Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (11.81-11.149)

Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν
ἥμεθ᾽, ἐγὼ μὲν ἄνευθεν ἐφ᾽ αἵματι φάσγανον ἴσχων,
εἴδωλον δ᾽ ἑτέρωθεν ἑταίρου πόλλ᾽ ἀγόρευεν.
Ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ μητρὸς κατατεθνηυίης,
85 Αὐτολύκου θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀντίκλεια,
τὴν ζωὴν κατέλειπον ἰὼν εἰς Ἴλιον ἱρήν.
τὴν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς εἴων προτέρην, πυκινόν περ ἀχεύων,
αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
90 Ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Θηβαίου Τειρεσίαο,
χρύσεον σκῆπτρον ἔχων, ἐμὲ δ᾽ ἔγνω καὶ προσέειπε·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
τίπτ᾽ αὖτ᾽, ὦ δύστηνε, λιπὼν φάος ἠελίοιο
ἤλυθες, ὄφρα ἴδῃ νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον;
95 ἀλλ᾽ ἀποχάζεο βόθρου, ἄπισχε δὲ φάσγανον ὀξύ,
αἵματος ὄφρα πίω καί τοι νημερτέα εἴπω.»
Ὣς φάτ᾽, ἐγὼ δ᾽ ἀναχασσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον
κουλεῷ ἐγκατέπηξ᾽· ὁ δ᾽ ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν,
καὶ τότε δή με ἔπεσσι προσηύδα μάντις ἀμύμων·
100 «Νόστον δίζηαι μελιηδέα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ·
τὸν δέ τοι ἀργαλέον θήσει θεός· οὐ γὰρ ὀΐω
λήσειν ἐννοσίγαιον, ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ,
χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας.
ἀλλ᾽ ἔτι μέν κε καὶ ὣς κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε,
105 αἴ κ᾽ ἐθέλῃς σὸν θυμὸν ἐρυκακέειν καὶ ἑταίρων,
ὁππότε κεν πρῶτον πελάσῃς εὐεργέα νῆα
Θρινακίῃ νήσῳ, προφυγὼν ἰοειδέα πόντον,
βοσκομένας δ᾽ εὕρητε βόας καὶ ἴφια μῆλα
Ἠελίου, ὃς πάντ᾽ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾽ ἐπακούει.
110 τὰς εἰ μέν κ᾽ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι,
καί κεν ἔτ᾽ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε·
εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾽ ὄλεθρον
νηΐ τε καὶ ἑτάροις· αὐτὸς δ᾽ εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς,
ὀψὲ κακῶς νεῖαι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους,
115 νηὸς ἐπ᾽ ἀλλοτρίης· δήεις δ᾽ ἐν πήματα οἴκῳ,
ἄνδρας ὑπερφιάλους, οἵ τοι βίοτον κατέδουσι
μνώμενοι ἀντιθέην ἄλοχον καὶ ἕδνα διδόντες.
ἀλλ᾽ ἦ τοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλθών·
αὐτὰρ ἐπὴν μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι
120 κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδὸν ὀξέϊ χαλκῷ,
ἔρχεσθαι δὴ ἔπειτα, λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν,
εἰς ὅ κε τοὺς ἀφίκηαι οἳ οὐ ἴσασι θάλασσαν
ἀνέρες, οὐδέ θ᾽ ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν·
οὐδ᾽ ἄρα τοὶ ἴσασι νέας φοινικοπαρῄους,
125 οὐδ᾽ εὐήρε᾽ ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται.
σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾽ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει·
ὁππότε κεν δή τοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης
φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ,
καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν,
130 ῥέξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι,
ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ᾽ ἐπιβήτορα κάπρον,
οἴκαδ᾽ ἀποστείχειν ἔρδειν θ᾽ ἱερὰς ἑκατόμβας
ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
πᾶσι μάλ᾽ ἑξείης· θάνατος δέ τοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ
135 ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ σε πέφνῃ
γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον· ἀμφὶ δὲ λαοὶ
ὄλβιοι ἔσσονται· τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Τειρεσίη, τὰ μὲν ἄρ που ἐπέκλωσαν θεοὶ αὐτοί.
140 ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
μητρὸς τήνδ᾽ ὁρόω ψυχὴν κατατεθνηυίης·
ἡ δ᾽ ἀκέουσ᾽ ἧσται σχεδὸν αἵματος, οὐδ᾽ ἑὸν υἱὸν
ἔτλη ἐσάντα ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι·
εἰπέ, ἄναξ, πῶς κέν με ἀναγνοίη τὸν ἐόντα;»
145 Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«ῥηΐδιόν τοι ἔπος ἐρέω καὶ ἐνὶ φρεσὶ θήσω·
ὅν τινα μέν κεν ἐᾷς νεκύων κατατεθνηώτων
αἵματος ἄσσον ἴμεν, ὁ δέ τοι νημερτὲς ἐνίψει·
ᾧ δέ κ᾽ ἐπιφθονέοις, ὁ δέ τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω.»

***
Οι δυο μας τότε, συναλλάσσοντας λόγια λυπητερά,
μέναμε αντίκρυ ένας στον άλλο: στη μια μεριά εγώ, με το σπαθί στο χέρι,
φυλάγοντας το αίμα· στην άλλη η σκιά του εταίρου
μιλούσε κι έλεγε πολλά.
Κι ήλθε η ψυχή της μάνας μου — είχε στο μεταξύ πεθάνει,
η Αντίκλεια, κόρη του μεγαλόκαρδου Αυτόλυκου,
που ζωντανή την άφησα πηγαίνοντας στην άγια Τροία.
Την είδα, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, λύπη η ψυχή μου·
ωστόσο την εμπόδισα στο αίμα να σιμώσει,
μόλο που μ᾽ έτρωγε ο καημός, προτού τον Τειρεσία
ρωτήσω για να μάθω.
90 Κι ήλθε και του θηβαίου Τειρεσία η ψυχή· κρατούσε
το χρυσό του σκήπτρο, αμέσως μ᾽ αναγνώρισε και με προσφώνησε:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
πώς και γιατί, ω δύστυχε, το φως του ήλιου εγκαταλείποντας,
ήλθες εδώ να βρεις νεκρούς σ᾽ αυτόν τον έρμο τόπο;
Ωστόσο τώρα από τον λάκκο παραμέρισε και πέρα κάνε
με το κοφτερό σπαθί σου· αίμα να πιω, για να σου πω
την πάσα αλήθεια.»
Υπάκουσα στα λόγια του κι αμέσως υποχώρησα, το ξίφος μου
με τ᾽ αργυρά καρφιά μπήκε ξανά στη θήκη του· εκείνος ήπιε
από το μαύρο αίμα, και τότε γύρισε στο μέρος μου
κι έτσι μου μίλησε ο τέλειος μάντης:
100 «Τον νόστο σου γυρεύεις, γλυκόν σαν μέλι, Οδυσσέα περίφημε.
Όμως κάποιος θεός θα σου σταθεί στον δρόμο σου φραγμός, γιατί
δεν το πιστεύω πως θα ξεχάσει ο Κοσμοσείστης εκείνη την οργή
που άναψε μέσα του, όταν χολώθηκε μαζί σου, που τύφλωσες
τον ίδιο του τον γιο.
Παρ᾽ όλα αυτά, έστω με βάσανα και πάθη, μπορεί και να νοστήσετε,
φτάνει να συγκρατήσεις τις ορμές σου, εσύ κι οι σύντροφοί σου,
όταν θ᾽ αράξεις κάποτε με το καράβι σου γερό
στης Θρινακίας το νησί, γλιτώνοντας από το μπλάβο πέλαγο.
Θα βρείτε εκεί βόδια να βόσκουν θηλυκά, πρόβατα μαλλιαρά —
στον Ήλιο ανήκουν, που τα πάντα βλέπει από ψηλά, τα πάντα ακούει.
110 Ανίσως και δεν τα πειράξεις, στον νόστο σου προσηλωμένος,
μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και στην Ιθάκη·
αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω όλεθρο,
για το καράβι σου και τους συντρόφους· αλλά κι εσύ, που ίσως γλιτώσεις,
λέω πως αργά κι άσχημα θα γυρίσεις πίσω, θα χάσεις όλους τους συντρόφους,
θα ταξιδέψεις σε καράβι ξένο· όμως κι εκεί, στο σπίτι σου, σε περιμένουν
άλλες συμφορές, μνηστήρες αλαζόνες, που μαδούν το βιος σου,
που θέλουν την ισόθεη γυναίκα σου δική τους,
τάζοντας δώρα για τη νύφη —
και μολαταύτα, γυρίζοντας, θα εκδικηθείς την αδικία αυτή.
Όταν ωστόσο τους μνηστήρες, στο παλάτι,
120 με τον χαλκό που κόβει τους σκοτώσεις, είτε με δόλο ή και φανερά,
τότε πιάσε στο χέρι σου κουπί καλά αρμοσμένο
και κίνησε, ώσπου να φτάσεις σ᾽ ανθρώπους που δεν είδαν θάλασσα,
που αλατισμένο δεν τρων το φαγητό τους·
δεν ξέρουν καν τα πλοία, βαμμένα κόκκινα στα μάγουλα τους,
ή τα καλά κουπιά, που γίνονται φτερά των καραβιών.
Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο — μην το ξεχάσεις·
όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος
να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου,
τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί,
130 και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα —
κριάρι, ταύρο, κάπρο που καβαλάει γουρούνια.
Ύστερα γύρνα στην πατρίδα σου, εκεί θυσίασε
μιαν εκατόμβη στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
σ᾽ όλους με τη σειρά.
Ο θάνατός σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα,
ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θα ᾽ρθει για να σε σβήσει
σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,
όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου,
αλάνθαστος κι αληθινός.»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ του ανταποκρίθηκα:
«Το ξέρω τώρα, Τειρεσία· τη μοίρα μου την έκλωσαν μόνοι τους οι θεοί.
140 Αλλά και κάτι άλλο να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
βλέπω μπροστά μου την ψυχή της πεθαμένης μάνας μου,
αμίλητη κοντά στο αίμα, να μην μπορεί τον ίδιο της τον γιο
στα μάτια να αντικρίσει, καν να τον προσφωνήσει.
Ω μάντη, πες μου πώς θα γίνει ν᾽ αναγνωρίσει το ποιος είμαι,
πως είμαι ζωντανός;»
Έτσι του μίλησα, κι αυτός πήρε τον λόγο αμέσως, είπε:
«Εύκολη συμβουλή θα πω, για να τη στοχαστείς·
όποιος απ᾽ τους νεκρούς, που ο θάνατος τους βρήκε,
σιμώσει στο αίμα, αυτός θα σου μιλήσει την αλήθεια·
σ᾽ όποιον όμως το αίμα το αρνηθείς, θα υποχωρήσει και θα φύγει.»

Eckhart Tolle: Αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «αγάπη» είναι η στρατηγική του «εγώ» για να αποφύγει να αφεθεί

Αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «αγάπη» είναι η στρατηγική του «εγώ» για να αποφύγει να αφεθεί.

Αναζητάτε κάποιον να σας δώσει κάτι το οποίο μπορεί να έρθει σε εσάς μόνο στην κατάσταση της παράδοσης, στην κατάσταση του να αφήνεστε.

Η Ισπανική γλώσσα είναι η πιο ειλικρινής σε αυτή την εκτίμηση. «Te quiero» σημαίνει ταυτόχρονα «σ' αγαπώ» και «σε θέλω» ενώ η αληθινή αγάπη δεν έχει μέσα της το «σε θέλω», δεν έχει επιθυμία να κατέχει κάποιον ή να θέλει να αλλάξει ο άλλος σύντροφος.

Το «εγώ» θεωρεί τον άλλον ξεχωριστό. Χρησιμοποιεί αυτό το άτομο για να καλύψει τη διαρκή αίσθηση της δυσφορίας που νιώθει, την αίσθηση του ανικανοποίητου, τον θυμό ή το μίσος που αισθάνεται και όλα αυτά συνδέονται στενά μεταξύ τους.

Αυτές είναι εκφάνσεις μιας υποκειμενικής στάσης η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατάσταση του «εγώ».

Όταν το «εγώ» ξεχωρίζει κάτι και λέει «αγαπώ» αυτό ή εκείνο, είναι μια ασυνείδητη προσπάθεια να σκεπάσει ή να αφαιρέσει τα βαθιά ριζωμένα αισθήματα που πάντα συνοδεύουν το «εγώ»: τη δυσαρέσκεια, τη δυστυχία ή την αίσθηση της ανεπάρκειας η οποία είναι τόσο οικεία.

Για λίγο, αυτή η ψευδαίσθηση πραγματικά λειτουργεί.

Έπειτα αναπόφευκτα, σε κάποιο βαθμό, το άτομο που έχετε ξεχωρίσει στα μάτια σας, αποτυχαίνει να λειτουργήσει ως σκέπασμα του πόνου, του μίσους, της δυσαρέσκειας ή της δυστυχίας, τα οποία όλα αυτά έχουν τις ρίζες τους στην ανεπάρκεια και στην μη ολοκλήρωση που αισθάνεται το «εγώ» σας.

Έπειτα, έρχεται το συναίσθημα πως όλα σκεπάστηκαν και έτσι προβάλλετε στο ξεχωριστό εκείνο πρόσωπο την προσδοκία πως θα «σας σώσει».

Ξαφνικά όμως η αγάπη γυρνάει σε μίσος. Το «εγώ» δεν συνειδητοποιεί ότι το μίσος είναι προβολή του γενικού πόνου που ακόμη νιώθετε μέσα σας. Το «εγώ» πιστεύει ότι αυτό το πρόσωπο δημιουργεί αυτόν τον πόνο.

Κι έτσι δεν συνειδητοποιείτε πως ο πόνος είναι το γενικό συναίσθημα το οποίο προέρχεται από το γεγονός ότι δεν είσαστε συνδεδεμένοι με το βαθύτερο επίπεδο της ύπαρξής σας.

Το αντικείμενο της αγάπης είναι ανταλλάξιμο όπως ανταλλάξιμο είναι και το αντικείμενο που θέλει το «εγώ».

