Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 2α ΟΙ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

(iii) Οριστική και επαναληπτική αντωνυμία


§2.44.Η αντωνυμία αὐτὸς έχει δύο διακριτές λειτουργίες και σημασίες: είναι οριστική όταν χρησιμοποιείται ως επίθετο και προσδιορίζει εμφατικά ένα ουσιαστικό, ενώ είναι επαναλητπική, όταν στις πλάγιες μόνο πτώσεις χρησιμοποιείται στη θέση της προσωπικής αντωνυμίας του τρίτου προσώπου.

§2.45. Η οριστική αντωνυμία αὐτὸς διαφοροποιείται ως προς τη συντακτική λειτουργία της, ανάλογα με το αν συνοδεύεται ή όχι από άρθρο: (α) χωρίς άρθρο λειτουργεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός, ορίζοντας εμφατικά το ουσιαστικό που προσδιορίζει και διακρίνοντάς το από άλλα (ν.ε. ο ίδιος, λατ. ipse, αγγλ. self)· (β) με το άρθρο λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός και δηλώνει ότι το ουσιαστικό που προσδιορίζει ταυτίζεται με κάτι άλλο (ν.ε. ο ίδιος, λατ. idem, αγγλ. same).

(α) άναρθρο εμφατικό χωρίς άρθρο αὐτός:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.3.43 παρέταττε δὲ αὐτοὺς αὐτὸς ὁ βασιλεύς || παρέτασσε τους στρατιώτες ο ίδιος ο Βασιλιάς.

ΔΗΜ 21.95 κάλει δὴ καὶ τὸν Στράτων' αὐτὸν τὸν τὰ τοιαῦτα πεπονθότα || κάλεσε λοιπόν ως μάρτυρα και τον ίδιο τον Στράτωνα που ήταν το θύμα αυτών των πράξεων.

ΘΟΥΚ 1.48.4 εὐώνυμον δὲ κέρας αὐτοὶ οἱ Κορίνθιοι […] εἶχον || την αριστερή πλευρά της παραταξης την κατείχαν οι ίδιοι οι Κορίνθιοι.

ΞΕΝ Απομν 4.3.14 καὶ ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται, ἃ δὲ ποιοῦσι φανερὰ ἡμῖν ἐστι || οι άνεμοι οι ίδιοι δεν είναι ορατοί, τα αποτελέσματα όμως που προκαλούν μας είναι ορατά.

Πολύ συχνά το ουσιαστικό που προσδιορίζει η αντωνυμία αὐτὸς παραλείπεται, επειδή μπορεί να εννοηθεί εύκολα από τα συμφραζόμενα. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που η αντωνυμία αὐτὸς προσδιορίζει την προσωπική αντωνυμία του πρώτου ή δευτέρου προσώπου, οι οποίες επίσης, κατά κανόνα, παραλείπονται.

ΘΟΥΚ 2.65.8 κατεῖχε τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, καὶ οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ' αὐτοῦ ἢ αὐτὸς ἦγε (ενν. αὐτὸς Περικλῆς) || συσκρατούσε τον λαό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία του, και δεν παρασυρόταν από αυτόν, αλλά ο ίδιος μάλλον τον καθοδηγούσε.

ΘΟΥΚ 2.54.4 ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι (ενν. αὐτὸς ὁ θεός) || όταν ρώτησαν οι Λακεδαιμόνιοι τον θεό αν πρέπει να κάνουν πόλεμο, τους απάντησε ότι αν πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις θα νικήσουν, κι ο ίδιος, είπε, θα τους βοηθήσει.

ΛΥΣ 16.14 καὶ οὐ μόνον τοῦτο συνεβούλευον τοῖς ἄλλοις, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἔδωκα δυοῖν ἀνδροῖν τριάκοντα δραχμὰς ἑκατέρῳ (ενν. αὐτὸς ἐγώ) || και όχι μόνο έδινα αυτή τη συμβουλή στους άλλους, αλλά κι ο ίδιος έδωσα σε δύο άντρες τριάντα δραχμές στον καθένα.

ΛΥΣ 24.6 τέχνην δὲ κέκτημαι βραχέα δυναμένην ὠφελεῖν, ἣν αὐτὸς μὲν ἤδη χαλεπῶς ἐργάζομαι (ενν. αὐτὸς ἐγώ) || και κατέχω μια τέχνη η οποία μπορεί να μου αποφέρει μικρό οικονομικό όφελος και την οποία με δυσκολία τώρα πια ασκώ ο ίδιος μόνος μου (ενν. χωρίς κάποιον βοηθό).

ΙΣΟΚΡ 5.114 ἔστι δέ σοι πεισθέντι τοῖς ὑπ' ἐμοῦ λεγομένοις τυχεῖν δόξης, οἵας ἂν αὐτὸς βουληθῇς (ενν. αὐτὸς σύ) || αν ακούσεις τις συμβουλές μου, θα είναι στο χέρι σου να κερδίσεις όποια δόξα κι αν επιθυμείς.

ΘΟΥΚ 2.37.1 παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους (ενν. αὐτοὶ ἡμεῖς) || περισσότερο είμαστε παράδειγμα εμείς οι ίδιοι για κάποιους παρά μιμούμαστε άλλους.

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα η άναρθρη οριστική αντωνυμία μπορεί να αποκτήσει και ειδικότερες σημασίες, όπως: από μόνος του, οικειοθελώς, αυτοβούλως, ακριβώς κλπ.

ΘΟΥΚ 4.4.3 τὸ γὰρ πλέον τοῦ χωρίου αὐτὸ καρτερὸν ὑπῆρχε καὶ οὐδὲν ἔδει τείχους || γιατί η τοποθεσία, στο μεγαλύτερο μέρος της, ήταν από μόνη της οχυρή και δεν χρειαζόταν καθόλου τείχος.

ΞΕΝ Ελλ 2.4.37 ἔπεμπον […] λέγοντας ὅτι αὐτοὶ μὲν παραδιδόασι καὶ τὰ τείχη ἃ ἔχουσι καὶ σφᾶς αὐτοὺς Λακεδαιμονίοις || έστειλαν πρέσβεις που ανακοίνωσαν ότι αυτοβούλως παραδίδουν τα τείχη τους και τους εαυτούς τους στους Λακεδαιμόνιους.

ΘΟΥΚ 1.7.1 τῶν δὲ πόλεων ὅσαι μὲν νεώτατα ᾠκίσθησαν […] ἐπ᾽ αὐτοῖς τοῖς αἰγιαλοῖς τείχεσιν ἐκτίζοντο || όσες πόλεις ιδρύθηκαν στα νεότερα χρόνια χτίζονταν τειχισμένες ακριβώς πάνω στην ακροθαλασσιά.

ΘΟΥΚ 1.21.1 χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί || μου ήταν δύσκολο να απομνημονεύσω με απόλυτη ακρίβεια όσα λέχθηκαν.

ΑΝΔΟΚ 3.3 Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον καὶ ὄντα ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῦτο || τον Μιλτιάδη, τον γιο του Κίμωνα, που ήταν εξοστρακισμένος και ζούσε στη Χερσόνησο, τον επαναφέραμε από την εξορία γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο.

ΠΛ Συμπ 211d ἐνταῦθα τοῦ βίου, […] εἴπερ που ἄλλοθι, βιωτὸν ἀνθρώπῳ, θεωμένῳ αὐτὸ τὸ καλόν || σ' αυτό το στάδιο της ζωής, παρά οπουδήποτε αλλού, αξίζει η ζωή του ανθρώπου, όταν φτάνει στη θέα της απόλυτης ομορφιάς.

ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 218-219―φέρε τίς γὰρ οὗτος οὑπὶ τῆς κρεμάθρας ἀνήρ; ―αὐτός. ―τίς αὐτός; ―Σωκράτης. || ―Ποιός είναι αυτός εκεί στο κρεμασμένο καλάθι; ―Ο δάσκαλος. ―Ποιός δάσκαλος; ―Ο Σωκράτης. (Έκφραση συνηθισμένη από τους μαθητές για τον δάσκαλό τους.)

ΞΕΝ Ελλ 2.2.17 ᾑρέθη πρεσβευτὴς εἰς Λακεδαίμονα αὐτοκράτωρ δέκατος αὐτός || εκλέχτηκε πρεσβευτής με απόλυτη πληρεξουσιότητα, για να πάει στη Σπάρτη μαζί με άλλους εννιά.

(β) έναρθρο αὐτὸς που δηλώνει ταυτότητα:

ΛΥΣ 24.21 δέομαι πάντων τὴν αὐτὴν ἔχειν περὶ ἐμοῦ διάνοιαν, ἥνπερ καὶ πρότερον || σας παρακαλώ όλους σας να έχετε για μένα την ίδια γνώμη που είχατε και στο παρελθόν.

ΘΟΥΚ 1.2.5 τὴν γοῦν Ἀττικὴν […] ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ αἰεί την Αττική λοιπόν την κατοικούσαν πάντοτε οι ίδιοι άνθρωποι.

ΘΟΥΚ 2.34.1 ἐν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι Ἀθηναῖοι […] δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων ἀποθανόντων || τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι έθαψαν με δημόσια δαπάνη τους πρώτους νεκρούς αυτού του πολέμου.

ΔΗΜ 20.105 Θηβαῖοι καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ ἡμεῖς οὔτε νόμοις οὔτ' ἔθεσιν χρώμεθα τοῖς αὐτοῖς || οι Θηβαίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και εμείς δεν έχουμε ούτε τους ίδιους νόμους, ούτε τα ίδια ήθη.

ΘΟΥΚ 8.75.3 ξυνώμνυσαν δὲ καὶ Σαμίων πάντες τὸν αὐτὸν ὅρκον οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ || ορκίστηκαν συγχρόνως κάνοντας τον ίδιο όρκο και όλοι οι Σάμιοι που βρίσκονταν σε ηλικία στράτευσης.

ΠΛ Γοργ 491b σὺ μὲν γὰρ ἐμὲ φῂς ἀεὶ ταὐτὰ λέγειν, καὶ μέμφῃ μοι· ἐγὼ δὲ σοῦ τοὐναντίον (κατηγορῶ), ὅτι οὐδέποτε ταὐτὰ λέγεις περὶ τῶν αὐτῶν || εσύ ισχυρίζεσαι ότι λέω πάντοτε τα ίδια πράγματα και με κατηγορείς γι' αυτό, εγώ όμως σε κατηγορώ για το ακριβώς αντίθετο, ότι ποτέ δεν διατυπώνεις για το ίδιο θέμα την ίδια άποψη.

Η έναρθρη οριστική αντωνυμία μπορεί να λειτουργεί και ως κατηγορούμενο:

ΘΟΥΚ 2.61.2 ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι || εγώ παραμένω ο ίδιος.

§2.46.Επαναληπτική η αντωνυμία αὐτὸς είναι μόνο στις πλάγιες πτώσεις και χρησιμοποιείται στη θέση της προσωπικής αντωνυμίας του τρίτου προσώπου. Ως επαναλητπική η λειτουργία της είναι να ανακαλεί κάποια λέξη από τα προηγούμενα συμφραζόμενα, προκειμένου αυτή να μην επαναληφθεί.

ΛΥΣ 3.1πολλὰ καὶ δεινὰ συνειδὼς Σίμωνι, ὦ βουλή, οὐκ ἄν ποτ' αὐτὸν εἰς τοσοῦτον τόλμης ἡγησάμην ἀφικέσθαι || αν και ξέρω, βουλευτές, ότι ο Σίμωνας έχει κάνει πολλά και φοβερά πράγματα, δεν πίστευα όμως ότι θα έφτανε ποτέ αυτός σε τέτοιο σημείο θράσους.

ΛΥΣ 31.16 καί μοι κάλει Διότιμον τὸν Ἀχαρνέα καὶ τοὺς αἱρεθέντας μετ' αὐτοῦ || κάλεσε ως μάρτυρα, σε παρακαλώ, τον Διότιμο τον Αχαρνέα και αυτούς που εκλέχθηκαν μαζί του.

ΞΕΝ Ελλ 3.4.25 ὅτε δ' αὕτη ἡ μάχη ἐγένετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν· ὥστε ᾐτιῶντο οἱ Πέρσαι προδεδόσθαι ὑπ' αὐτοῦ || όταν έγινε αυτή η μάχη ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις· γι' αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγορούσαν ότι τους είχε προδώσει.

ΛΥΣ 10.1 Λυσίθεος Θεόμνηστον εἰσήγγελλε τὰ ὅπλα ἀποβεβληκότα, οὐκ ἐξὸν αὐτῷ, δημηγορεῖν || ο Λυσίθεος έκανε καταγγελία εναντίον του Θεόμνηστου ότι αγορεύει στην εκκλησία του δήμου, παρότι του απαγορεύεται από τον νόμο, επειδή πέταξε τα όπλα στο πεδίο της μάχης.

ΘΟΥΚ 1.25.1 τὸν θεὸν ἐπήροντο εἰ παραδοῖεν Κορινθίοις τὴν πόλιν ὡς οἰκισταῖς καὶ τιμωρίαν τινὰ πειρῷντ' ἀπ' αὐτῶν ποιεῖσθαι || ρώτησαν τον θεό αν έπρεπε να παραδώσουν την πόλη τους στους Κορίνθιους που την είχαν ιδρύσει και να προσπαθήσουν να πετύχουν από αυτούς κάποια στρατιωτική βοήθεια.

Το ναρκισσιστικό παιχνίδι

Οι ναρκισσιστές είναι πραγματικά επιδέξιοι στο να σαγηνεύουν, να γοητεύουν και να χειραγωγούν, ώστε να παρασύρουν στις επιθυμίες τους.

Το πιο επικίνδυνο κομμάτι του να έχουμε έναν νάρκισσο στην ζωή μας, είναι ότι συνήθως το συνειδητοποιούμε όταν είναι πλέον πολύ αργά. Οι ναρκισσιστές είναι πραγματικά επιδέξιοι στο να σαγηνεύουν, να γοητεύουν και να χειραγωγούν, ώστε να παρασύρουν στις επιθυμίες τους. Μόνο όταν τους συναναστραφούμε αρκετά αρχίζουν να δείχνουν την πραγματική τους υπόσταση.

Ένας νάρκισσος θα προσπαθήσει να μας ανατρέψει αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά που τον αντιμετωπίζουμε. Θα κάνει τα πάντα για να μην αναλάβει την ευθύνη ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται ότι θα αδικήσει κάποιον. Με ποιους τρόπους όμως συμβαίνει αυτό;

Άρνηση

Αυτή είναι η αγαπημένη αντίδραση ενός νάρκισσου κάθε φορά που προσπαθούμε να τον αντιμετωπίσουμε. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο αν απλώς του λείπει η αυτογνωσία για να συνειδητοποιήσει πόσο βλαβερές μπορεί είναι οι πράξεις του ή αν αρνείται να αναλάβει την ευθύνη.

Συχνά, μας προκαλεί μεγάλη σύγχυση το να βρισκόμαστε στο πλευρό κάποιου που ισχυρίζεται ότι νοιάζεται για εμάς, αλλά φαίνεται να αδιαφορεί για τις ανάγκες μας όταν τελικά τις εκφράζουμε.

Ο φόβος ως μέσον επιβολής ελέγχου

Ας θυμηθούμε, όταν θεωρήσαμε πραγματικά πολύ τρυφερό, στην αρχή της γνωριμίας με ένα νάρκισσο, το ότι υπήρξε εντελώς ανοιχτός και ευάλωτος μαζί μας. Συνήθως, αυτό είναι ενθαρρυντικό για το θύμα ενός νάρκισσου, ώστε να κάνει το ίδιο, αποκαλύπτοντας τους χειρότερους φόβους και τα πιο βαθειά του συναισθήματα. Εφόσον αυτό συμβεί, χρησιμοποιείται τελικά εναντίον του θύματος.

Όταν ένας ναρκισσιστής αισθάνεται ότι τον ξεμπροστιάζουν, θα κάνει τα πάντα για να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο. Ο φόβος είναι ένα ισχυρό όπλο που γνωρίζει ότι θα κάνει το θύμα του να ανακαλέσει τις «κατηγορίες». Συχνές είναι οι απειλές της εγκατάλειψης και οι προσπάθειες απαξίας.

Ψέματα

Άλλη μία συνήθης τακτική χειραγώγησης αποτελεί το ψέμα. Ο νάρκισσος μπορεί να μας μπερδέψει λέγοντας πολλά και μπερδεμένα πράγματα τα οποία είναι αναληθή. Είτε προσπαθεί να μας κάνει να αμφιβάλλουμε για τον εαυτό μας (gaslighting) ή να μας εμπλέξει στον ιστό των ψεμάτων του, είτε επιδιώκει να μας πείσει για μία εναλλακτική πραγματικότητα.

Αυτό μας κάνει να αμφισβητούμε την δική μας εκδοχή των γεγονότων και εντέλει, μοιάζει δισεπίλυτο να μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτό που πραγματικά συμβαίνει.

«Προβολή» των αποτυχιών

Ένας νάρκισσος τείνει να υποθέτει ότι όλοι είναι εξίσου τοξικοί με εκείνον. Πείθει τον εαυτό του ότι αυτό που κάνει είναι «προφανές και σωστό», οπότε είναι ξεκάθαρα δικό μας λάθος αν επηρεαζόμαστε από αυτό.

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι «προβάλλει» τις δικές του αποτυχίες στο θύμα του. Αυτό έχει να κάνει με τις δικές του ανασφάλειες. Έτσι, αν για παράδειγμα απατά, θα κατηγορήσει το θύμα του ότι το έκανε επίσης, προκειμένου να επιρρίψει άλλου την προσοχή.

Μετατόπιση της ευθύνης

Σύμφωνα με ένα νάρκισσο φταίμε για όλα. Ακόμα και αν είμαστε εντελώς απομακρυσμένοι από μία κατάσταση. Αν για παράδειγμα, είχε μια κακή μέρα στη δουλειά, την μεταθέτει πάνω μας, και αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο δικό μας λάθος, επειδή δεν είμαστε αρκετά υποστηρικτικοί ή δεν έχουμε κατανόηση.

Ο νάρκισσος θα προβεί σε εντελώς παράλογες εξηγήσεις για την υποτιθέμενη εμπλοκή μας, απλώς και μόνο επειδή αρνείται να αναλάβει τον έλεγχο των πράξεών του. Η αλλαγή σαφώς και δεν είναι στη λίστα των προτεραιοτήτων του.

Αυτο-θυματοποίηση

Στη λογική του, ο νάρκισσος υποθέτει ότι αν διεκδικήσει πρώτος τον ρόλο του θύματος, τότε δεν μπορούμε παρά να τον δικαιολογήσουμε. Η επιθυμία του είναι να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη, αναγκάζοντας μας να ζητήσουμε συγγνώμη χωρίς ουσιαστικά να έχουμε κάνει κάτι άξιο απολογίας.

