[169] Ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν, ἧκε δ᾽ ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυτάνεις ὡς Ἐλάτεια κατείληπται. καὶ μετὰ ταῦθ᾽ οἱ μὲν εὐθὺς ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες τούς τ᾽ ἐκ τῶν σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ᾽ ἐνεπίμπρασαν, οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν σαλπικτὴν ἐκάλουν· καὶ θορύβου πλήρης ἦν ἡ πόλις. τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, οἱ μὲν πρυτάνεις τὴν βουλὴν ἐκάλουν εἰς τὸ βουλευτήριον, ὑμεῖς δ᾽ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐπορεύεσθε, καὶ πρὶν ἐκείνην χρηματίσαι καὶ προβουλεῦσαι πᾶς ὁ δῆμος ἄνω καθῆτο.
[170] καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἦλθεν ἡ βουλὴ καὶ ἀπήγγειλαν οἱ πρυτάνεις τὰ προσηγγελμέν᾽ ἑαυτοῖς καὶ τὸν ἥκοντα παρήγαγον κἀκεῖνος εἶπεν, ἠρώτα μὲν ὁ κῆρυξ «τίς ἀγορεύειν βούλεται;» παρῄει δ᾽ οὐδείς. πολλάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίστατ᾽ οὐδείς, ἁπάντων μὲν τῶν στρατηγῶν παρόντων, ἁπάντων δὲ τῶν ῥητόρων, καλούσης δὲ [τῆς κοινῆς] τῆς πατρίδος [φωνῆς] τὸν ἐροῦνθ᾽ ὑπὲρ σωτηρίας· ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰ τοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδος δίκαιον ἡγεῖσθαι.
[171] καίτοι εἰ μὲν τοὺς σωθῆναι τὴν πόλιν βουλομένους παρελθεῖν ἔδει, πάντες ἂν ὑμεῖς καὶ οἱ ἄλλοι Ἀθηναῖοι ἀναστάντες ἐπὶ τὸ βῆμ᾽ ἐβαδίζετε· πάντες γὰρ οἶδ᾽ ὅτι σωθῆναι αὐτὴν ἐβούλεσθε· εἰ δὲ τοὺς πλουσιωτάτους, οἱ τριακόσιοι· εἰ δὲ τοὺς ἀμφότερα ταῦτα, καὶ εὔνους τῇ πόλει καὶ πλουσίους, οἱ μετὰ ταῦτα τὰς μεγάλας ἐπιδόσεις ἐπιδόντες· καὶ γὰρ εὐνοίᾳ καὶ πλούτῳ τοῦτ᾽ ἐποίησαν.
[172] ἀλλ᾽, ὡς ἔοικεν, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἡμέρα ᾽κείνη οὐ μόνον εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρ᾽ ἐκάλει, ἀλλὰ καὶ παρηκολουθηκότα τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, καὶ συλλελογισμένον ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ταῦτ᾽ ἔπραττεν ὁ Φίλιππος καὶ τί βουλόμενος· ὁ γὰρ μὴ ταῦτ᾽ εἰδὼς μηδ᾽ ἐξητακὼς πόρρωθεν, οὔτ᾽ εἰ εὔνους ἦν οὔτ᾽ εἰ πλούσιος, οὐδὲν μᾶλλον ἔμελλ᾽ ὅ τι χρὴ ποιεῖν εἴσεσθαι οὐδ᾽ ὑμῖν ἕξειν συμβουλεύειν.
[173] ἐφάνην τοίνυν οὗτος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγὼ καὶ παρελθὼν εἶπον εἰς ὑμᾶς, ἅ μου δυοῖν εἵνεκ᾽ ἀκούσατε προσσχόντες τὸν νοῦν, ἑνὸς μέν, ἵν᾽ εἰδῆθ᾽ ὅτι μόνος τῶν λεγόντων καὶ πολιτευομένων ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, ἀλλὰ καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέονθ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν ἐν αὐτοῖς τοῖς φοβεροῖς, ἑτέρου δέ, ὅτι μικρὸν ἀναλώσαντες χρόνον πολλῷ πρὸς τὰ λοιπὰ τῆς πάσης πολιτείας ἔσεσθ᾽ ἐμπειρότεροι.
[174] εἶπον τοίνυν ὅτι «τοὺς μὲν ὡς ὑπαρχόντων Θηβαίων Φιλίππῳ λίαν θορυβουμένους ἀγνοεῖν τὰ παρόντα πράγμαθ᾽ ἡγοῦμαι· εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι, εἰ τοῦθ᾽ οὕτως ἐτύγχανεν ἔχον, οὐκ ἂν αὐτὸν ἠκούομεν ἐν Ἐλατείᾳ ὄντα, ἀλλ᾽ ἐπὶ τοῖς ἡμετέροις ὁρίοις. ὅτι μέντοι ἵν᾽ ἕτοιμα ποιήσηται τἀν Θήβαις ἥκει, σαφῶς ἐπίσταμαι. ὡς δ᾽ ἔχει» ἔφην «ταῦτα, ἀκούσατέ μου.
