ΔΗ. τοιουτονὶ Θεμιστοκλῆς οὐπώποτ᾽ ἐπενόησεν.
885 καίτοι σοφὸν κἀκεῖν᾽ ὁ Πειραιεύς· ἔμοιγε μέντοι
οὐ μεῖζον εἶναι φαίνετ᾽ ἐξεύρημα τοῦ χιτῶνος.
ΠΑ. οἴμοι τάλας, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις.
ΑΛ. οὔκ, ἀλλ᾽ ὅπερ πίνων ἀνὴρ πέπονθ᾽ ὅταν χεσείῃ,
τοῖσιν τρόποις τοῖς σοῖσιν ὥσπερ βλαυτίοισι χρῶμαι.
890 ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐχ ὑπερβαλεῖ με θωπείαις· ἐγὼ γὰρ αὐτὸν
προσαμφιῶ τοδί· σὺ δ᾽ οἴμωζ᾽, ὦ πόνηρ᾽. ΔΗ. ἰαιβοῖ.
οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ βύρσης κάκιστον ὄζον;
ΑΛ. καὶ τοῦτό ‹γ᾽› ἐπίτηδές σε περιήμπεσχ᾽, ἵνα σ᾽ ἀποπνίξῃ·
καὶ πρότερον ἐπεβούλευσέ σοι. τὸν καυλὸν οἶσθ᾽ ἐκεῖνον
895 τὸν σιλφίου τὸν ἄξιον γενόμενον; ΔΗ. οἶδα μέντοι.
ΑΛ. ἐπίτηδες οὗτος αὐτὸν ἔσπευσ᾽ ἄξιον γενέσθαι,
ἵν᾽ ἐσθίοιτ᾽ ὠνούμενοι, κἄπειτ᾽ ἐν ἡλιαίᾳ
βδέοντες ἀλλήλους ἀποκτείνειαν οἱ δικασταί.
ΔΗ. νὴ τὸν Ποσειδῶ καὶ πρὸς ἐμὲ τοῦτ᾽ εἶπ᾽ ἀνὴρ Κόπρειος.
900 ΑΛ. οὐ γὰρ τόθ᾽ ὑμεῖς βδεόμενοι δήπου ᾽γένεσθε πυρροί;
ΔΗ. καὶ νὴ Δί᾽ ἦν γε τοῦτο Πυρράνδρου τὸ μηχάνημα.
ΠΑ. οἵοισί μ᾽, ὦ πανοῦργε, βωμολοχεύμασιν ταράττεις.
ΑΛ. ἡ γὰρ θεός μ᾽ ἐκέλευε νικῆσαί σ᾽ ἀλαζονείαις.
ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐχὶ νικήσεις. ἐγὼ γάρ φημί σοι παρέξειν,
905 ὦ Δῆμε, μηδὲν δρῶντι μισθοῦ τρύβλιον ῥοφῆσαι.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ κυλίχνιόν γέ σοι καὶ φάρμακον δίδωμι
τἀν τοῖσιν ἀντικνημίοις ἑλκύδρια περιαλείφειν.
ΠΑ. ἐγὼ δὲ τὰς πολιάς γέ σου ᾽κλέγων νέον ποήσω.
ΑΛ. ἰδοὺ δέχου κέρκον λαγῶ τὠφθαλμιδίω περιψῆν.
910 ΠΑ. ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ.
ΑΛ. ἐμοῦ μὲν οὖν. ΠΑ. ἐμοῦ μὲν οὖν.
ἐγώ σε ποιήσω τριη-
ραρχεῖν, ἀναλίσκοντα τῶν
σαυτοῦ, παλαιὰν ναῦν ἔχοντ᾽,
915 εἰς ἣν ἀναλῶν οὐκ ἐφέ-
ξεις οὐδὲ ναυπηγούμενος·
διαμηχανήσομαί θ᾽ ὅπως
ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς.