Αυτό αποτελεί μία τακτική απόσπασης της προσοχής, για να μετατοπίσουμε το ενδιαφέρον μας από τις λανθασμένες ενέργειές του, σε εμάς, και στον τρόπο με τον οποίο ισχυρίζεται ότι τον πληγώνουμε και τον απογοητεύουμε.

Πρόκληση «οίκτου» και ενόχων

Για όποιον αναρωτιέται, γιατί τα θύματα μένουν τόσο καιρό με ναρκισσιστές, αυτό συχνά έχει να κάνει με την ενοχή. Ένας νάρκισσος είναι εξαιρετικός στο να αφηγείται δακρύβρεχτες ιστορίες και να μας κάνει να αισθανόμαστε σαν το «σωσίβιο» του.

Συχνά, χρησιμοποιεί τις άσχημες εμπειρίες του ως τρόπο για να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Έτσι δεν φαίνεται πλέον ως ο «κακός», αλλά μάλλον ως κάποιος που χρειάζεται τη βοήθειά μας για να τα πάει καλύτερα.

Πλαισίωση της ιστορίας

Όλα είναι θέμα οπτικής, σωστά; Ο νάρκισσος έχει τον τρόπο να πλαισιώνει την ιστορία από τέτοια οπτική γωνία, όπου η αντίδρασή μας σε αυτήν θα φαίνεται αδικαιολόγητη. Θα μας πει ότι αντιδρούμε υπερβολικά επειδή ήταν απλώς ένα αστείο ή ότι είμαστε πολύ ευαίσθητοι και ευερέθιστοι, καθώς κανένας άλλος δεν θα στενοχωριόταν για τις πράξεις του.

Χρειάζεται προσοχή γιατί τελικά η επανάληψη και επαναφορά του ίδιου κάθε φορά «πλαισίου», μας κάνει να βλέπουμε τελικά τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία, και όχι από την δική μας. Τότε είναι που αρχίζουμε να δικαιολογούμε όλες τις τρανταχτές ενδείξεις.

Απομάκρυνση

Το να απομακρυνθεί ένας νάρκισσος, αποτελεί τον τρόπο του να μας δώσει ένα μάθημα. Είναι σαν να μας τιμωρεί, ώστε να «πάρουμε το μάθημά μας», για να τον «εκτιμήσουμε» περισσότερο, μόλις μας δώσει ξανά σημασία και προσοχή. Μας ενσταλάζει ένα σύστημα ανταμοιβής, ώστε να θεωρήσουμε ότι πρέπει να ζούμε για να τον ευχαριστήσουμε, διαφορετικά θα υποστούμε τις συνέπειες.

«Εναλλασσόμενες» ενδείξεις στοργής

Ένας νάρκισσος μετακινείται από το «μηδέν στο εκατό» πραγματικά γρήγορα. Τη μία είναι θυμωμένος μαζί μας αγνοώντας μας και την άλλη μας κάνει να νιώθουμε οι πιο τυχεροί άνθρωποι στον κόσμο. Αυτό το κάνει για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, είναι ένας τρόπος να ρυθμίσουμε την συμπεριφορά μας, έτσι ώστε να προσπαθούμε πάντα να κερδίσουμε τη στοργή του. Δεύτερον, είναι μία μέθοδος για να μας φέρει πίσω μόλις αισθανθεί ότι μπορεί να μας χάσει.

Διάδοση ψευδών πληροφοριών

Σε αρκετές περιπτώσεις, ένας νάρκισσος, για να προσπαθήσει να επιβάλλει την δική εκδοχή του, επιδίδεται σε ανυπόστατες διαδόσεις για εμάς, σε άλλους ανθρώπους. Αυτός είναι ένας τρόπος για να «θολώσει τα νερά» αποκτώντας «αριθμητική» δύναμη και υπέροχη (αρκετοί άνθρωποι θα δεχθούν την δίκη του εκδοχή). Επιπλέον, αισθάνεται ότι έτσι δημιουργεί ένα άλλοθι που μπορεί να μας προβάλλει ως αντικειμενική αλήθεια.

Αυτού του είδους οι τακτικές είναι που μας κάνουν να αισθανόμαστε «τρελοί» και μόνοι. Καταλήγουμε να αναρωτιόμαστε αν κάνουμε λάθος που είμαστε οι μοναδικοί που τον βλέπουμε όπως πραγματικά είναι.

Μιλώντας με τους «αγαπημένους» μας

Ένας νάρκισσος λατρεύει να τροφοδοτεί το εγώ του, έχοντας τους πάντες στο πλευρό του. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να απευθυνθεί στα αγαπημένα μας πρόσωπα πίσω από την πλάτη μας, ισχυριζόμενος ότι χρειάζεται συμβουλές, μόνο και μόνο για μας στοχοποιήσει. Αποζητά την ενσυναίσθηση με οποιοδήποτε τίμημα.

Αυτός είναι επίσης ένας τρόπος για να μας απομονώσει και να μας κάνει να χάσουμε το σύστημα υποστήριξής μας, ώστε να αισθανθούμε ότι δεν έχουμε κανέναν δίπλα μας, παρά μόνο τον ίδιο.

Μονοπωλώντας την συζήτηση

Η συζήτηση με έναν ναρκισσιστή δεν θα λέγαμε ότι είναι ακριβώς αμφίδρομη. Ένας νάρκισσος αρέσκεται στο να ακούει τον εαυτό του να μιλάει. Αυτός είναι ένας τρόπος για να αλλάξει την δυναμική εξουσίας, ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχο της συνομιλίας. Εάν δεν μπορέσουμε να πούμε ούτε μία λέξη, τότε δεν θα έχουμε την ευκαιρία να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας και θα υποθέσει ότι «κέρδισε» το επιχείρημα του.

Συχνά, το θύμα ενός νάρκισσου μπορεί απλά να αισθάνεται τόσο εξαντλημένο ακούγοντας τον, που δεν θα επιθυμήσει καν να μιλήσει ώστε να τερματίσει την συζήτηση.

Υψώνοντας τον τόνο της φωνής

Ομοίως με το να επιβάλλεται στην συζήτηση, οι φωνές και το να υψώνει τον τόνο του, είναι τακτική εκφοβισμού ενός νάρκισσου. Συχνά το θύμα είναι τόσο εστιασμένο στον τόνο και την ένταση που χρησιμοποιείται εναντίον του, που αυτομάτως αισθάνεται αδύναμο.

Αυτό για το οποίο φωνάζει δεν είναι τόσο πολύ στο επίκεντρο, όσο οι ίδιες οι φωνές. Απλώς προβαίνει σε αυτή την ενέργεια, για μας κάνει να νιώθουμε «μικροί» και ασήμαντοι ώστε μην μπούμε καν στον κόπο να του απαντήσουμε.

Επικρίνοντας κάθε κίνηση

Σε μία προσπάθεια να μας καταρρίψει εντελώς, ένας ναρκισσιστής θα ασκήσει κριτική στα πάντα, από τα επιτεύγματά μας, μέχρι τον τρόπο που ντυνόμαστε. Επιθυμεί να αφαιρέσει την αυτοεκτίμησή μας, για να διασφαλίσει ότι δεν θα αντέχουμε τον εαυτό μας, ότι του λέμε απλώς ναι, και το πιο σημαντικό, ώστε να αισθανόμαστε πολύ αδύναμοι για να μείνουμε μόνοι χωρίς αυτόν.

Η σιωπηλή τιμωρία

Το να μας αγνοούν και να μας κάνουν να αισθανόμαστε αόρατοι, μπορεί να είναι ένα από τα πιο δύσκολα συναισθήματα. Δίνοντάς μας ο νάρκισσος την «σιωπηλή τιμωρία», αρχίζουμε να νιώθουμε ότι δεν έχουμε και τόσο μεγάλη σημασία, ώστε η μόνη μας προσοχή δίνεται στο να αντεπιτεθούμε για να μας προσέξουν.

Όταν ένας νάρκισσος αισθάνεται ότι δεν έχει επιχειρήματα, θα αρχίσει να μας αγνοεί. Αν και στην αρχή το θύμα ενός νάρκισσου, μπορεί να νομίζει ότι κερδίζει, μετά από αρκετό καιρό, θα αισθάνεται ότι είναι πρόθυμο να κάνει τα πάντα για να τερματίσει αυτή την σιωπηλή μεταχείριση.

Το «ναρκισσιστικό παιχνίδι» είναι, πολύπλοκο, δύσκολο και κυρίως, κάτι το οποίο ο νάρκισσος δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι υφίσταται. Χρειάζεται λοιπόν να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει και να είμαστε σε επαφή με τα αληθινά μας συναισθήματα και σκέψεις. Έτσι, ανακτώντας δυνάμεις οι οποίες μοιάζουν να έχουν πληγεί, σταδιακά θα αρχίσουμε να εντοπίζουμε την πραγματικότητα, διαχωρίζοντας την από αναληθή γεγονότα, τα οποία μας είχαν παρουσιαστεί μέσα από ένα διαστρεβλωμένο πρίσμα.

Συναισθηματική Ανθεκτικότητα, ένα ψυχικό χαρακτηριστικό

Ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό! Ή αλλιώς, Συναισθηματική Ανθεκτικότητα, ένα χρήσιμο ψυχικό χαρακτηριστικό. Σας έχει τύχει να βρεθείτε στα δύσκολα και ενώ αρχικά νομίζετε ότι δεν θα τα καταφέρετε τελικά όχι μόνο τα καταφέρνετε, αλλά, με κάποιον τρόπο βγαίνετε κερδισμένοι –επειδή αισθάνεστε καλύτερα, επειδή πετύχατε κάτι, επειδή κάτι άλλαξε προς το καλύτερο, κλπ;

Η συναισθηματική ανθεκτικότητα αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να προσαρμόζεται σε στρεσογόνες καταστάσεις και κρίσεις. Οι πιο ανθεκτικοί άνθρωποι μπορούν να αντέξουν και να προσαρμοστούν σε αντίξοες συνθήκες χωρίς μεγάλες δυσκολίες, ενώ οι λιγότερο ανθεκτικοί δυσκολεύονται περισσότερο να αντιμετωπίσουν το άγχος και τις αλλαγές στη ζωή.

Τι επηρεάζει τη Συναισθηματική Ανθεκτικότητα;

Η συναισθηματική και σωματική ανθεκτικότητα είναι, σε ένα βαθμό, κάτι με το οποίο γεννιέστε. Μερικοί άνθρωποι εκ φύσεως, ταράσσονται λιγότερο από αλλαγές και εκπλήξεις - αυτό γίνεται ορατό στην παιδική ηλικία και σταθεροποιείται κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου. Η συναισθηματική ανθεκτικότητα σχετίζεται ακόμα με κάποιους παράγοντες που δεν είναι υπό τον έλεγχό σας, όπως η ηλικία, το φύλο, και έκθεση σε τραυματικά γεγονότα. Εντούτοις, η ανθεκτικότητα μπορεί να εξελιχθεί με λίγη προσπάθεια. Αν ξέρετε τι να κάνετε, μπορείτε να γίνετε πιο ανθεκτικός, ακόμα και αν είστε φυσιολογικά πιο ευαίσθητος στις δυσκολίες της ζωής.

Ποια είναι τα γνωρίσματα της συναισθηματικής ανθεκτικότητας;

Η ανθεκτικότητα δεν είναι μια ιδιότητα που είτε την έχεις είτε όχι. Υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις για το πόσο καλά μπορεί κάποιος να διαχειριστεί το άγχος. Και πάλι όμως υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που είναι κοινά στους ανθεκτικούς ανθρώπους. Κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά είναι:

Συναισθηματική Επίγνωση: Καταλαβαίνουν τι νιώθουν και γιατί.

Επιμονή: Είτε λειτουργούν με εξωστρεφείς στόχους είτε με εσωστρεφείς στρατηγικές - προσανατολίζονται ως προς τις πράξεις τους- δείχνουν εμπιστοσύνη στη διαδικασία και δεν παραιτούνται.

Εσωτερικό Κέντρο Ελέγχου: Πιστεύουν ότι έχουν τον έλεγχο της ζωής τους, ασχέτως από εξωτερικές δυνάμεις.

Θετικισμός: Βλέπουν τα θετικά στις περισσότερες περιπτώσεις και πιστεύουν στη δική τους δύναμη.

Υποστήριξη: Ενώ έχουν την τάση να είναι δυνατά άτομα, γνωρίζουν την αξία της κοινωνικής υποστήριξης και μπορούν να περιβάλλουν τον εαυτό τους με υποστηρικτικούς φίλους και οικογένεια.

Αίσθηση του Χιούμορ: Έχουν την ικανότητα να γελούν με τις δυσκολίες της ζωής.

Προοπτική: Οι ανθεκτικοί άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν από τα λάθη της ζωής (παρά να τα αρνούνται), να βλέπουν τα εμπόδια ως προκλήσεις, και να αφήνουν τις αντιξοότητες να τους κάνουν πιο δυνατούς. Μπορούν επίσης να βρουν νόημα στις δοκιμασίες της ζωής, αντί να βλέπουν τον εαυτό τους ως θύματα.

Πνευματικότητα: Το να έχετε επικοινωνία με την πνευματική σας πλευρά, σας κάνει πιο ανθεκτικούς συναισθηματικά, ειδικά αν είστε εσωτερικά συνδεδεμένοι. (Αυτό δε σημαίνει ότι αν δεν είστε πνευματικά άτομα δεν μπορείτε να γίνεται ανθεκτικοί, απλά έχει βρεθεί αυτή η συσχέτιση).

Θα μπορούσαμε να υπάρξουμε χωρίς ψέματα;

Λέγεται, συχνά, πως το μεγαλύτερο ψέμα που μπορεί να πει κάποιος είναι πως δεν έχει πει ποτέ του ψέματα. Και αυτό είναι αλήθεια! Οι διάφορες έρευνες δείχνουν πως λέμε ψέματα τουλάχιστον 2-3 φορές καθημερινά. Κάποιες άλλες ανεβάζουν τον αριθμό αυτό στις 8 φορές ημερησίως. Από την άλλη, διάφορες ψυχολογικές έρευνες δείχνουν πως είμαστε πολύ κακοί στο να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε άτομα που ψεύδονται και σε αυτά που λένε την αλήθεια.

Το ποσοστό σωστής διάκρισης είναι 55%, δηλαδή περίπου ίδιο με αυτό του να μαντέψει κάποιος στην τύχη, δηλαδή 50-50. Το ποσοστό σωστής διάκρισης δεν ξεπέρασε το 65%, ακόμα και όταν τα άτομα που εξετάστηκαν ήταν έμπειροι ανακριτές της αστυνομίας...

Το ψέμα υπάρχει από τότε που υπάρχουν άνθρωποι σε αυτόν τον καταταλαιπωρημένο πλανήτη. Το βεβαιώνουν οι μυθολογίες όλων των πολιτισμών, τα ιερά κείμενα όλων των θρησκειών αλλά και το γεγονός πως συνεχίζει να υφίσταται μετά από τόσες χιλιετηρίδες.

Παρόλο που το ψέμα και η εξαπάτηση θεωρούνται, από τις διάφορες θρησκείες, ως σοβαρά αμαρτήματα, αλλά και οι σοβαρές μορφές τους, από το νόμο, ως σοβαρά ποινικά αδικήματα, το ψέμα και η εξαπάτηση ζουν και βασιλεύουν στην καθημερινότητά μας, παρά τον κίνδυνο της κοινωνικής απόρριψης, της ποινικής τιμωρίας και -κατά τη θρησκεία- την απώλεια της ουράνιας βασιλείας.

Το πέρασμα από τις μικρές κοινωνίες -με τις πιο άμεσες σχέσεις και το μεγαλύτερο άμεσο κοινωνικό έλεγχο- σε ολοένα και μεγαλύτερες και συνθετότερες κοινωνίες/πόλεις -όπου οι σχέσεις γίνονται ολοένα και πιο απρόσωπες και επιφανειακές- κάνει πολύ πιο εύκολη τη χρήση ψεμάτων αλλά και πολύ δυσκολότερη την ανίχνευσή τους...

Τι είναι το ψέμα;

Το ψέμα θα μπορούσε να ορισθεί ως μια συνειδητή προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας. Έτσι, λοιπόν, εάν κάποιος πιστεύει πως τα όσα λέει και υποστηρίζει είναι αληθινά, τότε δεν πρόκειται για ψέμα, ασχέτως εάν τα όσα ισχυρίζεται δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Γιατί λέμε ψέματα;

Το ψέμα είναι μια ανθρώπινη συμπεριφορά συνυφασμένη με την καθημερινότητά μας και που, συχνά, φαντάζει μέσα μας ως αναγκαιότητα ή ακόμα και μονόδρομος, είτε γιατί νιώθουμε πως κάποιοι δεν αντέχουν να ακούσουν την αλήθεια είτε γιατί εμείς οι ίδιοι τη φοβόμαστε, σκεπτόμενοι τις πιθανές συνέπειες και έτσι θέλουμε να την αποκρύψουμε, είτε γιατί το δέλεαρ του ενδεχόμενου προσωπικού ή μη οφέλους από τη χρήση κάποιου ψέματος είναι μεγάλο, είτε γιατί θέλουμε να προστατεύσουμε κάποιον ή κάποιους.

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Εάν κάποιος άνθρωπος του άμεσου περιβάλλοντός-μας μάς δείξει ένα καινούργιο ρούχο που αγόρασε και το οποίο είναι για το γούστο μας φρικτό, δεν θα του πούμε πως είναι χάλια και πως το μέρος που θα έπρεπε να βρίσκεται δεν είναι άλλο από τον κάδο απορριμμάτων. Με την έννοια αυτή, ένα τέτοιου είδους ψέμα λειτουργεί ως κοινωνικός καταλύτης καθώς προστατεύει τις κοινωνικές μας σχέσεις και είναι σχετικά ανώδυνο.

Επίσης, εάν έρχονταν ένα μικρό παιδάκι -δικό μας ή κάποιου άλλου- όλο χαρά, δείχνοντάς μας μια ζωγραφιά του και ρωτώντας μας: «Σου αρέσει το σκυλάκι που ζωγράφισα; Όμορφο δεν είναι;». Σε μια τέτοια περίπτωση, κανένας σώφρων άνθρωπος δεν θα απαντούσε, έστω και αν ήταν αλήθεια, πως αυτό που ζωγράφισε μόνο με σκυλάκι δεν μοιάζει και πως η ζωγραφιά του είναι χάλια. Σε μια τέτοια περίπτωση, μια απάντηση του τύπου «Πως πρόκειται για μια πολύ καλή προσπάθεια κ.τ.λ.» αποσκοπεί στο να προστατέψει την αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση του παιδιού, αλλά και τη σχέση μας μαζί του.