[175] ἐκεῖνος ὅσους ἢ πεῖσαι χρήμασιν Θηβαίων ἢ ἐξαπατῆσαι ἐνῆν ἅπαντας ηὐτρέπισται· τοὺς δ᾽ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀνθεστηκότας αὐτῷ καὶ νῦν ἐναντιουμένους οὐδαμῶς πεῖσαι δύναται. τί οὖν βούλεται, καὶ τίνος εἵνεκα τὴν Ἐλάτειαν κατείληφεν; πλησίον δύναμιν δείξας καὶ παραστήσας τὰ ὅπλα τοὺς μὲν ἑαυτοῦ φίλους ἐπᾶραι καὶ θρασεῖς ποιῆσαι, τοὺς δ᾽ ἐναντιουμένους καταπλῆξαι, ἵν᾽ ἢ συγχωρήσωσι φοβηθέντες ἃ νῦν οὐκ ἐθέλουσιν, ἢ βιασθῶσιν.
[176] εἰ μὲν τοίνυν προαιρησόμεθ᾽ ἡμεῖς» ἔφην «ἐν τῷ παρόντι, εἴ τι δύσκολον πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς, τούτου μεμνῆσθαι καὶ ἀπιστεῖν αὐτοῖς ὡς ἐν τῇ τῶν ἐχθρῶν οὖσιν μερίδι, πρῶτον μὲν ἃν εὔξαιτο Φίλιππος ποιήσομεν, εἶτα φοβοῦμαι μὴ προσδεξαμένων τῶν νῦν ἀνθεστηκότων αὐτῷ καὶ μιᾷ γνώμῃ πάντων φιλιππισάντων, εἰς τὴν Ἀττικὴν ἔλθωσιν ἀμφότεροι. ἂν μέντοι πεισθῆτ᾽ ἐμοὶ καὶ πρὸς τῷ σκοπεῖν, ἀλλὰ μὴ φιλονικεῖν περὶ ὧν ἂν λέγω γένησθε, οἶμαι καὶ τὰ δέοντα λέγειν δόξειν καὶ τὸν ἐφεστηκότα κίνδυνον τῇ πόλει διαλύσειν.
[177] τί οὖν φημὶ δεῖν; πρῶτον μὲν τὸν παρόντ᾽ ἐπανεῖναι φόβον, εἶτα μεταθέσθαι καὶ φοβεῖσθαι πάντας ὑπὲρ Θηβαίων· πολὺ γὰρ τῶν δεινῶν εἰσιν ἡμῶν ἐγγυτέρω, καὶ προτέροις αὐτοῖς ἐστιν ὁ κίνδυνος· ἔπειτ᾽ ἐξελθόντας Ἐλευσῖνάδε τοὺς ἐν ἡλικίᾳ καὶ τοὺς ἱππέας δεῖξαι πᾶσιν ὑμᾶς αὐτοὺς ἐν τοῖς ὅπλοις ὄντας, ἵνα τοῖς ἐν Θήβαις φρονοῦσι τὰ ὑμέτερα ἐξ ἴσου γένηται τὸ παρρησιάζεσθαι περὶ τῶν δικαίων, ἰδοῦσιν ὅτι, ὥσπερ τοῖς πωλοῦσι Φιλίππῳ τὴν πατρίδα πάρεσθ᾽ ἡ βοηθήσουσα δύναμις ἐν Ἐλατείᾳ, οὕτω τοῖς ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγωνίζεσθαι βουλομένοις ὑπάρχεθ᾽ ὑμεῖς ἕτοιμοι καὶ βοηθήσετε, ἐάν τις ἐπ᾽ αὐτοὺς ἴῃ.
[178] μετὰ ταῦτα χειροτονῆσαι κελεύω δέκα πρέσβεις, καὶ ποιῆσαι τούτους κυρίους μετὰ τῶν στρατηγῶν καὶ τοῦ πότε δεῖ βαδίζειν ἐκεῖσε καὶ τῆς ἐξόδου. ἐπειδὰν δ᾽ ἔλθωσιν οἱ πρέσβεις εἰς Θήβας, πῶς χρήσασθαι τῷ πράγματι παραινῶ; τούτῳ πάνυ μοι προσέχετε τὸν νοῦν. μὴ δεῖσθαι Θηβαίων μηδέν (αἰσχρὸς γὰρ ὁ καιρός), ἀλλ᾽ ἐπαγγέλλεσθαι βοηθήσειν, ἂν κελεύωσιν, ὡς ἐκείνων ὄντων ἐν τοῖς ἐσχάτοις, ἡμῶν δ᾽ ἄμεινον ἢ ᾽κεῖνοι προορωμένων· ἵν᾽ ἐὰν μὲν δέξωνται ταῦτα καὶ πεισθῶσιν ἡμῖν, καὶ ἃ βουλόμεθ᾽ ὦμεν διῳκημένοι καὶ μετὰ προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως ταῦτα πράξωμεν, ἂν δ᾽ ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῖν, ἐκεῖνοι μὲν αὑτοῖς ἐγκαλῶσιν ἄν τι νῦν ἐξαμαρτάνωσιν, ἡμῖν δὲ μηδὲν αἰσχρὸν μηδὲ ταπεινὸν ᾖ πεπραγμένον».
[179] Ταῦτα καὶ παραπλήσια τούτοις εἰπὼν κατέβην. συνεπαινεσάντων δὲ πάντων καὶ οὐδενὸς εἰπόντος ἐναντίον οὐδέν, οὐκ εἶπον μὲν ταῦτα, οὐκ ἔγραψα δέ, οὐδ᾽ ἔγραψα μέν, οὐκ ἐπρέσβευσα δέ, οὐδ᾽ ἐπρέσβευσα μέν, οὐκ ἔπεισα δὲ Θηβαίους, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἄχρι τῆς τελευτῆς διεξῆλθον, καὶ ἔδωκ᾽ ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁπλῶς εἰς τοὺς περιεστηκότας τῇ πόλει κινδύνους. Καί μοι φέρε τὸ ψήφισμα τὸ τότε γενόμενον.
