Τό «πίσω στό Μαθουσάλα» ἦταν ἕνα προοδευτικό πρόγραμμα, συγκρινόμενο μέ τό «Πίσω στό Θαλῆ» ἤ τό «Πίσω στον Ἀναξίμανδρο»: ὅ,τι μᾶς πρόσφερε ὁ Shaw ἦταν μιά βελτιωμένη προσδοκία ζωῆς — κάτι πού κυκλοφοροῦσε στόν ἀέρα, ἐν πάση περιπτώσει, ὅταν τόγραφε. Δέν ἔχω τίποτα νά σᾶς προσφέρω, τίποτα, φοβοῦμαι, πού νά κυκλοφορεῖ σήμερα στόν ἀέρα·
διότι αὐτό στό ὁποῖο θέλω νά ἐπιστρέφουμε εἶναι ἡ ἁπλή καί εἰλικρινής ἐκλογίκευση τῶν Προσωκρατικῶν. Ποῦ βρίσκεται αὐτή ἡ τόσο πολύ συζητημένη «ἐκλογίκευση» τῶν Προσωκρατικῶν; Ἡ ἁπλότητα καί ἡ τολμηρότητα τῶν ἐρωτημάτων τους εἶναι μέρος της, ἀλλά ἡ θέση μου εἶναι ὅτι τό ἀποφασιστικό σημεῖο εἶναι ἡ κριτική στάση ἡ ὁποία, ὅπως θά προσπαθήσω νά δείξω, ἀρχικά ἀναπτύχθηκε στήν Ἰωνική Σχολή.
Τά ἐρωτήματα στά ὁποῖα οἱ Προσωκρατικοί προσπάθησαν ν’ ἀπαντήσουν, ἦταν πρωτίστως έρωτήματα κοσμολογικά, ἀλλά ἦταν ἐπίσης καί ἐρωτήματα θεωρίας τῆς γνώσεως. ’Ἔχω τήν πεποίθηση πώς ἡ φιλοσοφία πρέπει νά ἐπιστρέφει στήν κοσμολογία καί στήν ἁπλή γνωσεοθεωρία. Ὑπάρχει ἕνα, τουλάχιστον, φιλοσοφικό πρόβλημα πού ἐνδιαφέρει κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο: τό πρόβλημα τῆς κατανόησης τοῦ κόσμου μέσα στόν ὁποῖο ζοῦμε: καί, ὡς ἐκ τούτου, τοῦ ἑαυτοῦ μας (ὁ ὁποῖος εἶναι μέρος αὐτοῦ τοῦ κόσμου) καί τῆς γνώσης μᾶς γι’ αὐτόν. Πιστεύω πώς ὁλόκληρη ἡ ἐπιστήμη εἶναι κοσμολογία καί, γιά μένα, τό ἐνδιαφέρον τῆς φιλοσοφίας, ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅτι τῆς ἐπιστήμης, βρίσκεται ἀποκλειστικά στή θαρραλέα της προσπάθεια νά προσθέσει στή γνώση μας γιά τόν κόσμο. Γιά παράδειγμα, ὁ Wittgenstein μ’ ἐνδιαφέρει, ὄχι γιά τή γλωσσολογική του φιλοσοφία ἀλλά διότι τό Tractatus του ἦταν μιά κοσμολογική πραγματεία (μολονότι ἀδούλευτη), καί διότι ἡ γνωσεοθεωρία του ἦταν στενά δεμένη μέ τήν κοσμολογία του.
Γιά μένα, τόσο ¨η φιλοσοφία ὅσο καί ἡ ἐπιστήμη χάνουν κάθε γοητεία ὅταν ἐγκαταλείπουν τήν ἀναζήτηση αὐτή - ὅταν γίνονται ἐξειδικεύσεις καί παύουν νά βλέπουν, καί νά ἀποροΰν γιά τά αἰνίγματα τοῦ κόσμου μας. Ἡ εἰδίκευση μπορεῖ νάναι ἕνας μεγάλος πειρασμός γιά τόν ἐπιστήμονα. Γιά τό φιλόσοφο, εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα.
II
Στή μελέτη αὐτή μιλάω σάν ἐρασιτέχνης, σάν ἕνας ἐραστής τῆς ὄμορφης ἱστορίας τῶν Προσωκρατικῶν. Δέν εἶμαι οὔτε εἰδικός, οὔτε πραγματογνώμων: βρίσκομαι ἐντελῶς ἔξω ἀπ’ τά νερά μου ὅταν κάποιος εἰδικός ἀρχίζει νά ὑποστηρίζει ποιές λέξεις ἤ φράσεις θά μποροῦσε καί ποιές θάταν ἐντελῶς ἀδύνατο νάχει χρησιμοποιήσει ὁ Ἡράκλειτος. Ὡστόσο, ὅταν κάποιος εἰδικός ἀντικαθίιστᾶ μιά ὄμορφη ἱστορία, βασισμένη στά παλαιότερα κείμενα πού κατέχουμε, μέ μιά πού - γιά μένα τουλάχιστον - δέν ἔχει κανένα νόημα, τότε νιώθω πώς ἀκόμη κι ἕνας ἐρασιτέχνης μπορεῖ νά ὀρθωθεῖ καί νά ὑπερασπισθεῖ μιά παλιά παράδοση. Ὡς ἐκ τούτου, θά μελετήσω, τουλάχιστον, τά ἐπιχειρήματα τοῦΰ εἰδικοῦ, καί θά ἐξετάσω τήν ἀντοχή τους. Αὐτό φαίνεται νάναι μιά ἀβλαβής ἀπασχόληση, πού μπορῶ νά τήν ἐπιτρέψω στό ἑαυτό μου καί ἄν κάποιος εἰδικός, ἤ ὁποιοσδήποτε ἄλλος, ἔμπαινε στόν κόπο ν’ ἀντικρούσει τήν κριτική μου θά μ’ εὐχαριστοῦσε καί θά μούκανε τιμή.
Θ’ ἀπασχοληθῶ μέ τίς κοσμολογικές θεωρίες τῶν Προσωκρατικῶν, ἀλλά μόνο στό βαθμό πού συνιστοῦΰν τήν ἀνάπτυξη τοῦ προβλήματος τῆς μεταβολῆς, ὅπως τό ὀνομάζω, καί μόνο στό βαθμό πού αὐτές [οἱ κοσμολογικές θεωρίες] εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν κατανόηση τῆς προσέγγισης τῶν Προσωκρατικῶν φιλοσόφων στό πρόβλημα τῆς γνώσης - τῆς πρακτικῆς καθώς καί τῆς θεωρητικῆς τους προσέγγισης. Διότι εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον νά δεῖ κανείς πῶς ἡ πρακτική τους ὅπως καί ἡ θεωρία τῆς γνώσης τους συνδέεται μέ τά κοσμολογικά καί θεολογικά ἐρωτήματα πού ἔθεταν στόν ἑαυτό τους. Δέν εἶχαν μιά γνωσεοθεωρία πού ἄρχιζε μέ τό ἐρώτημα, «Πῶς γνωρίζω ὅτι τοῦτο εἶναι πορτοκάλι;» ἤ «Πῶς γνωρίζω ὅτι τό ἀντικείμενο πού ἀντιλαμβάνομαι αὐτή τή στιγμή εἶναι πορτοκάλι;» Ἡ γνωσεοθεωρία τους ξεκίνησε ἀπό προβλήματα ὅπως. «Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό νερό;» ἤ «Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος θεούς;» ἤ, «Πῶς μποροῦμε νά γνωρίζουμε ὁτιδήποτε γύρω ἀπό τους θεούς;»
Ὑπάρχει μιά πλατιά διαδεδομένη πίστη πού νομίζω ὀφείλεται, κάπως ἀμυδρά, στήν ἐπίδραση τοῦ Francis Bacon, ὅτι τά προβλήματα τῆς γνωσεοθεωρίας θάπρεπε νά μελετῶνται μᾶλλον σέ σχέση μέ τή γνώση μας τοῦ πορτοκαλιοῦ παρά μέ τή γνώση μᾶς τοῦ κόσμου [cosmos]. Διαφωνῶ μέ τήν πίστη αὐτή, καί ἕνας ἀπό τους βασικούς σκοπούς αὐτῆς της μελέτης εἶναι νά σᾶς μεταδώσω μερικούς ἀπό τους λόγους αὐτῆς μου τῆς διαφωνίας. Ἐν πάση περιπτώσει εἶναι καλό νά θυμᾶται κανείς, ἀπό καιρό σέ καιρό, ὅτι ἡ δυτική μας ἐπιστήμη - καί δέν φαίνεται νά ὑπάρχει καμιά ἄλλη - δέν ξεκίνησε συλλέγοντας παρατηρήσεις γιά πορτοκάλια, ἀλλά μέ θαρραλέες θεωρίες περί τοῦ κόσμου [world],
III
Ἡ παραδοσιακή ἐμπειριοκριτική ἐπιστημολογία καί ἡ παραδοσιακή ἱστοριογραφία τῆς ἐπιστήμης εἶναι βαθιά ἐπηρεασμένες ἀπό τό βακώνειο μύθο ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἐπιστήμη ξεκινᾶ ἀπό τήν παρατήρηση καί κατόπι σιγά καί προσεκτικά προχωράει στις θεωρίες. Ὅτι τά γεγονότα εἶναι πολύ διαφορετικά μπορεῖ κανείς νά τό μάθει ἀπό τή σπουδή τῶν πρώτων Προσωκρατικῶν. Ἐδῶ βρίσκουμε τολμηρές καί γοητευτικές ἰδέες, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι παράξενα, ἀκόμη καί συγκλονιστικά, προμαντέματα τῶν σύγχρονων πορισμάτων, ἐνῶ πολλές ἄλλες εἶναι πολύ σχετικές μέ τίς σημερινές ἀπόψεις· ἀλλά οἱ περισσότερες, καί οἱ καλλίτερες ἀπ’ αὐτές δέν ἔχουν τίποτε νά κάνουν μέ τήν παρατήρηση. Γιά παράδειγμα πάρτε μερικές ἀπό τίς θεωρίες γύρω ἀπό τό σχῆμα καί τή θέση τῆς γής. Ὁ Θαλῆς εἶπε, μᾶς λένε, «ὅτι ἡ γῆ στηρίζεται ἀπό τό νερό πάνω στό ὁποῖο ταξιδεύει σάν καράβι, κι ὅταν μιλᾶμε γιά σεισμό, εἶναι ἡ γῆ πού τραντάζεται ἀπό τήν κίνηση τοῦ νεροῦ». Χωρίς ἀμφιβολία ὁ Θαλῆς εἶχε παρατηρήσει πρίν φτάσει στή θεωρία του, τούς σεισμούς καθώς καί τήν ταλάντευση τοῦ πλοίου. Ἀλλά ὁ σκοπός τῆς θεωρίας του ἦταν νά ἑρμηνεύσει τή στήριξη ἤ τήν αἰώρηση τῆς γῆς, καθώς καί τούς σεισμούς, μέ τήν εἰκασία ὅτι ἡ γῆ ἐπιπλέει πάνω στό νερό· καί αὐτή τήν εἰκασία (ἡ ὁποία τόσο παράδοξα προλαμβάνει τή σύγχρονη θεωρία τῆς ἠπειρωτικῆς κίνησης) δέν μποροῦσε νά τή βασίσει στίς παρατηρήσεις του.
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ λειτουργία [πρόθεση] τοῦ βακώνειου μύθου εἶναι νά ἑρμηνεύσει γιατί οἱ ἐπιστημονικές θέσεις εἶναι ἀληθεῖς, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἡ παρατήρηση εἶναι ἡ «ἀληθής πηγή» τῆς ἐπιστημονικῆς μας γνώσης. Μόλις συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλες οἱ ἐπιστημονικές θέσεις εἶναι ὑποθέσεις, ἤ φαντασίες, ἤ εἰκασίες, καί ὅτι ἡ μεγάλη πλειοφηφία αὐτῶν τῶν εἰκασιῶν (συμπεριλαμβανομένων καί αὐτῶν τοῦ Βάκωνος) ἀποδείχθηκαν ἐσφαλμένες, ὁ βακώνειος μύθος μένει ξεκάρφωτος.
Διότι εἶναι ἀνόητο νά ὑποστηρίζει κανείς ὅτι οἱ εἰκασίες τῆς ἐπιστήμης - κι ἐκεῖνες πού ἀποδείχθηκαν ἐσφαλμένες, καθώς κι ἐκεῖνες πού εἶναι ἀκόμη παραδεκτές - ὅλες ξεκινοῦν ἀπό τήν παρατήρηση.
Ὅπως καί νάναι, ἡ ὄμορφη θεωρία τοῦ Θαλῆ γιά τή στήριξη ἤ τήν αἰώρηση τῆς γῆς καί γιά τούς σεισμούς, μολονότι μέ καμιά ἔννοια δέν βασίζεται πάνω στήν παρατήρηση, εἶναι τουλάχιστον ἐμπνευσμένη ἀπό μιά ἐμπειρική ἤ ἐκ παρατηρήσεως ἀναλογία. Ἀλλά ἀκόμη κι αὐτό, ἀπέχει ἀπό τήν ἀλήθεια, γιά τή θεωρία πού προτείνει ὁ μεγάλος μαθητής τοῦ Θαλῆ, ὁ Ἀναξίμανδρος. Ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου γιά τήν αἰώρηση τῆς γῆς εἶναι ἰδιαίτερα ἐνορατική, ἀλλά δέν χρησιμοποιεῖ διόλου ἀντίστοιχες παρατηρήσεις. Στήν πραγματικότητα, μπορεῖ νά περιγραφεῖ ὡς ἀντιπαρατηρητική. Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου, «Ἡ γῆ... δέν συγκροτεῖται ἀπό τίποτα, ἀλλά παραμένει στάσιμη καί τοῦτο ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἀπέχει ἐξ ἴσου ἀπ ’ ὅλα τά ἄλλα πράγματα. Τό σχῆμα της... μοιάζει μέ κολώνα... Περπατᾶμε πάνω σέ μιά ἀπό τίς ἐπίπεδες ἐπιφάνειές της, ἐνῶ ἡ ἄλλη βρίσκεται στήν ἀντίθετη ὄψη». Ἡ «κολώνα», φυσικά, εἶναι μιά ἀναλογία ἐκ παρατηρήσεως. Ἀλλά ἡ ἰδέα τῆς ἐλεύθερης αἰώρησης τῆς γῆς μέσα στό διάστημα, καί ἡ ἑρμηνεία τῆς σταθερότητάς της, δέν ἔχει καμιά ἀπολύτως ἀντιστοιχία σ’ ὁλόκληρο τό πεδίο τῶν γεγονότων πού μποροῦν νά παρατηρηθοῦν.
