Το 1282 το Πάσχα έπεφτε νωρίς, στις 29 Μαρτίου. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα το νησί της Σικελίας φαινομενικά ήταν ήρεμο.
Στο λιμάνι της Μεσσήνης ήταν αγκυροβολημένη μια μεγάλη αρμάδα των Ανζού. Βασιλικοί πράκτορες, δίχως να ενδιαφέρονται για την έχθρα των σκυθρωπών χωρικών, περιόδευαν ανά το νησί και επιτάσσανε όσα αποθέματα δημητριακών έβρισκαν και συγκέντρωναν αγέλες βοοειδών και χοίρων για να εξασφαλίσουν τα τρόφιμα της εκστρατείας, καθώς και άλογα για τους ιππότες.
Ο βασιλικός Βικάριος και κυβερνήτης του νησιού Χεριβέρτος της Ορλεάνης, ήταν εγκατεστημένος στη Μεσσήνη, στο φρούριο του Ματεργκριφόν, τον «τρόμο των Ελλήνων», χτισμένο έναν αιώνα πριν, από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο.
Στο Παλέρμο, ο δικαστικός εκπρόσωπος Ιωάννης του Σαιν Ρεμύ, ετοίμαζε τη γιορτή στο παλάτι των Νορμανδών Βασιλέων. Κανένας από τους Γάλλους αξιωματούχους και κανένας από τους στρατιωτικούς που διοικούσαν τα σαράντα δύο φρούρια για τον έλεγχο της ενδοχώρας δεν είχε παρατηρήσει κάτι περισσότερο από τη συνηθισμένη εχθρότητα που τους έδειχναν οι υποτελείς.
Μεταξύ όμως των Σικελών, οι οποίοι γιόρταζαν την Ανάσταση του Χριστού με τα παραδοσιακά τους τραγούδια και χορούς στους δρόμους, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και εκρηκτική.
Η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος βρίσκεται μισό μίλι νοτιοανατολικά, πίσω από το παλιό τείχος του Παλέρμο, στο χείλος του μικρού φαραγγιού του ποταμού Ορέτο. Είναι εσωτερικά και εξωτερικά ένα αυστηρό κτίσμα.
Τον θεμέλιο λίθο, τον έβαλε το 1177 ο Βάλτερ Όφαμιλ ή Βάλτερ «του Μύλου», ο αγγλογεννημένος Αρχιεπίσκοπος του Παλέρμο, μια μέρα που την είχε κάνει δυσοίωνη η έκλειψη του Ηλίου. Ανέκαθεν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα σ' αυτήν την εκκλησία γινόταν κατά το έθιμο, πανηγύρι, και αυτή τη χρονιά, τη Δευτέρα (του Πάσχα), είχε φθάσει από την πόλη και τα γύρω χωριά, όπως συνηθιζόταν, πλήθος κόσμου, για να παρακολουθήσει την ακολουθία του Εσπερινού.
Φλυαρούσαν και τραγουδούσαν στην πλατεία και ο καθένας περίμενε να αρχίσει η λειτουργία. Ξαφνικά έφθασε μια ομάδα Γάλλων αξιωματούχων για να πάρει μέρος στη γιορτή. Τους υποδέχθηκαν ψυχρά, με εχθρικά βλέμματα, αυτοί όμως επέμεναν να αναμιχθούν με το πλήθος. Είχαν πιει πολύ, συμπεριφέρονταν ανέμελα και γρήγορα άρχισαν να πειράζουν με οικειότητα τις νέες γυναίκες, γεγονός που προσέβαλε τους Σικελούς.
Ανάμεσά τους, ένας λοχίας που τον έλεγαν Ντρουέ, τράβηξε μια νέα παντρεμένη γυναίκα από το πλήθος και την παρενοχλούσε με τις φιλοφρονήσεις του. Αυτό δεν μπόρεσε να το ανεχτεί ο άνδρας της.
Τράβηξε το μαχαίρι του, έπεσε πάνω στον Ντρουέ και τον σκότωσε. Οι Γάλλοι έτρεξαν να εκδικηθούν για το θάνατο του συντρόφου τους, και ξαφνικά βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ένα πλήθος εξαγριωμένων Σικελών, που ήταν όλοι οπλισμένοι με στιλέτα και σπαθιά.
Από τους Γάλλους δεν επέζησε ούτε ένας. Εκείνη τη στιγμή οι καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Πνεύματος και όλες οι εκκλησίες της πόλης σήμαιναν τους Εσπερινούς.
Οι καμπάνες ηχούσαν και αγγελιαφόροι ξεχύθηκαν στους δρόμους του Παλέρμο καλώντας τους άνδρες να εξεγερθούν εναντίον του καταπιεστή. Και με μιας οι δρόμοι γέμισαν εξαγριωμένους, οπλισμένους άνδρες που φώναζαν «θάνατο στους Γάλλους» - moranu li Franchiski- στη σικελική τους διάλεκτο.
Σκότωναν όποιον Γάλλο έβρισκαν μπροστά τους. Όρμησαν στα πανδοχεία όπου σύχναζαν Γάλλοι και στα σπίτια όπου κατοικούσαν δίχως να λυπηθούν κανέναν, ούτε άνδρα ούτε γυναίκα ή παιδί. Σικελές κοπέλες που είχαν παντρευτεί Γάλλους, χάθηκαν μαζί με τους άνδρες τους.
Οι διαδηλωτές μπήκαν στα μοναστήρια των Δομινικανών και των Φραγκισκανών και άρπαξαν όλους τους ξένους μοναχούς και τους διέταξαν να προφέρουν τη λέξη «τσιτσιρί», της οποίας τον ήχο δεν μπορούσαν ποτέ να προφέρουν σωστά οι γαλλόφωνοι.
Όποιον αποτύχαινε στη δοκιμή, τον σκότωναν. Ο δικαστικός εκπρόσωπος Ιωάννης του Σαιν Ρεμύ, κλείστηκε στο παλιό βασιλικό παλάτι, αλλά οι περισσότεροι άνδρες της φρουράς του έλειπαν για τη γιορτή στην πόλη.
Οι λίγοι που είχαν απομείνει δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν το παλάτι και τον ίδιο. Είχε τραυματιστεί στο πρόσωπο σε μια αψιμαχία στην είσοδο του παλατιού, πριν καταφέρει να ξεφύγει με δύο αυλικούς από ένα παράθυρο μέσα από τους στάβλους.