ΑΛ. ἁνὴρ παφλάζει, παῦε παῦ᾽,
920 ὑπερζέων· ὑφελκτέον
τῶν δαλίων ἀπαρυστέον
τε τῶν ἀπειλῶν ταυτῃί.
ΠΑ. δώσεις ἐμοὶ καλὴν δίκην
ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς.
925 ἐγὼ γὰρ εἰς τοὺς πλουσίους
σπεύσω σ᾽ ὅπως ἂν ἐγγραφῇς.
ΑΛ. ἐγὼ δ᾽ ἀπειλήσω μὲν οὐ-
δέν, εὔχομαι δέ σοι ταδί·
τὸ μὲν τάγηνον τευθίδων
930 ἐφεστάναι σῖζον, σὲ δὲ
γνώμην ἐρεῖν μέλλοντα περὶ
Μιλησίων καὶ κερδανεῖν
τάλαντον, ἢν κατεργάσῃ,
σπεύδειν ὅπως τῶν τευθίδων
935 ἐμπλήμενος φθαίης ἔτ᾽ εἰς
ἐκκλησίαν ἐλθών· ἔπει-
τα πρὶν φαγεῖν ἁνὴρ μεθή-
κοι, καὶ σὺ τὸ τάλαντον λαβεῖν
βουλόμενος ἐ-
940 σθίων ‹ἅμ᾽› ἀποπνιγείης.
ΧΟ. εὖ γε νὴ τὸν Δία καὶ τὸν Ἀπόλλω καὶ τὴν Δήμητρα.
***
ΔΗΜ. (Με το ίδιο ύφος μαγεμένου:) Τέτοιο πράμα ούτε ο Θεμιστοκλής το σκέφτηκε ποτέ! Βέβαια, ποιός λέει τ᾽ αντίθετο, σπουδαίο πράμα κι ο Πειραιάς· για μένα πάντως δεν φαίνεται σπουδαιότερη ιδέα από το πουκάμισο.
ΠΑΦ. Αλίμονό μου ο καψερός! (Προς τον Αλλαντοπώλη:) με τί μαϊμουδίσματα με τούμπαρες!
ΑΛΛ. Δεν έκανα τίποτ᾽ άλλο απ᾽ ό,τι όποιος τον πιάνει χεσούρα πάνω στο τσιμπούσι· όπως εκείνοι, απ᾽ τη βιασύνη, βάζουν ξένα ποδήματα, έτσι κι εγώ βολεύομαι με τα τερτίπια σου.
ΠΑΦ. [890] Όμως δεν θα με ξεπεράσεις στα καλοπιάσματα. (Βγάζει και δείχνει το —από προβιά— πανωφόρι του). Γιατί εγώ θα του φορέσω από πάνω αυτό (πάει να το φορέσει στον Δήμο) κι εσύ, καψερέ μου, να κλαις τη μοίρα σου.
ΔΗΜ. (Σπρώχνοντάς τον:) Φτου, φτου! (Απευθύνεται στο πανωφόρι:) Άι στον κόρακα, κακό ψόφο να ᾽χεις, βρομοκοπάς τομαρίλα!
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες σε κουκούλωσε μ᾽ αυτό, για να σε πνίξει. Κι άλλη μια φορά, παλιότερα, σου ᾽σκαψε τον λάκκο. Θυμάσαι μια χρονιά που η ρίζα απ᾽ το σίλφιο πουλιόταν δυο δεκάρες η οκά;
ΔΗΜ. Πώς δεν θυμάμαι!
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες ετούτος φρόντισε να πουλιέται δυο δεκάρες η οκά, (απευθύνεται προς τους θεατές) για να τ᾽ αγοράσετε, να το φάτε κι ύστερα, δικαστές στην Ηλιαία, με πορδο-ριπές να σκοτωθείτε μεταξύ σας.
ΔΗΜ. Μά τον Ποσειδώνα, αυτό ήταν! Αυτή την εξήγηση έδωσε και σ᾽ εμένα κάποιος απ᾽ το Κοπροχώρι.
