Παρορμούμενος από τις δυο προηγούμενες αναρτήσεις, σκέφτηκα ότι η παρούσα ανάρτηση θα αποτελούσε ευχάριστη συνέχεια στην ύλη του blog. Όχι πως είναι αστεία, όπως η πρώτη ή ευτράπελη και σκωπτική όπως η δεύτερη, μα πικάντικη και ευχάριστη στο διάβασμα, αν και όταν αναλογίζεται κανείς, πόσο ξεπεσμένο ηθικά ήταν το Βυζάντιο, δυο μόλις αιώνες μετά την ίδρυσή του, οργίζεται, πλαντάζει και θέλει να σκίσει τα ρούχα του, από τα ψέματα που του δίδαξαν στο σχολείο. Δυστυχώς η αλήθεια πάντα κρύβεται, ιδιαίτερα αν αυτή είναι ικανή να αντιστρέψει τη σήψη που οι εξουσιαστές του κόσμου προγραμματίζουν γι αυτόν. Έτσι χάλκεψαν την ιστορία μας, φουσκώνοντας τα μυαλά των παιδιών μας με ψέματα και περίσσια υποκρισία που σοκάρει όταν αποκαλυφθεί.
Η πόρνη Θεοδώρα
Στην ιστορία της ανθρωπότητας πολλοί άνθρωποι αφάνισαν πόλεις, επαρχίες και περιοχές. «
Κανένας όμως δεν κατάφερε» γράφει ο επιφανής ιστορικός Προκόπιος, «
ν’ αναποδογυρίσει συθέμελα την ανθρώπινη γενιά και την οικουμένη ολάκερη».
Στο έργο αυτό, ίσως πιο πολύ και από τον ίδιο, συνέβαλε και η Θεοδώρα, η γυναίκα του Ιουστινιανού. Εγωίστρια, σκληρή, ύπουλη και δόλια, δεν είχε ενδοιασμούς για κανένα αν επρόκειτο να θιγεί το συμφέρον της. Χρησιμοποιώντας την αυτοκρατορική της ισχύ, το δόλο και το ψέμα, η ραδιούργα φυσιογνωμία της κυριαρχεί στους ηγετικούς κύκλους της Πόλης. Αλίμονο σε κείνους που η σκιά της φοβερής αυτοκράτειρας έπεφτε πάνω τους. «Η οργή της ήταν πάντα έτοιμη για ν’ αφανίσει τους ανθρώπους και δε γαλήνευε ποτέ». Ο Προκόπιος, απ’ αυτή πρώτα-πρώτα, έκρυψε το έργο του, περιμένοντας πρώτα να πεθάνει. «Ήταν φοβερά σκληρή και ξεχείλιζε από απανθρωπιά», γράφει φοβισμένος ο ιστορικός της αυλής, για να διαιωνίσει την αλήθεια που με δέος όλοι αποσιωπούσαν μέσα τους.
Ποια ήταν όμως αυτή η πόρνη, που και σαν αυτοκράτειρα ακόμα, δεν έπαψε σαν γύναιο να πουλά το κορμί της αξιώνοντας με θράσος να διαφεντεύει το Ρωμαϊκό κράτος και σαν Δέσποινα μέχρι το χώμα να την προσκυνούν;
Γεννήθηκε στην Κύπρο γύρω στο 500 από έναν αρκουδιάρη (τροφό αρκούδας) τον Ακάκιο, που δούλευε σε αμφιθέατρο (τσίρκο). Όταν πέθανε, μαζί με τις άλλες αδερφές της, Κομιτώ και Αναστασία, ανέβηκαν στη σκηνή με την προτροπή της ανήθικης μάνας τους, εκτελώντας αισθησιακούς χορούς (στριπτήζ) και παντομίμες. Τότε ένας ανώτερος αξιωματικός, ο Εκήβολος, διοικητής τότε της Αφρικανικής Πεντάπολης, την πήρε μαζί του στην Κυρηναϊκή. Όταν την χόρτασε την πέταξε από το σπίτι του. Ποιος ξέρει τι του έκανε και αυτού. Τότε αυτή πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί γνωρίστηκε με… ανώτατους κληρικούς του μονοφυσιτισμού. Σχετίστηκε με τον πατριάρχη Τιμόθεο και το Σεβήρο της Αντιόχειας.
