Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

3.3. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής


Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε ως θεωρία. Ο φιλόσοφος τοποθετείται απέναντι στον κόσμο, τον παρατηρεί και τον ερμηνεύει. Στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής της η φιλοσοφία δεν ενδιαφέρεται για την εσωτερική φύση του ανθρώπου ούτε για τις μορφές της κοινωνικότητάς του. Ο άνθρωπος, όταν αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης, αντιμετωπίζεται ως βιολογικό ον, ως μέρος της φύσης, το οποίο διέπεται από την ίδια νομοτέλεια με τα άλλα φυσικά όντα. Η συμβολή της φιλοσοφίας στην ανθρώπινη γαλήνη και ευτυχία είναι μόνο έμμεση: η βοήθειά της περιορίζεται στην εξοικείωση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον, αφού η φύση είναι λιγότερο απειλητική όταν είναι έλλογη. Για τα πάθη όμως του ανθρώπου, για τις εσωτερικές του αντιφάσεις, για τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, η ποίηση και η θρησκεία εξακολουθούν να έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη φιλοσοφία. Κατά μία έννοια, η ανθρώπινη ψυχή δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί από τους φιλοσόφους.

Το νέο στοιχείο που φέρνει ο Πυθαγόρας στην ελληνική σκέψη είναι η σύλληψη της φιλοσοφίας ως τρόπου ζωής. Η φιλοσοφική μύηση δεν είναι απλώς εισαγωγή σε ένα θεωρητικό σύστημα, είναι ολοκληρωτική ψυχική μεταστροφή, στράτευση σε έναν νέο τρόπο ζωής. Στη διδασκαλία του Πυθαγόρα η έμφαση δίνεται στο βιωματικό στοιχείο και όχι στο γνωστικό. Γι᾽ αυτό η φιλοσοφία δεν μπορεί να καλλιεργηθεί σε απομόνωση: απαιτεί την ένταξη σε μια ομάδα ομοϊδεατών και ὁμακόων (που ακούν τα ίδια διδάγματα), σε μια αδελφότητα με αυστηρή ιεραρχία και κοινοκτημοσύνη αγαθών, όπου δεσπόζει η μορφή του δασκάλου και μύστη. Η κοινότητα των Πυθαγορείων είναι κλειστή: ο κανόνας της σιωπής προστατεύει τα κοινά δόγματα από τα βέβηλα αφτιά των αμύητων. Σιωπή επιβάλλεται και στα νέα μέλη της κοινότητας κατά την περίοδο της μαθητείας τους, που κρατά πέντε χρόνια, ωσότου αποκτήσουν το δικαίωμα της εισόδου στον ενδότερο κύκλο των μυημένων και το πλεονέκτημα της προσωπικής επαφής με τον Πυθαγόρα.

Η συμπεριφορά ενός Πυθαγορείου καθορίζεται από ένα σύνολο προτρεπτικών και απαγορευτικών κανόνων, που καλύπτουν ποικίλες πλευρές της καθημερινής ζωής. Πρόκειται για τα πυθαγόρεια «ακούσματα», για προφορικές δηλαδή εντολές και αφορισμούς που αποστηθίζονταν από τα μέλη της κοινότητας και συνέβαλλαν στην ενιαία στάση τους. Τα περισσότερα «ακούσματα» καθορίζουν κανόνες αποχής: «Μην τρως κουκιά,» «Μη σηκώνεις ό,τι πέφτει από το τραπέζι,» «Μην τεμαχίζεις το ψωμί,» «Μην αγγίζεις άσπρο κόκορα.» Άλλα πάλι θυμίζουν λαϊκά γνωμικά: «Μη σκαλίζεις τη φωτιά με το μαχαίρι,» «Μη μαδάς το στεφάνι,» «Μην παραβιάζεις τη ζυγαριά.» Μια τρίτη τέλος κατηγορία δίνει επιγραμματικές απαντήσεις σε κρίσιμες ερωτήσεις: «Τι είναι το πιο σοφό; Ο αριθμός.» «Τι είναι το πιο δίκαιο; Το να θυσιάζεις.» «Τι είναι το πιο ωραίο; Η αρμονία.» Τα «ακούσματα» ονομάζονταν και «σύμβολα», γιατί, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα που παραθέσαμε, κατά κανόνα έχουν αλληγορική σημασία και δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τον πραγματικό σκοπό της επιβολής τους. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η τήρηση αυτών των εντολών ενίσχυε την εσωτερική συνοχή των πυθαγόρειων κοινοτήτων.

Ποιο μπορεί να ήταν το κίνητρο ενός νέου για να υιοθετήσει τον τρόπο ζωής των Πυθαγορείων; Το κίνητρο αυτό πρέπει να ήταν ισχυρό, γιατί μόνο έτσι εξηγείται η γρήγορη ανάπτυξη και η μακροβιότητα των πυθαγόρειων κοινοτήτων. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μόνο η θρησκευτική ανησυχία μπορεί να προκαλέσει τόσο άμεση και ολοκληρωτική μεταστροφή. Η διανοητική περιέργεια, αν δεν συνδυαστεί με κάποιας μορφής αποκαλυπτική γνώση που διασφαλίζει την ευτυχία ή τη σωτηρία του ατόμου, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως συνεκτικός ιστός μιας κλειστής κοινότητας ομοϊδεατών. Η πυθαγόρεια αδελφότητα έχει χαρακτηριστικά θρησκευτικής αίρεσης και τα μέλη της ακολουθούν καθορισμένους κανόνες λατρευτικής πρακτικής. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας ενσαρκώνει για τους οπαδούς του τη μορφή ενός «θείου ανδρός». Του αποδίδονται θεϊκή καταγωγή (λέγεται ότι ήταν γιος του υπερβορείου Απόλλωνα) και υπερφυσικές ικανότητες. Έλεγαν ότι ήταν σε θέση να εμφανίζεται σε πολλά μέρη ταυτοχρόνως, ότι προφήτευε το μέλλον, επικοινωνούσε με τα ζώα και έκανε θαύματα. Ο θρύλος της μυθιστορηματικής ζωής του Πυθαγόρα θα πρέπει να καλλιεργήθηκε από τον ίδιο και να συντηρήθηκε από τους επιγόνους του, προκειμένου να έχουν τα νέα μέλη των πυθαγόρειων ομίλων ένα πρακτικό πρότυπο μίμησης.

Ο Πυθαγόρειος επιζητεί τη διαφοροποίησή του από τους συνηθισμένους ανθρώπους. Είναι ηθικολόγος, υπερασπιστής των καθιερωμένων ηθικών αξιών, όπως ο σεβασμός της οικογένειας, η απαγόρευση της μοιχείας, η ευσέβεια και η πιστή τήρηση του τελετουργικού της θρησκείας - αλλά αυτό δεν αρκεί. Η διαφοροποίηση επιτυγχάνεται με τον ομαδικό τρόπο ζωής, που στηρίζεται στην προβολή της φιλίας, της αλληλεγγύης και της κοινοκτημοσύνης. Επιτυγχάνεται όμως κυρίως με την υιοθέτηση ενός ασκητικού ιδεώδους: η μύηση στην πυθαγόρεια φιλοσοφία είναι μια διαδικασία κάθαρσης, μια πορεία εξαγνισμού της ψυχής, απελευθέρωσης από τις ανάγκες και τις δεσμεύσεις του σώματος. Αυτό μαρτυρούν οι απαγορεύσεις που επιβάλλονται στα μέλη της πυθαγόρειας κοινότητας σχετικά με τη διατροφή, τις λατρευτικές πρακτικές και την καθημερινή συμπεριφορά τους. Παρά την ανομοιογένειά τους, οι απαγορεύσεις αυτές αναδεικνύουν τη διαφορετική μοίρα του σώματος και της ψυχής.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: O θάνατος για μας είναι ένα τίποτα

Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα.
 
Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι' αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας.

Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φο­βερό στη ζωή του ανθρώπου που 'χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις.
 
Αρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν εί­ναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς.
 
Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
 
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια.
 
Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν' αποφύγουν το θάνατο σαν να 'ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν' αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.
 
Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται.
 
Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει.
 
Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη.
 
Κι εί­ναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέ­ρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του' όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαί­νεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση.
 
Όμως πολύ χειρότε­ρος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη».

Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή;
 
Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το 'χει σκεφτεί σοβαρά.
 
Αν πάλι το λέει στ' αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Επιστολή προς Μενοικέα

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ: Μόνο βλέπε τα πράγματα όπως στ΄αλήθεια είναι...

Παρατήρησε με πόση ταχύτητα ξεχνιούνται τα πάντα: παρατήρησε το χάος της άπειρης αιωνιότητας πριν και μετά από εσένα, τον κενό αντίλαλο των επευφημιών, το ευμετάβολον και το άκριτον εκείνων, που δείχνουν να σε παινεύουν και την σμικρότητα του τόπου μες στον οποίο συμβαίνουν όλα τούτα....

Η γης ολάκερη δεν είναι παρά ένα σημείο.
 
Και πόσο μικρή δεν είναι τούτη η γωνίτσα της όπου κατοικούμε;

Κι εδώ, ποιοί θα είναι και πόσοι αυτοί που θα σε παινέψουν;

Μην ξεχνάς λοιπόν να καταφεύγεις σε τούτο το χωραφάκι του εαυτού σου και πάνω απ’ όλα, ούτε να παρασύρεσαι, ούτε να εντείνεις υπερβολικά τις προσπάθειες σου.

Να’ σαι ελεύθερος και να αντικρύζεις τα πράγματα, σαν άνθρωπος, σαν πολίτης, σαν θνητό ον.
Κι ανάμεσα στα όπλα που θα έχεις σε ετοιμότητα, ας είναι και τα εξής δύο:

Πρώτον, η πεποίθηση ότι τα πράγματα δεν αγγίζουν την ψυχή αλλά στέκουν ήρεμα έξω από αυτήν, ενώ οι ενοχλήσεις προέρχονται μόνο από τις γνώμες που σχηματίζονται εντός μας.