***
[169] Ήταν βράδυ, όταν έφτασε κάποιος και έφερε την είδηση στους πρυτάνεις ότι έχει καταληφθεί η Ελάτεια. Αμέσως μετά την είδηση αυτή, ενώ ακόμη δειπνούσαν, άλλοι από αυτούς πετάχτηκαν επάνω, άρχισαν να διώχνουν τους μικροπωλητές από τις σκηνές και έκαψαν τα παραπήγματα, ενώ άλλοι έστελναν και καλούσαν τους στρατηγούς και φώναζαν να έρθει ο σαλπιγκτής. Έτσι, η αναταραχή απλωνόταν σε ολόκληρη την πόλη. Την άλλην ημέρα, μόλις ξημέρωσε, οι πρυτάνεις συγκαλούσαν τη Βουλή στο Βουλευτήριο και εσείς πηγαίνατε στον χώρο της Συνέλευσης. Και προτού η Βουλή θέσει το θέμα προς συζήτηση και ετοιμάσει την ημερήσια διάταξη, όλος ο λαός είχε πάρει ήδη τις θέσεις του πάνω στο λόφο της Πνύκας.
[170] Ύστερα από αυτά, μόλις ήρθαν οι Βουλευτές και ανακοίνωσαν οι πρυτάνεις την είδηση που τους είχε έρθει, παρουσίασαν τον αγγελιαφόρο και εκείνος επιβεβαίωσε το γεγονός· και ενώ ρωτούσε ο κήρυκας «ποιός επιθυμεί να μιλήσει;», κανείς δεν ανέβαινε στο βήμα. Ο κήρυκας συνέχισε να επαναλαμβάνει την ερώτηση, αλλά παρ᾽ όλα αυτά κανείς δεν σηκωνόταν να μιλήσει, αν και ήταν παρόντες όλοι οι στρατηγοί, όλοι οι ρήτορες και η πατρίδα καλούσε τον άνδρα που θα μιλούσε για τη σωτηρία της. Γιατί το οποιοδήποτε κάλεσμα του ρήτορα το δίκαιο επιβάλλει να θεωρείται κοινό κάλεσμα της πατρίδας.
[171] Αν λοιπόν έπρεπε να σηκωθούν και να μιλήσουν όσοι επιθυμούσαν να σώσουν την πόλη, όλοι εσείς καθώς και οι άλλοι Αθηναίοι θα σηκωνόσασταν και θα ανεβαίνατε στο βήμα, γιατί προφανώς όλοι επιθυμούσατε να τη σώσετε. Αν όμως έπρεπε να μιλήσουν οι πιο πλούσιοι, θα ανέβαιναν οι Τριακόσιοι. Αν πάλι αυτοί που ήταν και τα δύο αυτά, και πατριώτες και πλούσιοι, θα σηκώνονταν όσοι αργότερα έκαναν τις μεγάλες εκείνες δωρεές, καθόσον τις έκαναν, επειδή αγαπούσαν την πόλη και ήταν και πλούσιοι.
[172] Αλλά, όπως φαίνεται, εκείνη η περίσταση και εκείνη η ημέρα καλούσε όχι μόνο έναν άνδρα πατριώτη και πλούσιο αλλά και κάποιον που από την αρχή παρακολουθούσε από κοντά τα πράγματα και είχε μαντέψει σωστά για ποιό σκοπό έκανε αυτά ο Φίλιππος και ποιές ήταν οι επιθυμίες του. Γιατί όποιος δεν είχε αντιληφθεί αυτά ή δεν τα είχε εξετάσει πολύ πιο μπροστά, δεν επρόκειτο να γνωρίζει καθόλου τί έπρεπε να κάνει ούτε και να έχει τη δυνατότητα να σας συμβουλεύσει, όσο πατριώτης και πλούσιος και αν ήταν.
[173] Παρουσιάστηκα λοιπόν εκείνη την ημέρα εγώ, ανέβηκα στο βήμα και μίλησα σε σας· αυτά σας παρακαλώ να ακούσετε ξανά από εμένα με πολλή προσοχή για δυο λόγους: πρώτον , για να αντιληφθείτε ότι ήμουν ο μόνος από τους ρήτορες και τους πολιτικούς που φάνηκα πατριώτης στις δύσκολες εκείνες ημέρες και έκανα για σας σ᾽ αυτή τη φοβερή στιγμή τόσο με τους λόγους όσο και με τις προτάσεις μου αυτά που έπρεπε· δεύτερον, αν μου αφιερώσετε λίγο χρόνο, θα αποκτήσετε πολύ μεγαλύτερη πείρα για την εν γένει πορεία των πολιτικών πραγμάτων στο μέλλον.
[174] Είπα λοιπόν τότε ότι «όσοι έχουν καταθορυβηθεί από την ιδέα ότι οι Θηβαίοι είναι σίγουρα στη διάθεση του Φιλίππου, έχω τη γνώμη πως αυτοί αγνοούν την παρούσα κατάσταση. Γιατί, αν το πράγμα είχε έτσι, δεν θα ακούγαμε ότι αυτός βρισκόταν στην Ελάτεια αλλά στα σύνορά μας. Ότι όμως έχει έρθει για να τακτοποιήσει προς όφελός του τα πράγματα στη Θήβα, είμαι απόλυτα βέβαιος. Ακούστε τώρα είπα, πώς έχουν τα πράγματα.
[175] Εκείνος, όσους από τους Θηβαίους μπορούσε να δελεάσει ή να εξαπατήσει με χρήματα, τους έχει όλους του χεριού του· αλλά εκείνους που από την πρώτη στιγμή τού αντιστάθηκαν και που ακόμη και τώρα είναι εναντίον του δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να τους δελεάσει. Τί λοιπόν θέλει και για ποιό σκοπό έχει καταλάβει την Ελάτεια;
Με την επίδειξη ισχύος στους γείτονες των Θηβαίων και με την παρουσία απειλής κοντά στη Θήβα, επιδιώκει αφενός να ενθαρρύνει και να αποθρασύνει τους φίλους του, αφετέρου να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους του, ώστε ή να δεχτούν να κάνουν από φόβο όσα τώρα αρνούνται ή να εξαναγκαστούν να συμμορφωθούν.
[176] Αν λοιπόν, είπα, είμαστε αποφασισμένοι στη σημερνή δύσκολη περίσταση να θυμόμαστε όλα τα δυσάρεστα που έχουν κάνει σε μας οι Θηβαίοι και να μην τους εμπιστευόμαστε πια με την ιδέα ότι είναι με το μέρος των εχθρών, κατά πρώτον θα κάνουμε όσα ακριβώς θα ευχόταν ο Φίλιππος, και κατά δεύτερο λόγο φοβάμαι μήπως, αν αυτοί που τώρα του αντιστέκονται, δεχτούν τις δελεαστικές του προτάσεις και γίνουν όλοι άνθρωποι του Φιλίππου, βαδίσουν και οι δυο μαζί εναντίον της Αττικής. Αν όμως ακολουθώντας τη συμβουλή μου εξετάσετε σωστά την κατάσταση και δεν αντιμετωπίσετε με εριστική διάθεση αυτά που σας προτείνω, πιστεύω ότι και τις προτάσεις μου θα βρείτε αποδεκτές και θα αποσοβήσω τον κίνδυνο που απειλεί την πόλη.
[177] Τί λοιπόν λέω ότι πρέπει να κάνουμε; Πρώτα απ᾽ όλα απαλλαγείτε από τον τωρινό σας φόβο ή μάλλον κατευθύνετέ τον αλλού· να ανησυχείτε όλοι για την τύχη των Θηβαίων, γιατί αυτοί βρίσκονται πολύ πιο κοντά παρά εμείς στις συμφορές· αυτοί είναι που πρώτοι κινδυνεύουν. Στη συνέχεια, όσοι είστε σε στρατεύσιμη ηλικία, καθώς και το ιππικό, βγείτε στην Ελευσίνα και δείξετε σε όλους ότι βρίσκεστε σε επιφυλακή. Έτσι, οι ομοϊδεάτες σας στη Θήβα θα έχουν εξίσου το θάρρος να μιλήσουν για τα δίκαιά τους, εάν δουν ότι, όπως ακριβώς υπάρχει στην Ελάτεια μια δύναμη έτοιμη να σπεύσει σε βοήθεια αυτών που πουλούν την πατρίδα τους στον Φίλιππο, έτσι και σεις είστε σε ετοιμότητα και ότι θα σπεύσετε να βοηθήσετε αυτούς που θέλουν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους, αν κάποιος βαδίσει εναντίον τους.
[178] Εν συνεχεία προτείνω να ορίσετε δέκα πρεσβευτές και να τους εξουσιοδοτήσετε να αποφασίσουν μαζί με τους στρατηγούς για το πότε πρέπει να βαδίσουν προς τα εκεί και γενικά για τη στρατιωτική επιχείρηση· όσον αφορά στη συμβουλή μου σχετικά με τον τρόπο χειρισμού του πράγματος εκ μέρους των πρέσβεων μετά την άφιξή τους στη Θήβα, σ᾽ αυτό, κάντε μου τη χάρη και δώστε πολύ μεγάλη προσοχή. Να μη ζητήσουν τίποτε από τους Θηβαίους (άσχημη η στιγμή για κάτι τέτοιο), αλλά να υποσχεθούν ότι θα τους βοηθήσετε, αν μας καλέσουν, γιατί εκείνοι, κατά τη γνώμη μου, βρίσκονται στον έσχατο κίνδυνο, ενώ εμείς προβλέπουμε το μέλλον καλύτερα από εκείνους.
Έτσι λοιπόν, αν δεχτούν την προσφορά μας και πεισθούν σε μας, εμείς θα έχουμε ρυθμίσει όσα επιθυμούμε και θα έχουμε ενεργήσει αντάξια προς το όνομα της πόλης μας· αν όμως κατά σύμπτωση δεν πετύχουμε αυτά, εκείνοι θα κατηγορούν τους εαυτούς τους, αν τώρα κάνουν κάποιο σφάλμα, ενώ εμείς δεν θα έχουμε κάνει τίποτε που να μας ντροπιάζει ή να μας μειώνει».
[179] Αυτά και άλλα παρόμοια είπα και κατέβηκα από το βήμα. Τότε όλοι σαν ένα σώμα επιδοκίμασαν τα λόγια μου και κανένας δεν έφερε καμιάν αντίρρηση. Ούτε είπα βέβαια αυτά χωρίς να κάνω γραπτές προτάσεις, ούτε έκανα γραπτές προτάσεις χωρίς να πάω ως πρεσβευτής, ούτε και πήγα ως πρεσβευτής στη Θήβα χωρίς να πείσω τους Θηβαίους. Αντίθετα, πήρα επάνω μου όλη την υπόθεση από την αρχή ως το τέλος και έδωσα ολόψυχα τον εαυτό μου για χάρη σας προς αντιμετώπιση των κινδύνων που είχαν περιζώσει την πόλη. Κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και φέρε το ψήφισμα που εγκρίθηκε τότε.
[170] καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἦλθεν ἡ βουλὴ καὶ ἀπήγγειλαν οἱ πρυτάνεις τὰ προσηγγελμέν᾽ ἑαυτοῖς καὶ τὸν ἥκοντα παρήγαγον κἀκεῖνος εἶπεν, ἠρώτα μὲν ὁ κῆρυξ «τίς ἀγορεύειν βούλεται;» παρῄει δ᾽ οὐδείς. πολλάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίστατ᾽ οὐδείς, ἁπάντων μὲν τῶν στρατηγῶν παρόντων, ἁπάντων δὲ τῶν ῥητόρων, καλούσης δὲ [τῆς κοινῆς] τῆς πατρίδος [φωνῆς] τὸν ἐροῦνθ᾽ ὑπὲρ σωτηρίας· ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰ τοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδος δίκαιον ἡγεῖσθαι.
[171] καίτοι εἰ μὲν τοὺς σωθῆναι τὴν πόλιν βουλομένους παρελθεῖν ἔδει, πάντες ἂν ὑμεῖς καὶ οἱ ἄλλοι Ἀθηναῖοι ἀναστάντες ἐπὶ τὸ βῆμ᾽ ἐβαδίζετε· πάντες γὰρ οἶδ᾽ ὅτι σωθῆναι αὐτὴν ἐβούλεσθε· εἰ δὲ τοὺς πλουσιωτάτους, οἱ τριακόσιοι· εἰ δὲ τοὺς ἀμφότερα ταῦτα, καὶ εὔνους τῇ πόλει καὶ πλουσίους, οἱ μετὰ ταῦτα τὰς μεγάλας ἐπιδόσεις ἐπιδόντες· καὶ γὰρ εὐνοίᾳ καὶ πλούτῳ τοῦτ᾽ ἐποίησαν.
[172] ἀλλ᾽, ὡς ἔοικεν, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἡμέρα ᾽κείνη οὐ μόνον εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρ᾽ ἐκάλει, ἀλλὰ καὶ παρηκολουθηκότα τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, καὶ συλλελογισμένον ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ταῦτ᾽ ἔπραττεν ὁ Φίλιππος καὶ τί βουλόμενος· ὁ γὰρ μὴ ταῦτ᾽ εἰδὼς μηδ᾽ ἐξητακὼς πόρρωθεν, οὔτ᾽ εἰ εὔνους ἦν οὔτ᾽ εἰ πλούσιος, οὐδὲν μᾶλλον ἔμελλ᾽ ὅ τι χρὴ ποιεῖν εἴσεσθαι οὐδ᾽ ὑμῖν ἕξειν συμβουλεύειν.
[173] ἐφάνην τοίνυν οὗτος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγὼ καὶ παρελθὼν εἶπον εἰς ὑμᾶς, ἅ μου δυοῖν εἵνεκ᾽ ἀκούσατε προσσχόντες τὸν νοῦν, ἑνὸς μέν, ἵν᾽ εἰδῆθ᾽ ὅτι μόνος τῶν λεγόντων καὶ πολιτευομένων ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, ἀλλὰ καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέονθ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν ἐν αὐτοῖς τοῖς φοβεροῖς, ἑτέρου δέ, ὅτι μικρὸν ἀναλώσαντες χρόνον πολλῷ πρὸς τὰ λοιπὰ τῆς πάσης πολιτείας ἔσεσθ᾽ ἐμπειρότεροι.
[174] εἶπον τοίνυν ὅτι «τοὺς μὲν ὡς ὑπαρχόντων Θηβαίων Φιλίππῳ λίαν θορυβουμένους ἀγνοεῖν τὰ παρόντα πράγμαθ᾽ ἡγοῦμαι· εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι, εἰ τοῦθ᾽ οὕτως ἐτύγχανεν ἔχον, οὐκ ἂν αὐτὸν ἠκούομεν ἐν Ἐλατείᾳ ὄντα, ἀλλ᾽ ἐπὶ τοῖς ἡμετέροις ὁρίοις. ὅτι μέντοι ἵν᾽ ἕτοιμα ποιήσηται τἀν Θήβαις ἥκει, σαφῶς ἐπίσταμαι. ὡς δ᾽ ἔχει» ἔφην «ταῦτα, ἀκούσατέ μου.
[175] ἐκεῖνος ὅσους ἢ πεῖσαι χρήμασιν Θηβαίων ἢ ἐξαπατῆσαι ἐνῆν ἅπαντας ηὐτρέπισται· τοὺς δ᾽ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀνθεστηκότας αὐτῷ καὶ νῦν ἐναντιουμένους οὐδαμῶς πεῖσαι δύναται. τί οὖν βούλεται, καὶ τίνος εἵνεκα τὴν Ἐλάτειαν κατείληφεν; πλησίον δύναμιν δείξας καὶ παραστήσας τὰ ὅπλα τοὺς μὲν ἑαυτοῦ φίλους ἐπᾶραι καὶ θρασεῖς ποιῆσαι, τοὺς δ᾽ ἐναντιουμένους καταπλῆξαι, ἵν᾽ ἢ συγχωρήσωσι φοβηθέντες ἃ νῦν οὐκ ἐθέλουσιν, ἢ βιασθῶσιν.
[176] εἰ μὲν τοίνυν προαιρησόμεθ᾽ ἡμεῖς» ἔφην «ἐν τῷ παρόντι, εἴ τι δύσκολον πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς, τούτου μεμνῆσθαι καὶ ἀπιστεῖν αὐτοῖς ὡς ἐν τῇ τῶν ἐχθρῶν οὖσιν μερίδι, πρῶτον μὲν ἃν εὔξαιτο Φίλιππος ποιήσομεν, εἶτα φοβοῦμαι μὴ προσδεξαμένων τῶν νῦν ἀνθεστηκότων αὐτῷ καὶ μιᾷ γνώμῃ πάντων φιλιππισάντων, εἰς τὴν Ἀττικὴν ἔλθωσιν ἀμφότεροι. ἂν μέντοι πεισθῆτ᾽ ἐμοὶ καὶ πρὸς τῷ σκοπεῖν, ἀλλὰ μὴ φιλονικεῖν περὶ ὧν ἂν λέγω γένησθε, οἶμαι καὶ τὰ δέοντα λέγειν δόξειν καὶ τὸν ἐφεστηκότα κίνδυνον τῇ πόλει διαλύσειν.
[177] τί οὖν φημὶ δεῖν; πρῶτον μὲν τὸν παρόντ᾽ ἐπανεῖναι φόβον, εἶτα μεταθέσθαι καὶ φοβεῖσθαι πάντας ὑπὲρ Θηβαίων· πολὺ γὰρ τῶν δεινῶν εἰσιν ἡμῶν ἐγγυτέρω, καὶ προτέροις αὐτοῖς ἐστιν ὁ κίνδυνος· ἔπειτ᾽ ἐξελθόντας Ἐλευσῖνάδε τοὺς ἐν ἡλικίᾳ καὶ τοὺς ἱππέας δεῖξαι πᾶσιν ὑμᾶς αὐτοὺς ἐν τοῖς ὅπλοις ὄντας, ἵνα τοῖς ἐν Θήβαις φρονοῦσι τὰ ὑμέτερα ἐξ ἴσου γένηται τὸ παρρησιάζεσθαι περὶ τῶν δικαίων, ἰδοῦσιν ὅτι, ὥσπερ τοῖς πωλοῦσι Φιλίππῳ τὴν πατρίδα πάρεσθ᾽ ἡ βοηθήσουσα δύναμις ἐν Ἐλατείᾳ, οὕτω τοῖς ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγωνίζεσθαι βουλομένοις ὑπάρχεθ᾽ ὑμεῖς ἕτοιμοι καὶ βοηθήσετε, ἐάν τις ἐπ᾽ αὐτοὺς ἴῃ.
[178] μετὰ ταῦτα χειροτονῆσαι κελεύω δέκα πρέσβεις, καὶ ποιῆσαι τούτους κυρίους μετὰ τῶν στρατηγῶν καὶ τοῦ πότε δεῖ βαδίζειν ἐκεῖσε καὶ τῆς ἐξόδου. ἐπειδὰν δ᾽ ἔλθωσιν οἱ πρέσβεις εἰς Θήβας, πῶς χρήσασθαι τῷ πράγματι παραινῶ; τούτῳ πάνυ μοι προσέχετε τὸν νοῦν. μὴ δεῖσθαι Θηβαίων μηδέν (αἰσχρὸς γὰρ ὁ καιρός), ἀλλ᾽ ἐπαγγέλλεσθαι βοηθήσειν, ἂν κελεύωσιν, ὡς ἐκείνων ὄντων ἐν τοῖς ἐσχάτοις, ἡμῶν δ᾽ ἄμεινον ἢ ᾽κεῖνοι προορωμένων· ἵν᾽ ἐὰν μὲν δέξωνται ταῦτα καὶ πεισθῶσιν ἡμῖν, καὶ ἃ βουλόμεθ᾽ ὦμεν διῳκημένοι καὶ μετὰ προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως ταῦτα πράξωμεν, ἂν δ᾽ ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῖν, ἐκεῖνοι μὲν αὑτοῖς ἐγκαλῶσιν ἄν τι νῦν ἐξαμαρτάνωσιν, ἡμῖν δὲ μηδὲν αἰσχρὸν μηδὲ ταπεινὸν ᾖ πεπραγμένον».
[179] Ταῦτα καὶ παραπλήσια τούτοις εἰπὼν κατέβην. συνεπαινεσάντων δὲ πάντων καὶ οὐδενὸς εἰπόντος ἐναντίον οὐδέν, οὐκ εἶπον μὲν ταῦτα, οὐκ ἔγραψα δέ, οὐδ᾽ ἔγραψα μέν, οὐκ ἐπρέσβευσα δέ, οὐδ᾽ ἐπρέσβευσα μέν, οὐκ ἔπεισα δὲ Θηβαίους, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἄχρι τῆς τελευτῆς διεξῆλθον, καὶ ἔδωκ᾽ ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁπλῶς εἰς τοὺς περιεστηκότας τῇ πόλει κινδύνους. Καί μοι φέρε τὸ ψήφισμα τὸ τότε γενόμενον.
