Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (96 -130)

ΜΗΔΕΙΑ (ἔσωθεν)
ἰώ,
δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων,
ἰώ μοί μοι, πῶς ἂν ὀλοίμαν;
ΤΡ. τόδ᾽ ἐκεῖνο, φίλοι παῖδες· μήτηρ
κινεῖ κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον.
100 σπεύδετε θᾶσσον δώματος εἴσω
καὶ μὴ πελάσητ᾽ ὄμματος ἐγγὺς
μηδὲ προσέλθητ᾽, ἀλλὰ φυλάσσεσθ᾽
ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν
φρενὸς αὐθάδους.
105 ἴτε νυν, χωρεῖθ᾽ ὡς τάχος εἴσω.
δῆλον ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον
νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ᾽ ἀνάψει
μείζονι θυμῷ· τί ποτ᾽ ἐργάσεται
μεγαλόσπλαγχνος δυσκατάπαυστος
110 ψυχὴ δηχθεῖσα κακοῖσιν;
ΜΗ. αἰαῖ,
ἔπαθον τλάμων ἔπαθον μεγάλων
ἄξι᾽ ὀδυρμῶν. ὦ κατάρατοι
παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς
σὺν πατρί, καὶ πᾶς δόμος ἔρροι.
115 ΤΡ. ἰώ μοί μοι, ἰὼ τλήμων.
τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας
μετέχουσι; τί τούσδ᾽ ἔχθεις; οἴμοι,
τέκνα, μή τι πάθηθ᾽ ὡς ὑπεραλγῶ.
δεινὰ τυράννων λήματα καί πως
120 ὀλίγ᾽ ἀρχόμενοι, πολλὰ κρατοῦντες
χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν.
τὸ γὰρ εἰθίσθαι ζῆν ἐπ᾽ ἴσοισιν
κρεῖσσον· ἐμοὶ γοῦν ἐπὶ μὴ μεγάλοις
ὀχυρῶς γ᾽ εἴη καταγηράσκειν.
125 τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν
τοὔνομα νικᾷ, χρῆσθαί τε μακρῷ
λῷστα βροτοῖσιν· τὰ δ᾽ ὑπερβάλλοντ᾽
οὐδένα καιρὸν δύναται θνητοῖς,
μείζους δ᾽ ἄτας, ὅταν ὀργισθῇ
130 δαίμων οἴκοις, ἀπέδωκεν.

***
ΜΗΔΕΙΑ (από μέσα)
Ωωω!
Είμαι τόσο δυστυχισμένη, τόσα τα πάθη μου!
Ωωω! Ας γινόταν να μ᾽ έπαιρνε ο θάνατος.
ΤΡ. Αυτό που έλεγα, λατρεμένα μου παιδιά.
Η μητέρα σας
αναταράζει την ψυχή της,
αναρριπίζει το μένος της.
100 Γρήγορα, γρήγορα μέσα,
και μην πλησιάσετε, μη σας πάρει το μάτι της,
μη βρεθείτε κοντά, φυλαχθείτε
από το άγριο φέρσιμο και την αποτρόπαιη φύση
της μονότροπης ψυχής.
105 Πηγαίνετε, γρήγορα μέσα.
Φαίνεται πια: Το σύννεφο του θρήνου της,
που παίρνει τώρα να υψώνεται, σε λίγο θα αστράψει
με σφοδρότερο πάθος.
Τί θα πράξει άραγε
η αγέρωχη και αδυσώπητη ψυχή της
110 τώρα που τη λογχίζουν οι συμφορές;

(Αποχωρεί ο Παιδαγωγός και εισέρχεται με τα παιδιά στο σπίτι.)

ΜΗ. Ααα!
Σήκωσα η δύσμοιρη πάθη και πάθη
άξια μεγάλων οδυρμών.
Να σας δω νεκρά, καταραμένα παιδιά
μάνας μισητής, και εσάς
και τον πατέρα σας μαζί·
και το σπίτι ολόκληρο να ρημάξει.
115 ΤΡ. Αλίμονο! Αλίμονο, ανελέητη γυναίκα!
Πού έφταιξαν τα παιδιά για τα έργα του πατέρα;
Γιατί τα μισείς;
Ωωω! Πονάω τόσο, παιδιά μου, για σας,
τρέμω μην πάθετε κάτι.
Με τρομάζει ο τρόπος που σκέφτονται οι άρχοντες.
120 Καθώς λίγες φορές υπακούουν
και πολύ συχνά επιτάσσουν,
η οργή τους πραΰνεται δύσκολα.
Πιο καλό να έχεις μάθει να ζεις ως ίσος με ίσους.
Εγώ πάντως το μόνο που θα ᾽θελα,
να γερνάω δίχως φόβο
μακριά από μεγαλεία.
125 Το μέτρο, και μόνο τη λέξη όταν λες,
είναι ανώτερο· όταν γίνεται πράξη,
οι θνητοί αξιώνονται τότε των αρίστων το άριστο.
Ό,τι πάνω απ᾽ το μέτρο υψώνεται,
για τον άνθρωπο κέρδος δεν είναι,
και όταν κάποιος θεός οργισθεί με το σπίτι,
130 πιο βαρύ καταβάλλεται της άτης το τίμημα.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.8 Κυπρομινωικές γραφές, ετεοκυπριακή


Ας ξαναγυρίσουμε για λίγο στην Κύπρο. Και εκεί πριν από το κυπριακό συλλαβάριο με το οποίο καταγράφηκε η ελληνική γλώσσα στη μορφή που μιλιόταν στην Κύπρο (κυπριακή διάλεκτος), χρησιμοποιούνταν, ήδη από το 1600 π.Χ. και μέχρι το 1000 π.Χ., οι λεγόμενες κυπρομινωικές γραφές. Οι γραφές αυτές (πιθανότατα συλλαβικού τύπου, όπως η γραμμική Α' και η γραμμική Β') καταγράφουν άγνωστες γλώσσες που μιλιούνταν στην Κύπρο. Ονομάζονται κυπρομινωικές γιατί μοιάζουν με τις γραμμικές γραφές (γραμμική Α') της Κρήτης. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και στην Κύπρο σώζονται σε πολύ πιο πρόσφατη εποχή (6ος-4ος αιώνας π.Χ.) κάποιες επιγραφές που χρησιμοποιούν το κυπριακό συλλαβάριο για να καταγράψουν μία από τις παλιές αυτές άγνωστες γλώσσες. Οι επιγραφές αυτές προέρχονται από την πόλη Αμαθούντα, στις νότιες ακτές της Κύπρου, και ονομάζονται ετεοκυπριακές. Την ονομασία αυτή δεν την έφτιαξαν οι αρχαίοι αλλά οι νεότεροι ερευνητές με βάση την ονομασία Ετεόκρητες - ετεοκρητική, που συζητήσαμε πριν λίγο.

Θα ξαναγυρίσουμε σε λίγο σε αυτές τις χαμένες γλώσσες που προβάλλουν μέσα από την κρητική ιερογλυφική, τις κυπρομινωικές γραφές, τη γραμμική Α', τις ετεοκρητικές και τις ετεοκυπριακές επιγραφές. Ας κρατήσουμε για την ώρα αυτά που μας μαθαίνουν: ότι στον γλωσσικό χάρτη της αρχαιότητας τα γλωσσικά σύνορα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα όσο στις μέρες μας (αν και σήμερα η οικονομική μετανάστευση αλλάζει σιγά σιγά αυτή την εικόνα). Σε μικρές, σχετικά, γεωγραφικές περιοχές μιλιούνταν και συνυπήρχαν πολλές γλώσσες και σίγουρα αλληλοεπηρεάζονταν. Αυτό έχει σημασία για το επόμενο, δύσκολο, ζήτημα που θα εξετάσουμε.

Μαγικές στιγμές

Όλη η έξαρση μιας αρρωστημένης οικονομίας φαίνεται σε λίγες μόνο μέρες, σ’ αυτήν την τόσο αποκαλυπτική περίοδο του χρόνου. Λαμπάκια, φωτάκια, «ευκαιρίες», «προσφορές», και όλες οι προσποιήσεις με σκοπό να σε πείσουν πως «τίποτα δεν άλλαξε» και να σου καλύψουν τον εσωτερικό τρόμο της ματαιότητας.

Ανάγκες που βαφτίζονται «αγάπη», ξεπούλημα τιμής που βαφτίζεται «προστασία», όλα μεταλλαγμένα στην σύγχρονη εποχή, αλλά όλα παραμένουν ίδια, μιας προ-μεσαιωνικής κατήχησης και τρόπου ζωής.

Ποτέ η γνώση δεν ήταν προορισμένη για τις μάζες. Οι ιδρυτές της δημόσιας «παιδείας» το ξέρουν καλά αυτό. Κατασκευασμένοι πολίτες, τη μια πολτοποιημένοι στα διάφορα σουπερμάρκετ για να εξασφαλίσουν τα «απαραίτητα» και την άλλη σαρδελοποιημένοι στις πλατείες να ζητούν (!) την «ελευθερία» τους.

Το θέατρο του παραλόγου σε όλο του το μεγαλείο!

Ήρθε όμως η απόλυτη ευκαιρία, νομοτελειακά, να φανερωθούν όλ’ αυτά (και πολλά άλλα) με τρόπο που δεν είναι δυνατόν να κρυφτούν πια. Είναι η απλή, φυσική, διαδικασία της ζωής απ' αρχής χρόνου. Κάθε φανέρωση, σκοπό έχει να μορφώσει, να επανεξετάσει, να προσφέρει διαφορετικές επιλογές, μέσω της ευθύνης της επίγνωσης. Βαριά η ευθύνη, ειδικά αν έχεις μάθει να τη μεταφέρεις.

Γιατί ΟΛΑ τα επίπλαστα οικοσυστήματα που διαμόρφωσε ο πλανεμένος άνθρωπος ενάντια στη φύση και στη ζωή, καταρρέουν ένα ένα. Και όσοι διαφημίζουν πως μπορείς να χτίσεις χωρίς να γκρεμίσεις το σάπιο, καταλαγιάζουν τους φόβους σου για το δικό τους συμφέρον.

Είμαστε όμως ήδη σε μια νέα εποχή, όπου η αφθονία και των δυο προσφέρεται πλουσιοπάροχα. Και όλα εξαρτώνται από τον Άνθρωπο, το άτομο... σε έναν κόσμο που προγραμματίστηκε να αντιλαμβάνεται μαζικά, εις βάρος του ανθρώπου, εις βάρος της φύσης, εις βάρος της φυσικής ροής της ζωής. Αν μη τι άλλο, έχει ενδιαφέρον. Η πρόκληση της διάκρισης παραμένει ανοιχτή, κάθε στιγμή! Μόνο για όποιους καταφέρνουν ν' απαλλαγούν από την μορφοποιημένη κατήχησή τους, που ονομάστηκε γνώση.

Κάθε πίστη θα κλονίζεται μπροστά στην πραγματικότητα, κάθε βιασμός της αλήθειας θα καταστρέφεται, κάθε απόπειρα διαφυγής ή κρυψίματος θα αποδεικνύονται μάταια. Παράλληλα, κάθε θαρραλέα, ταπεινά ακλόνητη νέα δημιουργία θα καρποφορεί, ανεξάρτητα από τα όποια εμπόδια κι αν συναντά. Κάθε αγνή, αληθινή ένωση θ' ανθίζει, πολύ πέρα από τις όποιες προκαθορισμένες προσδοκίες. Καθετί που συμφωνεί και τιμά τη ζωή θα υποστηρίζεται από τη φύση.