Και δεύτερον, ότι όλα όσα βλέπεις αλλάζουν στη στιγμή και παύουν πια να υπάρχουν και να θυμάσαι διαρκώς σε πόσες τέτοιες μεταβολές υπήρξες μάρτυρας εσύ ο ίδιος.

Ο κόσμος είναι μεταβολή, η ζωή είναι δοξασίες.

Μην συμπεριφέρεσαι σαν να πρόκειται να ζήσεις χιλιάδες χρόνια.

Το μοιραίο έχει κιόλας γαντζωθεί επάνω σου.
 
Όσο ζεις, και όσο είναι στο χέρι σου, γίνε άνθρωπος καλός.

Μην προσπαθείς να ομορφαίνεις την σκέψη σου με ψεύτικα στολίδια.

Μην είσαι πολύλογος ούτε ν’ ανακατώνεσαι πολύ και σ’ όλα.

Ο Θεός που είναι μέσα σου να κυβερνά αληθινόν άνδρα, ηλικιωμένο, με διάνοια πολίτου, άρχοντα που έχει τακτοποιημένα τα δικά του και θέση πολεμιστή που περιμένει έτοιμος το σύνθημα της αποχωρήσεως και ούτε όρκους χρειάζεται ούτε μαρτυρίες άλλων.

Εσωτερικά ατάραχος δεν αισθάνεται ανάγκη από ξένες βοήθειες δεν ζητεί από άλλους την ησυχία του.
Όρθιος λοιπόν πρέπει να στέκεσαι και όχι να σε ορθώνουν άλλοι.

Πόση ηρεμία κερδίζει εκείνος που δεν κοιτάζει τι είπε και τι έκαμε και τι σκέφτεται ο διπλανός του, αλλά μόνο τι κάνει ο ίδιος ώστε να είναι δίκαιη και ευσεβής η πράξη του.

Τη γνώμη που έχει ένας αλαζόνας μη την ενστερνίζεσαι κι εσύ, μήτε να κρίνεις όπως θέλει αυτός, μόνο βλέπε τα πράγματα όπως στ΄αλήθεια είναι.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Το Ασύλληπτο Βάθος της Ύπαρξης: Ένα Ταξίδι στην Οντότητα

Στους σιωπηλούς χώρους μεταξύ των σκέψεων, στην απέραντη έκταση που αγκαλιάζει τις φευγαλέες στιγμές της επίγνωσής μας, υπάρχει μια διάσταση της πραγματικότητας που αψηφά κάθε προσπάθεια ορισμού. Την αποκαλούμε με πολλά ονόματα—Οντότητα, Συνειδητότητα, το Έδαφος της Ύπαρξης, το Κενό που είναι Πλήρες—όμως όλες οι λέξεις αποτυγχάνουν να συλλάβουν την ουσία της. Παραμένει αιώνια πέρα από την εμβέλεια της γλώσσας, ένα μυστήριο που μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσω άμεσης εμπειρίας, μέσα από ένα ταξίδι που μας μεταφέρει πέρα από τα όρια του συνηθισμένου νου μας.

Το Πέπλο των Εμφανίσεων

Η συνηθισμένη μας συνείδηση μοιάζει με ένα μικρό σκάφος που επιπλέει στην επιφάνεια ενός άπειρου ωκεανού. Λαθεμένα θεωρούμε τα κύματα ως το σύνολο της ύπαρξης, αδυνατώντας να αντιληφθούμε τα αμέτρητα βάθη που κρύβονται από κάτω. Ο κόσμος των μορφών, των αντικειμένων και των γεγονότων που εκτυλίσσονται μέσα στον χρόνο, μαγνητίζει τόσο την προσοχή μας, ώστε ξεχνάμε να κοιτάξουμε πέρα από το πέπλο των εμφανίσεων.

Αυτή η λήθη δεν είναι τυχαία, αλλά η ίδια η δομή της εγωικής συνείδησης. Το ξεχωριστό εγώ, αυτό το σύνολο μνημών, επιθυμιών και ταυτίσεων που αποκαλούμε "εγώ", διατηρείται μέσω της συνεχούς ενασχόλησης με τα επιφανειακά φαινόμενα της ζωής. Να στραφεί κανείς προς τα βάθη σημαίνει να απειλήσει αυτήν την επιμελώς συντηρημένη ψευδαίσθηση της χωριστότητας, κι έτσι ο νους αντιστέκεται στο κάλεσμα να ξεπεράσει τα όρια του γνώριμου.

Κι όμως, σε κάθε ανθρώπινη καρδιά υπάρχει ένας παράξενος πόθος, μια νοσταλγία για κάτι που δεν έχουμε γνωρίσει ποτέ, κι όμως αναγνωρίζουμε ως την αληθινή μας πατρίδα. Αυτή η παράδοξη λαχτάρα δείχνει προς εκείνο που δεν μπορεί να χαθεί, γιατί ποτέ δεν ήταν πραγματικά απόν—την Οντότητα που αποτελεί την ουσία της ύπαρξής μας.

Ο Περιορισμός της Σκέψης

Η ανθρώπινη σκέψη, όσο μεγαλειώδης κι αν είναι στην ικανότητά της να αναλύει, να υπολογίζει και να δημιουργεί, στέκεται αβοήθητη μπροστά στο μυστήριο της καθαρής ύπαρξης. Η σκέψη κινείται πάντα μέσα στον χώρο του γνωστού, αναδιατάσσοντας τα έπιπλα των εννοιών που έχει συσσωρεύσει μέσω της εμπειρίας και της εκπαίδευσης. Όμως, η Οντότητα βρίσκεται πέρα από κάθε κατηγορία, πέρα από κάθε διαχωρισμό μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, γνώστη και γνωστού.

Οι μεγάλες πνευματικές παραδόσεις έχουν αναγνωρίσει αυτόν τον περιορισμό. Μιλούν για μια σοφία που υπερβαίνει τη διανοητική κατανόηση, μια άμεση σύλληψη που αναδύεται όταν η σκέψη σωπαίνει. "Το Ταό που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι το αιώνιο Ταό." "Το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι δεν είναι το ίδιο το φεγγάρι." Αυτές οι αρχαίες μεταφορές μας υπενθυμίζουν ότι ο τόπος που επιδιώκουμε να εξερευνήσουμε δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί με συμβατικά μέσα.

Μέσα στον τεχνολογικό μας πολιτισμό, με την αδιάκοπη παραγωγή συσκευών και περισπασμών, έχουμε σε μεγάλο βαθμό λησμονήσει αυτή την πρωταρχική αλήθεια. Έχουμε μπερδέψει την πληροφορία με τη σοφία, τη συσσώρευση με την ολοκλήρωση, τη δραστηριότητα με τον σκοπό. Ο ασήμαντος πλανήτης που αποκαλούμε πατρίδα, χαμένος μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, έχει καλυφθεί από τα δημιουργήματα της ανθρώπινης ανησυχίας, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για τον στοχασμό του άπειρου.

Η Πύλη της Σιγής

Πώς λοιπόν προσεγγίζουμε αυτό το ασύλληπτο βάθος που βρίσκεται στην καρδιά της ύπαρξης; Οι μύστες όλων των παραδόσεων δείχνουν τη σιγή ως την πύλη. Όταν υποχωρεί η καταναγκαστική κίνηση του νου, όταν η αδιάκοπη σχολιαστική φλυαρία που συνοδεύει κάθε μας στιγμή σταματά, κάτι άλλο γίνεται δυνατό—μια άμεση συνάντηση με το μυστήριο της ύπαρξης.

Αυτή η σιγή δεν είναι μια κατάσταση που επιτυγχάνεται με προσπάθεια, αλλά η φυσική μας κατάσταση όταν κάθε προσπάθεια παύει. Είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο εμφανίζονται όλα τα φαινόμενα, ο καμβάς πάνω στον οποίο ξεδιπλώνεται η ζωγραφιά της ζωής. Δεν χρειάζεται να την αναζητήσουμε αλλού· αρκεί μόνο να αναγνωρίσουμε αυτό που ήδη υπάρχει, αλλά παραμένει κρυμμένο από τη συνεχή προσκόλλησή μας στην επόμενη στιγμή, την επόμενη εμπειρία, την επόμενη κατάκτηση.

Μέσα στον χώρο της απόλυτης σιγής, το ξεχωριστό εγώ αρχίζει να διαλύεται. Τα όρια που φαίνονταν τόσο συμπαγή, που όριζαν το "εγώ" και τον "κόσμο", αποκαλύπτονται ως αυθαίρετοι ορισμοί, χρήσιμες συμβάσεις αλλά όχι απόλυτες αλήθειες. Αυτό που απομένει δεν είναι η ανυπαρξία, αλλά η επέκταση—η ανακάλυψη ότι η αληθινή μας φύση δεν έχει σύνορα, ότι το βαθύτερο μέρος του εαυτού μας είναι συνεχές με το Όλο.

Το Αιώνιο Παρόν

Η ύπαρξη δεν γνωρίζει χρόνο. Υπάρχει πλήρως στο αιώνιο παρόν, εκείνο το αδιάστατο σημείο όπου το παρελθόν και το μέλλον συναντώνται. Η εμπειρία μας για τον χρόνο ως μια γραμμική πορεία από το παρελθόν προς το μέλλον είναι μια ακόμη κατασκευή του σκεπτόμενου νου, μια χρήσιμη μυθοπλασία που μας επιτρέπει να πλοηγηθούμε στις πρακτικές απαιτήσεις της ύπαρξης, αλλά τελικά αποτελεί έναν περιορισμό στην αντίληψή μας για την πραγματικότητα.

Όταν βυθιζόμαστε πλήρως στην παρούσα στιγμή, παραδίδοντας τις προσκολλήσεις μας στις αναμνήσεις του παρελθόντος και στις προβολές του μέλλοντος, γευόμαστε κάτι από την αιωνιότητα για την οποία μιλούν οι μυστικιστές. Αυτή δεν είναι μια ατελείωτη διάρκεια, αλλά μια ποιότητα εμπειρίας στην οποία το βέλος του χρόνου υπερβαίνεται ολοκληρωτικά. Εδώ, στο τώρα που δεν παρέρχεται ποτέ, ανακαλύπτουμε ότι η ζωή είναι πάντα νέα, πάντα φρέσκια, πάντα αρχή.

