Ἐὰν δὲν ἦτο ἐπιμελὴς σπουδαστὴς ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδής, καὶ δὲν εἶχε τυχὸν πῶς νὰ περνᾷ τὰς ὥρας του, κατὰ τὰς πολυημέρους διακοπὰς τῶν ἑορτῶν καὶ τῆς Ἀπόκρεω, ἠδύνατο νὰ εὕρῃ δουλειὰ καθήμενος εἰς τὸ παράθυρον καὶ θεώμενος καὶ ἀκούων τὰ τελούμενα. Δὲν ἦτο δρόμος, ἦτο αὐλή, παμπάλαιος, εὐρεῖα, ἀκανόνιστος, μὲ τοὺς τοίχους ὑψηλοὺς ἀλλ᾽ ἀνίσου ὕψους, περιβάλλουσα μίαν τῶν παλαιοτέρων οἰκιῶν παρὰ τὴν ἀνέρπουσαν ἐσχατιὰν τῆς ἀρχαίας πόλεως, πρὸς τὴν Ἀκρόπολιν, ὑψηλά, παρὰ τὸ Ἁγιοταφίτικον. Αἱ τρεῖς ἐνοικάρισσαι τοῦ ἰσογείου, ἡ κυρα-Κατίγκω ἡ Χρίσταινα, μετὰ τῆς ἀγάμου ἀδελφῆς της Φρόσως, καὶ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, μετὰ τῆς κόρης της τῆς Γεώργαινας, καὶ ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα μετὰ τῆς ψυχοκόρης της τῆς Μαρούσας, ἐμάλωναν διὰ κάθε τι, συχνότατα, σχεδὸν τρὶς τῆς ἑβδομάδος. Συνήθως, ἡ κατέχουσα τὸ μεσαῖον οἴκημα, ἡ Λεμονού, πότε ἐκ τῆς παραμικρᾶς ἀφορμῆς, πότε ἄνευ ἀφορμῆς ὡρισμένης, τὰ ἔβαζε σήμερον μὲ τὴν μίαν, αὔριον μὲ τὴν ἄλλην τῶν δύο γειτονισσῶν της. Καὶ τὰς μὲν ἑορτάς, ἀντὶ νὰ εὑρίσκωσιν ὕλην ὅπως κακολογῶσιν ἄλλας ἔξω τῆς αὐλῆς διερχομένας ἢ ἡσύχως εἰς τὰς οἰκίας των καθημένας γυναῖκας, προχειρότερον εὕρισκον νὰ τὰ χαλοῦν μεταξύ των. Ἐὰν τυχὸν ἡ μία τῶν τριῶν, ἡ ἀδελφὴ τῆς μιᾶς ἢ ἡ κόρη τῆς ἄλλης ἐστολίζετο, ἡ ἄλλη ἔμενε πεισματωδῶς μὲ τὰ καθημερινά της, διὰ νὰ ἔχῃ ἀφορμὴν νὰ κακολογῇ τὴν στολισμένην, ὅτι «δὲν ξέρει νὰ φορέσῃ τὸ φουστάνι της», κ᾽ ἔλεγε: «Κοίταξέ τηνε! μοῦ στολίστηκε σὰ νύφη· τὸ χάλι της, δὲν τὸ βλέπει!» Τὰς δὲ καθημερινάς, ἄλλοτε αἱ δύο, ἄλλοτε καὶ αἱ τρεῖς, εἶχαν μπουγάδα, καὶ ὅλον τὸ πλυσταρεῖον, καὶ ὅλος ὁ χῶρος τῆς αὐλῆς, δὲν τὰς ἤρκει διὰ ν᾽ ἁπλώσωσι τὰ μοσχοπλυμένα των. Συχνὰ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, ἀφοῦ ὠνείδιζε τὴν ἐκ δεξιῶν καὶ τὴν ἐξ ἀριστερῶν πάροικόν της, ὡς ἀπρόκοφτην, ὡς ἄπραχτην, ὡς ἀπασσάλωτην, αὐτὴ πρώτη θέτουσα τὸ «πρόσφωλο», αἴφνης εἰρήνευεν, ἐμειδία, κ᾽ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ ἔχει δουλειὰ νὰ κάμῃ, ὅτι «δὲν χαλνᾷ τὴ ζαχαρένια της», καὶ ὅτι δὲν τὰς συνερίζεται ν᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰς μομφάς των. Ἄλλοτε πάλιν ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα ἔπαιρνε λόγια ἀπὸ τὴν μίαν κ᾽ ἔβαζε μαναφούκια εἰς τὴν ἄλλην, καὶ εἶτα ἐν ἀνέσει ἐνετρύφα εἰς τὸν καυγάν, ἱσταμένη παράμερα. Ἐμάλωναν διὰ κάθε πρᾶγμα, διὰ μίαν σκάφην ἀναποδογυρισμένην ὀλίγον λοξὰ εἰς τὸ πλυσταρεῖον, δι᾽ ὀλίγες σταλαματιὲς θερμοῦ χυθείσας κατὰ γῆς, δι᾽ ὀλίγας δράκας στάκτης περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ριφθείσας εἰς τὴν κόφαν. Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἡ γραῖα Βαγγελὴ ἐθύμωσεν ἐναντίον τῆς Κατίγκως τῆς Χρίσταινας, διότι αὕτη ἐκαυχήθη ὅτι πληρώνεται πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὑποκάμισα τῆς κόλλας, καὶ τὴν ὠνόμασε «τριγυρισμένην» καὶ «πομπιωμένην», ἄλλοτε πάλιν ἡ Κατίγκω ἐσήκωσε χεῖρα ἐναντίον τῆς Μαρούσας, τῆς ψυχοκόρης τῆς Σταματούλας, καλέσασα αὐτήν, δεκατετραετῆ μόλις, «μωρὴ μπασταρδού!» διότι τὴν εἶδε νίπτουσαν τὰς χεῖρας πλησίον εἰς τὴν κόφαν τῆς μπουγάδας μὲ τὰ ροῦχα. Μὲ αὐτὰ ἐπερνοῦσαν τὰς ἡμέρας των εἰς τὴν εὐρεῖαν αὐλὴν τῆς παμπαλαίου οἰκίας αἱ τρεῖς αὗται πτωχαὶ γυναῖκες.
Τὴν ἑσπέραν πάλιν, ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδὴς θὰ εὕρισκε δουλειάν, ἂν ἤθελε, μὲ σβηστὴν τὴν λάμπαν, νὰ μένῃ εἰς τὸ ἀνώγεων δωμάτιόν του καὶ νὰ ἵσταται ὄπισθεν τοῦ ἀνατολικοῦ παραθύρου, κατασκοπεύων τοὺς εἰσερχομένους, ἢ νὰ κολλᾷ τὸ οὖς εἰς τὴν κλειδότρυπαν, ἀκροώμενος λόγους καὶ κρότους καὶ ψιθυρισμούς. Αὕτη ἦτο ἡ κυρία εἴσοδος τῆς οἰκίας, δι᾽ ἧς εἰσήρχετο καὶ αὐτὸς εἰς τὸ πενιχρὸν δωμάτιόν του, εἴσοδος ἐπίσημος, διὰ τῆς ὁποίας ἔμβαιναν ὅλοι οἱ συγγενεῖς, φίλοι καὶ γνώριμοι τῆς οἰκίας, κατὰ ἑκατοντάδας ἀριθμούμενοι. Καὶ ἂν ἤθελε νὰ μεταβῇ πρὸς στιγμὴν εἰς τὸ ἄλλο παράθυρον τοῦ δωματίου του, πρὸς μεσημβρίαν βλέπον, ἀπ᾽ ἐκεῖ θ᾽ ἀντίκρυζε τὴν ἄλλην, τὴν μικρὰν εἴσοδον, συνεχομένην μὲ τὸ μαγειρεῖον, ὅπου διημέρευε συνήθως ἡ κυρία Ζαχαρού, ἡ μήτηρ τῆς οἰκογενείας, καπνίζουσα ἀνέτως τὰ τσιγαρέτα της. Ἦτο οἰκία ὅπου ἠδύνατό τις νὰ παίξῃ ἐν ἀνέσει τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλας παιδιάς. Δύο ἄνθρωποι, ὁ πρῶτος κυνηγούμενος ὑπὸ τοῦ δευτέρου, ἢ ἀδιακρίτως κυνηγοῦντες ἀλλήλους, χωρὶς νὰ φαίνεται τίς ὁ διώκων καὶ τίς ὁ φεύγων, ἠδύναντο νὰ εἰσέρχωνται καὶ νὰ ἐξέρχωνται ἀλλεπαλλήλως διὰ τῶν δύο θυρῶν, ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας, χωρὶς ὁ εἷς νὰ φθάσῃ ποτὲ ἢ ν᾽ ἀντικρύσῃ τὸν ἕτερον.