Κατά τή γνώμη μου, ἡ ἰδέα αὐτή τοῦ Ἀναξίμανδρου εἶναι μιά ἀπό τίς πιό θαρραλέες, τίς πιό ἐπαναστατικές κι ἐντυπωσιακές ἰδέες σ’ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης σκέψης. Κατέστησε δυνατές τίς θεωρίες τοῦ Ἀριστάρχου καί τοῦ Κοπέρνίκου. Ἀλλά τό βῆμα πού ἔκανε ὁ Ἀναξίμανδρος εἶναι ἀκόμη δυσκολοτερο καί τολμηρότερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἔκαναν ὁ Ἀρίσταρχος καί ὁ Κοπέρνικος. Τό νά ἀντιμετωπίζει κανείς τή γῆ ὡς ἐλεύθερα τοποθετημένη στό μέσον τοῦ σύμπαντος καί νά λέει «ὅτι παραμένει ἀκίνητη ἐπειδή ἄπεχει ἰσομέτρως ἤ ἰσορρόπως» (ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης παραφράζει τόν Ἀναξίμανδρο), εἶναι τό νά προβλέπει κανείς ὡς ἕνα βαθμό ἀκόμη καί τήν ἰδέα τοῦ Νεύτωνος γιά τίς ἄυλες καί ἀόρατες δυνάμεις τῆς βαρύτητας.
IV
Πῶς ἔφτασε ὁ Ἀναξίμανδρος στήν ἀξιοσημείωτη αὐτή θεωρία; Σίγουρα ὄχι μέ τήν παρατήρηση ἀλλά μέ τό συλλογισμό. Ἡ θεωρία του εἶναι μιά προσπάθεια ἐπίλυσης ἑνός ἀπό τά προβλήματα στά ὁποῖα, ὁ δάσκαλός του καί συγγενής του Θαλῆς, ὁ ἱδρυτής τῆς Σχολῆς τῆς Μιλήτου ἤ τῆς Ἰωνίας, εἶχε προσφέρει μιά λύση πρίν ἀπ’ αὐτόν. Ὡς ἐκ τούτου εἰκάζω ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος ἔφτασε στή θεωρία του κρίνοντας τή θεωρία τοῦ Θαλή. Πιστεύω, ὅτι ἡ εἰκασία αὐτή μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ ἀπό μιά μελέτη τῆς δομῆς τῆς ἀναξιμάνδρειας θεωρίας.
Ὁ Ἀναξίμανδρος εἶναι πιθανό ὅτι ἐναντιώθηκε στή θεωρία τοῦ Θαλῆ (σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ γῆ ἔπλεε πάνω στό νερό) στίς ἀκόλουθες γραμμές. Ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ εἶναι δεῖγμα ἑνός τύπου θεωρίας ποῦ ἄν ἀναπτυχθεῖ σταθερά θά ὁδηγήσει σέ μιάν ἀναγωγή στό ἄπειρο. Ἄν ἑρμηνεύσουμε τή σταθερή θέση τῆς γής μέ τήν ὑπόθεση ὅτι στηρίζεται στό νερό - δηλαδή ὅτι πλέει πάνω στόν ὠκεανό [Okeanos] - δέν θάπρεπε νά ἑρμηνεύσουμε τή σταθερή θέση του ὠκεανοῦ μέ μιάν ἀνάλογη ὑπόθεση; Ἀλλά τοῦτο θά σήμαινε ἀναζήτηση ἑνός στηρίγματος γιά τόν ὠκεανό, καί κατόπι ἑνός στηρίγματος γιά τό στήριγμα αὐτό. Αὐτή ἡ μέθοδος ἑρμηνείας δέν εἶναι ἱκανοποιητική: πρῶτον, διότι λύνουμε τό πρόβλημά μας μέ τή δημιουργία ἑνός ἀκριβῶς ἀνάλογου προβλήματος καί ἐπίσης γιά ἕνα λιγότερο τυπικό καί περισσότερο ἐνορατικό λόγο: ὅτι σ’ ἕνα ὅποιοδηπτε τέτοιο σύστημα στηριγμάτων ἤ ὑποστηλωμάτων, ἡ ἀδυναμία ἐξασφάλισης σιγουριᾶς σ’ ἕνα ἀπό τά χαμηλότερα ὑποστηλώματα θά πρέπει νά ὁδηγήσει στήν κατάρρευση ὁλόκληρου τοῦ οἰκοδομήματος.
Ἀπ’ αὐτό βλέπουμε ἐνορατικά ὅτι ἡ σταθερότητα τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά ἑξασφαλισθεῖΐ ἀπό ἕνα σύστημα στηριγμάτων ἤ ὑποστηλωμάτων. Ἀντ’ αὐτοῦ ὁ Ἀναξίμανδρος ἐπικαλεῖται τήν ἐσωτερική ἤ δομική συμμετρία τοῦ κόσμου ἡ ὁποία βεβαιώνει ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς ἰδιαίτερος τομέας στόν ὁποῖο μπορεῖ νά συμβεῖ κάποια κατάρρευση. Ἐφαρμόζει τήν ἀρχή ὅτι ὅπου δέν ὑπάρχουν διαφορές δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει καμιά μεταβολή. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο ἑρμηνεύει τή σταθερότητα τῆς γῆς μέ τήν ἰσόμετρη ἀπόστασή της ἀπό ὅλα τ’ ἄλλα πράγματα.
Τοῦτο, φαίνεται, ἦταν τό ἐπιχείρημα τοῦϋ Ἀναξίμανδρου. Εἶναι σημαντικό νά συνειδητοποιηθεῖ ὅτι καταργεῖ, μολονότι ὄχι ἀπόλυτα συνειδητά ἴσως καί ὄχι μέ ἀπόλυτη συνέπεια, τήν ἰδέα μίας ἀπόλυτης κατεύθυνσης - τήν ἀπόλυτη ἔννοια τοῦ «ἄνωθεν» καί «κατωθεν». Αὐτό δέν εἶναι μόνο ἀντίθετο πρός κάθε ἐμπειρία, ἀλλά ἀπίστευτα δύσκολο νά συλληφθεῖ. Ὁ Ἀναξιμένης τό ἀγνόησε, φαίνεται, καί ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀναξίμανδρος δέν τό συνέλαβε ἀπόλυτα. Διότι ἡ ἰδέα τῆς ἴσης ἀπόστασης ἀπό ὅλα τ’ ἄλλα πράγματα θάπρεπε νά τόν εἶχε ὁδηγήσει στή θεωρία ὅτι ἡ γῆ ἔχει τό σχῆμα τῆς σφαίρας. Ἀντ’ αὐτοῦ πίστευε πώς εἶχε τό σχῆμα τῆς κολώνας μέ μιά ἐπίπεδη ἐπιφάνεια ἐπάνω καί μιά χαμηλότερα. Ὡστόσο, φαίνεται ὡς ἐάν ἡ παρατήρηση, «περπατοῦμε ἐπάνω σέ μία ἀπό τίς ἐπίπεδες ἐπιφάνειές της, ἐνῶ ἡ ἄλλη βρίσκεται στήν ἀντίθετη πλευρά», νά περιέχει ἕνα ὑπαινιγμό ὅτι δέν ὑπάρχει καμιά ἀπόλυτη ἐπάνω ἐπιφάνεια, ἀλλά, ἀντίθετα, ἡ ἐπιφάνεια πάνω στήν ὁποία τυχαίνει νά περπατᾶμε εἶναι μία πού θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε ἐπάνω.
Τί ἐμπόδισε τόν Ἀναξίμανδρο νά φτάσει στή θεωρία ὅτι ἡ γῆ ἦταν σφαίρα μᾶλλον, παρά κύλινδρος; Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία: ἦταν ἡ ἐκ παρατηρήσεως ἐμπειρία πού τόν δίδαξε ὅτι ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς ἦταν, γενικά, ἐπίπεδη. Ἔτσι, ἦταν ἕνα θεωρητικό καί κριτικό ἐπιχείρημα, μιά ἀφηρημένη κριτική συζήτηση τῆς θεωρίας τοῦ Θαλῆ, πού σχεδόν τόν ὁδήγησε στήν ἀληθινή θεωρία τοῦ σχήματος τῆς γῆς· καί ἦταν ἡ ἐμπειρία τῆς παρατήρησης πού τόν ὁδήγησε σέ ἐσφαλμένο δρόμο.
V
Ὑπάρχει μιά προφανής ἀντίρρηση στήν ἀναξιμάνδρεια θεωρία τῆς συμμετρίας σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ γῆ βρίσκεται σέ ἴση ἀπόσταση ἀπό ὅλα τά ἄλλα πράγματα. Ἡ ἀσυμμετρία τοῦ σύμπαντος μπορεῖ εὔκολα νά γίνει ὁρατή μέ τήν ὕπαρξη τούϋ ἥλιου καί τῆς σελήνης, καί ἰδιαίτερα ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη βρίσκονται μερικές φορές ὄχι πολύ μακριά τό ἕνα ἀπό τ’ ἄλλο, ἔτσι ὥστε νά βρίσκονται στήν αὐτή πλευρά τῆς γής, ἐνῶ δέν ὑπάρχει τίποτα στήν ἄλλη πλευρά νά τά ἐξισορροπήσει. Φαίνεται πώς ὁ Ἀναξίμανδρος ἀντιμετώπισε τήν ἀντίρρηση αὐτή σέ μιά ἄλλη τολμηρή θεωρία - τή θεωρία του τῆς κρυμμένης φύσης τοῦ ἥλιου, τῆς σελήνης, καί τῶν ἄλλων οὐράνιων σωμάτων.
Ὁραματίζεται τούς δακτύλιους δύο τεράστιων τροχῶν ἅμαξας νά περιστρέφονται γύρω ἀπό τή γῆ, ὁ ἕνας εἰκοσιεπτά φορές τό μέγεθος τῆς γῆς, ὁ ἄλλος δεκαοκτώ φορές τά μέγεθός της. Κάθε ἕνας ἀπό τους δακτύλιους αὐτούς, ἤ τούς στρογγυλούς σωλῆνες, εἶναι γεμάτος φωτιά, καί ὁ καθένας ἔχει μιά ὀπή μέσω τῆς ὁποίας γίνεται ὁρατή ἡ φωτιά. Τίς ὀπές αὐτές τίς ὀνομάζουμε ἥλιο καί σελήνη ἀντιστοίχως. Τό ὑπόλοιπο τοῦ τροχοῦ εἶναι ἀόρατο, ἴσως διότι εἶναι σκοτεινό (ἤ θαμπό) καί μακριά. Οἱ σταθεροί ἀστέρες (καί ἴσως οἱ πλανῆτες) εἶναι ἐπίσης ὀπές πάνω σέ τροχούς πού βρίσκονται πλησιέστερα στή γῆ ἀπ’ ὅτι οἱ τροχοί τοῦ ἥλιου καί τῆς σελήνης. Οἱ τροχοί τῶν σταθερῶν ἀστέρων περιστρέφονται πάνω σ’ ἕνα κοινό ἄξονα (τόν ὁποῖο τώρα ὀνομάζουμε ἄξονα τῆς γῆς) καί μαζί σχηματίζουν μιά σφαίρα γύρω ἀπό τή γῆ. Ἔτσι τό αἴτημα τῆς ἴσης ἀπόστασης ἀπό τή γῆ (περίπου) ἱκανοποιεῖται. Αὐτό κάνει τόν Ἀναξίμανδρο, νάναι ἐπίσης ὁ ἱδρυτής τῆς θεωρίας τῶν σφαιρῶν. (Γιά τή σχέση της πρός τούς τροχούς ἤ κύκλους, βλέπε Ἀριστοτέλη περί Οὐρανοῦ, 28 β ὡς 290 β 10).
VI
Δέν ὑπάρχει καμιά ἀπολύτως ἀμφιβολία ὅτι οἱ θεωρίες τοῦ Ἀναξίμανδρου εἶναι μᾶλλον κριτικές καί θεωρητικές παρά ἐμπειρικές: καί θεωρούμενες ὡς προσεγγίσεις τῆς ἀλήθειας οἱ κριτικές καί ἀφηρημενές θεωρίες του τόν ἐξυπηρετοῦν περισσότερο ἀπ' ὅτι ἡ ἐμπειρική παρατήρηση ἤ ἡ ἀναλογία.
Ὡστόσο, ἕνας ὀπαδός τοῦ Βάκωνος θά μποροῦσε ν’ ἀπαντήσει, ὅτι αὐτός ἀκριβῶς ἐξηγεῖ γιατί ὁ Ἀναξίμανδρος δέν ἦταν ἐπιστήμονας. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτός ὁ λόγος πού μιλᾶμε γιά πρώιμη Ἑλληνική φιλοσοφία μᾶλλον, παρά γιά πρώιμη Ἑλληνική ἐπιστήμη. Ἡ φιλοσοφία εἶναι θεωρητική: ὁ καθένας τό γνωρίζει αὐτό. Καθώς καί ὁ καθένας γνωρίζει πώς ἡ ἐπιστήμη ἀρχίζει μόνο ὅταν ἡ θεωρητική μέθοδος ἀντικαθίσταται ἀπό τή μέθοδο τῆς παρατήρησης, καί ὅταν ἡ παραγωγή ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἐπαγωγή. Ἡ ἀπάντηση αὐτή, φυσικά, ὁδηγεῖ στή θέση ὅτι οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες θάπρεπε νά ὁρίζονται μέ ἀναφορά στήν πηγή τους - τήν πηγή τους στίς παρατηρήσεις ἤ στίς ὀνομαζόμενες «ἐπαγωγικές διαδικασίες». Ὡστόσο, πιστεύω ὅτι ἐλάχιστες - ἄν ὑπάρχει καμια - φυσικές θεωρίες θά ἐντάσσονταν στόν ὁρισμό αὐτό. Καί δέν βλέπω γιατί τό ἐρώτημα τῆς πηγῆς θάπρεπε νάναι σημαντικό στή σχέση αὐτή. Ὅ,τι εἶναι σημαντικό γύρω ἀπό μιά θεωρία εἶναι ἡ ἑρμηνευτική της ἰσχύς, καί τό κατά πόσον ἀντέχει τήν κριτική καί τίς δοκιμασίες. Τό ἐρώτημα τῆς πηγῆς της, τοῦ πῶς ἀναδείχθηκε - ἐάν μέ «ἐπαγωγική διαδικασία» ὅπως λέγουν μερικοί, ἤ μέ μιά ἐνέργεια ἐνόρασης - μπορεῖ νάναι ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον, ἰδιαίτερα γιά τό βιογράφο τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπενόησε τή θεωρία, ἀλλά ἔχει ἐλάχιστα νά κάνει μέ τήν ἐπιστημονική της κατάσταση ἤ χαρακτήρα.
