ΠΛΕΙΣΘΕΝΗΣ
Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για τον Πλεισθένη. Θεωρείται γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας (ή κάποιας άλλης γυναίκας), επομένως αδελφός του Θυέστη και του Ατρέα, ή γιος του Ατρέα, ενίοτε και πατέρας του Μενέλαου και του Αγαμέμνονα. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση πιστεύεται ότι πέθανε νέος και τους γιους του τους ανέθρεψε ο παππούς τους Ατρέας. Κάποτε θεωρείται γιος του Θυέστη και αδελφός του Τάνταλου, είναι δηλαδή ένα από τα παιδιά που έσφαξε και μαγείρεψε ο Ατρέας (Υγίνος). Τέλος, θεωρείται γιος του Ατρέα, τον οποίο ανέθρεψε ο θείος του και αδελφός του πατέρα του, ο Θυέστης, νομίζοντας ότι είναι δικό του παιδί. Τον σκότωσε ο πραγματικός του πατέρας, ο Ατρέας, όταν εκείνος, ο Πλεισθένης, αποπειράθηκε να του αφαιρέσει τη ζωή κατ' εντολή του θετού του πατέρα Θυέστη. Αργότερα ο Ατρέας έμαθε την αλήθεια.
ΑΤΡΕΑΣ
Πρωτότοκος γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας είναι ο Ατρέας, δευτερότοκος ο Θυέστης.
Τα δύο αδέλφια, και η μητέρα τους, συνωμότησαν και σκότωσαν τον νόθο γιο του πατέρα τους Χρύσιππο από τη Νύμφη Αξιόχη, επειδή φοβήθηκαν ότι, από αγάπη για αυτόν τον νόθο γιο, ο Πέλοπας θα του παραχωρούσε την εξουσία. Ο Πέλοπας καταράστηκε τους γιους του και τους έδιωξε. Αυτοί κατέφυγαν στις Μυκήνες, στον βασιλιά Ευρυσθέα, ανεψιό του Ατρέα, ή στον πατέρα του Ευρυσθέα, τον Σθένελο, άνδρα της αδελφής τους Νικίππης. Αυτός παραχώρησε την περιοχή της
Μίδειας ή Μιδέας στα δυο αδέλφια, αφού πρώτα απομάκρυνε τον ανεψιό τους Αμφιτρύωνα, γιο της αδελφής τους Αστυδάμειας από τον Αλκαίο, βασιλιά της Τίρυνθας. Όταν ο Ευρυσθέας πέθανε άκληρος, χρησμός των Δελφών συνέστησε στους Μυκηναίους να επιλέξουν για βασιλιά τους έναν από τους δυο γιους του Πέλοπα. Αυτοί όφειλαν να επιδείξουν τις ικανότητες και τους τίτλους τους για το βασίλειο.
Στην κατοχή του ο Ατρέας είχε ένα ηφαιστότευκτο σκήπτρο* και μια χρυσή προβιά, που του είχε δοθεί από τον ίδιο τον Ερμή, σύμβολο του ποιμένα βασιλιά σε εποχές που πηγή πλούτου για τον βασιλιά ήταν τα κοπάδια και η κλοπή ζώων που επαύξανε την περιουσία του. Επίσης, η χρυσή προβιά παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο συλλεγόταν ο χρυσός από τα νερά ποταμών, έριχναν, δηλαδή, γιδοπροβιές στα νερά των ποταμών και αγκίστρωναν τα ψήγματα του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους. Όπως και να έχει, το δέρας αυτό ήταν σύμβολο εξουσίας και αποδεικτικό πλούτου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή με θρησκευτικές προεκτάσεις, το δέρας προέκυψε ως εξής: Αν και ο Ατρέας είχε τάξει το ωραιότερο ζώο του κοπαδιού του στην Άρτεμη, ωστόσο, όταν βρήκε στο κοπάδι του ένα αρνί με χρυσόμαλλο δέρας, θυσίασε τα ζώο αλλά δεν προσέφερε το δέρας στη θεά, μόνο το κράτησε για λογαριασμό του και το φύλαξε μέσα σε λάρνακα.