Εκεί βρήκαν άλογα και έφυγαν καλπάζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς το κάστρο Βικάρι, στο δρόμο προς το εσωτερικό του νησιού. Εκεί ενώθηκαν με άλλους φυγάδες που είχαν γλιτώσει από τη σφαγή.
Ως το άλλο πρωί είχαν σκοτωθεί περίπου 2.000 Γάλλοι, άνδρες και γυναίκες, και το Παλέρμο βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των επαναστατών. Η οργή τους είχε κοπάσει αρκετά, τόσο ώστε να σκέφτονται το μέλλον.
Συναθροίστηκαν αντιπρόσωποι από κάθε περιφέρεια και κάθε επάγγελμα, και ανακήρυξαν το νησί τους Κοινότητα εκλέγοντας ως αρχηγό τους έναν εξέχοντα ιππότη, τον Ρογήρο Μαστράντζελο.
Διόρισαν τρεις υπαρχηγούς, τον Ερρίκο Μπαβέριο, τον Νικόλαο της Ορτολέβα και τον Νικόλαο της Επντεμόνια καθώς και πέντε συμβούλους να τους βοηθούν.
Η σημαία των Ανζού κατέβηκε και αντικαταστάθηκε παντού με τον αυτοκρατορικό αετό, ένα έμβλημα που είχε παραχωρηθεί από τον Φρειδερίκο ΙΙ στην πόλη των παιδικών του χρόνων. Πρέσβεις στάλθηκαν με μια επιστολή στον Πάπα, ζητώντας του να πάρει υπό την προστασία του τη νέα Κοινότητα.
Η είδηση της ανταρσίας διαδόθηκε αμέσως σ' όλο το νησί. Όλη την άγρια νύχτα της Δευτέρας έτρεχαν αγγελιαφόροι από το Παλέρμο, σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά παρακινώντας τους κατοίκους να χτυπήσουν, πριν ο τύραννος προλάβει να αντεπιτεθεί.
Την Τρίτη, οι άνδρες βγήκαν από το Παλέρμο και βάδισαν προς το Κάστρο του Βικάρι, όπου είχαν καταφύγει ο δικαστικός εκπρόσωπος με τους φίλους του.
Η φρουρά ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να αντισταθεί και ο εκπρόσωπος προσφέρθηκε να παραδώσει το κάστρο, αν του επέτρεπαν να φτάσει στην ακτή και να φύγει για την πατρίδα του, την Προβηγκία.
Οι διαπραγματεύσεις είχαν αρχίσει, όταν ένας από τους πολιορκητές έριξε ένα βέλος και σκότωσε τον Ιωάννη του Σαιν Ρεμύ. Αυτό ήταν το σύνθημα για γενική σφαγή όλων όσων βρίσκονταν μέσα στο κάστρο.
Όλη την εβδομάδα έφθαναν ειδήσεις για εξεγέρσεις και σφαγές Γάλλων. Η πρώτη πόλη που ακολούθησε το παράδειγμα του Παλέρμο ήταν το Κορλεόνε, είκοσι μίλια νοτιότερα. Μετά τη σφαγή των Γάλλων, κι αυτή η πόλη αυτοανακηρύχθηκε Κοινότητα.
Στις 3 Απριλίου, ο αρχηγός της Βονιφάτιος έστειλε τρεις απεσταλμένους στο Παλέρμο να φέρουν την είδηση και να προτείνουν Κοινή δράση.
Οι δύο Κοινότητες αποφάσισαν να στείλουν στρατό προς τρεις κατευθύνσεις: δυτικά, εναντίον του Τράπανι, νότια κατά της Καλτανισέτας και ανατολικά εναντίον της Μεσσήνης, για να ξεσηκώσουν το υπόλοιπο νησί και να συγχρονίσουν τις προσπάθειές τους.
Μόλις οι επαναστάτες πλησίαζαν σε μια περιοχή, οι Γάλλοι τρέπονταν σε φυγή ή σφάζονταν. Μόνο σε δύο πόλεις γλίτωσαν. Ο αναπληρωτής-Δικαστής της Δυτικής Σικελίας Γουλιέλμος Πορσελέ, που ζούσε στο Καλαταφίμι, είχε κερδίσει την αγάπη των Σικελών με την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη του.
Αυτός και η οικογένειά του έφθασαν με τιμητική συνοδεία στο Παλέρμο και τους επιτράπηκε να μπαρκάρουν για την Προβηγκία. Η πόλη της Σπερλίγκα στο Κέντρο του νησιού καμάρωνε για την αμερόληπτη στάση της. Οι κάτοικοί της δεν έβλαψαν τη γαλλική φρουρά της και την άφησαν να αποσυρθεί σώα στη Μεσσήνη.
Η Μεσσήνη δεν είχε επαναστατήσει. Ο Βικάριος Χεριβέρτος της Ορλεάνης είχε μια ισχυρή φρουρά. Ο μεγάλος στόλος των Ανζού ήταν αραγμένος στο λιμάνι της.
Η Μεσσήνη ήταν η μόνη πόλη στο νησί στην οποία η κυβέρνηση του Καρόλου είχε παραχωρήσει κάποια προνόμια και η οικογένεια του τοπικού ηγεμόνα Ρίζο υποστήριζε το καθεστώς.
Στις 13 Απριλίου, δεκαπέντε μέρες μετά τους Εσπερινούς, όταν όλο το δυτικό και κεντρικό τμήμα του νησιού βρισκόταν στα χέρια των στασιαστών, η Κοινότητα του Παλέρμο έστειλε μια επιστολή στον λαό της Μεσσήνης ζητώντας του να προσχωρήσει στο κίνημα. Οι Μεσσηνέζοι όμως ήταν επιφυλακτικοί.
Με τον Χεριβέρτο και τη φρουρά του να κυριαρχούν από το Κάστρο του Ματεργκριφόν, και με τα βασιλικά πλοία αγκυροβολημένα στην προκυμαία, προτιμούσαν να μην το διακινδυνεύσουν. Αντίθετα, στις 15 Απριλίου μια μονάδα στρατού από τη Μεσσήνη, υπό τον τοπικό ιππότη Γουλιέλμο Κυριόλο, κινήθηκε νότια προς τη γειτονική πόλη της Ταορμίνα για να την προστατέψει από τη μανία των επαναστατών.