Ένας άλλος λόγος που οδηγεί συχνά στη χρήση ψεμάτων είναι η ανάγκη μας να δείξουμε προς τους άλλους καλύτεροι από αυτό που στην πραγματικότητα είμαστε, αποκρύβοντας ή αλλοιώνοντας στοιχεία και πληροφορίες που θεωρούμε πως δεν μας τιμούν, ισχυριζόμενοι πως έχουμε ζήσει πράγματα, χωρίς αυτό να ισχύει κ.τ.λ.

Στη χρήση ψεμάτων, μπορεί να καταφύγουμε και σε μια προσπάθειά μας να προστατέψουμε τον εαυτό μας ή κάποιους άλλους. Για παράδειγμα, αρνούμαστε να παραδεχθούμε πως έχουμε μιλήσει άσχημα για κάποιον, για να προστατέψουμε τον εαυτό μας από τυχόν συνέπειες. Ή εάν, για παράδειγμα, ρωτηθούμε από το εργοδότη μας και δεν αποκαλύψουμε μια σοβαρή παράλειψη ενός συναδέλφου μας που θα μπορούσε να του στοιχίσει τη θέση του, τότε το ψέμα μας είχε ως σκοπό την προστασία του.

Ψέματα μπορεί να χρησιμοποιήσουμε και σε μια προσπάθειά μας να αποκομίσουμε κάποιο προσωπικό όφελος. Για παράδειγμα, κολακεύοντας κάποιον που δεν εκτιμούμε, προσδοκώντας κάποιο εκδούλευση, ενοχοποιώντας άδικα κάποιον άλλον με σκοπό να ωφεληθούμε από τυχόν παραγκωνισμό του κ.τ.λ.

Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου μπορεί να καταφύγουμε στο ψέμα ή στην απόκρυψη της αλήθειας, εάν γνωρίζουμε πως κάποιος δεν θα την αντέξει. Για παράδειγμα, ένα άτομο που έχει μια σοβαρή ασθένεια και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως η αποκάλυψη της σοβαρότητας της κατάστασής του θα το διέλυε ψυχικά ή θα το οδηγούσε ακόμα και σε κάποια απονενοημένη ενέργεια.

Επίσης, στην περίπτωση που κάποιος ή κάποια -όντας ερωτευμένος/-η και σε μόνιμη σχέση ή γάμο που λειτουργεί πολύ καλά- είχε από επιπολαιότητα και για μία και μοναδική φορά μια ευκαιριακή ερωτική περιπέτεια της μιας βραδιάς. Εάν γνωρίζει πως η αποκάλυψη του συγκεκριμένου γεγονότος όχι μόνο θα τίναζε τα πάντα στον αέρα αλλά και θα διέλυε ψυχικά το/τη σύντροφό του που πραγματικά αγαπά, τότε -κατά τη γνώμη μου- δεν υπάρχει κανένας λόγος να ειπωθεί κάτι που δεν θα επαναληφθεί και που δεν ήταν τίποτα το σημαντικό στην πραγματικότητα. Δεν ήταν παρά μια ανόητη επιπολαιότητα. Εάν, παρόλ΄ αυτά, αποκαλύψει την πράξη του αυτή στο/στη σύντροφό του, τότε αυτό το κάνει, στην ουσία, επειδή ο ίδιος δεν αντέχει τις ενοχές του ή εξαιτίας αυτοκαταστροφικών του τάσεων.

Με άλλα λόγια, μια τέτοια επιλογή θα αποτελούσε μια άκρως εγωκεντρική πράξη που θα αποσκοπούσε σε ίδιον όφελος, δηλαδή σε μια προσωπική ανακούφιση, χωρίς την παραμικρή έγνοια για το ή τη σύντροφο, όσα «άλλοθι» και αν επικαλούνταν για τους λόγους που οδήγησαν στην αποκάλυψη της αλήθειας...

Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του να μην αποκαλύπτουμε τα πάντα και του να λέμε ψέματα.

Οι συνέπειες του να λέμε πάντα και αβίαστα την αλήθεια

Προσωπικά, βλέπω με επιφύλαξη και σκεπτικισμό τις δηλώσεις ατόμων που ισχυρίζονται πως λένε σε κάθε περίπτωση την αλήθεια. Αυτό σημαίνει πως αγνοούν παντελώς τον ή τους αποδέκτες αυτής τους της αλήθειας. Στην περίπτωση αυτή, η αλήθεια μετατρέπεται σε προσωπικό δόγμα, δηλαδή στην κάλυψη προσωπικών αναγκών και μόνο.

Είναι αποδεδειγμένο πως τα άτομα που ισχυρίζονται πως είναι ΠΑΝΤΑ ειλικρινή και λένε ΠΑΝΤΑ ανοιχτά την άποψή τους δημιουργούν, κατά κανόνα, προβλήματα στον περίγυρό τους. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι, και για κάθε θέμα, έτοιμοι να ακούσουν την οποιαδήποτε αλήθεια. Υπάρχουν περιπτώσεις που μια αλήθεια μπορεί να μετατραπεί σε όπλο φονικό και να αφήσει πίσω της συντρίμμια.

Και όπως προείπαμε, θα πρέπει να αποτελεί συνεχή επιδίωξή μας το να είμαστε ειλικρινείς. Όχι, όμως, άκαμπτα ειλικρινείς. Ακαμψία σημαίνει σοβαρό πρόβλημα...

Υπάρχουν «αθώα» ψέματα;

Συντάσσομαι με την άποψη που λέει πως δεν είναι γόνιμος ο διαχωρισμός των ψεμάτων σε «αθώα» και «μη αθώα». Εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από ποια οπτική το βλέπουμε. Από αυτήν του ψευδόμενου ή αυτού που εξαπατάται. Κάθε ψέμα θα πρέπει να αξιολογείται και να κρίνεται ξεχωριστά. Βασική αρχή είναι το να προσπαθούμε να είμαστε πάντα όσο το δυνατόν πιο ειλικρινείς στις σχέσεις μας με τους άλλους, όποιοι και αν είναι αυτοί.

Ακόμα και ένα φαινομενικά «αθώο» ψέμα, όπως το να πούμε σε κάποιον πως το πουκάμισο που φορά είναι πολύ όμορφο, χωρίς να το εννοούμε, αν αποκαλύπτονταν, θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα και ίσως τη μείωση της εμπιστοσύνης του άλλου για το άτομό μας. Στην περίπτωση αυτή, το συγκεκριμένο ψέμα είναι «αθώο» γιατί η αποκάλυψή του είναι πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, και όχι επειδή δεν θα είχε καμία συνέπεια, αν αποκαλύπτονταν. Κάθε είδους ψέμα εμπεριέχει δυνητικά, σχεδόν πάντα, κάποιου είδους μικρότερο ή μεγαλύτερο ρίσκο.

Τι λέει η εξελικτική βιολογία;

Οι εξελικτικοί βιολόγοι, εξετάζοντας τη λειτουργία των ψεμάτων στην ανθρώπινη εξέλιξη, συνάγουν το συμπέρασμα πως, αν το ψέμα δεν επιτελούσε μία σημαντική λειτουργία στην εξέλιξη και καλή συνύπαρξη των ανθρώπων, με κάθε βεβαιότητα, δεν θα υπήρχε μέχρι τώρα ή, τουλάχιστον, η χρήση του θα είχε ατονήσει σημαντικά, μετά από τόσες χιλιετηρίδες. Με άλλα λόγια, το ψέμα συνεχίζει να υφίσταται, ως αναπόσπαστο συστατικό των ανθρώπινων σχέσεων, γιατί πριμοδοτείται από τη λεγόμενη «φυσική επιλογή», βάση της οποίας συντηρείται και προάγεται κάθε τι που συμβάλει στην καλύτερη δυνατή εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.

Βλέπουμε πως ακόμα και τα μικρά παιδιά -χωρίς να τους το έχει μάθει κάποιος- λένε ψέματα για να αποφύγουν κάποια τιμωρία ή για να αποκομίσουν κάποιο όφελος. Αυτό αποτελεί μια προσπάθεια εξάσκησης των κοινωνικών τους δεξιοτήτων, μέσα από την οποία μαθαίνουν τι τα βοηθά και τι όχι. Έτσι, λοιπόν, το ψέμα γίνεται ένα αναπόσπαστο στοιχείο κάθε ανθρώπινης κοινωνίας.

Όπως και η κάθε μας επιλογή, έτσι και το ψέμα έχει ένα κόστος

Η συστηματική και μακρόχρονη χρήση ψεμάτων έχει πάντα ένα κόστος για ένα μέσο άτομο, με εξαίρεση τα άτομα που έχουν κάποιες μορφές διαταραχής προσωπικότητας, όπως η αντικοινωνική/ψυχοπαθητική ή η ναρκισσιστική. Η συχνή χρήση ψεμάτων απαιτεί την κατασπατάληση μεγάλων ποσών ψυχικής ενέργειας που, με την πάροδο του χρόνου, γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί το ψέμα και να συντηρηθεί η ψευδαίσθηση της «αξιοπιστίας» του.

Σε κάθε περίπτωση, η συστηματική χρήση ψεμάτων -τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο- οδηγεί στην υπονόμευση είτε των προσωπικών σχέσεων είτε των θεμελίων ολόκληρου του κοινωνικού οικοδομήματος. Έχουμε την ατυχία να ζούμε άμεσα στην πατρίδα μας και να βιώνουμε στο πετσί μας τα αποτελέσματα του ψεύδους, της σήψης και της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα...

Επίλογος

Η χρήση ήπιας και καλοπροαίρετης μορφής ψεμάτων προάγει και διευκολύνει τις κοινωνικές μας σχέσεις. Δεν επηρεαζόμαστε ιδιαίτερα ως άτομα από τη χρήση συνηθισμένων και, ως ένα βαθμό, αναγκαίων ψεμάτων στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, υπό την προϋπόθεση, όμως, να το κάνουμε με καλή και ανυστερόβουλη πρόθεση. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να ζει κάποιος μια ζωή διαποτισμένη στο ψέμα και στην εξαπάτηση για ίδιον όφελος.

Τέλος, η άκριτη και άκαμπτη στάση του «λέω πάντα την αλήθεια» μόνο προσωπικές ανάγκες ικανοποιεί και συχνά αφήνει πίσω της αποκαΐδια...

Ο εγκέφαλός μας δεν είναι να σκέφτεται

Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο δομημένο όργανο, η χρησιμότητα του διαφέρει πολύ από αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι. Η πιο ουσιαστική του λειτουργία είναι άλλη από την σκέψη που πιστεύουν οι περισσότεροι. Μάλιστα μπορεί να λειτουργεί και ως αγχολυτικό.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ταυτίζουν την σκέψη με την βασική λειτουργία του μυαλού. Μάλιστα πολύ κατατάσσουν τον άνθρωπο στην κορυφή της αλυσίδας ζωής του πλανήτη λέγοντας ότι, αυτή ακριβώς είναι η βασική διαφορά του από τα υπόλοιπα έμβια όντα. Τα πολύ μεγάλα επιτεύγματα της ανθρωπότητας έχουν επιτευχθεί χάρη σε αυτή την ικανότητα της σκέψης του μυαλού.

Οι ανακαλύψεις των επιστημόνων όμως είναι τέτοιες που αμφισβητούν το αξίωμα ότι η βασική λειτουργία του εγκεφάλου είναι να σκέφτεται, ανατρέποντας όλα όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Οι ειδικοί της νευροεπιστήμης αναφέρουν στην πράξη ότι, ο εγκέφαλος αποτελεί τον κύριο συντονιστή της λειτουργίας του σώματος μας και μετά έπεται η ικανότητα του να σκέφτεται.

Η διακεκριμένη νευροεπιστήμων καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Northeastern και στην Ιατρική Σχολή του Harvard, Dr Lisa Feldman Barrett, είναι εκείνη που συγκέντρωσε όλες τις απαντήσεις στο ερώτημα: Γιατί εξελίχθηκε ο ανθρώπινος εγκέφαλος; και εξηγεί ότι, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν προορίζεται βασικά για τη σκέψη και δεν είναι η σκέψη το πρωταρχικό μέλημά του.

Ο εγκέφαλος και η λειτουργία της σκέψης.

Ο εγκέφαλος μας αναπτύχθηκε ώστε να μας βοηθήσει κυρίως για να επιβιώσουμε και η ενέργεια του εγκεφάλου πρέπει να λειτουργεί απόλυτα σωστά για τον σκοπό αυτό. Τα κύτταρα των προγόνων μας εκατομμυρίων ετών στο παρελθόν, ήταν εκείνα που τον καθοδήγησαν ώστε να μην γίνουν τροφή από άλλα είδη ζώων και αντίθετα εκείνα να γίνουν για εμάς, ώστε να υπάρξει η επιβίωση και εξέλιξη τόσο του ανθρώπινου είδους όσο και του εγκεφάλου του. Με την εξέλιξη ο εγκέφαλος μετατράπηκε σε ένα όργανο έλεγχου της ενέργειας του ανθρώπινου σώματος δεν επέτρεψε να συνεχίσει να την σπαταλά σε κυνήγια επιβίωσης ή προσπάθειας να αποφύγει την επίθεση από άλλα είδη.

Βασικός ρόλος του εγκεφάλου είναι η ρύθμιση της ενέργειας του οργανισμού.

Σε κάθε μας προσπάθεια ξοδεύουμε ενέργεια είτε κολυμπώντας, είτε τρέχοντας, είτε ξοδεύοντας ενέργεια για την επίτευξη κάποιου στόχου. Έτσι αφαιρούμε ενέργεια από τον οργανισμό μας όπως μια τραπεζική ανάληψη χρήματος. Ρόλος του εγκεφάλου είναι να παρακολουθεί σωστά τους δείκτες που συντελούν στην παραγωγή ενέργειας όπως το νερό, την γλυκόζη, το άλας για να μπορεί το σώμα να αναπληρώσει είτε μέσο της τροφής, είτε του ύπνου. Την σωματική επαναφόρτιση με απλά λόγια για να μην ξεμείνουμε από ενέργεια που αποτελεί την βασική πηγή λειτουργίας των βασικών για την ζωή οργάνων μας, ο εγκέφαλος κάνει μια σειρά από υπολογισμούς πριν από κάθε προσπάθεια μας για να μην υπάρξει σπατάλη για να εξασφαλίσει την επάρκεια της, ενώ παράλληλα την αποταμιεύει. Αυτό είναι πράγματι μια πολυσύνθετη επεξεργασία στοιχείων.

Ο εγκέφαλος πρέπει ανά πάσα στιγμή να επεξεργάζεται δεκάδες οργανικές λειτουργίες, όπου για παράδειγμα επιβλέπει την λειτουργία 600 μυών ενώ ταυτόχρονα εξετάζει την παραγωγή και απελευθέρωση δεκάδων ορμονών μέσα από ένα σύστημα παλίνδρομης ρύθμισης τους. Όλα αυτά γίνονται μέσα από έναν έλεγχο ροής του αίματος μας όπου αντλούνται 3,5 λίτρα το λεπτό, ενώ παράλληλα πρέπει να ρυθμίζει την ενέργεια που χρειάζονται δισεκατομμύρια κύτταρα που αποτελούν τον εγκέφαλο για να λειτουργήσουν αρμονικά μια ολόκληρη ζωή χωρίς το παραμικρό διάλειμμα.

Συμπερασματικά και σύμφωνα με όλα τα παραπάνω η βασική λειτουργία του μυαλού δεν είναι η σκέψη μας. Η βασική του δουλειά είναι να διαχειρίζεται αποτελεσματικά και ισορροπημένα την ενέργεια που παράγει και ξοδεύει ο ανθρώπινος οργανισμός ώστε έτσι, να μπορέσει να αναπτυχθεί και να αφιερωθεί στο βασικό ρόλο του ανθρώπου που είναι η αναπαραγωγική του διαδικασία για να εξασφαλιστεί η διαιώνιση του είδους και την μετάδοση του γονιδιώματος του ανθρωπίνου γένους από την μια γενιά στην επόμενη συμβάλλοντας στην εξέλιξη.

Ψυχή και εγκέφαλος

Υπάρχει μια παρανόηση στην τοποθέτηση ότι η εξέλιξη του εγκεφάλου έχει συντελεστεί με μοναδικό σκοπό να μπορεί να σκέφτεται καλύτερα. Αυτό όμως δεν είναι μια ορθή προσέγγιση αν σκεφτεί κανείς το πώς επιδρά ψυχολογικά ο υποθυρεοειδισμός στην δημιουργία της κατάθλιψης ή και ότι ακόμα και ένας θυμός μπορεί να επέρχεται εξαιτίας άλλων φυσικών γεγονότων.

Καλό θα ήταν να δίνουμε άλλη διάσταση και να ψάχνουμε προς άλλη κατεύθυνση για λύσεις όταν για παράδειγμα μας έρχεται η σκέψη «δεν αντέχω άλλο». Να αναρωτιόμαστε αν έχουμε κάνει πρώτα σωστά όλα εκείνα που πρέπει, ώστε να έχουμε παράγει και αποταμιεύσει ενέργεια πριν την έχουμε ξοδέψει ολοκληρωτικά. Να αναρωτηθούμε αν έχουμε τραφεί σωστά. Αν έχουν καταναλώσει την απαραίτητη ποσότητα των απαραίτητων για το σώμα υγρών. Αν δώσαμε σωστές ανάσες ψυχαγωγίας μέσω μιας βόλτας, αν θα ήταν ενεργειακά θετικό να επικοινωνήσουμε με φίλο. Όλα ή και κάποια από όλα τα παραπάνω μπορεί να μας βοηθήσουμε στην αύξηση και πάλι της ενέργειας μας.

Η επιστημονική αυτή προσέγγιση είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των ανατολικών φιλοσοφιών, όπου μέσω του διαλογισμού διαχωρίζει την σκέψη από το μυαλό θα μπορούσε όμως να υπάρξει κάποιος συνδυασμός μεταξύ των δυο στην λειτουργία του εγκεφάλου ώστε έτσι να επιτευχθεί η μείωση του καθημερινού άγχους.

Ο παρατηρητής και η τέχνη της παρατήρησης

Όταν βιώνουμε την επίγνωση για πρώτη φορά και αρχίζουμε πραγματικά να παρατηρούμε το σώμα, ή να παρατηρούμε τις εντυπώσεις μέσα στον νου, ή να παρατηρούμε τις αντιδράσεις με έναν αποσπασμένο τρόπο, ξαφνικά αισθανόμαστε ότι υπάρχει αποταύτιση από το πρόγραμμα του νου μας ή από οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Μπορούμε να δούμε την κατάσταση ή το νοητικό πρόγραμμα ξεκάθαρα, μπορούμε να αρχίσουμε να βρίσκουμε λύσεις στο πρόγραμμα ή στην κατάσταση πιο εύκολα. Και εκείνος ο παλιός πόνος, εκείνο το παλιό δυσάρεστο συναίσθημα, εκείνο το παλιό άγχος ή η παλιά ενοχή, οτιδήποτε ήταν προσκολλημένο στο συγκεκριμένο μας πρόβλημα, δεν υπάρχει πια. Μόνο μια ανάμνησή του υπάρχει. Αυτό είναι το μεγάλο δώρο που φέρνει η επίγνωση.

