιση του θανάτου, με την έννοια ότι αντιλαμβανόμαστε πως αν και έχουμε την ψευδαίσθηση να είμαστε δυο, είμαστε αποφασιστικά μόνοι. Και αυτό συναντά το γεγονός ότι όταν πεθαίνουμε είμαστε μόνοι, πάντοτε, ακόμα κι αν είμαστε περιτριγυρισμένοι από άλλους στις καλύτερες των περιπτώσεων, είμαστε μόνοι στο θάνατο. Αυτό δείχνει τα όρια της ύπαρξής μας, τα όρια του τι μπορούμε να περιμένουμε από τη ζωή.
Ρ.Ντ: Και ποια είναι η σημασία που αποδίδετε στο βλέμμα του πατέρα ώστε να το τοποθετείτε στον τίτλο του βιβλίου σας;
D.L: Μια γυναίκα δεν κατασκευάζεται μέσα σε μια μέρα. Η θηλυκότητα μεταδίδεται από τη γυναίκα καταρχήν, δηλαδή από τη μητέρα, σ” αυτήν θέλει να μοιάσει το κορίτσι συνειδητά ή ασυνείδητα, με αυτήν θέλει να ταυτιστεί.
Αλλά για να ανθίσει, ένα κορίτσι χρειάζεται τον πατέρα του, να αγαπηθεί μέσα στο βλέμμα του πατέρα του. Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερη φάση για τη νεαρή κοπέλα, γιατί στην εφηβεία αυτό που έχει σημασία για εκείνη είναι να μπορέσει να αναγνωρίσει ο πατέρας ότι έγινε γυναίκα.
Και ο πατέρας έχει, χοντρικά, δυο- τρεις πιθανές στάσεις: είτε δεν βλέπει, κάνει ότι δεν βλέπει ότι η κόρη του έγινε γυναίκα, δεν την αναγνωρίζει ως τέτοια, κάτι που είναι δραματικό για το κορίτσι. Είτε αντίθετα, την αναγνωρίζει, της αναγνωρίζει πολλά πράγματα, έχει ένα βλέμμα σχεδόν επιθυμίας για την κόρη του, κι εκεί συναντάμε φαντασιωτικά την αιμομιξία, είναι σοβαρό για το κορίτσι να το συναισθανθεί αυτό.
Είτε έχει μια ενδιάμεση θέση η οποία θα ήταν ιδανική, ένα βλέμμα που λέει: «βλέπω ότι έγινες μια νεαρή κοπέλα, μια νέα γυναίκα και σε αναγνωρίζω, μπορείς να αρέσεις και θα αρέσεις και θα βρεις μια μέρα ένα αγόρι ή έναν άνδρα που θα σου αρέσει και με τον οποίο θα έχεις μια όμορφη ιστορία, αλλά αυτός όπως και να “χει δε θα είμαι εγώ, θα είναι ένας άλλος άνδρας».
Ο πατέρας της δίνει ένα διαβατήριο για τη γυναικεία θέση. Και αυτό παρέχει μεγάλη εμπιστοσύνη στη νεαρή κοπέλα η οποία ανακαλύπτει ότι μπορεί να στηριχτεί σε αυτήν την εμπιστοσύνη, έχοντας μέσα της γαλήνη θα μπορέσει να πάει προς τον άλλο.
Είναι αλήθεια, πράγματι, σχετικά με τις μετέπειτα ερωτικές επιλογές των γυναικών, θα επιλέξουν κάποιον σε αναφορά με την πατρική φιγούρα, θετικά ή αρνητικά. Είτε κάποιον που του μοιάζει (όχι αναγκαστικά στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά κάποιον που έχει το ίδιο πνευματικό γούστο, ή στον τρόπο ζωής του, ή που έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είναι μέρος της προσωπικότητάς του, κτλ).
Είτε αντιθέτως κάποιον εντελώς διαφορετικό. Υπάρχουν υπερβολικές περιπτώσεις, σε σημείο που μια γυναίκα να βρίσκει έναν άνδρα από διαφορετική χώρα, κουλτούρα, και μάλιστα με διαφορετικό χρώμα, μόνο και μόνο για να είναι σίγουρη πως δεν θα ξαναπέσει πάνω στον πατέρα της.
Τόσο μακριά από τον πατέρα που κυρίως δεν του μοιάζει. Και υπάρχουν άλλες γυναίκες που αναζητούν με επαναληπτικό τρόπο να βρουν έναν πατέρα, μέσω των ανδρών τον δικό τους πατέρα, κάτι που δε μπορεί παρά να αποτύχει γιατί στην ουσία έχουν κρατήσει μια εικόνα τελείως εξιδανικευμένη για τον πατέρα τους, δεν τον έχουν αποκαθηλώσει από το βάθρο της παιδικής ηλικίας. Δεν μπορούν παρά να απογοητεύονται από έναν άνδρα, αφού όπως και να “χει δε θα μπορέσει ποτέ να φτάσει το επίπεδο στο οποίο εκείνες έχουν τοποθετήσει τον πατέρα τους.
Και η ψυχική δουλειά που κάθε γυναίκα πρέπει να κάνει κατά τη διάρκεια της εφηβείας ειδικότερα, είναι να επανατοποθετήσει τους γονείς στη θέση τους, δηλαδή να γίνει ο πατέρας ένας άνδρας όπως οι άλλοι, όχι ο φοβερός, παντοδύναμος πατέρας που τα ξέρει όλα. Ώστε να μπορέσει, στη συνέχεια, να στραφεί προς τους άνδρες και να τους αγαπήσει «κανονικά».
Περίληψη
Κάθε αγάπη παραπέμπει στον πρωταρχικό δεσμό μητέρας -παιδιού.
Στη γυναίκα αρέσει να αγαπιέται από έναν άνδρα. Στον άνδρα αρέσει να αγαπάει μια γυναίκα.
Στην αγάπη ο Άλλος έρχεται να συμπληρώσει τις ελλείψεις μας.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας αποτελεί έναν τρόπο κατά τον οποίο δυο άνθρωποι επιστρέφουν στην παιδική ηλικία την ίδια στιγμή.
Ο καλύτερος τρόπος να τελειώσει μια ερωτική σχέση είναι με μια αγάπη λογική, ήσυχη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο υπερβολική η οποία όμως επιτρέπει στους δυο να έχουν οικειότητα, να ζουν μαζί.
Στην αγάπη και στο θάνατο είμαστε αποφασιστικά μόνοι.
Οι γυναίκες επιλέγουν το αντικείμενο της αγάπης σε συνάρτηση με την πατρική φιγούρα- θετικά ή αρνητικά.
Για να ανθίσει, η θηλυκότητα χρειάζεται ένα βλέμμα αγάπης από τον πατέρα.
Ο Didier Lauru είναι Γάλλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής
Ρ.Ντ: Αγάπη ή Αγάπες; Μια αγάπη ή περισσότερες μορφές αγάπης – μητρική, των εραστών, για την Πατρίδα;
D.L: Πράγματι, υπάρχουν διάφορα είδη αγάπης. Αλλά ο Freud ήταν ένας από τους πρώτους που είπε ότι όλες οι παραδοχές της λέξης αγάπη επιστρέφουν σε μία, πρόκειται για τον ίδιο τύπο αγάπης. Συνδέεται με το γεγονός ότι όταν είμαστε μωρά, είτε αγόρια είτε κορίτσια, πριν από όλα αγαπάμε τη μαμά μας και στη συνέχεια, τον μπαμπά μας.
Αλλά σε όλη μας τη ζωή, τελικά, επαναλαμβάνουμε ή ξαναζούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το γεγονός ότι αγαπήσαμε τη μητέρα μας και ότι αγαπηθήκαμε από τη μητέρα μας.
Υπάρχει ένας είδος μήτρας (καλουπιού) στην οποία φτιαχτήκαμε μέσα από τη σχέση μας με τη μητέρα μας – καταρχήν αυτήν που φροντίζει, που προσφέρει το στήθος, που ασχολείται μαζί μας. Αυτό δίνει ένα καλούπι και με βάση αυτό το καλούπι θα αγαπήσουμε τους άλλους και θα αγαπηθούμε από τους άλλους με βάση αυτή την πρώτη σχέση αγάπης.
Ρ.Ντ: Γνωρίζουμε τη διάσημη αυτή φράση του Freud, ο οποίος έπειτα από τριάντα χρόνια μελέτης της γυναικείας ψυχής, δεν κατόρθωσε να απαντήσει στην ερώτηση «τι θέλει η γυναίκα». Εγώ αμφιβάλλω ότι απάντησε κάποιος ικανοποιητικά στην ερώτηση «τι θέλει ένας άνδρας».
D.L: Λοιπόν, καταρχήν οι άνδρες και οι γυναίκες δεν αγαπούν με τον ίδιο τρόπο.
Χονδρικά, αυτό που αρέσει σε μια γυναίκα είναι να αγαπιέται από έναν άνδρα. Ενώ αυτό που αρέσει στον άνδρα είναι να αγαπά μια γυναίκα. Και μερικές υστερικές γυναίκες σχεδόν αρρωσταίνουν από αυτό, γιατί αυτό που πράγματι μετράει γι’ αυτές είναι να αποπλανούν τους άνδρες, αλλά πέρα από αυτό αδιαφορούν τελείως, δεν τις ενδιαφέρει τίποτα άλλο.
Ο κινηματογράφος έχει στρέψει τους προβολείς σε αυτό, υπάρχουν πολλές – οι αποκαλούμενες «Ωραίες αδιάφορες»- οι γυναίκες οι οποίες προφανώς δεν αγαπούν παρά τον εαυτό τους. Δεν μπορούν να αγαπήσουν πραγματικά έναν άνδρα, γιατί εκείνο που τις ενδιαφέρει είναι οι άνδρες να τις κοιτάζουν, να τους λένε ότι είναι όμορφες, έξυπνες και να τις βρίσκουν αξιοθαύμαστες. Αποτελούν έναν τύπο γυναικών που δείχνει σε υπερβολικό βαθμό αυτό που αρέσει στις γυναίκες – να αγαπιούνται.
Ενώ ένας άνδρας, αυτό που του αρέσει είναι να αγαπά μία γυναίκα. Αλλά συχνά εξιδανικεύει τη γυναίκα, δηλαδή δεν την αντιλαμβάνεται όπως είναι αλλά την αντιλαμβάνεται πάντοτε σαν μια άλλη. Και με αυτήν την έννοια πλανάται, είναι μέσα στην ψευδαίσθηση, μα και ο καθένας είναι μέσα στην αυταπάτη όταν ερωτεύεται.
Δηλαδή όταν ερωτευόμαστε κάποιον, αυτό που αγαπάμε δεν είναι ακριβώς ο άλλος, είναι ο άλλος όπως θα θέλαμε να είναι. Οι άνθρωποι αποδίδουν στους άλλους τέτοιες ποιότητες, οι οποίες γενικά απαντούν ακριβώς στην έλλειψη που ο καθένας αισθάνεται μέσα του – ξέρω πως μου λείπει αυτό, πως μου λείπει το άλλο, θα ήθελα να είμαι όπως αυτό και το άλλο – και ξαφνικά όταν ερωτευόμαστε το άλλο φύλο, τη στιγμή αυτή ανακαλύπτουμε τις ιδιότητες αυτές στον άλλο. Και στην πραγματικότητα, αυτός ή αυτή δεν τις έχει, αυτό είναι το πρόβλημα.
Είμαστε στο φαντασιακό επίπεδο, μέσα στην αυταπάτη και στην αρχή, είναι υπέροχα να πιστεύεις ότι ο άλλος έχει κάτι που σου λείπει. Μετά, κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι ο άλλος δεν είναι καθόλου έτσι, ότι είναι αυτός που είναι, κι ότι δεν είναι έτσι όπως είχαμε θελήσει να τον φαντασιωθούμε.
Εξ ου και η απομάγευση, εξ’ου και ο πόνος, εξ ου και η δυσκολία να είσαι ζευγάρι, η δυσκολία να συνεχίζεις να αγαπάς. Γιατί είναι δύσκολο να συνεχίζεις να αγαπάς κάποιον που σε έχει όντως απογοητεύσει.
Ρ.Ντ: Η οπτική σας για τον έρωτα είναι υπερβολικά απαισιόδοξη, θα είμαστε πάντα απογοητευμένοι στον έρωτα…
D.L: Δεν είναι απαισιόδοξη, είναι ρεαλιστική. Αυτό δεν εμποδίζει να είναι η αγάπη όμορφη και γι” αυτό όλοι θέλουμε να γνωρίσουμε την αγάπη, το μεγάλο έρωτα. Είναι γιατί αυτό μας δίνει την εντύπωση ότι είμαστε πλήρως ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι, αφού ο άλλος έρχεται ακριβώς να γεμίσει τη στιγμή αυτή τα κενά μας.
Αλλά θέλω να ξαναγυρίσω στην πρώτη σας ερώτηση- τι θέλει ένας άνδρας; Είναι σχεδόν πιο απλό, αυτό που θέλει, είναι -να αγαπήσει μια γυναίκα κι έπειτα- να οδηγήσει την επιθυμία της, δηλαδή – να έχει μια ερωτική και σεξουαλική σχέση με τη γυναίκα που επιθυμεί, θέλει να είναι με αυτή τη γυναίκα, θέλει να την απολαύσει, να νιώσει σεξουαλική ευχαρίστηση από αυτήν. Ενώ για τη γυναίκα είναι πιο περίπλοκο, πιο δύσκολο. Γιατί για να έχει τη γυναικεία της ικανοποίηση, πρέπει αυτή να νιώθει ότι αγαπιέται πραγματικά.
Το ξαναδιαβάζω αυτό στην ανατομία, μια γυναίκα έχει τα αναπαραγωγικά της όργανα περισσότερο εσωτερικά παρά εξωτερικά (σε αντίθεση με τον άνδρα) και εξαιτίας αυτού έχει ανάγκη από ένα κλίμα συναισθηματικής ασφάλειας, να γνωρίζει περισσότερα για τα συναισθήματα του άνδρα.
Κλασσικά λέμε επίσης ότι ένας άνδρας θα πει ότι αγαπάει για να έχει σεξουαλικότητα και μια γυναίκα θα προσφέρει τη σεξουαλικότητα για να αγαπηθεί, για να έχει λίγη αγάπη ως αντάλλαγμα. Άρα, αυτά κάπου συναντώνται, αλλά δεν είναι εντελώς συμμετρικά – ο άνδρας και η γυναίκα δεν περιμένουν ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Και για παράδειγμα, μια γυναίκα θα της είναι πολύ δύσκολο να κάνει έρωτα με έναν άνδρα που δεν αγαπά, ενώ ένας άνδρας το διαχωρίζει πιο εύκολα, του είναι πιο εύκολο να κοπεί στα δύο ώστε να θέλει να έχει σεξουαλικές σχέσεις με μια γυναίκα που δεν αγαπά, που την επιθυμεί αλλά δεν αγαπά.
Ρ.Ντ: Πιστεύετε πως ο έρωτας έρχεται κεραυνοβόλα; Σε ένα ποίημα, ο Jacques Prévert λέει:
Ο έρωτας όπως εγώ φεύγει ταξίδι
μια μέρα θα τον ξανασυναντήσω
Μόλις που θα δω το πρόσωπο του
αμέσως θα τον αναγνωρίσω
D.L: Καταρχήν, υπάρχει ένα πράγμα πολύ ξεχωριστό που είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας. Σε πολλές γλώσσες (στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα ισπανικά, στα βουλγαρικά επίσης) λέμε «έρωτας με την πρώτη ματιά», στα γαλλικά λέμε «κεραυνοβόλος έρωτας». Πρόκειται για ένα γεγονός πολύ ιδιαίτερο που δεν το ζουν όλοι οι άνθρωποι. Δεν ξέρουμε γιατί.
Εγώ έχω κάποιες ιδέες. Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι αμοιβαίος, συμβαίνει όταν δυο άνθρωποι συναντώνται και κοιτάζονται και μαγεύονται τελείως ο ένας από τον άλλο.
Έχω μια ιδέα γι” αυτό: σκέφτομαι πως είναι ένας τρόπος να επιστρέψουν στην παιδική κατάσταση ταυτόχρονα. Αυτό ανταποκρίνεται εντελώς στην αγάπη, στον τρόπο με τον οποίο κοιτάζονται τα μωρά και οι μαμάδες- κοιτάζονται πολύ κοντά, κάνουν αστεία οι δυο τους, ελκύονται και γοητεύονται όπως μας γοητεύει μια εικόνα.