Πραγματικά, δεν έχει ιδέα ακόμα ο μορφοποιημένος άνθρωπος για τις απεριόριστες δυνατότητές του. Ευτυχώς, κατά κάποιο τρόπο, μέχρι να μάθει να τις αναγνωρίζει, να τις ελέγχει, να τις υπηρετεί με ευλάβεια, με πάθος, με σιγουριά και ακλόνητη εμπιστοσύνη.

Δεν χρειάζονται πολλά λόγια ή μακρές αναλύσεις, όπως μάς μάθανε στα χρόνια της ιδρυματοποίησής μας. Η αλήθεια ήταν και θα είναι πάντα απλή, πάντα φανερή σε όποιον θέλει και επιδιώκει να τη δει και να αναλάβει την ευθύνη να την υπηρετεί. Η κάθε μέρα, η κάθε στιγμή προσφέρει αμέτρητες πληροφορίες, ευκαιρίες, σε όποιον έχει καταλάβει πως η ελευθερία δεν προσφέρεται ποτέ από τους κατακτητές, η γνώση δεν εμποδίζεται από απόψεις και επιβολές, αλλά ούτε και η αλλαγή σταματά με τον όποιο βιασμό.

Εν κατακλείδι, ζούμε μαγικές στιγμές! Και η αμέσως επόμενη στιγμή, παραμένει ανοιχτή.

Η αγάπη χρειάζεται υπερβάσεις

Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την διάθεση εσωτερικής ανακάλυψης όχι μόνο του εαυτού μας αλλά και του προσώπου το οποίο βρίσκεται κοντά μας.

Είναι μία δοκιμασία, η οποία απαιτεί να απεγκλωβιστούμε από το περιχαρακωμένο κάστρο της αυτάρκειας μας και να αποπειραθούμε να προσπαθήσουμε το εμείς.

Πρώιμες παιδικές εμπειρίες και ενδοβολές

Όλοι μας επιθυμούμε να μας αποδεχτούν και να μας αγαπήσουν οι άνθρωποι άνευ όρων, δηλαδή ονειρευόμαστε την αγάπη που προσδοκούμε. Το θέμα όμως είναι να είμαστε σε θέση να προσφέρουμε αυτό που προσδοκούμε οι άλλοι να μας προσφέρουν.

Μονάχα όταν καλλιεργήσουμε τον εαυτό μας προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορέσουμε να ζήσουμε το συναίσθημα της αυθεντικής αγάπης.

Τα πρώτα στάδια της παιδικής μας ηλικίας είναι καθοριστικά για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μας όπως αναφέρουν οι ψυχολογικές έρευνες καθώς κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας δημιουργούνται οι πεποιθήσεις, οι σκέψεις και οι λεγόμενες ενδοβολές, οι οποίες καθορίζουν την μετέπειτα πορεία της ζωής μας έστω και ασυνείδητα χωρίς καν εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.

Χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε μία θεραπευτική εργασία ούτως ώστε να μπορέσουμε να εντοπίσουμε ποια κομμάτια αυτών των ενδοβολών είναι αυτά που εμποδίζουν την εξέλιξη της ζωής μας και ποια κομμάτια μας βοηθούν να αναπτυχθούμε ως ανθρώπους ψυχοσυναισθηματικά.

Ουσιαστικά με την αυτογνωσία θα δούμε ότι και εμείς οι ίδιοι θέτουμε συγκεκριμένους όρους όσον αφορά στην αγάπη που προσδοκούμε να λάβουμε.

Τις περισσότερες φορές είμαστε εξαιρετικά απαιτητικοί να λάβουμε αγάπη ενώ είμαστε διστακτικοί στο να μπορέσουμε να ανοίξουμε τον εαυτό μας και να προσφέρουμε εμείς πρώτοι άνευ όρων και ανταλλαγμάτων.

Η ασφάλεια της αγκαλιάς

Η αγκαλιά μας χαρίζει το πιο όμορφο συναίσθημα του κόσμου. Μία αγκαλιά μπορεί να μας δώσει τόση ζωτικότητα ούτως ώστε να παλέψουμε όλες τις αντιξοότητες και τις δοκιμασίες της ζωής. Η αγκαλιά έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Ας θυμηθούμε κατά τη διάρκεια της βρεφικής και της παιδικής μας ηλικίας πόσο πολύ αποζητούσαμε την αγκαλιά της μητέρας μας και γενικότερα των γονιών μας.

Μέσα σε αυτή την αγκαλιά αισθανόμασταν ασφάλεια, πληρότητα στοργή αλλά και αγάπη. Είναι ασφάλεια η αγκαλιά, η οποία μας βοηθά να καλλιεργήσουμε την ψυχική μας ανθεκτικότητα και να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε όλες τις συνθήκες της ζωής.

Αλήθεια εμείς μπορούμε να προσφέρουμε απλόχερα αγάπη και αγκαλιά δίχως να φοβόμαστε ότι τα πάντα μπορούν να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή;

Φόβος να εγκαταλείψουμε τον εγωκεντρικό εαυτό μας

Χρειάζεται να μπορούμε να αφεθούμε στο απρόσμενο για να για να το ζήσουμε, να μπορούμε να προσφέρουμε έναν εαυτό ο οποίος είναι απαλλαγμένος από φόβους και συμφέροντα για να μπορεί να αγαπήσει.

Η αγκαλιά μάς θυμίζει την ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς για αυτό και χρειάζεται να την προσφέρουμε απλόχερα. Αυτή την περίοδο που διανύουμε την πανδημία καταλαβαίνουμε πόσο πολύ είναι πολύτιμη η αγκαλιά μια και όλοι την στερούμαστε για λόγους ασφαλείας της υγείας μας.

Ήρθε η ώρα να εκτιμήσουμε πραγματικά την αγάπη και να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε όσα ήδη έχουμε. Να δούμε με ευγνωμοσύνη πως αυτό που πραγματικά μετράει είναι η αγάπη και όχι η απόκτηση των υλικών αγαθών, τα οποία είναι εφήμερα. Η αγκαλιά μπορεί να δώσει ζωή. Ας προσφέρουμε λοιπόν αγάπη και ας είμαστε σίγουροι πως η αγάπη είναι το μόνο συναίσθημα που όσο μοιράζεται απλόχερα τόσο πολλαπλασιάζεται.

Ο φόβος που υπάρχει μέσα μας είναι ο φόβος να εγκαταλείψουμε τον εγωκεντρικό εαυτό μας.

Όποιος επιθυμεί να ελέγχει τα πάντα και να είναι εκείνος ο οποίος υπολογίζει την εξέλιξη της ζωής βρίσκεται σε ένα λαβύρινθο γιατί η ζωή δεν υπόκειται σε υπολογισμούς αλλά έχει μέσα της το απρόσμενο.

Δεν γνωρίζουμε την εξέλιξη των καταστάσεων ούτε και τον χαρακτήρα του ανθρώπου που επιθυμούμε να συνδεθούμε και να αγαπήσουμε. Γιατί δεν γνωρίζουμε εις βάθος ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποφασίσουμε να ανοιχτούμε στην αγάπη και από κει και πέρα τα πράγματα θα βρουν από μόνα τους τον δρόμο τους. Η αγάπη ορίζεται ως ένα συναίσθημα δυνατής στοργής αλλά και δεσίματος έχει μέσα της όμως έντονα την κοντινότητα άλλα και την δέσμευση. Η αγάπη συνδέεται άμεσα με την θυσία. Η θυσία αφορά στη δυνατότητα να μπορέσουμε να προσφέρουμε χωρίς να περιμένουμε ανταλλάγματα για την προσφορά μας.

Αγάπη και εξάρτηση

Τεράστια η διαφορά ανάμεσα στην αγάπη και στην εξάρτηση! Όπως αναφέρουν οι έρευνες των ψυχολόγων είναι πολύ σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι η αγάπη η υγιής αφορά ανθρώπους, οι οποίοι έχουν δουλέψει με τον εαυτό τους και δεν εμπίπτουν σε περιπτώσεις εξαρτήσεις, δηλαδή στην αγάπη υπάρχουν δύο προσωπικότητες οι οποίες καλλιεργούνται και εξελίσσονται ταυτόχρονα και ο ένας βοηθά στην εξέλιξη και στην πρόοδο του άλλου.

Η εξάρτηση είναι δείγμα τοξικότητας διότι ο ένας δεσμεύει τον άλλον, ασφυκτιούν και δεν οδηγούνται σε μία ειρηνική και εποικοδομητική συμπόρευση. Τις περισσότερες φορές στα ψυχοπαθολογικά φαινόμενα όπως ζήλια και άλλες παθογενείς καταστάσεις βλέπουμε ότι καταργείται η έννοια των ορίων. Τα όρια είναι αναγκαία και απαραίτητα για την υγιή επικοινωνία.

Χρειάζεται ο κάθε άνθρωπος να έχει εντοπίσει ποια είναι τα σημεία του στην προσωπικότητά του που τον δυσκολεύουν ούτως ώστε μέσα στη σχέση να μην τα αφήσει ανεξέλεγκτα διότι θα αποτελέσουν τροχοπέδη στο σημείο της υγιούς επικοινωνίας.

Η αγάπη είναι υπέρβαση, είναι ουσιαστικά ο καθρέφτης της εσωτερικής εργασίας που έχουμε κάνει με τον ίδιο μας τον εαυτό. Όλοι οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωής μας έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε ανθρώπους, οι οποίοι γαληνεύουν την ψυχή μας το θέμα είναι κατά πόσο θα μπορέσουμε να κάνουμε την υπέρβαση και να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε αυτούς τους ανθρώπους στη ζωή μας.

Η αγάπη ως εξελικτική πορεία

Όχι εγωιστικά, όχι με πίεση αλλά με ελευθερία. Αγάπη ουσιαστική είναι να αφήνεις τον άλλον ελεύθερο να επιλέξει το αν θα είναι μαζί σου ή όχι χωρίς δεσμεύσεις αλλά και χωρίς εκβιασμούς.

Σε μία εποχή που η αγάπη είναι δυσεύρετη η μεγαλύτερη επανάσταση είναι όχι να προσδοκούμε να λάβουμε την αγάπη αλλά να γινόμαστε οι ίδιοι αγάπη και φως να μπορούμε δηλαδή να υπερβούμε τον ερμητικά κλειστό εαυτό μας, ο όποιος φοβάται να ανοιχτεί, φοβάται να επικοινωνήσει και φοβάται να αναδείξει και την ευαλωτότητα του.

Αν το σκεφτούμε από μία ενδότερη μάτια θα δούμε ότι ο ουσιαστικός φόβος μας είναι να δουν οι άλλοι τα ελαττώματα και τις ατέλειες μας. Ο κάθε άνθρωπος όμως έχει προτερήματα αλλά και έλλειψεις, αδύνατα σημεία τα οποία χρειάζεται να δουλέψει.

Να συνειδητοποιήσουμε ότι στην πραγματικότητα αγαπάμε έναν άνθρωπο στην ολότητά του με τα θετικά του αλλά με και μετά σημεία τα οποία χρειάζεται να δουλέψει.

Άλλωστε κανείς δεν είναι τέλειος ούτε εμείς οι ίδιοι, και χρειάζεται να είμαστε συνειδητοποιημένοι στο ότι η αγάπη και η συμπόρευση αποτελούν εξελικτικές πορείες.