Το 522 γύρισε στην Κωνσταντινούπολη. Τότε τη γνώρισε ο Ιουστινιανός. Αυτός ήταν 40 χρονών κι αυτή 22. Όμορφη, καπάτσα και παιχνιδιάρα! Την ερωτεύτηκε, αλλά δεν μπορούσε να την κάνει γυναίκα του. Η Λουπικίνα ή Ευφημία, σύζυγος του Ιουστίνου ήταν αντίθετη. Εκτός ότι ο νόμος απαγόρευε έναν τέτοιο γάμο, η αυτοκράτειρα Ευφημία δεν μπορούσε να δεχτεί ο ανιψιός της να παντρευτεί μια πόρνη.
Τον επόμενο χρόνο όμως που πέθανε η Ευφημία, ο Ιουστινιανός, τρελά ερωτευμένος έβαλε το θείο του να αλλάξει το νόμο.[i]
Όταν κι αυτό το εμπόδιο ξεπεράστηκε την παντρεύτηκε… τρεις μέρες πριν τη γιορτή του Πάσχα (527) «που δεν επιτρέπεται σε κανένα ούτε ν’ ασπαστεί άλλον, ούτε ειρήνη να κηρύξει».
Ο Προκόπιος γίνεται έξω φρενών. «δε χρειάζεται, θαρρώ, άλλο τίποτα να πω για το χαρακτήρα του Ιουστινιανού. Όλα τα πάθη της ψυχής του φτάνει ο γάμος του να τα δηλώσει, να τα δείξει και να τα εξηγήσει. Γιατί όποιος έχει αδικοπράξει, δεν τον νοιάζει και δε φοβάται και τη ντροπή ακόμα να δεχτεί και σιχαμερός και αδιάντροπος στους ανθρώπους να γίνει. Για αυτόν, κανένα μονοπάτι της παρανομίας δεν ήταν απάτητο… Κανένας όμως από τη Σύγκλητο, βλέποντας την πολιτεία να κατρακυλάει, δε δυσφόρησε και δεν αηδίασε για όλα αυτά που γινόταν. Τη Θεοδώρα την προσκυνούσαν και τη λάτρευαν σαν να ήταν θεά. Μα ούτε και κανένας από τους ιερωμένους που δεινοπάθησε δε φάνηκε να αγανακτεί, όταν ήταν υποχρεωμένος να την αποκαλεί Δέσποινα. Κι αυτοί, που πριν ήσαν θεατές της στο θέατρο, δήλωναν αμέσως δουλεία και σήκωναν τα χέρια».[ii]
Εύκολα μπορεί κανείς να αναλογιστεί την ηθική κατάπτωση του Βυζαντίου. Την ηθική σήψη του παλατιού. Άρχοντες, στρατηγοί, πατριάρχες και επίσκοποι, κορδωμένοι και τεντωμένοι, πατώντας στα νύχια των ποδιών τους να σκύβουν το σβέρκο τους, τιμώντας ένα ανήθικο γύναιο σαν Δέσποινα του Βυζαντίου! Γιατί ήξεραν, και σε λίγα χρόνια θα είχαν εμπεδώσει φαντάζομαι, τι πάει να πει Θεοδώρα!