Και στον κεραυνοβόλο έρωτα ξαναβρίσκουμε αυτή τη γοητεία, αλλά τότε γοητευόμαστε πάλι από μια εικόνα και όχι από μια πραγματικότητα, γιατί ερωτευόμαστε με την πρώτη ματιά χωρίς να γνωρίζουμε τον άλλο. Και είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος για να ερωτευτεί κανείς.
Υπάρχει ένα τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα που γνωρίζει όλος ο κόσμος – «Strangers in the night». Σε αυτήν την ιστορία, δυο άγνωστοι συναντώνται μέσα στη νύχτα και ερωτεύονται για πάντα. Και στο τέλος του τραγουδιού, ο Σινάτρα λέει κάτι που γνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις γλώσσες.
Που είναι: «ντου- μπι- ντου- μπι- ντου, ντα- ντα- ντα- ντα- ντα». Και αναρωτήθηκα: «τι είναι αυτό; γιατί το χρησιμοποίησε;». Δεν είναι αγγλικά, είναι απλά λέξεις που δε λένε τίποτα, αλλά που θυμίζουν αυτό που κάνουν τα μωρά, κάνουν : «ντα- ντα- ντα», «μπα- μπα- μπα», «ντου- ντου- ντου».
Για μένα είναι μια απεικόνιση αυτού που λέω: παραμένουμε ενήλικες κατά ένα μέρος, κατά ένα άλλο μέρος, για αυτό που αφορά την αγάπη τέλος πάντων, ξαναπέφτουμε εντελώς στην παιδική κατάσταση, ξαναγινόμαστε μωρά κι ερωτευόμαστε και γοητευόμαστε πραγματικά από τον άλλο, από τη μητέρα.
Ρ.Ντ: Και λοιπόν – ο έρωτας είναι πάθος;
D.L: Ο έρωτας δεν είναι ούτε πάθος. Η ετυμολογική ρίζα της λέξης (amour) προέρχεται από τα λατινικά και συνδέεται με τον πόνο.
Ερωτευόμαστε πολύ, πολύ δυνατά, αλλά ταυτόχρονα υποφέρουμε. Θέλουμε όλο και περισσότερη αγάπη και δεν την αποκτούμε. Κι έπειτα δεν είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί δεν έχουμε αγαπηθεί αρκετά, όπως θα θέλαμε. Είναι ο παράφορος έρωτας που είναι πολύ όμορφος και δυνατός, αλλά σημαίνει να είσαι ερωτευμένος με τρόπο υπερβολικό.
Και είναι πολύ όμορφο συναίσθημα, αλλά γενικά δεν διαρκεί πολύ. Κι έπειτα, υπάρχει το «είμαι κανονικά ερωτευμένος» – αυτό που περιγράψαμε ως τώρα και που είναι ευχάριστο.
Γνωρίζοντας ότι ν” αγαπάς είναι η ύπαρξη μιας ερωτικής σχέσης. Στην αρχή είμαστε πολύ ερωτευμένοι, καμιά φορά παθιασμένα ερωτευμένοι -όχι πάντα- και στη συνέχεια, μετά από κάποιο διάστημα, κάποιους μήνες, κάποια χρόνια, αυτό κατευνάζεται κάπως.
Είτε σταματάει γιατί τελείωσε, είτε αυτό το συναίσθημα μεταμορφώνεται σε ένα συναίσθημα πολύ πιο ήρεμο και που μας κάνει να υποφέρουμε λιγότερο και πρόκειται για την αγάπη. Αγαπάμε. Απλά.
Ρ.Ντ: Στα άρθρα σας αναφέρεστε συχνά στην ευγενή αγάπη. Είναι κρίμα κατά τη γνώμη μου που ιστορικά οι Βούλγαροι άνδρες δε είχαν αυτήν την εμπειρία…
D.L: Είναι καταπληκτικό για μια γυναίκα να έχει αγαπηθεί με ευγενικό τρόπο. Το συνάντησα αυτό στους εφήβους, αλλά για τον εξής λόγο: έχουν ανάγκη να περάσουν από στάδια, να έχουν χρόνο, πριν να συναντήσουν αληθινά μια γυναίκα, πριν να την πλησιάσουν, να την αγγίξουν φυσικά, να την φιλήσουν, και μετά να κάνουν έρωτα – χρειάζονται στάδια έτσι, χρειάζονται χρόνο.
Γιατί; Γιατί τους φοβίζει. Τα νεαρά κορίτσια φοβούνται επίσης. Αλλά οι νέοι άνδρες πράγματι έχουν στην περίπτωση αυτή ανάγκη από απόσταση, από ποίηση, από τραγούδια. Ο ευγενής έρωτας ήταν η αγάπη, η ποίηση, η μουσική. Ήταν ποιήματα τραγουδισμένα ταυτόχρονα, αυτό μπορούσε να διαρκέσει πολύ καιρό και ήταν κωδικοποιημένο σε στάδια. Δεν γνωρίζω πως είναι οι άνδρες στη Βουλγαρία, αλλά οι άνδρες είναι παντού οι ίδιοι.
Οι άνδρες έχουν δύο ρεύματα- το ερωτικό ρεύμα και το σεξουαλικό ρεύμα – αλλά όπως έλεγα, είναι πολύ πιο επείγον για τον άνδρα να καταπραΰνει την σεξουαλική του ένταση, δηλαδή όταν έχει επιθυμία για μια γυναίκα θα κάνει όλα όσα μπορεί για να αποκτήσει αυτό που θέλει από εκείνη- να έχει μια σεξουαλική σχέση μαζί της, να πάρει ευχαρίστηση από αυτή. Ενώ οι γυναίκες μπορεί να διαφέρουν.
Οι άνδρες στη Δυτική Ευρώπη, ναι, μπορεί να είναι περιποιητικοί, να προσφέρουν λουλούδια, αλλά το να γράφουν ποιήματα είναι σπάνιο. Μόνο οι ποιητές το κάνουν αυτό, οι ποιητές και οι έφηβοι.
Αλλά εγώ έχω δει αρκετούς ενήλικες σε όλες τις ηλικίες -στα 40, 50 ακόμη και 60 χρόνια- να ερωτεύονται ξανά μια γυναίκα και σε εκείνη τη φάση μοιάζουν λίγο στους εφήβους, γράφουν ποιήματα, φαντασιώνονται τόσα πράγματα για τη γυναίκα που αγαπούν και πλησιάζουν λιγάκι την ευγενή αγάπη. Αλλά η ευγενής αγάπη ξεχάστηκε στον 12ο- 13ο αιώνα, κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία. Έχω συζητήσει γι’ αυτό το θέμα με Άραβες συναδέλφους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει κάτι αντίστοιχο στις χώρες της Β. Αφρικής στο επίπεδο της ποίησης, ακριβώς λίγο πριν, κατά το 10ο αιώνα.
Ρ.Ντ: Από εκεί ίσως προέρχεται το ρητό «Η γυναίκα αγαπά με τα αυτιά, ο άνδρας με τα μάτια».
D.L: Όχι, διότι και στις γυναίκες αρέσει να τις κοιτάζουν. Τους αρέσει πολύ να τους μιλάμε: «πες μου ότι μ” αγαπάς, πες μου λόγια αγάπης«. Η γυναίκα είναι: «πες μου πως μ” αγαπάς». Αλλά τους αρέσουν επίσης τα βλέμματα που τους αποθέτουν οι άνδρες, η προσοχή με την οποία παρατηρούν ότι είναι όμορφες, ελκυστικές, θελκτικές…
Αλλά όπως σας έλεγα, ο έρωτας είναι μια ιστορία φαντασιωσική, δηλαδή ερωτευόμαστε μια εικόνα, την εικόνα του άλλου, όχι αυτό που είναι ο άλλος, αλλά αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι. Αυτό είναι το δράμα του έρωτα. Μιλάτε για ποιητές αλλά είναι ο Αραγκόν που έλεγε, επίσης: «Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας». Και τελικά είναι αλήθεια, γιατί πάντοτε τελειώνει άσχημα, οι ερωτικές ιστορίες, δεν τελειώνουν όπως τέλος πάντων θα θέλαμε.
Ρ.Ντ: Ναι, με χωρισμό, ή με γάμο…
D.L: Ναι, ή με αυτό το γνωστό συναίσθημα που ανακάλεσα: την αγάπη. Όχι το πάθος, όχι το ερωτικό συναίσθημα, αλλά την αγάπη που είναι πιο ήρεμη, η οποία μπορεί να ευχαριστεί ταυτόχρονα.
Κατά τη γνώμη μου συνιστά τον καλύτερο τρόπο να τελειώσει μια ερωτική σχέση. Να ερωτεύεσαι μέσα στην αγάπη. Μια αγάπη λογική, ήρεμη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο υπερβολική, η οποία όμως επιτρέπει σε δυο ανθρώπους να συνεχίζουν να έχουν οικειότητα, να ζουν μαζί, ενδεχομένως να αποκτήσουν παιδιά, γιατί όχι;
Ρ.Ντ: «Ο έρωτας» (l“ amour) και «ο θάνατος» (la mort) -δυο λέξεις σχεδόν ομόηχες στα γαλλικά…
D.L: Ναι, στα γαλλικά γίνονται λογοπαίγνια με αυτές τις λέξεις. Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας παραπέμπει στο θάνατο. Στα γαλλικά υπάρχει μια έκφραση – όταν έχουμε μια ερωτική επαφή και έχουμε οργασμό, μια κάποια στιγμή κατά την οποία χανόμαστε ανάμεσα σε δυο επίπεδα, είμαστε κουρασμένοι, αλλά αισθανόμαστε όμορφα, το αποκαλούμε αυτό «μικρό θάνατο».
Και υπάρχει μεγάλη σχέση ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο: είναι ότι ενδεχομένως ο έρωτας επίσης συνιστά μια προσέγγιση του θανάτου, με την έννοια ότι αντιλαμβανόμαστε πως αν και έχουμε την ψευδαίσθηση να είμαστε δυο, είμαστε αποφασιστικά μόνοι. Και αυτό συναντά το γεγονός ότι όταν πεθαίνουμε είμαστε μόνοι, πάντοτε, ακόμα κι αν είμαστε περιτριγυρισμένοι από άλλους στις καλύτερες των περιπτώσεων, είμαστε μόνοι στο θάνατο. Αυτό δείχνει τα όρια της ύπαρξής μας, τα όρια του τι μπορούμε να περιμένουμε από τη ζωή.
Ρ.Ντ: Και ποια είναι η σημασία που αποδίδετε στο βλέμμα του πατέρα ώστε να το τοποθετείτε στον τίτλο του βιβλίου σας;
D.L: Μια γυναίκα δεν κατασκευάζεται μέσα σε μια μέρα. Η θηλυκότητα μεταδίδεται από τη γυναίκα καταρχήν, δηλαδή από τη μητέρα, σ” αυτήν θέλει να μοιάσει το κορίτσι συνειδητά ή ασυνείδητα, με αυτήν θέλει να ταυτιστεί.
Αλλά για να ανθίσει, ένα κορίτσι χρειάζεται τον πατέρα του, να αγαπηθεί μέσα στο βλέμμα του πατέρα του. Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερη φάση για τη νεαρή κοπέλα, γιατί στην εφηβεία αυτό που έχει σημασία για εκείνη είναι να μπορέσει να αναγνωρίσει ο πατέρας ότι έγινε γυναίκα.
Και ο πατέρας έχει, χοντρικά, δυο- τρεις πιθανές στάσεις: είτε δεν βλέπει, κάνει ότι δεν βλέπει ότι η κόρη του έγινε γυναίκα, δεν την αναγνωρίζει ως τέτοια, κάτι που είναι δραματικό για το κορίτσι. Είτε αντίθετα, την αναγνωρίζει, της αναγνωρίζει πολλά πράγματα, έχει ένα βλέμμα σχεδόν επιθυμίας για την κόρη του, κι εκεί συναντάμε φαντασιωτικά την αιμομιξία, είναι σοβαρό για το κορίτσι να το συναισθανθεί αυτό.
Είτε έχει μια ενδιάμεση θέση η οποία θα ήταν ιδανική, ένα βλέμμα που λέει: «βλέπω ότι έγινες μια νεαρή κοπέλα, μια νέα γυναίκα και σε αναγνωρίζω, μπορείς να αρέσεις και θα αρέσεις και θα βρεις μια μέρα ένα αγόρι ή έναν άνδρα που θα σου αρέσει και με τον οποίο θα έχεις μια όμορφη ιστορία, αλλά αυτός όπως και να “χει δε θα είμαι εγώ, θα είναι ένας άλλος άνδρας».
Ο πατέρας της δίνει ένα διαβατήριο για τη γυναικεία θέση. Και αυτό παρέχει μεγάλη εμπιστοσύνη στη νεαρή κοπέλα η οποία ανακαλύπτει ότι μπορεί να στηριχτεί σε αυτήν την εμπιστοσύνη, έχοντας μέσα της γαλήνη θα μπορέσει να πάει προς τον άλλο.
Είναι αλήθεια, πράγματι, σχετικά με τις μετέπειτα ερωτικές επιλογές των γυναικών, θα επιλέξουν κάποιον σε αναφορά με την πατρική φιγούρα, θετικά ή αρνητικά. Είτε κάποιον που του μοιάζει (όχι αναγκαστικά στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά κάποιον που έχει το ίδιο πνευματικό γούστο, ή στον τρόπο ζωής του, ή που έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είναι μέρος της προσωπικότητάς του, κτλ).
Είτε αντιθέτως κάποιον εντελώς διαφορετικό. Υπάρχουν υπερβολικές περιπτώσεις, σε σημείο που μια γυναίκα να βρίσκει έναν άνδρα από διαφορετική χώρα, κουλτούρα, και μάλιστα με διαφορετικό χρώμα, μόνο και μόνο για να είναι σίγουρη πως δεν θα ξαναπέσει πάνω στον πατέρα της.
Τόσο μακριά από τον πατέρα που κυρίως δεν του μοιάζει. Και υπάρχουν άλλες γυναίκες που αναζητούν με επαναληπτικό τρόπο να βρουν έναν πατέρα, μέσω των ανδρών τον δικό τους πατέρα, κάτι που δε μπορεί παρά να αποτύχει γιατί στην ουσία έχουν κρατήσει μια εικόνα τελείως εξιδανικευμένη για τον πατέρα τους, δεν τον έχουν αποκαθηλώσει από το βάθρο της παιδικής ηλικίας. Δεν μπορούν παρά να απογοητεύονται από έναν άνδρα, αφού όπως και να “χει δε θα μπορέσει ποτέ να φτάσει το επίπεδο στο οποίο εκείνες έχουν τοποθετήσει τον πατέρα τους.
Και η ψυχική δουλειά που κάθε γυναίκα πρέπει να κάνει κατά τη διάρκεια της εφηβείας ειδικότερα, είναι να επανατοποθετήσει τους γονείς στη θέση τους, δηλαδή να γίνει ο πατέρας ένας άνδρας όπως οι άλλοι, όχι ο φοβερός, παντοδύναμος πατέρας που τα ξέρει όλα. Ώστε να μπορέσει, στη συνέχεια, να στραφεί προς τους άνδρες και να τους αγαπήσει «κανονικά».
Περίληψη
Κάθε αγάπη παραπέμπει στον πρωταρχικό δεσμό μητέρας -παιδιού.
Στη γυναίκα αρέσει να αγαπιέται από έναν άνδρα. Στον άνδρα αρέσει να αγαπάει μια γυναίκα.
Στην αγάπη ο Άλλος έρχεται να συμπληρώσει τις ελλείψεις μας.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας αποτελεί έναν τρόπο κατά τον οποίο δυο άνθρωποι επιστρέφουν στην παιδική ηλικία την ίδια στιγμή.
Ο καλύτερος τρόπος να τελειώσει μια ερωτική σχέση είναι με μια αγάπη λογική, ήσυχη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο υπερβολική η οποία όμως επιτρέπει στους δυο να έχουν οικειότητα, να ζουν μαζί.
Στην αγάπη και στο θάνατο είμαστε αποφασιστικά μόνοι.
Οι γυναίκες επιλέγουν το αντικείμενο της αγάπης σε συνάρτηση με την πατρική φιγούρα- θετικά ή αρνητικά.
Για να ανθίσει, η θηλυκότητα χρειάζεται ένα βλέμμα αγάπης από τον πατέρα.
Ο Didier Lauru είναι Γάλλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής
Καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης
Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.
Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά.
Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.
Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης.
Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο.
Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες.
Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα.
Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί.
Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.
Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες.
Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη.
Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες.
Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο.
Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας.
Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης.
Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια.
Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία.
Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.
Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά.
Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.
Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης.
Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο.
Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες.
Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα.
Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί.
Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.
Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες.
Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη.
Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες.
Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο.
Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας.
Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης.
Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια.
Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία.
Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.