Γίνομαι ο Παρατηρητής σημαίνει ξυπνάω από το όνειρο.

Στην φιλοσοφία ονομάζεται ¨αυτοστοχασμός¨.

Στην ψυχοσύνθεση λέγεται ¨αποταυτοποίηση¨.

Ο Γκουρτζίεφ την ονόμαζε ¨αυτοπαρατήρηση¨.

Οι γιόγκις παρατήρηση ή επίγνωση.

Στο Ζεν ¨επιμελής στοχασμός¨.

Έμφαση στην προσοχή

Για να γίνει η παρατήρηση, ένα εσωτερικό κομμάτι – μέρος της ύπαρξη μας γίνεται ανεξάρτητο, για να αποκτήσει έτσι την δυνατότητα να παρατηρεί τόσο τα εσωτερικά, όσο και τα εξωτερικά βιώματα, χωρίς να προσκολλάτε ή να συγχωνεύετε με αυτά, άρα και να αναλώνετε από αυτά τα βιώματα. Αυτό το ανεξάρτητο μέρος της ύπαρξή μας, ο Παρατηρητής – Εαυτός κοιτάζει τα γεγονότα της ζωής χωρίς να τα αξιολογεί, χωρίς να τα επικρίνει, δεν έχει προτιμήσεις.

Στην πράξη της παρατήρησης υπάρχει ο παρατηρητής, το αντικείμενο παρατήρησης και μια απόσταση ανάμεσά τους.

Έτσι όταν ο παρατηρητής Εαυτός παρατηρεί μια δράση ή αντίδραση, αυτόματα τίθεται μια απόσταση ανάμεσα στον Εαυτό Παρατηρητή και στην δράση ή αντίδραση. Αυτή η απόσταση – χώρος δεν επιτρέπει την ταύτιση ή την προσκόλληση του Παρατηρητή – Εαυτού με αυτό που παρατηρεί.
Διαφορετικά οι αυτοματοποιημένες αντιδράσεις χρωματίζουν και δίνουν την δική τους μορφή στον κόσμο και στην Ζωή.

Η παρατήρηση ανοίγει τα ψυχολογικά μας παράθυρα να μπει το φως και ο αέρας των διευρυμένων και πολλαπλών προοπτικών ξεφεύγοντας από την στενή περιχαρακωμένη σειρά πεποιθήσεων και αντιλήψεων.

Αν το Εγώ – Παρατηρητής μπορεί να παρατηρεί π.χ. την θλίψη και την εμπειρία της, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι μόνο η θλίψη . Οτιδήποτε μπορώ να παρατηρώ μπορώ και να το ξεπεράσω.

Παρατηρώντας τις αντιδράσεις μου γίνομαι πιο ελεύθερος επειδή δεν ταυτίζομαι με αυτές.

Με το να ταυτίζομαι με μια σκέψη ή συναίσθημα περιορίζω τον εαυτό μου να ζει μέσα σε μια υπνωτική κατάσταση. Αν ταυτιστείς με αισθήματα ταπείνωσης τότε ζεις στα όρια της εμπειρίας που χαρακτηρίζει την ταπείνωση. Αν βγω από αυτή την υπνωτική κατάσταση μετακινώντας την αντίληψή μου στο πεδίο της παρατήρησης θα διαπιστώσω κι άλλες επιλογές.

Παρατηρώντας κατανοώ ότι υπάρχω έξω από τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου γι' αυτό επηρεάζομαι λιγότερο από αυτά.

Υπάρχει το παρατηρητικό Εγώ υπάρχουν όμως και μικρά εγώ του τύπου: εγώ αισθάνομαι καλά, εγώ αγαπώ τον εαυτό μου κ.λ.π.

Αυτά τα μικρά εγώ εναλλάσσονται άρα δεν μπορεί να είναι η βαθύτερη πραγματική μου φύση ή ο ανώτερος Εαυτός ο οποίος είναι σταθερός και αναλλοίωτος και πάντα εκεί. Είναι η ταύτιση του ανώτερου Εαυτού με τα μικρά εγώ που εναλλάσσονται και αυτό δημιουργεί ανασφάλεια.

Εγώ: Συναισθήματα και εμπειρίες σχετίζονται άμεσα με ένα αντίστοιχο σχήμα συμπεριφοράς. Ο εγκέφαλος σαν ένα P/C διατηρεί ένα σύνολο εμπειριών που αναγνωρίζονται σαν καταστάσεις του Εγώ.

Το εγώ είναι ένας εαυτός σκέψεων, εικόνων, φαντασίες, ταυτίσεις, μνήμες, κίνητρα, ιδέες και πληροφορίες. Επίσης, είναι υποβολές, εντολές, προστάγματα, απαγορεύσεις που αφομοιώθηκαν από τους γονείς και όχι μόνο. Στη πορεία ανάπτυξης του το εγώ απωθεί στο ασυνείδητο οποιαδήποτε απειλή που θα έφερνε σε δύσκολη θέση το άτομο. Αυτές οι απωθημένες σκέψεις λέγονται σκιά.

Υπάρχει αυτό που λέμε η καλή βιτρίνα; ή κοινωνικό πρόσωπο (persona). Για να διευκολύνουμε τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις π.χ επαγγελματική, συζυγική, γονική κλπ. Φοράμε την κατάλληλη προσωπικότητα. Μια persona πιο συγκεκριμένη από τις άλλες εκμεταλλεύεται και κυβερνά την επίγνωση με συνέπεια οι άλλες persona να γίνονται σκιά. Έτσι έχουμε persona + σκιά = Εγώ. Όλες αυτές οι εμπειρίες καταγράφονται στη μνήμη και είναι όσα γνώρισε το άτομο στη παιδική ηλικία , ότι διδάχτηκε από τους γονείς, τις αντιλήψεις των γεγονότων καθώς και την παραμόρφωση που υφίσταται οι αναμνήσεις. Οι καταγραφές μπορούν να ξαναπαιχτούν. Το κάθε γεγονός μπορεί να έρθει στη μνήμη ακόμα και να ξαναβιωθεί. Το κάθε άτομο έχει 3 εγωικές καταστάσεις που αποτελούν χωριστές και διακεκριμένες πηγές συμπεριφοράς, τη γονική, την ενήλικη και την παιδική. Οι καταστάσεις αυτές είναι πραγματικές. Ο γονιός, ο ενήλικας και το παιδί εκπροσωπούν πραγματικούς ανθρώπους που υπάρχουν ή που υπήρξαν κάποτε.

Οι 3 καταστάσεις του Εγώ:

Γονική: περιλαμβάνει τις στάσεις και τη συμπεριφορά που έχουμε πάρει από εξωτερικές πηγές, κυρίως από τους γονείς. Εξωτερικά εκφράζεται συχνά προς τους άλλους με μια στάση προκατάληψης, κριτικής ή προστασίας. Εσωτερικά γίνεται αισθητή σαν μια σειρά από παλιά γονικά μηνύματα που συνεχίζουν να επηρεάζουν το εσωτερικό μας παιδί. Όταν ενεργείται, σκέφτεστε και αισθάνεστε όπως βλέπατε να κάνουν οι γονείς σας βρίσκεστε στη γονική κατάσταση του Εγώ.

Ενήλικη: δεν έχει σχέση με την ηλικία του Εγώ. Είναι προσανατολισμένη στην καθημερινή πραγματικότητα και την αντικειμενική συλλογή πληροφοριών. Είναι οργανωμένη, προσαρμοστική, έξυπνη και λειτουργεί δοκιμάζοντας την πραγματικότητα, σκεπτόμενη και αξιολογώντας τις πιθανότητες λογικά.

Όταν χειρίζεστε την καθημερινότητα, συλλέγετε δεδομένα και αξιολογείτε αντικειμενικά τότε βρίσκεστε στην ενήλικη κατάσταση ρου Εγώ.

Παιδική: Περιλαμβάνει τις παρορμήσεις που διαθέτει φυσιολογικά ένα παιδί, τις καταγραφές από τα πρώιμα βιώματά του, τις αντιδράσεις του και τις θέσεις του που έπαιρνε πάνω στον εαυτό του και τους άλλους. Εκφράζεται σαν μια παλιά συμπεριφορά από την παιδική ηλικία. Όταν ενεργείτε και αισθάνεστε όπως κάνατε σαν παιδί τότε βρίσκεστε στην παιδική κατάσταση του Εγώ.

Οι άνθρωποι μπορούν να αισθάνονται, να μυρίζουν, να αγγίζουν, να μιλάνε, να ακούνε, να κοιτάνε και να ενεργούν από την κάθε κατάσταση του Εγώ. Η κάθε μία έχει το δικό της πρόγραμμα. Μερικοί άνθρωποι αντιδρούν περισσότερο με μία κατάσταση του Εγώ π.χ με τη γονική κατάσταση βλέπουν τον κόσμο όπως παρατήρησαν τους γονείς τους να τον βλέπουν δηλ. βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια των γονιών τους. Η ικανότητα να αισθάνονται τον κόσμο μόνοι τους έχει μειωθεί ή παραμορφωθεί. Κάποιοι άλλοι είναι παιδιά και πολλοί λίγοι φέρονται και ζουν σαν ενήλικες.

Τώρα κάντε την εξής ερώτηση στον εαυτό σας: Ποιος παρατηρεί το νοητικοσυναισθηματικό γίγνεσθαι; Εγώ παρατηρώ.

Ποιο ερχόταν πρώτο, το Εγώ που παρατηρεί ή οι σκέψεις και τα συναισθήματα; Θα συνειδητοποιήσουμε ότι το Παρατηρηρητικό Εγώ ήταν εκεί πριν, κατά την διάρκεια, και μετά την συναισθηματική εμπειρία.

Το Εγώ ή Ανώτερος Εαυτός είναι πάντα εκεί και βλέπει όλα τα παροδικά εγώ ή υποπροσωπικότητες. Όταν κατανοηθεί ότι δεν είμαστε οι σκέψεις και τα συναισθήματα αλλά μάλλον μια Παρατηρητική Παρουσία, τότε αναδύεται μια πιο διαυγής εικόνα για τον εαυτό μας, την ζωή μας και τον κόσμο.

Μερικοί ονομάζουν αυτή την Παρουσία Εσωτερικό Εαυτό ή απλά Ύπαρξη.

Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της συνήθους συγκέντρωσης ή οραματισμού και διαλογισμού είναι η συνειδητή παρουσία μέσα στον εαυτό μας, αλλά και του εαυτού μας στο περιβάλλον μας. Η παρουσία αυτή είναι μια κατάσταση της συνειδητότητάς μας. Είναι το να παρατηρούμε και το έξω και το μέσα. Να είμαστε σε επαγρύπνηση. Όχι απλώς κοιτάζω, αλλά Εγώ κοιτάζω, χωρίς όμως την σκέψη περί του εγώ, αλλά το ίδιο το εγώ γίνεται αντικείμενο παρατήρησης.

Τότε γίνομαι ο Παρατηρητής.

Λιαντίνης: Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;

Λιαντίνης: Κανείς δεν είναι πλούσιος αν είναι άκληρος και καμία δεν είναι ωραία όταν είναι ανόητη και κανένας δεν είναι χαρούμενος όταν είναι κακός.

Να ζεις με πλήθουσα γύρω σου τη σιωπή και τα λόγια σου, όταν χρειάζουνται, να πέφτουν μετρημένα σαν τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής…

Να γελάς όταν τα πράγματα γίνονται απότομα σοβαρά. Και στο βουβό σχήμα των προσώπων γράφεται μια πολύ μακρινή προσδοκία. Έτσι που να φαίνεται ότι υπάρχει το βάθος. Και να θλίβεσαι, όταν το γελοίο διατρέχοντας όλα τα στάδια έκφρασής του, φτάνει στο αδιέξοδο. Ντρέπεται δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό του.

Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο. Ακόμη και όταν το τελευταίο είναι οι Ωδές του Κάλβου. Κι αν δεις ένα μικρό μυρμήγκι να τραβάει στη δουλειά του, είναι χρήσιμο να συλλογιστείς ότι το έργο που κάνει δεν είναι μικρότερο από μια σπουδαία αγόρευση του μεγάλου Βενιζέλου στη Βουλή.

Πάντα να τρως την ώρα που λησμόνησες πως πεινάς.

Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία. Μεγαλώνουμε μαζί της. Την σπουδάζουμε με ζήλο, την διδάσκουμε με φανατισμό. Και όταν πεθαίνουμε, την αφήνουμε τρίτη Διαθήκη στα παιδιά μας.

Ο προσωκρατικός αιώνας, είναι η αψηλότερη στιγμή της ανθρώπινης συνείδησης (Λιαντίνης)
Όταν κοιτάζεις τα βουνά -τον Ταύγετο, τον Ακροκόρινθο, το Δρίσκο- και κουβεντολογάς μαζί τους. Να μην απορείς που δεν σου αποκρίνονται. Η σιωπή τους είναι τα λόγια όλων εκείνων που τα κοίταξαν πριν από σένα.

Από την κλασική αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι πήραν όσα δεν κατάλαβαν.

Εάν o ευρωπαϊκός μηδενισμός σημαίνει την άρνηση και την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη σήψη, τη φθορά, και την απαισιοδοξία, το πνεύμα του Νίτσε είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ό,τι ακριβώς δεν έχει. Και ό,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.

Κανένας σοβαρός μελετητής του κλασικού κόσμου δεν θά ‘χε να δείξει κάποιον άνθρωπο ή λαό που κλείστηκε στον λαβύρινθο της απελπισίας. Και που πάλεψε τον Μινώταυρο του ανθρώπινου πόνου, ηρωικότερα και σεμνότερα από τους Έλληνες.

Οι πλούσιοι ποτέ δεν ρωτούν, αν αξίζουν εκείνο που κατέχουν. Οι πένητες ποτέ δεν στοχάζουνται, τι είναι εκείνο που ζητούν.

Η εικόνα της ταφής ενός ακαδημαϊκού με στεφάνια, επικήδειους, βιβλία συλλυπητηρίων κλπ, είναι διαφορετική από την εικόνα μιας μανιάτισσας που μοιρολογεί τον άντρα της. Η ευαισθησία του λαού είναι άλλο πράγμα από την υπεροψία των διανοουμένων.

Χωρίς λίγη ανταρσία στο αίσθημα, λίγη τρέλα στο μυαλό, λίγον ίλιγγον που φέρνουν τα κοφτερά βράχια και τα φωτερά μετέωρα, χωρίς κάποιους οραματικούς σπασμούς και μερικές ενδείξεις μοναχικού παραμιλητού, δεν είναι εύκολο να ξεμακρύνει κανείς από την πεπατημένη. Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;

A. SCHOPENHAUER: Το ευ ζην του ανθρώπου το αποφασιστικό είναι το τι διαδραματίζεται μέσα του

Ο κόσμος στον οποίον ζει ο καθένας εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την αντίληψη που έχει περί αυτού, καθορίζεται, άρα, βάσει των διαφορών στα μυαλά των ανθρώπων: ανάλογα μ’ αυτές τις διαφορές αποβαίνει ο κόσμος φτωχός, άνοστος και ρηχός ή πλούσιος, ενδιαφέρων και πλήρης νοημάτων. Ενώ π.χ. κάποιος ζηλεύει έναν άλλον για τα ενδιαφέροντα πράγματα που του συνέβησαν στην ζωή του, θα έπρεπε να τον ζηλεύει μάλλον για το αντιληπτικό του χάρισμα, το οποίο και προσέδωσε σ’ εκείνα τα συμβάντα την σημασιολογική διάσταση που έχουν στην περιγραφή του· διότι το ίδιο συμβάν που στον ευφυή παρουσιάζεται τόσο ενδιαφέρον, στην αντίληψη ενός ρηχού και καθημερινού ανθρώπου, δεν θα ήταν παρά ένα πληκτικό επεισόδιο της καθημερινότητας. Ομοίως, ο μελαγχολικός τύπος βλέπει μία σκηνή τραγωδίας εκεί όπου ο αιματικός δεν διακρίνει παρά μία ενδιαφέρουσα σύγκρουση, ο δε φλεγματικός κάτι το ασήμαντο.

Όλα αυτά οφείλονται στο ότι κάθε πραγματικότητα, κάθε δηλ. πλήρες παρόν, αποτελείται από δύο ημίσεα, το υποκείμενο και το αντικείμενο, συνδεδεμένα τόσο στε να μεταξύ τους όσο το οξυγόνο και το υδρογόνο στο νερό. Συνεπώς, με απολύτως ταυτόσημο αντικειμενικό, όμως διαφορετικό υποκειμενικό ήμισυ, η παρούσα πραγματικότητα είναι -ακριβώς όπως και στην αντίστροφη περίπτωση- εντελώς διαφορετική: το κάλλιστο και βέλτιστο αντικειμενικό ήμισυ, σε συνδυασμό μ’ ένα άτονο και φαύλο υποκειμενικό, δεν σχηματίζει παρά μία άσχημη πραγματικότητα κι ένα άσχημα παρόν.

Κάθε μεγαλοπρέπεια και κάθε απόλαυση, αντανακλώμενη στην αμβλεία και νωθρή συνείδηση ενός ηλίθιου, φαντάζουν πάμφτωχες μπροστά στην συνείδηση του Cervantes όταν συνέγραφε τον Δον Κιχώτη μέσα σ’ ένα άβολο δεσμωτήριο.

Το αντικειμενικό ήμισυ του παρόντος και της πραγματικότητας βρίσκεται στις βουλές της τύχης και είναι, επομένως, μεταβλητό. Το υποκειμενικό ήμισυ είμαστε εμείς οι ίδιοι, και για τον λόγο αυτό τούτο είναι ουσιαστικά αμετάβλητο. Κατά συνέπεια, ο βίος κάθε ανθρώπου έχει διά παντός, παρά τις έξωθεν αλλαγές, τον ίδιο χαρακτήρα και μπορεί να παρομοιασθεί με μία σειρά παραλλαγών πάνω σ’ ένα μουσικό θέμα. Από τούτα, γίνεται σαφές πόσο πολύ εξαρτάται η ευτυχία μας από το τι είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ, αντίθετα, αυτό που συνήθως υπολογίζει κανείς είναι μόνον η μοίρα μας, το τι έχουμε ή το τι θεωρούμαστε κοινωνικά. Όμως, η μοίρα μπορεί να βελτιωθεί· επιπλέον, όταν υπάρχει εσωτερικός πλούτος, τότε, ασφαλώς, δεν απαιτεί κανείς πολλά απ’ αυτήν. Αντίθετα, ένας ηλίθιος είναι πάντοτε ένας ηλίθιος, ένα ξύλο απελέκητο παραμένει ξύλο απελέκητο μέχρι το τέλος της ζωής του, και ας βρίσκεται στον παράδεισο ανάμεσα στα ουρί.