Ταυτόχρονα ο Χεριβέρτος έστελνε τον Μεσσηνέζο ευγενή Ριχάρδο Ρίζο με επτά ντόπιες γαλέρες να πολιορκήσει το λιμάνι του Παλέρμο, και αν ήταν δυνατόν, να επιτεθεί στο οχυρό της.
Οι Παλερμιτάνοι ύψωσαν βιαστικά στα τείχη τη σημαία της Μεσσήνης με τον σταυρό, δίπλα στη δική τους σημαία στα τείχη, για να δείξουν ότι θεωρούσαν τους Μεσσηνέζους αδελφούς τους, και οι ναύτες του Ριχάρδου αρνήθηκαν να πολεμήσουν εναντίον τους. Οι γαλέρες έμειναν έξω από το λιμάνι διατηρώντας μια πολιορκία αναποτελεσματική και χωρίς ενθουσιασμό.
Στη Μεσσήνη, η κοινή γνώμη ήταν υπέρ της επανάστασης. Πολλοί από τους κατοίκους της ήταν πρώην κάτοικοι του Παλέρμο και είχαν μετοικήσει στη Μεσσήνη όταν αυτή έγινε διοικητικό κέντρο. Η προτίμησή τους έκλινε προς την γενέθλια πόλη τους.
Ο Χεριβέρτος είχε αρχίσει να χάνει την αυτοπεποίθηση του. Αποφάσισε να εξασφαλίσει την Ταορμίνα και έστειλε μια μονάδα Γάλλων υπό τον Ναπολιτάνο Μικελέτο Γκάττα, να αντικαταστήσει τη ντόπια φρουρά. Ο Γουλιέλμος Κυριόλο και οι άνδρες του προσβλήθηκαν από την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης.
Χτυπήθηκαν με τους Γάλλους και τους έπιασαν όλους αιχμαλώτους. Δύο-τρεις μέρες αργότερα, στις 28 Απριλίου, η Μεσσήνη προσχώρησε στην επανάσταση. Οι περισσότεροι από τους Γάλλους είχαν ήδη καταφύγει στο Κάστρο του Ματεργκριφόν και η σφαγή ήταν μικρότερης κλίμακας από αυτήν του Παλέρμο.
Ο Χεριβέρτος αποκλείστηκε ο ίδιος στο κάστρο και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το στόλο, ο οποίος πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Η Μεσσήνη κηρύχθηκε από τους κατοίκους της Κοινότητα, υπό την προστασία της Αγίας Εκκλησίας. Εξέλεξαν αρχηγό τους τον Βαρθολομαίο Μανισκάλκο, ο οποίος είχε παίξει καίριο ρόλο στην οργάνωση της επανάστασης.
Την ίδια ημέρα, από την Αυλή του Βασιλιά Καρόλου στη Νεάπολη, έφθασαν στη Μεσσήνη τρεις διακεκριμένοι άνδρες της. Ήταν ο Βαλδουίνος Μουσσόνε, ένας πρώην δικαστής και οι Βάλδος και Ματθαίος Ρίζο.
Ο Μουσσόνε αμέσως ρίχθηκε στον αγώνα, στο πλευρό της Κοινότητας και ο Μανισκάλκο, το άλλο πρωί του παρέδωσε την αρχηγία. Ένας από τους νεότερους Ρίζο, ο γιατρός Παρμενίων, προσπάθησε να πείσει τους θείους του Βάλδο και Ματθαίο, να προσχωρήσουν στην επανάσταση, αλλά αυτοί, καθώς και η υπόλοιπη οικογένεια, έμειναν πιστοί στον Κάρολο και κατέφυγαν στο φρούριο κοντά στον Χεριβέρτο.
Εκεί βρήκαν τον Χεριβέρτο έτοιμο να εγκαταλείψει τον αγώνα. Ύστερα από μια πρώτη επίθεση που έγινε κατά του φρουρίου, διαπραγματεύτηκε με τον Μουσσόνε, και εξασφάλισε για τον εαυτό του και τη συνοδεία του ασφαλή έξοδο.
Του δόθηκαν δύο γαλέρες, υπό τον όρο να πλεύσει κατευθείαν στο λιμάνι Αιγκ-Μορτ της Γαλλίας και να υποσχεθεί να μην γυρίσει ποτέ πια στη Σικελία. Ο Χεριβέρτος έδωσε τον λόγο του, αλλά μόλις βγήκε από το λιμάνι διέταξε τις γαλέρες να πλεύσουν προς την Κατώνα, ακριβώς απέναντι από τα στενά.
Εκεί βρήκε τον Πέτρο Ρούφο, Κόμητα του Καταντσάρο, ο οποίος ήταν ο πλουσιότερος ευγενής της Καλαβρίας και πιστός στον Κάρολο. Άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατό για να αντεπιτεθούν εναντίον της Μεσσήνης.
Στον πυργοδεσπότη του Ματεργκριφόν Θεοβάλδο του Μεσύ και τους εβδομήντα Γάλλους αξιωματικούς, με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, δόθηκε άδεια εξόδου με τους ίδιους όρους. Τις επιβίβασαν σε άλλο πλοίο με την εντολή να πλεύσουν στο Αιγκ-Μορτ.
Τα πιστά μέλη της οικογένειας Ρίζο πιάστηκαν αιχμάλωτοι από την Κοινότητα και φυλακίσθηκαν στον πύργο του Ματεργκριφόν. Εκεί έφεραν με συνοδεία από την Ταορμίνα και τον Μικελέτο Γκάττα με τους Γάλλους του.
Αμέσως στάλθηκαν αγγελιαφόροι στο Παλέρμο για να αναγγείλουν τα συμβάντα στη Μεσσήνη και την ίδρυση της αδελφής Κοινότητας. Τα πλοία της Μεσσήνης που βρίσκονταν ακόμη έξω από το λιμάνι διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους.
Ο επικεφαλής τους Ριχάρδος Ρίζο, κατάφερε να διαφύγει στην Καλαβρία. Όταν ο υπαρχηγός Νικόλαος Πάντσια επέστρεφε στο λιμάνι της Μεσσήνης, συνάντησε το πλοίο που μετέφερε τον πυργοδεσπότη Μεσύ και τη συνοδεία του.
