105 ὦ Σεμέλας τροφοὶ Θῆ- [στρ. β]
βαι, στεφανοῦσθε κισσῶι·
βρύετε βρύετε χλοήρει
μίλακι καλλικάρπωι
καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸς
110 ἢ ἐλάτας κλάδοισι,
στικτῶν τ᾽ ἐνδυτὰ νεβρίδων
στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων
μαλλοῖς· ἀμφὶ δὲ νάρθηκας ὑβριστὰς
ὁσιοῦσθ᾽· αὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει,
115Βρόμιος εὖτ᾽ ἂν ἄγηι θιάσους
εἰς ὄρος εἰς ὄρος, ἔνθα μένει
θηλυγενὴς ὄχλος
ἀφ᾽ ἱστῶν παρὰ κερκίδων τ᾽
οἰστρηθεὶς Διονύσωι.
120 ὦ θαλάμευμα Κουρή- [ἀντ. β]
των ζάθεοί τε Κρήτας
Διογενέτορες ἔναυλοι,
ἔνθα τρικόρυθες ἄντροις
βυρσότονον κύκλωμα τόδε
125 μοι Κορύβαντες ηὗρον·
βακχείαι δ᾽ ἅμα συντόνωι
κέρασαν ἡδυβόαι Φρυγίων
αὐλῶν πνεύματι ματρός τε Ῥέας ἐς
χέρα θῆκαν, κτύπον εὐάσμασι βακχᾶν·
130 παρὰ δὲ μαινόμενοι Σάτυροι
ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς,
ἐς δὲ χορεύματα
συνῆψαν τριετηρίδων,
αἷς χαίρει Διόνυσος.
135 ἡδὺς ἐν ὄρεσσιν ὅταν [ἐπῳδ.]
ἐκ θιάσων δρομαίων
πέσηι πεδόσε, νεβρίδος ἔχων
ἱερὸν ἐνδυτόν, ἀγρεύων
αἷμα τραγοκτόνον, ὠμοφάγον χάριν,
140 ἱέμενος εἰς ὄρεα Φρύγια Λύδι᾽
†ὁ δ᾽ ἔξαρχος† Βρόμιος·
εὖοἷ.
ῥεῖ δὲ γάλακτι πέδον, ῥεῖ δ᾽ οἴνωι,
ῥεῖ δὲ μελισσᾶν νέκταρι.
Συρίας δ᾽ ὡς λιβάνου κα
145 πνὸν ὁ Βακχεὺς ἀνέχων
πυρσώδη φλόγα πεύκας
ἐκ νάρθηκος ἀίσσει
δρόμωι καὶ χοροῖσιν
πλανάτας ἐρεθίζων
ἰαχαῖς τ᾽ ἀναπάλλων
150 τρυφερόν ‹τε› πλόκαμον εἰς αἰθέρα ῥίπτων.
†ἅμα δ᾽ ἐπ᾽ εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τοιάδ᾽·†
Ὦ ἴτε βάκχαι,
ὦ ἴτε βάκχαι,
Τμώλου χρυσορόου χλιδά,
155 μέλπετε τὸν Διόνυσον
βαρυβρόμων ὑπὸ τυμπάνων,
εὔια τὸν εὔιον ἀγαλλόμεναι θεὸν
ἐν Φρυγίαισι βοαῖς ἐνοπαῖσί τε,
160 λωτὸς ὅταν εὐκέλαδος
ἱερὸς ἱερὰ παίγματα βρέμηι σύνοχα
φοιτάσιν εἰς ὄρος εἰς ὄρος· ἡδομέ-
165 να δ᾽ ἄρα πῶλος ὅπως ἅμα ματέρι
φορβάδι κῶλον ἄγει ταχύπουν σκιρτήμασι βάκχα.
***
105Θήβα, μητέρα της Σεμέλης,
φόρεσε τα στεφάνια του κισσού.
Τυλίξου, τυλίξου με τη χλωρή σμιλακιά την καλλίκαρπη.
Με κλαδιά δρυός ή ελάτου
110παραδώσου στη βακχεία.
Στέψε το στικτό δέρμα του ελαφιού που θα φορέσεις
με το μαλλί λευκότριχων βοστρύχων.
Εξαγνίσου υψώνοντας τους αγέρωχους θύρσους.
Σε λίγο η χώρα ολόκληρη θα χορεύει,
115όταν ο Βάκχος θα οδηγεί τους θιάσους
στα όρη στα όρη,
όπου προσμένει το μέγα πλήθος των γυναικών,
που τις σήκωσε από τους αργαλειούς και τις σαΐτες
ο οίστρος του Διονύσου.
120Κρύπτη των Κουρήτων,
άγιοι τόποι της Κρήτης,
όπου εγεννήθη ο Ζεύς.