Μερικοί άνθρωποι κάνουν πολλές σχέσεις. Ερωτεύονται και παύουν να είναι ερωτευμένοι πολλές φορές. Αγαπούν έναν άνθρωπο για όσο καλύπτει τον πόνο τους, μέχρι να σταματήσει να το κάνει.

Μόνο το να αφήνεστε μπορεί να σας δώσει αυτό που αναζητάτε ως αντικείμενο αγάπης.

Το «εγώ» λέει πως το να αφήνεστε δεν είναι απαραίτητο επειδή αγαπάτε αυτό το άτομο. Είναι φυσικά μια ασυνείδητη διαδικασία.

Τη στιγμή που αποδέχεστε εντελώς αυτό που είναι στην παρούσα στιγμή, κάτι μέσα σας συνειδητοποιεί πως νιώθει μια έμφυτη, μόνιμη γαλήνη, ακίνητη και γεμάτη ζωντάνια.

Είναι άνευ όρων, είναι η αληθινή σας ουσία. Είναι αυτό που αναζητούσατε ως αντικείμενο αγάπης. Είναι ο εαυτός σας.

Όταν συμβαίνει, ένα εντελώς διαφορετικό είδος αγάπης είναι παρόν το οποίο δεν υπόκειται στο δίδυμο αγάπη / μίσος.

Αυτή η αγάπη δεν ξεχωρίζει κανέναν. Είναι παράλογο να χρησιμοποιείται ακόμη και η ίδια λέξη γι' αυτήν την κατάσταση.

Τώρα ακόμη και η φυσιολογική αγάπη / μίσος σχέση μπορεί να εισέλθει στην κατάσταση της απελευθέρωσης.

Προσωρινά και για σύντομο χρονικό διάστημα θα συμβαίνει: θα βιώνετε μια βαθύτερη, εσωτερική αγάπη η οποία αποδέχεται ολοκληρωτικά το γεγονός ότι μερικές φορές θα λάμπει ακόμη και μέσα από μια εγωιστική σχέση.

Αν αυτή η απελευθέρωση και παράδοση δεν επιτυγχάνεται, θα καλύπτεται ξανά με το παλιό εγωιστικό μοτίβο.

Οπότε, δεν λέω ότι η βαθιά, αληθινή αγάπη δεν μπορεί να είναι παρούσα σποραδικά, ακόμη και σε μια φυσιολογική αγάπη / μίσους σχέση. Αλλά είναι σπάνιο και κρατάει λίγο.

Όταν αποδεχθείτε αυτό που είναι στην παρούσα στιγμή, κάτι βαθύτερο συγχωνεύεται από αυτό που είναι. Οπότε, μπορεί να τύχει να παγιδευτείτε στο πιο επώδυνο εσωτερικό ή εξωτερικό δίλλημα, στα πιο επώδυνα αισθήματα ή καταστάσεις αλλά από τη στιγμή που αποδέχεστε όλα αυτά ακριβώς όπως είναι, πηγαίνετε πέρα από αυτά.

Ακόμη και αν αισθάνεστε μίσος, τη στιγμή που αποδέχεστε αυτό το μίσος, αυτό δηλαδή που αισθάνεστε, το υπερβαίνετε. Μπορεί ακόμη να βρίσκεται εκεί αλλά απρόσμενα θα βρεθείτε σε αυτό το βαθύτερο μέρος όπου το μίσος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πλέον.

Όλη η φαινομενική ατομικότητα υπάρχει λόγο της έντασης μεταξύ των αντιθέτων. Ζέστη και κρύο, ανάπτυξη και φθορά, κέρδος και απώλεια, επιτυχία και αποτυχία, δηλαδή οι πολικότητες που είναι μέρος της ύπαρξης και φυσικά μέρος κάθε σχέσης.

Eckhart Tolle, Σχέσεις – Η αληθινή αγάπη και η υπέρβαση της δυαδικότητας

Η σιωπή των Σειρήνων

ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:

Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες ―εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά― ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε.

Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.

Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας· γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο ― εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.

Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μακριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.

Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν ― μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.

Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως· απλώς, ο Οδυσσέας τούς ξέφυγε.

Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική ― ίσως να πρόσεξε στ’ αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.

Αυτό που θέλω & αυτό που αντέχω

Αυτό που θέλω, αυτό που επιθυμεί η ψυχή μου και με τόση λαχτάρα υπόσχομαι στον εαυτό μου, χρειάζεται ένα και μόνο πράγμα για να το κατακτήσω• να μπορώ να το αντέξω.

Στην παιδική μας ηλικία, εάν η αγάπη και η αποδοχή έφτανε σε εμάς με όρους, μεγαλώναμε μέσα σε μία συνθήκη. Να είμαστε καλοί για να την λαμβάνουμε και όποια στιγμή δεν το καταφέρουμε, θα βιώσουμε την απομάκρυνση εκείνων που έχουμε περισσότερο ανάγκη και την αποστέρηση όλων των προνομίων μας.

Το πρώτο μας συναίσθημα, λοιπόν, έπρεπε να θαφτεί για να συνηχήσουμε με αυτό που μας ζητούσαν, μα καθώς αυτό ήταν αδύνατο, έμελλε να επενδύεται σε κάτι άλλο. Επενδυόταν στην προσδοκία ότι θα ικανοποιηθεί κάθε μας ανάγκη, εάν είμαστε καλοί, και στο ότι ο θυμός, η απογοήτευση και η θλίψη δεν πρέπει να επικοινωνούνται γιατί θα μας οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση.

Όσο, όμως, κι αν λαχταρούσαμε να απελευθερωθούμε από αυτή την συνθήκη, άλλο τόσο έπρεπε να παραμείνουμε στους κόλπους της για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, και η λύση ήταν μία. Να την αγαπήσουμε. Να την ενστερνιστούμε και να την ασπαστούμε ώστε να μπορέσουμε να την αντέξουμε. Κι ως ενήλικες, που αδημονούσαμε να νιώσουμε ελεύθεροι από αυτή την οδηγία της παιδικής μας ηλικίας, μοιάζει την οδηγία να την κατάπιαμε.

Όταν έρθει η ώρα να σχετιστούμε, λοιπόν, η κασέτα μπαίνει μπρος κι ο σύντροφος που επιλέγουμε περνάει από μια ασυνείδητη και χειρουργικής ακριβείας εξέταση. Η εξέταση αυτή διαρκεί ελάχιστα, εκτελείται αυτόματα, και αποτελείται από μία και μόνο ερώτηση: “Σε αντέχω;”

Όσο κι αν επιθυμώ κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από αυτό που έμαθα, το κορμί μου τεντώνεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Κι ο λόγος για αυτό δεν είναι άλλος από το ότι το οικείο, ακόμα κι αν είναι ματαιωτικό, το αντέχω.

Για να επιβιώσουμε στη σχέση, λοιπόν, αναβιώνει η ίδια οδηγία με τότε. Να είσαι καλή... μη δίνεις σημασία... να είσαι υπομονετικός, μη φωνάζεις... μη χτυπιέσαι και στο τέλος θα ανταμειφτείς.

Και μέσα σε αυτή τη φράση, συμβαίνουν τα δύο πράγματα που συνέβαιναν και τότε. Η υπενθύμιση ότι καλός είναι εκείνος που δεν παραπονιέται, που δεν ζητάει, που δεν υπερασπίζεται αυτό που νιώθει, και το ότι χρειάζεται να καταπνίξουμε το συναίσθημά μας ώστε να είμαστε αρεστοί, ώστε να μας αγαπούν.

Αυτό που απομένει, όμως, είναι το ίδιο παιδί το οποίο δεν έπρεπε να νιώθει όπως νιώθει, και παρά το ότι το απαγορεύει στον εαυτό του, εξακολουθεί να μην εμπεριέχεται. Και αυτό το παιδί γίνεται ένας ενήλικας ο οποίος συνεχίζει να απορρίπτεται με την ίδια ακρίβεια. Συνεχίζει να είναι δοτικός και φροντιστικός με το συναίσθημα του άλλου, συνεχίζει να δίνει με την ελπίδα ότι θα πάρει, αλλά αυτό είναι ένα αξίωμα το οποίο δεν μέλλει να ικανοποιηθεί.

Μέσα σε έναν δεσμό με μία τέτοια συνθήκη, καιρό με τον καιρό, αναδύεται η ίδια συναισθηματική έλλειψη που υπήρχε και τότε. Και το γνώριμο της κατάστασης είναι που μας κρατά εκεί και δεν εγκαταλείπουμε βαφτίζοντας την ταλαιπωρία μας αφοσίωση, δέσμευση, ή όπως αλλιώς χρειάζεται να κάνουμε.

Οι σύντροφοί μας, ωστόσο, όσο κι αν μοιάζουν να μας ταλαιπωρούν, είναι συγχρόνως αυτό ακριβώς που μπορούμε να διαχειριστούμε. Κι, όμως. Μέσα στην ταλαιπωρία μας θυμώνουμε, οργιζόμαστε. Να αλλάξει ο άλλος, λέμε. Να καταλάβει... να γίνει πιο γλυκός... πιο τρυφερός... πιο εμπεριεκτικός...

Όμως, αν το έκανε, θα το αντέχαμε; Θα αντέχαμε να ζούμε με κάποιον τόσο δοτικό, όταν η αγάπη στην οποία μάθαμε ερχόταν με τόνους παραμέλησης;

Θα αντέχαμε όταν η αποδοχή που λαμβάναμε ερχόταν με όρους; Όταν αυτό που μάθαμε είναι ότι πρέπει να είμαστε ολοκληρωτικά και συνεχώς καλοί; Ότι το να στενοχωρείς, να θυμώνεις, να κλαις, δεν ανήκει σε μια σχέση και το ότι, αν συμβαίνει, σημαίνει ότι η σχέση είναι κακή;

Ότι οφείλουμε ακόμα και να προνοούμε. Να καταλαβαίνουμε τον άλλο πριν καν μας το ζητήσει και το ότι το ίδιο οφείλει να κάνει κι αυτός; Γιατί να του μιλήσουμε, λοιπόν, όταν κάτι μας πληγώνει; Λες και θα καταλάβει.

Φυσικά, και δεν θα καταλάβει. Το να καταλάβει σημαίνει να αλλάξει, να γίνει κάποιος άλλος, μα αυτό γίνεται να συμβεί; Γίνεται να αλλάξει; Πώς; Πώς θα αλλάξει κάποιος τον οποίο τον επιλέξαμε για αυτόν ακριβώς το λόγο; Για να μας δίνει αυτό που αντέχουμε• τη ματαίωση, όταν η φροντίδα και η δοτικότητα που ζητάμε είναι τρομερά πιο απειλητική.

Συγχρόνως, όμως, μάθαμε να εξαρτάμε το αν θα εκφραστούμε από το πώς θα το υποδεχτεί εκείνος. Εάν το ακούσει, να το κάνω. Εάν όχι, δεν έχει νόημα. Έτσι, από το φόβο μην ματαιωθούμε, ματαιώνουμε οι ίδιοι εμάς. Κι όμως. Το να εκφραστούμε έχει το μεγαλύτερο νόημα καθώς ή θα αγγίξει τον άλλο και θα πλησιαστούμε ή θα καταλάβω με ποιον σχετίζομαι.

Κι αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να σχετιστώ είμαι εγώ. Αυτός που χρειάζομαι το περισσότερο να ακούσω, να αγκαλιάσω και να καταλάβω είμαι πάλι εγώ. Κι αυτή η αγκαλιά δεν γίνεται με τα χέρια μου, αλλά με κάτι μεγαλύτερο. Με κάτι σπουδαιότερο. Με κάτι που ο χώρος που μπορεί να εσωκλείσει είναι απεριόριστος. Την αποδοχή μου.

Δίνοντας εμείς σε εμάς αυτό που δεν μας δόθηκε. Εμπεριέχοντας τον εαυτό μας χωρίς συνθήκες, χωρίς όρους, για αυτό που είναι. Με το να γίνουμε εμείς οι ιδανικοί γονείς του. Εκείνοι που είχαμε ανάγκη.

Επιτρέπεται να θυμώσω; Φυσικά, και επιτρέπεται. Επιτρέπεται να κλάψω, να ζητήσω, να παραπονεθώ; Φυσικά, και επιτρέπεται. Μπορώ να το κάνω χωρίς να φοβάμαι ότι θα απορριφθώ; Φυσικά, και μπορείς. Έχω δικαίωμα να αγαπηθώ βαθιά για αυτό που είμαι; Έχεις κάθε δικαίωμα. Και έτσι ακριβώς απαντούμε τα ερωτήματα που έπρεπε να είχαν απαντηθεί, και λαμβάνουμε τις απαντήσεις που χρειαζόμασταν να έχουμε εσωτερικεύει ώστε να ψηλώσει η ψυχή μας.

Ο πόνος του να επαναλαμβάνω αυτό που με πληγώνει, είναι ένας πόνος που τον διατηρεί η δυσκολία του να αλλάξω αυτό που είμαι.

Η δυσκολία του να αποχωριστώ την προσδοκία μου για τους άλλους και να την στρέψω στον εαυτό μου. Κι αν δεν υπάρχει και δευτερογενές όφελος, τότε ένα και μόνο ένα πράγμα συμβαίνει. Επαναλαμβάνω την ιστορία της παιδικής μου ηλικίας σε μία προσπάθεια να την αλλάξω.

Η αλλαγή δεν είναι εύκολη. Εξίσου δύσκολη είναι. Και ο πόνος, όμως, δύσκολος είναι. Και το ένα δύσκολο είναι, και το άλλο δύσκολο είναι. Και τα δύο δύσκολα είναι. Εσύ, όμως, διαλέγεις με πιο δύσκολο θέλεις να ζεις...

Τίποτα νευρωσικό δεν ικανοποιείται ποτέ

Εκείνοι που συνηθίζουμε να λέμε, ερωτικούς ή παθιασμένους χαρακτήρες ανήκουν πολύ συχνά σε μια πονεμένη κατηγορία παιδιών.

Των παιδιών που στα πολύ μικρά τους χρόνια στερήθηκαν την επαρκώς τρυφερή στοργή απο γονείς τους.

