Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (1.221-1.305)

Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω
θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
225 τίς δαίς, τίς δαὶ ὅμιλος ὅδ᾽ ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ;
εἰλαπίνη ἠὲ γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ᾽ ἐστίν.
ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι
δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ
αἴσχεα πόλλ᾽ ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.»
230 Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ξεῖν᾽, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς,
μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ᾽ ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων
ἔμμεναι, ὄφρ᾽ ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν·
νῦν δ᾽ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες,
235 οἳ κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάντων
ἀνθρώπων, ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ ὧδ᾽ ἀκαχοίμην,
εἰ μετὰ οἷς ἑτάροισι δάμη Τρώων ἐνὶ δήμῳ,
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε.
τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
240 ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾽ ὀπίσσω.
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο·
οἴχετ᾽ ἄϊστος ἄπυστος, ἐμοὶ δ᾽ ὀδύνας τε γόους τε
κάλλιπεν· οὐδ᾽ ἔτι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω
οἶον, ἐπεί νύ μοι ἄλλα θεοὶ κακὰ κήδε᾽ ἔτευξαν.
245 ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,
ἠδ᾽ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι,
τόσσοι μητέρ᾽ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.
ἡ δ᾽ οὔτ᾽ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν
250 ποιῆσαι δύναται· τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες
οἶκον ἐμόν· τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν.»
Τὸν δ᾽ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη·
«ὢ πόποι, ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος
δεύῃ, ὅ κε μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφείη.
255 εἰ γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι
σταίη, ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε,
τοῖος ἐὼν οἷόν μιν ἐγὼ τὰ πρῶτ᾽ ἐνόησα
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ πίνοντά τε τερπόμενόν τε,
ἐξ Ἐφύρης ἀνιόντα παρ᾽ Ἴλου Μερμερίδαο·
260 οἴχετο γὰρ καὶ κεῖσε θοῆς ἐπὶ νηὸς Ὀδυσσεὺς
φάρμακον ἀνδροφόνον διζήμενος, ὄφρα οἱ εἴη
ἰοὺς χρίεσθαι χαλκήρεας· ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὔ οἱ
δῶκεν, ἐπεί ῥα θεοὺς νεμεσίζετο αἰὲν ἐόντας,
ἀλλὰ πατήρ οἱ δῶκεν ἐμός· φιλέεσκε γὰρ αἰνῶς.
265 τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς·
πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,
ἤ κεν νοστήσας ἀποτίσεται, ἦε καὶ οὐκί,
οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι· σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα
270 ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο.
εἰ δ᾽ ἄγε νῦν ξυνίει καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων·
αὔριον εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς
μῦθον πέφραδε πᾶσι, θεοὶ δ᾽ ἐπὶ μάρτυροι ἔστων.
μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι ἄνωχθι,
275 μητέρα δ᾽, εἴ οἱ θυμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι,
ἂψ ἴτω ἐς μέγαρον πατρὸς μέγα δυναμένοιο·
οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι.
σοὶ δ᾽ αὐτῷ πυκινῶς ὑποθήσομαι, αἴ κε πίθηαι·
280 νῆ᾽ ἄρσας ἐρέτῃσιν ἐείκοσιν, ἥ τις ἀρίστη,
ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο,
ἤν τίς τοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσῃς
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι.
πρῶτα μὲν ἐς Πύλον ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον,
285 κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον·
ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσῃς,
ἦ τ᾽ ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν·
εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσῃς μηδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντος,
290 νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δοῦναι.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἕρξῃς,
φράζεσθαι δὴ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
295 ὅππως κε μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι
κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν· οὐδέ τί σε χρὴ
νηπιάας ὀχέειν, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί.
ἢ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, ἐπεὶ ἔκτανε πατροφονῆα,
300 Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα;
καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ᾽ ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,
ἄλκιμος ἔσσ᾽, ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐῢ εἴπῃ.
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ἤδη
ἠδ᾽ ἑτάρους, οἵ πού με μάλ᾽ ἀσχαλόωσι μένοντες·
305 σοὶ δ᾽ αὐτῷ μελέτω, καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων.»

***
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, ανταποκρίθηκε:
«Όχι, δεν το νομίζω πως οι θεοί έχουν ορίσει τη γενιά σου
ανώνυμη στο μέλλον, αφού σε γέννησε τέτοιον που είσαι η Πηνελόπη.
Και τώρα κάτι άλλο πες μου, ειλικρινά·
τι γλέντι είναι αυτό; τι σόι συνάθροιση; ποια η δική σου
υποχρέωση; καμιά γιορτή; ή μήπως γάμος; Πάντως δεν πρόκειται για γεύμα
εταιρικό· γιατί πολύ ξεδιάντροποι μου φαίνονται και ξιπασμένοι,
έτσι που τρων αυτοί και πίνουν στο παλάτι· θα αγανακτούσε ασφαλώς,
τα τόσα αίσχη βλέποντας, αν κάποιος κατά τύχη ερχόταν,
φτάνει να ήταν συνετός.»
230 Της αποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμος πάντα και με γνώση:
«Αφού τέτοια ερωτήματα μου θέτεις, γυρεύοντας εξήγηση —
ήταν ένας καιρός που αυτό το σπίτι είχε την τύχη του στα πλούτη,
στις τιμές, όσο εκείνος κατοικούσε αυτή τη χώρα.
Αλλά βουλήθηκαν αλλιώς κάποιοι θεοί, βάζοντας το κακό στον νου τους,
και τώρα εκείνον άφαντον τον έκαναν, παρά κανέναν άλλον.
Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα ᾽ταν ο καημός μου τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών τα χέρια·
τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
240 και για κληρονομιά στον γιο του θ᾽ άφηνε μεγάλη δόξα.
Μα να που τώρα ανήκουστον τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ᾽ εμένα οδυρμούς κι οδύνες.
Αλλά δεν κλαίω, δεν στενάζω εκείνον μόνο,
αφού μου δώσαν οι θεοί πρόσθετα και μεγάλα βάρη:
όσοι τριγύρω στα νησιά αρχηγεύουν, οι πρώτοι
στο Δουλίχιο, στη Σάμη και στη δασωμένη Ζάκυνθο,
κι άλλοι, ρηγόπουλα στον βράχο της Ιθάκης,
όλοι τους έγιναν της μάνας μου μνηστήρες και μας μαδούν το σπιτικό·
εκείνη μήτε τον φριχτό τους γάμο αρνείται, μήτε και βρίσκει δύναμη
250 να δώσει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ οι μνηστήρες
αρπάζουν και ρημάζουν τα αγαθά μου — σε λίγο
θα κατασπαράξουνε κι εμένα.»
Του αντιμίλησε με πάθος η Αθηνά Παλλάδα:
«Αλίμονο κι αλήθεια, μακριά σου χρόνια ατέλειωτα, πόσο
ο Οδυσσέας σού λείπει! Που θα μπορούσε, τιμωρός, το χέρι
να σηκώσει στους αναίσχυντους μνηστήρες.
Γιατί, αν τώρα ερχόταν και στην εξώθυρα του παλατιού στεκόταν,
με περικεφαλαία, την ασπίδα και τα δυο του δόρατα,
ίδιος στην όψη, σαν την πρώτη εκείνη μέρα που τον είδα εγώ
στο σπίτι μας, να πίνει και να ευφραίνεται.
Μόλις ανέβαινε από την Εφύρη, γυρίζοντας από τον γιο του Μέρμερου,
260 τον Ίλο — ταξίδεψε κι εκεί με το γοργό καράβι του,
φαρμάκια ο Οδυσσέας ζητώντας φονικά, να τα ᾽χει χρίσμα
για τα χάλκινά του βέλη· εκείνος όμως του τα αρνήθηκε,
από τον φόβο των αθάνατων θεών, ενώ ο δικός μου ο πατέρας
του τα πρόσφερε, τόσο πολύ τον αγαπούσε.
Αν με την ίδια όψη ο Οδυσσέας έπεφτε στους μνηστήρες,
ο θάνατός τους λέω δεν θ᾽ αργούσε, πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε.
Όμως αυτά, όπως και να ᾽ναι, οι θεοί τ᾽ αποφασίζουν,
αν πίσω εκείνος θα γυρίσει εκδικητής, ή μήπως κι όχι,
στο παλάτι του. Εσένα τώρα συμβουλεύω να σκεφτείς,
270 να βρεις τον τρόπο, και να διώξεις απ᾽ το σπίτι τους μνηστήρες.
Άκου λοιπόν τι θα σου πω, και βάλε το καλά στον νου σου:
αύριο κιόλας, καλώντας σε συνέλευση τους τίμιους Αχαιούς,
σ᾽ όλους μπροστά εξηγήσου, κι ας είναι μάρτυρές σου οι θεοί·
δώσε διαταγή για τους μνηστήρες, πως πρέπει
να ξεκουμπιστούν, να παν στα σπίτια τους — ύστερα η μάνα σου,
αν η καρδιά της φλέγεται για νέο γάμο, πίσω ας γυρίσει
στο παλάτι του πατέρα της, αυτός έχει και δύναμη και πλούτη·
εκεί ας της ταιριάξουνε τον γάμο, και να της ετοιμάσουνε
γενναία προικιά, όσα στη θυγατέρα τους αρμόζουν, να τη συνοδεύσουν.
Για σένα πάλι, έχω άλλη συμβουλή, φρόνιμη αν σ᾽ αυτή υπακούσεις:
280 καράβι σήκωσε, το πιο γερό, μ᾽ είκοσι κωπηλάτες,
και πήγαινε να μάθεις νέα του πατέρα σου, αν κάποιος
άνθρωπος θνητός κάτι θα έχει να σου πει· μπορεί
και του Διός ν᾽ ακούσεις την προφητική φωνή — μεγάλη δόξα
φέρνει στους ανθρώπους.
Πρώτα να πας στην Πύλο, ρωτώντας τον σεβάσμιο Νέστορα,
ύστερα συνεχίζεις για τη Σπάρτη, να δεις και τον ξανθό Μενέλαο,
που τελευταίος γύρισε από τους άλλους Αχαιούς, όσοι φορούσαν τότε
χάλκινα πουκάμισα.
Εκεί ανίσως τον νόστο ακούσεις του πατέρα σου, πως ζει,
μ᾽ όλη την παιδωμή σου, κάνε υπομονή γι᾽ αυτόν τον χρόνο·
αν μάθεις όμως πως τον βρήκε ο θάνατος κι έσβησε η ζωή του,
290 τότε γυρίζεις πίσω στη γλυκιά πατρίδα,
υψώνεις επιτάφιο σήμα, τιμώντας τον νεκρό και με κτερίσματα
πολλά, όσα του πρέπουν — ύστερα δώσε και τη μάνα σου
σε κάποιον άλλον άντρα.
Κι όταν τελειώσεις μ᾽ όλα αυτά και γίνουν πράξη,
τότε με νου και σκέψη συλλογίσου, τρόπο να βρεις,
μες στο παλάτι, να σκοτώσεις τους μνηστήρες, με δόλο
ή κι αναφανδόν· δεν πρέπει αλήθεια σαν μωρό παιδί να φέρεσαι,
αφού δεν είσαι πια κανένα παιδαρέλι.
Ή μήπως και δεν άκουσες πόσο μεγάλη δόξα, πανανθρώπινη,
κατέκτησε ο θείος Ορέστης, αφότου σκότωσε τον πατροκτόνο του,
300 τον δόλιο Αίγισθο, εκείνον τον φονιά του ξακουστού πατέρα του.
Έτσι, καλέ μου, σε βλέπω ωραίο κι αψηλό·
δείξου κι εσύ πως είσαι παλληκάρι, να σε δοξάσουν οι μελλούμενες γενιές.
Όσο για μένα, αρμόζει να κατηφορίσω στο γοργό καράβι μου
και στους συντρόφους — θα αδημονούν μες στη μεγάλη αναμονή τους.
Δικό σου μέλημα τα υπόλοιπα,
θυμήσου και να σκέφτεσαι τις συμβουλές μου.»