VII
Ὅσο γιά τούς Προσωκρατικούς, ἰσχυρίζομαι ὅτι εἶναι ἡ πιό τέλεια δυνατή συνέχεια σκέψης μεταξύ τῶν θεωριῶν τους καί τῶν μετέπειτα ἐξελίξεων στή φυσική. Ἄν ὀνομάζονται φιλόσοφοι, ἤ προεπιστήμονες, ἤ ἐπιστήμονες, δέν νομίζω πώς ἔχει μεγάλη σημασία. Ἀλλά ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου ἄνοιξε τό δρόμο γιά τίς θεωρίες τοῦ Ἀρίσταρχου, τοῦ Κοπέρνικου, τοῦ Κέπλερ καί τοῦ Γαλιλαίου. Δέν εἶναι ὅτι ἁπλῶς «ἐπηρέασε» αὐτούς τούς μετέπειτα στοχαστές· ἡ «ἐπιρροή» εἶναι μιά κατηγορία πολύ ἐπιφανειακή. Θά τό τοποθετοῦσα μᾶλλον ὡς ἑξῆς: τό ἐπίτευγμα τοῦ Ἀναξίμανδρου εἶναι καθαυτό ἀξιόλογο, ὅπως ἕνα ἔργο τέχνης. Παράλληλα, τό ἐπίτευγμά του κατέστησε δυνατά ἄλλα ἐπιτεύγματα, καί μεταξύ αὐτῶν ἐκεῖνα τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων πού ἀναφέραμε.
Ἀλλά δέν εἶναι λανθασμένες οἱ θεωρίες τοῦ Ἀναξίμανδρου, καί ὡς ἐκ τούτου μή - ἐπιστημονικές; Εἶναι λανθασμένες, τό παραδέχομαι· ἀλλά τό ἴδιο συμβαίνει μέ πολλές θεωρίες, βασισμένες πάνω σέ ἀμέτρητα πειράματα, τίς ὁποῖες ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη παραδεχόταν μέχρι τελευταία, καί τῶν ὁποίων τόν ἐπιστημονικό χαρακτήρα δέν θά ὀνειρευόταν κανείς ν’ ἀρνηθεῖ, μολονότι τώρα πιστεύεται πώς ἦταν λανθασμένες. (Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἡ θεωρία ὅτι οἱ τυπικές χημικές ἰδιότητες τοῦ ὑδρογόνου ἀνήκουν σ’ ἕνα μόνο εἶδος ἀτόμου — τό ἐλαφρύτερο ἀπ’ ὅλα τά ἄτομα). Ὑπῆρχαν ἱστορικοί ταῆς ἐπιστήμης πού εἶχαν τήν τάση νά θεωροῦν ὡς ἀντεπιστημονικό (ἤ ἀκόμη καί σάν δυσιδαιμονία) ὁποιαδήποτε ἄποψη πού εἶχε πάψει νά ἰσχύει τήν ἐποχή πού ἔγραφαν ἀλλά τοῦτο εἶναι μιά στάση ἀβάσιμη. Μιά λανθασμένη θεωρία μπορεῖ νάναι ἕνα ἐπίτευγμα τόσο σπουδαῖο ὅσο καί μιά ἀληθινή. Καί πολλές λανθασμένες θεωρίες μποροῦν μέ πολλούς τρόπους νά βοηθήσουν· μποροῦν, γιά παράδειγμα, νά εἰσηγηθοῦν μερικές λιγότερο ἤ περισσότερο ριζοσπαστικές μεταβολές, καί μποροῦν νά σταθοῦν ἐρέθισμα στήν κριτική. Ἔτσι ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ ὅτι ἡ γῆ πλέει πάνω στό νερό ξαναεμφανίστηκε μέ μιά τροποποιημένη μορφή στή θεωρία τοῦ Ἀναξιμένη, καί πιό πρόσφατα μέ τή μορφή τῆς θεωρίας τοῦ Wegener περί τῆς κίνησης τῶν ἡπείρων. Τό πῶς ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ προκάλεσε τήν κριτική τοῦ Ἀναξίμανδρου τόχουμε ἤδη ἀναφέρει.
Ἡ Ἀναξιμάνδρεια θεωρία εἰσηγήθηκε μιά τρόπο ποιημένη θεωρία - τή θεωρία μίας γήινης σφαίρας, ἐλεύθερα τοποθετημένης στό κέντρο τοῦ σύμπαντος, καί περιβαλλομένης ἀπό σφαῖρες πάνω στίς ὁποῖες ἦσαν τοποθετημένα οὐράνια σώματα. Καί, προκαλώντας τήν κριτική, ὁδήγησε ἐπίσης στή θεωρία ὅτι ἡ λάμψη τῆς σελήνης ὀφείλεται σέ ἀντανάκλαση τοῦ φωτός· στήν πυθαγόρειο θεωρία τοῦ κεντρικοῦ φωτός· καί τελικά στό ἡλιοκεντρικό κόσμο-σύστημα τοῦ Ἀρίσταρχου καί τοῦ Κοπέρνικου.
VIII
Πιστεύω πῶς οἱ Μιλήσιοι, ὅπως καί οἱ ἀνατολικοί τους πρόγονοι οἱ ὁποῖοι προσέλαβαν τόν κόσμο ὡς ἀντίσκηνο, εἶδαν τόν κόσμο ὡς ἕνα εἶδος σπιτιοῦ, τό σπίτι κάθε δημιουργήματος - τό σπίτι μας. Ἔτσι δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη ν’ ἀναρωτηθεῖ κανείς γιά ποιό λόγο ὑπῆρχε. Ἀλλά ὑπῆρχε μιά πραγματική ἀνάγκη νά ἐρευνηθεῖ ἡ ἀρχιτεκτονική του. Τά ἐρωτήματα γιά τή δομή του, τό ἀρχικό σχέδιό του καί τό κατασκευαστικό του ὑλικό συνιστοῦν τά τρία κύρια προβλήματα τῆς Μιλήσιας κοσμολογίας. Ἐπίσης, ὑπάρχει ἕνα θεωρητικό ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀρχή του, τό ἐρώτημα τῆς κοσμογονίας. Νομίζω πώς τό κοσμολογικό ἐνδιαφέρον τῶν Μιλησίων ὑπερέβαινε κατά πολύ τό κοσμογονικό τους ἐνδιαφέρον, ἰδιαίτερα ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τήν ἰσχυρή κοσμογονική παράδοση, καί τή σχεδόν ἀκαταμάχητη τάση νά περιγράφεται ἕνα πράγμα, περιγράφοντας τό πῶς ἔχει κατασκευασθεῖ, κι ἔτσι νά ἐμφανίζεται ἕνας κοσμολογικός ἀπολογισμός μέ μιά μορφή κοσμογονική. Τό κοσμολογικό ἐνδιαφέρον πρέπει νάναι πολύ ἰσχυρό, καθώς συγκρίνεται μέ τό κοσμογονικό, ἄν καί ἡ παρουσίαση τῆς κοσμολογικῆς θεωρίας εἶναι, ἔστω καί μερικῶς, ἀπαλλαγμένη ἀπ’ αὐτά τά κοσμογονικό στολίδια.
Πιστεύω πώς πρῶτος ὁ Θαλῆς συζήτησε τήν ἀρχιτεκτονική τοῦ κόσμου [cosmos] — τή δομή του, τό ἀρχικό του σχέδιο, καί τό κατασκευαστικό ὑλικό του. Στόν Ἀναξίμανδρο βρίσκουμε ἀπαντήσεις καί στά τρία ἐρωτήματα. Μέ συντομία ἔχω ἀναφέρει τήν ἀπάντησή του στό ἐρώτημα τῆς δομῆς. Ὅσο γιά τό ἐρώτημα τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τοῦ κόσμου, κι αὐτό ἐπίσης τό μελέτησε καί τό ἐξέθεσε, καθώς μαρτυράει ἡ παράδοση ὅτι σχεδίασε τόν πρῶτο χάρτη τοῦ κόσμου. Καί, φυσικά, εἶχε μιά θεωρία γιά τό κατασκευαστικό του ὑλικό - τό «χωρίς τέλος» ἤ «χωρίς ὅρια» ἤ «ἀπεριόριστο» ἤ «ἄμορφο» - τό «ἄπειρο» [apeirion].
Στόν ἀναξιμάνδρειο κόσμο συνέβαιναν ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ μεταβολές. Ὑπῆρχε μιά φωτιά πού χρειαζόταν ἀέρα καί κενά γιά ν’ ἀναπνέει, καί τά κενά αὐτά κατά καιρούς ἔφραζαν («βούλωναν»), κι ἔτσι ἡ φωτιά πνιγόταν: τούτη ἦταν ἡ θεωρία του τῶν ἐκλείψεων, καί τῶν φάσεων τῆς σελήνης. Ὑπῆρχαν οἱ ἄνεμοι, πού ἦσαν ὑπαίτιοι γιά τήν ἀλλαγή τοῦ καιροῦ. Καί ὑπῆρχαν οἱ ἀτμοί, τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀποξήρανσης τοῦ νεροῦ καί τοῦ ἀέρα, πού ἦταν ἡ αἰτία τῶν ἀνέμων καί τῶν «περιστροφῶν» τοῦ ἥλιου (τά ἡλιοστάσια) καί τῆς σελήνης.
Ἐδῶ ἔχουμε τόν πρῶτο ὑπαινιγμό οὗτινος ἐπρόκειτο σύντομα νά ἐμφανισθεῖ: τοῦ γενικοῦ προβλήματος τῆς μεταβολῆς, πού ἔγινε τό κεντρικό πρόβλημα τῆς ἑλληνικῆς κοσμολογίας, καί πού τελικά ὁδήγησε, μέ τό Λεύκιππο καί τό Δημοκριτο, σέ μιά γενική θεωρία μεταβολῆς ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τή σύγχρονη ἐπιστήμη σχεδόν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. (Ἐγκαταλείφθηκε μόνο μέ τήν ἀποτυχία τῶν πειραμάτων τοῦ Maxwell, ἕνα ἱστορικό συμβάν πού εἶχε ἐλάχιστα παρατηρηθεῖ πρίν ἀπό τό 1905).
Αὐτό τό γενικό πρόβλημα μεταβολῆς εἶναι ἕνα πρόβλημα φιλοσοφικό· πράγματι στά χέρια τοῦ Παρμενίδη καί τοῦ Ζήνωνα μεταστρέφεται σχεδόν σέ πρόβλημα λογικῆς. Πῶς εἶναι δυνατή ἡ μεταβολή - δηλαδή, λογικά δυνατή; Πῶς μπορεῖ κάτι ν’ ἀλλάξει, χωρίς νά χάνει τήν ταυτότητά του; Ἄν παραμένει τό ἴδιο, δέν ἄλλαζει· ὡστόσο, ἄν χάνει τήν ταυτότητά του, τότε δέν εἶναι πλέον ἐκεῖνο τό πράγμα πού ἄλλαξε.
IX
Ἡ συναρπαστική ἱστορία τῆς ἐξέλιξης τοῦ προβλήματος μεταβολῆς μοῦ φαίνεται πώς κινδυνεύει νά θαφτεῖ τελείως, κάτω ἀπό τό μεγάλο σωρό τῶν μικρολεπτομερειῶν τῆς κριτικῆς τῶν κειμένων. Ἡ ἱστορία δέν μπορεῖ, φυσικά, νά εἰπωθεῖ ὁλόκληρη σέ λίγο χαρτί, καί ἀκόμη λιγώτερο σ’ ἕνα ἀπό τά πολλά του τμήματα. Ἀλλά μ’ ἕνα πολύ σύντομο περίγραμμα, εἶναι ἡ ἀκόλουθη.