Κρυφά το παρέδωσε η σύζυγός του Αερόπη, η κρητικιά βασιλοπούλα και μητέρα των παιδιών του, στον εραστή της Θυέστη, ο οποίος το ανέδειξε σε σύμβολο εξουσίας, καθώς πρότεινε να ανακηρυχθεί βασιλιάς των Μυκηνών αυτός που θα παρουσίαζε ένα χρυσόμαλλο δέρμα. Ο Ατρέας, μη γνωρίζοντας την κλοπή του δέρατος από τη γυναίκα του, δέχτηκε. Ο Θυέστης νίκησε. Με παρέμβαση του Δία μέσω του Ερμή, ο Ατρέας συμφώνησε να κρατήσει την εξουσία ο Θυέστης, εκτός αν ο ήλιος έδυε στην Ανατολή. Το θαύμα συντελέστηκε, ο Ατρέας διατήρησε την εξουσία του με τη βοήθεια του Δία, τιμώρησε τη γυναίκα του ρίχνοντάς την στη θάλασσα, όπου και πνίγηκε, και εξόρισε τον Θυέστη.
Η εξορία δεν ήταν αρκετή για τον Ατρέα. Θέλησε να εκδικηθεί περαιτέρω τον αδελφό του, όχι τόσο γιατί του διαφιλονικούσε τον θρόνο όσο για τις παράνομες σχέσεις που ανέπτυξε με τη γυναίκα του Αερόπη. Προσποιήθηκε ότι συμφιλιώθηκε με τον αδελφό του και τον κάλεσε πίσω στις Μυκήνες. Έτσι, έσφαξε -αν και είχαν προσπέσει ικέτες στον βωμό του Δία- και διαμέλισε τα παιδιά του και του πρόσφερε σε γεύμα τις ψημένες σάρκες τους. Τα κεφάλια και τα χέρια των παιδιών, που ο Ατρέας είχε διαφυλάξει και τα οποία παρουσίασε στον Θυέστη μετά την παιδοφαγία, αποκάλυψαν την αποτρόπαιη πράξη. Ο Θυέστης αντέδρασε με τον τρόπο του Δία σε αντίστοιχο δείπνο από τον βασιλιά Λυκάονα της Αρκαδίας: αναποδογύρισε με μια κλωτσιά το τραπέζι κι έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα εξέφερε βαρεῖαν άράν, δηλαδή καταράστηκε τους Ατρείδες. Αυτά ήταν τα περίφημα θυέστεια δείπνα, εξαιτίας των οποίων ο ήλιος, όπως διηγούνταν κάποιοι, απέστρεψε το πρόσωπό του και άλλαξε πορεία. Όπως ακριβώς είχε δύσει στην ανατολή, σύμφωνα με τη βούληση του Δία, προκειμένου ο Ατρέας να ξανακερδίσει το βασίλειό του, που το είχε χάσει όταν ο Θυέστης απέκτησε με δόλιο τρόπο το σύμβολο της εξουσίας, τη χρυσή προβιά.
Εξόριστος από τη γη της Αργολίδας στη Σικυώνα ο Θυέστης ενώθηκε με την κόρη του Πελοπία, είτε βιάζοντάς την είτε αγνοώντας ο ένας την ταυτότητα του άλλου. Την προστασία της γυναίκας και το μεγάλωμα του παιδιού της ανέλαβε ο Ατρέας, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα των δύο προσώπων, ότι δηλαδή ήταν η κόρη του αδελφού του και ο γιος του αδελφού του από την ίδια του την κόρη. Στο μεταξύ, ο Ατρέας ζήτησε από τους νεαρούς γιους του να του βρουν τον Θυέστη και να τον φέρουν στις Μυκήνες. Εκεί τον φυλάκισε και έβαλε τον Αίγισθο να τον σκοτώσει· όμως Θυέστης και Αίγισθος αναγνωρίστηκαν** έγκαιρα ως πατέρας και γιος, ο Αίγισθος σκότωσε τον Ατρέα που τον είχε μεγαλώσει, αποκατέστησε τον φυσικό του πατέρα στον θρόνο και έδιωξε τους δυο γιους του, οι οποίοι κατέφυγαν στη Σπάρτη, όπου και παντρεύτηκαν τις δύο κόρες του Τυνδάρεου, ο Αγαμέμνονας την Κλυταιμνήστρα, ο Μενέλαος την Ελένη.
Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ο Αίγισθος εκδικήθηκε τον θάνατο των αδελφών του εξυφαίνοντας τη δολοφονία*** του Αγαμέμνονα, γιου του Ατρέα, όντας εραστής της Κλυταιμνήστρας. Οι δομικές αντιστοιχίες είναι εμφανείς: Ατρέας - Αερόπη - Θυέστης, Αγαμέμνων - Κλυταιμνήστρα - Αίγισθος· δολοφονία των παιδιών του Θυέστη από τον αδελφό του πατέρα τους και θείο τους Ατρέα - δολοφονία του γιου του Ατρέα Αγαμέμνονα από τον εξάδελφό του Αίγισθο. Στο μεταξύ, είχε προηγηθεί η δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού των Πελοπιδών Θυέστη και Ατρέα με τη βοήθεια της μητέρας τους Ιπποδάμειας.