ΑΛΛ. (Στρέφεται προς τους θεατές:) [900] Αν δεν μ᾽ απατά η μνήμη, τότε ήταν που απ᾽ τις πορδές που τρώγατε γίνατε κοκκινοτρίχηδες.
ΔΗΜ. Στα σίγουρα, μά τον Δία, τούτη η φάμπρικα ήταν του Κοκκινοτρίχη μας.
ΠΑΦ. Χαμένο κορμί, με τί σαχλαμάρες μού άλλαξες τον αδόξαστο!
ΑΛΛ. Μα αυτή ᾽ναι η προσταγή της Αθηνάς, να σε νικήσω με παπαρδέλες.
ΠΑΦ. Κι όμως, δεν θα με νικήσεις! Γιατί, Δήμε μου, σου δίνω τον λόγο μου ότι θα σου δίνω επίδομα ανεργίας μια πιατέλα μιστό να τη ρουφήξεις.
ΑΛΛ. Κι εγώ σου δίνω βαζάκι με γιατρικό, για να τ᾽ αλείψεις γύρω-γύρω στα σπιθούρια που ᾽βγαλες στα καλάμια των ποδιών σου.
ΠΑΦ. Κι εγώ θα ξεδιαλέξω μία-μία τις άσπρες τρίχες της κεφαλής σου και θα σου ξαναδώσω νιάτα.
ΑΛΛ. Νά, πάρε λαγοουρά, για να ξετσιμπλιάζεις γύρω-γύρω τα ματάκια σου.
ΠΑΦ. [910] Δήμε μου, όταν βγάζεις τη μύξα σου, σφούγγιξ᾽ την στα μαλλιά της κεφαλής μου. (Ο τόνος ζωηρότερος, ως το τέλος του «πνίγους»).
ΑΛΛ. Στα δικά μου τα μαλλιά!
ΠΑΦ. Όχι, στα δικά μου! (Στον Αλλαντοπώλη:) Βρε, εγώ θα σου φορτώσω τριηραρχία, να ξοδέψεις τα μαλλιοκέφαλά σου, θα σου χρεώσω σκαρί σαραβαλιασμένο, που να μη βρίσκεις άκρη στα έξοδα και τα μερεμέτια· και θα σου στήσω μηχανή, ώστε να πάρεις σάπια άρμενα.
ΑΛΛ. Βράζει, παφλάζει ο άνθρωπος! φτάνει, φτάνει, ξεχείλισε το καζάνι!
[920] τράβηξε κάπως μακρύτερα τα δαυλιά από κάτω και (παίρνει απ᾽ τον πάγκο του μια κουτάλα) μ᾽ ετούτη ξαφρίστε τις φοβέρες του.
ΠΑΦ. Θα μου το πληρώσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, όταν σε φορτώσω έκτακτο φόρο. Γιατί θα βάλω στα γρήγορα να σε γράψουν στις καταστάσεις των πλούσιων.
ΑΛΛ. Απ᾽ τη μεριά μου, καμιά απειλή. Μια ευχή μόνο σου δίνω: Να ᾽ναι πάνω στη φωτιά το τηγάνι με καλαμάρια και να τσιτσιρίζει.
[930] Κι εσύ να ᾽χεις στα σκαριά πρόταση για τους Μιλήσιους και να καρτεράς να τσεπώσεις ολόκληρο τάλαντο, αν κερδίσεις την υπόθεση. Να ᾽σαι λοιπόν ανυπόμονος να την κάνεις ταράτσα με καλαμάρια κι αμέσως μετά να προλάβεις να πας στη συνέλευση. Και τότε, πριν βάλεις στο στόμα σου μπουκιά, να καταφτάσει ο κλητήρας· κι εσύ, για να μη χάσεις το τάλαντο,
[940] να μπουκωθείς από τη βιασύνη σου και να πνιγείς.
ΧΟΡ. Εύγε, εύγε, μά τον Δία και τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα.
