ΦΑ. ὦ τλῆμον, οἷον, μῆτερ, ἠράσθης ἔρον.
ΤΡ. ὃν ἔσχε ταύρου, τέκνον; ἢ τί φὴις τόδε;
ΦΑ. σύ τ᾽, ὦ τάλαιν᾽ ὅμαιμε, Διονύσου δάμαρ.
340 ΤΡ. τέκνον, τί πάσχεις; συγγόνους κακορροθεῖς;
ΦΑ. τρίτη δ᾽ ἐγὼ δύστηνος ὡς ἀπόλλυμαι.
ΤΡ. ἔκ τοι πέπληγμαι· ποῖ προβήσεται λόγος;
ΦΑ. ἐκεῖθεν ἡμεῖς, οὐ νεωστί, δυστυχεῖς.
ΤΡ. οὐδέν τι μᾶλλον οἶδ᾽ ἃ βούλομαι κλύειν.
ΦΑ. φεῦ·
345 πῶς ἂν σύ μοι λέξειας ἁμὲ χρὴ λέγειν;
ΤΡ. οὐ μάντις εἰμὶ τἀφανῆ γνῶναι σαφῶς.
ΦΑ. τί τοῦθ᾽ ὃ δὴ λέγουσιν ἀνθρώπους ἐρᾶν;
ΤΡ. ἥδιστον, ὦ παῖ, ταὐτὸν ἀλγεινόν θ᾽ ἅμα.
ΦΑ. ἡμεῖς ἂν εἶμεν θατέρωι κεχρημένοι.
350 ΤΡ. τί φήις; ἐρᾶις, ὦ τέκνον; ἀνθρώπων τίνος;
ΦΑ. ὅστις ποθ᾽ οὗτός ἐσθ᾽, ὁ τῆς Ἀμαζόνος ...
ΤΡ. Ἱππόλυτον αὐδᾶις; ΦΑ. σοῦ τάδ᾽, οὐκ ἐμοῦ, κλύεις.
ΤΡ. οἴμοι, τί λέξεις, τέκνον; ὥς μ᾽ ἀπώλεσας.
γυναῖκες, οὐκ ἀνασχέτ᾽, οὐκ ἀνέξομαι
355 ζῶσ᾽· ἐχθρὸν ἦμαρ, ἐχθρὸν εἰσορῶ φάος.
ῥίψω μεθήσω σῶμ᾽, ἀπαλλαχθήσομαι
βίου θανοῦσα· χαίρετ᾽, οὐκέτ᾽ εἴμ᾽ ἐγώ.
οἱ σώφρονες γάρ, οὐχ ἑκόντες ἀλλ᾽ ὅμως,
κακῶν ἐρῶσι. Κύπρις οὐκ ἄρ᾽ ἦν θεός,
360 ἀλλ᾽ εἴ τι μεῖζον ἄλλο γίγνεται θεοῦ,
ἣ τήνδε κἀμὲ καὶ δόμους ἀπώλεσεν.
ΧΟ. ἄιες ὤ, ἔκλυες ὤν,
ἀνήκουστα τᾶς
τυράννου πάθεα μέλεα θρεομένας;
ὀλοίμαν ἔγωγε πρὶν σᾶν, φίλα,
365 κατανύσαι φρενῶν. ἰώ μοι, φεῦ φεῦ·
ὦ τάλαινα τῶνδ᾽ ἀλγέων·
ὦ πόνοι τρέφοντες βροτούς.
ὄλωλας, ἐξέφηνας ἐς φάος κακά.
τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει;
370 τελευτάσεταί τι καινὸν δόμοις·
ἄσημα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐστὶν οἷ φθίνει τύχα
Κύπριδος, ὦ τάλαινα παῖ Κρησία.
***
ΦΑΙ. (ξεφωνώντας)
Μάνα μου Πασιφάη, πώς τότε ξέπεσες!
ΤΡΟ. Με το Μινώταυρό της; ΦΑΙ. Κι Αριάδνη
αδελφούλα, του Διόνυσου γυναίκα!
340ΤΡΟ. Τί παθαίνεις; Μοιρολογάς το σόι σου;
ΦΑΙ. Και τρίτη εγώ, που χάνομαι η κακόμοιρη!
ΤΡΟ. Τρομάζω! Πού τα λόγια σου θα φτάσουν;
ΦΑΙ. Παλιά ᾽ναι η συφορά μου, όχι καινούρια.
ΤΡΟ. Τίποτα πάλι δεν καταλαβαίνω!
