Οι Αρχαίοι Έλληνες δέχονταν το Τρωικό Πόλεμο ως απολύτως ιστορικό γεγονός. Όλοι οι ιστορικοί, από τον ρομαντικό Ηρόδοτο έως τον ορθολογιστή Θουκυδίδη, δεν διανοήθηκαν ποτέ να αμφισβητήσουν την ιστορικότητα του γεγονότος, και κατ’ επέκταση και των ομηρικών περιγραφών. Πότε όμως έζησε ο Όμηρος και -το κυριότερο- πότε έγραψε τα έπη του; Τα ερωτήματα αυτά συνθέτουν ήδη από τον 18ο αιώνα μ.Χ. το λεγόμενο ομηρικό ζήτημα
Οι φιλόλογοι από όλον τον κόσμο επιχειρούν να απαντήσουν στα παραπάνω ερωτήματα βάσει των κειμένων των επών και μόνο. Έτσι έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο Όμηρος έζησε περί τον 8ο αιώνα π.Χ.. Αν και οι περισσότεροι δέχονται ότι τα έπη αναφέρονται σε γεγονότα παλαιότερα, κατά 500 τουλάχιστον χρόνια, εντούτοις υποστηρίζουν ότι τα κατορθώματα των Αχαιών και Τρώων Ελλήνων διεσώθησαν προφορικώς επί 500 χρόνια, μέχρι που ο Όμηρος, βασιζόμενος στη λαϊκή παράδοση, θα λέγαμε, τα τυποποίησε με τη μορφή επικών ποιημάτων.
Τα έπη, υποστηρίζουν, κατεγράφησαν για πρώτη φορά από τον Πεισίστρατο τον 6ο αιώνα π.Χ. Έως τότε περνούσαν από γενιά σε γενιά προφορικά! Ένα άλλο επίσης ζήτημα αφορά την Οδύσσεια, η οποία από πολλούς δεν θεωρείται έργο του Ομήρου, αλλά κάποιου άλλου ποιητή, άγνωστου.
Η ουσία λοιπόν του ομηρικού ζητήματος συμπυκνώνεται στο εξής απλό ερώτημα: Πότε συντέθηκαν τα έπη; Γύρω στον 8ο αιώνα, κατά την επικρατούσα άποψη. Υποστηρίζουν λοιπόν οι συγκεκριμένοι «φοινικιστές» επιστήμονες ότι τα έπη δεν μπορεί να συντέθηκαν νωρίτερα, αφού οι Έλληνες δεν είχαν αλφάβητο (!).
Πολλοί όμως εξ αυτών υποστηρίζουν ακόμα και ότι τα έπη πρωτογράφηκαν τον 6ο αιώνα π.Χ., κατόπιν εντολής του Πεισίστρατου. Στο διάστημα από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ., υποστηρίζουν ότι τα έπη διασώθηκαν στην προφορική παράδοση των αοιδών και των ραψωδών.
Τις απόψεις τους αυτές τις τεκμηριώνουν τόσο βασιζόμενοι σε ορισμένους αναχρονισμούς του κειμένου των επών, όσο και στην εισαγωγή στην Ελλάδα, τον 8ο αιώνα π.Χ., του «φοινικικού» αλφαβήτου. Και οι μεν αναχρονισμοί του κειμένου αφορούν κυρίως στη χρήση σιδήρου, η οποία, όμως, βάσει των νέων ευρημάτων, γινόταν στον ελλαδικό χώρο από το 17ο αιώνα π.Χ. To «Πάριο Χρονικό», μάλιστα, αναφέρει ότι η κατεργασία σιδήρου στην Ελλάδα άρχισε περί το 1440 π.Χ.
Το δε «φοινικικό» αλφάβητο, πρώτον δεν ήταν φοινικικό, αλλά εξέλιξη του υπάρχοντος ελληνικού και, δεύτερον, ποτέ δεν ήρθε από την Ανατολή, αφού τεκμηριωμένα οι Έλληνες έγραφαν, έστω και με ιδεογράμματα, από την 6η χιλιετία π.Χ. – οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες άλλωστε έως και σήμερα γράφουν με ιδεογράμματα, αλλά κανείς δεν έχει τολμήσει να τους χαρακτηρίσει αναλφάβητους.
Και πώς είναι άλλωστε δυνατόν ένας λαός, οι Φοίνικες, ο οποίος δεν είχε καν εθνικό όνομα –το εθνικό «Φοίνικας» τούς το έδωσαν οι Έλληνες, αφού οι ίδιοι δεν είχαν καν την αίσθηση ότι αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος– να έχει επινοήσει το αλφάβητο, χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη ζύμωση και η ύπαρξη πρωτογραφών; Και πού βρίσκονται εν τέλει τα κείμενα των επινοητών του αλφαβήτου, οι οικονομικοί και στρατιωτικοί τους κατάλογοι, τα λογοτεχνικά τους έργα, τα δημοτολόγια τους, έστω;
Μάταια θα τα αναζητήσετε. Δεν θα τα βρείτε πουθενά. Και δεν θα τα βρείτε, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το περίφημο Α, το λεγόμενο Άλεφ (βόδι), υπήρχε ως σύμβολο στις ελληνικές πρωτογραφές από το 4500 π.Χ., όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα του καθηγητή Αδαμάντιου Σάμψων στο σπήλαιο του Κύκλωπα στην Αλόννησο, στις βόρειες Σποράδων.
Ή είναι τυχαίο ότι το σύμβολο της Γραμμικής Γραφής Β’, που αντιστοιχεί στο φθόγγο Α, παριστάνεται ως κεφαλή βοδιού; Μόνο που η Γραμμική Γραφή Β’ χρονολογείται από το 17ο αιώνα π.Χ., ενώ το λεγόμενο «φοινικικό» αλφάβητο από το 10ο αιώνα π.Χ., στην καλύτερη περίπτωση.
Ένα τρίτο ζήτημα, τέλος, το οποίο αναδεικνύουν οι «ειδικοί», αφορά καθαυτή την ιστορικότητα των επών. Υποστηρίζεται ότι απλά τα έπη δεν είναι παρά ποιήματα, η αξία των οποίων ως ιστορικές πηγές είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμη. Η θεώρηση αυτή φυσικά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Τα έπη, τα πρώτα γραπτά κείμενα της Ευρώπης, ακόμα και αν τα χρονολογήσουμε στον 8ο αιώνα π.Χ., σαφώς και αποτελούν ιστορικές πηγές, τεράστιας αξίας, παρά τις κάποιες, ποιητική αδεία, υπερβολές ή θεϊκές επεμβάσεις.
Ακόμα και πίσω από τέτοια λογοτεχνικά σχήματα, όμως, κρύβεται μια πραγματικότητα. Άλλωστε, πέρασε πια ο καιρός από τότε που η Ιλιάδα θεωρούνταν παραμύθι για μικρά παιδιά.
Ο Ερρίκος Σλήμαν επιβεβαίωσε με αυτά που έφερε στο φως η σκαπάνη του στοιχεία που αναφέρονται στα έργα του Ομήρου, ο οποίος, το πιθανότερο, και σύμφωνα με τη γνώμη και αυτού ακόμα του Μεγάλου Ναπολέοντα, ήταν πολεμιστής και κατά πάσα πιθανότητα αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης, όπως και ο Αλέξανδρος, κοιμόταν με την Ιλιάδα κάτω από το προσκεφάλι του.
Ο Μέγας Ναπολέοντας δεν ήταν όμως ο μόνος που διδάχθηκε από την Ιλιάδα. Όλοι οι μεγάλοι στρατηγοί της Ευρώπης από το 16ο έως και τον 20ό αιώνα μ.Χ. αντέγραψαν κατά κόρον τις τακτικές που ο Όμηρος περιγράφει στην Ιλιάδα. Ειδικά η τέταρτη μάχη της Ιλιάδας, στην οποία ο Αχιλλέας κατατροπώνει τη στρατιά του Έκτορα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε όλα τα ευρωπαϊκά στρατιωτικά εγχειρίδια της εποχής. Τον αυτό ελιγμό εφάρμοσε ο Μάρλμπορο στη μάχη του Μπλενχάιμ το 1704 και ο Ναπολέοντας στο Αούστερλιτς το 1805. Η Ιλιάδα λοιπόν, που είναι ένα κατ’ εξοχήν στρατιωτικό σύγγραμμα, δεν μπορεί να αναλύεται μόνο από φιλολόγους, οι οποίοι, πέραν των καλών ή κακών προθέσεών τους, στερούνται της «στρατιωτικής τριβής» για να μελετήσουν το συγκεκριμένο έργο.
Είναι κατά συνέπεια παντελώς αδύνατον οι εκπληκτικές περιγραφές που Ομήρου στις σκηνές μαχών της Ιλιάδας να αποτελούν απλώς προϊόντα της γόνιμης ποιητικής του φαντασίας. Ο Όμηρος «…αποκλείεται να πέρασε τα χρόνια του καθήμενος σε ένα βράχο της Χίου», έλεγε ο Ναπολέοντας. Ακόμα και οι «τεχνικές» περιγραφές των πληγμάτων φανερώνουν ότι ο ποιητής είχε πολεμική εμπειρία, την οποία ενδεχομένως να απέκτησε πολεμώντας ο ίδιος στο Σκαμάνδριο πεδίο, εφόσον, κατά μια άποψη ο Όμηρος δεν ήταν άλλος από τον Οδυσσέα.
Όσον αφορά τα έπη καθαυτά, κατά την ταπεινή μας άποψη ήταν αδύνατο να διασωθούν αναλλoίωτα επί 500 τουλάχιστον χρόνια, μεταφερόμενα προφορικά από γενιά σε γενιά. Και εφόσον οι Έλληνες είχαν αποδεδειγμένα γραφή από τους νεολιθικούς χρόνους και συλλαβογράμματη γραφή ήδη από τους μινωικούς χρόνους (2200-1700 π.Χ.), αδυνατούμε να αντιληφθούμε γιατί ήταν αδύνατο να είχε ασχοληθεί μια έστω ειδική ομάδα γραφέων με την καταγραφή των επών, τα οποία άλλωστε εκθείαζαν τη δράση της ηγετικής ομάδας της μυκηναϊκής κοινωνίας.
ΔΕΣ:
Περίληψη της Ιλιάδας
Ραψωδία Α΄ (Λοιμός-Μήνις)
Περιγράφεται η αιτία αποχώρησης του εκλεκτότερου πολεμιστή των Αχαιών, του Αχιλλέα, από τη μάχη, εξαιτίας της αρπαγής της σκλάβας του Βρισηίδας από τον Αγαμέμνονα. Ο Αχιλλέας δεν θα επανακάμψει στον αγώνα παρά μόνο μετά το θάνατο του προσφιλούς του Πατρόκλου.
Ραψωδία Β΄ (Νεών κατάλογος)
Η ραψωδία αυτή αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη διαταγή επιχειρήσεων στα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά. Ο Όμηρος καταγράφει εδώ τις αντίπαλες δυνάμεις που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, και ειδικότερα στην τελευταία φάση του, στην κατά του Ιλίου εκστρατεία.
Ραψωδία Γ΄ (Αλεξάνδρου και Μενελάου μονομαχία)
Πριν την έναρξη της πρώτης περιγραφόμενης στην Ιλιάδα μάχης. Ο Πάρης προκαλεί σε μονομαχία τον Μενέλαο, με έπαθλο την Ελένη. Οι αντίπαλοι στρατοί και οι ηγέτες τους ορκίζονται να σεβαστούν το αποτέλεσμα της μονομαχίας, όποιο και αν είναι αυτό. Διεξάγεται κατόπιν η μονομαχία, στην οποία ο Μενέλαος κατατροπώνει τον Πάρη, ο οποίος όμως σώζεται την τελευταία στιγμή.
Ραψωδία Δ΄ (Ορκίων σύγχυσις)
Οι Αχαιοί ζητούν να τηρήσουν οι Τρώες τους όρκους, μετά τη νίκη του Μενέλαου, και να παραδώσουν την Ελένη και τους θησαυρούς που άρπαξαν. Οι Τρώες όμως καταπατούν τους όρκους και τοξεύουν τον Μενέλαο, κατά παράβαση της ανακωχής. Οι Αχαιοί ετοιμάζονται να τους επιτεθούν. Ο Αγαμέμνων επιθεωρεί το παραταγμένο στράτευμα και απευθύνει παραινέσεις προς τις κεφαλές του στρατού, θυμίζοντάς τους τα ηρωικά κατορθώματα των πατέρων τους.
Ραψωδία Ε΄ (Διομήδους αριστεία)
Η μάχη αρχίζει και οι Αχαιοί, με πρώτο τον Διομήδη, συντρίβουν τους Τρώες, ο ηγέτης των οποίων, Έκτορας, δεν έχει εισέλθει ακόμα στον αγώνα.
Ραψωδία Ζ΄ (Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία)
Ο Έκτορας εισέρχεται στη μάχη και ισορροπεί την πίεση των Αχαιών. Ο Διομήδης συναντά τον αντίπαλό του Γλαύκο, με τον οποίο τον συνδέει παλαιά οικογενειακή φιλία. Οι δύο αντίπαλοι ήρωες, όχι μόνο δεν συγκρούονται, αλλά ανταλλάσσουν πανοπλίες, ανανεώνοντας τους παλαιούς φιλικούς δεσμούς!
Ραψωδία Η΄ (Έκτορος και Αίαντος μονομαχία)
Μετά από μια σύντομη συνάντησή του με την Ανδρομάχη στις Σκαιές Πύλες, ο Έκτορας επανέρχεται στη μάχη και μονομαχεί με τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. Η μονομαχία λήγει άκριτη. Αχαιοί και Τρώες συνάπτουν ανακωχή για να συλλέξουν τους νεκρούς τους. Οι Αχαιοί περιτειχίζουν το παράκτιο στρατόπεδο τους.
Ραψωδία Θ΄ (Κόλος μάχης)
Η μάχη ξαναρχίζει στο Σκαμάνδριο πεδίο. Έκτορας και Διομήδης ανδραγαθούν. Τελικά, οι Τρώες υπερισχύουν και οι Αχαιοί κλείνονται στο οχυρωμένο τους στρατόπεδο, ενώ οι Τρώες στρατοπεδεύουν στην πεδιάδα.
Ραψωδία Ι΄ (Πρεσβεία προς Αχιλλέα, Λίται)
Το δυσμενές αποτέλεσμα της προηγούμενης μάχης κλονίζει το ηθικό των Αχαιών. Αντιπροσωπεία των κεφαλών επισκέπτεται τον Αχιλλέα και τον παρακαλά να ξεχάσει τη οργή του. Αυτός υπόσχεται να βοηθήσει εάν το στρατόπεδο κινδυνεύσει πραγματικά.
Ραψωδία Κ΄ (Δολώνεια)
Ο Διομήδης και ο Οδυσσέας εκτελούν νυχτερινή περιπολία στις τρωικές θέσεις. Εκεί συλλαμβάνουν τον κατάσκοπο Δόλωνα, τον οποίο ανακρίνουν και κατόπιν θανατώνουν. Από αυτόν έμαθαν ότι νέες ενισχύσεις Θρακών είχαν έρθει στην Τροία. Μέσα στη νύχτα επιτίθενται στους Θράκες αιφνιδιαστικά, σκοτώνουν τον ηγεμόνα τους και αρπάζουν τα πολεμικά τους άλογα.
Ραψωδία Λ΄ (Αριστεία Αγαμέμνονος)
Το επόμενο πρωί αρχίζει και πάλι η μάχη. Ο Αγαμέμνων αριστεύει, αλλά ο Διομήδης και ο Οδυσσέας τραυματίζονται και αποχωρούν από τη σύγκρουση. Οι Αχαιοί κλονίζονται.
Ραψωδία Μ΄ (Τειχομαχία)
Ο Έκτορας, αναφωνώντας το περίφημο «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πατρίς», εφορμά με το στρατό στο αχαϊκό οχυρό στρατόπεδο. Διασπά την άμυνα και εισέρχεται εντός. Η μάχη πλέον έχει μεταφερθεί στο αγκυροβόλιο των αχαϊκών πλοίων, με μόνο τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και τον βασιλιά της Κρήτης Ιδομενέα να έχουν απομείνει όρθιοι και να πολεμούν απεγνωσμένα.
Ραψωδία Ν΄ (Μάχη επί ταίς ναυσίν)
Η μάχη συνεχίζεται άγρια. Οι Τρώες κατορθώνουν να πυρπολήσουν μερικά πλοία των Αχαιών.
Ραψωδία Ξ΄ (Διός απάτη)
Οι Αχαιοί απωθούν τελικά τους Τρώες και σώζουν προσωρινά τα πλοία. Η κατάστασή τους όμως είναι κρίσιμη. Όλοι προσβλέπουν πια μόνον στον Αχιλλέα.