Πεινασμένα από κάτι τόσο ουσιώδες για τη συναισθηματική ωρίμανση, μεγαλώνοντας, αρχίζουν να μετακομίζουν την πεινασμένη κ διψασμένη λαχτάρα τους σε άλλα, ξένα πρόσωπα και να αισθάνονται βαθιά ερωτευμένα.

Πρόκειται για ένα είδος απελπισίας που δεν ικανοποιείται σχεδόν ποτέ.

Γιατί ο άλλος εκτός από εραστής ή ερωμένη πρέπει να είναι μάνα ή πατέρας για το παιδί που δήθεν μεγάλωσε.

Δεν πετυχαίνεται βέβαια εύκολα αυτό, και οι έρωτες, οι νευρωσικοί αυτοί έρωτες, δεν έχουν καλό τέλος.

Πάντα σχεδόν απογοητεύουν, πάντα γεμίζουν παρεξηγήσεις κ παράπονα.

Τίποτα νευρωσικό δεν ικανοποιείται ποτέ.

Μη θαυμάζουμε λοιπόν άκριτα τους Δον Ζουάν, τις Κάρμεν, και τις Μεσσαλίνες, πρόκειται συνήθως για βασανισμένα, ψυχικά ορφανά ή κακοποιημένα παιδιά που περιφέρονται στον κόσμο των μεγάλων προσφέροντας το σώμα τους για δόλωμα.

Μήπως κερδίσουν επιτέλους ένα αληθινό, τρυφερό προστατευτικό γονιό στα κρεβάτια των μεγάλων παθών τους.

Ευγνωμοσύνη

Αίφνης, νιώθω ότι έχω μια ξεκάθαρη εστίαση και αντίληψη των πραγμάτων. Δεν υπάρχει χρόνος για οτιδήποτε ασήμαντο. Πρέπει να εστιάσω στον εαυτό μου, στη δουλειά μου και στους φίλους μου. Δεν θα παρακολουθώ πια τις βραδινές ειδήσεις στην τηλεόραση. Δεν θα δίνω πια σημασία στην πολιτική ή στην επιχειρηματολογία γύρω από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η στάση αυτή δεν είναι απόρροια αδιαφορίας, αλλά αποστασιοποίησης -εξακολουθούν να με νοιάζουν βαθιά η Μέση Ανατολή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η αυξανόμενη ανισότητα, αλλά όλα αυτά δεν είναι πια δική μου δουλειά. Ανήκουν στο μέλλον. Εγώ πλέον χαίρομαι όταν γνωρίζω προικισμένους νέους ανθρώπους -ακόμη κι αυτούς που μου έκαναν βιοψία και διέγνωσαν τις μεταστάσεις μου. Και νιώθω ότι το μέλλον βρίσκεται σε καλά χέρια.

Τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου, βιώνω με αυξανόμενη επίγνωση τους θανάτους συνομηλίκων μου. Η γενιά μου αποχωρεί σιγά σιγά και τον κάθε θάνατο τον νιώθω μέσα μου σαν ρήξη, σαν να μου αποσπάται βίαια ένα κομμάτι του εαυτού μου. Κανείς δεν θα 'ναι σαν κι εμάς όταν πια χαθούμε, αλλά και πάλι κανείς ποτέ δεν είναι σαν οποιονδήποτε άλλο. Αυτοί που πεθαίνουν είναι αναντικατάστατοι. Αφήνουν πίσω τους κενά που δεν μπορούν να γεμίσουν, γιατί η μοίρα -η γενετική και νευρωνική μοίρα- κάθε ανθρώπου είναι να είναι μοναδικός, να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι, να ζει τη δική του ζωή, να βιώνει τον δικό του θάνατο.

Δεν προσποιούμαι ότι δεν φοβάμαι. Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα μέσα μου είναι η ευγνωμοσύνη. Αγάπησα κι αγαπήθηκα. Μου έδωσαν πολλά κι έδωσα κάτι κι εγώ με τη σειρά μου. Διάβασα και ταξίδεψα και στοχάστηκα και έγραψα. Συνευρέθηκα με τον κόσμο, μέσα απ’ αυτή την ιδιαίτερη συνεύρεση μεταξύ συγγραφέων και αναγνωστών.

Μα, πάνω απ' όλα, υπήρξα ένα συνειδητό ον, ένα σκεπτόμενο ον, σε τούτο τον όμορφο πλανήτη, κι αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστιο προνόμιο και σπουδαία περιπέτεια.

Το βαρύτερο φορτίο για ένα παιδί είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς του

Ξέρεις τι είναι να είσαι παιδί και να προορίζεσαι για μια ζωή που δεν έχεις επιλέξει;

Να γεννιέσαι και να έχουν αποφασιστεί όλα για σένα από πριν;

Είσαι ακόμα στην κοιλιά της μαμάς σου, σε αυτό το απίστευτα ασφαλές μέρος και όλοι μιλάνε γύρω από το όνομα σου, δίχως να έχεις ακόμα όνομα. Θα είσαι το άψογο παιδί, ο τέλειος επαγγελματίας, ο υπέροχος άνθρωπος, θα είσαι ο ιδανικός υποψήφιος. Θα κάνεις πράγματα που δεν ξέρεις ακόμα αν σου αρέσουν. Θα επιβεβαιώσεις κάθε προσδοκία των γονέων σου. Και όλα αυτά γιατί; Μα, φυσικά γιατί αυτοί ξέρουν με ποιο τρόπο θα γίνεις εσύ ευτυχισμένος.

Οι γονείς, δύο άνθρωποι που σκέφτονται για εσένα πριν από εσένα. Προγραμματίζουν τις ζωές τους με βάση το δικό σου πρόγραμμα, σε αγαπούν ό,τι και αν γίνει, είναι εκεί για να αντέξουν τα σκοτάδια σου και να χαρούν πριν από εσένα για τις επιτυχίες σου.

Είναι οι άνθρωποι που σε έφεραν σε αυτό τον κόσμο. Σου χάρισαν την πνοή και τη δυνατότητα να ζήσεις. Μέχρι εκεί. Οι γονείς μας είναι κοινοί θνητοί, ας μη μπερδευόμαστε. Είναι άνθρωποι με τις δικές τους ιστορίες, τους δικούς τους φόβους, ανασφάλειες, όνειρα και πάθη. Πριν από εμάς, είχαν την δική τους προσωπική ζωή.

Είναι σύντροφοι, εραστές, επαγγελματίες, φίλοι και όλα όσα είμαστε και εμείς. Το ότι γίνονται γονείς δεν σημαίνει πως διαγράφονται από τη λίστα όλων όσων έχουν το δικαίωμα να κάνουν λάθη. Άλλωστε και αυτοί από μόνοι τους είναι παιδιά κάποιων άλλων, έχουν μεγαλώσει με τα πρότυπα άλλων ανθρώπων. Και εκεί κάπου μπλεκόμαστε όλοι.

Το βαρύτερο φορτίο για ένα παιδί, είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς του. Μαμάδες που δεν έγιναν οι μπαλαρίνες που θα ήθελαν, μπαμπάδες που συμβιβάστηκαν και δε κυνήγησαν το δικό τους όνειρο, άνθρωποι που είτε βολεύτηκαν σε ετοιμοπαράδοτες πραγματικότητες, ή φυλακίστηκαν δίχως να το καταλάβουν.

Στο βωμό του «καλού» του παιδιού, του «εγώ ξέρω καλύτερα», του «μα είναι δυνατόν η μαμά να θέλει το κακό σου;», έγιναν τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Γιατί οι σημερινοί γονείς κάνουν τα πάντα για το παιδί τους εκτός από το να το αφήσουν ελεύθερο να επιλέξει αυτό που θέλει να γίνει.

Ό,τι τους έλειψε, προσπαθούν να το δουν μέσα από τα δικά σου μάτια. Αυτό που δεν κατάφεραν να φέρουν κοντά, οι παρολίγο ευτυχίες τους, γίνονται τώρα ο δικός σου αυτοσκοπός. Και εσύ παίζεις το ρόλο του πρωταγωνιστή, στο έργο που είναι φτιαγμένο για κάποιον άλλο.

Απόψεις για τον έρωτα, πολιτικές, θρησκευτικές πεποιθήσεις, καταπιεσμένες ανάγκες που σφαγιάστηκαν στα πρέπει των δικών τους γονέων, τώρα φορτώνονται στις δικές σου πλάτες. Και εσύ σαν άλογο σε κούρσα, τρέχεις να φτάσεις στο τέρμα για να ευτυχήσουν, να ευτυχήσεις. Ναι, να ευτυχήσεις, μάλλον δηλαδή, από ό,τι σου έχουν πει.

Και φτάνεις εκεί, έχεις ζήσει όλα όσα ήθελαν να ζήσουν οι ίδιοι, γιατί θέλησες να τους κάνεις περήφανους, να τους επιβεβαιώσεις, να ακούσεις το μπράβο τους, να δεις το χαμόγελο στα πρόσωπα τους. Αφού τα έκανες όλα για την ευτυχία σου γιατί καταλήγεις εσύ, ο δυστυχισμένος;

Γιατί, δε σε γεμίζει τίποτα από αυτά που γράφτηκαν για εσένα. Εσύ είσαι ο συγγραφέας του δικού σου βιβλίου και μέχρι να κρατήσεις την πένα στα χέρια σου, οι σελίδες θα μένουν άγραφα χαρτιά. Άδειες μέρες που αδημονούν να γεμίσουν με όσα ΕΣΥ αγαπάς.

Το καλό σου κρύβεται κάπου εκεί, ανάμεσα σε όσα αγαπάς και όσα σε αγαπούν γι’ αυτό που πραγματικά είσαι και όχι γι’ αυτό που θέλει ο καθένας να γίνεις. Ο κάθε άνθρωπος οφείλει να ζει αυτό που θέλει να ζήσει και να αφήνει το παιδί του να επιλέγει, να μάθει να επιλέγει για το δικό του καλό.

Άλλωστε πώς μπορεί ο γονέας να ξέρει ότι αυτό θα είναι καλό για σένα, από τη στιγμή που αυτός δε το έκανε ποτέ; Και πώς μπορεί να ξέρει πως εσύ θα είσαι ευτυχισμένος, με όσα κάνουν αυτόν ευτυχισμένο;

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, νιώθει την σιγουριά πως αυτός ξέρει καλύτερα. Αποκτάει την τάση να απαντάει με απόλυτο τρόπο στο καθετί. Αντιθέτως, θα έπρεπε όσο μεγαλώνουμε να ρωτάμε περισσότερο και να απαντούμε λιγότερο.

Οι γονείς να ρωτάνε τα παιδιά και τα παιδιά να εμπνέονται από τις ερωτήσεις. Να βρίσκουν τροφή για σκέψη στα χέρια των γονιών τους και όχι στρωμένους δρόμους που τελικώς, οδηγούν σε αδιέξοδα.

Να θυμάσαι, λοιπόν, πως οι γονείς σου έδωσαν ακριβώς αυτά που είχαν να σου δώσουν. Το σημαντικό είναι τι θα κάνεις εσύ με αυτά που σου δόθηκαν έως εφόδια. Θα τα χρησιμοποιήσεις έως αλυσίδες ή θα τα μεταμορφώσεις σε φτερά;

Παλεύουμε να αποκτήσουμε πράγματα, και ξεχάσαμε να αγαπάμε ανθρώπους

Είδες πώς τα φέρνει η ζωή; Μην υποτιμάς κανέναν και τίποτα γιατί όλα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκεί που ήσουν στην κορυφή, μπορεί να βρεθείς στον πάτο, χωρίς καν να το καταλάβεις. Αξιολόγησε τη ζωή και τους ανθρώπους από τις πράξεις τους και όχι από εκείνα που σε “βολεύει” να βλέπεις.

Η ζωή είναι κύκλος και γυρίζει. Για ό,τι σου φέρει δεν θα σε ρωτήσει ποτέ. Μην κρίνεις, δεν είσαι ο καλύτερος πάνω στη γη. Υπάρχουν και άλλοι που μπορούν να κάνουν αυτό που κάνεις εσύ. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, μα πάνω από όλα με τον δικό του “κόπο”.

Πολλές φορές έχουμε δει στη ζωή μας να αλλάζουν όλα και, από εκεί που ήμασταν στο πιο ψηλό βουνό, να βρισκόμαστε στον πάτο της θάλασσας, πνιγμένοι και γuμνοί να προσπαθούμε να βρούμε ένα χέρι για να πιαστούμε. Μα πως περιμένεις εκείνο το χέρι να είναι εκεί όταν εσύ το έχεις πετάξει με τον χειρότερο τρόπο.

Οι άνθρωποι δεν είναι αντικείμενα. Μάθαμε να αγαπάμε άψυχα πράγματα πιο πολύ από τις ζωές μας. Παλεύουμε για να έχουμε πράγματα και όχι ζωή δίπλα μας. Γι’ αυτό θέλουμε να κρίνουμε και να δειχτούμε πως τάχα μου είμαστε μόνο εμείς που αξίζουμε και όλοι οι υπόλοιποι είναι για τα σκουπίδια. Όχι φίλε μου! Κανείς δεν είναι για τον κάδο, γιατί ο καθένας προσπαθεί με ό,τι και όσα μπορεί για να καταφέρει ό,τι εσύ, ίσως, βρήκες με μεγάλη ευκολία στη ζωή σου.

Γι’ αυτό βούλωσε το στόμα σου και βοήθα τους ανθρώπους με όποιον τρόπο μπορείς. Ακόμα και ένας καλός λόγος προς το πρόσωπό του είναι αρκετός για να δεις ένα χαμόγελο. Μην υποτιμάς κανέναν γιατί όλα αλλάζουν και ποτέ δεν ξέρεις που θα βρεθείς. Ρόδα είναι και γυρίζει…

ΚΟΙΝΩΝΙΟΠΑΘΕΙΑ: Συνείδηση είναι μια αίσθηση ηθικού καθήκοντος που βασίζεται στην αγάπη

Ο όρος κοινωνιοπάθεια (ή πιο σωστά αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας) προέρχεται από την Αγγλοαμερικάνικη ψυχιατρική και χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον George E. Partridge για να περιγράψει άτομα που δεν είναι ικανά να συναισθάνονται τους συνανθρώπους τους, να μπαίνουν στη θέση τους και να αναλαμβάνουν ευθύνες για τις πράξεις τους. Πρόσφατες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με fMRI έδειξαν ότι οι μετωπιαίοι λοβοί, και συγκεκριμένα η μεσοκοιλιακή προμετωπιαία περιοχή του εγκεφαλικού φλοιού έχει μικρότερη δραστηριότητα σε άτομα με αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας σε σχέση με ψυχικά υγιή άτομα. Επιπλέον, η αμυγδαλή δεν παρουσιάζει καμία δραστηριότητα ή δυσλειτουργεί.