ΦΑΙ. Αλιά μου! Ας ήταν
εσύ να πεις αυτά που εγώ φοβάμαι.
ΤΡΟ. Μάντης δεν είμαι νά ᾽βρω αυτά που κρύβεις.
ΦΑΙ. Σαν τί πράμα είναι αυτό που λέγετ᾽ έρωτας;
ΤΡΟ. Το πιο γλυκό, μα και το πιο φαρμάκι!
ΦΑΙ. Εγώ μονάχα το φαρμάκι του ήπια.
350 ΤΡΟ. Τί μου λες; Ερωτεύτηκες; Με ποιόνε;
ΦΑΙ. Το γιο της Αμαζόνας — κι ό,τι να ᾽ναι!
ΤΡΟ. Τον Ιππόλυτο; ΦΑΙ. Συ τον ονομάτισες!
ΤΡΟ.
Ώχου! Τί λες κορούλα μου; Με σκότωσες!
(στο Χορό)
Αβάσταγα, γυναίκες, είναι τούτα.
Δεν μπορώ πια να ζήσω. Τα μισώ
τη μέρα και το φως. Θα γκρεμιστώ,
να τελειώνω. Το σώμα με βαραίνει.
Θα την ξεφορτωθώ τη μαύρη ζήση!
Έχετε γεια. Πια δεν υπάρχω εγώ,
αφού κι οι γνωστικοί, χωρίς να θέλουν,
σφάλλουνε τόσο. Κάθως βλέπω, η Κύπρη
360 δεν είναι όποια θεά, μα κάτι ανώτερο,
αφού η Φαίδρα, εμένα, το παλάτι,
όλους μαζί μάς αφανίζει τώρα.
ΧΟΡ. Ω! τα ᾽κουσες, τα γρίκησες
πώς τα ᾽κλαιγε η βασίλισσα
τ᾽ ανάκουστά της πάθη!
Κάλλιο να πέθαινα παρά
να καταντούσα σαν κι εσέ!
Αλιά μου, αβάσταγοι καημοί
και πίκρες, των θνητών θροφή.
Πάει χάθηκες, μια κι έβγαλες
στο φως τα μυστικά σου!
Τί σήμερα σου μέλλεται;
370 Κακό στη στέγη μας θα πέσει!
Φαίνεται που ο θυμός της Αφροδίτης
σε σπρώχνει, καψερή Κρητικοπούλα!
ΤΡ. ὃν ἔσχε ταύρου, τέκνον; ἢ τί φὴις τόδε;
ΦΑ. σύ τ᾽, ὦ τάλαιν᾽ ὅμαιμε, Διονύσου δάμαρ.
340 ΤΡ. τέκνον, τί πάσχεις; συγγόνους κακορροθεῖς;
ΦΑ. τρίτη δ᾽ ἐγὼ δύστηνος ὡς ἀπόλλυμαι.
ΤΡ. ἔκ τοι πέπληγμαι· ποῖ προβήσεται λόγος;
ΦΑ. ἐκεῖθεν ἡμεῖς, οὐ νεωστί, δυστυχεῖς.
ΤΡ. οὐδέν τι μᾶλλον οἶδ᾽ ἃ βούλομαι κλύειν.
ΦΑ. φεῦ·
345 πῶς ἂν σύ μοι λέξειας ἁμὲ χρὴ λέγειν;
ΤΡ. οὐ μάντις εἰμὶ τἀφανῆ γνῶναι σαφῶς.
ΦΑ. τί τοῦθ᾽ ὃ δὴ λέγουσιν ἀνθρώπους ἐρᾶν;
ΤΡ. ἥδιστον, ὦ παῖ, ταὐτὸν ἀλγεινόν θ᾽ ἅμα.
ΦΑ. ἡμεῖς ἂν εἶμεν θατέρωι κεχρημένοι.
350 ΤΡ. τί φήις; ἐρᾶις, ὦ τέκνον; ἀνθρώπων τίνος;
ΦΑ. ὅστις ποθ᾽ οὗτός ἐσθ᾽, ὁ τῆς Ἀμαζόνος ...
ΤΡ. Ἱππόλυτον αὐδᾶις; ΦΑ. σοῦ τάδ᾽, οὐκ ἐμοῦ, κλύεις.
ΤΡ. οἴμοι, τί λέξεις, τέκνον; ὥς μ᾽ ἀπώλεσας.
γυναῖκες, οὐκ ἀνασχέτ᾽, οὐκ ἀνέξομαι
355 ζῶσ᾽· ἐχθρὸν ἦμαρ, ἐχθρὸν εἰσορῶ φάος.