Όσον αφορά την τελειότητα, χρειάζεται να είμαστε συνειδητοποιημένοι στο ότι μέσα από τις αδυναμίες μας θα βρούμε και την πραγματική αγάπη. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να αφήσουμε τον εαυτό μας ουσιαστικά να κάνει την υπέρβαση και να δείξει την ευαλωτότητά του, να προσφέρει αγάπη χωρίς να περιμένει να λάβει τότε ουσιαστικά έχουμε ανοίξει και την πόρτα της καρδιάς στην αγάπη που προσπαθούμε να λάβουμε οι ίδιοι.

Ποιοι αγαπάνε και τι είναι Αγάπη;

Γι' αυτό μιλάμε συνέχεια. Μπερδεύεται ό έρωτας με την Αγάπη. Είναι όμως δύο διαφορετικά πράγματα. Γι' αυτό είναι μπερδεμένα και στις περισσότερες γλώσσες. Οπότε χρησιμοποιείται ή 'ίδια λέξη, «amor», και για τον έρωτα και για την αγάπη. Στα αγγλικά υπάρχει διαφορά. Λένε, «I am in love», είμαι ερωτευμένος, αλλά όταν αγαπάμε λένε, «I love».

Είναι άλλο πράγμα το ένα, άλλο το άλλο κι έτσι κάπως ξεχωρίζεται. Aλλά, ενώ είναι άλλο πράγμα, ό κόσμος το μπερδεύει κι έτσι χρησιμοποιείται παντού. Στην Ελλάδα, βέβαια, το είχαν ξεχωρίσει οι αρχαίοι Έλληνες και το ήξεραν. 'Άλλο πράγμα είναι ό έρωτας κι άλλο ή αγάπη. Η ελληνική γλώσσα έχει την πιο ξεκάθαρη διάκριση: το «αγαπώ» και το «είμαι ερωτευμένος». Θα πείτε, δεν μπορεί να είναι και τα δύο μαζί; 'Aσφαλώς.

Αυτά τα πράγματα μάς απασχολούν από παιδάκια μέχρι να πεθάνουμε. Ό άνθρωπος, όπως και τα περισσότερα θηλαστικά, έχει την ανάγκη, έκτος από το σεξ, πού είναι βασικό για την αναπαραγωγή και την ευχαρίστηση πού προκαλεί, να έχει ένα attachment στενό, ένα συναισθηματικό δεσμό, χωρίς τον όποιο τα μικρά ζώα πεθαίνουν, αν δεν τον αναπτύξουν με τη μάνα τους, και τα ανθρώπινα βέβαια. Άμα έχετε ένα παιδάκι και ή μάνα του δεν τ' αγαπήσει, το εγκαταλείψει, θα πεθάνει κι αυτό. Αρά, το σεξ συνδέεται με την αναπαραγωγή και με την επιβίωση. Αλλά για την επιβίωση σημαντικότερο είναι να δημιουργήσουμε μετά ένα δεσμό μ' ένα πρόσωπο, πού το λέμε μητέρα. Και, όπως είπα, μητέρα είναι οποιοδήποτε πρόσωπο πού φροντίζει το παιδί. Και το ανθρώπινο παιδί χρειάζεται να είναι εξαρτημένο από τη μητέρα για πολλά χρόνια. Και αργότερα, μητέρα είναι ολόκληρη ή οικογένεια. Γι' αυτό και ό δεσμός είναι σημαντικότατος .

Αν δεν αναπτυχθεί τον πρώτο χρόνο, ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερα προβλήματα να αναπτύξει δεσμούς αργότερα, να είναι σχετικά ευτυχισμένος και να μπορεί να χαρεί τη ζωή και να τη ζήσει δημιουργικά. Αυτό στην παιδική ηλικία γίνεται μετά τα τέσσερα-πέντε περίπου, όταν το παιδί μπορεί να ξεπεράσει λίγο τα οιδιπόδεια προβλήματα.

Και πώς τα ξεπερνάει; Σιγά-σιγά, ανάλογα με τούς γονείς. Οι γονείς δημιουργούν το πρόβλημα. Όπως είπα και την άλλη φορά, προσκολλώνται σε ένα παιδί και προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα τού γάμου τους χρησιμοποιώντας τα παιδιά. Είναι συνηθέστατο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Όπου, αν ό άντρας δεν είναι ευχαριστημένος με τη γυναίκα του, αν δεν μπορεί να την αγαπήσει, στρέφεται προς την κόρη του και με διάφορους τρόπους δημιουργεί μιαν ενοχική, αιμομικτική ή συναισθηματική κατάσταση με την κόρη του, πού φαινομενικά είναι πατρική αγάπη, πράγμα πού πιστεύει κιόλας.

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα, ιδιαίτερα στην παλαιότερη γενιά, με την περίφημη 'Ελληνίδα μητέρα, την υπερπροστατευτική, ή οποία χρησιμοποιούσε το παιδί για να σταθεί σ' ένα γάμο, όπου ό άντρας συνήθως δεν την αγαπούσε. Ή γυναίκα ήταν πολύ κατώτερη κοινωνικά, χρειαζόταν κάποιον και να την στηρίξει αργότερα και να της δίνει την συναισθηματική ικανοποίηση πού δεν έπαιρνε από τον άντρα της. 'Έτσι ήταν ό γάμος παλαιότερα, τώρα είναι καλύτερος. Παρά τα διαζύγια κ.λπ., τα ζευγάρια είναι πολύ καλύτερα σήμερα, πιο πραγματικά.

Αυτά θα ξεπεραστούν, όταν είναι μεν οι γονείς προσκολλημένοι στο παιδί, άλλα ξεκάθαρα δείχνουν με διάφορους τρόπους ότι, «Εγώ δεν πρόκειται να σε παντρευτώ, ή σχέση παιδιού-γονιού δεν είναι έτσι». Αυτό και το λέμε, άλλα σημασία ιδίως έχει πώς το εκδηλώνουμε. Μετά τον πρώτο χρόνο, πού ή πολύ στενή σχέση είναι απαραίτητη, δεν φέρνουμε τα παιδιά στο κρεβάτι, δεν διατηρούμε τη στενή σχέση. Όχι στα 25 ή κόρη να κοιμάται με τον πατέρα ή ό γιος με τη μάνα! 'Υπάρχουν λίγες περιπτώσεις τέτοιες, αλλά στις μικρότερες ηλικίες είναι πολύ συχνό.

Και δεν είναι μόνο ό ύπνος μαζί, είναι ό τρόπος των χαδιών, ή εντύπωση πού δίνει ή μητέρα στο παιδί ότι αυτό αγαπήσει παραπάνω απ' τον άντρα της, και το παιδί το βλέπει κιόλας, γιατί είναι έντονη ή σχέση, και κολλάει στη σχέση. Δεν το αφήνει ή μάνα του ή ό πατέρας του να φύγει. Όταν όμως οι γονείς έχουν καλή σχέση, πράγμα σπάνιο δυστυχώς, τότε όλα λύνονται εύκολα. Το παιδί βλέπει ότι δεν μπορεί να διασπάσει το γάμο των γονιών και το παίρνει απόφαση. Αποκόπτει τα ερωτικά αισθήματα, τα απωθεί, μπαίνουν στο ασυνείδητο και δημιουργεί μια πιο κεκαθαρμένη σχέση, πού δεν έχει έντονη σεξουαλικότητα ή έχει απωθηθεί ή έχει μπει κάτω από το χαλί. Τότε το παιδί αρχίζει και δέχεται και τον πατέρα και τη μητέρα, γιατί έχει πάψει ο έντονος ανταγωνισμός, ό φόβος θανάτου ή οι τιμωρίες από τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα φονικά αισθήματα πού έχει το παιδί, πολύ έντονα αναμφίβολα. Έτσι, αρχίζει να τούς αποδέχεται λίγο καλύτερα και αυτό είναι ή αρχή μιας καλύτερης σχέσης, πού τη λέμε αγάπη, και αργότερα μπορεί να συνδυαστεί με τον έρωτα και το σεξ. 'Άλλο είναι το σεξ, άλλο είναι ό έρωτας και άλλο είναι η αγάπη. Τώρα, αν μπορεί να τα έχει κανείς όλα αυτά μαζί, αυτή είναι ή τέλεια σχέση πού είπαμε, άλλα είναι στο 5-10%, δυστυχώς. Άλλου υπάρχει το σεξ περισσότερο, άλλου ό έρωτας πού είναι φαντασιωτικός κι άλλου ή αγάπη.

Όπως είπαμε, ό έρωτας είναι ή προβολή των αναγκών μας σε άλλους ανθρώπους, πού ελπίζουμε ότι θα τις ικανοποιήσουν. Αυτό λέμε έρωτα βασικά. Κι επειδή θέλουμε να τις ικανοποιήσουν, τον εξιδανικεύουμε τον άλλον και πιστεύουμε ότι είναι αυτός πού θέλουμε. Ή επιθυμητή μητέρα, όπως λέω, ή δ επιθυμητός πατέρας. Δεν βλέπουμε τα ελαττώματα, γιατί τότε το έχουμε ανάγκη. Αν έχει κάποια στοιχεία, μετά του βάζουμε κι εμείς ένα σωρό και ξαφνικά γίνεται ή ιδανική γυναίκα ή ό ιδανικός άντρας, πού διαφέρει απ' όλες τις άλλες γυναίκες κ.λπ. Και αυτό, όπως είπαμε, κρατάει πολύ λίγο, δυστυχώς, άλλα είναι πολύ ωραίο, γι' αυτό όλοι το ψάχνουμε. Είναι πάρα πολύ ωραίο να αισθάνεσαι ότι κάποιος σε θέλει και είναι έτοιμος να ικανοποιήσει τις ανάγκες σου, να σε αγαπήσει, να σε αποδέχεται όπως είσαι. Αυτά δεν τα έχουμε στη ζωή κι έτσι ό έρωτας είναι ή μόνη διέξοδος για να συμπληρώσουμε αυτά πού δεν πήραμε απ' τη μάνα μας ή απ' τον πατέρα μας.

Προχθές μου λέει μια γυναίκα: «Εμένα με αγαπούσε πάρα πολύ και ή μάνα μου και ό πατέρας μου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχω τέτοια προβλήματα στις σχέσεις μου». Έ, ξέρουμε τώρα ότι ή υπερβολική «αγάπη» της υπερπροστατευτικής Ελληνίδας μητέρας δεν είναι πραγματική αγάπη. Ή πραγματική αγάπη δεν είναι υπερπροστασία, δεν πνίγουμε το παιδί. Αν το πνίγουμε, το χρησιμοποιούμε.

Το εγώ είναι ένα είδος ύπνου, μέσα στο οποίο μπορείς να ηττηθεί

Στην Ιαπωνία, μία από τις βασικές διδασκαλίες όλων των πολεμικών τεχνών είναι πως όταν μάχεσαι με κάποιον, δεν τίθεται ζήτημα προσωπικής εχθρότητας. Αν είναι προσωπικό, τότε έχεις ήδη ηττηθεί προκαταβολικά, επειδή βασίζεται στο εγώ και τότε πέφτεις στο κατώτερο επίπεδο.

Στην τέχνη του τζούντο, όποιος αποδείξει την τέχνη του τζούντο ανώτερη, εκείνος είναι ο νικητής. Δεν είναι ο άνθρωπος, είναι η τέχνη εκείνη που νικάει. Ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να θυμάσαι τον εαυτό σου και τη νίκη σου, επειδή εκείνη θα είναι η στιγμή της ήττας σου.