Κατηγοριοποίηση

Η κοινωνιοπάθεια είναι μια από τις συχνές ψυχικές ασθένειες που παρ’ όλη την ευρεία εξάπλωσή της (περίπου 4% του πληθυσμού) δεν είναι γνωστή στον ευρύ πληθυσμό. Γίνονται γνωστοί μόνο κάποιοι ακραίως βίαιοι κοινωνιοπαθείς (= ψυχοπαθείς) που περνούν στη συνείδηση των ανθρώπων ως φονιάδες, τύραννοι ή σαν προσωποποίηση του κακού. Τους υπόλοιπους κοινωνιοπαθείς δεν τους αναγνωρίζουμε καν γιατί εκ των προτέρων νομίζουμε ότι όλοι μας είμαστε γεννημένοι με μια συνείδηση και για να πράττουμε το καλό. Έτσι βρίσκουμε πάντα μια λογική εξήγηση για την “παράλογη” συμπεριφορά των κοινωνιοπαθών. Η κυριότερη διαφορά μεταξύ ψυχοπαθών και κοινωνιοπαθών είναι ότι οι πρώτοι παρουσιάζουν τις περισσότερες φορές βίαιες τάσεις και είναι έντονα επιθετικοί και μπορεί να φτάσουν στα άκρα. Λόγω βλάβης στην αμυγδαλή δεν δείχνουν μάλιστα μεταμέλεια για τις πράξεις τους. Οι κοινωνιοπαθείς, από την άλλη, μπορεί να παρουσιάζουν αντίστοιχες βλάβες στον εγκέφαλο, όμως η ανατροφή και οι κοινωνικοποίηση παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή τους. Για αυτόν τον λόγο έχουν συχνά τάσεις απομόνωσης από τον κοινωνικό περίγυρο.

Ποια είναι τα σημεία-κλειδιά στη συμπεριφορά κάποιου έτσι ώστε να του διαγνώσουμε κοινωνιοπάθεια; Σύμφωνα με το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders της “American Psychiatric Association” εάν πληρούνται τρία από τα παρακάτω χαρακτηριστικά μπορούμε να μιλάμε για αντικοινωνική συμπεριφορά:

Αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά: έλλειψη της αίσθηση του «σωστού» και του «λάθους». Συχνά παραβλέπουν τα δικαιώματα, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα των άλλων.
  • Χειραγώγηση των ανθρώπων.
  • Παρορμητικότητα και ανικανότητα προγραμματισμού.
  • Οξυθυμία και επιθετική συμπεριφορά.
  • Απερίσκεπτη διακύβευση σημαντικών αποφάσεων που αφορούν την ασφάλεια του ίδιου και άλλων ανθρώπων.
  • Διαρκής ανευθυνότητα.
  • Έλλειψη τύψεων μετά από επίπληξη, βιασμό ή ληστεία άλλων ανθρώπων.
Άλλοι πάλι όπως ο ψυχολόγος Robert D. Hare αρκούνται στην διατύπωση μιας λίστας τυπικών συμπτωμάτων (χαρακτηριστικών) που εμφανίζει ένας κοινωνιοπαθής:

Έλλειψη συνείδησης: Συνείδηση είναι μια αίσθηση υποχρέωσης και ηθικού καθήκοντος που βασίζεται στην αγάπη και δίνει δομή και περιεχόμενο στις πράξεις μας. Η συνείδηση μας αποτρέπει να βρισκόμαστε συνεχώς σε ένα modus operandi διαμάχης και αντιπαράθεσης με τους συνανθρώπους μας. Η συνείδηση είναι μια γέφυρα που ενώνει όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι όμως κάτι που μας συνοδεύει πάντα και με την ίδια ένταση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Όταν ο οργανισμός μας εξασθενεί ή είναι άρρωστος η συνείδηση μπορεί για ένα διάστημα να υπολειτουργεί, π.χ. όταν ένας άνθρωπος δεν έχει να φάει για μέρες μπορεί να φάει τα πάντα για να επιβιώσει ή όταν είμαστε συνεπαρμένοι από τις σεξουαλικές μας ορμές αψηφούμε σχεδόν κάθε κίνδυνο.

Ένας κοινωνιοπαθής δεν έχει συνείδηση. Όταν δεν υπάρχει συνείδηση οι συνάνθρωποι γίνονται ξαφνικά κάτι το ουδέτερο, ένα πράγμα με το οποίο μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε χωρίς να νιώθουμε τύψεις, ενοχές ή ντροπή. Ένας κοινωνιοπαθής δεν ντρέπεται όταν συμπεριφέρεται εγωιστικά και δεν έχει τύψεις επειδή ζει εις βάρος των άλλων, επειδή είναι τεμπέλης ή επειδή συμπεριφέρεται ανήθικα. Οι κοινωνιοπαθείς παραμένουν μάλιστα απαθείς ακόμα και όταν βλέπουν τις μεγαλύτερες καταστροφές γύρω τους, π.χ. όταν άνθρωποι εξευτελίζονται δημοσίως ή όταν βιάζονται ψυχικά ή σωματικά. Αυτό δε σημαίνει ότι ένας κοινωνιοπαθής δεν είναι σε θέση να ξεχωρίζει το καλό και το κακό. Η διαφορά αυτή όμως δεν έχει καμία επίδραση στην συμπεριφορά του και δεν τον διεγείρει συναισθηματικά. Κάποιοι κοινωνιοπαθείς μπορούν μάλιστα να μάθουν να συμπεριφέρονται κόσμια έναντι των άλλων. Παρόλα αυτά η συμπεριφορά και οι δεσμοί τους με τους συνανθρώπους είναι καθαρά νοητικής (neocortex) και όχι συναισθηματικής φύσης [μεταιχμιακό σύστημα ή limbic system] όπως στους περισσότερους ανθρώπους.

Γοητεία: Ένα άτομο που δεν έχει συνείδηση μπορεί να μας κάνει να αισθανόμαστε ότι η ζωή μας είναι βαρετή και απόλυτα ρυθμισμένη, ενώ ο κοινωνιοπαθής υπόσχεται την περιπέτεια και το καινούργιο αφού βαριέται εύκολα και έχει ανάγκη από μεγάλες συγκινήσεις. Θα σας κάνει να πιστεύετε ότι είναι ο πιο γοητευτικός άνθρωπος που έχετε γνωρίσει. Και πραγματικά ο κοινωνιοπαθής είναι αρχικά γοητευτικός, δείχνει πολύ κοινωνικός, πολύπλευρος και σε κάνει -εάν θέλει να σε κατακτήσει- να πιστεύεις ότι είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Θέτει σωστές ερωτήσεις και δίνει την εντύπωση ενός χαρούμενου, αξιαγάπητου και ενδιαφέροντος ανθρώπου. Διηγείται ιστορίες για το ένδοξο παρελθόν του και για τα κατορθώματά του. Ξέρει να χειραγωγεί ανθρώπους έτσι ώστε να πετύχει αυτό που στοχεύει. Στόχος του είναι η νίκη και ο πλήρης έλεγχος άλλων ανθρώπων. Για αυτόν τον λόγο μπορεί να μιμηθεί συναισθήματα, να γελάει π.χ. και να αφήνει τους άλλους να πιστεύουν ότι είναι ανέμελος και χαρούμενoς. Αργότερα όταν πετύχει τον στόχο του γίνεται απρόβλεπτος και προκαλεί στον άλλον συναισθήματα φόβου. Παρόλο που προτρέπει ανθρώπους να κάνουν ασυνήθιστα για αυτούς πράγματα, που πολλές φορές μπορεί να αποβούν και μοιραία, ο κοινωνιοπαθής δεν αναλαμβάνει ποτέ τις ευθύνες του. Αυτός είναι ο “σαγηνευτικός” αυθορμητισμός των κοινωνιοπαθών. Μάλιστα, όταν κάτι πάει στραβά κατηγορεί τους άλλους για όσα συμβαίνουν. Η ανάληψη ευθυνών είναι κάτι ξένο για έναν κοινωνιοπαθή. Είναι κάτι που αφήνει στους άλλους να το διεκπεραιώσουν “τυφλά” για να επωμιστεί πολλές φορές αυτός τα οφέλη. Μάλιστα είναι ικανός να πληγώσει τους συνανθρώπους του ώσπου να καταφέρει να πετύχει τον στόχο του.

Ευφυΐα: Πολλοί κοινωνιοπαθείς είναι ιδιαίτερα ευφυείς, εύγλωττοι, ετοιμόλογοι, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Φέρουν ακαδημαϊκούς τίτλους (κάποιες φορές πλαστούς) δίχως να έχουν πασχίσει για αυτούς ιδιαίτερα. Κάποιοι από τους κοινωνιοπαθείς έχουν μάλιστα την ικανότητα να σκέφτονται πολύ γρηγορότερα από άλλους ανθρώπους. Οι κοινωνιοπαθείς χρησιμοποιούν όμως την ευφυΐα τους για να πληγώσουν ή να χειραγωγήσουν άλλους ανθρώπους. Για αυτόν τον σκοπό είναι ικανοί να επιστρατεύσουν όλη τους την ευφυΐα.

Ανταλλαγή βλεμμάτων: Οι κοινωνιοπαθείς κοιτάζουν τους άλλους συνεχώς στα μάτια επειδή οι άνθρωποι αισθάνονται άβολα μιας και ενστικτωδώς αυτό θεωρείται σημάδι επίθεσης. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να επιβληθούν πάνω στους άλλους.

Ψευτιά: Ο κοινωνιοπαθής είναι αναξιόπιστος και λέει με μεγάλη ευκολία ψέματα. Όταν αυτά αποκαλυφθούν αισθάνεται άβολα και όταν κάποιος τον φέρνει αντιμέτωπο με την αλήθεια είτε θα αλλάξει θέμα, είτε θα κατηγορήσει κάποιον άλλον, είτε – αν τον πιέσεις πολύ- θα εξοργιστεί και θα του υποδείξει τα δικά του μειονεκτήματα, κατηγορώντας τον για όλα. Πάντως είναι μάλλον απίθανο να παραδεχτεί ότι ψεύδεται. Πολλές φορές προσεγγίζει τους ανθρώπους και τους ζητάει να κρατήσουν εχεμύθεια για το “μυστικό” που τους εκμυστηρεύτηκε παρουσιάζοντάς το σαν κάτι πολύ σημαντικό. Ακόμα και για το παρελθόν τους ψεύδονται οι κοινωνιοπαθείς και πολλές φορές πιστεύουν ότι τα ψέματα τους είναι μέρος της πραγματικότητας.

Χειραγώγηση: Ο κοινωνιοπαθής χειραγωγεί τους άλλους ώστε να του δώσουν αυτό που θέλει. Κατανοεί πολύ γρήγορα τις αδυναμίες άλλων ανθρώπων και ξέρει να τις χρησιμοποιεί. Για αυτό το λόγο οι κοινωνιοπαθείς αισθάνονται καλά με “απλούς” και ψυχικά “αδύναμους” ανθρώπους. Παρακολουθούν τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων και χρησιμοποιούν τις αδυναμίες τους για να πετύχουν τους στόχους τους. Τις περισσότερες φορές δεν έχουν πραγματικές φιλίες και σταθερούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους.

Εγωκεντρισμός: Ο κοινωνιοπαθής είναι εγωκεντρικός, αδυνατεί να κατανοήσει τα συναισθήματα των άλλων και να δημιουργήσει ουσιαστικούς συναισθηματικούς δεσμούς μαζί τους. Οι δεσμοί του με τους άλλους ανθρώπους -ακόμα και με τους/τις συντρόφους τους- παραμένουν επιφανειακοί παρόλο που πολλές φορές κάνουν τους άλλους να πιστεύουν ότι γνωρίζουν όλα τα μυστικά των “φίλων” τους και είναι συνδεδεμένοι άρρηκτα μαζί τους. Ο κοινωνιοπαθής έχει συχνά την απατηλή ιδέα ότι είναι ο ποιο εύστροφος άνθρωπος του κόσμου για αυτό και προσδοκά μεγαλεία χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες. Ο κοινωνιοπαθής μπορεί επίσης να παρουσιάζει μια εξαιρετικά ναρκισσιστική συμπεριφορά. Ως εκ τούτου ενδιαφέρεται περισσότερο να μιλάει αυτός και οι άλλοι για τον ίδιο παρά να ακούει τους άλλους και τα προβλήματά τους. Επειδή εμφανίζει τον εαυτό του πάντα σαν το θύμα των περιστάσεων πρέπει οι άλλοι πάντα να τον συμπαραστέκονται και πολλές φορές εξαρτάται και οικονομικά από τους άλλους. Τον χαρακτηρίζει μια ανωριμότητα μια και σκέφτεται και προτάσσει πάντα τις δικές του ανάγκες. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που τον κάνουν να βαριέται εύκολα, να έχει ανάγκη από μεγάλες συγκινήσεις, αλλά και να είναι εν μέρει υποχονδριακός. Ακόμα και έναν μικρό πόνο τον μεγεθύνει και πολλές φορές τον χρησιμοποιεί σαν πρόφαση για να μην δουλέψει. Έτσι κι αλλιώς δεν του αρέσει η συνεχής απόδοση, να συγκεντρώνεται σε μια δουλειά με τις ώρες, να προγραμματίζει το μέλλον του. Η επιτυχία είναι για αυτόν κάτι τυχαίο ή κάτι που εξαρτάται μόνο από την ευφυΐα του. Επειδή δεν έχει κουράγιο, επιμονή και υπομονή για δουλειές που διαρκούν πολύ, πρέπει όλα να γίνονται γρήγορα. Για να καλύψει αυτή του την αδυναμία παρουσιάζει τον εαυτό του στους άλλους σαν κάποιον που δουλεύει γρήγορα ή σαν “σωτήρα” που βρίσκει γρήγορα λύσεις και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Ο κοινωνιοπαθής σαν σύντροφος

Η σχέση με έναν κοινωνιοπαθή περνά συνήθως από τα εξής στάδια: εξιδανίκευση, υποτίμηση, απόρριψη. Στην αρχή είναι ο/η σύντροφος το επίκεντρο του κόσμου, στην συνέχεια θα είναι συνεχώς επικριτικός, ώσπου τελικά, όταν πια βαρεθεί ή θεωρήσει ότι δεν μπορείτε να του προσφέρετε κάτι άλλο, θα σας παρατήσει με μια απίστευτη ψυχρότητα. Φυσικά θέλει πάντα αυτός να ελέγχει τις καταστάσεις και αυτός και μόνο να σας απορρίψει. Αν φύγετε πρώτοι, θα τρέξει πίσω σας, θα σας παρακαλέσει, θα κλάψει, θα δηλώσει μετανιωμένος και ότι όλα θα αλλάξουν, μέχρι να γυρίσετε. Και σύντομα θα επιστρέψει στα συνηθισμένα του μοτίβα συμπεριφοράς, αυτά που σας έκαναν να θέλετε να εξαφανιστείτε από την ζωή του. Όταν σας χάσει δεν θα αισθανθεί ποτέ λύπη και δεν θα αναλάβει ποτέ τις ευθύνες του, παρά μόνο θα αισθανθεί θυμό που σας έχασε.