Ο Πάντσια μόλις είχε πληροφορηθεί ότι ο Χεριβέρτος της Ορλεάνης είχε αθετήσει την υπόσχεσή του να επιστρέψει στη Γαλλία και υποψιάστηκε ότι ο Μεσύ θα ακολουθούσε το παράδειγμά του. Το πλοίο καταλήφθηκε, και όλοι οι επιβάτες του ρίχθηκαν στη θάλασσα και πνίγηκαν.
Όταν η τάξη αποκαταστάθηκε στη Μεσσήνη, η Κοινότητα εξέλεξε τέσσερις συμβούλους για να βοηθούν τον αρχηγό. Όλοι τους ήταν τοπικοί δικαστές: ο Ρεϊνάλδος Λιμότζια, ο Νικόλαος Σαπορίτο, ο Πέτρος Ανσαλάνο και ο Βαρθολομαίος του Νεοκάστρου, ο οποίος αργότερα έγραψε την ιστορία των μεγάλων γεγονότων.
Η επόμενη σημαντική απόφαση ήταν η αποστολή ειδήσεων στην Κωνσταντινούπολη, για να πληροφορηθεί ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ότι ο μεγάλος του εχθρός είχε κατατροπωθεί. Δίχως αμφιβολία θα έστελνε, από ευγνωμοσύνη, στους νησιώτες, περισσότερο από το χρυσάφι του.
Ήταν δύσκολο να βρεθεί αγγελιαφόρος για να αναλάβει αυτήν την επικίνδυνη αποστολή, αλλά ένας Γενουάτης έμπορος, ο Αλλαφράνκο Κασσάνο πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του. Η εθνικότητά του θα τον προστάτευε, αν κάποιο από τα πλοία του Καρόλου τον συνελάμβανε. Έφθασε λίγες βδομάδες αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και ο Αυτοκράτορας τον δέχθηκε αμέσως σε ακρόαση.
Ο Μιχαήλ όταν άκουσε τα νέα, ευχαρίστησε τον Θεό και βιάστηκε να γράψει, στο αυτοβιογραφικό του μνημόνιο που ετοίμαζε για τον γιο του, τη σημαντική φράση «Εάν τολμούσα να ισχυριστώ ότι ήμουν το όργανο του Θεού που έφερε την ελευθερία στους Σικελούς, θα έλεγα μόνο την αλήθεια».
Οι πράκτορες και ο χρυσός του είχαν πράγματι παίξει το ρόλο τους στην οργάνωση του κινήματος και το κίνημα δεν είχε μόνο ελευθερώσει τη Σικελία, είχε επίσης σώσει και την Αυτοκρατορία. Η μεγάλη εκστρατεία του Καρόλου κατά της Κωνσταντινούπολης θα έπρεπε τώρα να αναβληθεί για πάντα.
Ο Κάρολος βρισκόταν στη Νεάπολη, όταν τις πρώτες μέρες του Απριλίου, ένας αγγελιαφόρος σταλμένος από τον Αρχιεπίσκοπο του Μονρεάλε του μίλησε για τη σφαγή του Παλέρμο. Εξοργίστηκε, γιατί αυτό σήμαινε την αναβολή για λίγο της εκστρατείας του στην Ανατολή.
Στην αρχή όμως δεν πήρε την επανάσταση στα σοβαρά. Τη θεώρησε μια τοπική υπόθεση, με την οποία θα ασχολούταν ο Βικάριός του Χεριβέρτος της Ορλεάνης. Απλώς διέταξε τον υποναύαρχο Ματθαίο του Σαλέρνο να επιτεθεί με τέσσερις γαλέρες κατά του Παλέρμο.
Η διαταγή δόθηκε στις 8 Απριλίου, αλλά όταν ο Ματθαίος έφθασε στο Παλέρμο, βρήκε τη μοίρα της Μεσσήνης να τριγυρίζει μάταια έξω από το λιμάνι και δεν τόλμησε να επιχειρήσει μια επίθεση. Όταν η Μεσσήνη προσχώρησε στην επανάσταση, του επιτέθηκαν τα πλοία της και συνέλαβαν δύο από τις γαλέρες του. Αποσύρθηκε με τις υπόλοιπες στη Νεάπολη.
Η εξέγερση της Μεσσήνης και η καταστροφή του στόλου του, έκαναν τον Κάρολο να συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της επανάστασης. «Κύριε και Θεέ μου» αναφώνησε «αφού σε ευχαριστεί να με καταστρέψεις, άσε με τουλάχιστον να πέσω αργά».
Για να επιβραδύνει την πτώση του, άρχισε να ενεργεί αμέσως. Η εκστρατεία της Ανατολής είχε ματαιωθεί. Αντί γι' αυτή, τα πλοία και οι άνδρες που βρίσκονταν στα ιταλικά λιμάνια συγκεντρώθηκαν στο στενό της Μεσσήνης και ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγία της δύναμης που θα επανέφερε την τάξη στο επαναστατημένο νησί.
Είχε την πλήρη υποστήριξη του Πάπα. Όταν, τον Απρίλιο, έφθασε από το Παλέρμο μια αποστολή στο Ορβιέτο για να ζητήσει από την Αγία Έδρα να πάρει υπό την προστασία της τη νέα Κοινότητα, ο Πάπας Μαρτίνος αρνήθηκε να τη δεχθεί σε ακρόαση.
Το νησί έλπιζε ακόμη ότι ο Πάπας Μαρτίνος θα υποχωρούσε. Τις πρώτες μέρες του Μαΐου, η Μεσσήνη και οι υπόλοιπες πόλεις ενώθηκαν με το Παλέρμο και έστειλαν τρεις πρέσβεις στην Αυλή του Πάπα.
Παρουσιάστηκαν επίσημα μπροστά σε ολόκληρο το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ψάλλοντας τρεις φορές «Αμνέ του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου, ελέησον ημάς», ο Πάπας όμως απάντησε με πικρία επαναλαμβάνοντας τρεις φορές τις λέξεις των Παθών, «Χαίρε, Βασιλεύ των Ιουδαίων - και ερράπισαν αυτόν». Η πρεσβεία δεν πήρε καμιά άλλη απάντηση από αυτόν.
Αντίθετα, στις 7 Μαΐου, της Αναλήψεως, ο Πάπας εξέδωσε Βούλα αναθεματίσματος ενάντια στους κινηματίες Σικελούς και κατά οποιουδήποτε τους πρόσφερε βοήθεια. Με μία δεύτερη Βούλα αναθεμάτιζε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο «ο οποίος αυτοαποκαλούταν Αυτοκράτορας των Ελλήνων» και με μια τρίτη τον Γουίδωνα του Μοντεφέλτρο και τους Γιβελλίνους της Βόρειας Ιταλίας.
Ο Κάρολος είχε έναν άλλο καλό φίλο, τον ανιψιό του, Βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο. Τον Απρίλιο έγραψε στη γαλλική Αυλή για να πληροφορήσει τον Φίλιππο ότι έπρεπε να γίνουν άμεσες κινήσεις προκειμένου να προληφθούν οι σοβαρές συνέπειες από την επανάσταση.
Όταν επαναστάτησε η Μεσσήνη, έγραψε ξανά ζητώντας βοήθεια κατά των κινηματιών. Ανταποκρίθηκαν οι ανιψιοί του Πέτρος, Κόμης του Αλενσόν, αδελφός του Φιλίππου και ο Ροβέρτος του Αρτουά, και ετοίμασαν μια αποστολή Γάλλων ευγενών στην Ιταλία.
Ο γιος του Καρόλου, ο Κάρολος του Σαλέρνο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην Προβηγκία, στάλθηκε στο Παρίσι για να συμφωνήσει μια μεγαλύτερη συνεργασία με τη γαλλική Αυλή.
Ο Βασιλιάς της Γαλλίας θεωρούσε μεγαλύτερο κίνδυνο την Αραγωνία. Είχε ήδη προειδοποιήσει τον Κάρολο να φυλάγεται από τον Βασιλιά της, αλλά ο Κάρολος δεν τον είχε ακούσει.
Ήταν σίγουρος ότι μεγάλος αραγώνιος στόλος που είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι του Φάνγκος, προοριζόταν για μια επίθεση κατά της Σικελίας, αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις του Βασιλιά Πέτρου ότι θα πήγαινε σε Σταυροφορία στην Αφρική.
Πριν ακόμη πληροφορηθεί την απώλεια της Μεσσήνης για τον Κάρολο, είχε στείλει στον Βασιλιά Πέτρο, ο οποίος βρισκόταν ήδη κοντά στον στόλο του, μια πρεσβεία.
Αυτή έφθασε στο λιμάνι του Φάνγκος στις 20 Μαΐου και έδωσε στον Πέτρο μια επιστολή του Φιλίππου με την οποία ζητούσε εγγυήσεις ότι δεν θα χρησιμοποιούσε τον στόλο του εναντίον του Καρόλου. Προειδοποιούσε ότι αν αυτό συνέβαινε, θα το θεωρούσε εχθρική ενέργεια και θα έστελνε στρατό εναντίον της Αραγωνίας.
Η απειλή του ήταν ανώφελη. Ο Πέτρος απάντησε απλώς ότι προετοιμαζόταν, όπως ήδη είχε δηλώσει, για μια εκστρατεία εναντίον της Αφρικής. Στην πραγματικότητα, η σικελική επανάσταση τον είχε ξαφνιάσει.
Την είχαν οργανώσει οι πράκτορές του, αλλά εκείνος υπολόγιζε ότι θα ξεκινούσε πρώτα η εκστρατεία του Καρόλου κατά της Κωνσταντινούπολης. Και τότε, όταν το Βασίλειο της Σικελίας απογυμνωνόταν από τους καλύτερους του στρατιώτες, η Σικελία θα επαναστατούσε και αυτός θα επενέβαινε.
Οι Σικελοί όμως, υποκινούμενοι από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, τον είχαν προλάβει. Όταν πληροφορήθηκε τα νέα της σφαγής του Παλέρμο, δεν έκανε τίποτα. Μόνο μετά την επανάσταση στη Μεσσήνη και την καταστροφή των πλοίων του Καρόλου, αποφάσισε να δράσει.
Αλλά και τότε κινήθηκε προσεκτικά. Αποφάσισε πράγματι να πλεύσει προς την Αφρική και να πολεμήσει τους Μαυριτανούς περιμένοντας να δει τι θα συμβεί στη Σικελία. Στις 3 Ιουνίου, επικεφαλής του μεγάλου του στόλου, με πλοία πολεμικά και μεταγωγικά, απέπλευσε από το λιμάνι του Φάνγκος με προορισμό τις ακτές της Αλγερίας.
Για να τηρήσει τα προσχήματα, έστειλε στον Πάπα έναν ειδικό απεσταλμένο, ζητώντας την ευλογία του για τη Σταυροφορία και τη συνήθη άφεση αμαρτιών. Ο Μαρτίνος δεν εξαπατήθηκε. Έδωσε στον απεσταλμένο μια ψυχρή απάντηση.
Ο Ελβετός ιππότης Όθων του Γκράντσον, που εκτελούσε χρέη εκπροσώπου του Εδουάρδου της Αγγλίας στο Ορβιέτο, ανέφερε στις 11 Ιουνίου στον Άρχοντά του, πως όλοι στην Αυλή του Πάπα περίμεναν ότι ο Βασιλιάς της Αραγωνίας θα επενέβαινε στη Σικελία.
Αλλά ο Πέτρος δεν βιαζόταν. Ο στόλος του έφθασε στο λιμάνι Μαχόν της Μινόρκα, η οποία ήταν ακόμη μουσουλμανικό Εμιράτο, υποτελής όμως στο στέμμα της Αραγωνίας. Ο Εμίρης έτρεξε να εφοδιάσει, πλουσιοπάροχα, με τρόφιμα τον στόλο, έστειλε όμως μυστικό μήνυμα στην Τύνιδα να προειδοποιήσει τον Βασιλιά της για την εκστρατεία...
Όταν ο στόλος έφθασε στο Κόλο, στις αλγερινές ακτές, ο Πέτρος πληροφορήθηκε ότι ο σύμμαχός του κυβερνήτης της Κωνσταντίνης, της οποίας η απόσπαση από το Βασίλειο της Τύνιδας και ο προσηλυτισμός ήταν ο σκοπός της εκστρατείας, μετά το μήνυμα από την Μαγιόρκα είχε δεχθεί ξαφνική επίθεση από τους Τυνήσιους και είχε θανατωθεί.