Καὶ ἂν ἐπέστρεφε πάλιν πρὸς τὸ παράθυρον τὸ ἀνατολικόν, ἢ πρὸς τὴν μικράν του θύραν, καὶ ἐπεσκόπει τὴν κυρίαν εἴσοδον, ἐκεῖ ἤκουεν, ἅμα ἐνύκτωνε, κάθε πέντε κάθε δέκα λεπτά, νὰ κρούεται ἡ θύρα. Καὶ ἤχει ἐσωτερικῶς ἐλαφρὸν βῆμα καὶ θροῦς ἐσθῆτος, καὶ ἤνοιγεν ἡ θύρα, καὶ εἰσήρχοντο οἱ ἐπισκέπται, καὶ τότε ἤκουε καλησπέρες καὶ χαιρετισμοὺς καὶ προσρήσεις, κ᾽ ἐνίοτε φιλήματα… μεταξὺ γυναικῶν, οἷα συνηθίζουσι φορτικῶς ν᾽ ἀνταλλάσσωσιν αἱ ἀπόγονοι τῆς Εὔας, κατὰ τὰ ἐξιππασμένα καὶ φραγκοποτισμένα ἤθη μας. Σπεύδω νὰ εἴπω, πρὸς καθησύχασιν τοῦ ἀναγνώστου, ὅτι τὰ ἤθη τῆς οἰκογενείας, περὶ ἧς ὁ λόγος, ἀνειμένα κατὰ τὸ φαινόμενον, πράγματι ἦσαν αὐστηρά. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία ἔπλεεν εἰς τὸ μεταίχμιον τὸ ἀόριστον καὶ ἀβέβαιον, εἰς τὸ λυκόφως ἐκεῖνο, μεταξὺ παραδόσεως καὶ νεωτερισμοῦ, ὅπερ ὡς λυκόφως δὲν δύναται νὰ διαρκέσῃ, ἀλλ᾽ ἀναγκαίως θὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τὸν ζόφον καὶ θὰ γίνῃ νύξ. Ἦσαν ὁμολογουμένως ἄνθρωποι αἰσθηματίαι, φιλόφρονες, ἀνοικτόκαρδοι. Γνωρίμους εἶχαν τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως καὶ ἂν ἡμέρα παρήρχετο χωρὶς ν᾽ αὐξήσωσι κατὰ μίαν τοὐλάχιστον τὰς γνωριμίας των, αἱ δύο κόραι θὰ ἐθεώρουν ὡς χαμένην τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
Ἔπειτα, ἦσαν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω, καὶ ὁ κόσμος ἔξω διεσκέδαζε. Μόλις ἐνύκτωνε, καὶ ὁ νέος, ὁ μονάζων ἐν τῷ δωματίῳ του, ἤκουε φωνάς, ᾄσματα, κιθαρισμούς, ἔξω τῆς αὐλῆς. Καὶ ἂν ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ ἔμενεν ἔρημος εἰσερχομένων ἐπισκεπτῶν ὁ μικρὸς πρόδομος, καὶ ὁ ἄγριος νέος ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἕως τὸν ἐξώστην μὲ τὴν παλαιὰν λιθίνην κλίμακα, τὸν ζευγνύοντα τὴν οἰκίαν μὲ τὸν τοῖχον τῆς αὐλῆς, καὶ προέκυπτε τὴν κεφαλὴν διὰ τῆς αὐλείου θυρίδος, τῆς φραγμένης μὲ σίδηρα, ὡς θυρίδος εἱρκτῆς, διὰ νὰ κοιτάξῃ εἰς τὴν ὁδόν, θὰ ἔβλεπε, κατὰ ζεύγη, κατὰ τετρακτύας, κατὰ ἑξάδας, ἱσταμένους τοὺς κιθαρῳδοὺς τῆς νυκτὸς κάτωθεν τῆς θυρίδος, ἐπὶ τοῦ ὄχθου τῆς ἀνωφεροῦς ὁδοῦ, ἐξαγγέλλοντας «ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ» τὰ αἰώνια παράπονά των κατὰ τῆς σκληρότητος τῶν δύο νεανίδων. Διότι ὅλοι οἱ νέοι τῆς γειτονιᾶς, καὶ ὄχι ὀλίγοι ἀπὸ ἄλλας συνοικίας ἦσαν ἐρωτευμένοι μὲ τὰς δύο ἀδελφάς. Τούτων τινὲς ἠγάπων μᾶλλον τὴν Μέλπω, ἄλλοι μᾶλλον τὴν Κούλαν· οἱ δὲ πλεῖστοι τὰς ἠγάπων καὶ τὰς δύο. Πολλοὶ αὐτῶν ἦσαν ἐκ τῶν γνωρίμων τῆς οἰκίας, ἀλλ᾽ ἐὰν ἦσαν πρὸς καιρόν, ἐκ μικρᾶς παρεξηγήσεως, εἰς δυσμένειαν, ἢ ἐάν, ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἐπισκεπτῶν, δὲν ὑπῆρχε δι᾽ αὐτοὺς χῶρος ἐν τῇ συναναστροφῇ μιᾶς ἑσπέρας, ἔπαιρναν τὴν κιθάραν των, τὰ μανδολίνα των, τὲς φυσαρμόνικές των, καὶ μὲ τοὺς φθόγγους τῆς μουσικῆς ἐζήτουν ν᾽ ἀποκοιμίσωσι τὸν πόνον τῆς καρδίας.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, μεσοβδόμαδα τῆς Τυρινῆς, εἶχον αὐξήσει, ὡς πάντοτε, κατὰ μονάδας τινάς, αἱ γνωριμίαι τῆς οἰκίας. Μεταξὺ ἄλλων εἶχεν ἔλθει ἀνθυπασπιστὴς νεαρός, ξανθός, μὲ ἀγκιστροειδῆ μύστακα, ὃν εἶχεν εἰσαγάγει εἷς τῶν τριτεξαδέλφων τῆς οἰκογενείας. Δυστυχῶς αἱ δύο νεαραὶ κόραι ἔλειπαν. Εἶχον ἐξέλθει συνοδευόμεναι ὑπὸ δύο ἀνεψιαδῶν τῆς μητρός των διὰ νὰ κάμωσιν ὀψώνια εἰς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Εἰς τὴν οἰκίαν εὑρίσκετο μόνη ἡ γραῖα, ἥτις ἐκάπνιζε τὸ τσιγαρέτον της εἰς τὸ μαγειρεῖον, ἡ ὑπηρέτρια, ἥτις ἐσκούπιζε τὰς δύο κλίμακας, καὶ τὸ μέρος τῆς αὐλῆς, τὸ ἔξω τῆς δικαιοδοσίας τῶν τριῶν πλυντριῶν, καὶ ὁ κὺρ Ζαχαρίας, ὁ οἰκοδεσπότης, ἰδιότροπος γέρων, ζῶν ἀπὸ τὰ ὀλίγα εἰσοδήματα τῶν δύο οἰκιῶν καὶ τῶν τριῶν μαγαζιῶν του, τὸν ὁποῖον, ἂν ἤκουέ τις, αἰωνίως μεμψιμοιροῦντα, φωνάζοντα, ἐπιπλήττοντα, θὰ ἔλεγε, «Νά αὐστηρὸς πατέρας!» Καὶ ὅμως, τὰ τῆς οἰκίας ἐκυβέρνων ἡ γραῖα καὶ αἱ δύο κόραι, ὅλαι δ᾽ αἱ φωναὶ τοῦ γέροντος ἦσαν μόνον