Η εσωτερική επανάσταση θα αλλάξει τα πάντα
Η αρρώστια από την οποία υποφέρει σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας είναι απροσδιόριστη, αόριστη.
Όλοι αισθάνονται λίγο πολύ λυπημένοι, θλιμμένοι, καταβεβλημένοι, αλλά δεν έχουν κάποιον ή κάτι για να βγάλουν τον θυμό τους ή για να ελπίζουν.
Κάποτε η εξουσία από την οποία κάποιος αισθανόταν καταπιεσμένος είχε σύμβολα, έδρες, και η επανάσταση γινόταν εναντίον τους. Αλλά σήμερα; Που είναι το κέντρο της εξουσίας που συνθλίβει τις ζωές μας;
Μήπως πρέπει να αποδεχθούμε πως εκείνο το κέντρο είναι μέσα μας και πως μια μεγάλη εσωτερική επανάσταση μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, από την στιγμή πως όλες οι εξωτερικές επαναστάσεις δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα;
Όλοι αισθάνονται λίγο πολύ λυπημένοι, θλιμμένοι, καταβεβλημένοι, αλλά δεν έχουν κάποιον ή κάτι για να βγάλουν τον θυμό τους ή για να ελπίζουν.
Κάποτε η εξουσία από την οποία κάποιος αισθανόταν καταπιεσμένος είχε σύμβολα, έδρες, και η επανάσταση γινόταν εναντίον τους. Αλλά σήμερα; Που είναι το κέντρο της εξουσίας που συνθλίβει τις ζωές μας;
Μήπως πρέπει να αποδεχθούμε πως εκείνο το κέντρο είναι μέσα μας και πως μια μεγάλη εσωτερική επανάσταση μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, από την στιγμή πως όλες οι εξωτερικές επαναστάσεις δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα;
Αυτό που θα τους βοηθούσε το αποφεύγουν
Από μια ηλικία κι ύστερα ο κοσμάκης δε θέλει να γνωρίζει, δε θέλει να θυμάται. Ναρκώνεται και χορεύει, χωρίς καμιά αντίσταση πια, στο σκοπό που του παίζουν. Με λίγα λόγια, απελπίζεται και προσπαθεί να υπάρξει με τα λίγα ξεροκόμματα που του πετούν έτσι ώστε να ξεχνιέται πού και πού και μην τρελαθεί εντελώς. Γι' αυτό εκείνο που τους συγκινεί όλους είναι το πρόχειρο και το επιπόλαιο. Δε θέλουν να γυρίζουν στο σπίτι τους με το κεφάλι τους βαρύ από σκέψεις. Το πρόχειρο και το επιπόλαιο βασιλεύουν. Αυτό που θα τους βοηθούσε το αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Το μόνο που ζητάνε είναι να περνάνε καλά χωρίς να σκέφτονται τίποτα. Όσα τραβάνε όλη μέρα τα βράδια θέλουν να τα ξεχνούν, έστω και με τη βοήθεια των ηρεμιστικών. Πάνω από τα τρία τέταρτα του πληθυσμού τα χρησιμοποιεί αυτά τα χάπια. Δε γίνεται αλλιώς όταν ζεις μια ανάποδη ζωή και δεν το παραδέχεσαι. Κάθε ώρα και στιγμή ο κρημνός χάσκει κάτω από τα πόδια σου και πρέπει να θολώνεις τη ματιά σου για να μη βλέπεις το χάος. Δέντρα στην άκρη που δεν κάνουν πια φρούτα. Όλα τέλεια μελετημένα, περικυκλωμένοι από παντού, παγιδευμένοι μέσα σε έναν ξέφρενο ρυθμό αυτοθυσίας, περίκλειστοι στο νου και στην καρδία πορεύονται στη ζωή τους χωρίς να μπορούν να κάνουν κιχ. Όλα απαγορευμένα και όλα δήθεν ελεύθερα.
Οι εμπειρίες του κοσμάκη ευνουχίζονται στη γέννησή τους και απαγορεύεται να σε οδηγήσουν σε κάποιο συμπέρασμα. Δεν πρέπει να ξέρεις τι είναι αυτό που ζεις. Γιατί αν καταλήξεις κάπου, θα αντιδράσεις. Κι αν αντιδράσεις, από τη μια στιγμή στην άλλη θα πεταχτείς έξω, κάτω στο δρόμο, θα γίνεις το προς αποφυγήν παράδειγμα για τους άλλους, τους υπάκουους και προσαρμοσμένους. Ούτε επιτρέπεται να έχεις αμφιβολίες και ερωτήματα και να μισοϋποψιάζεσαι την αλήθεια. Γιατί αυτό θα σε μπερδέψει και θα σε καθυστερήσει. Κι αν καθυστερήσεις , άλλοι πιο σίγουροι, που τρέχουν με εκατό, θα σε παραμερίσουν και θα αρπάξουν τη θέση σου. Είπαμε, εδώ η κόλαση και ο παράδεισος. Πρέπει να τους παραμερίσεις όλους και να αρπάξεις αυτό που σου ανήκει πριν σε προλάβουν στη μέση του δρόμου τα γηρατειά. Δεν πρέπει να δείχνεις έλεος και να διστάζεις` σε κυνηγάει το αγριόσκυλο του χρόνου και το μαστίγιο του ανταγωνισμού σου οργώνει την πλάτη όταν λιποψυχάς. Δεν πρέπει να δείχνεις έλεος ούτε στον εαυτό σου ούτε στους άλλους γύρω. Πρέπει να κόβεις κομμάτια το σώμα σου και τη ζωή σου και να τα εξαργυρώνεις. Έτσι δημιουργείται ο πλούτος και οι άλλοι θησαυρίζουν από την αυτοθυσία σου. Έτσι κινείται η αγορά. Έτσι κρατιέται αναμμένο το καμίνι της ανάπτυξης και της προόδου. Με την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση.
Είσαι ελεύθερος να πιστέψεις σε αυτό που θα σε σώσει και θα σε πάει μπροστά. Είσαι ελεύθερος να αγοράζεις άχρηστα πράγματα που νομίζεις ότι θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Είσαι ελεύθερος να περιφρουρείς και να βάζεις σε τάξη τον εαυτό σου. Είσαι ελεύθερος να πολεμάς στα βουβά τους άλλους γύρω και να βγαίνεις νικητής με δύο τρία αυτοκίνητα παραπάνω. Μεγάλες ελευθερίες που σε κατατρώνε αλλά και σε κάνουν ευτυχισμένο. Μια καθημερινή σφαγή σαν γέννηση, μια αυτοθυσία σαν πανηγύρι. Όλα ακριβοζυγισμένα, όλα προμελετημένα` και τα αισθήματα, και οι σκέψεις, και τα τραγούδια, και τα βιβλία, και οι πολιτικές τους, όλα βοηθούν στο καθημερινό μας κομμάτιασμα που το θεωρήσαμε σαν την τελευταία σωτηρία. Μας είπαν ψέματα, μας ξεγέλασαν, μας παραζάλισαν και μέχρι να καταλάβουμε σε τι κάτεργο μας έριξαν, τα ψέματά τους είχαν γίνει τρόπος ζωής, είχαν θρέψει πάνω μας. Μπήκαν στα τρίσβαθα της ψυχής και του νου μας και μας μπόλιασαν. Και άντε τώρα να βγουν αυτές οι ρίζες. Τραβούσαμε μπροστά μέχρι να καταντήσουμε ξερά κουφάρια, που όταν έρχεται η στιγμή τα παίρνει ο άνεμος και τα ρίχνει στη θάλασσα για να καταντήσουν σαν βρόμικα παλιόρουχα στον σκουριασμένο της βυθό.
Οι εμπειρίες του κοσμάκη ευνουχίζονται στη γέννησή τους και απαγορεύεται να σε οδηγήσουν σε κάποιο συμπέρασμα. Δεν πρέπει να ξέρεις τι είναι αυτό που ζεις. Γιατί αν καταλήξεις κάπου, θα αντιδράσεις. Κι αν αντιδράσεις, από τη μια στιγμή στην άλλη θα πεταχτείς έξω, κάτω στο δρόμο, θα γίνεις το προς αποφυγήν παράδειγμα για τους άλλους, τους υπάκουους και προσαρμοσμένους. Ούτε επιτρέπεται να έχεις αμφιβολίες και ερωτήματα και να μισοϋποψιάζεσαι την αλήθεια. Γιατί αυτό θα σε μπερδέψει και θα σε καθυστερήσει. Κι αν καθυστερήσεις , άλλοι πιο σίγουροι, που τρέχουν με εκατό, θα σε παραμερίσουν και θα αρπάξουν τη θέση σου. Είπαμε, εδώ η κόλαση και ο παράδεισος. Πρέπει να τους παραμερίσεις όλους και να αρπάξεις αυτό που σου ανήκει πριν σε προλάβουν στη μέση του δρόμου τα γηρατειά. Δεν πρέπει να δείχνεις έλεος και να διστάζεις` σε κυνηγάει το αγριόσκυλο του χρόνου και το μαστίγιο του ανταγωνισμού σου οργώνει την πλάτη όταν λιποψυχάς. Δεν πρέπει να δείχνεις έλεος ούτε στον εαυτό σου ούτε στους άλλους γύρω. Πρέπει να κόβεις κομμάτια το σώμα σου και τη ζωή σου και να τα εξαργυρώνεις. Έτσι δημιουργείται ο πλούτος και οι άλλοι θησαυρίζουν από την αυτοθυσία σου. Έτσι κινείται η αγορά. Έτσι κρατιέται αναμμένο το καμίνι της ανάπτυξης και της προόδου. Με την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση.
Είσαι ελεύθερος να πιστέψεις σε αυτό που θα σε σώσει και θα σε πάει μπροστά. Είσαι ελεύθερος να αγοράζεις άχρηστα πράγματα που νομίζεις ότι θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Είσαι ελεύθερος να περιφρουρείς και να βάζεις σε τάξη τον εαυτό σου. Είσαι ελεύθερος να πολεμάς στα βουβά τους άλλους γύρω και να βγαίνεις νικητής με δύο τρία αυτοκίνητα παραπάνω. Μεγάλες ελευθερίες που σε κατατρώνε αλλά και σε κάνουν ευτυχισμένο. Μια καθημερινή σφαγή σαν γέννηση, μια αυτοθυσία σαν πανηγύρι. Όλα ακριβοζυγισμένα, όλα προμελετημένα` και τα αισθήματα, και οι σκέψεις, και τα τραγούδια, και τα βιβλία, και οι πολιτικές τους, όλα βοηθούν στο καθημερινό μας κομμάτιασμα που το θεωρήσαμε σαν την τελευταία σωτηρία. Μας είπαν ψέματα, μας ξεγέλασαν, μας παραζάλισαν και μέχρι να καταλάβουμε σε τι κάτεργο μας έριξαν, τα ψέματά τους είχαν γίνει τρόπος ζωής, είχαν θρέψει πάνω μας. Μπήκαν στα τρίσβαθα της ψυχής και του νου μας και μας μπόλιασαν. Και άντε τώρα να βγουν αυτές οι ρίζες. Τραβούσαμε μπροστά μέχρι να καταντήσουμε ξερά κουφάρια, που όταν έρχεται η στιγμή τα παίρνει ο άνεμος και τα ρίχνει στη θάλασσα για να καταντήσουν σαν βρόμικα παλιόρουχα στον σκουριασμένο της βυθό.
Κάποιος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται
Μια μέρα, ένας μοναχικός ψαράς ανακάλυψε πιασμένη στα δίχτυά του μια ορειχάλκινη φιάλη κλεισμένη με μολύβδινο πώμα. Παρόλο που η φιάλη αυτή διέφερε απ’ οτιδήποτε είχε ποτέ βρει στη θάλασσα, αναρωτήθηκε μήπως παρόλ’ αυτά έκρυβε κάτι πολύτιμο. Κι εξάλλου, η ψαριά του εκείνη την ημέρα δεν ήταν καλή και στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να το εύρημά του σε κάνα έμπορο μετάλλων.
Η φιάλη δεν ήταν μεγάλη. Στην κορυφή της έφερε χαραγμένο ένα παράξενο σύμβολο, τη σφραγίδα του βασιλιά κι αφέντη Σολομώντα. Μέσα της όμως βρίσκονταν φυλακισμένο ένα τρομερό τζίνι. Και ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς Σολομώντας που είχε ρίξει τη φιάλη στη θάλασσα, έτσι ώστε οι άνθρωποι να προστατευτούν από το πνεύμα μέχρι να έρθει ο καιρός που κάποιος θα μπορεί να το τιθασεύσει, επιφορτίζοντάς το με το ρόλο που του αναλογεί – να υπηρετεί δηλαδή την ανθρωπότητα.
Όμως ο ψαράς δε γνώριζε τίποτε απ’ όλα αυτά. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι κρατούσε κάτι στα χέρια του που άξιζε να το ερευνήσει περισσότερο, κάτι που ίσως του απέφερε κέρδος. Η φιάλη έλαμπε απ’ έξω και έμοιαζε με πραγματικό έργο τέχνης. ‘Μέσα της’, σκέφτηκε, ‘θα μπορούσε να κρύβει διαμάντια’.
Ξεχνώντας το γνωμικό βάσει του οποίου «ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται», ο ψαράς τράβηξε το πώμα. Αναποδογύρισε τη φιάλη, αλλά επειδή δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό, την άφησε κάτω για να την παρατηρήσει κάπως καλύτερα. Ξαφνικά πρόσεξε μια ανεπαίσθητη τούφα καπνού που λίγο-λίγο πύκνωνε και στροβιλιζόταν μέχρι που πήρε το σχήμα ενός τεράστιου, απειλητικού όντος, το οποίο του μίλησε με βροντερή φωνή: «Είμαι ο Αρχηγός των Πνευμάτων και γνωρίζω τα μυστικά όσων θαυμαστών συμβαίνουν. Φυλακίστηκα με εντολή του Σολομώντα, επειδή εξεγέρθηκα εναντίον του και τώρα θα σε καταστρέψω!»
Ο ψαράς ήταν τρομοκρατημένος και πέφτοντας στην άμμο φώναξε: «Θα καταστρέψεις αυτόν που σου χάρισε την ελευθερία;»
«Πράγματι, αυτό σκοπεύω να κάνω», είπε το τζίνι, «γιατί η αντίδραση βρίσκεται στο αίμα μου, η καταστροφή είναι η δύναμή μου, κι ας βρισκόμουν ακινητοποιημένος τόσες χιλιάδες χρόνια.»
Ο ψαράς πλέον κατάλαβε, ότι όχι μόνο κέρδος δεν θα του απέφερε αυτό το ανεπιθύμητο κελεπούρι, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα τον εξόντωνε, δίχως καν ο νους του να μπορεί να συλλάβει για ποιό λόγο. Κοίταξε τη σφραγίδα στο πώμα και ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. «Σίγουρα ποτέ δεν θα μπορούσες να έχεις χωρέσει μέσα σ’ αυτή τη φιάλη», είπε. «Είναι πολύ μικρή.»
«Τι! Τολμάς να αμφισβητείς τα λόγια του Άρχοντα των Πνευμάτων;» μούγκρισε το στοιχειό. Και διαλύθηκε γρήγορα ξανά σε αραιό καπνό επιστρέφοντας με μιας στη φιάλη. Ο ψαράς πήρε το πώμα και την τάπωσε. Έπειτα έδωσε μια και την πέταξε ξανά στα βάθη της θάλασσας, όσο πιο μακρυά μπορούσε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, μέχρι που μία μέρα ένας άλλος ψαράς, ο εγγονός του προηγούμενου ψαρά της ιστορίας μας, έριξε τα δίχτυα του στο ίδιο μέρος με τον παππού του κι ανέσυρε την ίδια φιάλη.
Την τοποθέτησε στην άμμο και ήταν έτοιμος να την ανοίξει, όταν μια σκέψη τον διαπέρασε. Επρόκειτο για μια συμβουλή που του την είχε δώσει ο πατέρας του, ο οποίος την είχε λάβει από το δικό του πατέρα. Η συμβουλή ήταν η εξής: «Ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
Κι έτσι, όταν το τζίνι ένιωσε τη μετάλλινη φυλακή του να ταράζεται, ξυπνώντας από την αδράνεια που ήταν τόσο καιρό βυθισμένο, καλώντας μέσα από την ορειχάλκινη φιάλη «υιέ του Αδάμ, όποιος κι αν είσαι, άνοιξε το πώμα αυτής της φιάλης κι απελευθέρωσέ με, διότι εγώ είμαι ο Άρχοντας των Πνευμάτων που γνώριζε τα μυστικά κάθε τι θαυμαστού», ο νεαρός ψαράς, ενθυμούμενος το προγονικό γνωμικό, έκρυψε προσεχτικά τη φιάλη μέσα σε μια σπηλιά και σκαρφάλωσε μέχρι την κορυφή ενός κοντινού βράχου, αναζητώντας το κελί ενός σοφού που ζούσε εκεί γύρω.