885 καίτοι σοφὸν κἀκεῖν᾽ ὁ Πειραιεύς· ἔμοιγε μέντοι
οὐ μεῖζον εἶναι φαίνετ᾽ ἐξεύρημα τοῦ χιτῶνος.
ΠΑ. οἴμοι τάλας, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις.
ΑΛ. οὔκ, ἀλλ᾽ ὅπερ πίνων ἀνὴρ πέπονθ᾽ ὅταν χεσείῃ,
τοῖσιν τρόποις τοῖς σοῖσιν ὥσπερ βλαυτίοισι χρῶμαι.
890 ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐχ ὑπερβαλεῖ με θωπείαις· ἐγὼ γὰρ αὐτὸν
προσαμφιῶ τοδί· σὺ δ᾽ οἴμωζ᾽, ὦ πόνηρ᾽. ΔΗ. ἰαιβοῖ.
οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ βύρσης κάκιστον ὄζον;
ΑΛ. καὶ τοῦτό ‹γ᾽› ἐπίτηδές σε περιήμπεσχ᾽, ἵνα σ᾽ ἀποπνίξῃ·
καὶ πρότερον ἐπεβούλευσέ σοι. τὸν καυλὸν οἶσθ᾽ ἐκεῖνον
895 τὸν σιλφίου τὸν ἄξιον γενόμενον; ΔΗ. οἶδα μέντοι.
ΑΛ. ἐπίτηδες οὗτος αὐτὸν ἔσπευσ᾽ ἄξιον γενέσθαι,
ἵν᾽ ἐσθίοιτ᾽ ὠνούμενοι, κἄπειτ᾽ ἐν ἡλιαίᾳ
βδέοντες ἀλλήλους ἀποκτείνειαν οἱ δικασταί.
ΔΗ. νὴ τὸν Ποσειδῶ καὶ πρὸς ἐμὲ τοῦτ᾽ εἶπ᾽ ἀνὴρ Κόπρειος.
900 ΑΛ. οὐ γὰρ τόθ᾽ ὑμεῖς βδεόμενοι δήπου ᾽γένεσθε πυρροί;
ΔΗ. καὶ νὴ Δί᾽ ἦν γε τοῦτο Πυρράνδρου τὸ μηχάνημα.
ΠΑ. οἵοισί μ᾽, ὦ πανοῦργε, βωμολοχεύμασιν ταράττεις.
ΑΛ. ἡ γὰρ θεός μ᾽ ἐκέλευε νικῆσαί σ᾽ ἀλαζονείαις.
ΠΑ. ἀλλ᾽ οὐχὶ νικήσεις. ἐγὼ γάρ φημί σοι παρέξειν,
905 ὦ Δῆμε, μηδὲν δρῶντι μισθοῦ τρύβλιον ῥοφῆσαι.
ΑΛ. ἐγὼ δὲ κυλίχνιόν γέ σοι καὶ φάρμακον δίδωμι
τἀν τοῖσιν ἀντικνημίοις ἑλκύδρια περιαλείφειν.
ΠΑ. ἐγὼ δὲ τὰς πολιάς γέ σου ᾽κλέγων νέον ποήσω.
ΑΛ. ἰδοὺ δέχου κέρκον λαγῶ τὠφθαλμιδίω περιψῆν.
910 ΠΑ. ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ.
ΑΛ. ἐμοῦ μὲν οὖν. ΠΑ. ἐμοῦ μὲν οὖν.
ἐγώ σε ποιήσω τριη-
ραρχεῖν, ἀναλίσκοντα τῶν
σαυτοῦ, παλαιὰν ναῦν ἔχοντ᾽,
915 εἰς ἣν ἀναλῶν οὐκ ἐφέ-
ξεις οὐδὲ ναυπηγούμενος·
διαμηχανήσομαί θ᾽ ὅπως
ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς.