ἦχος καὶ πάταγος διὰ ν᾽ ἀκούεται. Οἱ τέσσαρες νέοι δὲν ἐμαζεύοντο ποτὲ εἰς τὴν οἰκίαν. Ὁ τριτότοκος εἶχε νυμφευθῆ ἤδη, δεκαοκταέτης, ἄνευ τῆς ἀδείας τῶν γονέων του, ὁ δὲ ὑστερότοκος εἶχε σχέσεις μὲ μίαν οἰκογένειαν, ὅπου διημέρευε, προτιμῶν νὰ φοιτᾷ ἐκεῖ μᾶλλον παρὰ εἰς τὴν β´ τοῦ γυμνασίου· ὁ πρωτότοκος ἦτο ὑπάλληλος μιᾶς τῶν Τραπεζῶν, τρεφόμενος ἀπὸ τὴν οἰκίαν καὶ δαπανῶν ἀλλοῦ τοὺς μισθούς του, ὁ δευτερότοκος ἦτο λοχίας τοῦ πεζικοῦ. Ὡς καὶ ὁ κουμπάρος, ὁ μόνος, ὅστις εἶχεν ἐγκαθιδρυθῆ εἰς τὴν οἰκίαν, ὡς εἰς οἰκίαν του, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι δὲν εἶχεν οἰκογένειαν ἰδικήν του, ἐνῷ εἶχε τρία νόθα τέκνα ἔκ τινος ἀπατηθείσης πτωχῆς, ὁ ἀσυνείδητος, δὲν εὑρέθη παρών, ἦτο εἰς τὰς ἐργασίας του, κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀνθυπασπιστοῦ. Μὲ πολλήν του δυσαρέσκειαν, ὁ κὺρ Ζαχαρίας, ἠναγκάσθη νὰ δεχθῇ αὐτὸς τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ τριτεξαδέλφου, τοῦ ὁδηγοῦντος τὸν νεαρὸν στρατιωτικόν. Ὁ ξανθὸς σπαθοφόρος εἶχεν ἰδεῖ εἰς ἐμπορικὸν τὰς δύο ἀδελφάς, ὅπου εἷς τῶν φίλων του τοῦ τὰς ἔδειξε, λέγων περὶ αὐτῶν πολλοὺς ἀμφιβόλους ἐπαίνους. Αἱ δύο νεάνιδες τοῦ ἤρεσαν. Εἶτα πάλιν τὰς ἐπανεῖδεν εἰς τὸν περίπατον, ὅτε ὁ μετ᾽ αὐτοῦ συμπεριπατῶν τὰς ἐχαιρέτισεν, ἐξηγήσας αὐτῷ ὅτι ἦσαν ἐξαδέλφαι του. Ὁ ἀνθυπασπιστὴς τοῦ εἶπεν: «Ἔμαθα ὅτι εἶναι πολὺ κοινωνικές, ὅτι ἔχουν ἀνοικτὸ σπίτι». «Θέλεις νὰ σὲ συστήσω; τοῦ εἶπεν ὁ ἐξάδελφος, ὄρεξη νά ᾽χῃς· θὰ εὐχαριστηθοῦν πολύ, γιατὶ ἔχουν κι αὐτὲς ἕναν ἀδελφὸν λοχίαν». Καὶ τὴν ἐπαύριον τὸν ὡδήγησεν εἰς τὴν οἰκίαν.
Ὁ ἀνθυπασπιστής, περιμένων νὰ ἴδῃ ἐνώπιόν του τὰς δύο ἀνθηρὰς μορφὰς καὶ εὑρεθεὶς αἴφνης ἐνώπιον τῆς σκυθρωπῆς ὄψεως καὶ τῆς λευκῆς γενειάδος τοῦ κὺρ Ζαχαρία, περιῆλθεν εἰς ἀμηχανίαν καὶ δὲν ἤξευρε πῶς ν᾽ ἀρχίσῃ τὴν ὁμιλίαν. Ἐν τούτοις ὁ γέρων, ὀφείλων κάτι νὰ εἴπῃ, ἔδειξε διὰ τοῦ παραθύρου τὴν εὐρεῖαν ἔκτασιν μέρους τῆς πόλεως καὶ τοῦ ἐλαιῶνος, λέγων:
―Ἔχουμε ἀπὸ δῶ κύριε ἀνθυπασπιστά, ὡραίαν θεάν.
― Μάλιστα, εἶπεν ὁ ἀνθυπασπιστής, καὶ μέσα του ἐμορμύρισεν: «ἔχετε, μάλιστα, δύο θεάς».
Εἶτα ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτά, ὅλοι ἐσιώπησαν.
―Ἔμαθα ὅτι ἔχετε κ᾽ ἕνα υἱὸν εἰς τὸν στρατόν, εἶπεν ὁ ἀνθυπασπιστής.
― Ναί, εἶπεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας, ὅστις ἠπόρησε πῶς δὲν ἐσυλλογίσθη νὰ τὸ ἀναφέρῃ πρῶτος. Αὐτὸς δὲν ἠθέλησε νὰ πάῃ κατὰ τὸ ἔνθιμον, καὶ ἅμα ἔληξεν ἡ θητεία του, ἔμεινεν εἰς τὸν στρατόν. Νὰ περιμένῃ τώρα προβιβασμόν! ἂν ἔχῃ τύχη, ὅπως τὸν ἐκατήντησαν τὸν στρατὸν μὲ τὰ κόμματά τους! Αὐτοὶ οἱ πολιτικοί, αὐτοὶ οἱ βουλεπταί, ἐκατάστρεψαν τὸ ἔθνος, ἀνάθεμά τους! Κάψιμο θέλουν ὅλοι τους! Ἐγὼ γίνομαι μπόγιας εἰς αὐτουνούς. Ἐγνώρισα ἐγώ, στὰ χρόνια μου, λοχίους καὶ δεκαενεῖς, ὁποὺ εἶναι, ἕως αὐτῆς τῆς ἡμερός, συνταγματαρχαῖοι καὶ ταγματαρχαῖοι! Πόσο ἐμετάγνοιωσα ποὺ δὲν ἐπῆγα στὸ στρατό, στὰ χρόνια τοῦ Ὄθωνος! Θὰ ἤμουν τώρα συνταγματάρχης!
― Καὶ βλέπω ὅτι ἔχεις τοὐλάχιστον ἓν προσόν, θεῖε, εἶπεν ὁ τριτεξάδελφος αἰνιττόμενος τὰς μεταμφιέσεις τῶν λέξεων τοῦ γέροντος.
―Ὅλοι αὐτὸ λέγουν, κύριε, εἶπε μειδιῶν ὁ ἀνθυπασπιστής. Βέβαια, ὅλοι οἱ ἑξηντάρηδες θὰ ἦσαν, ἀπὸ τότε, συνταγματάρχαι, καὶ ὅλοι οἱ ἑβδομηντάρηδες θὰ ἦσαν ἀντιστράτηγοι. Μόνον, ποιὸς θὰ ἐδούλευε γιὰ νὰ πληρώνῃ φόρους, διὰ νὰ βγαίνουν τόσοι μισθοί… Βέβαια, ὁ στρατός, ἐξηκολούθησεν ὁ ἀνθυπασπιστής, εἶχε, καὶ ἔχει ἀκόμη τὰ καλά του, δὲν σᾶς λέγω. Μόνον τὰ καλά του αὐτά, προσέθηκε φιλοσοφικῶς, εἶναι ὅσα φαίνονται κακά, κ᾽ ἐκεῖνα ἴσα-ἴσα τὰ ὁποῖα ὁ Ρωμιὸς δύσκολα συνηθίζει, καὶ δι᾽ αὐτὸ βλέπουμε ὅλους νὰ φεύγουν τὸν στρατόν, καὶ νὰ νομίζουν ὡς ἡμέραν ἑορτῆς τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ πάρουν τὴν ἄφεσίν των. Καὶ διὰ τοῦτο τόσον ὀλίγοι εἶναι οἱ ἔχοντες τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν θέλησιν ν᾽ ἀκολουθήσουν τὸ στρατιωτικὸν στάδιον.
― Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ τὰ καλά, ἠμποροῦμεν νὰ σᾶς ἐρωτήσωμεν; εἶπεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας.
― Αὐτὰ τὰ καλὰ εἶναι ἡ τακτικὴ ζωή, ἡ πειθαρχία, ἡ σκληραγωγία, τὰ γυμνάσια, αἱ ἀγγαρεῖαι, ἡ στρατιωτικὴ τραχύτης ἐν γένει, ἡ σκαιότης… ἀπὸ καμμιὰ φορὰ πέφτει καὶ κανένας φοῦσκος… οἱ ἄγραφοι κανονισμοί, οἱ ὁποῖοι ἰσχύουν περισσότερον ἀπὸ τοὺς γραπτούς.
― Καὶ οἱ ἄγραφτοι κανονισμοὶ ποῖοι εἶναι; ἠρώτησεν ὁ οἰκοδεσπότης.
― Ἄγραφοι κανονισμοὶ εἶναι, ὅταν, παραδείγματος χάριν, συλλάβουν κανένα λιποτάκτην… νὰ τὸν σπάζουν στὸ ξύλο…
― Ἄ! ἔτσι; εἶπεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας… ἀγκαλὰ καὶ τὸ μέσον μοῦ φαίνεσται βάρβαρον, δὲν εἶμαι ὅμως καὶ πολὺ ἐνάντιος. «Τὸ ξύλο βγῆκε ἀπ᾽ τὴν Παράδεισο.»
Καὶ λέγων ἐστέναξεν, ἐνθυμηθεὶς ἴσως τοὺς τέσσαρας υἱούς του.
―Ἔπειτα εἶναι, ἐξηκολούθησεν ὁ ἀνθυπασπιστής, καὶ ἄλλα βασανιστήρια… Τὰ ἑλληνικὰ ζωύφια, τὸ νοσοκομεῖον, ἡ βελόνα*, τὸ μάρμαρο*… Τὸ πειθαρχεῖον, οἱ ὀχτάρες, οἱ δεκαπεντάρες, οἱ μηναρέδες…
― Οἱ μηναρέδες!… ὄχι νὰ μὴν εἶναι χοτζάδες! εἶπεν ὁ οἰκοδεσπότης.
― Οἱ μηναρέδες, ναί… σᾶς φαίνεται παράξενο, κὺρ Ζαχαρία;
― Θεῖε, εἶπε γελῶν ὁ τριτεξάδελφος, μηναρὲ εἰς τὸν στρατὸν ὀνομάζουν τὴν μηνιαίαν φυλάκισιν.
― Ἄ! ἔκαμεν ὁ κὺρ Ζαχαρίας. Τότε ἐνδιαφέρει.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα εἰς τὸν πρόδομον. Ἦσαν αἱ δύο νέαι, ἐπιστρέψασαι ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, συνοδευόμεναι ὑπὸ τῶν δύο ἀνεψιαδῶν. Εἰσῆλθον ἐλαφραί, χαρίεσσαι, μετ᾽ ἰδιορρύθμου κομψότητος ἐνδεδυμέναι, μὲ ἀλλοκότους τὸ σχῆμα πίλους καὶ μὲ κόκκινα πτερά, ἡ Μελπομένη καστανή, κοντούλα, εὐτραφής, χλωμή, αἰσθηματική, ρωμαντική, ἡ Κυριακούλα, στακτερόξανθος, ὑψηλή, λιγνή, ἰσχνή, μὲ ζωηροτάτους ἡδυπαθεῖς ὀφθαλμούς, οἵτινες ἦσαν ἀπροσδιορίστου χρώματος κ᾽ ἐφαίνοντο διηγούμενοι μυρίας ἱστορίας. Πονηρά, ἄστατος, εἴρων, γοητεύουσα μὲ τὸν τρόπον καὶ ἀπογοητεύουσα μὲ τὸν λόγον, θωπεύουσα μὲ τὸ βλέμμα καὶ σχίζουσα μὲ τὴν γλῶσσαν, εἶχε πολλὰς δωδεκάδας ἐργολάβων, εἰς ὅλους ἔδιδεν ἐλπίδας, καὶ ὅλους τοὺς ἐπερίπαιζε. Τοιαύτη ἦτο ἡ χαϊδεμένη Κούλα.
Ἔγινεν ἡ παρουσίασις. Ὁ ἀνθυπασπιστὴς ἐμαγεύθη ἀπὸ τὰς δύο νεάνιδας καὶ δὲν ἤξευρε ποίαν νὰ πρωτοαγαπήσῃ. Ἀπῆλθεν μετὰ ἡμίσειαν ὥραν, αἰχμαλωτισμένος, λαβὼν πρόσκλησιν νὰ ἔλθῃ μίαν τῶν νυκτῶν τούτων τῆς τελευταίας ἑβδομάδος τῆς Ἀπόκρεω, ὅτε κατὰ πᾶσαν ἑσπέραν ἐγίνετο συναναστροφὴ καὶ χορός.
Τὴν τελευταίαν ἑσπέραν τῆς Τυρινῆς τοῦ ἔτους 188… ἐχόρευσαν τόσον εἰς τοῦ κὺρ Ζαχαρία, ὥστε ἦτο φόβος μὴ πέσῃ τὸ σαθρὸν σκωληκόβρωτον πάτωμα τῆς παμπαλαίου οἰκίας ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῆς κυρα-Κατίγκως τῆς Χρίσταινας, τῆς γραίας Βαγγελῆς τῆς Λεμονοῦς καὶ τῆς Σταματούλας τῆς Γεμενίτσας, τὸ μόνον μέσον δι᾽ οὗ αἱ τρεῖς αὗται θὰ ἔπαυον διὰ πάντοτε τοὺς καθημερινοὺς καυγάδες των.
Ἡ ἀνατολικὴ θύρα τῆς οἰκίας δὲν ἐπρόφθανε ν᾽ ἀνοίγῃ καὶ νὰ κλείῃ. Εἰσήρχοντο κατὰ ζεύγη, κατὰ ὁμάδας, ἄνδρες, γυναῖκες, μετημφιεσμένοι καὶ ἄλλοι, προσωπίδες καὶ πρόσωπα. Ἔτριζεν ἡ θύρα μὲ τοὺς στροφεῖς, ἐστέναζε τὸ πάτωμα, ἀντήχει ὁ διάδρομος, ἐβόμβει ἡ αἴθουσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν προσκεκλημένων. Αἱ δύο νεάνιδες δὲν ἐπρολάμβανον νὰ τρέχωσιν ἀνὰ πᾶν δεύτερον ἢ τρίτον λεπτὸν εἰς τὴν θύραν, προϋπαντῶσαι τοὺς ἐρχομένους, ἢ προπέμπουσαι τοὺς τυχὸν ἀπερχομένους, νὰ ἐπιστρέφωσιν εἰς τὴν αἴθουσαν, περιποιούμεναι τοὺς μένοντας, νὰ μεταβαίνωσιν εἰς τὰ δωμάτια, ἀνταλλάσσουσαι ὁμιλίας μὲ τοὺς οἰκειοτέρους. Καὶ ὁ χορὸς ἔπαυε καὶ ἀνενεοῦτο κάθε δέκα λεπτά. Ἡ Κούλα ἐχόρευεν ὡς νὰ εἶχε πτερὰ εἰς τοὺς πόδας, ἐκλέγουσα αὐτὴ διὰ νεύματος τοὺς συγχορευτάς της, ἐπιτρέπουσα ὡς βασίλισσα νὰ τὴν παρακαλέσωσι νὰ χορεύσῃ. Ἡ Μέλπω ἐδέχετο πᾶσαν πρόσκλησιν, συμπονετική, μὴ θέλουσα ν᾽ ἀπορρίψῃ κανενὸς τὴν παράκλησιν. Καὶ ἡ αὐλὴ καὶ ἡ κλῖμαξ ἐφεγγοβόλει, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ παράθυρα ἐξήρχοντο ἦχοι μουσικῆς, ὡς νὰ ἦτο ἡ οἰκία ὅλη γιγαντιαῖον κύμβαλον ἐναρμονίως ἠχοῦν ἐκεῖ εἰς τὸ ἀνασηκωμένον κράσπεδον τῆς παλαιᾶς πόλεως. Καὶ ὅταν ἐπὶ μίαν στιγμὴν ἔπαυον τυχὸν οἱ τόνοι τῆς μουσικῆς, τότε, ἔξωθεν τῆς αὐλῆς ἠκούετο μελαγχολικὴ καντάδα τῶν κιθαρῳδῶν τῆς γειτονιᾶς, ὅσοι, διά τινα ἀφορμήν, δὲν ἦσαν δεκτοὶ ν᾽ ἀνέλθωσιν εἰς τὴν πολυθόρυβον καὶ φιλόκοσμον οἰκίαν. Τότε ἡ Κούλα ὕψωνεν ἀορίστως τὸ ὑγρὸν ὄμμα εἰς τὸ κενόν, ἐνῷ ἡ Μέλπω ἠκούετο ψιθυρίζουσα μὲ τοὺς ὀδόντας της: «Οἱ καημένοι!»
Ἐρρέμβαζεν ἐξηπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης του, ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδής, πτωχὸς σπουδαστής, πρωτοετὴς τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς, ὅστις καὶ ἂν ἤθελε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν κόσμον δὲν εἶχε τὰ μέσα.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι αἱ δύο κόραι τὸν εἶχον προσκαλέσει νὰ μετάσχῃ τῆς ἑσπερινῆς διασκεδάσεως, ἀλλὰ πῶς νὰ ὑπάγῃ αὐτός, δειλός, ἄπειρος τοῦ κόσμου, κακοφορεμένος, ἐν μέσῳ τόσων ἀγνώστων; Ἔπειτα πρὸς τὴν μίαν αὐτῶν, τὴν Κούλαν, ἔτρεφεν ἁβρὸν αἴσθημα ἐρωτικόν, καὶ ἦτο ζηλιάρης· δὲν θὰ ἠνείχετο νὰ τὴν βλέπῃ νὰ χορεύῃ μὲ τόσους καὶ τόσους… καὶ αὐτὸς νὰ μὴν ἠξεύρῃ εὐρωπαϊκὸν χορόν! Εἶχε δειπνήσει τὴν ἑβδόμην ὥραν κ᾽ ἐπειδὴ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἐνωρὶς τὰ καφενεῖα ἔκλεισαν, ᾐσθάνετο δὲ καὶ ἐλαφρὸν πόνον εἰς τοὺς ὀδόντας, ἀπεσύρθη ἀπὸ τῆς ὀγδόης εἰς τὸ δωμάτιόν του μὲ τὸ παράπονον ἐκεῖνο, οἷον ὁ ξένος ἔχει μέσα του εἰς τοιαύτας ἡμέρας. Ἀλλ᾽ ἅμα ἔφθασεν εἰς τὸ δωμάτιον, ἡ λύπη του διεσκεδάσθη, καὶ τώρα, ἐξηπλωμένος ἐπὶ τῆς κλίνης του ἐρρέμβαζε κ᾽ ἐπαρηγορεῖτο, σκεπτόμενος ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀναμφιβόλως ὁ εὐδαιμονέστερος, διότι χωρὶς νὰ παρευρίσκεται εἰς καμμίαν διασκέδασιν, μετεῖχε τριῶν ἢ τεσσάρων συγχρόνως. Ἤκουε τὸν ἀπερίγραπτον θόρυβον τῆς οἰκίας, ὅστις μόνος του ἤξιζε διὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας ἑορτάς, κ᾽ ἐχόρευε μετὰ τῆς κλίνης του ἀκουσίως νανουριζόμενος ἀπὸ τὰ ᾄσματα, τὴν μουσικὴν καὶ τὰς ὀρχήσεις. Εἶτα κατὰ τὸ διάλειμμα τοῦ χοροῦ, ἤκουσε τὸ μελαγχολικὸν ᾆσμα καὶ τὴν κιθάραν εἰς τὴν ὁδόν, καὶ λησμονήσας ἑαυτόν, ἠρώτα μέσα του: «Δὲν ἔχουν τάχα ποῦ ν᾽ ἀποκρέψουν, οἱ δυστυχισμένοι;» Εἶτα πάλιν ἐσκέφθη: «Ἀναμφιβόλως θὰ ἔχουν ποῦ ν᾽ ἀποκρέψουν, ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ βλέπουν τὰ φωτισμένα παράθυρα». Ἔπειτα ἤκουε καὶ ᾆσμα καὶ χορὸν ἐντόπιον εἰς δύο γειτονικὰς οἰκίας. Ἰδού, ὅλων αὐτῶν τῶν διασκεδάσεων μετεῖχε, χωρὶς νὰ εἶναι παρών. Ἔλεγε δὲ καθ᾽ ἑαυτόν: «Χωρὶς ἄλλο διὰ νὰ ἐκτιμήσῃ τις μουσικὴν καὶ χορόν, πρέπει νὰ εἶναι ἀκροατὴς μακρόθεν. Ἀπὸ σιμά, ὁ γινόμενος θόρυβος ἐκκωφαίνει τὰ ὦτα καὶ ἐκπτοεῖ τὴν κρίσιν». Αἴφνης ᾐσθάνθη παραδόξως εἰς τοὺς ἀλγοῦντας ὀδόντας του κάτι ὡς αἱμωδίασιν, καὶ ἐνθυμηθεὶς τὸν μῦθον ἐψιθύρισεν: «Ὄμφακές εἰσι».
Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἀκούει κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του καὶ ἄλλον θόρυβον καὶ ἄλλην διασκέδασιν. Ἐχόρευαν τὸν συρτὸν ἢ τὸν καλαματιανόν, κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν τὸ «Μαῦρο γεμενὶ*» καὶ τὸ «Μύλο τῆς θειᾶς μου τῆς Κοντύλως».
Ὑπὸ τοὺς πόδας του ἀκριβῶς, κατῴκει εἰς τὸ ἰσόγειον ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα μετὰ τῆς ψυχοκόρης της, τῆς Μαρουσῶς. Φαίνεται ὅτι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχαν κάμει ἀγάπην καὶ αἱ τρεῖς, μὲ τὴν Λεμονοὺ καὶ μὲ τὴν Χρίσταιναν, μετὰ τῆς Φρόσως καὶ τῆς Γεώργαινας καὶ τοῦ συζύγου της, καὶ εἶχαν ἀποφασίσει «ν᾽ ἀποκρέψουν» ὁμοῦ. Τώρα δέ, ἀφοῦ ἔφαγαν, εἶχαν στήσει καὶ αὐταὶ τὸν χορόν, εἷς ἀνὴρ καὶ πέντε γυναῖκες, μὲ τρία μικρὰ παιδία. Ἐνωρὶς ἀκόμη, ὅταν ὁ Σπύρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ μαγειρεῖον, ὅπου ἔφαγε, μόλις ἀνέβη εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ ἤναψε τὴν λάμπαν, ἀκούει ἐλαφρὸν κτύπον εἰς τὴν θύραν του. Ὁ πρόδομος ἦτο ἀκόμη γαλήνιος, διότι δὲν εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐπέρχωνται τὰ κύματα τῶν προσκεκλημένων. Ὁ Σπύρος ἐνόμισεν ὅτι θὰ ἦτο ἡ κυρία Ζαχαρού, καὶ ὅτι θὰ ἦλθε διὰ νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς αὐτὸν τὴν πρόσκλησιν, ἣν τοῦ εἶχαν κάμει ἤδη αἱ κόραι της. Ἔσπευσε ν᾽ ἀνοίξῃ. Ἠπατᾶτο, δὲν ἦτο ἡ γραῖα. Ἦτο ἡ Μαρούσα, ἡ ψυχοκόρη τῆς Σταματούλας, δεκατεσσάρων ἐτῶν κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, μὲ μαῦρα ὄμματα, μὲ λευκὸν μανδήλιον περὶ τὴν κεφαλήν, τὴν ὁποίαν πρὸ δύο ἐτῶν, ὅταν ἦτο μαθητὴς τοῦ γυμνασίου καὶ κατῴκει εἰς γειτονικὸν δωμάτιον, ἐνθυμεῖτο μικρὰν ἄσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, ἀληθὲς «γυφτοκόνισμα», καὶ ἥτις τώρα εἶχε «ξετρίψει» κ᾽ ἐγίνετο ὡραία. Ἦτο δευτέρα ἢ τρίτη φορὰ καθ᾽ ἣν ἡ μικρὰ ἀνέβαινεν εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἶχεν ἔλθει ἄλλας δύο φορὰς διὰ νὰ λάβῃ τὰ πρὸς πλύσιν ἐνδύματά του, ἢ διὰ νὰ τὰ φέρῃ πλυμένα διὰ τῶν χειρῶν τῆς θετῆς μητρός της. Καὶ τὴν φορὰν ταύτην, ὁ Σπύρος ἐνόμισεν ὅτι ἦλθε νὰ τοῦ ζητήσῃ ροῦχα, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ τὴν ἐρωτήσῃ: «Θὰ πλύνῃ αὔριο ἡ μάννα σου, Καθαρὴ Δευτέρα;» Ἀλλ᾽ ἡ κορασίς, προλαβοῦσα, τοῦ λέγει:
― Κύριε Σπύρο, εἶπ᾽ ἡ μητέρα μου, δὲν κοπιάζεις κάτω, ν᾽ ἀποκρέψουμε, ἂν ἀγαπᾷς;…
Ὁ Σπύρος δὲν ἐπερίμενε τὴν πρόσκλησιν ταύτην, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῇ ἀπήντησεν.
― Εὐχαριστῶ, κορίτσι μου, ἔφαγα ἐγώ, ἀπόκρεψα, νὰ μοῦ τὴν χαιρετᾷς.
Ἡ παιδίσκη ἐπανέλαβε:
― Κι ἂν ἔφαγες εἶπ᾽ ἡ μητέρα μου, νὰ κοπιάσῃς ὕστερα, ποὺ θὰ χορέψουμε…
― Μπράβο! ἔχω εὐχαρίστησιν, εἶπε μειδιῶν ὁ νέος· ποιοὶ καὶ ποιοὶ θὰ εἶσθε;
― Θά ᾽μαστε ἡ μητέρα μου κ᾽ ἐγὼ κ᾽ ἡ κυρα-Χρίσταινα κ᾽ ἡ Φρόσω κ᾽ ἡ κυρα-Βαγγελὴ κ᾽ ἡ κυρα-Γιώργαινα μὲ τὸν κὺρ Γιώργη, κι ὁ Νῖκος κι ὁ Τάσος κι ὁ Ἀντωνάκης τῆς κυρα-Γιώργαινας.
― Κάτι πολλοί! εἶπε μετὰ θαυμασμοῦ ὁ Σπύρος. Καὶ τὰ ἔχετε καλὰ τώρα μὲ τὴν κυρα-Χρίσταινα καὶ μὲ τὴν κυρα-Βαγγελή;
― Δὲν ἔχουμε τίποτα…
― Τόσο καλύτερα… Χαιρέτα μου τὴ μητέρα σου, θὰ εἶχα μεγάλη εὐχαρίστηση… μὰ ἔχω πονόδοντο καὶ θὰ κοιμηθῶ νωρίς.
Ἤθελε νὰ εἴπῃ ναί, καὶ ἔλεγεν ὄχι. Δὲν τοῦ ἐφαίνετο ἀξιοπρεπὲς νὰ ὑπάγῃ «ν᾽ ἀποκρέψῃ» μὲ τὴν πλύστραν του, ἄλλως δὲ θὰ τὸν ἔτυπτεν ἡ συνείδησις, διότι ὁ μετὰ τόσων γυναικῶν, ὧν τινες ἦσαν νέαι, συγχρωτισμὸς δὲν θὰ ἦτο ἀκίνδυνος δι᾽ αὐτόν, καὶ ἡ πρόθεσίς του, ἂν ἐδέχετο τὴν πρόσκλησιν, ἀδύνατον νὰ ἦτο ἀθῴα. Μᾶλλον θὰ ἐπροτίμα νὰ φιλήσῃ ἐκεῖ εἰς τὰ κρυφὰ τὴν μικρὰν κορασίδα, τὴν ὁποίαν ἀπερισκέπτως ἔστελλε πρὸς αὐτὸν ἡ ψυχομάννα της, ἀλλὰ δὲν ἦτο τολμηρός, οὔτε ἀπολύτως διεφθαρμένος.
Ἀπέπεμψε τὴν παιδίσκην ἀλώβητον, καὶ αὐτὸς ἐξηπλώθη φιλοσοφικῶς ἐπὶ τῆς σκληρᾶς μαθητικῆς στρωμνῆς του. Εὐχαριστήθη, διότι ἐνίκησε τὸν πειρασμόν, ἦτο ἥσυχος τώρα, σχεδὸν εὐτυχής. Ἰδοὺ λοιπὸν ὅτι τὰ τρία ἐμπόλεμα μέρη τοῦ ἰσογείου εἶχαν εἰρηνεύσει, καὶ συνῆλθον ὁμοῦ νὰ ἑορτάσωσι τὴν τελευταίαν νύκτα τῆς Τυρινῆς. Καλὰ ποὺ τὸ ἐπῆραν πονηρά, ἐσκέπτετο ὁ Σπύρος, κ᾽ ἐξέλεξαν ὡς τόπον τῆς διασκεδάσεώς των τὸ οἴκημα τῆς Σταματούλας, ἀκριβῶς ὑπὸ τὸ δωμάτιον τὸ ἰδικόν του, διότι ἂν κατέρρεεν αἴφνης τὸ πάτωμα τοῦ ἀνωγείου ὑπὸ τὸ βάρος τῶν χορευτῶν, ἐκεῖ ἦτο ἐλπὶς νὰ γλυτώσουν, ἐκτὸς ἂν ἔπιπταν καὶ οἱ τοῖχοι, καὶ τότε ψυχὴ δὲν θὰ ἐσώζετο. «Τί ὡραῖα, τί ἀφελῆ ἔθιμα ἔχει ὁ ἑλληνικὸς λαός, διενοεῖτο ὁ Σπύρος. Ἰδοὺ ὅτι τρεῖς οἱονεὶ οἰκογένειαι, ἐνῷ ὅλον τὸν χρόνον ἦσαν εἰς διάστασιν, ἀπεφάσιζαν τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῆς Ἀπόκρεω νὰ φιλιωθῶσι, διὰ νὰ ἑορτάσωσιν ὁμοῦ τὴν νύκτα τῆς τυροφαγίας. Διὰ τοὺς μὲν (τί τὰ θέλετε;) ὁ βίος αὐτὸς εἶναι διηνεκὴς Ἀπόκρεως, διὰ τοὺς δὲ εἶναι μακρὰ καὶ θλιβερὰ σαρακοστή. Εὐτυχῶς λαμβάνει πέρας! Ὡς ὄασις ἐν τῇ ἐρήμῳ ἂς εἶναι τοὐλάχιστον διὰ τοὺς δευτέρους ἡ νὺξ αὕτη τῆς Ἀπόκρεω!» Καὶ αὐτὸς ὁδοιπόρος ἦτο εἰς τὴν ματαιότητα αὐτὴν τοῦ κόσμου. Καὶ δι᾽ αὐτὸν ἡ ζωὴ ἦτο ἀνήφορος ἀτελείωτος, καὶ ὁδὸς τραχεῖα καὶ μακρὰ τεσσαρακοστή. Πότε θὰ ἔφθανεν εἰς τὸ τέρμα; Ἴσως νὰ ἐδειματοῦτο ἀπὸ μορμολύκεια τῆς φαντασίας του, ἀλλ᾽ ἐμαντεύετο δυσοίωνα περὶ τοῦ μέλλοντός του· τὸ μόνον καλὸν ἦτο ὅτι ἐφιλοσόφει ἐκ προκαταβολῆς διὰ πᾶν τὸ ἀποβησόμενον ὡς πρὸς αὐτόν.