Γιά τόν Ἀναξίμανδρο, ὁ κόσμος μας, τό κοσμικό μας οἰκοδόμημα, ἦταν, ἁπλῶς, ἕνα μέσα στήν ἀπειρία κόσμων - μιά ἀπειρία χωρίς σύνορα χώρου καί χρόνου. Αὐτό τό σύστημα κόσμου ἦταν αἰώνιο, καί τό ἴδιο ἦταν καί ἡ κίνηση. Ἔτσι δέν ὑπῆρχε καμιά ἀνάγκη νά ἑρμηνευθεῖϊ ἡ κίνηση, καμιά ἀνάγκη νά προσφερθεῖ μιά γενική θεωρία μεταβολῆς (μέ τήν ἔννοια ἑνός γενικοῦ προβλήματος καί μίας γενικῆς θεωρίας μεταβολῆς πού θά βροῦμε στόν Ἡράκλειτο· βλέπε παρακάτω). Ἀλλά ὑπῆρχε ἀνάγκη νά ἐξηγηθοῦν οἱ γνωστές μεταβολές πού συμβαίνουν στόν κόσμο μας. Οἱ πιό προφανεῖς μεταβολές - ἡ μεταβολή τῆς μέρας καί τῆς νύχτας, τῶν ἀνέμων καί τοῦ καιροῦ, τῶν ἐποχῶν, ἀπό τή σπορά στό θερισμό, καί, τῆς ἀνάπτυξης τῶν φυτῶν, τῶν ζώων καί τῶν ἀνθρώπων - ὅλες συνδέονται μέ τίς ἀντιθέσεις τῆς θερμοκρασίας, μέ τήν ἀντίθεση μεταξύ ζεστοῦ καί κρύου, καί μ’ ἐκείνη μεταξύ ξεροῦ καί ὑγροῦ. «Τά ζωντανά πλάσματα γεννήθηκαν ἀπό τήν ἐξατμιζόμενη ἀπό τόν ἥλιο ὑγρασία», μᾶς λέγουν καί τό ζεστό καί τό κρύο ὀργανώνουν ἐπίσης τή γένεση τοῦ οἰκοδομήματος τοῦ κόσμου μας. Τό ζεστό καί τό κρύο ἦσαν ἐπίσης ὑπεύθυνα γιά τούς ἀτμούς κά τούς ἀνέμους πού μέ τή σειρά τους θεωροῦνται ὡς παράγοντες ὅλων σχεδόν τῶν μεταβολῶν. Ὁ Ἀναξιμένης, μαθητής τοῦ Ἀναξίμανδρου καί διάδοχός του, ἀνέπτυξε τίς ἰδέες αὐτές πολύ λεπτομερειακά. Ὅπως ὁ Ἀναξίμανδρος [ἔτσι κι αὐτός] ἐνδιαφέρθηκε γιά τίς ἀντιθέσεις τοῦ ζεστοῦ καί τοῦ κρύου, τοῦ ὑγροῦ καί τοῦ ξεροῦ, καί ἑρμήνευσε τίς μεταβάσεις μεταξύ αὐταῶν τῶν ἀντίθετων μέ μιά θεωρία συμπύκνωσης καί ἀραίωσης. Ὅπως καί ὁ Ἀναξίμανδρος [ἔτσι κι αὐτός], πίστευε στήν αἰώνια κίνηση καί στή δράση τῶν ἀνέμων καί δέν φαίνεται ἀπίθανο ὅτι στό ἕνα ἀπό τά δύο κύρια σημεῖα παρέκκλισης ἀπό τον Ἀναξίμανδρο ὁδηγήθηκε μέ τήν κριτική τῆς ἰδέας ὅτι κάτι πού ἦταν ἐντελῶς ἀπεριόριστο καί ἄμορφον (τό ἄπειρον) μποροῦσε ὡστόσο νά βρίσκεται σέ κίνηση. Ἐν πάση περιπτώσει, ἀντικατέστησε τό ἄπειρον μέ τόν ἀέρα - κάτι πού ἦταν σχεδόν ἀπεριόριστο καί ἄμορφο, καί ἀκόμη, σύμφωνα μέ τήν παλιά θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου περί ἀτμῶν, ὄχι μόνο ἱκανός γιά κίνηση ἀλλά ὁ κύριος παράγοντας κίνησης καί μεταβολῆς. Μιά παρόμοια ἐνοποίηση ἰδεῶν, κατορθώθηκε μέ τή θεωρία τοῦ Ἀναξιμένη ὅτι «ὁ ἥλιος ἀποτελεῖϊται ἀπό γῆ, καί ὅτι θερμαίνεται πολύ λόγω τῆς ταχύτητας τῆς κίνησής του». Ἡ ἀντικατάσταση τῆς περισσότερο ἀφηρημένης θεωρίας τοῦ ἀπεριόριστου ἄπειρου ἀπό τή λιγότερο ἀφηρημένη καί ἐγγύτερη στόν κοινό νοῦ θεωρία τοῦ ἀέρα, ταιριάζει μέ τήν ἀντικατάσταση τῆς θαρραλέας θεωρίας τῆς σταθερότητας τῆς γῆς τοῦ Ἀναξίμανδρου ἀπό μιά ἐγγύτερη στόν κοινό νοϋ ἰδέα ὅτι γιά τή γῆ «ἡ ἐπίπεδη μορφή της εἶναι ἡ αἰτία τῆς σταθερότητάς της· διότι... καλύπτει σάν καπάκι τόν ἀέρα πού βρίσκεται κάτω ἀπ’ αὐτήν». Ἔτσι ἡ γῆ καβαλάει τόν ἀέρα ὅπως τό καπάκι ἑνός δοχείου μπορεῖ νά καβαλάει στόν ἀτμό, ἤ ὅπως ἕνα καράβι μπορεῖ νά καβαλάει τό νερό. Τόσο τό ἐρώτημα ὅσο καί η ἀπάντηση τοῦ Θαλῆ ξανακαθιερώνονται, καί ὁ κοσμοϊστορικός ἰσχυρισμός τοῦ Ἀναξίμανδρου δέν γίνεται κατανοητός. Ὁ Ἀναξιμένης εἶναι ἕνας ἐκλεκτικός, ἕνας συστηματικός, ἕνας ἐμπειρικός ἄνθρωπος μέ κοινό νοῦ. Ἀπό τους τρεῖς μεγάλους Μιλήσιους εἶναι ὁ λιγότερο παραγωγικός σέ ἐπαναστατικές καινούργιες ἰδέες· εἶναι ὁ λιγότερο σκεπτόμενος φιλοσοφικά.
Καί οἱ τρεῖς Μιλήσιοι ἔβλεπαν τόν κόσμο μας ὅπως τό σπίτι μας. Στό σπίτι αὐτό ὑπῆρχε κίνηση, ὑπῆρχε ἀλλαγή, ὑπῆρχε ζεστό καί κρύο, φωτιά καί ὑγρασία. Ὑπῆρχε φωτιά στό τζάκι καί πάνω σ’ αὐτό ὑπῆρχε μιά χύτρα μέ νερό. Τό σπίτι ἦταν ἐκτεθειμένο στούς ἀνέμους καί, σίγουρα, ἔκανε λίγο ρεῦμα· ἀλλά ἦταν σπίτι, καί τοῦτο σήμαινε ἀσφάλεια καί σταθερότητα κάποιου εἴδους. Γιά τόν Ἡράκλειτο ὅμως τό σπίτι εἶχε πάρει φωτιά.
Στόν κόσμο τοῦ Ἡρακλείτου δέν ὑπῆρχε καμιά σταθερότητα. «Τά πάντα βρίσκονται ἐν ροῇ, καί τίποτα δέν εἶναι ἐν ἠρεμίᾳ». Τά πόντα βρίσκονται ἐν ροή, ἀκόμη καί οἱ δοκοί, ἡ ξυλεία, τό οἰκοδομικό ὑλικό ἀπό τό ὁποῖο κατασκευάζεται ὁ κόσμος: γῆς καί βράχοι, ἤ ὁ μπροῦντζος ἑνός λέβητα - ὅλα βρίσκονται ἐν ροῇ. Οἱ δοκοί σαπίζουν, ἡ γῆ παρασύρεται ἀπό τά νερά καί τούς ἀνέμους, οἱ ἴδιοι οἱ βράχοι σχίζονται καί ἐξασθενοῦν, ὁ μπροῦντζος τοῦ λέβητα γίνεται πράσινη πατίνα, ἡ σκουριά τοῦ χαλκοῦ: «Ὅλα τά πράγματα βρίσκονται σέ κίνηση πάντοτε, ἀκόμη κι ἄν... αὐτό διαφεύγει ἀπό τίς αἰσθήσεις μας», ὁπως τό ἐξέφρασε ὁ Ἀριστοτέλης. Ἐκεῖνοι πού δέν γνωρίζουν καί δέν σκέπτονται πιστεύουν πώς μόνο τά καύσιμα καίγονται, ἐνῶ τό δοχεῖο μέσα στό ὁποῖο καίγονται (cf. DK, Α4) παραμένει ἀναλλοίωτο· διότι δέν βλέπουμε τό δοχεῖο νά καίγεται. Καί ὡστόσο καίγεται· τρώγεται ἀπό τή φωτιά πού περιέχει. Δέν βλέπουμε τά παιδιά μας νά μεγαλώνουν καί ν’ ἀλλάζουν καί νά γερνᾶνε, ὡστόσο γίνεται.
Ἔτσι δέν ὑπάρχουν συμπαγῆ σώματα. Τά πράγματα δέν εἶναι πράγματι πράγματα, εἶναι διαδικασίες, εἶναι ἐν ροῇ. Εἶναι ὅπως ἡ φωτιά, ὅπως μιά φλόγα ἡ ὁποία, μολονότι μπορεῖ νά ἔχει ἕνα ὁρισμένο σχῆμα, εἶναι μιά διαδικασία, μιά ροή ὑλικοῦ, ἕνας ποταμός. Ὅλα τά πράγματα εἶναι φλόγες: ἡ φωτιά εἶναι τό ἴδιο τό οἰκοδομικό ὑλικό τοῦ κόσμου μας· καί ἡ προφανής συμπάγεια τῶν πραγμάτων ὀφείλεται ἁπλῶς στούς νόμους, στά μέτρα, στά ὁποῖα ὑπόκεινται οἱ διαδικασίες τοῦ κόσμου μας.
Αὐτή πιστεύω εἶναι ἡ ἀφήγηση τοῦ Ἡράκλειτου· τό «μήνυμά» του εἶναι ὁ «ἀληθής λόγος», τόν ὁποῖο ὀφείλουμε ν’ ἀκούσουμε: «Ἀκούγοντας ὄχι ἐμένα ἀλλά τόν ἀληθή λόγο, εἶναι σοφό νά παραδέχεται κανείς ὅτι ὅλα τά πράγματα εἶναι ἕνα»: εἶναι μιά αἰώνια φωτιά, πού φουντώνει μέ μέτρο καί σβήνει μέ μέτρο».
Γνωρίζω πολύ καλά ὅτι ἡ παραδοσιακή ἑρμηνεία τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἡράκλειτου πού ἐπαναλαμβάνεται ἐδῶ, δέν εἶναι γενικῶς ἀποδεκτή πρός τό παρόν. Οἱ κριτικοί ὅμως δέν ἔχουν βάλει τίποτα στή θέση της - τίποτα, δηλαδή, φιλοσοφικοῦ ἐνδιαφέροντος. Θά συζητήσω ἐν συντομία παρακάτω τή νέα τους ἑρμηνεία. Ἐδῶ, θέλω μόνο νά τονίσω ὅτι ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἡράκλειτου, προκαλώντας τή σκέφη, τό λόγο, τό ἐπιχείρημα, τή λογική, καί ἐπισημαίνοντας ὅτι ζοῦμε σ' ἕνα κόσμο πραγμάτων τῶν ὁποίων οἱ ἀλλαγές διαφεύγουν τῶν αἰσθήσεών μας, μολονότι γνωρίζουμε ὅτι ἀλλάζουν, δημιούργησε δύο νέα προβλήματα - τό πρόβλημα τῆς ἀλλαγῆς καί τό πρόβλημα τῆς γνώσεως. Τά προβλήματα αὐτά ὑπῆρξαν τά περισσότερον ἐπείγοντα καίτοι ὀ δικός του λόγος περί ἀλλαγῆς ἦταν δύσκολο νά κατανοηθεῖ. Τοῦτο ὄμως, πιστεύω, ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι εἶδε καθαρότερα ἀπό τους προηγούμενούς του τίς δυσκολίες πού ἐμπλέκονται μέσα σ’ αὐτή καθαυτή τήν ἰδέα τῆς ἀλλαγῆς.
Διότι ὅλη ἡ ἀλλαγή εἶναι ἡ ἀλλαγή κάτινος: ἡ ἀλλαγή προϋποθέτει κάτι πού ἀλλάζει. Προϋποθέτει δέ ὅτι, ἐνῶ ἀλλάζει, τό κάτι αὐτό πρέπει νά παραμένει τό ἴδιο. Μπορεῖ νά λέμε ὅτι ἕνα πράσινο φύλλο ἀλλάζει ὅταν κιτρινίζει· δέν λέμε ὅμως ὅτι τό πράσινο φύλλο ἀλλάζει ὅταν τό ἀντικαθιστοῦμε μέ ἕνα κίτρινο φύλλο. Εἶναι οὐσιαστικό στήν ἰδέα τῆς ἀλλαγῆς ὅτι τό πράγμα πού ἀλλάζει διατηρεῖ τήν ταυτότητά του ἐνῶ ἀλλάζει. Καί ὡστόσο πρέπει νά γίνει κάτι ἄλλο: ἦταν πράσινο, καί γίνεται κίτρινο· ἦταν χλωρό, καί γίνεται ξερό· ἦταν ζεστό καί γίνεται κρύο.
Ἔτσι, κάθε ἀλλαγή εἶναι ἡ μετάβαση ἑνός πράγματος σέ κάτι μέ, κατά κάποιο τρόπο, ἀντίθετες ποιότητες (ὅπως εἶχαν δεῖϊ ὁ Ἀναξιμένης καί ὁ Ἀναξίμανδρος). Καί ὡστόσο, ἐνῶ μεταβάλλεται, τό μεταβαλλόμενον πράγμα πρέπει νά παραμένει ταυτόσημο μέ τόν ἑαυτό του.
Αὐτό εἶναι τό πρόβλημα τῆς ἀλλαγῆς. Ὁδήγησε τόν Ἡράκλειτο σέ μιά θεωρία (μερικῶς προκαταλαμβάνοντας τόν Παρμενίδη) ἡ ὁποία διακρίνει μεταξύ πράγματικότητος καί ἐμφανίσεως. «Ἡ πραγματική φύση τῶν πραγμάτων θέλει νά κρύβεται. Μιά ἀφανής ἁρμονία εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό μιά ἐμφανῆ». Τά πράγματα φαινομενικῶς (καί γιά μᾶς) εἶναι ἀντίθετα, ἀλλά στήν πραγματικότητα (καί γιά τό Θεό) εἶναι τά ἴδια.
Ζωή καί θάνατος, ξύπνιος καί κοιμισμένος, νέος καί γέρος, ὅλα αὐτά εἶναι τά ἴδια... διότι τό ἕνα περιστρεφόμενο εἶναι τό ἄλλο, τό ἄλλο δέ περιστρεφόμενο εἶναι τό πρῶτο... Τό μονοπάτι πού ὁδηγεῖ πρός τά πάνω καί τό μονοπάτι πού ὁδηγεῖ πρός τά κάτω εἶναι τό ἴδιο μονοπάτι... Τό καλό καί τό κακό εἶναι ταυτόσημα... Γιά τό Θεό ὅλα τά πράγματα εἶναι ὡραῖα καί καλά καί δίκαια, οἱ ἄνθρωποι ὅμως θεωροῦν δεδομένο ὅτι μερικά πράγματα εἶναι ἄδικα καί ἄλλα ὅτι εἶναι δίκαια... Δέν εἶναι στή φύση ἤ στό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου νά κατέχει τήν ἀληθή γνώση, ἐνῶ εἶναι στή θεία φύση.
Ἔτσι, στήν πραγματικότητα (καί γιά τό Θεό) τά ἀντίθετα εἶναι ταυτόσημα· μόνο στόν ἄνθρωπο ἐμφανίζονται ὡς μή-ταυτοτικά. Καί ὅλα τά πράγματα εἶναι ἕνα - εἶναι ὅλα μέρος τῆς πορείας τοῦ κόσμου, τῆς αἰώνιας φωτιᾶς.
Ἡ θεωρία αὐτή τῆς ἀλλαγῆς ἐπικαλεῖται τόν «ἀληθή λόγο», τή λογική· τίποτα δέν εἶναι περισσότερο πραγματικό γιά τόν Ἡράκλειτο ἀπό τήν ἀλλαγή. Ὡστόσο, τό δόγμα του γιά τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου, γιά τήν ταυτότητα τῶν ἀντίθετων καί γιά τό φαινόμενο καί τήν πραγματικότητα ἀπειλεῖ τό δόγμα του τῆς πραγματικότητας τῆς ἀλλαγῆς.
Διότι ἀλλαγή εἶναι ἡ μετάβαση ἀπό τό ἕνα ἀντίθετο στό ἄλλο. Ἔτσι, ἄν στήν πραγματικότητα τά ἀντίθετα εἶναι ταυτόσημα, μολονότι ἐμφανίζονται διαφορετικά, τότε ἡ ἴδια ἡ ἀλλαγή θά μποροῦσε νάναι μόνο φαινομενική. Ἄν στήν πραγματικότητα, καί γιά τό Θεό, ὅλα τά πράγματα εἶναι ἕνα, θά μποροῦσε, στήν πραγματικότητα, νά μήν ὑπάρχει καμιά ἀλλαγή.
Ἡ συνέπεια αὐτή σκιαγραφήθηκε ἀπό τόν Παρμενίδη, τό μαθητή (κατά τόν Burnet καί ἄλλους) τοῦ μονοθεϊστή Ξενοφάνη ὁ ὁποῖος εἶπε περί τοῦ ἑνός Θεοῦ: «Παραμένει πάντοτε στήν αὐτή θέση, δέν κινεῖται ποτέ. Δέν ἁρμόζει. Αὐτός νά πηγαίνει σέ διαφορετικές θέσεις κατά διαφορετικούς χρόνους... Δέν εἶναι κατά κανένα τρόπο ἴδιος μέ τούς θνητούς, οὔτε κατά τό σῶμα οὔτε κατά τή σκέψη».
Ὅ μαθητής τοῦ Ξενοφάνη, Παρμενίδης, δίδαξε ὅτι ὁ πραγματικός κόσμος ἦταν ἕνας, καί ὅτι παρέμενε πάντοτε στήν αὐτή θέση, μή μετακινούμενος ποτέ. Δέν ἅρμοζε νά πηγαίνει σέ διαφορετικές θέσεις κατά διαφορετικούς χρόνους. Δέν ἐμοίαζε κατά κανένα τρόπο μ’ ὅτι ἐμφανίζονταν πῶς εἶναι στούς θνητούς. Ὁ κόσμος ἦταν ἕνας, ἕνα ἀδιαίρετο ὅλο, χωρίς μέρη, ὁμοιογενές καί ἀκίνητο: ἥ κίνηση ἦταν ἀδύνατη σ’ ἕνα τέτοιο κόσμο. Στήν πραγματικότητα, δέν ὑπῆρχε καμιά ἀλλαγή. Ὁ κόσμος τῆς ἀλλαγῆς ἦταν μιά αὐταπάτη.
Ὁ Παρμενίδης βάσιζε τή θεωρία αὐτή μίας ἀμετάβλητης πραγματικότητας πάνω σέ κάτι πού μοιάζει μέ λογική ἀπόδειξη· μιά ἀπόδειξη πού μπορεῖ νά παρουσιάζεται ὡς ἀπορρέουσα ἀπό μιά καί μόνη προκείμενη: «Ὅ,τι δέν εἶναι, δέν εἶναι». Ἀπ’ αὐτό μποροῦμε ν’ ἀντλήσουμε ὅτι τό τίποτα - ἐκεῖνο πού δέν εἶναι - δέν ὑπάρχει· ἕνα ἀποτέλεσμα τό ὁποῖο ὁ Παρμενίδης διερμηνεύει γιά νά πεῖ ὅτι τό κενό δέν ὑπάρχει. Ἔτσι, ὁ κόσμος εἶναι πλήρης: συνίσταται ἀπό ἕνα ἀδιαίρετο ὀγκόλιθο, ἐφ’ ὅσόν κάθε χωρισμός σέ μέρη θά μποροῦσε νά ὀφείλεται μόνο στό χωρισμό τῶν μερῶν ἀπό τό κενό. (Αὐτή εἶναι «ἡ ἀπόλυτα σφαιρική ἀλήθεια» τήν ὁποία ἀποκάλυψε ἡ θεά στόν Παρμενίδη). Στόν πλήρη αὐτό κόσμο δέν ὑπάρχει χῶρος γιά κίνηση.
Μόνον ἡ παραπλανητική πίστη στήν πραγματικότητα τῶν ἀντίθετων - ἡ πίστη ὅτι δέν ὑπάρχει μόνο αὐτό πού εἶναι ἀλλά ἐπίσης καί αὐτό πού δέν εἶναι - ὁδηγεῖ στήν αὐταπάτη ἑνός κόσμου ἀλλαγῆς.
Ἡ θεωρία τοῦ Παρμενίδη μπορεῖ νά περιγραφεῖ ὡς ἡ πρώτη ὑποθετικό-ἀπαγωγική θεωρία τοῦ κόσμου. Οἱ ἀτομισταί τήν προσέλαβαν ἔτσι· καί βεβαίωναν ὅτι ἀναιρεῖΐται ἀπό τήν ἐμπειρία, ἀφοῦ ἡ κίνηση πράγματι ὑπάρχει. Δεχόμενοι τήν τυπική ἰσχύ τοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ Παρμενίδη, συνεπέραναν ἀπό τό ἐσφαλμένο πόρισμά του τήν ἐσφαλμένη του προκείμενη. Αὐτό ὅμως σήμαινε ὅτι τό τίποτα - τό κενό, ἤ ἄδειο διαστημα - ὑπῆρχε. Συνεπῶς δέν ὑπῆρχε τώρα καμια ἀνάγκη νά θεωροῦμε δεδομένο ὅτι «αὐτό πού εἶναι» - τό πλῆρες, αὐτό πού πληρεῖ κάποιο μέρος τοῦ χώρου - δέν εἶχε μέρη - διότι τά μέρη του θά μποροῦσαν τώρα νά χωρισθοῦν ἀπό τό κενό. Ἔτσι, ὑπάρχουν πολλά μέρη, τό καθένα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι «πλῆρες»: ὑπάρχουν πλήρη σωματίδια στόν κόσμο, χωρισμένα ἀπό τόν ἄδειο χῶρο, καί ἱκανά νά κινηθοῦν στόν ἄδειο χῶρο, πού τό καθένα ἀπ’ αὐτά εἶναι «πλῆρες», ἀκέραιο, ἀδιαίρετο καί ἀμετάβλητο. Ἔτσι ὅ,τι ὕπάρχει εἶναι ἄτομα καί τό κενό. Μ’ αὐτό τόν τρόπο οἱ ἀτομισταί ἔφθασαν στή θεωρία τῆς ἀλλαγῆς - μιά θεωρία πού κυριαρχοῦσε στήν ἐπιστημονική σκέψη ὡς τό 1900. Εἶναι ἡ θεωρία ὅτι κάθε ἀλλαγή, καί ἰδιαιτέρως κάθε ποιοτική ἀλλαγή, πρέπει νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τήν ἐν χώρῳ κίνηση τῶν ἀμετάβλητων σωματιδίων ὕλης - ἀπό ἄτομα κινούμενα στό κενό.
Τό ἑπόμενο μεγάλο βῆμα στήν κοσμολογία μας καί στή θεωρία τῆς ἀλλαγῆς ἔγινε ὅταν ὁ Maxwell, ἀναπτύσσοντας ὁρισμένες ἰδέες τοῦ Faraday, ἀντικατέστησε τή θεωρία αὐτή μέ μιά θεωρία ἀλλαγῆς τῶν ἐντάσεων τῶν πεδίων.
Σκιαγράφησα τήν ἱστορία τῆς Προσωκρατικῆς θεωρίας τῆς ἀλλαγῆς, ὅπως τή βλέπω ἐγώ. Φυσικά ἔχω ὑπ’ ὄψη μου τό γεγονός ὅτι ἡ ἱστορία μου (ἡ ὁποία βασίζεται στόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη καί τή δοξογραφική παράδοση) συγκρούεται σέ πολλά σημεῖα μέ τίς ἀπόψεις μερικῶν εἰδικῶν, Ἄγγλων καθώς καί Γερμανῶν, καί εἰδικά μέ τίς ἀπόψεις ποῦ ἐκφράζουν οἱ G.S. Kirk καί J.E. Raven στό βιβλίο τούς The Presocratic Philosophers, 1957. Φυσικά, δέν μπορῶ να ἐξετάσω ἐδῶ λεπτομερῶς τά ἐπιχειρήματά τους, καί ἰδιαιτέρως τίς λεπτομερεῖς ἐξηγήσεις τους τῶν διαφόρων χωρίων μερικές ἀπό τίς ὁποῖες σχετίζονται μέ τίς διαφορές μεταξύ τῶν δικῶν τούς ἑρμηνειῶν καί τῆς δικῆς μου. (Βλέπε, γιά παράδειγμα, τή συζήτηση Kirk καί Raven στό ἐρώτημα κατά πόσον ὑπάρχει ἀναφορά τοῦ Ἡράκλειτου στόν Παρμενίδη· cf. τή σημείωσή τους 1 στίς σσ. 193 καί ἔπ., καί σήμ. 1 στή σ. 272). Θέλω ὅμως νά πῶ ὅτι ἐξέτασα τά ἐπιχειρήματά τους καί τά βρῆκα μή πειστικά καί συχνά ἐντελῶς ἀπαράδεκτά.
Θ’ ἀναφέρω ἐδῶ μόνο μερικά σημεῖα ὅσον ἀφορᾶ στόν Ἡράκλειτο (μολονότι ὑπάρχουν καί ἄλλα σημεῖα ἴσης σπουδαιότητας, ὅπως τά σχόλιά τους στόν Παρμενίδη).
Ἡ παραδοσιακή ἄποψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό κεντρικό δόγμα τοῦ Ἡράκλειτου ἦταν ὅτι ὅλα τά πράγματα εἶναι ἐν ροῇ, πολεμήθηκε ἀπό τόν Burnet πρίν ἀπό σαράντα χρόνια. Τό κύριο ἐπιχείρημά του (τό ὁποῖϊο συζήτησα ἐν ἐκτάσει στή σημείωση 2 τοῦ κέφ. 2 τῆς Open Society) ἦταν ὅτι ἡ θεωρία τῆς ἀλλαγῆς δέν ἦταν νέα, καί ὅτι μόνο ἕνα καινούργιο μήνυμα θά μποροῦσε νά ἐξηγήσει τήν ἐπιτακτικότητα μέ τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἡράκλειτος. Τό ἐπιχείρημα αὐτό ἐπαναλαμβάνεται ἀπό τους Kirk καί Raven ὅταν γράφουν (σσ. 186 καί ἔπ.): «Ὅλοι ὅμως οἱ Προσωκρατικοί στοχασταί ἦταν κατάπληκτοι ἀπό τήν κυριαρχία τῆς ἀλλαγῆς στόν κόσμο τῆς ἐμπειρίας μας». Γύρω ἀπό τήν τάση αὐτή ἔλεγα στό βιβλίο μου Open Society: Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἰσηγοῦνται... ὅτι τό δόγμα τῆς καθολικῆς ροῆς δέν ἦταν νέο..., αἰσθάνομαι, πώς εἶναι ἀθέλητοι μάρτυρες τῆς γνησιότητας τοῦ Ἡράκλειτου, διότι, τώρα, μετά από 2400 χρόνια, δεν καταφέρνουν νά συλλάβουν τό κύριο σημεῖο του». Μέ λίγα λόγια, δέν βλέπουν τή διαφορά ἀνάμεσα στό μήνυμα τῶν Μιλησίων «ὑπάρχει μιά φωτιά στό σπίτι», καί τό κάπως ἐπιτακτικότερο μήνυμα τοῦ Ἡρακλείτου «τό σπίτι καίγεται». Μιά σιωπηρή ἀπάντηση στήν κριτική αὐτή μπορεῖ νά βρεῖ κανείς στή σ. 197 τοῦ βιβλίου τῶν Kirk καί Raven, ὅπου γράφουν: «Μπορεῖ, πράγματι, νά σκέφθηκε ὁ Ἡράκλειτος ὅτι ἕνας βράχος ἤ ἕνας μπρούτζινος λέβης, γιά παράδειγμα, ὑφίστατο συνεχῶς ἀόρατες ἀλλαγές τοῦ ὑλικοῦ; Ἴσως - τίποτε ὅμως δέν λέει στά σωζόμενα ἀποσπάσματα ὅτι τό σκέφθηκε». Εἶναι ὅμως ἔτσι; Τά σωζόμενα ἀποσπάσματα τοῦ Ἡράκλειτου γύρω ἀπό τή φωτιά (Kirk καί Raven, Ἀπόσπ. 220-2) ἑρμηνεύονται ἀπό τους ἴδιους τους Kirk καί Raven ὡς ἑξῆς (σ. 200): «Ἡ φωτιά εἶναι ἡ ἀρχετυπική μορφή τῆς ὕλης». Τώρα, δέν εἶμαι διόλου σίγουρος τί σημαίνει ἐδῶ «ἀρχετυπική» (ἰδιαιτέρως ἔχοντας ὑπ’ ὄφιν το γεγονός ὅτι λίγες γραμμές πιό κάτω διαβάζουμε, «Κοσμογονία... δέν πρόκειται νά βρεθεῖ στόν Ἡράκλειτο»). Ἀλλά ὁτιδήποτε καί νά σημαίνει «ἀρχετυπικόν», εἶναι σαφές ὅτι σέ μιά περίπτωση γίνεται δεκτό ὅτι ὁ Ἡράκλειτος λέει στά σωζόμενα ἀποσπάσματα ὅτι ὁλόκληρη ἡ ὕλη εἶναι κατά κάποιο τρόπο (εἴτε ἀρχετυπικῶς εἴτε ἄλλως) φωτιά, καί λέει ἐπίσης ὅτι ὅλη ἡ ὕλη, ὅπως ἡ φωτιά, εἶναι μιά πορεία· αὐτή ἀκριβῶς ἡ θεωρία εἶναι πού δέν ἀναγνωρίζεται στόν Ἡράκλειτο ἀπό τους Kirk καί Raven.
