-«Πήγαινε στά δημοτικά τραγούδια, στή δημοτική τέχνη, καί στή χωριάτικη καί τή λαϊκή ζωή, γιά νά βρής τή γλώσσα σου, καί τήν Ψυχή σου. Καί μέ αυτά τά εφόδια άν έχεις μέσα σου ορμή καί φύσημα, θά πλάσης ότι θέλεις, παράδοση καί πολιτισμό και αλήθεια καί φιλοσοφία». Ίων Δραγούμης.
Σ’ αυτά, λοιπόν τά Δημοτικά μας τραγούδια – στίχοι, μελωδία, ρυθμός - είναι ή διαχρονική μελωδική φωνή και η αδάμαστη Ψυχή του Λαού μας. Είναι η Χαρά και η λύπη ενός γλυκόλαλου Λαϊκού Tραγουδιστή, έγραψα πρίν από καιρό... Τους στίχους και τις νότες τους, τα γράφει ο ανώνυμος στιχουργός και μουσουργός των Αιώνων. Τα Δημοτικά τραγούδια μας είναι το ρωγοβύζι της Ελληνικής Φυλής μας. Η Ελλάδα μας και οι Έλληνες επέζησαν διότι Πολέμησαν, Τραγούδησαν και Χόρεψαν. Τραγούδησαν την γέννηση με νανουρίσματα, τον θάνατο με μοιρολόγια, τον καημό, την χαρά, την λύπη, την ξενιτιά, τον πόνο, την χαρά, τούς αρραβώνες, τους γάμους τις γιορτές. Τραγούδησαν στά νυχτέρια , στους αργαλειούς, στα πλεξίματα, στα προικιά. Τραγούδησαν και χόρεψαν τη Μάνα Φύση και τις νομοτελειακές της λειτουργίες. Τραγούδησαν στις δουλειές, στα χωράφια, στους κάμπους, στά λαγκάδια. Τραγούδησαν τη σπορά, το θέρος, τον τρύγο. Τραγούδησαν τα ήθη και τα έθιμα, τα κατορθώματα και τούς ηρωισμούς, τα βάσανα, τους καημούς και τις πίκρες. Παντού λοιπόν τραγούδι!!!.
Ένας μεγάλος μουσουργός είπε: «Ω !, Ελλάς! ΄Εάν θέλεις κάτι νά θαυμάσεις, θαύμασε τά δημοτικά σου τραγούδια. Τά Δημοτικά Τραγούδια δέν έχουν στιχουργό καί επώνυμο συνθέτη. Έχουν δημιουργό καί «συνθέτη» τόν υπέροχο λαό μας καί σ΄ αυτόν ανήκουν, πρέπει νά υπάρχουν τά ανάλογα ερεθίσματα γιά νά «γεννηθεί» δημοτικό ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Νά μιλήσει στήν ψυχή καί να μείνει. Νά έχει ορμή, φύσημα καρδιάς καί Ψυχής. Τα Δημοτικά τραγούδια μας γράφτηκαν από το Λαό μας σε στιγμές Εθνικών κλυδωνισμών, τότε πού αγωνιζόταν γιά τήν ΄Ελευθερία του καί τραγουδούσε τίς μεγάλες νίκες, τίς χαρές, τίς συμφορές καί τίς λύπες του. Μέσα τους κρύβουν ολόκληρη τήν Ψυχή του λαού μας, τόν Λαϊκό Πολιτισμό, τίς παραδόσεις, τούς καημούς καί τόν ύμνο στόν Έρωτα καί τή Ζωή. Μεγάλος μουσουργός είπε: «΄Εάν μπορούσα νά γράψω έστω καί ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι, θά απέρριπτα ό,τι έχω γράψει μέχρι σήμερα»!.
Έτσι, λοιπόν ο Λαός μας «συν-ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ» κι έπλασε Τραγούδια ‘Ιστορικά, Κλέφτικα, ΄Ακριτικά, Τραγούδια γιά τήν Αγάπη καί τόν Έρωτα, γιά τούς Γάμους, (Νυφιάτικα) γιά τά Κάλαντα (Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς – Φώτων – τού Μάρτη, τής Αποκριάς (Περιγελαστικά, Σκωπτικά) – τά Βαϊτικα ή τού Λαζάρου κλπ), Τραγούδια γιά τόν Κλήδωνα, Νανουρίσματα ή νταχταρίσματα, Τραγούδια γιά τήν Ξενιτιά-πού όλως παραδόξως απουσιάζει ο Πατέρας απ’ αυτά - τά Μοιρολόγια, τά Μοιρολόγια τού Κάτω Κόσμου καί τού Χάρου, τά Γνωμικά ή Παροιμιώδη! κ.α.