«Όταν το γύναιο αυτό οργιζόταν, δεν υπήρχε ούτε το απαραβίαστο των ναών. Ούτε απαγόρεψη νόμου. Ούτε η επίκληση ολόκληρης της Πόλης ήταν ικανή να σώσει τον κατηγορούμενο, ούτε άλλο τίποτα».[iii]
Άνθρωποι που ζήτησαν άσυλο σ’ εκκλησίες, με διαταγή της Θεοδώρας με βία έβγαιναν έξω δεμένοι χειροπόδαρα, αδιαφορώντας για τους ιερούς νόμους και το θρησκευτικό άσυλο. «Γι’ αυτήν δεν ήταν κανένας τόπος ιερός και όσιος. Αντίθετα γι’ αυτήν δεν ήταν σπουδαίο να παραβιάζει τα ιερά». Αλήθεια, ποιος μπορούσε να αντισταθεί;
Ακόμα και ο πιο ισχυρός άνδρας στην αυτοκρατορία, μετά τον άνδρα της, ο Ιωάννης Καππαδόκης, όταν το 541 βλέποντας την αυταρχικότητα της Θεοδώρας τόλμησε να την αμφισβητήσει στον Ιουστινιανό, εκείνη βγήκε πάνω απ’ τον αυτοκράτορα. «…τον τιμώρησε και τον έστειλε στην Αίγυπτο και τον φυλάκισε εκεί. Και δε χόρτασε ποτέ από την τιμωρία αυτού του ανθρώπου. Και ποτέ δεν έπαψε να αναζητά ψευτομάρτυρες σε βάρος του».[iv] Η περιουσία του Καππαδόκη δημεύτηκε και ο ίδιος πέθανε στην Αίγυπτο!
Ακόμα κι αυτός ο αρχιστράτηγος του Βυζαντινού στρατού, ο Βελισάριος, στο άκουσμα του ονόματός της, μαζευόταν χειροπόδαρα πάνω στο κρεβάτι του κι έμεινε έτσι κουλουριασμένος και περίτρομος περιμένοντας το μοιραίο! «Είχε ξεχάσει ακόμα και πως ήταν άντρας».
Το 531 μετά την ήττα του με τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη, ο Βελισάριος καθαιρέθηκε. Η επέμβαση της Θεοδώρας τότε ήταν καθοριστική και αμείλικτη. Ο ένδοξος στρατηγός[v] αντικαταστάθηκε από το Μαρτίνο και ο ύπατος αξιωματικός του Βελισάριου, Βούζης, σαν ζώο εξοντώθηκε στα σκοτεινά μπουντρούμια του παλατιού.
Μέχρι τις πόρνες της Πόλης καταδίωξε που τη δικιά της ακολασία καμιά της δεν έφτασε. Τις έκλεισε με το ζόρι σε μοναστήρι, απ’ το οποίο πολλές προτίμησαν να αυτοκτονήσουν, παρά χωρίς τη θέλησή τους σ’ αυτό να μείνουν άλλο!
Ντυμένη στη Βασιλική πορφύρα με υποκρισία, ενδύθηκε και την ευσέβεια της θεοσεβούσης Δέσποινας, ξεχνώντας τα διεστραμμένα σεξουαλικά της πάθη.[vi] Τα όργια της Θεοδώρας, ακόμα και πριν ενδυθεί τη θεοσέβεια του αυτοκρατορικού θρόνου, δύσκολα συμβιβάζονται με τον πρώην έκλυτο βίο της. Οι διεστραμμένες σεξουαλικές επιθυμίες της την οδήγησαν σε όργια που ο Αλεμάννος για λόγους ηθικής τάξης δεν κατάφερε να μας μεταδώσει.[vii]
Στα νιάτα της, παρά τις προφυλάξεις της να μη γίνει κι αυτή μητέρα, κάποια στιγμή συνέλαβε από κάποιο φίλο ή πελάτη της. Όταν το παιδί γεννήθηκε, βλέποντας ο πατέρας τόσο να το παραμελεί η μάνα, φοβούμενος για τη ζωή του, το πήρε κι έφυγε για την Αραβία. Τον βάφτισε Ιωάννη και τον μεγάλωσε σαν μάνα. Λίγο πριν πεθάνει όμως του είπε όλη την αλήθεια. Η μάνα του έφηβου Ιωάννη τότε ήταν η πανίσχυρη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Μένοντας μόνος του ο Ιωάννης σκέφτηκε να γνωρίσει τη μάνα του. Έτσι ήρθε στο Βυζάντιο και ανήγγειλε το γεγονός στους φρουρούς του παλατιού για να τον φέρουν μπροστά στη μάνα του. Αυτή δέχτηκε αμέσως «και μόλις τον είδε, τον παρέδωσε σε κάποιον υπηρέτη ειδικό γι’ αυτή τη δουλειά! Δεν είμαι σε θέση να πω με ποιον τρόπο έγινε άφαντος ο δόλιος» γράφει ο Προκόπιος «Κανένας δεν τον είδε ως τα σήμερα. Ούτε κι αφού πέθανε η Αυγούστα».[viii]
Η μεγάλη Αυγούστα πέθανε στις 29 Ιουνίου του 548. Ήταν η πιο ξακουστή πόρνη που πέθανε και θάφτηκε με τόσες τιμές μέσα σε χρυσό φέρετρο τυλιγμένη με βασιλική πορφύρα και υπέρμετρη υποκρισία.
