Μετατοπίσεις μεταξύ μορφολογικών και σημασιολογικών τύπων
§ 113. Ήδη η ινδοευρωπαϊκή αρχική γλώσσα βάσης γνώριζε μορφολογικούς και σημασιολογικούς τύπους. Τα πολυάριθμα παραδείγματα με το στερητικό ἀ-, το δυσ-, το εὐ- και το ἡμι- παρουσιάζονται ως μια ευδιάκριτη ομάδα με εξωτερικά χαρακτηριστικά, παρόλο που κατά τη σημασία δεν είναι ομοιογενή· σ' αυτήν, δηλαδή, ανήκουν μεταπλαστά και μη μεταπλαστά (ἄθυμος 'χωρίς κουράγιο' -ἄβατος 'απάτητος, απροσπέλαστος'), με ουσιαστικό (ἄθυμος), επίθετο (ἄιδρις 'που δεν ξέρει') και ρηματικό όνομα (ἄφορος 'άγονος', ἄζυξ 'χωρίς ζευγάρι') ως β΄ συνθετικό. Από την άλλη μεριά ασφαλώς ακόμη και ένας ομιλητής που δεν σκέφτεται με γραμματικούς όρους, εντοπίζει μια συντακτική ενότητα ανάμεσα στο πατροκασίγνητος και στο ἱστοπέδη παρά τη διαφορά των λέξεων. Επειδή οι δύο κατηγορίες τέμνονται, πολλά μεμονωμένα σύνθετα έχουν διπλή όψη, και, όταν από αυτά δημιουργηθούν νέοι σχηματισμοί, αυτοί μπορούν να συνδεθούν τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τη σημασία. Στα ελληνικά είναι εντυπωσιακό πόσο συχνά σχηματίζονται νέοι μορφολογικοί τύποι σε βάρος της ομοιομορφίας των συντακτικών σχέσεων των μελών τους. Μερικές περιπτώσεις έχουν ήδη εξεταστεί: ἀντι- § 53 , φιλο- μαζί με τα φυγο-, μισο-, ἐθελο-, λ(ε)ιπο- § 76 κεξξ., παν- § 64 , νεο- § 95 , -ῆμαρ § 108 . Εδώ πρέπει να προστεθούν ακόμη κάποιες αξιοπρόσεκτες.
§ 114. ψευδο-. Ξεκινάμε με το ψευδ-άγγελος 'που αναγγέλλει ψεύδη' (Όμ.) και το ψευδο-λόγος 'που λέει ψέματα' (Αριστοφ.) με ρηματική σύνταξη. Από εκεί είναι μικρή η απόσταση έως τα ψευδο-κῆρυξ 'ψευδόμενος κήρυκας' (Σοφ.), ψευδό-μαντις 'ψευδόμενος μάντης' (κλασ.), ψευδό-μαρτυς[1] 'ψευδόμενος μάρτυς' (κλασ.), όπου το β΄ συνθετικό μπορεί να έχει ακόμη τη λειτουργία ενός nomen agentis, αλλά ήταν πιθανές και οι ερμηνείες 'που δίνει ψευδή μαρτυρία' ή 'όχι πραγματικός μάντης'. Στη συνέχεια και τα προσδιοριστικά ψευδό-δειπνον 'ψευτο-δείπνο' (Σοφ.), -πάρθενος 'δήθεν παρθένα' (Ηρόδοτος), ψευδ-ηρακλῆς 'ψευτο-Ηρακλής' (Μένανδρος), επιπλέον ψευδ-άττικος 'όχι γνήσια αττικός' (Λουκιανός) και το μεταπλαστό ψευδ-επίγραφος 'με ψευδή επιγραφή' (Πολύβ.).
§ 115. ἀρχι-. Ο Όμηρος γνωρίζει μόνο σύνθετα με το ἀρχε-: ἀρχέ-κακος, Ἀρχέ-λοχος, Ἀρχε-πτόλεμος, πρβ. § 75 . Λίγο αργότερα αρχίζει η αντικατάσταση του ἀρχε- με το ἀρχι-, που έχει την τάση να ενώνεται με λέξεις που χαρακτηρίζουν πρόσωπα: ἀρχι-τέκτων, ἀρχ-ιέρεως, αρχικά διατηρώντας τη ρηματική σημασία 'που ηγείται των οικοδόμων, των ιερέων' (σε επιθετική χρήση), ύστερα όμως όλο και συχνότερα με ονοματική σημασία 'επικεφαλής των οικοδόμων, ανώτατος ιερέας' [2] (ως ουσιαστικό), έτσι ιδίως στην ελληνιστική εποχή: ἀρχι-κυβερνήτης, -μάγειρος, -ποιμήν, -πρεσβευτής κ.τ.λ. Έτσι και τα σύνθετα με λέξεις που δεν χαρακτηρίζουν πρόσωπα συχνά λειτουργούν ως ουσιαστικά: ἀρχι-συνάγωγος 'διευθυντής της συναγωγής', ἀρχί-δικος 'πρόεδρος του δικαστηρίου'.
§ 116. ὁμο-. Σαφείς είναι οι μεταπλαστοί σχηματισμοί με το επιθετικό ὁμο-, όπως στον Όμηρο ὁμο-γάστριος 'όμαιμος αδελφός', ὁμό-φρων 'ομοϊδεάτης', ὁμ-ώνυμος 'με ίδιο όνομα' (καθώς και ὁμ-ηγερής 'σε κοινή συνέλευση';). Παράλληλα το ὁμο- φαίνεται να χρησιμοποιείται και με επιρρηματική σημασία (όπως το νεο- § 95) = ὁμοῦ: στον Όμηρο ὁμ-ήγυρις 'συνέλευση', ὁμ-ῆλιξ 'συνομήλικος', δηλαδή συνώνυμο του συν- στο συν-έριθος (§ 47)· έτσι στη μεθομηρική περίοδο ὁμό-φοιτος 'συνοδός' (Πίνδ.), -δουλος (κλασ.· ύστερα ὁμοιό-δουλος 'κατά παρόμοιο τρόπο δούλος' στον Ευμάθιο), -γέρων 'σύντροφος στα γηρατειά' (Λουκιανός) κ.τ.λ. Γενικά το ὁμο- εκτοπίστηκε από το συν-.
§ 117. Σημασιολογικές μεταβολές μπορούν να γίνουν και σε ένα ήδη σχηματισμένο σύνθετο χωρίς μεταβολή κάποιου μέλους του. Η διπλή σημασία του ἀνδρό-γυνος μνημονεύθηκε στις § 82 κεξ., του κακο-δαίμων στην § 91 . Το ἀ-μήτωρ, που κατά κανόνα σημαίνει 'χωρίς μητέρα', το χρησιμοποιεί ο Σοφοκλής (Ηλέκτρα 1154) στη φράση μήτηρ ἀμήτωρ με τη σημασία 'μια μητέρα, που δεν είναι μητέρα'. Οι ποιητές τροποποιούν κατ' αυτό τον τρόπο και τα μεταπλαστά σύνθετα με το -παις: ἄ-παις 'άκληρος' (και Αισχ.), αλλά Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες Αισχ. Ευμενίδες 1034[3] · εὔ-παις 'με καλά, όμορφα παιδιά' (και Ευρ.), αλλά εὔ-παις γόνος 'ο εξαίρετος γιος' Ευρ. Ιφιγένεια η εν Ταύροις 1234, Ηρακλής μαινόμενος 689· καλλί-παις 'με όμορφα παιδιά' (και Ευρ.), αλλά καλλίπαις θεά 'η θεά, το όμορφο παιδί' Ευρ. Ορέστης 964 (δύσπαις παῖς 'δύστυχο παιδί' σχόλια στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή στ. 1243). Πρβ. Ἶρος Ἄιρος κ.τ.ό. § 62 . Φυσικά σε κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι η νέα σημασία δεν στηρίζεται σε μια ανεξάρτητη νέα δημιουργία του σύνθετου· αλλά ο αριθμός και η κατανομή των μαρτυριών για τη μία ή την άλλη σημασία συνηγορεί υπέρ μιας σημασιολογικής μεταβολής υπαρκτών μεμονωμένων συνθέτων.
Σχετικά με προσμείξεις στην απόληξη του α΄ συνθετικού, που αντιστοιχούν πάντως εν μέρει σε μια ανάμειξη της συντακτικής σχέσης.
-----------------------
[1] ψευδό-μαρτυς· ίσως πρόκειται για παραδρομή. Το λεξικό Lidell - Scott δίνει μόνο τύπο ψευδομάρτυς.
[2] Γι' αυτό το ἀρχ-ιερεύς αντικατέστησε το ἀρχ-ιέρεως, επειδή το ένιωθαν ως ονοματικό σύνθετο από το ἱερεύς.
[3] Δηλαδή παιδιά της Νύχτας, που οι ίδιες δεν είναι παιδιά. Όμως η μορφή του χωρίου δεν είναι σίγουρη.
Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023
Η Μυστική Θεωρία του Εσωτερικού Βασιλείου
Η Μυστική Θεωρία του Εσωτερικού Βασιλείου υποστηρίζει ότι η αληθινή ουσία της Βασιλείας του Θεού βρίσκεται στην καρδιά και την ψυχή κάθε ατόμου και ότι μέσω της αυτοανακάλυψης, της πνευματικής ανάπτυξης και των υπερβατικών εμπειριών αποκτά κανείς πρόσβαση σε αυτό το θεϊκό βασίλειο.
1. Ο Πυρήνας του Εαυτού: Θεϊκή Σπίθα
Στον πυρήνα κάθε ατόμου βρίσκεται μια Θεϊκή Σπίθα, ένα κομμάτι της θεϊκής συνείδησης και της ουσίας της Βασιλείας του Θεού. Αυτή η Θεϊκή Σπίθα είναι ο αληθινός Εαυτός, πέρα από το εγώ και τους περιορισμούς του φυσικού κόσμου. Είναι μέσω της αναγνώρισης και της ανατροφής αυτής της Θεϊκής Σπίθας που μπορεί κανείς να αρχίσει να έχει πρόσβαση στο Εσωτερικό Βασίλειο.
2. Το μονοπάτι της αυτοανακάλυψης
Το ταξίδι στο Εσωτερικό Βασίλειο είναι ένα μονοπάτι αυτο-ανακάλυψης, πνευματικής ανάπτυξης και υπερβατικών εμπειριών. Μέσω ενδοσκόπησης, διαλογισμού και στοχαστικών πρακτικών, ένα άτομο μπορεί σταδιακά να ξεφλουδίσει τα στρώματα του εγώ και τους περισπασμούς του υλικού κόσμου, αποκαλύπτοντας τη Θεϊκή Σπίθα μέσα του.
3. Η Υπερβατική Εμπειρία
Καθώς κάποιος προχωρά στο μονοπάτι της αυτο-ανακάλυψης, μπορεί να συναντήσει στιγμές πνευματικής αφύπνισης ή υπερβατικές εμπειρίες. Αυτές οι εμπειρίες μπορεί να εκδηλωθούν ως μια βαθιά αίσθηση ενότητας με το σύμπαν, μια ακλόνητη εσωτερική γαλήνη ή ένα συντριπτικό συναίσθημα άνευ όρων αγάπης. Αυτές οι στιγμές χρησιμεύουν ως αναλαμπές του Εσωτερικού Βασιλείου, καθοδηγώντας και παρακινώντας τον αναζητητή να συνεχίσει το ταξίδι του.
4. Η Ολοκλήρωση του Εσωτερικού και Εξωτερικού Κόσμου
Ο απώτερος στόχος της Μυστικής Θεωρίας του Εσωτερικού Βασιλείου είναι η ενοποίηση του Εσωτερικού Βασιλείου, ή της θεϊκής συνείδησης μέσα, με την καθημερινή ζωή του ατόμου. Αυτή η ολοκλήρωση επιτρέπει στον αναζητητή να ζει με μεγαλύτερη σοφία, συμπόνια και αρμονία, καθώς ενεργούν από έναν τόπο θεϊκής έμπνευσης. Όσο περισσότερο μπορεί ένα άτομο να ενσωματώσει το Εσωτερικό Βασίλειο στη ζωή του, τόσο περισσότερο συμβάλλει στην εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο.
5. Το Συλλογικό Εσωτερικό Βασίλειο
Η Μυστική Θεωρία του Εσωτερικού Βασιλείου αναγνωρίζει ότι το ταξίδι κάθε ατόμου συνδέεται στενά με τη συλλογική πνευματική αφύπνιση της ανθρωπότητας. Καθώς περισσότερα άτομα ανακαλύπτουν και ενσωματώνουν το Εσωτερικό τους Βασίλειο, η συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας ανεβαίνει, φέρνοντας μια νέα εποχή πνευματικής κατανόησης και θεϊκής αρμονίας στον κόσμο.
Συμπερασματικά, η Μυστική Θεωρία του Εσωτερικού Βασιλείου προτείνει ότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι ένας εξωτερικός τόπος ή κατάσταση ύπαρξης, αλλά μάλλον μια εσωτερική διάσταση της θεϊκής συνείδησης που βρίσκεται μέσα σε κάθε άτομο. Ξεκινώντας το ταξίδι της αυτο-ανακάλυψης, της πνευματικής ανάπτυξης και των υπερβατικών εμπειριών, μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στο Εσωτερικό Βασίλειο και να συμβάλει στην εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού στη Γη.
1. Ο Πυρήνας του Εαυτού: Θεϊκή Σπίθα
Στον πυρήνα κάθε ατόμου βρίσκεται μια Θεϊκή Σπίθα, ένα κομμάτι της θεϊκής συνείδησης και της ουσίας της Βασιλείας του Θεού. Αυτή η Θεϊκή Σπίθα είναι ο αληθινός Εαυτός, πέρα από το εγώ και τους περιορισμούς του φυσικού κόσμου. Είναι μέσω της αναγνώρισης και της ανατροφής αυτής της Θεϊκής Σπίθας που μπορεί κανείς να αρχίσει να έχει πρόσβαση στο Εσωτερικό Βασίλειο.
2. Το μονοπάτι της αυτοανακάλυψης
Το ταξίδι στο Εσωτερικό Βασίλειο είναι ένα μονοπάτι αυτο-ανακάλυψης, πνευματικής ανάπτυξης και υπερβατικών εμπειριών. Μέσω ενδοσκόπησης, διαλογισμού και στοχαστικών πρακτικών, ένα άτομο μπορεί σταδιακά να ξεφλουδίσει τα στρώματα του εγώ και τους περισπασμούς του υλικού κόσμου, αποκαλύπτοντας τη Θεϊκή Σπίθα μέσα του.
3. Η Υπερβατική Εμπειρία
Καθώς κάποιος προχωρά στο μονοπάτι της αυτο-ανακάλυψης, μπορεί να συναντήσει στιγμές πνευματικής αφύπνισης ή υπερβατικές εμπειρίες. Αυτές οι εμπειρίες μπορεί να εκδηλωθούν ως μια βαθιά αίσθηση ενότητας με το σύμπαν, μια ακλόνητη εσωτερική γαλήνη ή ένα συντριπτικό συναίσθημα άνευ όρων αγάπης. Αυτές οι στιγμές χρησιμεύουν ως αναλαμπές του Εσωτερικού Βασιλείου, καθοδηγώντας και παρακινώντας τον αναζητητή να συνεχίσει το ταξίδι του.
4. Η Ολοκλήρωση του Εσωτερικού και Εξωτερικού Κόσμου
Ο απώτερος στόχος της Μυστικής Θεωρίας του Εσωτερικού Βασιλείου είναι η ενοποίηση του Εσωτερικού Βασιλείου, ή της θεϊκής συνείδησης μέσα, με την καθημερινή ζωή του ατόμου. Αυτή η ολοκλήρωση επιτρέπει στον αναζητητή να ζει με μεγαλύτερη σοφία, συμπόνια και αρμονία, καθώς ενεργούν από έναν τόπο θεϊκής έμπνευσης. Όσο περισσότερο μπορεί ένα άτομο να ενσωματώσει το Εσωτερικό Βασίλειο στη ζωή του, τόσο περισσότερο συμβάλλει στην εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο.
5. Το Συλλογικό Εσωτερικό Βασίλειο
Η Μυστική Θεωρία του Εσωτερικού Βασιλείου αναγνωρίζει ότι το ταξίδι κάθε ατόμου συνδέεται στενά με τη συλλογική πνευματική αφύπνιση της ανθρωπότητας. Καθώς περισσότερα άτομα ανακαλύπτουν και ενσωματώνουν το Εσωτερικό τους Βασίλειο, η συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας ανεβαίνει, φέρνοντας μια νέα εποχή πνευματικής κατανόησης και θεϊκής αρμονίας στον κόσμο.
Συμπερασματικά, η Μυστική Θεωρία του Εσωτερικού Βασιλείου προτείνει ότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι ένας εξωτερικός τόπος ή κατάσταση ύπαρξης, αλλά μάλλον μια εσωτερική διάσταση της θεϊκής συνείδησης που βρίσκεται μέσα σε κάθε άτομο. Ξεκινώντας το ταξίδι της αυτο-ανακάλυψης, της πνευματικής ανάπτυξης και των υπερβατικών εμπειριών, μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στο Εσωτερικό Βασίλειο και να συμβάλει στην εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού στη Γη.
Επιλογή είναι η ζωή
Αν η ζωή είχε ονομασία πως θα την ονόμαζες;
Είναι από τις ερωτήσεις που δεν τις ακούς συχνά και η απάντηση θέλει σκέψη. Στην ερώτηση αυτή μπορεί να λάβουμε αμέτρητες απαντήσεις όπως ευχάριστη, δυσάρεστη, βάναυση, μαύρη ή άσπρη, ποδήλατο ή οτιδήποτε άλλο.
Κάποιες απαντήσεις θα είναι όμορφες και ευχάριστες νιώθοντας ότι υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να απολαύσουν τη ζωή τους. Υπάρχουν όμως και αυτές οι απαντήσεις που θα σε βάλουν σε σκέψη... Έχω μια δυσάρεστη, δύσκολη και σκληρή ακόμα και ταλαιπωρημένη ζωή.
Γιατί ένας άνθρωπος μπορεί να βιώνει την ζωή του με αυτό τον τρόπο;
Η ζωή θεωρείται ένα πολύτιμο δώρο. Είναι σαν μια καθημερινή έκπληξη και είμαστε αβέβαιοι για το τι θα συμβεί. Κάνεις συνέχεια σχέδια και όνειρα προσπαθώντας και περιμένοντας να πραγματοποιηθούν.
Το πως θα επιλέξεις να ζήσεις είναι ατομική επιλογή. Επιλογή είναι να ζεις φυλακισμένος ή ελεύθερος.
Φυλακισμένος από τις σκέψεις, ελεύθερος από τα συναισθήματα. Τα συναισθήματα και οι δυσάρεστες εμπειρίες προκαλούν φοβίες και ανασφάλειες. Εμπόδια για να εξελιχθείς πνευματικά. Το να βλέπουμε την ζωή με κουτάκια ή συγκεκριμένα μοτίβα δεν δίνει περιθώριο για εξέλιξη.
Πολλές φορές ακούμε τις εκφράσεις,”δεν μπορώ να το διαχειριστώ, με εξουσιάζουν τα συναισθήματα μου, δεν έχω έλεγχο, νιώθω ανήμπορος, κουράστηκα άλλο.
Είναι λογικό να νιώθεις απογοήτευση, ματαίωση και θλίψη αυτά υπάρχουν στην ζωή διαρκώς και καθημερινά δοκιμαζόμαστε από πολλές καταστάσεις. Το μόνο όπλο που έχουμε είναι η προσπάθεια και η επιμονή.
Η Ζωή καθορίζεται από εμάς, όχι από την μοίρα, ίσως και από την τύχη. Άλλα βασικό μέρος εξαρτάται από εμάς. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις με προβλήματα υγείας όπου εκεί δυστυχώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι μόνο να παλεύεις καθημερινά για την επιβίωση.
Στο μυαλό όμως δεν πρέπει να υπάρχουν τα πιο ακραία παραδείγματα. Υπάρχουν και εκείνοι οι άνθρωποι δίχως προβλήματα υγείας όπου βυθίζονται στις σκέψεις τους. Βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα, μοναξιάς, ανασφάλειας, απογοητεύσεις, απόρριψης, ανήμποροι να τα διαχειριστούν. Είναι αυτό που λένε “Βυθίζομαι σε μια κουταλιά νερό”.
Η ζωή είναι δύσκολη. Η ζωή θα έχει προβλήματα και αναποδιές και αυτό μπορεί να συμβαίνει συνέχεια. Προκαλώντας μια ψυχική κούραση. Είναι αναμενόμενο να κουραστείς και να βυθιστείς αλλά μέχρι ένα σημείο. Σε όλα υπάρχουν όρια όταν νιώθεις ότι ξεφεύγεις πρέπει να επανέλθεις, όταν νιώσεις ότι πέφτεις πρέπει να ξανά σηκωθείς. Ξέρω τα λέω σαν ακούγονται απλά αλλά δεν είναι. Είναι δύσκολο όταν είσαι απογοητευμένος να βρεις την ελπίδα μέσα σου, είμαστε ανθρώποι με πολλά συναισθήματα και σκέψεις και αυτό μας καθιστά ευάλωτους.
Ένα καλό βήμα είναι να αποδεχτείς την κατάσταση και να προσπαθήσεις για κάτι καλύτερο. Η ζωή και ο χρόνος περνούν, οι άνθρωποι φεύγουν το ίδιο και εμείς. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Το να σπαταλάς τον χρόνο σου σε δυσάρεστα συναισθήματα δεν έχει ουσία, ουσία έχει να ζεις όμορφα.
Όσο και δύσκολο να είναι, σημαντικό είναι να ζείς όμορφα κάθε στιγμή. Θα υπάρξουν στιγμές που θα χάσεις τον εαυτό σου άλλα θα τον ξανά βρεις. Θα υπάρξουν στιγμές μεγάλης θλίψης και πένθους άλλα θα ξανά γίνεις κάλα, αρκεί να πιστέψεις ότι μπορείς.
Πόσο συναισθηματικό φορτίο μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
Είναι δύσκολο συνέχεια μα συνέχεια να προσπαθείς χωρίς κάποια επιβράβευση. Να χτίζεται κάτι και να γκρεμίζεται κάτι άλλο.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει προετοιμαστεί για αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει στην ζωή.
Στην ζωή είναι όλα επιλογές, επιλογές που κάνουμε εμείς οι ίδιοι και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες αυτών των επιλόγων. Είναι επιλογή για το πως θέλεις να ζήσεις την ζωή σου δυσάρεστα ή ευχάριστα. Όλα είναι επιλογές.
Και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε πάντα...
Ο άνθρωπος έχει την τάση να βιώνει περισσότερο δυσάρεστα συναισθήματα ακόμα και απαισιόδοξες σκέψεις μεγάλο μέρος τις ημέρας.
Σκεφτείτε πόσο διαφορετικά θα ήταν αν όλοι σκέφτονταν τη ζωή με αισιόδοξο τρόπο!
Αν σκέψη είναι θετικότερη τα προβλήματα θα μπορούσαν να είναι ευκολότερα / διαχειρίσιμα καθώς όταν προϋπάρχει μια δυσάρεστη σκέψη αυτό δεν αφήνει τη σκέψη να ελευθερωθεί άλλα την εγκλωβίζει κάτι που θα δημιουργήσει σύγχυση και άγχος .
Για να πετύχεις την γαλήνη στη ζωή σου πρέπει πρώτα να αγαπήσεις και να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Να χτίσεις μια υγιή σχέση με το Εγώ σου και τα συναισθήματα σου, να θέσεις όρια και ισορροπία. Να προσελκύεις και να διαλέγεις ευχάριστους και αισιόδοξους ανθρώπους στην ζωή σου. Η μιζέρια και η ματαιοδοξία δεν έχουν χώρο στην αγάπη.
Η ζωή μπορεί να έχει πολλές ονομασίες καθώς ο κάθε ένας από εμάς βλέπει διαφορετικά τον κόσμο. Δεν έχει σημασία πως θα την ονομάσεις άλλα πως θα την ζήσεις και πως θα επιλέξεις να ζήσεις.
Όσο εστιάζεις στα αρνητικά τόσο η ζωή θα συνεχίζει να φαίνεται ένα τεράστιο βουνό, όταν εστιάζεις στα ευχάριστα τότε ζεις πιο όμορφα καθώς ο στόχος τις ζωής είναι να είσαι στο τέλος τις ημέρας ευχαριστημένος.
Είναι από τις ερωτήσεις που δεν τις ακούς συχνά και η απάντηση θέλει σκέψη. Στην ερώτηση αυτή μπορεί να λάβουμε αμέτρητες απαντήσεις όπως ευχάριστη, δυσάρεστη, βάναυση, μαύρη ή άσπρη, ποδήλατο ή οτιδήποτε άλλο.
Κάποιες απαντήσεις θα είναι όμορφες και ευχάριστες νιώθοντας ότι υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να απολαύσουν τη ζωή τους. Υπάρχουν όμως και αυτές οι απαντήσεις που θα σε βάλουν σε σκέψη... Έχω μια δυσάρεστη, δύσκολη και σκληρή ακόμα και ταλαιπωρημένη ζωή.
Γιατί ένας άνθρωπος μπορεί να βιώνει την ζωή του με αυτό τον τρόπο;
Η ζωή θεωρείται ένα πολύτιμο δώρο. Είναι σαν μια καθημερινή έκπληξη και είμαστε αβέβαιοι για το τι θα συμβεί. Κάνεις συνέχεια σχέδια και όνειρα προσπαθώντας και περιμένοντας να πραγματοποιηθούν.
Το πως θα επιλέξεις να ζήσεις είναι ατομική επιλογή. Επιλογή είναι να ζεις φυλακισμένος ή ελεύθερος.
Φυλακισμένος από τις σκέψεις, ελεύθερος από τα συναισθήματα. Τα συναισθήματα και οι δυσάρεστες εμπειρίες προκαλούν φοβίες και ανασφάλειες. Εμπόδια για να εξελιχθείς πνευματικά. Το να βλέπουμε την ζωή με κουτάκια ή συγκεκριμένα μοτίβα δεν δίνει περιθώριο για εξέλιξη.
Πολλές φορές ακούμε τις εκφράσεις,”δεν μπορώ να το διαχειριστώ, με εξουσιάζουν τα συναισθήματα μου, δεν έχω έλεγχο, νιώθω ανήμπορος, κουράστηκα άλλο.
Είναι λογικό να νιώθεις απογοήτευση, ματαίωση και θλίψη αυτά υπάρχουν στην ζωή διαρκώς και καθημερινά δοκιμαζόμαστε από πολλές καταστάσεις. Το μόνο όπλο που έχουμε είναι η προσπάθεια και η επιμονή.
Η Ζωή καθορίζεται από εμάς, όχι από την μοίρα, ίσως και από την τύχη. Άλλα βασικό μέρος εξαρτάται από εμάς. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις με προβλήματα υγείας όπου εκεί δυστυχώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι μόνο να παλεύεις καθημερινά για την επιβίωση.
Στο μυαλό όμως δεν πρέπει να υπάρχουν τα πιο ακραία παραδείγματα. Υπάρχουν και εκείνοι οι άνθρωποι δίχως προβλήματα υγείας όπου βυθίζονται στις σκέψεις τους. Βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα, μοναξιάς, ανασφάλειας, απογοητεύσεις, απόρριψης, ανήμποροι να τα διαχειριστούν. Είναι αυτό που λένε “Βυθίζομαι σε μια κουταλιά νερό”.
Η ζωή είναι δύσκολη. Η ζωή θα έχει προβλήματα και αναποδιές και αυτό μπορεί να συμβαίνει συνέχεια. Προκαλώντας μια ψυχική κούραση. Είναι αναμενόμενο να κουραστείς και να βυθιστείς αλλά μέχρι ένα σημείο. Σε όλα υπάρχουν όρια όταν νιώθεις ότι ξεφεύγεις πρέπει να επανέλθεις, όταν νιώσεις ότι πέφτεις πρέπει να ξανά σηκωθείς. Ξέρω τα λέω σαν ακούγονται απλά αλλά δεν είναι. Είναι δύσκολο όταν είσαι απογοητευμένος να βρεις την ελπίδα μέσα σου, είμαστε ανθρώποι με πολλά συναισθήματα και σκέψεις και αυτό μας καθιστά ευάλωτους.
Ένα καλό βήμα είναι να αποδεχτείς την κατάσταση και να προσπαθήσεις για κάτι καλύτερο. Η ζωή και ο χρόνος περνούν, οι άνθρωποι φεύγουν το ίδιο και εμείς. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Το να σπαταλάς τον χρόνο σου σε δυσάρεστα συναισθήματα δεν έχει ουσία, ουσία έχει να ζεις όμορφα.
Όσο και δύσκολο να είναι, σημαντικό είναι να ζείς όμορφα κάθε στιγμή. Θα υπάρξουν στιγμές που θα χάσεις τον εαυτό σου άλλα θα τον ξανά βρεις. Θα υπάρξουν στιγμές μεγάλης θλίψης και πένθους άλλα θα ξανά γίνεις κάλα, αρκεί να πιστέψεις ότι μπορείς.