Μία, όμως, μεγάλη κατηγορία Δημοτικών μας Τραγουδιών είναι και οι Παραλογές, όπου τά ΄Εθνικά μας αυτά (άσματα) Τραγούδια, έχουν υπόθεση ΄Ιδεώδη! ή πεπλατισμένη! ‘Η Φαντασία του Λαού μας εκδηλώνεται μετά περισσής ποικιλίας, ΄Ελευθερίας καί Δύναμης. Χάριν παραδείγματος: Τό δοκίμιν τής ΄Αγάπης, Τ΄ αγαπημένα ΄Αδέλφια κι η Κακή γυναίκα, Τής ΄Απολησμονημένης, τής Κουμπάρας πού έγινε Νύφη, ο γυρισμός τού Ξενιτεμένου, τής Νύφης πού κακοτύχησε, τού Κύρ΄ Βοριά, τού Γιοφυριού τής Άρτας, η Μάννα η Φόνισσα, τού Νεκρού Αδελφού ή τής ΄Αρετής, τής ΄Ωριάς τό Κάστρο, μέ διάδοση σέ όλες τίς Χώρες τής Χερσονήσου τού Αίμου, κ.α.
Τής ΄Ωριάς τό Κάστρο
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργυές του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλιένες κι' αργυρά κλειδιά,
και του γιαλιού η πόρτα ‘στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο.
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί,
στον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό,
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
-Ουδέ τ’ άσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τ’ άλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τον πύργο - πύργο πάει και γυροβολάει,
σ’ την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.
-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιές.
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή,
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν σ’ τάσπρα, όλοι σ’ τα φλωριά,
και κείνος εις την κόρη, πού ‘ναι στα γυαλιά.
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε. πηγή : Ν.Γ.Πολίτου (Δημοτικά Τραγόυδια)
΄Ωριά όμως σημαίνει ΄Ωραία! Είναι η ΄Ωραία Βασιλοπούλα, ή καί η Κυρά τού Κάστρου πού τό υπερασπίζεται ‘Ηρωϊκά μαζί μέ τούς στρατευμένους Πολίτες πού είναι οι ΄Οπλίτες τής Πόλεως προστατευόμενοι στήν ΄Ακρόπολη (άκρον Πόλεως ) στό Κάστρο της. Τά Κάστρα ήταν πάντοτε απόρθητα. Έπεφταν! «από μέσα», μέ δόλο, με «δούρειο» τρόπο, μέ απάτη, μέ υπονόμευση ή καί προδοσία. Τότε η ΄Ωραία Βασιλοπούλα, αρνούμενη νά παραδοθεί στόν πορθητή- κατακτητή, γκρεμιζόταν από τόν Πύργο, καί σκοτωνόταν. ‘Η Θυσία της είχε διπλή σημασία, τόσο γιά το ’Αγαθό της ’Ελευθερίας, όσο γιά Παραδειγματισμό καί Μίμηση! Ο Πρώτος Θρύλος μας ( Παραλογή; ) τής ΄Ωριάς αρχίζει από τό Κάστρο της Τροίας! (Έπη τού Ομήρου) μέ πρώτη ΄Ωριά τήν ΄Ωραία ‘Ελένη! καί φτάνει μέχρι τόν 18ο Αιώνα μέ κατακρημνίσεις βασιλισσών από Πύργους. ‘Η σημασία τού θρύλου – παραλογής, έχει διαχρονική αξία.
Οι σχέσεις τής ΄Ωριάς - ΄Ωραίας, μέ τίς Ώρες καί τούς ΄Ανέμους (αέρηδες) τού Θεού Αίολου, είναι απόλυτα εναρμονισμένες διότι, πέρα από τήν αισθητική πού αναδεικνύεται είναι οπωσδήποτε καί μιά αλληγορία. Κάστρο μπορεί νά χαρακτηρισθεί καί νά λογισθεί ο ίδιος ο έλλογος Άνθρωπος, ο Ένας, ο καθένας στρατευμένος Πολίτης -΄Οπλίτης τής Ζωής του καί ΄Ωριά – ΄Ωραία, η ωραιότητά του στίς Πράξεις του. Κάστρο μπορεί ακόμη νά λογιστεί σήμερα η Οικογένεια, η ΄Εργασία, η Κοινότητα, ο Δήμος, ο Σύλλογος, τό Σωματείο, η Βουλή, τό Σύνταγμα κ.α.
΄Αλληγορικά ΄Ωριά – ΄Ωραία, είναι η Ελλάδα μας, ώς ΄Ιδέα προσωποποιημένη, καί Κάστρο, η Χώρα, η Πολιτεία, καί φυσικά κατά προέκταση η κάθε Χώρα μέ τόν Πολιτισμό της. Και η Ωριά δέν πρέπει νά πεθάνει όπως συμβαίνει μέ τήν ΄Ωριά τού θρύλου-παραλογής, πού όταν τό Κάστρο πέφτει, εκείνη γκρεμίζεται από τόν πύργο καί πεθαίνει. ‘Η υπεράσπιση τού «Κάστρου τής ΄Ωριάς» είναι υπόθεση όλων μας. Συμμάχους μας έχουμε τις Ώρες, ( Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη) τό αεικίνητο τών ούριων ΄Ανέμων – αέρηδων καί τίς πνοές των Ψυχών μας. Διότι, δούρειοι καιροφυλακτούν παντού καί πάντοτε μέ τούς δικούς τους θούριους, έτσι λένε.