Φαντάζοντας κανείς την πένθιμη τελετή πλαισιωμένη από τα ανώτατα εξουσιαστικά κλιμάκια και τα πλέον ευγενή άτομα της βυζαντινής κοινωνίας να συνοδεύουν τη νεκρή στον τάφο, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της υποκρισίας.
«Σηκώνοντας στα χέρια του το αγαπημένο άψυχο σώμα, ο γερασμένος βασιλεύς, με μάτια πλημμυρισμένα στα δάκρυα μουρμούριζε τον ύστατο αποχαιρετισμό στη Θεοδώρα του. Τότε, σε ένα νεύμα του μονάρχη, οι αυτοκρατορικοί φορείς υψώνουν την επικήδεια κλίνη, και ο μεγάλος άρχοντας των τελετών, πλησιάζοντας το πτώμα φωνάζει δυνατά τρεις φορές τα καθιερωμένα λόγια Έξελθε βασίλισσα! Ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο Κύριος των κυρίων σε καλεί! Και πίσω από το φέρετρο, κάτω από τους θόλους του παλατιού, για μία τελευταία φορά σχηματίζεται και ξετυλίγεται η αυτοκρατορική πομπή…. Οι ψαλμοί των ιερέων, οι ύμνοι των παρθένων ανακατεύονται με τους θρήνους των γυναικών, με τους ήχους των ασημένιων εκκλησιαστικών οργάνων με τις ρυθμικές κραυγές των φατριών, μυριάδες λαμπάδες σαλεύουν σε μία φωτεινή λιτανεία, κι’ απ’ τη μακρυά Μέση λεωφόρο, από το Φόρουμ του Κωνσταντίνου και την πλατεία του Καπιτωλίου, όλη η αυλή προχωρεί προς την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων για να οδηγήσει τη Θεοδώρα εκεί όπου θα κοιμόταν το τελευταίο της ύπνο».[ix]
Όπως γράφει και ο διακεκριμένος συγγραφέας Diehl στο πιο πάνω έργο «η αυτοκράτειρα Θεοδώρα παρά την ευσέβειά της, είχε ελαττώματα και πάθη που δύσκολα συμβιβάζονται με το φωτοστέφανο των αγίων»!
Δεν χρειάζονται άλλα σχόλια!
Ο ένδοξος στρατηγός Βελισάριος και η σύζυγός του Αντωνίνα.
Για την ηθική σαπίλα της βυζαντινής εξουσίας δε θα είχαμε ολοκληρωμένη εικόνα αν δε γράφαμε για ένα άλλο ζευγάρι, που την εποχή εκείνη πρωταγωνίστησαν μαζί με τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα.