Ο κοινωνιοπαθής είναι στην αρχή σαγηνευτικός, δείχνει ότι νοιάζεται και τα δίνει όλα για σας. Ισχυρίζεται ότι σας καταλαβαίνει καλύτερα από όλους τους άλλους ανθρώπους. Επειδή οι σχέσεις σας με τους άλλους ανθρώπους αποτελούν πηγή ανασφάλειας για αυτόν, προσπαθεί να σας απομονώσει από τον κοινωνικό περίγυρο. Οι κοινωνιοπαθείς έχουν τις περισσότερες φορές έντονη σεξουαλικότητα, δημιουργούν συχνά παράλληλες σχέσεις και δεν έχουν μακροχρόνιους δεσμούς.

Κουβεντιάζομε, αλλά δεν συνεννοούμαστε

Για να παρακολουθήσει ο άλλος τη σκέψη σου και να συλλάβει το σωστό νόημά της, όταν την εκφράζεις προφορικά ή γραπτά, δεν αρκεί να ομιλεί την ίδια γλώσσα μαζί σου, αλλά πρέπει και να θέλει και να μπορεί να σε καταλάβει. Αυτή την αλήθεια τη λησμονούμε πολύ συχνά και για τούτο οι σχέσεις μας με τους συμπατριώτες, τους ομότεχνους, τους φίλους, τους συντρόφους της ζωής μας, δυσκολεύονται πολύ περισσότερο από όσο είναι από την ίδια τη φύση των πραγμάτων δύσκολες. Οι άνθρωποι δεν μιλούν, ούτε ακούνε, πάντοτε με την πρόθεση να επικοινωνήσουν με τον όμοιό τους και να συνεννοηθούν μαζί του.

Όπως και κάθε άλλη πράξη τους, έτσι και αυτή έχει πολλά και ποικίλα ελατήρια. Ο λόγος, ο προφορικός ή ο γραπτός, είναι κι αυτός ένα μέσον που το μεταχειρίζεται καθένας για κάποιο σκοπό. Αλλά οι σκοποί είναι πολλοί, και όχι ένας μόνο: η συνεννόηση. Έρχεται λ.χ. ένας γνώριμος σου στον κύκλο που σε περιστοιχίζει, σε ακούει να αναπτύσσεις τη γνώμη σου απάνω σε κάποιο θέμα, προσέχει και συ νομίζεις ότι προσπαθεί να καταλάβει τι λες. “Όταν όμως αρχίζει κι αυτός να μιλεί για το ίδιο ζήτημα, ξαφνιάζεσαι- άκουσε, μα δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα είπες, γιατί αυτός είχε το νου του σε όσα ο ίδιος ήθελε να διατυπώσει ή να προτείνει, άσχετα με τη δική σου τοποθέτηση των πραγμάτων. Κάποιος άλλος λοιπόν είναι ο σκοπός του: να προβάλει τον έαυτό του, να εκθέσει εσένα ή άλλον ομοϊδεάτη σου, να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τη συζήτηση, γιατί άλλα είναι τα δικά του ενδιαφέροντα ή γιατί κάτι άλλο επιδιώκει που αργότερα θα φανεί κ.ο.κ. Το ίδιo πλήθος και η ίδια ποικιλία ελατηρίων μπορεί να υπάρχει και σε σένα που μιλείς- δίνεις την εντύπωση ότι είσαι αποκλειστικά προσηλωμένος στη λογικήν ακολουθία ή στην πραγματική θεμελίωση των Ιδεών που εκθέτεις, είναι όμως πολύ πιθανό να έχεις άλλους σκοπούς: να εντυπωσιάσεις, να επικρίνεις, να ειρωνευτείς, να αποσπάσεις μιαν επιδοκιμασία που σκέπτεσαι κατόπι να την εξαργυρώσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κ.ο.κ.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου διπλά και καθαρά τα πράγματα στο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, είτε ο διάλογος αυτός γίνεται με τη συζήτηση είτε αναπτύσσεταιc σιωπηρά, με το διάβασμα λ.χ. ενός άρθρου ή ενός βιβλίου. Στην τελευταία περίπτωση το φαινόμενο είναι ακόμη πιο περίεργο. Τη γνώμη του «άλλου» την έχομε «τυπωμένη» μπροστά μας δεν είναι «φτερωτή», όπως ο προφορικός λόγος, πού όσο καλή μνήμη κι αν έχομε, ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι ότι τον έχομε συγκρατήσει με απόλυτη ακρίβεια. Εδώ υπάρχει το ίδιο το ενυπόγραφο «κείμενο», και μπορούμε (αν αμφιβάλλομε) να το διαβάσομε και να το ξαναδιαβάσομε. Εντούτοις…

Κάνετε μόνοι σας το πείραμα σε κύκλο φίλων σας, του ίδιου έστω κοινωνικού στρώματος, της ίδιας ηλικίας, της ίδιας πάνω—κάτω παιδείας. Δώσετε τους να διαβάσουν από κάποιο βιβλίο ένα κεφάλαιο, μία σελίδα, ένα εδάφιο και ρωτήσετέ τους τι κατάλαβαν. Αν τύχει και το θέμα έχει επικαιρότητα ή άμεση σχέση με ζωτικά διαφέροντα του ερωτώμενου, θα δείτε με μεγάλην έκπληξη πόσο οι ερμηνείες πού δίνονται διαφέρουν (κάποτε ριζικά) η μια από την άλλη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ή ψυχική τοποθέτηση του καθενός απέναντι στο κείμενο που διάβασε υπήρξε διαφορετική.

Δεν είναι όλοι ικανοί ούτε πρόθυμοι να «αποσπασθούν» από τον εαυτό τους και να «δοθούν» στον κόσμο των ιδεών πού ανοίγεται μπροστά τους, για να συλλάβουν το περιεχόμενο και την αλληλουχία τούς, έτσι όπως ο συγγραφέας τού κειμένου τις παρουσιάζει και τις διευκρινίζει. Οι περισσότεροι, οι πλείστοι «διαβάζουν» μέσα στο ξένο γραπτό τις δικές τους υποθέσεις, προσδοκίες ή υποψίες —τίς δικές τους συμπάθειες ή αντιπάθειες— τις δικές τους αντιλήψεις ή αντιγνωμίες. Αλίμονο δε αν το όνομα του συγγραφέα είναι «συναισθηματικά χρωματισμένο» μέσα στη συνείδησή τους· τότε οι αποκλίσεις είναι απίθανα μεγάλες. Απορεί κανείς, όταν ακούει τις υποστηριζόμενες ερμηνείες, πώς είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι και άσπρο και μαύρο για την πνευματική όραση υγιών ανθρώπων.

Για να καταλάβεις κάτι που λέγεται ή γράφεται από κάποιον απαιτούνται λοιπόν πολλές προϋποθέσεις. Πρώτα πρέπει όχι μόνο να θέλεις ή μόνο να μπορείς – αλλά ταυτόχρονα και να θέλεις και να μπορείς να καταλάβεις αυτό που ακούς ή διαβάζεις. Γιατί είναι δυνατόν να θέλεις, αλλά να μη μπορείς· όπως είναι δυνατόν να μπορείς, αλλά να μη θέλεις να εννοήσεις. Και τότε φυσικά δεν «καταλαβαίνεις».

Θέλω σημαίνει εδώ ότι εμφορούμαι από την καθαρή πρόθεση να εισδύσω στα λεγόμενα ή γραφόμενα και να συλλάβω το νόημά τους σε συνάρτηση με τη βούληση εκείνου που τα λέγει ή τα γράφει, όχι κατά τη δική μου διάθεση.

Και μπορώ σημαίνει ότι έχω (από μάθηση και ιδιοφυΐα) την ικανότητα να κινούμαι με κάποιαν άνεση μέσα στον κόσμο των εννοιών και των συμβόλων του ανθρώπου που τον ακούω ή τον διαβάζω. Και έτσι κατορθώνω να τον προσεγγίσω πνευματικά από πολύ κοντά, και να κάνω τις ιδέες του ιδέες μου, τα επιχειρήματά του επιχειρήματά μου, τις διακρίσεις του διακρίσεις μου, τις αποχρώσεις του αποχρώσεις μου — και πριν απ’ όλα να κάνω τις λέξεις του λέξεις μου.

Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται ο κόμπος του προβλήματος. Κατά την κοινή αντίληψη, φτάνει να μιλείς των ίδια εθνική γλώσσα (π.χ ελληνικά, γαλλικά, ή κινέζικα) μ’ έναν άλλο άνθρωπο, για να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτό είναι σωστό μόνο έως ένα βαθμό, και μάλιστα πολύ περιορισμένο. Βεβαίως καταλαβαίνομε τον ομόγλωσσο, αλλά στις πολύ κοινές σχέσεις της ζωής, μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα. “Όταν όμως εγκαταλείπει κανείς αυτή την επιφάνεια τότε και αρχίζει να μπαίνει παραμέσα σε κάποιο βάθος, τότε ανακαλύπτει με έκπληξη, με αμηχανία, ακόμη και με τρόμο, ότι οι ίδιες «λέξεις» δεν έχουν για όλους μας το ίδιο “νόημα”, ότι συχνότατα τα “ίδια λέμε” και “άλλα καταλαβαίνομε”. Με αποτέλεσμα ή απόσταση που μας χωρίζει από τους ομοίους μας να γίνεται κάποτε πολύ μεγάλη, αγεφύρωρη. Κουβεντιάζομε, αλλά δεν συνεννοούμαστε …

Πώς συμβαίνει αυτό; Η πλήρης εξήγηση θα μας τραβούσε πολύ μακριά. Θά περιοριστώ σε μια πρόχειρη, αλλά επαρκή. Οι «λέξεις» οποιασδήποτε γλώσσας δεν έχουν ούτε μόνιμο νοηματικό περιεχόμενο, ούτε σταθερό λογικό περίγραμμα. Αλλά είναι κάτι ρευστό και κυμαινόμενο που αποκτά κάποιαν ευστάθεια μόνο όταν καθηλωθεί με την πειθαρχία που συμβατικά επιβάλλει μια ορισμένη χρήση. Για να βεβαιωνόμαστε λοιπόν ποιο είναι το νόημά τους την ώρα που τις ακούμε, πρέπει να κάνομε την αναφορά προς αυτή την ορισμένη χρήση. Οι λέξεις λ.χ. έργο, έλξη, ισορροπία άλλο νόημα έχουν στο στόμα ενός φυσικού, και άλλο όταν τις μεταχειρίζεται ένας ψυχολόγος ή ένας κοινωνιολόγος. —

‘Έπειτα οι λέξεις ως φορείς εννοιών φορτίζονται διανοητικά και συναισθηματικά μέσα στον ψυχικό κόσμο του καθενός ανάλογα με τη μόρφωση, την πείρα της ζωής, το χαραχτήρα του. Και για τούτο οι ίδιες λέξεις ηχούν μέσα μας διαφορετικά επειδή πέφτουν και χτυπούν απάνω σε διαφορετικό μέταλλο. Άλλα λ.χ. πράγματα νιώθω εγώ, όταν ακούω ή γράφω τις λέξεις αγάπη, πίστη, τιμή, κι άλλα εσείς, γιατί δεν έχομε όλοι την ίδια σύσταση ψυχής, τις ίδιες εμπειρίες, τον ίδιο διανοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Θα έλεγα με μιαν αλληγορία: άλλους αρμονικούς διεγείρουν μέσα μου αυτές οι λέξεις, και άλλους μέσα σας, γιατί το δικό μου ψυχικό όργανο (όπως είναι από φυσικού του και όπως διαμορφώθηκε από την ανατροφή που πήρα, από τον τρόπο και τις περιπέτειες της ζωής μου, από τη μόρφωσή μου κ.τ.λ.) είναι διαφορετικό από το δικό σας. Και οι αρμονικοί εδώ δεν δίνουν στον τόνο απλώς μίαν άλλη απόχρωση, όπως συμβαίνει στη Μουσική, αλλά είναι ικανοί να αλλάξουν κάποτε το ίδιο το ποιόν του.