Πόσο συναισθηματικό φορτίο μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
Είναι δύσκολο συνέχεια μα συνέχεια να προσπαθείς χωρίς κάποια επιβράβευση. Να χτίζεται κάτι και να γκρεμίζεται κάτι άλλο.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει προετοιμαστεί για αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει στην ζωή.
Στην ζωή είναι όλα επιλογές, επιλογές που κάνουμε εμείς οι ίδιοι και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες αυτών των επιλόγων. Είναι επιλογή για το πως θέλεις να ζήσεις την ζωή σου δυσάρεστα ή ευχάριστα. Όλα είναι επιλογές.
Και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε πάντα...
Ο άνθρωπος έχει την τάση να βιώνει περισσότερο δυσάρεστα συναισθήματα ακόμα και απαισιόδοξες σκέψεις μεγάλο μέρος τις ημέρας.
Σκεφτείτε πόσο διαφορετικά θα ήταν αν όλοι σκέφτονταν τη ζωή με αισιόδοξο τρόπο!
Αν σκέψη είναι θετικότερη τα προβλήματα θα μπορούσαν να είναι ευκολότερα / διαχειρίσιμα καθώς όταν προϋπάρχει μια δυσάρεστη σκέψη αυτό δεν αφήνει τη σκέψη να ελευθερωθεί άλλα την εγκλωβίζει κάτι που θα δημιουργήσει σύγχυση και άγχος .
Για να πετύχεις την γαλήνη στη ζωή σου πρέπει πρώτα να αγαπήσεις και να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Να χτίσεις μια υγιή σχέση με το Εγώ σου και τα συναισθήματα σου, να θέσεις όρια και ισορροπία. Να προσελκύεις και να διαλέγεις ευχάριστους και αισιόδοξους ανθρώπους στην ζωή σου. Η μιζέρια και η ματαιοδοξία δεν έχουν χώρο στην αγάπη.
Η ζωή μπορεί να έχει πολλές ονομασίες καθώς ο κάθε ένας από εμάς βλέπει διαφορετικά τον κόσμο. Δεν έχει σημασία πως θα την ονομάσεις άλλα πως θα την ζήσεις και πως θα επιλέξεις να ζήσεις.
Όσο εστιάζεις στα αρνητικά τόσο η ζωή θα συνεχίζει να φαίνεται ένα τεράστιο βουνό, όταν εστιάζεις στα ευχάριστα τότε ζεις πιο όμορφα καθώς ο στόχος τις ζωής είναι να είσαι στο τέλος τις ημέρας ευχαριστημένος.
Εσύ, τι είναι αυτό που ψάχνεις;
Οι ζωές όλων μας διαμορφώνονται από την ποιότητα των σχέσεών μας. Κάθε αλληλεπίδραση με τους γύρω μας, από τους οικείους μας μέχρι τους αγνώστους, είναι μια ευκαιρία για στοχασμό. Αν γνωρίσουμε τις σχέσεις μας σε βάθος, θα μπορέσουμε να βιώσουμε πλήρως την ομορφιά και τον πλούτο τους.
Η σχέση με τον εαυτό μας
1. Τι ψάχνετε;
Θεωρώ πολύ σημαντικό να ανακαλύψουμε πρώτα τι είναι αυτό που ψάχνουμε. Δεν πρόκειται για ένα ερώτημα θεωρητικό, αλλά για ένα ερώτημα το οποίο αναπόφευκτα οφείλει να θέσει ο καθένας από μας στον εαυτό του· και όσο πιο ώριμοι, νοήμονες και αφυπνισμένοι είμαστε, τόσο μεγαλύτερη και πιο επείγουσα γίνεται η ανάγκη να ανακαλύψουμε τι είναι αυτό που ψάχνουμε. Δυστυχώς, οι περισσότεροι θέτουμε αυτό το ερώτημα επιφανειακά και, όταν παίρνουμε μια επιφανειακή απάντηση, αρκούμαστε σε αυτή.
Αν, όμως, σας ενδιαφέρει να εμβαθύνετε στην ουσία, θα δείτε ότι το μυαλό ψάχνει απλώς κάποιο είδος ικανοποίησης, κάποιο είδος ευχάριστης εφεύρεσης που θα του δώσει χαρά· και από τη στιγμή που θα βρει ή θα δημιουργήσει μόνο του ένα καταφύγιο από απόψεις και συμπεράσματα, εκεί θα μείνει, οπότε η αναζήτησή μας φτάνει στο τέλος της. Αν, πάλι, δεν ικανοποιηθούμε, περνάμε από τη μια φιλοσοφία στην άλλη, από το ένα δόγμα στο άλλο, από τη μια εκκλησία, από τη μια σέκτα, από το ένα βιβλίο στο άλλο, σε μια απόπειρα να βρούμε μόνιμη ασφάλεια, εσωτερική όπως και εξωτερική, μόνιμη σιγουριά, μόνιμη γαλήνη.
2. Κατανοήστε το μυαλό, τον εαυτό, που ψάχνει
Πριν ακόμα αρχίσουμε να ψάχνουμε, λοιπόν, δεν είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη διαδικασία του ίδιου του μυαλού; Αφού αυτό που ψάχνουμε τώρα είναι αρκετά σαφές, Για να καταλάβετε τον εαυτό σας απαιτούνται τεράστια αποθέματα υπομονής, αφού ο εαυτός είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία, και αν δεν κατανοήσει κανείς τον εαυτό του, οτιδήποτε κι αν αναζητά ελάχιστη έχει σημασία.
Όταν δεν κατανοούμε τις δικές μας ορμές και τους δικούς μας εξαναγκασμούς, συνειδητούς και ασυνείδητους, αυτοί προκαλούν συγκεκριμένες δραστηριότητες, οι οποίες καταλήγουν σε σύγκρουση μέσα μας· και αυτό που ουσιαστικά ψάχνουμε είναι να αποφύγουμε ή να αποδράσουμε από αυτή ακριβώς τη σύγκρουση, έτσι δεν είναι; Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν κατανοούμε τη διαδικασία του εαυτού μας, της ίδιας μας της σκέψης, η αναζήτησή μας είναι εξαιρετικά επιφανειακή, περιορισμένη και ασήμαντη.
3. Η αυτογνωσία είναι το κλειδί για την ελευθερία
Αν θέλουμε, λοιπόν, πραγματικά να φτιάξουμε έναν κόσμο διαφορετικό,μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στα ανθρώπιναόντα, μια διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή, είναι εξαιρετικά σημαντικό να κατανοήσουμε πρώτα τον εαυτό μας, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν σημαίνει εστίαση στο εγώ, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην υπέρτατη δυστυχία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, χωρίς την αυτογνωσία, χωρίς τη βαθιά γνώση του εαυτού μας, κάθε έρευνα, κάθε σκέψη, κάθε συμπέρασμα, κάθε άποψη και κάθε αξία έχουν ελάχιστη σημασία.
Οι περισσότεροι από μας έχουμε μπει σε ένα καλούπι –στο καλούπι του χριστιανού, του μουσουλμάνου, όποιο τέλος πάντων κι αν είναι αυτό– και μέσα σε αυτό τον στενό χώρο ζούμε τη ζωή μας. Το μυαλό μας έχει διαμορφωθεί από τα πρότυπατης κοινωνίας, από την εκπαίδευση, από την κουλτούρα που μας περιβάλλει και, δίχως την κατανόηση της συνολικής διαδικασίας αυτής της διαμόρφωσης, η έρευνά μας, η γνώση μας, η αναζήτησή μας μόνο σε περισσότερο κακό μπορούν να οδηγήσουν, σε μεγαλύτερη δυστυχία, και αυτό είναι που τελικά συμβαίνει.
Η αυτογνωσία δεν έχει κάποια συγκεκριμένη φόρμουλα. Μπορείτε να πάτε σε έναν ψυχολόγο ή σε έναν ψυχαναλυτή για να γνωρίσετε τον εαυτό σας, ωστόσο αυτό δεν είναι αυτογνωσία. Η αυτογνωσία επέρχεται όταν έχουμε επίγνωση του εαυτού μας μέσα στη σχέση, κάτι που μας δείχνει τι είμαστε σε κάθε δεδομένη στιγμή.
4. Σχέση και απομόνωση
Έχω ήδη αναφέρει ότι μόνο μέσα στη σχέση μπορεί κανείς να ανακαλύψει τον εαυτό του. Αυτό ισχύει, έτσι δεν είναι; Δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτό που πραγματικά είναι, έξω από τη σχέση. Ο θυμός, η ζήλια, ο φθόνος, η λαγνεία – όλες οι παρόμοιες αντιδράσεις υπάρχουν μόνο στη σχέση κάποιου με τους ανθρώπους, με τα αντικείμενα και με τις ιδέες. Αν δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση, αν υπάρχει η απόλυτη απομόνωση, δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του. Ο νους απομονώνεται, πιστεύοντας ότι είναι κάποιος, γεγονός που αποτελεί παραφροσύνη, ανισορροπία, και σε αυτή την κατάσταση αδυνατεί να γνωρίσει τον εαυτό του.
Έχει απλώς ιδέες για τον εαυτό του, σαν τον ιδεαλιστή, ο οποίος απομονώνεται από την πραγματικότητα αυτού που είναι, κυνηγώντας αυτό που θα έπρεπε να είναι. Και αυτό είναι που κάνουμε οι περισσότεροι. Επειδή η σχέση είναι επώδυνη, επιθυμούμε να απομονωθούμε από τον πόνο, και σε αυτή τη διαδικασία απομόνωσης δημιουργούμε το ιδανικό που θα έπρεπε να είμαστε, κάτι που είναι φανταστικό, ένα αποκύημα του νου. Επομένως, μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας έτσι όπως πραγματικά είμαστε, συνειδητά όπως και ασυνείδητα, μόνο μέσα στη σχέση, και αυτό είναι, θαρρώ, προφανές.
Ελπίζω να σας ενδιαφέρουν όλα αυτά, επειδή αποτελούν κομμάτι της καθημερινής σας δραστηριότητας· είναι η ίδια μας η ζωή και, αν δεν το κατανοήσουμε αυτό, το να παρευρισκόμαστε σε μια σειρά συναντήσεων ή να αποκτάμε ξερή γνώση από τα βιβλία ελάχιστη σημασία έχει.
5. Υπάρχει εαυτός χωρίς σχέση;
Το δεύτερο μέρος του ερωτήματος είναι το εξής: «Είναι ο εαυτός μια αυτόνομη οντότητα ή μήπως, δίχως τη σχέση, δεν υπάρχει καθόλου εαυτός;». Με άλλα λόγια, υπάρχω μόνο μέσα στη σχέση ή υπάρχω ως μια απομονωμένη οντότητα πέρα και έξω από τη σχέση; Πιστεύω ότι το δεύτερο είναι αυτό που θα προτιμούσαν οι περισσότεροι από μας, αφού η σχέση είναι επώδυνη. Σε αυτή καθαυτή την πλήρωση της σχέσης υπάρχει φόβος, άγχος· και επειδή το γνωρίζουμε αυτό, το μυαλό επιδιώκει να απομονωθεί από τους θεούς του, από τον ανώτερο εαυτό και ούτω καθεξής.
Η ίδια η φύση του εαυτού, του «εγώ», είναι μια διαδικασία απομόνωσης, έτσι δεν είναι; Ο εαυτός και οι έγνοιες του εαυτού –η οικογένειά μου, η περιουσία μου, η αγάπη μου, η επιθυμία μου– είναι από μόνα τους μια διαδικασία απομόνωσης, και αυτή η διαδικασία είναι μια πραγματικότητα, υπό την έννοια ότι όντως συμβαίνει. Μπορεί, άραγε, ένα τόσο κλεισμένο στον εαυτό του μυαλό να βρει κάτι που υπάρχει πέρα από αυτό; Προφανώς όχι. Μπορεί να επεκτείνει τα τείχη του, τα σύνορά του· μπορεί να επεκτείνει τον χώρο του, αλλά εξακολουθεί να είναι η συνείδηση του «εγώ».
Η σχέση με τον εαυτό μας
1. Τι ψάχνετε;
Θεωρώ πολύ σημαντικό να ανακαλύψουμε πρώτα τι είναι αυτό που ψάχνουμε. Δεν πρόκειται για ένα ερώτημα θεωρητικό, αλλά για ένα ερώτημα το οποίο αναπόφευκτα οφείλει να θέσει ο καθένας από μας στον εαυτό του· και όσο πιο ώριμοι, νοήμονες και αφυπνισμένοι είμαστε, τόσο μεγαλύτερη και πιο επείγουσα γίνεται η ανάγκη να ανακαλύψουμε τι είναι αυτό που ψάχνουμε. Δυστυχώς, οι περισσότεροι θέτουμε αυτό το ερώτημα επιφανειακά και, όταν παίρνουμε μια επιφανειακή απάντηση, αρκούμαστε σε αυτή.
Αν, όμως, σας ενδιαφέρει να εμβαθύνετε στην ουσία, θα δείτε ότι το μυαλό ψάχνει απλώς κάποιο είδος ικανοποίησης, κάποιο είδος ευχάριστης εφεύρεσης που θα του δώσει χαρά· και από τη στιγμή που θα βρει ή θα δημιουργήσει μόνο του ένα καταφύγιο από απόψεις και συμπεράσματα, εκεί θα μείνει, οπότε η αναζήτησή μας φτάνει στο τέλος της. Αν, πάλι, δεν ικανοποιηθούμε, περνάμε από τη μια φιλοσοφία στην άλλη, από το ένα δόγμα στο άλλο, από τη μια εκκλησία, από τη μια σέκτα, από το ένα βιβλίο στο άλλο, σε μια απόπειρα να βρούμε μόνιμη ασφάλεια, εσωτερική όπως και εξωτερική, μόνιμη σιγουριά, μόνιμη γαλήνη.
2. Κατανοήστε το μυαλό, τον εαυτό, που ψάχνει
Πριν ακόμα αρχίσουμε να ψάχνουμε, λοιπόν, δεν είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη διαδικασία του ίδιου του μυαλού; Αφού αυτό που ψάχνουμε τώρα είναι αρκετά σαφές, Για να καταλάβετε τον εαυτό σας απαιτούνται τεράστια αποθέματα υπομονής, αφού ο εαυτός είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία, και αν δεν κατανοήσει κανείς τον εαυτό του, οτιδήποτε κι αν αναζητά ελάχιστη έχει σημασία.
Όταν δεν κατανοούμε τις δικές μας ορμές και τους δικούς μας εξαναγκασμούς, συνειδητούς και ασυνείδητους, αυτοί προκαλούν συγκεκριμένες δραστηριότητες, οι οποίες καταλήγουν σε σύγκρουση μέσα μας· και αυτό που ουσιαστικά ψάχνουμε είναι να αποφύγουμε ή να αποδράσουμε από αυτή ακριβώς τη σύγκρουση, έτσι δεν είναι; Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν κατανοούμε τη διαδικασία του εαυτού μας, της ίδιας μας της σκέψης, η αναζήτησή μας είναι εξαιρετικά επιφανειακή, περιορισμένη και ασήμαντη.
3. Η αυτογνωσία είναι το κλειδί για την ελευθερία
Αν θέλουμε, λοιπόν, πραγματικά να φτιάξουμε έναν κόσμο διαφορετικό,μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στα ανθρώπιναόντα, μια διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή, είναι εξαιρετικά σημαντικό να κατανοήσουμε πρώτα τον εαυτό μας, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν σημαίνει εστίαση στο εγώ, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί στην υπέρτατη δυστυχία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, χωρίς την αυτογνωσία, χωρίς τη βαθιά γνώση του εαυτού μας, κάθε έρευνα, κάθε σκέψη, κάθε συμπέρασμα, κάθε άποψη και κάθε αξία έχουν ελάχιστη σημασία.
Οι περισσότεροι από μας έχουμε μπει σε ένα καλούπι –στο καλούπι του χριστιανού, του μουσουλμάνου, όποιο τέλος πάντων κι αν είναι αυτό– και μέσα σε αυτό τον στενό χώρο ζούμε τη ζωή μας. Το μυαλό μας έχει διαμορφωθεί από τα πρότυπατης κοινωνίας, από την εκπαίδευση, από την κουλτούρα που μας περιβάλλει και, δίχως την κατανόηση της συνολικής διαδικασίας αυτής της διαμόρφωσης, η έρευνά μας, η γνώση μας, η αναζήτησή μας μόνο σε περισσότερο κακό μπορούν να οδηγήσουν, σε μεγαλύτερη δυστυχία, και αυτό είναι που τελικά συμβαίνει.
Η αυτογνωσία δεν έχει κάποια συγκεκριμένη φόρμουλα. Μπορείτε να πάτε σε έναν ψυχολόγο ή σε έναν ψυχαναλυτή για να γνωρίσετε τον εαυτό σας, ωστόσο αυτό δεν είναι αυτογνωσία. Η αυτογνωσία επέρχεται όταν έχουμε επίγνωση του εαυτού μας μέσα στη σχέση, κάτι που μας δείχνει τι είμαστε σε κάθε δεδομένη στιγμή.
4. Σχέση και απομόνωση
Έχω ήδη αναφέρει ότι μόνο μέσα στη σχέση μπορεί κανείς να ανακαλύψει τον εαυτό του. Αυτό ισχύει, έτσι δεν είναι; Δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτό που πραγματικά είναι, έξω από τη σχέση. Ο θυμός, η ζήλια, ο φθόνος, η λαγνεία – όλες οι παρόμοιες αντιδράσεις υπάρχουν μόνο στη σχέση κάποιου με τους ανθρώπους, με τα αντικείμενα και με τις ιδέες. Αν δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση, αν υπάρχει η απόλυτη απομόνωση, δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του. Ο νους απομονώνεται, πιστεύοντας ότι είναι κάποιος, γεγονός που αποτελεί παραφροσύνη, ανισορροπία, και σε αυτή την κατάσταση αδυνατεί να γνωρίσει τον εαυτό του.
Έχει απλώς ιδέες για τον εαυτό του, σαν τον ιδεαλιστή, ο οποίος απομονώνεται από την πραγματικότητα αυτού που είναι, κυνηγώντας αυτό που θα έπρεπε να είναι. Και αυτό είναι που κάνουμε οι περισσότεροι. Επειδή η σχέση είναι επώδυνη, επιθυμούμε να απομονωθούμε από τον πόνο, και σε αυτή τη διαδικασία απομόνωσης δημιουργούμε το ιδανικό που θα έπρεπε να είμαστε, κάτι που είναι φανταστικό, ένα αποκύημα του νου. Επομένως, μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας έτσι όπως πραγματικά είμαστε, συνειδητά όπως και ασυνείδητα, μόνο μέσα στη σχέση, και αυτό είναι, θαρρώ, προφανές.
Ελπίζω να σας ενδιαφέρουν όλα αυτά, επειδή αποτελούν κομμάτι της καθημερινής σας δραστηριότητας· είναι η ίδια μας η ζωή και, αν δεν το κατανοήσουμε αυτό, το να παρευρισκόμαστε σε μια σειρά συναντήσεων ή να αποκτάμε ξερή γνώση από τα βιβλία ελάχιστη σημασία έχει.
5. Υπάρχει εαυτός χωρίς σχέση;
Το δεύτερο μέρος του ερωτήματος είναι το εξής: «Είναι ο εαυτός μια αυτόνομη οντότητα ή μήπως, δίχως τη σχέση, δεν υπάρχει καθόλου εαυτός;». Με άλλα λόγια, υπάρχω μόνο μέσα στη σχέση ή υπάρχω ως μια απομονωμένη οντότητα πέρα και έξω από τη σχέση; Πιστεύω ότι το δεύτερο είναι αυτό που θα προτιμούσαν οι περισσότεροι από μας, αφού η σχέση είναι επώδυνη. Σε αυτή καθαυτή την πλήρωση της σχέσης υπάρχει φόβος, άγχος· και επειδή το γνωρίζουμε αυτό, το μυαλό επιδιώκει να απομονωθεί από τους θεούς του, από τον ανώτερο εαυτό και ούτω καθεξής.
Η ίδια η φύση του εαυτού, του «εγώ», είναι μια διαδικασία απομόνωσης, έτσι δεν είναι; Ο εαυτός και οι έγνοιες του εαυτού –η οικογένειά μου, η περιουσία μου, η αγάπη μου, η επιθυμία μου– είναι από μόνα τους μια διαδικασία απομόνωσης, και αυτή η διαδικασία είναι μια πραγματικότητα, υπό την έννοια ότι όντως συμβαίνει. Μπορεί, άραγε, ένα τόσο κλεισμένο στον εαυτό του μυαλό να βρει κάτι που υπάρχει πέρα από αυτό; Προφανώς όχι. Μπορεί να επεκτείνει τα τείχη του, τα σύνορά του· μπορεί να επεκτείνει τον χώρο του, αλλά εξακολουθεί να είναι η συνείδηση του «εγώ».
Να διατηρείς την αυθεντικότητά σου
Όχι πια άλλα γενόσημα! Μας φλόμωσαν! Φτάνει! Το αυθεντικό μπορεί να κοστίζει αλλά αξίζει! Θέλει, βέβαια, τσαγανό, να διατηρείς την αυθεντικότητά σου, κόντρα στη «δηθενιά» της εποχής. Η αλήθεια να λέγεται!
Να μπορείς να παραμένεις ο αυθεντικός εαυτός σου, σ’ εναν κόσμο γεμάτο απομιμήσεις, είναι τουλάχιστον επίτευγμα!
Χρειάζονται κότσια, για να εκθέτεις τον έσω εαυτό σου «γυμνό» στη βορά, χωρίς καμουφλάρισμα, τη σήμερον ημέρα!
Θέλει μαγκιά, να διατηρείς τα «πιστεύω», τις αξίες και τις αρχές σου αλώβητα και να πορεύεσαι σύμφωνα μ’ αυτά! Αδιαφορώντας τι κάνουν οι πολλοί.
Χρειάζεται τόλμη να δείχνεις το θυμό σου, τον ενθουσιασμό σου, τις ανασφάλειές σου, τους φόβους σου, τις σκέψεις, τα συναισθήματά σου, τις βλέψεις και τις επιθυμίες σου, χωρίς δεύτερες σκέψεις και καχυποψία.
Μα όλα αυτά σε κάνουν Αυθεντικό Άνθρωπο.
Δε χρειάζεται να καταπιέζεσαι να προσαρμοστείς στα «μέτρα» που δε χωράς, ούτε να προσποιείσαι «κάτι άλλο» απ’ αυτό που είσαι, για να τυγχάνεις αποδοχής…
Να είσαι ο εαυτός σου!
Διατήρησε τα «συστατικά» σου! (Δια)φύλαξε τα υλικά από τα οποία φτιάχτηκες… και στην τελική, σ’ όποιον αρέσεις!
Δικιά σου είναι η ζωή! Ζήσε την, όπως σου αρέσει!
Με τους σωστούς Ανθρώπους γύρω σου, δίπλα σου, μέσα σου!
Μ’ αυτούς που αποδεικνύουν κάθε μέρα ότι το Αξίζουν!
Μ’ αυτούς που σ’ αποδέχονται και σ’ αγαπούν γι’ αυτό που είσαι!
Μ’ αυτούς που επιλέγουν το αυθεντικό και δε συμβιβάζονται σε εκπτωτικές σχέσεις με γενόσημους ανθρώπους και κακές απομιμήσεις συναισθημάτων…
Ξέρεις, μεγαλώνοντας, επιβάλλεται το ξεκαθάρισμα!
Πρέπει να ξεχωρίσεις και να διαλέξεις, ποιούς θες στη ζωή σου και ποιούς όχι!
Όχι γιατί έχεις να κερδίσεις ή να χάσεις κάτι απ’ αυτούς…
Αλλά γιατί έτσι γουστάρεις!
Γιατί τους αγαπάς! Γιατί τους χρειάζεσαι!
Γιατί σου ταιριάζουν! Γιατί θα σου λείψουν αν… λείψουν!
Και γιατί εκτιμούν την Αυθεντικότητά σου.
Να μην αλλάζεις για κανέναν και για τίποτα. Να μη μεταλλάσσεσαι ανάλογα τις συνθήκες. Άνθρωπος είσαι. Όχι χαμαιλέων!
Γεννήθηκες «πρωτότυπο», μη ζήσεις ως «αντίγραφο», μην πεθάνεις ως κακή «απομίμηση».
Να παραμένεις Αυθεντικός και γνήσιος και να μη σε νοιάζει κι αν χάσεις αυτούς που κυνηγούν τα ξεπουλήματα για ν’ αγοράσουν πιο «φτηνά» ότι πουλιέται.
Να θυμάσαι πως, Δε πωλούνται τα πάντα! Και σίγουρα όσα πραγματικά Αξίζουν, δεν αγοράζονται!
Η μαγκιά είναι να παραμείνεις αυτός που ονειρευόσουν να γίνεις από παιδί.
Μπορεί να μεγάλωσες αλλά το παιδί αυτό το κουβαλάς πάντα μέσα σου.
Το νου σου!
Να το σέβεσαι, να το προσέχεις, να μην το απογοητεύεις και να το κάνεις περήφανο κάθε μέρα!
Να μπορείς να παραμένεις ο αυθεντικός εαυτός σου, σ’ εναν κόσμο γεμάτο απομιμήσεις, είναι τουλάχιστον επίτευγμα!
Χρειάζονται κότσια, για να εκθέτεις τον έσω εαυτό σου «γυμνό» στη βορά, χωρίς καμουφλάρισμα, τη σήμερον ημέρα!
Θέλει μαγκιά, να διατηρείς τα «πιστεύω», τις αξίες και τις αρχές σου αλώβητα και να πορεύεσαι σύμφωνα μ’ αυτά! Αδιαφορώντας τι κάνουν οι πολλοί.
Χρειάζεται τόλμη να δείχνεις το θυμό σου, τον ενθουσιασμό σου, τις ανασφάλειές σου, τους φόβους σου, τις σκέψεις, τα συναισθήματά σου, τις βλέψεις και τις επιθυμίες σου, χωρίς δεύτερες σκέψεις και καχυποψία.
Μα όλα αυτά σε κάνουν Αυθεντικό Άνθρωπο.
Δε χρειάζεται να καταπιέζεσαι να προσαρμοστείς στα «μέτρα» που δε χωράς, ούτε να προσποιείσαι «κάτι άλλο» απ’ αυτό που είσαι, για να τυγχάνεις αποδοχής…
Να είσαι ο εαυτός σου!
Διατήρησε τα «συστατικά» σου! (Δια)φύλαξε τα υλικά από τα οποία φτιάχτηκες… και στην τελική, σ’ όποιον αρέσεις!
Δικιά σου είναι η ζωή! Ζήσε την, όπως σου αρέσει!
Με τους σωστούς Ανθρώπους γύρω σου, δίπλα σου, μέσα σου!
Μ’ αυτούς που αποδεικνύουν κάθε μέρα ότι το Αξίζουν!
Μ’ αυτούς που σ’ αποδέχονται και σ’ αγαπούν γι’ αυτό που είσαι!
Μ’ αυτούς που επιλέγουν το αυθεντικό και δε συμβιβάζονται σε εκπτωτικές σχέσεις με γενόσημους ανθρώπους και κακές απομιμήσεις συναισθημάτων…
Ξέρεις, μεγαλώνοντας, επιβάλλεται το ξεκαθάρισμα!
Πρέπει να ξεχωρίσεις και να διαλέξεις, ποιούς θες στη ζωή σου και ποιούς όχι!
Όχι γιατί έχεις να κερδίσεις ή να χάσεις κάτι απ’ αυτούς…
Αλλά γιατί έτσι γουστάρεις!
Γιατί τους αγαπάς! Γιατί τους χρειάζεσαι!
Γιατί σου ταιριάζουν! Γιατί θα σου λείψουν αν… λείψουν!
Και γιατί εκτιμούν την Αυθεντικότητά σου.
Να μην αλλάζεις για κανέναν και για τίποτα. Να μη μεταλλάσσεσαι ανάλογα τις συνθήκες. Άνθρωπος είσαι. Όχι χαμαιλέων!
Γεννήθηκες «πρωτότυπο», μη ζήσεις ως «αντίγραφο», μην πεθάνεις ως κακή «απομίμηση».
Να παραμένεις Αυθεντικός και γνήσιος και να μη σε νοιάζει κι αν χάσεις αυτούς που κυνηγούν τα ξεπουλήματα για ν’ αγοράσουν πιο «φτηνά» ότι πουλιέται.
Να θυμάσαι πως, Δε πωλούνται τα πάντα! Και σίγουρα όσα πραγματικά Αξίζουν, δεν αγοράζονται!
Η μαγκιά είναι να παραμείνεις αυτός που ονειρευόσουν να γίνεις από παιδί.
Μπορεί να μεγάλωσες αλλά το παιδί αυτό το κουβαλάς πάντα μέσα σου.
Το νου σου!
Να το σέβεσαι, να το προσέχεις, να μην το απογοητεύεις και να το κάνεις περήφανο κάθε μέρα!
Θέλω, έχεις ακούσει πιο δυνατή λέξη;
Όλα ξεκινούν με ένα μαγικό συναίσθημα που σε σπρώχνει, μια αόρατη δύναμη, τη θέληση.