-------------------
υ.γ.Τό Έτυμα τών λέξεων (για πιθανή υποβοήθηση κατανόησης τών αλληγοριών)
Κούλα (ω>ου) > κωλύω φρούριο, πύργος, σκοπιά, κουλάς, κουλές, σκώλον, σκωλιόομαι, σκώλος, σκαλώνω (ω>α), σκάλωμα. Κολάζω = περιορίζω, αναχαιτίζω, ο>ω, α>υ - εμποδίζω, σταματώ, απαγορεύω, δέν αφήνω, δεν επιτρέπω, παρακωλύω, εγείρω εμπόδια>κώλησις, κώλημα, κωλύμη, κωλησι-, κωλύτης, κωλυτήρ, κωλυτός, κώλος (εμποδίζει τήν έξοδο τών περιττωμάτων).
Ώραι: Θαλλώ, Αυξώ καί Καρπώ. α (αθροιστικό, τό οποίο δασύνεται) + οράω (ούρος, ώρα)-οι φυλάττουσες τίς εκ νεφελών πύλες τού ουρανού καί θεραπαινίδες τών Θεών. Εφύλασσαν καί επόπτευαν τά έργα των ανθρώπων, προστάτιδες τού έτους καί τών καρπών. Θεωρούνταν ως αιτίες τής ωριμότητας καί τελειότητας όλων τών φυσικών!!! προϊόντων, μάλιστα δέ τής ακμής καί καλλονής τού ανθρώπου στόν βίο του.
Ώρα, ώρη Ώραι, ούρος, ώρα (ψιλούμενη)- ορισμένος χρόνος, χρονική περίοδος (διότι ο ούρος, φρουρός, εναλλάσσεται στην σκοπιά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα), χρονική περίοδος οριζομένη διά τών φυσικών νόμων, περίοδος τού έτους, τού μηνός, τής ημέρας, απολύτως, η ακμή του έτους, η ώρα τής ανοίξεως, καθόλου, τό έτος, στόν πληθυντικό, τό κλίμα κάποιας χώρας ως οριζόμενο από τίς ώρες τού έτους, τά τέσσερα σημεία τού ορίζοντα, από δέ τήν σημασία τής καλλίστης ώρας τού έτους, κατάντησε νά σημαίνει όπως τό καιρός, τόν προσήκοντα χρόνον, τήν κατάλληλη ώρα ή εποχή γιά κάποιο πράγμα, η ακμή τής νεότητας. τώρα (τη ώρα, συνηρ.), ενωρίς (εν), νωρίς, ωραία- τά παραγόμενα υπό τών ωρών τού έτους, οι καρποί των ωρών τού έτους, ωραίος- ο παραγόμενος ή γινόμενος κατά τήν προσήκουσα ώρα, έγκαιρος, ώριμος, ώριμος γιά κάποιο πράγμα, νεανικός, χαρούμενος, ΄Ωραία (εορτή), ώριος, ωρίως, ωραιόομαι, ωραιοπολέω (πολέω), ωραιοπώλης, ωραιότης, ωραϊστής, ωρεσιδότης (δίδω), ωρηφόρος (φέρω), ωριαίνω, ωριαίος, ωριάς, ωρικός, ώριμος, ωριμάζω, ωριμαία, ωριμότης, ωριόκαρπος, ωρογνωμονέω (γνώμων), ωρο-, ωροσκοπέω, ωροσκόπησις, ωροσκόπος, ωροσκόπιον, ωροσκοπείον, ωρολόγιον (λέγω), ρολόι, ρολογάς, ρολόγι, ωρόμαντις, ωρομέδων (μέδω), ωρονομέω, ωρονομεύω, ωρονομείον, ωρονόμος, ώρος,΄Ωρίων (ψιλούμενο, α, επιτατ., ήταν ωραιότατος), αυθωρί (αυτός, τ>θ)- ευθύς, πάραυτα, αυτοστιγμί, αυθωρεί, αυθωρόν. ώρα > φροντίδα, μέριμνα, πρόνοια, ενδιαφέρον. ώρη, άωρος (α, στερητ.)- ύπνος και ώρος (συνηρ.), ώριος, ώρες, ωρεύω, ωρέω, ωρήσσω, ώριον, ωρείον, ωρειάριος, ώρημα, ωρίζω.
Ούρος: όρ-νυμι (ο>ου) - ούριος, ευνοϊκός άνεμος από τήν ξηρά γιά απόπλουν>ούριος, ουριοστάτης (ίστημι), ώρος (ου>ω), ουριότης, ουριόω, ούρον, ουρίζω.