ΑΛ. ἁνὴρ παφλάζει, παῦε παῦ᾽,
920 ὑπερζέων· ὑφελκτέον
τῶν δαλίων ἀπαρυστέον
τε τῶν ἀπειλῶν ταυτῃί.
ΠΑ. δώσεις ἐμοὶ καλὴν δίκην
ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς.
925 ἐγὼ γὰρ εἰς τοὺς πλουσίους
σπεύσω σ᾽ ὅπως ἂν ἐγγραφῇς.
ΑΛ. ἐγὼ δ᾽ ἀπειλήσω μὲν οὐ-
δέν, εὔχομαι δέ σοι ταδί·
τὸ μὲν τάγηνον τευθίδων
930 ἐφεστάναι σῖζον, σὲ δὲ
γνώμην ἐρεῖν μέλλοντα περὶ
Μιλησίων καὶ κερδανεῖν
τάλαντον, ἢν κατεργάσῃ,
σπεύδειν ὅπως τῶν τευθίδων
935 ἐμπλήμενος φθαίης ἔτ᾽ εἰς
ἐκκλησίαν ἐλθών· ἔπει-
τα πρὶν φαγεῖν ἁνὴρ μεθή-
κοι, καὶ σὺ τὸ τάλαντον λαβεῖν
βουλόμενος ἐ-
940 σθίων ‹ἅμ᾽› ἀποπνιγείης.
ΧΟ. εὖ γε νὴ τὸν Δία καὶ τὸν Ἀπόλλω καὶ τὴν Δήμητρα.
***
ΔΗΜ. (Με το ίδιο ύφος μαγεμένου:) Τέτοιο πράμα ούτε ο Θεμιστοκλής το σκέφτηκε ποτέ! Βέβαια, ποιός λέει τ᾽ αντίθετο, σπουδαίο πράμα κι ο Πειραιάς· για μένα πάντως δεν φαίνεται σπουδαιότερη ιδέα από το πουκάμισο.
ΠΑΦ. Αλίμονό μου ο καψερός! (Προς τον Αλλαντοπώλη:) με τί μαϊμουδίσματα με τούμπαρες!
ΑΛΛ. Δεν έκανα τίποτ᾽ άλλο απ᾽ ό,τι όποιος τον πιάνει χεσούρα πάνω στο τσιμπούσι· όπως εκείνοι, απ᾽ τη βιασύνη, βάζουν ξένα ποδήματα, έτσι κι εγώ βολεύομαι με τα τερτίπια σου.
ΠΑΦ. [890] Όμως δεν θα με ξεπεράσεις στα καλοπιάσματα. (Βγάζει και δείχνει το —από προβιά— πανωφόρι του). Γιατί εγώ θα του φορέσω από πάνω αυτό (πάει να το φορέσει στον Δήμο) κι εσύ, καψερέ μου, να κλαις τη μοίρα σου.
ΔΗΜ. (Σπρώχνοντάς τον:) Φτου, φτου! (Απευθύνεται στο πανωφόρι:) Άι στον κόρακα, κακό ψόφο να ᾽χεις, βρομοκοπάς τομαρίλα!
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες σε κουκούλωσε μ᾽ αυτό, για να σε πνίξει. Κι άλλη μια φορά, παλιότερα, σου ᾽σκαψε τον λάκκο. Θυμάσαι μια χρονιά που η ρίζα απ᾽ το σίλφιο πουλιόταν δυο δεκάρες η οκά;
ΔΗΜ. Πώς δεν θυμάμαι!
ΑΛΛ. Εξεπίτηδες ετούτος φρόντισε να πουλιέται δυο δεκάρες η οκά, (απευθύνεται προς τους θεατές) για να τ᾽ αγοράσετε, να το φάτε κι ύστερα, δικαστές στην Ηλιαία, με πορδο-ριπές να σκοτωθείτε μεταξύ σας.
ΔΗΜ. Μά τον Ποσειδώνα, αυτό ήταν! Αυτή την εξήγηση έδωσε και σ᾽ εμένα κάποιος απ᾽ το Κοπροχώρι.