Και ανεφώνησε ο Σωκράτης, βλέποντας τα εκτιθέμενα προς πώληση είδη πολυτελείας: «μα πόσα πολλά πράγματα υπάρχουν που δεν χρειάζομαι!».

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Τα παιδιά εκφράζουν αυτό που νιώθουν και δεν φοβούνται να αγαπήσουν

Όταν γεννιέται κανείς, ο συναισθηματικός νους –το συναισθηματικό σώμα– είναι απολύτως υγιής. Περίπου γύρω στα τρία με τέσσερα χρόνια αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες πληγές στο συναισθηματικό σώμα, οι οποίες μολύνονται με συναισθηματικό δηλητήριο. Ωστόσο, αν παρατηρήσετε παιδιά που είναι δύο ή τριών ετών, αν δείτε πώς συμπεριφέρονται, θα διαπιστώσετε ότι παίζουν συνεχώς κι ότι πάντα γελούν. Η φαντασία τους είναι τόσο ζωηρή και κάθε τους όνειρο είναι μια περιπέτεια εξερεύνησης. Όταν κάτι δεν πάει καλά, αντιδρούν και υπερασπίζονται τον εαυτό τους, αλλά έπειτα το προσπερνούν και στρέφουν την προσοχή τους και πάλι στην παρούσα στιγμή, για να ξαναπαίξουν και να ξαναδιασκεδάσουν. Ζουν τη στιγμή. Δεν ντρέπονται για το παρελθόν· δεν ανησυχούν για το μέλλον. Τα μικρά παιδιά εκφράζουν αυτό που νιώθουν και δεν φοβούνται να αγαπήσουν.

Οι πιο χαρούμενες στιγμές στη ζωή μας είναι όταν παίζουμε σαν παιδιά, όταν τραγουδάμε και χορεύουμε, όταν εξερευνούμε και δημιουργούμε για να διασκεδάσουμε. Νιώθουμε υπέροχα όταν συμπεριφερόμαστε σαν παιδιά, γιατί αυτό είναι το φυσιολογικό για το ανθρώπινο μυαλό, η φυσιολογική ανθρώπινη τάση. Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε αθωότητα και μας ήταν φυσικό να εκφράζουμε αγάπη. Τι μας συνέβη, λοιπόν; Τι συνέβη σε όλο τον κόσμο;

Η απάντηση είναι ότι όταν είμαστε παιδιά, οι ενήλικοι έχουν ήδη την ψυχική ασθένεια, η οποία είναι πολύ μεταδοτική. Πώς μας τη μεταδίδουν; Μας «τραβούν την προσοχή», μας μαθαίνουν να είμαστε σαν εκείνους. Έτσι μεταδίδουμε την ασθένεια στα παιδιά μας και έτσι μας μόλυναν με αυτή οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, ολόκληρη η κοινωνία των ασθενών. Μας τράβηξαν την προσοχή και μας έβαλαν πληροφορίες στο μυαλό μέσω της επανάληψης. Έτσι μαθαίνουμε. Έτσι προγραμματίζουμε το ανθρώπινο μυαλό.

Το πρόβλημα είναι το πρόγραμμα, οι πληροφορίες που αποθηκεύσαμε στο μυαλό μας. Τραβώντας την προσοχή τους, μαθαίνουμε στα παιδιά μια γλώσσα και πώς να διαβάζουν, να συμπεριφέρονται και να ονειρεύονται. Τα εξημερώνουμε όπως ακριβώς εξημερώνουμε έναν σκύλο ή οποιοδήποτε άλλο ζώο:μέσω της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Αυτό που αποκαλούμε διαπαιδαγώγηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από εξημέρωση του ανθρώπου.

Φοβόμαστε την τιμωρία, αλλά, αργότερα, φοβόμαστε ότι δεν θα πάρουμε ανταμοιβή, ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για τους γονείς, τα αδέρφια ή τον δάσκαλό μας. Έτσι γεννιέται η ανάγκη της αποδοχής. Προηγουμένως, δεν μας ενδιέφερε αν μας αποδέχονταν ή όχι. Οι απόψεις των άλλων δεν ήταν σημαντικές, κι αυτό γιατί απλά θέλαμε να παίζουμε και να ζούμε τη στιγμή.

Ο φόβος ότι δεν θα ανταμειφθούμε μετατρέπεται σε φόβο της απόρριψης. Ο φόβος ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί μας ωθεί να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να δημιουργήσουμε μια εικόνα του εαυτού μας. Έπειτα προσπαθούμε να παρουσιάσουμε αυτή την εικόνα του πώς θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε, απλά για να γίνουμε αποδεκτοί, απλά για να πάρουμε την ανταμοιβή. Μαθαίνουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε και εξασκούμαστε στο να γίνουμε κάτι διαφορετικό, ώστε να είμαστε καλοί για τους γονείς, τον δάσκαλο, τη θρησκεία μας ή οποιονδήποτε άλλο. Εξασκούμαστε συνεχώς και γινόμαστε δεξιοτέχνες στο να είμαστε κάτι άλλο από τον πραγματικό μας εαυτό.

Σύντομα ξεχνάμε ποιοι είμαστε πραγματικά και αρχίζουμε να ζούμε ως εικόνες του εαυτού μας. Δεν δημιουργούμε μόνο μια εικόνα, αλλά πολλές διαφορετικές, αναλόγως με τις κατηγορίες ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε. Αρχικά δημιουργούμε μια εικόνα στο σπίτι και μια άλλη στο σχολείο και όταν μεγαλώνουμε δημιουργούμε ακόμη περισσότερες.

Το ίδιο ισχύει και για μια συνηθισμένη σχέση μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η γυναίκα έχει μια εξωτερική εικόνα που προσπαθεί να παρουσιάσει στους άλλους, αλλά όταν είναι μόνη της έχει άλλη εικόνα για τον εαυτό της. Κι ο άντρας έχει μια εξωτερική και μια εσωτερική εικόνα. Όταν είναι πια ενήλικοι, η εσωτερική και η εξωτερική εικόνα είναι πλέον τόσο διαφορετικές που δεν ταιριάζουν σχεδόν καθόλου. Έτσι, σε μια σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εικόνες. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να μάθουν πραγματικά ο ένας τον άλλο; Δεν είναι. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την εικόνα. Όμως, υπάρχουν κι άλλες εικόνες που πρέπει να αναφέρουμε.

Όταν ένας άντρας γνωρίζει μια γυναίκα, δημιουργεί μια εικόνα για εκείνη από τη δική του οπτική, και το ίδιο κάνει κι η γυναίκα για τον άντρα. Έπειτα προσπαθούν να βάλουν τον άλλο στο καλούπι της εικόνας που έφτιαξαν για εκείνον. Τώρα υπάρχουν ανάμεσά τους έξι εικόνες που τους χωρίζουν. Φυσικά, λένε ψέματα ο ένας στον άλλο ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Η σχέση τους βασίζεται στον φόβο και στο ψέμα. Δεν βασίζεται στην αλήθεια, επειδή δεν μπορούν να δουν μέσα από την ομίχλη. Όταν είμαστε μικροί, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των εικόνων του εαυτού μας. Οι εικόνες μας δεν αμφισβητούνται, μέχρι που αρχίζουμε να αλληλοεπιδρούμε με τον εξωτερικό κόσμο και δεν έχουμε πια την προστασία των γονιών μας.

Όταν είμαστε παιδιά, μαθαίνουμε ότι οι απόψεις των άλλων είναι σημαντικές και ζούμε σύμφωνα με αυτές. Η άποψη κάποιου μπορεί να μας ρίξει στην κόλαση, ακόμη κι αν δεν είναι αλήθεια: «Είσαι άσχημος. Κάνεις λάθος. Είσαι χαζός». Οι απόψεις έχουν μεγάλη επιρροή στην ασυλλόγιστη συμπεριφορά όσων ζουν στην κόλαση. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη να ακούμε ότι είμαστε καλοί, ότι τα πάμε καλά, ότι είμαστε όμορφοι. «Πώς σου φαίνομαι; Σου άρεσε αυτό που είπα; Πώς τα πήγα;» Έχουμε ανάγκη να ακούμε τις γνώμες των άλλων, επειδή έχουμε εξημερωθεί και μπορούμε να χειραγωγηθούμε από αυτές. Γι’ αυτό αποζητάμε την αναγνώριση των άλλων· χρειαζόμαστε συναισθηματική στήριξη· έχουμε την ανάγκη να γίνουμε αποδεκτοί από το εξωτερικό Όνειρο μέσω των άλλων.

Τόσοι άνθρωποι υποφέρουν λόγω των ψεύτικων εικόνων που προβάλλουμε. Όλοι προσποιούμαστε ότι είμαστε εξαιρετικά σημαντικοί, αλλά, ταυτόχρονα, πιστεύουμε ότι είμαστε ένα μηδενικό. Προσπαθούμε σκληρά να γίνουμε κάποιοι σε αυτή την κοινωνία του Ονείρου, να μας αναγνωρίσουν και να μας αποδεχτούν. Προσπαθούμε να είμαστε σημαντικοί, να πετύχουμε, να αποκτήσουμε ισχύ, να γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι, να εκφράσουμε το προσωπικό μας όνειρο και να το επιβάλουμε στους γύρω μας. Γιατί; Διότι πιστεύουμε ότι το Όνειρο είναι πραγματικό και το αντιμετωπίζουμε πολύ σοβαρά.

Η απελευθέρωση της Καλαμάτας (23/3/1821)

Επαναστατικός αναβρασμός επικρατούσε στη Μάνη τον Μάρτιο του 1821. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στην Καρδαμύλη και οι Φιλικοί είχαν κάμψει τις αντιρρήσεις του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για το άκαιρο του ξεσηκωμού.

Στα μέσα του μηνός ένα πλοίο φορτωμένο με πολεμοφόδια, σταλμένο από τους Φιλικούς της Σμύρνης, φθάνει στο λιμάνι του Αλμυρού, έξω από την Καλαμάτα. Ο Νικηταράς και ο Αναγνωσταράς με τους άνδρες τους αναλαμβάνουν να μεταφέρουν το πολύτιμο φορτίο σε ασφαλές μέρος.

Οι οθωμανικές αρχές της Καλαμάτας πληροφορούνται το γεγονός και ενεργώντας αφελώς ζητούν να μάθουν από τους προκρίτους το περιεχόμενο του φορτίου και γιατί συνοδεύεται από ενόπλους. Αυτοί τους απαντούν ότι οι ένοπλοι είναι χωρικοί που συνοδεύουν φορτία λαδιού για το φόβο των ληστών. Ο βοεβόδας της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου πείθεται και ζητά τη βοήθεια των Μανιατών, που στέλνουν στην πόλη 150 άνδρες, υπό τον Ηλία Μαυρομιχάλη (20 Μαρτίου).

Από τις 17 Μαρτίου, όμως, οι πρόκριτοι της Μάνης, υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, είχαν υψώσει τη σημαία της επανάστασης στην Τσίμοβα, σημερινή Αρεόπολη της Λακωνίας. Ο παπάς του χωριού όρκισε και ευλόγησε τα όπλα των καπεταναίων και των παλικαριών τους στην Εκκλησία των Ταξιαρχών. Οι ατίθασοι Μανιάτες ξεκίνησαν την Επανάσταση, οκτώ μέρες πριν από τη συμβατική της έναρξη.

Αμέσως μετά, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και ο Γιατράκος ξεκινούν για τον Μιστρά και τη Μονεμβασιά, ενώ ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με 2.000 άνδρες για την Καλαμάτα. Εν τω μεταξύ, στο άλλο άκρο της Πελοποννήσου σημειώνεται η πρώτη επαναστατική ενέργεια του Αγώνα, με την πολιορκία των Καλαβρύτων (21 Μαρτίου), την οποία υπερασπίζεται για λογαριασμό των Οθωμανών ένας άλλος Αρναούτογλου, ο Ιμπραήμ.

Οι Μανιάτες φθάνουν έξω από την Καλαμάτα στις 22 Μαρτίου και καταλαμβάνουν τους γύρω λόφους. Τότε μόνο ο αγάς της πόλης κατανοεί τι συμβαίνει. Είναι αργά για να διαφύγει στην Τριπολιτσά, καθώς η Καλαμάτα είναι ολόγυρα αποκλεισμένη και αποφασίζει να αντιτάξει άμυνα με τους Τούρκους της πόλης. Όταν το πρωί της 23ης Μαρτίου 1821 οι επαναστάτες εισέρχονται στην Καλαμάτα, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ζητά από τον Αρναούτογλου να παραδοθεί, τονίζοντάς του το μάταιο της προσπάθειάς του.

Πράγματι, ο αγάς παραδίδει στους επαναστάτες με πρωτόκολλο την πόλη και τον τουρκικό οπλισμό. Το μεσημέρι, μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, οι ιερείς ευλογούν τις σημαίες και ορκίζουν τους αγωνιστές.

Επακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών, που αποφάσισαν τη δημιουργία μιας επαναστατικής επιτροπής, την οποία ονόμασαν «Μεσσηνιακή Γερουσία», για τον καλύτερο συντονισμό του αγώνα. Η ηγεσία της ανατέθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφερε τον τίτλο Αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού. Την ίδια μέρα, η «Μεσσηνιακή Γερουσία», με Προκήρυξή της προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, γνωστοποιεί ότι οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν για την ελευθερία τους.

Το κείμενο της Προκήρυξης, το πρωτότυπο της οποίας σώζεται στα αρχεία του Foreign Office (βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών), είναι το εξής:

Η Προκήρυξη της «Μεσσηνιακής Γερουσίας».

Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς, εκ μέρους του φιλογενούς αρχιστρατήγου των Σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου.

Ο ανυπόφορος ζυγός της Οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος, κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μην μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους Γραικούς, ει μη μόνον πνοή και αυτή δια να ωθή κυρίως τους εγκαρδίους των αναστεναγμούς.

Εις τοιαύτην όντες κατάστασιν στερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους μας φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης, και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας.

Αι χείρες ημών αι δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας, ελύθησαν ήδη, και υψώθηκαν μεγαλοψύχως και έλαβον τα όπλα προς μηδενισμόν της βδελυράς τυραννίας.

Οι πόδες ημών οι περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας εναγκαρεύσεις τας ασπλάγχνους τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας. Η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον ζυγόν τον απετίναξε και άλλο δεν φρονεί, ει μη την Ελευθερίαν.

Η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον, εκτός των ανωφελών παρακλήσεων, προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της Ελευθερίας.

Εν ενί λόγω απεφασίσαμεν, ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν. Τούτου ένεκεν προσκαλούμεν επιπόνως την συνδρομήν και βοήθειαν όλων των εξευγενισμένων Ευρωπαίων γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον Ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας και να λάβωμεν τα δίκαιά μας.

Να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον Ελληνικόν γένος μας. Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε, απαιτεί ως εν τάχει την φιλάνθρωπον συνδρομήν σας, και ευέλπιδες, ότι θέλει αξιωθώμεν, και ημείς θέλομεν σας ομολογή άκραν υποχρέωσιν, και εν καιρώ θέλομεν δείξη πραγματικώς την υπέρ της συνδρομής σας ευγνωμοσύνην μας.

1821 Μαρτίου 23 εν Καλαμάτα. Εκ του Σπαρτιατικού Στρατοπέδου Πέτρος Μαυρομιχάλης, αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού.

Ο διωγμός του Πυθαγόρα

Οι Πυθαγόρειοι επαινέθηκαν πάντα για την ηθική τους, την ταπεινοφροσύνη τους και τη συνέπεια του λόγου της τιμής τους.

Όμως… δύο ρήτορες μοιράζονταν τις δημαγωγικές αγορεύσεις και έστρεφαν τον λαό-μάζα κατά των Πυθαγορείων: ο Κύλων και ο Νίνων.

Ο πρώτος δεν είχε γίνει δεκτός από τον Πυθαγόρα στη σχολή, όταν αυτοεπαινούμενος είχε πάει στον Πυθαγόρα ζητώντας να γίνει μαθητής του.

Ηταν πλούσιος, καλής καταγωγής αλλά φορτικός, βίαιος και τυραννικός, χρησιμοποιώντας τον κύκλο των φίλων του και τη δύναμη του πλούτου του για να μπορεί ν’ αδικεί. Θεωρούσε ότι ήταν πιο άξιος απ’ όλους για να γίνει μέτοχος και στη φιλοσοφία του Πυθαγόρα. (Πορφύριος «Πυθαγόρου βίος» 54).

Ο δε Νίνων αναφέρει ο Ιάμβλιχος: «προσποιούμενος μεν εξητακέναι τα των Πυθαγορείων απόρρητα, πεπλακώς δε και γεγραφώς εξ ων μάλιστα αυτούς ήμελλε διαβαλείν, και δους τω γραμματεί βιβλίον εκέλευσεν αναγιγνώσκειν, ην δ’ αυτώ επιγραφή μεν λόγος ιερός», δηλ. «ισχυριζόμενος ότι είχε εξετάσει τα μυστικά των Πυθαγορείων και αφού πλαστά σχεδίασε και συνέγραψε τέτοιες λεπτομέρειες, οι οποίες ήταν ειδικά υπολογισμένες να ενοχοποιήσουν τους Πυθαγορείους, έδωσε στο γραμματέα το βιβλίο και διέταξε να το διαβάσει, το βιβλίο επιγραφόταν Ιερός Λόγος» (Ιαμβλίχου «Πυθαγορικός βίος»).

Και συνεχίζει παρακάτω ότι «τόσο πολύ εξαγρίωσε το πλήθος με τις συκοφαντίες του, ώστε μετά από λίγες μέρες μεγάλο πλήθος λαού συναθροίστηκε με την πρόθεση να επιτεθεί κατά των Πυθαγορείων».

Αν και ο Πυθαγόρας έχαιρε άκρας εκτίμησης, όμως το πλήθος που «άγεται και φέρεται» γρήγορα γοητεύθηκε από τους δημαγωγούς και τον «αποτυχημένο μαθητή» Κύλωνα. Έτσι απέδιδαν στον Πυθαγόρα και τους οπαδούς του όλα τα κακά που έπλητταν την πόλη. Σεισμός, λοιμός, κακοκαιρίες, ό,τι άσχημο και να γινόταν οφειλόταν στις «τελετές» των Πυθαγορείων που εξόργιζαν τα «πνεύματα».

Κάποια μέρα το εξαγριωμένο πλήθος επιτέθηκε και έκαψε τη Σχολή σκοτώνοντας τους περισσότερους μαθητές.

Πολλοί λίγοι σώθηκαν και ανάμεσα τους και ο Πυθαγόρας, ο οποίος όμως μετά από λίγο χρονικό διάστημα πέθανε από τη λύπη του.