Ἀμέσως μετά, ἀφοῦ ποῦν ὅτι «τίποτα στά σωζόμενα ἀποσπάσματα δέν εἰσηγεῖται» ὅτι ὁ Ἠράκλειτος πίστευε στίς συνεχεῖς ἀόρατες ἀλλαγές, οἱ Kirk καί Raven κάνουν τήν ἀκόλουθη μεθοδολογική παρατήρηση: «Δέν μπορεῖ νά τονισθεῖ μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση ὅτι [στά κείμενα] πρίν ἀπό τόν Παρμενίδη καί τήν ἐμφανῆ ἀπόδειξή του δτί οἱ αἰσθήσεις ἦταν ἐντελῶς παραπλανητικές... κατάφωρες ἀπομακρύνσεις ἀπό τόν κοινό νοῦ πρέπει νάναι ἀποδεκτές μόνον ὅταν ἡ μαρτυρία γι’ αὐτές εἶναι ἐξαιρετικά ἰσχυρή». Αὐτό προορίζεται νά σημαίνει ὅτι τό δόγμα περί τῶν σωμάτων (οἱασδήποτε οὐσίας) πού ὑφίστανται σταθερῶς ἀόρατες ἀλλαγές ἀντιπροσωπεύει μιά κατάφωρη ἀπομάκρυνση ἀπό τόν κοινό νοῦ, μιά ἀπομάκρυνση πού δέν ὀφείλει κανείς νά περιμένει στόν Ἡράκλειτο.
Ἀλλά γιά ν’ ἀναφέρω τόν Ἡράκλειτο: «Αὐτός πού δέν προσδοκᾶ τό ἀπροσδόκητο δέν θά τό ἐντοπίσει: θά μείνει γι’ αὐτόν ἀπαρατήρητο καί ἀπλησίαστο» (DK. Β 18). Στήν πραγματικότητα, τό τελευταῖο ἐπιχείρημα τῶν Kirk καί Raven εἶναι σέ πολλά ἐπίπεδα ἄκυρο. Πολύ πρίν ἀπό τόν Παρμενίδη βρίσκουμε ἰδέες πολύ ἀπομακρυσμένες ἀπό τόν κοινό νοῦ στούς Ἀναξίμανδρο, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη καί ἰδιαιτέρως στόν Ἡράκλειτο. Πράγματι ἡ εἰσήγηση, ὅτι θάπρεπε νά ἐξετάσουμε τήν ἱστορικότητα τῶν ἰδεῶν πού ἀποδίδονται στόν Ἡράκλειτο - ὅπως θά μπορούσαμε πράγματι νά ἐξετάσουμε τήν ἱστορικότητα ἐκείνων πού ἀποδίδονται στόν Ἀναξιμένη - μέ τά μέτρα τοῦ «κοινοῦ νοῦ», προκαλεῖ μιά μικρή ἔκπληξη (ὁτιδήποτε καί νά σημαίνει ἐδῶ τό «κοινός νοῦς»). Διότι ἡ εἰσήγηση αὐτή ἔρχεται σ’ ἀντίθεση ὄχι μόνο μέ τό περίφημο δυσνόητο τοῦ Ἡράκλειτου καί τό χρησμικό, ὕφος, κάτι πού ἐπικυρώνουν οἱ Kirk καί Raven, ἀλλά ἐπίσης καί μέ τό φλογερό του ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀντινομία καί τό παράδοξο. Τό τελευταῖο δέ, ἀλλά ὄχι πιό ἀσήμαντο, εἶναι ὅτι ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό δόγμα (κατά τήν ἄποψή μου ἐντελῶς ἀνόητα) πού οἱ Kirk καί Raven ἀποδίδουν στόν Ἡράκλειτο (τά πλάγια δικά μου): «... ὅτι οἵ φυσικές ἄλλαγες ὄλωντων εἰδῶν [καί, ἑπομένως, ἐπίσης οἵ σεισμοί καί οἱ μεγάλες φωτιές] εἶναι κανονικές καί ἰσόρροπες, καί ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἰσορροπίας αὐτῆς εἶναι ἡ φωτιά, τό κοινό συστατικό τῶν πραγμάτων πού χαρακτηρίστηκε ἐπίσης καί ὁ Λόγος τους». Ἀλλά γιατί, ἐρωτῶ, θάπρεπε ἡ φωτιά νάναι «ἡ αἰτία» ὁποιοσδήποτε ἰσορροπίας – εἴτε αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας εἴτε ὁποιαοσδήποτε ἄλλης; Καί ποῦ λέει ὁ Ἡράκλειτος τέτοια πράγματα; Πράγματι, ἄν αὐτή ὑπῆρξε ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἡράκλειτου, τότε δέν βλέπω κανένα λόγο νά ἐνδιαφερθεῖ κανείς γι’ αὐτήν ἐν πάση περιπτώσει, θάταν πολύ περισσότερο ἀπομακρυσμένη ἀπό τόν κοινό νοῦ (ὅπως τό βλέπω ἐγώ) ἀπ’ ὅσο ἡ ἐμπνευσμένη φιλοσοφία πού ἡ παράδοση ἀποδίδει στόν Ἡράκλειτο καί ἡ ὁποία, ἐν ὀνόματι τοῦ κοινοῦ νοῦ, ἀπορρίπτεται ἀπό τους Kirk καί Raven
Τό ἀποφασιστικό ὅμως σημεῖο εἶναι, φυσικά, ὅτι ἡ ἐπνευσμένη αὐτή φιλοσοφία εἶναι ἀληθής, ἀπ’ ὅσο ξέρουμε. Μέ τήν ἀπόκοσμη διόρασή του ὁ Ἠράκλειτος εἶδε ὅτι τά πράγματα εἶναι διαδικασίες, ὅτι τά σώματά μας εἶναι φλόγες, ὅτι ἕνας βράχος ἤ ἕνας μπρούτζινος λέβητας... ὑφίστατο σταθερῶς ἀόρατες ἀλλαγές». Οἱ Kirk καί Raven λέγουν (σ. 197, σήμ. 1 τό ἐπιχείρημα διαβάζεται σάν μιά ἀπάντηση στό Μέλισσο): «Κάθε φορᾶ ποῦ τό δάκτυλο τρίβεται, ἐξαλείφει μιά ἀόρατη ποσότητα σιδήρου· ὡστόσο ὅταν δέν τρίβεται, τί λόγος ὑπάρχει νά σκέπτεται κανείς ὅτι τό σίδερο συνεχίζει ν’ ἀλλάζει;» Ὁ λόγος εἶναι ὅτι τρίβεται ὁ ἀέερας, καί ὅτι ἀέρας ὑπάρχει πάντοτε· ἤ ὅτι τό σίδερο μετατρέπεται ἀοράτως σέ σκουριά - μέ τήν ὀξίδωση, καί τοῦτο σημαίνει μέ σιγανή καύση· ἤ ὅτι τό παλιό σίδερο φαίνεται διαφορετικό ἀπό τό καινούργιο, ἀκριβῶς ὅπως ἕνας γέρος φαίνεται διαφορετικός ἀπό ἕνα παιδί (cf. DK, Β 88). Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡράκλειτου, ὅπως δείχνουν τά σωζόμενα αποσπάσματα.
Εἰσηγοῦμαι ὅτι ἡ μεθοδολογική ἀρχή τῶν Kirk καί Raven «ὅτι κατάφωρες ἀπομακρύνσεις ἀπό τόν κοινό νοῦ πρέπει νά εἶναι ἀποδεκτές μόνο ὅταν οἱ μαρτυρίες εἶναι ἐξαιρετικῶς ἰσχυρές» θά μποροῦσε ν’ ἀντικατασταθεῖ ἀπό τή σαφέστερη καί σημαντικότερη ἀρχή ὅτι κατάφωρες ἀπομακρύνσεις ἀπό τήν ἱστορική παράδοση πρέπει νά εἶναι ἀποδεκτές μόνο ὅταν οἱ μαρτυρίες εἶναι ἐξαιρετικῶς ἰσχυρές. Αὐτό, πράγματι, εἶναι μιά καθολική ἀρχή ταῆς ἱστοριογραφίας. Χωρίς αὐτήν ἡ ἱστορία θάταν ἀδύνατος. Ὡστόσο βιάζεται συνεχῶς ἀπό τους Kirk καί Raven: ὅταν, γιά παράδειγμα, προσπαθοῦν νά καταστήσουν ὕποπτη τή μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, μέ ἐπιχειρήματα πού εἶναι μερικῶς κυκλικά καί μερικῶς (ὅπως ἐκεῖνο περί τοῦ κοινοῦ νοῦ) σέ ἀντίφαση πρός τήν ἴδια τους τήν ἱστορία. Καί ὅταν λένε ὅτι «φαίνεται πώς ἐλάχιστη σοβαρή προσπάθεια ἔγινε ἀπό τούς Ἀριστοτέλη καί Πλάτωνα γιά νά διεισδύσουν στό πραγματικό του νόημα [δήλ. τοῦ Ἡράκλειτου]» τότε μπορῶ μόνο νά πῶ ὅτι ἡ φιλοσοφία πού διαγράφεται ἀπό τους Πλάτωνα καί Ἀριστοτέλη μοῦ φαίνεται μιά φιλοσοφία πού ἔχει πραγματικό νόημα καί πραγματικό βάθος. Εἶναι μιά φιλοσοφία ἄξια ἑνός μεγάλου φιλοσόφου. Ποιός, ἄν ὄχι ὁ Ἡράκλειτος, ἦταν ὁ μεγάλος στοχαστής πού πρῶτος συνειδητοποίησε ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι φλόγες καί τά πράγματα διαδικασίες; Πρέπει ἄραγε νά πιστέψουμε πράγματι ὅτι ἡ μεγάλη αὔτη φιλοσοφία ἦταν μιά «μετα-Ηρακλείτιος» ὑπερβολή (σ. 197), καί ὅτι μπορεῖ νά εἶχε εἰσηγηθεῖ στον Πλάτωνα, «εἰδικά, ἴσως, ἀπό τόν Κρατύλο»; Ποιός, ἐρωτῶ, ἦταν αὐτός ὁ ἄγνωστος φιλόσοφος - ἴσως ὁ μέγιστος καί ὁ πιό θαρραλέος στοχαστής ἀνάμεσα στούς Προσωκρατικούς; Ποιός ἦταν, ἄν ὄχι ὅ Ηράκλειτος;
XI
Ἡ πρώιμη ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, εἰδικά ἡ ἱστορία ἀπό τό Θαλῆ στόν Πλάτωνα, εἶναι μιά θαυμαστή ἱστορία. Σχεδόν εἶναι πολύ ὡραία γιά νά εἶναι ἀληθινή. Σέ κάθε γενεά βρίσκουμε τουλάχιστον μιά νέα φιλοσοφία, μιά νέα κοσμολογία καταπληκτικῆς πηγαιότητας καί βάθους. Πῶς ἦταν αὐτό δυνατόν; Φυσικά δέν μπορεΐ κανείς νά ἐξηγήσει τήν πηγαιότητα καί τήν ἰδιοφυία. Μπορεῖ ὅμως νά ρίξει ἐπάνω τους κάποιο φῶς. Ποιό ἦταν τό μυστικό τῶν ἀρχαίων; Προτείνω πώς αὐτό ἦταν ἡ παράδοση - ἡ παράδοση τῆς κριτικῆς συζητήσεως.
Θά προσπαθήσω νά τοποθετήσω τό πρόβλημα ὀξύτερα. Σέ ὅλους ἤ σχεδόν σέ ὅλους τους πολιτισμούς βρίσκουμε κάτι ποῦ μοιάζει μέ θρησκευτική καί κοσμολογική διδασκαλία, καί σέ πολλές κοινωνίες βρίσκουμε σχολές. Τώρα, οἱ σχολές, εἰδικά οἱ πρωτόγονες σχολές, φαίνεται πῶς ὅλες ἔχουν μιά χαρακτηριστική δομή καί λειτουργία. Μακριά ἀπό τοῦ νά εἶναι τόποι κριτικῆς συζητήσεως τό θεωροῦν χρέος τους νά μεταδώσουν ἕνα ὁρισμένο δόγμα, καί νά τό διατηρήσουν, καθαρό καί ἀναλλοίωτο. Εἶναι χρέος μίας σχολῆς νά παραδώσει τήν παράδοση, τό δόγμα τοῦ ἰδρυτοῦ της, τοῦ πρώτου της διδάσκαλου, στή νέα γενεά, καί γιά τό σκοπό αὐτό τό σημαντικότερο πράγμα εἶναι νά κρατηθεῖ τό δόγμα ἀπαραβίαστο. Μία σχολή τοῦ εἴδους αὐτοῦ δέν παραδέχεται ποτέ μιά νέα ἰδέα. Οἱ νέες ἰδέες εἶναι αἱρέσεις, καί ὁδηγοῦν σέ σχίσματα· τυχόν μέλος τῆς σχολῆς πού προσπαθοῦσε ν’ ἀλλάξει τό δόγμα, ἐκδιώκεται κατόπιν ὡς αἱρετικός. Ἀλλά ὁ αἱρετικός διεκδικεῖ, κατά κανόνα, ὅτι οἱ δικές του ἰδέες εἶναι τό πραγματικό δόγμα τοῦ ἱδρυταῆ. Ἔτσι οὔτε κάν ὁ ἐφευρέτης παραδέχεται ὅτι ἔχει εἰσάγει μιάν ἐφεύρεση· πιστεύει, μᾶλλον, ὅτι ἐπιστρέφει στήν ἀληθινή ὀρθοδοξία ἡ ὁποία κατά κάποιο τρόπο ἔχει διαστραφεῖ.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὅλες οἱ ἀλλαγές τοῦ δόγματος - ἄν ὑπάρχουν - εἶναι λαθραῖες. Ὅλες παρουσιάζονται ὡς ἐπανατοποθετήσεις τῶν ἀληθῶν ρήσεων τοῦ διδασκάλου, τῶν δικῶν του λόγων, τοῦ δικοῦ του νοήματος, τῶν δικῶν του προθέσεων.