Ραψωδία Ο΄ (Παλίωξις παρά των νεών)
Οι Τρώες επανακάμπτουν και απειλούν και πάλι τα αχαϊκά πλοία. Μόνο ο Τελαμώνιος Αίας έχει πλέον απομείνει να τους πολεμά.
Ραψωδία Π΄ (Πατρόκλεια)
Ο Πάτροκλος ενώπιον του κινδύνου πείθει τον Αχιλλέα να του επιτρέψει να δανειστεί τα όπλα του και να οδηγήσει τους Μυρμιδόνες σε αντεπίθεση. Η αντεπίθεση εκτελείται και επιτυγχάνει απόλυτα. Οι Τρώες τρέχουν πανικόβλητοι να σωθούν, καταδιωκόμενοι από τον Πάτροκλο. Κοντά στα τείχη της Τροίας όμως ο Έκτορας σκοτώνει τον Πάτροκλο.
Ραψωδία Ρ΄ (Μενελάου αριστεία)
Γύρω από τον νεκρό Πάτροκλο διεξάγεται άγρια μάχη. Ο Μενέλαος, ο Μηριόνης και οι δύο Αίαντες πολεμούν σκληρά και επιτυγχάνουν η σορός του Πατρόκλου να διασωθεί από τα χέρια των αντιπάλων τους. Οι Τρώες όμως και πάλι τους πιέζουν και τους αναγκάζουν να επιστρέψουν στο στρατόπεδο.
Ραψωδία Σ΄ (Οπλοποιία)
Ο Αχιλλέας θρηνεί τον νεκρό συμπολεμιστή και ζητά από τη μητέρα του Θέτιδα νέα όπλα. Αυτή παρακαλεί τον Ήφαιστο να τα ετοιμάσει.
Ραψωδία Τ΄ (Μήνιδος απόρρησις)
Ο Αχιλλέας συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα και αναλαμβάνει τη διοίκηση του στρατού. Συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο και δίδει διαταγές για την επικείμενη μάχη, για το πώς πρέπει να πολεμήσουν οι Αχαιοί.
Ραψωδία Υ΄ (Θεομαχία)
Αρχίζει η τέταρτη και τελευταία μάχη της Ιλιάδας. Ο Αχιλλέας εφορμά ακάθεκτος. Επιχειρεί να σκοτώσει τον Αινεία, ο οποίος σώζεται με θεϊκή παρέμβαση.
Ραψωδία Φ΄ (Μάχη Παραποτάμιος)
Η μάχη έχει πλέον φουντώσει. Το σχέδιο του Αχιλλέα επιτυγχάνει και η τρωική παράταξη διασπάται. Οι μισοί Τρώες καταφεύγουν στην πόλη και οι υπόλοιποι παγιδεύονται μεταξύ του Σκάμανδρου ποταμού και των Μυρμιδόνων. Παγιδευμένοι οι Τρώες σφαγιάζονται. Ο Αχιλλέας τούς θερίζει μόνο με το σπαθί, για να εκδικηθεί τον νεκρό φίλο του.
Ραψωδία Χ΄ (Έκτορος αναίρεσις)
Ο Έκτορας παραμένει στον κάμπο και μονομαχεί με τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας κατορθώνει να τον σκοτώσει. Αμέσως μετά σέρνει το πτώμα του γύρω από την πόλη, δεμένο στο άρμα του.
Ραψωδία Ψ΄ (Άθλα επί Πατρόκλω)
Η νεκρική τελετή του Πατρόκλου. Οι Αχαιοί τιμούν τον νεκρό με αθλητικούς αγώνες, ενώ ο Αχιλλέας για να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του εκτελεί 12 Τρώες αιχμαλώτους.
Ραψωδία Ω΄ (Έκτορος λύτρα)
Ο Αχιλλέας δέχεται να παραδώσει το σώμα του νεκρού Έκτορα στον πατέρα του, Πρίαμο, προκειμένου να τύχει όλων των απαραίτητων τιμών.
Οι δύο πρώτες μάχες
Οι πολεμικές συγκρούσεις της Ιλιάδας αρχίζουν στην την 21η ημέρα εξιστόρησης του ποιήματος και λήγουν με το θάνατο του Έκτορα. Η περιγραφή της πρώτης μάχης αρχίζει από τον 48ο στίχο της Ραψωδίας Β’ και λήγει στον 312ο της Ραψωδίας Η’. Ο Αγαμέμνων συνεγείρει το στρατό του και παράλληλα συγκαλεί συνέλευση των κεφαλών του στρατεύματος. Ο αρχιστράτηγος εμφανίζεται διστακτικός και ζητά τη συμβουλή των ηγεμόνων για τη σκοπιμότητα της συνέχισης του πολέμου. Αντιλαμβανόμενος ότι οι λοιποί βασιλείς διατηρούν το ηθικό τους, διατάσσει το στρατό να ετοιμαστεί για μάχη. Οι Αχαιοί, αφού πρώτα γευμάτισαν, για να μπορούν να αντέξουν στον κάματο της μάχης, κίνησαν από το στρατόπεδό τους και παρατάχθηκαν στο Σκαμάνδριο πεδίο. Οι Τρώες από την πλευρά τους, πληροφορούμενοι τις κινήσεις των Αχαιών από έναν σκοπό που είχαν εγκαταστήσει σε παρακείμενο λόφο, εξέρχονται και αυτοί από την πόλη για να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους σε ανοιχτό πεδίο, μη περιοριζόμενοι σε παθητική άμυνα, όπως ήδη αναφέρθηκε. Οι Τρώες παρατάχθηκαν κατά πάσα πιθανότητα κοντά στον Βατίειο λόφο, όχι μακριά από τα τείχη της πόλης, οπότε σε περίπτωση ατυχήματος να είναι σε θέση υποχωρήσουν με ασφάλεια εντός των τειχών.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όμηρος βάζει τώρα την Ελένη να συνομιλεί με τον Πρίαμο στις επάλξεις των τειχών και από εκεί να του δείχνει έναν προς έναν του Αχαιούς ηγέτες. Πριν όμως οι δύο στρατοί έλθουν σε επαφή, προτείνεται να επιλυθεί η διαφορά με μονομαχία μεταξύ του άρπαγα Πάρη και του προσβεβλημένου Μενέλαου. Ο νικητής θα πάρει την Ελένη και τους αρπαγμένους θησαυρούς. Οι Τρώες δέχονται τους όρους, και η μονομαχία αρχίζει. Ο Μενέλαος κατανικά τον Πάρη, τον αρπάζει από το λοφίο του κράνους του, τον πατά στο έδαφος και ετοιμάζεται να τον σκοτώσει. Ο Πάρης σώθηκε, όμως, όχι από θεϊκή επέμβαση, βεβαίως, όπως αναφέρει αρχικά ο Όμηρος, αλλά από τον Πάνδαρο, ο οποίος, καταπατώντας τα συμφωνηθέντα, τόξευσε και πλήγωσε τον Μενέλαο.