Η ανάκτηση της ιταλικής χερσονήσου από τον Ιουστινιανό

Πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί η κατάκτηση της βόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενεπλάκη σε νέο πόλεμο, πολύ πιο μακροχρόνιο και καταστροφικό. Στα πλαίσια της επιθυμίας του Ιουστινιανού για ανάκτηση των κατεχόμενων από τους βαρβάρους αυτοκρατορικών εδαφών, τα βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν το 535 μ.Χ. στην Ιταλία. Στόχος τους ήταν η κατάλυση του βασιλείου των Οστρογότθων που κατείχαν τη χώρα

Το λάθος του Ιουστινιανού ήταν ότι, αρχικά τουλάχιστον, δεν απέστειλε σοβαρές δυνάμεις στην Ιταλία.

Γι΄ αυτό το λόγο οι στρατηγοί του δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν γρήγορα το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Ο πόλεμος επιμηκύνθηκε χρονικά, αδειάζοντας τα κρατικά θησαυροφυλάκια και προκαλώντας τους Πέρσες να επιτεθούν στην Ανατολή.

Το 535 μ.Χ. ο Βελισάριος, επικεφαλής 7.500 μόλις αντρών, αποβιβάστηκε στη Σικελία. Παράλληλα, μια άλλη βυζαντινή δύναμη –4.000 άντρες– υπό τον στρατηγό Μούνδο, κινήθηκε από τη Δαλματία προς τα ιταλικά σύνορα.

Η μικρή όμως αυτή δύναμη ηττήθηκε από τους Οστρογότθους. Στον Νότο όμως ο Βελισάριος είχε ανακτήσει ολόκληρη τη Σικελία, όπου είχε γίνει δεκτός ως ελευθερωτής από τους κατοίκους, και είχε μάλιστα περάσει με τον στρατό στη νότια Ιταλία.

Οι Οστρογότθοι όμως αντέδρασαν.

Πρώτα δολοφόνησαν τον βασιλιά τους Θευδάτο, ο οποίος αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τον Βελισάριο, και τον αντικατέστησαν με τον Ουιτίγη, έναν γενναίο πολεμιστή και έμπειρο διπλωμάτη.

Αυτός, αφού συγκέντρωσε τον στρατό του, απέστειλε πρεσβεία στον βασιλιά των Περσών Χοσρόη Α΄, παρακινώντας τον να επιτεθεί κατά της αυτοκρατορίας, πράγμα που έγινε. Στο μεταξύ ο Βελισάριος είχε φτάσει έξω από τη Νεάπολη (Νάπολη) την οποία και πολιόρκησε.

Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν με το μέρος του. Η γοτθική φρουρά, όμως, σε συνεργασία με τους Εβραίους της πόλης, προέβαλε αντίσταση επί 20 περίπου μέρες. Τελικά οι Βυζαντινοί εισήλθαν στη πόλη, μέσω των αγωγών του υδραγωγείου, και την κατέλαβαν.

Η γοτθική φρουρά και οι Εβραίοι σφαγιάστηκαν από τους κατοίκους και τους Ούννους στρατιώτες του Βελισάριου.

Μετά την επιτυχία αυτή, ο Βελισάριος κινήθηκε με ταχύτητα κατά της Ρώμης την οποία και κατέλαβε, με τη βοήθεια κατοίκων της.

Η γοτθική φρουρά πάντως –4.000 άντρες υπό τον Λευδάρι– κατόρθωσε να διαφύγει. Ακολούθησε η παράδοση στον Βυζαντινό Στρατό όλων σχεδόν των πόλεων της κεντρικής Ιταλίας.

Οι κάτοικοι παντού υποδέχονταν τους άντρες του ως ελευθερωτές από τον βαρβαρικό ζυγό. Ο Ουιτίγις πάντως, από τη Ραβέννα στην οποία είχε καταφύγει, είχε κηρύξει πανστρατιά των Οστρογότθων.

Ο Προκόπιος αναφέρει ότι είχαν συγκεντρωθεί 150.000 μάχιμοι Οστρογότθοι. Ο αριθμός αυτός μάλλον είναι υπερβολικά διογκωμένος.

Νεότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Οστρογοτθικός Στρατός δεν μπορούσε να ξεπερνά τους 30.000 άντρες. Η αλήθεια μάλλον θα πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση. Ακόμα όμως και αν ο Ουιτίγης είχε στη διάθεσή του 30.000 μόνο άντρες, υπερείχε του Βελισαρίου σε αναλογία 6 προς 1! Ο Βελισάριος είχε ήδη οργανώσει την άμυνα της «Αιώνιας Πόλης», και αποφάσισε να περιμένει τους Γότθους εκεί, καθώς οι δυνάμεις του δεν ήταν επαρκείς για να επιχειρήσει κατά παράταξη μάχη.

Ένα πρωινό, ο στρατηγός, συνδεόμενος από 1.000 βουκελάριους, εξήλθε των τειχών της Ρώμης για να κατοπτεύσει τον χώρο και τις κινήσεις του εχθρού. Αμέσως επιτέθηκαν εναντίον τους πολυάριθμα γοτθικά αποσπάσματα.

Οι Γότθοι μαχητές αναγνώρισαν τον στρατηγό από το περήφανο άτι που ίππευε και προσπάθησαν να το πλήξουν με μαζικές βολές ακοντίων. Δεν κατόρθωσαν όμως να τον βλάψουν και, σα να μην έφτανε αυτό, οι βουκελάριοι τους επιτέθηκαν και τους έτρεψαν σε φυγή.

Τότε εισήλθε στη μάχη και μια μονάδα γοτθικού πεζικού, η οποία όμως τράπηκε με τη σειρά της σε φυγή από τους αποφασισμένους βουκελάριους.

Οι εχθροί όμως ήταν πολλοί και ο Βελισάριος με τους άντρες του κατέφυγαν σε παρακείμενο λόφο, αδυνατώντας να εισέλθουν εντός της πόλης. Χρειάστηκε και νέα επίθεση των ηρωικών βουκελάριων για να διασπαστεί ο εχθρικός κλοιός και να επιτευχθεί η είσοδος του αποσπάσματος στην πόλη.

Μετά το επεισόδιο αυτό, οι Γότθοι άρχισαν τακτική πολιορκία της Ρώμης. Δύο φορές ο Βελισάριος προσπάθησε με τις μικρές δυνάμεις που διέθετε να αντιπαραταχθεί στους Γότθους.

Την πρώτη ηττήθηκε. Τη δεύτερη νίκησε και κατόρθωσε να αποστείλει αποσπάσματα του στρατού του στα νώτα των εχθρών, αποκόπτοντας τις γραμμές των συγκοινωνιών τους.

Μπροστά στις εξελίξεις αυτές, ο Ουιτίγης διέλυσε την πολιορκία και οπισθοχώρησε κινούμενος προς τα βόρεια, την ώρα που ο Βελισάριος κατέκοπτε την οπισθοφυλακή του. Η πρωτοβουλία των κινήσεων είχε πλέον περιέλθει στους Βυζαντινούς.

Μάταια ο Ουιτίγης προσπάθησε να κυριεύσει την πόλη Αριμίνιο. Η βυζαντινή φρουρά πυρπόλησε τις πολεμικές του μηχανές και τον εξανάγκασε σε νέα υποχώρηση στην πρωτεύουσά του Ραβέννα. Εκεί τελικά παραδόθηκε, ύστερα από την πυρπόληση των αποθηκών τροφίμων της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ουιτίγης είχε προσπαθήσει να δελεάσει τον μεγάλο του αντίπαλο, προσφέροντάς του τη μισή Ιταλία και το στέμμα της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ο Βελισάριος όμως δεν πρόδωσε τον Ιουστινιανό.

Μετά την παράδοση του Ουιτίγη (540 μ.Χ.) και τη μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη, ο πόλεμος στην Ιταλία θεωρητικά είχε τελειώσει.

Τόσο οι Γότθοι, όσο και οι Φράγκοι, οι Γεπίδες και οι Βουργουνδοί σύμμαχοί τους είχαν όμως αντίθετη άποψη.

Οι Φράγκοι είχαν ήδη εισβάλει στην Ιταλία –ως σύμμαχοι των Οστρογότθων ομοφύλων τους– και είχαν καταλάβει το Μιλάνο.

Οι Γεπίδες σύμμαχοί τους είχαν καταλάβει το Σίρμιο της Δαλματίας, οι Κουτριγούροι επέδραμαν κατά της αυτοκρατορίας στο μέτωπο του Δούναβη και οι Πέρσες είχαν εισβάλει στις βυζαντινές ανατολικές επαρχίες. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη για την αυτοκρατορία, η οποία απειλούνταν από παντού. Στο μεταξύ ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία για να αναλάβει τον αγώνα κατά των Περσών.

Η ανάκλησή του πάντως οφείλεται και στον φόβο του Ιουστινιανού για την πίστη του μεγάλου στρατηγού. Η διοίκηση των βυζαντινών στρατευμάτων στην Ιταλία ανατέθηκε τώρα σε 11 στρατηγούς!

Έτσι, όταν σε λίγο οι Οστρογότθοι επαναστάτησαν και ανακήρυξαν βασιλιά τους τον Τοτίλα, ο Βυζαντινός Στρατός έσπευσε να τους αντιμετωπίσει, καθοδηγούμενος από 11 διαφορετικούς στρατηγούς, οι οποίοι εξέφραζαν 11 διαφορετικές γνώμες.

Η πρώτη μάχη του επαναλαμβανόμενου πολέμου δόθηκε στην περιοχή της Φεβεντίας (542 μ.Χ.). Οι Βυζαντινοί διέθεταν υπερδιπλάσιες δυνάμεις από τους Γότθους – 12.300 Βυζαντινοί έναντι 5.300 Γότθων.

Ηττήθηκαν όμως κατά κράτος και διαλύθηκαν. Ακολούθησε νέα νίκη του Τοτίλα στο Μουγκέλο. Ολόκληρη η βόρεια Ιταλία βρισκόταν και πάλι υπό την εξουσία των Γότθων.

Το έργο του Βελισάριου κινδύνευε να ανατραπεί. Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο ο Βελισάριος ξαναστάλθηκε στην Ιταλία ( 544 μ.Χ.), διαθέτοντας όμως 4.000 μόλις άντρες. Φυσικά με τις μικρές αυτές δυνάμεις ο Βελισάριος λίγα μπορούσε να πράξει. Αν και προσπάθησε, δεν κατόρθωσε ούτε τη Ρώμη, που πολιορκήθηκε ξανά, να σώσει, ούτε την κατάληψη της νότιας Ιταλίας να αποτρέψει. Το 546 η Ρώμη έπεσε στα χέρια των Γότθων.

Ακολούθησε το Ρήγιο, ο Τάραντας, και τελικά και η Σικελία. Ολόκληρη η Ιταλία ήταν και πάλι στα χέρια των βαρβάρων. Ο Ιουστινιανός, μπροστά σε αυτή την άνευ προηγουμένου καταστροφή, ανέθεσε στον εξάδελφο Γερμανό την αποστολή ανακατάληψης της Ιταλίας. Ο Γερμανός όμως πέθανε αιφνιδίως.

Έτσι η εντολή δόθηκε στον αρμενικής καταγωγής στρατηγό Ναρσή. Ο Ιταλικός Πόλεμος εισερχόταν στην τελική φάση του. Στο μεταξύ, ο δραστήριος Τοτίλας είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει στόλο με τον οποίο κυριαρχούσε στην Αδριατική. Κατέλαβε μάλιστα και την Κέρκυρα.

Το μοναδικό αγκάθι που παρέμενε στο πλευρό των Γότθων ήταν η Ανκόνα, το μεγάλο λιμάνι της Αδριατικής, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο των Βυζαντινών για να ανακαταλάβουν την ιταλική χερσόνησο.

Οι Γότθοι πολιόρκησαν την πόλη από στεριά και θάλασσα. Επενέβη όμως ο βυζαντινός στόλος (50 πλοία), ο οποίος κατανίκησε τον αντίστοιχο γοτθικό (47 πλοία). Έτσι οι Γότθοι αποχαιρέτησαν το όνειρο της θαλάσσιας κυριαρχίας στην Αδριατική και περιορίστηκαν στην από ξηράς άμυνα των ιταλικών τους κτήσεων.

Την άνοιξη του 552, ο Ναρσής κινήθηκε επικεφαλής ισχυρού στρατού κατά της Ιταλίας. Οι Γότθοι ανέμεναν τη βυζαντινή επίθεση. Την ανέμεναν όμως από τη θάλασσα. Ο Ναρσής διέψευσε τις προσδοκίες τους και κινήθηκε από την επαρχία του Ιλλυρικού προς τη βόρεια Ιταλία.

Ο βασιλιάς των Οστρογότθων, ο Τοτίλας, δεν κατόρθωσε να προβλέψει τις κινήσεις του Ναρσή, ούτε να ανακόψει την πορεία του. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, ο Ναρσής είχε φτάσει στη Ραβέννα.

Χωρίς να ανακόψει τον ρυθμό κίνησής του, ο Ναρσής βάδισε προς τη Ρώμη. Οι Γότθοι έπρεπε να πολεμήσουν για την κατοχή της.

Ο Τοτίλας συγκέντρωσε τις δυνάμεις του κοντά στο χωριό Ταγίνες – στο σημερινό Γκουάλντο Ταντίνο. Η περιοχή ήταν κατάλληλη για το ιππικό του. Εκεί θα ανέμενε τον στρατό του Ναρσή για να τον καταστρέψει.

Σε λίγο έφτασε στη περιοχή και ο Βυζαντινός Στρατός, ενισχυμένος με διάφορα «εθνικά» αποσπάσματα Ούννων, Ερούλων, Περσών, καθώς και από 5.500 Λογγοβάρδους μισθοφόρους.

Η συνολική δύναμη της βυζαντινής στρατιάς πλησίαζε τους 29.000 άντρες. Απέναντί τους, οι Οστρογότθοι ήταν λιγότεροι – περίπου 18-20.000 άντρες. Από αυτούς όμως οι 12.000 ήταν βαριά οπλισμένοι ιππείς.

Οι ιππείς αυτοί θα σχημάτιζαν έναν τεράστιο «κριό», ο οποίος θα τράνταζε συθέμελα το βυζαντινό μέτωπο. Στο άκρο αριστερό της βυζαντινής διάταξης υπήρχε ένας μικρός λοφίσκος. Για την κατοχή αυτού του εδαφικού ερείσματος διεξήχθησαν οι πρώτες συγκρούσεις.

Οι Βυζαντινοί είχαν υπό την κατοχή τους τον λόφο. Ο Ναρσής είχε τοποθετήσει εκεί ως φρουρά 50 σκουτάτους. Ο Τοτίλας εποφθαλμιούσε τον λόφο. Αν τον καταλάμβανε, θα ήταν σε θέση να πλαγιοκοπήσει τον Βυζαντινό Στρατό από το αριστερό του κέρας και να τον συντρίψει.

Εναντίον της μικρής φρουράς, ο Γότθος ηγεμόνας απέστειλε σημαντικό αριθμό από τους περίφημους ιππείς του.

Οι λιγοστοί όμως Βυζαντινοί σκουτάτοι σχημάτισαν «φούλκον» και ανάγκασαν τους Γότθους να σταματήσουν την επίθεση. Οι τοξότες μάλιστα των λοχαγιών, οι οποίοι είχαν καλυφθεί πίσω από τις ασπίδες των σκουτάτων, σκότωσαν αρκετούς Γότθους με τα βέλη τους και ανάγκασαν τους άντρες του Τοτίλα να υποχωρήσουν.

Ακολούθησαν αρκετές μέρες με σχετική ησυχία. Και οι δύο αντίπαλοι προετοιμάζονταν για την καθοριστική σύγκρουση.

Όταν αφίχθησαν ορισμένες ενισχύσεις στο γοτθικό στρατόπεδο, ο Τοτίλας έκρινε πως είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή για να αναμετρηθεί με τους Βυζαντινούς.

Αφού εκφώνησε θερμό λόγο στους άντρες του, ο Γότθος ηγέτης ίππευσε το άλογό του και έλαβε θέση μαζί με τους προμάχους του στην εμπροσθοφυλακή.

Ο Γοτθικός Στράτος τάχθηκε σε δύο γραμμές μάχης. Στην πρώτη τάχθηκε το ιππικό –εξ ολοκλήρου ιππικό κρούσης– και στη δεύτερη τάχθηκαν οι δορυφόροι και οι τοξότες πεζοί.

Το σχέδιο του Τοτίλα προέβλεπε συγκεντρωτική επίθεση και των δύο γραμμών του κατά του βυζαντινού κέντρου, προς διάσπαση και ανατροπή του.

Το γοτθικό ιππικό και το πεζικό θα ενεργούσαν επί του ιδίου άξονα επίθεσης, ως πρώτο και δεύτερο κλιμάκιο αντίστοιχα.

Το σχέδιο του Τοτίλα ήταν πολύ φιλόδοξο και στηριζόταν στη βεβαιότητα ότι το βυζαντινό κέντρο δεν θα άντεχε στην έφοδο του επίλεκτου ιππικού του.

Με αυτό το σκεπτικό, ο Γότθος ηγεμόνας δεν τήρησε την παραμικρή εφεδρεία και δεν σύστησε γραμμές πλαγιοφυλακών. Ήταν το μοιραίο του λάθος. Βλέποντας τον εχθρό να λαμβάνει διάταξη μάχης, ο Ναρσής αντιλήφθηκε το λάθος αυτό. Αν το βυζαντινό κέντρο άντεχε την εχθρική έφοδο, τότε η υπεροχή του στρατού σε άντρες θα του επέτρεπε να επιτύχει διπλή υπερκέραση του αντίπαλου στρατού και εξολόθρευσή του. Για τον σκοπό αυτό ενίσχυσε ιδιαίτερα το κέντρο του, στο οποίο έταξε 5.500 Λογγοβάρδους αφιππευμένους ιππείς, 4.000 Έρουλους αφιππευμένους ιππείς και 4.000 Βυζαντινούς σκουτάτους.

Οι Λογγοβάρδοι και οι Έρουλοι τάχθηκαν ως δορυφόροι σε πυκνές γραμμές, ώστε να είναι σε θέση να αντέξουν το βάρος της εχθρικής κρούσης. Στα πλευρά της φάλαγγας του πεζικού τάχθηκαν 6.000 ιππείς, εκ των οποίων οι 600 ήταν Ούννοι, οι 500 Πέρσες –λιποτάκτες του Περσικού Στρατού– και οι υπόλοιποι Βυζαντινοί. Άλλοι 1.500 Βυζαντινοί καβαλάριοι τάχθηκαν στο άκρο αριστερό, ως ενέδρα, με αποστολή να επιπέσουν στο πλευρό των Γότθων ιππέων, όταν αυτοί θα είχαν εμπλακεί σε μάχη με το βυζαντινό πεζικό στο κέντρο.

