Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

Διαίρεση των συνθέτων

§ 42. Τα αρχαιοελληνικά σύνθετα μπορούν να διαιρεθούν με βάση διάφορα κριτήρια: ως προς το είδος και τη μορφή του α΄ συνθετικού, ως προς τη σημασία, δηλαδή τη συντακτική σχέση των δύο συνθετικών μεταξύ τους, ως προς το είδος του συνθέτου συνολικά, ως προς τη θεματική απόληξη του α' συνθετικού, ως προς τη θεματική μορφή του β' συνθετικού. 

Είναι εύκολο να παρουσιάσουμε την καθεμιά από αυτές τις υποδιαιρέσεις και να την ερμηνεύσουμε με συγκεκριμένα παραδείγματα. 

Αν θέλουμε, όμως, να προκύψει μια συνολική εικόνα της σύνθεσης, πρέπει να προβάλουμε προπάντων τις μεγάλες ομάδες· επειδή, όμως, όπως είναι φυσικό, αυτές δεν έχουν το ίδιο μέγεθος και τα κριτήρια της υποδιαίρεσης συχνά τέμνονται μεταξύ τους, πρέπει ορισμένες φορές για πρακτικούς λόγους η με πληρότητα παρουσίαση των ομάδων να γίνεται σε ένα σημείο, έτσι ώστε αυτές να μην κατακερματίζονται. Πρβ. μετατοπίσεις μεταξύ μορφολογικών και σημασιολογικών τύπων.

Όταν κάποιος που αγαπήσαμε, γίνεται κάποιος που «χάσαμε»

Ίσως να μην ήταν γραφτό. Ίσως οι άνθρωποι να αλλάζουν «θέλω» μεγαλώνοντας. Ίσως οι συνθήκες να έμειναν για πάντα τόσο κατάλληλα ακατάλληλες. Ίσως οι καταστάσεις να έφεραν ένα τέλος που δεν μπορούσε να διορθωθεί με καμία άλλη προσπάθεια. Ό,τι κι αν έγινε, όλοι το νιώσαμε. Όλοι αγαπήσαμε κάποιον άνθρωπο στη ζωή μας και τον χάσαμε.

Μα αλήθεια, μεγαλύτερο βουνό από αυτό των συναισθημάτων της απώλειας ενός τέτοιου ατόμου δεν υπάρχει. Σαν να αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς η ψυχή μας. Σαν να περιμένει πως κάτι θα αλλάξει. Ξεκινάμε να πιστεύουμε στα θαύματα για να σταματήσει το μέσα μας να πονά. Και είναι αλήθεια τόσο επώδυνη η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας.

Όταν χάνουμε κάποιον που αγαπήσαμε περισσότερο από το καθετί, μέσα μας, δεν πονά μόνο η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας. Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να «θρηνήσουμε» την απώλειά μας. Γιατί; Γιατί πρέπει να συνεχίσουμε την ίδια καθημερινότητα και ρουτίνα χωρίς τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Χωρίς τις μικρές λεπτομέρειες που μας έσπαγαν το γκρίζο και μας έδιναν χρώμα. Πρέπει να προχωρήσουμε.

Λες κι καρδιά μας έχει γίνει ένας πόλος μιας μπαταρίας που στη μια άκρη έχει την αγάπη και στην άλλη τη μοναξιά. Κι αλήθεια έτσι δεν είναι; Έρχεται ένας άνθρωπος, μας φορτίζει με αγάπη, νοιάξιμο, στιγμές, αναμνήσεις και μετά κενό. Αδειάζουμε. Γιατί όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, σε κάθε κομμάτι τους που μαζεύουν απ’ το πάτωμα θυμούνται κάθε στιγμή και κάθε ανάμνηση που το έπλασε κάνοντας αυτή τη διαδρομή ακόμα πιο επίπονη.

Όταν κάποιος που αγαπήσαμε, γίνεται κάποιος που χάσαμε νιώθουμε προδομένοι και μόνοι. Κι ας βαφτίσουμε αυτή την απώλεια ερωτική, φιλική, ας την ονομάσουμε όπως θέλουμε. Η απώλεια είναι μια σκληρή πραγματικότητα για όποιον την έκανε φίλη. Είναι μια αλήθεια που μας κάνει να πιστεύουμε πως ό,τι ζήσαμε ήταν ένα ψέμα. Γιατί ξυπνά τον θυμό μέσα μας.

Σταματάμε να πιστεύουμε. Σταματάμε να κάνουμε τόσο εύκολα όνειρα. Γιατί μαθαίνουμε πως ανά πάσα στιγμή όλα μπορούν να γίνουν θρύψαλα και να σκορπίζουν με τον πιο εκκωφαντικό θόρυβο ανάμεσα στις σιωπές που θα έρθουν τα βράδια σαν τραβήξουμε στη γωνιά μας.

Μέσα από την απώλεια, συνειδητοποιούμε πόσο ίδιοι είμαστε όλοι. Πόσο ανθρώπινα τρωτοί είμαστε σαν χάσουμε αυτούς που αγαπάμε. Αυτή είναι η συνειδητοποίηση που μας απλώνει το χέρι να σηκωθούμε. Να προχωρήσουμε και να προσπαθήσουμε να μην ξυπνάμε απλά για να πούμε πως υπάρχουμε, μα να αρχίσουμε σιγά – σιγά να ζούμε και πάλι.

Όσο απίστευτο κι αν μας φαίνεται στην αρχή, όσο ακατόρθωτο κι αν φαντάζει το ενδεχόμενο να αγαπήσει ξανά η καρδιά μας, να χαρεί και να προχωρήσει, στο τέλος βρίσκει τον τρόπο. Γιατί ένας άνθρωπος που χάσαμε, συνέχισε να μας μαθαίνει ακόμα περισσότερα στην απουσία του.

Κι οι άνθρωποι πάντα θα αποζητούν εκείνο το συναίσθημα μέσα τους. Θα διψούν να ξαναθυμηθούν πως είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Γιατί ένας χωρισμός είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης μας για συντροφικότητα. Αλλιώς θα ήταν εύκολος. Αλλιώς δεν θα πονούσε τόσο. Έχουμε την ανάγκη της αγάπης μέσα μας.

Η Θρησκευτική Αντίληψη: Η θεωρία περί της Απόλυτης Πραγματικότητας

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (η οποιαδήποτε συνείδηση), από την στιγμή που «υπάρχει» (που έχει αντίληψη ότι «υπάρχει»), σχηματίζει αυτόματα μία αντίληψη του «περιβάλλοντος» (σαν μία ολική κι «ακαριαία» εικόνα) εντός του οποίου αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει και λειτουργεί και δραστηριοποιείται. Αυτή η αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου (που μπορεί να συμπεριλαμβάνει διάφορα στοιχεία) είναι πάντα το σύστημα αναφοράς για την ύπαρξή μας και την δράση μας.

Είναι λογικό ότι μία ατελής συνείδηση δεν μπορεί να σχηματίσει πλήρη αντίληψη της Πραγματικότητας. Έτσι, συχνά, η Εικόνα, που πρέπει να είναι «πλήρης» για να μπορούμε να υπάρξουμε και να λειτουργήσουμε συμπληρώνεται με ανακριβή ή φανταστικά στοιχεία. Αυτό όμως (μπορεί από μεταφυσική και λογική άποψη να είναι απατηλό αλλά) για την καθημερινή ζωή δεν έχει και τόση σημασία. Όταν αποδίδουμε τον κεραυνό στον αστραπαίο, βρονταίο, κεραύνιο, Δία (κι όχι σε μία ατμοσφαιρική, ηλεκτρική εκκένωση) διαπράττουμε ίσως ένα μεταφυσικό, λογικό, επιστημονικό σφάλμα, αλλά για την καθημερινή ζωή και τον ρόλο της βροχής στην ζωή μας αυτό έχει ελάχιστη σημασία. Ακόμη κι όταν χρησιμοποιούμε ανακριβή ή φανταστικά στοιχεία για να αποδώσουμε ηθικό κύρος σε κάποιες αντιλήψεις - από την στιγμή που αυτές οι αντιλήψεις είναι σε κάποια λογικά και ηθικά πλαίσια - ελάχιστη σημασία έχει. Τι σημασία έχει αν τις πλάκες του Μωυσή τις υπαγόρευσε Κάποιος, Κάτι, ή αν τις εμπνεύστηκε αυτός με βάση προηγούμενα στοιχεία ή αν είναι δημιούργημα κάποιου ιερατείου;

Εικόνα πλήρη του κόσμου δεν μπορούμε να έχουμε. Χιλιετηρίδες πορευτήκαμε έτσι. Και η σημερινή επιστημονική σκέψη δεν μπορεί να έχει μία πλήρη ενοποιημένη θεωρία για το σύμπαν (και για ό,τι, ενδεχομένως, υπάρχει πέρα από το σύμπαν). Πάντα θα λείπουν στοιχεία που ή θα τα αφήνουμε κενά ή θα τα συμπληρώνουμε με φανταστικά, φτιαχτά, στοιχεία. Από την άποψη της Απόλυτης Αλήθειας αυτό αποτελεί ασφαλώς σφάλμα αλλά από την άποψη της πρακτικής ζωής είναι αναπόφευκτο. Αυτό που έχει σημασία είναι να μην μας κοροϊδεύουν με χονδροειδή τρόπο και να μην μας εκμεταλλεύονται. Για παράδειγμα το να χρησιμοποιούν την ιδέα του Θεού για να πουν ότι Κάτι υπάρχει, Κάτι που μας προσδιορίζει ένα σκοπό στην ζωή και αξίες, όσο κι αν αποτελεί λογικό σφάλμα είναι θεμιτό από πρακτική άποψη. Απλά αυτό που σκέπτονται οι άνθρωποι το αποδίδουν σε μία φανταστική πηγή. Το να χρησιμοποιούμε όμως αυτή την ιδέα για να έχουμε εξουσία πάνω στους άλλους, να τους εκμεταλλευόμαστε και γενικά να τους παραπλανούμε αυτό είναι μία άλλη υπόθεση. Όλες οι θρησκείες ξεκινούν από την πρώτη θέση αλλά καταλήγουν στην τελευταία στάση.

Στην διάρκεια της ιστορίας υπήρξαν κάποια εμπνευσμένα «πνεύματα» που δημιούργησαν αν όχι μία πλήρη εικόνα για την Πραγματικότητα αλλά πάντως μία αξιοσημείωτη αντίληψη. Τέτοιες κοσμοθεωρίες δημιούργησαν ο Βούδας, ο Λάο Τσε, ο Πλάτων κι άλλοι θρησκευτικοί ηγέτες ή φιλόσοφοι. Βέβαια όλοι αυτοί ανατράφηκαν στα πλαίσια κάποιας κοινωνίας, χρησιμοποίησαν την λογική και την μεταφυσική γλώσσα αυτής της κοινωνίας, πήραν στοιχεία από αυτήν την κοινωνία και διατύπωσαν μία δική τους πιο ειδική άποψη. Με αυτή την έννοια ο βουδισμός, ο ταοϊσμός, ο πλατωνισμός, κλπ., δεν είναι αποκλειστικό δημιούργημα ατομικών συνειδήσεων αλλά μίας κοινωνίας, μίας ομάδας ανθρώπων.

Αυτές οι ξεχωριστές απόψεις για τον σύμπαντα κόσμο, θρησκείες, κοσμοθεωρίες, επηρέασαν μεγάλους πληθυσμούς, σημάδεψαν την ιστορία. Χρησιμοποιήθηκαν σαν οδηγοί για τους ανθρώπους αλλά συχνά τις χρησιμοποίησαν άσχημα ή για να παραπλανήσουν ή για να εκμεταλλευτούν τους ανθρώπους.

Ακόμη και σήμερα και πάντα ο άνθρωπος χρειάζεται μία πλήρη εικόνα για το περιβάλλον του. Χρησιμοποιούμε λοιπόν ακόμη και σήμερα τέτοιες κοσμοθεωρίες γιατί είναι οι πιο πλήρεις. Όπως είπαμε και πιο πάνω η επιστήμη (η φυσική επιστήμη συγκεκριμένα) δεν μπορεί ακόμα να διατυπώσει μία ενοποιημένη θεωρία για το σύμπαν. Μετά από την φύση της η επιστήμη έχει κάποιους περιορισμούς αφού θέλει πάντα να είναι συγκεκριμένη και να επιβεβαιώνει ό,τι λέει. Έτσι η μεταφυσική μένει έξω από τον χώρο της επιστήμης. Πάντως αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε ακριβώς το αντικείμενό μας, την βουδιστική, ή την χριστιανική κοσμοθεωρία για παράδειγμα, να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε κι αν αυτό μπορεί να μας χρησιμεύσει, ή μας ξεστρατίζει από τον δρόμο προς την Αλήθεια.

Ας σημειώσουμε τέλος ότι όλες αυτές οι θεωρίες είναι διανοητικοί χάρτες που οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα και σε κάποια δραστηριότητα, δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η Αλήθεια. Η θεωρία περί της Απόλυτης Πραγματικότητας, ή περί του Θεού, είναι άχρηστη αν δεν μπορούμε αυτό να το βιώσουμε. Η Αλήθεια λοιπόν δεν βρίσκεται στην θεωρία αλλά σε αυτό που η θεωρία υποδεικνύει, σε αυτό που ανακαλύπτουμε, που βιώνουμε μέσω της θεωρίας. Η Αλήθεια είναι βίωμα. Πάντως σήμερα οι θρησκείες έχουν ξεφτίσει κι ελάχιστα βοηθούν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Alan Watts: Η σοφία της ανασφάλειας

Ο κορυφαίος φιλόσοφος Alan Watts μάς δείχνει πώς -σε μια εποχή πρωτοφανούς άγχους- μπορούμε να βρούμε την ολοκλήρωση αγκαλιάζοντας το παρόν και ζώντας απόλυτα στο τώρα. Ο εγκέφαλος μπορεί να υιοθετήσει σωστές συμπεριφορές μόνο όταν η συνείδηση κάνει αυτό για το οποίο έχει σχεδιαστεί: αντί να αγωνίζεται για να ξεφύγει από την παρούσα εμπειρία να έχει αβίαστη επίγνωση αυτής.

ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ, σχεδόν όλοι ζηλεύουμε τα ζώα. Υποφέρουν και πονάνε, αλλά δεν φαίνεται να το αντιμετωπίζουν ως «πρόβλημα». Η ζωή τους μοιάζει να έχει ελάχιστες επιπλοκές. Τρώνε όταν πεινάσουν και κοιμούνται όταν κουραστούν, και το ένστικτο, αντί το άγχος, φαίνεται να διαφεντεύει τις ελάχιστες προετοιμασίες τους για το μέλλον. Απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε, κάθε ζώο είναι τόσο απασχολημένο με ό,τι κάνει τη δεδομένη στιγμή, που ποτέ δεν του περνάει από το μυαλό να αναρωτηθεί κατά πόσο η ζωή έχει νόημα ή μέλλον. Για το ζώο, ευτυχία σημαίνει να απολαμβάνει τη ζωή στο άμεσο παρόν – όχι στην εξασφάλιση ότι μπροστά του απλώνεται ένα μέλλον γεμάτο με χαρές.

Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή ένα ζώο είναι ένα σχετικά ανάλγητο ον. Πολύ συχνά η όρασή του, η αίσθηση της ακοής και της όσφρησής του είναι πολύ οξύτερες από τις δικές μας, και δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει ότι το ζώο απολαμβάνει πάρα πολύ την τροφή και τον ύπνο του. Παρά τις οξείες αισθήσεις του, ωστόσο, έχει έναν μάλλον ανεπίδεκτο εγκέφαλο. Είναι πολύ πιο εξειδικευμένος από τον δικό μας, και γι’ αυτό τον λόγο το ζώο είναι πλάσμα της συνήθειας. ο εγκέφαλος των ζώων είναι ανίκανος να σκεφτεί λογικά και να κάνει αφηρημένες σκέψεις, ενώ έχει εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα μνήμης και πρόβλεψης.

Αναμφισβήτητα, ο ευαίσθητος ανθρώπινος εγκέφαλος συνεισφέρει αφάνταστα στον πλούτο της ζωής. Ωστόσο, αυτό το πληρώνουμε ακριβά, αφού η αύξηση της συνολικής μας ευαισθησίας μάς καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους. Μπορεί κάποιος να καταστεί λιγότερο ευάλωτος με το να γίνει λιγότερο ευαίσθητος –περισσότερο πέτρα, δηλαδή, λιγότερο άνθρωπος– και, κατά συνέπεια, λιγότερο ικανός να απολαύσει. Η ευαισθησία προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό απαλότητας και ευθραυστότητας – τα μάτια, τα τύμπανα των αυτιών, οι γευστικοί κάλυκες και οι νευρικές απολήξεις συνθέτουν τον εξαιρετικά εύθραυστο οργανισμό του εγκεφάλου. Όλα αυτά δεν είναι μόνο απαλά και εύθραυστα, είναι και φθαρτά. Δεν φαίνεται να υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος για να ελαχιστοποιηθεί η ευαισθησία και η τρωτότητα του ζωντανού ιστού χωρίς ταυτόχρονα να μειωθεί και η ζωτικότητα και η ευαισθησία του.

Αν θέλουμε να βιώνουμε έντονες απολαύσεις, οφείλουμε να είμαστε διατεθειμένοι να νιώθουμε και έντονους πόνους. Την ηδονή την αγαπούμε και τον πόνο τον μισούμε, ωστόσο μοιάζει αδύνατο να έχουμε το πρώτο δίχως το δεύτερο. Πράγματι, φαίνεται σαν να πρέπει αυτά τα δύο με κάποιο τρόπο να εναλλάσσονται, αφού η συνεχής ηδονή είναι ένα ερέθισμα το οποίο πρέπει είτε να ξεθυμαίνει είτε να εντείνεται. Και η ένταση ή θα δυναμώσει τους αισθητήριους δέκτες με τη σύρραξή της ή θα προκαλέσει πόνο. Μια συνεχής διατροφή με πλούσιες τροφές είτε χαλάει την όρεξη είτε προκαλεί έμετο.

Στον βαθμό, λοιπόν, που η ζωή θεωρείται καλή, ο θάνατος αναλογικά πρέπει να είναι κακός. Όσο πιο ικανοί είμαστε ν’ αγαπήσουμε ένα άλλο άτομο και ν’ απολαύσουμε τη συντροφιά του, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η θλίψη μας για τον θάνατό του ή τον χωρισμό μας απ’ αυτό. Όσο περισσότερο εισχωρεί η δύναμη της συνείδησης στην εμπειρία, τόσο μεγαλύτερο το τίμημα που οφείλει να πληρώσει για τη γνώση της. Είναι κατανοητό ότι κάποιες φορές θα αναγκαστούμε να αναρωτηθούμε μήπως η ζωή έχει εξοκείλει υπερβολικά προς αυτή την κατεύθυνση, αν τελικά αξίζει τον κόπο, και μήπως, τελικά, είναι καλύτερα να στρέψουμε την πορεία της εξέλιξης στη μοναδική δυνατή κατεύθυνση – προς τα πίσω, στη σχετική γαλήνη των ζώων, των φυτών και των ορυκτών.

Τέτοιες απόπειρες γίνονται συχνά. Υπάρχει η γυναίκα που, έχοντας υποστεί ένα βαθύ συναισθηματικό τραύμα στον έρωτα ή τον γάμο, ορκίζεται να μην αφήσει ποτέ ξανά έναν άνδρα να παίξει με τα συναισθήματά της, υιοθετώντας τον ρόλο της σκληρής και πικρόχολης γεροντοκόρης. Ακόμη πιο κοινότοπο είναι το ευαίσθητο αγόρι που μαθαίνει στο σχολείο πώς να ενδύεται το παρουσιαστικό του «σκληρού άνδρα» για να επιβιώσει. Ως ενήλικας παίζει, όντας σε αυτοάμυνα, τον ρόλο του Φιλισταίου, για τον οποίο οποιοδήποτε δείγμα πνευματικής και συναισθηματικής κουλτούρας είναι θηλυπρεπές και «γυναικωτό». Τραβηγμένο στο ύστατο άκρο, το λογικό τέλος αυτού του είδους της αντίδρασης είναι η αυτοκτονία. Ο «σκληραγωγημένος» άνθρωπος πάντα είναι, όπως και πάντα ήταν, μια μερική αυτοκτονία. ένα κομμάτι του είναι ήδη νεκρό.

Αν, λοιπόν, θέλουμε να είμαστε απόλυτα ανθρώπινοι, ολοζώντανοι και σε ετοιμότητα, φαίνεται ότι πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να υποφέρουμε για τις ηδονές μας. Δίχως μια τέτοια προθυμία, δεν μπορεί να υπάρξει αύξηση στην ένταση της συνείδησης. Εντούτοις, γενικά μιλώντας, δεν είμαστε καθόλου πρόθυμοι, και ίσως θεωρηθεί παράξενο να υποθέσουμε πως μπορούμε να γίνουμε. Γιατί η «φύση μέσα μας» εξεγείρεται τόσο πολύ ενάντια στον πόνο, που και η σκέψη μόνο της «προθυμίας» να τον υπομείνουμε πέρα από κάποιο σημείο μοιάζει ίσως ανέφικτη και άνευ σημασίας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ζωή που ζούμε είναι μια αντίφαση και μια σύγκρουση. Κι επειδή η συνείδηση πρέπει να αναπτύξει τόσο την ηδονή όσο και τον πόνο, το να αγωνιζόμαστε για την ηδονή εξαιρώντας τον πόνο είναι σαν να παλεύουμε για την απώλεια της συνείδησης. Και αφού μια τέτοια απώλεια ουσιαστικά ισοδυναμεί με θάνατο, αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο αγωνιζόμαστε για τη ζωή (ως ηδονή), τόσο περισσότερο ουσιαστικά σκοτώνουμε ό,τι αγαπούμε.

Πράγματι, αυτή είναι η συνήθης στάση του ανθρώπου απέναντι σε όσα αγαπά. Διότι το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι σχεδιασμένο να καθιστά μόνιμες εκείνες τις εμπειρίες και τις χαρές που είναι επιθυμητές ακριβώς επειδή εναλλάσσονται. Η μουσική είναι τέρψη λόγω του ρυθμού και της ροής. Κι όμως, τη στιγμή που σταματάς τη ροή και παρατείνεις μια νότα ή μια συγχορδία περισσότερο από τον χρόνο της ο ρυθμός χαλάει. Επειδή κι η ζωή βασικά είναι μια ρέουσα διαδικασία, η αλλαγή και ο θάνατος είναι απαραίτητα μέρη της. Το να προσπαθείς να τα αποκλείσεις είναι σαν να προσπαθείς να αποκλείσεις τη ζωή.

Εντούτοις, η απλή εμπειρία της εναλλαγής του πόνου με την ηδονή σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται στον πυρήνα του ανθρώπινου προβλήματος. Ο λόγος για τον οποίο θέλουμε να σημαίνει κάτι η ζωή, ο λόγος που αναζητούμε τον Θεό ή την αιώνια ζωή, δεν είναι μόνο η προσπάθεια να αποφύγουμε την άμεση εμπειρία του πόνου. Ούτε είναι για έναν τέτοιο λόγο που υιοθετούμε στάσεις και ρόλους ως εκφράσεις μιας συνεχούς αυτοάμυνας. Το πραγματικό πρόβλημα δεν προέρχεται από μια στιγμιαία ευαισθητοποίηση στον πόνο, αλλά από τις θαυμάσιες δυνάμεις της μνήμης και της προβλεπτικότητας που διαθέτουμε – με λίγα λόγια, από τη συνείδηση που έχουμε για τον χρόνο.

Για να είναι ευχαριστημένο ένα ζώο, αρκεί να είναι ευχάριστη αυτή η στιγμή. Ο άνθρωπος, όμως, δύσκολα ικανοποιείται μόνο με αυτό. Ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να έχει ευχάριστες αναμνήσεις και προσδοκίες – κυρίως το δεύτερο. Όταν αυτά είναι εξασφαλισμένα, μπορεί να αντέξει ένα εξαιρετικά δυστυχές παρόν. Χωρίς αυτή την εγγύηση, μπορεί να γίνει εξαιρετικά δυστυχισμένος, ακόμη και εν μέσω της άμεσης υλικής απόλαυσης.

Έχουμε εδώ ένα άτομο που ξέρει ότι σε δύο εβδομάδες πρόκειται να κάνει μια χειρουργική επέμβαση. Εντωμεταξύ, δεν νιώθει κανένα σωματικό πόνο. τρώει καλά. περιβάλλεται από φίλους και ανθρώπινη στοργή. το επάγγελμά του υπό φυσιολογικές συνθήκες τον ενδιαφέρει πάρα πολύ. Ωστόσο, την ικανότητά του να τα απολαύσει όλα αυτά την αφαιρεί o συνεχής φόβος. Ο άνθρωπος αυτός αδιαφορεί για την άμεση πραγματικότητα γύρω του. Το μυαλό του είναι απασχολημένο με κάτι που δεν είναι ακόμα εδώ.

Και δεν είναι ότι το σκέφτεται πρακτικά, ότι προσπαθεί ν’ αποφασίσει αν θα κάνει ή όχι την επέμβαση ή ότι κάνει κάποια σχέδια, προκειμένου να τακτοποιήσει την οικογένειά του και τις άλλες εκκρεμότητές του σε περίπτωση που πεθάνει. Αυτές οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί. Αντιθέτως, σκέφτεται την εγχείρηση μ’ έναν τελείως ατελέσφορο τρόπο, ο οποίος καταστρέφει την απόλαυση της ζωής του τώρα, ενώ παράλληλα δεν συνεισφέρει καθόλου στην επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος. Εντούτοις, αδυνατεί να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό ανθρώπινο πρόβλημα. Μπορεί το αντικείμενο του τρόμου να μην είναι μια εγχείρηση στο άμεσο μέλλον. Ίσως το πρόβλημα να είναι το νοίκι του επόμενου μήνα, η απειλή ενός πολέμου ή μιας κοινωνικής καταστροφής, το να μην μπορείς να αποταμιεύσεις αρκετά χρήματα για τα γεράματά σου ή, εντέλει, ο θάνατος. Αυτό που «χαλάει το παρόν» μπορεί να μην είναι καν ένας μελλοντικός φόβος. Ίσως είναι κάτι από το παρελθόν, η ανάμνηση ενός τραύματος, ένα έγκλημα ή μια απερισκεψία, το οποίο στοιχειώνει το παρόν μ’ ένα αίσθημα πικρίας ή μεταμέλειας. Η δύναμη των αναμνήσεων και των προσδοκιών είναι τέτοια που για τα περισσότερα ανθρώπινα όντα το παρελθόν και το μέλλον δεν είναι το ίδιο, αλλά περισσότερο πραγματικά από το παρόν. Δεν μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένα στο παρόν, εκτός αν έχει «ξεκαθαριστεί» το παρελθόν και αν το μέλλον διαγράφεται λαμπρό και γεμάτο υποσχέσεις.

Αναμφίβολα, η δύναμη να θυμάσαι και να προβλέπεις, να φτιάχνεις μια λογική αλληλουχία από ένα άναρχο χάος ασύνδετων γεγονότων αποτελεί θαυμαστή εξέλιξη της ευαισθησίας. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό είναι το επίτευγμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, που χαρίζει στον άνθρωπο τις πλέον εντυπωσιακές ικανότητες για επιβίωση και προσαρμογή στις συνθήκες της ζωής. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο, σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιούμε αυτές τις ικανότητες έχει την τάση να αναιρεί όλα τα πλεονεκτήματά τους. Διότι ελάχιστα χρησιμεύει η ικανότητα να θυμόμαστε και να προβλέπουμε όταν μας καθιστά ανίκανους να ζούμε απόλυτα στο παρόν.

Ποιο είναι το νόημα να έχει κανείς τη δυνατότητα να φάει την επόμενη εβδομάδα, παρεκτός αν μπορεί να απολαύσει πραγματικά τα γεύματα όταν έρθει εκείνη η ώρα; Αν συνεχώς με απασχολεί τι θα φάω την επόμενη εβδομάδα, σε σημείο να μην μπορώ ν’ απολαύσω στο έπακρο αυτό που τρώω τώρα, θα βρεθώ στην ίδια κατάσταση όταν και τα γεύματα της επόμενης εβδομάδας θα γίνουν «τώρα».

Αν η ευτυχία μου αυτή τη στιγμή συνίσταται κυρίως από την ανασκόπηση ευτυχισμένων αναμνήσεων και προσδοκιών, ελάχιστη επίγνωση του παρόντος έχω. Και θα εξακολουθώ να έχω ελάχιστη επίγνωση του παρόντος όταν τα όμορφα πράγματα που προσδοκούσα έρθουν και παρέλθουν. Γιατί θα έχω πλέον αποκτήσει τη συνήθεια να κοιτάζω πίσω και μπροστά, και θα γίνεται δύσκολο για μένα να παραστώ στο εδώ και στο τώρα. Αν, επομένως, η επίγνωσή μου για το παρελθόν και το μέλλον με κάνει να έχω λιγότερη συναίσθηση του παρόντος, πρέπει ν’ αρχίσω να αναρωτιέμαι κατά πόσο τελικά ζω στον πραγματικό κόσμο.

Εντέλει, το μέλλον δεν έχει στ’ αλήθεια νόημα και σημασία εκτός αν, αργά ή γρήγορα, πρόκειται να γίνει παρόν. Συνεπώς, το να σχεδιάζουμε ένα μέλλον το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να γίνει παρόν είναι ελάχιστα λιγότερο παράλογο από το να σχεδιάζουμε ένα μέλλον το οποίο, όταν φτάσει σε μας, θα μας βρει «απόντες», να κοιτάζουμε προσηλωμένοι πάνω από τον ώμο του, αντί για το πρόσωπό του.

Αυτός ο τρόπος να ζούμε μέσα στη φαντασίωση των προσδοκιών και όχι στην πραγματικότητα του παρόντος αποτελεί πρόβλημα, ιδιαίτερα για τους επιχειρηματίες εκείνους που ζούνε αποκλειστικά και μόνο για να κερδίζουν χρήματα. Πολλοί πλούσιοι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ περισσότερα σχετικά με το πώς να κερδίζουν και να αποταμιεύουν χρήματα, παρά πώς να τα χρησιμοποιούν και να τα απολαμβάνουν. Αποτυγχάνουν να ζήσουν, επειδή συνεχώς προετοιμάζονται για να ζήσουν. Αντί να κερδίζουν τα προς το ζην, εκείνοι κερδίζουν κυρίως το να κερδίζουν, και, κατά συνέπεια, όταν έρχεται η στιγμή να χαλαρώσουν, είναι ανήμποροι να το κάνουν. Πολλοί «επιτυχημένοι» επιχειρηματίες πλήττουν και δυστυχούν όταν συνταξιοδοτούνται, και επιστρέφουν στην εργασία τους μόνο και μόνο για να εμποδίσουν κάποιον νεότερο να πάρει τη δική τους θέση.

Από μια άλλη οπτική γωνία, πάλι, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη μνήμη και την πρόβλεψη καθιστά λιγότερο, και όχι περισσότερο, εύκολη την προσαρμογή μας στη ζωή. Αν, προκειμένου να ευχαριστηθούμε ακόμη κι ένα ευχάριστο παρόν, πρέπει να έχουμε εξασφαλίσει και ένα επιτυχημένο μέλλον, ζητάμε «τον ουρανό με τ’ άστρα». Δεν υπάρχει τέτοια εξασφάλιση. Οι καλύτερες των προβλέψεων δεν είναι παρά ζήτημα πιθανότητας και όχι βεβαιότητας, και, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, όλοι πρόκειται να υποφέρουμε και να πεθάνουμε. Εφόσον, λοιπόν, δεν μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι δίχως ένα εξασφαλισμένο μέλλον, σίγουρα δεν έχουμε την ικανότητα να προσαρμοζόμαστε στον πεπερασμένο κόσμο εκεί έξω, όπου, όσο καλά προετοιμασμένοι κι αν είμαστε, ατυχήματα μπορεί να συμβούν, και στο τέλος θα έρθει ο θάνατος.

Και αυτό, τελικά, είναι το πρόβλημα του ανθρώπου: υπάρχει ένα τίμημα που πληρώνουμε για κάθε αύξηση της συνείδησης. Είναι αδύνατο να γίνουμε πιο ευαίσθητοι στην ηδονή δίχως να γίνουμε πιο ευαίσθητοι και στον πόνο. Όταν θυμόμαστε το παρελθόν, μπορούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον. Η ικανότητα, όμως, να σχεδιάζουμε την ηδονή αντισταθμίζεται από την «ικανότητα» να τρέμουμε τον πόνο και να φοβόμαστε το άγνωστο. Επιπρόσθετα, η αύξηση της οξείας αίσθησης του πόνου για το παρελθόν και για το μέλλον μάς δίνει μια αντιστοίχως ζοφερή αίσθηση του παρόντος. Με άλλα λόγια, φαίνεται να φτάνουμε σε ένα σημείο όπου τα πλεονεκτήματα του να έχουμε συναίσθηση υποσκελίζονται από τα μειονεκτήματά του, όταν η υπερβολική ευαισθησία μάς καθιστά μη προσαρμόσιμους.

Οι ανεξάρτητοι άνθρωποι δύσκολα συμβιβάζονται

Άλλοι παρακαλούν για την ελευθερία κι άλλοι φοβούνται να την έχουν, τρομάζουν να τη βλέπουν, ξεπερνάει το καλούπι του περιορισμού τους, μεγαλώνει την οπτική τους, πρέπει να εξερευνήσουν νέες διαδρομές που δεν ήθελαν ποτέ να πατήσουν, βρίσκονται αντιμέτωποι με νέες εμπειρίες που δεν έχουν την πρόθεση να ζήσουν.

Ελευθερία· αυτή η άγνωστη. Ελευθερία· η σωτήρια. Ελευθερία· η κατακριτέα. Ελευθερία· η αναγκαία. Κι όμως, η ελευθερία κατηγοριοποιείται, διχάζει, ζητά εκτόνωση, απαιτεί τα δικαιώματά της, αλλά παράλληλα χαρίζει και τα χρωστούμενά της. Τα κάνει χάρισμα σε όσους αρνούνται να τη σεβαστούν. Δε θαμπώνεται από παρηγοριά εφήμερη μα ούτε κι από μόνιμη στέγη, γιατί δε δέχεται να μείνει φυλακισμένη.

Ο σκοπός της είναι ξεκάθαρος και ειπωμένος φωναχτά και με αγέρωχη διαύγεια. Θα το σκάσει κι ας γίνει παρεξήγηση. Θα εκτεθεί, φτάνει να ξέρει πως ως την ώρα που θα πέφτει ο ήλιος, πριν καλά-καλά νυχτώσει, θα έχει ξεμπερδέψει με τους διακανονισμούς και θα έχει κερδίσει το μερίδιό της άξια, γιατί αλλιώς ο ήλιος δε δύει.

Ναι, τόσο απόλυτοι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Άπαξ και μάθουν στην ανεξαρτησία τους, δεν τους συμβιβάζεις. Τρομάζεις μαζί τους. Τρομάζεις γιατί δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσουν και πού θα βρεθούν την επόμενη μέρα. Τρομάζεις που θα σου ξεφουρνίσουν ακριβώς ό,τι έχουν στο μυαλό τους, έτσι αυτόματα χωρίς καμουφλάζ και λουλουδάκια τριγύρω.

Δε θα παρέμβουν να εμποδίσουν τις επιλογές των άλλων σκόπιμα, δε θα ζητήσουν ανταλλάγματα για την προσφορά τους, δε θα στριμώξουν τη νοοτροπία τους σε ηθικούς φραγμούς ασφάλειας, δε θα κολακέψουν με κοπλιμέντα την ανασφάλεια των ετοιμόλογων κριτών που κάθονται σε κούφια βάθρα, δε θα περιορίσουν τα όνειρά τους σε κοινωνικά καλούπια με στερεοτυπικές δομές και καλοσχηματισμένες υποσχόμενες θεωρίες.

Η ελευθερία, ίσως, τρομάζει εκείνους που δεν την τόλμησαν. Που προτιμούν να μένουν «τίμιοι» κι ας έχουν μόνιμα οι αξίες τους εκπτώσεις. Λες κι η σκανταλιά τους αθωώνεται όσο περισσότερο κατακρίνουν το σφάλμα των διπλανών τους. Που αρνήθηκαν να εκθέσουν την αδυναμία τους και τοποθέτησαν βαρίδια στα πέλματα των ελεύθερων για να φτάσουν πάτο, μήπως καταφέρουν τελικά οι ίδιοι να ψηλώσουν παραπάνω.

Οι ελεύθεροι άνθρωποι όταν γελούν σκεπάζουν με το κέφι τους την πόλη. Κι οι υπόλοιποι τους βλέπουν και απορούν με την χαρά τους. Δικάζουν την απόλαυσή τους λέγοντάς τη σπατάλη, θυμώνουν με την αισιοδοξία τους παρεξηγώντας τη για χαζομάρα, κρίνουν την ιστορία τους θεωρώντας τους ανήθικους, γελούν με τις απόψεις τους φωνάζοντάς τους τρελούς.

Κι ίσως οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι τρελοί. Ποιος λογικός θα τολμούσε να εκθέσει τα ακαταλαβίστικα όνειρά του σε κοινή θέα χωρίς να ντραπεί, χωρίς να δώσει λογαριασμό, χωρίς να χασομερήσει με κακόβουλες νοοτροπίες; Ποιος θα αντιμετώπιζε κατά μέτωπο τον εχθρό χωρίς πανοπλία, με κανένα αιχμηρό όπλο, αλλά με μοναδικό ακλόνητο προστατευτικό την ακεραιότητά του;

Όσοι ζουν πιο ελεύθερες ζωές είναι που δε χώρεσαν στο καλούπι του τετριμμένου κόσμου. Είπαν να ορίσουν μια δική τους διαδρομή όχι επίτηδες, αλλά γιατί ο μόνος λόγος για να αντέξουν τη μοίρα τους –κάτω από συνθήκες πίεσης– ήταν να αφεθούν, δημιουργώντας έναν δικό τους κόσμο. Αντέχουν τα κενά και τις αδυναμίες τους, πιο πολύ γιατί δε θα δώσουν περιθώριο στον εαυτό τους να βουλιάξει στον συμβιβασμό μιας σοβαροφάνειας. Έχουν μια ανεξαρτησία ιδιαίτερη που πολλές φορές αγχώνει εκείνους που αρκέστηκαν να εμπιστεύονται μόνο τα εξωτερικά στηρίγματα και δεν προσπάθησαν να προχωρήσουν χωρίς να κρατιούνται από πουθενά αλλού, παρά μονάχα απ΄την εσωτερική τους δύναμη.

Η ελευθερία παρεξηγείται. Γιατί σπάνια αιχμαλωτίζεται ξανά κι αυτό πολλές φορές θυμώνει. Κι όσοι αρνήθηκαν να την καταλάβουν βρέθηκαν να ξοδεύονται σε εικασίες απαρηγόρητες. Μπορεί όσοι έμαθαν να ζουν πιο ελεύθερα να προσπαθούν πολύ να δικαιολογήσουν τη νοοτροπία τους, αλλά είναι φορές που οι δικαιολογίες είναι περιττές και όλοι μας κάπως κουρασμένοι με τις αναλύσεις και τις κόντρες.

Κι αν σε κρίνουν επειδή εκφράζεσαι όπως εσύ νομίζεις, να τους πεις ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Όχι επειδή έχουν το δίκιο με το μέρος τους, αλλά επειδή εσύ δε βρίσκεσαι με το μέρος το δικό τους. Ξεχωρίζεις, καταφέρνεις να προχωρήσεις με τη μοναδική κι ασύγκριτη συντροφιά της ελεύθερης βούλησής σου και με την προσδοκία να γνωρίσεις τα βαθύτερα και συνάμα ύψιστα κομμάτια του εαυτού σου.

Να είσαι ευγνώμων που παραμένεις ελεύθερος.

Απελευθέρωσε τον εαυτό σου από όλα αυτά που δεν είσαι

Κάθε φορά που θυμώνεις, ή μισείς κάποιον τον μεταφέρεις πάνω σου. Αφού λοιπόν, τον μεταφέρεις επάνω σε εσένα, ενώ ο εαυτός σου είναι χώρια από αυτόν, τότε, αν δεν απελευθερωθείς από αυτόν θα ξαναγεννηθείς για να το καταφέρεις.