Πρόκειται για τον αρχιστράτηγο του Βυζαντίου Βελισάριο και τη γυναίκα του Αντωνίνα, που με τη Θεοδώρα είχε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις.[x]
Δεν ήταν ψέμα και υπερβολή, ο ένδοξος στρατηγός του Βυζαντίου πράγματι κουλουριαζόταν έντρομος στο κρεβάτι του όταν απειλητικά τον κοίταζε η Θεοδώρα. Διακριμένος από τα 25 του χρόνια στρατηγός, επί Ιουστίνου ακόμα, ο Βελισάριος δεν ήταν κανένας δειλός ανθρωπάκος που έτρεμε μην πάθει κανένα κακό. Το ερωτικό πάθος όμως για μια γυναίκα, κάνει και τον πιο άγριο πολεμιστή να φέρεται σαν άβγαλτο μαθητούδι, μπροστά σε μια όμορφη και καπάτσα γυναίκα, όπως ήταν η Αντωνίνα. Δυστυχώς κι αυτός ήταν μπλεγμένος με μια ξετσίπωτη πόρνη και αδίστακτη γυναίκα ένεκα της φιλικής της σχέσης με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Ο Προκόπιος γράφει ότι «πιεζόταν τόσο έντονα από το ερωτικό πάθος της γυναίκας του, που δεν ήθελε να ξεμακρύνει ολότελα πέρα από τα σύνορα του Ρωμαϊκού κράτους».[xi]
Μπροστά στη φοβέρα και την απειλή της Θεοδώρας οι δυο γυναίκες συμμαχώντας εξουσίαζαν πλήρως το βυζαντινό στρατηγό, ώστε η Αντωνίνα ελεύθερα να τον απατά και η Θεοδώρα να βάλει χέρι στα λεηλατημένα απ’ τους πολέμους πλούτη του. Μπροστά στην αυστηρότητα της βασίλισσας πως θα του κάνει δώρο τη ψυχή του, αν όλα τα παραστρατήματα της γυναίκας του της Αντωνίνας συγχωρέσει, αυτός δεν έχασε στιγμή «και πέφτοντας στα πόδια της γυναίκας του και με τα δύο του χέρια χάιδευε τις κνήμες της και φιλώντας τους αστραγάλους της, την αποκαλούσε σωτηρία της ζωής του. Και της ορκιζόταν πως θα της είναι πάντα δούλος της πιστός από δω και πέρα κι όχι άντρας της».[xii]
Απ’ ότι φάνηκε δεν ήταν άντρας, αφού ακόμα κι όταν την έπιασε… στα πράσα με το θετό τους γιο, το Θεοδόσιο, τον έπεισε ότι δεν ήταν αλήθεια αυτό που είδε γιατί… τάχατες πήγε μαζί του στο υπόγειο για να… κρύψουν τα πολύτιμα λάφυρα – αυτά που ο Βελισάριος δεν ήθελε να μαθευτούν, αν και αργότερα μαθεύτηκαν, όπως είπαμε πιο πάνω απ’ την πανούργα Θεοδώρα! Οι δύο γυναίκες είχαν κάνει βρόμικη συμμαχία!
Έρμαιο του ερωτικού του πάθους ο Βελισάριος είχε γίνει «
κουρέλι σωματικά και άβουλος ψυχικά». Η Αντωνίνα δε λογάριαζε ούτε θεϊκούς, ούτε ανθρώπινους νόμους. Ήταν ξεδιάντροπη και ξετσίπωτη σαν τη Θεοδώρα όταν έκανε στριπτήζ στον Ιππόδρομο. Αργότερα, ερωτευμένη τρελά με το Θεοδόσιο, η Αντωνίνα «
στην αρχή έκανε έρωτα μαζί του κρυφά. Έπειτα μπροστά στους υπηρέτες και στις θεραπαινίδες». Όταν αυτά έγιναν γνωστά στον κανονικό τους γιο, το Φώτιο, τον μίσησε και
«δεν έπαψε να του στήνει παγίδες και να του ετοιμάζει φονικά σχέδια». Τη δε υπηρέτρια Μακεδονία που μαζί με δύο άλλους δούλους είχαν δει τους έρωτές της με το Θεοδόσιο, «
πρώτα τους έκοψε τη γλώσσα μετά τους κατακομμάτιασε και μετά τους έβαλε μέσα σε σακιά και τους έριξε στη θάλασσα αδίστακτα».[xiii]
Τελειώνοντας δε θα αναφερθώ τι απέγινε το ζεύγος εκείνο της ντροπής ή τα «αδέρφια» που όπως λέει και ο Προκόπιος «των γυναικών οι αμαρτίες δεν ντρόπιαζαν μόνο τους συζύγους μα πιο πολύ βαραίνουν στα παιδιά τους».
Έτσι εξομολογήθηκε στο γιο του Φώτιο, ο Βελισάριος, δείχνοντάς του πόσο αγάπησε τη μάνα του, μην μπορώντας να της κάνει κανένα κακό, ακόμα κι αν μπορούσε να εκδικηθεί το Θεοδόσιο.