Εἶναι σαφές ὅτί σέ μιά σχολή τοῦ εἴδους αὐτοῦ δέν μποροῦμε νά περιμένουμε νά βροῦμε μιά ἱστορία ἰδεῶν, ἤ ἀκόμη καί τό ὑλικό γιά μιά τέτοια ἱστορία. Διότι οἱ νέες ἰδέες δέν εἶναι δεκτόν ὅτι εἶναι νέες. Τά πάντα ἀποδίδονται στό διδάσκαλο. Ὅ,τι μποροῦμε νά ἀνακατασκευάσουμε εἶναι μιά ἱστορία σχισμάτων, καί ἴσως μιά ἱστορία ὑπερασπίσεως ὁρισμένων δογμάτων ἐναντίον τῶν αιρετικών.
Δέν μπορεῖ, φυσικά, νά ὑπάρξει ὁποιαδήποτε λογική συζήτηση σέ μιά σχολή αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ νά ὑπάρξουν ἐπιχειρήματα ἐναντίον διαφω- νούντων καί αἱρετικῶν, ἤ ἐναντίον μερικῶν ἀνταγωνιστικῶν σχολῶν. Ἀλλά ὡς ἐπί τό πλεῖστον εἶναι μέ τόν ἰσχυρισμό, τό δόγμα καί τήν καταδίκη μᾶλλον παρά μέ τό ἐπιχείρημα πού ὑπερασπίζεται τό δόγμα.
Τό μεγάλο παράδειγμα μιᾶς σχολῆς τοῦ εἴδους αὐτοῦ μεταξύ τῶν ἑλληνικῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν εἶναι ἡ ἰταλική σχολή πού ἵδρυσε ὁ Πυθαγόρας.
Συγκρινόμευη μέ τήν Ἰωνική σχολή, ἤ μ’ ἐκείνη τῶν Ἐλεατῶν, εἶχε τό χαρακτήρα ἑνός θρησκευτικοῦ τάγματος μ’ ἕνα χαρακτηριστικό τρόπο ζωῆς κι ἕνα μυστικό δόγμα. Ἡ Ἱστορία ὅτι ἕνα μέλος, ὁ Ἵππασος ὁ Μεταπόντιος, πνίγηκε στή θάλασσα διότι ἀποκάλυφε τό μυστικό τοῦ παραλόγου ὁρισμένων τετραγωνικῶν ριζῶν, εἶναι χαρακτηριστική της ἀτμόσφαιρας ποῦ περιέβαλε τήν πυθαγόρεια σχολή, εἴτε ὑπάρχει εἴτε δέν ὑπάρχει κάποια ἀλήθεια στήν ἱστορία αὐτή.
Μεταξύ ὅμως τῶν Ἑλληνικῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν οἱ πρῶτοι Πυθαγόριοι ὑπῆρξαν μιά ἐξαίρεση. Ἀφήνοντας τους κατά μέρος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν, εἶναι ἐντυπωσιακά διαφορετικός ἀπό τό δογματικό τύπο τῆς σχολῆς πού περιγράφεται ἐδῶ. Αὐτό τό ἔδειξα μ’ ἕνα παράδειγμα: ἡ ἱστορία τοῦ προβλήματος τῆς ἀλλαγῆς πού παρουσίασα, εἶναι ἡ ἱστορία τῆς κριτικῆς διαμάχης, μίας λογικῆς συζητήσεως. Νέες ἰδέες προτείνονται ὡς τέτοιες, καί ἐμφανίζονται ὡς ἀποτέλεσμα ἀνοιχτῆς κριτικῆς. Ὑπάρχουν ἐλάχιστες, ἄν ὑπάρχουν καθόλου, λαθραῖες μεταβολές. Ἀντί της ἀνωνυμίας βρίσκουμε μιά ἱστορία ἰδεῶν καί ἐκείνων πού τίς γέννησαν.
Ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα μοναδικό φαινόμενο, καί εἶναι στενῶς συνδεδεμένο μέ τήν ἐκπληκτική ἐλευθερία καί δημιουργία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Πῶς μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε τό φαινόμενο αὖτο; Αὐτό ποῦ πρέπει νά ἐξηγήσουμε εἶναι τή ρίζα, μίας παραδόσεως. Εἶναι μιά παράδοση ποῦ ἐπιτρέπει ἤ ἐνθαρρύνει κριτικές συζητήσεις μεταξύ διαφόρων σχολῶν καί, ἀκόμα ἐκπληκτικότερο, μέσα στήν ἴδια καί τήν αὐτή σχολή. Διότι πουθενά ἐκτός της Πυθαγόρειας σχολῆς, δέν βρίσκουμε μιά σχολή ἀφιερωμένη στή διατήρηση ἑνός δόγματος. Ἀντίθετα βρίσκουμε ἀλλαγές, νέες ἰδέες, τροπολογίες, καί ἀπροκάλυπτη κριτική τοΰ διδασκάλου.
(Στόν Παρμενίδη μέχρι πού βρίσκουμε, σέ πρώιμη χρονική περίοδο, ἕνα πολύ ἀξιοσημείωτο φαινόμενο - τό φαινόμενο ἑνός φιλοσόφου πού προτείνει δύο δόγματα, ἕνα πού λέει ὅτι εἶναι ἀληθές, καί ἕνα πού αὐτός ὁ ἴδιος περιγράφει ὡς ψευδές. Ὡστόσο καθιστᾶ τό ψευδές δόγμα ὄχι ἁπλῶς ἀντικείμενο καταδίκης ἤ κριτικῆς· μᾶλλον τό παρουσιάζει ὡς τήν καλύτερη δυνατή ἔκθεση τῆς ἀπατηλῆς σκέψεως τῶν θνητῶν, καί τοῦ ἁπλῶς φαινομενικοῦ κόσμου - τήν καλύτερη ἔκθεση πού μπορεῖ νά δώσει ἕνας θνητός).
Πῶς καί ποῦ ἱδρύθηκε ἡ κριτική αὐτή παράδοση; Αὐτό εἶναι ἕνα πρόβλημα πού ἀξίζει σοβαρή σκέψη. Τοῦτο εἶναι σίγουρο: ὁ Ξενοφάνης πού ἔφερε στήν Ἐλέα τήν ἰωνική παράδοση εἶχε πλήρη συνείδηση τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ δική του διδασκαλία ἦταν καθαρῶς εἰκοτολογία, καί ὅτι θά μποροῦσαν νά ἔλθουν ἄλλοι πού θά γνώριζαν καλύτερα, θά ἐπιστρέφω στό σημεῖο αὐτό στό ἑπόμενο καί τελευταῖο τμῆμα.
Ἄν ψάξουμε γιά τά πρῶτα σημάδια τῆς νέας αὐταῆς κριτικῆς στάσης, τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς τῆς σκέψης, ὁδηγούμεθα πίσω στήν κριτική τοῦ Ἀναξίμανδρου γιά τό Θαλῆ. Ἐδῶ βρίσκεται ἕνα ἐκπληκτικό γεγονός: ὁ Ἀναξίμανδρος κρίνει τό δάσκαλο καί συγγενῆ του, ἕναν ἀπό τους Ἑπτά Σοφούς, τόν ἱδρυτή τῆς Ἰωνικῆς σχολῆς. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἦταν μόνο περίπου δεκατέσσερα χρόνια νεώτερος ἀπό τό Θαλῆ, καί θά πρέπει νά εἶχε ἀναπτύξει τήν κριτική του καί τίς νέες του ἰδέες ὅταν ὁ δάσκαλός του βρισκόταν ἐν ζωῇ. (Φαίνεται πῶς πέθαναν μέσα σέ λίγα χρόνια ὅ ἕνας ἔπειτ’ ἀπό τόν ἄλλον). Δέν ὕπαρχει δμῶς κανένα ἴχνος στίς πηγές γιά μιά Ἱστορία διαφωνίας, καυγᾶ, ἤ ὁποιουδήποτε σχίσματος.
Τοῦτο σημαίνει, νομίζω, ὅτι ὁ Θαλῆς ἦταν ὁ ἱδρυτής τῆς νέας παράδοσης τῆς ἐλευθερίας - βασισμένης πάνω σέ μιά νέα σχέση ἀνάμεσα στό δάσκαλο καί τό μαθητη - καί ὁ ὁποῖος μέ τόν τρόπο αὐτό δημιούργησε ἕνα καινούργιο τύπο σχολῆς, ἐντελῶς διαφορετικόν ἀπό τή σχολή τῶν Πυθαγορείων. Φαίνεται πώς ἦταν ἱκανός ν’ ἀντέχει τήν κριτική. Καί κάτι περισσότερο, φαίνεται ὅτι δημιούργησε τήν παράδοση ὅτι ὀφείλουμε ν’ ἀντέχουμε τήν κριτική.
Ὡστόσο θέλω νά πιστεύω ὅτι ἔκανε κάτι ἀκόμη περισσότερο ἀπ’ αὐτό. Δέν μπορῶ νά φαντασθῶ μιά σχέση ἀνάμεσα στό δάσκαλο καί τό μαθητή στήν ὁποία ὁ δάσκαλος ἁπλῶς ὑφίσταται τήν κριτική χωρίς καί νά τήν ἐνθαρρύνει πραγματικά.
Δέν μοῦ φαίνεται δυνατόν ὅτι ἕνας μαθητής πού ἔχει ἐκπαιδευθεῖ στή δογματική στάση θά τολμοῦσε ποτέ νά ἐπικρίνει τό δόγμα (λιγότερο ἀπ’ ὅλα τό δόγμα ἑνός διάσημου σοφοῦ) καί νά ἐκφράσει τήν κριτική του. Μοῦ φαίνεται δέ μιά εὐκολότερη καί ἁπλούστερη ἐξήγηση τό νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ διδάσκαλος ἐνθάρρυνε τήν κριτική στάση - ἴσως ὄχι ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά μόνο ἀφοῦ ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ὀρθότητα μερικῶν ἐρωτημάτων πού ἔθεσε, χωρίς κριτική διάθεση, ὁ μαθητής.
Ὅπως καί νάναι, ἡ εἰκασία ὅτι ὁ Θαλής ἐνεργῶς ἐνεθάρρυνε τήν κριτική στούς μαθητές τοῦ θάταν μιά ἐξήγηση τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ κριτική στάση στό δόγμα τοῦ δασκάλου ἔγινε μέρος τῆς παραδόσεως τῆς Ἰωνικῆς σχολῆς. Θέλω νά πιστεύω ὅτι ὁ Θαλής ἦταν ὁ πρῶτος δάσκαλος ποῦ εἶπε στούς μαθητές του: «Ἔτσι βλέπω τά πράγματα - ἔτσι πιστεύω πώς εἶναι τά πράγματα. Προσπαθῆστε νά τελειοποιήσετε τή διδασκαλία μου». Σ’ ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι εἶναι «ἀνιστορικό» τό ν’ ἀποδίδεται αὐτή ἡ ἀντιδογματική στάση στό Θαλῆ, μπορεῖ καί πάλιν νά τούς θυμήσει κανείς τό γεγονός ὁτι μόνο δύο γενεές ἀργότερα βρίσκουμε μιά παρόμοια στάση συνειδητῶς καί σαφῶς διατυπωμένη στά ἀποσπάσματα τοῦ Ξενοφάνους). Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὑπάρχει τό ἱστορικό γεγονός ὅτί ἡ Ἰωνική σχολή ὑπῆρξε ἡ πρώτη στήν ὁποία οἱ μαθητές ἔκριναν τούς διδασκάλους τους, ἀπό τή μιά γενεά στήν ἄλλη. Ἐλάχιστη ἀμφιβολία μπορεῖ νά ὕπαρξει ὅτι ἡ ἑλληνική παράδοση τῆς φιλοσοφικῆς κριτικῆς ἔχει τήν κύρια πηγή της στήν Ἰωνία.
Ἦταν μιά ἀκαριαία καινοτομία. Σήμαινε μιά ρωγμή στή δογματική παράδοση ¨η ὁποία ἐπιτρέπει μόνο ἕνα δόγμα στή σχολή, καί τήν εἰσαγωγή στή θέση τῆς μίας παραδόσεως πού ἐπιτρέπει ἕναν πλουραλισμό δογμάτων τά ὁποῖα ὅλα προσπαθοῦν νά πλησιάσουν τήν ἀλήθεια μέσω τῆς κριτικῆς συζητήσεως.
Κατ’ αὐτό τόν τρόπο ὁδηγεῖ, σχεδόν ἀναγκαστικά, στή συνειδητοποίηση ὅτι οἱ προσπάθειές μας νά καταλάβουμε καί νά βροῦμε τήν ἀλήθεια δέν εἶναι τελειωτικές, ἀλλά ἀνοικτές στή βελτίωση· ὅτι ἡ γνώση μας, τό δόγμα μας, εῖναι κατ’ εἰκασίαν συνίσταται ἀπό εἰκασίες ἀπό ὑπόθεσεις μᾶλλον παρά ἀπό τελικές καί σίγουρες ἀλήθειες· καί ὅτι ἡ κριτική καί ἡ ἐλεύθερη συζήτηση εἶναι τά μόνα μέσα μας γιά νά φθάσουμε πλησιέστερα στήν ἀλήθεια. Κατ’ αὐτό τόν τρόπο ὁδηγεῖ στήν παράδοση τῶν θαρραλέων ὑποθέσεων καί τῆς ἐλεύθερης κριτικῆς, στήν παράδοση πού δημιούργησε τή λογική ἤ ἐπιστημονική στάση, καί μαζί μ’ αὐτό στό Δυτικό πολιτισμό μας, τό μόνο πολιτισμό πού βασίζεται πάνω στήν ἐπιστήμη (μολονότι φυσικά ὄχι μόνο ἐπάνω στήν ἐπιστήμη).
