Εκτός από τα επιγράμματα, τα μόνα άλλα ποιήματα του Καλλιμάχου που έχουν φτάσει ακέραια σε εμάς είναι οι Ύμνοι. Πρόκειται για συλλογή έξι ύμνων, οι δύο από τους οποίους είναι γραμμένοι σε δωρική διάλεκτο· ο ένας από τους δυο τελευταίους έχει συντεθεί σε ελεγειακό δίστιχο, ενώ το μέτρο των υπολοίπων είναι το καθιερωμένο από τους λεγόμενους Ομηρικούς Ύμνους δακτυλικό εξάμετρο.
Ένας ύμνος έχει λίγο-πολύ σταθερή δομή, εξ ορισμού υψηλό στόχο και ανάλογο περιεχόμενο. Κανονικά περιλαμβάνει την εισαγωγική επίκληση ή μνεία της υμνούμενης θεότητας, αναφορά στο γένος και τη γέννηση, απαρίθμηση ή αναλυτική παρουσίαση των αρετών του θεού ή της θεάς, ενδεχομένως τη διατύπωση κάποιου αιτήματος και την καταληκτήρια διαβεβαίωση του υμνούντος προς τη θεότητα ότι θα την υμνήσει και πάλι.
Ο Καλλίμαχος δεν αναιρεί βέβαια αυτή τη δομή, που έχει παγιωθεί ήδη στους Ομηρικούς Ύμνους, ωστόσο οι ύμνοι του διαποτίζονται σε τέτοιο βαθμό από τις νεοτερικές αντιλήψεις του για την ποίηση, ώστε η σταθερή δομή να λειτουργεί, θα λέγαμε, ως πλαίσιο που αναδεικνύει με μεγαλύτερη ενάργεια τις αποκλίσεις από τα παραδεδομένα. Συχνά ο ποιητής εστιάζει σε επεισόδια του μύθου σχετικώς άγνωστα και ποιητικώς ανεκμετάλλευτα, εισάγει τη σμίκρυνση του υψηλού και προσαρμόζει τους θεούς στο επίπεδο της ανθρώπινης καθημερινότητας.
ΕΙΣ ΔΙΑ
Ζηνὸς ἔοι τί κεν ἄλλο παρὰ σπονδῇσιν ἀείδειν
λώϊον ἢ θεὸν αὐτόν, ἀεὶ μέγαν, αἰὲν ἄνακτα,
Πηλαγόνων ἐλατῆρα, δικασπόλον Οὐρανίδῃσι;
πῶς καί νιν, Δικταῖον ἀείσομεν ἠὲ Λυκαῖον;
5 ἐν δοιῇ μάλα θυμός, ἐπεὶ γένος ἀμφήριστον.
Ζεῦ, σὲ μὲν Ἰδαίοισιν ἐν οὔρεσί φασι γενέσθαι,
Ζεῦ, σὲ δ᾽ ἐν Ἀρκαδίῃ· πότεροι, πάτερ, ἐψεύσαντο;
Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται· καὶ γὰρ τάφον, ὦ ἄνα, σεῖο
Κρῆτες ἐτεκτήναντο· σὺ δ᾽ οὐ θάνες, ἐσσὶ γὰρ αἰεί.
10 ἐν δέ σε Παρρασίῃ Ῥείη τέκεν, ἧχι μάλιστα
ἔσκεν ὄρος θάμνοισι περισκεπές· ἔνθεν ὁ χῶρος
ἱερός, οὐδέ τί μιν κεχρημένον Εἰλειθυίης
ἑρπετὸν οὐδὲ γυνὴ ἐπιμίσγεται, ἀλλά ἑ Ῥείης
ὠγύγιον καλέουσι λεχώϊον Ἀπιδανῆες.
15 ἔνθα σ᾽ ἐπεὶ μήτηρ μεγάλων ἀπεθήκατο κόλπων,
αὐτίκα δίζητο ῥόον ὕδατος, ᾧ κε τόκοιο
λύματα χυτλώσαιτο, τεὸν δ᾽ ἐνὶ χρῶτα λοέσσαι.