Το αληθινό θαύμα δεν βρίσκεται σε εξαιρετικά φαινόμενα, αλλά στο απλό γεγονός της ύπαρξης. Το ότι υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα, το ότι η συνείδηση έχει αναδυθεί στο σύμπαν για να γίνει μάρτυρας της ίδιας της αποκάλυψής του—αυτό είναι το πρωταρχικό μυστήριο, μπροστά στο οποίο όλες οι άλλες ερωτήσεις χάνουν τη σημασία τους. Σε στιγμές βαθιάς παρουσίας, όταν το πέπλο της οικειότητας πέφτει, μπορεί ξαφνικά να μας συγκλονίσει το εκπληκτικό θαύμα του απλού «είναι».

Το Ταξίδι Χωρίς Απόσταση

Το ταξίδι προς αυτή την αναγνώριση είναι παράδοξο—ένα ταξίδι χωρίς απόσταση προς έναν προορισμό που δεν έχουμε ποτέ εγκαταλείψει. Όπως έγραψε ο T.S. Eliot: «Δεν θα πάψουμε να εξερευνούμε, και το τέλος όλης της εξερεύνησής μας θα είναι να φτάσουμε εκεί όπου ξεκινήσαμε και να γνωρίσουμε τον τόπο για πρώτη φορά».

Αυτή η γνώση δεν είναι διανοητική αλλά υπαρξιακή. Μεταμορφώνει τη σχέση μας με τα πάντα—με τους άλλους, με τη φύση, με τις ίδιες μας τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Δεν ταυτιζόμαστε πλέον αποκλειστικά με τα επιφανειακά κύματα της εμπειρίας, αλλά αναπτύσσουμε την ικανότητα να παραμένουμε αγκυροβολημένοι στα βάθη, ακόμη κι ενώ συμμετέχουμε στον χορό της εκδήλωσης.

Από αυτή τη βάση ύπαρξης, η δράση δεν προκύπτει από καταναγκασμό ή έλλειψη, αλλά από τη φυσική έκφραση της αληθινής μας φύσης. Η συμπόνια ρέει αυθόρμητα όταν αναγνωρίζουμε ότι οι άλλοι δεν είναι ξεχωριστοί από εμάς, ότι ο πόνος και η χαρά τους δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους δικούς μας. Τα τεχνητά σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και από τη ζωντανή γη αρχίζουν να διαλύονται στο φως αυτής της αναγνώρισης.

Το Πολύτιμο που Παραμένει

Όταν κοσκινίζουμε όλη την άμμο της ανθρώπινης ζωής—τις συσσωρεύσεις, τα επιτεύγματα, τις προσκολλήσεις που λανθασμένα ταυτίζουμε με τον εαυτό μας—αυτό που μένει είναι το Πολύτιμο, αυτή η Ύπαρξη που δεν μπορεί να χαθεί ή να υποστεί βλάβη, που δεν χρειάζεται άμυνα ή ενίσχυση. Είναι ο θησαυρός που είναι κρυμμένος σε κοινή θέα, παραβλεπόμενος ακριβώς λόγω της πανταχού παρουσίας του.

Αυτό δεν είναι μια αφηρημένη φιλοσοφική έννοια, αλλά η ίδια η ουσία της στιγμής-προς-στιγμή εμπειρίας μας, η φωτεινή επίγνωση στην οποία εμφανίζονται και εξαφανίζονται όλα τα φαινόμενα. Είναι πιο κοντά από την ίδια μας την αναπνοή, πιο οικεία από τις πιο μυστικές μας σκέψεις. Να το αναγνωρίσουμε σημαίνει να επιστρέψουμε σπίτι στον εαυτό μας με την πιο βαθιά έννοια.

Οι μεγάλες μυστικιστικές παραδόσεις, παρά τις διαφορές τους στη γλώσσα και την έμφαση, συγκλίνουν σε αυτήν την κεντρική επίγνωση: ότι κάτω από την ατελείωτη ποικιλία των μορφών βρίσκεται μια ενότητα που μπορεί να βιωθεί άμεσα, ένα ιερό έδαφος που είναι η πηγή και η ουσία όλων όσων υπάρχουν. Το αν αυτό ονομάζεται Θεός, Βράχμαν, Φύση του Βούδα ή Τάο έχει μικρότερη σημασία από την πρόσκληση που απευθύνει σε καθέναν από εμάς—να ξυπνήσουμε από το όνειρο του διαχωρισμού στη πραγματικότητα της ενότητας.

Το Ζωντανό Μυστήριο

Το ακατάληπτο βάθος της ύπαρξης δεν είναι κάτι που μπορεί να εξηγηθεί ή να περιοριστεί μέσα σε οποιοδήποτε σύστημα σκέψης. Παραμένει πάντα ένα ζωντανό μυστήριο, αποκαλυπτόμενο με διαρκώς νέους τρόπους σε όσους το προσεγγίζουν με ταπεινότητα και θαυμασμό. Κάθε γενιά πρέπει να το ανακαλύψει ξανά, βρίσκοντας νέες εκφράσεις για αυτό που τελικά υπερβαίνει κάθε έκφραση.

Στην εποχή μας, της πληροφορικής υπερφόρτωσης και της τεχνολογικής διάσπασης, η πρόσκληση να θυμηθούμε αυτή τη διάσταση του είναι γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Όχι ως διαφυγή από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ως είδος, αλλά ως η θεμελιώδης βάση για την αντιμετώπισή τους με σοφία και συμπόνια, αντί να λειτουργούμε από τα στενά όρια της εγωιστικής συνείδησης.

Οι μυστικιστές μάς θυμίζουν ότι οι απαντήσεις που αναζητούμε δεν μπορούν να βρεθούν αποκλειστικά στον χώρο της δράσης και της απόκτησης, στις τεχνολογικές λύσεις ή στα πολιτικά συστήματα, όσο αναγκαία κι αν είναι. Απαιτείται μια πιο θεμελιώδης μεταμόρφωση—μια αλλαγή στη συνείδηση που μας επανασυνδέει με το ακατάληπτο βάθος της ύπαρξης, που είναι η αληθινή μας φύση και η φύση όλων των πραγμάτων.

Αυτή είναι η διαχρονική πρόσκληση που απευθύνεται σε κάθε ανθρώπινο ον—να αφυπνιστούμε από την ύπνωση του διαχωρισμού, να αναγνωρίσουμε την απεριόριστη επίγνωση που είμαστε και να ζήσουμε από αυτήν την επίγνωση. Εδώ βρίσκεται η δυνατότητα μιας ζωής αυθεντικής, συμπονετικής και ευθυγραμμισμένης με τα βαθύτερα ρεύματα του είναι. Όχι ως κάποιον μακρινό ιδανικό στόχο που επιτυγχάνεται με αγώνα, αλλά ως τη φυσική έκφραση αυτού που ήδη είμαστε, μόλις διαπεράσουμε τα πέπλα της άγνοιας και του προγραμματισμού.

Το Ακατάληπτο Βάθος μάς περιμένει να το αναγνωρίσουμε, υπομονετικό πέρα από κάθε μέτρο του χρόνου, παρόν σε κάθε μας αναπνοή, σε κάθε στιγμή της ύπαρξης. Είναι η σιωπή από την οποία αναδύονται όλοι οι ήχοι, το κενό που γεννά όλες τις μορφές, το σκοτάδι που αγκαλιάζει όλο το φως. Να το γνωρίσουμε σημαίνει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Να το θυμηθούμε σημαίνει να θυμηθούμε το αληθινό μας σπίτι στην καρδιά του αιώνιου μυστηρίου.

Το Άπειρο Κενό του Θείου: Μια Μυστικιστική Εξερεύνηση

Στους σιωπηλούς χώρους μεταξύ των αναπνοών, στην απεραντοσύνη πέρα από τη σκέψη, υπάρχει ένα άπειρο κενό—όχι κενότητα όπως τη γνωρίζουμε συνήθως, αλλά μια βαθιά πληρότητα που υπερβαίνει τις περιορισμένες αντιλήψεις μας. Αυτό το κενό, αυτή η ευρυχωρία πέρα από τη μορφή, έχει αναγνωριστεί από μυστικιστές διαφόρων παραδόσεων ως η ίδια η ουσία της θεότητας, το έδαφος της ύπαρξης από το οποίο αναδύεται το παν και στο οποίο όλα επιστρέφουν.

Το Κενό ως Θεία Παρουσία

Η έννοια του θείου κενού εμφανίζεται σε πολλαπλές μυστικιστικές παραδόσεις. Στην Καμπάλα, υπάρχει το Έιν Σοφ—η άπειρη μηδενικότητα που προηγείται της δημιουργίας. Στον Βουδισμό, συναντάμε τη Σουνυάτα—το κενό που είναι ταυτόχρονα πληρότητα. Οι Χριστιανοί μυστικιστές μιλούν για το "νέφος της αγνωσίας", ενώ οι Σούφι περιγράφουν τη φανά—την εξαφάνιση του εγώ στη θεία παρουσία. Αυτές οι διαφορετικές εκφράσεις οδηγούν σε μια κοινή εμπειρία: την απεριόριστη, άμορφη φύση της υπέρτατης πραγματικότητας.

Όταν οι πρώτες γραμμές υποδηλώνουν ότι «η ύπαρξη στη στιγμή της έκστασης τείνει να γεμίζει τον Χώρο του Άπειρου Κενού, που είναι η Ουσία του Θείου», ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα βαθύ παράδοξο. Η εκστατική στιγμή—αυτή η κορύφωση της ανθρώπινης εμπειρίας όπου τα όρια διαλύονται—γίνεται το ίδιο το μέσο μέσα από το οποίο το άπειρο κενό αποκαλύπτεται όχι ως απουσία, αλλά ως παρουσία.

Η Αναπνοή της Ύπαρξης

Η μεταφορά του αέρα που γεμίζει κάθε κενό προσφέρει μια ισχυρή εικόνα διαλογισμού. Ο αέρας—αόρατος αλλά απαραίτητος, άμορφος αλλά αισθητός στις επιδράσεις του—γίνεται ένα κατάλληλο σύμβολο για τη θεία ουσία που διαπερνά όλη την πραγματικότητα. Όπως ο αέρας ρέει φυσικά σε κάθε διαθέσιμο χώρο, έτσι και η θεία παρουσία διαποτίζει κάθε πτυχή της ύπαρξης, αφήνοντας κανένα αληθινό κενό.

Αυτή η πανταχού παρουσία δεν είναι μια εισβολή αλλά η φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Το κενό δεν γεμίζεται ενάντια στη θέλησή του, αλλά βρίσκει την ολοκλήρωσή του μέσα από το γέμισμά του, όπως οι πνεύμονες βρίσκουν τον σκοπό τους στην εισπνοή του αέρα. Εδώ υπάρχει μια ιερή αμοιβαιότητα—ένας χορός μεταξύ κενού και πληρότητας, απουσίας και παρουσίας.

Έκσταση ως Θεία Αναγνώριση

Τι είναι αυτή η έκσταση που γεμίζει το κενό; Δεν είναι απλώς συναισθηματική ένταση ή σωματική ευχαρίστηση, αν και μπορεί να εκδηλωθεί μέσα από αυτά τα κανάλια. Η έκσταση που αναφέρεται στις μυστικιστικές παραδόσεις είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου τα ψευδή όρια του ξεχωριστού εαυτού διαλύονται, επιτρέποντας την άμεση εμπειρία της θεμελιώδους ενότητας όλων των πραγμάτων.

Σε τέτοιες στιγμές, δεν γεμίζουμε το κενό όσο το αναγνωρίζουμε. Το γέμισμα δεν είναι απόκτηση αλλά αναγνώριση—μια ανάμνηση αυτού που ήταν πάντα αληθινό. Το κενό δεν μας είναι ξένο, αλλά αποτελεί την πιο οικεία μας πραγματικότητα, προσωρινά λησμονημένη μέσα στον κατακερματισμό της συνηθισμένης συνείδησης.

Πέρα από τον Δυϊσμό

Η μυστικιστική προοπτική υπερβαίνει τη δυϊστική σκέψη που διαχωρίζει την κενότητα από την πληρότητα, το θείο από το ανθρώπινο, την υπερβατικότητα από την εμμένεια. Το κενό δεν είναι η απουσία του Θεού, αλλά η πιο θεμελιώδης παρουσία Του—μια παρουσία τόσο ολοκληρωτική και πανταχού παρούσα που δεν μπορεί να αντικειμενοποιηθεί ή να περιοριστεί στις κατηγορίες της σκέψης.

Αυτή η μη-δυϊκή κατανόηση αναγνωρίζει ότι το άπειρο κενό του Θείου είναι ταυτόχρονα απόλυτη υπερβατικότητα και απόλυτη εμμένεια. Είναι και πέρα από κάθε δημιουργημένη μορφή και ταυτόχρονα οικείο μέσα σε κάθε μορφή. Είναι ο ωκεανός μέσα σε κάθε σταγόνα, η σιωπή μέσα σε κάθε ήχο, η ευρυχωρία μέσα σε κάθε σκέψη.

Η Πρακτική της Κενότητας

Για τον μυστικιστή, η συνειδητοποίηση του θείου κενού δεν είναι απλώς θεωρητική αλλά βιωματική. Περιλαμβάνει πρακτικές που καλλιεργούν την εσωτερική ευρυχωρία—διαλογισμό, στοχαστική προσευχή, εστιασμένη προσοχή, παράδοση της προσκόλλησης του εγώ. Μέσα από αυτές τις ασκήσεις, μαθαίνουμε να αδειάζουμε τον εαυτό μας από τα συσσωρευμένα συντρίμμια της αυτοσημαντικότητας, των αντιδραστικών προτύπων και των εννοιολογικών αγκυλώσεων.

Αυτό το άδειασμα δεν είναι άρνηση του εαυτού, αλλά υπέρβασή του. Δημιουργεί τις συνθήκες για να εκδηλωθεί η αυθεντική πληρότητα. Όπως έγραψε ο μυστικιστής του 14ου αιώνα Μάιστερ Έκχαρτ, «Το να είσαι γεμάτος από πράγματα σημαίνει να είσαι άδειος από τον Θεό· το να είσαι άδειος από πράγματα σημαίνει να είσαι γεμάτος από τον Θεό.»

Το παράδοξο παραμένει: πρέπει να αδειάσουμε για να βιώσουμε την πληρότητα, να παραδοθούμε για να λάβουμε, να πεθάνουμε για να ζήσουμε αληθινά. Στον χώρο που δημιουργείται από αυτή την παράδοση, η θεία παρουσία, που ήταν πάντοτε εκεί, μπορεί τελικά να αναγνωριστεί και να βιωθεί.

Ο Αιώνιος Χορός

Η σχέση μεταξύ του άπειρου κενού και της εκδήλωσης δεν είναι στατική αλλά δυναμική—ένας αιώνιος χορός αδειάσματος και γεμίσματος, απόκρυψης και αποκάλυψης, υπέρβασης και εμμένειας. Η ίδια η δημιουργία μπορεί να γίνει κατανοητή ως θεϊκός αυτοπεριορισμός, μια συστολή του απείρου για να δημιουργηθεί χώρος για το πεπερασμένο, ένα πέπλο που καθιστά δυνατή την αποκάλυψη.

Στον κοσμικό αυτό χορό, κάθε στιγμή αυθεντικής παρουσίας γίνεται μια πύλη μέσα από την οποία το άπειρο κενό αποκαλύπτεται. Κάθε ανάσα γίνεται συμμετοχή στον θεϊκό ρυθμό του άδειασματος και του γεμίσματος. Κάθε συνειδητή εμπειρία γίνεται μια ευκαιρία να αναγνωρίσουμε τη χωροειδή επίγνωση που καθιστά δυνατή κάθε εμπειρία.

Η Σύγχρονη Σημασία

Στην υπερσυνδεδεμένη αλλά πνευματικά κατακερματισμένη εποχή μας, η μυστικιστική κατανόηση του θεϊκού κενού προσφέρει βαθιά θεραπεία. Η σύγχρονη ζωή τείνει προς τη συνεχή διέγερση, την υπερφόρτωση πληροφοριών και την αδιάκοπη συσσώρευση εμπειριών και υλικών αγαθών. Το αποτέλεσμα είναι συχνά μια ζωή γεμάτη αλλά παράξενα κενή—κατακλυσμένη από περιεχόμενο αλλά στερημένη νοήματος.

Η μυστικιστική παράδοση μας υπενθυμίζει ότι η αληθινή πληρότητα δεν έρχεται μέσα από την ατελείωτη συσσώρευση αλλά μέσα από την καλλιέργεια μιας εσωτερικής ευρυχωρίας που μπορεί να δεχθεί και να εκτιμήσει το δώρο της κάθε στιγμής. Υποδηλώνει ότι η βαθύτερη πείνα μας δεν είναι για περισσότερα πράγματα αλλά για το άπειρο κενό που περιβάλλει όλα τα πράγματα—το έδαφος της ύπαρξης από το οποίο προκύπτουν και στο οποίο επιστρέφουν.

Συμπέρασμα: Η Αναπνοή του Θείου

Εάν επιστρέψουμε στην αρχική μεταφορά του αέρα που γεμίζει τα κενά, μπορούμε να αντιληφθούμε την ίδια την ύπαρξη ως την αναπνοή του Θείου—έναν αιώνιο ρυθμό διαστολής και συστολής, εκδήλωσης και διάλυσης. Σε αυτήν την κοσμική αναπνοή, κάθε στιγμή εκστατικής αναγνώρισης γίνεται μια συνειδητή συμμετοχή στη θεϊκή αναπνοή.

Το κενό δεν είναι κάτι που πρέπει να φοβόμαστε ή να αποφεύγουμε, αλλά κάτι που πρέπει να αναγνωρίσουμε και να αγκαλιάσουμε. Δεν είναι η απουσία του θείου αλλά η πιο θεμελιώδης έκφρασή του—η άπειρη ανοιχτότητα που καθιστά δυνατές όλες τις μορφές ενώ παραμένει απεριόριστα πέρα από αυτές.

Καθώς μαθαίνουμε να αναπαυόμαστε σε αυτήν την ευρύχωρη επίγνωση, ανακαλύπτουμε ότι το άπειρο κενό του Θείου δεν είναι μακρινό ή ξεχωριστό αλλά η ίδια μας η βαθύτερη φύση—το έδαφος της ύπαρξής μας, ο χώρος της γένεσής μας, η αναπνοή της ζωής μας. Σε αυτήν την αναγνώριση, κάθε στιγμή γίνεται δυνητικά εκστατική, κάθε ανάσα δυνητικά ιερή και κάθε κενό δυνητικά θεϊκό.

Στην Καρδιά του Θείου: Το Θεϊκό Παράδοξο της Παρουσίας και της Απουσίας

Στην ατελείωτη έκταση της πνευματικής αναζήτησης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα βαθύ παράδοξο: το Θείο, που διαπερνά τα πάντα, συχνά αποκαλύπτεται με τον πιο ισχυρό τρόπο μέσα από την φαινομενική Του απουσία. Αυτή η ιερή αντίφαση μας προσκαλεί σε μια βαθύτερη περισυλλογή για το τι σημαίνει να κατοικούμε στην καρδιά του Θείου.