Εκατέρωθεν των κυρίων σωμάτων ιππικού τάχθηκαν 8.000 Βυζαντινοί τοξότες – 4.000 σε κάθε πλευρό. Αποστολή τους ήταν η κατατόξευση των πλευρικών τμημάτων της γοτθικής σφήνας ιππικού.

Η βυζαντινή παράταξη σχημάτιζε ημικύκλιο. Σύμφωνα όμως με τον Sir Charles Oman, oι Βυζαντινοί τοξότες είχαν ταχθεί μπροστά από το φίλιο ιππικό και όχι στα πλευρά του.

Η θεώρηση αυτή δεν πρέπει να ευσταθεί. Αν οι τοξότες είχαν ταχθεί μπροστά από το ιππικό ήταν πολύ πιθανό να δέχονταν εκείνοι τη γοτθική έφοδο, ώστε να διασπαστούν, να τραπούν σε φυγή και να αναμειχθούν με το φίλιο ιππικό προκαλώντας αταξία ή, ακόμα χειρότερα, να το παρασύρουν σε φυγή μαζί τους.

Το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν οι τοξότες επιτυχώς τη γοτθική έφοδο ακάλυπτοι από δορυφόρους και χωρίς οχυρωματικά έργα ήταν απίθανο.

Ο Ναρσής, γνωρίζοντας ασφαλώς την αδυναμία των τοξοτών του, μάλλον θα ήταν δύσκολο να διακινδυνεύσει την επιτυχή έκβαση της μάχης, τοποθετώντας τους μπροστά από το ιππικό του. Άλλωστε, αν είχε πράξει κάτι τέτοιο, θα περιόριζε την ευκινησία του ιππικού, αρετή στην οποία στηριζόταν η επιτυχία του στις μάχες.

Αντίθετα η τοποθέτηση των τοξοτών στις εξωτερικές πτέρυγες των τμημάτων του ιππικού εξασφάλιζε σειρά πλεονεκτημάτων στον Βυζαντινό στρατηγό.

Πρώτον, ακόμα και αν ένα ή και τα δύο σώματα τοξοτών συντρίβονταν από τους Γότθους, το γεγονός δεν θα επηρέαζε την εξέλιξη της μάχης και, δεύτερον, από μια τέτοια θέση θα μπορούσαν να συνεισφέρουν περισσότερο στην καταστροφή του εχθρού. Παραμένει ωστόσο μυστήριο το γιατί ο Τοτίλας, εφόσον είδε τη διάταξη των Βυζαντινών, δεν άλλαξε το σχέδιο μάχης του. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί έχει σχέση με την υπερβολική σιγουριά του όσον αφορά τις ικανότητες του ιππικού του.

Οι δύο στρατοί στέκονταν τώρα αντιμέτωποι χωρίς να εκδηλώνεται η παραμικρή κίνηση από καμία πλευρά. Τότε ένας ιππέας κάλπασε μακριά από τον Γοτθικό Στρατό και προκάλεσε σε μονομαχία όποιον Βυζαντινό «εβούλετο».

Η πρόκληση απαντήθηκε, και σε λίγο ο ιππέας του Τοτίλα ήταν νεκρός στο χώμα. Ύστερα από το συμβάν, οι Γότθοι διέλυσαν την παράταξή τους και άρχισαν να γευματίζουν. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι Βυζαντινοί.

Πριν καλά-καλά ολοκληρώσουν όμως το γεύμα τους, οι Γότθοι ήταν και πάλι έτοιμοι για μάχη. Προφανώς, ο Τοτίλας προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον Ναρσή. Σε λίγα λεπτά όμως οι Βυζαντινοί είχαν πάρει τα όπλα τους και τον ανέμεναν.

Η επίθεση δεν άργησε να εκδηλωθεί. Χιλιάδες επίλεκτοι Γότθοι ιππείς εξόρμησαν κραυγάζοντας τις φοβερές πολεμικές τους ιαχές. Το έδαφος άρχισε να σείεται κάτω από τα πόδια των Βυζαντινών, καθώς ένα σμήνος ιππέων πλησίαζε τις γραμμές τους. Με το σήμα του Ναρσή, οι Βυζαντινοί τοξότες άρχισαν το έργο τους. Τα βέλη άφηναν τις χορδές με έναν οξύ, θανατηφόρο συριγμό. Σε κάθε «ομοβροντία», ο ουρανός σκοτείνιαζε από τα χιλιάδες βέλη που έσκιζαν τη σάρκα του.

Οι Γότθοι, βαλλόμενοι από παντού, κατόρθωσαν να πλησιάσουν στις θέσεις των δορυφόρων πεζών, οι οποίοι συγκροτούσαν το κέντρο.

Μικρή όμως μόνο εντύπωση προκάλεσαν στους αποφασισμένους πεζούς. Η επίθεσή τους αποκρούστηκε με μεγάλες απώλειες. Αν και ήδη ήταν καταφανέστατη η αποτυχία του σχεδίου του, ο Τοτίλας συνέχισε τις άκαρπες και ιδιαίτερα αιματηρές για τον στρατό του επιθέσεις, ώσπου ο Ναρσής έδωσε το σήμα, και το ενεδρεύον ιππικό του εξόρμησε κατά του πλευρού των εξαντλημένων Γότθων.

Το άλλοτε περήφανο Γοτθικό ιππικό είχε τώρα μεταμορφωθεί σε μια «μάζα» ιππέων, ευρισκομένων σε πλήρη σύγχυση, που βάλλονταν και από τις δύο πλευρές και δέχονταν την εχθρική έφοδο στα νώτα σχεδόν.

Αμέσως ο Ναρσής διέταξε γενική αντεπίθεση. Οι Γότθοι δεν άντεξαν.

Έστρεψαν τα νώτα στους αντιπάλους τους και τράπηκαν όπως μπορούσαν σε άτακτη φυγή, διωκόμενοι από τους Βυζαντινούς ιππείς.

Σε αυτήν ακριβώς τη φάση της μάχης ήταν που οι Γότθοι υπέστησαν τις βαρύτερες τους απώλειες. Τα βέλη των βουκελάριων, των Ούννων και των καβαλαρίων τούς θέριζαν κυριολεκτικά. Ανάμεσα στα 8.000 θύματα του Γοτθικού Στρατού ήταν και ο Τοτίλας. Δύο ιστορίες σχετικά με τον θάνατό του έχουν διασωθεί.

Η πρώτη αναφέρει ότι ο Τοτίλας βρήκε τον θάνατο κατά την υποχώρηση από βέλος Βυζαντινού ιππέα. Η δεύτερη είναι παρεμφερής και αναφέρει ότι ο Τοτίλας πληγώθηκε από βέλος κατά τη διάρκεια της μάχης και πέθανε από το τραύμα του λίγες ημέρες αργότερα. Η νίκη του Ναρσή ήταν πλήρης και σχεδόν ανέξοδη σε αίμα.

Οι Γότθοι πάντως, παρά τη συντριπτική τους ήττα, δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα. Ανακήρυξαν βασιλιά τους τον υπαρχηγό του Τοτίλα, Τεία, και άρχισαν να συγκεντρώνουν εκ νέου δυνάμεις. Στο μεταξύ ο Ναρσής ανακατέλαβε τη Ρώμη και βάδισε κατά της Κύμης, της οχυρής πόλης της Καμπανίας, στην οποία φυλάσσονταν οι γοτθικοί θησαυροί. Προς ενίσχυση της φρουράς της Κύμης, έσπευσε φυσικά και ο Τείας, ώστε να προστατεύσει τους θησαυρούς του – χωρίς χρήματα δεν θα ήταν δυνατό να συνεχίσει επί μακρόν τις επιχειρήσεις.

Ο Ναρσής είχε φτάσει πρώτος στην Κύμη και είχε αρχίσει να την πολιορκεί. Σε λίγες μέρες έφτασε και ο Γοτθικός Στρατός στην περιοχή. Επιχειρώντας να άρουν την πολιορκία της πόλης, οι Γότθοι συγκρούονταν καθημερινά με τους Βυζαντινούς.

Τους δύο στρατούς χώριζε ο μικρός ποταμός Δράκοντας. Οι Γότθοι είχαν κατασκευάσει γέφυρα επί του ποταμού, την οποία είχαν οχυρώσει με ξύλινους πύργους και πολεμικές μηχανές.

Μέσω της γέφυρας αυτής, περνούσαν στην ελεγχόμενη από τους Βυζαντινούς όχθη και αψιμαχούσαν μαζί τους. Οι Γότθοι είχαν στα νώτα τους τη θάλασσα.

Έτσι ανεφοδιάζονταν από Μοίρα του στόλου τους. Σύντομα όμως η δυνατότητά τους αυτή εξαλείφθηκε. Ορισμένοι αναφέρουν ότι η γοτθική Μοίρα αυτοδιαλύθηκε όταν ο Ναρσής δωροδόκησε τον επικεφαλής της. Άλλοι πάλι κάνουν λόγο για διάλυσή της από το βυζαντινό ναυτικό. Ό,τι και αν συνέβη πάντως, το αποτέλεσμα ήταν η διακοπή του εφοδιασμού του Γοτθικού Στρατού με τις ανάλογες συνέπειες.

Ο Τείας αναγκάστηκε κατόπιν αυτού να αποσύρει τον στρατό και να στρατοπεδεύσει στις υπώρειες του όρους Γάλακτος (Lactarius). Αποκλεισμένος εκεί, ο Γοτθικός Στρατός άρχισε να λιμοκτονεί. Έτσι ο Τείας αναγκάστηκε να εξαπολύσει αιφνιδιαστική επίθεση κατά των αντιπάλων, φιλοδοξώντας να εξέλθει από την παγίδα στην οποία τον είχε παρασύρει η τυφλή του τόλμη. Η πρώτη επίθεση των Γότθων αποκρούστηκε.

Ακολούθησε και δεύτερη, η οποία αποκρούστηκε επίσης. Ύστερα από τις αποτυχημένες εφόδους, στις οποίες έπεσε και ο Τείας, οι Γότθοι άρχοντες αναγκάστηκαν να ζητήσουν συνθηκολόγηση (553 μ.Χ.). Τελικά επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, βάσει της οποίας οι Οστρογότθοι υπόσχονταν να αποχωρήσουν από την Ιταλία.

Αρκετοί τήρησαν την υπόσχεσή τους. Άλλοι πάλι κινήθηκαν βόρεια και εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ιταλία. Συνέχισαν ωστόσο να δημιουργούν προβλήματα στον Ναρσή.

Παρά τις νίκες του Βυζαντινού Στρατού, η ειρήνη δεν έμελλε να επικρατήσει ακόμα στην Ιταλία. Οι ηττημένοι Γότθοι βρήκαν έναν αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο του Φράγκου βασιλιά Θεοδεβάλδου. Αυτός ο βασιλιάς της Μεροβίγιας δυναστείας απέστειλε σημαντική βοήθεια στους Γότθους ομοφύλους του.

Ένας στρατός 75.000 Φράγκων, Αλαμανών, Θουρίγγιων και άλλων Γερμανών, υπό τους δούκες Λοθάριο και Βουτελίνο, διέσχισαν τον Πάδο και κινήθηκαν προς την κάτω Ιταλία. Ο Ναρσής εκείνη την περίοδο (553 μ.Χ.) βρισκόταν ακόμα στη νότια Ιταλία. Στο άκουσμα όμως της είδησης της φραγκικής εισβολής κινήθηκε ταχύτατα, επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων προς την περιοχή.

Ο χειμώνας όμως του 554 μ.Χ. αποδείχτηκε ιδιαίτερα δριμύς. Έτσι οι επιχειρήσεις διακόπηκαν και οι δύο στρατοί διαχείμασαν στις περιοχές που κατείχαν. Την άνοιξη του 555 μ.Χ., οι επιχειρήσεις επαναλήφθηκαν.

Οι Φράγκοι χώρισαν τις δυνάμεις τους. Οι δυνάμεις του Λοθάριου κινήθηκαν προς Βορρά, προσπαθώντας να γυρίσουν στην πατρίδα αφού μαστίζονταν από επιδημική ασθένεια, ενώ οι δυνάμεις του Βουτελίνου, ευρισκόμενες σε καλύτερη κατάσταση, κινήθηκαν νότια για να κατακτήσουν την Ιταλία.

Η εμπροσθοφυλακή της στρατιάς του Λοθάριου έπεσε τελικά σε βυζαντινή ενέδρα και διαλύθηκε.

Ελάχιστα μόνο υπολείμματα της στρατιάς αυτής έφτασαν στις φραγκικές χώρες. Ο ίδιος ο Λοθάριος πέθανε από ασθένεια.

Ο Βουτελίνος όμως συνέχισε την πορεία του επί ιταλικού εδάφους. Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην περιοχή της Καμπανίας κοντά στην πόλη Καπύη, στην τοποθεσία Κασίλινουμ. Ο Βουτελίνος επιθυμούσε να επισπεύσει τη σύγκρουση γιατί και ο δικός του στρατός μαστιζόταν τώρα από επιδημία.

Υπερείχε άλλωστε και αριθμητικά. Σύμφωνα με τον Αγαθία, ο Φραγκικός Στρατός διέθετε περί τους 30.000 άντρες, πεζούς στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Απέναντί τους ο Ναρσής δεν διέθετε περισσότερους από 18.000 στρατιώτες.

Ο Βουτελίνος έταξε τους άντρες του σε τρεις τεράστιες σφήνες, με μεγάλο βάθος. Πρόθεσή του ήταν να διασπάσει το βυζαντινό κέντρο. Για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή, ο Ναρσής σχημάτισε το κέντρο του από τμήματα βαρέως πεζικού, με βαριά θωρακισμένους «προμάχους» στην πρώτη γραμμή. Η βυζαντινή φάλαγγα ήταν ενισχυμένη στα άκρα της, όπως περίπου η αθηναϊκή οπλιτική φάλαγγα στη μάχη του Μαραθώνα.

Πίσω από το βαρύ πεζικό τάχθηκαν σώματα τοξοτών για να υποστηρίζουν το βαρύ πεζικό με υπερκείμενα πυρά. Πίσω από το πεζικό τάχθηκε ένα τμήμα ιππικού.

Άλλοι 3.000 ιππείς τάχθηκαν στο δεξιό, με επικεφαλής τον ίδιο τον Ναρσή. Στο αριστερό τάχθηκαν 1.500 ιππείς. Άλλοι 2.000 ιππείς τάχθηκαν σε ενέδρα, πίσω από το δεξιό πλευρό των Φράγκων, καλυμμένοι από δάσος.

Η μάχη άρχισε με ορμητική επίθεση του φραγκικού πεζικού κατά του βυζαντινού κέντρου.

Αυτή τη φορά όμως οι βάρβαροι κατόρθωσαν να επιτύχουν ρήγμα στο βυζαντινό μέτωπο. Η την κατάλληλη στιγμή εμπλοκή των εφεδρειών όμως έφραξε το ρήγμα. Ακολούθησε γενική αντεπίθεση του βυζαντινού ιππικού. Οι Φράγκοι σχεδόν περικυκλώθηκαν, και κυριολεκτικά αφανίστηκαν. Οι πηγές αναφέρουν ότι από τους 30.000 άντρες του Βουτελίνου, μόνο πέντε επέστρεψαν στην πατρίδα τους!

Ύστερα από την επιτυχία αυτή, η Ιταλία έγινε επιτέλους βυζαντινή επαρχία. Ωστόσο ένας Γότθος αρχηγός, ο Ράγναρης ή Γάγναρης, συγκέντρωσε 7.000 άντρες και επαναστάτησε κατά των Βυζαντινών.

Σύντομα όμως η επανάσταση αυτή καταπνίγηκε από τον Ναρσή. Τελικά ο πόλεμος έληξε οριστικά το 561 μ.Χ., ύστερα από την καταστολή και νέας επανάστασης των Γότθων, σε συνεργασία με τους Φράγκους.

Ύστερα από 28 έτη σκληρού αγώνα, η Ιταλία ήταν και πάλι βυζαντινή. Πρώτος διοικητής (Έξαρχος) της επαρχίας διορίστηκε δικαιωματικά ο Ναρσής. Σύντομα πάντως το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας θα χανόταν και πάλι για τους Βυζαντινούς από την εισβολή των Λογγοβάρδων στη χώρα.

Η αυτοκρατορία ωστόσο διατήρησε κτήσεις στην Κάτω Ιταλία έως τον 12ο αιώνα μ.Χ. Στα χωριά της Σικελίας και της Καλαβρίας άλλωστε ακόμα οι «Γκρεκάνοι» κάτοικοί τους μιλούν κάποια Ελληνική διάλεκτο.

Ο Αριστοτέλης, η φιλία και η έννοια της αυτάρκειας

Συνεχίζοντας τη διερεύνηση της φιλίας ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με το ζήτημα της αυτάρκειας: «Το επόμενο θέμα μας είναι η αυτάρκεια και ο αυτάρκης: μήπως ο αυτάρκης χρειάζεται δίπλα σε όλα τα άλλα και τη φιλία, ή δεν τη χρειάζεται, οπότε η αυτάρκειά του, του ιδίου για τον εαυτό του, το καλύπτει και αυτό;» (1212b 15.1).

Κι όχι μόνο: «Άραγε ένας άνθρωπος που έχει όλα τα αγαθά και είναι αυτάρκης, χρειάζεται δίπλα σε τούτα και τη φιλία; Μήπως τότε είναι που κατεξοχήν τη χρειάζεται; Γιατί ποιον θα ευεργετήσει και με ποιον θα μοιραστεί τη ζωή του; (1212b 15.1).

Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «Αν, λοιπόν, τα θέλει αυτά τα δύο, και αν αυτά είναι πράγματα που προϋποθέτουν οπωσδήποτε τη φιλία, τότε ο αυτάρκης, δίπλα σε όλα τα άλλα, θα χρειαστεί και τη φιλία» (1212b 15.2).

Προσπαθώντας να τεκμηριώσει την παραπάνω άποψη ο Αριστοτέλης θα ξεκαθαρίσει ότι δεν πρέπει (όπως εσφαλμένα κάνουν πολλοί) να τίθεται ο θεός ως κάτι ανάλογο με την ανθρώπινη συμπεριφορά: «Είναι συνηθισμένο και λέγεται συχνά πως για το ζήτημα αυτό χρήσιμη αναλογία αποτελούν τα όσα ισχύουν με το θεό· αλλά ούτε και στην περίπτωση του θεού είναι τούτα τα λεγόμενα ορθά ούτε και στην περίπτωσή μας χρήσιμα» (1212b 15.3 και 15.4).

Για να εξηγήσει: «Όντως λέγονται κάποιοι τέτοιοι ισχυρισμοί για το θεό: αφού ο θεός έχει όλα τα αγαθά και είναι αυτάρκης, τι θα κάνει; Στα σίγουρα δε θα κάτσει να κοιμάται. Θα προβεί –συνεχίζει το επιχείρημα– σε κάποια θεωρητική ενατένιση (αυτή είναι το αποκορύφωμα του κάλους, ό,τι πιο οικείο στο θεό)· σε τι, λοιπόν, θα στρέψει τη θεωρητική του ενατένιση;» (1212b 15.4 και 1213a 15.4).