Οι σκέψεις των ανθρώπων είναι οι φυλακές και η ζωή έξω υλοποιείται σύμφωνα με αυτές. Μπορεί να μη θυμάσαι γιατί έχεις αυτού του είδους τη ζωή, αλλά να μη ξεχνάς ποτέ, ότι εσύ ο ίδιος τη δημιούργησες. Μπορεί τα φαινόμενα έξω να καταδεικνύουν σαν υπεύθυνους κάποιους άλλους, αλλά η αλήθεια είναι, ότι εσύ το έκανες αυτό στον εαυτό σου.

Απελευθέρωσε τον εαυτό σου από όλα αυτά που δεν είσαι.

Αν δεν είσαι ο εχθρός σου, άσε τον να φύγει από τις σκέψεις και τα συναισθήματα σου.
Αν δεν είσαι οι άδικες πράξεις, άφησε τες να φύγουν από εσένα.

Άδειασε τον εαυτό σου από αυτό που δεν σου αναλογεί. Και στον αληθινό εαυτό δεν αναλογεί η αδικία (που δόθηκε ή εισπράχθηκε) και τα αισθήματα που τη συνοδεύουν.

Ο αληθινός σου εαυτός είναι πέρα από τις συνθήκες που υλοποιούνται σε αυτή τη γη, γι’αυτό επίλεξε τη συγχώρεση.

Η συγχώρεση δεν είναι τόσο μια πράξη καλοσύνης! Είναι περισσότερο μια πράξη εξυπνάδας. Αν γνωρίζεις πως λειτουργεί η δημιουργία, τότε θα θελήσεις να απαλλαγείς από τα τοξικά συναισθήματα.

Η συγχώρεση λειτουργεί περισσότερο, σαν μια ενεργειακή πράξη αποσυμφόρησης του εαυτού σου από τους άλλους ανθρώπους. Είναι σίγουρα, μια πράξη αποσυγκόλλησης σου από χρόνιες καταστάσεις, που μέσα σε αυτές λιμνάζει η δυστυχία.

Η προσκόλληση σου σε άλλους ανθρώπους, ή καταστάσεις σε καθιστά δέσμιο της ανθρώπινης φυλακής. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα που φιλοξενείς ενεργοποιούν το κάρμα και τη συνέχεια της δυστυχίας σε έναν μελλοντικό χρόνο. Και επειδή δεν υπάρχει χρόνος, ενεργοποιούν τη δυστυχία και στο παρόν.

Μη δανείζεσαι ποτέ ξένα φτερά για να πετάξεις

Μη δανείζεσαι ποτέ ξένα φτερά για να πετάξεις. Χρησιμοποίησε τα δικά σου και άνοιξέ τα στον δικό σου ουρανό.

Μην περιμένεις να πάρεις ώθηση από άλλους. Να στηρίζεσαι στη δική σου θέληση. Και ποτέ μην αναμένεις να πάρεις δύναμη από κανένα. Να ανακαλύπτεις πάντα τα δικά σου όρια αντοχής.

Μόνο εσύ μπορείς να εκτοξεύσεις την ύπαρξή σου στο απώγειο της ζωής σου. Γιατί κανείς δε θα σου προσθέσει ποτέ αξιοπρέπεια και δε θα σου αφαιρέσει από την προσωπικότητά σου. Καμία ανθρώπινη φιγούρα δε θα σου αποδώσει ποτέ αξίες και ηθική αν δεν έχεις. Γιατί αυτά είναι αυτούσια και δεν επιδέχονται καμία επέμβαση. Καμία παρουσία στη ζωή σου δε θα σου προσδώσει τον σεβασμό που αξίζεις.

Αυτόν τον κερδίζεις με την συμπεριφορά και τη στάση σου.
Με την ευγένεια και τη σεμνότητά σου.
Με το ήθος που προβάλλεις αποχωρώντας αξιοπρεπώς από τις ανθρώπινες σχέσεις σου.
Με την άρνησή σου να υποβιβάζεις το επίπεδό σου σε μικρότητες και μικροψυχίες.

Με την περηφάνια με την οποία κρύβεις τους μεγαλύτερούς σου πόνους πίσω από το πιο λαμπερό σου χαμόγελο.
Τη διακριτικότητα που σκεπάζει τις βαθύτερες πληγές σου κάτω από το πιο χαρούμενο βλέμμα σου.
Την αισιοδοξία και τη θετικότητά σου.
Τον τρόπο που δε σε αντιπροσωπεύει η μιζέρια και η γκρίνια.
Που δε σε εκφράζει η απάθεια και η παθητικότητα.

Αν δεν πάρεις φόρα από τα έγκατα της ψυχής σου, δε θα φτάσεις ποτέ στο ουράνιο τόξο της.
Γι’ αυτό να μη στηρίζεσαι σε αλλότριες βοήθειες.
Μην υπολογίζεις και μην περιμένεις από άλλους να σου δώσουν αξία και τίτλους. Αυτούς μόνο εσύ μπορείς να τους αποδώσεις στον εαυτό σου με όλα όσα σε χαρακτηρίζουν. Με τη συμπεριφορά και τον τρόπο τον οποίο αντιμετωπίζεις τους γύρω σου. Με την ικανότητά σου να ξεχωρίζεις τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων. Την ιδιότητά σου να τους συμπεριφέρεσαι ανάλογα.

Γι’ αυτό μην κρύβεις τα φτερά σου και μην πετάς σε άγνωστους και μακρινούς αιθέρες. Μην αφήνεις κανένα να σκιάζει την προσωπικότητά σου και μη γίνεσαι υποχείριο κανενός.
Πάψε να ζεις τις ζωές άλλων και στόχευσε στη δική σου.
Ανάμεσα στους καιροσκόπους και την αυτοεκτίμησή σου, να επιλέγεις την απουσία τους.
Aνάμεσα στις λυκοφιλίες και τη μοναξιά σου να διαλέγεις πάντα το δεύτερο.
Να μην ξεπουλάς ποτέ την ακεραιότητά σου. Και να είσαι περήφανος για την επιλογή της μοναξιάς σου.

Να φροντίζεις να απαγκιστρώνεσαι από ποταπούς ανθρώπους και ψυχοφθόρες καταστάσεις. Να προτιμάς την απομόνωση από τις εφήμερες και πρόσκαιρες απολαύσεις. Μη δέχεσαι εκπτώσεις στην ιδιοσυγκρασία σου. Και μην ανέχεσαι μειώσεις από κανέναν στην αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή σου.

Γιατί κανείς δε θα σου προσδώσει τιμές και αξιώματα ούτε μπορεί να σου παρέχει ασφάλεια αν δεν τα παρέχεις εσύ στον εαυτό σου. Κανένας δε θα σε ανεβάσει στο βάθρο της ζωής σου. Εκεί μόνο εσύ μπορείς να τοποθετήσεις τον εαυτό σου. Και να μην επιτρέψεις ποτέ και σε κανένα να σε εκθρονίσει από αυτό.

Γι’ αυτό να μη δανείζεσαι ποτέ ξένα φτερά για να πετάξεις. Με τα δικά σου αν πετάς ψηλότερα θα φτάσεις.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Δεν έχουμε ανάγκη ανθρώπων που κλαίνε και θρηνούν μαζί μας, αλλά ανθρώπους που μιλούν με ειλικρίνεια και μας διδάσκουν

Το έργο Περί φυγής απευθύνεται ως επιστολή σε εξόριστο από τις Σάρδεις, όπως επανειλημμένα δηλώνει ή υποδηλώνει ο Πλούταρχος μέσα στο κείμενο, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει πουθενά το όνομά του. Οι μελετητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον Μενέμαχο, τον νεαρό από τις Σάρδεις, προς τον οποίο στέλνει, ύστερα από παράκλησή του, ο Πλούταρχος τα Πολιτικά παραγγέλματα του.

ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ

Οι καλύτεροι και πιο σίγουροι λόγοι, όπως ακριβώς και φίλοι, είναι, λένε, όσοι με την παρουσία τους στις συμφορές ωφελούν και προσφέρουν βοήθεια. Διότι, βέβαια, εμφανίζονται πολλοί και μιλούν σε εκείνους που έχουν σκοντάψει, η επέμβασή τους όμως είναι άχρηστη, ή καλύτερα βλαβερή, και μοιάζουν με ανθρώπους που, χωρίς να ξέρουν κολύμπι, προσπαθούν να βοηθήσουν αυτούς που πνίγονται, αγκαλιάζοντάς τους όμως και παρασύροντάς τους μαζί τους στον βυθό. Πρέπει, λοιπόν, ο λόγος όσων αγαπούν και προσπαθούν να βοηθήσουν να είναι παρηγοριά, και όχι συνηγορία υπέρ αυτού που προξενεί τη λύπη. Στ’ αλήθεια, δεν έχουμε ανάγκη ανθρώπων που κλαίνε και θρηνούν μαζί μας, σαν άλλοι χοροί της τραγωδίας, σε καταστάσεις δυσάρεστες, αλλά ανθρώπους που μιλούν με ειλικρίνεια και μας διδάσκουν ότι το να παραδίδεται κανείς στη θλίψη και να ταπεινώνει τον εαυτό του είναι σε κάθε περίπτωση και αποδεικνύεται άσκοπο κι ανόητο. Να μας διδάσκουν επίσης ότι, όπου οι ίδιες οι καταστάσεις, αφού τις ψηλαφήσει και τις φέρει στο φως ο λόγος, προσφέρουν τη δυνατότητα να πούμε στον εαυτό μας:

“Κακό δεν έπαθες, αν δεν το φτιάξεις ο ίδιος στο μυαλό σου”. Είναι εντελώς γελοίο να μη ρωτάμε τη σάρκα να μάθουμε τι έπαθε, ούτε την ψυχή για το αν με αυτό που της έτυχε έγινε χειρότερη, αλλά να έχουμε τους έξω, που στενοχωριούνται και θλίβονται μαζί μας, ως δασκάλους της λύπης.

Επομένως, μόνοι με τον εαυτό μας ας εξετάζουμε της κάθε συμφοράς το βάρος, σαν να ήταν φορτίο. Το σώμα πιέζεται με το βάρος του φορτίου, ενώ η ψυχή συχνά προσθέτει από μόνη της βάρος στις καταστάσεις. Η πέτρα είναι από τη φύση της σκληρή, ο πάγος είναι από τη φύση του ψυχρός και δεν προβάλλουν αντίσταση ούτε προκαλούν πάγωμα από άσχετες εξωτερικές αιτίες. Για την εξορία όμως, την έλλειψη δόξας και την απώλεια των τιμών, όπως ακριβώς για τα αντίθετα επίσης, τα στεφανάκια, δηλαδή, τα αξιώματα, τις πρωτοκαθεδρίες, έχοντας ως μέτρο της λύπης και της χαράς που γεννούν όχι τη δική τους φύση αλλά τη δική μας κρίση, ο καθένας μας τα κάνει για τον εαυτό του ελαφρά και βαριά, εύκολα να τα αντέξει ή το αντίθετο. Ας ακούσουμε τον Πολυνείκη, που απαντά στο ερώτημα:
“Τι είναι να χάσεις την πατρίδα; Είναι, στ’ αλήθεια, μεγάλο κακό;”

“Το πιο μεγάλο, και στην πράξη μεγαλύτερο απ’ ό,τι στα λόγια”.

Αλλά και τον Αλκμάνα, όπως τον έχει βάλει να λέει εκείνος που έγραψε το επίγραμμα.

“Σάρδεις, αρχαία πατρίδα των προγόνων μου, αν σε σας είχα μεγαλώσει, ιερέας θα ήμουν τώρα ή ευνούχος χρυσοντυμένος, χτυπώντας φλύαρα τύμπανα- τώρα ευτυχώς Αλκμάν είναι το όνομά μου, της Σπάρτης με τους πολλούς τρίποδες και γνώρισα τις Ελληνίδες Μούσες, που από τον τύραννο τον γιο του Δασκύλεω, τον Γύγη, με έκαναν ανώτερο”.

Έτσι, το ίδιο πράγμα η γνώμη για τον ένα το κάνει εύχρηστο, σαν να ήταν ισχύον νόμισμα, ενώ για τον άλλο δύσχρηστο και βλαβερό.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Όταν βαρεθείτε μια γυναίκα

Ας διηγηθούμε την απλή και τετριμμένη ιστορία όλων των κοσμικών ερώτων. Η ψυχολογία τους είναι πάντα η ίδια. Η γυναικεία καρδιά διαφέρει πέρα για πέρα από την ανδρική. Εμείς, οι αληθινοί εραστές του ωραίου, λατρεύουμε τη γυναίκα · κι όποτε επιλέγουμε προσωρινά μία γυναίκα, αποτίουμε φόρο τιμής στο φύλο τους εν γένει. Υπάρχει κανένας πότης, είτε μπεκρής, είτε γνώστης, που να πίνει αιωνίως από την ίδια σοδειά; Αγαπάει γενικά το κρασί, όχι ένα οποιοδήποτε κρασί · το Μπορντώ γιατί είναι Μπορντώ, το Βουργουνδίας γιατί είναι Βουργουνδίας. Εμείς εξιδανικεύουμε τις μελαχρινές, γιατί είναι μελαχρινές και τις ξανθιές, γιατί είναι ξανθιές · μία για το διαπεραστικό της βλέμμα, που φθάνει κατευθείαν στην καρδιά, άλλη για τη φωνή της που κάνει τα νεύρα μας να πάλλονται · άλλη για τα κόκκινα χείλη της, άλλη για τη λυγερή μέση της · και καθώς δεν μπορούμε να κόψουμε όλα αυτά τα λουλούδια μαζί, η φύση έχει βάλει μέσα μας την παρόρμηση της στιγμής, το τρελό καπρίτσιο που μας κάνει να τις επιθυμούμε πότε τη μία και πότε την άλλη, αυξάνοντας έτσι την αξία της καθεμιάς τους τη στιγμή της παραζάλης.

Όμως, η παραζάλη στον άντρα δεν διαρκεί πολύ · είναι η περίοδος της αναμονής. Η ικανοποίηση της επιθυμίας μετατρέπει τον έρωτα σε καλοσυνάτη αναγνώριση. Εμπρός, ιδεαλιστές, αγανακτήστε!

Κάποιοι καλύπτουν αυτήν τη διαδρομή από το ένα πάθος στο άλλο σε μία εβδομάδα, άλλοι σ’ ένα μήνα, άλλοι σ’ έξι μήνες, άλλοι σ’ ένα χρόνο. Είναι απλώς θέμα χρόνου, ραθυμίας της καρδιάς και συνήθειας.

Αλλά η γυναίκα… Αχ! Η γυναίκα ακολουθεί εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία. Και εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος.

Όταν ο ερωτευμένος πολιορκεί, όταν οι επιθυμίες του έχουν ξυπνήσει και τον κάνουν να πιστεύει πως αγαπάει με πάθος, είναι ετοιμόλογος, πιεστικός, πειστικός. Τάζει τον ουρανό με τ’ άστρα, υφίσταται τις πιο υπεράνθρωπες θυσίες. Η γυναίκα, από την πλευρά της, είναι ανήσυχη ταραγμένη, χαρούμενη που κάποιος ασχολείται μαζί της, αλλά ούτε κατά διάνοια ερωτευμένη. Σκέφτεται: «Καημένο παιδί, τελικά μ’ αγαπάει τρελά» · και συγκινείται από αυτή την αγάπη από καλοσύνη και ικανοποιημένη ματαιοδοξία. Όμως έχει τους φόβους της, δεν θέλει να πολυμπλέξει και κάνει λόγο για ένα καπρίτσιο πρόσκαιρο. Είναι τόσο γοητευτικό ένα καπρίτσιο! Αφήνει στην καρδιά μια ανάμνηση γλυκιά και καθόλου πικρή. Είναι μία σελίδα στο βιβλίο της ζωής.

Όσο για εκείνον, καπρίτσιο ξεκαπρίτσιο, δεν πτοείται, αρκεί να φτάσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Και όντως, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Οπότε θριαμβεύει. Ο πολιορκητής κυριεύει την πόλη. Μα όταν πια γίνει αφέντης και κυρίαρχος, σιγά – σιγά αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κατάκτηση, που από μακριά του φαινόταν απαράμιλλη, τελικά δεν αξίζει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τις προηγούμενες. Όμως, η κατακτημένη αρχίζει να ερωτεύεται τον κατακτητή της – αδύναμα στην αρχή, είναι αλήθεια: όσο μπορεί να αγαπήσει ένας τοκογλύφος τον μπον βιβέρ στον οποίο μόλις έχει δανείσει πεντακόσια λουδοβίκια. Δίνει μετρητά μπροστά και θέλει να τα πάρει πίσω με τόκο.

«Πώς», θα μου πείτε. «Μα έχει ρισκάρει τη φήμη της, την ηρεμία της, την τάξη στη ζωή της». Και επιπλέον, κάθε γυναίκα παίρνει πάντα στα σοβαρά την περίφημη λέξη του κυρίου Δουμά: «κεφάλαιο».

Ω! Βεβαίως, τροποποιώντας κάπως το νόημα της, αφού θεωρεί ανεξάντλητο αυτό το κεφάλαιο που ο κύριος Δουμάς κρίνει πως χάνεται τόσο γρήγορα.

Κι έτσι ξεκινάει η αλυσίδα.

Εκείνος μέρα με τη μέρα κοιτάζει όλο και περισσότερο τις άλλες γυναίκες · μέρα με τη μέρα νιώθει να ανατέλλουν στην καρδιά του υποψίες για νέες επιθυμίες, να τον γαργαλούν πάθη που τώρα γεννιούνται. Μέρα με τη μέρα καταλαβαίνει όλο και καλύτερα πως η ψυχή δεν ικανοποιείται ποτέ, πως η ομορφιά έχει αναρίθμητες εκφάνσεις, πως η γοητεία της ζωής βρίσκεται στην αλλαγή και την ποικιλία.

Εκείνη, όμως, μέρα με τη μέρα δένεται και πιο πολύ, σαν φυτό που βλασταίνει σε καινούριο χώμα. Τα φιλιά της είναι ρίζες που βυθίζονται στο χώμα όλο και περισσότερο. Αγαπάει! Δίνεται ολόκληρη, κλειδώνεται, κλείνεται στα τείχη του νέου της έρωτα. Η ύπαρξη της δεν έχει πια άλλον ορίζοντα, ούτε η σκέψη της άλλη επιθυμία, ούτε ολόκληρο το είναι της άλλη ανάγκη από το ν’ αγαπιέται!

Κι αρχίζει το κάτεργο, η αθέλητη σκλαβιά. Μια λιτανεία από τρυφερά, γελοία και παιδιάστικα γλυκόλογα: «Ποντικάκι μου, γατούλη μου, λυκάκι μου, λατρεμένε μου». Ο διωγμός μέσω της στοργής. Από εκείνη που μιλούσε για καπρίτσιο! Κι όμως…

Εκείνος θέλει να διακόψει, και δειλά δειλά το προσπαθεί. Για δοκιμάστε όμως να χωρίσετε μία γυναίκα που σας λατρεύει, που σας βασανίζει με την προσοχή της, που σας ταλαιπωρεί με τις φροντίδες της, μια γυναίκα που μόνη της έγνοια είναι να σας αρέσει. Να χωρίσετε! Μια κουβέντα είναι! Η αλυσίδα είναι γερή · δεν τη σπας έτσι εύκολα, τη σέρνεις. Καθώς η αγάπη της μιας πλευράς όλο και θεριεύει και της άλλης μειώνεται αδιάκοπα, στο τέλος κάνουν σαν δύο μουσικοί που παίζουν μεν μαζί, αλλά ο ένας παίζει όλο και πιο γρήγορα και ο άλλος όλο και πιο αργά.

Μια παροιμία λέει: «Η γυναίκα είναι σαν τη σκιά σου. Όταν την ακολουθείς φεύγει, κι όταν φεύγεις σ’ ακολουθεί». Η αλήθεια αυτής της παροιμίας είναι αιώνια. Εκείνη, με το ένστικτο της ερωτευμένης, μαντεύει ότι την εγκαταλείπεις, και με λύσσα ολοένα γαντζώνεται πάνω σου. Κάθε μέρα επαναλαμβάνονται οι ενοχλητικές και άκαιρες ερωτήσεις, στις οποίες είναι αδύνατο να απαντήσει κανείς:

-Μ’ αγαπάς ακόμα, έτσι δεν είναι;

-Μα και βέβαια.

-Πες το μου, θέλω να τ’ ακούσω!

-Μ’ αφού σου το λέω!

-Πες, αλήθεια λες πως μ’ αγαπάς ακόμα λιγάκι, κακέ;

-Ναι.

-Μου υπόσχεσαι πως δεν μ’ απατάς;

-Όχι.

-Τι όχι;

-Δε σ’ απατώ.

-Ορκίζεσαι;

Ε, διάβολε, ναι, ορκίζεται. Τι θέλετε να κάνει; Ακόμα και οι πιο έξυπνες γυναίκες, όταν φτάνουν ψυχολογικά σ’ αυτό το σημείο, επαναλαμβάνουν κατά γράμμα αυτή την αλληλουχία των τόσο ανώφελων, όσο και αδέξιων ερωτήσεων. Ο γόρδιος δεσμός παραμένει εκεί, άλυτος. Και εμφανίζονται δύο λύσεις, πάντα οι ίδιες.

Η μία είναι να φτάσουν από σκηνή σε σκηνή, στην τελική μάχη, την αληθινή μάχη · στα απεχθέστατα χαστούκια, στα χτυπήματα που δεν περιποιούν τιμή σε κανέναν άντρα, αφού όποιος σηκώνει χέρι σε γυναίκα, αδιακρίτως αφορμής και περίστασης, δεν είναι παρά ένας άνανδρος, ένας τιποτένιος, ένα κτήνος.

Η δεύτερη είναι εκείνος να εξαφανιστεί, να χαθεί από προσώπου γης, να γίνει καπνός. Όμως τότε, εκείνη τον αναζητά, λυσσασμένη, οργισμένη, κι όταν τον τσακώνει να λατρεύει μιαν άλλη με όλον τον φανατισμό του καινούριου πάθους, του στήνει ενέδρα στη γωνία του δρόμου, κραδαίνοντας το φιαλίδιο με το βιτριόλι… (Η μάστιγα της εποχής είναι οι επιθέσεις με βιτριόλι).

Ιδού γιατί, αντί να γράφετε δοκίμια περί ηθικής που δεν χρησιμεύουν σε κανέναν, ή να μεταφράζετε Οράτιο σε γαλλικούς στίχους, θα ήταν απείρως πιο πρακτικό να μας προσφέρετε ένα εγχειρίδιο για την τέχνη του χωρισμού. Αν είναι αλήθεια (και κατά τη γνώμη μου είναι) πως η λαιμαργία και ο έρωτας είναι οι δύο πιο απολαυστικές μορφές ψυχαγωγίας που μας χάρισε η φύση, δε βλέπω τον λόγο για να μη μας προσφέρει κάποιος οξυδερκής φιλόσοφος την πραγματεία που ζητάω, με τον ίδιο τρόπο που μας έχουν παρουσιαστεί συλλογές εκλεπτυσμένων γευμάτων και παντός είδους συνταγές για την ικανοποίηση του ουρανίσκου μας.

Κάνω έκκληση σε όλους όσοι θεωρούν τον έρωτα την πιο γλυκιά ασχολία της ζωής τους. Δεν είναι ο χωρισμός το πιο τρομερό πρόβλημα που έχει αντιμετωπίσει ποτέ το μυαλό τους και πάντα το πιο δυσεπίλυτο για έναν εραστή; Μέχρι στιγμής, βλέπω μόνο μία λύση, την οποία και παραθέτω δειλά δειλά, αφού ίσως να μην είναι εφικτή για όλους. Όταν βαρεθείτε μια γυναίκα, λοιπόν… λοιπόν, κρατήστε τη. «Να την κρατήσω», θα μου πείτε, «αλλά η επόμενη;». Κρατήστε τες όλες, κύριέ μου.

ΑΔΕΛΦΟΙ GRIMM: Οι έξι κύκνοι

Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος. Τον συντρόφευαν στο κυνήγι όλοι οι φίλοι του και οι αυλικοί.

Κάποια στιγμή πετάχτηκε μπροστά του ένα όμορφο ελάφι. Ήταν τόση η λαχτάρα του να πιάσει αυτό το ελάφι, που το ακολούθησε αμέσως. Δεν πρόσεξε όμως πως είχε απομακρυνθεί πάρα πολύ και έτσι βρέθηκε ολομόναχος.

Όταν άρχισε να νυχτώνει, ο βασιλιάς κοίταξε γύρω του και είδε πως είχε χάσει το δρόμο του. Ανήσυχος, προσπάθησε να καταλάβει πού βρίσκεται. Άδικα έψαξε να βρει κανένα μονοπάτι που θα τον οδηγούσε πίσω στους συντρόφους του.

Και τότε ξαφνικά, είδε μια γριά με σκυφτό κεφάλι να έρχεται προς το μέρος του. Ήταν μάγισσα.

– Καλή μου γυναίκα, είπε εκείνος, μπορείς να μου δείξεις το δρόμο να βρω τους συντρόφους μου; Θα ανησυχούν πολύ!

– Μάλιστα, βασιλιά μου, απάντησε εκείνη. Και βέβαια μπορώ, μα πρώτα θα σου θέσω έναν όρο. Αν δεν τον κρατήσεις, να το ξέρεις, πότε δε θα βγεις από το δάσος. Θα πεθάνεις εδώ από την πείνα.

– Και ποιος είναι αυτός ο όρος; ρώτησε ο βασιλιάς.

– Έχω μια κόρη, είπε η γριά μάγισσα. Είναι πάρα πολύ όμορφη. Αν την πάρεις μαζί σου και την κάνεις βασίλισσά σου θα σου δείξω το δρόμο και γρήγορα θα βρεις τους συντρόφους σου.

Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να δεχτεί. Τι να κάνει! Η θέση του ήταν πολύ δύσκολη. Η γριά τον έφερε στο μικρό σπιτάκι της που η κόρη της, καθισμένη κοντά στη φωτιά, την περίμενε.

Δέχτηκε το βασιλιά με τρόπο που έδειχνε πως τα ήξερε όλα. Ο βασιλιάς πρόσεξε πως ήταν όμορφη πραγματικά μα δεν ένιωσε καμιά χαρά. Απεναντίας καθώς την κοίταζε ένιωσε ανατριχίλα στην πλάτη του.

Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς όμως, και έτσι πήρε την κόρη πάνω στο άλογό του και η γριά του έδειξε το δρόμο. Ύστερα από λίγο έφτασαν στο παλάτι και μετά από λίγες μέρες ο βασιλιάς τήρησε την υπόσχεση του και παντρεύτηκε την κόρη της μάγισσας.

Ο βασιλιάς είχε εφτά παιδιά από την πρώτη του γυναίκα, έξι αγόρια και ένα κορίτσι. Όλα τα αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο. Κι επειδή φοβόταν πως η νέα βασίλισσα, η μητριά τους, δε θα φερόταν καλά στα παιδιά του και ίσως να τους έκανε κακό τα πήγε σ’ έναν ερημικό πύργο στη μέση ενός δάσους.

Εκεί κρυμμένα δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε να βρει το δρόμο που οδηγούσε σ’ εκείνον τον πύργο. Κι ο ίδιος ο βασιλιάς δε μπορούσε να τον βρει αν δεν είχε ένα κουβάρι κλωστή με μαγική δύναμη. Του το είχε χαρίσει κάποια πολύ σοφή γυναίκα. Όταν έριχνε κάτω το κουβάρι, μπροστά στα πόδια του, αυτό κυλούσε μόνο του και τον οδηγούσε στον πύργο.

Ο βασιλιάς πήγαινε συχνά να δει τα αγαπημένα του παιδιά και η βασίλισσα άρχισε να στενοχωριέται με τις απουσίες του. Η περιέργειά της όλο και μεγάλωνε. Ήθελε να μάθει γιατί έφευγε μόνος του και τι πήγαινε να κάνει στο δάσος.

Δωροδόκησε λοιπόν τους υπηρέτες του βασιλιά. Τους έδωσε πολλά λεφτά κι αυτοί της είπαν το μυστικό. Της είπαν όμως πως ήταν αδύνατο να πάει μόνη της στον πύργο. Μόνο το κουβάρι με τη μαγική δύναμη θα μπορούσε να την οδηγήσει.

Από τη στιγμή εκείνη, η βασίλισσα δεν μπόρεσε να βρει ησυχία ώσπου ανακάλυψε πού κρύβει ο βασιλιάς το κουβάρι. Ύστερα ετοίμασε κάμποσα άσπρα πουκαμισάκια και απάνω στο καθένα έραψε και από κάτι μαγικό. Είχε μάθει, βλέπετε, από τη μητέρα της να κάνει μαγικά.

Και μια μέρα που ο βασιλιάς πήγε με τους φίλους του για κυνήγι, πήρε τα πουκαμισάκια και πήγε στο δάσος. Το κουβάρι τη βοήθησε να βρει το δρόμο για τον πύργο. Τα παιδιά είδαν από μακριά πως κάποιος ερχόταν, νόμισαν πως ήταν ο αγαπημένος τους πατέρας και έτρεξαν πηδώντας από χαρά να τον προϋπαντήσουν. Και τότε η κακή βασίλισσα έριξε πάνω στο καθένα από ένα πουκαμισάκι. Μόλις τα πουκάμισα άγγιξαν το σώμα των παιδιών, αυτά μεταμορφώθηκαν, έγιναν κάτασπροι κύκνοι και πέταξαν μακρυά μέσα στο δάσος.

Τα αγόρια-κύκνοι πετούν μακρυά!

Η βασίλισσα κατευχαριστημένη γύρισε στο παλάτι. Πίστευε πως έχει πια απαλλαχθεί από τα ξένα παιδιά. Μα δεν ήξερε πως η μικρή κόρη του βασιλιά είχε μείνει στον πύργο κι είχε γλιτώσει από τα μάγια της.

Την άλλη μέρα, όταν ο βασιλιάς πήγε όπως πάντα να δει τα παιδιά του, δε βρήκε παρά την κόρη του.

– Πού είναι τα αδέρφια σου; τη ρώτησε.

– Α, αγαπημένε μου πατέρα, απάντησε εκείνη, έφυγαν και με άφησαν ολομόναχη.

Και του διηγήθηκε πως από το παράθυρο του δωματίου της είχε δει τα αδέρφια της που μεταμορφώθηκαν σε κύκνους και χάθηκαν μέσα στο δάσος.

Και του έδωσε τα φτερά που έπεσαν μπροστά στο παράθυρό της την ώρα που πέταξαν τα αδέλφια της. Αυτή τα είχε μαζέψει για να του τα δείξει.

Ο βασιλιάς λυπήθηκε πάρα πολύ μα δεν του πέρασε η ιδέα πως ήταν η βασίλισσα που είχε κάνει την κακή αυτή πράξη. Και επειδή φοβήθηκε πως μπορούσαν να του κλέψουν και την κόρη του θέλησε να την πάρει μαζί του.

Μα το κοριτσάκι φοβόταν τη μητριά του και παρακάλεσε τον πατέρα της να την αφήσει ακόμη μια νύχτα στον πύργο.

Όταν έμεινε μόνη σκέφτηκε: «Δεν πρέπει να μείνω περισσότερο εδώ. Πρέπει να πάω να βρω τα αδέρφια μου».

Και όταν νύχτωσε έφυγε από τον πύργο και έτρεξε στο δάσος.

Όλη τη νύχτα και όλη την άλλη μέρα περπατούσε μέσα στο δάσος. Κουρασμένη πια κάθισε να ξεκουραστεί. Κοιτώντας γύρω της, είδε ότι σε ένα ξέφωτο υπήρχε ένα καλυβάκι.

To σπιτάκι που είδε το κορίτσι στο δάσος

Σηκώθηκε και πήγε ως εκεί. Μπήκε μέσα και βρήκε ένα δωμάτιο με έξι κρεβατάκια. Χώθηκε από κάτω και ξάπλωσε πάνω στα σκληρά σανίδια. Όταν πλησίαζε να σκοτεινιάσει, άκουσε ένα ελαφρό θρόισμα κι αμέσως είδε έξι ολόλευκους κύκνους να μπαίνουν στο δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο. Κάθισαν ήσυχα στο πάτωμα και άρχισαν να φυσούν ο ένας τον άλλο. Σιγά-σιγά έπεσαν όλα τα φτερά τους. Ύστερα έβγαλαν το δέρμα τους σα να έβγαζαν το πουκάμισό τους.

Η μικρή κόρη παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα τα μάτια της την παράξενη εκείνη στιγμή και ξαφνικά αναγνώρισε τους έξι αδερφούς της. Γεμάτη χαρά σύρθηκε έξω και έπεσε στην αγκαλιά τους.

Παρ’ όλη την χαρά τους όμως, τ΄ αδέρφια της είχαν ζωγραφισμένη την ανησυχία στο πρόσωπό τους και της είπαν:

– Φύγε γρήγορα, αδερφούλα μας, φύγε. Δεν πρέπει να μείνεις. Εδώ έρχονται και κρύβονται ληστές και άμα σε βρουν θα σε σκοτώσουν.

– Και δεν μπορείτε εσείς να με υπερασπιστείτε; ρώτησε η μικρή αδερφή τους.

– Όχι, της απάντησαν, γιατί μόνο κάθε βράδυ, για ένα τέταρτο της ώρας μπορούμε να λυθούμε από τα μάγια και να ξαναγίνουμε ανθρώπινα πλάσματα. Μόλις όμως περάσει το τέταρτο ξαναγινόμαστε κύκνοι.

Η αδερφή τους όταν άκουσε αυτά τα λόγια άρχισε αν κλαίει.

– Τίποτα λοιπόν, είπε, δεν μπορεί να γίνει για να ελευθερωθείτε;

– Ω, απάντησαν, υπάρχει κάτι αλλά είναι πολύ δύσκολο και εσύ είσαι μικρή κι αδύναμη. Θα έπρεπε έξι ολόκληρα χρόνια να είσαι αμίλητη, να μην πεις ούτε μια λέξη ούτε και να γελάσεις. Θα έπρεπε ακόμη να καταφέρεις να ετοιμάσεις, μέσα στα έξι αυτά χρόνια, έξι πουκαμισάκια με τα λουλούδια εκείνα που τα λένε αστράκια. Αν όμως βγει από το στόμα σου έστω και μια μόνο λέξη, όλα θα πήγαιναν χαμένα.

Ίσα-ίσα τη στιγμή που τελείωσαν τα λόγια τους, πέρασε και το τελευταίο δευτερόλεπτο από το τέταρτο της ώρας. Αμέσως τα έξι αδέρφια της ξανάγιναν κύκνοι και πέταξαν έξω από το παράθυρο.

Η καλή αδερφούλα είχε πάρει πια την απόφασή της. Θα ελευθέρωνε τα αδέρφια της ακόμα κι αν το πλήρωνε με την ίδια τη ζωή της.

Έφυγε λοιπόν από την καλύβα και προχώρησε στην καρδιά του δάσους. Σκαρφάλωσε πάνω σε ένα δέντρο και πέρασε τη νύχτα εκεί. Το άλλο πρωί μάζεψε αστράκια και άρχισε τη δουλειά της. Όσο για να μιλήσει, ήταν τόση η ερημιά, που τέτοιος φόβος δεν υπήρχε. Και έπειτα, ήταν τόσο λυπημένη που δεν ένιωθε την παραμικρή επιθυμία να γελάσει. Καθόταν λοιπόν στο δέντρο πάνω και δεν κοίταζε παρά τη δουλειά της.

Πέρασε καιρός πολύς. Κάποτε έτυχε να βγει να κυνηγήσει στο δάσος εκείνο ο βασιλιάς του τόπου. Μερικοί από τους κυνηγούς που τον συνόδευαν έφτασαν κοντά στο δέντρο που καθόταν η κόρη και την είδαν.

– Ποια είσαι; της φώναξαν από κάτω.

Εκείνη δεν έδωσε καμιά απάντηση. Δεν έβγαλε λέξη από το στόμα της όπως είχε υποσχεθεί.

– Έλα κάτω, της είπαν. Μη φοβάσαι, δε θα σου κάνουμε κακό.

Η κόρη δεν έβγαλε πάλι λέξη. Κούνησε μόνο το κεφάλι της. Κι επειδή οι κυνηγοί τη βασάνιζαν με ένα σωρό ερωτήσεις, τους έδειξε το χρυσό περιδέραιό της ελπίζοντας πως θα ικανοποιηθούν και θα την αφήσουν ήσυχη. Αυτοί όμως δεν είχαν σκοπό να φύγουν. Αναγκάστηκε λοιπόν να τους ρίξει την κεντητή ζώνη της, το πολύτιμο δαχτυλίδι της και ό,τι άλλο φορούσε πάνω της. Στο τέλος έμεινε μόνο με το πουκάμισό της. Τίποτα από αυτά όμως δεν έφερε αποτέλεσμα. Ήταν αδύνατο να τους κρατήσει περισσότερο. Οι κυνηγοί σκαρφάλωσαν στο δέντρο, την έπιασαν και την πήγαν στο βασιλιά τους.

Ο βασιλιάς την κοίταξε καλά και τη ρώτησε:

– Ποια είσαι; Τι έκανες πάνω στο δέντρο;

Μα εκείνη δεν έβγαλε λέξη από το στόμα της.

Έπειτα, της μίλησε σε όλες τις γλώσσες που ήξερε. Η κόρη έμενε βουβή. Ήταν όμως τόσο όμορφη που ο βασιλιάς τη συμπάθησε πολύ. Την τύλιξε με το βασιλικό μανδύα του, την έβαλε πάνω στο άλογο του και την έφερε στο παλάτι. Παράγγειλε αμέσως να της δώσουν να φορέσει τα πιο πλούσια φορέματα. Όταν ντύθηκε η κόρη έλαμψε η ομορφιά της. Έλαμπε σαν διαμάντι και τα μάτια της ακτινοβολούσαν, μα δεν έλεγε ούτε μια λέξη!

Το κορίτσι ήταν πανέμορφο!

Ο βασιλιάς απτόητος την έβαλε να καθίσει στο πλευρό του την ώρα του φαγητού. Μεγάλη εντύπωση του έκανε η μετριοφροσύνη της και η λεπτή της συμπεριφορά.

– Αυτή την κόρη, είπε, διαλέγω για γυναίκα μου. Δε θα πάρω καμιά άλλη στον κόσμο.

Έτσι, ύστερα από λίγες μέρες παντρεύτηκαν και όλοι χάρηκαν στο βασίλειο. Μόνο η μητέρα του βασιλιά δυσαρεστήθηκε με το γάμο του γιου της και δε μιλούσε καλά για τη νεαρή βασίλισσα.

– Ποιος ξέρει από πού μας ήρθε, έλεγε. Αυτή δεν ξέρει ούτε μια λέξη να βγάλει από το στόμα της. Δεν ήταν αυτή άξια να γίνει γυναίκα του γιού μου!

Έπειτα από ένα χρόνο, η νέα βασίλισσα έφερε στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Ήταν πολύ χαριτωμένο και ο βασιλιάς ξετρελάθηκε από τη χαρά του. Μα το άτυχο παιδάκι αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε. Η μητέρα του βασιλιά κατηγόρησε τη νύφη της πως δεν περιποιήθηκε το παιδί της και γι’ αυτό πέθανε. Ο καλόκαρδος βασιλιάς όμως δεν το πίστεψε. Θεωρούσε αθώα τη γυναίκα του. Και η βασίλισσα εξακολουθούσε να ράβει τα πουκαμισάκια χωρίς να νοιάζεται για τις κατηγορίες της πεθεράς της.

Δυστυχώς και το δεύτερο παιδί που γέννησε η νεαρή βασίλισσα πέθανε ξαφνικά κι αυτό. Ήταν ένα όμορφο αγοράκι και ο βασιλιάς λυπήθηκε πολύ. Πάλι η μητέρα του κατηγόρησε τη νύφη της.

– Είναι πού τρυφερή και πολύ καλή, είπε ο βασιλιάς και ανίκανη να κάνει κακό. Αν η καημένη δεν ήταν βουβή και μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, η αθωότητά της θα έλαμπε όπως το φως του ήλιου.

Όταν όμως πέθανε ξαφνικά και το τρίτο αγοράκι που γέννησε, τότε ο βασιλιάς πίστεψε τη μητέρα του και παράδωσε την άτυχη γυναίκα στους δικαστές να τη δικάσουν. Εκείνοι την καταδίκασαν να καεί ζωντανή!

Η μέρα που ορίστηκε για να εκτελεστεί η απόφαση ήταν η τελευταία μέρα στα έξι χρόνια που ήταν υποχρεωμένη η κόρη να μη γελάσει και να μη μιλήσει για να ελευθερώσει τα έξι αδέρφια της από τα μάγια της κακής μητριάς τους.

Τα έξι μικρά πουκάμισα ήταν έτοιμα όλα, εκτός από ένα που του έλειπε το αριστερό μανίκι. Και όταν την ανέβασαν στο σωρό με τα ξύλα για να την κάψουν, η νεαρή βασίλισσα κρατούσε στα χέρια της τα πουκάμισα.

Μόλις την ανέβασαν πάνω και ετοιμάστηκαν να ανάψουν τη φωτιά, η άτυχη γυναίκα έβγαλε μια δυνατή φωνή. Την ίδια στιγμή, είδε έξι κύκνους να πετούν προς το μέρος της. Κατάλαβε πως ήρθε η ώρα και η καρδιά της χτύπησε δυνατά από την ευτυχία.

Οι κύκνοι με γρήγορα φτερουγίσματα την πλησίασαν και την περικύκλωσαν. Και η κόρη έριξε τα πουκάμισα πάνω τους. Τότε έπεσαν τα φτερά από πάνω τους και παρουσιάστηκαν οι έξι αδερφοί της βασίλισσας, όλοι γεροί και δυνατοί. Μα επειδή το ένα από τα έξι πουκάμισα είχε μείνει χωρίς μανίκι, ο μικρότερος από τα αδέρφια της αντί για το αριστερό του χέρι είχε φτερούγα κύκνου!

Τα αγαπημένα αδέρφια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν χαρούμενα και η βασίλισσα έτρεξε στο βασιλιά που στεκόταν και τους παρακολουθούσε κατάπληκτος. Για πρώτη φορά από τότε που γνωρίστηκαν, του μίλησε:

– Αγαπημένε μου βασιλιά, του είπε, τώρα που μπορώ να μιλήσω σου λέω πως είμαι αθώα. Άδικα με κατηγόρησε η μητέρα σου. Τα παιδιά ήταν γραφτό να πεθάνουν. Έπρεπε πρώτα να ελευθερωθούν τα αδέρφια μου. Σε παρακαλώ να συγχωρήσεις και συ τη μητέρα σου και να ζήσουμε όλοι ευτυχισμένοι.

Του διηγήθηκε τότε όλη την ιστορία της και αυτός κατάλαβε τα βάσανά που είχε περάσει για να απελευθερώσει τα αδέλφια της από τα μάγια.

Από τότε ο βασιλιάς και η βασίλισσα έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.

Παραμύθι των αδελφών Γκρίμ, Οι έξι κύκνοι

Το ξυπνητήρι του Πλάτωνα είναι η πρώτη συσκευή αφύπνισης παγκοσμίως

Γνωρίζατε ότι το πρώτο ξυπνητήρι το εφηύρε ο Πλάτωνας; Η κατασκευή της πρώτης συσκευής αφύπνισης ανήκει πράγματι στον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο. Πώς όμως κατάφερε να την φτιάξει;

Ο μαθητής του Αριστοτέλη, Αριστόξενος, αναφέρει πως ο Πλάτωνας εφηύρε ένα νυκτερινό ρολόι, με την μορφή μεγάλης κλεψύδρας. Το ρολόι αυτό ήταν κατά βάση ξυπνητήρι.

Το ανώτερο κεραμικό δοχείο τροφοδοτεί μέσω (κατάλληλα υπολογισμένου για την κάθε περίπτωση) ακροφυσίου το επόμενο δοχείο. Όταν αυτό γεμίσει την προγραμματισμένη χρονική στιγμή (π.χ. μετά από 7 ώρες) αδειάζει με ταχύτητα μέσω του εσωτερικά τοποθετημένου αξονικού σιφωνίου στο επόμενο κλειστό δοχείο και αναγκάζει τον εμπεριεχόμενο αέρα να εξέλθει με πίεση σφυρίζοντας από μία σύριγγα στην κορυφή του.

Μετά τη λειτουργία του το δοχείο αδειάζει σιγά σιγά μέσω μιας μικρής οπής που βρίσκεται στον πυθμένα του προς το κατώτερο αποθηκευτικό δοχείο προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθεί.

Ο μηχανισμός λοιπόν μέσα σε ένα ορισμένο και προγραμματισμένο χρονικό διάστημα σφυρίζει με αποτέλεσμα να λειτουργεί σαν ξυπνητήρι.

Ο Πλάτωνας μάλλον το χρησιμοποιούσε για να βρίσκεται σε εγρήγορση κατά την έναρξη των ομιλιών του που ξεκινούσαν την αυγή.

Μετά την λειτουργία του, το ξυπνητήρι αδειάζει σιγά σιγά μέσω ενός μικρού ανοίγματος που βρίσκεται στον πάτο, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά.

Ο Αριστοτέλης και η αναζήτηση της ευτυχίας ως πολιτικό ζήτημα

Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας (τελεολογικά) υπηρετεί ένα αγαθό, αυτό που μένει να ξεκαθαριστεί είναι ποιο είναι αυτό το αγαθό, ερώτημα που διατυπώνει ευθέως ο Αριστοτέλης: «Ποιος είναι ο στόχος της πολιτικής τέχνης και επιστήμης και ποιο είναι το κορυφαίο όλων των αγαθών που μπορεί κανείς να πετύχει με τις πράξεις του;» (1095a 4, 17-19).

Η απάντηση δίνεται άμεσα: «είναι η “ευδαιμονία”· έτσι τη λέει ο πολύς κόσμος, έτσι και οι πιο ραφιναρισμένοι στοχαστές, και ταυτίζουν με την “ευδαιμονία” την “καλή ζωή” και την ”καλή πράξη/ενέργεια”». (1095a 4, 20-23).

Το ότι η κατάκτηση της ευτυχίας είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό από τους περισσότερους. Οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς την ευτυχία, δηλαδή με το περιεχόμενο που θα δώσει κανείς στην έννοια: «Ο πολύς κόσμος φέρνει με την “ευδαιμονία” στο μυαλό του κάτι το φανερό και χειροπιαστό, την ηδονή, ας πούμε, ή τον πλούτο ή την τιμή: ο καθένας κάτι διαφορετικό· δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι φορές που ένα και το αυτό άτομο εννοεί τώρα αυτό και ύστερα πάλι κάτι άλλο: την υγεία, όταν αρρωστήσει, τον πλούτο, αν είναι φτωχός». (1095a 4, 25-28).

Οι διαφορετικές εκδοχές της ευτυχίας, οι οποίες τις περισσότερες φορές σχετίζονται μ’ αυτό που ο καθένας στερείται, καταδεικνύουν – πέρα από τη γενική ασυμφωνία – και την επιφανειακή προσέγγιση του θέματος. Η ευτυχία νοείται περισσότερο αντανακλαστικά, ως κάλυψη μιας ανάγκης ή μιας επιθυμίας, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει, παρά ως συνειδητή στόχευση που λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους (αυτογνωσία, προτεραιότητες, ασχολίες, επιλογή φίλων κλπ). Παρακολουθούμε το παράδοξο του ανθρώπου, που είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να ευτυχήσει, χωρίς όμως να επιχειρεί να προσδιορίσει επακριβώς αυτό που αναζητά, ώστε να δράσει ανάλογα. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατο να ευτυχήσει κάποιος, αφού, σε τελική ανάλυση, ταυτίζει την ευτυχία με ό,τι δεν έχει. Κι αυτό είναι η κατάδειξη της άγνοιας.

Κατά τον Αριστοτέλη οι άνθρωποι έχουν επίγνωση ότι αγνοούν το περιεχόμενο της ευτυχίας: «Έχοντας συνείδηση της άγνοιάς τους οι άνθρωποι θαυμάζουν αυτούς που λένε κάτι που ακούγεται σπουδαίο και που είναι πάνω από τη δική τους αντιληπτική ικανότητα». (1095a 4, 28-30). Κι εδώ δεν καταδεικνύεται μόνο ο ρόλος του φιλοσόφου που θα διαλευκάνει τις πιο λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις δίνοντας ζωτικότητα στους ορισμούς προς διευκόλυνση των ανθρώπων, αλλά και η ανάγκη της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, αφού όλοι πρέπει να φιλοσοφήσουν το περιεχόμενο της ευτυχίας, αν θέλουν τελικά να την κατακτήσουν.

Ο Αριστοτέλης παρατηρώντας τους ανθρώπους γράφει: «Με κριτήριο τις μορφές με τις οποίες ζουν τη ζωή τους οι άνθρωποι, ο πολύς κόσμος, οι πιο χοντροκομμένοι δηλαδή άνθρωποι, φαίνεται ότι θεωρούν αγαθό και ευδαιμονία (πράγμα, φυσικά, απολύτως, αναμενόμενο) την ηδονή· αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αυτοί προτιμούν τη ζωή των απολαύσεων». (1095b 5, 16-19).

Για να συμπληρώσει: «Ο πολύς λοιπόν κόσμος έχει ολωσδιόλου τα χαρακτηριστικά των σκλάβων, καθώς δίνει την προτίμησή του σε έναν τρόπο ζωής που προσιδιάζει στα ζώα: αν μιλούμε γι’ αυτούς, είναι γιατί πολλοί από τους ανθρώπους της εξουσίας παρουσιάζουν τις ίδιες προτιμήσεις με τον Σαρδανάπαλλο». (1095b 5, 21-24).

Η ταύτιση της ευτυχίας με τις ηδονές προσιδιάζει στους σκλάβους όχι για να υποτιμηθούν οι υλικές απολαύσεις στο όνομα της πνευματικότητας ή της ηθικής. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» τονίζει ότι η ευτυχία στην πόλη είναι αλληλένδετη με την αυτάρκεια. Με άλλα λόγια, αν κάποιος δεν εξασφαλίσει τα υλικά αγαθά που χρειάζεται στη ζωή του είναι δύσκολο να ευτυχήσει, αφού η στέρηση θα λειτουργήσει ανασταλτικά. Αν κάποιος δεν έχει να φάει, είναι αδύνατο να μιλάμε για ευτυχία.

Το ζήτημα είναι η συνείδηση ότι τα υλικά αγαθά ή, αλλιώς, οι ηδονές που θα επιφέρουν είναι το μέσο για να οδηγηθεί κανείς στην ευτυχία κι όχι η ευτυχία καθ’ αυτή. Η μετατόπιση του βάρους στις ηδονές είναι η ζωώδης οπτική του ανθρώπου, αφού υπονομεύεται οποιαδήποτε πνευματικότητα. Κι όταν λέμε πνευματικότητα δεν εννοούμε αποκλειστικά την ενασχόληση με τη φιλοσοφία ή οποιαδήποτε άλλη υψηλή πνευματική δραστηριότητα, αλλά τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη επαφή σε καθημερινό επίπεδο.

Η καλλιέργεια της πολιτικής σκέψης, η αισθητική απόλαυση της τέχνης (σε όλες τις μορφές), η συντροφικότητα, με δυο λόγια όλες οι δραστηριότητες που πλουτίζουν τη ζωή μετατρέποντας το ζην σε ευ ζην προϋποθέτουν την ανωτερότητα του ανθρώπου από τα ζώα, δηλαδή τη συνείδηση ότι οι μεγάλες απολαύσεις δεν έχουν να κάνουν ούτε με τη συσσώρευση και την κατάχρηση των υλικών αγαθών ούτε με την εκπλήρωση των βιολογικών αναγκών. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης μέσα στην έννοια της αυτάρκειας για μια πόλη συγκαταλέγει και τα πνευματικά αγαθά (καταδεικνύοντας την αναγκαιότητα της παιδείας), αλλά και τα πολιτειακά (κατοχυρώνοντας το αδήριτο της σημασίας για χρηστό σύστημα διοίκησης κι ευνομία).

Σε τελική ανάλυση η ζωώδης οπτική της ευτυχίας που μετατρέπει τις υλικές απολαύσεις σε αυτοσκοπό δεν είναι παρά η κυριαρχία του χρήματος, που δρα ισοπεδωτικά: «Όσο για τη ζωή που είναι αφιερωμένη στην εξασφάλιση χρημάτων, αυτή εμπεριέχει κάτι το βίαιο, και ο πλούτος – το πράγμα είναι ολοφάνερο – δεν είναι το αγαθό που ψάχνουμε εμείς να βρούμε·». (1096a 5, 6-7).

Ο συσχετισμός του χρήματος με τη βία είναι το αδιέξοδο της υπερβολής που δεν μπορεί παρά να εκπληρωθεί σε βάρος των άλλων. Η αναγωγή του πλούτου σε ευτυχία καλλιεργεί την ατομικότητα, που όχι μόνο υπονομεύει την ευτυχία (η ευτυχία δεν αγοράζεται), αλλά λειτουργεί διασπαστικά αποξενώνοντας τους ανθρώπους. Όταν το χρήμα μετατρέπεται σε ύψιστη αξία επισκιάζοντας οτιδήποτε άλλο, αυτό που μένει είναι το ακατάπαυστα συγκρουσιακό για την εξασφάλισή του. Η κοινωνία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, όπου ο καθένας οφείλει να σώσει τον εαυτό του. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για συλλογικότητες, πολύ περισσότερο για αλληλεγγύη ή για κοινωνική συνοχή.

Κι αυτές ακριβώς είναι οι προϋποθέσεις για την υπονόμευση του πολιτεύματος, καθώς οι διαχειριστές της εξουσίας γίνονται όλο και πιο πρόθυμοι στην εξυπηρέτηση συμφερόντων, αρκεί βέβαια να κερδίζουν και οι ίδιοι. Βρισκόμαστε στο σημείο, όπου η αναζήτηση της ευτυχίας παίρνει διαστάσεις ξεκάθαρα πολιτικές. Ο Αριστοτέλης φτάνει στον πυρήνα της ανθρώπινης δυστυχίας καταδεικνύοντας τον αποπροσανατολισμό, τις αντιφάσεις και το τελικό αδιέξοδο, αφού από τη μια ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει μέσα σε κοινωνία (φύσει πολιτικό ον) κι από την άλλη εκλαμβάνει την ευτυχία με κριτήρια απολύτως ατομικά υπονομεύοντας τη συνύπαρξη.

Με δεδομένο ότι τα ζώα δεν προορίζονται για οργανωμένες κοινωνίες (οι όποιες δομές δημιουργούνται είναι αδύνατο να συγκριθούν με των ανθρώπων), είναι σαφές ότι στον άνθρωπο αρμόζουν άλλες προτεραιότητες, καθώς η ευτυχία γι’ αυτόν έχει άλλες προϋποθέσεις. Η προσπάθεια εκπλήρωσης των προϋποθέσεων αυτών με τα κριτήρια που ταιριάζουν στα ζώα είναι η ματαιότητα του ανέφικτου, που παρουσιάζει την αντιπαλότητα και τον έσχατο ανταγωνισμό ως δήθεν κοινωνική προοπτική. Κι αυτή είναι η εκδοχή του χρήματος που από μέσο-εργαλείο για την ευτυχία γίνεται αυτοσκοπός: «δεν είναι, πράγματι, παρά ένα αγαθό που προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες· αυτό θα πει: ένα αγαθό που το επιδιώκει κανείς για χάρη κάποιου άλλου αγαθού». (1096a 5, 7-8).

Η εμμονή στο χρήμα προς αναζήτηση της ευτυχίας είναι η εμμονή στο ζωώδες, αφού μετατρέπει τις πρόσκαιρες ηδονές σε νόημα ύπαρξης. Η βία που μοιραία θα παραχθεί ταιριάζει περισσότερο στον πρωτόγονο, που ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιβιώσει. Ο άνθρωπος μπορεί να χρωστάει στην πρωτόγονη βαρβαρότητα την επιβίωσή του (αν δεν ήταν τέτοιος θα είχε αφανιστεί), αλλά η ευτυχία δεν έχει πλέον να κάνει με την επιβίωση. Κι αφού διασφαλίστηκαν όλες τις προϋποθέσεις για το ζην ανοίγοντας το δρόμο στο ευ ζην, ο άνθρωπος μετατρέπεται ξανά σε θηρίο μαχόμενος σε βάρος των άλλων. Η κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα δεν είναι κοινωνία, είναι αρένα συμφερόντων που μετατρέπει τους ανθρώπους σε θηρία. Κι αυτή είναι η διαιώνιση του πρωτογονισμού που παριστάνει την εξέλιξη. Από αυτή την άποψη, αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό δεν είναι παρά η συνείδηση ότι πλέον η οργανωμένη κοινωνία απομακρύνει όλες τις απειλές και δε χρειάζεται κάποιος να γίνει θηρίο για να επιζήσει.

Η αποθέωση του χρήματος που λειτουργεί αποκτηνωτικά είναι η κατάδειξη της αποτυχίας. Ο άνθρωπος πέτυχε πάρα πολλά δαμάζοντας τη φύση, αλλά δεν κατάφερε να απαλλαχτεί από το θηριώδες. Από αυτή την άποψη, ο πολιτισμός έχει ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να εξημερώσει τον άνθρωπο.

Από την άλλη, η αντιπρόταση που υπάρχει για την κατάκτηση της ευτυχίας είναι η αναζήτηση της τιμής: «Οι ραφιναρισμένοι διανοητές και οι άνθρωποι της πράξης δίνουν την προτίμησή τους στην τιμή· αυτό είναι, πράγματι, χοντρικά το τέλος της ζωής που βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης». (1095b 5, 24-26). Βεβαίως, η έννοια τέλος αφορά την τελεολογία, δηλαδή την ολοκλήρωση, το τελικό στάδιο της εξελικτικής πορείας, την άριστη κατάσταση που προκύπτει μετά το πέρας όλων των μετασχηματιστικών βαθμίδων.

Η πρόταση αυτή, ως εναλλακτική προοπτική της ευτυχίας, δε φαίνεται να ικανοποιεί τον Αριστοτέλη: «Είναι όμως φανερό ότι ένα τέτοιο τέλος είναι μάλλον εξωτερικό και επιφανειακό, για να είναι αυτό που εμείς διερευνούμε». (1095b 5, 26-27). Με άλλα λόγια, η ευτυχία αφορά πρωτίστως την εσωτερική γαλήνη που επέρχεται μετά από την ψυχική ολοκλήρωση, πράγμα που προϋποθέτει κάτι βαθύτερο από την κοινωνική αναγνώριση. Κάποιος μπορεί να νιώθει ευτυχής θεωρώντας ότι έχει κάνει το καθήκον του, ακόμη κι αν λοιδορείται από όλη την κοινωνία.

Η ευτυχία προϋποθέτει περισσότερο την αυτοεκτίμηση παρά την αποδοχή από τους άλλους: «Κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη η τιμή είναι κάτι που εξαρτάται πιο πολύ από αυτούς που την προσφέρουν παρά από αυτούς που τη δέχονται, το αγαθό όμως αισθανόμαστε ότι είναι κάτι προσωπικά δικό μας, κάτι που δύσκολα μπορεί να μας αφαιρεθεί». (1095b 5, 27-29).

Φυσικά, αυτό δε ματαιώνει τη σημασία της τιμής. Η καταξίωση, ως κοινωνική παραδοχή των προσπαθειών, λειτουργεί πάντα ενθαρρυντικά. Η αναγνώριση του αγώνα, της προσφοράς, του μόχθου, με δυο λόγια της αξίας του ανθρώπου, που πράγματι έχει συμβάλει με ιδιαίτερο τρόπο προς όφελος της πόλης, πέρα από το ότι καλλιεργεί θετικά πρότυπα, αποτελεί και ξεκάθαρη ηθική ανταμοιβή. Η πόλη οφείλει να τιμά τους πολίτες που διακρίνονται επάξια, αφενός για να δώσει κίνητρα και στους άλλους κι αφετέρου, γιατί η αχάριστη συμπεριφορά είναι αδικία που απαξιώνει όχι μόνο το πρόσωπο που παραμελείται, αλλά και τις αξίες που εκπροσωπεί.

Σε τελική ανάλυση, όμως, το ζήτημα της τιμής δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου που την εισπράττει λειτουργώντας ως μηχανισμός αυτοεκτίμησης: «Έπειτα την τιμή φαίνεται ότι την επιδιώκουν οι άνθρωποι για να βεβαιωθούν οι ίδιοι ότι είναι αγαθοί». (1095b 5, 29-31). Με δυο λόγια, δεν είναι η τιμή που έχει σημασία για τον τιμώμενο, αλλά η τόνωση της πεποίθησης ότι εκπληρώνει τις αρχές της αρετής: «Αυτός είναι και ο λόγος που επιδιώκουν να τιμώνται από τους ανθρώπους που διαθέτουν φρόνηση, και από αυτούς που τους γνωρίζουν· κάτι παραπάνω: η τιμή που τους γίνεται θέλουν να οφείλεται στην αρετή τους, κάτι που, επομένως, κάνει φανερό ότι, κατά τη γνώμη τους τουλάχιστο, η αρετή είναι κάτι ανώτερο – ίσως θα έλεγε κανείς ότι αυτή μάλλον είναι το τέλος μιας ζωής που βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης». (1095b 5, 31-35).

Κι αυτό είναι το νόημα της αριστοτελικής ευτυχίας: η εκπλήρωση της αρετής που θα επιφέρει πριν απ’ όλα την ισορροπία με τον ίδιο τον εαυτό και στη συνέχεια την ομαλότητα στις σχέσεις με τους άλλους. Αυτός είναι και ο λόγος που αξίζει κανείς να επιδιώκει την τιμή. Όχι για τη ρηχότητα της φήμης ή για τη ματαιοδοξία της υπεροχής, αλλά για την επισφράγιση της αρετής που τηρήθηκε. Η κοινωνία που ωθεί τους πολίτες σε τέτοιες αξίες είναι υγιής, αφού είναι σε θέση να εξασφαλίσει την ομαλότητα της συνύπαρξης επιτυγχάνοντας την ευτυχία και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.

Από την άλλη, η πόλη που υιοθετεί στρεβλά πρότυπα ευτυχίας δεν έχει άλλη επιλογή από τη συνολική στρέβλωση. Σε μια κοινωνία αρπακτικών ο ενάρετος αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν αφελής. Και σε μια τέτοια κατάσταση κανείς δε θα ήθελε αυτό το ρόλο. Η αξιοκρατία, η τήρηση των νόμων, η ουσιαστική παιδεία, η απονομή της δικαιοσύνης και η καλλιέργεια ορθών προτύπων δεν αφορούν απλά τη λειτουργικότητα της πόλης. Αφορούν την ευτυχία των πολιτών της. Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να αποτελούν τη βασικότερη κοινωνική διεκδίκηση.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ

ΞΕΝ ΚΑναβ 5.1.2–5.1.4

Συνέλευση των Μυρίων στην Τραπεζούντα

Οι Μύριοι κατόρθωσαν μετά από πολλές κακουχίες και περιπέτειες να φτάσουν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Μετά από λίγες ημέρες έγιναν δεκτοί στην Τραπεζούντα, την πρώτη ελληνική πόλη μετά την πολύμηνη πορεία τους, όπου έπρεπε να λάβουν αποφάσεις για τη συνέχεια της πορείας τους.


[5.1.2] Ἐκ δὲ τούτου ξυνελθόντες ἐβουλεύοντο περὶ τῆς λοιπῆς
πορείας· ἀνέστη δὲ πρῶτος Λέων Θούριος καὶ ἔλεξεν ὧδε.
Ἐγὼ μὲν τοίνυν, ἔφη, ὦ ἄνδρες, ἀπείρηκα ἤδη ξυσκευαζό-
μενος καὶ βαδίζων καὶ τρέχων καὶ τὰ ὅπλα φέρων καὶ ἐν
τάξει ὢν καὶ φυλακὰς φυλάττων καὶ μαχόμενος, ἐπιθυμῶ δὲ
ἤδη παυσάμενος τούτων τῶν πόνων, ἐπεὶ θάλατταν ἔχομεν,
πλεῖν τὸ λοιπὸν καὶ ἐκταθεὶς ὥσπερ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι
εἰς τὴν Ἑλλάδα. [5.1.3] ταῦτα ἀκούσαντες οἱ στρατιῶται ἀνε-
θορύβησαν ὡς εὖ λέγει· καὶ ἄλλος ταὔτ’ ἔλεγε, καὶ πάντες
οἱ παριόντες. ἔπειτα δὲ Χειρίσοφος ἀνέστη καὶ εἶπεν ὧδε.
[5.1.4] Φίλος μοί ἐστιν, ὦ ἄνδρες, Ἀναξίβιος, ναυαρχῶν δὲ καὶ
τυγχάνει. ἢν οὖν πέμψητέ με, οἴομαι ἂν ἐλθεῖν καὶ τριήρεις
ἔχων καὶ πλοῖα τὰ ἡμᾶς ἄξοντα· ὑμεῖς δὲ εἴπερ πλεῖν
βούλεσθε, περιμένετε ἔστ’ ἂν ἐγὼ ἔλθω· ἥξω δὲ ταχέως.
ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατιῶται ἥσθησάν τε καὶ ἐψηφίσαντο
πλεῖν αὐτὸν ὡς τάχιστα.

***
Μετά ταύτα συναθροισθέντες ήρχισαν να συσκέπτωνται περί της υπολοίπου πορείας∙ πρώτος δε εσηκώθη ο Λέων εκ Θουρίων και είπε τα εξής: «Εγώ μεν λοιπόν, ω άνδρες, έχω πλέον κουρασθή ετοιμάζων τας αποσκευάς μου και βαδίζων και τρέχων και φέρων τα όπλα και πορευόμενος εν στρατιωτική παρατάξει και φρουρών και μαχόμενος, επιθυμώ δε του λοιπού απαλλαγείς από τους κόπους τούτους, επειδή ευρισκόμεθα πλησίον της θαλάσσης, να ταξιδεύσω κατά τον υπόλοιπον χρόνον διά θαλάσσης και εξηπλωμένος επί του πλοίου, καθώς ο Οδυσσεύς, να φθάσω εις την Ελλάδα». Ταύτα ακούσαντες οι στρατιώται θορυβωδώς επεδοκίμασαν τους λόγους του. Και άλλος επρότεινε τα ίδια και όλοι όσοι ωμίλησαν. Έπειτα δε ο Χειρίσοφος εσηκώθη και είπε τα εξής: «Έχω φίλον, ω άνδρες, τον Αναξίβιον, ο οποίος είναι και ναύαρχος τώρα. Αν λοιπόν με στείλετε, νομίζω ότι ήθελον επανέλθει φέρων και τριήρεις και πλοία, τα οποία θα μας μεταφέρουν εις την Ελλάδα∙ σεις δε, αν πράγματι θέλετε να αναχωρήσητε δια θαλάσσης, περιμείνατέ με μέχρις ότου επιστρέψω∙ και θα επιστρέψω αμέσως.» Ακούσαντες ταύτα οι στρατιώται ηυχαριστήθησαν και ενέκριναν να πλεύση ο Χειρίσοφος όσον το δυνατόν ταχύτερον.