Τα συμπεράσματα απ’ αυτή τη σύντομη ανάλυση αφήνω τον αναγνώστη να τα βγάλει μόνος του. Είναι πολλά και σοβαρά. Το σπουδαιότερο, νομίζω, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η επαρκής, και ίσως αδύνατη, εντελώς αδύνατη η πλήρης συνεννόηση με τούς ομοίους μας, γιατί οι άνθρωποι δεν μοιάζουν ο ένας με τον άλλο σαν δύο σταγόνες νερού, ακόμη και όταν ανήκουν στον ίδιο λαό, στην ίδια γενεά, στην ίδια κοινωνική τάξη, στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο. Ο καθένας έχει το δικό του μέταλλο ψυχής, το δικό του διανοητικό και συναισθηματικό βάθος. Ας μιλούν λοιπόν την ίδια γλώσσα, ας μεταχειρίζονται τις ίδιες λέξεις — δεν καταλαβαίνουν εντελώς ο ένας τον άλλο.

Μόνον όταν συμπέσει δύο όργανα να βρεθούν πνευματικά και αισθηματικά συντονισμένα με ακρίβεια απόλυτη —πράγμα πολύ, πάρα πολύ σπάνιο— τότε η μεταξύ τους συνεννόηση μπορεί να είναι πλήρης. Και τη χαίρονται σα μιαν ευλογία που δεν την περίμεναν. Όμως των κοινών ανθρώπων η μοίρα δεν είναι αυτή: ακόμη και κοντά, πολύ κοντά ο ένας προς τον άλλο ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ να «συνεννοηθούν» εντελώς.

Και οι δύο πλευρές φαίνονται να έχουν δίκιο εξίσου

Οι Πυρρωνιστές, κράτησαν για τον εαυτό τους ένα θαυμαστό στρατηγικό πλεονέκτημα, αφού απάλλαξαν τον εαυτό τους από τη φροντίδα της αυτοάμυνας. Δεν τους νοιάζει ποιος τους επιτίθεται, αρκεί κάποιος να τους επιτίθεται: κάνουν τη δουλειά τους με οτιδήποτε. Αν νικήσουν, το επιχείρημά σας χωλαίνει· αν νικήσετε, το δικό τους χωλαίνει. Αν χάσουν, επαληθεύουν πως υπάρχει άγνοια· εσείς το επαληθεύετε. Αν αποδείξουν πως τίποτα δεν καθίσταται μέρος της γνώσης, όλα είναι μια χαρά· αν δεν καταφέρουν να το αποδείξουν, πάλι όλα είναι μια χαρά. Έτσι λοιπόν βρίσκοντας για κάθε πράγμα αιτίες εξίσου ισχυρές υπέρ και κατά, είναι πιο εύκολο ν’ αναβάλλει κανείς την κρίση του υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς.

Και επιδεικνύουν πως είναι πολύ πιο έτοιμοι να βρουν πως οτιδήποτε είναι λανθασμένο παρά αληθινό, [να αποδείξουν] τι δεν είναι, παρά τι είναι και [να εκφράσουν] τι δεν πιστεύουν, παρά τι πιστεύουν.

Οι τυπικές εκφράσεις τους είναι: “δεν ορίζω τίποτα· δεν είναι περισσότερο έτσι από ό,τι είναι αλλιώς· δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο· δεν το καταλαβαίνω· και οι δύο πλευρές φαίνονται να έχουν δίκιο εξίσου· είναι εξίσου σωστό να μιλάει κανείς και υπέρ και κατά”. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Τίποτα σε αυτούς τους ανθρώπους δεν φαίνεται αληθινό, που δεν μπορεί επίσης να φαίνεται ψεύτικο. Η ιερή τους λέξη είναι ἐπέχω, πάει να πει “κρατώ σε εκκρεμότητα, δεν κινούμαι [προς τη μια ή την άλλη πλευρά]”. Αυτές οι εκφράσεις, καθώς και άλλες παρόμοιες είναι επωδοί τους, έτσι που το αποτέλεσμά τους είναι μια καθαρή, ολοκληρωτική και πλήρης αιώρηση κρίσης, σε διαρκή αναβολή. Κάνουν χρήση της λογικής τους για να ρωτούν και να διαλέγονται, όχι όμως για να καταλήγουν σε επιλογές και αποφάσεις. Αν κανείς βάλει με το νου του μιαν αέναη ομολογία άγνοιας, μια δυνατότητα κρίσης δίχως κλίση και δίχως τάση [προς τη μια πλευρά ή την άλλη], για οποιοδήποτε θέμα και αν πρόκειται, τότε μπορεί να αντιληφθεί τι είναι ο Πυρρωνισμός.

Σε ότι αφορά τις πράξεις της ζωής, συμμορφώνονται με τον κοινό κανόνα. Θεωρούν πρέπουσα την αποδοχή των φυσικών τάσεων και την υποταγή τους σε αυτές, την παρακίνηση και τον καταναγκασμό των παθών, τους ορισμούς των νόμων και των εθίμων, καθώς και [τη διδασκαλία] των παραδοσιακών τεχνών. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Γιατί ο Θεός δεν θέλει να γνωρίζουμε, αλλά να χρησιμοποιούμε αυτά τα πράγματα. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Αφήνουν τις καθημερινές πράξεις τους να οδηγούνται από αυτά τα πράγματα, δίχως να επιβεβαιώνουν τίποτα ούτε να προσκολλώνται σε τίποτα. Τα κατά φαντασία, τα ανύπαρκτα και ψεύτικα προνόμια που ο άνθρωπος ιδιοποιήθηκε, ισχυριζόμενος ότι έτσι κηδεμονεύει, τακτοποιεί και ορίζει την αλήθεια, ο Πύρρων καλή τη πίστει τα απαρνήθηκε και τα εγκατέλειψε.

Ωστόσο δεν υπάρχει φιλοσοφική σχολή που να μην είναι υποχρεωμένη να επιτρέψει στο σοφό της (αν θέλει να ζήσει) να αποδεχτεί αρκετά πράγματα, που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ούτε να αντιληφθεί ούτε να αποδεχτεί.

Νιώθει τις προτροπές των αισθήσεών του, τις υπαγορεύσεις του πνεύματός του. Έστω κι αν δεν βρίσκει καθόλου μέσα του αυτό το ιδιαίτερο και μοναδικό ίχνος [του δικαιώματος] να κρίνει, έστω κι αν αντιλαμβάνεται πως δεν πρέπει να δεσμεύει τη συγκατάθεσή του σε τίποτα, δεδομένου ότι κάποιο ψέμα μπορεί να έχει κάθε ομοιότητα με την αλήθεια, δεν παραλείπει να επιτελεί πλήρως και με άνεση τα καθήκοντα της ζωής του. Πόσοι τομείς γνώσης υπάρχουν που επαγγέλλονται ότι στηρίζονται σε εικασίες μάλλον παρά σε γνώσεις και που, επειδή αδυνατούν να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα, ακολουθούν μόνο και μόνο ότι φαίνεται πιθανό;

Υπάρχει, λένε [οι Πυρρωνιστές], και η αλήθεια και το ψέμα. Υπάρχει μέσα μας τρόπος να τα αναζητήσουμε, όχι όμως να τα εξακριβώσουμε τελεσιδίκως: δεν διαθέτουμε καμία λυδία λίθο. Θα είμαστε σε καλύτερη κατάσταση αν εγκαταλείπαμε τα ερωτήματά μας και πλάθαμε τον εαυτό μας σύμφωνα με τη φυσική τάξη του κόσμου.

Μια ψυχή απαλλαγμένη από την προκατάληψη έχει πετύχει θαυμαστή πρόοδο προς την πνευματική ηρεμία.

Χρειαζόμαστε πάντα αληθινές στενές σχέσεις με άλλα ώριμα πρόσωπα για τη διαρκή μας ανάπτυξη

Η απομόνωση είναι μια εκφοβιστική έννοια για τα περισσότερα άτομα. Έχουμε βαθειά ανάγκη για συντροφικότητα, για τη δημιουργία σχέσεων. Έχουμε μια ισχυρή φυσική τάση για αισθησιακή και σεξουαλική ικανοποίηση. Χρειαζόμαστε στοργή, βοήθεια, ενθάρρυνση και αγάπη.

Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με την επιλογή, είτε να μπούμε σε στενή σχέση, πράγμα που απαιτεί ένα βαθμό παραίτησης και αναπροσαρμογής από τον αποκτηθέντα εαυτό, είτε να απομονωθούμε. Η τελευταία εκλογή είναι πολύ βαρειά και απειλητική. Οι περισσότεροι θα επιλέξουν τις στενές σχέσεις με οποιοδήποτε αντίτιμο -γιατί η εναλλακτική λύση είναι η μοναξιά.

Χρειαζόμαστε πάντα τους άλλους για τη διαρκή μας ανάπτυξη και επιβεβαίωση. Η αληθινή στενή σχέση είναι μια θετική ισχύς μόνον αν είναι ο συνδυασμός δυνάμεων και ενέργειας με άλλα ώριμα πρόσωπα για τη συνεχή ανάπτυξη και των δύο. Είναι μια σκόπιμη παραίτηση ορισμένων πλευρών του αυτόνομου εαυτού κάποιου, με την επιθυμία να πάρει περισσότερα. Μέσα, κύρια, από τη στενή σχέση, τη διαρκή συντροφικότητα μπορούμε να δούμε τον γνήσιο κόσμο ενός άλλου ανθρώπου και να έχουμε μια γνήσια αντανάκλαση του δικού μας. Για το λόγο αυτό είναι τόσο εύκολο να αγαπάμε περιστασιακούς φίλους και τόσο δύσκολο να αγαπάμε εραστές. Η επένδυσή μας σ’ ένα φίλο είναι πολύ λιγότερο αποκαλυπτική και απαιτητική από εκείνη σ’ ένα σύντροφο στη ζωή μας, και επίσης, μακροπρόθεσμα, πολύ λιγότερο αποδοτική στην ανταμοιβή της για την ανάπτυξη.

Διαφορετικοί βαθμοί οικειότητας μπορούν να βρεθούν σε μια ποικιλία σχέσεων στο ξεκίνημά τους, που ικανοποιούν διάφορες ανάγκες οικειότητας, από περιστασιακές κοινωνικές και σεξουαλικές σχέσεις μέχρι βαθειές και παρατεταμένες φιλίες και προσπάθειες δημιουργίας μιας μόνιμης ένωσης, όπως ο γάμος. Οι περιστασιακές σχέσεις και φιλίες μπορούν να δώσουν στο άτομο την ευκαιρία σύντομων κοινών εμπειριών και την ανταλλαγή πληροφοριών, συναισθημάτων και ιδεών που μπορούν ν’ αποτελέσουν τον αντίποδα των συναισθημάτων απομόνωσης και πλήξης. Μελέτες όμως έχουν δείξει ότι μόνον οι στενές σχέσεις που εκτείνονται πέραν της κοινωνικότητας και προσφέρουν τις προϋποθέσεις για παρατεταμένη συντροφικότητα, όπως η συμβίωση ή ο γάμος, μπορούν να μας δώσουν το πιο παραγωγικό αναπτυξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας και να εκφραζόμαστε ελεύθερα σ’ ένα αξιόπιστο, ασφαλές, δεκτικό, ενθαρρυντικό και έμπιστο περιβάλλον. Μας δίνουν την πιο ζωτική προϋπόθεση για να ξεπεράσουμε τη μοναξιά, να αναλάβουμε και να εξερευνήσουμε την ανθρώπινη εμπειρία χωρίς φόβο και παραλογισμό.

Λέγεται συχνά ότι η καλύτερη ένδειξη της ωριμότητάς μας βρίσκεται στην ικανότητά μας να δημιουργούμε αναπτυσσόμενες, γεμάτες και διατηρούμενες σχέσεις. Όπως παρατηρεί ο Έριχ Φρομ, “Ο ώριμος άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και τις ρίζες του μόνο σε δημιουργική σχέση με τον κόσμο και την αίσθηση της ενότητας με όλους τους ανθρώπους και τη φύση”.

Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΦΙΛΩΝ

Η αποκάλυψη τραυματικών εμπειριών, έστω και σε προσωπικό ημερολόγιο, βελτιώνει τόσο την ανοσιακή λειτουργία όσο και την ψυχική διάθεση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν μοιραζόμαστε την τραυματική μας εμπειρία με έναν φίλο ή κάποιον σύμβουλο ψυχικής υγείας. 

Ο δεύτερος μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμος, διότι πολλοί άνθρωποι που διστάζουν να αποκαλύψουν ευαίσθητα προσωπικά ζητήματα ακόμη και στους στενούς φίλους τους μπορούν ευκολότερα να το κάνουν σε εξειδικευμένους επαγγελματίες, τους οποίους συναντούν μόνο κατά τη διάρκεια συμβουλευτικών συνεδριών και οι οποίοι δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

Οι φίλοι είναι επίσης χρήσιμοι ως σχολιαστές της καθημερινής μας ζωής. Προσωπικά, συνηθίζω να μοιράζομαι με έναν στενό φίλο τις δυσάρεστες διαπροσωπικές αντιπαραθέσεις μου. Ύστερα από μια έντονη διαφωνία με κάποιον συνάδελφο, συνήθως σπεύδω να περιγράψω στον φίλο μου τις λεπτομέρειες του συμβάντος και να του εκμυστηρευτώ ότι σκέφτομαι να τηλεφωνήσω στον συνάδελφο και να τον περιλούσω με κοσμητικά επίθετα. 

Ο φίλος μου πάντοτε με συμβουλεύει να μην το κάνω και βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να κρίνει. Δεν κατακλύζεται από τα αισθήματα που κατακλύζουν εμένα. Με ρωτά ποιες πιστεύω ότι θα είναι οι συνέπειες της πράξης μου, πώς θα νιώσω αργότερα, ποια οφέλη θα αποκομίσω και πόσο πρόσθετο πόνο θα βιώσω ως αντάλλαγμα για τη μνησίκακη συμπεριφορά μου. 

Οι φίλοι απολαμβάνουν και ένα άλλο πλεονέκτημα: βλέπουν τα πράγματα «από έξω», σαν να παρατηρούν ηθοποιούς που παίζουν σε μια παράσταση. Εγώ είμαι ανεβασμένος στη σκηνή, εκείνοι όχι. Έτσι, μπορούν να δουν πράγματα που εγώ δεν βλέπω.