Αφηγήθηκε την ιστορία του στο σοφό, που του είπε: «Το γνωμικό αυτό ισχύει πράγματι όσο τίποτε άλλο: κι ό,τι είναι να γίνει, θα πρέπει να το κάνεις εσύ, μόνο που θα πρέπει να γνωρίζεις πως.»
«Όμως τι είναι αυτό που θα πρέπει να κάνω;», ρώτησε ο νέος.
«Σίγουρα θα υπάρχει κάτι που νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις;», ανταποκρίθηκε ρωτώντας ο σοφός.
«Αυτό που θέλω να κάνω, είναι ν’ απελευθερώσω το τζίνι, έτσι ώστε να μου χαρίσει γνώση θαυμαστή ή ίσως βουνά από χρυσό και θάλασσες από σμαράγδια και όλα όσα μπορούν να χαρίσουν τα πνεύματα.»
«Προφανώς, δεν θα σου έχει περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα», είπε ο σοφός, «ότι το τζίνι, μόλις το απελευθερώσεις, ενδέχεται να μη σου δώσει τίποτε από αυτά που επιθυμείς ή ότι ενδέχεται να σου δώσει ακριβώς ό,τι ζητήσεις, πέρνοντάς το πάλι πίσω με την πρώτη, αφού δεν έχεις τρόπο να διαφυλάξεις τα δώρα του, εκτός βέβαια από το τι θα μπορούσε να σου συμβεί εάν κέρδιζες αυτά που ζητάς, εφόσον – όπως καλά γνωρίζεις – ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
«Τί θα ‘πρεπε να κάνω τότε;»
«Ζήτα από το τζίνι να σου δώσει ένα δείγμα όσων μπορεί να σου προσφέρει. Ζήτα του ένα τρόπο να διαφυλάξεις το δείγμα αυτό, να το δοκιμάσεις. Αναζήτησε τη γνώση, όχι τα αποκτήματα, διότι το να κατέχεις κάτι δίχως την ανάλογη γνώση είναι άχρηστο και αυτή είναι η αιτία κάθε σύγχυσης στον κόσμο.»
Τώρα, επειδή ο νέος άντρας ήταν έξυπνος κι αναστοχαστικός, επιστρέφοντας στη σπηλιά που είχε αφήσει τη φιάλη με το τζίνι, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο. Της έδωσε λοιπόν ένα ελαφρό χτύπημα κι ακούστηκε πνιχτή – και παρόλ’ αυτά τρομερή στο άκουσμα – η φωνή του πνεύματος: «Στο όνομα του Σολομώντα του Μέγιστου, ας αναπαύεται εν ειρήνη η ψυχή του, απελευθέρωσέ με Γιέ του Αδάμ!»
«Δεν πιστεύω ούτε πως είσαι αυτός που λες, ούτε πως έχεις τις δυνάμεις που μου λες», του απάντησε ο νέος.
«Δεν με πιστεύεις! Δε γνωρίζεις ότι είμαι ανίκανος να πω ψέμματα;», ανταποκρίθηκε το τζίνι βρυχόμενο.
«Όχι, αυτό δεν το γνωρίζω», είπε ο ψαράς.
«Και πώς να σε πείσω τότε;»
«Αποδεικνύοντάς μου το περιεχόμενο των λόγων σου. Είσαι σε θέση να πραγματοποιήσεις οτιδήποτε απ’ όσα λες μέσα από τη φιάλη αυτή;»
«Ναι», παραδέχθηκε το πνεύμα, «το μόνο που δεν μπορώ είναι να απελευθερωθώ χρησιμοποιώντας τη δική μου δύναμη.»
«Πολύ καλά λοιπόν: δώσε σ’ εμένα τη δύναμη να γνωρίζω την αλήθεια πίσω απ’ οτιδήποτε με προβληματίζει.»
Μονομιάς, το τζίνι με την τέχνη του, χάρισε στον ψαρά τη γνώση που ζητούσε. Έτσι εκείνος κατανόησε την πηγή του γνωμικού που είχε διδαχθεί απ’ τον παππού του. Είδε επίσης και τη σκηνή της απελευθέρωσης του πνεύματος από τη φιάλη και έμαθε με ποιόν τρόπο θα μπορούσε κανείς να μάθει στους άλλους ανθρώπους πως να πραγματοποιούν αυτό που επιθυμούν αξιοποιώντας τη δύναμη των πνευμάτων. Συνειδητοποίησε όμως επιπλέον, ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο που θα μπορούσε να κάνει. Κι έτσι ο ψαράς πήρε τη φιάλη και όπως ο παππούς του, της έδωσε μια και την πέταξε στον ωκεανό.
Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του όχι πλέον ως ψαράς, αλλά ως ένας άντρας που προσπαθούσε να διδάξει στους ανθρώπους το νόημα της φράσης «κάποιος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
Καθώς όμως ήταν λίγοι αυτοί που σκόνταφταν σε φιάλες που κρύβουν τζίνια, και όπως και να ‘χει δεν υπήρχε πλέον κάποιος σοφός να τους παρακινήσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, οι απόγονοι του ψαρά αλλοίωσαν αυτά που αποκαλούσαν ‘διδάγματά’ του και αναπαρήγαγαν τα λόγια του δίχως να τα καταλαβαίνουν πραγματικά. Σύντομα σχημάτισαν ολόκληρη θρησκεία, χρησιμοποιώντας ορειχάλκινες φιάλες για να πίνουν, καθισμένοι μέσα σε πολυδάπανους, ακριβοστολισμένους ναούς. Και επειδή κατά τ’ άλλα σέβονταν τους τρόπους του ψαρά, αγωνίζονταν να μιμηθούν τις πράξεις και τη στάση του με κάθε δυνατό τρόπο.
Η φιάλη, αν και τόσους αιώνες μετά, εξακολουθεί να θεωρείται ένα ιερό σύμβολο, ένα μυστήριο για τους ανθρώπους αυτούς. Προσπαθούν να αγαπούν ο ένας τον άλλο εξαιτίας της αγάπης τους προς τον ψαρά κι εκεί που κάποτε έζησε εκείνος, μέσα σε μια ταπεινή καλύβα, στέκονται αυτοί – ντυμένοι με πολυτελή ρούχα, καθώς πραγματοποιούν περίπλοκα τελετουργικά.
Δε γνωρίζουν πως οι μαθητές του σοφού αυτού ανθρώπου εξακολουθούν να ζουν, οι επίγονοί του όμως ζουν μέσα στη ανωνυμία. Και η ορειχάλκινη φιάλη κείται στα βάθη της θάλασσας με το πνεύμα να κοιμάται εντός του.
Μία εκδοχή της ιστορίας αυτής είναι γνωστή στους αναγνώστες μέσα από τις Μία και Χίλιες Νύχτες. Η μορφή με την οποία αποδίδεται εδώ αντιστοιχεί στον τρόπο που την αφηγούνται οι δερβίσηδες. Αξίζει να σημειώσει κανείς ότι υποστηρίζεται πως ‘η γνώση που κερδίζεται από ένα πνεύμα’ υπήρξε πηγή δύναμης τόσο του Βιργίλιου του Γητευτή στη Νάπολη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όσο και του Gerbert d’Aurillac που αργότερα, το 999μ.Χ., στέφθηκε Πάπας με το όνομα Συλβέστρος ο Δεύτερος.
Η φιάλη δεν ήταν μεγάλη. Στην κορυφή της έφερε χαραγμένο ένα παράξενο σύμβολο, τη σφραγίδα του βασιλιά κι αφέντη Σολομώντα. Μέσα της όμως βρίσκονταν φυλακισμένο ένα τρομερό τζίνι. Και ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς Σολομώντας που είχε ρίξει τη φιάλη στη θάλασσα, έτσι ώστε οι άνθρωποι να προστατευτούν από το πνεύμα μέχρι να έρθει ο καιρός που κάποιος θα μπορεί να το τιθασεύσει, επιφορτίζοντάς το με το ρόλο που του αναλογεί – να υπηρετεί δηλαδή την ανθρωπότητα.
Όμως ο ψαράς δε γνώριζε τίποτε απ’ όλα αυτά. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι κρατούσε κάτι στα χέρια του που άξιζε να το ερευνήσει περισσότερο, κάτι που ίσως του απέφερε κέρδος. Η φιάλη έλαμπε απ’ έξω και έμοιαζε με πραγματικό έργο τέχνης. ‘Μέσα της’, σκέφτηκε, ‘θα μπορούσε να κρύβει διαμάντια’.
Ξεχνώντας το γνωμικό βάσει του οποίου «ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται», ο ψαράς τράβηξε το πώμα. Αναποδογύρισε τη φιάλη, αλλά επειδή δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό, την άφησε κάτω για να την παρατηρήσει κάπως καλύτερα. Ξαφνικά πρόσεξε μια ανεπαίσθητη τούφα καπνού που λίγο-λίγο πύκνωνε και στροβιλιζόταν μέχρι που πήρε το σχήμα ενός τεράστιου, απειλητικού όντος, το οποίο του μίλησε με βροντερή φωνή: «Είμαι ο Αρχηγός των Πνευμάτων και γνωρίζω τα μυστικά όσων θαυμαστών συμβαίνουν. Φυλακίστηκα με εντολή του Σολομώντα, επειδή εξεγέρθηκα εναντίον του και τώρα θα σε καταστρέψω!»
Ο ψαράς ήταν τρομοκρατημένος και πέφτοντας στην άμμο φώναξε: «Θα καταστρέψεις αυτόν που σου χάρισε την ελευθερία;»
«Πράγματι, αυτό σκοπεύω να κάνω», είπε το τζίνι, «γιατί η αντίδραση βρίσκεται στο αίμα μου, η καταστροφή είναι η δύναμή μου, κι ας βρισκόμουν ακινητοποιημένος τόσες χιλιάδες χρόνια.»
Ο ψαράς πλέον κατάλαβε, ότι όχι μόνο κέρδος δεν θα του απέφερε αυτό το ανεπιθύμητο κελεπούρι, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα τον εξόντωνε, δίχως καν ο νους του να μπορεί να συλλάβει για ποιό λόγο. Κοίταξε τη σφραγίδα στο πώμα και ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. «Σίγουρα ποτέ δεν θα μπορούσες να έχεις χωρέσει μέσα σ’ αυτή τη φιάλη», είπε. «Είναι πολύ μικρή.»
«Τι! Τολμάς να αμφισβητείς τα λόγια του Άρχοντα των Πνευμάτων;» μούγκρισε το στοιχειό. Και διαλύθηκε γρήγορα ξανά σε αραιό καπνό επιστρέφοντας με μιας στη φιάλη. Ο ψαράς πήρε το πώμα και την τάπωσε. Έπειτα έδωσε μια και την πέταξε ξανά στα βάθη της θάλασσας, όσο πιο μακρυά μπορούσε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, μέχρι που μία μέρα ένας άλλος ψαράς, ο εγγονός του προηγούμενου ψαρά της ιστορίας μας, έριξε τα δίχτυα του στο ίδιο μέρος με τον παππού του κι ανέσυρε την ίδια φιάλη.
Την τοποθέτησε στην άμμο και ήταν έτοιμος να την ανοίξει, όταν μια σκέψη τον διαπέρασε. Επρόκειτο για μια συμβουλή που του την είχε δώσει ο πατέρας του, ο οποίος την είχε λάβει από το δικό του πατέρα. Η συμβουλή ήταν η εξής: «Ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
Κι έτσι, όταν το τζίνι ένιωσε τη μετάλλινη φυλακή του να ταράζεται, ξυπνώντας από την αδράνεια που ήταν τόσο καιρό βυθισμένο, καλώντας μέσα από την ορειχάλκινη φιάλη «υιέ του Αδάμ, όποιος κι αν είσαι, άνοιξε το πώμα αυτής της φιάλης κι απελευθέρωσέ με, διότι εγώ είμαι ο Άρχοντας των Πνευμάτων που γνώριζε τα μυστικά κάθε τι θαυμαστού», ο νεαρός ψαράς, ενθυμούμενος το προγονικό γνωμικό, έκρυψε προσεχτικά τη φιάλη μέσα σε μια σπηλιά και σκαρφάλωσε μέχρι την κορυφή ενός κοντινού βράχου, αναζητώντας το κελί ενός σοφού που ζούσε εκεί γύρω.
Αφηγήθηκε την ιστορία του στο σοφό, που του είπε: «Το γνωμικό αυτό ισχύει πράγματι όσο τίποτε άλλο: κι ό,τι είναι να γίνει, θα πρέπει να το κάνεις εσύ, μόνο που θα πρέπει να γνωρίζεις πως.»
«Όμως τι είναι αυτό που θα πρέπει να κάνω;», ρώτησε ο νέος.
«Σίγουρα θα υπάρχει κάτι που νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις;», ανταποκρίθηκε ρωτώντας ο σοφός.
«Αυτό που θέλω να κάνω, είναι ν’ απελευθερώσω το τζίνι, έτσι ώστε να μου χαρίσει γνώση θαυμαστή ή ίσως βουνά από χρυσό και θάλασσες από σμαράγδια και όλα όσα μπορούν να χαρίσουν τα πνεύματα.»
«Προφανώς, δεν θα σου έχει περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα», είπε ο σοφός, «ότι το τζίνι, μόλις το απελευθερώσεις, ενδέχεται να μη σου δώσει τίποτε από αυτά που επιθυμείς ή ότι ενδέχεται να σου δώσει ακριβώς ό,τι ζητήσεις, πέρνοντάς το πάλι πίσω με την πρώτη, αφού δεν έχεις τρόπο να διαφυλάξεις τα δώρα του, εκτός βέβαια από το τι θα μπορούσε να σου συμβεί εάν κέρδιζες αυτά που ζητάς, εφόσον – όπως καλά γνωρίζεις – ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
«Τί θα ‘πρεπε να κάνω τότε;»
«Ζήτα από το τζίνι να σου δώσει ένα δείγμα όσων μπορεί να σου προσφέρει. Ζήτα του ένα τρόπο να διαφυλάξεις το δείγμα αυτό, να το δοκιμάσεις. Αναζήτησε τη γνώση, όχι τα αποκτήματα, διότι το να κατέχεις κάτι δίχως την ανάλογη γνώση είναι άχρηστο και αυτή είναι η αιτία κάθε σύγχυσης στον κόσμο.»
Τώρα, επειδή ο νέος άντρας ήταν έξυπνος κι αναστοχαστικός, επιστρέφοντας στη σπηλιά που είχε αφήσει τη φιάλη με το τζίνι, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο. Της έδωσε λοιπόν ένα ελαφρό χτύπημα κι ακούστηκε πνιχτή – και παρόλ’ αυτά τρομερή στο άκουσμα – η φωνή του πνεύματος: «Στο όνομα του Σολομώντα του Μέγιστου, ας αναπαύεται εν ειρήνη η ψυχή του, απελευθέρωσέ με Γιέ του Αδάμ!»
«Δεν πιστεύω ούτε πως είσαι αυτός που λες, ούτε πως έχεις τις δυνάμεις που μου λες», του απάντησε ο νέος.
«Δεν με πιστεύεις! Δε γνωρίζεις ότι είμαι ανίκανος να πω ψέμματα;», ανταποκρίθηκε το τζίνι βρυχόμενο.
«Όχι, αυτό δεν το γνωρίζω», είπε ο ψαράς.
«Και πώς να σε πείσω τότε;»
«Αποδεικνύοντάς μου το περιεχόμενο των λόγων σου. Είσαι σε θέση να πραγματοποιήσεις οτιδήποτε απ’ όσα λες μέσα από τη φιάλη αυτή;»
«Ναι», παραδέχθηκε το πνεύμα, «το μόνο που δεν μπορώ είναι να απελευθερωθώ χρησιμοποιώντας τη δική μου δύναμη.»
«Πολύ καλά λοιπόν: δώσε σ’ εμένα τη δύναμη να γνωρίζω την αλήθεια πίσω απ’ οτιδήποτε με προβληματίζει.»
Μονομιάς, το τζίνι με την τέχνη του, χάρισε στον ψαρά τη γνώση που ζητούσε. Έτσι εκείνος κατανόησε την πηγή του γνωμικού που είχε διδαχθεί απ’ τον παππού του. Είδε επίσης και τη σκηνή της απελευθέρωσης του πνεύματος από τη φιάλη και έμαθε με ποιόν τρόπο θα μπορούσε κανείς να μάθει στους άλλους ανθρώπους πως να πραγματοποιούν αυτό που επιθυμούν αξιοποιώντας τη δύναμη των πνευμάτων. Συνειδητοποίησε όμως επιπλέον, ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο που θα μπορούσε να κάνει. Κι έτσι ο ψαράς πήρε τη φιάλη και όπως ο παππούς του, της έδωσε μια και την πέταξε στον ωκεανό.
Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του όχι πλέον ως ψαράς, αλλά ως ένας άντρας που προσπαθούσε να διδάξει στους ανθρώπους το νόημα της φράσης «κάποιος μπορεί μόνο να χρησιμοποιήσει όσα ήδη έχει μάθει να χειρίζεται.»
Καθώς όμως ήταν λίγοι αυτοί που σκόνταφταν σε φιάλες που κρύβουν τζίνια, και όπως και να ‘χει δεν υπήρχε πλέον κάποιος σοφός να τους παρακινήσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, οι απόγονοι του ψαρά αλλοίωσαν αυτά που αποκαλούσαν ‘διδάγματά’ του και αναπαρήγαγαν τα λόγια του δίχως να τα καταλαβαίνουν πραγματικά. Σύντομα σχημάτισαν ολόκληρη θρησκεία, χρησιμοποιώντας ορειχάλκινες φιάλες για να πίνουν, καθισμένοι μέσα σε πολυδάπανους, ακριβοστολισμένους ναούς. Και επειδή κατά τ’ άλλα σέβονταν τους τρόπους του ψαρά, αγωνίζονταν να μιμηθούν τις πράξεις και τη στάση του με κάθε δυνατό τρόπο.
Η φιάλη, αν και τόσους αιώνες μετά, εξακολουθεί να θεωρείται ένα ιερό σύμβολο, ένα μυστήριο για τους ανθρώπους αυτούς. Προσπαθούν να αγαπούν ο ένας τον άλλο εξαιτίας της αγάπης τους προς τον ψαρά κι εκεί που κάποτε έζησε εκείνος, μέσα σε μια ταπεινή καλύβα, στέκονται αυτοί – ντυμένοι με πολυτελή ρούχα, καθώς πραγματοποιούν περίπλοκα τελετουργικά.
Δε γνωρίζουν πως οι μαθητές του σοφού αυτού ανθρώπου εξακολουθούν να ζουν, οι επίγονοί του όμως ζουν μέσα στη ανωνυμία. Και η ορειχάλκινη φιάλη κείται στα βάθη της θάλασσας με το πνεύμα να κοιμάται εντός του.
Μία εκδοχή της ιστορίας αυτής είναι γνωστή στους αναγνώστες μέσα από τις Μία και Χίλιες Νύχτες. Η μορφή με την οποία αποδίδεται εδώ αντιστοιχεί στον τρόπο που την αφηγούνται οι δερβίσηδες. Αξίζει να σημειώσει κανείς ότι υποστηρίζεται πως ‘η γνώση που κερδίζεται από ένα πνεύμα’ υπήρξε πηγή δύναμης τόσο του Βιργίλιου του Γητευτή στη Νάπολη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όσο και του Gerbert d’Aurillac που αργότερα, το 999μ.Χ., στέφθηκε Πάπας με το όνομα Συλβέστρος ο Δεύτερος.
Ρίζες γερές να φτιάχνεις για να μπορούν να αντέχουν το βάρος των φτερών σου
Να φτιάχνεις τις ρίζες σου!
Να φτιάχνεις ρίζες γερές να στηριχτούν τα όνειρά σου.
Να θεμελιώνεις πάνω σε αξίες διαχρονικές την ασφάλειά σου.
Να εμπλουτίζεις το χώμα που σε θρέφει από το βαθύ σου είναι για να ‘ναι και οι ανάσες σου βαθιές και λεύτερες.
Να φτιάχνεις τις ρίζες σου, τιμώντας τις ρίζες που σε γέννησαν και σε ανάθρεψαν.
Να φτιάχνεις γερά θεμέλια, άγια, ιερά, μυστικά και μυστηριακά.
Να χτίζεις έτσι πάνω τους γερό σκαρί, αθάνατο στο χωροχρόνο.
Τίποτα να μην το σπάει. Τίποτα να μην το τσακίζει. Κανένας άνεμος, μήτε σεισμός, μα μήτε και μπουρίνι.
Ευλύγιστο να είναι μέσα σου και σταθερό συνάμα.
Με όλες τις αισθήσεις σου να είσαι παρών από την αρχή ως το τέλος για να γευτείς την ολοκλήρωση του στόχου.
Μετά κάτσε να απολαύσεις την πληρότητα!
'Οποιος μπορεί να ονειρεύεται με ανοιχτά τα μάτια, αυτός στα χέρια του κρατά και τη ζωή του.
Όταν η ψυχή ξεκάθαρα γνωρίζει το δρόμο της, σ’ αυτόν και θα βαδίσει.
Όχι στο μέλλον, στο τώρα, εδώ που το όνειρο γίνεται αλήθεια και συναντά την πραγματικότητα.
Την δική σου πραγματικότητα!
Όχι των άλλων.
Όχι των πολλών.
Την πραγματικότητα των ποιητών, των ρομαντικών, εκείνων που γεννήθηκαν επαναστάτες κι ελεύθεροι από την κούνια τους!
Ρίζες γερές να φτιάχνεις για να μπορούν να αντέχουν το βάρος των φτερών σου!
Γιατί όταν ο Άνθρωπος θέλει, το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ του!
Να θεμελιώνεις πάνω σε αξίες διαχρονικές την ασφάλειά σου.
Να εμπλουτίζεις το χώμα που σε θρέφει από το βαθύ σου είναι για να ‘ναι και οι ανάσες σου βαθιές και λεύτερες.
Να φτιάχνεις τις ρίζες σου, τιμώντας τις ρίζες που σε γέννησαν και σε ανάθρεψαν.
Να φτιάχνεις γερά θεμέλια, άγια, ιερά, μυστικά και μυστηριακά.
Να χτίζεις έτσι πάνω τους γερό σκαρί, αθάνατο στο χωροχρόνο.
Τίποτα να μην το σπάει. Τίποτα να μην το τσακίζει. Κανένας άνεμος, μήτε σεισμός, μα μήτε και μπουρίνι.
Ευλύγιστο να είναι μέσα σου και σταθερό συνάμα.
Με όλες τις αισθήσεις σου να είσαι παρών από την αρχή ως το τέλος για να γευτείς την ολοκλήρωση του στόχου.
Μετά κάτσε να απολαύσεις την πληρότητα!
'Οποιος μπορεί να ονειρεύεται με ανοιχτά τα μάτια, αυτός στα χέρια του κρατά και τη ζωή του.
Όταν η ψυχή ξεκάθαρα γνωρίζει το δρόμο της, σ’ αυτόν και θα βαδίσει.
Όχι στο μέλλον, στο τώρα, εδώ που το όνειρο γίνεται αλήθεια και συναντά την πραγματικότητα.
Την δική σου πραγματικότητα!
Όχι των άλλων.
Όχι των πολλών.
Την πραγματικότητα των ποιητών, των ρομαντικών, εκείνων που γεννήθηκαν επαναστάτες κι ελεύθεροι από την κούνια τους!
Ρίζες γερές να φτιάχνεις για να μπορούν να αντέχουν το βάρος των φτερών σου!
Γιατί όταν ο Άνθρωπος θέλει, το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ του!
Πόσους φίλους θες για να ‘σαι ευτυχισμένος;
Στις δύσκολες στιγμές μας, αλλά και στις χαρές μας, οι πραγματικοί φίλοι σπεύδουν να μας συμπαρασταθούν ή να μας συγχαρούν αντίστοιχα. Πόσοι όμως είναι εκείνοι που στ’ αλήθεια θα παραμερίσουν τις δικές τους ανάγκες για να μας προσφέρουν βοήθεια κι ένα κομμάτι του εαυτού τους και πόσοι τελικά χρειάζονται για να συνθέσουν ένα πλέγμα ευτυχίας και ασφάλειας γύρω μας;
Οι ειδικοί τονίζουν ότι είναι η ποιότητα των φίλων που είναι σημαντική και όχι η ποσότητα, ισχυροποιώντας την ήδη υπάρχουσα πεποίθησή μας περί αυτού. Είναι, λοιπόν, προτιμότερο να έχουμε δύο – τρεις στενούς δεσμούς με ανθρώπους που ταιριάζουμε σε βασικά σημεία και η συναναστροφή μαζί τους έχει θετικό πρόσημο παρά να εξωτερικεύουμε τα συναισθήματά μας σε πληθώρα ατόμων που τις περισσότερες φορές απαντούν στις ανάγκες μας ως προβολή των δικών τους. Ένας ικανοποιητικός αριθμός πραγματικών φίλων, συνήθως έως έξι, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την ψυχική υγεία. Ωστόσο, μιας και ζούμε σε εποχές που οι φιλίες, οι ισχυροί δεσμοί, η διακριτικότητα και άλλες αξίες κλονίζονται, πολλοί θεωρούν -δικαίως- ότι ακόμη και ένας στενός φίλος μπορεί να είναι αρκετός για να παρέχει ασφάλεια και τις κατάλληλες συμβουλές.
Ορισμένες φορές ο φίλος μας μπορεί να έχει και άλλες ιδιότητες στη ζωή μας. Μπορεί, δηλαδή, η μητέρα μας να λειτουργεί ως μια καλή φίλη, ή ακόμα και ο αδελφός μας ή κάποιο άλλο συγγενικό πρόσωπο που κυμαίνεται στο ίδιο μήκος κύματος με εμάς, να μας έχει στηρίξει όσο κανείς. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι ακόμη κι αν δεν έχουμε πληθώρα φίλων στον κοινωνικό μας περίγυρο, υπάρχουν άνθρωποι που λειτουργούν ως καταλύτες στα όσα ζούμε και μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες και προστατευτικό περιβάλλον.
Ωστόσο, η φιλία δε χρειάζεται να είναι απαραίτητα στενή για να μας προσφέρει χαρά, ηρεμία και θαλπωρή. Υπάρχουν άνθρωποι στον ευρύτερό μας κύκλο που νοιάζονται για εμάς και είναι πρόθυμοι να μας ακούσουν και να καλύψουν τις ανάγκες μας, χωρίς να ξέρουν τα πάντα για μας κι εμείς τα πάντα για εκείνους. Αν και η σχέση μας μαζί τους δεν είναι τόσο στενή όσο με άτομα του κοντινού φιλικού κύκλου, μας προσφέρουν τα ίδια, ίσως και περισσότερα και η παρουσία τους στη ζωή μας μας βοηθά να προχωρήσουμε.
Επιπλέον, καλό θα ήταν να έχουμε στο μυαλό μας και αυτό που λέει ο σοφός λαός, ότι δηλαδή τους φίλους μας -σε αντίθεση με τους συγγενείς μας- τους επιλέγουμε. Μπορούμε έτσι ανά πάσα στιγμή να αναβαθμίσουμε μια γνωριμία σε ισχυρή φιλία, αλλά στο χέρι μας είναι και να διακόψουμε μια σχέση που δε μας ικανοποιεί και δε μας γεμίζει θετικά συναισθήματα. Αρκεί να θυμόμαστε ότι -με ή χωρίς ταμπέλα- οι άνθρωποι που μας αγαπούν και μας το δείχνουν έμπρακτα δε χρειάζεται να είναι πολλοί σε αριθμό. Ας είναι λίγοι, αρκεί που ξέρουμε ότι υπάρχουν, και θα τρέξουν όποτε τους χρειαστούμε. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί και να θυμόμαστε ότι «πολλοί που φαίνονται να είναι φίλοι δεν είναι και άλλοι ενώ δε φαίνονται είναι». Αριστοτέλης.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι είναι η ποιότητα των φίλων που είναι σημαντική και όχι η ποσότητα, ισχυροποιώντας την ήδη υπάρχουσα πεποίθησή μας περί αυτού. Είναι, λοιπόν, προτιμότερο να έχουμε δύο – τρεις στενούς δεσμούς με ανθρώπους που ταιριάζουμε σε βασικά σημεία και η συναναστροφή μαζί τους έχει θετικό πρόσημο παρά να εξωτερικεύουμε τα συναισθήματά μας σε πληθώρα ατόμων που τις περισσότερες φορές απαντούν στις ανάγκες μας ως προβολή των δικών τους. Ένας ικανοποιητικός αριθμός πραγματικών φίλων, συνήθως έως έξι, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την ψυχική υγεία. Ωστόσο, μιας και ζούμε σε εποχές που οι φιλίες, οι ισχυροί δεσμοί, η διακριτικότητα και άλλες αξίες κλονίζονται, πολλοί θεωρούν -δικαίως- ότι ακόμη και ένας στενός φίλος μπορεί να είναι αρκετός για να παρέχει ασφάλεια και τις κατάλληλες συμβουλές.
Ορισμένες φορές ο φίλος μας μπορεί να έχει και άλλες ιδιότητες στη ζωή μας. Μπορεί, δηλαδή, η μητέρα μας να λειτουργεί ως μια καλή φίλη, ή ακόμα και ο αδελφός μας ή κάποιο άλλο συγγενικό πρόσωπο που κυμαίνεται στο ίδιο μήκος κύματος με εμάς, να μας έχει στηρίξει όσο κανείς. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι ακόμη κι αν δεν έχουμε πληθώρα φίλων στον κοινωνικό μας περίγυρο, υπάρχουν άνθρωποι που λειτουργούν ως καταλύτες στα όσα ζούμε και μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες και προστατευτικό περιβάλλον.
Ωστόσο, η φιλία δε χρειάζεται να είναι απαραίτητα στενή για να μας προσφέρει χαρά, ηρεμία και θαλπωρή. Υπάρχουν άνθρωποι στον ευρύτερό μας κύκλο που νοιάζονται για εμάς και είναι πρόθυμοι να μας ακούσουν και να καλύψουν τις ανάγκες μας, χωρίς να ξέρουν τα πάντα για μας κι εμείς τα πάντα για εκείνους. Αν και η σχέση μας μαζί τους δεν είναι τόσο στενή όσο με άτομα του κοντινού φιλικού κύκλου, μας προσφέρουν τα ίδια, ίσως και περισσότερα και η παρουσία τους στη ζωή μας μας βοηθά να προχωρήσουμε.
Επιπλέον, καλό θα ήταν να έχουμε στο μυαλό μας και αυτό που λέει ο σοφός λαός, ότι δηλαδή τους φίλους μας -σε αντίθεση με τους συγγενείς μας- τους επιλέγουμε. Μπορούμε έτσι ανά πάσα στιγμή να αναβαθμίσουμε μια γνωριμία σε ισχυρή φιλία, αλλά στο χέρι μας είναι και να διακόψουμε μια σχέση που δε μας ικανοποιεί και δε μας γεμίζει θετικά συναισθήματα. Αρκεί να θυμόμαστε ότι -με ή χωρίς ταμπέλα- οι άνθρωποι που μας αγαπούν και μας το δείχνουν έμπρακτα δε χρειάζεται να είναι πολλοί σε αριθμό. Ας είναι λίγοι, αρκεί που ξέρουμε ότι υπάρχουν, και θα τρέξουν όποτε τους χρειαστούμε. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί και να θυμόμαστε ότι «πολλοί που φαίνονται να είναι φίλοι δεν είναι και άλλοι ενώ δε φαίνονται είναι». Αριστοτέλης.
Επικούρειοι: Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου τους
Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου περιέχεται σαφώς διατυπωμένη στην κοινωνιολογία των Επικούρειων. Για τους Επικούρειους «Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο».
Οι άνθρωποι για να ξεχωρίσουν από τα ζώα κάνουν μια συμφωνία περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη, την οποίαν αποδέχονται τα διάφορα άτομα της ομάδας διότι εάν δεν υπάρξει συμφωνία, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ούτε κοινωνία αλλά και ούτε δικαιοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους όπως ακριβώς συμβαίνει στα ζώα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους. «Η πιο χτυπητή απόδειξη, ότι η δικαιοσύνη, αφού καθιερώθηκε, είχε μαζί της το πλήθος και την ισχύ, είναι η ύπαρξη του ανθρωπίνου γένους, διαφορετικά η ανθρωπότητα θα είχε εντελώς καταστραφεί και η ανθρώπινη φυλή δεν θα έχει καταφέρει να διαιωνιστεί» μας λέει ο Λουκρήτιος.
Είναι σαφές με βάση τα συμφραζόμενα, ότι οι Επικούρειοι δεν περιφρονούν τους νόμους της πολιτείας που αποβαίνουν προς το συμφέρον της κοινωνικής ζωής και εναρμονίζονται με τη γενική αντίληψη των πολιτών περί της φύσης του δικαίου. Εάν όμως κάποιοι νόμοι κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση και είναι άδικοι ο Επικούρειος δεν θα τους αποδεχθεί και δεν θα τους σεβαστεί.