Οργισμένος ο Αγαμέμνων, διατάσσει τον στρατό του να επιτεθεί, αφού πρώτα ο ίδιος βάδισε εμπρός από τις τάξεις του και ενθάρρυνε τους μαχητές και τους αρχηγούς τους. Ο Αντίλοχος σκοτώνει πρώτος τον Εχέπωλο, και ο Αγήνορας φονεύει τον Ελεφήνωρα. Αμέσως ο Αίας ο Τελαμώνιος σπέυδει να «διαφεντέψει» τον νεκρό Ελεφήνωρα, για να μην πέσει η σορός του στα χέρια των εχθρών, γεγονός που θεωρούνταν η έσχατη ατίμωση. Τον άγραφο αυτό νόμο τηρούσαν οι Έλληνες για αιώνες.
Το ίδιο έπρατταν και οι αρματολοί και οι κλέφτες, οι οποίοι έπαιρναν το κεφάλι του νεκρού πολεμιστή, αν δεν μπορούσαν να μεταφέρουν το σώμα του, για να μην το «μαγαρίσει» ο εχθρός. Το ίδιο έκαναν και οι Βυζαντινοί Έλληνες. Αυτό το νόημα είχε η απελπισμένη κραυγή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου «δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» όταν η Πόλη κυριεύτηκε.
Οι πρωτοπόροι λοιπόν του ελληνικού ηρωικού έθους Μυκηναίοι Έλληνες ήταν αυτοί που έθεσαν τα δεδομένα. Ο Αίας, καλύπτοντας τη σορό του συμπολεμιστή με την ασπίδα του, κατόρθωσε να σκοτώσει τον Σιμοείσο. Ο Τρώας Άντιφος τότε εξαπολύει το ακόντιό του κατά του Αίαντα, αλλά αστοχεί και σκοτώνει τον Λεύκο. Ο Οδυσσέας απαντά αμέσως, και σκοτώνει με μια βολή τον Δημοκώοντα. Οι Τρώες υποχώρησαν, και οι Αχαιοί πήραν τους νεκρούς τους και τους τράβηξαν πίσω από τις γραμμές της μάχης.
Η μάχη όμως μαινόταν άγρια. Ο Θράκας Πείροος σκότωσε τον Αχαιό Αμαρυγκίδη, αλλά θανατώθηκε από τον Θόαντα (= ταχύς). Οι Αχαιοί τώρα άρχισαν να πιέζουν τους Τρώες. Ο Αγαμέμνων σκότωσε τον Όδιο και ο Ιδομενέας τον Φαίστο – παράξενο πράγματι, εφόσον ο Ιδομενεύς ήταν βασιλιάς της Κρήτης και το όνομα του Φαίστου παραπέμπει επίσης στην Κρήτη. Ο Μενέλαος, παρά το τραύμα του, σκότωσε κατόπιν τον Σκαμάνδριο και ο Μηριόνης τον Φέρεκλο, τον αρχιναυπηγό των Τρώων, ο οποίος, πολύ μακριά από το υγρό στοιχείο, πολεμούσε ως απλός πεζός. Τότε τραυματίστηκε ο Διομήδης από βέλος του Πάνδαρου. Χάρη στην πανοπλία του, όμως, απέφυγε το πλήγμα, και ο ήρωας, αφού έβγαλε το βέλος, επέστρεψε αμέσως στη μάχη. Οργισμένος μάλιστα σκοτώνει οκτώ Τρώες στη σειρά!
Για να σταματήσουν τον μανιασμένο Διομήδη, ο Αινείας και ο Πάνδαρος του επιτίθενται μαζί, επιβαίνοντας στο πολεμικό άρμα του πρώτου. Ο Διομήδης, αν και πεζός, καταφέρνει να σκοτώσει τον Πάνδαρο και να τρέψει σε φυγή τον Αινεία. Ο Έκτορας και ο Σαρπηδόνας, ο ηγέτης των πλέον πιστών συμμάχων των Τρώων, των Λυκίων, κατάφεραν να ανασυντάξουν τους Τρώες, και να τους οδηγήσουν σε αντεπίθεση. Ακολούθησε νέα σφοδρή συμπλοκή, στην οποία έπεσαν πολλοί και από τις δύο παρατάξεις.
Φαίνεται ότι η αντεπίθεση του Έκτορα εξαπολύθηκε την κατάλληλη στιγμή, με άφθαρτες εφεδρικές δυνάμεις. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τον μεγάλο αριθμό Αχαιών νεκρών που αναφέρει ο Όμηρος ότι έπεσαν από τον Τρώα ηγέτη εκείνη τη στιγμή. Είναι η στιγμή που ο Αγαμέμνονας, βλέποντας τους άνδρες του να υποχωρούν, τους φώναξε το περίφημο «Αιδώς, Αργείοι» («Ντροπή σας, Αργίτες»). Τα λόγια του αρχιστρατήγου πλήγωσαν το φιλότιμο των πολεμιστών, οι οποίοι άρχισαν και πάλι να πιέζουν τους Τρώες, με πρωτοστάτες τον Διομήδη και τον Τελαμώνιο Αία. Από τα γραφόμενα του Ομήρου φαίνεται ότι η μάχη σε εκείνη τη φάση διεξαγόταν μεταξύ των ποταμών Σιμόη και Σκάμανδρου.
Η μάχη εξακολουθούσε να μαίνεται. Ο Διομήδης συνάντησε τότε τον Γλαύκο, ο οποίος, αν και αντίπαλος στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, ήταν φίλος από παλαιά. Αντί να επιδιώξει λοιπόν να σκοτώσει ο ένας τον άλλο, οι δύο ήρωες αντάλλαξαν δώρα και χώρισαν. Την ίδια ώρα, ο Έκτορας και ο Πάρης οδήγησαν νέα τρωική αντεπίθεση κατά των Αχαιών, η οποία δεν φαίνεται να πέτυχε και σπουδαία αποτελέσματα. Τελικά, η μάχη σταμάτησε και αποφασίστηκε να κριθεί με νέα μονομαχία μεταξύ του Έκτορα και του Αίαντα Τελαμώνιου. Η μονομαχία αυτή έληξε άκριτη, και τους δύο αντιπάλους χώρισε η νύχτα. Οι αντίπαλοι συμφώνησαν στη σύναψη διήμερης ανακωχής για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τον τρόπο αυτό έληξε η πρώτη μάχη, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, με 18 Αχαιούς και 38 Τρώες νεκρούς.
Η δεύτερη μάχη
Η δεύτερη μάχη αρχίζει από τον 1ο στίχο της Ραψωδίας Θ’ και λήγει στον 488ο της ίδιας ραψωδίας. Μετά τη διήμερη ανακωχή, οι δύο στρατοί παρατάχθηκαν εκ νέου στο σκαμάνδριο πεδίο. Η ομηρική περιγραφή της δεύτερης μάχης είναι, θα λέγαμε, πτωχότερη, σε σχέση με την προηγούμενη, αλλά και από τις επόμενες.
Γενικά, η δεύτερη μάχη δεν φαίνεται να διεξάγεται με το ίδιο πάθος και από τα δύο μέρη. Οι Τρώες πάντως, μετά το μεσημέρι, άρχισαν να πιέζουν τους Αχαιούς, εξαναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση έως τα πλοία σχεδόν. Οι Αχαιοί αντιμετωπίζουν την αντίπαλη έφοδο και σκοτώνουν 12 Τρώες. Η μάχη σταματά με το τελευταίο φως της μέρας, άκριτη, με τους Τρώες να θεωρούν ότι νίκησαν. Γι’ αυτό στρατοπέδευσαν, με διαταγή του Έκτορα, στο Σκαμάνδριο πεδίο, και όχι στην πόλη τους, ώστε να είναι έτοιμοι να επιτεθούν με το πρώτο φως της επομένης μέρας. Αντικειμενικός τους σκοπός ήταν να πετάξουν τους Αχαιούς στη θάλασσα!
Η τρίτη μάχη
Η περιγραφή της τρίτης μάχης αρχίζει στον 1ο στίχο της Ραψωδίας Λ’ και ολοκληρώνεται στον στίχο 242 της Ραψωδίας Σ’. Οι δύο στρατοί παρασκευάστηκαν, και οι Αχαιοί πέρασαν την τάφρο και παρατάχθηκαν πέρα από αυτήν.
Εκεί το πεζικό σταμάτησε και περίμενε τα άρματα. Όταν έφτασαν και αυτά, το σύνολο της αχαϊκής στρατιάς κινήθηκε προς συνάντηση των Τρώων, οι οποίοι επίσης είχαν παραταχθεί για μάχη κοντά στις θέσεις στις οποίες είχαν στρατοπεδεύσει το βράδυ. Η συνάντηση των δύο στρατών λογικά πρέπει να πραγματοποιήθηκε στο μεσοδιάστημα, μεταξύ του αχαϊκού στρατοπέδου και του πρόχειρου τρωικού.
Η μάχη αυτή άρχισε πολύ νωρίς το πρωί, και έως τις 08.00 περίπου ήταν αμφίρροπη. Εκείνη την ώρα όμως οι Αχαιοί κατόρθωσαν να διασπάσουν την εχθρική παράταξη. Ο Αγαμέμνονας σε αυτή τη φάση σκότωσε ο ίδιος τον Βιήνορα και τον Οϊλήα, τον Ίσο, τον Άντιφο, τον Πείσανδρο και τον Ιππόλοχο.
Ο Έκτορας και οι Τρώες, μην αντέχοντας την εχθρική πίεση, οπισθοχώρησαν και, αφού πέρασαν και τον τάφο του Ίλου, σταμάτησαν μόνο μπροστά στις Σκαιές Πύλες. Εκεί ο Έκτορας τους ανασύνταξε. Στο μεταξύ, ο Αγαμέμνονας φονεύει τον Ιφιδάμαντα και τον Κόωνα, από τον οποίο όμως τραυματίζεται στο χέρι και εγκαταλείπει τη μάχη για να περιποιηθεί το τραύμα του. Την αναχώρησή του ακριβώς εκμεταλλεύτηκε ο Έκτορας και, με τον ανασυγκροτημένο του στρατό, αντεπιτέθηκε στους προφανώς καταδιώκοντες τους Τρώες, ακέφαλους, Αχαιούς. Βάσει της ομηρικής περιγραφής ο ίδιος σκότωσε εννέα Αχαιούς μέσα σε λίγα λεπτά.