Μια άλλη εκδοχή του μύθου δεν μιλά για κανένα από αυτά τα εγκλήματα που ήταν άγνωστα και στα ομηρικά έπη. Πάντως, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η διαδοχή στην εξουσία έγινε ομαλά, τα σύμβολα της εξουσίας, το ηφαιστότευκτο σκήπτρο και η χρυσή προβιά, δόθηκαν στον πρωτότοκο Ατρέα. Εκείνος τα παραχώρησε στον αδελφό του Θυέστη, μέχρι να ενηλικιωθούν τα ανήλικα παιδιά του Αγαμέμνονας και Μενέλαος, κι εκείνος με τη σειρά του τα επέδωσε στον πρωτότοκο Αγαμέμνονα. Η ειρηνική αυτή διαδοχή**** (Ιλ., Β 100-108), που αντανακλά τον θεσμό των δύο βασιλέων στη Σπάρτη και επιβίωσε μέχρι την κατάκτηση της πόλης από τους Ρωμαίους, δεν εξυπηρετούσε πολιτικά τη μεταμυκηναϊκή εξουσία ούτε παρουσίαζε ενδιαφέρον για τους τραγικούς ποιητές του 5ου αι. π.Χ. Γι' αυτό διαμορφώθηκε μια δεύτερη εκδοχή, όπου η διαδοχή στην εξουσία γίνεται με τρόπο ανώμαλο· σε αυτό συμβάλλουν και γυναίκες.
-----------------------
*Ηφαιστότευκτο σκήπτρο
Λέγεται ότι, φτάνοντας στη χώρα της Φωκίδας η Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονα, έχασε το σκήπτρο, το οποίο βρέθηκε αργότερα στα σύνορα Χαιρώνειας και Πανοπέα μαζί με χρυσάφι. Οι κάτοικοι του Πανοπέα πήραν το χρυσάφι, της Χαιρώνειας το σκήπτρο. Ο Παυσανίας παραδίδει τα εξής: «Από τους θεούς οι Χαιρωνείς τιμούν περισσότερο το σκήπτρο που έφτιαξε κατά τον Όμηρο ο Ήφαιστος για τον Δία· απ' αυτόν το πήρε ο Ερμής και το έδωσε στον Πέλοπα, ο Πέλοπας το άφησε στον Ατρέα, ο Ατρέας στον Θυέστη και από τον Θυέστη το έχει ο Αγαμέμνονας. Αυτό το σκήπτρο λατρεύουν, λοιπόν, και το ονομάζουν Δόρυ. Ότι αυτό το σκήπτρο έχει κάτι το κατ' εξοχήν θείο φαίνεται καθαρά από τη δόξα που φέρνει στους Χαιρωνείς. Λένε ότι βρέθηκε στα σύνορα της χώρας τους με την περιοχή των Πανοπέων στη Φωκίδα και ότι μαζί με αυτό ο Φωκείς βρήκαν και χρυσάφι και ήταν πολύ ευχαριστημένοι που πήραν το σκήπτρο αντί για τον χρυσό. Είμαι της γνώμης ότι το έφερε στη Φωκίδα η Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονα. Δημόσιος ναός για το σκήπτρο δεν έχει κτιστεί αλλά ο ιερέας φυλάει το σκήπτρο για ένα χρόνο σε ένα σπίτι. Και προσφέρονται θυσίες κάθε μέρα και δίπλα του είναι μια τράπεζα γεμάτη από κρέατα κάθε είδους και γλυκίσματα» (Παυσανίας 9.40.11-12)
**Αναγνωρίσεις
1. Αίγισθος: Είτε έκθετος και νόθος, είτε σαν θετό παιδί του Ατρέα ο Αίγισθος μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά, ο οποίος του ζήτησε, σαν πιο έμπιστό του, να σκοτώσει τον φυλακισμένο Θυέστη. Όμως εκείνος αναγνώρισε στον νέο τον γιο του από το σπαθί που κρατούσε για να το σκοτώσει. Ήταν το ίδιο εκείνο σπαθί που κρατούσε ο Θυέστης και του είχε πέσει στον τόπο του βιασμού της Πελοπίας. Εκείνη το φύλαξε και παρέδωσε στον γιο της ως κάτι που θα μπορούσε να συντελέσει στην αναγνώριση πατέρα και γιου.[1]
2. Ορέστης: Η αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα έγινε στον τάφο του πατέρα τους Αγαμέμνονα. Σημεία αναγνώρισης ήταν ο κομμένος βόστρυχος του Ορέστη και το χρώμα των μαλλιών, κοινό στους Ατρείδες (Αισχ., Χοηφ., στ. 176· πρβ. Σοφ., Ηλ., στ. 900-909), και ένα υφαντό με παράσταση κυνηγιού που είχε κεντήσει η Ηλέκτρα και το είχε δώσει στον Ορέστη (Αισχ., Χοηφ., στ. 230-232). Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή (στ. 1222) ο Ορέστης αναφέρει ως σημείο αναγνώρισης δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, σφραγῖδα πατρός. Στον Ευριπίδη μεσολαβεί ένας γέροντας για την αναγνώριση (Ευρ., Ηλ. 509-546).