Όπως τότε, που πιτσιρικάς ακόμα, σκαρφάλωνες ατσούμπαλα στην κούνια κι έβαζες τα δυνατά σου να φτάσεις στο υψηλότερο σημείο του ορίζοντα, απλά για να πηδήξεις.
Θέλω, θα πει μπορώ.
Θέλω κάτι τόσο πολύ, που το πιστεύω, του δίνω πνοή, το δημιουργώ.
Είναι τέτοια και τόση η δύναμη που ασκεί πάνω μου αυτή η μικρή λεξούλα, που αποκτώ την αντοχη και την επιμονή να κάνω πράξη ακόμη και όσα ονειρεύομαι.
“Μα είναι τρελό” θα μου πεις, “τη φαντασία μου πράξη”; “Αδύνατον”!
Κι όμως, ο Πικάσο, ο μεγάλος αυτός ζωγράφος, έλεγε πως “ό, τι μπορείς να φανταστείς, είναι πραγματικό”, ειδάλλως δεν θα μπορούσες να το δεις μέσα στο μυαλό σου.
Θέλω, σημαίνει προσπαθώ ακατάπαυστα όσες τούμπες κι αν φάω στην πορεία.
Οι μελανιές μου δεν είναι μόνιμες και θέλω τόσο πολύ, που από τούμπα σε τούμπα, δεν χάνω σταγόνα απο τον ενθουσιασμό και την πίστη μου.
Είναι ανεξάντλητη δύναμη η θέληση, όσο και η δημιουργικότητα.
Για αυτό και υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας, που ζουν χωρίς τα πόδια, τα χέρια, τα μάτια τους!
Γιατί αγαπούν τη ζωή, γιατί η ψυχή τους θέλει κι έτσι το κορμί βρίσκει δύναμη να κρατηθεί όρθιο, ακόμα και γεμάτο πληγές.
Και φορούν τα σημάδια τους περήφανα, χωρίς να νιώθουν ηττημένοι, γιατί ποτέ τους δεν παραιτήθηκαν.
Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό, να θέλεις κάτι με όλο σου το είναι. Είτε επαγγελματικό στόχο, όνειρο, ή άνθρωπο πλάι σου.
Δεν είναι εύκολο να χάνεις, ούτε να αποτυγχάνεις.
Πονάει και κοστίζει, αλλά όχι τόσο ώστε να μην βρίσκεις τη δύναμη να ξαναπροσπαθήσεις.
Η ζωή που μας δόθηκε, είναι συνεχής αγώνας, μια ακόρεστη πείνα για να βρούμε αγάπη και να της δώσουμε νόημα.
Αρκεί να θέλουμε, πολύ.
Όπως τότε, που πιτσιρικάς ακόμα, σκαρφάλωνες ατσούμπαλα στην κούνια κι έβαζες τα δυνατά σου να φτάσεις στο υψηλότερο σημείο του ορίζοντα, απλά για να πηδήξεις.
Θέλω, θα πει μπορώ.
Θέλω κάτι τόσο πολύ, που το πιστεύω, του δίνω πνοή, το δημιουργώ.
Είναι τέτοια και τόση η δύναμη που ασκεί πάνω μου αυτή η μικρή λεξούλα, που αποκτώ την αντοχη και την επιμονή να κάνω πράξη ακόμη και όσα ονειρεύομαι.
“Μα είναι τρελό” θα μου πεις, “τη φαντασία μου πράξη”; “Αδύνατον”!
Κι όμως, ο Πικάσο, ο μεγάλος αυτός ζωγράφος, έλεγε πως “ό, τι μπορείς να φανταστείς, είναι πραγματικό”, ειδάλλως δεν θα μπορούσες να το δεις μέσα στο μυαλό σου.
Θέλω, σημαίνει προσπαθώ ακατάπαυστα όσες τούμπες κι αν φάω στην πορεία.
Οι μελανιές μου δεν είναι μόνιμες και θέλω τόσο πολύ, που από τούμπα σε τούμπα, δεν χάνω σταγόνα απο τον ενθουσιασμό και την πίστη μου.
Είναι ανεξάντλητη δύναμη η θέληση, όσο και η δημιουργικότητα.
Για αυτό και υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας, που ζουν χωρίς τα πόδια, τα χέρια, τα μάτια τους!
Γιατί αγαπούν τη ζωή, γιατί η ψυχή τους θέλει κι έτσι το κορμί βρίσκει δύναμη να κρατηθεί όρθιο, ακόμα και γεμάτο πληγές.
Και φορούν τα σημάδια τους περήφανα, χωρίς να νιώθουν ηττημένοι, γιατί ποτέ τους δεν παραιτήθηκαν.
Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό, να θέλεις κάτι με όλο σου το είναι. Είτε επαγγελματικό στόχο, όνειρο, ή άνθρωπο πλάι σου.
Δεν είναι εύκολο να χάνεις, ούτε να αποτυγχάνεις.
Πονάει και κοστίζει, αλλά όχι τόσο ώστε να μην βρίσκεις τη δύναμη να ξαναπροσπαθήσεις.
Η ζωή που μας δόθηκε, είναι συνεχής αγώνας, μια ακόρεστη πείνα για να βρούμε αγάπη και να της δώσουμε νόημα.
Αρκεί να θέλουμε, πολύ.
Μήπως επειδή, έγινε χάρη στην Τύχη βασιλιάς της Ρώμης;
Γιατί ο βασιλιάς Σέρβιος Τούλλιος έχτισε ναό της μικρής Τύχης, την οποία ονομάζουν “βρέβεμ”; Μήπως επειδή, αν και αρχικά ήταν άσημος, ασχολούνταν με ταπεινά έργα και ήταν γιος αιχμάλωτης, έγινε χάρη στην Τύχη βασιλιάς της Ρώμης; Ή μήπως η μεταβολή αυτή δηλώνει το μέγεθος και όχι τη μικρότητα της Τύχης, και ο Σέρβιος, περισσότερο απ’ όλους, θεοποίησε τη δύναμη της Τύχης και την έβαλε πάνω από κάθε πράξη;
Δεν έφτιαξε άλλωστε ναούς μόνο στην ευέλπιδα Τύχη, στην αποτρόπαιη, στη μειλίχια, στην πρωτογένεια και στην άρρενα, αλλά έχτισε και ιερό της προσωπικής Τύχης, και άλλα της προστάτιδας, (της ευέλπιδος) και της παρθένου.
Γιατί όμως ν’ ανατρέξει κάποιος και στις άλλες επωνυμίες της, αφού υπάρχει ο βωμός της Ιξευτηρίας Τύχης, την οποία ονομάζουν “βισκάταν”, που σημαίνει ότι μας πιάνει αιχμάλωτους από μακριά και μας κρατάει μαζί της σε όλες τις περιστάσεις; Πρέπει λοιπόν να εξετάσεις μήπως ο Σέρβιος είχε αντιληφθεί τη μεγάλη δύναμη ακόμα και των πιο μικρών μεταβολών της Τύχης, το ότι από την ύπαρξη ή την έλλειψη κάποιου μικρού πράγματος συνέβη πολλές φορές σε μερικούς να επιτύχουν ή ν’ αποτύχουν στα πιο σπουδαία ζητήματα και, λόγω των παραπάνω, έχτισε το ιερό της μικρής Τύχης, διδάσκοντας να δίνουμε προσοχή στις περιστάσεις και να μην περιφρονούμε ό,τι μας τυχαίνει επειδή είναι μικρό.
Στη λαϊκομυθολογική αντίληψη και παράδοση, η αφηρημένη έννοια της τύχης προσωποποιήθηκε στην ομώνυμή της θηλυκού γένους θεότητα του συμπτωματικού και της συγκυρίας, που μεταβλήθηκε βαθμηδόν σε πολιούχο θεά της καλοτυχίας σε πολλές Ελληνικές πόλεις (Κόρινθος, Σικυών, Άργος, Ερμιόνη, Ήλις, Θήβαι κ.α.), λατρευόμενη ως θεά του πεπρωμένου, της ευτυχίας, της αφθονίας, του πλούτου, ακόμα και του έρωτα. Η σημασία που της αποδιδόταν συν τω χρόνω αυξήθηκε, ακόμα και στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή εποχή.
Στη Ρώμη λατρευόταν και στην αρσενική θεότητα της τύχης, ο Fors, αλλά προσφιλέστερη και με περισσότερο διαδεδομένη τη λατρεία της ήταν η θηλυκή Fortuna.
Στα αυτοκρατορικά χρόνια, μάλιστα, κάθε αυτοκράτορας είχε τη δική του Τύχη. Οι αναπαραστάσεις την απεικονίζουν με το κέρας της αφθονίας ή με πηδάλιο με το οποίο κυβερνά τη ζωή, ενώ πολλές φορές παριστάνεται τυφλή.
Σπουδαία ιερά της ήταν, ανάμεσα σε αυτά πολλών πόλεων, ο ναός της Τύχης στην Αλεξάνδρεια, το Τυχαίον, ο ναός που έχτισε ο Ηρώδης ο Αττικός στην Αθήνα και βέβαια οι πολλοί και λαμπροί ναοί της στη Ρώμη.
Δεν έφτιαξε άλλωστε ναούς μόνο στην ευέλπιδα Τύχη, στην αποτρόπαιη, στη μειλίχια, στην πρωτογένεια και στην άρρενα, αλλά έχτισε και ιερό της προσωπικής Τύχης, και άλλα της προστάτιδας, (της ευέλπιδος) και της παρθένου.
Γιατί όμως ν’ ανατρέξει κάποιος και στις άλλες επωνυμίες της, αφού υπάρχει ο βωμός της Ιξευτηρίας Τύχης, την οποία ονομάζουν “βισκάταν”, που σημαίνει ότι μας πιάνει αιχμάλωτους από μακριά και μας κρατάει μαζί της σε όλες τις περιστάσεις; Πρέπει λοιπόν να εξετάσεις μήπως ο Σέρβιος είχε αντιληφθεί τη μεγάλη δύναμη ακόμα και των πιο μικρών μεταβολών της Τύχης, το ότι από την ύπαρξη ή την έλλειψη κάποιου μικρού πράγματος συνέβη πολλές φορές σε μερικούς να επιτύχουν ή ν’ αποτύχουν στα πιο σπουδαία ζητήματα και, λόγω των παραπάνω, έχτισε το ιερό της μικρής Τύχης, διδάσκοντας να δίνουμε προσοχή στις περιστάσεις και να μην περιφρονούμε ό,τι μας τυχαίνει επειδή είναι μικρό.
Στη λαϊκομυθολογική αντίληψη και παράδοση, η αφηρημένη έννοια της τύχης προσωποποιήθηκε στην ομώνυμή της θηλυκού γένους θεότητα του συμπτωματικού και της συγκυρίας, που μεταβλήθηκε βαθμηδόν σε πολιούχο θεά της καλοτυχίας σε πολλές Ελληνικές πόλεις (Κόρινθος, Σικυών, Άργος, Ερμιόνη, Ήλις, Θήβαι κ.α.), λατρευόμενη ως θεά του πεπρωμένου, της ευτυχίας, της αφθονίας, του πλούτου, ακόμα και του έρωτα. Η σημασία που της αποδιδόταν συν τω χρόνω αυξήθηκε, ακόμα και στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή εποχή.
Στη Ρώμη λατρευόταν και στην αρσενική θεότητα της τύχης, ο Fors, αλλά προσφιλέστερη και με περισσότερο διαδεδομένη τη λατρεία της ήταν η θηλυκή Fortuna.
Στα αυτοκρατορικά χρόνια, μάλιστα, κάθε αυτοκράτορας είχε τη δική του Τύχη. Οι αναπαραστάσεις την απεικονίζουν με το κέρας της αφθονίας ή με πηδάλιο με το οποίο κυβερνά τη ζωή, ενώ πολλές φορές παριστάνεται τυφλή.
Σπουδαία ιερά της ήταν, ανάμεσα σε αυτά πολλών πόλεων, ο ναός της Τύχης στην Αλεξάνδρεια, το Τυχαίον, ο ναός που έχτισε ο Ηρώδης ο Αττικός στην Αθήνα και βέβαια οι πολλοί και λαμπροί ναοί της στη Ρώμη.
Το ψυχολογικό υπόβαθρο της αχάριστης συμπεριφοράς
Γιατί μερικοί άνθρωποι είναι από τη φύση τους λιγότερο ευγνώμονες ή ικανοποιούνται λιγότερο από κάποιους άλλους; Η απάντηση έγκειται στις ρίζες της αχαριστίας και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα ενός ατόμου να αναζητά και να χαίρεται τα καλά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή του.
Όλοι έχουμε ακούσει τις σοφές λαϊκές φράσεις, όπως του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια ή μην δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει. Ομοίως, όλοι προβληματιζόμαστε αναλογίζοντας τα καλά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μας και αναζητώντας τη θετική πλευρά τους.
Για κάποιους από εμάς, αυτό είναι δύσκολο να γίνει εξαιτίας της αδυναμίας μας να έχουμε επίγνωση οποιασδήποτε καλοσύνης λαμβάνουμε, καθώς βασανιζόμαστε από αυτές που αποκαλώ «τρεις αιτίες της αχαριστίας:» Ο φθόνος, η πεποίθηση ανωτερότητας και η προσδοκία.
1. Φθόνος
Οι άνθρωποι που υποφέρουν από φθόνο περνούν τη ζωή τους με οδυνηρό τρόπο παθαίνοντας εμμονή με τα προνόμια που απολαμβάνουν οι άλλοι. Η έντονη επιθυμία τους να βιώσουν τα ίδια προνόμια, τούς προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια, που συχνά οδηγεί σε θυμό και δυστυχία. Η ζήλεια μπορεί να εμποδίσει τη χαρά και την ικανοποίηση σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Συγκρίνοντας αυτά που έχουμε εμείς με αυτά που έχουν οι άλλοι, μειώνουμε την ικανότητά μας να εκτιμούμε τα καλά πράγματα στη ζωή μας.
2. Πεποίθηση ανωτερότητας
Οι άνθρωποι που πιστεύουν αδικαιολόγητα ότι αξίζουν ορισμένα προνόμια, οφέλη ή παροχές, τείνουν να βιώνουν τη ζωή μέσα από μια σειρά απαιτήσεων και αγωνίζονται να εξισορροπήσουν το δούναι με το λαβείν. Εκτιμούν τις σχέσεις με βάση το τι μπορούν να τους δώσουν οι άλλοι και είναι δυσαρεστημένοι όταν δεν παίρνουν αυτό που θεωρούν ότι αξίζουν.
Για παράδειγμα κάποιοι έφηβοι που ζητούν να αποζημιωθούν ή να ανταμειφθούν για καθήκοντα που πρέπει να κάνουν, φοιτητές που αισθάνονται ότι αξίζουν να πάρουν «άριστα» επειδή πληρώνουν για την εκπαίδευσή τους αλλά δεν έχουν δουλέψει αρκετά για το βαθμό τους, και τα περιστασιακά θύματα που χρησιμοποιούν τη δυστυχία τους ως δικαιολογία για να λάβουν πρόσθετα οφέλη ή για να ευνοηθούν. Η πεποίθηση ανωτερότητας συχνά οδηγεί σε απογοήτευση και δυσαρέσκεια.
3. Προσδοκία
Ορισμένες προσδοκίες είναι φυσιολογικές. Για παράδειγμα, ο προϊστάμενός μου περιμένει να παρουσιάζομαι στη δουλειά κάθε μέρα και εγώ περιμένω μία πληρωμή στο τέλος κάθε μήνα ως αντάλλαγμα. Αν δεν πάω στη δουλειά, αναμένω ότι δεν θα πληρωθώ.
Δυστυχώς, η αχαριστία είναι το αποτέλεσμα αδικαιολόγητων ή ακατάλληλων προσδοκιών, όπως η προσδοκία να διαβάζουν οι άλλοι το μυαλό μας, περιμένοντας οι άλλοι να εγκαταλείψουν τα πάντα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας πριν από τις δικές τους και περιμένοντας τους άλλους να μας δίνουν συνεχώς όταν εμείς δεν προσφέρουμε τίποτα ως αντάλλαγμα.
Όταν προσδοκίες όπως αυτές δεν εκπληρώνονται, η δυσαρέσκεια και ο θυμός βγαίνουν στην επιφάνεια και παρεμποδίζουν την ικανότητά μας να απολαμβάνουμε και να μην θεωρούμε δεδομένα τα καλά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μας.
Ο φθόνος, η πεποίθηση ανωτερότητας και η υπερβολική προσδοκία είναι επικίνδυνες συμπεριφορές και συνήθως οδηγούν σε ανθυγιεινά επίπεδα θυμού, δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, δυστυχίας και κατάθλιψης. Συναισθήματα όπως αυτά καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την αντιμετώπιση των καταστάσεων όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως θα θέλαμε και μας κάνουν να συμπεριφερόμαστε αναποτελεσματικά όταν προσπαθούμε να κινηθούμε προς την αλλαγή, την υπερπήδηση των αποτυχιών ή την κάλυψη των αναγκών των άλλων.
Τα καλά νέα είναι ότι αυτά τα τρία βασικά αίτια της αχαριστίας μπορούν να ξεπεραστούν. Με μια στοχευμένη καθημερινή προσπάθεια αναζήτησης και απόλαυσης της θετικής πλευράς σε όλες τις καταστάσεις, η αχαριστία μπορεί να αντικατασταθεί από την ευγνωμοσύνη και ένα βαθύτερο νόημα γνήσιας εκτίμησης για όλα αυτά που η ζωή έχει να μας προσφέρει.
Όλοι έχουμε ακούσει τις σοφές λαϊκές φράσεις, όπως του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια ή μην δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει. Ομοίως, όλοι προβληματιζόμαστε αναλογίζοντας τα καλά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μας και αναζητώντας τη θετική πλευρά τους.
Για κάποιους από εμάς, αυτό είναι δύσκολο να γίνει εξαιτίας της αδυναμίας μας να έχουμε επίγνωση οποιασδήποτε καλοσύνης λαμβάνουμε, καθώς βασανιζόμαστε από αυτές που αποκαλώ «τρεις αιτίες της αχαριστίας:» Ο φθόνος, η πεποίθηση ανωτερότητας και η προσδοκία.
1. Φθόνος
Οι άνθρωποι που υποφέρουν από φθόνο περνούν τη ζωή τους με οδυνηρό τρόπο παθαίνοντας εμμονή με τα προνόμια που απολαμβάνουν οι άλλοι. Η έντονη επιθυμία τους να βιώσουν τα ίδια προνόμια, τούς προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια, που συχνά οδηγεί σε θυμό και δυστυχία. Η ζήλεια μπορεί να εμποδίσει τη χαρά και την ικανοποίηση σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Συγκρίνοντας αυτά που έχουμε εμείς με αυτά που έχουν οι άλλοι, μειώνουμε την ικανότητά μας να εκτιμούμε τα καλά πράγματα στη ζωή μας.
2. Πεποίθηση ανωτερότητας
Οι άνθρωποι που πιστεύουν αδικαιολόγητα ότι αξίζουν ορισμένα προνόμια, οφέλη ή παροχές, τείνουν να βιώνουν τη ζωή μέσα από μια σειρά απαιτήσεων και αγωνίζονται να εξισορροπήσουν το δούναι με το λαβείν. Εκτιμούν τις σχέσεις με βάση το τι μπορούν να τους δώσουν οι άλλοι και είναι δυσαρεστημένοι όταν δεν παίρνουν αυτό που θεωρούν ότι αξίζουν.
Για παράδειγμα κάποιοι έφηβοι που ζητούν να αποζημιωθούν ή να ανταμειφθούν για καθήκοντα που πρέπει να κάνουν, φοιτητές που αισθάνονται ότι αξίζουν να πάρουν «άριστα» επειδή πληρώνουν για την εκπαίδευσή τους αλλά δεν έχουν δουλέψει αρκετά για το βαθμό τους, και τα περιστασιακά θύματα που χρησιμοποιούν τη δυστυχία τους ως δικαιολογία για να λάβουν πρόσθετα οφέλη ή για να ευνοηθούν. Η πεποίθηση ανωτερότητας συχνά οδηγεί σε απογοήτευση και δυσαρέσκεια.
3. Προσδοκία
Ορισμένες προσδοκίες είναι φυσιολογικές. Για παράδειγμα, ο προϊστάμενός μου περιμένει να παρουσιάζομαι στη δουλειά κάθε μέρα και εγώ περιμένω μία πληρωμή στο τέλος κάθε μήνα ως αντάλλαγμα. Αν δεν πάω στη δουλειά, αναμένω ότι δεν θα πληρωθώ.
Δυστυχώς, η αχαριστία είναι το αποτέλεσμα αδικαιολόγητων ή ακατάλληλων προσδοκιών, όπως η προσδοκία να διαβάζουν οι άλλοι το μυαλό μας, περιμένοντας οι άλλοι να εγκαταλείψουν τα πάντα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας πριν από τις δικές τους και περιμένοντας τους άλλους να μας δίνουν συνεχώς όταν εμείς δεν προσφέρουμε τίποτα ως αντάλλαγμα.
Όταν προσδοκίες όπως αυτές δεν εκπληρώνονται, η δυσαρέσκεια και ο θυμός βγαίνουν στην επιφάνεια και παρεμποδίζουν την ικανότητά μας να απολαμβάνουμε και να μην θεωρούμε δεδομένα τα καλά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή μας.
Ο φθόνος, η πεποίθηση ανωτερότητας και η υπερβολική προσδοκία είναι επικίνδυνες συμπεριφορές και συνήθως οδηγούν σε ανθυγιεινά επίπεδα θυμού, δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, δυστυχίας και κατάθλιψης. Συναισθήματα όπως αυτά καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την αντιμετώπιση των καταστάσεων όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως θα θέλαμε και μας κάνουν να συμπεριφερόμαστε αναποτελεσματικά όταν προσπαθούμε να κινηθούμε προς την αλλαγή, την υπερπήδηση των αποτυχιών ή την κάλυψη των αναγκών των άλλων.
Τα καλά νέα είναι ότι αυτά τα τρία βασικά αίτια της αχαριστίας μπορούν να ξεπεραστούν. Με μια στοχευμένη καθημερινή προσπάθεια αναζήτησης και απόλαυσης της θετικής πλευράς σε όλες τις καταστάσεις, η αχαριστία μπορεί να αντικατασταθεί από την ευγνωμοσύνη και ένα βαθύτερο νόημα γνήσιας εκτίμησης για όλα αυτά που η ζωή έχει να μας προσφέρει.
Το πορτραίτο ενός όμορφου ανθρώπου
Το άτομο που έχει απαλλαγεί απ’ όλες τις περιοχές εσφαλμένης συμπεριφοράς είναι ένας μάλλον μυθιστορηματικός τύπος. Αλλά η απελευθέρωση από μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά δεν είναι κάτι φανταστικό κι ανύπαρκτο˙ είναι μια πραγματική δυνατότητα. Το να λειτουργήσετε ολοκληρωμένα είναι στο χέρι σας και η ολοκληρωμένη υγιής σκέψη της τωρινής σας στιγμής είναι κάτι που μπορείτε να επιλέξετε. Αυτό το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην περιγραφή του τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων που έχουν απαλλαγεί από τις λαθεμένες ζώνες. Θα παρακολουθήσετε την ανάπτυξη ενός ατόμου διαφορετικού από την πλειοψηφία των ανθρώπων, πού διακρίνεται για τη μυστηριώδη του ικανότητα να ζει δημιουργικά την κάθε στιγμή.
Οι απελευθερωμένοι απ’ τις περιοχές των σφαλμάτων άνθρωποι ξεχωρίζουν από το πλήθος των καθημερινών ατόμων. Ενώ φαίνονται σαν όλους τους άλλους, έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν σχετίζονται με τη φυλή, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση ή τη σεξουαλικότητα. Δεν εντάσσονται σε ρόλους, επαγγέλματα, γεωγραφικούς τύπους, μορφωτικά επίπεδα ή οικονομικές στατιστικές. Διακρίνονται από μια διαφορετική ποιότητα, αλλά η διαφορά δεν εντοπίζεται στους παραδοσιακούς εξωτερικούς παράγοντες με τους οποίους γενικά ταξινομούμε τους ανθρώπους. Μπορεί να είναι πλούσιοι ή φτωχοί, άντρες ή γυναίκες, μαύροι ή λευκοί, να ζουν σε οποιαδήποτε χώρα και να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά. Ανήκουν σε μια διαφοροποιημένη ομάδα κι ωστόσο όλοι έχουν ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό: την απελευθέρωση απ’ τις λαθεμένες ζώνες. Πώς θα τους ξεχωρίσετε όταν συναντήσετε κάποιον απ’ αυτούς; Κοιτάξτε τους! Ακούστε τους! Και τότε θ’ ανακαλύψετε πολλά.
Πρώτο και εμφανέστατο, είναι άνθρωποι που αγαπούν κυριολεκτικά καθετί στη ζωή -άνθρωποι που άνετα κάνουν οτιδήποτε και δεν σπαταλούν το χρόνο τους παραπονούμενοι ή επιθυμώντας να ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Αντιμετωπίζουν με ενθουσιασμό τη ζωή και θέλουν όλα όσα μπορούν να πάρουν απ’ αυτή. Τους αρέσουν οι εκδρομές, ο κινηματογράφος, τα βιβλία, τα σπορ, οι συναυλίες, οι πόλεις, τα αγροκτήματα, τα ζώα, τα βουνά, με δύο λόγια τα πάντα. Τους αρέσει η ζωή. Όταν βρεθείτε κοντά σε τέτοιους ανθρώπους, Θα παρατηρήσετε ότι τα παράπονα, η γκρίνια, οι έστω και περαστικοί αναστεναγμοί είναι ανύπαρκτα. Αν βρέχει, τους αρέσει. Αν κάνει ζέστη, μάλλον το απολαμβάνουν, παρά παραπονιούνται. Αν πέσουν σε κίνηση, βρεθούν σ’ ένα πάρτι ή είναι μόνοι, απλούστατα βιώνουν την κάθε κατάσταση. Δεν προσποιούνται ότι απολαμβάνουν, αλλά πολύ φυσικά αποδέχονται την πραγματικότητα κι έχουν μια εκπληκτική ικανότητα να τη χαίρονται.
Ρωτήστε τους τι δεν τους αρέσει και θα δυσκολευτούν πολύ να βρουν μια απάντηση. Δεν έχει νόημα να αποφύγουν τη βροχή, αφού τη θεωρούν μια όμορφη, γοητευτική εμπειρία που πρέπει να βιώσουν. Τους αρέσει. Η λάσπη δεν τους εκνευρίζει˙ την παρατηρούν, τσαλαβουτούν σ’ αυτή και τη δέχονται ως μία ένδειξη ζωής. Τους αρέσουν οι γάτες; Ναι. Οι αρκούδες; Ναι. Τα σκουλήκια; Ναι. Ακόμα καί δυσάρεστα γεγονότα, αρρώστιες, ξηρασίες, κουνούπια, πλημμύρες κ.λπ. δεν τους απασχολούν πολύ ούτε σπαταλούν τις τωρινές στιγμές τους παραπονούμενοι η ευχόμενοι να μην υπήρχαν. Αν πρέπει να καταπολεμήσουν κάποιες κάποιες καταστάσεις, θα στρωθούν στη δουλειά και μάλιστα θα το απολαύσουν. Όσο και να προσπαθήσετε θα κουραστείτε πολύ να βρείτε κάτι που δεν τους αρέσει. Είναι πραγματικοί εραστές της ζωής και κυριολεκτικά τη ρουφούν, παίρνοντας από αυτή οτιδήποτε μπορούν.
Οι υγιείς, ολοκληρωμένοι άνθρωποι είναι απαλλαγμένοι από την ενοχή και τη συνακόλουθη αγωνία, που έχουν ως συνέπεια να σπαταλάμε τις τωρινές μας στιγμές ακινητοποιούμενοι σε γεγονότα τον παρελθόντος. Βέβαια, παραδέχονται τα λάθη τους και υπόσχονται να μην επαναλάβουν μια συμπεριφορά που είναι με οποιονδήποτε τρόπο αντιπαραγωγική. Αλλά δεν σπαταλούν το χρόνο τους ευχόμενοι να μην είχαν κάνει κάτι, ούτε εξοργίζονται επειδή δεν τους αρέσει κάτι που έκαναν σε μια προηγούμενη στιγμή της ζωής τους. Η πλήρης απελευθέρωση απ’ την ενοχή είναι το σήμα κατατεθέν των υγιών ανθρώπων. Καμιά θρηνολογία για το παρελθόν και καμία προσπάθεια να ενοχοποιήσουν τους άλλους, κάνοντας τους ανόητες παρατηρήσεις, όπως: «Γιατί δεν το έκανες αλλιώς» «Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;» Δέχονται τη ζωή όπως είναι και αναγνωρίζουν πως κανένα άσχημο συναίσθημα δεν πρόκειται ν αλλάξει το παρελθόν. Οι ίδιοι έχουν απελευθερωθεί απ’ την ενοχή χωρίς καμία προσπάθεια˙ κι επειδή είναι φυσικό γι’ αυτούς δεν «βοηθούν» τους άλλους να νιώσουν ενοχή.