***
[169] Ήταν βράδυ, όταν έφτασε κάποιος και έφερε την είδηση στους πρυτάνεις ότι έχει καταληφθεί η Ελάτεια. Αμέσως μετά την είδηση αυτή, ενώ ακόμη δειπνούσαν, άλλοι από αυτούς πετάχτηκαν επάνω, άρχισαν να διώχνουν τους μικροπωλητές από τις σκηνές και έκαψαν τα παραπήγματα, ενώ άλλοι έστελναν και καλούσαν τους στρατηγούς και φώναζαν να έρθει ο σαλπιγκτής. Έτσι, η αναταραχή απλωνόταν σε ολόκληρη την πόλη. Την άλλην ημέρα, μόλις ξημέρωσε, οι πρυτάνεις συγκαλούσαν τη Βουλή στο Βουλευτήριο και εσείς πηγαίνατε στον χώρο της Συνέλευσης. Και προτού η Βουλή θέσει το θέμα προς συζήτηση και ετοιμάσει την ημερήσια διάταξη, όλος ο λαός είχε πάρει ήδη τις θέσεις του πάνω στο λόφο της Πνύκας.
[170] Ύστερα από αυτά, μόλις ήρθαν οι Βουλευτές και ανακοίνωσαν οι πρυτάνεις την είδηση που τους είχε έρθει, παρουσίασαν τον αγγελιαφόρο και εκείνος επιβεβαίωσε το γεγονός· και ενώ ρωτούσε ο κήρυκας «ποιός επιθυμεί να μιλήσει;», κανείς δεν ανέβαινε στο βήμα. Ο κήρυκας συνέχισε να επαναλαμβάνει την ερώτηση, αλλά παρ᾽ όλα αυτά κανείς δεν σηκωνόταν να μιλήσει, αν και ήταν παρόντες όλοι οι στρατηγοί, όλοι οι ρήτορες και η πατρίδα καλούσε τον άνδρα που θα μιλούσε για τη σωτηρία της. Γιατί το οποιοδήποτε κάλεσμα του ρήτορα το δίκαιο επιβάλλει να θεωρείται κοινό κάλεσμα της πατρίδας.
[171] Αν λοιπόν έπρεπε να σηκωθούν και να μιλήσουν όσοι επιθυμούσαν να σώσουν την πόλη, όλοι εσείς καθώς και οι άλλοι Αθηναίοι θα σηκωνόσασταν και θα ανεβαίνατε στο βήμα, γιατί προφανώς όλοι επιθυμούσατε να τη σώσετε. Αν όμως έπρεπε να μιλήσουν οι πιο πλούσιοι, θα ανέβαιναν οι Τριακόσιοι. Αν πάλι αυτοί που ήταν και τα δύο αυτά, και πατριώτες και πλούσιοι, θα σηκώνονταν όσοι αργότερα έκαναν τις μεγάλες εκείνες δωρεές, καθόσον τις έκαναν, επειδή αγαπούσαν την πόλη και ήταν και πλούσιοι.
[172] Αλλά, όπως φαίνεται, εκείνη η περίσταση και εκείνη η ημέρα καλούσε όχι μόνο έναν άνδρα πατριώτη και πλούσιο αλλά και κάποιον που από την αρχή παρακολουθούσε από κοντά τα πράγματα και είχε μαντέψει σωστά για ποιό σκοπό έκανε αυτά ο Φίλιππος και ποιές ήταν οι επιθυμίες του. Γιατί όποιος δεν είχε αντιληφθεί αυτά ή δεν τα είχε εξετάσει πολύ πιο μπροστά, δεν επρόκειτο να γνωρίζει καθόλου τί έπρεπε να κάνει ούτε και να έχει τη δυνατότητα να σας συμβουλεύσει, όσο πατριώτης και πλούσιος και αν ήταν.
[173] Παρουσιάστηκα λοιπόν εκείνη την ημέρα εγώ, ανέβηκα στο βήμα και μίλησα σε σας· αυτά σας παρακαλώ να ακούσετε ξανά από εμένα με πολλή προσοχή για δυο λόγους: πρώτον , για να αντιληφθείτε ότι ήμουν ο μόνος από τους ρήτορες και τους πολιτικούς που φάνηκα πατριώτης στις δύσκολες εκείνες ημέρες και έκανα για σας σ᾽ αυτή τη φοβερή στιγμή τόσο με τους λόγους όσο και με τις προτάσεις μου αυτά που έπρεπε· δεύτερον, αν μου αφιερώσετε λίγο χρόνο, θα αποκτήσετε πολύ μεγαλύτερη πείρα για την εν γένει πορεία των πολιτικών πραγμάτων στο μέλλον.
[174] Είπα λοιπόν τότε ότι «όσοι έχουν καταθορυβηθεί από την ιδέα ότι οι Θηβαίοι είναι σίγουρα στη διάθεση του Φιλίππου, έχω τη γνώμη πως αυτοί αγνοούν την παρούσα κατάσταση. Γιατί, αν το πράγμα είχε έτσι, δεν θα ακούγαμε ότι αυτός βρισκόταν στην Ελάτεια αλλά στα σύνορά μας. Ότι όμως έχει έρθει για να τακτοποιήσει προς όφελός του τα πράγματα στη Θήβα, είμαι απόλυτα βέβαιος. Ακούστε τώρα είπα, πώς έχουν τα πράγματα.