Είναι αδιανόητο για έναν Επικούρειο να συναινέσει στην αδικία απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται, γιατί το να ικανοποιεί κανείς την φιλαργυρία του και την ματαιοδοξία του αδικώντας, είναι ασέβεια και απρέπεια, και η αποδοχή της μόνο ψυχική ταραχή και πόνο μπορεί να του αποφέρει. Η έννοια της αρετής για τον Επικούρειο, είναι ταυτόσημη με την έννοια της ηδονής γιατί γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα. Οι άδικοι νόμοι δημιουργούν κοινωνικές ανισότητες, αναξιοκρατία, διαφθορά, και καλλιεργούν ένα αίσθημα ανασφάλειας στον πολίτη.
Η φυσική ανάγκη του ανθρώπου για ασφάλεια αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα, το οποίο συμβάλλει στην ευρύτερη προσπάθεια του για προφύλαξη από το φυσικό περιβάλλον και τη δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών του. Ο φόβος που προκύπτει από την αβεβαιότητα και την πεποίθηση μιας συνεχόμενης και ακατάπαυστης απειλής, προκαλεί πλήγμα στον ψυχισμό τόσο στα άτομα όσο και ευρύτερα στην κοινωνία με εμφανείς συνέπειες στην καθημερινότητά τους. Η διαφοροποίηση και η αυτονόμηση του ατόμου που μπορεί να εκφράσει με αυτοκυριαρχία απόψεις που διαφέρουν από τις προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος, προκύπτει μέσω της παρέκκλισης που πρώτος διατύπωσε ο Επίκουρος. Βασική προϋπόθεση είναι η γνώση της φύσεως των πραγμάτων η οποία βοηθά τον άνθρωπο να απεγκλωβιστεί από τα δεσμά της άγνοιας και του φόβου.
“Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως έχουν προσβληθεί από λανθασμένες απόψεις για την ουσία των πραγμάτων” έλεγε ο Διογένης Οινοανδέας με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντιληφθούν ποια είναι η πραγματική φύση του αγαθού. Για παράδειγμα: Εάν τα μέτρα της κυβέρνησης μας προκαλούν μεγαλύτερη οδύνη από ότι ηδονή τότε είναι κακά. Εάν η οδύνη μας προκαλείτε από το συναίσθημα του φόβου ότι κάτι χάνουμε τότε είναι κακός οδηγός. Εάν η ηδονή μας προκαλείται από την Αρετή της φρόνησης ότι προστατεύουμε το πολυτιμότερο αγαθό μας την υγεία (και την υγεία όλων αυτών που αγαπάμε) τότε είναι καλός οδηγός.
Ασφαλώς για εκείνους που αντιλαμβάνονται ορθολογικά την πραγματικότητα, είναι σαφές ότι κάποια κεκτημένα που τα θεωρούσαμε ως δεδομένα, μετά το πέρας της κρίσης που βιώνουμε θα έχουν ελαττωθεί ή εξαφανιστεί. Είναι όμως και μία ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε καταρχήν ως άτομα και μετέπειτα ως κοινωνίες, τις βασικές αξίες με τις οποίες πρέπει να πορευτούμε από δω και πέρα. Και εφόσον τις προσδιορίσουμε να ξαναχτίσουμε από την αρχή πάνω σε στερεά και γερά θεμέλια.
Οι άνθρωποι για να ξεχωρίσουν από τα ζώα κάνουν μια συμφωνία περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη, την οποίαν αποδέχονται τα διάφορα άτομα της ομάδας διότι εάν δεν υπάρξει συμφωνία, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ούτε κοινωνία αλλά και ούτε δικαιοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους όπως ακριβώς συμβαίνει στα ζώα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους. «Η πιο χτυπητή απόδειξη, ότι η δικαιοσύνη, αφού καθιερώθηκε, είχε μαζί της το πλήθος και την ισχύ, είναι η ύπαρξη του ανθρωπίνου γένους, διαφορετικά η ανθρωπότητα θα είχε εντελώς καταστραφεί και η ανθρώπινη φυλή δεν θα έχει καταφέρει να διαιωνιστεί» μας λέει ο Λουκρήτιος.
Είναι σαφές με βάση τα συμφραζόμενα, ότι οι Επικούρειοι δεν περιφρονούν τους νόμους της πολιτείας που αποβαίνουν προς το συμφέρον της κοινωνικής ζωής και εναρμονίζονται με τη γενική αντίληψη των πολιτών περί της φύσης του δικαίου. Εάν όμως κάποιοι νόμοι κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση και είναι άδικοι ο Επικούρειος δεν θα τους αποδεχθεί και δεν θα τους σεβαστεί.
Είναι αδιανόητο για έναν Επικούρειο να συναινέσει στην αδικία απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται, γιατί το να ικανοποιεί κανείς την φιλαργυρία του και την ματαιοδοξία του αδικώντας, είναι ασέβεια και απρέπεια, και η αποδοχή της μόνο ψυχική ταραχή και πόνο μπορεί να του αποφέρει. Η έννοια της αρετής για τον Επικούρειο, είναι ταυτόσημη με την έννοια της ηδονής γιατί γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα. Οι άδικοι νόμοι δημιουργούν κοινωνικές ανισότητες, αναξιοκρατία, διαφθορά, και καλλιεργούν ένα αίσθημα ανασφάλειας στον πολίτη.
Η φυσική ανάγκη του ανθρώπου για ασφάλεια αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα, το οποίο συμβάλλει στην ευρύτερη προσπάθεια του για προφύλαξη από το φυσικό περιβάλλον και τη δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών του. Ο φόβος που προκύπτει από την αβεβαιότητα και την πεποίθηση μιας συνεχόμενης και ακατάπαυστης απειλής, προκαλεί πλήγμα στον ψυχισμό τόσο στα άτομα όσο και ευρύτερα στην κοινωνία με εμφανείς συνέπειες στην καθημερινότητά τους. Η διαφοροποίηση και η αυτονόμηση του ατόμου που μπορεί να εκφράσει με αυτοκυριαρχία απόψεις που διαφέρουν από τις προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος, προκύπτει μέσω της παρέκκλισης που πρώτος διατύπωσε ο Επίκουρος. Βασική προϋπόθεση είναι η γνώση της φύσεως των πραγμάτων η οποία βοηθά τον άνθρωπο να απεγκλωβιστεί από τα δεσμά της άγνοιας και του φόβου.
“Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως έχουν προσβληθεί από λανθασμένες απόψεις για την ουσία των πραγμάτων” έλεγε ο Διογένης Οινοανδέας με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντιληφθούν ποια είναι η πραγματική φύση του αγαθού. Για παράδειγμα: Εάν τα μέτρα της κυβέρνησης μας προκαλούν μεγαλύτερη οδύνη από ότι ηδονή τότε είναι κακά. Εάν η οδύνη μας προκαλείτε από το συναίσθημα του φόβου ότι κάτι χάνουμε τότε είναι κακός οδηγός. Εάν η ηδονή μας προκαλείται από την Αρετή της φρόνησης ότι προστατεύουμε το πολυτιμότερο αγαθό μας την υγεία (και την υγεία όλων αυτών που αγαπάμε) τότε είναι καλός οδηγός.
Ασφαλώς για εκείνους που αντιλαμβάνονται ορθολογικά την πραγματικότητα, είναι σαφές ότι κάποια κεκτημένα που τα θεωρούσαμε ως δεδομένα, μετά το πέρας της κρίσης που βιώνουμε θα έχουν ελαττωθεί ή εξαφανιστεί. Είναι όμως και μία ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε καταρχήν ως άτομα και μετέπειτα ως κοινωνίες, τις βασικές αξίες με τις οποίες πρέπει να πορευτούμε από δω και πέρα. Και εφόσον τις προσδιορίσουμε να ξαναχτίσουμε από την αρχή πάνω σε στερεά και γερά θεμέλια.
2 Αυγούστου μνήμη του Αγίου εγκληματία Ιουστινιανού Β΄
Ορθόδοξη αγιότητα σημαίνει θηριωδία
Όπως ξέρετε η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί πως η ιδιότητα του μονάρχη συνιστά αιτία αγιοποίησης ειδικά αν ο γαλαζοαίματος βαρύνεται με ειδεχθή εγκλήματα. Έτσι έχουν αγιοποιηθεί αιμοσταγείς αυτοκράτορες και τσάροι, Ρωμαίοι, Σέρβοι και Ρώσοι. Στο πάνθεον των ιερών φονιάδων όπως η Ειρήνη η Αθηναία, ο Μέγας Κωνσταντίνος, η Αγία Ελένη, ο Μέγας Θεοδόσιος, η Αγία Όλγα, οι δυο Αγίες αυτοκράτειρες Θεοδώρες, η Πουλχερία, ο Ιώάννης Βατάτζης, ο τσάρος Βλαδίμηρος, ο Στέφανος Ούρος και οι νεότεροι Άγιοι Νικόλαος και Αλεξάνδρα Ρωμανώφ, εξέχουσα θέση κατέχουν οι δυο Ιουστινιανοί, δυο αιμοβόροι ανατολικοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες, εκ των οποίων ο δεύτερος τιμάται στις 2 Αυγούστου.
Ο ευλαβέστατος αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Β΄, ο ρινότμητος, είναι αυτός που το 691, συγκάλεσε την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, διότι τότε οι ευσεβείς αυτοκράτορες συγκαλούσαν αλάθητες Συνόδους οι οποίες με το φάσγανο και το πυρωμένο σίδερο του βασιλιά έπαιρναν θεόπνευστη απόφαση, η οποία γινόταν δόγμα απαραβίαστο, νόμος του κράτους και αλίμονο σε όποιον το αμφισβητούσε. Είχε να αντιμετωπίσει εκτός από τις φωτιές της Κόλασης του ορθόδοξου θεού και τα βασανιστήρια του αυτοκράτορα. Για την αγιότητα αυτού του αυτοκράτορα μπορούν οι ευσεβείς αναγνώστες μας να διαβάσουν εδώ:
http://www.saint.gr/2025/08/02/3210/saint.aspx
http://mesageitonias.com/saints_2nd_august.htm
http://el.wikipedia.org/wiki/2_%CE%91%CF%85%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85
Το ανθρωπόμορφο αυτό κτήνος που έγινε αυτοκράτορας μόλις στα 17 του, έχασε τη μύτη του από τον διάδοχό του Λεόντιο που τον ανέτρεψε με πραξικόπημα και τον τιμώρησε με ακρωτηριασμό και εξορία. Ανατράπηκε όμως και ο μιαρός Λεόντιος από τον Τιβέριο που με τη σειρά του ανατράπηκε από τον κοψομύτη Ιουστινιανό ο οποίος ανακατέλαβε το 698 θρόνο έχοντας συμμαχήσει με Βούλγαρους και Τούρκους (Χάζαρους). Έτσι διόρισε ως Καίσαρα τον Τούρκο χάνο Ιβουζίρ Έδειξε εξαιρετική ικανότητα στη συλλογή φόρων με όργανά του τον Μεγάλο Λογοθέτη Θεόδοτο και τον ενάρετο ευνούχο Στέφανο οι οποίοι λόγω των κάπως σκληρών μεθόδων τους, προκάλεσαν τη γενική αγανάκτηση.
Ήταν τόσο αποθηριωμένος ο άγιος που εκδικήθηκε τους δυο σφετεριστές του θρόνου του θανατώνοντας και ακρωτηριάζοντας εκατοντάδες οπαδούς τους. Η ανισορροπία του τον έφερε στο σημείο να αντιδράσει με ασυγκράτητα γέλια όταν πληροφορήθηκε τον πνιγμό 70.000 στρατιωτών του που επέστρεφαν από την αποτυχημένη εκστρατεία του της Χερσώνας (711). Την ίδια χρονιά, ο Αρμένης Βαρδάνης (Φιλιππικός) τον ανέτρεψε με πραξικόπημα και τον δολοφόνησε μαζί με τον 6χρονο γιό του, καταλαμβάνοντας έτσι το θρόνο. Στο ευσεβές ορθόδοξο ρωμαϊκό κράτος, του οποίου την αθάνατη κληρονομιά και συνέχεια, διεκδικεί η Ελλάδα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, η διαδοχή των ενάρετων αυτοκρατόρων γινόταν πάντα με πολιτισμένες διαδικασίες.
Με την ευκαιρία επιτρέψτε μου να αναφερθώ με συντομία στον Άγιο Ιουστινιανό τον Α΄, που γιορτάζει στις 14 Νοεμβρίου και καθόλου δεν υπολείπεται του άλλου, σε εγκλήματα και βαρβαρότητες. Αυτός λοιπόν ο Αλβανός ή κατ’άλλους Σλάβος δομήτορας της Αγίας Σοφίας, της Νέας Ακρόπολης του Ελληνισμού, αρχικά λεγόταν Ουπράβντα και καταγόταν από την Βεδεριάνα της Ιλλυρίας. Ανακηρύχθηκε άγιος επί πατριαρχείας του αγ.Ιωάννη του Θ΄του Αγαπητού (1111-1134). Η μνήμη του γιορτάζεται διακριτικά μαζί με αυτήν της περιώνυμης αρχιπόρνης συμβίας του την ημέρα του θανάτου του. Μεγαλύτερο κατόρθωμά του υπήρξε η σφαγή 35.000 άοπλων πολιτών στον Ιππόδρομο, για να αντιμετωπιστεί η λεγόμενη “Στάση του Νίκα”. Ο ιστορικός Προκόπιος, στην απόκρυφη ιστορία του αποκαλύπτει τα έργα του “άρχοντα των δαιμόνων”, όπως αποκαλεί τον εστεμμένο φονιά, σκιαγραφόντας τον διαστροφικό χαρακτήρα αυτού και της επίσης αγίας συζύγου του, δίνοντας ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των αναρίθμητων εγκλημάτων τους: “Ο άνθρωπος αυτός έχει σκοτώσει τόσους πολλούς, που φαίνεται πως κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να πει τον ακριβή αριθμό τους εκτός από τον θεό…χάθηκαν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι” (Ανέκδοτα, ιη΄, 1-6).
Ο Ευάγριος επίσης σημειώνει: “…κάτι άλλο υπέβοσκε στο χαρακτήρα του Ιουστινιανού, που ξεπερνούσε κάθε θηριωδία που μπορεί να βάλει ο νους”. Τα ίδια υποστηρίζουν και οι ιστορικοί Αγαθίας και Ιωάννης ο Λυδός. Ο αυτοκράτορας βασάνιζε και σκότωνε τους Μοντανιστές, τους Εβραίους και τους Έλληνες στο θρήσκευμα. Ξεφορτωνόταν όσους αντιπαθούσε προσάπτοντάς του την κατηγορία του παιδεραστή, επί ποινή αποκοπής των γεννητικών οργάνων. Την ποινή αυτή υπέστη και κάποιος νεαρός ονόματι Βασιανός, επειδή κακολογούσε την αυτοκράτειρα. Υποβλήθηκε σε φοβερά δημόσια βασανιστήρια και θανατώθηκε. Όμως ο κατάλογος των ανομημάτων του ζεύγους είναι ανεξάντλητος. Από την εποχή ακόμη της συμβασιλείας του με τον αγράμματο θείο του Ιουστίνο, οι δήμιοι του έκαιγαν ζωντανούς ή έπνιγαν τους Μανιχαίους, ενώ ο αυτοκράτορας απολάμβανε το θέαμα.. (F. Nau, «Revue de l’orient, ii., 1897, σελ.481).
Δείγμα της ορθόδοξης χρηστοήθειας είναι η στάση του αγιορείτη άγίου Νικόδημου (πρωκτολόγου-σεξολόγου-τέλη 18ου αι.), που αμφισβητεί κατά πόσον ανακηρύχτηκε άγιος, όχι για το αθώο αίμα που έχυσε (αυτά για την Ορθοδοξία είναι ψιλά γράμματα), αλλά επειδή υποψιάζεται αυτόν τον Στύλο της Ορθοδοξίας για αίρεση.
Ο Άγιος Ιουστινιανός B’ ο βασιλεύς (εορτάζει για την Εκκλησία στις 2 Αυγούστου).
“Η ανισορροπία του τον έφερε στο σημείο να αντιδράσει με ασυγκράτητα γέλια όταν πληροφορήθηκε τον πνιγμό 70.000 στρατιωτών του που επέστρεφαν από την αποτυχημένη εκστρατεία του της Χερσώνας (711)".