Ο Θεοδόσιος ήταν καλά κρυμμένος στο παλάτι. Τον έκρυβε η Θεοδώρα, τον περιποιόταν και τον… αναζωογονούσε με πλούσια φαγητά, ανέσεις και ψυχαγωγία. Τον προόριζε για στρατηγό. Για κακή της τύχη όμως, τον πρόλαβε βαριά δυσεντερία και τον αφάνισε. Ποιος ξέρει τι αφροδίσιες τροφές τον τάιζε η θερμόαιμη αυτοκράτειρα και τον ξέκανε πριν την ώρα του!
Ο λόγος που μερικές φορές αναγκαστήκαμε να αναφερθούμε στα προσωπικά των πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου, ήταν για να κάνουμε ζωντανή, στα μάτια του αναγνώστη, την ηθική σήψη της Βυζαντινής κοινωνίας που, κάτω από τη θεοσέβεια των καιρών, είχε αρχίσει κιόλας έντονα να μυρίζει!
Ο ΜΙΣΕΛΛΗΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Η ΠΟΡΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΑ
-------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Απαγορευόταν στους Συγκλητικούς να παντρευτούν όχι απλά μια πόρνη, αλλά έστω και κατώτερης κοινωνικής τάξης.
[v] «Και ήταν θλιβερό κι’ απίστευτο, μα την αλήθεια, το θέαμα να βλέπεις το Βελισάριο να περνοδιαβαίνει στους δρόμους του Βυζαντίου σαν ένας απλός και άσημος ιδιώτης, πάντα κατσουφιασμένος, μελαγχολικός και θλιμμένος να ζει πάντα με το βραχνά πως θα θανατωθεί» Ό.π. σελ. 113.
[vi] «Οι φρονιμότεροι που διάβαιναν στην αγορά και απρόσμενα την συναντούσαν, άλλαζαν δρόμο κι έφευγαν βιαστικά, μην αγγίξουν τα ρούχα της απάνω τους και ηθικά τους κηλιδώσει. Για όσους την συναντούσαν πρωί-πρωί ήταν κακό σημάδι για αυτούς και γρουσουζιά για όλη τη μέρα. Οι γυναικούλες του θεάτρου στη θέα της σκορπούσαν γρήγορα και χανόταν από μπροστά της, γιατί φοβούνταν μήπως τους πιάσει το βάσκαμα και το κακό της μάτι». Ό.π. σελ. 143.
[vii] Άλλες εκδόσεις όπως η Loeb του 1960 μετέφεραν τα χωρία αυτά του κειμένου χωρίς να τα περικόψουν. Η ελληνική έκδοση του 1973 μπορεί να μετέφερε τα χωρία ΙΧ 13-27 απ’ την πιο πάνω αγγλική έκδοση, μαζί με το αρχαίο ελληνικό κείμενο, όμως η απόδοσή τους στη νέα ελληνική γλώσσα και πάλι θεωρήθηκε «αδύνατη» για ευνόητους λόγους! Μα και στην παρούσα έκδοση, η αναφορά σε τέτοιες πληροφορίες, χωρίς να μας δίνει τίποτα περισσότερο, θα μας έβγαζε από το σκοπό που έχει το βιβλίο αυτό.
[viii] Ο.π. σελ. 174-176.
[ix] Charles Diehl «Θεοδώρα η Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου» μετάφραση Αντ. Μοσχοβάκη. Εκδόσεις Παρισιάνου (παρατίθεται από ΔήμητραΠιτσούνη σελ. 19-20).
[x] Σύμφωνα με μια υποσημείωση του Αλεμάννου, η Αντωνίνα είχε συγγένεια με τη Θεοδώρα γιατί η Ιωαννίνα, η κόρη που απέκτησε με το Βελισάριο, αρραβωνιάστηκε με ένα συγγενή της, τον Αναστάσιο. Πέρα από τη συγγένεια όμως, η Αντωνία ήταν «ζωστή» της Θεοδώρας, δηλαδή γυναίκα της αυλής, που έντυνε και καλλώπιζε τη βασίλισσα.