ῥίψω μεθήσω σῶμ᾽, ἀπαλλαχθήσομαι
βίου θανοῦσα· χαίρετ᾽, οὐκέτ᾽ εἴμ᾽ ἐγώ.
οἱ σώφρονες γάρ, οὐχ ἑκόντες ἀλλ᾽ ὅμως,
κακῶν ἐρῶσι. Κύπρις οὐκ ἄρ᾽ ἦν θεός,
360 ἀλλ᾽ εἴ τι μεῖζον ἄλλο γίγνεται θεοῦ,
ἣ τήνδε κἀμὲ καὶ δόμους ἀπώλεσεν.
ΧΟ. ἄιες ὤ, ἔκλυες ὤν,
ἀνήκουστα τᾶς
τυράννου πάθεα μέλεα θρεομένας;
ὀλοίμαν ἔγωγε πρὶν σᾶν, φίλα,
365 κατανύσαι φρενῶν. ἰώ μοι, φεῦ φεῦ·
ὦ τάλαινα τῶνδ᾽ ἀλγέων·
ὦ πόνοι τρέφοντες βροτούς.
ὄλωλας, ἐξέφηνας ἐς φάος κακά.
τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει;
370 τελευτάσεταί τι καινὸν δόμοις·
ἄσημα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐστὶν οἷ φθίνει τύχα
Κύπριδος, ὦ τάλαινα παῖ Κρησία.
***
ΦΑΙ. (ξεφωνώντας)
Μάνα μου Πασιφάη, πώς τότε ξέπεσες!
ΤΡΟ. Με το Μινώταυρό της; ΦΑΙ. Κι Αριάδνη
αδελφούλα, του Διόνυσου γυναίκα!
340ΤΡΟ. Τί παθαίνεις; Μοιρολογάς το σόι σου;
ΦΑΙ. Και τρίτη εγώ, που χάνομαι η κακόμοιρη!
ΤΡΟ. Τρομάζω! Πού τα λόγια σου θα φτάσουν;
ΦΑΙ. Παλιά ᾽ναι η συφορά μου, όχι καινούρια.
ΤΡΟ. Τίποτα πάλι δεν καταλαβαίνω!
ΦΑΙ. Αλιά μου! Ας ήταν
εσύ να πεις αυτά που εγώ φοβάμαι.
ΤΡΟ. Μάντης δεν είμαι νά ᾽βρω αυτά που κρύβεις.
ΦΑΙ. Σαν τί πράμα είναι αυτό που λέγετ᾽ έρωτας;
ΤΡΟ. Το πιο γλυκό, μα και το πιο φαρμάκι!
ΦΑΙ. Εγώ μονάχα το φαρμάκι του ήπια.
350 ΤΡΟ. Τί μου λες; Ερωτεύτηκες; Με ποιόνε;
ΦΑΙ. Το γιο της Αμαζόνας — κι ό,τι να ᾽ναι!
ΤΡΟ. Τον Ιππόλυτο; ΦΑΙ. Συ τον ονομάτισες!
ΤΡΟ.
Ώχου! Τί λες κορούλα μου; Με σκότωσες!
(στο Χορό)
Αβάσταγα, γυναίκες, είναι τούτα.
Δεν μπορώ πια να ζήσω. Τα μισώ
τη μέρα και το φως. Θα γκρεμιστώ,
να τελειώνω. Το σώμα με βαραίνει.
Θα την ξεφορτωθώ τη μαύρη ζήση!
Έχετε γεια. Πια δεν υπάρχω εγώ,
αφού κι οι γνωστικοί, χωρίς να θέλουν,
σφάλλουνε τόσο. Κάθως βλέπω, η Κύπρη
360 δεν είναι όποια θεά, μα κάτι ανώτερο,
αφού η Φαίδρα, εμένα, το παλάτι,
όλους μαζί μάς αφανίζει τώρα.
ΧΟΡ. Ω! τα ᾽κουσες, τα γρίκησες
πώς τα ᾽κλαιγε η βασίλισσα
τ᾽ ανάκουστά της πάθη!
Κάλλιο να πέθαινα παρά
να καταντούσα σαν κι εσέ!
Αλιά μου, αβάσταγοι καημοί
και πίκρες, των θνητών θροφή.
Πάει χάθηκες, μια κι έβγαλες
στο φως τα μυστικά σου!
Τί σήμερα σου μέλλεται;
370 Κακό στη στέγη μας θα πέσει!
Φαίνεται που ο θυμός της Αφροδίτης
σε σπρώχνει, καψερή Κρητικοπούλα!