Να σημειωθεί ότι ήταν ιδιαίτερα σκληρός ειδικά στην συλλογή των φόρων, τόσο που ανατράπηκε γρήγορα από τον στρατό και ο επόμενος αυτοκράτορα ο Λεόντιος, του ακρωτηρίασε την μύτη και για τον λόγο αυτό λεγόταν και Ρινότμητος. Μετά από 10 χρόνια στην φυλακή απέδρασε, συνεννοήθηκε με Βούλγαρους και Χαζάρους και τον βοήθησαν να νικήσει τους Βυζαντινούς και να ξανακαταλάβει τον θρόνο και να εξαπολύσει ένα φοβερό πογκρόμ για εκατοντάδες αυλικούς και συνεργάτες των δύο αυτοκρατόρων που μεσολάβησαν. Έξη χρόνια μετά την δεύτερη του στέψη, μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία στην οποία συνέβη και ο πνιγμός των 70 χιλιάδων στρατιωτών, ανατρέπεται πάλι με πραξικόπημα από τον στρατηγό Βαρτάνη και σκοτώνεται μαζί με τον γιο του. Η Εκκλησία τον έκανε άγιο γιατί συγκάλεσε στην πρώτη βασιλεία του το 691, την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο!
Όπως θα θυμάστε, όταν αποπειράθηκα να υμνήσω την αγία Θεοδώρα την Α΄, (υπάρχει και δεύτερη αγία Θεοδώρα, η χήρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, επίορκη και απατεώνισα, η προστάτρια της Κέρκυρας, μεγαλύτερη φόνισσα και αγία από την πρώτη, αναστηλώτρια των αγίων ειδώλων, στην οποία η Εκκλησία χρωστά τη λεγόμενη Κυριακή της Ορθοδοξίας), δέχθηκα πυρά ασεβών ορθοδόξων που προσπάθησαν από τη μια μεριά να μας πουν πως η αγία δεν ήταν ελευθέρων ηθών όσο την παρουσιάζει ο ιστορικός Προκόπιος ούτε ανακηρυγμένη αγία, όπως και ο άνδρας της. Πάντως ο J.Korbler («Einige Beiträge zur Geschichte der Krebskrankheit in Byzanz-die Aerzte-der Kaiser-die Prinzessin», 1971) στήριξε με σοβαρά στοιχεία την θεωρία πως το ιερό ζεύγος έπασχε από σύφιλη.
http://www.imperobizantino.it/old/Societa-art10.html
Ευτυχώς στην ιστοσελίδα της Russian Orthodox church abroad της ρωσικής δηλαδή Εκκλησίας της Υπερορίας ο ευσεβής ελληνορθόδοξος κ. Αστέριος Γεροστέργιος (Institute for Byzantine and Modern Greek Studies), με το βιβλίο του «Ιουστινιανός ο Μέγας, αυτοκράτωρ και Άγιος», που παρουσιάζεται από τον αιδεσιμολογιότατο Αλέξιο Young, βάζει τα πράγματα στη θέση τους σχετικά με την αδιαμφισβήτητη αγιοποίηση αυτού υπερασπιστή της Ορθοδοξίας και αποκαθιστά παράλληλα την υπόληψη του Βυζαντίου απέναντι στην καχύποπτη Δύση που το θεωρεί βάρβαρο. http://www.roca.org/OA/42/42m.htm
Υπηρέτησε ποικιλότροπα ο άγιος Ιουστινιανός την Ορθοδοξία που την έθεσε υπό την προστασία της Πολιτείας, θεσπίζοντας πως μια μόνο πίστη ήταν θεμιτή χάριν της κρατικής ενότητας, με διωγμούς των αιρετικών, των Ελλήνων στο θρήσκευμα και των Εβραίων, με παροχή προστασίας στο μοναχισμό, με προνόμια στον κλήρο, σταμπάροντας τον Τίμιο Σταυρό στα νομίσματα, με την οικοδόμηση (με τεράστιες οικονομικές θυσίες του λαού και με αίμα των εργατών) της Αγίας Σοφίας και δεκάδων άλλων ναών, με τη θέσπιση της αγαμίας των επισκόπων η οποία ανύψωσε την ηθική του κλήρου, αφού μόνον αγνοί παρθένοι γίνονται έκτοτε επίσκοποι.
Παράλληλα αναγνώρισε την πρωτοκαθεδρία του επισκόπου της Ρώμης, αν και αυτό δεν τον εμπόδισε να φερθεί σκληρά στους πάπες Σιλβέριο και Βιγίλιο. Νομίζω όμως πως η τεράστια προσφορά του στην ανθρωπότητα ήταν το κλείσιμο (529) της νεοπλατωνικής Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών, που ανάγκασε τον Σχολάρχη της Δαμάσκιο και τους καθηγητές να ζητήσουν άσυλο στην αυλή του Πέρση βασιλιά. Ο επικίνδυνος ιός της αμφιβολίας, το μικρόβιο της έρευνας, διώχτηκαν για πάντα από τα ιερά εδάφη της Ορθοδοξίας.
Για όσους ασεβείς ορθοδόξους τον κρύβουν κάτω από το χαλί και δεν διστάζουν να μας πουν πως δεν υπάρχει άγιος Ιουστινιανός, θα θυμίσω πως το όνομα αυτό πήρε και ο ευλαβής πατριάρχης του Τσαουσέσκου Ιουστινιανός. Ποτέ επίσκοπος δεν παίρνει όνομα με το οποίο δεν τιμάται κάποιος Άγιος. Για τους άπιστους Θωμάδες θα αφήσω να μιλήσει η Orthodox Church in America (OCA), η δεύτερη σε δύναμη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής,, μία ρωσογενής πολυεθνική Εκκλησία, που βρίσκεται σε κανονική επικοινωνία με το πατριαρχείο της Μόσχας, με την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή ΗΠΑ και με το Οικουμενικό πατριαρχείο:
http://ocafs.oca.org/FeastSaintsViewer.asp?FSID=103301
Ο ευλαβής αναγνώστης θα διαπιστώσει πως αυτή η Εκκλησία δεν διστάζει στο βιογραφικό που παραθέτει να ομολογήσει: “Ο Ιουστινιανός έστειλε τον Ιωάννη επίσκοπο της Εφέσου στην Μικρασία με σκοπό να διαδώσει τον χριστιανισμό. Ο Ιωάννης βάπτισε πάνω από 70.000 παγανιστές”. Από σεμνότητα η ιστοσελίδα αποφεύγει να πει με ποιες μεθόδους πείστηκαν αυτές οι δεκάδες χιλιάδες να βουτήξουν στην κολυμπήθρα.
Στην ίδια ιστοσελίδα διαβάζουμε πως η σύζυγος Ιουστινιανού η Αγία Θεοδώρα ήταν μια «διαβόητη πόρνη» που μετεστράφη. Αυτήν την κοινωνικά χρήσιμη ιδιότητά της, αμφισβήτησαν οι ορθόδοξοι σχολιαστές μας που την απέδωσαν στο μίσος του Προκόπιου και στη δική μου αγραμματοσύνη και εμπάθεια.
Για την Αγιότητα του Ιουστινιανού ομιλούν και η ορθόδοξη wiki:
http://orthodoxwiki.org/Justinian
καθώς και η Wikipedia:
http://en.wikipedia.org/wiki/Saint_Justinian
http://en.wikipedia.org/wiki/Justinian_I
όπως και άλλοι ευσεβείς.
http://codexjustinianus.blogspot.com/
http://www.answers.com/topic/justinian-i
http://www.neobyzantine.org/byzantium/emperors/justinian/index.php
Βέβαια υπάρχουν για όσους πιστούς δεν ξέρουν ανάγνωση και τα γνωστά ψηφιδωτά με το φωτοστέφανο (εικ.).
ΔΕΣ:
Ιουστινιανός & Θεοδώρα: Η ιστορία τους, έξω από τον πολύπλευρο και πολύπλοκο περίγυρό της, έχει τη θέση της σε ένα ανθολόγιο ζευγαριών ερωτικών συμβόλων
Η πόρνη Θεοδώρα και η καπάτσα Αντωνίνα
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΔΗΜ 18.188–194
Ο Δημοσθένης, που με τον λόγο αυτό προσπαθεί να αποδείξει ότι αξίζει τον τιμητικό στέφανο για τις υπηρεσίες του προς την πόλη, υπενθύμισε στους συμπολίτες του τις προσπάθειες που κατέβαλε από το βήμα της Εκκλησίας του δήμου να ενθαρρύνει τους συμπολίτες του και να τους καθησυχάσει για το ενδεχόμενο σύμπραξης των Θηβαίων με τον Φίλιππο, προτείνοντας παράλληλα με ψήφισμα συμμαχία μαζί τους και με τους υπόλοιπους Έλληνες για την αντιμετώπιση του μακεδονικού κινδύνου.
[188] Αὕτη τῶν περὶ Θήβας ἐγίγνετο πραγμάτων ἀρχὴ καὶ
κατάστασις πρώτη, τὰ πρὸ τούτων εἰς ἔχθραν καὶ μῖσος
καὶ ἀπιστίαν τῶν πόλεων ὑπηγμένων ὑπὸ τούτων. τοῦτο
τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελ-
θεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος. ἦν μὲν τοίνυν τοῦ δικαίου
πολίτου τότε δεῖξαι πᾶσιν, εἴ τι τούτων εἶχεν ἄμεινον, μὴ
νῦν ἐπιτιμᾶν. [189] ὁ γὰρ σύμβουλος καὶ ὁ συκοφάντης, οὐδὲ
τῶν ἄλλων οὐδὲν ἐοικότες, ἐν τούτῳ πλεῖστον ἀλλήλων
διαφέρουσιν· ὁ μέν γε πρὸ τῶν πραγμάτων γνώμην ἀπο-
φαίνεται, καὶ δίδωσιν ἑαυτὸν ὑπεύθυνον τοῖς πεισθεῖσι, τῇ
τύχῃ, τῷ καιρῷ, τῷ βουλομένῳ· ὁ δὲ σιγήσας ἡνίκ’ ἔδει
λέγειν, ἄν τι δύσκολον συμβῇ, τοῦτο βασκαίνει. [190] ἦν μὲν
οὖν, ὅπερ εἶπον, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς τοῦ γε φροντίζοντος ἀν-
δρὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν δικαίων λόγων· ἐγὼ δὲ τοσαύτην
ὑπερβολὴν ποιοῦμαι ὥστε, ἂν νῦν ἔχῃ τις δεῖξαί τι βέλτιον,
ἢ ὅλως εἴ τι ἄλλ’ ἐνῆν πλὴν ὧν ἐγὼ προειλόμην, ἀδικεῖν
ὁμολογῶ. εἰ γὰρ ἔσθ’ ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν, ὃ συνήνεγκεν
ἂν τότε πραχθέν, τοῦτ’ ἐγώ φημι δεῖν ἐμὲ μὴ λαθεῖν. εἰ
δὲ μήτ’ ἔστι μήτ’ ἦν μήτ’ ἂν εἰπεῖν ἔχοι μηδεὶς μηδέπω
καὶ τήμερον, τί τὸν σύμβουλον ἐχρῆν ποιεῖν; οὐ τῶν φαι-
νομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτισθ’ ἑλέσθαι; [191] τοῦτο τοίνυν
ἐποίησα, τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος, Αἰσχίνη, «τίς ἀγορεύειν
βούλεται,» οὐ «τίς αἰτιᾶσθαι περὶ τῶν παρεληλυθότων,» οὐδὲ
«τίς ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ’ ἔσεσθαι»; σοῦ δ’ ἀφώνου κατ’
ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου, ἐγὼ
παριὼν ἔλεγον. ἐπειδὴ δ’ οὐ τότε, ἀλλὰ νῦν δεῖξον. εἰπὲ
τίς ἢ λόγος, ὅντιν’ ἐχρῆν εὐπορεῖν, ἢ καιρὸς συμφέρων ὑπ’
ἐμοῦ παρελείφθη τῇ πόλει; τίς δὲ συμμαχία, τίς πρᾶξις,
ἐφ’ ἣν μᾶλλον ἔδει μ’ ἀγαγεῖν τουτουσί;
[192] Ἀλλὰ μὴν τὸ μὲν παρεληλυθὸς ἀεὶ παρὰ πᾶσιν ἀφεῖται,
καὶ οὐδεὶς περὶ τούτου προτίθησιν οὐδαμοῦ βουλήν· τὸ δὲ
μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ. τότε
τοίνυν τὰ μὲν ἔμελλεν, ὡς ἐδόκει, τῶν δεινῶν, τὰ δ’ ἤδη
παρῆν, ἐν οἷς τὴν προαίρεσίν μου σκόπει τῆς πολιτείας,
μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει. τὸ μὲν γὰρ πέρας ὡς ἂν
ὁ δαίμων βουληθῇ πάντων γίγνεται· ἡ δὲ προαίρεσις αὐτὴ
τὴν τοῦ συμβούλου διάνοιαν δηλοῖ. [193] μὴ δὴ τοῦθ’ ὡς ἀδίκημ’
ἐμὸν θῇς, εἰ κρατῆσαι συνέβη Φιλίππῳ τῇ μάχῃ· ἐν γὰρ
τῷ θεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐμοί. ἀλλ’ ὡς οὐχ ἅπανθ’
ὅσ’ ἐνῆν κατ’ ἀνθρώπινον λογισμὸν εἱλόμην, καὶ δικαίως
ταῦτα καὶ ἐπιμελῶς ἔπραξα καὶ φιλοπόνως ὑπὲρ δύναμιν,
ἢ ὡς οὐ καλὰ καὶ τῆς πόλεως ἄξια πράγματ’ ἐνεστησάμην
καὶ ἀναγκαῖα, ταῦτά μοι δεῖξον, καὶ τότ’ ἤδη κατηγόρει
μου. [194] εἰ δ’ ὁ συμβὰς σκηπτὸς [ἢ χειμὼν] μὴ μόνον ἡμῶν
ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μείζων γέγονε, τί
χρὴ ποιεῖν; ὥσπερ ἂν εἴ τις ναύκληρον πάντ’ ἐπὶ σωτηρίᾳ
πράξαντα καὶ κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ’ ὧν ὑπελάμ-
βανε σωθήσεσθαι, εἶτα χειμῶνι χρησάμενον καὶ πονησάντων
αὐτῷ τῶν σκευῶν ἢ καὶ συντριβέντων ὅλως, τῆς ναυαγίας
αἰτιῷτο. ἀλλ’ οὔτ’ ἐκυβέρνων τὴν ναῦν, φήσειεν (ἄν ὥσ-
περ οὐδ’ ἐστρατήγουν ἐγώ), οὔτε τῆς τύχης κύριος ἦν, ἀλλ’
ἐκείνη τῶν πάντων.
ΔΗΜ 18.188–194
Ο Δημοσθένης διατύπωνε σωτήριες προτάσεις, ενώ ο Αισχίνης σιωπούσε – Η ήττα στη Χαιρώνεια δεν οφειλόταν στις ενέργειες του Δημοσθένη
Ο Δημοσθένης, που με τον λόγο αυτό προσπαθεί να αποδείξει ότι αξίζει τον τιμητικό στέφανο για τις υπηρεσίες του προς την πόλη, υπενθύμισε στους συμπολίτες του τις προσπάθειες που κατέβαλε από το βήμα της Εκκλησίας του δήμου να ενθαρρύνει τους συμπολίτες του και να τους καθησυχάσει για το ενδεχόμενο σύμπραξης των Θηβαίων με τον Φίλιππο, προτείνοντας παράλληλα με ψήφισμα συμμαχία μαζί τους και με τους υπόλοιπους Έλληνες για την αντιμετώπιση του μακεδονικού κινδύνου.
[188] Αὕτη τῶν περὶ Θήβας ἐγίγνετο πραγμάτων ἀρχὴ καὶ
κατάστασις πρώτη, τὰ πρὸ τούτων εἰς ἔχθραν καὶ μῖσος
καὶ ἀπιστίαν τῶν πόλεων ὑπηγμένων ὑπὸ τούτων. τοῦτο
τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελ-
θεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος. ἦν μὲν τοίνυν τοῦ δικαίου
πολίτου τότε δεῖξαι πᾶσιν, εἴ τι τούτων εἶχεν ἄμεινον, μὴ
νῦν ἐπιτιμᾶν. [189] ὁ γὰρ σύμβουλος καὶ ὁ συκοφάντης, οὐδὲ
τῶν ἄλλων οὐδὲν ἐοικότες, ἐν τούτῳ πλεῖστον ἀλλήλων
διαφέρουσιν· ὁ μέν γε πρὸ τῶν πραγμάτων γνώμην ἀπο-
φαίνεται, καὶ δίδωσιν ἑαυτὸν ὑπεύθυνον τοῖς πεισθεῖσι, τῇ
τύχῃ, τῷ καιρῷ, τῷ βουλομένῳ· ὁ δὲ σιγήσας ἡνίκ’ ἔδει
λέγειν, ἄν τι δύσκολον συμβῇ, τοῦτο βασκαίνει. [190] ἦν μὲν
οὖν, ὅπερ εἶπον, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς τοῦ γε φροντίζοντος ἀν-
δρὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν δικαίων λόγων· ἐγὼ δὲ τοσαύτην
ὑπερβολὴν ποιοῦμαι ὥστε, ἂν νῦν ἔχῃ τις δεῖξαί τι βέλτιον,
ἢ ὅλως εἴ τι ἄλλ’ ἐνῆν πλὴν ὧν ἐγὼ προειλόμην, ἀδικεῖν
ὁμολογῶ. εἰ γὰρ ἔσθ’ ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν, ὃ συνήνεγκεν
ἂν τότε πραχθέν, τοῦτ’ ἐγώ φημι δεῖν ἐμὲ μὴ λαθεῖν. εἰ
δὲ μήτ’ ἔστι μήτ’ ἦν μήτ’ ἂν εἰπεῖν ἔχοι μηδεὶς μηδέπω
καὶ τήμερον, τί τὸν σύμβουλον ἐχρῆν ποιεῖν; οὐ τῶν φαι-
νομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτισθ’ ἑλέσθαι; [191] τοῦτο τοίνυν
ἐποίησα, τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος, Αἰσχίνη, «τίς ἀγορεύειν
βούλεται,» οὐ «τίς αἰτιᾶσθαι περὶ τῶν παρεληλυθότων,» οὐδὲ
«τίς ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ’ ἔσεσθαι»; σοῦ δ’ ἀφώνου κατ’
ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου, ἐγὼ
παριὼν ἔλεγον. ἐπειδὴ δ’ οὐ τότε, ἀλλὰ νῦν δεῖξον. εἰπὲ
τίς ἢ λόγος, ὅντιν’ ἐχρῆν εὐπορεῖν, ἢ καιρὸς συμφέρων ὑπ’
ἐμοῦ παρελείφθη τῇ πόλει; τίς δὲ συμμαχία, τίς πρᾶξις,
ἐφ’ ἣν μᾶλλον ἔδει μ’ ἀγαγεῖν τουτουσί;
[192] Ἀλλὰ μὴν τὸ μὲν παρεληλυθὸς ἀεὶ παρὰ πᾶσιν ἀφεῖται,
καὶ οὐδεὶς περὶ τούτου προτίθησιν οὐδαμοῦ βουλήν· τὸ δὲ
μέλλον ἢ τὸ παρὸν τὴν τοῦ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῖ. τότε
τοίνυν τὰ μὲν ἔμελλεν, ὡς ἐδόκει, τῶν δεινῶν, τὰ δ’ ἤδη
παρῆν, ἐν οἷς τὴν προαίρεσίν μου σκόπει τῆς πολιτείας,
μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει. τὸ μὲν γὰρ πέρας ὡς ἂν
ὁ δαίμων βουληθῇ πάντων γίγνεται· ἡ δὲ προαίρεσις αὐτὴ
τὴν τοῦ συμβούλου διάνοιαν δηλοῖ. [193] μὴ δὴ τοῦθ’ ὡς ἀδίκημ’
ἐμὸν θῇς, εἰ κρατῆσαι συνέβη Φιλίππῳ τῇ μάχῃ· ἐν γὰρ
τῷ θεῷ τὸ τούτου τέλος ἦν, οὐκ ἐμοί. ἀλλ’ ὡς οὐχ ἅπανθ’
ὅσ’ ἐνῆν κατ’ ἀνθρώπινον λογισμὸν εἱλόμην, καὶ δικαίως
ταῦτα καὶ ἐπιμελῶς ἔπραξα καὶ φιλοπόνως ὑπὲρ δύναμιν,
ἢ ὡς οὐ καλὰ καὶ τῆς πόλεως ἄξια πράγματ’ ἐνεστησάμην
καὶ ἀναγκαῖα, ταῦτά μοι δεῖξον, καὶ τότ’ ἤδη κατηγόρει
μου. [194] εἰ δ’ ὁ συμβὰς σκηπτὸς [ἢ χειμὼν] μὴ μόνον ἡμῶν
ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μείζων γέγονε, τί
χρὴ ποιεῖν; ὥσπερ ἂν εἴ τις ναύκληρον πάντ’ ἐπὶ σωτηρίᾳ
πράξαντα καὶ κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ’ ὧν ὑπελάμ-
βανε σωθήσεσθαι, εἶτα χειμῶνι χρησάμενον καὶ πονησάντων
αὐτῷ τῶν σκευῶν ἢ καὶ συντριβέντων ὅλως, τῆς ναυαγίας
αἰτιῷτο. ἀλλ’ οὔτ’ ἐκυβέρνων τὴν ναῦν, φήσειεν (ἄν ὥσ-
περ οὐδ’ ἐστρατήγουν ἐγώ), οὔτε τῆς τύχης κύριος ἦν, ἀλλ’
ἐκείνη τῶν πάντων.
***
[188] Αυτή υπήρξεν η απαρχή διά την διευθέτησιν των Θηβαϊκών πραγμάτων, και η διά πρώτην φοράν ύφεσις εις τας σχέσεις, ενώ προ αυτών, αι πόλεις είχον παρασυρθή υπό τούτων, εις έχθρας και μίσος και απιστίαν. Τούτο το ψήφισμα, έκαμε, τον τότε την πόλιν περιβαλόντα κίνδυνον, ωσάν νέφος να παρέλθη. Ήτο λοιπόν τότε καθήκον του καλού πολίτου να υποδείξη εις πάντας, αν είχε καλλίτερον τι τούτων, και όχι να επικρίνη σήμερον.
[189] Διότι, ενώ, ο σύμβουλος και ο συκοφάντης, δεν ομοιάζουν εις κανέν εκ των άλλων, κατά τούτο διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ των, ο μεν βεβαίως εκφέρει γνώμην προ των γεγονότων, και καθιστά εαυτόν υπεύθυνον έναντι εκείνων τους οποίους έπεισε, έναντι της τύχης, των περιστάσεων, έναντι οιουδήποτε· ο δε σιγήσας, όταν έπρεπε να ομιλή, εάν συμβή τι το δυσάρεστον, τούτο κατηγορεί από φθόνον. [190] Εκείναι λοιπόν αι περιστάσεις, όπως είπον, εχρειάζοντο τον πράγματι ενδιαφερόμενον διά την πόλιν άνδρα, και τους ορθούς λόγους. Εγώ δε τοσούτον υπερβάλλω, ώστε, εάν τώρα έχη τις να υποδείξη κάτι καλλίτερον, ή εν γένει, αν ήτο δυνατόν άλλο τι, εκτός εκείνων, τα οποία προετίμησα εγώ, ομολογώ ότι έχω άδικον.
Αν δεν υπάρχη κάτι, το οποίον είδε κανείς τώρα, όπερ αν τότε επράττετο, θα ωφέλει, εγώ παραδέχομαι, ότι τούτο έπρεπε να μη μου διαφύγη. Εάν όμως ούτε υπάρχη, ούτε υπήρχεν, ουδέ θα ηδύνατο κανείς, και σήμερον ακόμη, να είπη κάτι διάφορον, τι έπρεπε να πράξη ο σύμβουλος; Δεν έπρεπε από τα εμφανή και τα εφικτά, να εκλέξη τα άριστα;
[191] Αυτό λοιπόν έπραξα, όταν ο κήρυξ ηρώτα, Αισχίνη, «τις αγορεύειν βούλεται», όχι «τις θέλει να κατηγορήση διά τα παρελθόντα», ούτε «τις θέλει να εγγυηθή διά τα μέλλοντα να συμβούν». Εν ω δε συ, κατ' εκείνην την εποχήν εκάθησο εις τας συνελεύσεις άφωνος, εγώ ανελθών εις το βήμα, ηγόρευον. Επειδή δε ούτε τότε υπέδειξες, υπόδειξε τουλάχιστον τώρα. Λέγε ποία, ή συμβουλή, την οποίαν έπρεπε επί πλέον να διαθέσω, ή ευκαιρία ευνοϊκή διά την πόλιν, παρημελήθη υπ' εμού; Ποία δε συμμαχία, ποία πράξις προς την οποίαν έπρεπε μάλλον να κατευθύνω τούτους εδώ;
[192] Αλλά πράγματι, το μεν παρελθόν πάντοτε απ' όλους παραμερίζεται, και ουδείς περί τούτου ουδαμού προτείνει γνώμην προς συζήτησιν, το μέλλον όμως, ή το παρόν, απαιτεί την γνώμην του συμβούλου. Τότε λοιπόν, ότε εκ των δεινών, άλλα μεν, όπως επιστεύετο, έμελλον να συμβούν, άλλα δε είχον συμβή ήδη, εξέταζε την πολιτικήν μου πρόθεσιν έναντι αυτών, και μη συκοφάντει τα γενόμενα. Διότι η μεν έκβασις όλων των πραγμάτων γίνεται όπως θελήση θεός, η δε πρόθεσις, αυτή καθ' εαυτήν, φανερώνει την σκέψιν του συμβούλου.
[193] Μη καταλογίσης, όχι, ως ιδικόν μου σφάλμα, τούτο, εάν συνέβη να νικήση ο Φίλιππος εις την μάχην, διότι το αποτέλεσμα αυτής εξηρτάτο από τον θεόν, όχι από εμέ. Αλλ' ότι δεν προετίμησα πάντα όσα ήσαν δυνατά κατ' ανθρώπινον υπολογισμόν, και ότι δεν εξετέλεσα ταύτα, και δικαίως και με επιμέλειαν, και με φιλοπονίαν, ανωτέρας των δυνάμεών μου, ή ότι δεν επεχείρησα τα καλά και άξια της πόλεως και τα αναγκαία, αυτά δείξε μου, και τότε πλέον κατηγόρησέ με. [194] Εάν δε η ενσκήψασα καταιγίς, υπήρξεν ισχυροτέρα, όχι μόνον ημών, αλλά και όλων των άλλων Ελλήνων, τι πρέπει να κάμωμεν; Είναι ως να κατηγορή κανείς ως αίτιον του ναυαγίου, τον κύριον του πλοίου, όστις έκαμε τα πάντα διά την σωτηρίαν αυτού, και ο οποίος το εφωδίασε με όλα εκείνα, με τα οποία ενόμιζεν, ότι θα σωθή, επειδή, έπειτα, ένεκα τρικυμίας, εβλάβησαν τα εξαρτήματα ή και κατεστράφησαν ταύτα ολοσχερώς. Αλλά θα ημπορούσε να είπη, δεν εκυβέρνων εγώ το πλοίον, (όπως και εγώ δεν εστρατήγουν), ούτε ήμουν κύριος της τύχης, αλλ' εκείνη κυρία των πάντων.
[188] Αυτή υπήρξεν η απαρχή διά την διευθέτησιν των Θηβαϊκών πραγμάτων, και η διά πρώτην φοράν ύφεσις εις τας σχέσεις, ενώ προ αυτών, αι πόλεις είχον παρασυρθή υπό τούτων, εις έχθρας και μίσος και απιστίαν. Τούτο το ψήφισμα, έκαμε, τον τότε την πόλιν περιβαλόντα κίνδυνον, ωσάν νέφος να παρέλθη. Ήτο λοιπόν τότε καθήκον του καλού πολίτου να υποδείξη εις πάντας, αν είχε καλλίτερον τι τούτων, και όχι να επικρίνη σήμερον.
[189] Διότι, ενώ, ο σύμβουλος και ο συκοφάντης, δεν ομοιάζουν εις κανέν εκ των άλλων, κατά τούτο διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ των, ο μεν βεβαίως εκφέρει γνώμην προ των γεγονότων, και καθιστά εαυτόν υπεύθυνον έναντι εκείνων τους οποίους έπεισε, έναντι της τύχης, των περιστάσεων, έναντι οιουδήποτε· ο δε σιγήσας, όταν έπρεπε να ομιλή, εάν συμβή τι το δυσάρεστον, τούτο κατηγορεί από φθόνον. [190] Εκείναι λοιπόν αι περιστάσεις, όπως είπον, εχρειάζοντο τον πράγματι ενδιαφερόμενον διά την πόλιν άνδρα, και τους ορθούς λόγους. Εγώ δε τοσούτον υπερβάλλω, ώστε, εάν τώρα έχη τις να υποδείξη κάτι καλλίτερον, ή εν γένει, αν ήτο δυνατόν άλλο τι, εκτός εκείνων, τα οποία προετίμησα εγώ, ομολογώ ότι έχω άδικον.
Αν δεν υπάρχη κάτι, το οποίον είδε κανείς τώρα, όπερ αν τότε επράττετο, θα ωφέλει, εγώ παραδέχομαι, ότι τούτο έπρεπε να μη μου διαφύγη. Εάν όμως ούτε υπάρχη, ούτε υπήρχεν, ουδέ θα ηδύνατο κανείς, και σήμερον ακόμη, να είπη κάτι διάφορον, τι έπρεπε να πράξη ο σύμβουλος; Δεν έπρεπε από τα εμφανή και τα εφικτά, να εκλέξη τα άριστα;
[191] Αυτό λοιπόν έπραξα, όταν ο κήρυξ ηρώτα, Αισχίνη, «τις αγορεύειν βούλεται», όχι «τις θέλει να κατηγορήση διά τα παρελθόντα», ούτε «τις θέλει να εγγυηθή διά τα μέλλοντα να συμβούν». Εν ω δε συ, κατ' εκείνην την εποχήν εκάθησο εις τας συνελεύσεις άφωνος, εγώ ανελθών εις το βήμα, ηγόρευον. Επειδή δε ούτε τότε υπέδειξες, υπόδειξε τουλάχιστον τώρα. Λέγε ποία, ή συμβουλή, την οποίαν έπρεπε επί πλέον να διαθέσω, ή ευκαιρία ευνοϊκή διά την πόλιν, παρημελήθη υπ' εμού; Ποία δε συμμαχία, ποία πράξις προς την οποίαν έπρεπε μάλλον να κατευθύνω τούτους εδώ;
[192] Αλλά πράγματι, το μεν παρελθόν πάντοτε απ' όλους παραμερίζεται, και ουδείς περί τούτου ουδαμού προτείνει γνώμην προς συζήτησιν, το μέλλον όμως, ή το παρόν, απαιτεί την γνώμην του συμβούλου. Τότε λοιπόν, ότε εκ των δεινών, άλλα μεν, όπως επιστεύετο, έμελλον να συμβούν, άλλα δε είχον συμβή ήδη, εξέταζε την πολιτικήν μου πρόθεσιν έναντι αυτών, και μη συκοφάντει τα γενόμενα. Διότι η μεν έκβασις όλων των πραγμάτων γίνεται όπως θελήση θεός, η δε πρόθεσις, αυτή καθ' εαυτήν, φανερώνει την σκέψιν του συμβούλου.
[193] Μη καταλογίσης, όχι, ως ιδικόν μου σφάλμα, τούτο, εάν συνέβη να νικήση ο Φίλιππος εις την μάχην, διότι το αποτέλεσμα αυτής εξηρτάτο από τον θεόν, όχι από εμέ. Αλλ' ότι δεν προετίμησα πάντα όσα ήσαν δυνατά κατ' ανθρώπινον υπολογισμόν, και ότι δεν εξετέλεσα ταύτα, και δικαίως και με επιμέλειαν, και με φιλοπονίαν, ανωτέρας των δυνάμεών μου, ή ότι δεν επεχείρησα τα καλά και άξια της πόλεως και τα αναγκαία, αυτά δείξε μου, και τότε πλέον κατηγόρησέ με. [194] Εάν δε η ενσκήψασα καταιγίς, υπήρξεν ισχυροτέρα, όχι μόνον ημών, αλλά και όλων των άλλων Ελλήνων, τι πρέπει να κάμωμεν; Είναι ως να κατηγορή κανείς ως αίτιον του ναυαγίου, τον κύριον του πλοίου, όστις έκαμε τα πάντα διά την σωτηρίαν αυτού, και ο οποίος το εφωδίασε με όλα εκείνα, με τα οποία ενόμιζεν, ότι θα σωθή, επειδή, έπειτα, ένεκα τρικυμίας, εβλάβησαν τα εξαρτήματα ή και κατεστράφησαν ταύτα ολοσχερώς. Αλλά θα ημπορούσε να είπη, δεν εκυβέρνων εγώ το πλοίον, (όπως και εγώ δεν εστρατήγουν), ούτε ήμουν κύριος της τύχης, αλλ' εκείνη κυρία των πάντων.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)