Στήν ἐλλογική αὐτή παράδοση δέν ἀπαγορεύονται οἱ θαρραλέες μεταβολές. Ἀντίθετα, ἡ καινοτομία ἐνθαρρύνεται, καί θεωρεῖται ἐπιτυχία, βελτίωση, ἄν βασίζεται πάνω στό ἀποτέλεσμα μίας κριτικῆς συζητήσεως τῶν προκατόχων της. Αὐτό καθαυτό τό θάρρος μίας καινοτομίας θαυμάζεται· διότι, μπορεῖ να ἐλεχθεῖ μέ τήν αὐστηρότητα τῆς κριτικῆς ἐξετάσεως. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού οἱ μεταβολές τοῦ δόγματος, κάθε ἄλλο παρά γίνονται λαθραία: παραδίδονται μαζί μέ τά παλαιότερα δόγματα καί τά ὀνόματα τῶν ἀνακαινιστῶν. Καί τό ὑλικό γιά μιά ἱστορία τῶν ἰδεῶν, γίνεται μέρος τῆς σχολῆς τῆς παραδόσεως.
Ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ἡ κριτική ἤ ἐλλογική παράδοση ἐπινοήθηκε ἅπαξ καί μόνον. Χάθηκε μετά ἀπό δύο ἤ τρεῖς αἰῶνες. Καί αὐτό ὀφείλεται ἴσως, στήν ἐμφάνιση τοῦ ἀριστοτέλειου δόγματος τῆς ἐπιστήμης, μιᾶς βεβαίας καί εὐαπόδεικτης γνώσεως (μιά ἀνάπτυξη τῆς Ἐλεατικῆς καί Ἡρακλείτιας διακρίσεως μεταξύ βεβαίας ἀλήθειας καί ἁπλῆς εἰκασίας). Ἀνακαλύφθηκε ἐκ νέου καί ἀναζωογονήθηκε συνειδητά στήν Ἀναγέννηση, ἰδιαιτέρως ἀπό τό Γαλιλαῖο.
XII
Ἔρχομαι τώρα στήν τελευταία καί πιό κεντρική διαφωνία μου. Εἶναι τούτη. Ἡ ἐλλογική παράδοση, ἡ παράδοση τῆς κριτικῆς συζητήσεως, ἀντιπροσωπεύει τό μόνο ἐφικτό τρόπο ἐπεκτάσεως τῆς γνώσεώς μας – εἰκοτολογικῆς ἤ ὑποθετικῆς γνώσεως, φυσικά. Δέν ὑπάρχει κανένας ἄλλος τρόπος. Εἰδικότερα, δέν ὑπάρχει κανένας ἄλλος τρόπος ποῦ ν’ ἀρχίζει ἀπό τήν παρατήρηση ἤ τό πείραμα. Στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης οἱ παρατηρήσεις καί τά πειράματα παίζουν μόνο τό ρόλο τῶν κριτικῶν ἐπιχειρημάτων. Καί παίζουν αὐτό τό ρόλο δίπλα μέ ἄλλα, μή-σχολαστικά, ἐπιχειρήματα. Εἶναι ἕνας ρόλος σημαντικός· ἀλλά ἡ σημασία τῶν παρατηρήσεων καί τῶν πειραμάτων ἐξαρτᾶται ἐντελῶς ἀπό τό ἐρώτημα κατά πόσον μποροῦν νά χρησιμοποιοῦνται γιά νά κρίνουν θεωρίες.
Σύμφωνα μέ τή θεωρία τῆς γνώσεως πού σκιαγραφεῖται ἐδῶ, ὑπάρχουν κυρίως μόνον δύο τρόποι μέ τούς ὁποίους κάποιες θεωρίες μποροῦν νάναι ἀνώτερες ἀπό ἄλλες: μποροῦν νά ἐξηγήσουν περισσότερα· καί μποροῦν νά δοκιμασθοῦν καλύτερα - δηλαδή, μποροῦν νά συζητηθοῦν πληρέστερα καί περισσότερον κριτικά, στό φῶς ὅλων ὅσων γνωρίζουμε, ὅλων τῶν ἀντιρρήσεων πού μποροῦμε νά σκεφθοῦμε, καί ἐπίσης, κυρίως, στό φῶς τῶν ὑπό παρατήρησιν ἤ πειραματικῶν δοκιμῶν πού σχεδιάσθηκαν μέ σκοπό νά κριθεῖ ἡ θεωρία.
Ὑπάρχει μόνον ἕνα στοιχεῖο ἐλλογικότητας στίς ἀπόπειρές μας νά γνωρίσουμε τόν κόσμο: εἶναι ἡ κριτική ἐξέταση τῶν θεωριῶν μας. Αὐτές οἱ θεωρίες καθαυτές εἶναι εἰκοτολογίες. Δέν γνωρίζουμε, μόνον εἰκάζουμε. Ἄν μέ ρωτήσετε, «Πῶς γνωρίζετε;» ἡ ἀπάντησή μου θάταν, «δέν γνωρίζω· προτείνω μόνον μιά εἰκασία. Ἄν ἐνδιαφερόσαστε γιά τό πρόβλημά μου, θάμαι πολύ εὐτυχής ἄν κρίνετε τήν εἰκασία μου, καί ἄν μοῦ προσφέρετε ἀντί-προτάσεις, ἐγώ μέ τή σειρά μου θά προσπαθήσω νά τίς κρίνω».
Τοῦτο, πιστεύω, εἶναι ἡ ἀληθής θεωρία τῆς γνώσεως (τήν ὁποία ἐπιθυμῶ νά ὑποβάλλω στήν κριτική σας): ἡ ἀληθής περιγραφή μιᾶς πρακτικῆς πού ἐμφανίστηκε στήν Ἰωνία καί ἡ ὁποία ἐνσωματώνεται στή σύγχρονη ἐπιστήμη (μολονότι ὑπάρχουν πολλοί ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν νά πιστεύουν στό μύθο ἐπαγωγής τοῦ Βάκωνος): τή θεωρία ὅτι ἡ γνώση προχωράει μέσω εἰκασιῶν καί διαψεύσεων.
Δύο ἀπό τούς μεγαλύτερους ἀνθρώπους πού εἶδαν σαφῶς ὅτι δέν ὑπῆρξε διόλου κάτι τέτοιο ὅπως ἡ ἐπαγωγική διαδικασία, καί οἱ ὁποῖοι σαφῶς κατάλαβαν τί θεωρῶ ὡς ἀληθινή θεωρία τῆς γνώσεως, ἦταν ὁ Γαλιλαῖος καί ὁ Ἀϊνστάιν. Ὡστόσο οἱ ἀρχαῖοι τό γνώριζαν ἐπίσης. Ὅσο κι ἄν φαίνεται ἀπίστευτο, βρίσκουμε μιά σαφῆ ἀναγνώριση καί διατύπωση τῆς θεωρίας αὐτῆς τῆς ἐλλογικῆς γνώσεως σχεδόν ἀμέσως μετά τήν ἀπαρχή ταῆς κριτικῆς συζητήσεως. Τά παλαιότερα σωζόμενα ἀποσπάσματα πού ἔχουμε στό χῶρο αὐτό εἶναι ἐκεῖνα τοῦ Ξενοφάνη. Θά παρουσιάσω ἐδῶ πέντε ἀπ’ αὐτά σέ μιά σειρά πού δείχνει ὅτι ἦταν τό θάρρος τῆς ἐπιθέσεώς του καί ἡ σοβαρότητα τῶν προβλημάτων του πού τόν ἔκαναν νά συνειδητοποιεῖ τό γεγονός ὅτι ὅλη ἡ γνώση μας ἦταν εἰκασία. Ὡστόσο, μποροῦμε παρ’ ὅλα αὐτά, ψάχνοντας γι’ αὐτή τή γνώση «ποιό εἶναι τό καλύτερο», νά τή βρίσκουμε μέ τόν καιρό. Ἰδού τά πέντε ἀποσπάσματα (DK, Β 16 καί 15, 18, 35, καί 34) ἀπό τά γραπτά του Ξενοφάνη.
Αἰθίοπες τέ < θεούς σφετέρους> σιμούς μέλανας τέ θρῆικές τε γλαυκούς καί πυρρούς < φάσι πέλεσθαι >
ἀλλ’ εἰ χεῖρας ἔχον βόες < ἵπποι τ’ > ἡέ λέοντες
ἤ γρᾶψαι χείρεσι καί ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες,
ἵπποι μέν θ’ ἴπποισι βόες δέ τέ βουσίν ὁμοίας
καί < κέ> θεῶν ἰδέας ἔγραφον καί σώματ’ ἐποίουν
τοιαϋθ’ οἷόν πέρ καὐτοί δέμας εἶχον < ἕκαστοι >.
οὗτοι ἀπ’ ἀρχῆς πάντα θεοί θνητοῖσ’ ὑπέδειξαν,
ἀλλά χρόνωι ζητοῦντες ἐφευρίσκουοιν ἀμεινον
ταῦτα δεδοξάσθω μέν ἐοικότα τοῖς ἐτύμοισοι...
καί τό μέν οὖν σαφές οὐτις ἀνήρ ἴδεν οὐδέ τις ἔσται
εἰδῶς ἀμφί θεῶν τέ καί ἅσσα λέγω περί πάντων
εἰ γάρ καί τά μάλιστα τύχοι τετελεσμένον εἰπών,
αὐτός ὅμως οὐκ οἶδε· δόκος δ’ ἐπί πᾶσι τέτυκται.
Γιά νά δείξω ὅτί ὁ Ξενοφάνης δέν ἦταν μόνος μπορῶ ἐπίσης νά ἐπαναλάβω ἐδῶ δύο ἀπό τίς ρήσεις τοῦ Ἡράκλειτου DK, Β 78 καί 80 [Σ.τ.Μ.: διορθωτέον: Πρόκειται γιά τό ἀπ. Β 18]) τίς ὁποῖες ἔχω ἀναφέρει καί πρίν σέ διαφορετικό πλαίσιο. Καί οἱ δύο ἐκφράζουν τόν εἰκοτολογικό χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπιυης γνώσεως, καί ἡ δεύτερη ἀναφέρεται στήν τόλμη της, στήν ἀνάγκη νά προσδοκᾶ μέ θάρρος αὐτο πού δέν γνωρίζουμε.
ἦθος γάρ ἀνθρώπειον μέν οὐκ ἔχει γνώμας,
θεῖον δέ ἔχει.
ἐάν μή ἔλπηται, ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει,
ἀνεξερεύνητον ἐόν καί ἄπορον.
Ἡ τελευταία μου παραπομπή εἶναι μιά πολύ γνωστή ἀπό τό Δημόκριτο (DK, Β 117):
ἐτεῆι δέ οὐδέν ἴδμεν ἐν βυθῶι γάρ ἡ ἀλήθεια.
Ἔτσι προδιαγράφεται ἡ κριτική στάση τῶν Πρόσωκρατικῶν, καί προετοιμάζεται γιά τόν ἠθικό ἐλλογικισμό τοῦ Σωκράτη: γιά τήν πίστη του ὅτί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας μέσω τῆς κριτικῆς συζητήσεως ἦταν ἕνας τρόπος ζωῆς - τό κάλλιστο πού γνώριζε.
-------------
Τίτλος θεατρικοῦ ἔργου ταῦ G. B. Shaw. Πρώτη παράσταση 1992
Πράγματι, ὁ G.S. Kirk ἀπάντηοε στόν Popper μέ τό κείμενό του Popper on science and the Presocratics. Τό κείμενο πού δημοσιεύουμε, ἡ ἀπάντηση Kirk καί ἡ μακρά ἀνταπάντηση τοῦ Popper, βρίσκονται στό ἔργο τοῦϋ τελευταίου Conjectures and Refutations, London, Routledge & Kegan Paul. Τά δύο πρῶτα κείμενα ἀναδημοσιεύθηκαν στό Studies in Presocratic Philosophy, vol. 1. The Beginnings of Philosophy, ed: D.J. Furley R E. Allen, London, Routledge & Kegan Paul.
Οἱ Αἰθίοπες λέγουν ὅτι οἱ θεοί τους εἶναι με πλακουτσωτή μύτη καί μαῦροι, ἐνῶ οἱ Θρᾶκες λέγουν ὅτι οἱ δικοί τους ἔχουν γαλανά μάτια καί κόκκινα μαλλιά.
Ὡστόσο ἄν τά βόδια ἤ τ’ ἄλογα ἤ τά λιοντάρια εἶχαν χέρια καί μποροῦσαν νά σχεδιάσουν καί μποροῦσαν νά κάνουν γλυπτική ὅπως οἱ ἄνθρωποι, τότε τ’ ἄλογα θά σχεδίαζαν τούς θεούς τους, ὡς ἄλογα, καί τά βόδια ὡς βόδια, καί ὁ καθένας θά ἔδινε τό σχῆμα στά σώματα τῶν θεῶν καθ’ ὁμοίωσιν, τό κάθε εἶδος, τοῦ δικοῦ του.
Οἱ θεοί δέν ἀπεκάλυψαν, ἀπό τήν ἀρχή, τά πάντα σέ μᾶς· ἀλλά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, μέσω τῆς ἀναζητήσεως, οἱ ἄνθρωποι βρίσκουν ὅ,τι εἶναι τό καλύτερο...
Αὐτά τά πράγματα, εἰκάζομεν, ὡς τήν ἀλήθεια.
Ἀλλά ὅσό γιά τήν πραγματική ἀλήθεια, κανείς δέν τή γνώρισε, οὔτε θά τή γνωρίσει· οὔτε τούς θεούς, οὔτε ἀκόμη ὅλα ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ὁμιλῶ. Κι ἄν ἀκόμη κατά τύχη ἐπρόκειτο νά προφέρει τήν ἔσχατη ἀλήθεια, ὁ ἴδιος δέν θά τό γνώριζε: διότι τά πάντα δέν εἶναι παρά ἕνα πλέγμα εἰκασιῶν.
Δέν εἶναι στή φύση ἤ στό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου νά κατέχει τήν ἀληθινή γνώση, ἐνῶ εἶναι στή φύση τοῦ θείου.
Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει τό ἀπροσδόκητο δέν θά τό ἀνακαλύψει: θά μείνει γι’ αὐτον ἀσύλληπτο, καί ἀπλησίαστο.
Ἀλλά στήν πραγματικότητα, τίποτα δέν γνωρίζουμε ἔχοντας τό δεῖ· διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι βαθιά κρυμμένη.