Ο θάνατός του στερούσε τη Σταυροφορία από τον στόχο της. Αλλά ο Πέτρος έμεινε με τους στρατιώτες του στο Κόλο, σε βολική απόσταση, περιμένοντας τις εξελίξεις στη Σικελία.
Στο μεταξύ οι Σικελοί προετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν την αντεπίθεση του Καρόλου. Ο Κάρολος δεν βιαζόταν. Σκόπευε, όταν αντεπετίθετο, να χτυπήσει σκληρά και αποτελεσματικά.
Τα πλοία και οι άνδρες που προορίζονταν για την εκστρατεία στην Ανατολή, είχαν συγκεντρωθεί στην Κατώνα, στα στενά των ακτών της Καλαβρίας. Ο Πέτρος του Αλενσόν και ο Ροβέρτος του Αρτουά είχαν συγκεντρωθεί εκεί με τους Γάλλους ιππότες τους για να ενωθούν με τον στρατό των Ανζού.
Από την Προβηγκία αποσπάστηκαν τμήματα από το εκστρατευτικό σώμα που θα ανέβαινε τον Ροδανό ποταμό για να επανιδρύσει το Βασίλειο της Αρλ. Οι Γουέλφοι της Φλωρεντίας έστειλαν ένα σώμα στρατού υπό τον Κόμητα Γουίδωνα του Μπατιφόλ, με το λάβαρο της πόλης και πενήντα νέους ακολούθους ιπποτών, στους οποίους ο Βασιλιάς Κάρολος είχε υποσχεθεί τον τίτλο του ιππότη.
Πλοία από τη Βενετία, την Πίζα και τη Γένουα νοικιάστηκαν για να αντικαταστήσουν αυτά που είχαν καταστρέψει οι Μεσσηνέζοι. Ένας θαυμάσιος στρατός σχηματίστηκε, του οποίου επικεφαλής τέθηκε, στις 6 Ιουλίου, ο ίδιος ο Βασιλιάς Κάρολος. Δεκαεννέα μέρες αργότερα, πέρασε τα Στενά και στρατοπέδευσε στα αμπέλια, ακριβώς βόρεια της Μεσσήνης.
Ο Πάπας Μαρτίνος έλπιζε ότι οι Σικελοί θα τρόμαζαν και θα παραδίδονταν αμαχητί. Εκείνοι, εξακολουθούσαν να ισχυρίζονται πως οι Κοινότητές τους, βρίσκονταν υπό την προστασία του.
Στις 5 Ιουνίου διόρισε τον Καρδινάλιο Γεράρδο της Πάρμας, έναν από τους ικανότερους ανθρώπους του ως Λεγάτο του στο νησί, με την εντολή να εξασφαλίσει την άνευ όρων παράδοσή του.
Πέντε μέρες αργότερα, ο Βασιλιάς Κάρολος για να ενισχύσει τις προσπάθειές του, εξέδωσε ένα μακροσκελές διάταγμα, με το οποίο μεταρρύθμιζε το διοικητικό καθεστώς του νησιού.
Απαγορευόταν στους βασιλικούς υπαλλήλους στο μέλλον, κάθε μορφή εκβιασμού, η κατάσχεση αγαθών, ζώων ή πλοίων δίχως αποζημίωση, ο εξαναγκασμός πόλεων και χωριών σε δωροδοκίες, η αναιτιολόγητη φυλάκιση πολιτών ή η κατάσχεση της ιδιοκτησίας τους, εγκλήματα που, όπως προέβλεπε το διάταγμα, είχαν διαπραχθεί πριν από την επανάσταση.
Οι υποσχέσεις όμως αυτών των μεταρρυθμίσεων άφησαν τους Σικελούς ασυγκίνητους. Είχαν υποφέρει πολύ στα χέρια των Ανδεγαυών και είχε πληγεί η υπερηφάνεια τους. Ήταν έτοιμοι να αγωνιστούν έστω και με άνισους όρους.
Ήδη στις 2 Ιουνίου οι Μεσσηνέζοι είχαν ματαιώσει την προσπάθεια των Ανδεγαυών να αποβιβαστούν στην Περιοχή του Μιλάτσο, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού.
Ούτε ελαττώθηκε η αγωνιστικότητά τους όταν, τρεις βδομάδες αργότερα, οι Ανδεγαυοί κατάφεραν να αποβιβαστούν και νίκησαν με πολλές απώλειες της πολιτοφυλακής της Μεσσήνης, όταν αυτή προσπάθησε να τους αποκρούσει.
Το μόνο αποτέλεσμα της ήττας τους ήταν ότι οι Μεσσηνέζοι εισέβαλαν στο Κάστρο του Ματεργκριφόν όπου είχαν φυλακίσει τους Ρίζο, τους έσυραν έξω και τους σκότωσαν, καθώς και το ότι αντικατέστησαν τον δικαστή Βαλδουίνο Μουσσόνε από το αξίωμα του αρχηγού, κρίνοντάς τον ανεπαρκή και συγκρατημένο για την αποστολή του.
Στη θέση του εξέλεξαν τον Αλάιμο του Λεντίνι, έναν από τους τρεις Σικελούς ευγενείς που είχαν πάρει αρχηγικό ρόλο στη συνωμοσία του Ιωάννη του Πρότσιντα. Αποδείχθηκε πιο δραστήριος διοικητής και το μόνο του ελάττωμα, ήταν η υποδούλωσή του στη γυναίκα του Μαχάλντα του Σκαλέττα, μιας κληρονόμου με ταπεινή καταγωγή και μεγάλες φιλοδοξίες. Εκείνη τη στιγμή η Μαχάλντα δεν βρισκόταν στο πλευρό του.
Είχε πάει με μερικούς υποτελείς της στην Κατάνη όπου έπεισε με δόλο τη φοβισμένη γαλλική φρουρά να παραδοθεί και, αφού σκότωσε και τον τελευταίο Γάλλο, πήρε τον έλεγχο της πόλης.
Ο Αλάιμο εργάστηκε σκληρά για να οργανώσει με κάποια τάξη την οχύρωση της Μεσσήνης. Ξένοι εθελοντές έρχονταν να ενισχύσουν τις δυνάμεις του.