Κι αυτό έχει συμβεί πολλές φορές και δεν μπορεί να το καταλάβει κανένας άλλος εκτός από εκείνον που έχει καταλάβει την όλη παράδοση της Ανατολής. Μερικές φορές υπάρχουν δύο εξ ίσου μη εγωιστές μαχητές. Τότε δεν κερδίζει κανένας. Η μάχη συνεχίζεται για μέρες και το τέλος αναβάλλεται συνεχώς; χωρίς να κερδίζει κανένας. Κάθε μέρα έρχονται και υποκλίνονται ο ένας στον άλλον με μεγάλη χαρά, με μεγάλο σεβασμό. Στην πραγματικότητα, ο ένας τιμάει τον άλλον, θεωρώντας ότι και μόνο το να βρεθεί αντιμέτωπος με έναν τέτοιο μαχητή, είναι ήδη μεγάλη τιμή. Και η μάχη συνεχίζεται.

Το εγώ είναι ένα είδος ύπνου, μέσα στο οποίο μπορείς να ηττηθείς. Για μια στιγμή, μπαίνει μια σκέψη κι αυτό είναι το τέλος σου. Η τέχνη του τζούντο, του ζίου ζίτσου, του αϊκίντο είναι όμοιες στη βάση τούς. Και η βάση τους είναι το ότι όταν μάχεσαι, εσύ δεν πρέπει να βρίσκεσαι εκεί. Πρέπει να είσαι απολύτως απών. Τότε κανένα σπαθί δεν μπορεί να σε κόψει. Κι αν δεις δύο τέτοιους ξιφομάχους να μάχονται, είναι κάτι καταπληκτικό…

Κάποτε είχα ένα φίλο, τον Τσαντσάλ Σινγκ, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί στις πολεμικές τέχνες στην Ιαπωνία. Είχε ανοίξει μια σχολή πολεμικών τεχνών και πότε-πότε συνήθιζε να μας δείχνει μερικά πράγματα, έτσι για γούστο. Κάποτε μου είπε: «Στην Ιαπωνία, έχουν μια συγκεκριμένη εκπαίδευση για τη φωνή. Αν κάποιος σου επιτεθεί με σπαθί κι εσύ δεν έχεις κανένα όπλο, κάνεις απλώς έναν συγκεκριμένο ήχο κι αμέσως το σπαθί θα πέσει από το χέρι του.»

«Αυτό μοιάζει πολύ ενδιαφέρον!» Είπα. «Έχω ένα φίλο παλαιστή. Δεν ξέρει από σπαθιά, μπορεί όμως με ένα κοντάρι να σου κόψει το κεφάλι.» Ο Τσαντσάλ δέχθηκε να αγωνιστεί με τον παλαιστή. Πήγα λοιπόν και τον βρήκα και του είπα τι έλεγε ο Τσαντσάλ για το συγκεκριμένο ήχο που ήξερε: Ο παλαιστής είπε: «Δεν θα προλάβει! Εγώ θα του ανοίξω το κεφάλι στα δύο. Με ένα χτύπημα, θα τον τσακίσω.»

Ο παλαιστής ήταν δυνατός κι όταν πήγε να χτυπήσει τον Τσαντσάλ, τη στιγμή που σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει, ο Τσαντσάλ Σινγκ έβγαλε μια κραυγή και το κοντάρι έπεσε από το χέρι του παλαιστή, λες και η καρδιά του είχε σταματήσει να χτυπάει! Ό,τι κι αν συνέβη, το χέρι του έχασε όλη του τη δύναμη. Απλώς με έναν ήχο!

Είπα: «Πώς κάνεις αυτόν τον ήχο;»

Ο Τσαντσάλ Σινγκ είπε: «Τον ήχο τον μαθαίνεις εύκολα. Το πιο δύσκολο είναι το να μην βρίσκεσαι εσύ εκεί. Στα τρία χρόνια που ήμουν στην Ιαπωνία, οτιδήποτε άλλο έμαθα, ήταν απλό. Μόνο αυτό ήταν μπελάς – το να μη βρίσκομαι εγώ εκεί. Κι όταν κάποιος πρόκειται να σου ανοίξει το κεφάλι στα δύο, τότε είναι απολύτως απαραίτητο να βρίσκεσαι εκεί! Ακόμη όμως και σε μια τέτοια στιγμή, εσύ δεν πρέπει να βρίσκεσαι εκεί – μόνο ο ήχος, χωρίς καθόλου εγώ πίσω του. Ξαφνικά, ο άνθρωπος θα ξεχάσει τι έκανε. Θα τα χάσει τελείως. Δεν θα έχει επίγνωση ούτε του τι κάνει ούτε του γιατί το κάνει. Θα του πάρει λίγη ώρα για να συνέλθει. Απλώς το εγώ σου πρέπει να είναι απόν. Εκείνη η απουσία δημιουργεί μια συγκεκριμένη αλλαγή στο νου του ανθρώπου, μια διάλειψη, μια ξαφνική διάλειψη.» Αν όμως και οι δύο άνθρωποι είναι χωρίς εγώ, τότε είναι δύσκολο. Τότε συμβαίνει ένα παράξενο πράγμα, που είναι καθημερινότητα στην Ιαπωνία: Πριν ακόμα σηκώσεις το σπαθί σου για να χτυπήσεις τον άλλο άνθρωπο, το σπαθί του άλλου ανθρώπου είναι έτοιμο να αμυνθεί. Δεν σηκώνεται αφού το σηκώσεις εσύ, όχι, αλλά πριν ακόμα προλάβεις να κινηθείς. Είναι σαν μέσα σε ένα κλάσμα τού δευτερολέπτου, όταν σκέφτεσαι να κινηθείς, πριν το χέρι, σου κάνει την κίνηση, η σκέψη να έχει φτάσει στον άνθρωπο και είναι έτοιμος να αμυνθεί.

Αυτό όμως συμβαίνει μόνο αν εσύ είσαι απών. Τότε το σπαθί σου δεν είναι διαχωρισμένο από εσένα. Εσύ δεν κάνεις τίποτα. Απλώς είσαι εκεί, χωρίς καθόλου εγώ και επιτρέπεις στα πράγματα να συμβούν. Αν όμως και οι δύο είναι χωρίς εγώ, τότε αυτό μπορεί να συνεχίζεται επί μέρες. Κανένας δεν μπορεί ούτε να χτυπήσει ούτε να γρατσουνίσει τον άλλο άνθρωπο.

Αυτό δεν είναι ούτε το επίπεδο του ενστίκτου ούτε το επίπεδο της νόησης. Αυτό είναι το τρίτο επίπεδο, της διαίσθησης. Όπως μπορεί να συμβεί με τα σπαθιά ή με την πάλη, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την ευφυΐα στο τρίτο επίπεδο.

ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ: Δεν πρέπει να λέμε πάντα τα πάντα, γιατί θα ήταν ανοησία· αυτό όμως που λέμε, πρέπει να είναι εκείνο που σκεφτόμαστε, διαφορετικά είναι κακία

Ακόμα και τα χαρίσματα που έχω και που δεν είναι αξιόμεμπτα, τα βρίσκω άχρηστα σε ετούτο τον αιώνα. Την ευπροσηγορία των τρόπων μου θα την ονόμαζε κανείς ανανδρία και αδυναμία· την πιστότητα και την ευσυνειδησία θα τις έβρισκε τραβηγμένες και δεισιδαίμονες· την ειλικρίνεια και την ανεξαρτησία οχληρές, απερίσκεπτες και ριψοκίνδυνες. Σε κάτι χρησιμεύει η κακοτυχία: καλό κάνει να γεννιέσαι σε έναν πολύ διεφθαρμένο αιώνα, γιατί – σε σύγκριση με άλλους καιρούς – θεωρείσαι ενάρετος δίχως να σου στοιχίζει ακριβά.

Αν στις μέρες μας ένας φίλος δεν αρνιέται ότι του εμπιστεύτηκες χρήματα, αν το παλιό σου πορτοφόλι σου επιστρέφει γεμάτο σκουριασμένα νομίσματα, θαύμα εμπιστοσύνης είναι κι άξιο στις δέλτους των Ετρούσκων να γραφεί, και του πρέπει θυσία στεφανοφόρας προβατίνας. (ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ)

Τίποτα δεν είναι τόσο δημοφιλές όσο η καλοσύνη. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Με τέτοιο μέτρο σύγκρισης θα είχα βρει τον εαυτό μου σπουδαίο και σπάνιο, όπως τον βρίσκω πυγμαίο και κοινότατο σε σύγκριση με μερικούς περασμένους αιώνες, όπου ήταν σύνηθες (αν άλλα ισχυρότερα γνωρίσματα δεν συνέβαλαν), να βλέπεις έναν άνθρωπο συγκρατημένο στην εκδίκηση, αργό στην αδικοπραγία, ευλαβή στην τήρηση του λόγου του, ούτε διπρόσωπο ούτε ευεπηρέαστο ούτε ικανό να συμβιβάσει τις πεποιθήσεις του με τη θέληση άλλων και με τις περιστάσεις. Θα άφηνα μάλλον τα εκκρεμή ζητήματα να σπάσουν τα μούτρα τους, παρά να στρεβλώσω την αξιοπιστία μου προς εξυπηρέτησή τους. Όσο για ετούτη τη νεόφερτη αρετή της προσποίησης και της συγκάλυψης, που είναι αυτήν εδώ την ώρα σε τόσο μεγάλη εκτίμηση, τη μισώ θανάσιμα· και από όλα τα ελαττώματα, δεν βρίσκω κανένα άλλο που να μαρτυράει τόση ανανδρία και πνευματική χαμέρπεια. Είναι δειλό και δουλοπρεπές χαρακτηριστικό να μεταμφιέζεται κανείς και να κρύβεται κάτω από ένα προσωπείο και να μην τολμάει να εμφανιστεί όπως είναι. Με αυτό τον τρόπο οι σύγχρονοί μας εκπαιδεύονται στη δολιότητα: μαθημένοι να παράγουν ψεύτικους λόγους, δεν το θεωρούν θέμα συνείδησης αν παραβαίνουν το λόγο τους. Ένα ανώτερο μυαλό δεν πρέπει διόλου να διαψεύδει τις σκέψεις του: θέλει τα εσώτερα μέρη του να είναι ορατά. Εκεί, είτε κάθε τι είναι καλό είτε τουλάχιστον κάθε τι είναι ανθρώπινο.

Η αλήθεια είναι το πρώτο και βασικό μέρος της αρετής.

Πρέπει να την αγαπάει κανείς για αυτή την ίδια. Εκείνος που λέει την αλήθεια, επειδή είναι υποχρεωμένος από εξωτερικούς λόγους και επειδή τον εξυπηρετεί, και που δεν φοβάται διόλου να πει ένα ψέμα, όταν αυτό δεν έχει σημασία για κανέναν, δεν είναι επαρκώς φιλαλήθης. Από την ίδια της τη φύση, η ψυχή μου αποφεύγει το ψέμα και μισεί ακόμα και να το σκέφτεται.

Νιώθω μια εσωτερική ντροπή και μια αιχμηρή τύψη, αν καμιά φορά [το ψέμα] μου ξεφεύγει – όπως καμιά φορά μου ξεφεύγει – όταν οι περιστάσεις με αιφνιδιάζουν και με ταράζουν απρομελέτητα.
Δεν πρέπει να λέμε πάντα τα πάντα, γιατί θα ήταν ανοησία· αυτό όμως που λέμε, πρέπει να είναι εκείνο που σκεφτόμαστε, διαφορετικά είναι κακία. Δεν ξέρω τι πλεονέκτημα περιμένουν [οι ηγεμόνες] από τη συνεχή προσποίηση και παραποίηση, εκτός αν είναι να μη γίνονται πιστευτοί, ακόμα και όταν λένε την αλήθεια.

Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να πλανέψει τους ανθρώπους μια ή δύο φορές· να ομολογεί όμως κανείς ότι κρύβεται και να καυχιέται, όπως έκαμαν ορισμένοι ηγεμόνες μας, ότι “θα έριχναν το πουκάμισό τους στη φωτιά, αν ο κόσμος ήταν κοινωνός των αληθινών τους προθέσεων” (το οποίο είναι ρήση ενός αρχαίου, του Μέτελλου του Μακεδονικού) και ότι “όποιος δεν ξέρει να υποκρίνεται, δεν ξέρει να βασιλεύει” (ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΙΑ’), αποτελεί προειδοποίηση προς εκείνους που έχουν να κάμουν μαζί τους ότι όλα όσα λένε δεν είναι άλλο από κοροϊδία και ψέμα.

Όσο πιο πανούργος και πολύπειρος, τόσο πιο μισητός και ύποπτος είναι κανείς, όταν χάσει τη φήμη της τιμιότητας (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Θα ήταν μεγάλη αφέλεια, αν αφηνόταν κανείς να τον αποκοιμίσουν η όψη ή τα λόγια εκείνου που έχει την πρόθεση να είναι πάντα διαφορετικός εξωτερικά από ό,τι είναι μέσα του, όπως έκανε ο Τιβέριος.
Εκείνοι οι συγγραφείς της εποχής μας, που όταν όρισαν τις υποχρεώσεις ενός ηγεμόνα, (αναφορά στον Ν. ΜΑΚΙΑΒΕΛΛΙ), έλαβαν υπόψη τους μόνο τι είναι καλό για τις υποθέσεις του κράτους και το έθεσαν πριν από την πιστότητα και τη συνείδησή του, θα είχαν κάτι να πουν σε έναν ηγεμόνα, που η τύχη θα του είχε τακτοποιήσει σε τέτοιο βαθμό τις υποθέσεις, ώστε θα μπορούσε να τις ορίσει μια για πάντα με μια μόνη παράλειψη και παράβαση του λόγου του. Όμως, το πράγμα δεν πάει έτσι.

Οι ηγεμόνες σκοντάφτουν συχνά σε παζαρέματα που δεν διαφέρουν το ένα από το άλλο: κάνουν ειρήνη περισσότερο από μία φορά, κάνουν περισσότερες από μία συνθήκες στη διάρκεια της ζωής τους.

Το κέρδος τούς προτρέπει, όταν για πρώτη φορά εμφανίζονται δόλιοι. Και πάντα σχεδόν εμφανίζεται κάποιο κέρδος, όπως συμβαίνει με όλες τις ανομίες (ανοσιουργήματα, φονικά, στάσεις, προδοσίες γίνονται για κάποιου είδους όφελος).

Αυτό το πρώτο κέρδος όμως κουβαλάει πίσω του αμέτρητες απώλειες, ρίχνοντας αυτό τον ηγεμόνα, εξαιτίας της πρώτης αθέτησης εμπιστοσύνης, έξω από κάθε διαπραγμάτευση και κάθε τρόπο συμφωνίας.

ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ

Χρειάζεται να κατανοήσουμε σε βάθος τις επιθυμίες μας και όχι να απαλλαγούμε από αυτές

Και γιατί να πρέπει να απαλλαγείτε από την επιθυμία; Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Γιατί ένας νέος άντρας ή μια γυναίκα, γεμάτοι ζωή και ενέργεια, πρέπει να απαλλαγεί από την επιθυμία; Προφανώς επειδή του έχουν πει οι μεγαλύτεροι ότι το να μην έχει επιθυμίες είναι μία από τις μεγαλύτερες αρετές. Γι’ αυτό, λοιπόν, ρωτάει ο νεαρός ποια είναι η προέλευση της επιθυμίας και πώς μπορεί να απαλλαγεί από αυτή. Αλλά αυτή ακριβώς η επιθυμία να απαλλαγείς από την επιθυμία είναι μέρος της επιθυμίας, είναι επιθυμία που στην πραγματικότητα την υπαγορεύει ο φόβος, έτσι δεν είναι;

Ποια είναι η προέλευση, η πηγή, η αρχή της επιθυμίας; Βλέπεις κάτι όμορφο και το θέλεις. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο, ένα ρολόι ή ένα σκάφος και θέλεις να το αποκτήσεις. Βλέπεις κάτι, έρχεσαι σ’ επαφή μ’ αυτό κι έχεις μια αίσθησή του. Τι γίνεται μετά; Προχωράτε αργά, ανακαλύψτε το. Βλέπεις, ας πούμε, σε μια βιτρίνα ένα πολύ ωραίο ρολόι. Μπαίνεις στo μαγαζί, τo κοιτάζεις, το αγγίζεις, νιώθεις το βάρος του, βλέπεις ποιος είναι ο κατασκευαστής και μετά τι γίνεται; Μετά μπαίνει στη μέση η σκέψη, δημιουργεί την εικόνα σου να φοράς το ρολόι και σκέφτεσαι: Αχ, μακάρι να το είχα. Δηλαδή έχουμε πρώτα οπτική επαφή, έπειτα άγγιγμα, αίσθηση – νιώθω ωραία με τη σκέψη ότι είναι δικό μου- κι αμέσως η σκέψη δημιουργεί την εικόνα, και σ’ αυτό ακριβώς το δευτερόλεπτο που η σκέψη δημιουργεί την εικόνα να φοράς το ρολόι ή να οδηγείς το αυτοκίνητο, σ’ αυτό ακριβώς το δευτερόλεπτο γεννιέται η επιθυμία. Το ξεκαθαρίσαμε αυτό; Τουλάχιστον με βάση τη λογική: Είναι το ίδιο όπως όταν βλέπεις κάποιον διάσημο ή πλούσιο ή άγιο και θέλεις να έρθεις στη θέση του διάσημου ή του πλούσιου ή του αγίου. Αυτή είναι η πηγή της επιθυμίας: Βλέπεις κάτι, έρχεσαι σε επαφή με αυτό και από την επαφή έρχεται η αίσθησή του και από την αίσθηση γεννιούνται η σκέψη και η επιθυμία.

Τώρα, αναγνωρίζοντας τη βεβαιότητα ότι η επιθυμία φέρνει σύγκρουση, ρωτάς: “Πώς μπορώ να απαλλαγώ από την επιθυμία;” Έτσι αυτό που πραγματικά θέλεις δεν είναι να ελευθερωθείς από την επιθυμία, αλλά να ελευθερωθείς από τη σύγκρουση με την ανησυχία, το άγχος και τον πόνο που σου προκαλεί η επιθυμία όταν δεν εκπληρώνεται. Θέλεις, δηλαδή, να ελευθερωθείς από τους πικρούς καρπούς της επιθυμίας, όχι από την ίδια την επιθυμία, και αυτό είναι το πολύ σημαντικό που πρέπει να καταλάβει κανείς. Αν μπορούσες να αφαιρέσεις από την επιθυμία τον πόνο, την απελπισία, την πάλη, όλα τα άγχη και τους φόβους που τη συνοδεύουν έτσι ώστε να μείνει μόνο η ευχαρίστηση, θα ήθελες και τότε να ελευθερωθείς από την επιθυμία;

Όσο υπάρχει η επιθυμία να επιτύχεις, να γίνεις κάποιος-σε οποιονδήποτε τομέα- υπάρχουν αναπόφευκτα άγχος, θλίψη, φόβος. Η φιλοδοξία να γίνεις το ένα ή το άλλο, εξαφανίζεται μόνο όταν δεις ότι η ίδια η φύση της φιλοδοξίας είναι εστία βρομιάς και διαφθοράς. Τη στιγμή που θα δούμε ότι η επιθυμία για απόκτηση δύναμης οποιασδήποτε μορφής δύναμη του πρωθυπουργού, του δικαστή, του ιερέα, του γκουρού είναι βαθιά συνδεδεμένη με το κακό, δεν θα έχουμε πιο την επιθυμία να αποκτήσουμε δύναμη. Αλλά δεν βλέπουμε άτι η φιλοδοξία διαφθείρει, ούτε ότι η επιθυμία για δύναμη έχει σχέση με το κακό, αντιθέτως λένε -όσοι την αποζητούν- ότι θα χρησιμοποιήσουν αυτή τη δύναμη για το καλό, κάτι που είναι σκέτη ανοησία. Ένα κακό μέσο δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιηθεί για καλό σκοπό. Αν το μέσο είναι το ψέμα, ο σκοπός θα είναι επίσης ένα ψέμα. Αν το μέσο είναι κακό, ο σκοπός είναι κακός, οπότε και το αποτέλεσμα είναι κακό. Το καλό δεν είναι το αντίθετο του κακού, εμφανίζεται μόνο όταν εκείνο που είναι κακό πάψει εντελώς να υπάρχει.

Αν δεν καταλάβουμε, λοιπόν, τη σημασία της επιθυμίας-με τα αποτελέσματα και τα παράγωγά της-, το να προσπαθούμε απλώς ν’ απαλλαγούμε από αυτή δεν έχει κανένα νόημα.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Είναι μεγάλη απερισκεψία να επιτρέψεις στους άλλους να δουν πόσο ανώτερος είσαι διανοητικά

Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ο άνθρωπος περηφανεύεται για τη διανοητική του ικανότητα, διότι αυτή του δίνει την κυρίαρχη θέση του στον κόσμο. Είναι μεγάλη απερισκεψία να επιτρέψεις στους άλλους να δουν πόσο ανώτερος είσαι σ’ αυτό τον τομέα… Επομένως, ενώ τα πλούτη και η κοινωνική θέση κάνουν την κοινωνία να φέρεται στους κατόχους τους με σεβασμό, δεν συμβαίνει ποτέ το ίδιο με τους κατόχους της διανοητικής ικανότητας: Η επίδειξη αδιαφορίας απέναντι σ’ αυτήν είναι η μεγαλύτερη χάρη που μπορεί να της κάνει κανείς. Και αν οι άνθρωποι της δίνουν κάποια σημασία, αυτό συμβαίνει διότι τη θεωρούν σαν κάτι που μοιάζει με αναίδεια ή σαν κάτι που ο κάτοχός του δεν το δικαιούται και για το οποίο τολμά να καυχηθεί.

Για να τον εκδικηθούν (τον κάτοχο) δε, προσπαθούν μυστικά να τον ταπεινώσουν με κάποιον άλλο τρόπο. Αν περιμένουν και δεν το κάνουν αμέσως είναι διότι ψάχνουν για την κατάλληλη ευκαιρία. Κάποιος μπορεί να είναι όσο το δυνατόν ταπεινότερος, ωστόσο οι γύρω του δεν του συγχωρούν ποτέ το έγκλημά του να στέκεται πάνω απ’ αυτούς διανοητικά.

Στον Κήπο των Ρόδων, ο Σαντί σχολιάζει: «Θα πρέπει να γνωρίζεις ότι οι ανόητοι δεν θέλουν να συναντούν σοφούς ανθρώπους, εκατό φορές περισσότερο απ’ ό,τι οι σοφοί δεν θέλουν να συναντούν ανόητους».

Από την άλλη πλευρά, είναι αληθινό προσόν να είσαι ανόητος. Διότι όπως η θερμότητα είναι ευχάριστη για το σώμα, έτσι είναι καλό και για το μυαλό να νοιώθει την ανωτερότητά του. Και ο άνθρωπος θ’ αναζητήσει συντροφιά που θα μπορεί να τον κάνει να νοιώσει έτσι, τόσο ενστικτωδώς όσο πλησιάζει το τζάκι ή όπως περπατάει κάτω από τον ήλιο. Αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα τον αντιπαθήσουν εξαιτίας της ανωτερότητάς του. Συνεπώς αν ένας άνθρωπος θέλει να είναι αρεστός, τότε πρέπει να είναι διανοητικά κατώτερος.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, 1788-1860

ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Σ᾽ εχθρεύονται οι γείτονες, μα οι θεοί, Αργείε, οι αθάνατοι, σε αγαπούν

[7.148.1] Λοιπόν οι κατάσκοποι, αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο είδαν όλα τα πάντα και στάλθηκαν πίσω, γύρισαν στην Ευρώπη· τώρα, οι Έλληνες που δέθηκαν με όρκο εναντίον του Πέρση, ύστερ᾽ από την επιστροφή των κατασκόπων, έκαναν τη δεύτερη ενέργειά τους· έστειλαν απεσταλμένους στο Άργος. 

[7.148.2] Κι οι Αργείοι λένε πως, σ᾽ ό,τι αφορά στην πόλη τους, τα πράγματα εξελίχτηκαν ως εξής: αμέσως από την πρώτη στιγμή έμαθαν τον κίνδυνο με τον οποίο ο βάρβαρος απειλούσε την Ελλάδα· κι όταν πήραν την πληροφορία κι αντιλήφτηκαν ότι οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να τους πάρουν συμμάχους εναντίον των Περσών, έστειλαν επίσημη αντιπροσωπεία στους Δελφούς, για να ρωτήσουν το θεό τί ήταν το καλύτερο που είχαν να κάνουν· γιατί πρόσφατα σκοτώθηκαν από τους Λακεδαιμονίους και τον Κλεομένη, το γιο του Αναξανδρίδα, έξι χιλιάδες δικοί τους — κι αυτός ήταν ο λόγος που τους έκανε να στείλουν για χρησμό· [7.148.3] και, λένε, πως στο ερώτημά τους η Πυθία αποκρίθηκε με τον εξής χρησμό:

Σ᾽ εχθρεύονται οι γείτονες, μα οι θεοί, Αργείε, οι αθάνατοι, σε αγαπούν.

Φυλάξου, μέσα κάθισε στα κάστρα σου, κρατώντας το δόρυ στο δεξί σου.

Φύλαγε το κεφάλι σου· γιατί η κεφαλή σου θα σώσει το κορμί σου.


Λένε λοιπόν πως αυτούς τους χρησμούς έδωσε πρωτύτερα η Πυθία, κι αργότερα, όταν έφτασαν οι αγγελιοφόροι στο Άργος, παρουσιάστηκαν στη βουλή κι έλεγαν αυτά που είχαν εντολή να πουν.

[7.148.4] Και πως αυτοί απάντησαν στις προτάσεις πως είναι πρόθυμοι να τις δεχτούν, αν συνομολογηθεί ειρήνη για τριάντα χρόνια με τους Σπαρτιάτες κι αν μοιραστούν μ᾽ αυτούς την ηγεμονία όλης της συμμαχίας· βέβαια, έλεγαν, η ηγεμονία δικαιωματικά ανήκει σ᾽ αυτούς, όμως θ᾽ αρκεστούν κι αν την έχουν μισή μισή.

[7.149.1] Λένε λοιπόν πως αυτή ήταν η απάντηση της βουλής, μολονότι ο χρησμός τούς απέτρεπε να κάνουν συμμαχία με τους Έλληνες. Και πως επιδίωξαν να γίνουν συνθήκες για τριάντα χρόνια, όσο κι αν τους φοβέριζε ο χρησμός, για ν᾽ αντρωθούν τα παιδιά τους μέσα σ᾽ αυτό το διάστημα· και πως έκαναν μια πρόσθετη σκέψη, μήπως, αν δεν κάνουν συνθήκες και, ύστερ᾽ από το κακό που είχαν πάθει, δεχτούν κι άλλο χτύπημα απ᾽ τον Πέρση, αποκεί και πέρα υποταχτούν στους Λακεδαιμονίους. 

[7.149.2] Κι ακόμη λένε πως οι αγγελιοφόροι που εκπροσωπούσαν τη Σπάρτη έδωσαν την εξής απάντηση σε όσα άκουσαν από τη βουλή: όσο για τις συνθήκες, θα μετέφεραν το αίτημα στη συνέλευση του λαού, για την αρχηγία όμως έχουν εξουσιοδοτηθεί να δώσουν οι ίδιοι την απάντηση: δηλαδή, τους είπαν, πως αυτοί έχουν δυο βασιλιάδες, ενώ οι Αργείοι έναν· λοιπόν τους είναι αδύνατο να καθαιρέσουν από την αρχηγία τον ένα ή τον άλλο από τους βασιλιάδες της Σπάρτης, αλλά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να έχει κι ο βασιλιάς του Άργους ψήφο ισότιμη με τους δυο δικούς τους. 

[7.149.3] Λοιπόν οι Αργείοι ισχυρίζονται πως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά δεν ανέχτηκαν την πλεονεξία των Σπαρτιατών, αλλά προτίμησαν να εξουσιάζονται από τους βαρβάρους παρά να κάνουν κάποια υποχώρηση στους Λακεδαιμονίους· και πως προειδοποίησαν τους αγγελιοφόρους, πριν βασιλέψει ο ήλιος, να σηκωθούν και να φύγουν από τη χώρα των Αργείων, αλλιώς θα έχουν τη μεταχείριση που ταιριάζει σε εχθρούς.

[7.150.1] Λοιπόν γι᾽ αυτή την υπόθεση οι Αργείοι από τη μεριά τους λένε αυτά· υπάρχει όμως και μια άλλη ιστορία που διαδόθηκε σ᾽ όλη την Ελλάδα, ότι δηλαδή ο Ξέρξης, πριν ακόμα αποφασίσει να ξεκινήσει την εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, έστειλε κήρυκα στο Άργος. 

[7.150.2] Κι όταν αυτός έφτασε, λένε πως είπε: «Άνδρες Αργείοι, ο βασιλιάς Ξέρξης σάς λέει τα εξής: Εμείς πιστεύουμε ότι ο γενάρχης μας είναι ο Πέρσης, ο γιος του Περσέα, που τον απόχτησε από τη θυγατέρα του Κηφέα, την Ανδρομέδα. Σύμφωνα μ᾽ αυτά εμείς πρέπει να ᾽μαστε απόγονοί σας. Δεν είναι σωστό λοιπόν ούτε εμείς να εκστρατεύουμε εναντίον των προγόνων μας, ούτε εσείς, βοηθώντας άλλους, να ταχθείτε εναντίον μας, αλλά να κάθεστε στη χώρα σας ζώντας ειρηνικά. Γιατί, αν τα πράματα έρθουν όπως τα εύχομαι, θα είστε οι πρώτοι στην εύνοιά μου». 

[7.150.3] Λέγεται λοιπόν πως, όταν οι Αργείοι άκουσαν αυτή την πρόταση, τους έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά εκείνη τη στιγμή ούτε έδωσαν κάποια υπόσχεση ούτε πρόβαλαν κάποιο αίτημα· πως όμως, όταν οι Έλληνες πήγαν να τους πάρουν στη συμμαχία τους, τότε λοιπόν, ξέροντας καλά ότι οι Λακεδαιμόνιοι δε θα στρέξουν να τους κάνουν συναρχηγούς, πρόβαλαν αυτή την απαίτηση, για να έχουν πρόφαση να μείνουν στην ησυχία τους.

[7.151.1] Μερικοί Έλληνες λένε πως με την εκδοχή αυτή ταιριάζει απόλυτα ένα περιστατικό που συνέβη πολλά χρόνια αργότερα· πως, δηλαδή, έτυχε να βρίσκονται στα Σούσα, την πόλη του Μέμνονος, καθένας τους για άλλη υπόθεση, από τη μεριά τους απεσταλμένοι των Αθηναίων, ο Καλλίας, ο γιος του Ιππονίκου, κι εκείνοι που τον συνόδευαν στην αποστολή του στον βασιλιά, κι από τη δική τους τον ίδιο καιρό, Αργείοι απεσταλμένοι απ᾽ την πόλη τους στα Σούσα, που ρωτούσαν τον Αρτοξέρξη, το γιο του Ξέρξη, αν παραμένει η φιλία που τους συνέδεε με τον Ξέρξη ή τους θεωρούσε εχθρούς του· και πως ο βασιλιάς Αρτοξέρξης δήλωσε ότι μένει απόλυτα σταθερός σ᾽ αυτήν και δε θεωρεί καμιά πόλη πιο φιλική από το Άργος.

[7.152.1] Τώρα, αν ο Ξέρξης έστειλε κήρυκα στο Άργος μ᾽ αυτές τις προτάσεις κι αν απεσταλμένοι των Αργείων ανέβηκαν στα Σούσα και ρωτούσαν τον Αρτοξέρξη για τη φιλία τους, δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα ούτε να διατυπώσω γι᾽ αυτά κάποια γνώμη διαφορετική απ᾽ εκείνην που λένε οι ίδιοι οι Αργείοι. 

[7.152.2] Όμως ξέρω καλά τούτο: αν όλοι οι άνθρωποι κουβαλούσαν τις δικές του δυστυχίες ο καθένας και τις απέθεταν στον ίδιο τόπο θέλοντας να τις ανταλλάξουν με τις δυστυχίες των πλησίον τους, σκύβοντας πάνω στις δυστυχίες των πλησίον τους ο καθένας με αγαλλίαση θα σήκωνε και θα έπαιρνε πίσω τις δυστυχίες που κουβάλησε εκεί. 

[7.152.3] Με αυτό το σκεπτικό κι η συμπεριφορά των Αργείων δεν ήταν η χειρότερη που μπορούσε να γίνει. Από τη μεριά μου, έχω υποχρέωση να λέω τα λεγόμενα, δεν έχω όμως υποχρέωση να τα πιστεύω πέρα για πέρα, κι αυτή μου η διακήρυξη θα ισχύει σε όλα όσα εξιστορώ· για παράδειγμα, άκουσα να λένε κι αυτό, πως τάχα οι Αργείοι ήταν εκείνοι που προσκάλεσαν τον Πέρση εναντίον της Ελλάδας, επειδή ο στρατός τους τσακίστηκε στον πόλεμο με τους Λακεδαιμονίους· προτιμούσαν λοιπόν οτιδήποτε άλλο μπορούσε να τους έρθει παρά τη συμφορά που τους βρήκε.

Η επικαιρότητα της Προσωκρατικής φιλοσοφίας

Προσωκρατική σκέψη: το φως το μη-δύον ποτέ

§1

Όσο πιο πολύπλοκη γίνεται η πραγματικότητα, τόσο περιπλέκεται και η διαφάνεια των πραγμάτων. Τότε συμβαίνει στ’ αλήθεια οι άνθρωποι να μη μπορούν εύκολα να ξεχωρίσουν το μεγάλο από το μικρό, το σημαντικό από το ασήμαντο, το άξιο από το ανάξιο, το λαμπρό από το τρισάθλιο, το χάος από το φως. Πέρα όμως από μια τέτοια σύγχυση υπάρχει πάντοτε μια κίνηση, χαρακτηριστική για την αναζήτηση του νοήματος του Είναι μας, για την οδήγησή μας στο ξέφωτο. Αυτή η κίνηση είναι το γίγνεσθαι του κόσμου, που συγχρόνως είναι και σκέπτεσθαι για τον κόσμο. Στο θέατρο του κόσμου λοιπόν συμβαίνει σκέψη, που έχει τις ρίζες της στο βάθος του χρόνου. Όταν κανείς συλλαμβάνει, και μάλιστα έγκαιρα, το συμβάν της σκέψης, είναι σε θέση να βρίσκει τάχιστα τον βηματισμό του στο παρόν και να μην κατακρημνίζεται μέσα στον άσπλαχνο σκοταδισμό. Όποιος λοιπόν θέλει να διανοίγεται σ’ αυτό το συμβάν, πρέπει να στρέφεται πίσω στις πηγές του, να πατά στέρεα στο έδαφός του. Με τον δικό του τρόπο, ο Χάιντεγκερ τονίζει σχετικά πως για να ανοιχθούμε στους ορίζοντες του μέλλοντος, πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω: να οπισθοδρομήσουμε στο παρελθόν και ν’ ακούσουμε προσεκτικά τους πρώτους μεγάλους στοχαστές, τους Προσωκρατικούς. Οπισθοδρόμηση στο παρελθόν σημαίνει ότι μπορείς να χαρείς τη συντροφιά των μεγάλων στοχαστών, να ανακαλύψεις τις δυνατότητες της ζωής που κρύβουν μέσα τους, να απαλλαγείς από τις αρρωστημένα μυαλά των πάσης φύσεως αμόρφωτων δοκησίσοφων και να αναχθείς στην κατόπτευση των πραγμάτων πάνω από τα συντρίμμια των εν λόγω αμόρφωτων. Εν τέλει, να μπορέσεις να ερμηνεύσεις βαθιά τα αλλόκοτα σημεία των καιρών μας. Όπως πολύ τραγικά σημειώνει ο Νίτσε: «πέσαμε σε χέρια βαρβάρων και δεν ξέρουμε πια πώς να σωθούμε!» (Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, σ. 53).

§2

Όταν μια κοινωνία και μια πολιτεία είναι άρρωστη στα θεμέλιά της, δεν απομένει παρά ο ανηλεής αγώνας-πόλεμος (Ηράκλειτος)ˑ ένας πόλεμος, με την έννοια της διαλεκτικής αντιπαράθεσης, ενάντια στους απαίδευτους φαντασιοκόπους, που είναι υπεύθυνοι για την επικράτηση του σκοταδισμού. Αυτό τον αγώνα-πόλεμο αναλαμβάνει η προσωκρατική φιλοσοφία, η οποία ξεδιπλώνεται ως «ορμητικός χείμαρρος με τους μεγαλοπρεπείς παφλασμούς κυμάτων» (Νίτσε, ό.π.). Η στροφή μας προς αυτή τη φιλοσοφία σημαίνει πως βυθιζόμαστε στη μελέτη μιας αυθεντικής κατεύθυνσης στοχασμούˑ μιας κατεύθυνσης τόσο αυθεντικής, ώστε να έχει κονιορτοποιήσει προ πολλού την κατ’ επίφαση «φιλοσοφία», που δρα «με πολιτικά και αστυνομικά μέτρα» (Νίτσε, ό.π.). Ο πρώτος που έκανε αυτή τη στροφή ήταν ο Χέγκελ. Στο πλαίσιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας επιχείρησε να απεικονίσει τον προσωκρατικό/Ηρακλείτειο Λόγο σε εσωτερική αντιστοιχία με τη Λογική της καθολικής πραγματικότητας και να τον μετουσιώσει περαιτέρω σε έναν διαλεκτικό Λόγο του παρόντος, ασυμβίβαστο, πολεμικό κάθε απατηλής λογιοσύνης, που εκφυλίζει την επιστημονική σκέψη σε ανιαρό θετικισμό και στενόκαρδο υπολογισμό. Η εν λόγω απεικόνιση είναι ουσιαστικά μια ιστορικο-φιλοσοφική συνόψιση της διαλεκτικής πράξης της Λογικής του. Ο Χέγκελ ανέλαβε με την Επιστήμη της Λογικής, γραμμένη όταν ήταν Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο της Νυρεμβέργης, να αναζωογονήσει τη φιλοσοφία του Λόγου, η οποία είχε βληθεί θανάσιμα από το μονοδιάστατο θετικισιτικό πνεύμα της εποχής του (Διαφωτισμός κ.λπ.). Ανακαλύπτοντας έτσι στον προσωκρατικό στοχασμό, και δη στον Ηράκλειτο, μοναδικές ερμηνευτικές συλλήψεις, μεταξύ άλλων, της πραγματικότητας ως ενιαίου όλου, προχωρεί στη διαμεσολάβηση αρχαίας ελληνικής και σύγχρονης φιλοσοφίας: ξεκινά από την παρούσα κατάσταση της φιλοσοφίας, για να διαβάσει από κοινού παρελθόν και παρόνˑ και τούτη η συμπόρευση εκτυλίσσεται με βάση την ιστορία επίδρασης της αρχέγονης φιλοσοφικής σκέψης στο σύγχρονο Λόγο του πνεύματος.

§3

Ο Νίτσε στρέφει κι αυτός το βλέμμα του στους Προσωκρατικούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανθρωπολογική πλευρά της σκέψης τους. Εχθρός ο ίδιος της πολυμάθειας, ενός είδους πληροφιραικής κατάτμησης της γνώσης, ως κατεδαφιστικής πράξης της ανθρώπινης σκέψης, συναντά σ’ αυτούς τους πρώτους Έλληνες διανοητές μια πληθώρα μεγαλοφυών. Το κύριο χαρακτηριστικό τους ως στοχαστών είναι ότι αρθρώνουν έναν προ-φητικό λόγο, πλήρη νοημάτων και σημασιών, μοναδικών στο να φωτίσουν την ανθρώπινη ύπαρξη και την προοπτική της. Το θεμελιακό στοιχείο αυτής της προοπτικής είναι ο άνθρωπος στην ολότητά του και όχι με τη μορφή του νεωτερικού/μετανεωτερικού του τεμαχισμού. Ολότητα του ανθρώπου: σώμα και ψυχή, πνεύμα και υλικότητα, αγώνας και αδράνεια, ζωή και θάνατος, ήθος και ο δαίμων του (Ηράκλειτος) κ.λπ. Κατ’ αυτήν την προοπτική, η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μια ευθύγραμμη πορεία προς τον θάνατο, αλλά ένα γίγνεσθαι ως συνολική εικόνα του κόσμου, ως Όλο. Ποικίλες εκφάνσεις αυτού του περιδινούμενου Όλου εκδηλώνονται ως αναπόφευκτες μορφές δια-Λόγου ανάμεσα στο Είναι και το μη-Είναι, στη διαύγεια και τη συσκότιση, στο χάος και τον κόσμο, στην αρρυθμία και το ρυθμό κ.λπ. Όλα αυτά συνέχονται υπό τη μορφή μιας αλυσίδας, την οποία δεν βλέπουμε, δεν ελέγχουμε, δεν καθορίζουμε. Μπορούμε μόνο να τη σκεφτούμε και να την ερμηνεύσουμε. Κάτι τέτοιο επιχείρησε και ο Χάιντεγκερ, με τη δική του ματιά προς τους Προσωκρατικούς. Με βάση την ορισμένη ιδιοτυπία της σκέψης του: για μια άλλη απαρχή στη φιλοσοφία με ένα βήμα προς τα πίσω, ο Χάιντεγκερ εγκαθίσταται στην έδρα του προσωκρατικού στοχασμού, για να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα μπρος. Έτσι μεταφέρει το συγκαιρινό του παιγνίδι του Λόγου –θετικιστικο-επιστημονικού και εκτεχνικευμένου– στο πεδίο του πιο εύρωστου μετα-μετανεωτερικού διαλόγουˑ στο πεδίο, με άλλα λόγια, του μεταφιλοσοφικού αντι-Λόγου.

§4

Ο εν λόγω αντί-Λογος είναι και ένας δια-λογικός αντί-λογος προς τους Προσωκρατικούς. Μια αναγκαία, αλλά και γόνιμη συνθήκη για να συνομιλήσει αποδομητικά με το διαγραφόμενο στην εποχή του και εφαρμοζόμενο στην παρούσα εποχή πλανητικό αλυσόδεμα της ζωής και της σκέψης. Η οντολογική προβληματική λοιπόν του προσωκρατικού στοχασμού προοιωνίζει ήδη μια νέα οδό/μεθόδευση της σκέψης, που ξεπερνά με πόνο τα παραδοσιακά λογοπαίγνια μύθου και θρησκείας. Ο «ξυνός» (=κοινός) Λόγος συνιστά μια πρώτη απόπειρα γνωσιοντολογικής κατα-νόησης του παίγνιου του κόσμου, που ακατάπαυστα από τότε έως σήμερα και εσαεί διαδραματίζεται πέραν των διαθέσεων των υποκειμένων. Και ευτυχώς εν μέρει που συμβαίνει έτσι. Γιατί η κάθε υποκειμενικότητα δεν πληροί απροϋπόθετα τους γνωσιακούς-ερμηνευτικούς όρους κατανόησης της πολύπλοκης πραγματικότητας και ταυτόχρονα του δικού της Dasein. Ακριβώς επειδή συμβαίνει η ακατέργαστη υποκειμενικότητα –συλλογική ή ατομική– να εξουσιάζει τις Άριστες μορφές υποκειμενικότητας, μαζί και τις άριστες αντικειμενικότητές τους, ο Ηράκλειτος της κηρύσσει τον πόλεμο, ταυτίζοντάς την με τους φλύαρους ιδιώτες, με τον εσμό των βάρβαρων υλιστών της αγοράς που «αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα» (απ. 29). Η βάρβαρη τούτη υποκειμενικότητα κατηγοριοποιείται οντολογικά ως «ο βλάκας [που] χάνει το θάρρος του μπρος σε κάθε σειρά σκέψεων» (απ. 87). Σε αυτό το εσμό των βαρβάρων και όχι λιγότερο ηλιθίων συγκαταλέγει, πρωτίστως, ο Ηράκλειτος την οπορτουνιστική μάζα των πολιτικών, που είναι οι κύριοι καταστροφείς της αρμονίας ανάμεσα στην πόλη και τη φύση, ανάμεσα στο δίκαιο και το Είναι. Τη στιγμή που ο πόλεμος είναι συμπαντικός –πόλεμος όχι με τη συνήθη έννοια, αλλά ως έρις, ως η κινητήρια δύναμη των αντιθέτων μέσα στην ολότητα– το ανθρώπινο Είναι εναλλάσσεται μεταξύ σκλάβου και ελεύθερου, βασιλιά και δούλου, με μια φράση: μεταξύ αντιθέτων και τίποτα δεν διασφαλίζει την αιώνια ευτυχία του ενός και την αιώνια δυστυχία του άλλου. Ο πολιτικός έτσι δεν είναι περισσότερο ευτυχής από τον εξαθλιωμένο, αλλά μόνο η άλλη όψη του. Να γιατί υπέρτατος νόμος του ρυθμού και της εύτακτης ζωής είναι ο θείος νόμος, που τρέφει τους ανθρώπινους. Αυτό ισχύει παντοτινά και, υπό ένα ευρύτερο μεταφορικό νόημα, υπερασπίζεται την αυθυπαρξία του ανθρώπου ως πολίτη από τις αυθαίρετες –ενίοτε ή εν πολλοίς– νομοθετήσεις των εξουσιαστικών πιθήκων για λογαριασμό της δικής τους ιδιοτέλειας και όχι προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Η σήμερον ημέρα έχει να επιδείξει απειράριθμες τέτοιες πιθηκονομοθετήσεις στα μέτρα των λούμπεν στοιχείων του αδηφάγου εξουσιασμού. Όμως στο τέλος, η πολιτική ύβρις τιμωρείται και η εύρυθμη φωτεινότητα του Λόγου-νόμου αρχίζει και πάλι να ανατέλλει:

«Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν …· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;» (απ.16).

[=Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό… πως κανείς να κρυφτεί απ' αυτό (το φως) που δεν δύει ποτέ;].