Αριστοτέλης: Η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου

«Η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου» -Αριστοτέλης

Οι πεποιθήσεις και τα πιστεύω

Πέντε από τους μαθητές δεν είχαν γυρίσει στην ώρα τους, μετά το μεγάλο διάλειμμα για φαγητό, και ζήτησαν συγγνώμη. «Από μένα η συγγνώμη σας είναι δεκτή. Δεν ξέρω αν συμφωνούν και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες, επειδή με την αργοπορία σας προκύπτει θέμα καθυστέρησης του μαθήματος και παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διεξαγωγή του σεμιναρίου. Στόχος μου είναι να έχουμε καλύψει την ύλη που προγραμμάτισα μέχρι το τέλος του σεμιναρίου, γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους σας να είσαστε έγκαιρα στη θέση σας και να μην υπάρξει άλλη διακοπή».

Έπειτα έκανε μια παύση μερικών στιγμών.

«Ώρα να ξεκινήσουμε το μάθημα για τις πεποιθήσεις, οι οποίες παίζουν σημαντικότατο ρόλο στον επαναπρογραμματισμό του υποσυνείδητου και στη ζωή μας»

»Κάποια στιγμή στη ζωή τους οι άνθρωποι θέλουν να μάθουν τι είναι αυτό που κάνει κάποιους ευτυχισμένους κι άλλους δυστυχισμένους. Λίγους να είναι ζάμπλουτοι και πολλούς να είναι πάμπτωχοι. Άλλους να υποφέρουν κι άλλους να απολαμβάνουν τη ζωή…

»Αυτό που κάνει τους ανθρώπους να χαίρονται ή να πληγώνονται είναι το πώς ερμηνεύουν όσα συμβαίνουν γύρω τους και πώς αντιδρούν σ’ αυτά. Την αντίδρασή τους σ’ αυτό που τους συμβαίνει καθορίζουν τα προγράμματα που έχουν μέσα τους, στο υποσυνείδητό τους, που δεν είναι άλλα από τα πιστεύω, τις πεποιθήσεις, τις αρχές, τα ιδανικά τους, το τι προσδοκούν να γίνουν στη ζωή τους».

Ο άνθρωπος δεν ορίζει αυτό που συμβαίνει στον εξωτερικό του κόσμο, ορίζει όμως το πώς αντιδρά κι αυτό το καθορίζουν τα πιστεύω και οι πεποιθήσεις του.

»Τι είναι στ’ αλήθεια οι πεποιθήσεις και τα πιστεύω και ποιος ο ρόλος τους στη ζωή των ανθρώπων;» ρώτησε ο δάσκαλος και συνέχισε απαντώντας ο ίδιος την ερώτησή του. «“Έχω την πεποίθηση”, σημαίνει “είμαι βέβαιος”.

»Οι πεποιθήσεις, με απλά λόγια, είναι απόψεις για τη ζωή, που πιστεύουμε πως είναι σωστές, αλάνθαστες και πως ό,τι δεν συμφωνεί μ’ αυτές είναι λανθασμένο και πρέπει να το αποφεύγουμε, να το απορρίπτουμε.

»Οι πεποιθήσεις, τα πιστεύω μας για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, τι είναι σωστό και τι όχι, καθορίζουν τη στάση μας απέναντι στην κοινωνία, στα όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας. Παίζουν, επίσης, σημαντικό ρόλο στο πώς σκεφτόμαστε, στις αποφάσεις που παίρνουμε, στο πώς αντιμετωπίζουμε όσα επηρεάζουν τη ζωή μας. Έτσι, όπως είπε και ο Νίτσε, “Οι πεποιθήσεις είναι μεγαλύτερος αντίπαλος της αλήθειας από το ψέμα”».

Πώς σχηματίζονται οι πεποιθήσεις;

«Οι περισσότερες πεποιθήσεις σχηματίζονται όταν είμαστε παιδιά. Οι απόψεις των γονέων, των αδελφών, του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, αλλά και οι επιρροές του σχολείου και των συνομήλικων του παιδιού για το τι είναι κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι, καθορίζουν το τι αποδέχεται το παιδί ως αληθινό, ως σωστό, ως πρέπον. Οι πεποιθήσεις που διαμορφώνει το παιδί είναι βασισμένες σ’ αυτές τις επιρροές και καθορίζουν τη συμπεριφορά του.

Καθώς μεγαλώνει και αναπτύσσεται ο ΣΥΝ ΝΟΥΣ του, αρχίζει να έχει περισσότερες εμπειρίες με τους συμμαθητές, το σχολικό περιβάλλον, τους συνομήλικούς του, διαμορφώνει νέες πεποιθήσεις και πιστεύω για τη ζωή. Αυτό συνεχίζει να συμβαίνει με την ενηλικίωσή του, με τις αλλαγές που γίνονται στη ζωή του, με τις ανάγκες που του παρουσιάζονται…

»Οι εμπειρίες του παιδιού, τα μηνύματα που παίρνει από τους γονείς, τους συγγενείς, τους δασκάλους, τους συμμαθητές του, είναι που καθορίζουν αν θα είναι ευγενικό, ντροπαλό, κοινωνικό ή αντικοινωνικό, ευέλικτο, ευερέθιστο… Κάθε φορά που το μάλωναν ή το επαινούσαν· που υποχωρούσαν από τα όρια που του θέτανε· όταν του έκαναν τα χατίρια, γιατί τους το ζητούσε με γλυκόλογα, ή γιατί έκλαιγε, συμβάλλουν στον σχηματισμό διαστρεβλωμένων ή μη πεποιθήσεων, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της ζωής του.

»Για τα καλά, τα σωστά που κάναμε, οι γονείς μας μας επιβράβευαν με ένα χαμόγελο, με ένα φιλί, με ένα μπράβο, με ένα δώρο… Για τα λάθη μάς τιμωρούσαν με την αυστηρή ματιά, με υψωμένο τον τόνο της φωνής, με το θυμωμένο ύφος. Με κάποιας μορφής τιμωρία, ελαφριάς ή βαριάς για την ηλικία μας. Οι θετικές και αρνητικές επιρροές που δέχεται το παιδί διαμορφώνουν την προσωπικότητά του και καθορίζουν τη στάση του στη ζωή και την εν γένει συμπεριφορά του».
Πεποιθήσεις και προσωπικότητα

«Ποια προσωπικότητα θα διαμορφώσει ένα παιδί που περιβάλλεται με αγάπη από τους γονείς και το περιβάλλον του; Που, ακόμα και για τα πιο μεγάλα παιδικά λάθη του, του εξηγούν με καλοσύνη ποιο ήταν το λάθος του και πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί; Και ποια προσωπικότητα θα διαμορφώσει το παιδί που οι γονείς του, το περιβάλλον του, του συμπεριφέρονται με αυστηρότητα, με θυμό, με διάφορες τιμωρίες; Και στις δύο περιπτώσεις, οι γονείς θέλουν το καλό των παιδιών τους, να επιτύχουν στη ζωή, να σπουδάσουν, να γίνουν χρήσιμοι στην κοινωνία.

Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, με όσα έμαθε από τους γονείς και τους δασκάλους του… Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

1. Στη μία περίπτωση: “Αυτό που είπες δεν είναι αλήθεια, είναι ψέμα. Το ψέμα είναι το αντίθετο της αλήθειας και το χρησιμοποιούν οι άνθρωποι που φοβούνται να είναι ο εαυτός τους, ή θέλουν να εκμεταλλευτούν κάποιον και να χειριστούν καταστάσεις και ανθρώπους. Δεν με βοηθάει να σε καταλάβω και να επικοινωνήσω μαζί σου όταν μου λες ψέματα”. Στην άλλη περίπτωση: “Είσαι ψεύτης, και την επόμενη φορά που θα πεις ψέμα θα το μετανιώσεις πικρά”.

2. Στη μία περίπτωση: “Αυτό που είπες είναι η γνώμη σου και τη δέχομαι. Θύμωσες με αυτό που είπε ο θείος σου και είχες δίκιο. Ο τρόπος που αντέδρασες όμως είχε ασέβεια. Μπορείς να λες αυτό που νιώθεις, χωρίς να προσβάλλεις τον άλλο, ακόμα κι αν αυτός σε πρόσβαλε. Μπορούσες να του πεις: “‘Θείε, δεν μ’ αρέσει αυτό που μου λες. Με κάνεις να θυμώνω. Με κοροϊδεύεις; Με υποτιμάς;’”. Στην άλλη περίπτωση: “Πρέπει να ντρέπεσαι που μίλησες έτσι στον θείο σου. Και δίκαιο να είχες δεν έπρεπε να του μιλήσεις έτσι και να τον στενοχωρήσεις”.

3. Στη μία περίπτωση: “Βλέπω ότι είσαι απογοητευμένος από τον βαθμό σου. Στεναχωριέμαι που σε βλέπω έτσι. Θέλεις να μου πεις περισσότερα; Τι σκέφτεσαι να κάνεις; Πώς θα το αντιμετωπίσεις; Χρειάζεσαι μήπως κάποια βοήθεια; Μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό;” Στην άλλη περίπτωση: “Είσαι μια σκέτη αποτυχία. Τίποτε δεν θα καταφέρεις στη ζωή σου. Δεν έχει παιχνίδι στον υπολογιστή απόψε”.

»Το παιδί με τους επικριτικούς γονείς, για να γίνει αποδεκτό και να αποφύγει τις τιμωρίες, αναγνωρίζει ότι εκείνο φταίει, ακόμα κι αν δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Είναι έτοιμο να δώσει τα πάντα για τους άλλους, αναλαμβάνοντας εκείνο την ευθύνη.

»Τα δύο παιδιά με τη διαφορετική αντιμετώπιση από τους γονείς και το περιβάλλον τους, με την ενηλικίωσή τους θα είναι δύο διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο ένας θα έχει μια καλή εικόνα για τον εαυτό του. Θα είναι γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά για τις ικανότητές του. Γεμάτος εμπιστοσύνη πως θα τα καταφέρει σε ό,τι αναλαμβάνει. Το άλλο παιδί, με τις συνεχείς επικρίσεις και προσβολές από τους γονείς του, θα νιώθει κατώτερο. Θα του λείπει η αυτοπεποίθηση. Θα σκέφτεται: “Δεν είμαι αρκετά καλός σ’ αυτόν τον τομέα”, “Γιατί να προσπαθήσω, αφού δεν θα τα καταφέρω;” “Δεν είμαι έξυπνος”, “Δεν αξίζω να…” Μπορεί να ξεκινά να κάνει πράγματα, αλλά συχνά να τα παρατάει με διάφορες δικαιολογίες. Θα ρωτάει την άποψη των άλλων, γιατί δεν θα έχει αυτοπεποίθηση και σιγουριά για την ορθότητα αυτού που θέλει να κάνει.

Σε μερικές περιπτώσεις τα παιδικά τραύματα του παιδιού που δέχεται συνεχείς επικρίσεις είναι πιθανόν να το κάνουν να πεισμώσει κι όταν ενηλικιωθεί να θέλει να αποδείξει ότι αξίζει, ότι μπορεί να κάνει πράγματα, να επιτύχει στη ζωή του. Υπάρχει ακόμη η πιθανότητα ένα τέτοιο άτομο με πολλές επιτυχίες και αναγνώριση να οδηγηθεί σε ψυχωτικές καταστάσεις, όπως εγωισμός, ματαιοδοξία, αλαζονεία, ναρκισσισμός… Να πιστέψει ότι είναι ανώτερος από τους άλλους και να απαιτεί σεβασμό και υπακοή από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του και, ανάλογα με τη θέση που κατέχει, ακόμα και από τους υπηκόους του.

»Το κάθε άτομο έχει διαφορετικές εμπειρίες στη ζωή του. Δεν είναι όλοι οι γονείς το ίδιο, ούτε οι γιαγιάδες, οι παππούδες, οι δάσκαλοι… Ακόμα και οι ίδιοι γονείς συχνά συμπεριφέρονται διαφορετικά στο κάθε παιδί τους. Γι’ αυτό οι πεποιθήσεις που σχηματίζει το καθένα είναι διαφορετικές. Ενώ ένα γεγονός που συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο έπρεπε να είναι ίδιο για όλους, ο καθένας μας το αντιλαμβάνεται και ανταποκρίνεται σ’ αυτό διαφορετικά.