ΑΛΛ. (Στρέφεται προς τους θεατές:) [900] Αν δεν μ᾽ απατά η μνήμη, τότε ήταν που απ᾽ τις πορδές που τρώγατε γίνατε κοκκινοτρίχηδες.
ΔΗΜ. Στα σίγουρα, μά τον Δία, τούτη η φάμπρικα ήταν του Κοκκινοτρίχη μας.
ΠΑΦ. Χαμένο κορμί, με τί σαχλαμάρες μού άλλαξες τον αδόξαστο!
ΑΛΛ. Μα αυτή ᾽ναι η προσταγή της Αθηνάς, να σε νικήσω με παπαρδέλες.
ΠΑΦ. Κι όμως, δεν θα με νικήσεις! Γιατί, Δήμε μου, σου δίνω τον λόγο μου ότι θα σου δίνω επίδομα ανεργίας μια πιατέλα μιστό να τη ρουφήξεις.
ΑΛΛ. Κι εγώ σου δίνω βαζάκι με γιατρικό, για να τ᾽ αλείψεις γύρω-γύρω στα σπιθούρια που ᾽βγαλες στα καλάμια των ποδιών σου.
ΠΑΦ. Κι εγώ θα ξεδιαλέξω μία-μία τις άσπρες τρίχες της κεφαλής σου και θα σου ξαναδώσω νιάτα.
ΑΛΛ. Νά, πάρε λαγοουρά, για να ξετσιμπλιάζεις γύρω-γύρω τα ματάκια σου.
ΠΑΦ. [910] Δήμε μου, όταν βγάζεις τη μύξα σου, σφούγγιξ᾽ την στα μαλλιά της κεφαλής μου. (Ο τόνος ζωηρότερος, ως το τέλος του «πνίγους»).
ΑΛΛ. Στα δικά μου τα μαλλιά!
ΠΑΦ. Όχι, στα δικά μου! (Στον Αλλαντοπώλη:) Βρε, εγώ θα σου φορτώσω τριηραρχία, να ξοδέψεις τα μαλλιοκέφαλά σου, θα σου χρεώσω σκαρί σαραβαλιασμένο, που να μη βρίσκεις άκρη στα έξοδα και τα μερεμέτια· και θα σου στήσω μηχανή, ώστε να πάρεις σάπια άρμενα.
ΑΛΛ. Βράζει, παφλάζει ο άνθρωπος! φτάνει, φτάνει, ξεχείλισε το καζάνι!
[920] τράβηξε κάπως μακρύτερα τα δαυλιά από κάτω και (παίρνει απ᾽ τον πάγκο του μια κουτάλα) μ᾽ ετούτη ξαφρίστε τις φοβέρες του.
ΠΑΦ. Θα μου το πληρώσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, όταν σε φορτώσω έκτακτο φόρο. Γιατί θα βάλω στα γρήγορα να σε γράψουν στις καταστάσεις των πλούσιων.
ΑΛΛ. Απ᾽ τη μεριά μου, καμιά απειλή. Μια ευχή μόνο σου δίνω: Να ᾽ναι πάνω στη φωτιά το τηγάνι με καλαμάρια και να τσιτσιρίζει.
[930] Κι εσύ να ᾽χεις στα σκαριά πρόταση για τους Μιλήσιους και να καρτεράς να τσεπώσεις ολόκληρο τάλαντο, αν κερδίσεις την υπόθεση. Να ᾽σαι λοιπόν ανυπόμονος να την κάνεις ταράτσα με καλαμάρια κι αμέσως μετά να προλάβεις να πας στη συνέλευση. Και τότε, πριν βάλεις στο στόμα σου μπουκιά, να καταφτάσει ο κλητήρας· κι εσύ, για να μη χάσεις το τάλαντο,
[940] να μπουκωθείς από τη βιασύνη σου και να πνιγείς.
ΧΟΡ. Εύγε, εύγε, μά τον Δία και τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα.