νῦν σὸν τὰ λαμπρὰ ταῦτα δὴ φαίνειν ἔπη.
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ παῖ, καινόν; ΑΝ. ἆσσον ἔρχεται
Κρέων ὅδ᾽ ἡμῖν οὐκ ἄνευ πομπῶν, πάτερ.
ΟΙ. ὦ φίλτατοι γέροντες, ἐξ ὑμῶν ἐμοὶ
725 φαίνοιτ᾽ ἂν ἤδη τέρμα τῆς σωτηρίας.
ΧΟ. θάρσει, παρέσται. καὶ γὰρ εἰ γέρων κυρῶ,
τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακε σθένος.
ΚΡΕΩΝ
ἄνδρες χθονὸς τῆσδ᾽ εὐγενεῖς οἰκήτορες,
ὁρῶ τιν᾽ ὑμᾶς ὀμμάτων εἰληφότας
730 φόβον νεώρη τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου·
ὃν μήτ᾽ ὀκνεῖτε μήτ᾽ ἀφῆτ᾽ ἔπος κακόν.
ἥκω γὰρ οὐχ ὡς δρᾶν τι βουληθείς, ἐπεὶ
γέρων μέν εἰμι, πρὸς πόλιν δ᾽ ἐπίσταμαι
σθένουσαν ἥκων, εἴ τιν᾽ Ἑλλάδος, μέγα.
735 ἀλλ᾽ ἄνδρα τόνδε τηλικόσδ᾽ ἀπεστάλην
πείσων ἕπεσθαι πρὸς τὸ Καδμείων πέδον,
οὐκ ἐξ ἑνὸς στείλαντος, ἀλλ᾽ ἀστῶν ὑπὸ
πάντων κελευσθείς, οὕνεχ᾽ ἧκέ μοι γένει
τὰ τοῦδε πενθεῖν πήματ᾽ ἐς πλεῖστον πόλεως.
740 ἀλλ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽ Οἰδίπους, κλύων ἐμοῦ
ἱκοῦ πρὸς οἴκους· πᾶς σε Καδμείων λεὼς
καλεῖ δικαίως, ἐκ δὲ τῶν μάλιστ᾽ ἐγώ,
ὅσῳπερ, εἰ μὴ πλεῖστον ἀνθρώπων ἔφυν
κάκιστος, ἀλγῶ τοῖσι σοῖς κακοῖς, γέρον,
745 ὁρῶν σε τὸν δύστηνον ὄντα μὲν ξένον,
ἀεὶ δ᾽ ἀλήτην κἀπὶ προσπόλου μιᾶς
βιοστερῆ χωροῦντα, τὴν ἐγὼ τάλας
οὐκ ἄν ποτ᾽ ἐς τοσοῦτον αἰκίας πεσεῖν
ἔδοξ᾽, ὅσον πέπτωκεν ἥδε δύσμορος,
750 ἀεί σε κηδεύουσα καὶ τὸ σὸν κάρα
πτωχῷ διαίτῃ, τηλικοῦτος, οὐ γάμων
ἔμπειρος, ἀλλὰ τοὐπιόντος ἁρπάσαι.
ἆρ᾽ ἄθλιον τοὔνειδος, ὦ τάλας ἐγώ,
ὠνείδισ᾽ εἰς σὲ κἀμὲ καὶ τὸ πᾶν γένος;
755 ἀλλ᾽, οὐ γὰρ ἔστι τἀμφανῆ κρύπτειν, σύ νυν
πρὸς θεῶν πατρῴων, Οἰδίπους, πεισθεὶς ἐμοὶ
κρύψον θελήσας ἄστυ καὶ δόμους μολεῖν
τοὺς σοὺς πατρῴους, τήνδε τὴν πόλιν φίλως
εἰπών· ἐπαξία γάρ· ἡ δ᾽ οἴκοι πλέον
760 δίκῃ σέβοιτ᾽ ἄν, οὖσα σὴ πάλαι τροφός.
***
720 ΑΝ. Χώρα αξιέπαινη και πολυδοξασμένη,
έφτασε η ώρα ν᾽ αποδείξεις τη λαμπρή σου φήμη.
ΟΙ. Τί τρέχει πάλι, θυγατέρα;
ΑΝ. Μας έρχεται, πατέρα, ο Κρέων με σπουδή,
όχι ασυντρόφευτος.
ΟΙ. Καλοί μου γέροντες, το βλέπω, κρέμεται τώρα
725 από σας η σωτηρία μου.
ΧΟ. Και θα την έχεις. Γιατί αν εμένα με βαραίνουν
τα γεράματα, δεν γέρασε γι᾽ αυτό κι η δύναμη της πόλης μου.
ΚΡΕΩΝ
Άντρες της χώρας, ευγενικοί μου κάτοικοι,
βλέπω στα μάτια σας κάτι σαν φόβο
730 να φέρνει ο ερχομός μου.
Μη με φοβάστε όμως και μην αφήσετε άσχημος λόγος
από το στόμα σας να βγει. Γιατί δεν ήλθα με την πρόθεση
να κάνω το κακό. Γέρος ο ίδιος, έχω επίγνωση πως βρίσκομαι
σε πόλη με μεγάλη δύναμη, όση δεν έχει
άλλη πόλη στην Ελλάδα.
735 Κι έρχομαι εδώ, στα χρόνια ώριμος, αποσταλμένος
να πείσω αυτόν μαζί μου στη Θήβα να γυρίσει.
Σας βεβαιώνω, δεν είναι ένας που με στέλνει,
προσέρχομαι μ᾽ όλων των πολιτών την εντολή· το επιβάλλει
εξάλλου κι η συγγένεια, να υποφέρω τα παθήματα του Οιδίποδα
όσο κανείς άλλος στην πόλη.
740 Έλα λοιπόν, Οιδίποδα ταλαίπωρε, τα λόγια μου άκουσε
και γύρισε μαζί μου στην πατρίδα.
Όλος της Θήβας ο λαός σε προσκαλεί, και με το δίκιο του,
εγώ απ᾽ όλους περισσότερο.
Αν απ᾽ τη φύση μου δεν είμαι κάκιστος,
πονώ με τον δικό σου πόνο, γέροντα, που δύστυχο
745 σε βλέπω· ξένος, στα ξένα ν᾽ αλητεύεις στερημένος,
με μια κοπέλα μόνον οδηγό σου.
Δεν το φαντάστηκα ο κακότυχος πως θα μπορούσε
η άμοιρη να φορτωθεί τόση μιζέρια, όση σηκώνει τώρα.
750 Μοναδική φροντίδα της εσύ, το πώς θα ζήσεις, στη φτώχια
βουτηγμένη· και μολονότι νέα, του γάμου τις χαρές
δεν γεύεται, έρμαιο στον πρώτο που θα ᾽ρθει να την αρπάξει.
Έριξα μήπως όνειδος βαρύ, ο δύσμοιρος,
σ᾽ εσένα, σ᾽ εμένα, στη γενιά μας;
755 Αν όμως στο φως της μέρας τα φανερά δεν κρύβονται,
έλα, Οιδίποδα, στους πατρικούς θεούς μας σε ξορκίζω,
τα λόγια μου άκουσε και κρύψε τις ντροπές μας,
γυρίζοντας στο πατρικό σου σπίτι, στην πόλη τη δική σου,
κι αυτήν εδώ την πόλη αποχαιρέτησε, όπως το αξίζει
άλλωστε. Ωστόσο στην πατρίδα ανήκει πάντα
760 ο πιο μεγάλος σεβασμός, είναι η τροφός μας.
720 ΑΝ. Χώρα αξιέπαινη και πολυδοξασμένη,
έφτασε η ώρα ν᾽ αποδείξεις τη λαμπρή σου φήμη.
ΟΙ. Τί τρέχει πάλι, θυγατέρα;
ΑΝ. Μας έρχεται, πατέρα, ο Κρέων με σπουδή,
όχι ασυντρόφευτος.
ΟΙ. Καλοί μου γέροντες, το βλέπω, κρέμεται τώρα
725 από σας η σωτηρία μου.
ΧΟ. Και θα την έχεις. Γιατί αν εμένα με βαραίνουν
τα γεράματα, δεν γέρασε γι᾽ αυτό κι η δύναμη της πόλης μου.
ΚΡΕΩΝ
Άντρες της χώρας, ευγενικοί μου κάτοικοι,
βλέπω στα μάτια σας κάτι σαν φόβο
730 να φέρνει ο ερχομός μου.
Μη με φοβάστε όμως και μην αφήσετε άσχημος λόγος
από το στόμα σας να βγει. Γιατί δεν ήλθα με την πρόθεση
να κάνω το κακό. Γέρος ο ίδιος, έχω επίγνωση πως βρίσκομαι
σε πόλη με μεγάλη δύναμη, όση δεν έχει
άλλη πόλη στην Ελλάδα.
735 Κι έρχομαι εδώ, στα χρόνια ώριμος, αποσταλμένος
να πείσω αυτόν μαζί μου στη Θήβα να γυρίσει.
Σας βεβαιώνω, δεν είναι ένας που με στέλνει,
προσέρχομαι μ᾽ όλων των πολιτών την εντολή· το επιβάλλει
εξάλλου κι η συγγένεια, να υποφέρω τα παθήματα του Οιδίποδα
όσο κανείς άλλος στην πόλη.
740 Έλα λοιπόν, Οιδίποδα ταλαίπωρε, τα λόγια μου άκουσε
και γύρισε μαζί μου στην πατρίδα.
Όλος της Θήβας ο λαός σε προσκαλεί, και με το δίκιο του,
εγώ απ᾽ όλους περισσότερο.
Αν απ᾽ τη φύση μου δεν είμαι κάκιστος,
πονώ με τον δικό σου πόνο, γέροντα, που δύστυχο
745 σε βλέπω· ξένος, στα ξένα ν᾽ αλητεύεις στερημένος,
με μια κοπέλα μόνον οδηγό σου.
Δεν το φαντάστηκα ο κακότυχος πως θα μπορούσε
η άμοιρη να φορτωθεί τόση μιζέρια, όση σηκώνει τώρα.
750 Μοναδική φροντίδα της εσύ, το πώς θα ζήσεις, στη φτώχια
βουτηγμένη· και μολονότι νέα, του γάμου τις χαρές
δεν γεύεται, έρμαιο στον πρώτο που θα ᾽ρθει να την αρπάξει.
Έριξα μήπως όνειδος βαρύ, ο δύσμοιρος,
σ᾽ εσένα, σ᾽ εμένα, στη γενιά μας;
755 Αν όμως στο φως της μέρας τα φανερά δεν κρύβονται,
έλα, Οιδίποδα, στους πατρικούς θεούς μας σε ξορκίζω,
τα λόγια μου άκουσε και κρύψε τις ντροπές μας,
γυρίζοντας στο πατρικό σου σπίτι, στην πόλη τη δική σου,
κι αυτήν εδώ την πόλη αποχαιρέτησε, όπως το αξίζει
άλλωστε. Ωστόσο στην πατρίδα ανήκει πάντα
760 ο πιο μεγάλος σεβασμός, είναι η τροφός μας.