»Πεποιθήσεις συνεχίζουν να σχηματίζονται σ’ όλη τη ζωή του ατόμου, μέχρι τον θάνατό του. Είναι αυτές που καθορίζουν ποιες από τις επιθυμίες του θα γίνουν δεκτές και θα πραγματοποιηθούν από το υποσυνείδητό του και ποιες όχι. Είναι ο ηθικός κώδικας του κάθε ατόμου. Όταν οι επιθυμίες του προσκρούουν στα πιστεύω, στις ηθικές αρχές του, στην ιδεολογία του ατόμου, ως επί το πλείστον επικρατεί το ηθικό μέρος του εαυτού. Ακόμα κι αν πρόσκαιρα επικρατήσουν τα θέλω του ΣΥΝ ΝΟΥ, αργά ή γρήγορα η κατάσταση θα αλλάξει και θα επικρατήσουν οι αρχές του εσωτερικού μας κόσμου».

Οι πεποιθήσεις λειτουργούν σαν φίλτρα

«Όταν συμβεί κάτι στον εξωτερικό κόσμο, τα δεδομένα του φτάνουν στον ΣΥΝ ΝΟΥ μέσω των πέντε αισθήσεων. Αφού τα επεξεργαστεί, το άτομο σχηματίζει κάποια γνώμη για το τι θα κάνει. Τι επιλογές έχει και ποιες από αυτές έχουν βαρύνουσα σημασία για το ίδιο, ώστε σε συμφωνία με τις πεποιθήσεις και τους ηθικούς του κώδικες να δράσει κατάλληλα. Αν αυτό που τελικά επιλέξει είναι σύμφωνο με τις πεποιθήσεις του, υπάρχει ομοφωνία μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου.

Η αρμονία μεταξύ συνειδητού και υποσυνείδητου, σε συνδυασμό με τον Συμπαντικό Νου, δημιουργούν τις συνθήκες εκείνες για την πραγματοποίηση των επιθυμιών του ατόμου. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχει διαφωνία, δυσαρμονία, μεταξύ ΣΥΝ ΝΟΥ και ΥΠΟΣ ΝΟΥ και θα δημιουργηθεί ένταση μεταξύ τους, που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε καταστροφικά αποτελέσματα για το άτομο.

»Οι πεποιθήσεις, τα πιστεύω του ατόμου, λειτουργούν σαν φίλτρο, που επιτρέπει σε ό,τι βρίσκεται σε αρμονία μεταξύ ΣΥΝ ΝΟΥ και ΥΠΟΣ ΝΟΥ “να περάσει την πύλη του υποσυνείδητου” και να υλοποιηθεί. Αντίθετα, σε περίπτωση δυσαρμονίας, δεν περνά την πύλη του υποσυνείδητου και δεν πραγματοποιείται. Ό,τι αποδεχτεί ο ΣΥΝ ΝΟΥΣ ως σύμφωνο με τις πεποιθήσεις του ατόμου, το υποσυνείδητο φροντίζει να υλοποιηθεί, σε σύνδεση με τον Συμπαντικό Νου.

»Οτιδήποτε διαφορετικό από τις πεποιθήσεις του παρουσιαστεί, το άτομο το απορρίπτει, με αποτέλεσμα να βλέπει τα πράγματα όπως θέλει να είναι κι όχι όπως πραγματικά είναι. Οι πεποιθήσεις του το κρατούν σταθερό στις απόψεις του, στα πιστεύω του. Παραμένει συντηρητικό, κολλημένο στο παρελθόν. Ενώ τα πάντα γύρω του αλλάζουν, οι απόψεις του για τη ζωή παραμένουν ίδιες.

Περιμένει τους άλλους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, για να ταιριάζει στις αντιλήψεις του. Στην περίπτωση αυτών των ανθρώπων, τον έλεγχο της ζωής τους έχει το υποσυνείδητο, μέσω των αρνητικών πεποιθήσεων, οι οποίες, ακόμα κι αν τον εξυπηρετούσαν κάποτε, σήμερα του δημιουργούν προβλήματα και δυσαρμονία μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού του κόσμου».

Οι περιοριστικές πεποιθήσεις

«Περιοριστικές πεποιθήσεις είναι εκείνες που μας περιορίζουν σε διάφορους τομείς στη ζωή μας. Είναι ιδέες, απόψεις, πιστεύω, που ίσως κάποτε να μας είχαν εξυπηρετήσει, αλλά τώρα μας περιορίζουν από το να κάνουμε καινούρια πράγματα. Πολλές από αυτές δημιουργούνται κατά την παιδική ηλικία, στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, στο σχολείο…

»Οι περιοριστικές πεποιθήσεις:

– Αφορούν τον εαυτό σου.

Περιλαμβάνουν αυτοεπικρίσεις, όπως “Είμαι άσχημος”, “Είμαι αδέξιος”, “Είμαι ανασφαλής”, “Είμαι χοντρός, παχύσαρκος”, “Είμαι αγχώδης τύπος”, “Δεν θυμάμαι ονόματα”, “Δεν αξίζω να με αγαπούν”, κ.λπ.

– Αφορούν άλλους, δηλαδή πιστεύεις ότι οι άλλοι, ο κόσμος γενικά, είναι που επηρεάζουν τις δυνατότητές σου ή ευθύνονται για κάτι που σου συμβαίνει, όπως: “Οι συνομήλικοί μου με αποφεύγουν”, “ο κόσμος είναι κακός”, “Οι άντρες εκμεταλλεύονται τις γυναίκες,” “Τα λεφτά στα λεφτά πάνε”, “Οι άντρες δεν κλαίνε…”

»Αν η πεποίθηση είναι “Δεν αξίζω να έχω φίλους”, οποιαδήποτε πρόταση για σύναψη φιλίας θα απορριφθεί από την αρχή από το άτομο, ή με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του κάποτε η φιλία θα χαλάσει.

»Έχει συμβεί σε όλους μας, νομίζω, να έχουμε βάλει κάποιο στόχο τον οποίο σαμποτάραμε εμείς οι ίδιοι, με κάποια περιοριστική πεποίθηση: “Πού πας; Δεν θα τα καταφέρεις”. “Χρειάζονται χρήματα που δεν τα έχεις…”, “Δεν έχεις τις γνώσεις να το κάνεις!” κ.ο.κ.

»Οι πεποιθήσεις μας είναι που καθορίζουν αν οι αποφάσεις του ΣΥΝ ΝΟΥ, οι επιθυμίες μας, θα αποτυπωθούν ή όχι στο υποσυνείδητο».

Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει… αλλά το ρολόι το κρατάμε εμείς

Συνηθίζουμε να λέμε πως κάθε γεγονός που βιώνουμε αφήνει και το σημάδι του σαν ένα αποτύπωμα στο χάρτη της ζωής μας. Και ενώ με ευκολία ξεχνάμε κάποια γεγονότα κάποια άλλα μένουν ανεξίτηλα λες και γράφτηκαν από τη γραφίδα της ζωής σε μέρος της καρδιάς που το σκοτάδι διατήρησε αναλλοίωτα την καταγραφή της μέρας, της ώρας, του λεπτού … Εκεί στο σκοτεινό αυτό μέρος της καρδιάς, στο βασίλειο του πόνου, ο χρόνος είναι ταυτόσημος του συναισθήματός μας και ο ήλιος δύσκολα τρυπώνει για να σβήσει τα σημάδια της γραφίδας ζεσταίνοντας παράλληλα και τον πόνο, παρά μόνο αν ένα δυνατότερο συναίσθημα σαν την αγάπη πλησιάσει δειλά, αυθαίρετα και απαλά σαν ήμερο χάδι αγκαλιάζοντας την ύπαρξή μας, διαπερνώντας και διαλύοντας σα ντόμινο όλα τα στρώματα του φυσικού μας σώματος φτάνοντας μέχρι τη σκοτεινή πλευρά των πνευματικών μας ορίων με το θεραπευτικό άγγιγμά της. Κι έρχεται τόσο απαλά και τόσο διακριτικά και λυτρωτικά σαν ένα ευχάριστο θαλασσινό αεράκι στο ηλιοκαμένο δέρμα μας.

Όταν η αλλαγή είναι το σύνθημα της εποχής και νοιώθεις τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά πως όλα αλλάζουν η στασιμότητα αποτελεί το μόνο εμπόδιο που οι ίδιοι βάζουμε στη ζωή μας με το παράδοξο της σκέψης πως η ζωή μας ακινητοποιεί στη στιγμή του πόνου.

Οι δουλειές αλλάζουν χέρια πολύ εύκολα ή χάνονται, οι σχέσεις τροποποιούνται ή πεθαίνουν, το περιβάλλον όπου ζούμε αλλάζει ή καταστρέφεται και όλα παίρνουν τη μορφή της συνεχούς και επιτακτικής ανάγκης για συμπόρευση με την αλλαγή. Εδώ όμως τίθεται και το δίλημμα των περισσότερων. Ακολουθώ τις αλλαγές ή τις ορίζω; Έχω τη δύναμη της αλλαγής; ‘Εχω τη δύναμη της μαραθώνιας προσπάθειας που απαιτείται;

Και αν είμαστε ακόμη στο στάδιο της σκέψης, τότε ας αναλογιστούμε τι πονάει περισσότερο:

Είναι η κατάσταση του πόνου που βιώνουμε από τη θέση του παθητικού ουραγού των αλλαγών που η ζωή επιφέρει δυσκολότερη από την προσπάθεια ν΄αγωνιστούμε για να επιφέρουμε τις αλλαγές που επιθυμούμε; Τι μας πονάει περισσότερο λοιπόν; Να υπομένουμε παθητικά μία κατάσταση ή να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε;

Όταν η ζυγαριά κλίνει προς μία πλευρά τότε έχουμε απόλυτη επίγνωση της άμεσης ή όχι ανάγκης για αλλαγή της κατάστασης. Είτε επιλέγω το γνώριμο περιβάλλον του πόνου και μένω σε αυτό με το φόβο της αλλαγής είτε επιλέγω την αλλαγή επιλέγοντας παράλληλα ζωή.

Πολλές φορές η ζωή φέρνει με τη μορφή του πόνου τα δώρα της αλλαγής. Μία κατάσταση που είναι στάσιμη και δεν εξυπηρετεί το σκοπό μας αναπόφευκτα θα αλλάξει είτε από εμάς συνειδητά είτε από την ίδια τη ζωή ερήμην μας.

Έτσι η απρόσμενη αλλαγή στη δουλειά, στη σχέση, στα οικονομικά αλλά και σε άλλους τομείς της ζωής μας ορίζει την ανάγκη της δράσης προς μία κατεύθυνση και την ανάληψη άμεσης πρωτοβουλίας. Και ενώ όλα φαίνονται δύσκολα και απροσπέλαστα ο χρόνος έρχεται να γεμίσει με συναίσθημα τις ατελείωτες ώρες των σκέψεων και να μας βάλει σε στάση προσοχής προς τον εαυτό μας. Γιατί ο χρόνος είναι συναίσθημα αφού ορίζεται μέσα από αυτό. Ορίζεται από την αγωνία, τη λύπη, τη χαρά, την προσμονή.

Όταν λοιπόν σχετίζεται συγκεκριμένα με την απώλεια ο χρόνος βιώνεται μέσα από συναισθήματα:

• άρνησης
• θυμού,
• διαπραγμάτευσης,
• θλίψης και
• αποδοχής.

Η αλήθεια είναι πως η απώλεια είναι το πιο οδυνηρό μάθημα γι αυτό και το πιο σημαντικό για την εξέλιξή μας. Ως βιωματική εμπειρία μπορεί να προσφέρει μία μοναδική πηγή γνώσης της ζωής και βαθύτερης αυτογνωσίας. Ο πόνος ως πυξίδα που δείχνει που βρίσκεται ο στόχος μας παρουσιάζει παράλληλα το στάδιο που διανύουμε. Ορίζει κάθε φορά την αξία της ζωής αλλά και του εαυτού μας. Προσδιορίζει με ουσιαστικό τρόπο την αξία του χρόνου και του ανθρώπου στη θέση του οδηγού της μηχανής του χρόνου.