Ἐκ τῶν ρεμβασμῶν του τὸν ἀπέσπασε τραχεῖα φωνὴ γέροντος, ἀναμειχθεῖσα εἰς τὸν χορὸν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν του, εἰς τὸ οἴκημα τῆς Σταματούλας.
Ἡ φωνὴ βραχνὴ καὶ μετὰ ἰδιαζούσης προφορᾶς ἔψαλλε:
Πῶς τὸ τρίβουν τὸ πιπέρι,
τοῦ διαβόλου οἱ καλογέροι!
Τὴν φωνὴν ταύτην ἀνεγνώρισε πάραυτα ὁ Σπύρος. Ἦτο τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀντώνη, τοῦ συζύγου τῆς γραίας Βαγγελῆς, τὸν ὁποῖον αὕτη εἶχε πρὸ πολλοῦ διωγμένον. «Ἄ! ἦρθε λοιπὸν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀντώνης πίσω;» ἐσκέφθη ὁ νεαρὸς σπουδαστής. Ἐνθυμεῖτο ὅτι, πρό τινων μηνῶν, ὅταν ὁ γέρων ἦτον ἄρρωστος, ἡ γρια-Βαγγελὴ παραπονουμένη περὶ αὐτοῦ ἔλεγε:
― Τί-σου-κάμῃ δά, κι αὐτὸς ὁ καμέναρος! Ἔχει καὶ τὸ σύναχό του… ἔχασε καὶ τὶς παποῦτσες του… θέλει καὶ τὸν τσίγαρο!…
Ἀλλ᾽ ὅταν ἀνέρρωσεν ὀλίγον, καὶ δὲν ἤθελε νὰ δουλεύῃ, ἡ γραῖα τοῦ ἔδωκε τὰ δικά της τὰ πασουμάκια νὰ φορέσῃ, καὶ τὸν ἀπέπεμψε λέγουσα: «Ἂς πᾷ νά ᾽βρῃ τσωμὶ νὰ φᾷ!» Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ὅτι ὁ γέρων, ἀφοῦ ἐκυλίσθη ἐπὶ τόσους μῆνας τίς οἶδε ποῦ ἐργαζόμενος διὰ νὰ ζῇ, ἐνθυμήθη κατὰ τὴν Ἀπόκρεων νὰ ἔλθῃ πρὸς τὴν γραῖάν του ὅπως κάμῃ ἀγάπην μετ᾽ αὐτῆς… ἴσως μάλιστα νὰ τῆς ἔφερε καὶ ὀλίγα κερμάτια.
Τὸ ἀποκριάτικον δίστιχον τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀντώνη, τὸ ἐπανέλαβεν εὐθὺς ὕστερον δροσερὰ γλυκεῖα φωνὴ νεάνιδος, τὴν ὁποίαν ὁ Σπύρος ἀνεγνώρισεν ἐπίσης. Ἦτο ἡ φωνὴ τῆς Φρόσως, τῆς ἀδελφῆς τῆς κυρα-Χρίσταινας. Τὴν εἶχεν ἐρωτευθῆ πρό τινος χρόνου τὴν χλωμὴν λεπτοφυῆ κόρην, τὴν πτωχὴν κ᾽ ἐργατικήν, τὴν εἶχε ἐρωτευθῆ ὡς ἠρωτεύετο σήμερον τὴν Κούλαν, μὲ πλατωνικὸν ἔρωτα. Τόσον ὀλίγον μάλιστα τὴν ἐπλησίασεν, ὥστε κατ᾽ ἀρχὰς ἠγνόει καὶ τ᾽ ὄνομά της. Ἤκουεν εἰς τὸ ἀκρινὸν διαχώρισμα τοῦ ἰσογείου δύο ὀνόματα γυναικῶν. Φρόσω καὶ Κατίναν, Κατίναν καὶ Φρόσω. Αὐτὸς Φρόσω ἐνόμιζε τὴν κυρα-Χρίσταιναν καὶ Κατίναν ἐνόμιζε τὴν ἀδελφήν της. «Ἐπῆρε τὴ Φρόσω γιὰ Κατίγκω», ὡς ἔλεγεν ἀργότερα ὁ ἴδιος. Καὶ εἰς τοὺς στίχους τοὺς ὁποίους ἔγραψε δι᾽ αὐτὴν (διότι ἔγραφε, φεῦ! καὶ στίχους, τοὺς ὁποίους εὐτυχῶς δὲν ἐδημοσίευε) τὴν ὠνόμαζε, καλῇ τῇ πίστει, Κατίναν.
Εἰπέ μου, τί τοὺς ἔκαμες Κατίνα ρημασμένη!
Πῶς κάθε ὄμμα βάσκανον ἐσένα μόνον βλέπει,
καὶ κάθε γλῶσσα διὰ σὲ λαλεῖ φαρμακωμένη;
Ἄ! ὄχι τοῦτο διὰ σέ, Κατίνα μου, δὲν πρέπει…
Ἂν ὑπανδρεύθης, ἔκαμες κακόν; Θεὸς φυλάξῃ!
Ὁμοίως ὑπανδρεύονται ὅλοι οἱ φτωχοί, Κατίνα,
κ᾽ οἱ μαῦρες σου γειτόνισσες, ἡ τύχη σὰν ἀλλάξῃ,
ποὺ λέγουν τόσα διὰ σέ, κ᾽ ἐβόιξ᾽ ἡ Ἀθήνα.
. . .
Τὴν σὺμφορὰ ποὺ πέρασες καὶ τὴν ζωὴν ποὺ ζοῦσες
τὴν μέτρησες μὲ βάσανα, τὴν πλήρωσες μὲ μίση
σκυμμένη πάντα πρὸς τὴν γῆν, ὡς νὰ παρακαλοῦσες
τὴν Μοῖραν νὰ σὲ σπλαχνισθῇ καὶ νὰ σὲ βοηθήσῃ.
. . .
Στὸν δρόμον χθὲς τῆς μάμμης σου μ᾽ ἐντάμωσεν ἡ φίλη,
μία καλὴ νοικοκυρά, κ᾽ ἐτάνυσε τὸ στόμα,
καὶ διὰ σέν᾽ ἀγλύκαντα καὶ διαστρεμμένα ὡμίλει.
Χαῖρε, Κατίνα! κ᾽ οἱ γριὲς σ᾽ ἐζήλεψαν ἀκόμα…Εἰς τὸ τρίτον τετράστιχον ὑπῃνίσσετο τὸ ἐπάγγελμα τῆς κόρης, βοηθούσης εἰς τὴν πλύσιν τὴν ἀδελφήν της. Εἰς τὸ τελευταῖον ἀπόσπασμα ἡ γραῖα, περὶ ἧς γίνεται λόγος, ἦτο ἴσως αὐτὴ ἡ Βαγγελὴ ἡ Λεμονού. Σημειωτέον ὅτι ἡ κόρη δὲν εἶχεν ὑπανδρευθῆ, ἀλλ᾽ εἶχεν ἀρραβωνισθῆ πρό τινος χρόνου μικροκάπηλόν τινα, ὅστις πληροφορηθεὶς ὅτι δὲν εἶχε μετρητά, τὴν παρῄτησεν, ἀφοῦ δωρεὰν τὴν ἐξέθεσεν εἰς τὰς κακολογίας τῶν φιλοψόγων γυναίων. Ἀλλ᾽ ὁ Σπύρος, ὅστις ἐθεώρησε κατ᾽ ἀρχὰς τὸν γάμον βέβαιον κ᾽ ἔγραφεν εἰς τοὺς στίχους του ὅτι ἡ κόρη «ὑπανδρεύθη», ἐλυπήθη διὰ τὴν διάλυσιν τοῦ συνοικεσίου ὅσον ἐθλίβη κατ᾽ ἀρχὰς διὰ τὸν ἀρραβῶνα, διότι, ἐν τῷ μεταξύ, ἔπαυσε πλέον νὰ τὴν ἀγαπᾷ, καὶ ἠρωτεύθη ἀντ᾽ αὐτῆς τὴν Κούλαν, ἥτις ἄδηλον ἂν ἠγάπα τινά, ἀλλ᾽ αὐτὸν βεβαίως ὄχι… Καὶ ὅμως, τὴν νύκτα ταύτην, ἡ φωνὴ τῆς νεάνιδος, μὲ ὅλον τὸ σατυρικὸν τοῦ ᾄσματος, τὸν συνεκίνησε… Καὶ ἔπλαττε κατὰ φαντασίαν ὁλόκληρον εἰδύλλιον οὐδέποτε μελλούσης νὰ πραγματοποιηθῇ συμβιώσεως μετὰ τῆς νεαρᾶς πλυντρίας, ἥτις δὲν ἐφαίνετο ἄμοιρος αἰσθημάτων τρυφερῶν.