Είναι άνθρωποι που δέχονται τον εαυτό τους χωρίς παράπονα. Ξέρουν ότι είναι ανθρώπινα πλάσματα και άρα έχουν ορισμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αναγνωρίζουν ότι έχουν μια συγκεκριμένη εμφάνιση και την αποδέχονται. Είτε είναι ψηλοί ή κοντοί, το ίδιο κάνει. Η φαλάκρα είναι εξίσου ωραία με τα πολλά μαλλιά. Μπορούν να ανεχθούν τον ιδρώτα τους! Δεν παραποιούν τη σωματική τους εμφάνιση. Αποδέχονται τον εαυτό τους και γι’ αυτό είναι πολύ φυσικοί. Δεν κρύβονται πίσω από τίποτε επίπλαστο ή τεχνητό, ούτε απολογούνται γι’ αυτό που είναι. Δεν καταλαβαίνουν πώς καθετί ανθρώπινο μπορεί να είναι προσβλητικό. Αγαπούν τον εαυτό τους και τον δέχονται όπως είναι. Κατά τον ίδιο τρόπο, αποδέχονται τη φύση γι’ αυτό που είναι, αντί να επιθυμούν να ‘ναι διαφορετική. Δεν παραπονιούνται ποτέ για πράγματα που δεν είναι δυνατόν να αλλάξουν, όπως ο καύσωνας, οι καταιγίδες ή το κρύο. Αποδέχονται τον εαυτό τους και τον κόσμο έτσι όπως είναι. Καμιά προσποίηση, κανένα παράπονο, απλώς αποδοχή. Παρατηρήστε τους χρόνια ολόκληρα και δεν θα τους ακούσετε ποτέ ν’ αυτοαποδοκιμάζονται ή να εύχονται κάτι. Θα δείτε ανθρώπους της δράσης να δρουν. Θα δείτε πως αντιλαμβάνονται τον κόσμο έτσι όπως είναι, σαν το παιδί που δέχεται το φυσικό κόσμο κι απολαμβάνει όλη του την αξία.
Εκτιμούν πολύ το φυσικό κόσμο. Αγαπούν να ζουν στο ύπαιθρο, στη φύση και αποζητούν καθετί ανόθευτο και αυθεντικό. Αγαπούν ιδιαίτερα τα βουνά, τα ηλιοβασιλέματα, τους ποταμούς, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα ζώα και γενικώς όλη την πανίδα και χλωρίδα. Είναι φυσιολάτρες, ανεπιτήδευτοι, απλοί και αγαπούν τη φυσικότητα του σύμπαντος. Δεν αποζητούν νυχτερινά κέντρα, πάρτι, λέσχες, αίθουσες γεμάτες καπνό και τα παρόμοια, παρ’ ότι είναι σίγουρα ικανοί να λειτουργήσουν στον κόσμο των ανθρώπων. Βρίσκουν γαλήνη στη φύση. Μπορούν να εκτιμήσουν αυτά που οι άλλοι θεωρούν βαρετά. Δεν κουράζονται ποτέ με ένα ηλιοβασίλεμα ή με μία βόλτα στο δάσος. Ένα πουλί που πετάει είναι μια υπέροχη εικόνα που μπορούν να την παρατηρούν αδιάκοπα. Μια κάμπια είναι εξίσου θαυμαστή με μια γάτα που γεννά. Διαρκώς εκφράζουν αυθόρμητα το θαυμασμό τους. Μερικοί μπορεί να το θεωρήσουν αυτό επίπλαστο, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τη γνώμη των άλλων. Είναι πολύ απασχολημένοι, με την αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων τούς για την ολοκλήρωση της τωρινής στιγμής.
Έχουν βαθιά γνώση της συμπεριφοράς των άλλων κι αυτό που σ’ άλλους φαίνεται πολύπλοκο και ανεξιχνίαστο, αυτοί το αντιλαμβάνονται και το κατανοούν. Τα προβλήματα που ακινητοποιούν τόσους άλλους αυτοί συχνά τα αντιμετωπίζουν ως ασήμαντες μόνο ενοχλήσεις. Αυτή η συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα προβλήματα τους κάνει ικανούς να ξεπερνούν εμπόδια πού οι άλλοι θεωρούν αξεπέραστα. Γνωρίζουν τον εαυτό τους και καταλαβαίνουν αμέσως τι προσπαθούν οι άλλοι να τους κάνουν. Έτσι σηκώνουν τους ώμους και τους αγνοούν, ενώ οι άλλοι θυμώνουν κι ακινητοποιούνται. Ποτέ δεν βρίσκονται σε σύγχυση, ούτε αιφνιδιάζονται˙ ό,τι σε πολλούς άλλους φαίνεται μπερδεμένο ή αξεδιάλυτο, εκείνοι συχνά τ’ αντιμετωπίζουν ως μια απλή κατάσταση, έχοντας έτοιμες λύσεις. Δεν επικεντρώνονται στα προβλήματα του συναισθηματικού τους κόσμου. Γ’ αυτούς τους ανθρώπους ένα πρόβλημα είναι υπαρκτό μόνο ως εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί παρά ως αντανάκλαση αυτού που είναι ή δεν είναι τα άτομα. Η αυταξία τους εδρεύει μέσα τους κι έτσι οποιαδήποτε εξωτερικά ενδιαφέροντα μπορούν μάλλον ν’ αντιμετωπιστούν αντικειμενικά, παρά σαν μία οποιαδήποτε απειλή της αξίας τους. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που δύσκολα το αντιλαμβανόμαστε, μια που οι περισσότεροι άνθρωποι εύκολα απειλούνται από εξωτερικά γεγονότα, ιδέες ή ανθρώπους. Αλλά τα υγιή, ανεξάρτητα άτομα δεν ξέρουν τι θα πει απειλή κι αυτό το χαρακτηριστικό τούς μπορεί να τους κάνει απειλητικούς για τους άλλους.
Ποτέ δεν μπλέκουν σε ανώφελους καβγάδες. Δεν είναι τυχοδιώκτες, πού περνούν εύκολα από τη μια ιδέα στην άλλη, για να αποκτήσουν αξία οι ίδιοι. Αν ο αγώνας συμβάλλει στην αλλαγή, τότε θ’ αγωνιστούν, αλλά ποτέ δε θα το κάνουν αν το θεωρήσουν ανώφελο. Δεν είναι μάρτυρες,αλλά άνθρωποι της δράσης, που πάντα βοηθούν τους άλλους. Καταπιάνονται σχεδόν πάντα με ό,τι κάνει τη ζωή των άλλων πιο ευχάριστη και πιο ανεκτή. Είναι πολεμιστές στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αλλαγών κι ωστόσο δεν παίρνουν τις έγνοιες του αγώνα τους στο κρεβάτι μαζί τούς κάθε βράδυ, γεγονός που θα δημιουργούσε έλκη, καρδιοπάθειες και άλλες σωματικές διαταραχές. Δεν μπορεί παρά να πρωτοτυπήσουν. Συχνά ούτε καν προσέχουν τις φυσικές διαφορές που υπάρχουν στους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των φυλετικών, εθνικών, σωματικών και φύλου. Δεν είναι επιφανειακοί ούτε κρίνουν τους άλλους απ’ την εμφάνισή τους. Παρ’ όλο πού μπορεί να φαίνονται εγωιστές, ξοδεύουν πολύ χρόνο στην υπηρεσία των άλλων. Γιατί; Επειδή έτσι τους αρέσει.
Δεν είναι φιλάσθενοι. Δεν πιστεύουν πως ένα κρυολόγημα ή ένας πονοκέφαλος μπορεί να τους ακινητοποιήσει. Πιστεύουν στην ικανότητα τους να απαλλαγούν από τέτοιες αρρώστιες, και ποτέ δεν τριγυρνούν λέγοντας πόσο άσχημα νιώθουν, πόσο κουρασμένοι είναι ή τι αρρώστιες πέρασαν πρόσφατα. Ωστόσο φροντίζουν το σώμα τους. Αγαπούν τον εαυτό τους και κατά συνέπεια τρώνε καλά, γυμνάζονται τακτικά (ως τρόπος ζωής) κι αρνούνται να υποκύψουν σε ασθένειες που κάνουν τους ανθρώπους αδύναμους για κάποιο χρονικό διάστημα. Τους αρέσει να ζουν καλά κι αυτό κάνουν.
Ένα άλλο σταθερό χαρακτηριστικό αυτών των ολοκληρωμένων ατόμων είναι η εντιμότητα. Δεν αντιδρούν ποτέ αόριστα ή με υπεκφυγές, δεν προσποιούνται ούτε λένε ψέματα. Βλέπουν το ψέμα ως διαστρέβλωση της πραγματικότητάς τους και αρνούνται να υιοθετήσουν μια συμπεριφορά αυταπάτης. Παρ’ όλο που είναι μοναδικοί άνθρωποι θα αποφύγουν την κάθε διαστρέβλωση για να προστατέψουν τους άλλους. Ξέρουν ότι έχουν την ευθύνη του κόσμου τους όπως κι οι άλλοι. Έτσι, συχνά συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπουν στους άλλους να πάρουν τις αποφάσεις τους. Ασχολούνται αποτελεσματικά με τα πράγματα όπως είναι, παρά όπως θα τα ήθελαν.
Δεν κατηγορούν τους άλλους, Η προσωπικότητά τους είναι εσωτερικά προσανατολισμένη κι αρνούνται ν’ αποδώσουν ευθύνες στους άλλους γι’ αυτό που οι ίδιοι είναι. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν σπαταλούν το χρόνο τους σχολιάζοντας τους άλλους ούτε επικεντρώνονται στις πράξεις κάποιου άλλου. Δεν μιλούν για τους άλλους, μιλούν με τους άλλους. Δεν κατηγορούν τους άλλους, αλλά βοηθούν αυτούς και τους εαυτούς τους να αποδώσουν την ευθύνη εκεί όπου ανήκει. Δεν κουτσομπολεύουν κι ούτε διαδίδουν κακές πληροφορίες. Είναι τόσο απασχολημένοι με την αποδοτικότητά τους ώστε δεν έχουν καιρό για τις μικροπρέπειες που γεμίζουν τη ζωή τόσων ανθρώπων. Οι άνθρωποι της δράσης δρουν. Οι επικριτές κατηγορούν και παραπονιούνται. Τα άτομα αυτά ελάχιστα ενδιαφέρονται για την τάξη, την οργάνωση ή το σύστημα στο οποίο ζουν. Έχουν αυτοπειθαρχία, αλλά δεν έχουν την ανάγκη να προσαρμόσουν ανθρώπους και πράγματα στις δικές τους αντιλήψεις. Δεν έχουν «πρέπει» για τους άλλους.
Είναι άνθρωποι με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ενέργειας. Φαίνονται να χρειάζονται λιγότερο ύπνο κι ωστόσο είναι ενθουσιασμένοι με τη ζωή. Δρουν και είναι υγιείς. Μπορούν να διαθέσουν τεράστια ενεργητικότητα για την εκπλήρωση ενός στόχου, επειδή οι ίδιοι το επέλεξαν ως μια δραστηριότητα ολοκλήρωσης της τωρινής τους στιγμής. Η ενεργητικότητά τους δεν είναι υπερφυσική˙ είναι απλώς απόρροια της αγάπης για τη ζωή και για όλες τις δραστηριότητές της. Δεν ξέρουν τι θα πει πλήξη. Όλα τα γεγονότα της ζωής προσφέρουν ευκαιρίες για δράση, σκέψη, συναίσθημα και ζωντάνια και ξέρουν πώς να διοχετεύουν την ενεργητικότητά τους σ’ αυτά. Αν τους έκλειναν φυλακή, θα χρησιμοποιούσαν κι εκεί το πνεύμα τους με δημιουργικό τρόπο για να μην παραλύσουν από την έλλειψη ενδιαφερόντων.
Δεν φοβούνται μήπως αποτύχουν. Στην πραγματικότητα συχνά καλωσορίζουν την αποτυχία. Δεν εξομοιώνουν την επιτυχία κάθε εγχειρήματος με την επιτυχία τους ως ανθρώπων. Αφού η αυταξία τους προέρχεται απ’ αυτούς, οποιοδήποτε εξωτερικό γεγονός αντιμετωπίζεται αντικειμενικά, ως απλώς αποδοτικό ή όχι. Ξέρουν ότι η αποτυχία είναι απλώς η γνώμη κάποιου άλλου και δεν τη φοβούνται, αφού δεν επηρεάζει την αυταξία τους. Έτσι, δοκιμάζουν τα πάντα, συμμετέχουν σε κάτι μόνο και μόνο επειδή είναι διασκεδαστικό και ποτέ δεν φοβούνται να δώσουν εξηγήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν επιλέγουν ποτέ οποιαδήποτε έκφραση θυμού.
Χρησιμοποιώντας την ίδια λογική (και χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτούν κάθε φορά, μια που τους έχει γίνει τρόπος ζωής) δεν λένε ποτέ στον εαυτό τους ότι οι άλλοι θα έπρεπε να συμπεριφέρονται διαφορετικά κι ότι τα γεγονότα θα έπρεπε να είναι αλλιώς. Δέχονται τους άλλους όπως είναι και προσπαθούν ν’ αλλάξουν ό,τι δεν τους αρέσει. Έτσι, είναι αδύνατο να θυμώσουν, αφού δεν έχουν προσδοκίες. Είναι ικανοί να εκμηδενίσουν οποιαδήποτε αυτοκαταστροφικά συναισθήματα και να προαγάγουν τα αυτοενισχυτικά.
Αυτά τα ευτυχισμένα άτομα κατά θαυμαστό τρόπο δεν διαθέτουν αμυντικό μηχανισμό. Δεν υποκρίνονται και δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν. Δεν ντύνονται έτσι ώστε να τους εγκρίνουν οι άλλοι ούτε μεταχειρίζονται προσχήματα προκειμένου να εξηγηθούν. Είναι απλοί και φυσικοί και δεν εντυπωσιάζονται απ’ όσα μεγάλα ή μικρά κάνουν. Δεν διαφωνούν στις συζητήσεις ούτε εκνευρίζονται˙ απλούστατα δηλώνουν τη γνώμη τους, ακούν τους άλλους κι αναγνωρίζουν πόσο μάταιο είναι να προσπαθήσουν να πείσουν κάποιον να είναι όπως αυτοί. Απλώς λένε «Εντάξει, είμαστε διαφορετικοί. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε». Αρκούνται σ’ αυτό, χωρίς να χρειάζεται να βρουν ένα επιχείρημα ή να πείσουν τον αντίπαλο για το λάθος της άποψής του. Δεν φοβούνται μήπως κάνουν άσχημη εντύπωση, αλλά δεν αγωνίζονται και για το αντίθετο.
Οι αξίες τους δεν είναι τοπικές. Δεν ταυτίζονται με την οικογένεια, τη γειτονιά, την κοινότητα, την πόλη, το κράτος ή τη χώρα. Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέλη της ανθρώπινης φυλής κι ένας άνεργος Αυστριακός δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από έναν άνεργο της Καλιφόρνιας. Δεν είναι πατριώτες με την έννοια των συνόρων, αλλά βλέπουν τον εαυτό τους μάλλον ως πολίτη ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν χαίρονται βλέποντας περισσότερους εχθρούς νεκρούς, μια που ο εχθρός είναι κι αυτός ανθρώπινο πλάσμα, όπως ο σύμμαχος. Δεν δέχονται τις γραμμές που χαράζουν οι άνθρωποι για να καθορίσουν ποιος είναι δικός τους και ποιος ξένος. Υπερβαίνουν τα παραδοσιακά σύνορα, με αποτέλεσμα οι άλλοι να τους αποκαλούν συχνά επαναστάτες ή και προδότες.
Δεν έχουν ούτε ήρωες ούτε είδωλα. Αντιμετωπίζουν όλους τους ανθρώπους ως ανθρώπους και δεν αξιολογούν κανέναν περισσότερο απ’ τον εαυτό τους. Δεν απαιτούν δικαιοσύνη κάθε στιγμή. Αν κάποιος έχει περισσότερα προνόμια, το θεωρούν θετικό γι’ αυτόν, παρά λόγο για να ‘ναι αυτοί δυστυχισμένοι. Όταν έχουν κάποιον αντίπαλο, περιμένουν απ’ αυτόν να λειτουργήσει σωστά, αντί να ευχονται να κάνει κάποιο λάθος για να κερδίσουν αυτοί. Θέλουν να νικούν και να είναι αποδοτικοί επειδή το αξίζουν, όχι εξαιτίας των λαθών των άλλων. Δεν υποστηρίζουν πως όλοι είναι εξίσου προικισμένοι, αλλά πως πρέπει να ψάχνουν μέσα τους για την ευτυχία τους Δεν κρίνουν κανέναν κι ούτε χαίρονται με τη δυστυχία των άλλων. Είναι πολύ απασχολημένοι με το να υπάρχουν, ώστε δεν προσέχουν τι κάνουν οι γείτονές τους.
Το σημαντικότερο, είναι άτομα που αγαπούν τον εαυτό τους. Κάθε τους πράξη ξεκινά απ’ την επιθυμία να ωριμάσουν και πάντα μεταχειρίζονται σωστά τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει θέση για μεμψιμοιρία, αυτοαπόρριψη ή για μίσος προς τον εαυτό τους. Αν τους ρωτήσετε «Σας αρέσει ο εαυτός σας;» Θα λάβετε ως απάντηση ένα ηχηρό: «Φυσικά και μ’ αρέσει!» Είναι, πραγματικά, σπάνια πουλιά. Κάθε μέρα τούς είναι μια απόλαυση. Τη ζουν σωστά και χαίρονται όλες τις τωρινές στιγμές τους. Δεν είναι απαλλαγμένοι από προβλήματα, αλλά από τη συναισθηματική ακινησία που αυτά έχουν ως συνέπεια. Μέτρο της ψυχικής τους υγείας δεν είναι αν θα σκοντάψουν, αλλά τι θα κάνουν όταν σκοντάψουν. Θα μείνουν εκεί που έπεσαν και θα θρηνολογούν γι’ αυτό; Όχι, θα σηκωθούν. Θα τινάξουν τη σκόνη από,πάνω τους και θα εξακολουθούν να χαίρονται τη ζωή.
Οι απελευθερωμένοι απ’ τις περιοχές των σφαλμάτων άνθρωποι ξεχωρίζουν από το πλήθος των καθημερινών ατόμων. Ενώ φαίνονται σαν όλους τους άλλους, έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν σχετίζονται με τη φυλή, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση ή τη σεξουαλικότητα. Δεν εντάσσονται σε ρόλους, επαγγέλματα, γεωγραφικούς τύπους, μορφωτικά επίπεδα ή οικονομικές στατιστικές. Διακρίνονται από μια διαφορετική ποιότητα, αλλά η διαφορά δεν εντοπίζεται στους παραδοσιακούς εξωτερικούς παράγοντες με τους οποίους γενικά ταξινομούμε τους ανθρώπους. Μπορεί να είναι πλούσιοι ή φτωχοί, άντρες ή γυναίκες, μαύροι ή λευκοί, να ζουν σε οποιαδήποτε χώρα και να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά. Ανήκουν σε μια διαφοροποιημένη ομάδα κι ωστόσο όλοι έχουν ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό: την απελευθέρωση απ’ τις λαθεμένες ζώνες. Πώς θα τους ξεχωρίσετε όταν συναντήσετε κάποιον απ’ αυτούς; Κοιτάξτε τους! Ακούστε τους! Και τότε θ’ ανακαλύψετε πολλά.
Πρώτο και εμφανέστατο, είναι άνθρωποι που αγαπούν κυριολεκτικά καθετί στη ζωή -άνθρωποι που άνετα κάνουν οτιδήποτε και δεν σπαταλούν το χρόνο τους παραπονούμενοι ή επιθυμώντας να ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Αντιμετωπίζουν με ενθουσιασμό τη ζωή και θέλουν όλα όσα μπορούν να πάρουν απ’ αυτή. Τους αρέσουν οι εκδρομές, ο κινηματογράφος, τα βιβλία, τα σπορ, οι συναυλίες, οι πόλεις, τα αγροκτήματα, τα ζώα, τα βουνά, με δύο λόγια τα πάντα. Τους αρέσει η ζωή. Όταν βρεθείτε κοντά σε τέτοιους ανθρώπους, Θα παρατηρήσετε ότι τα παράπονα, η γκρίνια, οι έστω και περαστικοί αναστεναγμοί είναι ανύπαρκτα. Αν βρέχει, τους αρέσει. Αν κάνει ζέστη, μάλλον το απολαμβάνουν, παρά παραπονιούνται. Αν πέσουν σε κίνηση, βρεθούν σ’ ένα πάρτι ή είναι μόνοι, απλούστατα βιώνουν την κάθε κατάσταση. Δεν προσποιούνται ότι απολαμβάνουν, αλλά πολύ φυσικά αποδέχονται την πραγματικότητα κι έχουν μια εκπληκτική ικανότητα να τη χαίρονται.
Ρωτήστε τους τι δεν τους αρέσει και θα δυσκολευτούν πολύ να βρουν μια απάντηση. Δεν έχει νόημα να αποφύγουν τη βροχή, αφού τη θεωρούν μια όμορφη, γοητευτική εμπειρία που πρέπει να βιώσουν. Τους αρέσει. Η λάσπη δεν τους εκνευρίζει˙ την παρατηρούν, τσαλαβουτούν σ’ αυτή και τη δέχονται ως μία ένδειξη ζωής. Τους αρέσουν οι γάτες; Ναι. Οι αρκούδες; Ναι. Τα σκουλήκια; Ναι. Ακόμα καί δυσάρεστα γεγονότα, αρρώστιες, ξηρασίες, κουνούπια, πλημμύρες κ.λπ. δεν τους απασχολούν πολύ ούτε σπαταλούν τις τωρινές στιγμές τους παραπονούμενοι η ευχόμενοι να μην υπήρχαν. Αν πρέπει να καταπολεμήσουν κάποιες κάποιες καταστάσεις, θα στρωθούν στη δουλειά και μάλιστα θα το απολαύσουν. Όσο και να προσπαθήσετε θα κουραστείτε πολύ να βρείτε κάτι που δεν τους αρέσει. Είναι πραγματικοί εραστές της ζωής και κυριολεκτικά τη ρουφούν, παίρνοντας από αυτή οτιδήποτε μπορούν.
Οι υγιείς, ολοκληρωμένοι άνθρωποι είναι απαλλαγμένοι από την ενοχή και τη συνακόλουθη αγωνία, που έχουν ως συνέπεια να σπαταλάμε τις τωρινές μας στιγμές ακινητοποιούμενοι σε γεγονότα τον παρελθόντος. Βέβαια, παραδέχονται τα λάθη τους και υπόσχονται να μην επαναλάβουν μια συμπεριφορά που είναι με οποιονδήποτε τρόπο αντιπαραγωγική. Αλλά δεν σπαταλούν το χρόνο τους ευχόμενοι να μην είχαν κάνει κάτι, ούτε εξοργίζονται επειδή δεν τους αρέσει κάτι που έκαναν σε μια προηγούμενη στιγμή της ζωής τους. Η πλήρης απελευθέρωση απ’ την ενοχή είναι το σήμα κατατεθέν των υγιών ανθρώπων. Καμιά θρηνολογία για το παρελθόν και καμία προσπάθεια να ενοχοποιήσουν τους άλλους, κάνοντας τους ανόητες παρατηρήσεις, όπως: «Γιατί δεν το έκανες αλλιώς» «Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;» Δέχονται τη ζωή όπως είναι και αναγνωρίζουν πως κανένα άσχημο συναίσθημα δεν πρόκειται ν αλλάξει το παρελθόν. Οι ίδιοι έχουν απελευθερωθεί απ’ την ενοχή χωρίς καμία προσπάθεια˙ κι επειδή είναι φυσικό γι’ αυτούς δεν «βοηθούν» τους άλλους να νιώσουν ενοχή.
Καταλαβαίνουν πως ένα άσχημο συναίσθημα της στιγμής ενισχύει παρά μόνο την ταπεινή εικόνα για τον εαυτό σου και πως το να μαθαίνεις από το παρελθόν είναι πολύ ανώτερο απ’ το να νιώθεις τύψεις γι’ αυτό. Δεν θα δείτε ποτέ να χρησιμοποιούν άλλους λέγοντάς τους πόσο κακοί υπήρξαν, ούτε κι εσείς θα μπορέσετε ποτέ να τους χρησιμοποιήσετε με μια παρόμοια συμπεριφορά. Δεν θα θυμώσουν μαζί σας, απλούστατα θα σας αγνοήσουν. Αντί να εκνευριστούν μαζί σας, θα φύγουν ή θ’ αλλάξουν θέμα. Η τακτική αυτή, που λειτουργεί τόσο εύκολα με τους περισσότερους ανθρώπους, αποτυχαίνει μ’ αυτά τα υγιή άτομα. Αντί να προκαλέσουν στον εαυτό τους και στους άλλους ενοχή, προσπερνούν αυτή την κατάσταση, όταν προκύψει, χωρίς να δημιουργούν ζήτημα.
Παρομοίως, οι άνθρωποι αυτοί δεν αγωνιούν. Οι περιστάσεις που κάνουν πολλούς ανθρώπους να τα χάνουν σπάνια επηρεάζουν τα άτομα αυτά. Δεν κάνουν προγράμματα, αλλά ούτε αναβάλλουν για το μέλλον. Αρνούνται να νιώσουν αγωνία και μένουν ανεπηρέαστοι από το άγχος που τη συνοδεύει. Δεν ξέρουν τι θα πει ανησυχία. Δεν είναι μέρος της συγκρότησής τους. Ωστόσο δεν είναι απαραίτητα ήρεμοι όλες τις στιγμές˙ είναι όμως απρόθυμοι να καταστρέψουν τις τωρινές στιγμές τους αγωνιώντας για μελλοντικά πράγματα που δεν μπορούν να ελέγξουν. Είναι απόλυτα προσανατολισμένοι στην τωρινή στιγμή κι ένας εσωτερικός δείκτης φαίνεται να τους θυμίζει πως η αγωνία τους πρέπει να ‘ναι για την τωρινή στιγμή, μια που η ανησυχία από μόνη της είναι ένας πολύ ανόητος τρόπος ζωής.
Οι άνθρωποι αυτοί ζουν τώρα, όχι στο παρελθόν ή το μέλλον. Δεν απειλούνται από το άγνωστο κι αναζητούν εμπειρίες νέες κι ασυνήθιστες. Αγαπούν το διφορούμενο. Γεύονται το τώρα, την κάθε στιγμή, ξέροντας πολύ καλά πως πραγματικά μόνο αυτό υπάρχει. Δεν κάνουν σχέδια για ένα μελλοντικό γεγονός κι ούτε περνούν το χρόνο τους αδρανείς αναμένοντάς το. Οι στιγμές που παρεμβάλλονται στα γεγονότα έχουν γι’ αυτούς τόση ζωή όση και τα ίδια τα γεγονότα˙ η ικανότητά τους να αντλούν κάθε δυνατή απόλαυση απ’ την καθημερινή ζωή είναι αξιοθαύμαστη. Δεν είναι αναβλητικοί,επιφυλασσόμενοι για μια ευνοϊκότερη μέρα, κι ενώ η κουλτούρα μας δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά τους, οι ίδιοι δεν κινδυνεύουν από καμιά αυτοεπιτίμηση. Απολαμβάνουν ευτυχισμένοι το τώρα κι όταν ένα μελλοντικό τώρα έρχεται, το απολαμβάνουν εξίσου. Πάντα χαίρονται γιατί απλούστατα καταλαβαίνουν πόσο ανόητο είναι να περιμένεις κάτι για να χαρείς. Είναι ένας φυσικός τρόπος ζωής, που μοιάζει πολύ με τον τρόπο ζωής των παιδιών και των ζώων. Σπεύδουν v’ αδράξουν την απόλαυση της τωρινής στιγμής, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι σπαταλούν τη ζωή τους περιμένοντας ανταλλάγματα, που ποτέ δεν είναι ικανοί να πάρουν.
Αυτοί οι υγιείς άνθρωποι είναι εκπληκτικά ανεξάρτητοι. Έφυγαν από την οικογενειακή φωλιά κι ενώ πιθανόν τρέφουν ένα δυνατό συναίσθημα αγάπης κι αφοσίωσης γι’ αυτή, θεωρούν την ανεξαρτησία σ’ όλες τις σχέσεις ανώτερη απ’ την εξάρτηση. Προφυλάσσουν την ίδια τους την ελευθερία από τις προσδοκίες. οι σχέσεις τους οικοδομούνται πάνω στον αμοιβαίο σεβασμό του δικαιώματος καθενός να παίρνει αποφάσεις για λογαριασμό του. Η αγάπη τους δεν συνεπάγεται επιβολή αξιών στο αγαπημένο πρόσωπο. Δίνουν μεγάλη αξία στην ανάγκη γι’ απομόνωση, γεγονός που ίσως κάνει τους άλλους να νιώθουν παραγκωνισμένοι κι απαρνημένοι. Θέλουν να είναι μόνοι πότε πότε και κάνουν τα πάντα για να εξασφαλίσουν την προστασία της μοναχικότητάς τους. Δεν θα δείτε αυτοί οι άνθρωποι να έχουν πολλές ερωτικές σχέσεις. Είναι επιλεκτικοί στον έρωτά τους, αλλά αγαπούν βαθιά και τρυφερά. Απολαμβάνουν τους άλλους και θέλουν να είναι κοντά τους, επιθυμούν όμως κι οι άλλοι να τους δέχονται χωρίς να δυσανασχετούν ή να αναγκάζονται. Έτσι, από τη στιγμή που θ’ αρχίσετε να υπολογίζετε σ’ αυτούς, θα ανακαλύψετε ότι αποχωρούν, κατ’ αρχάς συναισθηματικά κι ύστερα ως παρουσίες. Σε μια ώριμη σχέση αρνούνται την εξάρτηση απ’ όποια πλευρά κι αν προέρχεται. Στα παιδιά τους προσφέρουν το πρότυπο ενός προσώπου όλο φροντίδα, ενθαρρύνουν όμως και την αυτενέργεια σχεδόν απ’ την πρώτη στιγμή, προσφέροντας συνεχώς μεγάλη αγάπη.