[175] Εκείνος, όσους από τους Θηβαίους μπορούσε να δελεάσει ή να εξαπατήσει με χρήματα, τους έχει όλους του χεριού του· αλλά εκείνους που από την πρώτη στιγμή τού αντιστάθηκαν και που ακόμη και τώρα είναι εναντίον του δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να τους δελεάσει. Τί λοιπόν θέλει και για ποιό σκοπό έχει καταλάβει την Ελάτεια;
Με την επίδειξη ισχύος στους γείτονες των Θηβαίων και με την παρουσία απειλής κοντά στη Θήβα, επιδιώκει αφενός να ενθαρρύνει και να αποθρασύνει τους φίλους του, αφετέρου να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους του, ώστε ή να δεχτούν να κάνουν από φόβο όσα τώρα αρνούνται ή να εξαναγκαστούν να συμμορφωθούν.
[176] Αν λοιπόν, είπα, είμαστε αποφασισμένοι στη σημερνή δύσκολη περίσταση να θυμόμαστε όλα τα δυσάρεστα που έχουν κάνει σε μας οι Θηβαίοι και να μην τους εμπιστευόμαστε πια με την ιδέα ότι είναι με το μέρος των εχθρών, κατά πρώτον θα κάνουμε όσα ακριβώς θα ευχόταν ο Φίλιππος, και κατά δεύτερο λόγο φοβάμαι μήπως, αν αυτοί που τώρα του αντιστέκονται, δεχτούν τις δελεαστικές του προτάσεις και γίνουν όλοι άνθρωποι του Φιλίππου, βαδίσουν και οι δυο μαζί εναντίον της Αττικής. Αν όμως ακολουθώντας τη συμβουλή μου εξετάσετε σωστά την κατάσταση και δεν αντιμετωπίσετε με εριστική διάθεση αυτά που σας προτείνω, πιστεύω ότι και τις προτάσεις μου θα βρείτε αποδεκτές και θα αποσοβήσω τον κίνδυνο που απειλεί την πόλη.
[177] Τί λοιπόν λέω ότι πρέπει να κάνουμε; Πρώτα απ᾽ όλα απαλλαγείτε από τον τωρινό σας φόβο ή μάλλον κατευθύνετέ τον αλλού· να ανησυχείτε όλοι για την τύχη των Θηβαίων, γιατί αυτοί βρίσκονται πολύ πιο κοντά παρά εμείς στις συμφορές· αυτοί είναι που πρώτοι κινδυνεύουν. Στη συνέχεια, όσοι είστε σε στρατεύσιμη ηλικία, καθώς και το ιππικό, βγείτε στην Ελευσίνα και δείξετε σε όλους ότι βρίσκεστε σε επιφυλακή. Έτσι, οι ομοϊδεάτες σας στη Θήβα θα έχουν εξίσου το θάρρος να μιλήσουν για τα δίκαιά τους, εάν δουν ότι, όπως ακριβώς υπάρχει στην Ελάτεια μια δύναμη έτοιμη να σπεύσει σε βοήθεια αυτών που πουλούν την πατρίδα τους στον Φίλιππο, έτσι και σεις είστε σε ετοιμότητα και ότι θα σπεύσετε να βοηθήσετε αυτούς που θέλουν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους, αν κάποιος βαδίσει εναντίον τους.
[178] Εν συνεχεία προτείνω να ορίσετε δέκα πρεσβευτές και να τους εξουσιοδοτήσετε να αποφασίσουν μαζί με τους στρατηγούς για το πότε πρέπει να βαδίσουν προς τα εκεί και γενικά για τη στρατιωτική επιχείρηση· όσον αφορά στη συμβουλή μου σχετικά με τον τρόπο χειρισμού του πράγματος εκ μέρους των πρέσβεων μετά την άφιξή τους στη Θήβα, σ᾽ αυτό, κάντε μου τη χάρη και δώστε πολύ μεγάλη προσοχή. Να μη ζητήσουν τίποτε από τους Θηβαίους (άσχημη η στιγμή για κάτι τέτοιο), αλλά να υποσχεθούν ότι θα τους βοηθήσετε, αν μας καλέσουν, γιατί εκείνοι, κατά τη γνώμη μου, βρίσκονται στον έσχατο κίνδυνο, ενώ εμείς προβλέπουμε το μέλλον καλύτερα από εκείνους.
Έτσι λοιπόν, αν δεχτούν την προσφορά μας και πεισθούν σε μας, εμείς θα έχουμε ρυθμίσει όσα επιθυμούμε και θα έχουμε ενεργήσει αντάξια προς το όνομα της πόλης μας· αν όμως κατά σύμπτωση δεν πετύχουμε αυτά, εκείνοι θα κατηγορούν τους εαυτούς τους, αν τώρα κάνουν κάποιο σφάλμα, ενώ εμείς δεν θα έχουμε κάνει τίποτε που να μας ντροπιάζει ή να μας μειώνει».
[179] Αυτά και άλλα παρόμοια είπα και κατέβηκα από το βήμα. Τότε όλοι σαν ένα σώμα επιδοκίμασαν τα λόγια μου και κανένας δεν έφερε καμιάν αντίρρηση. Ούτε είπα βέβαια αυτά χωρίς να κάνω γραπτές προτάσεις, ούτε έκανα γραπτές προτάσεις χωρίς να πάω ως πρεσβευτής, ούτε και πήγα ως πρεσβευτής στη Θήβα χωρίς να πείσω τους Θηβαίους. Αντίθετα, πήρα επάνω μου όλη την υπόθεση από την αρχή ως το τέλος και έδωσα ολόψυχα τον εαυτό μου για χάρη σας προς αντιμετώπιση των κινδύνων που είχαν περιζώσει την πόλη. Κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και φέρε το ψήφισμα που εγκρίθηκε τότε.