Ἐκ τῆς ὀπτασίας ταύτης τὸν ἐξήγειραν ἀποτόμως ἄγριαι φωναί, ἀκουσθεῖσαι ἐν μέσῳ βόμβου ψιθυρισμῶν, καὶ διακοπέντος αἴφνης τοῦ ᾄσματος καὶ τοῦ χοροῦ, ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ κὺρ Ζαχαρία. Ἤκουσεν εὐκρινῶς δύο λέξεις, αἵτινες μὲ ἀγανάκτησιν καὶ μὲ πάθος βροντοφωνηθεῖσαι, ἐπεκράτησαν ὅλου τοῦ θορύβου, καὶ ἐγέννησαν μακρὰν σιωπήν· τὰς λέξεις: «ἀνάγωγε» καὶ «ἀφιλότιμε».
Ἔτεινε τὸ οὖς. Ἀλλὰ δὲν ἤκουε πλέον τίποτε. Μετά τινα δευτερόλεπτα μόνον ἤκουσεν ἐσπευσμένα βήματα δύο ἢ τριῶν ἀνθρώπων, κατερχομένων τὴν κλίμακα τὴν μεσημβρινήν, τῆς μικρᾶς εἰσόδου. Ἀνεπήδησε διὰ μιᾶς καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ παράθυρον. Ἀλλ᾽ οἱ κατελθόντες τὴν κλίμακα εἶχαν κάμψει τὴν γωνίαν τοῦ νοτίου τοίχου καὶ μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἤκουσε μόνον τὸν κρότον τῆς ἀνοιχθείσης καὶ κλεισθείσης αὐλείας θύρας, δι᾽ ἧς ἐξῆλθον οἱ φεύγοντες.
Ἐντὸς τῆς αἰθούσης ἤκουε μόνον ὁμιλίας, ἐξ ὧν οὐδεμίαν λέξιν διέκρινεν. Ἐπανῆλθεν εἰς τὴν κλίνην του καὶ ἐξηπλώθη. Τί νὰ συνέβη ἆρά γε; Δὲν ἦτο καὶ πολὺ περίεργος, καὶ δὲν τὸν ἔμελεν. Ἐν τούτοις ἔκαμε ποικίλας εἰκασίας περὶ τῆς αἰτίας τοῦ γενομένου θορύβου, καὶ μὲ τὰς εἰκασίας ἀπεκοιμήθη, διότι ἀρκετὰ εἶχε βαυκαλισθῆ ἤδη ἀπὸ τὰ ᾄσματα καὶ τοὺς χορούς. Οὔτε ἡ μήτηρ του δὲν τὸν εἶχε ναναρίσει ποτὲ τόσον ἡδυπαθῶς, ὅτε ἦτο παιδίον, ὅσον τὸν ἐνανάρισαν τὴν ἑσπέραν ἐκείνην αἱ κραυγαὶ καὶ αἱ διαχύσεις ὅλης τῆς γειτονιᾶς.
Μόνον μετὰ πολλὰς ἡμέρας συνέβη νὰ μάθῃ ἀπὸ τὴν Σταματούλαν, τὴν πλύστραν του, ἥτις τὰ ἤξευρεν ὅλα, ὅτι «ἐκεῖνος ὁ ἀξιωματικός, ὁ ξανθομούστακος, εἶχε θυμώσει, στὸ χορὸ ἀπάνου, μὲ ἕναν ποὺ φοροῦσε προσωπίδα… ποὺ εἶχε πειράξει μιὰ κόρη… ξαδέρφη τῶν κοριτσιῶν, καλέ!… ἀνιψιὰ τῆς κυρα-Ζαχαροῦς… ποὺ εἶχε ᾽ρθεῖ στὸν μπάλο μαζὶ μὲ τ᾽ ἀδέρφι της… καὶ μ᾽ ἕναν ἄλλον κύριον, ποὺ λὲν πὼς θὰ τὴν πάρῃ… Παντρεύουνται ὁ κόσμος, νὰ σοῦ πῶ, δὲν εἶναι σὰν ἐμᾶς… Πῶς θὰ γεννοβολήσουν, νὰ πληθύν᾽ ἡ πλάση;»
Σημειωτέον ὅτι, ὅσον ἀφορᾷ τὴν Σταματούλαν, ἦτο μυστήριον διατί εἶχε χωρίσει τὸν ἄνδρα της. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἠγάπα πάντοτε νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι ποτὲ δὲν εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Ἦτο τριανταπέντε ἐτῶν, ὑψηλή, ἰσχνή, ὀστεώδης. Ἀλλὰ δὲν ὡμολόγει ποτὲ ὅτι ἦτο παραπάνω ἀπὸ εἰκοσιπέντε ἐτῶν. Ἡ Σταματούλα ἐξηκολούθησε:
«Κ᾽ ἕνας ἄλλος, ποὺ δὲ θέλησε νὰ βγάλῃ τὴν προσωπίδα του, τὴν εἶχε πειράξει, φαίνεται, στὸ χορὸ ἀπάνου… καὶ τότες ὁ ἀξιωματικός, ὁ ξανθομούστακος, ἐξεσπάθωσε, καὶ ἤθελε νὰ τόνε κόψῃ, καὶ τὸν εἶπε ἀφιλότιμο… κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἤθελε νὰ βγάλῃ τὴν προσωπίδα, τὰ πῆρε πλυμένα κι ἄπλυτα… καὶ τό ᾽στριψε μαζὶ μὲ ἄλλους δύο φίλους του, ποὺ εἶχαν ἔρθει μαζί… μὰ ἡ διαγωγὴ τοῦ ἀξιωματικοῦ τοῦ ξανθομούστακου ἔκαμε μιὰ ἐντύπωση… κ᾽ ἔδωκε εἰς ὅλους νάμι… κ᾽ οἱ δυὸ οἱ κόρες τῆς σπιτονοικοκυρᾶς τὸν ἀγαπήσανε… κ᾽ ἐκεῖνος δὲν ξέρει ποιὰ νὰ πάρῃ ποιὰ ν᾽ ἀφήσῃ… Μὰ νὰ σοῦ πῶ, ὣς τὴ Λαμπρὴ θαρρῶ πὼς θὰ ἔχουμε γάμους τῆς Κούλας μὲ τὸν ἀξιωματικὸ τὸν ξανθομούστακο… Παντρεύουνται ὁ κόσμος, νὰ σοῦ πῶ!…»
Τὴν αὐτὴν ἑσπέραν, καθ᾽ ἣν ἡ Σταματούλα διηγεῖτο ταῦτα εἰς τὸν Σπύρον, ὁ νέος ὠνειρεύθη ὅτι τοῦ ἔπεσεν εἷς τῶν ὀδόντων του, ἐκεῖνος ὅστις πρὸ πολλοῦ τοῦ ἐπόνει. Καὶ ἕως τὸ Πάσχα, ὅτε ἐτελοῦντο οἱ γάμοι τῆς Κούλας μετὰ τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ, ἔπαυσαν ὁριστικῶς νὰ τοῦ πονοῦν οἱ ὀδόντες.