Ευτυχώς για τους Αχαιούς, ο Διομήδης και ο Οδυσσέας ανέλαβαν τη διοίκηση και αναχαίτισαν τους Τρώες, σκοτώνοντας επτά επιφανείς Τρώες. Ο Διομήδης μάλιστα τραυμάτισε ακόμα και τον Έκτορα. Αλλά και ο Διομήδης πληγώθηκε από βέλος του Πάρη και αναγκάστηκε να αποσυρθεί για να περιποιηθεί το τραύμα του. Ο Οδυσσέας, μόνος πια, προφανώς επικεφαλής της οπισθοφυλακής, αμύνθηκε σθεναρά και σκότωσε άλλους πέντε Τρώες, αλλά τραυματίστηκε και ο ίδιος.
Αυτά συνέβαιναν στο δεξί κέρας του αχαϊκού στρατού. Στο αριστερό, όπου πολεμούσαν ο Νέστορας, ο Ιδομενέας και ο Μαχάονας, η κατάσταση εξελισσόταν υπέρ των Αχαιών, μέχρι τη στιγμή που ο Έκτορας, έστω και τραυματίας, έσπευσε και ανέλαβε τη διοίκηση του τρωικού δεξιού. Την ίδια ώρα ο Αίας ο Τελαμώνιος αναλάμβανε τη διοίκηση του αχαϊκού δεξιού, σκορπώντας το θάνατο στους Τρώες. Αλλά και ο Έκτορας από το άλλο κέρας πίεζε ισχυρά τους Αχαιούς. Ο τραυματισμός μάλιστα του Μαχάονα κλόνισε τους Αχαιούς, οι οποίοι άρχισαν να οπισθοχωρούν.
Αμέσως τότε ο Έκτορας, αντί να καταδιώξει τους υποχωρούντες Αχαιούς, συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις κατά του αχαϊκού δεξιού κέρατος, το οποίο, υπό τον Αίαντα, κρατούσε ακόμα. Μοιραία και το υπό τον Αίαντα κέρας αρχίζει να υποχωρεί, πιεζόμενο από ισχυρές τρωικές δυνάμεις.
Η κατάσταση για τους Αχαιούς ήταν πλέον κρίσιμη. Από τους ηγέτες του στρατού, οι Αγαμέμνονας, Οδυσσέας και Διομήδης κείτονταν τραυματισμένοι. Οι Τρώες νικητές σε όλο το μήκος του μετώπου, άρχισαν να καταδιώκουν τον Αίαντα και τους άνδρες του, που οπισθοχωρούσαν πολεμώντας.
Τελικά, οι Αχαιοί περιορίστηκαν εντός του τειχισμένου στρατοπέδου τους. Ο Έκτορας, όμως, θέλοντας να μη χάσει την ευκαιρία να επιτεθεί άμεσα κατά των αποδιοργανωμένων και με χαμηλό ηθικό αντιπάλων του, διέταξε την εκτέλεση εφόδου κατά του οχυρού αχαϊκού στρατοπέδου.
Χωρισμένος σε πέντε φάλαγγες εφόδου, ο στρατός του εφόρμησε. Ακολούθησε άγρια μάχη στην τάφρο, την οποία όμως τελικά οι Τρώες κατόρθωσαν να διαβούν. Ακολούθως, οι Τρώες βρέθηκαν ενώπιον του αχαϊκού προτειχίσματος. Και εκεί διεξήχθη άγρια μάχη. Ιδιαιτέρως σκληρή μάχη δόθηκε στο λεγόμενο πύργο του Μενεσθέα – τμήμα του προτειχίσματος που φρουρούσε ο Αθηναίος βασιλιάς και οι άνδρες του. Οι Τρώες του Έκτορα και οι Λύκιοι του Σαρπηδόνα πίεσαν ασφυκτικά τους Αθηναίους, αναγκάζοντας τον Μενεσθέα να ζητήσει τη βοήθεια των Σαλαμινίων και των Λοκρών, του Αίαντα του Τελαμώνιου και του Αίαντα του Λοκρού αντίστοιχα. Η μάχη στο προτείχισμα βρισκόταν σε εξέλιξη όταν ο Έκτορας κατάφερε να παραβιάσει μια πυλίδα του προτειχίσματος, μέσω της οποίας οι Τρώες του εισήλθαν στο οχύρωμα.
Παρ’ όλα αυτά, οι Αίαντες και ο Μενεσθέας κατόρθωσαν να ανακόψουν την έφοδο των Τρώων και των Λυκίων, έστω και μπροστά στα πλοία. Αλλά οι άλλες τρωικές φάλαγγες εφόδου φαίνεται ότι είχαν με τη σειρά τους διασπάσει την άμυνα στο αριστερό τμήμα του προτειχίσματος. Στο σημείο αυτό λοιπόν έσπευσαν ο Ιδομενέας και ο Μηριόνης με τους Κρητικούς τους, επιχειρώντας να αναχαιτίσουν τους εχθρούς. Και πράγματι το κατόρθωσαν, έστω και μετά από πολύ άγρια και ιδιαιτέρως αιματηρή συμπλοκή.