[1] Ο αναγνωρισμός του Αίγισθου από τον Θυέστη παρουσιάζει αναλογίες με τον αναγνωρισμό του Θησέα από τον Αιγέα.
***Ο Αίγισθος θυμάται τα Θυέστεια δείπνα και αιτιολογεί τον φόνο του Αγαμέμνονα
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ω φως φαιδρόν ημέρας, που έφερε τη Δίκη!
τώρα μπορώ να πω, πως δεν αφήνουν έτσι
απλέρωτα οι θεοί και γνοιάζονται στ' αλήθεια
τα κακουργήματα της γης από κει πάνω,
αφού είδα, μες στων Ερινύων τα πλεχτά βρόχια
να κοίτεται αυτός εδώ - χαρά, χαρά μου,
και να πλερώνη του πατέρα του το κρίμα.
Γιατί ο Ατρέας, βασιλιάς αυτής της χώρας,
πατέρας αυτουνού, το δικό μου πατέρα
Θυέστη, κι αδελφό του - για να καταλάβης -
εξ αφορμής του θρόνου εξώρισε απ' τη χώρα.
Κι όταν εξαναγύρισε κ' έπεσε ικέτης
στην εστία, την γλύτωσε, αλήθεια, ο ίδιος
ο άθλιος Θυέστης μη σφαχτή κ' αιματοβρέξη
το πατρικό του χώμα· μ' αυτουνού ο πατέρας,
πώς τάχα, ο άθεος, ήθελε το γυρισμό του
μ' ένα πλούσιο χαράς τραπέζι να γιορτάση,
δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιών του·
τα πόδια και τα χτένια των χεριώ είχε κόψη
παράμερα, που να μην καταλάβουν και οι άλλοι,
καθώς καθόταν χωριστά, μα εκείνος παίρνει
κι ανίδεος καθώς είτανε, τρώει από κείνο
τάσωστ', όπως θωρείς, φαΐ για όλο το γένος.
Μα έπειτα μόλις τόνοιωσε το άθεο πράμα
έσκουζε κ' έπεσε ξερνώντας τα σφαχτάρια,
κι ευχιέται μοίρ' ασύντυχη στους Πελοπίδες,
με την κατάρα δίνοντας κλωτσιά στο δείπνος,
έτσι να πάη όλ' η γενιά και του Κλεισθένη.
Γι' αυτά 'ναι πούπεσε κι αυτός καθώς το βλέπεις
κ' είχαν το δίκιο εγώ το φόνο του να υφάνω
γιατί κι εμέ, τρίτο παιδί του αθλίου πατέρα,
μ' έδιωξε, βρέφος μες στα σπάργανα, μαζί του.
Μα ετράνεψα και μ' έφερε οπίσω η Δίκη·
και δίχως νάμαι εμπρός το χέρι μου έχω βάλη
κι όλο το σχέδιο της κακής του ύφανα μοίρας.
Έτσι κι ο θάνατος γλυκύς Θα μου είταν τώρα,
μια που τον είδα αυτόν μες στης Δίκης τα δίχτυα.
(Αισχ., Αγαμ. 1577-1611)
ΗΛΕΚΤΡΑ (προς τον Αίγισθον)
Λοιπόν έστω! Από πού όμως ν' αρχίσω και πού να τελειώσω; Δεν επέρασεν ημέρα που να μη σκεφθώ με την αυγήν όσα ήθελα να σου ειπώ, αν μια ημέρα δεν σ' εφοβούμην πια και τώρα δεν σε φοβούμαι και θα σου τις ειπώ τις βρισιές που επιθυμούσα να σου έλεγα ενόσω ήσουν ζωντανός.