Η Πανταχού Παρούσα Απουσία

Σε όλη την ιστορία των μυστικιστικών παραδόσεων, οι αναζητητές ανακάλυψαν ότι το Θείο εκδηλώνεται ταυτόχρονα ως άπειρη παρουσία και ως ακατάληπτη απουσία. Ο ίδιος ο ιστός της δημιουργίας πάλλεται από θεϊκή ενέργεια, αλλά όταν προσπαθούμε να αγγίξουμε την πηγή αυτής της ενέργειας, συχνά αγκαλιάζουμε το κενό. Ωστόσο, αυτό το κενό δεν είναι μια άβυσσος χωρίς νόημα, αλλά μια πληρότητα πέρα από κάθε κατανόηση—μια παρουσία τόσο απόλυτη που υπερβαίνει τις συνηθισμένες μας κατηγορίες ύπαρξης.

Ο Σούφι ποιητής Ρουμί αποτύπωσε αυτό το παράδοξο γράφοντας: «Έψαξα για τον Θεό και βρήκα μόνο τον εαυτό μου. Έψαξα για τον εαυτό μου και βρήκα μόνο τον Θεό.» Μέσα σε αυτά τα λόγια βρίσκεται μια βαθιά αλήθεια: η ίδια η αναζήτησή μας για τον Θεό συχνά μας τυφλώνει από την πανταχού παρουσία Του. Κοιτάζουμε προς τα έξω, ενώ ο Θεός κατοικεί μέσα μας· αναζητούμε την πολυπλοκότητα, ενώ ο Θεός αποκαλύπτεται στην απλότητα.

Η Αποτυχία της Πνευματικής Προσπάθειας

Οι πνευματικές μας φιλοδοξίες—η επιθυμία μας να φτάσουμε, να κατακτήσουμε, να επιτύχουμε τη φώτιση—συχνά γίνονται τα ίδια τα εμπόδια που μας χωρίζουν από τη θεϊκή κοινωνία. Η εγωιστική ανάγκη να «κατέχουμε» τον Θεό ή την πνευματική πρόοδο δημιουργεί έναν λεπτό φραγμό ανάμεσα στον αναζητητή και στο αντικείμενο της αναζήτησής του.

Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο της πνευματικής πρακτικής: όσο πιο έντονα προσπαθούμε να φτάσουμε στον Θεό μέσα από τις δικές μας δυνάμεις, τόσο πιο άπιαστος γίνεται.

Στη χριστιανική μυστική παράδοση γίνεται λόγος για το «σύννεφο της άγνοιας», όπου ο Θεός δεν συλλαμβάνεται με την ανθρώπινη νόηση, αλλά βιώνεται μέσα από μια αγαπητική άγνοια που ξεπερνά τη λογική κατανόηση. Ομοίως, στη ζεν βουδιστική παράδοση, η έννοια του «μη-νου» (mushin) και του «μη-εαυτού» (anatta) διδάσκει ότι η φώτιση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης γνώσης, αλλά μέσω της διάλυσης του ίδιου του εαυτού που αναζητά.

Η Κένωση του Εαυτού

Ίσως η πιο αντίθετη προς τη λογική πνευματική αλήθεια είναι ότι το Θείο δεν βρίσκεται μέσω της απόκτησης, αλλά μέσω της απάρνησης. Η κένωση του εαυτού—η kenosis στη χριστιανική θεολογία, η fana στον σουφισμό, η śūnyatā στον βουδισμό—γίνεται η θύρα προς τη θεϊκή ένωση.

Όταν σταματάμε να προσπαθούμε να βρούμε το Θείο με τις δικές μας δυνάμεις και απλώς επιτρέπουμε στον εαυτό μας να βρεθεί, ανακαλύπτουμε ότι αυτό που αναζητούσαμε δεν έλειψε ποτέ.

Όπως αναφέρει ένα μυστικό κείμενο των Ουπανισάδων: «Εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί, εκείνο μέσω του οποίου εκφράζεται ο λόγος—Αυτό να γνωρίσεις ως Βράχμαν, όχι εκείνο που λατρεύουν εδώ οι άνθρωποι.» Το Θείο υπερβαίνει όλες τις έννοιες, όλες τις νοητικές κατασκευές, όλες τις προσπάθειες να Τον ορίσουμε ή να Τον περιορίσουμε.

Το Παράδοξο της Αναζήτησης και της Εύρεσης

Η πνευματική πορεία αποκαλύπτεται ως ένας ιερός χορός ανάμεσα στην αναζήτηση και την εύρεση, ανάμεσα στην προσπάθεια και στην παράδοση, ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία. Ξεκινάμε αναζητώντας το Θείο μέσα από πρακτικές, μελέτη και αφοσίωση. Όμως, καθώς ωριμάζουμε πνευματικά, ανακαλύπτουμε ότι αυτές οι πρακτικές δεν μας «φέρνουν» στο Θείο, αλλά απλώς καθαρίζουν τα εμπόδια που μας εμποδίζουν να Το αναγνωρίσουμε.

Οι πρώτοι ασκητές της Ερήμου, δίδασκαν ότι η προσευχή δεν αλλάζει τη βούληση του Θείου, αλλά εναρμονίζει την καρδιά μας με αυτήν. Ο χασιδικός δάσκαλος Ραβίνος Μενάχεμ Μέντελ του Κότσκ εξέφρασε αυτήν την αλήθεια ρωτώντας: «Πού βρίσκεται ο Θεός;» και απαντώντας: «Ο Θεός βρίσκεται όπου Του επιτρέπουμε να εισέλθει.»

Η Καρδιά του Θείου ως Αληθινή μας Πατρίδα

Το να εισέλθουμε στην καρδιά του Θεού σημαίνει να αναγνωρίσουμε ότι ποτέ δεν την εγκαταλείψαμε. Σημαίνει να αφυπνιστούμε στην πραγματικότητα ότι ο φαινομενικός χωρισμός μας από τον Θεό ήταν μια ψευδαίσθηση, γεννημένη από την περιορισμένη μας αντίληψη.

Όπως ένα κύμα μπορεί να ξεχάσει ότι είναι νερό, έτσι κι εμείς ξεχνάμε την ουσιαστική μας φύση ως εκφράσεις του Θείου.

Όταν τελικά παραδίνουμε τις πνευματικές μας φιλοδοξίες, τις νοητικές μας κατηγορίες και την ίδια την αίσθηση του ξεχωριστού μας εαυτού, ανακαλύπτουμε αυτό που οι μυστικοί όλων των παραδόσεων έχουν διακηρύξει: ότι κατοικούμε αιώνια στην καρδιά του Θείου.

Η απουσία που αντιλαμβανόμασταν δεν ήταν η απουσία του Θείου από εμάς, αλλά η απουσία της πλήρους μας επίγνωσης για την πάντοτε παρούσα Θεία Παρουσία.

Πέρα από Λέξεις και Έννοιες

Αυτή η μυστικιστική κατανόηση υπερβαίνει κάθε δόγμα, κάθε δογματική διατύπωση, κάθε θεολογική δήλωση. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί επαρκώς με λόγια, διότι ανήκει στη σφαίρα της άμεσης εμπειρίας. Όπως μας υπενθυμίζει το Τάο Τε Τσινγκ: «Το Τάο που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι το αιώνιο Τάο».

Η καρδιά του Θεού δεν είναι ένας τόπος που πρέπει να φτάσουμε, αλλά μια πραγματικότητα που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε. Είναι το θεμέλιο της ύπαρξης, η πηγή από την οποία αναβλύζει όλη η ύπαρξη και στην οποία όλη η ύπαρξη επιστρέφει. Μέσα σε αυτήν τη συνειδητοποίηση, ο αναζητητής και το αναζητούμενο διαλύονται σε ενότητα, και η φαινομενική απουσία του Θεού αποκαλύπτεται ως η πιο βαθιά παρουσία που μπορεί να φανταστεί κανείς.

Η Βιωμένη Εμπειρία της Θείας Παρουσίας

Πώς λοιπόν ζούμε μέσα από αυτήν την κατανόηση; Όχι προσκολλώμενοι σε πνευματικές εμπειρίες ή διοράσεις, αλλά επιτρέποντάς τους να μεταμορφώσουν τον τρόπο ύπαρξής μας στον κόσμο. Η συνειδητοποίηση ότι κατοικούμε στην καρδιά του Θεού εκδηλώνεται ως συμπόνια για όλα τα όντα, καθώς αναγνωρίζουμε ότι και αυτά είναι εκφράσεις της ίδιας θείας πραγματικότητας. Εκδηλώνεται ως βαθιά ευγνωμοσύνη για το ίδιο το δώρο της ύπαρξης. Εκδηλώνεται ως μια ήσυχη χαρά που παραμένει ακόμη και μέσα στη δοκιμασία, διότι γνωρίζουμε ότι κάτω από τα κύματα της ευχαρίστησης και του πόνου βρίσκεται ο ωκεανός της θείας παρουσίας.

Οι μύστες μιλούν με μία φωνή διαμέσου των παραδόσεων όταν μας λένε ότι η αληθινή πνευματικότητα δεν είναι μια απόδραση από τον κόσμο αλλά η ικανότητα να τον βλέπουμε με νέα μάτια—μάτια που διακρίνουν τη θεία παρουσία να λαμπυρίζει μέσα σε όλα τα πράγματα. Όπως έγραψε ο Γουίλιαμ Μπλέικ:

"Να δεις έναν κόσμο μέσα σε έναν κόκκο άμμου,
Και έναν Παράδεισο σε ένα άγριο λουλούδι,
Να κρατήσεις το Άπειρο στην παλάμη του χεριού σου,
Και την Αιωνιότητα σε μια ώρα
."

Η Πρόσκληση της Θείας Απουσίας

Ίσως, λοιπόν, αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως απουσία του Θείου είναι στην πραγματικότητα μια θεία πρόσκληση—μια ιερή κενότητα που μας καλεί βαθύτερα μέσα στο μυστήριο. Όπως ένας γονέας που κάνει πίσω για να επιτρέψει στο παιδί του να περπατήσει, η θεία απουσία δημιουργεί χώρο για την πνευματική μας ωρίμανση. Δεν είναι εγκατάλειψη, αλλά η πιο βαθιά έκφραση αγάπης, διότι τιμά την ελευθερία μας να ανακαλύψουμε την αληθινή μας φύση.

Υπό αυτό το πρίσμα, η πνευματική αναζήτηση δεν είναι ένας απεγνωσμένος αγώνας για κάτι που λείπει, αλλά μια σταδιακή αφύπνιση σε αυτό που ήταν πάντοτε παρόν. Το ταξίδι δεν είναι προς το Θείο, αλλά μέσα στο Θείο. Η καρδιά που επιδιώκουμε να εισέλθουμε ήταν πάντοτε η κατοικία μας.

Καθώς αγκαλιάζουμε αυτό το παράδοξο της θείας παρουσίας μέσα στην απουσία, βρίσκουμε τον εαυτό μας να ζει όλο και περισσότερο από εκείνο το σιωπηλό κέντρο όπου όλα τα αντίθετα συμφιλιώνονται. Ανακαλύπτουμε ότι η καρδιά του Θεού δεν είναι ένας απομακρυσμένος ναός, αλλά το ίδιο το θεμέλιο της ύπαρξής μας—όχι ένα μελλοντικό επίτευγμα, αλλά μια αιώνια πραγματικότητα που περιμένει να αναγνωριστεί σε κάθε παρούσα στιγμή.

Στο τέλος, ίσως η μεγαλύτερη μυστικιστική αλήθεια είναι αυτή: Δεν εισερχόμαστε στην καρδιά του Θείου μέσω εξαιρετικής προσπάθειας ή κατορθώματος, αλλά μέσω εξαιρετικής παράδοσης. Και μέσα σε αυτήν την παράδοση, ανακαλύπτουμε ότι ήδη είμαστε στο σπίτι μας.

Η Αλήθεια Υπάρχει από Μόνη της: Πέρα από το Πέπλο της Ανθρώπινης Αντίληψης

Στους αχανείς χώρους πέρα από την κατανόησή μας, η αλήθεια στέκει κυρίαρχη—μια αμετάβλητη πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνειδητοποίησή μας ή την αναγνώρισή της. Δεν δημιουργείται ούτε καταστρέφεται, απλώς είναι. Ενώ διαμορφώνουμε αφηγήσεις και κατασκευάζουμε νοητικά πλαίσια για να συλλάβουμε αποσπάσματα αυτής της ανώτερης αλήθειας, αυτό που τελικά αντιλαμβανόμαστε ίσως να είναι απλώς σκιές που προβάλλονται στους τοίχους της περιορισμένης κατανόησής μας.

Το Αιώνιο Παράδοξο

Η αλήθεια υπάρχει από μόνη της, αγνή και απρόσβλητη, σαν μια βουνοκορφή καλυμμένη από τα σύννεφα της ανθρώπινης ερμηνείας. Οι αντιλήψεις μας, χρωματισμένες από τα πρίσματα της γλώσσας, του πολιτισμού και της ατομικής εμπειρίας, διαθλούν αυτήν τη μία και μοναδική αλήθεια σε μια πληθώρα προοπτικών. Αυτό που αποκαλούμε γνώση είναι συχνά μια αχνή αντανάκλαση—μια μετάφραση του ανέκφραστου στη γλώσσα του πεπερασμένου.

Οι αρχαίοι μύστες κατανοούσαν αυτό το παράδοξο. Μιλούσαν για το Άρρητο Τάο, το Άρρητο Μπράχμαν, το Έιν Σοφ που ξεπερνά κάθε ορισμό. Αυτές οι παραδόσεις αναγνώριζαν ότι η απόλυτη πραγματικότητα αψηφά την περιχαράκωση μέσα στα όρια της ανθρώπινης σκέψης. Τη στιγμή που επιχειρούμε να εκφράσουμε την αλήθεια, αναπόφευκτα τη διαστρεβλώνουμε, καθώς οι λέξεις είναι εργαλεία υπερβολικά ακατέργαστα για να συλλάβουν την ουσία της.

Το Ψέμα που Ζούμε

Η καθημερινή μας ύπαρξη εκτυλίσσεται μέσα σε μια κατασκευασμένη πραγματικότητα—μια ταπισερί συμβόλων, εννοιών και κοινωνικών συμφωνιών που λανθασμένα θεωρούμε θεμελιώδη αλήθεια. Πλοηγούμαστε στη ζωή καθοδηγούμενοι από χάρτες που ελάχιστα μοιάζουν με το έδαφος που υποτίθεται πως απεικονίζουν. Αυτοί οι χάρτες εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες, αλλά παραμένουν το πολύ προσεγγίσεις—στη χειρότερη περίπτωση, κατασκευές.

Ο σύγχρονος κόσμος ενισχύει αυτήν τη διαστρέβλωση. Περιβαλλόμαστε από τεχνολογίες που μεσολαβούν στην εμπειρία μας, οθόνες που πλαισιώνουν την όρασή μας, αλγόριθμους που επιμελούνται την κατανόησή μας. Κάθε στρώμα ερμηνείας μας απομακρύνει ακόμη περισσότερο από την άμεση επαφή με αυτό που είναι. Μπερδεύουμε το μενού με το γεύμα, το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι με το ίδιο το φεγγάρι.

Το Πέπλο του Διαχωρισμού

Στην καρδιά της αποσύνδεσής μας από την αλήθεια βρίσκεται η ψευδαίσθηση της διαχωριστικότητας—η πεποίθηση ότι ο παρατηρητής βρίσκεται ξεχωριστά από το παρατηρούμενο. Αυτή η δυϊστική προοπτική κατακερματίζει το αδιάσπαστο όλον σε υποκείμενο και αντικείμενο, γνώστη και γνωστό. Ωστόσο, σε στιγμές βαθιάς ενόρασης, οι μύστες όλων των εποχών έχουν διαπεράσει αυτό το πέπλο και έχουν αναγνωρίσει τη θεμελιώδη ενότητα που υποβαστάζει κάθε φαινομενική διαίρεση.

Όπως λένε οι Ουπανισάδες: «Εκείνο είσαι εσύ». Ο αντιληπτός και ο αντιλαμβανόμενος είναι εκφάνσεις της ίδιας υποκείμενης πραγματικότητας. Τα όρια που θεωρούμε πως υπάρχουν μεταξύ εαυτού και άλλου, νου και ύλης, ανθρώπινου και θείου, ίσως είναι κατασκευές της συνείδησης και όχι χαρακτηριστικά της απόλυτης αλήθειας.

Πέρα από τη Χρησιμότητα

Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει ανυψώσει τη χρησιμότητα σε αλήθεια. Εκτιμούμε τη γνώση για ό,τι μας επιτρέπει να χειραγωγούμε, να ελέγχουμε και να μεταμορφώνουμε. Αυτή η πραγματιστική προσέγγιση αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως πρώτη ύλη προς διαμόρφωση σύμφωνα με τις ανθρώπινες επιθυμίες, παρά ως μυστήριο προς προσέγγιση με ευλάβεια και ταπεινότητα.

Ο μύστης αναγνωρίζει τους περιορισμούς αυτής της χρησιμοθηρικής προοπτικής. Η αλήθεια υπερβαίνει τη χρησιμότητα. Δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί ανθρώπινους σκοπούς, αλλά στέκει ολοκληρωμένη μέσα στην ίδια της την ύπαρξη, αδιάφορη προς τα σχέδιά μας. Όταν περιορίζουμε την αλήθεια σε ό,τι μας εξυπηρετεί, ανταλλάσσουμε το άπειρο με το απλώς χρήσιμο—μια συμφωνία που φτωχαίνει την ψυχή, ακόμη κι αν εμπλουτίζει την υλική ύπαρξη.

Στιγμές του Απόλυτου

Παρά το πέπλο των περιορισμών μας, η ανθρώπινη συνείδηση περιστασιακά διαπερνά το φράγμα και ατενίζει την άνευ όρων αλήθεια. Σε στιγμές βαθιάς διαλογιστικής ηρεμίας, καλλιτεχνικής έμπνευσης ή αυθόρμητης αφύπνισης, το κατασκευασμένο εγώ διαλύεται προσωρινά, επιτρέποντας την άμεση αντίληψη αυτού που κείτεται πέρα.

Αυτές οι αποκαλύψεις δεν έρχονται μέσω διανοητικής δύναμης αλλά μέσω εγκατάλειψης—μιας εκούσιας παραίτησης από τον ελεγκτικό νου που αδιάκοπα διαμορφώνει την εμπειρία ώστε να ταιριάζει με προϋπάρχοντα μοτίβα. Όταν η σκέψη υποχωρεί, όταν οι ερμηνευτικοί μηχανισμοί του εγώ αναστέλλουν προσωρινά τη δραστηριότητά τους, κάτι άλλο μπορεί να αποκαλυφθεί: η πραγματικότητα χωρίς διαμεσολάβηση, η αλήθεια όπως υπάρχει από μόνη της.

Το Μονοπάτι της Άγνοιας

Η αναζήτηση της αυθεντικής αλήθειας απαιτεί μια ριζική ταπεινότητα—μια αναγνώριση της θεμελιώδους άγνοιάς μας, παρά τη συσσώρευση γεγονότων και θεωριών. Το ταξίδι του μύστη δεν αρχίζει με την απόκτηση γνώσης, αλλά με την απελευθέρωση από την προσκόλληση σε αυτά που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε.

Αυτή είναι η σοφία της «μορφωμένης άγνοιας» που περιέγραψε ο Νικόλαος Κουζάνος, το «νέφος της αγνωσίας» που εισήλθε ο ανώνυμος μεσαιωνικός μυστικιστής, η «αρνητική οδός» της αποφατικής θεολογίας. Μέσω της συστηματικής άρνησης των εννοιών και των αναπαραστάσεών μας, δημιουργούμε χώρο για την άμεση συνάντηση με αυτό που υπερβαίνει τη νοητική σύλληψη.