Η αναζήτηση της έγκρισης σ’ αυτούς τους ευτυχισμένους, ολοκληρωμένους ανθρώπους είναι κάτι ασυνήθιστο. Μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την έγκριση ή την επιδοκιμασία των άλλων. Δεν επιδιώκουν τιμές, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη γνώμη των άλλων, αδιαφορώντας σχεδόν αν οι άλλοι εγκρίνουν τα λόγια τους ή τις πράξεις τους. Δεν προσπαθούν να καταπλήξουν τους άλλους ή να κερδίσουν την έγκρισή τους. Κατευθύνονται τόσο πολύ από τον εαυτό τους, ώστε κυριολεκτικά δεν τους ενδιαφέρει πώς θ’ αξιολογήσουν οι άλλοι τη συμπεριφορά τους. Δεν παραλείπουν να επιδοκιμάσουν και να εγκρίνουν˙ απλούστατα οι ίδιοι δεν φαίνεται να χρειάζονται όλα αυτά. Είναι μάλλον απότομοι μες στην ευθύτητά τους, γιατί δεν χρησιμοποιούν προσεκτικά επιλεγμένες φράσεις για ν’ αρέσουν στους άλλους. Αν θέλετε να ξέρετε τι σκέφτονται, δεν έχετε παρά να τους ακούσετε να μιλούν. Αντίθετα, αν εσείς πείτε κάτι γι’ αυτούς, δεν θα καταρρεύσουν ούτε θ’ ακινητοποιηθούν. Θα δεχθούν τις παρατηρήσεις σας, θα τις επεξεργαστούν με βάση τις δικές τους αξίες και θα τις χρησιμοποιήσουν ως στοιχεία της ωρίμανσής τους. Δεν έχουν ανάγκη να αγαπιούνται από κανένα, ούτε και μένουν προσκολλημένοι στην παράλογη επιθυμία να εγκρίνουν οι άλλοι καθετί που κάνουν. Αναγνωρίζουν ότι πάντα θα σκοντάφτουν πάνω στην επιτίμηση. Διαφέρουν ακόμη ως προς την ικανότητα τους να λειτουργήσουν σύμφωνα με τον εαυτό τους παρά σύμφωνα με εξωτερικές υπαγορεύσεις
Καθώς παρατηρείτε αυτούς τους χαρακτήρες, θα διαπιστώσετε την έλλειψη καθωσπρεπισμού. Δεν είναι επαναστάτες, αλλά δεν διστάζουν να επιλέξουν αυτό που θέλουν, έστω κι αν έτσι έρχονται σε σύγκρουση μ’ ό,τι κάνουν όλοι οι άλλοι. Είναι σε θέση ν’ αγνοούν ασήμαντους κανόνες, όταν δεν έχουν κανένα νόημα κι ήρεμα σηκώνουν τους ώμους στις μικροσυμβατικότητες που, ωστόσο, αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της ζωής τόσων άλλων ανθρώπων. Δεν συχνάζουν σε κοκτέιλ-πάρτι, ούτε παίρνουν μέρος σε ανούσιες συζητήσεις, επειδή αυτό απαιτεί η ευγένεια. Είναι ο εαυτός τους˙ κι ενώ θεωρούν την κοινωνία ένα σημαντικό τμήμα της ζωής τους, αρνούνται να κυβερνηθούν απ’ αυτή ή να γίνουν σκλάβοι της. Δεν επιτίθενται βίαια, αλλά ξέρουν βαθιά μέσα τούς πότε ν’ αγνοούν την κοινωνία και λειτουργούν με σωφροσύνη και λογική.Ξέρουν να γελούν και να προκαλούν το γέλιο. Ανακαλύπτουν παντού το χιούμορ και μπορούν να γελάσουν με τις πιο ανόητες, αλλά και με τις πιο σοβαρές περιστάσεις. Τους αρέσει να κάνουν τους άλλους να γελούν και είναι εξαιρετικοί χιουμορίστες. Δεν πρόκειται για σοβαρούς, βλοσυρούς τύπους, που πορεύονται μες στις δυσκολίες της ζωής με παγερή έκφραση. Αντίθετα, είναι άνθρωποι της δράσης, τους οποίους οι άλλοι συχνά περιφρονούν επειδή φέρονται εύθυμα σε λάθος στιγμές. Το χιούμορ τους ωστόσο δεν είναι ποτέ επιθετικό˙και ουδέποτε χρησιμοποιούν τη γελοιοποίηση για να προκαλέσουν γέλιο. Δεν γελούν με τους ανθρώπους, γελούν συντροφιά με τους ανθρώπους. Γελούν με τη ζωή και τη βλέπουν ως κάτι πολύ διασκεδαστικό, παρ’ όλο που είναι πολύ προσεκτικοί στις επιδιώξεις τους. Όταν στέκονται και παρατηρούν τη ζωή, ξέρουν ότι δεν έχουν να πάνε κάπου συγκεκριμένα κι είναι ικανοί να χαρούν και να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα όπου κι οι άλλοι θα διαλέξουν τη χαρά. Είναι ωραίο να τους έχεις γύρω σου.
Παρομοίως, οι άνθρωποι αυτοί δεν αγωνιούν. Οι περιστάσεις που κάνουν πολλούς ανθρώπους να τα χάνουν σπάνια επηρεάζουν τα άτομα αυτά. Δεν κάνουν προγράμματα, αλλά ούτε αναβάλλουν για το μέλλον. Αρνούνται να νιώσουν αγωνία και μένουν ανεπηρέαστοι από το άγχος που τη συνοδεύει. Δεν ξέρουν τι θα πει ανησυχία. Δεν είναι μέρος της συγκρότησής τους. Ωστόσο δεν είναι απαραίτητα ήρεμοι όλες τις στιγμές˙ είναι όμως απρόθυμοι να καταστρέψουν τις τωρινές στιγμές τους αγωνιώντας για μελλοντικά πράγματα που δεν μπορούν να ελέγξουν. Είναι απόλυτα προσανατολισμένοι στην τωρινή στιγμή κι ένας εσωτερικός δείκτης φαίνεται να τους θυμίζει πως η αγωνία τους πρέπει να ‘ναι για την τωρινή στιγμή, μια που η ανησυχία από μόνη της είναι ένας πολύ ανόητος τρόπος ζωής.
Οι άνθρωποι αυτοί ζουν τώρα, όχι στο παρελθόν ή το μέλλον. Δεν απειλούνται από το άγνωστο κι αναζητούν εμπειρίες νέες κι ασυνήθιστες. Αγαπούν το διφορούμενο. Γεύονται το τώρα, την κάθε στιγμή, ξέροντας πολύ καλά πως πραγματικά μόνο αυτό υπάρχει. Δεν κάνουν σχέδια για ένα μελλοντικό γεγονός κι ούτε περνούν το χρόνο τους αδρανείς αναμένοντάς το. Οι στιγμές που παρεμβάλλονται στα γεγονότα έχουν γι’ αυτούς τόση ζωή όση και τα ίδια τα γεγονότα˙ η ικανότητά τους να αντλούν κάθε δυνατή απόλαυση απ’ την καθημερινή ζωή είναι αξιοθαύμαστη. Δεν είναι αναβλητικοί,επιφυλασσόμενοι για μια ευνοϊκότερη μέρα, κι ενώ η κουλτούρα μας δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά τους, οι ίδιοι δεν κινδυνεύουν από καμιά αυτοεπιτίμηση. Απολαμβάνουν ευτυχισμένοι το τώρα κι όταν ένα μελλοντικό τώρα έρχεται, το απολαμβάνουν εξίσου. Πάντα χαίρονται γιατί απλούστατα καταλαβαίνουν πόσο ανόητο είναι να περιμένεις κάτι για να χαρείς. Είναι ένας φυσικός τρόπος ζωής, που μοιάζει πολύ με τον τρόπο ζωής των παιδιών και των ζώων. Σπεύδουν v’ αδράξουν την απόλαυση της τωρινής στιγμής, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι σπαταλούν τη ζωή τους περιμένοντας ανταλλάγματα, που ποτέ δεν είναι ικανοί να πάρουν.
Αυτοί οι υγιείς άνθρωποι είναι εκπληκτικά ανεξάρτητοι. Έφυγαν από την οικογενειακή φωλιά κι ενώ πιθανόν τρέφουν ένα δυνατό συναίσθημα αγάπης κι αφοσίωσης γι’ αυτή, θεωρούν την ανεξαρτησία σ’ όλες τις σχέσεις ανώτερη απ’ την εξάρτηση. Προφυλάσσουν την ίδια τους την ελευθερία από τις προσδοκίες. οι σχέσεις τους οικοδομούνται πάνω στον αμοιβαίο σεβασμό του δικαιώματος καθενός να παίρνει αποφάσεις για λογαριασμό του. Η αγάπη τους δεν συνεπάγεται επιβολή αξιών στο αγαπημένο πρόσωπο. Δίνουν μεγάλη αξία στην ανάγκη γι’ απομόνωση, γεγονός που ίσως κάνει τους άλλους να νιώθουν παραγκωνισμένοι κι απαρνημένοι. Θέλουν να είναι μόνοι πότε πότε και κάνουν τα πάντα για να εξασφαλίσουν την προστασία της μοναχικότητάς τους. Δεν θα δείτε αυτοί οι άνθρωποι να έχουν πολλές ερωτικές σχέσεις. Είναι επιλεκτικοί στον έρωτά τους, αλλά αγαπούν βαθιά και τρυφερά. Απολαμβάνουν τους άλλους και θέλουν να είναι κοντά τους, επιθυμούν όμως κι οι άλλοι να τους δέχονται χωρίς να δυσανασχετούν ή να αναγκάζονται. Έτσι, από τη στιγμή που θ’ αρχίσετε να υπολογίζετε σ’ αυτούς, θα ανακαλύψετε ότι αποχωρούν, κατ’ αρχάς συναισθηματικά κι ύστερα ως παρουσίες. Σε μια ώριμη σχέση αρνούνται την εξάρτηση απ’ όποια πλευρά κι αν προέρχεται. Στα παιδιά τους προσφέρουν το πρότυπο ενός προσώπου όλο φροντίδα, ενθαρρύνουν όμως και την αυτενέργεια σχεδόν απ’ την πρώτη στιγμή, προσφέροντας συνεχώς μεγάλη αγάπη.
Η αναζήτηση της έγκρισης σ’ αυτούς τους ευτυχισμένους, ολοκληρωμένους ανθρώπους είναι κάτι ασυνήθιστο. Μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την έγκριση ή την επιδοκιμασία των άλλων. Δεν επιδιώκουν τιμές, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη γνώμη των άλλων, αδιαφορώντας σχεδόν αν οι άλλοι εγκρίνουν τα λόγια τους ή τις πράξεις τους. Δεν προσπαθούν να καταπλήξουν τους άλλους ή να κερδίσουν την έγκρισή τους. Κατευθύνονται τόσο πολύ από τον εαυτό τους, ώστε κυριολεκτικά δεν τους ενδιαφέρει πώς θ’ αξιολογήσουν οι άλλοι τη συμπεριφορά τους. Δεν παραλείπουν να επιδοκιμάσουν και να εγκρίνουν˙ απλούστατα οι ίδιοι δεν φαίνεται να χρειάζονται όλα αυτά. Είναι μάλλον απότομοι μες στην ευθύτητά τους, γιατί δεν χρησιμοποιούν προσεκτικά επιλεγμένες φράσεις για ν’ αρέσουν στους άλλους. Αν θέλετε να ξέρετε τι σκέφτονται, δεν έχετε παρά να τους ακούσετε να μιλούν. Αντίθετα, αν εσείς πείτε κάτι γι’ αυτούς, δεν θα καταρρεύσουν ούτε θ’ ακινητοποιηθούν. Θα δεχθούν τις παρατηρήσεις σας, θα τις επεξεργαστούν με βάση τις δικές τους αξίες και θα τις χρησιμοποιήσουν ως στοιχεία της ωρίμανσής τους. Δεν έχουν ανάγκη να αγαπιούνται από κανένα, ούτε και μένουν προσκολλημένοι στην παράλογη επιθυμία να εγκρίνουν οι άλλοι καθετί που κάνουν. Αναγνωρίζουν ότι πάντα θα σκοντάφτουν πάνω στην επιτίμηση. Διαφέρουν ακόμη ως προς την ικανότητα τους να λειτουργήσουν σύμφωνα με τον εαυτό τους παρά σύμφωνα με εξωτερικές υπαγορεύσεις
Καθώς παρατηρείτε αυτούς τους χαρακτήρες, θα διαπιστώσετε την έλλειψη καθωσπρεπισμού. Δεν είναι επαναστάτες, αλλά δεν διστάζουν να επιλέξουν αυτό που θέλουν, έστω κι αν έτσι έρχονται σε σύγκρουση μ’ ό,τι κάνουν όλοι οι άλλοι. Είναι σε θέση ν’ αγνοούν ασήμαντους κανόνες, όταν δεν έχουν κανένα νόημα κι ήρεμα σηκώνουν τους ώμους στις μικροσυμβατικότητες που, ωστόσο, αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της ζωής τόσων άλλων ανθρώπων. Δεν συχνάζουν σε κοκτέιλ-πάρτι, ούτε παίρνουν μέρος σε ανούσιες συζητήσεις, επειδή αυτό απαιτεί η ευγένεια. Είναι ο εαυτός τους˙ κι ενώ θεωρούν την κοινωνία ένα σημαντικό τμήμα της ζωής τους, αρνούνται να κυβερνηθούν απ’ αυτή ή να γίνουν σκλάβοι της. Δεν επιτίθενται βίαια, αλλά ξέρουν βαθιά μέσα τούς πότε ν’ αγνοούν την κοινωνία και λειτουργούν με σωφροσύνη και λογική.Ξέρουν να γελούν και να προκαλούν το γέλιο. Ανακαλύπτουν παντού το χιούμορ και μπορούν να γελάσουν με τις πιο ανόητες, αλλά και με τις πιο σοβαρές περιστάσεις. Τους αρέσει να κάνουν τους άλλους να γελούν και είναι εξαιρετικοί χιουμορίστες. Δεν πρόκειται για σοβαρούς, βλοσυρούς τύπους, που πορεύονται μες στις δυσκολίες της ζωής με παγερή έκφραση. Αντίθετα, είναι άνθρωποι της δράσης, τους οποίους οι άλλοι συχνά περιφρονούν επειδή φέρονται εύθυμα σε λάθος στιγμές. Το χιούμορ τους ωστόσο δεν είναι ποτέ επιθετικό˙και ουδέποτε χρησιμοποιούν τη γελοιοποίηση για να προκαλέσουν γέλιο. Δεν γελούν με τους ανθρώπους, γελούν συντροφιά με τους ανθρώπους. Γελούν με τη ζωή και τη βλέπουν ως κάτι πολύ διασκεδαστικό, παρ’ όλο που είναι πολύ προσεκτικοί στις επιδιώξεις τους. Όταν στέκονται και παρατηρούν τη ζωή, ξέρουν ότι δεν έχουν να πάνε κάπου συγκεκριμένα κι είναι ικανοί να χαρούν και να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα όπου κι οι άλλοι θα διαλέξουν τη χαρά. Είναι ωραίο να τους έχεις γύρω σου.
Είναι άνθρωποι που δέχονται τον εαυτό τους χωρίς παράπονα. Ξέρουν ότι είναι ανθρώπινα πλάσματα και άρα έχουν ορισμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αναγνωρίζουν ότι έχουν μια συγκεκριμένη εμφάνιση και την αποδέχονται. Είτε είναι ψηλοί ή κοντοί, το ίδιο κάνει. Η φαλάκρα είναι εξίσου ωραία με τα πολλά μαλλιά. Μπορούν να ανεχθούν τον ιδρώτα τους! Δεν παραποιούν τη σωματική τους εμφάνιση. Αποδέχονται τον εαυτό τους και γι’ αυτό είναι πολύ φυσικοί. Δεν κρύβονται πίσω από τίποτε επίπλαστο ή τεχνητό, ούτε απολογούνται γι’ αυτό που είναι. Δεν καταλαβαίνουν πώς καθετί ανθρώπινο μπορεί να είναι προσβλητικό. Αγαπούν τον εαυτό τους και τον δέχονται όπως είναι. Κατά τον ίδιο τρόπο, αποδέχονται τη φύση γι’ αυτό που είναι, αντί να επιθυμούν να ‘ναι διαφορετική. Δεν παραπονιούνται ποτέ για πράγματα που δεν είναι δυνατόν να αλλάξουν, όπως ο καύσωνας, οι καταιγίδες ή το κρύο. Αποδέχονται τον εαυτό τους και τον κόσμο έτσι όπως είναι. Καμιά προσποίηση, κανένα παράπονο, απλώς αποδοχή. Παρατηρήστε τους χρόνια ολόκληρα και δεν θα τους ακούσετε ποτέ ν’ αυτοαποδοκιμάζονται ή να εύχονται κάτι. Θα δείτε ανθρώπους της δράσης να δρουν. Θα δείτε πως αντιλαμβάνονται τον κόσμο έτσι όπως είναι, σαν το παιδί που δέχεται το φυσικό κόσμο κι απολαμβάνει όλη του την αξία.
Εκτιμούν πολύ το φυσικό κόσμο. Αγαπούν να ζουν στο ύπαιθρο, στη φύση και αποζητούν καθετί ανόθευτο και αυθεντικό. Αγαπούν ιδιαίτερα τα βουνά, τα ηλιοβασιλέματα, τους ποταμούς, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα ζώα και γενικώς όλη την πανίδα και χλωρίδα. Είναι φυσιολάτρες, ανεπιτήδευτοι, απλοί και αγαπούν τη φυσικότητα του σύμπαντος. Δεν αποζητούν νυχτερινά κέντρα, πάρτι, λέσχες, αίθουσες γεμάτες καπνό και τα παρόμοια, παρ’ ότι είναι σίγουρα ικανοί να λειτουργήσουν στον κόσμο των ανθρώπων. Βρίσκουν γαλήνη στη φύση. Μπορούν να εκτιμήσουν αυτά που οι άλλοι θεωρούν βαρετά. Δεν κουράζονται ποτέ με ένα ηλιοβασίλεμα ή με μία βόλτα στο δάσος. Ένα πουλί που πετάει είναι μια υπέροχη εικόνα που μπορούν να την παρατηρούν αδιάκοπα. Μια κάμπια είναι εξίσου θαυμαστή με μια γάτα που γεννά. Διαρκώς εκφράζουν αυθόρμητα το θαυμασμό τους. Μερικοί μπορεί να το θεωρήσουν αυτό επίπλαστο, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τη γνώμη των άλλων. Είναι πολύ απασχολημένοι, με την αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων τούς για την ολοκλήρωση της τωρινής στιγμής.
Έχουν βαθιά γνώση της συμπεριφοράς των άλλων κι αυτό που σ’ άλλους φαίνεται πολύπλοκο και ανεξιχνίαστο, αυτοί το αντιλαμβάνονται και το κατανοούν. Τα προβλήματα που ακινητοποιούν τόσους άλλους αυτοί συχνά τα αντιμετωπίζουν ως ασήμαντες μόνο ενοχλήσεις. Αυτή η συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα προβλήματα τους κάνει ικανούς να ξεπερνούν εμπόδια πού οι άλλοι θεωρούν αξεπέραστα. Γνωρίζουν τον εαυτό τους και καταλαβαίνουν αμέσως τι προσπαθούν οι άλλοι να τους κάνουν. Έτσι σηκώνουν τους ώμους και τους αγνοούν, ενώ οι άλλοι θυμώνουν κι ακινητοποιούνται. Ποτέ δεν βρίσκονται σε σύγχυση, ούτε αιφνιδιάζονται˙ ό,τι σε πολλούς άλλους φαίνεται μπερδεμένο ή αξεδιάλυτο, εκείνοι συχνά τ’ αντιμετωπίζουν ως μια απλή κατάσταση, έχοντας έτοιμες λύσεις. Δεν επικεντρώνονται στα προβλήματα του συναισθηματικού τους κόσμου. Γ’ αυτούς τους ανθρώπους ένα πρόβλημα είναι υπαρκτό μόνο ως εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί παρά ως αντανάκλαση αυτού που είναι ή δεν είναι τα άτομα. Η αυταξία τους εδρεύει μέσα τους κι έτσι οποιαδήποτε εξωτερικά ενδιαφέροντα μπορούν μάλλον ν’ αντιμετωπιστούν αντικειμενικά, παρά σαν μία οποιαδήποτε απειλή της αξίας τους. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που δύσκολα το αντιλαμβανόμαστε, μια που οι περισσότεροι άνθρωποι εύκολα απειλούνται από εξωτερικά γεγονότα, ιδέες ή ανθρώπους. Αλλά τα υγιή, ανεξάρτητα άτομα δεν ξέρουν τι θα πει απειλή κι αυτό το χαρακτηριστικό τούς μπορεί να τους κάνει απειλητικούς για τους άλλους.
Ποτέ δεν μπλέκουν σε ανώφελους καβγάδες. Δεν είναι τυχοδιώκτες, πού περνούν εύκολα από τη μια ιδέα στην άλλη, για να αποκτήσουν αξία οι ίδιοι. Αν ο αγώνας συμβάλλει στην αλλαγή, τότε θ’ αγωνιστούν, αλλά ποτέ δε θα το κάνουν αν το θεωρήσουν ανώφελο. Δεν είναι μάρτυρες,αλλά άνθρωποι της δράσης, που πάντα βοηθούν τους άλλους. Καταπιάνονται σχεδόν πάντα με ό,τι κάνει τη ζωή των άλλων πιο ευχάριστη και πιο ανεκτή. Είναι πολεμιστές στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αλλαγών κι ωστόσο δεν παίρνουν τις έγνοιες του αγώνα τους στο κρεβάτι μαζί τούς κάθε βράδυ, γεγονός που θα δημιουργούσε έλκη, καρδιοπάθειες και άλλες σωματικές διαταραχές. Δεν μπορεί παρά να πρωτοτυπήσουν. Συχνά ούτε καν προσέχουν τις φυσικές διαφορές που υπάρχουν στους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των φυλετικών, εθνικών, σωματικών και φύλου. Δεν είναι επιφανειακοί ούτε κρίνουν τους άλλους απ’ την εμφάνισή τους. Παρ’ όλο πού μπορεί να φαίνονται εγωιστές, ξοδεύουν πολύ χρόνο στην υπηρεσία των άλλων. Γιατί; Επειδή έτσι τους αρέσει.
Δεν είναι φιλάσθενοι. Δεν πιστεύουν πως ένα κρυολόγημα ή ένας πονοκέφαλος μπορεί να τους ακινητοποιήσει. Πιστεύουν στην ικανότητα τους να απαλλαγούν από τέτοιες αρρώστιες, και ποτέ δεν τριγυρνούν λέγοντας πόσο άσχημα νιώθουν, πόσο κουρασμένοι είναι ή τι αρρώστιες πέρασαν πρόσφατα. Ωστόσο φροντίζουν το σώμα τους. Αγαπούν τον εαυτό τους και κατά συνέπεια τρώνε καλά, γυμνάζονται τακτικά (ως τρόπος ζωής) κι αρνούνται να υποκύψουν σε ασθένειες που κάνουν τους ανθρώπους αδύναμους για κάποιο χρονικό διάστημα. Τους αρέσει να ζουν καλά κι αυτό κάνουν.
Ένα άλλο σταθερό χαρακτηριστικό αυτών των ολοκληρωμένων ατόμων είναι η εντιμότητα. Δεν αντιδρούν ποτέ αόριστα ή με υπεκφυγές, δεν προσποιούνται ούτε λένε ψέματα. Βλέπουν το ψέμα ως διαστρέβλωση της πραγματικότητάς τους και αρνούνται να υιοθετήσουν μια συμπεριφορά αυταπάτης. Παρ’ όλο που είναι μοναδικοί άνθρωποι θα αποφύγουν την κάθε διαστρέβλωση για να προστατέψουν τους άλλους. Ξέρουν ότι έχουν την ευθύνη του κόσμου τους όπως κι οι άλλοι. Έτσι, συχνά συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπουν στους άλλους να πάρουν τις αποφάσεις τους. Ασχολούνται αποτελεσματικά με τα πράγματα όπως είναι, παρά όπως θα τα ήθελαν.
Δεν κατηγορούν τους άλλους, Η προσωπικότητά τους είναι εσωτερικά προσανατολισμένη κι αρνούνται ν’ αποδώσουν ευθύνες στους άλλους γι’ αυτό που οι ίδιοι είναι. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν σπαταλούν το χρόνο τους σχολιάζοντας τους άλλους ούτε επικεντρώνονται στις πράξεις κάποιου άλλου. Δεν μιλούν για τους άλλους, μιλούν με τους άλλους. Δεν κατηγορούν τους άλλους, αλλά βοηθούν αυτούς και τους εαυτούς τους να αποδώσουν την ευθύνη εκεί όπου ανήκει. Δεν κουτσομπολεύουν κι ούτε διαδίδουν κακές πληροφορίες. Είναι τόσο απασχολημένοι με την αποδοτικότητά τους ώστε δεν έχουν καιρό για τις μικροπρέπειες που γεμίζουν τη ζωή τόσων ανθρώπων. Οι άνθρωποι της δράσης δρουν. Οι επικριτές κατηγορούν και παραπονιούνται. Τα άτομα αυτά ελάχιστα ενδιαφέρονται για την τάξη, την οργάνωση ή το σύστημα στο οποίο ζουν. Έχουν αυτοπειθαρχία, αλλά δεν έχουν την ανάγκη να προσαρμόσουν ανθρώπους και πράγματα στις δικές τους αντιλήψεις. Δεν έχουν «πρέπει» για τους άλλους.
Αναγνωρίζουν στον καθένα το δικαίωμα της επιλογής και θεωρούν τα μικροπράγματα που τρελαίνουν τους άλλους απλώς ως αποτελέσματα της απόφασης κάποιου άλλου. Δεν αντιλαμβάνονται τον κόσμο με κάποια συγκεκριμένη μορφή ύπαρξης. Δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με την καθαριότητα ή την τάξη. Υπάρχουν μ’ ένα λειτουργικό τρόπο κι αν κάτι δεν ταιριάζει με τις προτιμήσεις τους κι αυτό ακόμη το βρίσκουν «εντάξει». Γι’ αυτούς, λοιπόν, η οργάνωση είναι μάλλον μέσον, παρά αυτοσκοπός. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει αυτή η νεύρωση της οργανωτικότητας, είναι δημιουργικοί. Κάνουν (κι απολαμβάνουν) καθετί το ενδιαφέρον με το δικό τους, μοναδικό τρόπο, είτε πρόκειται για ένα πιάτο σούπας, το γράψιμο μιας έκθεσης ή το κούρεμα τον γρασιδιού. Θέτουν τη φαντασία τους στην υπηρεσία της δράσης με αποτέλεσμα να προσεγγίζουν δημιουργικά καθετί. Δεν κάνουν τίποτε μ’ έναν καθορισμένο τρόπο. Δεν συμβουλεύονται εγχειρίδια ούτε ρωτούν ειδικούς˙ απλούστατα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα όπως νομίζουν καλύτερα. Αυτό είναι η δημιουργικότητα και όλοι τους ανεξαιρέτως την έχουν.
Είναι άνθρωποι με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ενέργειας. Φαίνονται να χρειάζονται λιγότερο ύπνο κι ωστόσο είναι ενθουσιασμένοι με τη ζωή. Δρουν και είναι υγιείς. Μπορούν να διαθέσουν τεράστια ενεργητικότητα για την εκπλήρωση ενός στόχου, επειδή οι ίδιοι το επέλεξαν ως μια δραστηριότητα ολοκλήρωσης της τωρινής τους στιγμής. Η ενεργητικότητά τους δεν είναι υπερφυσική˙ είναι απλώς απόρροια της αγάπης για τη ζωή και για όλες τις δραστηριότητές της. Δεν ξέρουν τι θα πει πλήξη. Όλα τα γεγονότα της ζωής προσφέρουν ευκαιρίες για δράση, σκέψη, συναίσθημα και ζωντάνια και ξέρουν πώς να διοχετεύουν την ενεργητικότητά τους σ’ αυτά. Αν τους έκλειναν φυλακή, θα χρησιμοποιούσαν κι εκεί το πνεύμα τους με δημιουργικό τρόπο για να μην παραλύσουν από την έλλειψη ενδιαφερόντων.