Δούρας: δόρυ δρύς, γεν. δρυός > δυρός (ρυ>υρ) > δούρος (ο>ου) > δόρυ- στέλεχος, δένδρο, ξύλο, δοκός, κουπί, τό ξύλο τής λόγχης ή σημαίας, δορατίζομαι, δορατισμός, δορήιος, δοριάλωτος (αλίσκομαι), δοριαλωσία, δορυάλωτος, δορίκτητος, (κτάομαι), δορυφορέω (φέρω), δορυφόρημα, δορυφορία, δορυφόρος, δορυφορικός, δορυσσός (σεύω), δορυσσόητος, δορυξόος (ξέω), δούριος, (δούρειος> ο κατασκευασθείς από δρύ καί δωρισθείς!!!).
Θρώσκω: μέλλ. θορούμαι, από τό θάρσος (α>ο) - πηδώ, εφορμώ, προσβάλλω, άλλομαι, θορός (εκτινάσσεται), θοροποιός, θόρνυμαι, θορίσκομαι, θορικός, θοριώδης, θοραίος, θορή, θουρήεις (ο>ου), θουραίος, θουράω, θούρης, θούρητα, θούρος, θούριος, θουριών, θούρις.
Θάλος: > τρέφω, πρκμ. τέθραμμαι, θρα- > θαρ (ρα>αρ) > θαλ- (ρ>λ), διότι οι έννοιες τού θάλος ταυτίζονται μέ αυτές τού τρέφω, δηλαδή κάνω κάτι νά αυξήσει, ανατρέφω, βόσκω, μεγαλώνω, παράγω, είμαι πλήρης (θάλλω), θαλλός, θάλλω, θαλέθω, θαλέω, Θάλεια, θάλεα, θαλερός, θαλερώπις (ωψ), θαλερόμματος (όμμα), θαλία, Θαλής, θαλιάζω, θάλλινος, θαλύνω, θαλύσια, θαλυσίας, θαλύσιος, θηλέω (α>η), αναθηλέω.
΄Αέξω: α (επιτατ.) + έξω (μέλλ. τού έχω) - αυξάνω, ευρύνω, τρέφω, προάγω, ισχυροποιώ, υψώνω, δοξάζω, αεξίβιος (βίος), αεξίγυιος (γυίον), αεξίκακος, αεξίνοος, αεξίτοκος, αναέξω, αύξω [αέξω > αάξω (ε>α) > αύξω (α>υ)], αύξημα, αύξη, αύξησις, Αυξησία, Αυξώ, αυξητής, αυξητικός, αυξι-, αυξο-, αύξιμος, αυξίς.
Οπώρα: οπτ-άω + ώρα, ώριμος, μέ αποβολή του τ (για τον λόγον αυτόν δεν τρέπεται το π σε φ, προ της δασείας του ώρα) - τό μέρος τού έτους από τά μέσα ΄Ιουλίου μέχρι καί μέρος τού Σεπτεμβρίου, όταν ωριμάζουν οι καρποί, ο ίδιος ο καρπός, η θερινή ακμή, άνθος τής νεότητας, όπως τό ώρα, οπωρεύς, οπωριαίος, οπώριμος, οπωρικός, οπωρινός, οπωρισμός, οπωροφόρος, οπωρίζω, οπωροπρατέω (πιπράσκω), οπωρώνη (ωνέομαι), οπωρώνας, οπωροβασιλίς.
Λίψ: > λείψαι (ει>ι), απαρ. τού λείβω-ρυάκι, ρεύμα, λοιβή, σπονδή, ο νοτιοδυτικός άνεμος (είτε επειδή έφερε υγρασία είτε ξηρασία, διότι λείβω σημαίνει σπένδω αλλά καί τήκομαι, φθείρομαι), λίβας (λιβός, γεν. τού λίψ), λιβόνοτος (νότος), λιβοζέφυρος, Λιβύη (από τήν οποία έρχεται ο λίβας), Λίβυς, Λιβυκός.
΄Αέλλα: α (επιτατ.) + είλλω (ρίζα ελ-) - θυελλώδης άνεμος, ανεμοστρόβιλος. αελλάς, αελλαίος, αελλήεις, αελλοδρόμας, αέλλομαι, αελλός, Αελλώ, αελλώδης.
Τροία: τηρέω > τρέω > Τροία (ε>ο>οι), κειμένη επί λόφου, ήταν καλώς οχυρωμένη (τύρσις), Τροίη, Τρώα (οι>ω), Τρωαδεύς, Τρωάς, Τρωιάς, Τρωϊκός, Τρώϊος, Τρωός, Τρωίς, Τρώς, Τρωοφθόρος, Τροιζήν (ζήν = ζάω, ζώ), βρίσκονταν επί λόφου), Τροιζήνιος, Τροιζηνίς.
‘Ελένη: ‘ελώ, μέλλ. του αιρέω - η καταστρεπτική, ως κύριο όνομα, έλανδρος (ανήρ), ελέναυς (ναύς), ‘Ελένια, ‘Ελενοφόντης (φονεύω), ελέπολις, ελένη, ελάνη (αναλίσκεται), ελένιον, ελετός.
Σ’ αυτά, λοιπόν τά Δημοτικά μας τραγούδια – στίχοι, μελωδία, ρυθμός - είναι ή διαχρονική μελωδική φωνή και η αδάμαστη Ψυχή του Λαού μας. Είναι η Χαρά και η λύπη ενός γλυκόλαλου Λαϊκού Tραγουδιστή, έγραψα πρίν από καιρό... Τους στίχους και τις νότες τους, τα γράφει ο ανώνυμος στιχουργός και μουσουργός των Αιώνων. Τα Δημοτικά τραγούδια μας είναι το ρωγοβύζι της Ελληνικής Φυλής μας. Η Ελλάδα μας και οι Έλληνες επέζησαν διότι Πολέμησαν, Τραγούδησαν και Χόρεψαν. Τραγούδησαν την γέννηση με νανουρίσματα, τον θάνατο με μοιρολόγια, τον καημό, την χαρά, την λύπη, την ξενιτιά, τον πόνο, την χαρά, τούς αρραβώνες, τους γάμους τις γιορτές. Τραγούδησαν στά νυχτέρια , στους αργαλειούς, στα πλεξίματα, στα προικιά. Τραγούδησαν και χόρεψαν τη Μάνα Φύση και τις νομοτελειακές της λειτουργίες. Τραγούδησαν στις δουλειές, στα χωράφια, στους κάμπους, στά λαγκάδια. Τραγούδησαν τη σπορά, το θέρος, τον τρύγο. Τραγούδησαν τα ήθη και τα έθιμα, τα κατορθώματα και τούς ηρωισμούς, τα βάσανα, τους καημούς και τις πίκρες. Παντού λοιπόν τραγούδι!!!.
Ένας μεγάλος μουσουργός είπε: «Ω !, Ελλάς! ΄Εάν θέλεις κάτι νά θαυμάσεις, θαύμασε τά δημοτικά σου τραγούδια. Τά Δημοτικά Τραγούδια δέν έχουν στιχουργό καί επώνυμο συνθέτη. Έχουν δημιουργό καί «συνθέτη» τόν υπέροχο λαό μας καί σ΄ αυτόν ανήκουν, πρέπει νά υπάρχουν τά ανάλογα ερεθίσματα γιά νά «γεννηθεί» δημοτικό ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Νά μιλήσει στήν ψυχή καί να μείνει. Νά έχει ορμή, φύσημα καρδιάς καί Ψυχής. Τα Δημοτικά τραγούδια μας γράφτηκαν από το Λαό μας σε στιγμές Εθνικών κλυδωνισμών, τότε πού αγωνιζόταν γιά τήν ΄Ελευθερία του καί τραγουδούσε τίς μεγάλες νίκες, τίς χαρές, τίς συμφορές καί τίς λύπες του. Μέσα τους κρύβουν ολόκληρη τήν Ψυχή του λαού μας, τόν Λαϊκό Πολιτισμό, τίς παραδόσεις, τούς καημούς καί τόν ύμνο στόν Έρωτα καί τή Ζωή. Μεγάλος μουσουργός είπε: «΄Εάν μπορούσα νά γράψω έστω καί ένα ελληνικό δημοτικό τραγούδι, θά απέρριπτα ό,τι έχω γράψει μέχρι σήμερα»!.
Έτσι, λοιπόν ο Λαός μας «συν-ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ» κι έπλασε Τραγούδια ‘Ιστορικά, Κλέφτικα, ΄Ακριτικά, Τραγούδια γιά τήν Αγάπη καί τόν Έρωτα, γιά τούς Γάμους, (Νυφιάτικα) γιά τά Κάλαντα (Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς – Φώτων – τού Μάρτη, τής Αποκριάς (Περιγελαστικά, Σκωπτικά) – τά Βαϊτικα ή τού Λαζάρου κλπ), Τραγούδια γιά τόν Κλήδωνα, Νανουρίσματα ή νταχταρίσματα, Τραγούδια γιά τήν Ξενιτιά-πού όλως παραδόξως απουσιάζει ο Πατέρας απ’ αυτά - τά Μοιρολόγια, τά Μοιρολόγια τού Κάτω Κόσμου καί τού Χάρου, τά Γνωμικά ή Παροιμιώδη! κ.α.
Μία, όμως, μεγάλη κατηγορία Δημοτικών μας Τραγουδιών είναι και οι Παραλογές, όπου τά ΄Εθνικά μας αυτά (άσματα) Τραγούδια, έχουν υπόθεση ΄Ιδεώδη! ή πεπλατισμένη! ‘Η Φαντασία του Λαού μας εκδηλώνεται μετά περισσής ποικιλίας, ΄Ελευθερίας καί Δύναμης. Χάριν παραδείγματος: Τό δοκίμιν τής ΄Αγάπης, Τ΄ αγαπημένα ΄Αδέλφια κι η Κακή γυναίκα, Τής ΄Απολησμονημένης, τής Κουμπάρας πού έγινε Νύφη, ο γυρισμός τού Ξενιτεμένου, τής Νύφης πού κακοτύχησε, τού Κύρ΄ Βοριά, τού Γιοφυριού τής Άρτας, η Μάννα η Φόνισσα, τού Νεκρού Αδελφού ή τής ΄Αρετής, τής ΄Ωριάς τό Κάστρο, μέ διάδοση σέ όλες τίς Χώρες τής Χερσονήσου τού Αίμου, κ.α.
Τής ΄Ωριάς τό Κάστρο
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργυές του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλιένες κι' αργυρά κλειδιά,
και του γιαλιού η πόρτα ‘στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο.
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί,
στον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό,
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
-Ουδέ τ’ άσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τ’ άλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τον πύργο - πύργο πάει και γυροβολάει,
σ’ την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.
-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιές.
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή,
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν σ’ τάσπρα, όλοι σ’ τα φλωριά,
και κείνος εις την κόρη, πού ‘ναι στα γυαλιά.
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε. πηγή : Ν.Γ.Πολίτου (Δημοτικά Τραγόυδια)
΄Ωριά όμως σημαίνει ΄Ωραία! Είναι η ΄Ωραία Βασιλοπούλα, ή καί η Κυρά τού Κάστρου πού τό υπερασπίζεται ‘Ηρωϊκά μαζί μέ τούς στρατευμένους Πολίτες πού είναι οι ΄Οπλίτες τής Πόλεως προστατευόμενοι στήν ΄Ακρόπολη (άκρον Πόλεως ) στό Κάστρο της. Τά Κάστρα ήταν πάντοτε απόρθητα. Έπεφταν! «από μέσα», μέ δόλο, με «δούρειο» τρόπο, μέ απάτη, μέ υπονόμευση ή καί προδοσία. Τότε η ΄Ωραία Βασιλοπούλα, αρνούμενη νά παραδοθεί στόν πορθητή- κατακτητή, γκρεμιζόταν από τόν Πύργο, καί σκοτωνόταν. ‘Η Θυσία της είχε διπλή σημασία, τόσο γιά το ’Αγαθό της ’Ελευθερίας, όσο γιά Παραδειγματισμό καί Μίμηση! Ο Πρώτος Θρύλος μας ( Παραλογή; ) τής ΄Ωριάς αρχίζει από τό Κάστρο της Τροίας! (Έπη τού Ομήρου) μέ πρώτη ΄Ωριά τήν ΄Ωραία ‘Ελένη! καί φτάνει μέχρι τόν 18ο Αιώνα μέ κατακρημνίσεις βασιλισσών από Πύργους. ‘Η σημασία τού θρύλου – παραλογής, έχει διαχρονική αξία.
Οι σχέσεις τής ΄Ωριάς - ΄Ωραίας, μέ τίς Ώρες καί τούς ΄Ανέμους (αέρηδες) τού Θεού Αίολου, είναι απόλυτα εναρμονισμένες διότι, πέρα από τήν αισθητική πού αναδεικνύεται είναι οπωσδήποτε καί μιά αλληγορία. Κάστρο μπορεί νά χαρακτηρισθεί καί νά λογισθεί ο ίδιος ο έλλογος Άνθρωπος, ο Ένας, ο καθένας στρατευμένος Πολίτης -΄Οπλίτης τής Ζωής του καί ΄Ωριά – ΄Ωραία, η ωραιότητά του στίς Πράξεις του. Κάστρο μπορεί ακόμη νά λογιστεί σήμερα η Οικογένεια, η ΄Εργασία, η Κοινότητα, ο Δήμος, ο Σύλλογος, τό Σωματείο, η Βουλή, τό Σύνταγμα κ.α.
΄Αλληγορικά ΄Ωριά – ΄Ωραία, είναι η Ελλάδα μας, ώς ΄Ιδέα προσωποποιημένη, καί Κάστρο, η Χώρα, η Πολιτεία, καί φυσικά κατά προέκταση η κάθε Χώρα μέ τόν Πολιτισμό της. Και η Ωριά δέν πρέπει νά πεθάνει όπως συμβαίνει μέ τήν ΄Ωριά τού θρύλου-παραλογής, πού όταν τό Κάστρο πέφτει, εκείνη γκρεμίζεται από τόν πύργο καί πεθαίνει. ‘Η υπεράσπιση τού «Κάστρου τής ΄Ωριάς» είναι υπόθεση όλων μας. Συμμάχους μας έχουμε τις Ώρες, ( Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη) τό αεικίνητο τών ούριων ΄Ανέμων – αέρηδων καί τίς πνοές των Ψυχών μας. Διότι, δούρειοι καιροφυλακτούν παντού καί πάντοτε μέ τούς δικούς τους θούριους, έτσι λένε.