Αλήθεια Πέρα από τις Λέξεις

Η γλώσσα μας προδίδει όταν πλησιάζουμε τα όρια της απόλυτης αλήθειας. Οι λέξεις λειτουργούν μέσω διακρίσεων και ορισμών, όμως το απόλυτο υπερβαίνει όλα τα όρια και τις κατηγορίες. Γι' αυτό οι μύστες συχνά καταφεύγουν στο παράδοξο, την ποίηση και τη σιωπή—όχι ως υπεκφυγές, αλλά ως αναγνωρίσεις των εγγενών περιορισμών της διανοητικής σκέψης.

Το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι δεν είναι το φεγγάρι. Ο χάρτης δεν είναι η επικράτεια. Η λέξη «νερό» δεν σβήνει τη δίψα. Κι όμως, μέσα από αυτά τα ατελή μέσα, κάτι από το ανέκφραστο μπορεί να μεταδοθεί—όχι ως πληροφορία προς επεξεργασία, αλλά ως πρόσκληση για άμεση εμπειρία.

Ο Καθρέφτης της Συνείδησης

Εάν η αλήθεια υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη αντίληψη, ποια είναι τότε η σχέση μεταξύ συνείδησης και πραγματικότητας; Ίσως η συνείδηση δεν λειτουργεί ως δημιουργός της αλήθειας, αλλά ως καθρέφτης της—μια αντανακλαστική επιφάνεια όπου το απόλυτο μπορεί να συλλογιστεί τον εαυτό του. Όπως λέει η ερμητική παράδοση: «Όπως επάνω, έτσι και κάτω».

Η ύψιστη αποστολή μας μπορεί να είναι να γυαλίσουμε αυτόν τον καθρέφτη, να αφαιρέσουμε τις παραμορφώσεις που εισάγουν το εγώ, η επιθυμία και ο φόβος. Μέσα από πρακτικές παρουσίας, προσοχής και παράδοσης, μπορούμε να γίνουμε πιο διαφανείς στην αλήθεια που προσφέρεται αδιάκοπα, ανεξάρτητα από την ετοιμότητά μας να τη δεχτούμε.

Η Αιώνια Επιστροφή

Το ταξίδι προς την αλήθεια ακολουθεί μια σπειροειδή πορεία αντί για μια γραμμική εξέλιξη. Επανερχόμαστε διαρκώς στα ίδια θεμελιώδη ερωτήματα, αλλά με κάθε κύκλο τα προσεγγίζουμε από μια διευρυμένη οπτική. Αυτό που φαινόταν αντίφαση αποκαλύπτεται ως συμπληρωματικότητα· αυτό που έμοιαζε κατακερματισμένο αποδεικνύεται ως όψεις ενός μεγαλύτερου όλου.

Αυτή η αιώνια επιστροφή αντικατοπτρίζει την κυκλική φύση της ίδιας της ύπαρξης—την εισπνοή και την εκπνοή του σύμπαντος, τον χορό της εκδήλωσης και της διάλυσης. Η αλήθεια παραμένει σταθερή, ενώ η ικανότητά μας να την κατανοούμε εξελίσσεται μέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις, καθεμία ατελής, αλλά όλες δείχνουν πέρα από τον εαυτό τους.

Το Ιερό Παράδοξο

Η απόλυτη αλήθεια μπορεί να είναι ταυτόχρονα παρούσα παντού και πουθενά, προσιτή σε όλους, αλλά κατανοητή από λίγους. Υπάρχει ως δυνατότητα μέσα σε κάθε στιγμή της καθημερινής εμπειρίας, κι όμως παραμένει πάντα πέρα από την πλήρη διατύπωση ή κατανόηση. Αυτό το παράδοξο βρίσκεται στην καρδιά της μυστικής προοπτικής.

Το να αγγίξουμε την αλήθεια σημαίνει να μεταμορφωθούμε από αυτήν. Ο διαχωρισμός μεταξύ γνώστη και γνωστού διαλύεται μέσα στη φωτιά της άμεσης αναγνώρισης. Αυτό που απομένει δεν είναι πληροφορία, αλλά φώτιση—όχι κάτι προς κατοχή, αλλά κάτι που μας κατέχει· όχι ένα συμπέρασμα, αλλά ένα άνοιγμα προς ένα ολοένα και βαθύτερο μυστήριο.

Στη σιωπή πέρα από αυτές τις λέξεις, στο κενό ανάμεσα στις σκέψεις, στο χάσμα μεταξύ των αναπνοών—εκεί η αλήθεια υπάρχει από μόνη της, υπομονετική και ολοκληρωμένη, περιμένοντας ούτε την ανακάλυψή μας ούτε την επιβεβαίωσή μας, κι όμως απόλυτα διαθέσιμη σε εκείνους που πλησιάζουν με άδεια χέρια και ανοιχτές καρδιές.

Μην ζεις τη ζωή σου σαν μεθυσμένος

Στάθηκα στο κέντρο του κόσμου. Τους βρήκα όλους μεθυσμένους. Δεν βρήκα κανένα να διψάει.

Και η ψυχή μου γέμισε θλίψη για τους ανθρώπους, γιατί η καρδιά τους είναι τυφλή και δεν βλέπουν ότι άδειοι ήρθαν στον κόσμο και άδειοι πρόκειται να φύγουν από τον κόσμο πάλι.

Τώρα, όμως, είναι μεθυσμένοι. Όταν το κεφάλι ξεκαθαρίσει από το κρασί τους, τότε θα μετανιώσουν.

Η μέθη παραμένει, αλλά μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Δεν είσαι άγρυπνος δεν είσαι ξύπνιος, απλώς νομίζεις πως είσαι άγρυπνος και ξύπνιος. Ο ύπνος συνεχίζεται από τη γέννηση ως το θάνατο.

Ο Γκουρτζίεφ συνήθιζε να λέει μια μικρή ιστορία: Ένας άνθρωπος, που είχε χιλιάδες πρόβατα, είχε προβλήματα, γιατί πολλά από τα πρόβατα χανόταν κι έπεφταν θύματα άγριων ζώων. Ρώτησε, λοιπόν, ένα μάγο, ο οποίος τού συνέστησε να πάρει σκύλους φύλακες. Πήρε, λοιπόν, εκατό σκύλους να φυλάνε τα πρόβατα. Δεν άφηναν τα πρόβατα να βγουν έξω και, αν κάποιο προσπαθούσε να φύγει, το σκότωναν. Σιγά-σιγά, συνήθισαν να σκοτώνουν τόσο, που άρχισαν να δολοφονούν τα πρόβατα κι έγιναν επικίνδυνοι. Ξαναπήγε ο άνθρωπος στο μάγο και είπε: “Είναι επικίνδυνο πια! Οι προστάτες έγιναν δολοφόνοι.”

Έτσι συμβαίνει πάντα! Κοίτα τους πολιτικούς σας: Είναι οι προστάτες, οι φύλακες, όταν όμως αποκτήσουν δύναμη, αρχίζουν να σκοτώνουν.

Είπε, λοιπόν, ο μάγος: “θα έρθω ο ίδιος, γιατί δεν υπάρχει παρά μόνο ένας τρόπος.” Όταν έφτασε, υπνώτισε όλα τα πρόβατα και τους είπε: “Είστε ξύπνια, άγρυπνα, τελείως ελεύθερα. Κανένας δεν είναι αφέντης σας.”

Τότε, τα πρόβατα έμειναν υπνωτισμένα και δεν πήγαιναν πουθενά. Δεν προσπαθούσαν να ξεφύγουν, γιατί δεν αισθανόταν πια φυλακισμένα. Πίστευαν πως ήταν αφέντες, κύριοι του εαυτού τους. Ακόμα κι όταν ο αφέντης έσφαζε ένα πρόβατο, τα υπόλοιπα σκεφτόταν: “Αυτή ήταν η δική μοίρα του, όχι η δική μου. Κανένας δεν μπορεί να σκοτώσει εμένα. Εγώ έχω αθάνατη ψυχή και είμαι απόλυτα ελεύθερο. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη να το σκάσω. Έτσι, οι σκύλοι έπαψαν να είναι απαραίτητοι και ο αφέντης ήταν ήσυχος, αφού τα πρόβατα ήταν υπνωτισμένα. Ζούσαν σε μια μισοκοιμισμένη κατάσταση, στην οποία βρίσκεσαι κι εσύ.

Στην κατάσταση που σε βρίσκω εγώ. Εσένα, όμως, δεν σε έχει υπνωτίσει κανένας. Έχεις υπνωτιστεί από μόνος σου. Εσύ είσαι και ο μάγος που υπνώτισε τα πρόβατα και το πρόβατο που έχει υπνωτιστεί. Έχεις αυτοϋπνωτιστεί. Υπάρχει τρόπος να αυτοϋπνωτιστείς: Όταν σκέφτεσαι κάτι επίμονα, θα υπνωτιστείς μ’ εκείνη τη σκέψη. Αν κοιτάζεις κάτι επίμονα, θα υπνωτι­στείς. Αν ασχολείσαι με κάτι συνέχεια, θα υπνωτιστείς μαζί του.

Κάποτε, ένας Γάλλος ποιητής πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον ξενάγησαν στην Νέα Υόρκη και ο ξεναγός τον πήγε στο Εμπάϊαρ Στέϊτ Μπίλντινγκ. Ο ποιητής το κοίταζε θαμπωμένος. Κοίταζε για πολλή ώρα κι ύστερα είπε: “Μου θυμίζει το σεξ.” Ο ξεναγός τον κοίταξε με απορία. Είχε ακού­σει πολλών ειδών αντιδράσεις, αλλά αυτό ήταν κάτι καινούργιο. Κανένας δεν είχε πει, κοιτάζοντας το Εμπάϊαρ Στέϊτ Μπίλντινγκ ότι τού θύμιζε το σεξ. Ρώτησε λοιπόν: “Αν αυτό δεν σας προσβάλλει, πείτε μου πώς είναι δυνατόν να σας θυμίζει το σεξ; Και ο άλλος απάντησε, “Όλα μου το θυμίζουν!”