Πλήξη δεν υπάρχει στη ζωή τους, επειδή χρησιμοποιούν την ενεργεία, που και άλλοι διαθέτουν, με τρόπο παραγωγικό για τον εαυτό τους.Είναι ορμητικά περίεργοι. Ποτέ δεν ξέρουν πολλά. Αναζητούν συνεχώς και Θέλουν να μαθαίνουν σε κάθε τωρινή στιγμή της ζωής τους. Δεν ενδιαφέρονται αν θα κάνουν κάτι σωστά ή λάθος. Αν δεν φέρει αποτελέσματα ή αν δεν προκύψει το κατά το δυνατόν καλύτερο, τότε το εγκαταλείπουν αντί να το συλλογίζονται προσκολλημένοι σ’ αυτό με θλίψη. Είναι αληθινοί ερευνητές, με την έννοια της μάθησης: πάντα ενθουσιάζονται γνωρίζοντας όλο και περισσότερα και πιστεύουν ότι ποτέ δεν θα είναι παντογνώστες. Αν συναναστρέφονται έναν κουρέα, θέλουν να μάθουν τα πάντα για την τέχνη του. Ποτέ δεν νιώθουν ούτε συμπεριφέρονται ως ανώτεροι, επιδεικνύοντας την αξία τους για να τους χειροκροτήσουν οι άλλοι. Μαθαίνουν ακόμη κι από τα παιδιά, από τους χρηματιστές κι από τα ζώα. Θέλουν να μάθουν περισσότερα για το τι σημαίνει να είσαι συγκολλητής μετάλλων, μάγειρος ή αντιπρόεδρος μιας εταιρείας Διδάσκονται, δεν διδάσκουν. Ποτέ δεν γνωρίζουν αρκετά και δεν ξέρουν τι σημαίνει να φέρεσαι υπεροπτικά, μια που ποτέ δεν νιώθουν έτσι. Κάθε άτομο, κάθε αντικείμενο, κάθε γεγονός αντιπροσωπεύει γι’ αυτούς μια ευκαιρία να μάθουν περισσότερα. Κι είναι ορμητικοί στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων τούς, μη περιμένοντας τη γνώση να φτάσει ως αυτούς, αλλά κυνηγώντας τη. Δεν φοβούνται να μιλήσουν σε μια σερβιτόρα, να ρωτήσουν έναν οδοντογιατρό πώς είναι να βάζεις τα χέρια σου στο στόμα κάποιου άλλου όλη μέρα, ή έναν ποιητή τι εννοεί μ’ αυτόν ή τον άλλο στίχο.
Δεν φοβούνται μήπως αποτύχουν. Στην πραγματικότητα συχνά καλωσορίζουν την αποτυχία. Δεν εξομοιώνουν την επιτυχία κάθε εγχειρήματος με την επιτυχία τους ως ανθρώπων. Αφού η αυταξία τους προέρχεται απ’ αυτούς, οποιοδήποτε εξωτερικό γεγονός αντιμετωπίζεται αντικειμενικά, ως απλώς αποδοτικό ή όχι. Ξέρουν ότι η αποτυχία είναι απλώς η γνώμη κάποιου άλλου και δεν τη φοβούνται, αφού δεν επηρεάζει την αυταξία τους. Έτσι, δοκιμάζουν τα πάντα, συμμετέχουν σε κάτι μόνο και μόνο επειδή είναι διασκεδαστικό και ποτέ δεν φοβούνται να δώσουν εξηγήσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν επιλέγουν ποτέ οποιαδήποτε έκφραση θυμού.
Χρησιμοποιώντας την ίδια λογική (και χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτούν κάθε φορά, μια που τους έχει γίνει τρόπος ζωής) δεν λένε ποτέ στον εαυτό τους ότι οι άλλοι θα έπρεπε να συμπεριφέρονται διαφορετικά κι ότι τα γεγονότα θα έπρεπε να είναι αλλιώς. Δέχονται τους άλλους όπως είναι και προσπαθούν ν’ αλλάξουν ό,τι δεν τους αρέσει. Έτσι, είναι αδύνατο να θυμώσουν, αφού δεν έχουν προσδοκίες. Είναι ικανοί να εκμηδενίσουν οποιαδήποτε αυτοκαταστροφικά συναισθήματα και να προαγάγουν τα αυτοενισχυτικά.
Αυτά τα ευτυχισμένα άτομα κατά θαυμαστό τρόπο δεν διαθέτουν αμυντικό μηχανισμό. Δεν υποκρίνονται και δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν. Δεν ντύνονται έτσι ώστε να τους εγκρίνουν οι άλλοι ούτε μεταχειρίζονται προσχήματα προκειμένου να εξηγηθούν. Είναι απλοί και φυσικοί και δεν εντυπωσιάζονται απ’ όσα μεγάλα ή μικρά κάνουν. Δεν διαφωνούν στις συζητήσεις ούτε εκνευρίζονται˙ απλούστατα δηλώνουν τη γνώμη τους, ακούν τους άλλους κι αναγνωρίζουν πόσο μάταιο είναι να προσπαθήσουν να πείσουν κάποιον να είναι όπως αυτοί. Απλώς λένε «Εντάξει, είμαστε διαφορετικοί. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε». Αρκούνται σ’ αυτό, χωρίς να χρειάζεται να βρουν ένα επιχείρημα ή να πείσουν τον αντίπαλο για το λάθος της άποψής του. Δεν φοβούνται μήπως κάνουν άσχημη εντύπωση, αλλά δεν αγωνίζονται και για το αντίθετο.
Οι αξίες τους δεν είναι τοπικές. Δεν ταυτίζονται με την οικογένεια, τη γειτονιά, την κοινότητα, την πόλη, το κράτος ή τη χώρα. Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέλη της ανθρώπινης φυλής κι ένας άνεργος Αυστριακός δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από έναν άνεργο της Καλιφόρνιας. Δεν είναι πατριώτες με την έννοια των συνόρων, αλλά βλέπουν τον εαυτό τους μάλλον ως πολίτη ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν χαίρονται βλέποντας περισσότερους εχθρούς νεκρούς, μια που ο εχθρός είναι κι αυτός ανθρώπινο πλάσμα, όπως ο σύμμαχος. Δεν δέχονται τις γραμμές που χαράζουν οι άνθρωποι για να καθορίσουν ποιος είναι δικός τους και ποιος ξένος. Υπερβαίνουν τα παραδοσιακά σύνορα, με αποτέλεσμα οι άλλοι να τους αποκαλούν συχνά επαναστάτες ή και προδότες.
Δεν έχουν ούτε ήρωες ούτε είδωλα. Αντιμετωπίζουν όλους τους ανθρώπους ως ανθρώπους και δεν αξιολογούν κανέναν περισσότερο απ’ τον εαυτό τους. Δεν απαιτούν δικαιοσύνη κάθε στιγμή. Αν κάποιος έχει περισσότερα προνόμια, το θεωρούν θετικό γι’ αυτόν, παρά λόγο για να ‘ναι αυτοί δυστυχισμένοι. Όταν έχουν κάποιον αντίπαλο, περιμένουν απ’ αυτόν να λειτουργήσει σωστά, αντί να ευχονται να κάνει κάποιο λάθος για να κερδίσουν αυτοί. Θέλουν να νικούν και να είναι αποδοτικοί επειδή το αξίζουν, όχι εξαιτίας των λαθών των άλλων. Δεν υποστηρίζουν πως όλοι είναι εξίσου προικισμένοι, αλλά πως πρέπει να ψάχνουν μέσα τους για την ευτυχία τους Δεν κρίνουν κανέναν κι ούτε χαίρονται με τη δυστυχία των άλλων. Είναι πολύ απασχολημένοι με το να υπάρχουν, ώστε δεν προσέχουν τι κάνουν οι γείτονές τους.
Το σημαντικότερο, είναι άτομα που αγαπούν τον εαυτό τους. Κάθε τους πράξη ξεκινά απ’ την επιθυμία να ωριμάσουν και πάντα μεταχειρίζονται σωστά τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει θέση για μεμψιμοιρία, αυτοαπόρριψη ή για μίσος προς τον εαυτό τους. Αν τους ρωτήσετε «Σας αρέσει ο εαυτός σας;» Θα λάβετε ως απάντηση ένα ηχηρό: «Φυσικά και μ’ αρέσει!» Είναι, πραγματικά, σπάνια πουλιά. Κάθε μέρα τούς είναι μια απόλαυση. Τη ζουν σωστά και χαίρονται όλες τις τωρινές στιγμές τους. Δεν είναι απαλλαγμένοι από προβλήματα, αλλά από τη συναισθηματική ακινησία που αυτά έχουν ως συνέπεια. Μέτρο της ψυχικής τους υγείας δεν είναι αν θα σκοντάψουν, αλλά τι θα κάνουν όταν σκοντάψουν. Θα μείνουν εκεί που έπεσαν και θα θρηνολογούν γι’ αυτό; Όχι, θα σηκωθούν. Θα τινάξουν τη σκόνη από,πάνω τους και θα εξακολουθούν να χαίρονται τη ζωή.
Μπορείς να αγοράσεις τα πάντα εκτός από τη γνώση
Παρά τις τεράστιες αυτές δυσκολίες τις οποίες ανέφερα, εξακολουθώ να θεωρώ πως η κουλτούρα μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο ενάντια στην επικρατούσα λογική του ωφελιμισμού, μια μορφή αντίστασης ενάντια στη δικτατορία του κέρδους και των εγωισμών. Και αυτό για τουλάχιστον τρεις λόγους.
Ο πρώτος: Διότι με τα χρήματα μπορείς να αγοράσεις τα πάντα εκτός από τη γνώση. Από τους βουλευτές μέχρι τους δικαστές, από την εξουσία μέχρι την επιτυχία, το καθετί έχει την τιμή του.
Όχι όμως η γνώση: Το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις για να μάθεις είναι εντελώς άλλου είδους.
Ακόμη και μια λευκή επιταγή δεν θα μπορέσει ποτέ να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μηχανιστικά ό,τι είναι αποκλειστικός καρπός ατομικής προσπάθειας και αστείρευτου πάθους. Κανείς, εν ολίγοις, δεν μπορεί να διανύσει στη θέση μας εκείνη την επίπονη πορεία που μας οδηγεί στη μάθηση.
Ο πρώτος: Διότι με τα χρήματα μπορείς να αγοράσεις τα πάντα εκτός από τη γνώση. Από τους βουλευτές μέχρι τους δικαστές, από την εξουσία μέχρι την επιτυχία, το καθετί έχει την τιμή του.
Όχι όμως η γνώση: Το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις για να μάθεις είναι εντελώς άλλου είδους.
Ακόμη και μια λευκή επιταγή δεν θα μπορέσει ποτέ να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μηχανιστικά ό,τι είναι αποκλειστικός καρπός ατομικής προσπάθειας και αστείρευτου πάθους. Κανείς, εν ολίγοις, δεν μπορεί να διανύσει στη θέση μας εκείνη την επίπονη πορεία που μας οδηγεί στη μάθηση.
Χωρίς σημαντικά εσωτερικά κίνητρα, ακόμη και το πιο σπουδαίο πτυχίο που έχει αποκτηθεί με χρήματα δε θα μας προσφέρει καμιά αληθινή γνώση και δεν θα ευνοήσει καμιά αληθινή γνώση δε θα ευνοήσει καμιά αληθινή μεταμόρφωση του πνεύματος.
Ήδη ο Σωκράτης το είχε εξηγήσει στον Αγάθωνα όταν, στο Συμπόσιο, αμφισβητεί την ιδέα πως η γνώση μπορεί να μεταδοθεί μηχανιστικά από το ένα ανθρώπινο ον στο άλλο, όπως το νερό που μεταγγίζεται ρέοντας μέσω μιας κλωστής από ένα γεμάτο δοχείο σε ένα άδειο:
Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από τον περισσότερον γεμάτον εις το περισσότερον αδειανόν, όταν εγγίζη ο ένας τον άλλον, όπως το νερό εις τα ποτήρια που μεταγγίζεται με την κλωστή από γεμισμένον εις το αδειανόν.
Πλάτωνος, Συμπόσιον
Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από τον περισσότερον γεμάτον εις το περισσότερον αδειανόν, όταν εγγίζη ο ένας τον άλλον, όπως το νερό εις τα ποτήρια που μεταγγίζεται με την κλωστή από γεμισμένον εις το αδειανόν.
Πλάτωνος, Συμπόσιον
Ηρόστρατος: Δίψα για δόξα
Ο Ηρόστρατος ήταν αρχαίος Έλληνας, παροιμιώδης εμπρηστής από την Έφεσο.
Πολύ λίγα είναι γνωστά για την ζωή του Ηρόστρατου, εκτός από το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένα από τα κατώτερα μέλη της κοινωνίας της Εφέσου, δηλαδή ένας μή-Εφέσιος ή ακόμη και σκλάβος.
Όπως είχε δηλώσει, προκειμένου να μείνει το όνομά του στην Ιστορία, έφθασε στο σημείο να πυρπολήσει, το περίφημο Αρτεμίσιο, δηλαδή τον Ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο (θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου).Κατά την παράδοση, όπως αναφέρουν στα λατινικά ο Κικέρων στο Περί φύσεως θεών (nat. deor. 2,69) και στο Περί μαντικής (div. 1,47), στα ελληνικά ο Πλούταρχος στους Παράλληλους Βίους (Αλέξανδρος, 3), την ίδια νύκτα της πυρπόλησης αυτής γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, δηλαδή στις 21 Ιουλίου του 356 π.Χ.
Οι Εφέσιοι τον συνέλαβαν και μετά από βασανισμό στον τροχό αυτός παραδέχτηκε την ενοχή του καθώς και τον λόγο για τον οποίον το έκανε, δηλαδή για να διαδοθεί το όνομά του σε όλον τον κόσμο.
Στην συνέχεια τον θανάτωσαν και απαγόρευσαν τη μνεία του, τιμωρώντας ακόμη και με θάνατο όποιον απλώς ανέφερε το όνομά του. Αυτό όμως διασώθηκε για να φτάσει τελικά μέσα στο έργο του Θεόπομπου Ελληνικά, ενώ αναφορές σε αυτόν, στηλιτεύοντας πάντα την ανόσια πράξη του, γίνονται μετέπειτα από πολλούς Έλληνες και Λατίνους αρχαίους συγγραφείς.
Σήμερα, στα Γερμανικά η λέξη Herostrat δηλώνει τον εγκληματία που «διψά για δόξα», ενώ ο όρος Herostratic fame στην Αγγλική γλώσσα δηλώνει την «δόξα με κάθε μέσο».
Πολύ λίγα είναι γνωστά για την ζωή του Ηρόστρατου, εκτός από το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένα από τα κατώτερα μέλη της κοινωνίας της Εφέσου, δηλαδή ένας μή-Εφέσιος ή ακόμη και σκλάβος.
Όπως είχε δηλώσει, προκειμένου να μείνει το όνομά του στην Ιστορία, έφθασε στο σημείο να πυρπολήσει, το περίφημο Αρτεμίσιο, δηλαδή τον Ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο (θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου).Κατά την παράδοση, όπως αναφέρουν στα λατινικά ο Κικέρων στο Περί φύσεως θεών (nat. deor. 2,69) και στο Περί μαντικής (div. 1,47), στα ελληνικά ο Πλούταρχος στους Παράλληλους Βίους (Αλέξανδρος, 3), την ίδια νύκτα της πυρπόλησης αυτής γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, δηλαδή στις 21 Ιουλίου του 356 π.Χ.
Οι Εφέσιοι τον συνέλαβαν και μετά από βασανισμό στον τροχό αυτός παραδέχτηκε την ενοχή του καθώς και τον λόγο για τον οποίον το έκανε, δηλαδή για να διαδοθεί το όνομά του σε όλον τον κόσμο.
Στην συνέχεια τον θανάτωσαν και απαγόρευσαν τη μνεία του, τιμωρώντας ακόμη και με θάνατο όποιον απλώς ανέφερε το όνομά του. Αυτό όμως διασώθηκε για να φτάσει τελικά μέσα στο έργο του Θεόπομπου Ελληνικά, ενώ αναφορές σε αυτόν, στηλιτεύοντας πάντα την ανόσια πράξη του, γίνονται μετέπειτα από πολλούς Έλληνες και Λατίνους αρχαίους συγγραφείς.
Σήμερα, στα Γερμανικά η λέξη Herostrat δηλώνει τον εγκληματία που «διψά για δόξα», ενώ ο όρος Herostratic fame στην Αγγλική γλώσσα δηλώνει την «δόξα με κάθε μέσο».
Ο Αριστοτέλης και οι κοινωνικές τάξεις του άριστου πολιτεύματος
Για τον Αριστοτέλη το ιδανικό πολίτευμα, πριν απ’ όλα, προϋποθέτει πολίτες που θα είναι κατάλληλοι γι’ αυτό, που θα έχουν δηλαδή την πρέπουσα ιδιοσυγκρασία, η οποία θα τους καταστήσει ικανούς να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του: «ας εκθέσουμε τις απόψεις μας για το ποια ιδιοσυγκρασίας ενδείκνυται να είναι οι πολίτες». (Στο πρωτότυπο κείμενο γίνεται λόγος για φύση: «ποίους δέ τινας τήν φύσιν»). Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης αποδέχεται ότι οι ανθρώπινες διαφορές αποδίδονται στη φύση – αυτός είναι και ο λόγος που δικαιολογείται η δουλεία, αφού οι βάρβαροι είναι φύση δούλοι – δε θα μπορούσε να βρεθεί τίποτε πιο πρόσφορο από την αναζήτηση των εθνολογικών χαρακτηριστικών, προκειμένου να αναδειχθεί η «ιδιοσυγκρασία» που πρέπει να έχει ο πολίτης στο ιδανικό πολίτευμα: «Αυτό θα το κατανοούσε κανείς, βλέποντας τις ονομαστές ελληνικές πόλεις και όλη την οικουμένη όπως έχει διαιρεθεί σε έθνη. Δηλαδή τα έθνη τα εγκαταστημένα στις ψυχρές περιοχές και στην Ευρώπη έχουν ψυχικό σθένος, αλλά υστερούν σε διάνοια και πρακτική δεξιοσύνη, και γι’ αυτό μάλλον είναι συνεχώς ελεύθερα, χωρίς όμως πολιτική οργάνωση και ανίκανα να εξουσιάζουν τα γειτονικά έθνη. Αντίθετα τα έθνη της Ασίας διαθέτουν διανοητική και πρακτική ικανότητα, υστερούν όμως σε ψυχικό σθένος, γι’ αυτό και ζουν υποταγμένα και δουλοπρεπώς».
Αυτό που μένει είναι η μεσότητα, ως χρυσή τομή που θα συνδυάσει και το ψυχικό σθένος των βόρειων και τη διανοητική ικανότητα των εθνών της Ασίας: «Το Ελληνικό γένος από την άλλη, όπως ακριβώς γεωγραφικά βρίσκεται στο μέσον, έτσι έχει αρετές και από τις δύο κατηγορίες. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται και από ψυχικό σθένος και από διανοητική ικανότητα». Κι αυτός βέβαια είναι και ο λόγος που υπερέχει πολιτειακά: «Και για το λόγο αυτό ζει ελεύθερο, έχει άριστο πολιτικό βίο και είναι σε θέση να κυριαρχεί σε όλους, αν εξασφαλίζει ενιαία πολιτειακή οργάνωση». Το ότι ακόμη και ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς τη δυνατότητα της επίτευξης του ιδανικού συνδυασμού, δεν αλλάζει την ουσία, αφού σε κάθε περίπτωση αυτός ο συνδυασμός (ψυχικό και σθένος και πολιτική διάνοια) είναι το πρότυπο που πρέπει να διέπει τον πολίτη του τέλειου πολιτεύματος: «Ωστόσο μεταξύ των ελληνικών εθνών παρατηρείται διαφορά ανάλογη με την προηγούμενη. Άλλα δηλαδή έθνη έχουν ένα από τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα και άλλα έχουν και τα δύο καλά συνταιριασμένα. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι μέλλοντες να ασκηθούν σωστά στην αρετή από το νομοθέτη, είναι απαραίτητο να διαθέτουν ισχυρή διάνοια και υψηλό ψυχικό σθένος».
Από τη στιγμή που οι πολίτες είναι εκείνοι που διαμορφώνουν το χαρακτήρα του πολιτεύματος, δεν υπάρχει τίποτε πιο προφανές ότι ο χαρακτήρας των πολιτών είναι ο καθρέφτης του πολιτεύματος – ή και αντίστροφα, το πολίτευμα δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει την ιδιοσυγκρασία των πολιτών. Με το δεδομένο αυτό καθίσταται σαφές ότι, αν μιλάμε για το ιδανικό πολίτευμα, οι πολίτες πρέπει απαραιτήτως να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, αφού σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορούμε παρά να οδηγηθούμε σε στρεβλώσεις και σε πολιτειακές αναφορές κατώτερου είδους, όπως εκείνες των βόρειων εθνών και της Ασίας. Η διασφάλιση της ποιότητας των πολιτών ισοδυναμεί με διασφάλιση του πολιτεύματος, δηλαδή με την ιδανική συμβίωση που θα επιφέρει την ευτυχία και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο: «Διότι η πόλη είναι κοινωνία όμοιων ανθρώπων με σκοπό την κατά το δυνατόν άριστη ζωή. Επειδή μάλιστα η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, ορίζεται ως τέλεια ενέργεια και χρήση της αρετής και έχει συμβεί έτσι ώστε άλλοι ενδεχομένως να έχουν αρκετό μερίδιό της και άλλοι αντίθετα μικρό ή καθόλου, γίνεται φανερό ότι αυτό αποτελεί αίτιο της ύπαρξης πολλών και διαφορετικών πόλεων και περισσότερων πολιτευμάτων». Με άλλα λόγια, οι πολιτειακές διαφορές που συναντούνται ανάμεσα στις πόλεις ή στα έθνη δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της διαφοροποίησης των πολιτών ως προς την αντίληψη της αρετής – και κατ’ επέκταση ως προς τον τρόπο άσκησής της.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγάλο πολιτειακό στοίχημα κάθε κοινωνίας. Να μπορέσει δηλαδή να φέρει στους κόλπους της πολίτες που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ιδανικού πολιτεύματος. Και το ζήτημα αυτό, για τον Αριστοτέλη πάντα, δεν είναι μόνο θέμα παιδείας (χωρίς βέβαια να απαξιώνεται ο τεράστιος ρόλος που έχει η παιδεία μέσα στην κοινωνία, αφού από αυτή πηγάζει η δυνατότητα μύησης των πολιτών στα πρότυπα του ιδανικού πολιτεύματος), αλλά αφορά και την ίδια τη φύση του κάθε ανθρώπου, αφού κάποιοι από τη φύση τους είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, όπως οι βάρβαροι της Ασίας, που είναι εκ φύσεως δούλοι. Το ιδανικό πολίτευμα λοιπόν, είναι εκείνο που θα προτάξει ως πολίτες εκείνους τους ανθρώπους που είναι άξιοι για κάτι τέτοιο. Γιατί η πόλη είναι το όλο, που αναγκαστικά εμπεριέχει πολλά μέρη: «Επειδή όμως, όπως συμβαίνει και σε όλους τους φυσικούς οργανισμούς, η σύστασή τους δεν αποτελείται μόνο από τα μόρια χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει το όλον, είναι φανερό επίσης ότι δεν πρέπει να θεωρήσουμε μέρη της πόλης όσα είναι απλώς αναγκαία για την ύπαρξη πόλεων και οποιασδήποτε άλλης συμβιωτικής ομάδας η οποία συνιστά ένα συγκεκριμένο ομοιογενές σύνολο (γιατί όλα τα μέλη είναι απαραίτητο να έχουν κάτι κοινό και ίδιο, είτε το μοιράζονται σε σχέση ισότητας είτε ανισότητας)».
Με άλλα λόγια, η πόλη αποτελείται και από μόρια που «είναι απλώς αναγκαία για την ύπαρξή» της, που είναι δηλαδή αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί η πληρότητα στην κάλυψη των αναγκών: «για παράδειγμα είτε τροφή είναι αυτό, είτε έκταση της χώρας είτε κάτι παρόμοιο». Η συνθήκη αυτή όμως, αντιμετωπίζεται από τον Αριστοτέλη με τρόπο καθαρά χρησιμοθηρικό: «Όταν όμως ανάμεσα σε δύο σχετικά πράγματα το ένα είναι μέσο και το άλλο ο σκοπός, τότε δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο παρά μόνο το ένα πρέπει να ενεργήσει και το άλλο να δεχτεί την ενέργεια. Εννοώ για παράδειγμα τη σχέση ανάμεσα σε οποιοδήποτε εργαλείο ή τεχνίτη και το έργο που παράγουν, δηλαδή το σπίτι και ο οικοδόμος δεν έχουν τίποτε που παράγουν από κοινού, αλλά η τέχνη του οικοδόμου υπάρχει για χάρη του σπιτιού». Το γεγονός ότι ο οικοδόμος είναι απαραίτητος στην πόλη, γιατί η πόλη χρειάζεται σπίτια, δε σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και μέρος της πόλης, ότι δηλαδή οφείλει να συνδιαμορφώνει από την πλευρά του και το πολίτευμα, αφού επί της ουσίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο που δεν έχει καμία σχέση με το έργο που παράγει: «οι πόλεις χρειάζονται περιουσία, η περιουσία όμως δεν αποτελεί καθόλου μέρος της πόλης, αλλά πολλά έμψυχα ανήκουν στην περιουσία». Ο οικοδόμος λοιπόν, σαφώς συγκαταλέγεται στην περιουσία της πόλης, αφού εξυπηρετεί βασικές ανάγκες σ’ αυτό που ονομάζουμε παραγωγή (εν προκειμένω κατοικίες) χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί και μέρος της, ότι δηλαδή οφείλει να έχει και πολιτική άποψη – πόσω μάλλον συμμετοχή. Η φράση «πολλά έμψυχα ανήκουν στην περιουσία» δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στους δούλους, που σαφώς είναι περιουσία της πόλης ως εργατική δύναμη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και μέρη της πόλης, ώστε να δικαιούνται πολιτικά δικαιώματα.
Αυτό που μένει είναι να καταμετρηθούν οι ανάγκες της πόλης, ώστε να γίνουν ξεκάθαρες οι κατηγορίες των ανθρώπων που χρειάζονται για την ύπαρξή της. Ακολούθως, θα καταστεί σαφές ποιοι από αυτούς αποτελούν και μέρος της πόλης, πρέπει δηλαδή να έχουν και πολιτειακή συμμετοχή, και ποιοι όχι, συγκαταλέγονται δηλαδή στην περιουσία της πόλης ως εργαλεία, και βέβαια αποκλείονται από τις πολιτικές διαδικασίες: «Οφείλουμε τώρα να εξετάσουμε πόσα είναι αυτά χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρχει πόλη, γιατί ανάμεσά τους σχεδόν αναγκαστικά βρίσκονται και εκείνα που λέμε ότι είναι μέρη της πόλης». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολίτες θα ανευρεθούν ανάμεσα στους ανθρώπους που κρίνονται απολύτως απαραίτητοι για την ύπαρξη της πόλης, χωρίς όμως αυτό να ισχύει και αντίστροφα, χωρίς δηλαδή τη συνεπαγωγή ότι όποιος είναι απαραίτητος για την πόλη αυτομάτως είναι και πολίτης. Καταμετρώντας τις ανάγκες της πόλης ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι υπάρχει ανάγκη από ανθρώπους που θα εξασφαλίζουν την τροφή, από τεχνίτες, από άτομα που θα προσφέρουν στρατιωτική ασφάλεια, από εύπορους που θα λύνουν τα χρηματικά ζητήματα, από ιερείς, όμως πιο αναγκαίο απ’ όλα είναι η στελέχωση του σώματος που θα μεριμνά για τις δικαστικές υποθέσεις: «Αυτά είναι λοιπόν τα έργα που χρειάζεται κάθε πόλη (γιατί η πόλη είναι ένα πλήθος ανθρώπων όχι τυχαίο αλλά που εξασφαλίζει τη ζωή έχοντας αυτάρκεια… και αν κάποιο από αυτά τυχαίνει να λείπει, τότε είναι αδύνατο να είναι αυτή η κοινωνία απόλυτα αυτάρκης)… Άρα χρειάζεται να υπάρχει πλήθος γεωργών, για να παράγουν την τροφή, να υπάρχουν επίσης και τεχνίτες και ο στρατός και οι εύποροι και οι ιερείς και οι δικαστές για να κρίνουν τα αναγκαία και τα συμφέροντα».