Η απόκρουση της τρωικής επίθεσης στο αριστερό τμήμα του προτειχίσματος έπεισε τον Έκτορα ότι το πλέον σκόπιμο ήταν να μεταφέρει τις επίλεκτες δυνάμεις του στο δεξί τμήμα, εκεί όπου ο ίδιος και οι Λύκιοι είχαν ήδη διασπάσει την αχαϊκή άμυνα. Οι Αχαιοί όμως αντελήφθησαν τον ελιγμό και μετέφεραν και αυτοί στρατεύματα από το αριστερό τους στο δεξί κέρας. Έτσι, η τρωική νέα έφοδος αποκρούστηκε. Ο Έκτορας μάλιστα πληγώθηκε ελαφρά από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. Ύστερα από αυτό, οι Τρώες υποχώρησαν, και ανασυγκροτήθηκαν μόνο όταν ξαναπέρασαν την τάφρο του αχαϊκού στρατοπέδου.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Έκτορας τους οδήγησε ξανά στην επίθεση. Οι Τρώες, με νέα ορμή, ξαναπέρασαν την τάφρο και το γκρεμισμένο προτείχισμα, και έφτασαν και πάλι μέχρι τα πλοία, μερικά από τα οποία κατόρθωσαν να πυρπολήσουν. Με επικεφαλής τον Αίαντα, οι Αχαιοί προσπάθησαν να υπερασπιστούν τα πλοία τους με κάθε κόστος, εφόσον η καταστροφή τους θα σήμαινε και το βέβαιο αφανισμό τους. Γύρω από το πλοίο του Πρωτεσίλαου εξελίχθηκε άγρια σύγκρουση, με πολλούς άνδρες και από τους δύο στρατούς να αφήνουν εκεί την τελευταία τους πνοή.
Τότε όμως επενέβη ο Πάτροκλος, ο υπαρχηγός των Μυρμιδόνων, ο οποίος αντεπιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους Τρώες και τους έτρεψε σε φυγή. Ο Πάτροκλος και οι άνδρες του έλαβαν θέση στο αχαϊκό δεξιό, και συνέχισαν την επίθεση κατά των φευγόντων Τρώων. Στη φάση αυτή της καταδίωξης, ο Πάτροκλος και οι επίλεκτοι Μυρμιδόνες του σκότωσαν πολλούς από τους αντιπάλους τους, ανάμεσα στους οποίους και τον αρχηγό των Λυκίων, τον γενναίο Σαρπηδόνα. Ο Έκτορας παρ’ όλ’ αυτά κατόρθωσε για μία ακόμη φορά να ανασυγκροτήσει τους άνδρες του κάτω από τις Σκαιές πύλες και να εξαπολύσει με τη σειρά του αντεπίθεση κατά των Μυρμιδόνων.
Στη συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκε ο Πάτροκλος από τον ίδιο τον Έκτορα. Ακολούθησε νέα σκληρή μάχη γύρω από τον νεκρό Πάτροκλο, στην οποία τελικά οι Αχαιοί επικράτησαν και κατόρθωσαν να διασώσουν το σώμα του νεκρού. Στην τρίτη και πιο φονική έως τότε μάχη, οι Τρώες είχαν 149 νεκρούς και οι Αχαιοί, 36.
Η τέταρτη και καταλυτική μάχη
Η περιγραφή της τετάρτης και τελευταίας μάχης αρχίζει από τον πρώτο στίχο της ραψωδίας Τ’ και ολοκληρώνεται στον 58ο στίχο της ραψωδίας Ψ’. Η μάχη άρχισε με ορμητική έφοδο του Αχιλλέα. Ο μεγάλος ήρωας της Ιλιάδας Αχιλλέας φόνευσε σε πρώτη φάση τον Ιφιτίωνα, τον Δημολέοντα, τον Ιπποδάμαντα και τον αδελφό τού Έκτορα, Πολύδωρο.
Ο Έκτορας, βλέποντας τον αδελφό του νεκρό, όρμησε με τη σειρά του κατά του Αχιλλέα. Αλλά το ακόντιό του δεν βρήκε στόχο. Τότε ο Αχιλλέας με τη σειρά του εφόρμησε τρεις φορές κατά του Έκτορα, αλλά δεν κατόρθωσε να τον πλήξει, γιατί ο τελευταίος κρύφθηκε μέσα στον όγκο των ανδρών. Μανιασμένος ο Αχιλλέας, άρχισε να σκοτώνει όποιον εχθρό έβρισκε μπροστά του: τον Δρύοπα, τον Δήμουχο, τον Λαόγονο, τον Δάρδανο, τον Τρώα, τον Μούλιο, τον Έχεκλο, τον Δευκαλίωνα, τον Ρήγμο και τον Αρηίθο.
Ο Αχιλλέας κατόρθωσε να διασπάσει το τρωικό κέντρο, όπως ήδη αναφέρθηκε, στριμώχνοντας τον μισό εχθρικό στρατό μεταξύ των ανδρών του και του Σκάμανδρου ποταμού. Εκεί σφαγίασε τους Τρώες. Πρώτον, σκότωσε τον αδελφό του Έκτορα, Λυκάονα, και κατόπιν άλλους οκτώ Παίονες Θράκες, συμμάχους των Τρώων.
Συνέλαβε επίσης άλλους 12 Τρώες αιχμαλώτους, με σκοπό να τους σκοτώσει για να εκδικηθεί το θάνατο του Πάτροκλου. Όσοι Τρώες γλίτωσαν, βρήκαν τελικά καταφύγιο στα ισχυρά τείχη της πόλης. Όλοι, εκτός από τον Έκτορα, ο οποίος επιχείρησε να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα σε μονομαχία, αλλά βρήκε το θάνατο από τον καλύτερο πολεμιστή των Αχαιών.
Στη μάχη αυτή ο Όμηρος αναφέρει ότι από τους Τρώες έπεσαν 24 και 12 αιχμαλωτίστηκαν. Για τους Αχαιούς δεν αναφέρει καμία απώλεια.