Ο προβληματισμός σχετικά με το τι μπορεί να απασχολεί τις θεωρητικές αναζητήσεις του θεού καταδεικνύει την καθαρά ανθρωποκεντρική θρησκευτικότητα της εποχής, δηλαδή την προσπάθεια των ανθρώπων να ερμηνεύσουν τους θεούς σύμφωνα με τον εαυτό τους. Ο σύγχρονος θεός, από θέση αρχής, δεν έχει καμία σχέση με τα ανθρώπινα και ένας τέτοιος προβληματισμός αποτελεί προσβολή, αφού μόνο υποτιμητικά μπορεί να λειτουργήσει.

Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι και στα αρχαία χρόνια δεν υπήρχαν κατηγορητήρια και καταδίκες για λόγους θρησκευτικούς. Η κατηγορία της ασέβειας ήταν συχνή (θα τη γνωρίσει και ο Αριστοτέλης και θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από την Αθήνα), αλλά συνήθως ήταν το πρόσχημα για να συγκαλυφθούν οι (πραγματικοί) πολιτικοί λόγοι των διώξεων. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει σαφώς ότι αυτού του είδους οι προβληματισμοί αποτελούν επιχειρηματολογία (συλλογιστική) άλλων κι όχι δική του.

Και θα συνεχίσει: «εάν τη στρέψει» (εννοείται ο θεός τη θεωρητική του ενατένιση) «σε κάτι πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό, αυτό θα είναι ανώτερό του. Αλλά έτσι, λέει το επιχείρημα, προκύπτει άτοπο: δεν υπάρχει κάτι πέρα από τον θεό, ανώτερο από αυτόν» (1212a 15.4).

Η υπόθεση ότι ο θεός σκέφτεται κάτι ανώτερο από τον ίδιο είναι προφανώς παράλογη: «Δεν απομένει παρά να στρέψει τη θεωρητική του ενατένιση στον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά και τούτο άτοπο είναι πάλι· αφού και ο άνθρωπος που τυχόν στρέφει όλη του την προσοχή στον ίδιο του τον εαυτό, κερδίζει την επίκρισή μας και τον λέμε αναίσθητο. Πάλι σε άτοπο βγάζει ο αρχικός ισχυρισμός: ο θεός δε θα στρέψει τη θεωρητική του ενατένιση στον ίδιο του τον εαυτό» (1213a 15.4).

Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια να αναζητηθούν οι θεωρητικές επιδιώξεις του θεού κρίνεται αδιέξοδη. Ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφέρεται να δώσει απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, αλλά να καταδείξει του ανούσιο της διερεύνησής του. Αυτό που έχει σημασία είναι ο άνθρωπος: «Το πού θα στρέψει ο θεός τη θεωρητική του ενατένιση, ας το αφήσουμε καλύτερα· το θέμα μας δεν είναι η θεϊκή αυτάρκεια αλλά η ανθρώπινη· άραγε ο αυτάρκης θα χρειαστεί ή δε θα χρειαστεί τη φιλία;» (1213a 15.5).

Για τον Αριστοτέλη η φιλία είναι ο μόνος δρόμος για την αυτογνωσία: «Με δεδομένα, τώρα, πρώτον ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από την αυτογνωσία (το έχουνε πει και κάποιοι σοφοί) και πιο ηδύ από αυτήν (είναι ηδύ το να γνωρίζεις τον εαυτό σου), και δεύτερον ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε την αυτογνωσία βασισμένοι αποκλειστικά στον εαυτό μας (το ότι δεν μπορούμε οι ίδιοι μόνοι μας να φτάσουμε στη γνώση του εαυτού μας φαίνεται από το εξής: υπάρχουν πράγματα για τα οποία κατηγορούμε τους άλλους, αλλά χωρίς να το συνειδητοποιούμε τα κάνουμε και οι ίδιοι, είτε λόγω εύνοιας είτε λόγω πάθους· η εύνοια και το πάθος συσκοτίζουν την κρίση πολλών από εμάς και μας οδηγούν σε λάθη)» (1213a 15.6-7).

Η σημασία της αυτογνωσίας για την επίτευξη της ψυχικής ισορροπίας, δηλαδή για την κατάκτηση της ευτυχίας, δε χρειάζεται ιδιαίτερες διευκρινίσεις. Στην ουσία πρόκειται για τον τελικό στόχο της ψυχανάλυσης, αφού μόνο η αναγνώριση και η παραδοχή των πιο σκοτεινών σημείων του εαυτού μπορούν να οδηγήσουν στη συμφιλίωση μαζί του.

Οι κακίες, όποια μορφή κι αν έχουν, πριν από όλα υποκρύπτουν την άγνοια του εαυτού –κι ως ένα βαθμό την άρνηση της γνωριμίας του. Δεν είναι εύκολη η αναγνώριση της εσφαλμένης συμπεριφοράς. Δεν είναι εύκολο να διεισδύει κανείς στην προσωπικότητά του φέρνοντας στην επιφάνεια τα πάθη του. Το ξεγύμνωμα του εαυτού είναι επίπονο. Κάποιες φορές είναι αδύνατο να γίνει χωρίς τη βοήθεια ειδικού.

Η συγκάλυψη, η άρνηση παραδοχής των λαθών, η απόπειρα ιδεολογικοποίησης της εσφαλμένης συμπεριφοράς, η επίρριψη των ευθυνών σε άλλους είναι απείρως ευκολότερα. Μόνο που αντί να εξισορροπούν την ψυχή κάνουν ακόμη εντονότερη τη δυσαρμονία της. Επί της ουσίας επιτείνουν τη δυστυχία. Κι επιδεινώνουν τις σχέσεις με τους άλλους.

Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί αυτάρκης. Εν τέλει δεν έχει ούτε τα στοιχειώδη. Οι επιφανειακές σχέσεις, η άγνοια του εαυτού, η διαρκής προσπάθεια να καταπολεμηθεί η δυσαρέσκεια, της οποίας τα αίτια δεν πρέπει ποτέ να έρθουν στο προσκήνιο, συνθέτουν το πορτρέτο της κενότητας, δηλαδή του ασφαλέστερου δρόμου προς τη δυστυχία.

Υπό αυτές τις συνθήκες τα υλικά αγαθά αποτελούν μοναδική διέξοδο για την άντληση ευχαρίστησης. Αποκτούν δηλαδή διαστάσεις σχεδόν υπαρξιακές, αφού όχι μόνο προσφέρουν ηδονή –έστω και πρόσκαιρη– αλλά συγκαλύπτουν και την κενότητα της ύπαρξης που δεν πρέπει να ομολογηθεί. Το πολυτελές σπίτι, το πολυτελές αυτοκίνητο, τα ακριβά ρούχα, ξενοδοχεία κλπ μετατρέπονται σε νόημα ύπαρξης, καθώς (πέρα του ότι δίνουν χαρά) προσδίδουν και κοινωνικό κύρος τοποθετώντας τον εαυτό στο επίπεδο των πετυχημένων.

Κι εδώ δεν προτάσσεται η άρνηση κάθε πολυτέλειας στο όνομα μιας ασκητικής ζωής ή (πολύ περισσότερο) η καταδίκη της οικονομικής άνεσης που επιτρέπει τέτοιες χαρές, αλλά η κενότητα της ύπαρξης που μετατρέπει την πολυτέλεια σε αυτοσκοπό και σε τρόπο επίδειξης και που κατ’ ανάγκη συμπορεύεται με τη ρηχότητα. Το κυνήγι των αξιωμάτων, η χρήση όλων των μέσων για την ανέλιξη κάθε είδους, η επίδειξη του πλούτου, η διαρκής ανάγκη του να είναι κάποιος το επίκεντρο της προσοχής είναι τα στοιχεία που δίνουν στην κενότητα της ύπαρξης πολιτικές διαστάσεις.

Για τους ανθρώπους αυτού του είδους η αναρρίχηση μετατρέπεται σε υπόθεση ζωτικής σημασίας. Φυσικά, δε γίνεται λόγος για την υγιή εκδοχή της φιλοδοξίας που εμπεριέχει την έννοια της προσφοράς ή της δίκαιης αναγνώρισης του μόχθου και της αξίας, αλλά για τη ματαιοδοξία της ύπαρξης που στερείται περιεχομένου και που θέλει να νιώθει υπεροχή ακριβώς για να συγκαλύψει την κενότητά της. Τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων για αναρρίχηση είναι τόσο ισχυρά που τους καθιστούν ανίκητους. Διατίθενται να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο. Ο πραγματικά άξιος δεν έχει καμία τύχη μπροστά τους. Το επίπεδο της αξίας του λειτουργεί αποτρεπτικά. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποσυρθεί.

Η πόλη που δεν έχει τους απαραίτητους νομοθετικούς μηχανισμούς για την προστασία της αξιοκρατίας θα αναδείξει τους ανάξιους με τρόπο σχεδόν νομοτελειακό. Και θα προωθήσει και τα αντίστοιχα πρότυπα ευτυχίας. Η κενότητα της ύπαρξης βρίσκεται στο στοιχείο της. Αυτό που μένει είναι η διαστρέβλωση των εννοιών για να δοθούν και οι απαραίτητες ιδεολογικές διαστάσεις.

Ο ματαιόδοξος παριστάνει το φιλόδοξο, ο ανάξιος υποδύεται τον άξιο, ο αδίστακτος περνιέται για πετυχημένος, το κυνήγι της κατανάλωσης γίνεται κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτό που μένει είναι η θεοποίηση του χρήματος, το επιφανειακό των σχέσεων, ο άκρατος ανταγωνισμός και οι φιλίες της μιας χρήσεως. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ακόμη και ο βλάκας περνιέται για έξυπνος. Η ευτυχία των πολιτών γίνεται ιδιαιτέρως επίφοβη, αφού τίθεται πάνω στις σαθρότερες βάσεις.

Κι όπως οι κενοί περιεχομένου άνθρωποι δεν μπορούν να είναι αυτάρκεις, έτσι και η πόλη που αναδεικνύει τέτοιους ανθρώπους δεν μπορεί (επίσης) να είναι αυτάρκης. Γιατί η κενότητα έχει να κάνει με την έλλειψη, ενώ η αυτάρκεια με την πληρότητα. Η έλλειψη φίλων παραπέμπει στην ανισόρροπη ψυχή που αδυνατεί να συνάψει σχέσεις ουσίας. Από αυτή την άποψη, αποτελεί ξεκάθαρο δείκτη για την ποιότητα της ψυχής. Το ίδιο και η ποιότητα των φίλων. Εκείνος που συνάπτει φιλίες με ανθρώπους χαμηλής ποιότητας προφανώς τέτοιας ποιότητας είναι και ο ίδιος.

Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Όπως, λοιπόν, όταν θέλουμε να δούμε οι ίδιοι το πρόσωπό μας, στρέφουμε το βλέμμα μας μέσα σε ένα κάτοπτρο και το βλέπουμε εκεί, έτσι και όταν θέλουμε να γνωρίσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας, μπορούμε να το κάνουμε στρέφοντας το βλέμμα μας στο φίλο μας· διότι το έχουμε πει: ο φίλος είναι ο άλλος μας εαυτός» (1213a 15.7).

Το αρχικό ερώτημα του κατά πόσο ο υλικά αυτάρκης χρειάζεται και φίλους, ώστε να είναι πλήρως αυτάρκης ή, αντιστρόφως, αν μπορεί να υπάρξει αυτάρκης άνθρωπος χωρίς να έχει φίλους θα απαντηθεί και πάλι με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο: «Αν, συνεπώς, η αυτογνωσία είναι κάτι το ηδύ, και αν αυτή είναι ανέφικτη χωρίς τον φίλο, τότε ο αυτάρκης θα πρέπει να έχει ανάγκη τη φιλία προκειμένου να αποκτήσει αυτογνωσία» (1213a 15.8).

Η αυτογνωσία είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό τόσο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας όσο και για την κατάκτηση της ευτυχίας. Ταυτόχρονα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φιλία. Ο στερούμενος φίλων κρίνεται επίφοβος στο ζήτημα της αυτογνωσίας. Από αυτή την άποψη είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί αυτάρκης.

Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τυπική περίπτωση αριστοτελικής εκδοχής του ορθού λόγου, αφού για να καταδειχθεί η έλλειψη αυτάρκειας γι’ αυτόν που δεν έχει φίλους έπρεπε να βρεθεί εκείνο που θα του έλειπε. Κι αυτό εξυπηρετεί η αναφορά της αυτογνωσίας. Από τη στιγμή που η αυτογνωσία λείπει δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτάρκεια.

Το βέβαιο είναι ότι η κατάδειξη της έλλειψης αυτάρκειας για τον άνθρωπο που δεν έχει φίλους θα μπορούσε να γίνει και με τρόπο λιγότερο τυπικό. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι συμβάλλουν στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας εκπληρώνοντας την υπέρτατη συναισθηματική μοιρασιά. Ο άνθρωπος ως φύσει κοινωνικό ον είναι αδύνατο να νιώσει ευτυχία χωρίς να σχετίζεται με άλλους ανθρώπους.

Κι όσο βαθύτερες γίνονται οι σχέσεις του, τόσο βαθύτερη είναι και η ευτυχία που εισπράττει. Αναγνωρίζοντας αυτό είναι απολύτως σαφές ότι η ευτυχία δεν αφορά μονάχα την εκπλήρωση (αυτάρκεια) των υλικών αναγκών. Από αυτή την άποψη, η έλλειψη φίλων αποτελεί από θέση αρχής απόδειξη της έλλειψης αυτάρκειας ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορεί να υπάρξει αυτάρκεια χωρίς την παρουσία ποιοτικών φίλων.

Την αυτονόητη αυτή αλήθεια ο Αριστοτέλης (ασφαλώς) τη γνωρίζει πολύ καλά. Γι’ αυτό και συμπληρώνει: «Εξάλλου, εφόσον είναι κάτι καλό –και όντως είναι– το να προβαίνει σε ευεργεσίες όποιος τυχόν ευνοήθηκε από την τύχη και κατέχει τα αγαθά που οφείλονται σε αυτή, ποιον θα ευεργετήσει αυτός;» (εννοείται ο άφιλος) «Και με ποιον θα μοιραστεί τη ζωή του; Δεν πρόκειται, βέβαια, να την περάσει μοναχός του· το να έχεις ένα σύντροφο είναι ευχάριστο και αναγκαίο· και, απούσης της φιλίας, αυτά είναι ανέφικτα· άρα ο αυτάρκης, δίπλα σε όλα τα άλλα, χρειάζεται και τη φιλία» (1213a 15.9 και 1213b 15.9).

Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με το αν πρέπει να έχει κανείς πολλούς ή λίγους φίλους: «Ποιο από τα δύο είναι πιο καλό, να έχει κανείς πολλούς φίλους ή λίγους; Με ένα λόγο, δεν πρέπει να έχει κανείς ούτε πολλούς ούτε λίγους φίλους. Διότι, όταν κάποιος έχει πολλούς φίλους, είναι δύσκολο να μοιράσει την αγάπη του σε όλους. Η αιτία: όπως συμβαίνει και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς, αδυνατεί η ασθενής ανθρώπινη φύση μας να απλωθεί σε πολλές κατευθύνσεις. Διότι και στην περίπτωση της όρασης συμβαίνει να μην μπορούμε να δούμε πολύ μακριά, αλλά αν ξεφύγουμε πολύ πέρα από μια σύμμετρη απόσταση, η όραση αμβλύνεται, κι αυτό οφείλεται ακριβώς στην ασθένεια της ανθρώπινης φύσης· το ίδιο συμβαίνει και με την ακοή και με όλες τις άλλες αισθήσεις» (1213b 16.1).

Με τον ίδιο τρόπο που οι αισθήσεις θέτουν όρια στις ανθρώπινες δυνατότητες περιορίζοντάς τες, έτσι τίθενται και όρια στη δυνατότητα της διατήρησης πολλών φίλων. Η ασθενής-αδύναμη ανθρώπινη φύση δεν επιτρέπει την ταυτόχρονη συνέχιση τεράστιου αριθμού από φιλίες: «όταν λόγω της ανθρώπινης ασθένειας αμβλυνθεί η φιλία, δίκαια θα προβεί κανείς σε διάφορες κατηγορίες, και δε θα είναι πια φίλος· η αγάπη του θα είναι μόνο στα λόγια· αλλά αυτό δεν είναι κάτι που ταιριάζει στη φύση της φιλίας» (1213b 16.2).

Κι όχι μόνο αυτό: «Ύστερα, αν έχει κανείς πολλούς φίλους, θα είναι συνέχεια μέσα στη στεναχώρια· πολλοί φίλοι σημαίνει αυξημένες πιθανότητες να παρουσιαστεί σε κάποιον από αυτούς μια αναποδιά της τύχης· και τέτοιες αναποδιές μοιραία φέρνουν στενοχώρια» (1213b 16.3).

Το τελευταίο επιχείρημα δεν κρίνεται πειστικό. Αντιστρέφοντάς το θα έλεγε κανείς ότι οι πολλοί φίλοι θα οδηγούσαν και σε πολλές χαρές (οι άνθρωποι δεν είναι μόνο λύπες) που θα μοιραζότανε κανείς μαζί τους. Μια τέτοια εκδοχή θα λειτουργούσε ενισχυτικά για την πολυφιλία. Όπως και να έχει, η αποφυγή φίλων για να μην υπάρξει στενοχώρια σε περίπτωση που τους τύχουν συμφορές είναι μάλλον παρακινδυνευμένη. Οι φιλίες δε γίνονται με τέτοια κριτήρια. Θα έλεγε κανείς ότι όποιος σκέφτεται έτσι δε θα μπορέσει να κάνει φίλους.

Όμως, ο Αριστοτέλης θα καταδικάσει και το να έχει κανείς ελάχιστους φίλους: «Από την άλλη, δεν είναι καλό να έχει κανείς μόνο ένα ή δύο φίλους, αλλά να ακολουθεί το μέτρο, κατά πώς το θέλει η συγκυρία και η προσωπική του έφεση προς τη φιλία» (1213b 16.3).

Ο μέγας δάσκαλος του μέτρου δε θα μπορούσε να οδηγηθεί σε άλλο συμπέρασμα. Το αδύνατο της διατήρησης πολλών φίλων, λόγω της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που θέτει όλες τις δραστηριότητες μέσα σε όρια (εξ ανάγκης δεν μπορεί κανείς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τεράστιου αριθμού φίλων), δεν πρέπει να υποδείξει την κατεύθυνση των ελάχιστων φίλων. Το κριτήριο είναι το μέτρο και ο χαρακτήρας του καθενός. Όπως σχεδόν σε όλα που έχουν να κάνουν με την ορθότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα