Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1118-1155)

ΧΟ. ἰὼ ἰώ,
καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι
χθονὶ συντυχίαι. λεύσσετε Τρώων
1120 τόνδ᾽ Ἀστυάνακτ᾽ ἄλοχοι μέλεαι
νεκρόν, ὃν πύργων δίσκημα πικρὸν
Δαναοὶ κτείναντες ἔχουσιν.
ΤΑ. Ἑκάβη, νεὼς μὲν πίτυλος εἷς λελειμμένος
λάφυρα τἀπίλοιπ᾽ Ἀχιλλείου τόκου
1125 μέλλει πρὸς ἀκτὰς ναυστολεῖν Φθιώτιδας·
αὐτὸς δ᾽ ἀνῆκται Νεοπτόλεμος, καινάς τινας
Πηλέως ἀκούσας συμφοράς, ὥς νιν χθονὸς
Ἄκαστος ἐκβέβληκεν, ὁ Πελίου γόνος.
οὗ θᾶσσον οὕνεκ᾽ ἢ χάριν μονῆς ἔχων,
1130 φροῦδος, μετ᾽ αὐτοῦ δ᾽ Ἀνδρομάχη, πολλῶν ἐμοὶ
δακρύων ἀγωγός, ἡνίκ᾽ ἐξώρμα χθονός,
πάτραν τ᾽ ἀναστένουσα καὶ τὸν Ἕκτορος
τύμβον προσεννέπουσα. καί σφ᾽ ᾐτήσατο
θάψαι νεκρὸν τόνδ᾽, ὃς πεσὼν ἐκ τειχέων
1135 ψυχὴν ἀφῆκεν Ἕκτορος τοῦ σοῦ γόνος,
φόβον τ᾽ Ἀχαιῶν, χαλκόνωτον ἀσπίδα
τήνδ᾽, ἣν πατὴρ τοῦδ᾽ ἀμφὶ πλεύρ᾽ ἐβάλλετο,
μή νιν πορεῦσαι Πηλέως ἐφ᾽ ἑστίαν,
μηδ᾽ ἐς τὸν αὐτὸν θάλαμον, οὗ νυμφεύσεται
1140 μήτηρ νεκροῦ τοῦδ᾽ Ἀνδρομάχη, λύπας ὁρᾶν,
ἀλλ᾽ ἀντὶ κέδρου περιβόλων τε λαΐνων
ἐν τῇδε θάψαι παῖδα· σὰς δ᾽ ἐς ὠλένας
δοῦναι, πέπλοισιν ὡς περιστείλῃς νεκρὸν
στεφάνοις θ᾽, ὅση σοι δύναμις, ὡς ἔχει τὰ σά·
1145 ἐπεὶ βέβηκε, καὶ τὸ δεσπότου τάχος
ἀφείλετ᾽ αὐτὴν παῖδα μὴ δοῦναι τάφῳ.
ἡμεῖς μὲν οὖν, ὅταν σὺ κοσμήσῃς νέκυν,
γῆν τῷδ᾽ ἐπαμπισχόντες ἀροῦμεν δόρυ·
σὺ δ᾽ ὡς τάχιστα πρᾶσσε τἀπεσταλμένα.
1150 ἑνὸς μὲν οὖν μόχθου σ᾽ ἀπαλλάξας ἔχω·
Σκαμανδρίους γὰρ τάσδε διαπερῶν ῥοὰς
ἔλουσα νεκρὸν κἀπένιψα τραύματα.
ἀλλ᾽ εἶμ᾽ ὀρυκτὸν τῷδ᾽ ἀναρρήξων τάφον,
ὡς σύντομ᾽ ἡμῖν τἀπ᾽ ἐμοῦ τε κἀπὸ σοῦ
1155 ἐς ἓν ξυνελθόντ᾽ οἴκαδ᾽ ὁρμήσῃ πλάτην.

***
Έρχεται ο Ταλθύβιος με στρατιώτες· φέρνουν το νεκρό Αστυάναχτα και μια μεγάλη ασπίδα.
ΚΟΡ. Τρισαλί!
Συμφορές που γοργά μια την άλλη ακλουθούν
για τη χώρα.
1120 Τον Αστυάναχτα δείτε, Τρωαδίτισσες άμοιρες· νά,
μ᾽ ασπλαχνιά οι Δαναοί
τον πετάξαν σα δίσκο απ᾽ τους πύργους ψηλά
και νεκρό μάς τον φέρνουνε τώρα.
ΤΑΛ. Εκάβη, ένα καράβι έμεινε μόνο·
στη Φθία μ᾽ αυτό θα μεταφέρουν όσα
του Νεοπτόλεμου λάφυρα είν᾽ ακόμα·
έφυγε ο ίδιος· του ήρθε ένα μαντάτο
για τον Πηλέα τον πάππο του· απ᾽ τη χώρα
τον έδιωξε, λέει, ο Άκαστος, ο γιος
του Πελία· και χωρίς καιρό να χάσει
1130 ξεκίνησε· μαζί του κι η Αντρομάχη.
Δάκρυα στα μάτια μού ήρθαν, σαν την είδα
να φεύγει, για τον τόπο της θρηνώντας,
να χαιρετά τον τάφο του Έχτορά της.
Για το παιδί, νά, το δικό σου εγγόνι,
που ξεψύχησε ως έπεσε απ᾽ το κάστρο,
ζήτησε απ᾽ το Νεοπτόλεμο μια χάρη:
ν᾽ αφήσει να το θάψουν· κι είπε ακόμα
τη χάλκινην ασπίδ᾽ αυτή, το σκιάχτρο
των Αχαιών, που του παιδιού ο πατέρας
μ᾽ αυτή προφυλαγότανε στις μάχες,
να μην τη στείλει στου Πηλέα το σπίτι·
1140 να μην της δώσει, λέει, κι αυτή την πίκρα,
στο θάλαμο, όπου νύφη θα την πάει,
να ᾽χει μπροστά της τέτοιο θέαμα· μόνο
του παιδιού νεκροσέντουκο να γίνει
αντίς για κέδρο, αντίς για τάφου πλάκα·
στην αγκαλιά σου να το βάλουμε είπε,
με πέπλα και στεφάνια —κι όσο βέβαια
μπορείς στην τωρινή περίστασή σου—
το νεκρό του κορμάκι να στολίσεις·
κείνη έφυγε· του αφέντη της η βία
δεν την άφησε η ίδια να το θάψει.
Μόλις το νεκροστόλισμα τελειώσεις,
στον τάφο εμείς το βάζουμε, κι αμέσως
θα κάμουμε πανιά· ώστε μην αργήσεις.
1150 Από έναν κόπο σ᾽ έχω εγώ απαλλάξει·
του Σκάμαντρου ως διαβαίναμε το ρέμα,
έπλυνα το νεκρό με τα νερά του
και τις πληγές καθάρισα. Και τώρα
να σκάψω πάω και λάκκο να του ανοίξω·
ας κάμουμε λοιπόν το χρέος μας τώρα
κι οι δυο μας βιαστικά, κι έτσι το πλοίο
για την πατρίδα πια να ξεκινήσει.
Φεύγει με μερικούς από τους συνοδούς του.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι διάλεκτοι της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

8.14 Πώς χάθηκαν οι αρχαίες διάλεκτοι;


Ήρθε η ώρα να απαντηθεί μια απορία που σίγουρα θα έχετε. Τί έγινε αυτό το «μωσαϊκό» των αρχαίων διαλέκτων;

Η απάντηση στο ερώτημα θα μας ξαναγυρίσει στη συζήτηση στην αρχή του κεφαλαίου αυτού. Θυμάστε που λέγαμε ότι η νέα ελληνική, όπως και η αρχαία ελληνική μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν ένα «μωσαϊκό» διαλέκτων μέχρι τη δημιουργία της κοινής ομιλούμενης νέας ελληνικής, στα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 που οδηγεί στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.

Λέγαμε ότι η πελοποννησιακή διάλεκτος γίνεται σε ένα σημαντικό ποσοστό η «βάση» της κοινής νέας ελληνικής, γιατί είναι η διάλεκτος της περιοχής στην οποία έγινε η επανάσταση και στην οποία βρισκόταν ο «πυρήνας» του νεαρού νεοελληνικού κράτους.

Εγώ είμαι εσύ

Αν όμως όλα όσα συμβαίνουν είναι δημιούργημα δικό μου, τότε Εσύ... ποιος είσαι Εσύ; «Εγώ είμαι εσύ!» ήταν η αναπάντεχη απάντησή του και μετά πρόσθεσε μια φράση παράδοξη, που έμεινε για πάντα χαραγμένη στον νου μου. «Συμβαίνω μέσα σου». Ο κόσμος έφευγε κάτω από τα πόδια μου. Τα πάντα είχαν αλλάξει και τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο.

Παρατηρώντας τη σαστισμένη έκφρασή μου, με πλησίασε περισσότερο και μου είπε: «Με βλέπεις έξω από σένα, επειδή είμαι μέσα σου. Όλα όσα βλέπεις και αγγίζεις, από τα έντομα ως τους γαλαξίες, είναι μέσα σου, διαφορετικά δεν θα μπορούσες να τα δεις ή να τα αγγίξεις».

Κυριεύτηκα από μια ζάλη, οι κρόταφοί μου σφυροκοπούσαν στον ρυθμό των παλμών της καρδιάς μου. Κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε, κάτι μέσα μου μεγάλωνε, άνοιγε δρόμο, πιέζοντας, σαν μια κυοφορία που ολοκληρωνόταν γρήγορα.

Όπως μέσα μας έτσι κι έξω μας

«Τα πάντα είναι συνδεδεμένα. Τίποτα δεν υπάρχει διαχωρισμένο. Αν μπορούσες να αλλάξεις έστω και ένα απειροελάχιστο μόριο του εαυτού σου, την παραμικρή σκέψη σου ή συνήθεια, στάση, ακόμα και διακύμανση της φωνής σου, τότε η αλλαγή θα επεκτεινόταν σαν μια έκρηξη σε ολόκληρο το Είναι σου, και το σύμπαν θα άλλαζε οριστικά... Αλλά το να αλλάξεις αυτό το ελάχιστο μόριο στην ύπαρξή σου είναι σαν να καταπίνεις ωκεανούς ή να μετακινείς όρη στον κόσμο των συμβάντων».

Υπήρχε ένας τόνος θλίψης στη φωνή του για τη βαθιά οδύνη που έκρυβε μέσα του εκείνο το θέμα, το τόσο βαθύ, που άγγιζε τις ίδιες τις ρίζες της εσωτερικής κατάστασης του ανθρώπου, την αληθινή αιτία της δυστυχίας του.

Αν το να αλλάξουμε ένα απειροελάχιστο μόριο του εαυτού μας απαιτεί δύναμη ικανή να μετακινήσει όρη, τότε όταν σκεφτούμε τον χρόνο που χρειάζεται για να αλλάξει η ανθρωπότητα, είναι σαν να αντικρίζεις κατάματα την άβυσσο.

Οπισθοχώρησα με δέος. Εξέφρασα μια διαφωνία, θέλοντας να επαναφέρω το ανθρώπινο μέτρο, να φέρω εκείνη την τρομακτική απόσταση σε ανθρώπινες αναλογίες.

Αντέτεινα λοιπόν ότι, τουλάχιστον στη δική μου προσωπική ιστορία, είχε υπάρξει πλήθος μετακινήσεων και ξαφνικών αλλαγών. Σίγουρα, είχαν αλλάξει πολλά στη ζωή μου από τη στιγμή που συνάντησα Εκείνον. Για την ακρίβεια, μόλις τα λίγα τελευταία χρόνια, είχα αλλάξει δουλειά, σύντροφο και χώρα αρκετές φορές. Ακόμα και προτού φτάσω στο Κουβέιτ, προτού καταλήξω στη Σαγκάη, είχα μετακινήσει την επαγγελματική μου δραστηριότητα και την οικογένειά μου περισσότερες από μία φορές από μια ήπειρο σε άλλη.

Δυσκολία εγκατάλειψης των επαναλαμβανόμενων μοτίβων

«Αυτές δεν ήταν παρά φαινομενικές αλλαγές», μου ανταποκρίθηκε. «Τίποτα δεν αλλάζει ποτέ στ' αλήθεια στη ζωή ενός καθημερινού ανθρώπου. Το παρελθόν του επαναλαμβάνεται στο μέλλον και τα πάντα στη ζωή του εκθέτουν την ατέλειά του». Η φωνή Του έγινε και πάλι κατηγορηματική και αυστηρή.

«Φοβάται την κάθε ευκαιρία που θα τον ανάγκαζε να εγκαταλείψει τον βολικό και θανάσιμο κύκλο της επανάληψης. Πίσω από την ψευδαίσθηση της αλλαγής, ακόμα και στη δική σου ζωή, τα πάντα επαναλαμβάνονται, τα πάντα μένουν ίδια. Οι προσπάθειές σου να φτιάξεις μια οικογένεια, οι γυναίκες που επέλεγες πάντα, ακριβώς όπως και οι ρόλοι που υποδυόσουν, τα σπίτια στα οποία κατοικούσες και οι φίλοι που είχες, δεν ήταν παρά μια αντανάκλαση της ακαμψίας σου... του στενού χώρου στον οποίο εγκλώβιζες την ύπαρξή σου και ζούσες τη ζωή σου. Αλλά υπάρχουν κόσμοι παράλληλοι με τον δικό σου, στους οποίους μπορεί να εισχωρήσει μονάχα το όνειρο.»

Ήμουν άναυδος, χαμένος, πρόσεξε τη δυσκολία μου και περίμενε. Τα λόγια του ήταν αχτίδες φωτός που στόχευαν άγνωστες πτυχές της ύπαρξής μου, ήταν βέλη που διαπερνούσαν τα όργανά μου, προξενώντας μου αφόρητο πόνο.

Οι σχέσεις αντανακλούν τον εσωτερικό μας κόσμο

Το παρελθόν, το οποίο τόσο απερίσκεπτα είχα επικαλεστεί, με είχε αγκαλιάσει ασφυκτικά, με έπνιγε. Η Λ., ο θάνατός της και όλη η δυστυχία των επόμενων σχέσεών μου, οι τσακωμοί, οι παρεξηγήσεις και οι προσδοκίες μιας ολόκληρης ζωής αναδύονταν και πάλι στην επιφάνεια, η καθεμία κουβαλώντας μαζί της τη δική της πικρή αίσθηση.

Η Λ. είχε σταθεί το ξέσπασμα και η άγνοια των είκοσι χρόνων μου, και κάηκε γρήγορα, σαν κερί που το άναψαν και από τις δυο του άκρες. Η Τ., όπως τώρα συνειδητοποιούσα, ήταν η προσωποποίηση της δικής μου ματαιοδοξίας, της κτητικής μου τάσης και του φόβου μου απέναντι στη ζωή.

Η Γ. είχε υπάρξει η προβολή της επιθετικότητάς μου, της προδοσίας που υπήρχε πάντοτε εκεί, παρούσα, κρυμμένη πίσω από κάθε μου βλέμμα, κάθε μου πράξη, λάθος λέξη. Ήταν λοιπόν αλήθεια. Η καθεμία από τις γυναίκες εκείνες είχε υπάρξει αντανάκλαση της δικής μου κατάστασης. Από τη σκέψη αυτή με αποτράβηξε. «Εκείνες οι γυναίκες ήρθαν για να καταστήσουν ορατό και να καταγγείλουν αυτό που εσύ δεν θέλησες ποτέ να ανακαλύψεις στον εαυτό σου».

Ο τόνος του ήταν εξαιρετικά μειλίχιος, όμως δεν με παρηγόρησε από την οδυνηρή σκέψη μου τι θα ανακάλυπτα να κρύβεται πίσω από τον πιο πρόσφατο έρωτά μου... πίσω από την τελευταία μου «πτώση».

Αναθρέφουμε ανεξάρτητα παιδιά που γίνονται εξαρτημένοι ενήλικες

Αυτό που ίσως ακούγεται περισσότερο από το στόμα νέων και όχι μόνο γονιών είναι ότι το παιδί πρέπει να μάθει να είναι ανεξάρτητο. Αυτή είναι και η αγωνία πολλών με λίγο μεγαλύτερα παιδιά "πότε θα γίνει ανεξάρτητο" ή ο λόγος περηφάνιας κάποιων άλλων "από μωρό ήταν ανεξάρτητο!". Το εντυπωσιακό είναι ότι συχνότερα θα ακούσεις συζητήσεις για το αν κάποιο παιδί είναι ή πώς θα γίνει ανεξάρτητο παρά για το αν είναι ή πώς θα γίνει ευτυχισμένο.

Κάθε εποχή έχει τις αξίες της. Κάθε γενιά κληροδοτεί στην επόμενη τις συμβουλές της, οι οποίες συνήθως είναι αναπαραγωγή κοινωνικών στερεοτύπων ή προσωπικών βιωμάτων. Συχνά πράττουμε χωρίς να σκεφτούμε ή να αμφισβητήσουμε. Από την άλλη, όταν τα παιδιά μας γίνονται έφηβοι, ενήλικες, γονείς, αρνούμαστε να κάνουμε τη σύνδεση του πώς οι συμπεριφορές του τότε ίσως σχετίζονται με την προσωπικότητα του τώρα.

Γεννιέται ένα μωρό και οι πιο κοινές συμβουλές είναι:

"Να μάθει να κοιμάται μόνο του και μην τυχόν και το βάλετε στο κρεβάτι σας, δε θα μπορέσετε μετά να το βγάλετε". Έχουμε αναρωτηθεί άραγε γιατί ένα βρέφος που έχει κοιμηθεί δίπλα στη μάνα του, δε θέλει να κοιμάται μόνο του σε ένα κρεβάτι με κάγκελα και πιθανώς σε ένα δωμάτιο άλλο; Έχουμε αναρωτηθεί τι γινόταν τότε (όχι πολύ παλιά) που δεν υπήρχαν όλες αυτές οι "ανέσεις" ενδοεπικοινωνία, ριλάξ, πιπίλα, μπιμπερό; Έχουμε σκεφτεί πώς να λειτουργούσε εκείνη η γυναίκα που δεν ήξερε από "πολιτισμό", που δεν άκουγε συμβουλές από τους γύρω της; Έχουμε αναρωτηθεί γιατί εμείς οι ενήλικες με γνώση και συνείδηση προτιμάμε να κοιμόμαστε με κάποιον δίπλα μας παρά μόνοι μας;

"Να μάθει να τρώει με πρόγραμμα, κάθε τρεις ώρες και την ποσότητα που εμείς έχουμε αποφασίσει". Έχουμε αναρωτηθεί γιατί; Ποιος τρώει κάθε μέρα την ίδια ακριβώς ώρα και την ίδια ακριβώς ποσότητα; Εμείς δηλαδή κάθε μέρα έχουμε την ίδια όρεξη; Άλλωστε μια γυναίκα που θηλάζει αποκλειστικά από την αρχή, ξέρει πως αυτό είναι σχεδόν αδύνατο, εκτός κι αν αντέχει να έχει ένα μωρό να κλαίει και να γκρινιάζει.

"Να σταματήσει ο θηλασμός νωρίς γιατί αλλιώς το παιδί εθίζεται και δε θα γίνει ποτέ ανεξάρτητο". Η αντίστοιχη αγωνία για πιπίλα, για κουβερτάκια ή κουκλάκια τα οποία χρησιμοποιεί το παιδί είναι σαφώς μικρότερη... παρ' όλο που αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποκατάστατα της μητέρας (στήθος, αγκαλιά, μυρωδιά).

Σε όλα αυτά υποβόσκει μια κοινή πεποίθηση. Το μωρό δεν ξέρει να αναγνωρίζει τις ανάγκες του και το μωρό γεννιέται με μια "μοχθηρή" διάθεση να μας εκμεταλλευτεί, χειριστεί και γενικά να μας κάνει τη ζωή μας δύσκολη... εκτός κι αν προλάβουμε και του "μάθουμε", δηλαδή του επιβληθούμε. Κι όμως, τα βρέφη είναι σε απόλυτη επαφή με τις ανάγκες τους, εφόσον δεν παρεμβαίνουμε. Ξέρουν πότε πεινάνε και πόσο, ξέρουν πότε φοβούνται, πότε πονάνε, πότε έχουν ανάγκη από τρυφερότητα. Η υποχρέωσή μας δεν είναι να τους μάθουμε να μην ακούν τις πραγματικές τους ανάγκες, αλλά να τις ικανοποιήσουμε.

Ένα βρέφος εξυπακούεται ότι δεν είναι σχεδιασμένο από τη φύση να είναι ανεξάρτητο. Δε θα επιβίωνε. Και αυτό το γνωρίζει, ενστικτωδώς. Γι' αυτό κι όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες του κλαίει. Είναι το μόνο μέσο που διαθέτει για να δηλώσει στο φροντιστή του ότι κάτι δεν πάει καλά. Το να το αγνοήσουμε, δε σημαίνει πως σταματάει να υπάρχει η ανάγκη, απλά σταματάει κάποια στιγμή να μας την επικοινωνεί. Παραιτείται από το να διεκδικεί, άλλωστε είναι τόσο εξαντλητικό αυτό για ένα μωρό. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν μπορεί να πιστέψει ότι οι ανάγκες του αγνοούνται κι έτσι οδηγείται να πιστέψει ότι αυτό που νιώθει είναι λάθος. Προφανώς ο γονιός ξέρει καλύτερα απ' ότι το ίδιο το παιδί, γι' αυτό και του φέρεται έτσι, αλλιώς γιατί να μην το ικανοποιεί;

Από την άλλη, όμως, συμβαίνει το εξής παράλογο, το μωρό που θεωρητικά είναι έτοιμο από βρέφος να κοιμηθεί μόνο του, να κάθεται με τις ώρες στο ριλάξ μόνο του, δεν είναι σε θέση να πιάσει το κουτάλι μόνο του ακόμα κι αν δείχνει καθαρά ότι θέλει να δοκιμάσει και φτάνει τριών ή τεσσάρων και το ταΐζει κάποιος άλλος. Το ίδιο μωρό που πρέπει να μάθει να είναι ανεξάρτητο, όταν πάει να ανέβει στον καναπέ μόνο του, ακούει ένα "είσαι μικρό ακόμα" και νιώθει δυο χέρια να το σηκώνουν και να το βάζουν στη θέση όπου πιστεύουν ότι ήθελε να βρεθεί.

Έτσι, το παιδί που πάει να βάλει μόνο του τα παπούτσια, βλέπει το γονιό να το κοιτάει περιπαιχτικά και να του λέει "τι κάνεις βρε μπόμπιρα; Δεν μπορείς ακόμα μόνος σου". Μεγαλώνει κι άλλο και ζητάει να διαλέξει αυτό τι ρούχα θα φορέσει, αλλά ακόμα είναι τριών ετών, είναι δυνατόν να αποφασίσει τι θα φορέσει στα γενέθλιά του; "Θα διαλέξει τη φόρμα του πάλι, ενώ εμείς δώσαμε τόσα λεφτά γι' αυτό το κουστουμάκι που του πάει τόσο πολύ!" Μετά πάει σχολείο και λέει ότι θέλει να ξεκινήσει χορό γιατί του αρέσει, αλλά ο γονιός πάλι ξέρει καλύτερα και αποφασίζει ότι το μπάσκετ του ταιριάζει περισσότερο.

Αυτό το παιδί θα γίνει ένας ενήλικας ανασφαλής και όχι ανεξάρτητος. Αυτό το παιδί μπορεί να φαίνεται εξαιρετικά ανεξάρτητο αλλά θα είναι ένα φοβισμένο πλάσμα που θα προσπαθεί να επιβεβαιώσει αν αυτό που νιώθει είναι "σωστό" ή ακόμα και αληθινό από τις αντιδράσεις των άλλων. Αυτό το παιδί θα γίνει ένας ενήλικας που θα φοβάται να παραιτηθεί από την ανυπόφορα βαρετή δουλειά του και να κυνηγήσει το όνειρό του, θα γίνει ένας ενήλικας που θα μένει σε σχέσεις εξάρτησης γιατί θα φοβάται να μείνει μόνος του.

Ας το δούμε τώρα αλλιώς...

Ένα βρέφος γεννιέται και οι γονείς δεν ακολουθούν καμία συμβουλή ή τεχνική παρά μόνο ακολουθούν τις ανάγκες του παιδιού τους όπως τις υποδεικνύει αυτό. Έτσι, άλλωστε, συμβαίνει και με όλα τα θηλαστικά στον πλανήτη μας.

Έχουμε ένα μωρό που θηλάζει κατ' απαίτηση, κοιμάται με τους γονείς του και όποτε ζητάει αγκαλιά, την έχει. Τρώει όσο θέλει και όποτε θέλει. Έχει χρόνο να πειραματιστεί, να δοκιμάσει. Ξέρει ότι αν χρειαστεί βοήθεια και τη ζητήσει, θα την έχει.

Αυτό το παιδί δεν μπορεί παρά να έχει υψηλή αυτοεκτίμηση μιας και ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας είναι σε απόλυτη συνάρτηση με το πώς μας αντιμετωπίζουν οι φροντιστές μας τα πρώτα χρόνια. Όσο μας δείχνουν ότι είμαστε σημαντικοί, τόσο σημαντικοί νιώθουμε. Ας μη φοβόμαστε τα παιδιά... μια ανάγκη η οποία καλύπτεται γενναιόδωρα, θα καλυφθεί πολύ πιο γρήγορα από την ανάγκη που αγνοείται. Το νήπιο που αποθηλάζει φυσιολογικά, το νήπιο που αποφασίζει αυτό ότι πλέον θέλει να κοιμάται μόνο του, το παιδί που έχει χορτάσει από αγκαλιά, είναι ο ενήλικας που είναι πραγματικά ελεύθερος και ανεξάρτητος. Το παιδί που έχει γεμίσει από ασφάλεια και φροντίδα τα πρώτα εκείνα χρόνια που έχει επίγνωση του πόσο ευάλωτη είναι η ύπαρξή του και που έχει καταγράψει μέσα του ότι αυτό που νιώθει είναι έγκυρο, είναι ο ενήλικας που δε θα ζει με το φόβο του αύριο, που θα διεκδικεί αυτό που θέλει, που θα τολμάει να είναι ευτυχισμένος και δε θα νιώθει ενοχές γι' αυτό.

Έτσι δε θα θέλανε τα παιδιά μας να είναι όταν μεγαλώσουν;

Καπνός και τρόποι χρήσης του: ιστορίες για Θεριακλήδες

Καπνός. Τομπάκος, ταμπάκο ή "φυτά του γένους Nicotiana" - γνωστά ονόματα για κάθε καπνιστή, μισητά για κάθε αντικαπνιστή και ένας απολαυστικότατος τρόπος για να γίνεις γρήγορα Humphrey Bogart (ή, μάλλον, πιο σίγουρα, για να απολαύσεις το τέλος του). Ο καπνός μαζί με το αλκοόλ είναι τα νόμιμα, κοινωνικώς αποδεκτά ναρκωτικούλια που μπορείς να βρεις και να απολαύσεις σε κάθε περίπτερο - αν είσαι από 18 χρονών και πάνω ή αν μπορείς να στείλεις να στα πάρει κάποιος εντός αυτού του ηλικιακού εύρους.

Η χρήση τους είναι κάτι που δεν εγείρει υποψίες, δεν θεωρούνται "ναρκωτικά" και ίσως αρκετοί να μην τα κατατάσσουν συνειδητά και αυθόρμητα στις "ψυχοτρόπες ουσίες" - ρώτα χρήστες αλκοόλης και νικοτίνης αν χρησιμοποιούν ψυχοτρόπες ουσίες και κόψε απαντήσεις. Ως φυτό είναι όμορφο -ιδίως τα άνθη του- και οι δράσεις του κύριου αλκαλοειδούς του μαγικές: "υπόσχεται" κατιτίς αλλά σχεδόν ποτέ δεν το δίνει, οπότε επιστρέφεις για την επόμενη τζούρα, το επόμενο τσιγαράκι...

Ήξερες όμως ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να καταναλώσει κάποιος την νικοτίνη πέραν του τσιγάρου; "Μα φυσικά" θα απαντήσεις αν είσαι νεοφώτιστο ναργιλόπαιδο! Ναι, όντως, υπάρχουν πολλοί τρόποι - ορισμένοι από αυτούς αρκετά "περίεργοι" που, ανάλογα την κουλτούρα στην οποία ανήκεις (εδώ ας υποθέσουμε "αθάνατη ελλάντα") θα έκαναν αρκετά φρύδια να σηκωθούν και αρκετά βλέφαρα να πεταρίσουν.

Ας δούμε μερικούς, από τους πιο κοινούς έως τους πιο ψαγμένους! Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι; Με τον κώλο, με τον κώλο, με τον κώλο και το χέρι!

Κάπνισέ τον!

"Καπνό" το φωνάζεις το φυτό, τι πιο εφ-αρμοστό λοιπόν να μην ξεκινήσουμε από άκαπνες μορφές καπνού αλλά από τις καπνιστές, τις μερακλίδικες που ταιριάζουν σε θεριακλήδες σαν εσένα. Το κάπνισμα καπνού (αλλά και γενικότερα αρκετών φυτών) είναι μια αρχέγονη πρακτική - η οποία μας ενημερώνει η Wikipedia πως πρώτες αναφορές της μπορούν να βρεθούν στις λεγόμενες "σαμανιστικές πρακτικές", γύρω στο 5.000 προ Χριστού.

Η βασική ιδέα πίσω από το κάπνισμα είναι εξαιρετικά απλή, τόσο απλή που θα την πιάσεις μέχρι και εσύ: καις την ύλη προς κάπνισμα, μετατρέποντας μέρος των ενεργών της στοιχείων σε αέρια μορφή, και εισπνέεις το αερόλυμα που προκύπτει - δηλαδή το αέριο εναιώρημα μικροσωματιδίων, αερίων και μικροσταγονιδίων που προκύπτει. Ο άνθρωπος έχει βρει πολύ ενδιαφέροντες τρόπους για να τελέσει την παραπάνω "βαρετή περιγραφή": έχουμε τα στριφτά τσιγαράκια, τα βιομηχανικά, τα πούρα, ένα κάρο πίπες και τσίλουμ (chillum), και η φάση πάει μέχρι νερόπιπες, bong και λαχταριστούς ναργιλέδες (αργιλές, hookah) που τους προτιμάνε μέχρι και οι "μη-καπνιστές".

Στα στριφτά αλλά και τα βιομηχανικά έχουμε την εισπνοή του καπνού διαμέσω ενός χάρτινου κυλίνδρου που τον καταναλώνεις και αυτόν μαζί με την ύλη προς κάπνισμα (ναι, εδώ η ύλη προς κάπνισμα μπορεί να είναι και το αγαπημένο σου "σπασ' το, στριψ' το, στη σούφρα σου μπηχ' το").

Πιο "καθαρό" κάπνισμα χωρίς την κατανάλωση της συσκευής έρχονται να προσφέρουν οι διάφορες πίπες που σε κάνουν να δείχνεις και ολίγον διανοούμενος -π.χ. κλασικές του παππού Σέρλοκ Χολμς, τσιλουμάτες των γυφτοϊνδών μούφι σούφι, μικρές και διακριτικές των κρακάκηδων, και μακριές και λιγνές όπως της Ειρήνης, αλλά ουδέποτε της Σοφίας, της Ελπίδας ή της Μάγδας.

Τέλος, έχουμε bong, νερόπιπες πάσης φύσεως και ναργιλέδες - τα οποία αυτό που εισαγάγουν στην όλη φάση του καπνίσματος είναι την διέλευσή του από έναν θάλαμο γεμάτο με νερό, όπου εκεί ο καπνός ψύχεται και εν μέρει "φιλτράρεται", αλλάζοντας έτσι κάπως την καπνιστική εμπειρία. Όλα αυτά τα διαφορετικά είδη συσκευών απαιτούν διαφορετικά είδη καπνού, που συνήθως διαφέρουν μεταξύ τους στην υγρασία που περιέχουν, στο "κόψιμο" του φύλλου του καπνού (πιο ψιλοκομμένο, σε λωρίδες, σε κομμάτια κτλ.) ή και στα "έκδοχα" που περιέχουν, όπως οι φημισμένες μολάσσες του καπνού για ναργιλέ.

Στα παραπάνω αξίζει να προστεθεί και η νέα μόδα, αυτή του ηλεκτρονικού τσιγάρου. Το ηλεκτρονικό τσιγάρο ουσιαστικά είναι ένας "ατμοποιητής"/"εξατμιστής" ο οποίος εξατμίζει το υγρό με το οποίο το φορτώνεις για να μιμηθεί την αίσθηση του καπνού. Το υγρό αυτό συνήθως είναι γλυκερόλη/γλυκερίνη ή ανάλογά της όπως προπυλενογλυκόλη και πολυαιθυλενογλυκόλη (PEG) μέσα στο οποίο είναι διαλυμένη η επιθυμητή για τον καπνιστή νικοτίνη.

Το πώς ακριβώς το κάπνισμα εισάγει την νικοτίνη στον οργανισμό είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς, αν αναλογιστεί πως τα πνευμόνια είναι το κύριο όργανό μας με το οποίο ανταλλάσσουμε αέρια με το περιβάλλον. Οι κυψελίδες των πνευμόνων σου με τα αγγεία τους είναι διψασμένες και ανοιχτές για να υποδεχθούν κάθε μορφή καπνού και να μεταφέρουν τα (καρκινογόνα και μη) καλούδια του στα όργανα στόχους - και όταν μιλάμε για νικοτινή, εσύ στοχεύεις στον εγκέφαλο αλλά η νικοτίνη φυσικά πάει παντού.

Για έξτρα kicks, τι θα έλεγες για ένα κλύσμα καπνού; Φημίζεται πως ανασταίνει μέχρι και νεκρούς και είναι ό,τι πρέπει για το επόμενο πάρτι που θα κάνεις με τα φιλαράκια σου. Πώς το κάνεις; Πολύ απλά! Θα χρειαστείς έναν πορτοκαλί κώνο κυκλοφορίας (προσοχή! ΠΟΤΕ άλλο χρώμα, μόνο ο πορτοκαλί κώνος κάνει!), πολλά τσιγάρα, μπόλικα πλεμόνια και έναν εύπιστο! Ξεγύμνωσε τον ενδιαφερόμενο, πάντα υπό τα αδιάκριτα βλέμματα των λοιπών συμπαρτιαζόμενων, άνοιξέ του φαρδιά-πλατιά τα κωλομάγουλα και μπήξε του στην χαρούμενη σούφρα του τον κώνο! Άναψε εσύ και άλλοι δέκα θεριακλήδες τα τσιγαράκια σας και με ένα-στόμα-μία-εκπνοή, φυσήξτε μέσα στον κώνο τον καπνό. Αφαιρέστε κώνο και απολαύστε!

Μάσησέ τον!

Γνωστό το σλογκανάκι πως "ορισμένες φορές καλύτερα είναι να μασάς, παρά να μιλάς" και αν το ακολουθούσες ίσως η ζωή σου να πήγαινε καλύτερα ή πολύ απλά να μην βρισκόσουν τώρα σε κάποια υπόγα ανήμπορο και να μιλήσεις αλλά και να μασήσεις. Όχι, οι αναφορές εδώ δεν είναι για τις πανάκριβες τσίχλες νικοτίνης που "σε βοηθάνε να κόψεις το κάπνισμα" αλλά για "προκατόχους" της, που είχαν θεωρηθεί πιο ασφαλείς από το κάπνισμα. Μιλάμε για "καπνό για μάσημα" (chewing tobacco), όπως επίσης για dipping tobacco και snus.

Ο καπνός για μάσημα μας πάει αρκετά πίσω, στους Ιθαγενείς Αμερικάνους, που γούσταραν να μασάνε τα φύλλα του καπνού πού και πού. Μια πιο γνώριμη εικόνα για εσένα που είσαι και λίγο αμερικανάκι, είναι αυτή του σαλούν όπου άντρακλες έφτυναν καφετιά σάλια στο μεγάλο πτυελοδοχείο του κάθε τραπεζιού (ήχος από καμπανάκι στο μυαλό σου), καθώς στο φόντο έπαιζε τους έπαιζε γλυκό πιανάκι ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης. Πριν το κλείσιμο του μαγαζιού, ο πιο άντρακλας (ή Ραντανπλάν) απ' όλους έκανε επίδειξη των ικανοτήτων του αδειάζοντας μονορούφι τα εν λόγω δοχεία - και, όχι, δεν σταματούσε αν κολλούσε στον λαιμό του τρίχα!

Παρόμοια συνήθεια -όχι αδειάσματος πτυελοδοχείου αλλά φτυσίματος καφετί σάλιου- μπορεί να έχεις δει σε ταινίες με μπεηζμπολίστες: μπορούσαν να "απολαμβάνουν" την νικοτίνη τους για να συγκεντρώνονται στις μπαλιές χωρίς να ανάβουν τσιγαράκι μέσα στο γήπεδο.

Αν σε αηδίασαν οι παραπάνω εικόνες, καθησυχάσου τουλάχιστον στο ότι είχαν πρακτική σημασία: το μάσημα, πόσο μάλλον της ερεθιστικής για το στόμα νικοτίνης, προκαλεί έκκριση σάλιου και σάλιο γεμάτο νικοτίνη δεν είναι καλή ιδέα να καταλήξει στο στομάχι σου, τουλάχιστον αν ο ορισμός της "καλοπέρασης" δεν περιλαμβάνει για εσένα πονόκοιλο και ναυτία.

Ο ταμπάκος για dipping ή το snus είναι μορφές καπνού όπου και πάλι η χορήγησή του γίνεται από το στόμα, αλλά δεν τον μασάς: τον κρατάς μεταξύ χειλιών και ούλων, συνήθως στο κάτω ή στο πάνω χείλος - αν και μερικοί γουστάρουν να το πηγαίνουν και στα πλάγια για να τους δίνει πιο "Godfather" υφάκι χωρίς να χρειάζεται να βάλουν βούκες από ψωμί για να μοιάσουν στον Marlon Brando.

Αυτός ο τρόπος χορήγησης νικοτίνης επιτυγχάνεται σε όλες τις περιπτώσεις μέσω απορρόφησης του ενεργού ψυχοτρόπου αλκαλοειδούς (νικοτίνη ντε!) από τους βλεννογόνους του στόματος, οι οποίοι έχουν "πολλή φλέβα, αδερφάκι μου" (διάβαζε καλύτερα αγγείο). Η όλη φάση θυμίζει λίγο τον τρόπο που ο παππούς σου ορμάει στο υπογλώσσιο όταν νιώθει την στηθάγχη να έρχεται επειδή άφησες πάλι σε κοινή θέα τα στριγκάκια του γιου του - ναι, αυτό τον κάνει πατέρα σου και την μητέρα σου πιθανότατα αυταρχική αφέντρα.

Παραδοσιακά, οι καπνοί που προορίζονταν για τέτοια χρήση συνήθως ήταν "μπασταρδεμένοι" με στάχτη ή τριμμένα ασβεστολιθικά πετρώματα - η μέθοδος αυτή αποτελεί μια "πρωτόγονη" φαρμακολογική προσέγγιση σε θέματα χορήγησης μιας ουσίας και μια αρκετά ενδιαφέρουσα "φαρμακοτεχνική μορφή". Η στάχτη και τα ασβεστολιθικά πετρώματα έχουν αλκαλικό (βασικό) pH, πράγμα που μετατρέπει μέρος της νικοτίνης στην ελεύθερή της βάση, αυξάνοντας έτσι την απορρόφησή της από τους βλεννογόνους του στόματος. Αν σκέφτεσαι πάντως να το γυρίσεις στο μάσημα καπνού για να γλιτώσεις από τον καρκινάκο που σε τριγυρίζει, ξανασκέψου το: είναι γνωστό πως και αυτές οι μορφές του καπνού προκαλούν καρκίνο στόματος και φάρυγγα.

Σνίφαρέ τον!

Δεν είχε πάνω από βδομάδα που άρχισες τον καπνό σε μορφή snuff -για να τιμήσεις τα χιπστερογαλόνια σου- και ψάρεψες, ή μάλλον σε ψάρεψε στο μπαράκι σχετικό γκομενάκι. Κάτι της πέταξες για "snuff" και αυτή σου χαμογέλασε πονηρά, μισή ώρα αργότερα ήσασταν στο σπίτι της, όπου σε προσκάλεσε για να απολαύσετε μαζί το "σπιτικό snuff" της. Αράξατε στον καναπέ, σου έβαλε να παίζει το "Queer" στο πισί -πιθανότατα το πιο σέξι τραγούδι των Garbage- και σου είπε να περιμένεις μισό λεπτό, προτού βγει από το δωμάτιο. Επέστρεψε με ένα μικρό σπρέι (yes!), μια συσκευασία χαρτοπετσέτες (double yes!), κάθισε δίπλα σου και πάτησε το play στο DVD. Πάνω στα θελκτικά "τουρουρουρουρουρούμ" της Shirley Manson, πρόσεξες πως το σπρέι δεν είναι καθυστερητικό αλλά αιμοστατικό και οι χαρτοπετσέτες...γάζες. Στην τιβι; Tουρουρού-ρουρουρούμ, o πρώην της, δεμένος σε μια καρέκλα να αιμορραγεί και να μουγκανίζει όσο μπορούσε με το γκάγκμπολ στο στόμα να πει κάτι μεταξύ "ωθεέμ" και το ομώνυμο τραγούδι των Black Sabbath. Θες ήταν ένστικτο αυτοσυντήρησης, θες ήταν αμηχανία μπροστά στην παρεξήγηση της λέξης που σας έφερε τόσο κοντά, άνοιξες το μεταλλικό σου κουτάκι και τσουπ, τράβηξες μια ψιλή με τον αντίχειρα και τον δείκτη σου. "Α όλα κι όλα" ούρλιαξε η καριόλα "κόκες και μαλακίες δεν θέλω εδώ μέσα" - και κάπως έτσι βρέθηκες αρτιμελέστατος έξω από την πόρτα της, να τρέχεις πανικόβλητος για το σπίτι σου με καφετιές μύξες πάνω στο -πρώην- λευκό t-shirt-με-γαμάτη-ατάκα σου.

Αν είσαι παιδάκι που γουστάρεις να προκαλείς δημόσια και να πορδοτσαλεντζιάζεις την αντίληψη των άλλων, ο καπνός σε μορφή snuff είναι ό,τι πρέπει για σένα! Τι είναι; Είναι τρίμμα καπνού που το σνιφάρεις -όχι, μην το δοκιμάσεις με τα απομεινάρια του Drum ή του Holborn σου- με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσες να σνιφάρεις οποιαδήποτε αγαπημένη λευκή σκόνη (άχνη ζάχαρη, αλάτι, κοκαΐνη).

Μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει συσκευή που "εκτινάσσει" τη σκόνη του καπνού στη μύτη, καλαμάκι σαν καλός πατροπαράδοτος τζάνκης ή ακόμα και τη μέθοδο με τον αντίχειρα και τον δείκτη που μοιάζει σαν να προσπαθείς να "τακτοποιήσεις" βιαστικά το κακαδάκι στο ρουθούνι σου κατά την διάρκεια ραντεβού όταν το "αντικείμενο του πόθου" έχει σκύψει κάτω από το τραπέζι για να πιάσει την χαρτοπετσέτα του/της που με τόση μαεστρία έριξες κάτω.

Η πρώτη καταγραφή αυτής της "συνήθειας" έρχεται από εποχές δευτέρου ταξιδιού του Κολόμβου και δεν άργησε μέχρι τον 18ο αιώνα να γίνει αρκετά μοδάτη και τρέντι αυτή η μέθοδος χορήγησης - so fitting for a gentleman, μπορείς να φανταστείς και τον καθωσπρέπει ινγκλισμάνο κύριο Smith να τραβάει μια ψιλή και ο ήχος να του "πρέπει" τόσο μα τόσο πολύ. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως όποιος λέγεται Smith είναι επίσης γνωστός και ως "ο κύριος που μπορεί να συστηθεί ρουφώντας απλά τη μύτη του".

Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει αυτή η μέθοδος χορήγησης θυμίζει λίγο τους προηγούμενους τρόπους: εναποθέτεις το υλικό προς απορρόφηση σε ένα μέρος με πλούσια αιμάτωση, τον ρινικό βλεννογόνο, έτσι ώστε να εισαγάγεις σχετικά γρήγορα στο αίμα σου την επιθυμητή ουσία.

Αυτή η μέθοδος χορήγησης κουβαλάει και ένα "εξτραδάκι": την μεταφορά μιας ουσίας σε μεγάλη συγκέντρωση στον εγκέφαλο (στον οσφρητικό βολβό για αρχή) δια της μεταφοράς μέσω του οσφρητικού αλλά και του τρίδυμου νεύρου - instant win, ακόμα και αν δεν κατάλαβες τίποτα από αυτά τα αλαμπουρνέζικα! Προσοχή στο φτέρνισμα, υποτίθεται πως είναι αρκετά συχνό στα νιούμπια του σπορ και εκτός του ότι σε κάνει να δείχνεις ατζαμής, σε κάνει να χάσεις ποσότητα σναφ και την συμπάθεια των τριγύρω σου, αφού τους περιέλουσες με αυτό και με μια ικανή ποσότητα μύξας σου. Πιθανοί κίνδυνοι; Μηχανική αλλά και "φαρμακολογική" φθορά των βλεννογόνων από την συχνή χρήση (η νικοτίνη έχει αγγειοσυσπαστικές ιδιότητες, οπότε μειώνει την αιμάτωση του σχετικού ιστού) και πιθανή αύξηση της πιθανότητας καρκίνου μύτης-οισοφάγου.

Ως την επόμενη φορά, δείξε στους τριγύρω σου πως είσαι ψαγμένος θεριακλής!

Προσωπείο ή εαυτός: Ποιο από τα δύο να διαλέξω;

Η εξοικείωση με τον εαυτό και η αποδοχή του αρχίζει στα πρώτα χρόνια ζωής του ανθρώπου. Είναι μια μαγική και αυτόματη διαδικασία που συμβαίνει κυρίως μέσω της σύνδεσης με τη μητέρα ή την τροφό. Φυσικά αυτή η διαδικασία δε μοιάζει ίδια για όλους, υπάρχουν αποκλίσεις, εξαιρέσεις και αδυναμίες που εμποδίζουν το παιδί να βιώσει τον εαυτό του.

Τα αίτια και οι λόγοι ποικίλουν ενώ συνήθως τα φώτα στρέφονται στην ανεπάρκεια των γονέων να βοηθήσουν τα παιδιά τους να περάσουν αυτήν τη διαδικασία ώστε να μεγαλώσουν με έναν καλά οχυρωμένο εαυτό και να αναπτύξουν αυθεντικές δεξιότητες, ικανότητες, σχέσεις και λειτουργίες στον κόσμο.

Όταν δεν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, δεν αποδεχόμαστε τις εμπειρίες μας. Τα συναισθήματα της ενοχής, της ντροπής, του φόβου οδηγούν σε ένα μοτίβο που μοιάζουν να το απωθούν και να το αναζητούν ταυτόχρονα. Πολλοί άνθρωποι θα ζήσουν και θα ξαναζήσουν την ίδια εμπειρία αρκετές φορές και αυτό γιατί προσπαθούν να την αποφύγουν χωρίς να τη δεχτούν. Τι σημαίνει αποδοχή μιας εμπειρίας; Είναι η αποδοχή αυτής και ο,τι φέρει. Το να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να μάθει μέσα από την εμπειρία οδηγεί στην κατανόηση τελικά του τι είναι και τι δεν είναι ωφέλιμο για εμάς. Το να επιτρέψουμε να ζήσουμε μια εμπειρία σημαίνει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να λάβει και τις συνέπειες χωρίς να τον κατηγορήσουμε ή να τον αποκλείσουμε. Το γνωστό «Το πάθημα να σου γίνει μάθημα» είναι μια καλή εκδοχή της αποδοχής του εαυτού μας όχι όμως με την αρνητική και επικριτική φόρτιση που το λέμε συνήθως στον εαυτό μας. Επίσης, το «Ποτέ δε θέλω να το ξαναπεράσω αυτό» βοηθάει στο να ξαναέρθει η εμπειρία μέχρι τελικά την αποδοχή του εαυτού ότι θα ξαναέρθει, θα παρατηρήσω τον εαυτό μου κ θα το αντιμετωπίσω.

Κάπως έτσι και μέσα από τη μη αποδοχή των εμπειριών και τελικά του εαυτού δημιουργείται ένα πρόσωπο που βοηθάει να αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις και δίνει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Αυτά τα προσωπεία μας βοηθούν να αντιμετωπίζουμε τον πόνο που έχουμε βιώσει στα παιδικά μας χρόνια και τον πόνο που βιώνουμε σήμερα. Τον πόνο αυτό όλοι οι άνθρωποι θέλουμε να τον κρύψουμε καλά προφανώς για να μην ξαναπεράσουμε τις ίδιες εμπειρίες. Όσο πονάμε τόσο πιο εύκολα ή πιο έντονα χρειαζόμαστε το προσωπείο, το οποίο μας δίνει προσωρινή ανακούφιση όχι όμως λύση.

Ας φροντίσουμε λοιπόν τον εαυτό μας έτσι όπως είναι χωρίς να φοβόμαστε γι 'αυτόν ή αυτόν, να τον εμπιστευτούμε, θα τα καταφέρει!

Τα τρία χαρακτηριστικά της σκέψης του Δαρβίνου

Η περίπτωση του Κάρολου Δαρβίνου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επιστήμονα που πραγματεύθηκε την ουσιώδη ένταση μεταξύ σκεπτικισμού και ευπιστίας.

Ο ιστορικός της επιστήμης Φρανκ Σάλογουεϋ (Frank Sulloway) εντοπίζει τρία χαρακτηριστικά στη σκέψη του Δαρβίνου που βοηθούσαν τον μεγάλο φυσιοδίφη να βρίσκει ισορροπία:

α) Σεβόταν τη γνώμη των άλλων, αλλά δεν δίσταζε να αμφισβητεί τις «αυθεντίες» (γνώριζε από πρώτο χέρι τη θεωρία της «μεμονωμένης δημιουργίας» και όμως την ανέτρεψε με τη δική του θεωρία, της φυσικής επιλογής).
β) Έδινε ιδιαίτερη σημασία στα στοιχεία που έρχονταν σε αντίθεση με τις θεωρίες του (ο Δαρβίνος συμπεριέλαβε στην Καταγωγή των ειδών ένα κεφάλαιο με τίτλο «Δυσχέρειες της θεωρίας» — ως εκ τούτου οι αντίπαλοί του σπάνια κατόρθωσαν να εγείρουν κάποια αντίρρηση που ο ίδιος να μην είχε ήδη σε κάποιον βαθμό μελετήσει).
γ) Χρησιμοποίησε γενναιόδωρα τη συνεισφορά άλλων (το σύνολο της αλληλογραφίας του αριθμεί πάνω από 14.000 επιστολές, οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνουν εκτενείς ανταλλαγές απόψεων και ερωταπαντήσεις γύρω από επιστημονικά ζητήματα).

Ο Δαρβίνος έθετε συνέχεια ερωτήματα, μάθαινε συνεχώς, με αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να διατυπώνει πρωτότυπες ιδέες, αλλά και με αρκετή μετριοφροσύνη ώστε να αναγνωρίζει ότι μπορεί και να κάνει λάθος.

«Συνήθως, η επιστημονική κοινότητα στο σύνολό της είναι εκείνη στην οποία εμφανίζεται η ουσιώδης αυτή ένταση μεταξύ παράδοσης και αλλαγής», παρατηρεί ο Σάλογουεϋ, «αφού οι περισσότεροι άνθρωποι τείνουν συνήθως προς τον έναν ή τον άλλο τρόπο σκέψης. Εκείνο που είναι σχετικά σπάνιο στην ιστορία της επιστήμης είναι η τόσο επιτυχής συνύπαρξη αυτών των δύο αντίθετων χαρακτηριστικών σε ένα μόνον άτομο» (1991, σ. 32).

Γεννιόμαστε όλοι με τα δικά μας φτερά, αλλά η ζωή τα παίρνει μακριά

Ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο με τα δικά μας φτερά. Ως παιδιά, έχουμε ένα αθώο βλέμμα και μια καρδιά και ένα νου που είναι γεμάτα από όνειρα και στόχους, που θέλουμε να πετύχουμε ως ενήλικες.

Το εάν θα τα επιτύχετε ή όχι εξαρτάται από πολλά διαφορετικά πράγματα: τη στάση σας απέναντι στη ζωή, τη δύναμη, το κίνητρό σας, την υποστήριξη, μια πινελιά τύχης και τα σωστά προσωπικά και κοινωνικά πλαίσια.

Φυσικά δεν είναι εύκολο. Το να γεννιέσαι με φτερά και να τα έχεις καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου δεν είναι απλή υπόθεση.

Κάθε απογοήτευση, κάθε εμπόδιο στο δρόμο και κάθε προδοσία μπορεί να αφαιρέσει τα φτερά σας μέχρι τελικά να χάσετε εκείνη την αναπνοή που κάποτε έδινε δύναμη στα όνειρά σας.

Ένα πράγμα που είναι καλό να θυμάστε είναι ότι οι άνθρωποι που δεν πρέπει ποτέ να χάσουν τα φτερά τους, είναι τα παιδιά. Η παιδική ηλικία πρέπει να είναι αυτή η υπέροχη περίοδος, όταν πιστεύετε ότι οτιδήποτε φαντάζεστε είναι δυνατό.

Σήμερα σας προσκαλούμε να το σκεφτείτε.

Γεννημένοι με τα δικά μας φτερά για να πετύχουμε τα όνειρά μας

Ο εγκέφαλος των παιδιών έχει ένα εξαιρετικό χάρισμα που θα τα βοηθήσει κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής τους ηλικίας.

Αυτό το χάρισμα είναι η δύναμη της μάθησης ή η νευροπλαστικότητα και είναι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που θα πρέπει να διεγερθούν οι ικανότητές τους στο μέγιστο, ώστε να τους επιτραπεί να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν τα φτερά για να πετάξουν.

Λέγεται ότι οι άνθρωποι που συχνότερα κόβουν τα φτερά των παιδιών είναι μέλη της ίδιας της οικογένειάς τους, καθώς και το ίδιο το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα.

Ας το δούμε αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες.

Οικογένειες που ενεργοποιούν τις ικανότητες στο παιδί και οικογένειες που τις μπλοκάρουν

Ίσως έχετε ήδη ακούσει για τη δημοκρατική και την αυταρχική εκπαίδευση. Αυτές είναι δύο πολύ διαφορετικές μορφές εκπαίδευσης, μέσω των οποίων τα παιδιά εσωτερικοποιούν ένα σύνολο αξιών που μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται σε ενήλικες.
  • Οι οικογένειες που ενεργοποιούν τις ικανότητες των παιδιών τους, σέβονται τις συναισθηματικές τους ανάγκες και τα όνειρά τους.
  • Προσφέρουν ρίζες και ασφάλεια που βασίζονται στην αναγνώριση και το σεβασμό, ανοίγοντας έτσι πόρτες ώστε τα παιδιά τους να μπορούν να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Φυσικά, αυτό είναι πάντα υπό την καθοδήγηση ενός ενήλικα.
  • Μια δυσλειτουργική οικογένεια από την άλλη πλευρά, έχει ένα πλάνο ζωής που έχει σχεδιαστεί για τα παιδιά τους, τα οποία πρέπει να εξελιχθούν έτσι ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτά.
Δεν λαμβάνουν υπόψιν τις σκέψεις του παιδιού τους ή την ανάγκη τους να απολαύσουν αυτή την εποχή της παιδικής ηλικίας. ‘Κόβουν‘ προσωρινά τα φτερά τους, αντιμετωπίζοντας τα όνειρά τους σαν να ήταν «ανοησίες», και τα κατευθύνουν προς πιο συγκεκριμένους στόχους στη ζωή.

Εάν είχατε εμπειρία από αυτό το είδος ανατροφής και εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της παιδικής σας ηλικίας ή της πρώιμης εφηβείας, μπορείτε να θεωρείτε ότι έχετε περιοριστεί στη ζωή σας ή ότι δεν είστε ικανός ή άξιος να επιτύχετε τα όνειρά σας.

Αντικαταστήστε τα χαμένα σας φτερά

Τα δικά μας φτερά ποτέ δεν εξαφανίζονται εξ ολοκλήρου. Αφού περάσετε την παιδική σας ηλικία ή την εφηβεία, θα υπάρχουν πάντα νέες ευκαιρίες για εκείνους που συνεχίζουν να βασίζονται στον εαυτό τους και να πιστεύουν στο δικαίωμά τους να είναι ευτυχισμένοι.
  • Τα φτερά σας θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν με το κάθε νέο σας όνειρο, με κάθε βήμα που παίρνετε με ασφάλεια και σιγουριά με την πεποίθηση ότι σας αξίζει κάτι πολύ καλύτερο.
  • Προκειμένου να θεραπεύσετε αυτά τα τραυματισμένα φτερά που έχουν χάσει την ικανότητά τους να πετάνε, πρέπει πρώτα απ' όλα να συλλογιστείτε εάν οι άνθρωποι γύρω σας σας δίνουν ώθηση να πετάξετε ή σας αποθαρρύνουν.
  • Μια περίπλοκη συναισθηματική σχέση, ένα μέλος της οικογένειας που σας ελέγχει ακόμα, ή λίγοι φίλοι που ενδιαφέρονται περισσότερο για το δικό τους συμφέρον παρά για το κοινό καλό, όλα αυτά είναι πτυχές που μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αυτοεκτίμησή σας.
  • Βάλτε τον εαυτό σας σε προτεραιότητα. Σκεφτείτε καθημερινά ότι η ευτυχία σας είναι μια αξιόλογη προσπάθεια.
  • Αν υπάρχει κάποιος δίπλα σας που θα σας βγάλει άλλο ένα φτερό προκειμένου να σταματήσει την προσωπική σας ανάπτυξη, επαναξιολογήστε την κατάσταση και δείτε αν αξίζει τον κόπο. Θα μπορούσε να είναι η ώρα να πάρετε μια απόφαση.
Μπορεί επίσης να είναι απαραίτητο να θυμάστε κάτι σημαντικό. Μερικές φορές, για να ανακτήσετε τα φτερά που έχετε χάσει, δεν έχετε άλλη επιλογή από το να «απογειωθείτε» και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να κάνετε μόνοι σας.
  • Με το να τολμήσετε να ‘απογειωθείτε’ εννοούμε να κάνετε μια αλλαγή. Αλλάζοντας το περιβάλλον σας, τους φίλους σας ή ακόμα και τη στάση σας απέναντι στη ζωή.
  • Μόλις κάνετε αυτό το πρώτο βήμα προς την αλλαγή, θα αισθανθείτε πολύ πιο ελεύθερος/η, χωρίς να κουβαλάτε τοξικές αποσκευές ή να έχετε πέτρες στα παπούτσια σας.
  • Αυτή η εσωτερική ευεξία θα είναι τόσο ευχάριστη και θα σας ανταμείψει σε τέτοιο βαθμό που, σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιήσετε, θα έχετε ανακτήσει και πάλι τα φτερά σας.
Τα δικά μας φτερά είναι έτοιμα να μας πετάξουν στα όνειρά μας. Πρέπει πάντα να βασιζόμαστε και να πετάμε με τα δικά μας φτερά!

ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ

Φεύγοντας από το νησί της Κίρκης ο Οδυσσέας, ακούει τις οδηγίες της για τη συνέχεια του ταξιδιού: Αφού περάσει το νησί με τις Σειρήνες και πριν φτάσει στο νησί του Ήλιου, όπου ο Απόλλων έχει τις αγελάδες του, θα βρεθεί ανάμεσα στις Πλαγκτές Πέτρες, απόκρημνα βράχια, όπου το κύμα ακούεται με ρόχθο τρομερό κι απ’ όπου δεν περνά ούτε πουλί πετάμενο- με εξαίρεση την Αργώ, που σώθηκε με την ιδιαίτερη προστασία και την προσωπική επίβλεψη της Ήρας, κανένα καράβι απ’ όσα ξέπεσαν σ’ εκείνο το πέρασμα δεν μπόρεσε να ξεφύγει την καταστροφή και πήγε του χαμού αύτανδρο μέσα σε μια κόλαση από κύματα και φλόγες. 

Είναι δυο σκόπελοι κι ο ένας απ’ αυτούς φτάνει μεσούρανα, μαύρα σύννεφα σκεπάζουν την κορφή του, έτσι που ούτε στο κατακαλόκαιρο δεν κάνει αιθρία- εκεί πάνω άνθρωπος δεν θα μπορούσε ν’ ανεβεί, ακόμα κι αν είχε είκοσι πόδια και άλλα τόσα χέρια, γιατί είναι πέτρα γλιστερή, σαν λαξεμένη- καταμεσής σ’ αυτό το σκόπελο είναι σπηλιά, όπου το βάθος της ούτε το βέλος του τοξότη δεν το φτάνει- εκεί μέσα μένει η Σκύλλα, που αλυχτάει φοβερά, τέρας που και θεός δεν το απαντάει δίχως φόβο- έχει δώδεκα ποδάρια, υψωμένα στον αέρα, έξι λαιμούς με μάκρος ασυνήθιστο, και ο καθένας τους στηρίζει μια φρικαλέα κεφαλή και κάθε στόμα έχει τριπλά σαγόνια, απ’ όπου στάζει μαύρος θάνατος- κρυμμένη μέσα στο βάραθρο αφήνει τα κεφάλια να προβάλλουν κι αρπάζει έτσι δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα μεγάλα κήτη- κι απ’ τα καράβια που περνούν αρπάζει πάντα απ’ το κατάστρωμα τόσα παλικάρια όσα είναι και τα στόματά της.

Συνεχίζοντας η Κίρκη τις πληροφορίες της, λέει στον Οδυσσέα ότι ο άλλος σκόπελος δεν είναι τόσο ψηλός όσο ο πρώτος, αλλά έχει μια αγριοσυκιά κι αποκάτω της κάθεται η Χάρυβδη, που ξερνάει μαύρο νερό- τρεις φορές τη μέρα ρουφάει όλο το νερό και τρεις φορές το ξαναβγάζει- αν βρεθεί κανείς κοντά την ώρα που η Χάρυβδη ρουφά το νερό, δεν γλιτώνει, ακόμα κι αν ο Ποσειδώνας ο ίδιος το θελήσει να τον σώσει· γι’ αυτό είναι προτιμότερο να περάσει κοντά στη Σκύλλα και να χάσει έξι παλικάρια, παρά να χαθεί το πλοίο ολόκληρο. Σε ερώτηση του Οδυσσέα αν μπορεί να βγει στην πλώρη αρματωμένος, να πολεμήσει το θεριό, η Κίρκη απαντά πως είναι ανώφελο και πως το μόνο που έχει να κάνει εκείνη τη φοβερή στιγμή είναι να επικαλεστεί το όνομα της Κραταίιδας, που είναι μάνα της Σκύλλας, για να μερώσει το θεριό και να μην πάρει άλλους έξι άντρες, προτού προφτάσει να ξεμακρύνει το καράβι.

Έτσι, το καράβι του Οδυσσέα έφτασε στο στενό και οι άντρες του, μόλις από μακριά ένιωσαν το κύμα το μεγάλο, με τον καπνό και με το γδούπο, τόσο φοβήθηκαν, που άφησαν από τα χέρια τους να πέσουν τα κουπιά. Η Χάρυβδη ρουφούσε τα νερά κι ύστερα τα ξερνούσε, και τότε η θάλασσα ήταν σαν το καζάνι που βράζει σε δυνατή φωτιά, και ο αχνός σκέπαζε τους δυο σκοπέλους ως την κορφή. Ο Οδυσσέας έδωσε θάρρος στους συντρόφους του και πρόσταξε να ξεμακρύνουν όσο γίνεται από τη Χάρυβδη, κρατώντας μυστικό τον κίνδυνο της Σκύλλας, για να μην παραλύσουν ολότελα οι σύντροφοι και πάνε του χαμού όλοι μαζί. Ο ίδιος, αψηφώντας την ορμήνια της Κίρκης, αρματώθηκε και στάθηκε στην πλώρη, μα τίποτα δεν ήταν δυνατόν να δει μες στην αντάρα, κι ας κούρασε τα μάτια του πολύ. Το μόνο που κατάφερε στο τέλος ν’ αντικρίσει ήταν οι έξι άντρες του, από τους πιο γερούς, που άρπαξε η Σκύλλα, και που τους είδε στον αέρα, πιασμένους σαν τα ψάρια στο αγκίστρι που τραβιούνται απ’ το νερό, κι άκουσε τις φωνές τους κι άκουσε στερνά να τον καλούν με τ’ όνομά του και είδε τα χέρια και τα πόδια τους που γύρευαν βοήθεια, ώσπου χάθηκαν για πάντα.

Και το καράβι πρόφτασε και μάκρυνε και σώθηκε κι έφτασε πια στο νησί του Ήλιου, κι εκεί οι σύντροφοι πείνασαν κι έφαγαν τα ζώα του θεού, μολονότι που ήταν ορμηνεμένοι πως δεν κάνει, και ο θεός στο γυρισμό τούς χτύπησε καταμεσής στο πέλαγος και τους έπνιξε όλους κι άφησε ολομόναχο τον Οδυσσέα με τα υπολείμματα του καραβιού του· κι η θάλασσα ξανά τον έσπρωξε πάνω στη ρουφήχτρα της Χάρυβδης και παρά τρίχα πιάστηκε σ’ ένα κλαδί της αγριοσυκιάς κι έμεινε κρεμασμένος σαν τη νυχτερίδα, ώσπου το θεριό ξέρασε πάλι το νερό και τα σανίδια, και τότε ο Οδυσσέας πήδησε σ’ αυτά και κολυμπώντας έφτασε επιτέλους στην Ωγυγία, όπου τον βρήκε η Καλυψώ.

Για την Αργώ έλεγαν πως είχε περάσει το στενό με προστατευτικό κλοιό από Νηρηίδες, με την επίβλεψη της Ήρας και με πλοηγό τη Θέτιδα, που έλεγε στον Πηλέα, τον άντρα της, τι έπρεπε κάθε στιγμή να κάνει, γιατί και ο Πηλέας ήταν ανάμεσα στους Αργοναύτες. Για τον Αινεία έλεγαν πως άκουσε τον Έλενο, το μάντη, κι απέφυγε τον κίνδυνο και δεν μπήκε στο στενό, αλλά έκανε τον περίπλου της Σικελίας. Όμως κι αυτός λένε πως είδε με τα μάτια του τη φριχτή όψη των τεράτων αυτών, όταν περνούσε την πύλη του Άδη. Αντίθετα από τον Αινεία ο Ηρακλής δεν δίστασε καθόλου ν’ αναμετρηθεί με τα θεριά. Αυτός, καθώς περνούσε από εκεί, μεταφέροντας τα βόδια του Γηρυόνη, όταν η Σκύλλα τού πήρε ένα, την άρπαξε και την έκανε κομμάτια, αλλά ο πατέρας της, ο Φόρκυς, κατάφερε με αναμμένα δαυλιά να την ξανακολλήσει και να της ξαναδώσει τη ζωή.

Για τη Σκύλλα έλεγαν πως είχε μητέρα τη Λάμια, κάποια όμορφη βασίλισσα, ευνοούμενη του Δια, και πως η ‘Ηρα από ζήλια τη μεταμόρφωσε σ’ ένα φριχτό στοιχειό, που γέννησε τη Σκύλλα, με τα γνωρίσματα και τη μοίρα της μάνας της.

Έλεγαν ακόμα πως και η ίδια η Σκύλλα στην αρχή ήταν μια όμορφη παρθένα του πελάγους, που την αγάπησε παράφορα ο Γλαύκος, χωρίς να βρει ανταπόκριση, και πως η Κίρκη από αντιζηλία φαρμάκωσε το νερό, όπου η κόρη έπαιρνε το μπάνιο της, κι έκανε με τα μάγια της να μεταμορφωθεί σε τέρας. Άλλοι λένε πως ο ίδιος ο Ποσειδώνας την είχε αγαπήσει και πως η Αμφιτρίτη ήταν εκείνη που από ζήλια τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Τέλος, άλλοι προσθέτουν πως αντίζηλος του Ποσειδώνα ήταν ο Τρίτων και πως αφού δεν τα κατάφερε να την κερδίσει, αυτός με τα μάγια της Κίρκης τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Και για τη Χάρυβδη υπάρχει ανάλογη παράδοση: ήταν κι αυτή μια κόρη, γονείς της είχε τον Ποσειδώνα και τη Γη, και έτρωγε πάντα πολύ και με μεγάλη λαιμαργία. Μια μέρα έκλεψε του Ηρακλή ένα βόδι και το έφαγε, και τότε πια ο Δίας, αηδιασμένος, μ’ έναν κεραυνό του τη γκρέμισε στη θάλασσα και την έκανε αυτό το φοβερό θεριό που καταβροχθίζει τα πάντα.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ

Το πέρασμα της Σκύλλας και της Χάρυβδης το τοποθετούν άλλοι στον Βόσπορο, άλλοι στο Ταίναρο, άλλοι έξω από τη Μεσόγειο, κοντά στις Καναρίους, όμως οι πιο πολλοί λένε πως είναι το στενό της Σικελίας.

Ο Αχιλλέας και ο Έκτορας είχαν και οι δύο δίκιο

Πάνω στη δύναμη, στο καλό και στο κακό, στα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης στοχάζονταν επίσης η Σιμόν Βέιλ και η Ρέιτσελ Μπεσπάλοφ το 1941. Στοχάζονταν διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ένα παλιό έπος, το οποίο αφηγούνταν έναν πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Τρώων και μια μάχη μεταξύ δύο ηρώων, του Έκτορα και του Αχιλλέα. Την Ιλιάδα. Παλιές ιστορίες, αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά επίκαιρες, μια και ο πόλεμος, η βία, η δύναμη είναι αδιάκοπα παρόντα στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Όμηρος είχε εξηγήσει από πολύ παλιότερα ότι ο κόσμος των ανθρώπων περιστρέφεται γύρω από τη δύναμη. Μόνο που τα έπη του δεν υποκύπτουν σε απλουστεύσεις του τύπου «εμείς εναντίον των άλλων», που γνωρίζουν σήμερα τόση επιτυχία· αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα στα ανθρώπινα πράγματα, πιο περίπλοκη, λιγότερο καθησυχαστική, ίσως όμως πιο αληθινή.

Διότι στον Όμηρο υπάρχει μεν η δύναμη, αλλά δεν περιβάλλεται από καμία αίγλη. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει να αφυπνιστεί εκτός από την αυταπάτη εκείνου που θαρρεί πως μπορεί να ελέγξει τη δύναμη και, αναπόφευκτα, γίνεται έρμαιό της. Όλοι ανεξαιρέτως μέσα στο έπος ισχυρίζονται ότι υπηρετούν το δίκιο και θεωρούν ότι έχουν κάθε δικαίωμα να επιβάλουν τη θέλησή τους. Το αποτέλεσμα όμως είναι πάντοτε διαφορετικό από τις προσδοκίες, οι συνέπειες οδυνηρές. Ο Αγαμέμνονας πιστεύει ότι μπορεί να υποτάξει τον Αχιλλέα και γίνεται εντέλει μάρτυρας της ήττας του στρατού του· ο Αχιλλέας, προκειμένου να ταπεινώσει τον Αγαμέμνονα, προκαλεί τον θάνατο του πιο αγαπημένου φίλου του· ο Πάτροκλος και ο Έκτορας υπερβαίνουν τα όρια και το πληρώνουν με τη ζωή τους. Αυτή τη μεθυσμένη δύναμη όλοι πιστεύουν πως την κατέχουν, αλλά κανένας δεν την κατέχει στ’ αλήθεια· «τι ο Άρης σε χάρες είναι αµάθητος, κι όποιος χτυπάει χτυπά τον». Νικητές και νικημένοι μοιάζουν. Η δύναμη είναι μια αυταπάτη.

Η υπόθεση είναι γνωστή και θα επαναλαμβάνεται επ’ αόριστον στην ανθρώπινη Ιστορία. Ο Όμηρος την τραγουδά με άπειρη συμπόνια και ενσυναίσθηση. Και καλά κάνει, διότι αυτοί οι ήρωες που όλα τα κάνουν σε βαθμό υπερβολής – τρώνε σαν κτήνη, σκοτώνουν χωρίς οίκτο, χύνουν ποταμούς δακρύων, τσακώνονται σαν μωρά παιδιά, διοικούν μιλιούνια στρατιωτών – είναι εντέλει σαν εμάς: όπως κι εμείς, αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, παλεύουν, φροντίζουν για τους αγαπημένους τους, αγανακτούν με την αδικία. Έλληνες ή Τρώες, είναι άνθρωποι που υποφέρουν και αγωνίζονται: άλλοτε κερδίζουν και άλλοτε χάνουν κυνηγώντας τα πάθη τους, εκτεθειμένοι στις αντιφάσεις της ύπαρξης. Σφάλλουν επειδή ζουν. Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης (αυτός είναι ο τίτλος του δοκιμίου της Σιμόν Βέιλ) είναι ένας στοχασμός πάνω σε αυτό το μίγμα μεγαλείου και δυστυχίας που είναι σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος.

Έτσι, χωρίς να κρίνει, ο Όμηρος δίνει το μάθημά του. Δίκαια και συμφέροντα, επιθυμίες και ιδέες διαπλέκονται αδιάκοπα μέχρι που γίνονται ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνονας είχαν και οι δύο δίκιο και άδικο ταυτόχρονα. Είναι μεγάλος ο πειρασμός, και συνάμα τόσο ανθρώπινος, να οχυρωθούμε πίσω από τις πεποιθήσεις μας απορρίπτοντας οποιαδήποτε αναμέτρηση με άλλες απόψεις, επιλέγοντας τον δρόμο της σύγκρουσης. Προτού γίνει η μεγάλη έκρηξη, μήπως θα ήταν καλύτερα να ελέγξουμε αν θα μπορούσαμε να απενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό ανάφλεξης;

Βρισκόμαστε ακόμα στα ρηχά. Για να κατανοήσουμε το βαθύτερο μήνυμα της Ιλιάδας πρέπει να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Αχιλλέα, του πιο σπουδαίου, του πιο ωραίου, του πιο δυνατού ήρωα. Αυτό που διακρίνει τον Αχιλλέα είναι η διαύγεια με την οποία αντιμετωπίζει τη μαύρη τρύπα της Ιλιάδας, τη μεγαλύτερη πηγή άγχους στη ζωή των ανθρώπων. Ο πυρήνας του ποιήματος δεν είναι ούτε η δύναμη ούτε η σύγκρουση: είναι ο θάνατος.

Ο Τρωικός πόλεμος διήρκεσε δέκα χρόνια· η αφήγηση της Ιλιάδας καλύπτει περίπου πενήντα μέρες. Όλο το ζουμί όμως βρίσκεται στις δυο τρεις μέρες που ακολουθούν τον θάνατο του Πατρόκλου, όταν ο Αχιλλέας απαρνείται τα πάντα για να αφοσιωθεί στην αναζήτηση του έσχατου νοήματος των πραγμάτων, για να αναμετρηθεί με το παράλογο της ανθρώπινης κατάστασης. Αίφνης ο θάνατος αποκαλύπτεται ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα σκάνδαλο, το οποίο καταλύει και την παραμικρή αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, κάθε μεμονωμένου ανθρώπινου όντος και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Εφήμερα πλάσματα, που τη μια μέρα εμφανίζονται και την άλλη εξαφανίζονται, απορροφώμενα σε μια διαδικασία αέναου μετασχηματισμού. «Καθώς των φύλλων, απαράλλαχτη κι η φύτρα των ανθρώπων». Τι νόημα έχουν όλα αυτά;

Κανένα νόημα, αυτή είναι η απάντηση του Αχιλλέα, μια ολέθρια μήνις που δεν έχει πλέον τίποτα ανθρώπινο. Αν λοιπόν τίποτα δεν έχει νόημα, όλα πρέπει να καταστραφούν. Άνετα θα μπορούσε κάποιος να ανακηρύξει τον Αχιλλέα στον πρώτο μηδενιστή. Οπωσδήποτε η σκοτεινή πλευρά του Νταρθ Βέιντερ, με την ταπεινή φιλοδοξία του να κατακτήσει το σύμπαν, ωχριά μπροστά σε τόση ριζοσπαστικότητα. Το ποίημα εισέρχεται σε ονειρική διάσταση, μεταμορφώνεται σε εφιάλτη. Ο Αχιλλέας σκοτώνει όποιον βρεθεί στο διάβα του, παλεύει με ένα ποτάμι ξέχειλο από πτώματα, διαμελίζει τη σορό του Έκτορα.

Όταν όμως ο Αχιλλέας αγγίζει το έσχατο σημείο της απελπισίας, τότε καταλαβαίνει. Τον επισκέπτεται στη σκηνή του ο Πρίαμος, ο βασιλιάς της Τροίας, ο πατέρας του Έκτορα. Εκλιπαρεί τον φονιά του γιου του να του παραδώσει τη σορό για να μπορέσει να τη θάψει. Μπροστά σε μια τέτοια χειρονομία, ο Αχιλλέας κατακτά μια νέα συνειδητοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης. Μια ταφική τελετή είναι η απόπειρά μας να δώσουμε ανθρώπινο νόημα και αξία στη βάναυση πραγματικότητα ενός σώματος που αποσυντίθεται. Αυτό επιθυμεί ο Πρίαμος, και ο Αχιλλέας καταφέρνει τελικά να αποδεχτεί το γεγονός και της δικής του θνητότητας. Ο κόσμος γύρω μας δεν έχει πιθανότατα κανένα απολύτως νόημα, είναι ένας τυφλός μηχανισμός που καταπίνει και καταστρέφει τα πάντα. Οι άνθρωποι δεν θα νικήσουν τον θάνατο. Μπορούν όμως να δώσουν ανθρώπινη αξία στη ζωή τους. Να δημιουργήσουν. Αυτή δεν είναι η αιώνια μάχη ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό; Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος θρηνούν μαζί· αλληλοκοιτάζονται, αλληλοθαυμάζονται: αναγνωρίζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον μακρινό πατέρα και τον χαμένο γιο αντίστοιχα. Ανακαλύπτουν ότι είναι άνθρωποι μέσα σε έναν κόσμο αδιάφορο. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πιο συγκλονιστική σκηνή. Να αναγνωρίσεις ότι είσαι άνθρωπος κι εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους, να μάθεις να ζεις μαζί τους.

Το ποίημα πιάνει την ιστορία από το τέλος. Ο Αχιλλέας κηρύσσει ανακωχή για την ταφή. Έπειτα ο πόλεμος θα συνεχιστεί: είναι ανώφελο να τρέφουμε αυταπάτες, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Ο ποιητής της δύναμης έδειξε όμως και κάτι ακόμη. «Ο Όμηρος δεν υμνεί τον θρίαμβο της νικηφόρας δύναμης, αλλά την ανθρώπινη αντοχή μέσα στη συμφορά»: ιδού, διά στόματος Ρέιτσελ Μπεσπάλοφ, το τελευταίο μάθημα του ποιητή. Σε μια γωνιά της σκηνής, στα πόδια του Αχιλλέα, κείτεται η καινούργια ολόλαμπρη ασπίδα του: πιο πέρα ένα ποτάμι ρέει ορμητικό· στη μέση βρίσκεται μια πόλη, κάποιον γάμο γιορτάζουν, κάτι παιδιά χορεύουν.

Erich Fromm: Το τέλος μιας αυταπάτης

Η Μεγάλη Υπόσχεση της Απεριόριστης Προόδου -η υπόσχεση της κυριαρχίας επάνω στη φύση, της υλικής αφθονίας, της μέγιστης δυνατής ευτυχίας για τον μέγιστο δυνατό αριθμό ανθρώπων και της ανεμπόδιστης προσωπικής ελευθερίας- διατηρούσε τις ελπίδες και την εμπιστοσύνη των γενιών από την απαρχή ήδη της βιομηχανικής εποχής. Είναι αναμφισβήτητο πως ο ανθρώπινος πολιτισμός ξεκίνησε την ίδια στιγμή που η ανθρώπινη φυλή άρχισε να έχει κάποιον έλεγχο επάνω στη φύση, όμως αυτός ο έλεγχος παρέμεινε περιορισμένος μέχρι την έλευση της βιομηχανικής εποχής. Με τη βιομηχανική πρόοδο, από την υποκατάσταση της ζωικής και της ανθρώπινης ενέργειας πρώτα, από τη μηχανική ενέργεια στη συνέχεια, και από την πυρηνική ως την υποκατάσταση του ανθρώπινου μυαλού από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αισθανθήκαμε πως βαδίζαμε στον δρόμο της χωρίς όρια παραγωγής, άρα και της απεριόριστης κατανάλωσης, πως η τεχνολογία μας έκανε παντοδύναμους, πως η επιστήμη μας έκανε παντογνώστες. Βαδίζαμε στον δρόμο για να γίνουμε θεοί, υπέρτατα όντα τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έναν δεύτερο κόσμο, χρησιμοποιώντας τον φυσικό κόσμο απλώς και μόνο ως πηγή οικοδομικών υλικών για την καινούρια δημιουργία.

Οι άντρες και, με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς, οι γυναίκες βίωναν μια νέα αίσθηση ελευθερίας- είχαν γίνει κύριοι της ίδιας τους της ζωής: οι αλυσίδες της φεουδαρχίας είχαν σπάσει και μπορούσε ο καθένας να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε, ελεύθερος από κάθε είδους δεσμά. Ή, τουλάχιστον, έτσι ένιωθαν οι άνθρωποι. Και, παρά το γεγονός πως αυτό ίσχυσε μόνο για την ανώτερη και τη μεσαία τάξη, το δικό τους επίτευγμα έκανε και όλους τους άλλους να πιστεύουν πως τελικά η ελευθερία νέας μορφής θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθούσε η βιομηχανοποίηση να προχωρά με τον ίδιο ταχύ ρυθμό. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν άργησαν να μεταβληθούν από κίνημα, το οποίο στόχευε σε μια νέα κοινωνία και σε έναν νέο άνθρωπο, σε ένα άλλο κίνημα του οποίου το ιδεώδες ήταν η αστική ζωή για όλους, δηλαδή ο παγκοσμιοποιημένος αστός ως ο άντρας και η γυναίκα του μέλλοντος. Η επίτευξη πλούτου και άνεσης για όλους θεωρήθηκε πως θα έφερνε και την απεριόριστη ευτυχία σε όλους. Η τριάδα της χωρίς όρια παραγωγής, της απόλυτης ελευθερίας και της απεριόριστης ευτυχίας διαμόρφωσε τον πυρήνα μιας νέας θρησκείας. Η πρόοδος και μια καινούρια Επίγεια Πολιτεία της Προόδου ήρθαν ν’ αντικαταστήσουν την Πολιτεία του Θεού. Και καθόλου δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η καινούρια αυτή θρησκεία εφοδιάζει τους πιστούς της με ενέργεια, ζωτικότητα και ελπίδα.

Το εύρος της Μεγάλης Υπόσχεσης -τα θαυμαστά υλικά και διανοητικά επιτεύγματα της βιομηχανικής εποχής- πρέπει να μελετηθεί σε βάθος προκειμένου να κατανοήσουμε επίσης πόσο βαθύ είναι το τραύμα που προκαλεί σήμερα η συνειδητοποίηση της διάψευσής της. Καθώς η βιομηχανική εποχή πράγματι απέτυχε να εκπληρώσει τη Μεγάλη της Υπόσχεση, όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποιούν σήμερα τα εξής:

Η απεριόριστη ικανοποίηση όλων των επιθυμιών δεν οδηγεί σε μια καλή ποιότητα ζωής ούτε αποτελεί τον δρόμο για την ευτυχία ή έστω για τη μεγίστη δυνατή ευχαρίστηση.

Το όνειρο του να γίνουμε κύριοι της ίδιας μας της ζωής έσβησε όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι είχαμε γίνει όλοι μας γρανάζια μιας γραφειοκρατικής μηχανής, με το κράτος -την εκάστοτε κυβέρνηση-, τη βιομηχανία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που ελέγχονται από αυτή, να χειραγωγούν τις σκέψεις, τα αισθήματα και τις προτιμήσεις μας.

Η οικονομική πρόοδος παρέμεινε περιορισμένη στις πλούσιες χώρες, και το χάσμα ανάμεσα στα πλούσια και στα φτωχά έθνη μεγάλωσε ακόμη περισσότερο.

Η τεχνολογική πρόοδος από μόνη της προκάλεσε οικολογικούς κινδύνους όπως και τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου, δύο απειλές που, είτε από κοινού είτε η καθεμία μόνη της, θα μπορούσαν να βάλουν ένα τέλος σε ολόκληρο τον πολιτισμό, πιθανώς ακόμη και στην ίδια τη ζωή.

Όταν ο Άλμπερτ Σβάιτσερ πήγε στο Όσλο για να αποδεχτεί το Νόμπελ Ειρήνης (1952), κάλεσε τους ανθρώπους να «τολμήσουν ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση… Ο άνθρωπος έχει γίνει ένας υπεράνθρωπος… Αλλά ο υπεράνθρωπος με την υπεράνθρωπη δύναμη δεν έχει επίσης εξυψωθεί και σε ένα επίπεδο υπεράνθρωπης λογικής. Στον βαθμό που η δύναμή του αυξάνεται, αυτός γίνεται όλο και περισσότερο φτωχός… Πρέπει να αφυπνιστεί η συνείδησή μας από το γεγονός ότι όσο περισσότερο γινόμαστε υπεράνθρωποι, άλλο τόσο γινόμαστε απάνθρωποι».

Erich Fromm, Να Έχεις ή να Είσαι;

Στωικισμός: Τι σημαίνει ελευθερία;

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος Η επιστήμη του πως μας χειραγωγούνΗ στωική φιλοσοφία ξεκίνησε στην Ελλάδα στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Οι ιδρυτές της ήταν μετανάστες από την ανατολική Μεσόγειο στην Αθήνα, η οποία δεν ήταν πλέον μία ακμαία δημοκρατία, αλλά ένα κράτος υποτελές στο βασίλειο της Μακεδονίας. Η απώλεια της πολιτικής αυτονομίας εκφραζόταν στη φιλοσοφία στην Αθήνα μέσω μίας εσωστρέφειας στην εστίαση επί των ηθικών ζητημάτων. 

Ούτε ο στωικισμός ούτε ο επικουρισμός, η άλλη εξέχουσα ελληνιστική σχολή, συνδεόταν στενά με την πολιτική θεωρία όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί τους Πλάτων και Αριστοτέλης. Επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος των νεαρότερων φιλοσόφων δεν ήταν η πολιτική και η νομοθεσία, αλλά η προσωπική ευημερία και αυτοβελτίωση. Αυτή η στροφή προς την ενδοσκόπηση καθίσταται ιδιαίτερα εμφανής από τον τρόπο που η στωική σκέψη αντιμετώπισε εξαρχής την ελευθερία και τη δουλεία ως κυρίαρχους ηθικούς και ψυχολογικούς παρονομαστές παρά ως δείκτες κοινωνικής θέσης.

Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, τον πρωταρχικό επικεφαλής της στωικής σχολής, η ελευθερία είναι αποκλειστικό προνόμιο όσων είναι σοφοί, ενώ οι κατώτεροι άνθρωποι, που αποτελούν και την πλειονότητα, δεν είναι μόνο ανόητοι αλλά και δούλοι.

Μία πρώτη αντίδραση σε αυτόν τον ισχυρισμό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την έκπληξη απέναντι στον πνευματικό ελιτισμό του και στην αναισθησία του όσον αφορά τη δεινή κατάσταση ανθρώπων που υπήρξαν αρκετά άτυχοι ώστε να υποδουλωθούν με την κυριολεκτική έννοια. Αλλά τώρα σκεφθείτε με πόσο ριζοσπαστικό τρόπο ο ισχυρισμός του Ζήνωνα, σε μια οικονομία που βασιζόταν στη δουλεία, θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση των ανθρώπων με κριτήριο τον συμβατικό διαχωρισμό δουλεία/ελευθερία.

Αν η σοφία είναι το αληθινό κριτήριο της ελευθερίας, τότε το κύριο βάρος της δουλείας μετατοπίζεται από έξω προς τα μέσα, από το σωματικό στο πνευματικό επίπεδο, και πηγή ελευθερίας είναι η φιλοσοφία και όχι η χειραφέτηση. Σύμφωνα με αυτή την αδιάλλακτη διδασκαλία, είμαστε υποδουλωμένοι αν αφεθούμε σε οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο, είτε επειδή το σώμα μας μας απογοητεύει , είτε επειδή τα πάθη και τα συναισθήματά μας μάς έχουν κυριεύσει είτε επειδή συνδέουμε την ευημερία μας με πράγματα που εξαρτώνται από άλλους – ανθρώπους , περιουσία, δημοτικότητα ή απλώς τύχη.

Στο περίφημο δοκίμιό του “Δύο έννοιες της ελευθερίας”, ο Αϊζάια Μπερλίν διέκρινε μεταξύ της “αρνητικής” έννοιας της ελευθερίας από τον εξαναγκασμό (όπου δεν εμπλέκονται άλλοι) και της “θετικής” έννοιας της ελευθερίας να είμαστε ή να ζούμε όπως επιλέγουμε (αυτοέλεγχος ή αυτοδιάθεση).

Για τον Επίκτητο αυτές οι δύο έννοιες προσεγγίζουν τόσο πολύ η μία την άλλη, ώστε η μία συνεπάγεται την άλλη, όπως μπορούμε να δούμε στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Κύριος κάποιου είναι όποιος έχει την εξουσία να παρέχει ή να στερεί όσα θέλει ή δεν θέλει ο άλλος. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι ελεύθερος, να μην επιθυμεί ή να μην αποφεύγει, ό,τι εξαρτάται από τους άλλους. Διαφορετικά, θα είναι εξ ανάγκης δούλος».(Εγχειρίδιον 14)

Θα μπορούσαμε να ξαναγράψουμε τη δεύτερη πρόταση κάπως έτσι: “Όποιος επιθυμεί να είναι ελεύθερος από εξαναγκασμό, θα πρέπει να περιορίσει τις επιθυμίες και τις απέχθειές του σε πράγματα στα οποία έχει τον απόλυτο έλεγχο”.

Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η επιλογή είναι καλή για εμάς και για εκείνους τους οποίους συναναστρεφόμαστε; Γιατί να είμαστε αυτόνομοι αντί να ακολουθούμε κάποιο σύστημα πανάρχαιων αρχών; Πώς μπορούμε να ξέρουμε τι θα επιλέξουμε;

Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις μας επαναφέρει στη “σοφία” του Ζήνωνα ως την ουσία της ελευθερίας.

Η λέξη σοφία, στη συνήθη χρήση της, μπορεί να καλύπτει οποιοδήποτε είδος γνώσης, που κυμαίνεται από την πρακτική δεξιοτεχνία όπως η ξυλουργική ως την αφηρημένη γνώση όπως η γεωμετρία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η σοφία σημαίνει την επιτυχή άσκηση μιας δεξιότητας, και η δεξιότητα που απασχολούσε τον Ζήνωνα και τους στωικούς φιλοσόφους είναι η τέχνη της ζωής.

Μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την τέχνη ως τη γνώση να ζούμε με αρμονία – αρμονία με την ανθρώπινη φύση μας και αρμονία με το κοινωνικό και υλικό περιβάλλον μας.

«Το να επιτύχουμε ή να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε την κατανόηση είναι έργο της λογικής, και η λογική, σύμφωνα με τον στωικισμό, είναι εκείνο που διακρίνει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα.» (Διατριβαί 7,8).

Η επιστήμη, καθώς υπερεξειδικεύεται, χάνει σιγά σιγά την ζωή της

Φαίνεται ότι η επιστήμη, καθώς υπερεξειδικεύεται, χάνει σιγά σιγά την ζωή της.

Πώς λοιπόν και επιτρέπουμε να συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει, αν δεν απατώμαι, επειδή είμαστε θύματα μιας μεγάλης αυταπάτης. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε εξομοιώνουμε την πνευματική εργασία με την χειρωνακτική.

Έχουν ήδη περάσει εκατόν πέντε χρόνια από τότε που ο θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας, ο Άνταμ Σμιθ, έκανε την ακόλουθη παρατήρηση: Αν, σ’ ένα εργοστάσιο καρφιτσών, ένας μόνον εργάτης ήταν επιφορτισμένος να ισιώνει το σύρμα, να το κόβει, να το λευκαίνει, να σχηματίζει την μύτη και την κεφαλή, μετά βίας θα κατασκεύαζε είκοσι καρφίτσες την ημέρα. Αν όμως η εργασία κατανεμηθεί σε δέκα εργάτες και ο καθένας τους επιφορτισθεί με μία μόνον ενέργεια, τότε οι εργάτες αυτοί θα παράγουν άνετα σαράντα οκτώ χιλιάδες καρφίτσες την ημέρα, δηλαδή τέσσερις χιλιάδες οκτακόσιες ο καθένας. Η βιομηχανία επιτυγχάνει θαυμαστά αποτελέσματα με την κατανομή της εργασίας. Ο κάθε εργάτης πρέπει να έχει μια «ειδικότητα», θα είναι δε τόσο ικανότερος όσο νωρίτερα την έχει επιλέξει.

Ο λόγος είναι ότι αυτό που απαιτείται από την χειρωνακτική εργασία είναι προπάντων το να είναι γρήγορη, δεν είναι δε γρήγορη παρά μόνον αν είναι μηχανική. Γιατί η μηχανή δουλεύει γρηγορότερα από τον άνθρωπο; Διότι διαιρεί την εργασία, διότι σε κάθε μέρος της εργασίας αντιστοιχεί ένας ειδικός μηχανισμός. Κι εμείς, που όταν δουλεύουμε με τα χέρια μας παίρνουμε ως μοντέλο την μηχανή, δεν έχουμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε από το να κατανέμουμε την εργασία όπως την κατανέμει αυτή. Και θα δουλεύουμε εξίσου γρήγορα και εξίσου καλά όταν θα είμαστε κι εμείς, με την σειρά μας, μηχανές.

Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στον κόσμο του πνεύματος.

Κι ενώ δεν αποκτούμε την χειρωνακτική δεινότητα παρά υπό την προϋπόθεση ότι επιλέγουμε ένα ειδικό επάγγελμα και κάνουμε τους μυς μας να συστέλλονται σε μία μόνον επαναλαμβανόμενη κίνηση, δεν τελειοποιούμε, αντίθετα, κάποια από τις πνευματικές ικανότητές μας παρά υπό την προϋπόθεση ότι αναπτύσσουμε όλες τις άλλες. Από μόνη της, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Χωρίστε την από το περιβάλλον της και δεν θα αργήσει να εξανεμιστεί, όμοια με τις χημικές εκείνες ουσίες που εξατμίζονται μόλις τις απομονώνουμε. Βέβαια, είναι πάντα μία αυτή που κυριαρχεί και που διακρίνουμε, όμως δεν στέκεται τόσο ψηλά παρά μόνον επειδή την στηρίζουν οι άλλες.

Θα την συγκρίνω με τον καλό εκείνο μουσικό που συναντούμε κάποιες φορές σε μια μέτρια ορχήστρα. Δεσπόζει και επιτυγχάνει να μην ακούμε παρά μόνον αυτόν. Ίσως όμως αποτύχει σ’ ένα σόλο, καθώς χρειάζεται την υποστήριξη από το σύνολο.

Αυτό ακριβώς, είναι που διακρίνει την ευφυΐα από το ένστικτο και τον άνθρωπο από το ζώο. Όλη η διαφορά του ζώου έγκειται σ’ αυτό, στο ότι είναι σαν τον ειδικό – κάνει πολύ καλά ό,τι κάνει, αλλά δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.

Η μέλισσα, για να κατασκευάσει την κηρύθρα της, έχει επιλύσει ένα δύσκολο πρόβλημα τριγωνομετρίας. Θα επιλύσει όμως άλλα; Αυτός που δέχεται, όπως τολμά να υποστηρίζει ένας σύγχρονος φυσιοδίφης, ότι το ζώο κι εμείς καταγόμαστε από κοινό πρόγονο, δεν θα μπορεί άραγε να πει ότι η ευφυΐα μας έχει γίνει αυτό που είναι από τις ποικίλες συνήθειες που έχει σταδιακά αποκτήσει, ενώ η συνήθεια του ζώου έχει σιγά σιγά περιοριστεί και ατροφήσει στα στενά όρια μιας ειδικότητας;

Αφού, λοιπόν, η ποικιλία των ικανοτήτων μας είναι αυτό που μας διακρίνει, ας παραμείνουμε άνθρωποι.

Αν το μαθηματικό μυαλό συνίσταται στο να σκέφτεται κανείς σωστά και να εκφράζει με σαφήνεια αυτό που σκέφτεται, ποιος φιλόλογος δεν θα ήταν υποχρεωμένος να είναι και λίγο μαθηματικός; Είναι άραγε η φιλολογία κάτι άλλο από γεωμετρία χωρίς σχήματα, μεταφυσική χωρίς χονδροειδείς υπερβολές;

Το Hubble αποκαλύπτει μία συγκέντρωση μαύρων οπών

H ιδέα ότι οι μαύρες τρύπες έρχονται σε διαφορετικά μεγέθη μπορεί να φαντάζει περίεργη στους περισσότερους, δεδομένου και ότι η μαύρη τρύπα εξ ορισμού είναι ένα αντικείμενο που έχει καταρρεύσει υπό την πίεση της βαρύτητας, αποκτώντας σχεδόν άπειρη πυκνότητα. Ωστόσο η ποσότητα της μάζας που μπορεί να συγκεντρώνει μια μαύρη τρύπα ποικίλλει- από μάζα υποδιπλάσια αυτής του ήλιου μας μέχρι δισεκατομμύρια φορές μεγαλύτερη. Κάπου ενδιάμεσα υπάρχουν οι IMBH (intermediate-mass black holes- μαύρες τρύπες μεσαίας μάζας), με μάζες από εκατοντάδες μέχρι δεκάδες χιλιάδες φορές μεγαλύτερες αυτής του ήλιου. Οπότε, οι μαύρες τρύπες έρχονται σε μικρά, μεσαία και μεγάλα μεγέθη.

Ωστόσο οι IMBH είναι «δύσκολες»: Θεωρείται πως κρύβονται στα κέντρα σφαιρικών αστρικών σμηνών- σμήνη μέχρι και ενός εκατομμυρίου άστρων. Ερευνητές του Hubble αναζήτησαν μια IMBH στο κοντινό σύμπλεγμα NGC 6397 και βρέθηκαν προ εκπλήξεως: Δεδομένου ότι μια μαύρη τρύπα δεν μπορεί να «θεαθεί», μελέτησαν προσεκτικά την κίνηση των άστρων εντός του συμπλέγματος, που θα επηρεαζόταν βαρυτικά από τη βαρυτική έλξη της μαύρης τρύπας. Τα εύρη και τα σχήματα των τροχιών των άστρων οδήγησαν στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει μόνο μία μαύρη τρύπα, μα ένα σμήνος μικρότερων- ένα μίνι σύμπλεγμα στον πυρήνα.

Όσον αφορά στον λόγο που οι μαύρες τρύπες τείνουν να «συναθροίζονται»: Ένα βαρυτικό «φλίπερ» λαμβάνει χώρα μέσα σε σφαιροειδή συμπλέγματα, όπου περισσότερα γιγαντιαία αντικείμενα βυθίζονται στο κέντρο ανταλλάσσοντας ορμές με μικρότερα άστρα, τα οποία μεταναστεύουν μετά στην περιφέρεια του συμπλέγματος. Οι κεντρικές μαύρες τρύπες μπορεί επίσης να συγχωνεύονται, στέλνοντας αναταράξεις στο διάστημα, υπό τη μορφή βαρυτικών κυμάτων.

Στην «καρδιά» του NGC 6397 οι αστρονόμοι βρήκαν μια συγκέντρωση μικρότερων μαύρων τρυπών αντί για μια μεγάλη μαύρη τρύπα- κάτι που προκάλεσε έκπληξη.

Τα σφαιροειδή συμπλέγματα είναι εξαιρετικά πυκνά αστρικά συστήματα, που φιλοξενούν άστρα τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Τα συστήματα αυτά κατά κανόνα είναι πολύ γηραιά- το σύμπλεγμα στο επίκεντρο αυτής της μελέτης, NGC 6397, είναι το ίδιο παλιό με το ίδιο το σύμπαν. Το σύμπλεγμα αυτό βρίσκεται σε απόσταση 7.800 ετών φωτός, κάτι που το καθιστά ένα από τα σφαιροειδή συμπλέγματα που βρίσκονται πιο κοντά στη Γη. Ο πυρήνας του είναι εξαιρετικά πυκνός.

Στην αρχή οι αστρονόμοι θεωρούσαν ότι το σύμπλεγμα φιλοξενούσε μια ΙΜΒΗ. «Βρήκαμε πολύ ισχυρά στοιχεία για μια αθέατη μάζα στον πυκνό πυρήνα του συμπλέγματος, μα μας εξέπληξε το ότι αυτή η μάζα δεν ήταν “τύπου σημείου” (κάτι που θα περίμενε κανείς για μια μεμονωμένη μαύρη τρύπα) μα επεκτεινόταν σε ένα μικρό ποσοστό του μεγέθους του συμπλέγματος» είπε ο Eduardo Vitral, του IAP (Ινστιτούτο Αστροφυσικής του Παρισιού). Για τον εντοπισμό της κρυμμένης αυτής μάζας, οι Eduardo Vitral και ο Gary Mamon, επίσης του ΙΑΡ, χρησιμοποίησαν τις ταχύτητες των άστρων στο σύμπλεγμα για να βρουν την κατανομή της συνολικής μάζας, η οποία είναι η μάζα των ορατών άστρων, καθώς και σε αχνά άστρα και μαύρες τρύπες. Όσο περισσότερη μάζα υπάρχει σε κάποια περιοχή, τόσο πιο γρήγορα κινούνται τα άστρα γύρω της. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν προηγούμενες εκτιμήσεις των κινήσεων των άστρων, αξιοποιώντας δεδομένα του Hubble.

«Η ανάλυσή μας έδειξε πως οι τροχιές των άστρων είναι σχεδόν τυχαίες σε όλο το σφαιροειδές σύμπλεγμα, αντί για συστηματικά κυκλικές ή επιμήκεις» είπε ο Gary Mamon. Αυτά τα σχήματα περιορίζουν αυτό που πρέπει να είναι η εσώτερη μάζα. Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι πως το αθέατο μέρος μπορεί να αποτελείται μόνο από τα απομεινάρια γιγαντιαίων άστρων (λευκών νάνων, αστέρων νετρονίων και μαύρων τρυπών), δεδομένης της μάζας, έκτασης και θέσης του. Αυτά τα αστρικά «πτώματα» προοδευτικά βυθίστηκαν στο κέντρο του συμπλέγματος μετά από βαρυτικές αλληλεπιδράσεις με κοντινά, μικρότερης μάζας άστρα.

«Χρησιμοποιήσαμε τη θεωρία της αστρικής εξέλιξης για να συμπεράνουμε πως το μεγαλύτερο μέρος της επιπλέον μάζας που βρήκαμε ήταν υπό τη μορφή μαύρων τρυπών» είπε ο Gary Mamon. Άλλες δύο πρόσφατες μελέτες επίσης υποδεικνύουν πως αστρικά απομεινάρια, ειδικά μαύρες τρύπες αστρικής μάζας, θα μπορούσαν να «κατοικούν» στις εσώτερες περιοχές των σφαιροειδών συμπλεγμάτων. «Η δική μας είναι η πρώτη μελέτη που παρέχει τόσο τη μάζα όσο και την έκταση αυτού που φαίνεται να είναι μια συλλογή κυρίως μαύρων τρυπών στο κέντρο ενός σφαιροειδούς συμπλέγματος με πυρήνα που έχει καταρρεύσει» είπε ο Βιτράλ.

Nietzsche: Το επωφελές και το επιβλαβές της ιστορίας για τη ζωή

Φρειδερίκος Νίτσε:1844-1900

Η βούληση για ζωή και η Ιστορία

§1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ι. Από τα πρώτα ήδη βήματα της πολυκύμαντης στοχαστικής του πορείας μέσα στη ζωή, ο Νίτσε επιχείρησε να σκεφτεί την τελευταία ως ό,τι το πιο πολύτιμο, καταφατικό, μεστό ενέργειας καταστασιακό του Είναι. Με δημιουργικό πάθος συνάπτει τη ζωή με τη ζωτικότητα της παροντικής ύπαρξης του ανθρώπου και με αφετηρία μια τέτοια προ-οπτική επιδίδεται στη φιλοσοφική αξιολόγηση της ιστορίας: δοκιμάζει να διαγνώσει πόσο η τελευταία ωφελεί ή βλάπτει την ανθρώπινη ζωή, δηλαδή κατά πόσο επιτρέπει να αναπτύσσεται η βούληση για ζωή με την εξής έννοια: να εκδηλώνεται ελεύθερα και αποφασιστικά στο παρόν η βουλητική ενέργεια του ατόμου· και προς τούτο να ενθαρρύνεται η πηγαία έκφραση του ενστίκτου μέσα από τη δημιουργική πρόσληψη στο παρόν της ιστορικής γνώσης. Η ιστορία, ως ιστορική γνώση κυρίως, είναι κάτι σημαντικό για τον άνθρωπο, αλλά όχι πάντα χωρίς κινδύνους. Έχει μέγιστη αξία, για τον γερμανό φιλόσοφο, η στάση του ίδιου του ανθρώπου απέναντι στην ιστορικότητα του Είναι του. Το θέμα είναι πώς ο καθένας μας χωριστά, αλλά και ο ένας ή ο άλλος θεσμικός –πρωτίστως ακαδημαϊκός– παράγοντας/φορέας του κράτους διαβάζει την ιστορία: στέκεται δηλαδή προγονοπληκτικά απέναντι στο παρελθόν και παραδίδει τη σκέψη του σε έναν σκληρά μετα-φυσικό ιστορικισμό ή αναζωογονεί το παρόν μέσα από τη σωστή αξιοποίηση του ιστορικού στοιχείου; Η πρώτη οδός σκέψης μεταποιεί τον εαυτό του ανθρώπου σε δουλικό εξάρτημα μιας απολυτοποίησης του ιστορικού παρελθόντος, άκρως υπηρετικής των ωφελιμιστικών σκοπών του κράτους, νοούμενου ως μηχανισμού βίας και ως αγελαίου παράγοντα καταστολής κάθε πηγαίου ενστίκτου της ανθρώπινης ύπαρξης Η δεύτερη τον απελευθερώνει από τη λογική και την οπτική της αγοραίας μάζας, στην οποία ανήκουν, για τον φιλόσοφο, τόσο οι άβουλοι υπήκοοι των διαφόρων κομματικών, πολιτικών, κρατικών μηχανισμών όσο και οι εξίσου άβουλοι επιτελείς τους.

ΙΙ. Το μεγαλείο και η δημιουργική πράξη της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται για τον Νίτσε πέρα από την πρόσκαιρη επιτυχία, που έχει ως βάση της μια τέτοια μάζα. Θα υπάρξουν εκείνες οι ευ-λογημένες στιγμές, μας λέει ο βαθύνους αυτός φιλόσοφος, που η ιστορία δεν θα πνίγεται μέσα στη μαζική κουλτούρα, αλλά θ’ ασχολείται με τους γίγαντες της ιστορίας· αυτούς που μέσα στο αιώνιο γίγνεσθαι αποτελούν τη γέφυρα, από όπου ο άνθρωπος χρωστά να περάσει το ρεύμα της ζωής του. Τέτοιοι γίγαντες δεν προσφέρονται για ιδεολογική χειραγώγηση, εκ μέρους των προαναφερθέντων μηχανισμών, του αθώου λογισμού των νέων ανθρώπων και γενικότερα των ανθρώπων του εκάστοτε παρόντος. Στο παρακάτω κείμενο, ο Νίτσε συζητά για την αναγκαιότητα του ιστορικού στοιχείου εντός λελογισμένων ορίων· συναφώς, για το πώς πρέπει να το προσλαμβάνουμε συνδυαστικά με το ανιστορικό στοιχείο, δηλαδή με το στοιχείο του παρελθόντος που πρέπει να περνά ορισμένως στη λήθη, δηλαδή που δεν πρέπει να μεταφέρεται εγκεφαλικά και αταίριαστα στο παρόν, με τρόπο δηλαδή που να καταπνίγει κάθε ζωτικότητα του τελευταίου. Αφετηρία του φιλοσοφικού του προβληματισμού είναι η σύγκριση της αγωνιώδους ανθρώπινης ύπαρξης με την ελεύθερη από τα δεσμά της ορισμένης ιστορίας ζωή των ζώων. Μέσα από μια τέτοια σύγκριση αναβιβάζεται ο Νίτσε βαθμιαία σε πρωτότυπες θεωρήσεις της ανθρώπινης ζωής.

§2 Κείμενο

«Κοίτα την αγέλη που βόσκει περνώντας μπροστά σου: δεν γνωρίζει τι είναι χθες ή σήμερα· αναπηδά εδώ και εκεί, τρώει, ξαπλώνει, χωνεύει, αναπηδά και πάλι, και το ίδιο από το πρωί ως το βράδυ κι από μέρα σε μέρα, στενά δεμένη με τις ευχαριστήσεις και τις δυσαρεστήσεις της, προσδεμένη δηλαδή στον πάσαλο της στιγμής και γι’ αυτό δεν είναι ούτε βαρύθυμη ούτε μπουχτισμένη. Είναι σκληρό για τον άνθρωπο να βλέπει αυτό, γιατί μπορεί να υπερηφανεύεται για τον εαυτό του ότι είναι άνθρωπος και όχι ζώο, ωστόσο ατενίζει ζηλόφθονα την ευτυχία του ζώου –γιατί αυτός δεν θέλει τίποτε άλλο παρά να ζει όπως το ζώο: ούτε να μπουχτίζει ούτε να πονάει· κι όμως μάταια το θέλει, γιατί δεν το επιθυμεί όπως κάνει το ζώο. Ο άνθρωπος, πράγματι, ρωτάει καμιά φορά το ζώο: γιατί δεν μου μιλάς για την ευτυχία σου, αλλά με κοιτάζεις μονάχα; Το ζώο θέλει κι αυτό να απαντήσει και να πει: «τούτο συμβαίνει, επειδή πάντοτε ξεχνώ αμέσως ό,τι ήθελα να πω» –μα έλα που το ζώο τότε ξέχασε ήδη αυτή την απάντηση και παρέμεινε σιωπηλό, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μείνει μόνο με την απορία.

Αλλ’ αυτός απορεί και με τον ίδιο του τον εαυτό, που δεν είναι ικανός να μάθει να ξεχνά και πάντοτε κρέμεται από το παρελθόν: όσο κι αν τρέξει μακριά, όσο κι αν τρέξει γρήγορα, τρέχει μαζί του και η αλυσίδα. Είναι κάτι το εκπληκτικό: η στιγμή, που στο πει και φει είναι εδώ, στο πει και φει και παρελθούσα, πριν ένα μηδέν και μετά πάλι ένα μηδέν, παρ’ όλα αυτά έρχεται ξανά σαν φάντασμα και διαταράσσει την ηρεμία μιας επόμενης στιγμής. Διαρκώς αποδεσμεύεται ένα φύλλο από το ρολό του χρόνου, ξεφεύγει, φτερουγίζει μακριά –και ξαφνικά φτερουγίζει πάλι πίσω, στην αγκαλιά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λέει τότε «θυμάμαι» και ζηλεύει το ζώο που αμέσως ξεχνάει και το οποίο βλέπει την κάθε στιγμή πραγματικά να πεθαίνει, να βυθίζεται πίσω στην ομίχλη και στη νύχτα και να σβήνει για πάντα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το ζώο ζει ανιστορικά: γιατί απορροφάται μέσα στο παρόν, όπως ένας αριθμός, χωρίς να αφήνει ως υπόλοιπο ούτε ένα αλλόκοτο κλάσμα· δεν ξέρει να προσποιείται, δεν κρύβει τίποτα και σε κάθε στιγμή εμφανίζεται έτσι όπως ακριβώς είναι· δεν μπορεί συνεπώς να είναι τίποτε άλλο παρά τίμιο. Ο άνθρωπος, απεναντίας, εναντιώνεται στο μεγάλο και ολοένα μεγαλύτερο βάρος του παρελθόντος: αυτό τον συνθλίβει και τον κάνει να κάμπτεται, καθιστά τον δρόμο του δύσκολο, σαν ένα αόρατο και σκοτεινό φορτίο, που μπορεί για το θεαθήναι να το αρνείται καμιά φορά και που στη συναναστροφή του με τους ομοίους του ευχαριστιέται να το απαρνιέται: για να τους αφυπνίζει τη ζήλεια τους. Γι’ αυτό συγκινείται, σαν να θυμόταν έναν χαμένο παράδεισο, όταν βλέπει την αγέλη που βόσκει ή, με πιο οικεία εγγύτητα, το παιδί, που δεν έχει κανένα ακόμη παρελθόν να απαρνηθεί και ανάμεσα στους φράχτες του παρελθόντος και του μέλλοντος παίζει μέσα σε μια κατάσταση τρισευτυχισμένης τυφλότητας. Και όμως το παιγνίδι του πρέπει να διαταραχθεί: θα κληθεί πάρα πολύ γρήγορα να αφήσει πίσω του τη λησμοσύνη. Τότε θα μάθει να κατανοεί τη λέξη «ήταν», εκείνη τη συνθηματική λέξη, με την οποία ο αγώνας, ο πόνος και η βαρεμάρα πλησιάζουν τον άνθρωπο, για να του θυμίζουν, τι είναι κατά βάθος η ύπαρξή του –ένας παρατατικός που ποτέ δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί. Και όταν ο θάνατος στο τέλος φέρνει την πολυπόθητη λησμονιά, την ίδια στιγμή υπεξαιρεί έτσι το παρόν και την ύπαρξη και βάζει, μ’ αυτό τον τρόπο, τη σφραγίδα του πάνω σε εκείνη τη γνώση, που μας λέει πως η ύπαρξη δεν είναι παρά μια αδιάκοπη ζωή στο παρελθόν, ένα πράγμα που αντλεί τη ζωή του από την απάρνηση του ίδιου του εαυτού του και από την κατασπάραξή του, από την αυτό-αντίφασή του.

Εάν, υπό οποιαδήποτε έννοια, είναι μια ευτυχία ή η επιδίωξη μιας νέας ευτυχίας εκείνο που κρατά γερά τον ζωντανό στη ζωή και τον ωθεί περαιτέρω να συνεχίσει να ζει, τότε κανένας ίσως φιλόσοφος δεν δικαιώνεται περισσότερο από τον κυνικό: διότι η ευτυχία του ζώου, που είναι ο εντελής Κυνικός, αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη για το δίκιο του Κυνισμού. Η ελάχιστη ευτυχία, εάν είναι μόνο χωρίς διακοπή παρούσα και κάνει κάποιον ευτυχισμένο, είναι ασύγκριτα περισσότερη ευτυχία απ’ ό,τι η μέγιστη, που δεν έρχεται παρά ως ένα επεισόδιο, κάτι σαν ευθυμία, σαν ξέφρενη εισβολή στη ζωή της απόλυτης δυσθυμίας, του πόθου και της στέρησης. Στην ελάχιστη όμως ευτυχία, καθώς και στη μέγιστη, υπάρχει πάντοτε Ένας τρόπος, με τον οποίο η ευτυχία γίνεται ευτυχία: η δυνατότητα να ξεχνά κανείς ή, για να το εκφράσουμε με πιο λόγιο τρόπο, η ικανότητα, για όσο διαρκεί η ευτυχία, να αισθάνεται ανιστορικά. Εκείνος που δεν μπορεί να καθίσει στο κατώφλι της στιγμής, ξεχνώντας όλα από το παρελθόν, εκείνος που δεν είναι ικανός να σταθεί σε ένα σημείο, όπως μια θεά της νίκης χωρίς ίλιγγο και φόβο, ποτέ δεν θα μάθει τι είναι η ευτυχία και ακόμα χειρότερα: δεν θα πράξει ποτέ κάτι που να κάνει τους άλλους ευτυχισμένους. Φανταστείτε το πιο ακραίο παράδειγμα: έναν άνθρωπο, που δεν θα διέθετε καθόλου τη δύναμη να ξεχνά, που θα ήταν καταδικασμένος να βλέπει παντού ένα γίγνεσθαι: ένας Τέτοιος δεν πιστεύει πλέον στο δικό του Είναι, δεν πιστεύει πλέον στον εαυτό του, βλέπει τα πάντα να ρέουν χωριστά το ένα από το άλλο σε κινούμενα σημεία και χάνεται μέσα σε τούτο το ρεύμα του γίγνεσθαι: τελικά, όπως ο αφοσιωμένος μαθητής του Ηράκλειτου, μόλις και μετά βίας θα τολμά πια να σηκώνει το δάκτυλο. Η λήθη ανήκει σε κάθε πράξη: ακριβώς όπως στη ζωή των οργανικών όντων δεν ανήκει μόνο το φως, αλλά και το σκοτάδι. Ένας άνθρωπος, που θα ήθελε να αισθάνεται εντελώς και μόνο ιστορικά, θα έμοιαζε με εκείνον που θα αναγκαζόταν να απέχει από τον ύπνο ή με το ζώο, που θα έπρεπε να ζει μόνο με μηρυκασμό και διαρκώς επαναλαμβανόμενο μηρυκασμό. Άρα: είναι δυνατόν να ζει κανείς σχεδόν χωρίς αναμνήσεις, και μάλιστα να ζει ευτυχισμένος, όπως δείχνει το ζώο· είναι όμως εντελώς και απόλυτα αδύνατο, να ζει χωρίς να ξεχνά. Ή για να εκφραστώ ακόμα πιο απλά για το θέμα μου: υπάρχει ένας βαθμός αϋπνίας, μηρυκασμού, ιστορικής αίσθησης, που προκαλεί βλάβη στο ζωντανό ον και τελικά το καταστρέφει είτε αυτό είναι ένας άνθρωπος είτε ένας λαός είτε ένας πολιτισμός»[1].

§3 Ερμηνεία –Σχολιασμός

1. Το ζώο, όπως περιγράφεται εδώ, ζει μέσα στο χρόνο, είναι δηλαδή πιασμένο μέσα στο παρόν, ως ένα καθαρά φυσικό ον. Δεν έχει, ως εκ τούτου, καμιά εμπειρία του χρόνου, καθώς δεν μπορεί να διαφοροποιείται και να αποστασιοποιείται σε σχέση μ’ αυτόν. Και τούτο γιατί ανήκει στη φύση του η λησμοσύνη, που φροντίζει, σε τελευταία ανάλυση, για την ευτυχία του. Με άλλα λόγια, το ζώο ενδιαφέρει τον Νίτσε ως ένας παράγοντας ζωής, που αντλεί, ως επί το πλείστον, τη ζωτικότητά του από το ένστικτο και δεν αποδυναμώνεται μέσα σε μνημονικά τεχνάσματα, μνημονικές εξαρτήσεις από λογικισμούς, υπολογισμούς, αξιολογήσεις, αξιοθετήσεις ιστοριογραφικής υφής. Σημειώνει σε άλλο κείμενό του ο φιλόσοφος: «εάν η ευτυχία ήταν ο στόχος, τότε τα ζώα θα ήταν παρά πολύ ευτυχισμένα. Ο κυνισμός τους βρίσκεται στη λησμοσύνη: αυτή-εδώ είναι ο συντομώτερος δρόμος προς την ευτυχία, αν και πρόκειται για κάτι που δεν αξίζει πολύ»[2].

2. Τι σημαίνει να είναι κανείς ένα ιστορικό ον; Για να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα συγκρίνει τον άνθρωπο με τα ζώα: με ένα λογοτεχνικό, σχεδόν ποιητικό ύφος, περιγράφει τον καθημερινό τρόπο ζωής μιας αγέλης και με βάση αυτή την περιγραφή αντιθέτει άνθρωπο και ζώο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απεικονίζει την έννοια του Ιστορικού σε αντίθεση με εκείνη του Ανιστορικού. Τούτη η αντίθεση προκύπτει από τη διαφορετική σχέση του ανθρώπου και του ζώου προς τον χρόνο. Εκκινώντας από τη διαφορετικότητα τούτη, ο Νίτσε παρουσιάζει τον άνθρωπο να ατενίζει την αγέλη των ζώων και να αισθάνεται αμηχανία. Ανήκει κι αυτός σε μια αγέλη ετεροκαθορισμένων στοιχείων, όντων από τις σκιές ενός παρελθόντος ιστορικού βίου.

3. Πιο ειδικά αισθάνεται αμηχανία, επειδή είναι καταδικασμένος να ζει με ιστορικό/ιστοριογραφικό τρόπο (historisch), να σχετίζεται ιστορικά/ιστοριογραφικά με τη ζωή και να υφίσταται τις συνέπειες μιας τέτοιας ζωής, σε αντίθεση με το ζώο που ζει ανιστορικά (unhistorisch). Τα γνωρίσματα της ανιστορικότητας του ζώου εν-τοπίζονται κυρίως στην απουσία μνήμης και οραμάτων για το μέλλον, και ως εκ τούτου στην αποκλειστική του προσκόλληση στο παρόν, στην ελεύθερη ενέργεια της κάθε παροντικής στιγμής: αυτή η πολύτροπη βουλητική δράση εδώ και τώρα είναι που το κρατά μακριά από την υπο-λογιστικότητα, ήτοι λογικότητα του ιστορικού όντος και το απαλλάσσει έτσι από την αγωνιώδη μέριμνα του χρόνου και της ιστορίας, άρα από καθετί που γεμίζει τη ζωή του με βουλιμία, δάκρυα και πόνο.

4. Το γεγονός ότι το ζώο ζει ανιστορικά σε σχέση με τον άνθρωπο, καταπώς σχολιάζει ο Χάιντεγκερ, σημαίνει πως είναι προσδεμένο στη στιγμή, δεν έχει παρελθόν, επομένως μόνιμα και σταθερά ξεχνά[3]. Το γεγονός, απεναντίας, ότι ο άνθρωπος ζει ιστορικά σημαίνει πως δεν μπορεί να ξεχνά, όπως το ζώο, έχει παρελθόν και αντιπαρατίθεται μαζί του, σχετίζεται με αυτό (ό.π.). Το Ιστορικό λοιπόν είναι ο τόπος ή ο χώρος του ανθρώπου ως «animal rationale» (ό.π.), ήτοι ως ζώου έλλογου ή λόγου έχοντος. Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με το ζώο, είναι προσδεμένος στην αλυσίδα του παρελθόντος, κρίκος της οποίας είναι και το παρόν. Αλλά τούτο το παρόν είναι η ίδια η ζωή, της οποίας η κάθε σημασία συναρτάται τόσο με τη λήθη όσο και με τη μνήμη του παρελθόντος: λήθη του τεθνεώτος στοιχείου του, των νεκρών του κυττάρων, και μνήμη εκείνων των ζωντανών του κυττάρων, που ανοίγουν νέους ορίζοντες στο παρόν.

5. Η λήθη, η λησμοσύνη (Vergessen), αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης και γι’ αυτό διατελεί σε ενδοσυνάφεια με την ανάμνηση. Η λήθη, με το προαναφερθέν νόημα, δεν διαγράφει το παρελθόν, αλλά είναι ο άλλος τρόπος αναφοράς σε αυτό. Αυτός ο άλλος τρόπος είναι τόσο απαραίτητος για την παροντική ζωή του ανθρώπου όσο και το σκοτάδι στην εναλλαγή του με το φως ή ο ύπνος με τον ξύπνο. Η απαραίτητη τούτη εναλλαγή εξωτερικά είναι παρούσα και στο ζώο, εσωτερικά όμως προσιδιάζει στον άνθρωπο και μόνο σ’ αυτόν. Ο τελευταίος, επομένως, μπορεί, δυνάμει της λήθης, να ζει και το παρελθόν ως πρακτικό παρόν, ως κάτι που το αφήνουμε να υπάρχει, χωρίς να ξέρουμε πού είναι.

6. Αυτό που εξαρτάται από μας είναι να χαράσσουμε έναν πιο βαρύτιμο, αξιόμαχο δρόμο προς την ευτυχία από εκείνον του ζώου. Πώς; Με το να διατηρούμε, ως ένα βαθμό, την αίσθηση του παρελθόντος, ήτοι την ιστορική αίσθηση, αλλά συγχρόνως και με το να την υπερβαίνουμε. Με ποιο νόημα; Με το να διατηρούμε την ανιστορική αίσθηση, να αξιοποιούμε δηλαδή τη λήθη, για να αφήνουμε την ουσία μας να αναπτύσσει τη βούλησή της ζωντανά, αυθύπαρκτα και ελεύθερα ως παροντική ύπαρξη. Μια υπερβολική εμμονή στο παρελθόν, μια μονοσήμαντη δηλαδή καλλιέργεια της ιστορικής αίσθησης και πλήρης απουσία της ανιστορικής αίσθησης επιδρά επιζήμια στη ζωντανή παρουσία του ανθρώπινου όντος είτε ως ατομικού είτε ως ιστορικού όντος με τη μορφή του λαού και του αντίστοιχου πολιτισμού του.
---------------------------
[1] Φρίντριχ Νίτσε: Το Επωφελές και το Επιβλαβές της Ιστορίας για τη ζωή. Εκδ. Ηριδανός 2015, σσ. 48-55.
[2] KSA 7, 694
[3] GA 46, 15.

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (176c-178a)

[176c] Ἕρμαιον ἂν εἴη ἡμῖν, ἦ δ᾽ ὅς, ὡς ἔοικεν, ἐμοί τε καὶ Ἀριστοδήμῳ καὶ Φαίδρῳ καὶ τοῖσδε, εἰ ὑμεῖς οἱ δυνατώτατοι πίνειν νῦν ἀπειρήκατε· ἡμεῖς μὲν γὰρ ἀεὶ ἀδύνατοι. Σωκράτη δ᾽ ἐξαιρῶ λόγου· ἱκανὸς γὰρ καὶ ἀμφότερα, ὥστ᾽ ἐξαρκέσει αὐτῷ ὁπότερ᾽ ἂν ποιῶμεν. ἐπειδὴ οὖν μοι δοκεῖ οὐδεὶς τῶν παρόντων προθύμως ἔχειν πρὸς τὸ πολὺν πίνειν οἶνον, ἴσως ἂν ἐγὼ περὶ τοῦ μεθύσκεσθαι οἷόν ἐστι τἀληθῆ λέγων ἧττον ἂν εἴην ἀηδής. ἐμοὶ γὰρ δὴ τοῦτό γε οἶμαι [176d] κατάδηλον γεγονέναι ἐκ τῆς ἰατρικῆς, ὅτι χαλεπὸν τοῖς ἀνθρώποις ἡ μέθη ἐστίν· καὶ οὔτε αὐτὸς ἑκὼν εἶναι πόρρω ἐθελήσαιμι ἂν πιεῖν οὔτε ἄλλῳ συμβουλεύσαιμι, ἄλλως τε καὶ κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας.
Ἀλλὰ μήν, ἔφη φάναι ὑπολαβόντα Φαῖδρον τὸν Μυρρινούσιον, ἔγωγέ σοι εἴωθα πείθεσθαι ἄλλως τε καὶ ἅττ᾽ ἂν περὶ ἰατρικῆς λέγῃς· νῦν δ᾽, ἂν εὖ βουλεύωνται, καὶ οἱ λοιποί. [176e] ταῦτα δὴ ἀκούσαντας συγχωρεῖν πάντας μὴ διὰ μέθης ποιήσασθαι τὴν ἐν τῷ παρόντι συνουσίαν, ἀλλ᾽ οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν.
Ἐπειδὴ τοίνυν, φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον, τοῦτο μὲν δέδοκται, πίνειν ὅσον ἂν ἕκαστος βούληται, ἐπάναγκες δὲ μηδὲν εἶναι, τὸ μετὰ τοῦτο εἰσηγοῦμαι τὴν μὲν ἄρτι εἰσελθοῦσαν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν, αὐλοῦσαν ἑαυτῇ ἢ ἂν βούληται ταῖς γυναιξὶ ταῖς ἔνδον, ἡμᾶς δὲ διὰ λόγων ἀλλήλοις συνεῖναι τὸ τήμερον· καὶ δι᾽ οἵων λόγων, εἰ βούλεσθε, ἐθέλω ὑμῖν εἰσηγήσασθαι.
[177a] Φάναι δὴ πάντας καὶ βούλεσθαι καὶ κελεύειν αὐτὸν εἰσηγεῖσθαι. εἰπεῖν οὖν τὸν Ἐρυξίμαχον ὅτι Ἡ μέν μοι ἀρχὴ τοῦ λόγου ἐστὶ κατὰ τὴν Εὐριπίδου Μελανίππην· οὐ γὰρ ἐμὸς ὁ μῦθος, ἀλλὰ Φαίδρου τοῦδε, ὃν μέλλω λέγειν. Φαῖδρος γὰρ ἑκάστοτε πρός με ἀγανακτῶν λέγει Οὐ δεινόν, φησίν, ὦ Ἐρυξίμαχε, ἄλλοις μέν τισι θεῶν ὕμνους καὶ παίωνας εἶναι ὑπὸ τῶν ποιητῶν πεποιημένους, τῷ δὲ Ἔρωτι, τηλικούτῳ ὄντι καὶ τοσούτῳ θεῷ, μηδὲ ἕνα πώποτε τοσούτων [177b] γεγονότων ποιητῶν πεποιηκέναι μηδὲν ἐγκώμιον; εἰ δὲ βούλει αὖ σκέψασθαι τοὺς χρηστοὺς σοφιστάς, Ἡρακλέους μὲν καὶ ἄλλων ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν, ὥσπερ ὁ βέλτιστος Πρόδικος —καὶ τοῦτο μὲν ἧττον καὶ θαυμαστόν, ἀλλ᾽ ἔγωγε ἤδη τινὶ ἐνέτυχον βιβλίῳ ἀνδρὸς σοφοῦ, ἐν ᾧ ἐνῆσαν ἅλες ἔπαινον θαυμάσιον ἔχοντες πρὸς ὠφελίαν, καὶ ἄλλα τοιαῦτα [177c] συχνὰ ἴδοις ἂν ἐγκεκωμιασμένα— τὸ οὖν τοιούτων μὲν πέρι πολλὴν σπουδὴν ποιήσασθαι, Ἔρωτα δὲ μηδένα πω ἀνθρώπων τετολμηκέναι εἰς ταυτηνὶ τὴν ἡμέραν ἀξίως ὑμνῆσαι· ἀλλ᾽ οὕτως ἠμέληται τοσοῦτος θεός. ταῦτα δή μοι δοκεῖ εὖ λέγειν Φαῖδρος. ἐγὼ οὖν ἐπιθυμῶ ἅμα μὲν τούτῳ ἔρανον εἰσενεγκεῖν καὶ χαρίσασθαι, ἅμα δ᾽ ἐν τῷ παρόντι πρέπον μοι δοκεῖ εἶναι ἡμῖν τοῖς παροῦσι κοσμῆσαι τὸν θεόν. εἰ οὖν [177d] συνδοκεῖ καὶ ὑμῖν, γένοιτ᾽ ἂν ἡμῖν ἐν λόγοις ἱκανὴ διατριβή· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι ἕκαστον ἡμῶν λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος ἐπὶ δεξιὰ ὡς ἂν δύνηται κάλλιστον, ἄρχειν δὲ Φαῖδρον πρῶτον, ἐπειδὴ καὶ πρῶτος κατάκειται καὶ ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου.
Οὐδείς σοι, ὦ Ἐρυξίμαχε, φάναι τὸν Σωκράτη, ἐναντία ψηφιεῖται. οὔτε γὰρ ἄν που ἐγὼ ἀποφήσαιμι, ὃς οὐδέν φημι ἄλλο ἐπίστασθαι ἢ τὰ ἐρωτικά, οὔτε που Ἀγάθων καὶ [177e] Παυσανίας, οὐδὲ μὴν Ἀριστοφάνης, ᾧ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ διατριβή, οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς τουτωνὶ ὧν ἐγὼ ὁρῶ. καίτοι οὐκ ἐξ ἴσου γίγνεται ἡμῖν τοῖς ὑστάτοις κατακειμένοις· ἀλλ᾽ ἐὰν οἱ πρόσθεν ἱκανῶς καὶ καλῶς εἴπωσιν, ἐξαρκέσει ἡμῖν. ἀλλὰ τύχῃ ἀγαθῇ καταρχέτω Φαῖδρος καὶ ἐγκωμιαζέτω τὸν Ἔρωτα.
Ταῦτα δὴ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ἄρα συνέφασάν τε καὶ [178a] ἐκέλευον ἅπερ ὁ Σωκράτης. πάντων μὲν οὖν ἃ ἕκαστος εἶπεν, οὔτε πάνυ ὁ Ἀριστόδημος ἐμέμνητο οὔτ᾽ αὖ ἐγὼ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγε πάντα· ἃ δὲ μάλιστα καὶ ὧν ἔδοξέ μοι ἀξιομνημόνευτον, τούτων ὑμῖν ἐρῶ ἑκάστου τὸν λόγον.

***
[176c] Κι ο άλλος είπε: «Θα ᾽ναι δώρο απ᾽ τον ουρανό, καταπώς φαίνεται, για μένα και τον Αριστόδημο και τον Φαίδρο και τούτους εδώ, αν εσείς, τα πιο γερά ποτήρια, κάνετε πίσω· γιατί εμείς πάντοτε είμαστε ελαφρών βαρών. Βέβαια τον Σωκράτη δεν τον βάζω στο λογαριασμό· γιατί και το ένα και το άλλο είναι του χεριού του, κι έτσι θα βρει τη βολή του είτε το ένα είτε το άλλο κάνουμε. Λοιπόν, επειδή βλέπω ότι κανένας απ᾽ τους παρόντες δεν έχει διάθεση να πιει πολύ κρασί, ίσως δε θα γινόμουν τόσο ανιαρός, λέγοντας τί πραγματικά είναι το μεθύσι. Γιατί πιστεύω [176d] ότι με την ιατρική τούτο τουλάχιστο ξεκαθάρισα, ότι η μέθη βλάπτει σοβαρά τον άνθρωπο· έτσι, ούτε ο ίδιος μου θα είχα τη διάθεση να πιω πάνω απ᾽ το μέτρο ούτε θα το συμβούλευα σε άλλον, ένα περισσότερο την ώρα που από την προηγούμενη κιόλας μέρα νιώθει βαρύ το κεφάλι του».
Το λόγο πήρε ο Φαίδρος από το δήμο του Μυρρινούντα και είπε: «Το βέβαιο είναι ότι συνήθως εγώ πείθομαι στα λόγια σου, ιδιαίτερα όταν αναφέρεσαι σε θέματα ιατρικής· αλλά τώρα, αν έχουν μυαλό, να σ᾽ ακούσουν κι οι άλλοι». [176e] Λοιπόν, ακούοντας αυτά όλοι συμφώνησαν να μην κάνουν τη συνεστίαση αυτής της βραδιάς κρασοκατάνυξη, αλλά να πίνουν έτσι, για να περάσουν ευχάριστα.
Το λόγο πήρε ο Ερυξίμαχος: «Μια και πάρθηκε η απόφαση να πίνει ο καθένας κατά τη βούλησή του και να μην ασκηθεί καμιά βία, κάνω λοιπόν την επόμενη πρόταση: ν᾽ αφήσουμε την αυλητρίδα, που μπήκε στην αίθουσα τώρα δα, να πάει στο καλό — να παίζει τη φλογέρα για το κέφι της ή, αν προτιμά, για τις γυναίκες του σπιτιού· κι εμείς, για σήμερα, να συνεχίσουμε τη συνεστίασή μας με ομιλίες· τώρα, γύρω από τί θα περιστρέφονται οι ομιλίες μας, είμαι πρόθυμος να κάνω την πρότασή μου».
[177a] Όλοι λοιπόν είπαν ότι όχι μόνο δέχονται, αλλά και τον παρακαλούν να κάνει την πρότασή του. Είπε λοιπόν ο Ερυξίμαχος ότι: «Η ομιλία μου αρχίζει όπως η Μελανίππη του Ευριπίδη, δηλαδή:
Ο μύθος που θ᾽ ακούσετε, δεν είν᾽ δικός μου, όχι!
αλλ᾽ αυτουνού, του Φαίδρου.
Πράγματι, κάθε τόσο ο Φαίδρος μού λέει αγαναχτισμένος: “Ερυξίμαχε, τονίζει, δεν είναι εξοργιστικό, οι ποιητές μας να έχουν συνθέσει ύμνους και παιάνες σε κάποιους άλλους θεούς, όμως για τον Έρωτα, έναν τόσο αρχαίο και τόσο μεγάλο θεό, από τους τόσους και τόσους [177b] ποιητές που εμφανίστηκαν, κανείς να μην έχει κάνει κανένα εγκωμιαστικό ποίημα; Κι απ᾽ την άλλη, δες τί γίνεται με τους χαρισματικούς σοφιστές μας· συνθέτουν βέβαια εγκώμια σε πεζό λόγο για τον Ηρακλή, όπως ο έξοχος Πρόδικος — και τέλος πάντων, τούτο δεν εντυπωσιάζει και τόσο, αλλά νά, έπεσε στα χέρια μου σύγγραμμα ενός σοφού, που περιεχόμενό του ήταν το αλάτι: του αφιερωνόταν εξαίσιο εγκώμιο για τη χρησιμότητά του· και θα μπορούσες να δεις κι άλλα, ένα σωρό, [177c] παρόμοια πράματα να εγκωμιάζονται — λοιπόν, να εκδηλώνεται ένας τόσο μεγάλος ζήλος για παρόμοια πράματα, και για τον Έρωτα ως σήμερα κανένας άνθρωπος να μη φιλοτιμήθηκε να κάνει ύμνο που να του αξίζει! Σε τέτοιο βαθμό να έχει παραμεληθεί τόσο μεγάλος θεός!”. Φρονώ λοιπόν ότι έχει δίκιο σ᾽ αυτά ο Φαίδρος. Εγώ λοιπόν από τη μια επιθυμώ να διοργανώσουμε έρανο για το θεό και να τον καλοκαρδίσουμε, κι από την άλλη μ᾽ αυτή τη συγκυρία θεωρώ ότι θα δώσουμε καλή εντύπωση εμείς που παραβρισκόμαστε με το να ομορφοστολίσουμε τον θεό. Λοιπόν, αν [177d] και σεις συμφωνείτε, θα μπορούσαμε να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας με ομιλίες· δηλαδή η άποψή μου είναι ν᾽ αναλάβει ν᾽ απαγγείλει ομιλία — εγκώμιο του Έρωτα όσο γίνεται πιο όμορφο — ο καθένας μας με τη σειρά του, απ᾽ τ᾽ αριστερά προς τα δεξιά· την αρχή να κάνει ο Φαίδρος, πρώτος αυτός, μια και πλαγιάζει στο πρώτο ανάκλιντρο και ταυτόχρονα του ανήκει η πατρότητα του θέματος».
«Ερυξίμαχε, είπε ο Σωκράτης, κανένας δε θα ρίξει αρνητική ψήφο στην πρότασή σου. Γιατί βέβαια ούτε εγώ θα ᾽φερνα αντίλογο, που το μόνο που παραδέχομαι ότι κατέχω καλά είναι τα όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα ούτε, υποθέτω, ο Αγάθων και [177e] ο Παυσανίας, κι ούτε βέβαια ο Αριστοφάνης, που δεν καταπιάνεται με τίποτ᾽ άλλο εκτός απ᾽ τον Διόνυσο και την Αφροδίτη, ούτε κανένας άλλος από τους κυρίους που έχω μπροστά στα μάτια μου. Πάντως εμείς που ξαπλώνουμε στο τελευταίο ανάκλιντρο βρισκόμαστε σε μειονεκτική θέση· αλλά, αν όσοι προηγούνται από μας μιλήσουν ικανοποιητικά κι ωραία, δε θέλουμε τίποτε παραπάνω. Αλλά —κι όλα να ᾽ρθουν δεξιά! — ας κάνει την αρχή ο Φαίδρος κι ας πλέξει το εγκώμιο του Έρωτα».
Λοιπόν και οι άλλοι, όλοι τους, συμφώνησαν μ᾽ αυτά και [178a] επανέλαβαν την προτροπή του Σωκράτη. Τώρα, ούτε ο Αριστόδημος συγκράτησε στο σύνολό τους όλα όσα είπε ο καθένας τους κι ούτε εγώ απ᾽ τη μεριά μου συγκρατώ τα όσα εκείνος διηγόταν στο σύνολό τους· αλλά όσα συγκράτησα καλύτερα και εκείνων που έκρινα αξιομνημόνευτες τις ομιλίες θα σας μεταφέρω, του καθενός με τη σειρά του.