-------------------
υ.γ.Τό Έτυμα τών λέξεων (για πιθανή υποβοήθηση κατανόησης τών αλληγοριών)
Κούλα (ω>ου) > κωλύω φρούριο, πύργος, σκοπιά, κουλάς, κουλές, σκώλον, σκωλιόομαι, σκώλος, σκαλώνω (ω>α), σκάλωμα. Κολάζω = περιορίζω, αναχαιτίζω, ο>ω, α>υ - εμποδίζω, σταματώ, απαγορεύω, δέν αφήνω, δεν επιτρέπω, παρακωλύω, εγείρω εμπόδια>κώλησις, κώλημα, κωλύμη, κωλησι-, κωλύτης, κωλυτήρ, κωλυτός, κώλος (εμποδίζει τήν έξοδο τών περιττωμάτων).
Ώραι: Θαλλώ, Αυξώ καί Καρπώ. α (αθροιστικό, τό οποίο δασύνεται) + οράω (ούρος, ώρα)-οι φυλάττουσες τίς εκ νεφελών πύλες τού ουρανού καί θεραπαινίδες τών Θεών. Εφύλασσαν καί επόπτευαν τά έργα των ανθρώπων, προστάτιδες τού έτους καί τών καρπών. Θεωρούνταν ως αιτίες τής ωριμότητας καί τελειότητας όλων τών φυσικών!!! προϊόντων, μάλιστα δέ τής ακμής καί καλλονής τού ανθρώπου στόν βίο του.
Ώρα, ώρη Ώραι, ούρος, ώρα (ψιλούμενη)- ορισμένος χρόνος, χρονική περίοδος (διότι ο ούρος, φρουρός, εναλλάσσεται στην σκοπιά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα), χρονική περίοδος οριζομένη διά τών φυσικών νόμων, περίοδος τού έτους, τού μηνός, τής ημέρας, απολύτως, η ακμή του έτους, η ώρα τής ανοίξεως, καθόλου, τό έτος, στόν πληθυντικό, τό κλίμα κάποιας χώρας ως οριζόμενο από τίς ώρες τού έτους, τά τέσσερα σημεία τού ορίζοντα, από δέ τήν σημασία τής καλλίστης ώρας τού έτους, κατάντησε νά σημαίνει όπως τό καιρός, τόν προσήκοντα χρόνον, τήν κατάλληλη ώρα ή εποχή γιά κάποιο πράγμα, η ακμή τής νεότητας. τώρα (τη ώρα, συνηρ.), ενωρίς (εν), νωρίς, ωραία- τά παραγόμενα υπό τών ωρών τού έτους, οι καρποί των ωρών τού έτους, ωραίος- ο παραγόμενος ή γινόμενος κατά τήν προσήκουσα ώρα, έγκαιρος, ώριμος, ώριμος γιά κάποιο πράγμα, νεανικός, χαρούμενος, ΄Ωραία (εορτή), ώριος, ωρίως, ωραιόομαι, ωραιοπολέω (πολέω), ωραιοπώλης, ωραιότης, ωραϊστής, ωρεσιδότης (δίδω), ωρηφόρος (φέρω), ωριαίνω, ωριαίος, ωριάς, ωρικός, ώριμος, ωριμάζω, ωριμαία, ωριμότης, ωριόκαρπος, ωρογνωμονέω (γνώμων), ωρο-, ωροσκοπέω, ωροσκόπησις, ωροσκόπος, ωροσκόπιον, ωροσκοπείον, ωρολόγιον (λέγω), ρολόι, ρολογάς, ρολόγι, ωρόμαντις, ωρομέδων (μέδω), ωρονομέω, ωρονομεύω, ωρονομείον, ωρονόμος, ώρος,΄Ωρίων (ψιλούμενο, α, επιτατ., ήταν ωραιότατος), αυθωρί (αυτός, τ>θ)- ευθύς, πάραυτα, αυτοστιγμί, αυθωρεί, αυθωρόν. ώρα > φροντίδα, μέριμνα, πρόνοια, ενδιαφέρον. ώρη, άωρος (α, στερητ.)- ύπνος και ώρος (συνηρ.), ώριος, ώρες, ωρεύω, ωρέω, ωρήσσω, ώριον, ωρείον, ωρειάριος, ώρημα, ωρίζω.
Ούρος: όρ-νυμι (ο>ου) - ούριος, ευνοϊκός άνεμος από τήν ξηρά γιά απόπλουν>ούριος, ουριοστάτης (ίστημι), ώρος (ου>ω), ουριότης, ουριόω, ούρον, ουρίζω.