Μας κατέστρεψες, εμένα και τον αδελφό μου, και μας έκαμες ορφανούς από πατέρα αγαπημένον, ενώ δεν σε εβλάψαμεν εις τίποτε. Υπανδρεύθηκες άνομα την μητέρα μας και εσκότωσες τον άνδρα της, τον στρατηλάτη των Ελλήνων, ενώ εσύ δεν επήγες ποτέ να πολεμήσης τους Φρύγας. Και είχες τόσα μυαλά, ώστε ενόμιζες, όταν ατίμαζες τον πατέρα μου ότι, αν έπαιρνες γυναίκα την μητέρα μου, μ' εσένα θα ήτο πιστή! Ας ηξεύρη όμως ο καθένας που παραπλανά ατίμως την γυναίκα άλλου και κατόπιν αναγκάζεται να την πάρη, πως απατάται, αν νομίζη ότι, ενώ δεν ημπορούσε να είναι φρόνιμη με τον άλλο, θα είναι φρόνιμη μαζύ μ' αυτόν!
Εζούσες ζωήν ελεεινή και ενόμιζες μόνον ότι έζης ευτυχής, διότι και συ εννοούσες ότι ο γάμος σου ήτο έγκλημα, και η μητέρα μου ότι είχε άνδρα κακούργο. Και οι δύο κακούργοι εφέρατε μαζύ το βάρος του εγκλήματός σας, και άκουες από όλους τους Αργείους: «Αυτός είναι ο άνδρας της γυναίκας του!» και όχι «Αυτή είναι η γυναίκα του ανδρός της!» Τίποτε δεν είναι πιο αξιοπεριφρόνητον από ένα σπίτι όπου κυβερνά η γυναίκα και όχι ο άνδρας, και η ψυχή μου αισθάνεται αποστροφή για τα παιδιά, που τα λέγουν εις την πόλιν παιδιά της μητέρας των και όχι του πατέρα των.
Ο άνδρας που νυμφεύεται γυναίκα επίσημη και από μεγαλύτερο γένος, γίνεται μηδενικό, διότι μόνο για την γυναίκα γίνεται λόγος!
Ό,τι όμως εκολάκευε προπάντων την ανοησία σου, είναι ότι ενόμιζες πως είσαι κάτι με τα πλούτη που είχες, σαν να μένουν αιώνια μαζύ μας. Στερεό πράγμα είναι μόνον ο χαρακτήρ και όχι τα χρήματα, επειδή αυτός μένει πάντοτε μαζύ μας και μας βοηθεί εις τας δυσκόλους περιστάσεις, ενώ ο άδικος πλούτος εις τα χέρια κακών ανθρώπων μόνον ολίγον καιρόν ανθίζει, και αμέσως χάνεται.
Τώρα για την άτιμη διαγωγή σου με τας γυναίκας σωπαίνω, επειδή δεν αρμόζει μια κόρη να λέγη τέτοια πράγματα∙ με ολίγα λόγια όμως θα δώσω να εννοηθή ό,τι ήθελα να ειπώ.
Ήσουν αλαζών, επειδή ήσουν βασιλεύς και υπερήφανος, επειδή ήσουν όμορφος. Εγώ όμως δεν θα ήθελα άνδρα με παρθενικό πρόσωπο, αλλά άνδρα αληθινό. Μόνον τέτοιου ανθρώπου τα παιδιά έχουν γενναία ψυχήν, ενώ του άλλου είναι στόλισμα μόνο για τους χορούς!
Πήγαινε εις τα κομμάτια λοιπόν τώρα, ανόητε, που δεν εσκέπτεσο ότι μια μέρα θα έδιδες λόγο για ό,τι έκαμες! Εις το εξής κανείς κακούργος να μη νομίση ότι εξέφυγε την τιμωρία του, έστω και αν πηγαίνη καλά εις τας αρχάς, πριν φθάση το τέλος και τα υστερνά της ζωής του!
(Ευρ., Ηλ. 907-956)
****Ειρηνική διαδοχή
Τότε ο Αγαμέμνονας ασκώθη ο πρωταφέντης,
κρατώντας το ραβδί στο χέρι του, τρανή του Ηφαίστου τέχνη·
στο Δία, το γιο του Κρόνου, κάποτε το 'χε χαρίσει εκείνος,
κι ο Δίας του Αργοφονιά το εχάρισε, του ψυχοπερατάρη,
κι ο Ερμής το χάρισε στον Πέλοπα τον αλογάρη πάλε,
κι ο Πέλοπας του Ατρέα το χάρισε του πρωτοστρατολάτη,
και στο Θυέστη ο Ατρέας πεθαίνοντας το βαριοκοπαδάρη,
κι ο Θυέστης πάλε του Αγαμέμνονα κλερονομιά το αφήκε,
πλήθος νησιά και την Αργίτικη για ν' αφεντεύει χώρα.