Μεταξύ αυτών αρκετές γενουατικές γαλέρες και τα πληρώματά τους, που αδιαφορούσαν για το ότι κάποιοι συμπατριώτες τους είχαν προσληφθεί από τον Βασιλιά Κάρολο, καθώς και δώδεκα γαλέρες από την Αγκόνα και απροσδόκητα, δώδεκα γαλέρες από τη Βενετία, των οποίων το πλήρωμα ήταν άνδρες που μισούσαν τον Βασιλιά Κάρολο και την πολιτική του.
Η Πίζα είχε υποσχεθεί βοήθεια στους Σικελούς, αλλά οι Πιζάνοι είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με τους Γενουάτες και απέσυραν τις γαλέρες που θα τους έστελναν. Οι μόνοι Πιζάνοι που έλαβαν μέρος στον Σικελικό Πόλεμο ήταν τα πληρώματα που ανήκαν σε τέσσερις γαλέρες μισθωμένες από τον Βασιλιά Κάρολο.
Ήταν επικεφαλής των δυνάμεών του και φέρθηκαν πολύ άσχημα στους άνδρες της Μεσσήνης. Προς τις αρχές Αυγούστου, ενώθηκαν με τους αμυνόμενους, πενήντα Αραγώνιοι ευγενείς με τι ακολουθίες τους, που είχαν εγκαταλείψει το στράτευμα του Βασιλιά τους στην Αφρική, για να βοηθήσουν ως εθελοντές τη Σικελική Υπόθεση.
Ο Κάρολος εξαπέλυσε την πρώτη σοβαρή του επίθεση κατά της Μεσσήνης στις 6 Αυγούστου, έχοντας ως πρόθεση να καταλάβει με έφοδο την περιοχή που βρισκόταν στην άκρη της χερσονήσου, που προστάτευε το λιμάνι.
Οι αμυνόμενοι, με πολύ λίγες απώλειες, τους απώθησαν. Δύο μέρες αργότερα, οι άνδρες του προσπάθησαν να πάρουν με έφοδο τα οχυρωμένα υψώματα της Καπερρίνα στη βορειοδυτική παρυφή της πόλης, πολύ μακριά από τη θάλασσα.
Μετά από μια αποτυχημένη ημερήσια επίθεση, οι άνδρες του επιτέθηκαν ξανά τη νύχτα, όμως τους αντιλήφθηκαν και τους απώθησαν αστραπιαία δύο γυναίκες, η Ντίνα και η Κλαρένσια, που αναφέρονται τιμητικά στα Χρονικά. Αυτές οι επιτυχίες ενθάρρυναν τους Σικελούς.
Ήταν ένας υπερβολικά βροχερός μήνας και η λάσπη εμπόδιζε περισσότερο την επίθεση παρά την άμυνα. Οι πολίτες, γυναίκες και άνδρες άλλαζαν βάρδιες στην υπεράσπιση των οχυρών.
Έστελναν πράκτορες στο εχθρικό στρατόπεδο, ειδικά έναν Φραγκισκανό μοναχό, τον Βαρθολομαίο του Πιάτσα, ο οποίος έκανε μια εξονυχιστική επιθεώρηση του στρατού των Ανζού πριν αυτός περάσει τα στενά. Επίσης, η πόλη είχε επιπλέον αναθαρρήσει από την είδηση ότι Κάποιοι πιστοί είχαν δει την ίδια την Παναγία να ευλογεί την άμυνα.
Ο Κάρολος όμως περίμενε. Ο στρατός του ήταν πολυάριθμος και ισχυρός, ο στόλος του υπερείχε αριθμητικά κατά πολύ από τον σικελικό, και θα έρχονταν και άλλες ενισχύσεις. Στένευε τον αποκλεισμό της Μεσσήνης ώσπου να έρθει η στιγμή για την τελική έφοδο.
Οταν καταλάγιασε η πρώτη επίθεση, έστειλε στην πόλη τον παπικό Λεγάτο Καρδινάλιο Γεράρδο. Οι Μεσσηνέζοι υποδέχθηκαν με τιμές τον αντιπρόσωπο του Ποντίφικα, τον οποίο είχαν ανακηρύξει επικυρίαρχό τους.
Ο διοικητής Αλάιμο προσφέρθηκε επίσημα να του παραδώσει τη Μεσσήνη, αν ο Πάπας δήλωνε ότι ήταν προστάτης της Κοινότητας. Ο Καρδινάλιος αποκρίθηκε ότι η εκκλησία θα επέστρεφε την πόλη στο πιστό της τέκνο Κάρολο, στον οποίο ανήκε νόμιμα όλο το νησί.
Ο Αλάιμο άρπαξε από τα χέρια του Γεράρδου τα κλειδιά της πόλης, δηλώνοντας με δυνατή φωνή ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει κανείς στη μάχη, παρά να υποταγεί σε έναν μισητό εχθρό. Ο Καρδινάλιος επέστρεψε άπρακτος στο βασιλικό στρατόπεδο.
Μετά την αποτυχία της αποστολής του παπικού Λεγάτου, ο Κάρολος βιάστηκε να επιτεθεί. Στις 15 Αυγούστου έκανε άλλη μία προσπάθεια να καταλάβει με έφοδο την Καπερρίνα, αλλά απέτυχε. Η πολιορκία στένευε περισσότερο.
Οι κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να υποφέρουν προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, αλλά επειδή τα χωράφια μέσα στα τείχη, τους είχαν δώσει μια εξαιρετικά πλούσια σοδειά σε λαχανικά και φρούτα, και τα νερά του λιμανιού πολύ καλές ψαριές, απέφυγαν τη λιμοκτονία.
Μια άλλη επίθεση στα βόρεια τείχη, στις 2 Σεπτεμβρίου, απέτυχε επίσης. Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Κάρολος διέταξε γενική επίθεση. Η μάχη εκείνη την ημέρα ήταν πιο σφοδρή παρά ποτέ. Παρ' όλ' αυτά όμως, οι επιτιθέμενοι δεν σημείωσαν καμιά πρόοδο.
Και όταν δύο ευγενείς που στέκονταν δίπλα στον Κάρολο σκοτώθηκαν από πέτρες που τους έριξαν από τα τείχη, σταμάτησε τη μάχη και επέστρεψε στο στρατόπεδό του. Από εκεί έγραψε στον Αλάιμο, υποσχόμενος ότι, εάν τον ανακήρυττε Κύριο της πόλης και του την παρέδιδε, θα αμειβόταν με κληρονομικές κτήσεις όπου τις επιθυμούσε και χρήματα για να καλυφθούν τα έξοδα του πολέμου.