Ο Επικούρειος Άνθρωπος

Ποιος είναι ο Επικούρειος Άνθρωπος; Φυγόπονος, πνευματικά ρηχός, άθεος, διεφθαρμένος ηδονοθήρας, απόμακρος και αντικοινωνικός, εγωπαθής και αδιάφορος για τους άλλους, δειλός και μόνιμα κρυπτόμενος, οπαδός μιας ανήθικης παρωδίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας, αυτή είναι σε γενικές γραμμές η αντίληψη που καλώς ή κακώς επικρατεί σήμερα.

Όχι ανεξήγητα άλλωστε αφού από την εποχή ακόμα του Επίκουρου η φιλοσοφία του συνάντησε λυσσαλέες αντιδράσεις, συκοφαντήθηκε, κάποιες φορές πλαστογραφήθηκε και διαστρεβλώθηκε άγρια από τους αντιπάλους της, αρχικά από τους Ακαδημικούς αργότερα από τους Στωικούς και τέλος από τους Χριστιανούς που όλοι περιέργως είχαν διαχρονικά άριστες σχέσεις με τις εκάστοτε εξουσίες.

Ο αντίπαλος και σύγχρονος του Επίκουρου, διευθυντής της Ακαδημίας Αρκεσίλαος για να εξηγήσει γιατί έχανε σε μόνιμη βάση μαθητές προς τον Κήπο ενώ σπανίως γινόταν το αντίθετο έλεγε περιφρονητικά πως «τον άνδρα μπορείς να τον κάνεις ευνούχο, τον ευνούχο όμως δεν μπορείς να τον κάνεις άνδρα».

Ο Διότιμος ο στωικός συκοφαντούσε τον Επίκουρο αποδίδοντάς του πενήντα αισχρές επιστολές, που ήταν φυσικά πλαστές, όπως μας πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος και που πιθανότατα έγραψε ο ίδιος ο Διότιμος. Το ίδιο έγινε και από τους μαθητές του Ποσειδώνιου του Στωικού, Νικόλαο και Σωτίωνα. Ο Επίκτητος επίσης τον αποκαλούσε κιναιδολόγο και τον λοιδορούσε με τον χειρότερο τρόπο.

Ο Επικουρισμός με τον υλισμό του και την αθεοφοβία του έγινε το κόκκινο πανί για την Χριστιανική Θρησκεία που αισθάνθηκε ότι απειλείται η πνευματική κυριαρχία της και τον πολέμησε με λύσσα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε: «Εάν ο Απόστολος Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους είχε υπ’ όψιν του μονάχα τους Επικούρειους».

Γιατί όμως όλη αυτή η αντίδραση στο συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα που κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με αμηχανία κάποιον όταν δηλώνει Επικούρειος;

Ποιος είναι τελικά ο Επικούρειος Άνθρωπος;

Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποβλέπει στην επίτευξη της καταστηματικής ηδονής δηλαδή της κατάστασης εκείνης που συνδυάζει έλλειψη σωματικού πόνου και ψυχική αταραξία και αποτελεί προϋπόθεση για την Ευδαιμονία που είναι και το ζητούμενο.

Οι αρετές όπως η φρόνηση – η μέγιστη αρετή κατά τον Επίκουρο – η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η εγκράτεια, η φιλία δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη του ηδονικού βίου και επομένως έχουν ωφελιμιστική βάση και δεν επιβάλλονται έξωθεν από κάποια θεότητα.

Για να επιτευχθεί η ψυχική αταραξία ο άνθρωπος πρέπει:

α) να απαλλαγεί από τον αρχέγονο φόβο για τα φυσικά φαινόμενα τους θεούς και τον θάνατο με την νηφάλια μελέτη της Φύσης με βάση τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του και σύμφωνα πάντα με τα επιστημονικά δεδομένα και όχι με αστήριχτους μύθους και αυθαίρετες δοξασίες που οδηγούν σε άχρηστες μεταφυσικές αγωνίες, δεισιδαιμονίες και παραλογισμούς που μιζερεύουν και ταλαιπωρούν την σύντομη ζωή του.

β) να ιεραρχήσει με φρόνηση τις επιθυμίες του και να επιδιώξει να ικανοποιήσει τις πιο φυσικές από αυτές, που του εξασφαλίζουν την επιβίωση, και έπειτα εκείνες που αφενός είναι μέσα στις δυνατότητές του και αφετέρου θα του προσφέρουν περισσότερο ευχαρίστηση παρά πόνο.

γ) Να αποφύγει να επιδιώξει την ικανοποίηση πλασματικών μη φυσικών επιθυμιών όπως Δόξα, Πλούτο, Επιρροή, Εξουσία, που είναι ακόρεστες, δύσκολα ικανοποιούνται και ακόμα πιο δύσκολα διατηρούνται και βυθίζουν τον άνθρωπο σε ανασφάλεια, καχυποψία, αγωνία, πόνο και δυστυχία χωρίς τέλος. «Τίποτα δεν είναι αρκετό γι εκείνον που θεωρεί λίγο το αρκετό» σημειώνει ο Δάσκαλος.

δ) Να επιδιώξει την ειλικρινή φιλία και να αναζητήσει την προσωπική του ευδαιμονία και ασφάλεια, μέσω της ευδαιμονίας και ασφάλειας της κοινότητας των φίλων.

Η πορεία των πραγμάτων στο Επικούρειο Σύμπαν είναι συνισταμένη τριών παραγόντων: Της αναγκαιότητας (αίτιο – αιτιατό), του τυχαίου (αστάθμητος παράγων) και της παρέγκλισης που αποτελεί φαινομενικά αναίτια, μη προβλέψιμη, και σε μη καθορισμένο χρόνο ενέργεια που μπορεί να μεταβάλλει την πορεία των πραγμάτων και να οδηγήσει σε απρόβλεπτες διεργασίες.

Η παρέγκλιση είναι ενδογενής ιδιότητα της ύλης και σ’ αυτήν εδράζεται η συνειδητότητα και η ελεύθερη βούληση του Ανθρώπου. Η ύπαρξη της παρέγκλισης επιβεβαιώνεται σήμερα από την αρχή της απροσδιοριστίας, βασικής αρχής της κβαντικής φυσικής. Με την παρέγκλιση ουσιαστικά αποσυνδέεται το αίτιο από το αποτέλεσμα και έτσι τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων.

Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι έρμαιο καμιάς μοίρας. Είναι αυτός που αποφασίζει ελεύθερα για την πορεία της ζωής του λαμβάνοντας κάθε φορά υπ’ όψιν του τα δεδομένα της συγκυρίας, όπου εκεί βέβαια παίζουν ρόλο και οι αναγκαιότητες και το τυχαίο.

Η ιδέα όμως της ελεύθερης βούλησης και της ανάληψης της ευθύνης των αποφάσεων για την ζωή τους δεν κάνει όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Οι περισσότεροι έχουν την τάση να αποποιούνται το δικαίωμα αλλά και την ευθύνη να αποφασίζουν οι ίδιοι για την ζωή τους και αρέσκονται να τα αναθέτουν σε άλλους, στον αρχηγό της οικογένειας, τον ηγεμόνα, τον πολιτικό, στην μοίρα, στον θρησκευτικό ηγέτη, στον ίδιο τον θεό. Έτσι έχουν την ψευδαίσθηση ότι απαλλάσσονται από την ευθύνη των επιπτώσεων από μία πιθανή αποτυχία, που κάλλιστα μπορούν να φορτώσουν στις πλάτες αυτών που εμπιστεύθηκαν.

Ο Επίκουρος λοιπόν φαίνεται ότι στην προσπάθειά του να απαλλάξει τους ανθρώπους από τον φόβο των θεών και του θανάτου και να πολεμήσει τις δεισιδαιμονίες και τον παραλογισμό, τους φόρτωσε τον φόβο της προσωπικής ευθύνης για την ζωή τους. Φόβο που ανά τους αιώνες βρέθηκαν πολλοί καλοθελητές να εκμεταλλευτούν.

Σε άλλους όμως ανθρώπους η συνειδητοποίηση της ελεύθερης βούλησης και της ευθύνης των επιλογών, τους γεμίζει μ’ ένα αίσθημα αυτάρκειας ανεξαρτησίας και δημιουργικότητας. Τους κάνει ηγέτες του εαυτού τους. Τους ωθεί να ζήσουν την «αυθεντική Ζωή» όπως παρατηρεί ο υπαρξιστής φιλόσοφος Jean – Paul Sartre ο οποίος συμπληρώνει: «Χωρίς δυσκολίες δεν υπάρχει ελευθερία. Τόσο αυθεντικότερη είναι η ελευθερία όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι Επικούρειοι.

Ο Επικούρειος λοιπόν είναι ο δυνατός άνθρωπος.

Γιατί χρειάζεται εσωτερική δύναμη, νηφαλιότητα και φρόνηση για να ελέγξει κανείς τους αρχέγονους φόβους του, να υποτάξει την απληστία και τις άλογες παρορμήσεις του και να ιεραρχήσει τις επιθυμίες του επιλέγοντας να ικανοποιήσει εκείνες που θα του εξασφαλίσουν πρώτιστα την επιβίωση έπειτα την ασφάλεια, την σωματική υγεία και την ψυχική ισορροπία.

Ο Επικούρειος δεν είναι μετριόφρων.

Η μετριοφροσύνη αφορά τους μέτριους και ο Επικούρειος δεν είναι μέτριος αλλά ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν είναι επίσης ταπεινόφρων γιατί η ταπεινοφροσύνη αφορά τους ταπεινούς και καταφρονεμένους και ο Επικούρειος δεν είναι ούτε ταπεινός ούτε καταφρονεμένος, αλλά άνθρωπος σοβαρός, με προσωπικότητα αξίες και αυτοπεποίθηση, που παίρνει στα χέρια του το τιμόνι της ζωής του για να την οδηγήσει εκεί που αυτός έχει αποφασίσει.

Ο Επικούρειος δεν βασίζεται ποτέ στην τύχη.

Η τύχη λέει ο Δάσκαλος δεν είναι θεά όπως πολλοί πιστεύουν γιατί είναι άστατη και αλλοπρόσαλλη και από ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προκύψουν τα μεγαλύτερα καλά όπως και τα χειρότερα κακά, αλλά αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα το διαχειριστεί ο άνθρωπος με φρόνηση ή όχι. Στο τέλος της γραφής προσθέτει είναι καλύτερα να πάρουμε με φρόνηση μια απόφαση που θα αποδειχτεί λάθος παρά στην τύχη μία απόφαση που θα αποδειχτεί σωστή.

Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος αυτάρκης.

Γνωρίζει ότι όσες λιγότερες εξωτερικές εξαρτήσεις έχει τόσο πιο ελεύθερος είναι. «Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας η Ελευθερία» λέει ο Δάσκαλος « Αυτός που ζει ελεύθερα και ανεξάρτητα δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλα πλούτη, γιατί αυτό απαιτεί δουλοπρέπεια είτε προς τον όχλο είτε προς την εξουσία, μπορεί όμως να έχει όσα χρειάζεται σε συνεχή επάρκεια». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Επικούρειος είναι ολιγαρκής από πεποίθηση όπως π.χ. ο Κυνικός.

Θα απολαύσει λοιπόν την πολυτέλεια όποτε του τύχει, γιατί την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα όσοι την έχουν λιγότερο ανάγκη. Άλλωστε και η λιτότητα έχει τα όριά της, όπως παρατηρεί ο σοφός μας Παππούς και όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει όρια στις επιθυμίες του. Η αυτάρκεια λοιπόν των επικούρειων ουδέποτε φτάνει στα όρια του ασκητισμού όπως έχει υποστηριχτεί από κάποιους.

Ο Επικούρειος δεν είναι ο άνθρωπος του καθήκοντος.

Οι πράξεις του καθορίζονται από την ελεύθερη βούλησή του και όχι από κάποιο ακαθόριστο ομιχλώδες αίσθημα καθήκοντος προς κάποιον θεό η κάποια ηγεσία. Αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολα διαχειρίσιμος από την Εξουσία. Ο Επικούρειος θα επιλέξει να ακολουθήσει το μονοπάτι του πόνου αν αυτό τον οδηγεί στην λεωφόρο της ηδονής. Έτσι θα υποστεί τον πόνο και τον κίνδυνο του πολέμου επιδιώκοντας την κατά πολύ σημαντικότερη ηδονή της απόλαυσης της Ελευθερίας και της Ασφάλειας της προσωπικής του, της οικογενείας του και των φίλων του, αλλά αυτό θα είναι συνειδητή δική του απόφαση και όχι καθήκον, όπως ακριβώς έκαναν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, αλλά και στο Μέτωπο της Αλβανίας στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο.

Η στωική έννοια του καθήκοντος που πέρασε στον Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το δήθεν καθήκον στον θεό οδήγησε στην φρίκη της Ιερής Εξέτασης τον Μεσαίωνα αλλά και αποτέλεσε το πρόσχημα για τις τυχοδιωκτικές Σταυροφορίες της Δύσης με τα τραγικά τους αποτελέσματα την ίδια ιστορική Εποχή και στις μέρες μας. Το καθήκον προς την ηγεσία, την φυλή και την κακώς εννοούμενη πατρίδα, οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν ένα ολόκληρο Έθνος υψηλής πολιτισμικής στάθμης, να προκαλέσει το μακελειό του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και τα πρωτοφανή εγκλήματα γενοκτονίας εναντίον άλλων λαών που χαρακτηρίστηκαν σαν Ολοκαύτωμα.

Ο Επικούρειος είναι ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος.

Να γελάς και να φιλοσοφείς την ώρα που ασχολείσαι με τις καθημερινές σου υποθέσεις συμβουλεύει ο Δάσκαλος. Να μην αναβάλλεις την χαρά αλλά να γεύεσαι την κάθε πολύτιμη στιγμή της θνητής ζωής σου. Να απολαμβάνεις αυτά που έχεις και να μην σκοτίζεσαι γι αυτά που δεν έχεις. Να απολαμβάνεις να φιλοσοφείς γιατί η φιλοσοφία είναι η μόνη ενασχόληση που μπορείς να γευθείς τους ηδονικούς καρπούς της άμεσα. Ποτέ μην πεις ότι είναι νωρίς ή ότι είναι πλέον αργά για φιλοσοφία. Είναι σαν να λες ότι είναι νωρίς η αργά για ευδαιμονία.

Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων.

Δεν κάνει θόρυβο γύρω από το όνομά του, δεν επαίρεται για τον εαυτό του, τις γνώσεις του τις ικανότητές του, τα υλικά του αγαθά, δεν ζητά επιβεβαίωση από τους άλλους γιατί δεν την χρειάζεται. Είναι υπερήφανος γι αυτό που είναι, γι αυτό που αξίζει ο ίδιος. Αυτή είναι και η σημασία του περίφημου λάθε βιώσας και όχι ο αναχωρητισμός όπως κακώς πολλές φορές υποστηρίζεται από ορισμένους.

Ο Επικούρειος είναι κοινωνικό ον.

Πιστεύει στην ανάγκη της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων η οποία βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο, του να μην βλάπτει δηλαδή ο ένας τον άλλο και να επιδιώκουν μαζί την επίτευξη κοινών στόχων που θα διευκολύνουν την ζωή όλων.

«Το της Φύσεως δίκαιον εστί σύμβολον του συμφέροντος εις το μη βλάπτειν αλλήλους μηδέ βλάπτεσθαι». (Επίκουρος – Κύριες Δόξες)

Είναι δίκαιος και νομοταγής.

Στην δικαιοσύνη και τον νόμο εδράζεται το κοινωνικό συμβόλαιο. «Η αταραξία είναι ο μέγιστος καρπός της δικαιοσύνης». Ο δίκαιος απολαμβάνει την ψυχική γαλήνη, ενώ ο άδικος είναι πάντοτε γεμάτος ταραχή, αφού ζει με τον φόβο της τιμωρίας και της εκδίκησης. Ο Επίκουρος θεωρούσε πως δεν ταιριάζει στον φιλόσοφο ακόμα και όταν αδικηθεί, να συγκρουσθεί ή να εκδικηθεί. (Φιλόδημος Γαδαρινός: περί Επίκουρου)

Είναι επίσης Δημοκρατικός.

Γιατί μόνο στην δημοκρατία το δίκαιο και ο νόμος απορρέει από τους πολίτες και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και αλλάζει πάλι από τους πολίτες όταν πάψει να την εξυπηρετεί. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Επικούρειος στέκεται πάντα απέναντι στην Τυραννία. Είναι ξεκάθαρη θέση του Κήπου πως ο Επικούρειος δεν θα γίνει ποτέ Τύραννος.

«Νόμος που δεν εξυπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον δεν είναι δίκαιος νόμος» (Επίκουρος-Κύριες Δόξες).

Την προτροπή του Επίκουρου περί αποφυγής ενασχόλησης με την πολιτική, προκειμένου να διαφυλάξει ο σοφός την προσωπική του γαλήνη, θα πρέπει να την δούμε σαν παραίνεση και όχι σαν δογματική θέση, με φόντο την πολιτική κατάσταση των Ελληνιστικών χρόνων, όπου ο αποδυναμωμένος Δήμος είχε χάσει κάθε δυνατότητα να επηρεάσει τις τύχες της Πόλης και ο πολιτικός είτε είχε μετατραπεί σε χειροκροτητή του ηγεμόνα (Στρατοκλής) είτε είχε εξοριστεί από την Πόλη (Δημοχάρης). Ο ίδιος ο Επίκουρος άλλωστε διευκρινίζει:

«Όσοι φλέγονται από φιλοτιμία και φιλοδοξία, και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιατί η απραγμοσύνη θα τους ταράξει περισσότερο και θα τους πληγώνει, όσο δεν τους γίνεται εκείνο που ορέγονται…» (από Θ 245. Επικ. 555)

Οι Επικούρειοι τιμούν τους θεούς – θεσμούς της Πόλης

Συμμετέχουν και χαίρονται περισσότερο απ’ όλους τις γιορτές και τις εκδηλώσεις της, γιατί αυτές δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και ανεξάρτητα από την περιουσία τους και την κοινωνική τους θέση, τους κάνουν να αισθάνονται μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου. Η κοινωνικότητα είναι λοιπόν για τους Επικούρειους φυσική ανάγκη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον κοινωνικό του περίγυρο όχι μόνο στον Επικουρισμό αλλά στο σύνολο της Ελληνικής φιλοσοφίας αντίθετα με τις ανατολικές φιλοσοφίες.

Η Επικούρεια φιλία και παρρησία

Η εξωστρέφεια των Επικούρειων επιβεβαιώνεται από τον κεντρική θέση που κατέχει στην φιλοσοφία τους η φιλία. Δεν αρνούνται ότι η επιδίωξη της φιλίας όπως άλλωστε και της δικαιοσύνης, ξεκινά από ωφελιμιστικούς λόγους, καταλήγει όμως από μόνη της αρετή. Γιατί ο Επικούρειος θα επιδιώξει την προσωπική του ασφάλεια και ευδαιμονία μέσω της προαγωγής της ασφάλειας και ευδαιμονίας του συνόλου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια γίνεται κατανοητό, γιατί το αίσθημα της προσφοράς στους άλλους αποτελεί για τους επικούρειους ηδονή και όχι καθήκον.

«το εύ ποιείν ήδιόν εστι του εύ πάσχειν» (Το να ευεργετείς είναι ηδονικότερο από το να ευεργετείσαι).

Η ελευθερία του λόγου, η παρρησία των Επικούρειων, είναι βασικό στοιχείο της κοινωνικής τους συμπεριφοράς. Η άσκηση ελεύθερης αλλά καλοπροαίρετης κριτικής, με ευγένεια και νηφαλιότητα, συνδυάζεται πάντα με προσεκτική αποδοχή αντίστοιχης κριτικής από τους άλλους. Αυτό προϋποθέτει ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία χωρίς διαχωρισμούς με βάση το φύλο την περιουσία και την κοινωνική θέση. Αυτό είναι και το μεγάλο πείραμα που γίνεται στον Κήπο μέσα στην καρδιά της καθημαγμένης παρακμάζουσας Αθηναϊκής κοινωνίας των Ελληνιστικών χρόνων.

Με την προώθηση της φιλίας δημιουργούν οι Επικούρειοι ένα στενότερο κοινωνικό κύκλο από ειλικρινείς φίλους, πάντα πρόθυμους να στηρίζουν και να συμπαρίστανται ο ένας στον άλλο, μεταξύ των οποίων η δικαιοσύνη είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται νόμους για να επιβληθεί και σχηματίζουν έτσι ένα πλέγμα προστασίας και ασφάλειας για τον καθένα που συμμετέχει σε αυτόν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης της κοινωνίας και των θεσμών.

Η Φιλία είναι η Ακρόπολη της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας που παραμένει ελεύθερη ακόμα και όταν το Κάστρο της κοινωνίας και των θεσμών έχει αλωθεί όπως συνέβαινε στην εποχή του Επίκουρου στην Ελληνιστική Αθήνα και όπως δυστυχώς κινδυνεύει να συμβεί στην σημερινή Ελλάδα.

Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τον θάνατο.

Γιατί όσο εμείς είμαστε ζωντανοί αυτός δεν υπάρχει και όταν αυτός είναι παρών δεν υπάρχουμε εμείς για να τον αντιληφθούμε. Πέρα από τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε ή να ελπίζουμε. Και ούτε την ανυπαρξία πρέπει να φοβάται κανείς γιατί ανύπαρκτος ήταν και πριν γεννηθεί. Ο θάνατος είναι αυτός που δίνει νόημα στην ζωή και κάνει κάθε στιγμή της πολύτιμη και ανεπανάληπτη. Γι αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ζει την κάθε μέρα του σαν να ήταν η τελευταία της ζωής του.

Καρπώσου την μέρα όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος. Αυτός που αναβάλλει την χαρά λέει ο Επίκουρος πεθαίνει πνιγμένος στις ασχολίες χωρίς να έχει ζήσει. Και όπως παρατηρεί ο Σενέκας το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στους συνανθρώπους του είναι ο χρόνος του.

Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τους θεούς.

Οι θεοί των Επικούρειων είναι πρότυπα ευδαιμονίας και μακαριότητας για τους ανθρώπους. Δεν είναι φορείς παράλογων ηθικών κανόνων που επιβάλλουν με την αυθεντία τους στους ανθρώπους. Ούτε εξευμενίζονται από κανένα ούτε οργίζονται, ούτε μνησικακούν εναντίον κανενός, ούτε τιμωρούν και εκδικούνται, γιατί όπως λέει ο Δάσκαλος αυτό αντίκειται στην μακαριότητά τους και χαρακτηρίζει κατώτερα όντα.

Επομένως οι θεοί δεν παρεμβαίνουν στην πορεία της ζωής των ανθρώπων, αλλά ούτε και αποτελούν αιτία των φυσικών φαινομένων τα οποία υπακούν σε φυσικούς νόμους είτε τους γνωρίζουμε είτε όχι. Οι θεοί είναι φίλοι των ανθρώπων και όχι δυνάστες. Και οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα λόγο να τους φοβούνται, αλλά ούτε και να ελπίζουν τίποτα από αυτούς. Στις δυσκολίες της ζωής ο άνθρωπος πρέπει να στηρίζεται στους συνανθρώπους του και όχι στους αμέτοχους θεούς.

Γι' αυτό το λόγο ο Διογένης ο Οινοανδέας προτείνει να αποδίδονται γελαστά τα πρόσωπα των θεών στα αγάλματα. Για τους Επικούρειους οι θεοί αντιπροσωπεύουν το πρότυπο της ψυχικής γαλήνης που πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος. Γι' αυτό και έχουν όλο το δικαίωμα όπως διακηρύσσει ο Δάσκαλος στον επίλογο της προς Μενοικέα επιστολής του, να ισχυρίζονται ότι ζουν σαν θεοί ανάμεσα σε ανθρώπους.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΟΟΙΜΙΑ

ΔΗΜ πρ 10.1–2

Κατά τη λήψη αποφάσεων για την πόλη πρέπει να ακούγονται όλες οι απόψεις

[1] Εἰ μὲν ἐγνώκατ’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τί βέλτιστον ὂν
τυγχάνει πρᾶξαι περὶ τῶν παρόντων, ἁμάρτημα τὸ συμβου-
λεύειν προτιθέναι· ἃ γὰρ αὐτοὶ πρὶν ἀκοῦσαι δοκιμάζετε
συμφέρειν, τί δεῖ ταῦτ’ ἀκούοντας μάτην ἐνοχλεῖσθαι; εἰ δὲ
σκοπεῖτε καὶ βουλεύεσθ’ ὡς ἐκ τῶν ῥηθησομένων δοκιμάσαι
δέον, οὐκ ὀρθῶς ἔχει τὸ κωλύειν τοὺς βουλομένους λέγειν.
παρὰ μὲν γὰρ τῶν ὅλως ἀποστερεῖσθ’ ἐκ τοῦ τοῦτο ποιεῖν,
εἴ τι χρήσιμον ἐντεθύμηνται· τοὺς δ’ ἀφέντας ἃ τυγχάνουσιν
ἐγνωκότες, ὧν ὑμᾶς ἐπιθυμεῖν οἴονται, ταῦτα ποιεῖτε συμ-
βουλεύειν. [2] ἔστιν δ’ ἁμαρτάνειν μὲν βουλομένων τὸ συνα-
ναγκάζειν τὸν παριόνθ’ ἃ βούλεσθε λέγειν, βουλευομένων δ’
ἀκούσαντας ἃ γιγνώσκει σκοπεῖν, κἄν τι καλῶς ἔχῃ, χρῆσθαι.
λέγω δὲ ταῦτ’ οὐκ ἐναντία τοῖς ὑμῖν ἀρέσκουσιν μέλλων
παραινεῖν, ἀλλ’ ἐκεῖν’ εἰδώς, ὅτι ἂν μὲν μὴ ’θελήσητε τῶν
ἀντιλεγόντων ἀκοῦσαι, ἐξηπατῆσθαι φήσουσιν ὑμᾶς, ἂν δ’
ἀκούσαντες μὴ πεισθῆτε, ἐξεληλεγμένοι παραχρῆμ’ ἔσονται
τὰ χείρω παραινοῦντες.

***
Εάν μεν έχετε αντιληφθή, άνδρες Αθηναίοι, ποίον είναι το άριστον εν σχέσει προς την παρούσαν κατάστασιν, είναι σφάλμα να υποβάλετε τούτο εις σύσκεψιν· διότι εάν εκείνα, τα οποία πριν τα ακούσετε τα επιδοκιμάζετε ως συμφέροντα, ποία η ανάγκη ακούοντες ταύτα ματαίως να ενοχλείσθε; Εάν δε εξετάζετε και σκέπτεσθε ότι πρέπει να εγκρίνετε τα πρέποντα επί τη βάσει των μελλόντων να λεχθούν, δεν είναι ορθόν να εμποδίζετε τους θέλοντας να ομιλούν· διότι πράττοντες τούτο στερείσθε μεν εκ μέρους τούτων, εάν ούτοι έχουν κάτι χρήσιμον εις τον νουν των, εκείνους δε αναγκάζετε να σας συμβουλεύουν αυτά που νομίζουν ότι επιθυμείτε, αφού αφήσουν κατά μέρος εκείνα που γνωρίζουν. Είναι δε ίδιον ανθρώπων μεν, οι οποίοι θέλουν να διαπράττουν σφάλματα, το να αναγκάζουν τον ρήτορα να λέγη εκείνα τα οποία θέλουν, είναι δε ίδιον ανθρώπων σκεπτομένων να εξετάζουν, αφού ακούσουν, τας γνώμας του ρήτορος, και, αν τι έχη καλώς, να το χρησιμοποιούν. Λέγω δε ταύτα όχι διότι πρόκειται να σας συμβουλεύσω αντίθετα προς εκείνα, τα οποία σας αρέσκουν, αλλά διότι γνωρίζω το εξής, ότι δηλαδή, αν δεν θελήσετε να ακούσετε τους αντιλέγοντας, θα είπουν, ότι έχετε εξαπατηθή, αν δε, αφού τους ακούσετε, δεν πεισθήτε, αμέσως θα έχουν αποδειχθή ότι σας δίδουν τας χειροτέρας συμβουλάς.