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (597a-598a)

[597a] Τί δὲ ὁ κλινοποιός; οὐκ ἄρτι μέντοι ἔλεγες ὅτι οὐ τὸ εἶδος ποιεῖ, ὃ δή φαμεν εἶναι ὃ ἔστι κλίνη, ἀλλὰ κλίνην τινά;
Ἔλεγον γάρ.
Οὐκοῦν εἰ μὴ ὃ ἔστιν ποιεῖ, οὐκ ἂν τὸ ὂν ποιοῖ, ἀλλά τι τοιοῦτον οἷον τὸ ὄν, ὂν δὲ οὔ· τελέως δὲ εἶναι ὂν τὸ τοῦ κλινουργοῦ ἔργον ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου εἴ τις φαίη, κινδυνεύει οὐκ ἂν ἀληθῆ λέγειν;
Οὔκουν, ἔφη, ὥς γ᾽ ἂν δόξειεν τοῖς περὶ τοὺς τοιούσδε λόγους διατρίβουσιν.
Μηδὲν ἄρα θαυμάζωμεν εἰ καὶ τοῦτο ἀμυδρόν τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν.
[597b] Μὴ γάρ.
Βούλει οὖν, ἔφην, ἐπ᾽ αὐτῶν τούτων ζητήσωμεν τὸν μιμητὴν τοῦτον, τίς ποτ᾽ ἐστίν;
Εἰ βούλει, ἔφη.
Οὐκοῦν τριτταί τινες κλῖναι αὗται γίγνονται· μία μὲν ἡ ἐν τῇ φύσει οὖσα, ἣν φαῖμεν ἄν, ὡς ἐγᾦμαι, θεὸν ἐργάσασθαι. ἢ τίν᾽ ἄλλον;
Οὐδένα, οἶμαι.
Μία δέ γε ἣν ὁ τέκτων.
Ναί, ἔφη.
Μία δὲ ἣν ὁ ζωγράφος. ἦ γάρ;
Ἔστω.
Ζωγράφος δή, κλινοποιός, θεός, τρεῖς οὗτοι ἐπιστάται τρισὶν εἴδεσι κλινῶν.
Ναὶ τρεῖς.
[597c] Ὁ μὲν δὴ θεός, εἴτε οὐκ ἐβούλετο, εἴτε τις ἀνάγκη ἐπῆν μὴ πλέον ἢ μίαν ἐν τῇ φύσει ἀπεργάσασθαι αὐτὸν κλίνην, οὕτως ἐποίησεν μίαν μόνον αὐτὴν ἐκείνην ὃ ἔστιν κλίνη· δύο δὲ τοιαῦται ἢ πλείους οὔτε ἐφυτεύθησαν ὑπὸ τοῦ θεοῦ οὔτε μὴ φυῶσιν.
Πῶς δή; ἔφη.
Ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ δύο μόνας ποιήσειεν, πάλιν ἂν μία ἀναφανείη ἧς ἐκεῖναι ἂν αὖ ἀμφότεραι τὸ εἶδος ἔχοιεν, καὶ εἴη ἂν ὃ ἔστιν κλίνη ἐκείνη ἀλλ᾽ οὐχ αἱ δύο.
Ὀρθῶς, ἔφη.
[597d] Ταῦτα δὴ οἶμαι εἰδὼς ὁ θεός, βουλόμενος εἶναι ὄντως κλίνης ποιητὴς ὄντως οὔσης, ἀλλὰ μὴ κλίνης τινὸς μηδὲ κλινοποιός τις, μίαν φύσει αὐτὴν ἔφυσεν.
Ἔοικεν.
Βούλει οὖν τοῦτον μὲν φυτουργὸν τούτου προσαγορεύωμεν, ἤ τι τοιοῦτον;
Δίκαιον γοῦν, ἔφη, ἐπειδήπερ φύσει γε καὶ τοῦτο καὶ τἆλλα πάντα πεποίηκεν.
Τί δὲ τὸν τέκτονα; ἆρ᾽ οὐ δημιουργὸν κλίνης;
Ναί.
Ἦ καὶ τὸν ζωγράφον δημιουργὸν καὶ ποιητὴν τοῦ τοιούτου;
Οὐδαμῶς.
Ἀλλὰ τί αὐτὸν κλίνης φήσεις εἶναι;
[597e] Τοῦτο, ἦ δ᾽ ὅς, ἔμοιγε δοκεῖ μετριώτατ᾽ ἂν προσαγορεύεσθαι, μιμητὴς οὗ ἐκεῖνοι δημιουργοί.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· τὸν τοῦ τρίτου ἄρα γεννήματος ἀπὸ τῆς φύσεως μιμητὴν καλεῖς;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.
Τοῦτ᾽ ἄρα ἔσται καὶ ὁ τραγῳδοποιός, εἴπερ μιμητής ἐστι, τρίτος τις ἀπὸ βασιλέως καὶ τῆς ἀληθείας πεφυκώς, καὶ πάντες οἱ ἄλλοι μιμηταί.
Κινδυνεύει.
Τὸν μὲν δὴ μιμητὴν ὡμολογήκαμεν. εἰπὲ δέ μοι περὶ [598a] τοῦ ζωγράφου τόδε· πότερα ἐκεῖνο αὐτὸ τὸ ἐν τῇ φύσει ἕκαστον δοκεῖ σοι ἐπιχειρεῖν μιμεῖσθαι ἢ τὰ τῶν δημιουργῶν ἔργα;
Τὰ τῶν δημιουργῶν, ἔφη.
Ἆρα οἷα ἔστιν ἢ οἷα φαίνεται; τοῦτο γὰρ ἔτι διόρισον.
Πῶς λέγεις; ἔφη.
Ὧδε· κλίνη, ἐάντε ἐκ πλαγίου αὐτὴν θεᾷ ἐάντε καταντικρὺ ἢ ὁπῃοῦν, μή τι διαφέρει αὐτὴ ἑαυτῆς, ἢ διαφέρει μὲν οὐδέν, φαίνεται δὲ ἀλλοία; καὶ τἆλλα ὡσαύτως;
Οὕτως, ἔφη· φαίνεται, διαφέρει δ᾽ οὐδέν.

***
[597a] Και ο κρεβατάς; δεν έλεγες πριν από λίγο ότι δεν κατασκευάζει την ιδέα, αυτήν που παραδεχόμαστε ότι είναι εκείνο που κατ᾽ ουσίαν είναι το κρεβάτι, αλλ᾽ απλώς ένα κρεβάτι;
Ναι, το έλεγα.
Αφού λοιπόν δεν κάνει εκείνο που κατ᾽ ουσίαν υπάρχει, δεν κάνει το ον αλλά κατιτί που μοιάζει με το ον, χωρίς όμως να είναι αυτό· εάν δε ειπεί κανείς ότι είναι πραγματικά ον αυτό που κατασκευάζει ο κρεβατάς ή άλλος κανείς τεχνίτης, δεν φαίνεται ότι δεν λέγει την αλήθεια;
Αυτό τουλάχιστο θα παραδεχτούν όσοι ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα.
Ας μη μας φαίνεται λοιπόν παράδοξο αν και αυτό είναι θαμπό, άμα συγκρίνεται προς την αλήθεια.
[597b] Μάλιστα.
Θες λοιπόν απάνω σ᾽ αυτά που είπαμε να εξετάσομε τί πράγμα είναι αυτός ο μιμητής;
Αν το θες.
Είναι τριών ειδών κρεβάτια· ένα που υπάρχει στη φύση και που μπορούμε, νομίζω, να ειπούμε ότι το κατασκεύασε ο θεός· σε ποιόν άλλο να το αποδώσομε;
Σε κανέναν άλλο, νομίζω.
Δεύτερο εκείνο που κατασκευάζει ο μαραγκός.
Μάλιστα.
Και ένα τρίτο, που το κάνει ο ζωγράφος· δεν είν᾽ έτσι;
Έτσι είναι.
Ζωγράφος λοιπόν, μαραγκός, θεός είναι τρεις τεχνίτες που ξέρουν να κατασκευάσουν τρία διαφορετικά είδη κρεβατιών.
Ναι τρεις.
[597c] Και ο θεός, είτε δεν ήθελε είτε ήταν ανάγκη να κατασκευάσει στη φύση όχι περισσότερα από ένα μόνο κρεβάτι, κατασκεύασε πραγματικά ένα μόνο, εκείνο ακριβώς που είναι το καθαυτό κρεβάτι· δύο τέτοια ή περισσότερα ούτε δημιουργήθηκαν ούτε είναι δυνατόν να δημιουργηθούν.
Για ποιόν λόγο;
Γιατί, αν κατασκεύαζε δύο μόνο, αμέσως θα παρουσιαζότανε κι ένα τρίτο, που η ιδέα του θα ήταν κοινή και στα δύο εκείνα, και τότε εκείνο θα ήταν το καθαυτό κρεβάτι, και όχι τα δύο άλλα.
Πολύ σωστά.
[597d] Αυτά λοιπόν, υποθέτω, τα ήξερε ο θεός, και επειδή ήθελε να είναι όντως ποιητής ενός κρεβατιού που όντως υπάρχει, και όχι όπως ο κρεβατάς κατασκευαστής κάποιου δήθεν κρεβατιού, γι᾽ αυτό δημιούργησε το κρεβάτι που είναι από τη φύση ένα.
Έτσι είναι το πράγμα.
Θες λοιπόν αυτόν να τον ονομάσομε φυτουργό αυτού του κρεβατιού, ή κάπως έτσι;
Θα είναι δίκαιο, γιατί με φυσικό τρόπο δημιούργησε και του κρεβατιού την ουσία και όλων των άλλων πραγμάτων.
Και τον μαραγκό; δεν θα τον ονομάσομε κατασκευαστή κρεβατιού;
Ναι.
Τον ζωγράφο πάλι θα τον ονομάσομε κατασκευαστή και πλάστη του τέτοιου κρεβατιού;
Καθόλου.
Αλλ᾽ αυτός τί θα πεις πως είναι του κρεβατιού;
[597e] Μα, υποθέτω, το καλύτερο που θα ταίριαζε είναι να τον ονομάσομε μιμητήν εκείνου του οποίου οι άλλοι είναι κατασκευαστές.
Πολύ καλά· μιμητή λοιπόν ονομάζεις τον ποιητή ενός έργου που έρχεται τρίτο, όταν θεωρήσομε πρώτο το φυσικό ον;
Ακριβώς.
Έτσι λοιπόν και ο τραγωδιοποιός, αφού είναι μιμητής, έρχεται τρίτος ύστερ᾽ από τον βασιλέα και την αλήθεια, καθώς και όλοι οι άλλοι μιμητές.
Έτσι φαίνεται.
Για τον μιμητή λοιπόν μείναμε σύμφωνοι· τώρα πες μου για [598a] τον ζωγράφο· φρονείς τάχα ότι έργο έχει να μιμείται εκείνο που μέσα στη φύση είναι καθαυτό ένα, ή τα έργα των τεχνιτών;
Τα έργα των τεχνιτών.
Και άραγε όπως είναι ή όπως φαίνονται; αυτό ακόμη να μου καθορίσεις.
Πώς εννοείς;
Ως εξής· ένα κρεβάτι, είτε από τα πλάγια το παρατηρείς, είτε απ᾽ αντικρύ, είτε απ᾽ όπου αλλού, διαφέρει καθόλου από τον εαυτό του, ή δεν διαφέρει, αλλά απλώς μόνο φαίνεται διαφορετικό; το ίδιο και για όλα τ᾽ άλλα πράγματα;
Φαίνεται μόνο διαφορετικό, χωρίς πραγματικά να είναι.