Λάδων ἀλλ᾽ οὔπω μέγας ἔρρεεν οὐδ᾽ Ἐρύμανθος,
λευκότατος ποταμῶν, ἔτι δ᾽ ἄβροχος ἦεν ἅπασα
20 Ἀρκαδίη· μέλλεν δὲ μάλ᾽ εὔυδρος καλέεσθαι
αὖτις· ἐπεὶ τημόσδε, Ῥέη ὅτ᾽ ἐλύσατο μίτρην,
ἦ πολλὰς ἐφύπερθε σαρωνίδας ὑγρὸς Ἰάων
ἤειρεν, πολλὰς δὲ Μέλας ὤκχησεν ἁμάξας,
πολλὰ δὲ Καρίωνος ἄνω διεροῦ περ ἐόντος
25 ἰλυοὺς ἐβάλοντο κινώπετα, νίσσετο δ᾽ ἀνήρ
πεζὸς ὑπὲρ Κρᾶθίν τε πολύστιόν τε Μετώπην
διψαλέος· τὸ δὲ πολλὸν ὕδωρ ὑπὸ ποσσὶν ἔκειτο.
καί ῥ᾽ ὑπ᾽ ἀμηχανίης σχομένη φάτο πότνια Ῥείη·
«Γαῖα φίλη, τέκε καὶ σύ· τεαὶ δ᾽ ὠδῖνες ἐλαφραί.»
30 εἶπε καὶ ἀντανύσασα θεὴ μέγαν ὑψόθι πῆχυν
πλῆξεν ὄρος σκήπτρῳ· τὸ δέ οἱ δίχα πουλὺ διέστη,
ἐκ δ᾽ ἔχεεν μέγα χεῦμα· τόθι χρόα φαιδρύνασα,
ὦνα, τεὸν σπείρωσε, Νέδῃ δέ σε δῶκε κομίζειν
κευθμὸν ἔσω Κρηταῖον, ἵνα κρύφα παιδεύοιο,
35 πρεσβυτάτῃ Νυμφέων, αἵ μιν τότε μαιώσαντο,
πρωτίστη γενεὴ μετά γε Στύγα τε Φιλύρην τε.
οὐδ᾽ ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν, ἀλλὰ τὸ χεῦμα
κεῖνο Νέδην ὀνόμηνε· τὸ μέν ποθι πολὺ κατ᾽ αὐτό
Καυκώνων πτολίεθρον, ὃ Λέπρειον πεφάτισται,
40 συμφέρεται Νηρῆι, παλαιότατον δέ μιν ὕδωρ
υἱωνοὶ πίνουσι Λυκαονίης ἄρκτοιο.
εὖτε Θενὰς ἀπέλειπεν ἐπὶ Κνωσοῖο φέρουσα,
Ζεῦ πάτερ, ἡ Νύμφη σε —Θεναὶ δ᾽ ἔσαν ἐγγύθι Κνωσοῦ—
τουτάκι τοι πέσε, δαῖμον, ἄπ᾽ ὀμφαλός· ἔνθεν ἐκεῖνο
45 Ὀμφάλιον μετέπειτα πέδον καλέουσι Κύδωνες.
Ζεῦ, σὲ δὲ Κυρβάντων ἑτάραι προσεπηχύναντο
Δικταῖαι Μελίαι, σὲ δ᾽ ἐκοίμισεν Ἀδρήστεια
λίκνῳ ἐνὶ χρυσέῳ, σὺ δ᾽ ἐθήσαο πίονα μαζόν
αἰγὸς Ἀμαλθείης, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως·
50 γέντο γὰρ ἐξαπιναῖα Πανακρίδος ἔργα μελίσσης
Ἰδαίοις ἐν ὄρεσσι, τά τε κλείουσι Πάνακρα.
οὖλα δὲ Κούρητές σε περὶ πρύλιν ὠρχήσαντο
τεύχεα πεπλήγοντες, ἵνα Κρόνος οὔασιν ἠχήν
ἀσπίδος εἰσαΐοι καὶ μή σεο κουρίζοντος.