Το σίγουρο είναι ότι το άριστο πολίτευμα είναι εκείνο που αποσκοπεί στην ευδαιμονία της πόλης ως σύνολο, αφού έτσι θα διασφαλιστεί η ευτυχία και σε ατομικό επίπεδο: «προαναφέρθηκε ότι χωρίς αρετή αποκλείεται να υπάρχει ευδαιμονία». Σε τελική ανάλυση, επομένως, αυτό που πρωτίστως απασχολεί είναι η αρετή που ασκείται από τους ανθρώπους οι οποίοι εκπληρώνουν τις αδιαπραγμάτευτες ανάγκες της πόλης. Εκείνοι που ασκούν την αρετή είναι μέρος της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι όχι: «δεν επιτρέπεται οι πολίτες να ζουν κατά τον τρόπο ζωής των εργατών ούτε των εμπόρων (γιατί αυτός ο τρόπος ζωής δε χαρακτηρίζεται από ευγένεια και είναι ασυμβίβαστος με την αρετή), ούτε και όσοι πρόκειται να γίνουν πολίτες επιτρέπεται να είναι γεωργοί (διότι για την απόκτηση της αρετής και την πολιτική δραστηριοποίηση απαιτείται ελεύθερος χρόνος)». Ξεκαθαρίζεται λοιπόν ότι ούτε οι εργάτες ούτε οι γεωργοί ούτε οι έμποροι θα μπορούσαν να είναι πολίτες, αφού δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση της αρετής. Πολίτες είναι αυτοί που στελεχώνουν το στρατό και είναι σε θέση να απονείμουν τη δικαιοσύνη.
Όμως, μετά το ξεκαθάρισμα αυτό τίθεται και το θέμα της περιουσίας, καθώς «είναι αναγκαία η οικονομική ευπορία των πολιτών». Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που οι πολίτες πρέπει να είναι εύποροι κι εφόσον πολίτες είναι μόνο όσοι ασχολούνται με το στρατό και τη δικαιοσύνη, γίνεται απολύτως κατανοητό ότι μόνο αυτοί δικαιούνται και περιουσιακή ευχέρεια: «Διότι η τάξη των εργατών δεν αποτελεί μέρος της πόλης, ούτε και καμία άλλη τάξη που δεν ασκεί την αρετή ως κύρια ασχολία. Αυτό απορρέει καθαρά από τη βασική αρχή μας, ότι δηλαδή η ευδαιμονία συνδέεται αναγκαστικά με την αρετή, ευδαίμονα όμως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μια πόλη βασιζόμενοι όχι σε ένα μόνο μέρος της πόλης αλλά σε όλους τους πολίτες». Για τον Αριστοτέλη το γεγονός ότι πρέπει να είναι ευδαίμονες όλοι οι πολίτες μεταφράζεται περισσότερο ως αποκλεισμός των φτωχών από την ιδιότητα του πολίτη, παρά ως αφορμή διερεύνησης τρόπων, ώστε και οι φτωχοί να αποκτήσουν μεγαλύτερη περιουσία. Η άσκηση της αρετής, ως κριτήριο για να ενταχθεί κάποιος στην τάξη των πολιτών, λειτουργεί αποκλειστικά με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ως προβληματισμός προκειμένου να ασκείται η αρετή από ακόμη περισσότερους. Αν, για παράδειγμα οι γεωργοί, δεν ασκούν την αρετή γιατί δε διαθέτουν ελεύθερο χρόνο, σημαίνει απλώς ότι δεν μπορούν να είναι πολίτες κι όχι ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε να δουλεύουν λιγότερο και να διαθέτουν χρόνο για την εξάσκηση της αρετής. Κι αφού αποκλείονται από πολίτες δεν μπορούν να προβάλλουν και σοβαρές περιουσιακές διεκδικήσεις: «Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η κυριότητα των κτημάτων πρέπει να ανήκει σε αυτούς» (δηλαδή τους πολίτες που είναι σε θέση να ασκήσουν την αρετή) «εφόσον είναι ανάγκη οι γεωργοί να είναι δούλοι ή βάρβαροι [ή] περίοικοι». Όσο για τους ιερείς, ασφαλώς και συγκαταλέγονται στους πολίτες, αφού θα ήταν αδύνατο να μην ασκεί την αρετή αυτός που τιμά τους θεούς: «δεν είναι σωστό να καταστήσουμε ιερέα ούτε γεωργό ούτε εργάτη (καθώς πρέπον είναι οι πολίτες να τιμούν τους θεούς)».
Ο Αριστοτέλης αδυνατώντας να διεισδύσει στη βαθύτερη πηγή κάθε αξίας, την ανθρώπινη εργασία, τοποθετεί ως ύψιστη αξία την αρετή διαμορφώνοντας ανάλογα και τις κοινωνικές τάξεις του ιδανικού πολιτεύματος. Οι άνθρωποι που παράγουν όλα τα προϊόντα για την πόλη, αυτοί δηλαδή που στηρίζουν την οικονομία της πόλης δημιουργώντας τον πλούτο που θα καταναλωθεί (ή θα αποτελέσει αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών) αποκλείονται από την αρετή, αφού ο καθημερινός μόχθος τους αποτρέπει απ’ οποιαδήποτε πνευματικά ανώτερη ενασχόληση. Είναι η περιουσία της πόλης, που λειτουργεί ως εργαλείο το οποίο όμως, ως τέτοιο, δεν αποτελεί μέρος της. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να έχουν ούτε πολιτικά δικαιώματα ούτε περιουσίες. (Για την κατηγορία των εμπόρων, που δεν αρμόζει να ανήκει στους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να έχει μεγάλη περιουσία – οι έμποροι κατατάσσονται στους εύπορους που επίσης έχει ανάγκη η πόλη – δε δίνονται περαιτέρω διευκρινήσεις).
Κι αν πρέπει να τεθεί το ζήτημα και αντιστρόφως, επειδή κάποιος πρέπει να καλλιεργήσει τη γη και να χτίσει σπίτια, και με δεδομένο ότι αυτές οι ασχολίες είναι ιδιαίτερα κοπιαστικές και απαιτούν όλο το χρόνο της ημέρας, πρέπει να τοποθετηθούν στις θέσεις αυτές οι άνθρωποι που αδυνατούν να ασκήσουν την αρετή, οι οποίοι θεωρούνται περιουσιακά εργαλεία της πόλης, αλλά όχι μέρος της. Κι αυτοί βέβαια είναι οι δούλοι. Σχετικά με τους γεωργούς τουλάχιστον, ο Αριστοτέλης το λέει ευθέως: «Μάλιστα οι γεωργοί θα ήταν ευχής έργο να είναι δούλοι, ούτε όμως ομόφυλοι ούτε με ψυχικό σθένος (γιατί έτσι μπορεί να εξασφαλίζονται η χρησιμότητα της εργασίας τους και η αποχή τους από τα επαναστατικά κινήματα)». Κι αυτό βέβαια προξενεί εντύπωση, γιατί στο έκτο βιβλίο των «Πολιτικών» είχε αναφέρει: «ο γεωργικός είναι ο καλύτερος δήμος, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν να καθιδρυθεί δημοκρατία εκεί όπου το πλήθος ζει από τη γεωργία και την κτηνοτροφία». (1318b 9 – 11).
Όμως, εκεί μιλούσε για τη δημοκρατία, ενώ εδώ για το ιδανικό πολίτευμα. Εξάλλου, κι εκεί δε θεωρούσε τους γεωργούς άξιους για να διεκδικούν αξιώματα, αλλά μόνο για να εκλέγουν άλλους. Τα προβλήματα της έλλειψης χρόνου, της φτώχειας και της υπερεργασίας τα είχε εντοπίσει και τότε: «ένας τέτοιος δήμος εργάζεται διαρκώς, γιατί δεν έχει μεγάλη περιουσία κι επομένως δεν προσέρχεται συχνά στην εκκλησία. Εξάλλου, επειδή τα μέλη του [δεν] εξασφαλίζουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους, αναλώνουν το χρόνο τους στις εργασίες τους και δεν επιθυμούν τα ξένα αγαθά, αλλά αντίθετα βρίσκουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση στην εργασία από την πολιτική και την άσκηση εξουσίας, όπου βέβαια δεν υπάρχουν μεγάλες απολαβές από τα αξιώματα». (1318b 11 – 16). Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν μιλάμε για το ιδανικό πολίτευμα των ενεργών πολιτών που γνωρίζουν και ασκούν την αρετή, οι γεωργοί μόνο ως δούλοι μπορούν να υφίστανται.
Αναπόφευκτα, το ζήτημα επανέρχεται στις απόψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία. Από τη στιγμή που αποδέχεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που από τη φύση τους είναι δούλοι είναι μοιραίο να τεθούν και τα κριτήρια. Στο ιδανικό πολίτευμα η άσκηση της αρετής είναι το κριτήριο που διαχωρίζει τους πολίτες απ’ τους δούλους. Το να πούμε ότι ο Αριστοτέλης παρασύρεται από τις αντιλήψεις της εποχής, πέρα από αυτονόητο ενδεχομένως να μην είναι και απολύτως ακριβές, με την έννοια ότι και τότε υπήρξαν φωνές, όπως εκείνες των σοφιστών, που κατήγγελλαν την αδικία της δουλείας κι ο Αριστοτέλης το γνώριζε πολύ καλά. Βεβαίως, η ηθική νομιμοποίηση της δουλείας ήταν η επικρατούσα αντίληψη. Όμως, ο Αριστοτέλης δεν ανήκει στους φιλοσόφους που παρασύρονται από επικρατούσες αντιλήψεις, πολύ περισσότερο που διστάζουν να εκφράσουν άποψη προκειμένου να μη συγκρουστούν.
Τελικά, υποκύπτει στα αδιέξοδα των παραγωγικών δυνατοτήτων της εποχής. Ελλείψει μηχανών η παραγωγική διαδικασία δε θα μπορούσε παρά να πέσει ολοσχερώς (με την έννοια της ολοκληρωτικής χειρωνακτικής συμμετοχής) στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Εξάλλου, κι ό ίδιος ομολογεί ότι αν οι εργασίες μπορούσαν να γίνουν από μόνες τους δε θα χρειάζονταν οι δούλοι. Οι ηθικές αξίες δεν μπορούν παρά να είναι παράγωγα των ιστορικών συνθηκών. Οι ανάγκες της παραγωγής είναι αδύνατο να μη νομιμοποιηθούν ηθικά. Αν απαιτείται η χρήση των δούλων, δεν μπορούμε να μιλάμε για την απελευθέρωσή τους, όπως αν απαιτείται η χρήση των ζώων, είναι αδύνατο να γίνει λόγος για το ηθικό βάρος της κακοποίησής τους. Αναφορικά με την εσφαλμένη αριστοτελική αντίληψη για τους δούλους, η τοποθέτηση του Mortimer J. Adler στο βιβλίο «Ο Αριστοτέλης για Όλους» είναι απολύτως εύστοχη: «Παρά το λάθος του να νομίζει ότι μερικά μόνο ανθρώπινα όντα είχαν το δικαίωμα να κυβερνιούνται ως πολίτες, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι τα ανθρώπινα αυτά όντα είχαν το δικαίωμα να περιμένουν περισσότερα από το κράτος στο οποίο ζούσαν. Το καλύτερο κράτος ήταν, κατά τη γνώμη του, εκείνο που έκανε οτιδήποτε ήταν δυνατό για να προωθήσει την επιδίωξη της ευτυχίας από τη μεριά των πολιτών του. Αυτό δεν παύει να αληθεύει είτε πρέπει να είναι πολίτες μόνο μερικά ανθρώπινα όντα είτε όλα».
Αυτός είναι και ο λόγος, που τελικά οι εργάτες και οι γεωργοί προτάσσονται ως εργαλεία. Γι’ αυτό και πρέπει να μην έχουν περιουσία, αλλά αντίθετα να θεωρούνται αυτοί περιουσία της πόλης. Η ιδιοκτησία είναι θέμα που αφορά τους πολίτες κι όχι τους δούλους. Όμως, παρόλο που ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της ιδιοκτησίας, δεν υποστηρίζει πουθενά την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Αντιθέτως, θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει και ισχυρή δημόσια περιουσία, που θα αξιοποιείται για τις ανάγκες της πόλης, όπως τα συσσίτια και οι θρησκευτικές τελετές: «όλοι συμφωνούν ότι είναι χρήσιμη η καθιέρωση συσσιτίων στις εύτακτες πόλεις… Στα συσσίτια επιβάλλεται να παίρνουν μέρος όλοι οι πολίτες, αλλά δεν είναι εύκολο να συνεισφέρουν οι άποροι την ορισμένη συμμετοχή τους από τους ιδιωτικούς τους πόρους και συγχρόνως να συντηρούν την οικογένειά τους. Επιπλέον οι δαπάνες για τις θρησκευτικές λατρευτικές τελετές επιβαρύνουν όλη την πόλη συνολικά. Συνεπώς κρίνεται αναγκαίο να είναι διαιρεμένη χώρα σε δύο μέρη, το ένα μέρος των εκτάσεών της να είναι δημόσιο και το άλλο να ανήκει στους ιδιώτες».
Η κατάργηση της δημόσιας περιουσίας στο όνομα της άκρατης ιδιωτικοποίησης δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάργηση κάθε συλλογικότητας, που μοιραία θα υπονομεύσει την ενότητα της πόλης. Κι όπως οι εκτάσεις χωρίζονται σε δημόσιες και ιδιωτικές, θα ήταν αδύνατο η αντίληψη αυτή να μην επεκτείνεται και στην ιδιοκτησία των δούλων: «Από αυτούς» (τους γεωργούς – δούλους εννοείται) «όσοι εργάζονται στα ιδιωτικά κτήματα να ανήκουν στους ιδιώτες, όσοι όμως εργάζονται στη δημόσια γη να ανήκουν στο δημόσιο». Το ιδανικό πολίτευμα χρειάζεται πρωτίστως ιδανικούς πολίτες που θα διέπονται από την αρετή υπηρετώντας την ανδρεία και τη δικαιοσύνη. Όμως, δε θα μπορούσε να υπάρξει, αν ταυτόχρονα δεν κατοχύρωνε και την αυτάρκεια των αγαθών, που θα εξασφάλιζε η κατοχή των μέσων παραγωγής. Η ιδιοκτησία των πολιτών που παράγει πλούτο σε συνδυασμό με τη δημόσια περιουσία, που πρέπει να αξιοποιείται με γνώμονα το κοινό συμφέρον ανακουφίζοντας κυρίως τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά της άριστης πόλης. Αν επιτευχθούν αυτά, η ευδαιμονία θα επέλθει σαν νομοτελειακή συνέπεια.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Αυτό που μένει είναι η μεσότητα, ως χρυσή τομή που θα συνδυάσει και το ψυχικό σθένος των βόρειων και τη διανοητική ικανότητα των εθνών της Ασίας: «Το Ελληνικό γένος από την άλλη, όπως ακριβώς γεωγραφικά βρίσκεται στο μέσον, έτσι έχει αρετές και από τις δύο κατηγορίες. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται και από ψυχικό σθένος και από διανοητική ικανότητα». Κι αυτός βέβαια είναι και ο λόγος που υπερέχει πολιτειακά: «Και για το λόγο αυτό ζει ελεύθερο, έχει άριστο πολιτικό βίο και είναι σε θέση να κυριαρχεί σε όλους, αν εξασφαλίζει ενιαία πολιτειακή οργάνωση». Το ότι ακόμη και ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς τη δυνατότητα της επίτευξης του ιδανικού συνδυασμού, δεν αλλάζει την ουσία, αφού σε κάθε περίπτωση αυτός ο συνδυασμός (ψυχικό και σθένος και πολιτική διάνοια) είναι το πρότυπο που πρέπει να διέπει τον πολίτη του τέλειου πολιτεύματος: «Ωστόσο μεταξύ των ελληνικών εθνών παρατηρείται διαφορά ανάλογη με την προηγούμενη. Άλλα δηλαδή έθνη έχουν ένα από τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα και άλλα έχουν και τα δύο καλά συνταιριασμένα. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι μέλλοντες να ασκηθούν σωστά στην αρετή από το νομοθέτη, είναι απαραίτητο να διαθέτουν ισχυρή διάνοια και υψηλό ψυχικό σθένος».
Από τη στιγμή που οι πολίτες είναι εκείνοι που διαμορφώνουν το χαρακτήρα του πολιτεύματος, δεν υπάρχει τίποτε πιο προφανές ότι ο χαρακτήρας των πολιτών είναι ο καθρέφτης του πολιτεύματος – ή και αντίστροφα, το πολίτευμα δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει την ιδιοσυγκρασία των πολιτών. Με το δεδομένο αυτό καθίσταται σαφές ότι, αν μιλάμε για το ιδανικό πολίτευμα, οι πολίτες πρέπει απαραιτήτως να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, αφού σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορούμε παρά να οδηγηθούμε σε στρεβλώσεις και σε πολιτειακές αναφορές κατώτερου είδους, όπως εκείνες των βόρειων εθνών και της Ασίας. Η διασφάλιση της ποιότητας των πολιτών ισοδυναμεί με διασφάλιση του πολιτεύματος, δηλαδή με την ιδανική συμβίωση που θα επιφέρει την ευτυχία και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο: «Διότι η πόλη είναι κοινωνία όμοιων ανθρώπων με σκοπό την κατά το δυνατόν άριστη ζωή. Επειδή μάλιστα η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, ορίζεται ως τέλεια ενέργεια και χρήση της αρετής και έχει συμβεί έτσι ώστε άλλοι ενδεχομένως να έχουν αρκετό μερίδιό της και άλλοι αντίθετα μικρό ή καθόλου, γίνεται φανερό ότι αυτό αποτελεί αίτιο της ύπαρξης πολλών και διαφορετικών πόλεων και περισσότερων πολιτευμάτων». Με άλλα λόγια, οι πολιτειακές διαφορές που συναντούνται ανάμεσα στις πόλεις ή στα έθνη δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της διαφοροποίησης των πολιτών ως προς την αντίληψη της αρετής – και κατ’ επέκταση ως προς τον τρόπο άσκησής της.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγάλο πολιτειακό στοίχημα κάθε κοινωνίας. Να μπορέσει δηλαδή να φέρει στους κόλπους της πολίτες που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ιδανικού πολιτεύματος. Και το ζήτημα αυτό, για τον Αριστοτέλη πάντα, δεν είναι μόνο θέμα παιδείας (χωρίς βέβαια να απαξιώνεται ο τεράστιος ρόλος που έχει η παιδεία μέσα στην κοινωνία, αφού από αυτή πηγάζει η δυνατότητα μύησης των πολιτών στα πρότυπα του ιδανικού πολιτεύματος), αλλά αφορά και την ίδια τη φύση του κάθε ανθρώπου, αφού κάποιοι από τη φύση τους είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, όπως οι βάρβαροι της Ασίας, που είναι εκ φύσεως δούλοι. Το ιδανικό πολίτευμα λοιπόν, είναι εκείνο που θα προτάξει ως πολίτες εκείνους τους ανθρώπους που είναι άξιοι για κάτι τέτοιο. Γιατί η πόλη είναι το όλο, που αναγκαστικά εμπεριέχει πολλά μέρη: «Επειδή όμως, όπως συμβαίνει και σε όλους τους φυσικούς οργανισμούς, η σύστασή τους δεν αποτελείται μόνο από τα μόρια χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει το όλον, είναι φανερό επίσης ότι δεν πρέπει να θεωρήσουμε μέρη της πόλης όσα είναι απλώς αναγκαία για την ύπαρξη πόλεων και οποιασδήποτε άλλης συμβιωτικής ομάδας η οποία συνιστά ένα συγκεκριμένο ομοιογενές σύνολο (γιατί όλα τα μέλη είναι απαραίτητο να έχουν κάτι κοινό και ίδιο, είτε το μοιράζονται σε σχέση ισότητας είτε ανισότητας)».
Με άλλα λόγια, η πόλη αποτελείται και από μόρια που «είναι απλώς αναγκαία για την ύπαρξή» της, που είναι δηλαδή αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί η πληρότητα στην κάλυψη των αναγκών: «για παράδειγμα είτε τροφή είναι αυτό, είτε έκταση της χώρας είτε κάτι παρόμοιο». Η συνθήκη αυτή όμως, αντιμετωπίζεται από τον Αριστοτέλη με τρόπο καθαρά χρησιμοθηρικό: «Όταν όμως ανάμεσα σε δύο σχετικά πράγματα το ένα είναι μέσο και το άλλο ο σκοπός, τότε δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο παρά μόνο το ένα πρέπει να ενεργήσει και το άλλο να δεχτεί την ενέργεια. Εννοώ για παράδειγμα τη σχέση ανάμεσα σε οποιοδήποτε εργαλείο ή τεχνίτη και το έργο που παράγουν, δηλαδή το σπίτι και ο οικοδόμος δεν έχουν τίποτε που παράγουν από κοινού, αλλά η τέχνη του οικοδόμου υπάρχει για χάρη του σπιτιού». Το γεγονός ότι ο οικοδόμος είναι απαραίτητος στην πόλη, γιατί η πόλη χρειάζεται σπίτια, δε σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και μέρος της πόλης, ότι δηλαδή οφείλει να συνδιαμορφώνει από την πλευρά του και το πολίτευμα, αφού επί της ουσίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο που δεν έχει καμία σχέση με το έργο που παράγει: «οι πόλεις χρειάζονται περιουσία, η περιουσία όμως δεν αποτελεί καθόλου μέρος της πόλης, αλλά πολλά έμψυχα ανήκουν στην περιουσία». Ο οικοδόμος λοιπόν, σαφώς συγκαταλέγεται στην περιουσία της πόλης, αφού εξυπηρετεί βασικές ανάγκες σ’ αυτό που ονομάζουμε παραγωγή (εν προκειμένω κατοικίες) χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί και μέρος της, ότι δηλαδή οφείλει να έχει και πολιτική άποψη – πόσω μάλλον συμμετοχή. Η φράση «πολλά έμψυχα ανήκουν στην περιουσία» δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στους δούλους, που σαφώς είναι περιουσία της πόλης ως εργατική δύναμη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και μέρη της πόλης, ώστε να δικαιούνται πολιτικά δικαιώματα.
Αυτό που μένει είναι να καταμετρηθούν οι ανάγκες της πόλης, ώστε να γίνουν ξεκάθαρες οι κατηγορίες των ανθρώπων που χρειάζονται για την ύπαρξή της. Ακολούθως, θα καταστεί σαφές ποιοι από αυτούς αποτελούν και μέρος της πόλης, πρέπει δηλαδή να έχουν και πολιτειακή συμμετοχή, και ποιοι όχι, συγκαταλέγονται δηλαδή στην περιουσία της πόλης ως εργαλεία, και βέβαια αποκλείονται από τις πολιτικές διαδικασίες: «Οφείλουμε τώρα να εξετάσουμε πόσα είναι αυτά χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρχει πόλη, γιατί ανάμεσά τους σχεδόν αναγκαστικά βρίσκονται και εκείνα που λέμε ότι είναι μέρη της πόλης». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολίτες θα ανευρεθούν ανάμεσα στους ανθρώπους που κρίνονται απολύτως απαραίτητοι για την ύπαρξη της πόλης, χωρίς όμως αυτό να ισχύει και αντίστροφα, χωρίς δηλαδή τη συνεπαγωγή ότι όποιος είναι απαραίτητος για την πόλη αυτομάτως είναι και πολίτης. Καταμετρώντας τις ανάγκες της πόλης ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι υπάρχει ανάγκη από ανθρώπους που θα εξασφαλίζουν την τροφή, από τεχνίτες, από άτομα που θα προσφέρουν στρατιωτική ασφάλεια, από εύπορους που θα λύνουν τα χρηματικά ζητήματα, από ιερείς, όμως πιο αναγκαίο απ’ όλα είναι η στελέχωση του σώματος που θα μεριμνά για τις δικαστικές υποθέσεις: «Αυτά είναι λοιπόν τα έργα που χρειάζεται κάθε πόλη (γιατί η πόλη είναι ένα πλήθος ανθρώπων όχι τυχαίο αλλά που εξασφαλίζει τη ζωή έχοντας αυτάρκεια… και αν κάποιο από αυτά τυχαίνει να λείπει, τότε είναι αδύνατο να είναι αυτή η κοινωνία απόλυτα αυτάρκης)… Άρα χρειάζεται να υπάρχει πλήθος γεωργών, για να παράγουν την τροφή, να υπάρχουν επίσης και τεχνίτες και ο στρατός και οι εύποροι και οι ιερείς και οι δικαστές για να κρίνουν τα αναγκαία και τα συμφέροντα».
Το σίγουρο είναι ότι το άριστο πολίτευμα είναι εκείνο που αποσκοπεί στην ευδαιμονία της πόλης ως σύνολο, αφού έτσι θα διασφαλιστεί η ευτυχία και σε ατομικό επίπεδο: «προαναφέρθηκε ότι χωρίς αρετή αποκλείεται να υπάρχει ευδαιμονία». Σε τελική ανάλυση, επομένως, αυτό που πρωτίστως απασχολεί είναι η αρετή που ασκείται από τους ανθρώπους οι οποίοι εκπληρώνουν τις αδιαπραγμάτευτες ανάγκες της πόλης. Εκείνοι που ασκούν την αρετή είναι μέρος της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι όχι: «δεν επιτρέπεται οι πολίτες να ζουν κατά τον τρόπο ζωής των εργατών ούτε των εμπόρων (γιατί αυτός ο τρόπος ζωής δε χαρακτηρίζεται από ευγένεια και είναι ασυμβίβαστος με την αρετή), ούτε και όσοι πρόκειται να γίνουν πολίτες επιτρέπεται να είναι γεωργοί (διότι για την απόκτηση της αρετής και την πολιτική δραστηριοποίηση απαιτείται ελεύθερος χρόνος)». Ξεκαθαρίζεται λοιπόν ότι ούτε οι εργάτες ούτε οι γεωργοί ούτε οι έμποροι θα μπορούσαν να είναι πολίτες, αφού δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση της αρετής. Πολίτες είναι αυτοί που στελεχώνουν το στρατό και είναι σε θέση να απονείμουν τη δικαιοσύνη.
Όμως, μετά το ξεκαθάρισμα αυτό τίθεται και το θέμα της περιουσίας, καθώς «είναι αναγκαία η οικονομική ευπορία των πολιτών». Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που οι πολίτες πρέπει να είναι εύποροι κι εφόσον πολίτες είναι μόνο όσοι ασχολούνται με το στρατό και τη δικαιοσύνη, γίνεται απολύτως κατανοητό ότι μόνο αυτοί δικαιούνται και περιουσιακή ευχέρεια: «Διότι η τάξη των εργατών δεν αποτελεί μέρος της πόλης, ούτε και καμία άλλη τάξη που δεν ασκεί την αρετή ως κύρια ασχολία. Αυτό απορρέει καθαρά από τη βασική αρχή μας, ότι δηλαδή η ευδαιμονία συνδέεται αναγκαστικά με την αρετή, ευδαίμονα όμως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μια πόλη βασιζόμενοι όχι σε ένα μόνο μέρος της πόλης αλλά σε όλους τους πολίτες». Για τον Αριστοτέλη το γεγονός ότι πρέπει να είναι ευδαίμονες όλοι οι πολίτες μεταφράζεται περισσότερο ως αποκλεισμός των φτωχών από την ιδιότητα του πολίτη, παρά ως αφορμή διερεύνησης τρόπων, ώστε και οι φτωχοί να αποκτήσουν μεγαλύτερη περιουσία. Η άσκηση της αρετής, ως κριτήριο για να ενταχθεί κάποιος στην τάξη των πολιτών, λειτουργεί αποκλειστικά με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ως προβληματισμός προκειμένου να ασκείται η αρετή από ακόμη περισσότερους. Αν, για παράδειγμα οι γεωργοί, δεν ασκούν την αρετή γιατί δε διαθέτουν ελεύθερο χρόνο, σημαίνει απλώς ότι δεν μπορούν να είναι πολίτες κι όχι ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε να δουλεύουν λιγότερο και να διαθέτουν χρόνο για την εξάσκηση της αρετής. Κι αφού αποκλείονται από πολίτες δεν μπορούν να προβάλλουν και σοβαρές περιουσιακές διεκδικήσεις: «Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η κυριότητα των κτημάτων πρέπει να ανήκει σε αυτούς» (δηλαδή τους πολίτες που είναι σε θέση να ασκήσουν την αρετή) «εφόσον είναι ανάγκη οι γεωργοί να είναι δούλοι ή βάρβαροι [ή] περίοικοι». Όσο για τους ιερείς, ασφαλώς και συγκαταλέγονται στους πολίτες, αφού θα ήταν αδύνατο να μην ασκεί την αρετή αυτός που τιμά τους θεούς: «δεν είναι σωστό να καταστήσουμε ιερέα ούτε γεωργό ούτε εργάτη (καθώς πρέπον είναι οι πολίτες να τιμούν τους θεούς)».