Δούρας: δόρυ δρύς, γεν. δρυός > δυρός (ρυ>υρ) > δούρος (ο>ου) > δόρυ- στέλεχος, δένδρο, ξύλο, δοκός, κουπί, τό ξύλο τής λόγχης ή σημαίας, δορατίζομαι, δορατισμός, δορήιος, δοριάλωτος (αλίσκομαι), δοριαλωσία, δορυάλωτος, δορίκτητος, (κτάομαι), δορυφορέω (φέρω), δορυφόρημα, δορυφορία, δορυφόρος, δορυφορικός, δορυσσός (σεύω), δορυσσόητος, δορυξόος (ξέω), δούριος, (δούρειος> ο κατασκευασθείς από δρύ καί δωρισθείς!!!).
Θρώσκω: μέλλ. θορούμαι, από τό θάρσος (α>ο) - πηδώ, εφορμώ, προσβάλλω, άλλομαι, θορός (εκτινάσσεται), θοροποιός, θόρνυμαι, θορίσκομαι, θορικός, θοριώδης, θοραίος, θορή, θουρήεις (ο>ου), θουραίος, θουράω, θούρης, θούρητα, θούρος, θούριος, θουριών, θούρις.
Θάλος: > τρέφω, πρκμ. τέθραμμαι, θρα- > θαρ (ρα>αρ) > θαλ- (ρ>λ), διότι οι έννοιες τού θάλος ταυτίζονται μέ αυτές τού τρέφω, δηλαδή κάνω κάτι νά αυξήσει, ανατρέφω, βόσκω, μεγαλώνω, παράγω, είμαι πλήρης (θάλλω), θαλλός, θάλλω, θαλέθω, θαλέω, Θάλεια, θάλεα, θαλερός, θαλερώπις (ωψ), θαλερόμματος (όμμα), θαλία, Θαλής, θαλιάζω, θάλλινος, θαλύνω, θαλύσια, θαλυσίας, θαλύσιος, θηλέω (α>η), αναθηλέω.
΄Αέξω: α (επιτατ.) + έξω (μέλλ. τού έχω) - αυξάνω, ευρύνω, τρέφω, προάγω, ισχυροποιώ, υψώνω, δοξάζω, αεξίβιος (βίος), αεξίγυιος (γυίον), αεξίκακος, αεξίνοος, αεξίτοκος, αναέξω, αύξω [αέξω > αάξω (ε>α) > αύξω (α>υ)], αύξημα, αύξη, αύξησις, Αυξησία, Αυξώ, αυξητής, αυξητικός, αυξι-, αυξο-, αύξιμος, αυξίς.
Οπώρα: οπτ-άω + ώρα, ώριμος, μέ αποβολή του τ (για τον λόγον αυτόν δεν τρέπεται το π σε φ, προ της δασείας του ώρα) - τό μέρος τού έτους από τά μέσα ΄Ιουλίου μέχρι καί μέρος τού Σεπτεμβρίου, όταν ωριμάζουν οι καρποί, ο ίδιος ο καρπός, η θερινή ακμή, άνθος τής νεότητας, όπως τό ώρα, οπωρεύς, οπωριαίος, οπώριμος, οπωρικός, οπωρινός, οπωρισμός, οπωροφόρος, οπωρίζω, οπωροπρατέω (πιπράσκω), οπωρώνη (ωνέομαι), οπωρώνας, οπωροβασιλίς.
Λίψ: > λείψαι (ει>ι), απαρ. τού λείβω-ρυάκι, ρεύμα, λοιβή, σπονδή, ο νοτιοδυτικός άνεμος (είτε επειδή έφερε υγρασία είτε ξηρασία, διότι λείβω σημαίνει σπένδω αλλά καί τήκομαι, φθείρομαι), λίβας (λιβός, γεν. τού λίψ), λιβόνοτος (νότος), λιβοζέφυρος, Λιβύη (από τήν οποία έρχεται ο λίβας), Λίβυς, Λιβυκός.
΄Αέλλα: α (επιτατ.) + είλλω (ρίζα ελ-) - θυελλώδης άνεμος, ανεμοστρόβιλος. αελλάς, αελλαίος, αελλήεις, αελλοδρόμας, αέλλομαι, αελλός, Αελλώ, αελλώδης.
Τροία: τηρέω > τρέω > Τροία (ε>ο>οι), κειμένη επί λόφου, ήταν καλώς οχυρωμένη (τύρσις), Τροίη, Τρώα (οι>ω), Τρωαδεύς, Τρωάς, Τρωιάς, Τρωϊκός, Τρώϊος, Τρωός, Τρωίς, Τρώς, Τρωοφθόρος, Τροιζήν (ζήν = ζάω, ζώ), βρίσκονταν επί λόφου), Τροιζήνιος, Τροιζηνίς.
‘Ελένη: ‘ελώ, μέλλ. του αιρέω - η καταστρεπτική, ως κύριο όνομα, έλανδρος (ανήρ), ελέναυς (ναύς), ‘Ελένια, ‘Ελενοφόντης (φονεύω), ελέπολις, ελένη, ελάνη (αναλίσκεται), ελένιον, ελετός.