***
ΣΤΟ ΔΙΑ
Στις σπονδές στο Δία τί θα ᾽τανε καλύτερο κανείς να τραγουδήσειπαρά τον πάντα μέγα αυτό θεό και βασιλιά παντοτινό,των γιων της Γης το διώχτη και δικαστή των τέκνων τ᾽ Ουρανού;Και πώς θα τον υμνήσουμε; Δικταίον ή Λυκαίο;5Διχάζεται η ψυχή μου που ᾽ναι αμφιλεγόμενα όσα για τη γενιά του διηγούνται.Δία, στης Ίδης λένε πως γεννήθηκες τα όρη,κι άλλοι στην Αρκαδία· ψέματα απ᾽ τους δυο ποιοί είπανε, πατέρα;Οι Κρήτες πάντα ψεύτες. Άνακτα, για σένανε και τάφοοι Κρήτες εμαστόρεψαν. Μα εσύ όμως δεν πέθανες, αφού για πάντα υπάρχεις.10Στην Παρρασία σε γέννησεν η Ρέα, εκεί που ήτανε πολύθαμνόσκεπο το όρος. Και γι᾽ αυτό εκεί ο χώροςείναι ιερός. Κι ούτε κανένα που να έχει την ανάγκη της Ειλείθυιαςζωντανό, κι ούτε γυναίκα τον σιμώνει, αλλά τόπο λεχωνιάς της Ρέαςαπό παλιά τον ονομάζουν οι Απιδανήες.15Αφού η μητέρα σου σ᾽ απίθωσεν εκεί απ᾽ τον μεγάλο κόλπο της,αμέσως πάσχισε να βρει τρεχούμενο νερό, της λεχωνιάςτους ρύπους να ξεπλύνει, και το δέρμα σου μ᾽ αυτό να λούσει.Μα τότε ο Λάδωνας δεν έτρεχε μεγάλος, ούτε κι ο Ερύμανθοςο πιο καθάριος απ᾽ τους ποταμούς, κι άβροχη ήταν όλη ακόμα20η Αρκαδία που έμελλε να την ειπούν πολύνερη.Στον τόπο αυτό όταν έλυσε τη ζώνη της η Ρέαπολλές βαλανιδιές υψώνονταν πάνω από εκεί που κύλαγε ο πολύνερος Ιάωνκι άμαξες αραδίζανε εκεί που τρέχει ο Μέλαςκι είχαν φωλιάσει στου Καρίωνα τις όχθες25ζώα πολλά, και διάβαινε κανείςπεζός, από τον Κράθη πάνω και τον πολυχάλικο Μετώπη,διψασμένος, ενώ κάτω από τα πόδια του πολύ νερό βρισκόταν.Και είπε τότε η σεβαστή Ρέα μ᾽ αμηχανία:«Καλή μου Γη, κι εσύ έχεις γεννήσει, μα οι ωδίνες σου ελαφρές».30Είπε, και το μεγάλο χέρι της τεντώνοντας ψηλά η θεά,το όρος με το σκήπτρο χτύπησε, κι εκείνο τότες άνοιξε πολύκαι μέγα ρεύμα χύθηκε. Κι αφού σου δρόσισε το δέρμα, βασιλιά,σε φάσκιωσε και σ᾽ έδωσε στη Νέδη να σε πάειστης Κρήτης τη σπηλιάν, εκεί κρυφά να μεγαλώσεις,35κοντά στην πιο σεβάσμια απ᾽ τις νύμφες, που ᾽καναν τότε τη μαμή,και πρώτη στη γενιά της, ύστερ᾽ απ᾽ τη Στύγα κι από τη Φιλύρα.Ούτε άφησεν απλήρωτη η θεά τη χάρη εκείνη, και το ρεύμαεκείνο Νέδη ονόμασε. Και ξέχειλοστην πόλη των Καυκώνων που ονομάζουν Λέπρεο40με το ρεύμα του Νηρέα απαντιέται, κι είναι το παλαιότατο απ᾽ τα νεράπου πίνουν οι απόγονοι της Λυκαόνιας άρκτου.Σαν βγήκεν από τις Θενές πηγαίνοντάς σε στην Κνωσό,Δία πατέρα, η Νύμφη (οι Θενές κοντά ᾽ναι στην Κνωσό),ο αφαλός σου έπεσεν εκεί, Θεέ, και έτσι εκείνο45Ομφάλιο πεδίο αργότερα ονόμασαν οι Κύδωνες.Κι ω Δία, οι συντρόφισσες, σε πήρανε στα χέρια, των Κορύβαντων,της Δίκτης οι Μελίες και σε κοίμισε η Αδράστειασε λίκνο χρυσό και θήλασες τον πολυγάλακτο μαστότης γίδας της Αμάλθειας κι έφαγες τη γλυκιά κηρήθρα,50που η Πανακρίδα μέλισσα γοργά την είχε δέσειπάνω στη Ίδης τα βουνά που Πάνακρα τα λένε.Και χόρεψαν τριγύρω σου τον πρύλιν οι Κουρήτεςκαθώς βαρούσαν τ᾽ άρματα, ώστε ν᾽ ακούει ο Κρόνοςήχον ασπίδων μοναχά κι όχι το παιδικό σου κλάμα.