Μέσα στις σπηλιές σας
οι Κορύβαντες με τα τριπλά κράνη
125ήβραν για μένα τον τεντωμένο τούτο κύκλο από δέρμα.
Και μέσα στην ένταση του βακχικού χορού
έσμιξαν τον ήχο του τυμπάνου
με τη γλυκιά πνοή των Φρυγικών αυλών
και το άφησαν στα χέρια της μητέρας Ρέας,
να συνοδεύει ο χτύπος του τις βάκχες,
όταν αλαλάζουν ευοί ευάν.
130Από τη μητέρα θεά το άρπαξαν Σάτυροι τρελοί
και το έδεσαν με τους χορούς της τριετηρίδας,
όπου χρόνο παρά χρόνο αγάλλεται ο Διόνυσος.
135Γλυκός είναι πάνω στα όρη,
όταν ντυμένος με το ιερό δέρμα του ελαφιού
αφήνει τους θιάσους που τρέχουν,
πέφτει στο χώμα,
κυνηγάει το αίμα του σπαραγμένου τράγου,
την ηδονή να γεύεσαι σάρκα ωμή,
και ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
140κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος.
Ευοί!
Η γη πλημμυρίζει.
Ρέει γάλα,
ρέει κρασί,
ρέει το νέκταρ της μέλισσας.
Και όπως υψώνεται καπνός από λιβάνι της Συρίας,
145ο Βάκχος αφήνει από τον πυρσό του
τη λαμπερή φλόγα του πεύκου.
Με τους χορούς, με το τρέξιμο τους πιστούς ερεθίζει
να πλανώνται ασίγαστα·
με ιαχές τους δονεί,
150ανεμίζοντας στον αιθέρα τους αβρούς βοστρύχους του.
Και μέσα στα ευοί ευάν βοά:
Ώ ίτε βάκχες,
Ώ ίτε βάκχες,
καμάρι του χρυσοφόρου Τμώλου,
155υμνείτε τον Διόνυσο με τον ήχο τον βαρύ των τυμπάνων,
δοξάστε τον Βάκχο βακχεύοντας,
με φωνές φρυγικές, με αλαλαγμούς,
160όταν ο καλλικέλαδος αυλός ο ιερός
ιερές μελωδίες θα σκορπά,
συνοδεύοντας τις μαινάδες που πλανώνται
165στα όρη στα όρη.
Και η βάκχη αγάλλεται
και σαν το πουλάρι πλάι στη φοράδα που βόσκει
σκιρτά και τρέχει με γρήγορο βήμα.
βαι, στεφανοῦσθε κισσῶι·
βρύετε βρύετε χλοήρει
μίλακι καλλικάρπωι
καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸς
110 ἢ ἐλάτας κλάδοισι,
στικτῶν τ᾽ ἐνδυτὰ νεβρίδων
στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων
μαλλοῖς· ἀμφὶ δὲ νάρθηκας ὑβριστὰς
ὁσιοῦσθ᾽· αὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει,
115Βρόμιος εὖτ᾽ ἂν ἄγηι θιάσους
εἰς ὄρος εἰς ὄρος, ἔνθα μένει
θηλυγενὴς ὄχλος
ἀφ᾽ ἱστῶν παρὰ κερκίδων τ᾽
οἰστρηθεὶς Διονύσωι.
120 ὦ θαλάμευμα Κουρή- [ἀντ. β]
των ζάθεοί τε Κρήτας
Διογενέτορες ἔναυλοι,
ἔνθα τρικόρυθες ἄντροις
βυρσότονον κύκλωμα τόδε
125 μοι Κορύβαντες ηὗρον·
βακχείαι δ᾽ ἅμα συντόνωι
κέρασαν ἡδυβόαι Φρυγίων
αὐλῶν πνεύματι ματρός τε Ῥέας ἐς
χέρα θῆκαν, κτύπον εὐάσμασι βακχᾶν·
130 παρὰ δὲ μαινόμενοι Σάτυροι
ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς,
ἐς δὲ χορεύματα
συνῆψαν τριετηρίδων,
αἷς χαίρει Διόνυσος.
135 ἡδὺς ἐν ὄρεσσιν ὅταν [ἐπῳδ.]
ἐκ θιάσων δρομαίων
πέσηι πεδόσε, νεβρίδος ἔχων
ἱερὸν ἐνδυτόν, ἀγρεύων
αἷμα τραγοκτόνον, ὠμοφάγον χάριν,
140 ἱέμενος εἰς ὄρεα Φρύγια Λύδι᾽
†ὁ δ᾽ ἔξαρχος† Βρόμιος·
εὖοἷ.
ῥεῖ δὲ γάλακτι πέδον, ῥεῖ δ᾽ οἴνωι,
ῥεῖ δὲ μελισσᾶν νέκταρι.