Το μόνο που ζητούσε ο Κάρολος ήταν να του παραδοθούν έξι πολίτες της Μεσσήνης, τους οποίους θα διάλεγε ο ίδιος, για να τιμωρηθούν. Όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της Μεσσήνης θα συγχωρούνταν.
Ο Αλάιμο απέρριψε περιφρονητικά την προσφορά. Ο ίδιος και η κυβέρνησή του συναισθάνονταν τον κίνδυνο, έλπιζαν όμως τώρα σε κάποιο σωτήρα. Όταν ο Πάπας, μέσω του Λεγάτου του, απέρριψε το σχέδιό τους να εξελιχθεί η Σικελία σε έναν συνασπισμό Κοινοτήτων, υπό τη δικαιοδοσία της Αγίας Έδρας, κατάλαβαν ότι έπρεπε να βρουν μια άλλη λύση για το μέλλον του νησιού. Και αυτή η λύση υπήρχε.
Όταν ο Βασιλιάς Πέτρος της Αραγωνίας έστειλε Πρέσβη στον Πάπα Μαρτίνο ζητώντας του να ευλογήσει τη Σταυροφορία του, οι ελπίδες του για μια φιλική απάντηση ήταν ελάχιστες.
Ο επικεφαλής της πρεσβείας, ο Καταλανός Γουλιέλμος του Καστελανού, είχε εντολή, επιστρέφοντας, να σταματήσει στο Παλέρμο και να έρθει σε επαφή με τους εκεί επαναστάτες. Οι κάτοικοι του Παλέρμο στο μεταξύ, ήξεραν ότι τίποτε δεν θα έπειθε τον Πάπα να εγκαταλείψει την υπόθεση του Καρόλου.
Οι Σικελοί αρχικά ήταν απρόθυμοι να αντικαταστήσουν έναν ξένο ηγεμόνα με έναν άλλο επίσης ξένο. Δεν μπορούσαν όμως να τα βγάλουν πέρα μόνοι. Σε τελευταία ανάλυση, η Βασίλισσα Κωνσταντία της Αραγωνίας ήταν η αντιπρόσωπος του Οίκου των Χόενστάουφεν και η τελευταία κληρονόμος μιας μεγάλης Δυναστείας Βασιλέων.
Ο σύζυγός της βρισκόταν εκεί κοντά με έναν καταπληκτικό στρατό. Η προνοητικότητα και συγχρόνως η νομιμότητα, τους έκαναν να αποδεχθούν τον Πέτρο και την Κωνσταντία ως Βασιλιά και Βασίλισσά τους αντίστοιχα.
Όταν ο Γουλιέλμος του Καστελανού απέπλευσε για να συναντήσει τον Άρχοντά του στο Κόλο, πήρε μαζί του τρεις απεσταλμένους από τη Σικελία. Ο ένας ήταν ευγενής από την Μεσσήνη που ζούσε στο Παλέρμο και λεγόταν Γουλιέλμος και οι άλλοι δύο ήταν δικαστές από το Παλέρμο, αλλά τα ονόματά τους είναι άγνωστα.
Η σικελική αποστολή οδηγήθηκε μπροστά στον Βασιλιά Πέτρο, στο στρατόπεδό του στο Κόλο, και υποκλίθηκε βαθιά σ' αυτόν περιγράφοντας του την δύσκολη θέση του ορφανεμένου τους νησιού.
Η Αρχόντισσα Κωνσταντία είπαν, ήταν η νόμιμη Βασίλισσα στην οποία έπρεπε να δοθεί το στέμμα και μετά από αυτήν, στους γιους της τους Ινφάντες της Αραγωνίας. Τον ικέτευαν να έρθει να τους σώσει και να φροντίσει να αποδοθούν τα δικαιώματά της στη Βασίλισσά τους.
Ο Πέτρος τους υποδέχθηκε με τιμές, δίσταζε όμως να δεσμευθεί. Μετά από τέσσερις ημέρες, έφθασε ένα πλοίο με δύο ιππότες και δύο πολίτες από τη Μεσσήνη, οι οποίοι είχαν ξεφύγει από τον κλοιό της πολιορκίας των Ανζού.
Ταυτόχρονα άλλοι τρεις πολίτες από τη Μεσσήνη πήγαν στο Παλέρμο για να αναγγείλουν ότι συμφωνούν με την πρόσκληση του Βασιλιά Πέτρου. Ο Πέτρος εξακολουθούσε να προσποιείται τον δύσπιστο.
Είχε όμως συμβουλευτεί τους αρχηγούς του στρατού του και τους βρήκε πρόθυμους να τον ακολουθήσουν στη Σικελία. Μετά από μια επίδειξη μετριοφροσύνης, δήλωσε ευγενικά ότι αποδέχεται την πρόταση.
Θα έπλεε στη Σικελία και θα εγκαθιστούσε τη σύζυγό του στο θρόνο των προγόνων της. Υποσχέθηκε στους νησιώτες ότι θα σεβόταν τις ελευθερίες τους και ότι όλα θα ξαναγίνονταν όπως στις μέρες του Καλού Βασιλιά Γουλιέλμου.
Στη συνέχεια, έστειλε ξανά τον Γουλιέλμο του Καστελανού στην παπική Αυλή με προσεγμένες και ευλαβείς εξηγήσεις για τα κίνητρά του.
Προς τα τέλη Αυγούστου, το αραγωνικό στρατόπεδο στο Κόλο διαλυόταν. Για τρεις μέρες οι στρατιωτικές αρχές επιβίβαζαν στις αραγμένες γαλέρες και στα μεταγωγικά, άνδρες, άλογα, όπλα και τρόφιμα.
Το σικελικό πλοίο έπλευσε γρήγορα προς το νησί για να αναφέρει στους κατοίκους του ότι το πλήρωμα είχε δει τον Βασιλιά Πέτρο να μπαρκάρει. Περίπου δύο μέρες αργότερα, στις 30 Αυγούστου του 1282, η μεγάλη στρατιά από την Αραγωνία με τον Βασιλιά επικεφαλής, αποβιβαζόταν στο Τράπανι. Η επανάσταση της Σικελίας ήταν πλέον ένας ευρωπαϊκός πόλεμος.