Ο Αριστοτέλης αδυνατώντας να διεισδύσει στη βαθύτερη πηγή κάθε αξίας, την ανθρώπινη εργασία, τοποθετεί ως ύψιστη αξία την αρετή διαμορφώνοντας ανάλογα και τις κοινωνικές τάξεις του ιδανικού πολιτεύματος. Οι άνθρωποι που παράγουν όλα τα προϊόντα για την πόλη, αυτοί δηλαδή που στηρίζουν την οικονομία της πόλης δημιουργώντας τον πλούτο που θα καταναλωθεί (ή θα αποτελέσει αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών) αποκλείονται από την αρετή, αφού ο καθημερινός μόχθος τους αποτρέπει απ’ οποιαδήποτε πνευματικά ανώτερη ενασχόληση. Είναι η περιουσία της πόλης, που λειτουργεί ως εργαλείο το οποίο όμως, ως τέτοιο, δεν αποτελεί μέρος της. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να έχουν ούτε πολιτικά δικαιώματα ούτε περιουσίες. (Για την κατηγορία των εμπόρων, που δεν αρμόζει να ανήκει στους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να έχει μεγάλη περιουσία – οι έμποροι κατατάσσονται στους εύπορους που επίσης έχει ανάγκη η πόλη – δε δίνονται περαιτέρω διευκρινήσεις).
Κι αν πρέπει να τεθεί το ζήτημα και αντιστρόφως, επειδή κάποιος πρέπει να καλλιεργήσει τη γη και να χτίσει σπίτια, και με δεδομένο ότι αυτές οι ασχολίες είναι ιδιαίτερα κοπιαστικές και απαιτούν όλο το χρόνο της ημέρας, πρέπει να τοποθετηθούν στις θέσεις αυτές οι άνθρωποι που αδυνατούν να ασκήσουν την αρετή, οι οποίοι θεωρούνται περιουσιακά εργαλεία της πόλης, αλλά όχι μέρος της. Κι αυτοί βέβαια είναι οι δούλοι. Σχετικά με τους γεωργούς τουλάχιστον, ο Αριστοτέλης το λέει ευθέως: «Μάλιστα οι γεωργοί θα ήταν ευχής έργο να είναι δούλοι, ούτε όμως ομόφυλοι ούτε με ψυχικό σθένος (γιατί έτσι μπορεί να εξασφαλίζονται η χρησιμότητα της εργασίας τους και η αποχή τους από τα επαναστατικά κινήματα)». Κι αυτό βέβαια προξενεί εντύπωση, γιατί στο έκτο βιβλίο των «Πολιτικών» είχε αναφέρει: «ο γεωργικός είναι ο καλύτερος δήμος, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν να καθιδρυθεί δημοκρατία εκεί όπου το πλήθος ζει από τη γεωργία και την κτηνοτροφία». (1318b 9 – 11).
Όμως, εκεί μιλούσε για τη δημοκρατία, ενώ εδώ για το ιδανικό πολίτευμα. Εξάλλου, κι εκεί δε θεωρούσε τους γεωργούς άξιους για να διεκδικούν αξιώματα, αλλά μόνο για να εκλέγουν άλλους. Τα προβλήματα της έλλειψης χρόνου, της φτώχειας και της υπερεργασίας τα είχε εντοπίσει και τότε: «ένας τέτοιος δήμος εργάζεται διαρκώς, γιατί δεν έχει μεγάλη περιουσία κι επομένως δεν προσέρχεται συχνά στην εκκλησία. Εξάλλου, επειδή τα μέλη του [δεν] εξασφαλίζουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους, αναλώνουν το χρόνο τους στις εργασίες τους και δεν επιθυμούν τα ξένα αγαθά, αλλά αντίθετα βρίσκουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση στην εργασία από την πολιτική και την άσκηση εξουσίας, όπου βέβαια δεν υπάρχουν μεγάλες απολαβές από τα αξιώματα». (1318b 11 – 16). Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν μιλάμε για το ιδανικό πολίτευμα των ενεργών πολιτών που γνωρίζουν και ασκούν την αρετή, οι γεωργοί μόνο ως δούλοι μπορούν να υφίστανται.
Αναπόφευκτα, το ζήτημα επανέρχεται στις απόψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία. Από τη στιγμή που αποδέχεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που από τη φύση τους είναι δούλοι είναι μοιραίο να τεθούν και τα κριτήρια. Στο ιδανικό πολίτευμα η άσκηση της αρετής είναι το κριτήριο που διαχωρίζει τους πολίτες απ’ τους δούλους. Το να πούμε ότι ο Αριστοτέλης παρασύρεται από τις αντιλήψεις της εποχής, πέρα από αυτονόητο ενδεχομένως να μην είναι και απολύτως ακριβές, με την έννοια ότι και τότε υπήρξαν φωνές, όπως εκείνες των σοφιστών, που κατήγγελλαν την αδικία της δουλείας κι ο Αριστοτέλης το γνώριζε πολύ καλά. Βεβαίως, η ηθική νομιμοποίηση της δουλείας ήταν η επικρατούσα αντίληψη. Όμως, ο Αριστοτέλης δεν ανήκει στους φιλοσόφους που παρασύρονται από επικρατούσες αντιλήψεις, πολύ περισσότερο που διστάζουν να εκφράσουν άποψη προκειμένου να μη συγκρουστούν.
Τελικά, υποκύπτει στα αδιέξοδα των παραγωγικών δυνατοτήτων της εποχής. Ελλείψει μηχανών η παραγωγική διαδικασία δε θα μπορούσε παρά να πέσει ολοσχερώς (με την έννοια της ολοκληρωτικής χειρωνακτικής συμμετοχής) στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Εξάλλου, κι ό ίδιος ομολογεί ότι αν οι εργασίες μπορούσαν να γίνουν από μόνες τους δε θα χρειάζονταν οι δούλοι. Οι ηθικές αξίες δεν μπορούν παρά να είναι παράγωγα των ιστορικών συνθηκών. Οι ανάγκες της παραγωγής είναι αδύνατο να μη νομιμοποιηθούν ηθικά. Αν απαιτείται η χρήση των δούλων, δεν μπορούμε να μιλάμε για την απελευθέρωσή τους, όπως αν απαιτείται η χρήση των ζώων, είναι αδύνατο να γίνει λόγος για το ηθικό βάρος της κακοποίησής τους. Αναφορικά με την εσφαλμένη αριστοτελική αντίληψη για τους δούλους, η τοποθέτηση του Mortimer J. Adler στο βιβλίο «Ο Αριστοτέλης για Όλους» είναι απολύτως εύστοχη: «Παρά το λάθος του να νομίζει ότι μερικά μόνο ανθρώπινα όντα είχαν το δικαίωμα να κυβερνιούνται ως πολίτες, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι τα ανθρώπινα αυτά όντα είχαν το δικαίωμα να περιμένουν περισσότερα από το κράτος στο οποίο ζούσαν. Το καλύτερο κράτος ήταν, κατά τη γνώμη του, εκείνο που έκανε οτιδήποτε ήταν δυνατό για να προωθήσει την επιδίωξη της ευτυχίας από τη μεριά των πολιτών του. Αυτό δεν παύει να αληθεύει είτε πρέπει να είναι πολίτες μόνο μερικά ανθρώπινα όντα είτε όλα».
Αυτός είναι και ο λόγος, που τελικά οι εργάτες και οι γεωργοί προτάσσονται ως εργαλεία. Γι’ αυτό και πρέπει να μην έχουν περιουσία, αλλά αντίθετα να θεωρούνται αυτοί περιουσία της πόλης. Η ιδιοκτησία είναι θέμα που αφορά τους πολίτες κι όχι τους δούλους. Όμως, παρόλο που ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της ιδιοκτησίας, δεν υποστηρίζει πουθενά την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Αντιθέτως, θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει και ισχυρή δημόσια περιουσία, που θα αξιοποιείται για τις ανάγκες της πόλης, όπως τα συσσίτια και οι θρησκευτικές τελετές: «όλοι συμφωνούν ότι είναι χρήσιμη η καθιέρωση συσσιτίων στις εύτακτες πόλεις… Στα συσσίτια επιβάλλεται να παίρνουν μέρος όλοι οι πολίτες, αλλά δεν είναι εύκολο να συνεισφέρουν οι άποροι την ορισμένη συμμετοχή τους από τους ιδιωτικούς τους πόρους και συγχρόνως να συντηρούν την οικογένειά τους. Επιπλέον οι δαπάνες για τις θρησκευτικές λατρευτικές τελετές επιβαρύνουν όλη την πόλη συνολικά. Συνεπώς κρίνεται αναγκαίο να είναι διαιρεμένη χώρα σε δύο μέρη, το ένα μέρος των εκτάσεών της να είναι δημόσιο και το άλλο να ανήκει στους ιδιώτες».
Η κατάργηση της δημόσιας περιουσίας στο όνομα της άκρατης ιδιωτικοποίησης δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάργηση κάθε συλλογικότητας, που μοιραία θα υπονομεύσει την ενότητα της πόλης. Κι όπως οι εκτάσεις χωρίζονται σε δημόσιες και ιδιωτικές, θα ήταν αδύνατο η αντίληψη αυτή να μην επεκτείνεται και στην ιδιοκτησία των δούλων: «Από αυτούς» (τους γεωργούς – δούλους εννοείται) «όσοι εργάζονται στα ιδιωτικά κτήματα να ανήκουν στους ιδιώτες, όσοι όμως εργάζονται στη δημόσια γη να ανήκουν στο δημόσιο». Το ιδανικό πολίτευμα χρειάζεται πρωτίστως ιδανικούς πολίτες που θα διέπονται από την αρετή υπηρετώντας την ανδρεία και τη δικαιοσύνη. Όμως, δε θα μπορούσε να υπάρξει, αν ταυτόχρονα δεν κατοχύρωνε και την αυτάρκεια των αγαθών, που θα εξασφάλιζε η κατοχή των μέσων παραγωγής. Η ιδιοκτησία των πολιτών που παράγει πλούτο σε συνδυασμό με τη δημόσια περιουσία, που πρέπει να αξιοποιείται με γνώμονα το κοινό συμφέρον ανακουφίζοντας κυρίως τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά της άριστης πόλης. Αν επιτευχθούν αυτά, η ευδαιμονία θα επέλθει σαν νομοτελειακή συνέπεια.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.4.7–2.4.11
Ο Κύρος έφτασε με το στράτευμά του στη Μηδία, έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον θείο του Κυαξάρη. Ακολουθούν δύο επεισόδια από το διάστημα της εκεί παραμονής του: απεσταλμένοι του βασιλιά των Ινδών φτάνουν στα ανάκτορα του Μήδου ηγεμόνα. Επίσης, διαπιστώνοντας ότι τα χρήματα που είχε στη διάθεσή του τελειώνουν, ο Κύρος θα ζητήσει την άδεια του Κυαξάρη να κινηθεί εναντίον του βασιλιά της Αρμενίας και να τον αναγκάσει να σεβαστεί τις φορολογικές και στρατιωτικές υποχρεώσεις του απέναντι στον βασιλιά των Μήδων, ώστε να αποκομίσει και ο ίδιος τους αναγκαίους για το στράτευμά του πόρους.
[2.4.7] οἱ δὲ Ἰνδοὶ εἰσελθόντες ἔλεξαν
ὅτι πέμψειε σφᾶς ὁ Ἰνδῶν βασιλεὺς κελεύων ἐρωτᾶν ἐξ
ὅτου ὁ πόλεμος εἴη Μήδοις τε καὶ τῷ Ἀσσυρίῳ· ἐπεὶ δὲ
σοῦ ἀκούσαιμεν, ἐκέλευσεν ἐλθόντας αὖ πρὸς τὸν Ἀσσύριον
κἀκείνου ταὐτὰ πυθέσθαι· τέλος δ’ ἀμφοτέροις εἰπεῖν ὑμῖν
ὅτι ὁ Ἰνδῶν βασιλεύς, τὸ δίκαιον σκεψάμενος, φαίη μετὰ
τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι. [2.4.8] πρὸς ταῦτα ὁ Κυαξάρης εἶπεν·
Ἐμοῦ μὲν τοίνυν ἀκούετε ὅτι οὐκ ἀδικοῦμεν τὸν Ἀσσύριον
οὐδέν· ἐκείνου δ’, εἰ δεῖσθε, ἐλθόντες νῦν πύθεσθε ὅ τι λέγει.
παρὼν δὲ ὁ Κῦρος ἤρετο τὸν Κυαξάρην, Ἦ καὶ ἐγώ, ἔφη,
εἴπω ὅ τι γιγνώσκω; καὶ ὁ Κυαξάρης ἐκέλευσεν. Ὑμεῖς
τοίνυν, ἔφη, ἀπαγγείλατε τῷ Ἰνδῶν βασιλεῖ τάδε, εἰ μή τι
ἄλλο Κυαξάρῃ δοκεῖ, ὅτι φαμὲν ἡμεῖς, εἴ τί φησιν ὑφ’
ἡμῶν ἀδικεῖσθαι ὁ Ἀσσύριος, αἱρεῖσθαι αὐτὸν τὸν Ἰνδῶν
βασιλέα δικαστήν. οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἀκούσαντες ᾤχοντο.
[2.4.9] Ἐπεὶ δὲ ἐξῆλθον οἱ Ἰνδοί, ὁ Κῦρος πρὸς τὸν Κυαξάρην
ἤρξατο λόγου τοιοῦδε.
Ὦ Κυαξάρη, ἐγὼ μὲν ἦλθον οὐδέν τι πολλὰ ἔχων ἴδια
χρήματα οἴκοθεν· ὁπόσα δ’ ἦν, τούτων πάνυ ὀλίγα λοιπὰ
ἔχω· ἀνήλωκα δέ, ἔφη, εἰς τοὺς στρατιώτας· καὶ τοῦτο
ἴσως, ἔφη, θαυμάζεις σὺ πῶς ἐγὼ ἀνήλωκα σοῦ αὐτοὺς τρέ-
φοντος· εὖ δ’ ἴσθι, ἔφη, ὅτι οὐδὲν ἄλλο ποιῶν ἢ τιμῶν καὶ
χαριζόμενος, ὅταν τινὶ ἀγασθῶ τῶν στρατιωτῶν. [2.4.10] δοκεῖ
γάρ μοι, ἔφη, πάντας μὲν οὓς ἄν τις βούληται ἀγαθοὺς
συνεργοὺς ποιεῖσθαι ὁποίου τινὸς οὖν πράγματος, ἥδιον
εἶναι εὖ τε λέγοντα καὶ εὖ ποιοῦντα παρορμᾶν μᾶλλον ἢ
λυποῦντα καὶ ἀναγκάζοντα· οὓς δὲ δὴ τῶν εἰς τὸν πόλεμον
ἔργων ποιήσασθαί τις βούλοιτο συνεργοὺς προθύμους, τού-
τους παντάπασιν ἔμοιγε δοκεῖ ἀγαθοῖς θηρατέον εἶναι καὶ
λόγοις καὶ ἔργοις. φίλους γάρ, οὐκ ἐχθρούς, δεῖ εἶναι τοὺς
μέλλοντας ἀπροφασίστους συμμάχους ἔσεσθαι καὶ μήτε τοῖς
ἀγαθοῖς τοῦ ἄρχοντος φθονήσοντας μήτ’ ἐν τοῖς κακοῖς προ-
δώσοντας. [2.4.11] ταῦτ’ οὖν ἐγὼ οὕτω προγιγνώσκων χρημάτων
δοκῶ προσδεῖσθαι. πρὸς μὲν οὖν σὲ πάντας ὁρᾶν ὃν αἰσθά-
νομαι πολλὰ δαπανῶντα ἄτοπόν μοι δοκεῖ εἶναι· σκοπεῖν
δ’ ἀξιῶ κοινῇ καὶ σὲ καὶ ἐμὲ ὅπως σὲ μὴ ἐπιλείψει χρήματα.
ἐὰν γὰρ σὺ ἄφθονα ἔχῃς, οἶδα ὅτι καὶ ἐμοὶ ἂν εἴη λαμ-
βάνειν ὁπότε δεοίμην, ἄλλως τε καὶ εἰ [εἰς] τοιοῦτόν τι
λαμβάνοιμι ὃ μέλλοι καὶ σοὶ δαπανηθὲν βέλτιον εἶναι.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.4.7–2.4.11
Το στράτευμα του Κύρου στη Μηδία
Ο Κύρος έφτασε με το στράτευμά του στη Μηδία, έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον θείο του Κυαξάρη. Ακολουθούν δύο επεισόδια από το διάστημα της εκεί παραμονής του: απεσταλμένοι του βασιλιά των Ινδών φτάνουν στα ανάκτορα του Μήδου ηγεμόνα. Επίσης, διαπιστώνοντας ότι τα χρήματα που είχε στη διάθεσή του τελειώνουν, ο Κύρος θα ζητήσει την άδεια του Κυαξάρη να κινηθεί εναντίον του βασιλιά της Αρμενίας και να τον αναγκάσει να σεβαστεί τις φορολογικές και στρατιωτικές υποχρεώσεις του απέναντι στον βασιλιά των Μήδων, ώστε να αποκομίσει και ο ίδιος τους αναγκαίους για το στράτευμά του πόρους.
[2.4.7] οἱ δὲ Ἰνδοὶ εἰσελθόντες ἔλεξαν
ὅτι πέμψειε σφᾶς ὁ Ἰνδῶν βασιλεὺς κελεύων ἐρωτᾶν ἐξ
ὅτου ὁ πόλεμος εἴη Μήδοις τε καὶ τῷ Ἀσσυρίῳ· ἐπεὶ δὲ
σοῦ ἀκούσαιμεν, ἐκέλευσεν ἐλθόντας αὖ πρὸς τὸν Ἀσσύριον
κἀκείνου ταὐτὰ πυθέσθαι· τέλος δ’ ἀμφοτέροις εἰπεῖν ὑμῖν
ὅτι ὁ Ἰνδῶν βασιλεύς, τὸ δίκαιον σκεψάμενος, φαίη μετὰ
τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι. [2.4.8] πρὸς ταῦτα ὁ Κυαξάρης εἶπεν·
Ἐμοῦ μὲν τοίνυν ἀκούετε ὅτι οὐκ ἀδικοῦμεν τὸν Ἀσσύριον
οὐδέν· ἐκείνου δ’, εἰ δεῖσθε, ἐλθόντες νῦν πύθεσθε ὅ τι λέγει.
παρὼν δὲ ὁ Κῦρος ἤρετο τὸν Κυαξάρην, Ἦ καὶ ἐγώ, ἔφη,
εἴπω ὅ τι γιγνώσκω; καὶ ὁ Κυαξάρης ἐκέλευσεν. Ὑμεῖς
τοίνυν, ἔφη, ἀπαγγείλατε τῷ Ἰνδῶν βασιλεῖ τάδε, εἰ μή τι
ἄλλο Κυαξάρῃ δοκεῖ, ὅτι φαμὲν ἡμεῖς, εἴ τί φησιν ὑφ’
ἡμῶν ἀδικεῖσθαι ὁ Ἀσσύριος, αἱρεῖσθαι αὐτὸν τὸν Ἰνδῶν
βασιλέα δικαστήν. οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἀκούσαντες ᾤχοντο.
[2.4.9] Ἐπεὶ δὲ ἐξῆλθον οἱ Ἰνδοί, ὁ Κῦρος πρὸς τὸν Κυαξάρην
ἤρξατο λόγου τοιοῦδε.
Ὦ Κυαξάρη, ἐγὼ μὲν ἦλθον οὐδέν τι πολλὰ ἔχων ἴδια
χρήματα οἴκοθεν· ὁπόσα δ’ ἦν, τούτων πάνυ ὀλίγα λοιπὰ
ἔχω· ἀνήλωκα δέ, ἔφη, εἰς τοὺς στρατιώτας· καὶ τοῦτο
ἴσως, ἔφη, θαυμάζεις σὺ πῶς ἐγὼ ἀνήλωκα σοῦ αὐτοὺς τρέ-
φοντος· εὖ δ’ ἴσθι, ἔφη, ὅτι οὐδὲν ἄλλο ποιῶν ἢ τιμῶν καὶ
χαριζόμενος, ὅταν τινὶ ἀγασθῶ τῶν στρατιωτῶν. [2.4.10] δοκεῖ
γάρ μοι, ἔφη, πάντας μὲν οὓς ἄν τις βούληται ἀγαθοὺς
συνεργοὺς ποιεῖσθαι ὁποίου τινὸς οὖν πράγματος, ἥδιον
εἶναι εὖ τε λέγοντα καὶ εὖ ποιοῦντα παρορμᾶν μᾶλλον ἢ
λυποῦντα καὶ ἀναγκάζοντα· οὓς δὲ δὴ τῶν εἰς τὸν πόλεμον
ἔργων ποιήσασθαί τις βούλοιτο συνεργοὺς προθύμους, τού-
τους παντάπασιν ἔμοιγε δοκεῖ ἀγαθοῖς θηρατέον εἶναι καὶ
λόγοις καὶ ἔργοις. φίλους γάρ, οὐκ ἐχθρούς, δεῖ εἶναι τοὺς
μέλλοντας ἀπροφασίστους συμμάχους ἔσεσθαι καὶ μήτε τοῖς
ἀγαθοῖς τοῦ ἄρχοντος φθονήσοντας μήτ’ ἐν τοῖς κακοῖς προ-
δώσοντας. [2.4.11] ταῦτ’ οὖν ἐγὼ οὕτω προγιγνώσκων χρημάτων
δοκῶ προσδεῖσθαι. πρὸς μὲν οὖν σὲ πάντας ὁρᾶν ὃν αἰσθά-
νομαι πολλὰ δαπανῶντα ἄτοπόν μοι δοκεῖ εἶναι· σκοπεῖν
δ’ ἀξιῶ κοινῇ καὶ σὲ καὶ ἐμὲ ὅπως σὲ μὴ ἐπιλείψει χρήματα.
ἐὰν γὰρ σὺ ἄφθονα ἔχῃς, οἶδα ὅτι καὶ ἐμοὶ ἂν εἴη λαμ-
βάνειν ὁπότε δεοίμην, ἄλλως τε καὶ εἰ [εἰς] τοιοῦτόν τι
λαμβάνοιμι ὃ μέλλοι καὶ σοὶ δαπανηθὲν βέλτιον εἶναι.
***
Αυτοί μόλις μπήκαν είπαν ότι τους έστειλε ρ βασιλιάς των Ινδών διατάζοντας να ερωτήσουν από ποια αιτία προήλθε ο πόλεμος μεταξύ Μήδων και Ασσυρίων. Όταν ακούσωμε σένα, μας διέταξε να πάμε στο βασιλιά των Ασσυρίων να ρωτήσομε και κείνον τα ίδια. Τέλος μας διέταξε ο βασιλιάς των Ινδών να σας πούμε και στους δύο ότι, αφού εξετάση ποιος έχει δίκηο, θα ταχθή με το μέρος του αδικουμένου. Σ' αυτά ο Κυαξάρης απάντησε: Ακούσατε λοιπόν από μένα ότι διόλου δεν αδικούμε το βασιλιά των Ασσυρίων∙ εκείνον, αν χρειάζεσθε, πηγαίνετε και ερωτήσατέ τον τι λέει. Ο Κύρος που παρευρίσκετο στη συνομιλία ρώτησε τον Κυαξάρη: Να ειπώ και εγώ τη γνώμη μου; Ο Κυαξάρης τον παρακάλεσε να την πη. Σεις λοιπόν, είπε, ανακοινώσατε τα εξής στο βασιλιά των Ινδών, εκτός αν διαφωνή ο Κυαξάρης, ότι μεις προτείνομε, εάν ο βασιλιάς των Ασσυρίων ισχυρίζεται ότι κάποιος έχει αδικηθή από μας, να εκλέξωμε δικαστή της διαφοράς μας το βασιλιά των Ινδών. Οι πρέσβεις των Ινδών, όταν άκουσαν αυτά, ανεχώρησαν.
Όταν βγήκαν οι Ινδοί, ο Κύρος άρχισε να λέη τα εξής στον Κυαξάρη: Εγώ, Κυαξάρη, ήλθα με λίγα χρήματα από την πατρίδα μου∙ από όσα είχα πολύ λίγα έμειναν, τα ξώδεψα για τους στρατιώτες μου. Ίσως απορείς, πώς τα ξώδεψα, αφού τους τρέφεις. Μάθε ότι τίποτ' άλλο δεν κάνω παρά τιμώ και προσφέρω δώρα, όταν ευχαριστηθώ από κανένα στρατιώτη. Γιατί μου φαίνεται ότι όλους, όσους θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες του σε κείνο που θέλει, καλύτερο είναι να τους παρορμά επαινώντας και ευεργετώντας μάλλον παρά προξενώντας λύπη σ' αυτούς και εξαναγκάζοντάς τους. Όσους λοιπόν θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες στα πολεμικά έργα, τούτους μου φαίνεται πως πρέπει να τους παίρνη μαζί του προ πάντων με καλά λόγια και έργα. Γιατί φίλοι και όχι εχθροί πρέπει να είναι, όσοι πρόκειται να είναι πρόθυμοι σύμμαχοι, και να μη φθονούν τις επιτυχίες του αρχηγού, και να μη τον παρατούν στις δυστυχίες. Επειδή λοιπόν εγώ έτσι σκέπτομαι, νομίζω πως χρειάζομαι ακόμη χρήματα. Να αποβλέπω λοιπόν σε σένα για κάθε ανάγκη, εφόσον καταλαβαίνω ότι πολλά ξοδεύεις, μου φαίνεται άτοπο. Κρίνω άξιο λοιπόν να σκεφτώ μαζί σου πώς δε θα σου λείψουν χρήματα. Γιατί, αν έχης άφθονα, ξέρω πως θα μπορώ και γω να παίρνω, όταν χρειαστώ, και προ πάντων αν τα παίρνω για τέτοια δουλειά, που αν ξοδευτή το χρήμα σ' αυτήν, θα ωφεληθής.
Αυτοί μόλις μπήκαν είπαν ότι τους έστειλε ρ βασιλιάς των Ινδών διατάζοντας να ερωτήσουν από ποια αιτία προήλθε ο πόλεμος μεταξύ Μήδων και Ασσυρίων. Όταν ακούσωμε σένα, μας διέταξε να πάμε στο βασιλιά των Ασσυρίων να ρωτήσομε και κείνον τα ίδια. Τέλος μας διέταξε ο βασιλιάς των Ινδών να σας πούμε και στους δύο ότι, αφού εξετάση ποιος έχει δίκηο, θα ταχθή με το μέρος του αδικουμένου. Σ' αυτά ο Κυαξάρης απάντησε: Ακούσατε λοιπόν από μένα ότι διόλου δεν αδικούμε το βασιλιά των Ασσυρίων∙ εκείνον, αν χρειάζεσθε, πηγαίνετε και ερωτήσατέ τον τι λέει. Ο Κύρος που παρευρίσκετο στη συνομιλία ρώτησε τον Κυαξάρη: Να ειπώ και εγώ τη γνώμη μου; Ο Κυαξάρης τον παρακάλεσε να την πη. Σεις λοιπόν, είπε, ανακοινώσατε τα εξής στο βασιλιά των Ινδών, εκτός αν διαφωνή ο Κυαξάρης, ότι μεις προτείνομε, εάν ο βασιλιάς των Ασσυρίων ισχυρίζεται ότι κάποιος έχει αδικηθή από μας, να εκλέξωμε δικαστή της διαφοράς μας το βασιλιά των Ινδών. Οι πρέσβεις των Ινδών, όταν άκουσαν αυτά, ανεχώρησαν.
Όταν βγήκαν οι Ινδοί, ο Κύρος άρχισε να λέη τα εξής στον Κυαξάρη: Εγώ, Κυαξάρη, ήλθα με λίγα χρήματα από την πατρίδα μου∙ από όσα είχα πολύ λίγα έμειναν, τα ξώδεψα για τους στρατιώτες μου. Ίσως απορείς, πώς τα ξώδεψα, αφού τους τρέφεις. Μάθε ότι τίποτ' άλλο δεν κάνω παρά τιμώ και προσφέρω δώρα, όταν ευχαριστηθώ από κανένα στρατιώτη. Γιατί μου φαίνεται ότι όλους, όσους θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες του σε κείνο που θέλει, καλύτερο είναι να τους παρορμά επαινώντας και ευεργετώντας μάλλον παρά προξενώντας λύπη σ' αυτούς και εξαναγκάζοντάς τους. Όσους λοιπόν θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες στα πολεμικά έργα, τούτους μου φαίνεται πως πρέπει να τους παίρνη μαζί του προ πάντων με καλά λόγια και έργα. Γιατί φίλοι και όχι εχθροί πρέπει να είναι, όσοι πρόκειται να είναι πρόθυμοι σύμμαχοι, και να μη φθονούν τις επιτυχίες του αρχηγού, και να μη τον παρατούν στις δυστυχίες. Επειδή λοιπόν εγώ έτσι σκέπτομαι, νομίζω πως χρειάζομαι ακόμη χρήματα. Να αποβλέπω λοιπόν σε σένα για κάθε ανάγκη, εφόσον καταλαβαίνω ότι πολλά ξοδεύεις, μου φαίνεται άτοπο. Κρίνω άξιο λοιπόν να σκεφτώ μαζί σου πώς δε θα σου λείψουν χρήματα. Γιατί, αν έχης άφθονα, ξέρω πως θα μπορώ και γω να παίρνω, όταν χρειαστώ, και προ πάντων αν τα παίρνω για τέτοια δουλειά, που αν ξοδευτή το χρήμα σ' αυτήν, θα ωφεληθής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)