Συρίας δ᾽ ὡς λιβάνου κα
145 πνὸν ὁ Βακχεὺς ἀνέχων
πυρσώδη φλόγα πεύκας
ἐκ νάρθηκος ἀίσσει
δρόμωι καὶ χοροῖσιν
πλανάτας ἐρεθίζων
ἰαχαῖς τ᾽ ἀναπάλλων
150 τρυφερόν ‹τε› πλόκαμον εἰς αἰθέρα ῥίπτων.
†ἅμα δ᾽ ἐπ᾽ εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τοιάδ᾽·†
Ὦ ἴτε βάκχαι,
ὦ ἴτε βάκχαι,
Τμώλου χρυσορόου χλιδά,
155 μέλπετε τὸν Διόνυσον
βαρυβρόμων ὑπὸ τυμπάνων,
εὔια τὸν εὔιον ἀγαλλόμεναι θεὸν
ἐν Φρυγίαισι βοαῖς ἐνοπαῖσί τε,
160 λωτὸς ὅταν εὐκέλαδος
ἱερὸς ἱερὰ παίγματα βρέμηι σύνοχα
φοιτάσιν εἰς ὄρος εἰς ὄρος· ἡδομέ-
165 να δ᾽ ἄρα πῶλος ὅπως ἅμα ματέρι
φορβάδι κῶλον ἄγει ταχύπουν σκιρτήμασι βάκχα.
***
105Θήβα, μητέρα της Σεμέλης,
φόρεσε τα στεφάνια του κισσού.
Τυλίξου, τυλίξου με τη χλωρή σμιλακιά την καλλίκαρπη.
Με κλαδιά δρυός ή ελάτου
110παραδώσου στη βακχεία.
Στέψε το στικτό δέρμα του ελαφιού που θα φορέσεις
με το μαλλί λευκότριχων βοστρύχων.
Εξαγνίσου υψώνοντας τους αγέρωχους θύρσους.
Σε λίγο η χώρα ολόκληρη θα χορεύει,
115όταν ο Βάκχος θα οδηγεί τους θιάσους
στα όρη στα όρη,
όπου προσμένει το μέγα πλήθος των γυναικών,
που τις σήκωσε από τους αργαλειούς και τις σαΐτες
ο οίστρος του Διονύσου.
120Κρύπτη των Κουρήτων,
άγιοι τόποι της Κρήτης,
όπου εγεννήθη ο Ζεύς.
Μέσα στις σπηλιές σας
οι Κορύβαντες με τα τριπλά κράνη
125ήβραν για μένα τον τεντωμένο τούτο κύκλο από δέρμα.
Και μέσα στην ένταση του βακχικού χορού
έσμιξαν τον ήχο του τυμπάνου
με τη γλυκιά πνοή των Φρυγικών αυλών
και το άφησαν στα χέρια της μητέρας Ρέας,
να συνοδεύει ο χτύπος του τις βάκχες,
όταν αλαλάζουν ευοί ευάν.
130Από τη μητέρα θεά το άρπαξαν Σάτυροι τρελοί
και το έδεσαν με τους χορούς της τριετηρίδας,
όπου χρόνο παρά χρόνο αγάλλεται ο Διόνυσος.
135Γλυκός είναι πάνω στα όρη,
όταν ντυμένος με το ιερό δέρμα του ελαφιού
αφήνει τους θιάσους που τρέχουν,
πέφτει στο χώμα,
κυνηγάει το αίμα του σπαραγμένου τράγου,
την ηδονή να γεύεσαι σάρκα ωμή,
και ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
140κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος.
Ευοί!
Η γη πλημμυρίζει.
Ρέει γάλα,
ρέει κρασί,
ρέει το νέκταρ της μέλισσας.
Και όπως υψώνεται καπνός από λιβάνι της Συρίας,
145ο Βάκχος αφήνει από τον πυρσό του
τη λαμπερή φλόγα του πεύκου.
Με τους χορούς, με το τρέξιμο τους πιστούς ερεθίζει
να πλανώνται ασίγαστα·
με ιαχές τους δονεί,
150ανεμίζοντας στον αιθέρα τους αβρούς βοστρύχους του.
Και μέσα στα ευοί ευάν βοά:
Ώ ίτε βάκχες,
Ώ ίτε βάκχες,
καμάρι του χρυσοφόρου Τμώλου,
155υμνείτε τον Διόνυσο με τον ήχο τον βαρύ των τυμπάνων,
δοξάστε τον Βάκχο βακχεύοντας,
με φωνές φρυγικές, με αλαλαγμούς,
160όταν ο καλλικέλαδος αυλός ο ιερός
ιερές μελωδίες θα σκορπά,
συνοδεύοντας τις μαινάδες που πλανώνται
165στα όρη στα όρη.
Και η βάκχη αγάλλεται
και σαν το πουλάρι πλάι στη φοράδα που βόσκει
σκιρτά και τρέχει με γρήγορο βήμα.