Αρνούμαστε να δεχτούμε το γεγονός που συμβαίνει και πολλές φορές μένουμε για χρόνια κολλημένοι σε γεγονότα του παρελθόντος μη μπορώντας να τα ξεπεράσουμε. Ο χρόνος όμως που θα αφιερώσουμε στην άρνηση του γεγονότος μας καθυστερεί από την έκφραση θυμού που αποσυμφορίζει αρχικά την εσωτερική μας κατάσταση, που πολλές φορές δε θεωρούμε δίκαιη και δονούμαστε αρνητικά για μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να το ξεπεράσουμε για να προχωρήσουμε στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, όπου οι πιθανές λύσεις που θα μπορούσαμε να είχαμε δει και δεν προσέξαμε ή αμελήσαμε φαίνεται να απορροφούν το χρόνο μας και προχωρώντας βλέπουμε την κατάσταση πια συνειδητά και λυπούμαστε βαθιά, εκφράζουμε τη θλίψη μας και αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε τι χάσαμε και σταδιακά με πολύ μεγάλη προσπάθεια να ισορροπήσουμε μεταξύ της λύπης και της κατάθλιψης οδηγούμαστε στην αποδοχή και τελικά στη λύτρωση. Είναι το στάδιο που απελευθερώνουμε και απελευθερωνόμαστε αποδεχόμενοι πλήρως την κατάσταση.

Ο χρόνος δεν είναι απλά μονάδα μέτρησης… είναι μονάδας συναισθηματικής αναμέτρησης με τον εαυτό μας.

Το «νιώθω μόνος» δεν είναι το ίδιο με το «είμαι μόνος»

Το «νιώθω μόνος» δεν είναι το ίδιο με το «είμαι μόνος»

Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πιθανό να νιώθουμε μόνοι όταν
είμαστε μόνοι, είναι σαφές ότι η μοναξιά και το να είναι κάποιος
κυριολεκτικά μόνος δεν ταυτίζονται. Μπορεί να είναι κανείς μόνος και να μη
νιώθει μόνος, ή μπορεί να είναι μαζί με δικούς του ανθρώπους και όμως να
νιώθει μόνος, ή να νιώθει μόνος μέσα στο πλήθος – και αυτό το τελευταίο
μπορεί να είναι πολύ επώδυνο!

Μόνωση ονομάζουμε την κατάσταση κατά την οποία είναι κανείς
κυριολεκτικά μόνος, χωρίς απαραίτητα να νιώθει μοναξιά.

Μοναχικότητα ονομάζουμε την κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος
επιλέγει να είναι μόνος, με τη θέλησή του, αν και μερικές φορές η
μοναχικότητα συνοδεύεται από μοναξιά.
Μοναχικότητα: Η ευεργετική μοναξιά

Είναι η εκούσια (συνήθως) μόνωση του ανθρώπου, δηλαδή η μοναχικότητα,
την οποία έχει ανάγκη για να «ξεκουραστεί» από τις σχέσεις, να την
αξιοποιήσει δημιουργικά, να αποκτήσει την αίσθηση της προσωπικής
ταυτότητας και να βελτιώσει την προσωπικότητά του.

Δεν είναι πάντα εκούσια, αλλά μπορεί να είναι επιβεβλημένη και, ενώ στην
αρχή προκαλεί δυσφορία, αργότερα αποδεικνύεται πολύ εποικοδομητική
εμπειρία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, για παράδειγμα όπως έχει
γίνει κατά καιρούς με ανθρώπους που βίωσαν φυλακίσεις και εξορίες.

Επίσης, δεν συμβαίνει πάντα σε κατάσταση κυριολεκτικής μόνωσης. Για
παράδειγμα, μπορεί να διαβάζετε σε μια κατάμεστη βιβλιοθήκη και όμως να
νιώθει ο καθένας σας σαν να είναι μόνος και να δημιουργεί, ή να περπατάτε
μέσα στον κόσμο χωρίς κάποιον άλλο μαζί σας και να απολαμβάνετε τον
περίπατό σας σαν να είστε ολομόναχοι.

Οι καλύτερες στιγμές ή περίοδοι ευεργετικής μοναξιάς είναι αυτές στις
οποίες νιώθουμε ότι είμαστε ένα με τον κόσμο που μας περιβάλλει –μια
ιδέα, ένα έργο τέχνης, τη φύση, το σύμπαν ολόκληρο– και σε απόλυτη
αρμονία με τον εαυτό μας.

Μη λειτουργικοί τρόποι αντιμετώπισης της μοναξιάς
Είναι συχνό φαινόμενο οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν μη λειτουργικούς,
αναποτελεσματικούς τρόπους για να περιορίσουν τη μοναξιά τους. Δείτε
παρακάτω μερικούς από αυτούς ενδεικτικά:

 Αποφεύγει κανείς τις σχέσεις: Κλείνεται στον εαυτό του, στο σπίτι
του, απομονώνεται από τους συγγενείς, τους στενούς φίλους, τις
παρέες, τις δραστηριότητες. Ένας φοιτητής που νιώθει πολλή μοναξιά
και αρχικά έμενε μόνος του, μπορεί να επιστρέφει στο σπίτι του όλα
τα Σαββατοκύριακα ή τις διακοπές, περιορίζοντας έτσι τις ευκαιρίες να
κάνει γνωριμίες με νέους της ηλικίας του στην περιοχή που βρίσκεται
το Πανεπιστήμιο, ή ακόμη μπορεί να επιστρέψει στη γονεϊκή εστία,
παραμελώντας ή εγκαταλείποντας τις σπουδές του. Μια φοιτήτρια,
ενώ βρίσκεται σε μια ομάδα, μπορεί να αποφεύγει τη βλεμματική
επαφή και να ασχολείται με το κινητό της ή ένα βιβλίο παριστάνοντας
ότι είναι άνετη, με αποτέλεσμα οι άλλοι να νομίζουν ότι τους
«σνομπάρει» ή ότι είναι «αντικοινωνική» και έτσι να την αφήνουν
μόνη.

 Αποφεύγει κανείς τον εαυτό του: Για να μη μείνει μεγάλο διάστημα
μόνος του, διαμορφώνει κανείς επιφανειακές σχέσεις πολύ γρήγορα
και δεσμεύεται με ανθρώπους που δεν γνωρίζει καλά και με τους
οποίους δεν ταιριάζει.

 Έχει υπερβολική εγρήγορση απέναντι σε πιθανές κοινωνικές
απειλές: Μια τέτοια απειλή είναι η απόρριψη από τους άλλους. Αυτό
τον οδηγεί να προσέχει επιλεκτικά οτιδήποτε επιβεβαιώνει την
προσδοκία του ότι θα τον απορρίψουν. Ακόμη, μπορεί να μη νοιάζεται
πραγματικά για τους άλλους, αφού αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει
είναι οι απειλές που νιώθει ότι δέχεται ο ίδιος.

 Ασχολείται υπερβολικά με δραστηριότητες: Τέτοιες δραστηριότητες
είναι η μελέτη και τα χόμπι, που γίνονται σε βάρος του χρόνου που
αφιερώνει στις κοινωνικές σχέσεις.

 Αρνείται τη μοναξιά: Χωρίς να έχει επίγνωση ότι το κάνει, αρνείται ότι
έχει προβλήματα που τον οδηγούν στη μοναξιά ή ότι νιώθει μοναξιά.

 Καταφεύγει σε αντικοινωνικές ή/και αυτοκαταστροφικές
συμπεριφορές: Τέτοιες συμπεριφορές είναι οι εκρήξεις βίας, οι
βανδαλισμοί, η κατάχρηση ουσιών (κάπνισμα, αλκοόλ, ψυχοδραστικές
ουσίες, ναρκωτικά), η υπερφαγία, ή ο υπέρμετρος καταναλωτισμός.

 Αναζητά συνεχώς ερωτικούς συντρόφους: Με αυτούς προσπαθεί
αντισταθμίσει το αίσθημα του κενού. Το σεξ και οι εναλλαγές
συντρόφων μπορεί να προσφέρουν προσωρινή ανακούφιση, πολλές
φορές όμως υπενθυμίζουν στο άτομο ακριβώς ότι οι σχέσεις του είναι
επιφανειακές και ότι δεν έχει αληθινούς συντρόφους.

 Καταφεύγει στην παθητικότητα, την αδράνεια.

Ένας άνθρωπος δείχνει το χαρακτήρα του μέσα από τον τρόπο που χειρίζεται τα ασήμαντα θέματα

Και μια και είμαι στο θέμα, υπάρχει και κάτι άλλο το οποίο αξίζει να αναφέρω και είναι το εξής: Ένας άνθρωπος δείχνει το χαρακτήρα του μέσα από τον τρόπο που χειρίζεται τα ασήμαντα θέματα – διότι τότε είναι χαλαρός. 

Τότε μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον αχαλίνωτο εγωισμό της φύσης ενός ανθρώπου και την παντελή του έλλειψη ενδιαφέροντος για τους άλλους. 

Και αν αυτά τα ελαττώματα φαίνονται στα μικρά πράγματα ή στη γενική συμπεριφορά του, τότε θα δεις ότι αποτελούν τη βάση κάθε σημαντικής του ενέργειας, παρόλο που μπορεί να προσπαθεί να τα κρύψει. 

Εδώ σου παρουσιάζεται μια ευκαιρία που δεν πρέπει να τη χάσεις. Αν στα μικρά, καθημερινά πράγματα – στις ασημαντότητες της ζωής… – ένας άνθρωπος είναι απερίσκεπτος και αποζητά μόνο ό,τι τον συμφέρει ή τον βολεύει και αν σφετερίζεται ό,τι ανήκει στους άλλους, να είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει ίχνος δικαιοσύνης μέσα του και ότι είναι μέγας απατεώνας και μόνο ο νόμος και κάποιος καταναγκασμός μπορούν να δέσουν τα χέρια του.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Οι ανήθικοι άνθρωποι κατά βάση είναι δυστυχισμένοι

Σε αντίθεση με τις περισσότερες θρησκείες και άλλα ηθικά συστήματα, η αριστοτελική ηθική είναι εκπληκτικά μη επικριτική απέναντι στους ανήθικους ανθρώπους, γιατί ο Αριστοτέλης βλέπει ότι κατά βάση είναι δυστυχισμένοι. Οι ανήθικοι άνθρωποι βιώνουν πάντα εσωτερική σύγκρουση. Κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι η επιδίωξη της ευχαρίστησης αυτής καθαυτήν δεν οδηγεί στην ευτυχία. Εσωτερικές συγκρούσεις βιώνουν και οι άνθρωποι που γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, αλλά παρεμποδίζονται στην εφαρμογή του «από δειλία ή οκνηρία».

Ο Αριστοτέλης, ο οποίος στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του ζούσε πολύ κοντά στη δεσποτική οικογένεια του Μακεδόνα βασιλιά, του αδίστακτου Φιλίππου Β' και των δολοπλόκων συζύγων, των παλλακίδων και των υπασπιστών που τον πλαισίωναν, παλεύοντας όλοι για μια θέση στην αυλή του, φαίνεται ότι είχε παρατηρήσει ενδελεχώς τη δυστυχία των ανήθικων ανθρώπων. Γνώριζε κατά συρροή εγκληματίες που απλώς αυτοκτονούσαν. Παρακολουθούσε κακούς ανθρώπους «που αναζητούν ανθρώπους τους οποίους μπορούν να συναναστραφούν και αποφεύγουν τη συντροφιά του εαυτού τους, επειδή όταν είναι μόνοι τους θυμούνται πολλά και φοβερά πράγματα του παρελθόντος και αναμένουν τα ίδια για το μέλλον, ενώ με τη συντροφιά άλλων ανθρώπων μπορούν να ξεχάσουν». 

Αυτοί οι δυστυχισμένοι διεφθαρμένοι άνθρωποι, που δεν αντέχουν να μείνουν μόνοι, με τον εαυτό τους, δεν μπορούν να βιώσουν απόλυτα «τις χαρές και τις λύπες τους, καθώς η ψυχή τους επαναστατεί». Νιώθουν λες και το σώμα τους είναι κομμένο στα δύο. Απολαμβάνουν να υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους για λίγα λεπτά, αλλά «αμέσως μετά το μετανιώνουν και εύχονται να μην είχαν δοκιμάσει την ευχαρίστηση. Γιατί οι κακοί άνθρωποι πάντα αλλάζουν γνώμη». Ο Λέων Τολστόι, που είχε μελετήσει την αρχαιοελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία, μάλλον είχε διαβάσει Αριστοτέλη, όπως φαίνεται στην αρχή του έργου του Άννα Καρένινα (1877) από την παρατήρηση: “Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους· αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο.” 

Γιατί ο Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει ότι το “καλό είναι απλό, ενώ το κακό έχει πολλές μορφές και επίσης ο καλός άνθρωπος είναι πάντα ίδιος και δεν αλλάζει χαρακτήρα, ενώ ο κακός και ο ανόητος είναι αρκετά διαφορετικοί το βράδυ από ό,τι ήταν το πρωί”. Δεν έχει γίνει ποτέ καλύτερη ανατομή της ποικιλόμορφης ψυχολογικής δυστυχίας που οι ανήθικοι προκαλούν στον εαυτό τους λόγω της ασυνέπειας στην ίδια τη συμπεριφορά τους.

Δεν κάνω τίποτα

Θα ήταν απολύτως εύλογο, τώρα, να προβάλει κάποιος την ακόλουθη ένσταση: εάν στην προσπάθειά μου να εντοπίσω έναν πρόσφορο παράγοντα, έστω σε εμβρυώδη μορφή, δεν βρω τίποτα, τότε τι κάνω; Τι κάνω όταν δεν έχω να πιαστώ από πουθενά, όταν δεν υπάρχει ούτε ένας ελάχιστος ευνοϊκός παράγοντας στον οποίο να αφεθώ; Απάντηση: δεν κάνω τίποτα. Διότι, προφανώς, εάν κάνω κάτι, όχι μόνο μπαίνω σε κίνδυνο, αλλά οδεύω κατευθείαν προς τον χαμό μου. Ο χαμός αυτός μπορεί να ’ναι όμορφος, τραγικός, ηρωικός δεν θα είναι, όμως, αποτελεσματικός.

Εάν, καθώς προβαίνετε σε μια αξιολόγηση του δυναμικού της κατάστασης, δεν εντοπίζετε κανένα ευνοϊκό στοιχείο που να μπορούσατε να το αξιοποιήσετε, τότε περιμένετε. Διότι γνωρίζετε πως ο κόσμος δεν σταματά να ανανεώνεται, ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεστε θα μεταμορφωθεί και αναπόφευκτα θ’ αναδείξει νέα ενδεχόμενα στα οποία θα μπορέσετε αργότερα να στηριχτείτε. Περιμένοντας, αποσύρομαι, προστατεύομαι, αφήνω την κακή συγκυρία να περάσει.

Στο αρχαιότερο κείμενο της κινεζικής γραμματείας, το Βιβλίο των Ωδών, σύγχρονο της Ιλιάδας, λέγεται: «Εάν ο κόσμος είναι σε τάξη, μπορούμε να συμμετάσχουμε σε αυτόν· εάν είναι σε αταξία, πρέπει να γίνουμε ανεκτοί».

Όταν γράφεται σε μια κινεζική εφημερίδα πως ο τάδε πολιτικός αποσύρθηκε στην εξοχή ή ότι δήλωσε ασθενής, τότε ναι μεν ενδέχεται να είναι όντως άρρωστος ή να πήγε διακοπές, αλλά το πιο σύνηθες είναι ότι αποσύρθηκε επειδή αισθάνθηκε ότι πλέον τίποτα δεν τον ευνοεί: κάνει στην άκρη και περιμένει τα πράγματα «να περάσουν», γιατί γνωρίζει ότι η κατάσταση θα αλλάξει — γιατί κάθε κατάσταση αλλάζει. Και τότε θα ξαναεμφανιστεί κάποια δυναμική που θα τον ευνοεί.

Ξανά στο δρόμο

Όνειρα ή στόχοι;

-Μπορεί να με πιστέψετε μπορεί και όχι.

Μπορείτε να το ψάξετε μέσα σας.

Όταν είναι σωστός ο δρόμος, έχει κανείς τη βεβαιότητα ότι δεν είναι χαμένος, κι αισθάνεται την ικανοποίηση ότι ξέρει πως ακολουθεί τη σωστή πορεία.

Εάν το νόημα της ζωής μου διαφέρει από τον άμεσο στόχο μου, θα πρέπει να απαρνηθώ τον στόχο για να συνεχίσω την πορεία μου. Αν δεν το κάνω, θα πρέπει να ξεχάσω την πορεία και να ανταλλάξω την αίσθηση ότι είμαι ευτυχισμένος με τη ματαιόδοξη ικανοποίηση που αντιπροσωπεύει ο στόχος που πέτυχα.

Συμβαίνει επίσης, καμιά φορά, να έρθει η επιτυχία εκεί που δεν το περιμένεις; χωρίς καν να ξέρεις ποια είναι η απάντησή σου στο ερώτημα , κατά σύμπτωση, ο δρόμος σου συμπίπτει με το νόημα της ζωής σου. Και χωρίς να ξέρεις το γιατί, αισθάνεσαι ευτυχισμένος. Προτείνω να μη σε αποσυντονίσει η ακατανόητη αίσθηση πληρότητας. Εκμεταλλεύσου την ευκαιρία για να παρατηρήσεις, να καταγράψεις, να θυμηθείς. Σύντομα θ’ ανακαλύψεις προς τα πού κατευθύνονται οι πράξεις σου.

Αυτές οι μεγάλες στιγμές θα έπρεπε να μου χρησιμεύσουν για να καθορίσω την πορεία μου, όπως ακριβώς οι δυσάρεστες στιγμές μπορεί να είναι μια σοβαρή ένδειξη για να ανιχνεύσω όλα αυτά που δεν έχουν πια νόημα για μένα ή μπορεί να μην είχαν ποτέ.

Ο Βίκτορ Φρανκλ θεωρεί πως ο άνθρωπος είναι διατεθειμένος και προετοιμασμένος ν’ αντέξει οποιαδήποτε δοκιμασία, αρκεί να βρίσκει σ’ αυτήν κάποιο νόημα.

Η ικανότητα να επιβιώσει κανείς μέσα από τη φρίκη αυτού του κόσμου που είναι κάπως σκληρός, δεν βασίζεται στα νιάτα, τη σωματική ρώμη ή τις επιτυχίες που έχει σημειώσει σε διάφορες αναμετρήσεις, αλλά στην ψυχική και ηθική δύναμη η οποία απορρέει από την ανακάλυψη νοήματος σε κάθε εμπειρία.

Η Απάτη του Ε=mc²

Αυτό είναι το κομβικό σημείο που άρχισε ο κατήφορος της επιστήμης και των ανθρώπων, εδώ η επιστήμη μεταλλάχτηκε σε επιστημον-ισμό. Από τότε που διατυπώθηκε η θεωρία του Αιθέρα θεωρούνταν προβληματική κι αμφιλεγόμενη. Την χαριστική βολή όμως την έδωσε το 1905 ο Άλμπερτ Αϊνστάιν με την ανόητη Θεωρία της Σχετικότητας (Ε=mc²), που έδειξε πως δεν υπήρχε αιθέρας, για να στηρίζει την διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στο κενό. Τα κύματα διαδίδονται από μόνα τους. Διακηρύσσοντας πως τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία αποτελούν αυτούσιες οντότητες, που έχουν την ιδιότητα να ταξιδεύουν στο κενό διάστημα. Σήμερα πολλοί επιστήμονες ήδη την ακυρώνουν δημόσια.

Ο κρετίνος Αϊνστάιν λοιπόν καθοδηγούμενος από Εβραϊκή ομάδα η οποία δούλευε μέσω του Index, μάζεψε την Γεωμετρία του Georg Friendrich Riemann και τους μετασχηματισμούς του Hendrik Antoon Lorentz, 1853-1928 (αυτοί οι επιστήμονες δεν είχαν τότε επαφή μεταξύ τους) έτσι δημιούργησαν το τερατούργημα της Θεωρίας Της Σχετικότητας, για «να εξελίξουν» την Θεωρητική Φυσική, στο σημερινό της αδιέξοδο, ρίχνοντας στα Τάρταρα, τις εξισώσεις του Maxwell μέσω του οργάνου τους Oliver Heaviside και φυσικά τον Tesla. Έτσι καταντήσαμε να καίμε απολιθωμένα καύσιμα, σερνάμενοι στα μαύρα φίδια της ασφάλτου, αντί να έχουμε συσκευές παραγωγής Ελεύθερης Ενέργειας από το Ενεργό Κενό και ταξίδια με stargates, όπως όλες οι φυλές του Γαλαξία.

Το E = MC2 είναι η πιο διάσημη εξίσωση όλων των εποχών. Πρόκειται για ένα απολύτως εκπληκτικό επίτευγμα για το πόσο απολύτως λάθος είναι. Η εξίσωση αυτή δημιουργεί μια ισοδυναμία της μάζας προς την ενέργεια και στην συνέχεια τα δεσμεύει όλα σε ένα όριο ταχύτητας. Γνωρίζουμε από την εργασία του καθενός από τον Faraday έως τον Τέσλα και τον Steinmetz ότι δεν υπάρχει καμία ισοδυναμία της ενέργειας με την μάζα.

Ο Oliver Heaviside καθιστά σαφές ότι η μάζα δεν έχει θέση σε Ηλεκτρικές Μονάδες.

Αυτό συν η επίμονη έμφαση στην αδυναμία της να υπερβαίνει την ταχύτητα του φωτός στα κύρια χαρακτηριστικά της, δημιούργησαν ένα επιστημονικό meme του μυαλού γνωστό ως E = MC2.

Ο Charles Wheatstone, ήδη από το 1868, απέδειξε ότι η ηλεκτρική ενέργεια κινείται με 288,00 μίλια το δευτερόλεπτο, σχεδόν 1,5 φορές ταχύτερα από ότι το φως με 186.000 μίλια ανά δευτερόλεπτο.

Μόλις τώρα μπορούμε να δούμε πώς αυτή η meme εξίσωση φιλοτεχνήθηκε ειδικά για να δηλητηριάσει τα μυαλά όλων των μελλοντικών επιστημόνων και να απαγορεύει σε οποιονδήποτε να δει τις δυνατότητες της ηλεκτρικής ενέργειας.

Αυτός είναι ο λόγος που ξοδεύουν δισεκατομμύρια να ψάχνουν για κάποιο περιπλανώμενο «σωματίδιο του Θεού», το οποίο φυσικά και ποτέ δεν θα βρεθεί. Ήδη επίσημα λένε πως “το σωματίδιο του Θεού και υπάρχει και κάναμε λάθος”

Για τον λόγο αυτό οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις ανακοινώνονται στα ψιλά και δεν ακούγονται ποτέ ξανά, ούτε φυσικά τίθενται σε εφαρμογή. Η σύγχρονη φυσική βασίζεται σε ψέματα και παίζουν με τις λέξεις για να μας κρατήσουν μακρυά απ’ την εξέταση των «μη φυσικών φαινόμενων» που ελέγχουν όλα τα φυσικά φαινόμενα, όπως και την ηλεκτρική ενέργεια.

Γλώσσα και Λόγος

Λέγοντας γλώσσα εννοούμε ένα σύστημα συμβόλων που μας επιτρέπει να εκφραζόμαστε και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, να σκεπτόμαστε. Η ιδιότητα του ανθρώπου ως όντος κοινωνικού, που δημιουργεί την ιστορία του αλλά και δημιουργείται από αυτή, μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Μπορούμε ασφαλώς να φανταστούμε τον πρωτόγονο χωρίς έναρθρο λόγο, δεν μπορούμε όμως να τον φανταστούμε χωρίς κάποιο υποτυπώδη έστω κώδικα επικοινωνίας (κραυγές, χειρονομίες κτλ.), που τον εξυπηρετούσε στις αμεσότερες ανάγκες του. Η γλώσσα, όπως την εννοούμε σήμερα, ήταν και αυτή ένας παρόμοιος κώδικας επικοινωνίας που διαμορφώθηκε με μια αργή διαδικασία και αποτέλεσε σπουδαία πολιτιστική κατάκτηση. Αυτό το καταλαβαίνουμε καλύτερα, αν σκεφτούμε ότι ανάμεσα στη φωνολογική μορφή κάθε λέξης και τη σημασία της -ανάμεσα στο «σημαίνον» και στο «σημαινόμενον»- δεν υπάρχει καμιά αιτιώδης σχέση. Η σύνδεσή τους είναι καθαρά συμβατική. Μια μέλισσα, για να μεταφέρει κάποιο μήνυμα στις υπόλοιπες μέλισσες της κυψέλης, θα διαγράψει ορισμένους κύκλους ή θα αρχίσει ένα είδος «χορού», δηλαδή θα προβεί στη μετάδοση καθαρά ενστικτωδών σημάτων που ενυπάρχουν στο είδος και είναι βιολογικά καθορισμένα. Αντίθετα, οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος είναι στοιχεία συμβατικά και γι’ αυτό παρουσιάζουν μεγάλη ευλυγισία και κινητικότητα. Μπορούν να προσαρμοστούν σε όλες τις περιστάσεις και παρέχουν τη δυνατότητα για σύνθετες και υψηλές πνευματικές συλλήψεις.

Η γλώσσα πολιτιστική κατάκτηση. Γλώσσα, κοινωνία και ιστορία

Η γλώσσα γεννιέται μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία όμως δεν είναι ένα αφηρημένο σύνολο αποτελούμενο από ομοιόμορφα στοιχεία. Περιλαμβάνει πολλές επιμέρους ομάδες, πολλά υποσύνολα, στα οποία κατατάσσονται τα μέλη της ανάλογα με την περιοχή από την οποία κατάγονται, το επάγγελμα που ασκούν, το οικονομικό επίπεδο στο οποίο κινούνται, το βαθμό μόρφωσης που έχουν πετύχει κτλ. Κάθε υποσύνολο μπορεί να επιφέρει με τον καιρό στην ενιαία γλώσσα ορισμένες διαφοροποιήσεις που τις υιοθετούν και τις αναπαράγουν τα άτομα, τα οποία υπάγονται σε αυτό (πρβλ. τις τοπικές διαλέκτους, τις τεχνικές ορολογίες διαφόρων ειδικοτήτων, τις κάθε λογής «αργκώ» κτλ.). Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι κάθε άτομο ανήκει κατά κανόνα σε περισσότερα από ένα υποσύνολα, τότε καταλαβαίνουμε πόσο περίπλοκη και ρευστή είναι η μορφή κάθε γλώσσας παρά την ύπαρξη βασικών και σταθερών γνωρισμάτων. Αλλά και η κίνηση της ιστορίας με τις συνέπειές της στην οικονομική, την πολιτική, την πολιτιστική κτλ. ζωή κάθε λαού δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη γλώσσα. Έχει λ.χ. παρατηρηθεί ότι στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιούνται για την ονομασία ορισμένων ζώων δύο λέξεις, που της μιας η ετυμολογική προέλευση είναι σαξονική και δηλώνει το ζώο «καθ’ εαυτό», ενώ της άλλης είναι γαλλική και δηλώνει το ζώο ως φαγώσιμο κρέας, όπως δείχνει ο πιο κάτω πίνακας:

.

Ετυμολογική προέλευση

Διατυπώθηκε η άποψη πως η διαφοροποίηση θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι οι Σάξονες, ως υποτελείς στους Νορμανδούς (που είχαν έρθει από τη Γαλλία), έτρεφαν τα ζώα χωρίς να τα τρώνε, ενώ οι Νορμανδοί, ως κατακτητές, έτρωγαν τα ζώα χωρίς να τα τρέφουν… Η γλώσσα, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, είναι πολιτιστική κατάκτηση που προέκυψε από την κοινωνική ζωή του ανθρώπου ως καρπός ιστορικής διεργασίας.

Η γλώσσα είναι λειτουργία πολιτιστική

«Συγκεκριμένα, το βάδισμα είναι μια βιολογική λειτουργία έμφυτη στον άνθρωπο. Δε συμβαίνει το ίδιο με τη γλώσσα. Είναι αυτονόητη αλήθεια ότι κατά ένα μέτρο το άτομο είναι προορισμένο και να μιλά, αλλά αυτό οφείλεται ολοκληρωτικά στο ότι γεννιέται όχι μόνο στο πλαίσιο της φύσης αλλά και στους κόλπους μιας κοινωνίας που είναι ικανή να το κάνει να υιοθετήσει τις δικές της παραδόσεις. Αν παραμερίσετε την κοινωνία, υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύετε ότι θα μάθει οπωσδήποτε να περπατά, με την προϋπόθεση ότι θα επιζήσει. Αλλά είναι απόλυτα βέβαιο ότι δε θα μάθει ποτέ να μιλά, δηλαδή να μεταδίδει τις ιδέες του σύμφωνα με το παραδοσιακό σύστημα μιας ιδιαίτερης κοινωνίας. Ή, ακόμη, μπορείτε να αποσπάσετε το νεογέννητο άτομο από τον κοινωνικό περίγυρο στον οποίο βρίσκεται και να το μεταφυτέψετε σε έναν άλλο περίγυρο εντελώς ξένο. Θα μάθει την τέχνη του βαδίσματος σε αυτόν τον καινούριο περίγυρο σχεδόν όπως θα την είχε μάθει στον παλιό. Αλλά η ομιλία του θα είναι εντελώς διαφορετική από την ομιλία του πρωτογενούς περιβάλλοντος. Το βάδισμα, επομένως, είναι μια γενική ανθρώπινη δραστηριότητα που δεν παραλλάσσει παρά μόνο σε ορισμένα όρια, όταν περνάμε από το ένα άτομο στο άλλο. Αυτές οι παραλλαγές είναι ακούσιες και χωρίς σκοπό. Η ομιλία είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα που παραλλάσσει χωρίς καθορισμένα όρια όσο πηγαίνει κανείς από κοινωνική ομάδα σε κοινωνική ομάδα, γιατί αποτελεί καθαρή ιστορική κληρονομιά της ομάδας, το προϊόν μιας μακροχρόνιας κοινωνικής χρήσης. Παραλλάσσει, όπως παραλλάσσει κάθε δημιουργική προσπάθεια, όχι ίσως το ίδιο συνειδητά, αλλά εξίσου συνειδητά όπως οι θρησκείες, οι πίστεις, τα έθιμα και η τέχνη των διαφόρων λαών. Το βάδισμα είναι μια λειτουργία οργανική, ενστικτώδης. Η ομιλία είναι μια λειτουργία όχι ενστικτώδης αλλά επίκτητη, μια λειτουργία πολιτιστική.»
Ed. Sapir, Η γλώσσα [γαλλ. μτφρ.], Παρίσι, 1967.

Γλώσσα και σκέψη

Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τη σκέψη. Γλώσσα και σκέψη όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η γλώσσα είναι ένα σύστημα συμβόλων κατά συνθήκη, συμβατικό, άρα διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο και εξελίσσεται από εποχή σε εποχή. Η σκέψη είναι έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου, η οποία μεταδίδεται κληρονομικά ως προδιάθεση και αναπτύσσεται σταδιακά χάρη στους ερεθισμούς του κοινωνικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν τόσες γραμματικές όσες και γλώσσες, ενώ η λογική, δηλαδή οι κανόνες που διαγράφουν τα γενικά πλαίσια ορθής λειτουργίας της σκέψης, είναι — τουλάχιστον στους μη πρωτόγονους — μόνο μία. Γλώσσα και σκέψη όμως διαμορφώνονται χάρη στην αλληλεπίδρασή τους, συνυφαίνονται και «συλλειτουργούν», σε σημείο να είναι προβληματική αν όχι αδύνατη η διάκριση της μιας από την άλλη. Επομένως δεν είναι ορθή η άποψη, σύμφωνα με την οποία η σκέψη προηγείται και η γλώσσα ακολουθεί, για να την εκφράσει. Ούτε, πάλι, είναι σωστό να θεωρούμε τη γλώσσα ως «ένδυμα» της σκέψης. Η γλώσσα είναι σάρκα από τη σάρκα της σκέψης. Ο άνθρωπος δε μιλάει μόνο, αλλά και σκέπτεται με τη γλώσσα. Όσο περισσότερο ωριμάζει πνευματικά ένα άτομο τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί καθώς σκέπτεται λέξεις-σύμβολα και εγκαταλείπει τις εικόνες-παραστάσεις. Η σκέψη αναδύεται μαζί με τη μορφή που την εκφράζει και μέσα σε αυτήν.

Σκέψη, σε τελευταία ανάλυση, είναι ο διάλογος της «ψυχής» με τον εαυτό της -ένας διάλογος που γίνεται διαμέσου της γλώσσας- και γλώσσα είναι η προφορική ή γραπτή έκφραση της σκέψης. Επομένως η φράση που ακούμε συχνά: «το σκέπτομαι, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να το διατυπώσω» δείχνει ότι ο συνομιλητής μας αγνοεί ότι η σκέψη του, που είναι τάχα έτοιμη, αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί, στην πραγματικότητα είναι ένα νεφέλωμα, κάτι το συγκεχυμένο που πρέπει να δουλευτεί ακόμη, για να σχηματιστεί. Όταν ο εσωτερικός διάλογος γίνει ευκρινέστερος, έτσι ώστε ο συνομιλητής μας να συνειδητοποιήσει πλήρως αυτό που θέλει να πει και να το δαμάσει λογικά, τότε ο τελευταίος δε θα είναι αναγκασμένος να ψάξει για τις κατάλληλες λέξεις, γιατί αυτές θα βρίσκονται ήδη έτοιμες στη διαμορφωμένη σκέψη του. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν ανάμεικτα συναισθήματα, μεταφυσικές ενατενίσεις ή μυστικά οράματα που δεν είναι δυνατόν να τα εκφράσει κανείς γλωσσικά. Η εξήγηση όμως είναι απλή: αυτά όλα είναι βιώματα και πνευματικές δραστηριότητες έξω από το χώρο της λογικής σκέψης. Το «άρρητο», δηλαδή το ανέκφραστο, είναι κατά βάθος «αδιανόητο», δηλαδή κάτι που δεν μπορεί κανείς να το συλλάβει λογικά.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η γλώσσα καθυποτάσσει και ταυτόχρονα ελευθερώνει τη σκέψη. Την καθυποτάσσει, γιατί την τοποθετεί σε όρια, την υποβάλλει σε περιορισμούς, την υποχρεώνει σε πειθαρχία. Και την ελευθερώνει, γιατί την ανασύρει από την αμορφία, τη σύγχυση και το νεφέλωμα: χάρη στη γλώσσα η σκέψη παύει να είναι αδιαμόρφωτη πρόθεση και μετατρέπεται σε συγκροτημένο λόγο. Αν όμως η σκέψη χωρίς τη γλώσσα είναι ανεκπλήρωτη δυνατότητα, η γλώσσα χωρίς τη σκέψη είναι σώμα χωρίς ψυχή. Το ότι η σκέψη ταυτίζεται με τον ενδιάθετο και συνυφαίνεται με τον προφορικό ή το γραπτό λόγο δε σημαίνει ότι πίσω από κάθε γλωσσική έκφραση βρίσκεται αναγκαστικά και μια λογική σκέψη. Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να εκφραστούν λογικά, ενώ απλώς και μόνο μιλούν και άλλοι που μιλούν χωρίς να μπορούν (ή χωρίς να θέλουν…) να πουν τίποτα.

Η σκέψη ως διάλογος διαμέσου της γλώσσας. Η έννοια του λόγου

Από τη γραμματική ξέρουμε ότι οι λέξεις χωρίζονται σε διάφορες γενικές κατηγορίες, είναι δηλαδή, ανάλογα με τη λειτουργία τους, ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, αντωνυμίες κτλ. Σε έναν όμως σωστά οργανωμένο λόγο οι πιο πάνω κατηγορίες -τα «μέρη του λόγου»– εξαφανίζονται και οι λέξεις διαπλέκονται σε άπειρους πολύπλοκους συνδυασμούς, μέσα από τους οποίους αναδύεται κάτι ολοκληρωμένο και ζωντανό: ένα συγκεκριμένο, κάθε φορά, νόημα. Στο πλαίσιο του νοήματος αυτού η κάθε λέξη αποκτά μια ορισμένη σημασιολογική απόχρωση που δεν την είχε στο αντίστοιχο λήμμα του λεξικού. Αυτό φαίνεται αν προσέξουμε λ.χ. το ειδικό νοηματικό περιεχόμενο και την ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση της λέξης «θάλασσα» σε καθεμιά από τις ακόλουθες τρεις περιπτώσεις: στη φράση «τα έκανες θάλασσα», στο στίχο «η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη» ή στο «θάλαττα, θάλαττα!» του αρχαίου ιστορικού. Η ομιλία ή το γραπτό κείμενο, που η άψογη, γλωσσικά, οργάνωσή τους ζωοποιείται από μια συγκροτημένη λογική σκέψη, αποτελούν λόγο.

Οι αρχαίοι Έλληνες όχι μόνο είχαν συναιρέσει γλώσσα και σκέψη στην πολυσήμαντη έννοια του λόγου, αλλά και πρώτοι τοποθέτησαν το λόγο στο κέντρο της πολιτιστικής ζωής τους, έτσι ώστε αυτός να αποτελέσει το κύριο επίτευγμα του ελληνικού πνεύματος. Επιστήμη, φιλοσοφία, σύστημα αξιών, δημοκρατία κτλ. γεννήθηκαν στην Ελλάδα χάρη στο λόγο, δηλαδή χάρη στην προσπάθεια των Ελλήνων όχι μόνο να αντιμετωπίσουν λογικά τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, αλλά και με τη γλώσσα να αντιπαραθέτουν ελεύθερα τις απόψεις τους, ώστε η αλήθεια να φωτίζεται πολύπλευρα. Η μεγάλη μάλιστα σημασία που οι Έλληνες είχαν αποδώσει στο λόγο τους έκανε να τον δουν ως το πρότυπο της οργάνωσης, της τάξης, της κανονικότητας. Και ακόμη να πιστέψουν ότι ανάλογη τάξη και οργάνωση, με τη μορφή του καθολικού λόγου, υπάρχει και στην ίδια τη φύση, ως απαρασάλευτη αρχή που ρυθμίζει τη λειτουργία του κόσμου. Ο λόγος, για τον Ηράκλειτο, είναι αρχή που διέπει τον κόσμο και ταυτόχρονα την ανθρώπινη σκέψη, ενώ ανάλογες θέσεις θα υποστηρίξουν και οι Στωικοί. Ακόμη και το λογοκλεμένο ευαγγελικό «εν άρχη ην ο λόγος…» οφείλει την προέλευσή του στην πανάρχαιη εκείνη αναγωγή του ανθρώπινου λόγου σε κοσμολογική αρχή, που τώρα βέβαια προσαρμόζεται στο χριστιανικό δόγμα.

Δεν υπάρχει σκέψη χωρίς γλώσσα

«Πρώτα πρώτα η ομιλία δεν είναι ένα «σημείο» της σκέψης, αν με αυτό εννοεί κανείς ένα φαινόμενο που αναγγέλλει ένα άλλο, όπως ο καπνός αναγγέλλει τη φωτιά. Η ομιλία και η σκέψη δε θα επιδέχονταν αυτή την εξωτερική σχέση παρά μόνο αν η μια και η άλλη ήταν θεματικά δεδομένες· στην πραγματικότητα τυλίγονται η μια στην άλλη, το νόημα πιάνεται μέσα στην ομιλία και η ομιλία είναι η εξωτερική ύπαρξη του νοήματος. Πρέπει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η λέξη και η ομιλία να πάψουν να είναι ένα μέσο για να δηλωθεί το αντικείμενο ή η σκέψη και να γίνουν η παρουσία αυτής της σκέψης στον αισθητό κόσμο, όχι το ένδυμά της αλλά το έμβλημα και το σώμα της. Η σκέψη δεν είναι τίποτα το «εσωτερικό», δεν υπάρχει έξω από τον κόσμο και έξω από τις λέξεις. Αυτό που μας απατά στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε σε μια σκέψη που θα υπήρχε «καθ’ έαυτήν» πριν από την έκφραση είναι οι ήδη συγκροτημένες και οι ήδη εκφρασμένες σκέψεις που μπορούμε σιωπηρά να τις θυμηθούμε και με τις οποίες έχουμε την ψευδαίσθηση μιας εσωτερικής ζωής. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή η δήθεν σιγή βουίζει από κουβέντες, αυτή η εσωτερική ζωή είναι μια εσωτερική γλώσσα. Η «καθαρή» σκέψη ανάγεται σε ένα ορισμένο συνειδησιακό κενό, σε μια στιγμιαία ευχή».
Μ. Merleau-Ponty, Φαινομενολογία της αντίληψης, Παρίσι, 1945.

Αλλά και στις μέρες μας οι λεγάμενες «επιστήμες του ανθρώπου» (ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιστορία, πολιτική οικονομία και ανθρωπογεωγραφία) εμπνέονται από τη μελέτη της γλώσσας και θεωρούν τη γλωσσολογία επιστήμη-κλειδί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Αυτό για δύο αιτίες: πρώτον, γιατί οι επιστήμες αυτές εισάγουν στη μελέτη του αντικειμένου τους την έννοια της δομής που τη συναντούμε στη γλώσσα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Και δεύτερον, γιατί οι γλωσσικές δομές, με όλες ασφαλώς τις παραλλαγές τους από γλώσσα σε γλώσσα, εμφανίζουν κάποια σταθερότητα, έτσι ώστε η μελέτη της γλωσσολογίας να αποκαλύπτει μια βαθύτερη λογική οργάνωση που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο πνεύμα και -κατά την άποψη ορισμένων- την ίδια τη φύση των πραγμάτων. Αλλά δε χρειάζεται να πάει κανείς τόσο μακριά, για να αντιληφθεί τη σχέση της λογικής με τη γλώσσα. Ο καθημερινός γραπτός ή προφορικός λόγος μάς προσφέρει επί του προκειμένου πολλά πρόχειρα παραδείγματα. Η φράση λ.χ. «άνθρωπος είμαι, έκανα ένα λάθος» υποδηλώνει παραγωγικό συλλογισμό, ενώ η φράση «όλοι πεθαίνουν μια μέρα» είναι καρπός επαγωγικού συλλογισμού. Ο λόγος μάς ανοίγει το δρόμο της λογικής.

Λογική είναι ο κλάδος εκείνος της φιλοσοφίας που ερευνά τα γενικά πλαίσια, μέσα στα οποία πρέπει να κινηθεί η σκέψη, ώστε να τηρεί τις θεμελιώδεις αρχές της και να καταλήγει σε συμπεράσματα χωρίς άλματα, κενά και αντιφάσεις.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΤ' ΑΡΙΣΤΟΓΕΙΤΟΝΟΣ Α΄

ΔΗΜ 25.20–28

(ΔΗΜ 25.15–35: Η στάση του Αριστογείτονα απέναντι στους νόμους της πόλεως) 

Η ανάγκη τήρησης των νόμων – Ο ρόλος των δικαστών – Ευθεία επίθεση στον Αριστογείτονα

[20] Λέξω δ’ οὔτε καινὸν οὔτε περιττὸν οὐδὲν οὔτ’ ἴδιον, ἀλλ’
ὃ πάντες ὑμεῖς ἴσθ’ ὁμοίως ἐμοί. εἰ γάρ τις ὑμῶν ἐξετάσαι
βούλεται τί ποτ’ ἐστὶ τὸ αἴτιον καὶ τὸ ποιοῦν τὴν βουλὴν
συλλέγεσθαι, τὸν δῆμον εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀναβαίνειν, τὰ
δικαστήρια πληροῦσθαι, τὰς ἕνας ἀρχὰς ταῖς νέαις ἑκούσας
ὑπεξιέναι, καὶ πάντα δι’ ὧν ἡ πόλις οἰκεῖται καὶ σῴζεται
γίγνεσθαι, τοὺς νόμους εὑρήσει [τούτων αἰτίους] καὶ τὸ τού-
τοις ἅπαντας πείθεσθαι, ἐπεὶ λυθέντων γε τούτων, καὶ ἑκάστῳ
δοθείσης ἐξουσίας ὅ τι βούλεται ποιεῖν, οὐ μόνον ἡ πολιτεία
οἴχεται, ἀλλ’ οὐδ’ ὁ βίος ἡμῶν τοῦ τῶν θηρίων οὐδὲν ἂν
διενέγκαι. [21] τί γὰρ ἂν τοῦτον αὐτὸν οἴεσθε ποιεῖν λυθέντων
τῶν νόμων, ὃς ὄντων κυρίων τοιοῦτός ἐστιν; ἐπειδὴ τοίνυν
οἱ νόμοι μετὰ τοὺς θεοὺς ὁμολογοῦνται σῴζειν τὴν πόλιν, δεῖ
πάντας ὑμᾶς τὸν αὐτὸν τρόπον ὥσπερ ἂν εἰ καθῆσθ’ ἐράνου
πληρωταί, τὸν μὲν πειθόμενον τούτοις ὡς φέροντα τὴν τῆς
σωτηρίας φορὰν πλήρη τῇ πατρίδι τιμᾶν καὶ ἐπαινεῖν, τὸν
δ’ ἀπειθοῦντα κολάζειν. [22] ἔρανος γάρ ἐστιν πολιτικὸς καὶ
κοινὸς πάνθ’ ὅσα, ταξάντων τῶν νόμων, ἕκαστος ἡμῶν ποιεῖ.
ὃν ὁ λείπων, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολλὰ καὶ καλὰ καὶ σεμνὰ
καὶ μεγάλ’ ὑμῶν ἀφαιρεῖται καὶ διαφθείρει τὸ καθ’ αὑτόν.
[23] ὧν ἓν ἢ δύ’ ἐρῶ παραδείγματος ἕνεκα, τὰ γνωριμώτατα.
τὸ τὴν βουλὴν τοὺς πεντακοσίους ἀπὸ τῆς [ἀσθενοῦς] τοι-
αυτησὶ κιγκλίδος τῶν ἀπορρήτων κυρίαν εἶναι, καὶ μὴ τοὺς
ἰδιώτας ἐπεισιέναι· τὸ τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλήν, ὅταν
ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται, κατὰ
πολλὴν ἡσυχίαν ἐφ’ ἑαυτῆς εἶναι, καὶ ἅπαντας ἐκποδὼν
ἀποχωρεῖν· τὸ τὰς ἀρχὰς ἁπάσας, ὅσας οἱ λαχόντες ἄρχουσιν
ὑμῶν, ἅμα τῷ τὸν ὑπηρέτην εἰπεῖν «μετάστητ’ ἔξω» τῶν
νόμων κρατεῖν ἐφ’ οἷς εἰσεπέμφθησαν, καὶ μηδὲ τοὺς ἀσελ-
γεστάτους βιάζεσθαι· [24] ἄλλα μυρία. πάντα γὰρ τὰ σεμνὰ
καὶ καλὰ καὶ δι’ ὧν ἡ πόλις κοσμεῖται καὶ σῴζεται, ἡ
σωφροσύνη, ἡ πρὸς τοὺς γονέας καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ὑμῶν
παρὰ τῶν νέων αἰσχύνη, ἡ εὐταξία, τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ
τῶν αἰσχρῶν περίεστιν, τῆς ἀναισχυντίας, τῆς θρασύτητος,
τῆς ἀναιδείας. ἰταμὸν γὰρ ἡ πονηρία καὶ τολμηρὸν καὶ
πλεονεκτικόν, καὶ τοὐναντίον ἡ καλοκἀγαθία ἡσύχιον καὶ
ὀκνηρὸν καὶ βραδὺ καὶ δεινὸν ἐλαττωθῆναι. τοὺς νόμους
οὖν δεῖ τηρεῖν καὶ τούτους ἰσχυροὺς ποιεῖν τοὺς ἀεὶ δικά-
ζοντας ὑμῶν· μετὰ γὰρ τούτων οἱ χρηστοὶ τῶν πονηρῶν
περίεισιν. [25] εἰ δὲ μή, λέλυται πάντα, ἀνέῳκται, συγκέχυται,
τῶν πονηροτάτων καὶ ἀναιδεστάτων ἡ πόλις γίγνεται. φέρε
γὰρ πρὸς θεῶν, εἰ ἕκαστος τῶν ἐν τῇ πόλει τὴν Ἀριστο-
γείτονος τόλμαν καὶ ἀναισχυντίαν λαβών, καὶ διαλογισά-
μενος ταῦθ’ ἅπερ οὗτος, ὅτι ἔξεστι καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν
μέχρι παντὸς ὅ τι ἂν βούληταί τις ἐν δημοκρατίᾳ, ἄνπερ τοῦ
ποῖός τις εἶναι δόξει [ὁ] ταῦτα ποιῶν ὀλιγωρήσῃ, καὶ οὐδεὶς
ἐπ’ οὐδενὶ τῶν ἀδικημάτων εὐθὺς αὐτὸν ἀποκτενεῖ· [26] εἰ ταῦτα
διανοηθεὶς ὁ μὴ λαχὼν τῷ λαχόντι καὶ ὁ μὴ χειροτονηθεὶς
τῷ χειροτονηθέντι ἐξ ἴσου ζητοίη εἶναι καὶ τῶν αὐτῶν
μετέχειν, καὶ ὅλως μὴ νέος, μὴ πρεσβύτερος τὰ προσήκοντα
πράττοι, ἀλλὰ πᾶν τὸ τεταγμένον ἐξελάσας ἕκαστος ἐκ τοῦ
βίου, τὴν ἑαυτοῦ βούλησιν νόμον, ἀρχήν, πάνθ’ ὑπολαμβάνοι·
εἰ ταῦτα ποιοῖμεν, ἔστι τὴν πόλιν οἰκεῖσθαι; τί δέ; τοὺς
νόμους κυρίους εἶναι; πόσην δ’ ἂν οἴεσθε βίαν καὶ ὕβριν
καὶ παρανομίαν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει καθ’ ἑκάστην τὴν ἡμέραν
γίγνεσθαι καὶ βλασφημίαν ἀντὶ τῆς νῦν εὐφημίας καὶ τάξεως;
[27] καὶ τί δεῖ λέγειν ὅτι τοῖς νόμοις ἅπαντα κοσμεῖται καὶ τῷ
τούτοις πείθεσθαι; ἀλλ’ ὑμεῖς αὐτοὶ πάντων ἄρτι κληρου-
μένων Ἀθηναίων, καὶ πάντων εὖ οἶδ’ ὅτι βουλομένων εἰς
τοῦτο λαχεῖν τὸ δικαστήριον, μόνοι δικάζεθ’ ἡμῖν. διὰ τί;
ὅτι ἐλάχετε, εἶτ’ ἀπεκληρώθητε· ταῦτα δ’ οἱ νόμοι λέγουσιν.
εἶθ’ ὑμεῖς αὐτοὶ κατὰ τοὺς νόμους εἰσεληλυθότες τὸν παρὰ
τοὺς νόμους λέγειν ἢ πράττειν τι βιαζόμενον λαβόντες ἀφή-
σετε; καὶ οὐδεὶς ὑμῶν χολὴν οὐδ’ ὀργὴν ἔχων φανήσεται
ἐφ’ οἷς ὁ βδελυρὸς καὶ ἀναιδὴς ἄνθρωπος βιάζεται τοὺς
νόμους; [28] ὅς, ὦ μιαρώτατε πάντων τῶν ὄντων ἀνθρώπων,
κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν οὐδὲ θύραις,
ἃ καὶ παρανοίξειεν ἄν τις, ἀλλὰ τοσούτοις καὶ τηλικούτοις
ὀφλήμασιν, καὶ τούτων παρὰ τῇ θεῷ κειμένων, εἰς τὸ ἐντὸς
τούτων βιάζει καὶ προσέρχει πρὸς ταῦτ’ ἀφ’ ὧν ἀπελαύ-
νουσίν σ’ οἱ νόμοι· ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει
δικαίοις, γνώσει δικαστηρίων τριῶν, ἐγγραφῇ θεσμοθετῶν,
ἑτέρᾳ πρακτόρων, τῇ τῆς βουλεύσεως, ἣν αὐτὸς διώκεις,
γραφῇ, μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, ὑποδύει παρὰ ταῦτα καὶ
διασπᾷς, καὶ προφάσεις πλάττων καὶ ψευδεῖς αἰτίας συντι-
θεὶς τὰ κοινὰ δίκαι’ ἀνατρέψειν οἴει.

***
[20] Δεν θα ειπώ τίποτε, ούτε νέον, ούτε περιττόν, ούτε προσωπικόν, αλλ' εκείνο το οποίον γνωρίζετε όλοι ομοίως με εμέ. Διότι, εάν κάποιος από σας θέλει να εξετάση ποία είναι η αιτία, η οποία κάμνει την βουλήν να συνέρχεται, ο λαός να αναβαίνη εις την εκκλησίαν, οι αποχωρούντες άρχοντες εκουσίως να παραχωρούν την θέσιν των εις τους νέους και να γίνωνται όλα διά των οποίων διοικείται και σώζεται η πόλις, θα εύρη ότι όλων τούτων αιτία είναι οι νόμοι και το να πείθωνται εις τούτους άπαντες, διότι, αν καταργηθούν οι νόμοι ούτοι και έχη έκαστος την εξουσίαν να πράττη ό,τι θέλει, όχι μόνον η πολιτεία εξαφανίζεται, αλλά και αυτή η ζωή μας δεν θα διέφερε καθόλου των θηρίων. [21] Διότι, τι νομίζετε ότι θα έπραττεν αυτός, αν κατηργούντο οι νόμοι, ενώ εδείχθη τοιούτος, καθ' ον χρόνον ίσχυον οι νόμοι; Αφού λοιπόν είναι παραδεκτόν, ότι οι νόμοι μετά τους θεούς, σώζουν την πόλιν, πρέπει όλοι σεις κατά τον ίδιον τρόπον ακριβώς ωσάν να εκάθησθε διά να δεχθήτε έρανον, να χορηγήτε τιμάς και επαίνους εις εκείνον, ο οποίος υπακούει εις τους νόμους ως εις άνθρωπον, ο οποίος προσφέρει εις την πατρίδα του την οφειλομένην διά την σωτηρίαν του πληρωμήν πλήρη, εις δε τον μη πειθόμενον να επιβάλλετε τιμωρίαν. [22] Διότι έρανος, οφειλόμενος εις την πόλιν και την κοινότητα, είναι παν ό,τι έκαστος εξ ημών πράττει, όταν οι νόμοι τον διατάσσουν, όποιος όμως λιποτακτεί, άνδρες Αθηναίοι, σας αφαιρεί και καταστρέφει, όσον εξαρτάται από αυτόν, πολύ ωραία, σεβαστά και μεγάλα προνόμια. [23] Εκ τούτων εγώ θα σας αναφέρω έν ή δύο χάριν παραδείγματος, τα πλέον γνωστά· η Βουλή των πεντακοσίων, αφού περάση μίαν κιγκλίδα ομοίαν με αυτήν εδώ, έχει απόλυτον εξουσίαν επί των μυστικών του κράτους και οι απλοί πολίται δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν εις αυτό το μέρος· η βουλή του Αρείου Πάγου, όταν συνεδριάζη, προστατευομένη από ένα σχοινί, εις την Βασιλικήν στοάν, είναι απολύτως ήσυχος και απομονωμένη· όλαι αι αρχαί, όσας άρχουν εκείνοι από σας, τους οποίους ώρισεν ο κλήρος, την στιγμήν που ο κήρυξ θα φωνάξη: «εξέλθετε», εκ του νόμου έχουν δικαίωμα επί των υποθέσεων, διά τας οποίας εστάλησαν εκεί, και οι περισσότερον αυθάδεις και βίαιοι δεν έχουν δικαίωμα να μεταχειρισθούν κατ' αυτών βίαν· [24] και πολλά άλλα παραδείγματα. Διότι παν ό,τι υπάρχει σεβαστόν και καλόν, το οποίον στολίζει και σώζει την πόλιν, η σωφροσύνη, ο σεβασμός των νέων προς τους γονείς των και εκείνους από σας που είσθε μεγαλύτεροι κατά την ηλικίαν, η ευταξία, διά της βοηθείας των νόμων υπερισχύουν των αισχρών, της αναισχυντίας, της θρασύτητος, της αναιδείας. Διότι η κακία είναι κάτι το απότομον και τολμηρόν και υπερήφανον, και αντιθέτως η τιμιότης κάτι το ήσυχον και δειλόν και βραδύ και ικανόν να ελαττώνεται. Πρέπει λοιπόν εκείνοι από σας, που κάθε φοράν ορίζονται ως δικασταί, να τηρούν και καθιστούν ισχυρούς τους νόμους, διότι μετά των νόμων οι χρηστοί υπερτερούν των κακών. [25] Εις την αντίθετον περίπτωσιν, τα πάντα καταργούνται, είναι ανοικτά, ανατρέπονται και η πόλις ανήκει εις τους πονηροτάτους και αναιδεστάτους. Ελάτε, δι' όνομα των θεών, ας υποθέσωμεν ότι έκαστος εις την πόλιν παραδέχεται την τόλμην και αναισχυντίαν του Αριστογείτονος και σκέπτεται ταύτα, τα οποία σκέπτεται ούτος, ότι δηλαδή επιτρέπεται εις την δημοκρατίαν να πράττη και λέγει κανείς ό,τι θέλει, φθάνων μέχρι των άκρων, φθάνει μόνον πράττων τοιουτοτρόπως να μη φροντίση καθόλου διά την γνώμην που θα έχετε σεις, και ότι ουδείς διά κανέν αμάρτημα δεν θα τον φονεύση αμέσως· [26] ας υποθέσωμεν ότι, με τους συλλογισμούς αυτούς, όποιος δεν ωρίσθη υπό του κλήρου ή εκλογής, ζητεί να είναι ίσος προς εκείνον ο οποίος έχει ορισθή διά του κλήρου ή της εκλογής και να έχη τα ίδια δικαιώματα· ότι γενικώς ούτε γέρων ούτε νέος δεν πράττει το καθήκον του· ας υποθέσωμεν ότι έκαστος εκδιώκει εκ της ζωής του πάσαν πειθαρχίαν και θεωρεί την βούλησίν του ως νόμον, εξουσίαν, ως το παν· ας υποθέσωμεν, ότι πράττομεν όλα αυτά· τότε δύναται να υπάρχη πόλις; Οι νόμοι δύνανται να έχουν κύρος; Ποία βιαιότης, κατά την γνώμην σας, ποίαι υπερβολαί, ποίαι παρανομίαι θα συμβούν εκάστην ημέραν εις όλην την πόλιν; Ποία ασεβής γλώσσα αντί της επικρατούσης τώρα συγκρατημένης γλώσσης και τάξεως; [27] Και διατί πρέπει να λέγωμεν όλα κανονίζονται από τους νόμους και την υπακοήν εις αυτούς; Αλλά σεις οι ίδιοι, ενώ προ ολίγου όλοι οι Αθηναίοι ήσαν παρόντες εις την κλήρωσιν και όλοι βεβαίως επεθύμουν να κληρωθούν διά το δικαστήριον τούτο, σεις μόνοι ωρίσθητε να μας δικάσητε. Διατί; Διότι πρώτον ωρίσθητε και έπειτα εξελέγητε διά κλήρου, διότι αυτά ορίζουν οι νόμοι. Εν τοιαύτη περιπτώσει σεις οι ίδιοι, οι οποίοι σύμφωνα προς τους νόμους εισήλθετε εδώ, σεις οι οποίοι έχετε εις τας χείρας σας τον άνθρωπον, ο οποίος επιχειρεί διά της βίας να ομιλή και να ενεργή αντίθετα προς τους νόμους, θα τον αθωώσετε; Και κανείς από σας δεν θα δείξη την αγανάκτησιν και την οργήν δι' όσα ο βδελυρός και αναιδής ούτος πράττων παραβιάζει τους νόμους; [28] Διότι συ, μιαρώτατε από όλους τους ανθρώπους που υπάρχουν, ενώ το στόμα σου είναι κλειστόν, ουχί με κιγκλίδας και θύρας, τας οποίας κάποιος θα ηδύνατο να σου ανοίξη ολίγον, αλλά με πρόστιμα τόσον μεγάλα και σοβαρά και μάλιστα γραμμένα πλησίον της θεάς, παρουσιάζεσαι διά της βίας εις το μέσον των ανθρώπων τούτων και μάλιστα εις μέρος από το οποίον αι πράξεις σου σε αποκλείουν· αποκλεισμένος ωσάν με ένα σχοινί από παν το οποίον είναι νόμιμον εις την πόλιν δι' αποφάσεων τριών δικαστηρίων, διά της εγγραφής που έκαμαν οι θεσμοθέται και δι' άλλης που έκαμαν οι εισπράκτορες, διά της καταγγελίας δι' απατηλάς ενεργείας, εις την οποίαν συ ο ίδιος κατηγορείς τον εαυτόν σου, αποκλεισμένος σχεδόν ωσάν από μίαν σιδηράν άλυσον, παρ' όλα αυτά χώνεσαι μέσα κρυφίως, θραύεις τα εμπόδια και πλάττων προφάσεις και δημιουργών ψευδείς κατηγορίας νομίζεις ότι θα ανατρέψης το δημόσιον δίκαιον.