Αν σκέφτεσαι συνεχώς το σεξ, υπνωτίζεσαι. Ύστερα, όλα σου φαίνο­νται σεξουαλικά. Ακόμα κι όταν μπαίνεις σ’ ένα ναό, ο ναός σου θυμί­ζει το σεξ. Πού βρίσκεσαι δεν έχει σημασία, γιατί κουβαλάς το νου σου μαζί και ο νους συνεχώς φτιάχνει ένα δικό του κόσμο γύρω σου. Άλλος έχει υπνωτιστεί με το σεξ, άλλος έχει υπνωτιστεί με τα πλούτη, άλλος έχει υπνωτιστεί με τη δύναμη και όλοι είναι υπνωτισμένοι. Και δεν σε υπνώτισε κανένας. Εσύ ο ίδιος το έκανες στον εαυτό σου. Είναι δική σου δουλειά.

Το κάνεις, όμως, από τόσο παλιά, που ξέχασες εντελώς πως είσαι και ο μάγος και το πρόβατο. Όταν ένας άνθρωπος συνειδητοποιήσει, “Εγώ είμαι ο μάγος, εγώ και το πρόβατο,” τότε τα πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Έχει ανάψει η σπίθα τής πρώτης μεταμόρφωσης. Ποτέ δεν θα είναι ξανά ο ίδιος. Η ύπνωση έχει αρχίσει να περνά. Το γυαλί έχει ραγίσει. Ένα κομμά­τι συνειδητότητας έχει ξυπνήσει μέσα σου.

Μπορεί να υπάρχουν πολλά αντικείμενα για την ύπνωσή σου. Βρες ποιο είναι το κυριότερο αντικείμενο της δικής σου ύπνωσης, ποιο σε ελκύει περισσότερο, ποιο έχει γίνει το κεντρικό σημείο τού εαυτού σου. Έπειτα, κοίταξε, πώς υπνωτίστηκες μαζί του.

Η επανάληψη είναι η μέθοδος της ύπνωσης: Το να κοιτάζεις ή να σκέ­φτεσαι κάτι συνέχεια. Αν πας σε έναν υπνωτιστή, θα σου πει: “Τώρα κοιμάσαι, κοιμάσαι, κοιμάσαι....” Συνεχίζει να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα, με την ίδια μονότονη φωνή και σύντομα βρίσκεσαι να κοιμά­σαι βαθιά. Και δεν έκανε τίποτε. Απλώς επαναλάμβανε το ίδιο πράγμα. Ακούγοντας το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, πέφτεις σε ύπνο. Έχεις υπνωτίσει τον εαυτό σου.

Θυμήσου το, γιατί το κάνεις συνέχεια, η κοινωνία το κάνει συνέχεια. Ο μηχανισμός τής προπαγάνδας στηρίζεται στην επανάληψη. Οι πολιτικοί επαναλαμβάνουν ορισμένα πράγματα συνέχεια. Το επαναλαμβάνουν και δεν ασχολούνται με το αν ακούς ή όχι. Αν δίνεις προσοχή ή όχι δεν έχει σημασία, διότι αν συνεχίσουν να επαναλαμβάνουν, σιγά-σιγά σε έχουν πεί­σει, σε έχουν καταφέρει, όχι με τη λογική, όχι με το νου. Ποτέ δεν φέρ­νουν επιχειρήματα αλλά, μέσα από την επανάληψη, σε υπνωτίζουν.

Απλή επανάληψη, προπαγάνδα. Η απλούστερη δια­δικασία, για να μετατραπεί ένα ψέμα σε αλήθεια είναι η συνεχής επανάληψη. Όταν συνεχώς επαναλαμβά­νεις ένα ορισμένο πράγμα... Όταν καπνίζεις, όταν καπνίζεις κάθε μέρα, αυτό γίνεται μια ύπνωση. Τότε, ακόμα κι αν καταλάβεις πως είναι άχρηστο, ανώφελο, βλαβερό, ανόητο, επικίνδυνο στην υγεία, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι’ αυτό, γιατί τώρα έχεις αυτοϋπνωτιστεί.

Όταν είσαι υπνωτισμένος, δεν σταματάς ποτέ. Ο θάνατος δεν έχει τόση σημασία. Θα συνεχίσεις στην επόμενη ζωή σου, με τα παιδία σου με τον ίδιο τρό­πο, γιατί η επόμενη ζωή αρχίζει από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη. Είναι μια συνέχεια.

Όταν, λοιπόν, γεννιέται ένα παιδί, στην πραγματικότητα, δεν είναι παι­δί, αλλά ένας πολύ παλιός άνθρωπος, πανάρχαιος. Κουβαλά μαζί του όλα τα πανάρχαια κάρμα, όλες τις συνήθειες. Αρχίζει σαν να ήταν γέρος. Εί­ναι ήδη υπνωτισμένος. Αυτό ονομάζουν οι ινδουιστές κάρμα. Τι είναι το κάρμα; Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της θεωρίας τού κάρ­μα; Το κάρμα είναι μια μέθοδος αυτοΰπνωσης. Όταν επαναλαμβάνεις μια πράξη συνέχεια, υπνωτίζεσαι. Τότε, το κάρμα, η πράξη, γίνεται ο κύριος κι εσύ δεν είσαι παρά ο σκλάβος.

Τι κέρδισες με το σεξ; Έχεις κερδίσει τίποτε ή είναι απλώς μια επανάληψη; Το επαναλαμβάνεις, όμως, από τόσο παλιά, που αν σταματήσεις τώρα, θα νομίζεις ότι σου λείπει κάτι. Αν συνεχίσεις, αισθάνεσαι ότι δεν κερδίζεις τίποτε. Αν δεν κερδίζεις τίποτε συνεχίζοντας, τότε δεν θα σου λείψει τίποτε όταν σταματήσεις. Τότε, γιατί αισθάνεσαι ότι σου λείπει κάτι; Είναι απλώς μια παλιά συνήθεια: το κάρμα, οι συνήθειες. Το επανέλαβες τόσες φορές, που έχεις υπνωτιστεί. Τώρα πρέπει να το συνεχίσεις. Έχει γίνει έμμονη ιδέα, έχει γίνει αναγκαίο.

Παρατήρησε: Ένας άλλος τρώει πολύ. Ξέρει πως είναι κακό, υποφέρει απ’ αυτό, είναι άρρωστος συνέχεια, παρόλα αυτά, όμως, όταν καθίσει να φάει, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Έχει γίνει αναγκαίο. Πώς έγινε αναγκαίο; Το έχει κάνει τόσο πολλές φορές, που έχει υπνωτιστεί. Είναι μεθυσμένος.

Όταν ο νους είναι μεθυσμένος, βρίσκεις πολλές δικαιολογίες, μα είναι όλες ψεύτικες. Θα βρεις δικαιολογίες για το σεξ, θα βρεις δικαιολογίες για το κάπνισμα, θα βρεις δικαιολογίες για τη δίψα σου για δύναμη, για τη λαγνεία σου, όλες όμως είναι δικαιολογίες. Η πραγματι­κότητα είναι ότι είσαι κάτω από την επιρροή μιας έμμονης ιδέας, ότι είσαι υπνωτισμένος. Μεθυσμένους και βαθιά κοιμισμένους. Εσύ δεν μπορείς να το δεις, αφού κι ο ίδιος κοιμάσαι. Αν δεν ξυπνήσεις, δεν μπο­ρείς να συνειδητοποιήσεις τι γίνεται γύρω σου.

Όλος ο κόσμος κινείται σαν υπνοβάτης. Γι’ αυτό υπάρχει τόση δυστυ­χία, τόση βία, τόσοι πόλεμοι. Δεν είναι ανάγκη, αλλά πρέπει να γίνει έτσι, γιατί οι άνθρωποι που είναι μεθυσμένοι και κοιμούνται, δεν μπορούν να είναι υπεύθυνοι για τίποτε. Αν κάποιος ερχόταν να σε ρωτήσει τι χρειάζεται να κάνει, για να αλλάξεις, θα έλεγε: “Αν δεν ξυπνή­σεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε για ν’ αλλάξεις.” Τί μπορείς να κάνεις; Τί μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που κοιμάται βαθιά, για ν’ αλλάξει τα όνειρά του; Τί μπορεί να κάνει;

Οι άνθρωποι έκαναν την ίδια ερώτηση στον Γκουρτζίεφ και ο Γκουρτζίεφ είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός άνθρωπος στην εποχή μας, όχι ο πάπας στο Βατικανό. Ο Γκουρτζίεφ είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός, διότι το πίστευε και δούλευε. Ο Γκουρτζίεφ συνήθιζε να λέει επίσης, ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, αν προηγουμένως δεν υπάρχεις. Και, όταν δεν είσαι ξύπνιος, δεν υπάρχεις, απλώς πιστεύεις πως υπάρχεις. Η πίστη δεν θα σε βοηθήσει.

Κοίταξε τώρα αυτά τα λόγια. Είναι όλα αυτά πολύ σημαντικά, βαθιά, με μεγάλη σημασία και μπορούν να γίνουν φωτεινοί οδηγοί στο δρόμο σου. Θυμήσου τα!

Τους βρήκα όλους μεθυσμένους. Δεν βρήκα κανένα να διψάει.

Αυτή, όμως, είναι η κατάσταση όλων. Πολλές φορές ήρθα σ’ εσάς και σας βρήκα να κοιμάστε βαθιά. Όσες φορές ήρθα σ’ εσάς, κοιμόσασταν βαθιά. Ο ύπνος σας έχει γίνει δεύτερη φύση. Τι σημαίνει υπνηλία; Σημαίνει ότι δεν έχεις επίγνωση ότι υπάρχεις. Τότε, οτιδήποτε κάνεις είναι ανεύθυνο. Είσαι τρελός και οτιδήποτε κάνεις το κάνεις όπως ένας μεθυσμένος!

Ωφελιμισμός και Ηδονιστικό Σύστημα

Ένας πραγματιστικός ωφελιμισμός. Ποιο είναι το φιλοσοφικό σκηνικό; Δεν είναι η σχολή, ούτε το Πανεπιστήμιο ή ο μυστικός χώρος, αλλά το ανοιχτό θέατρο του κόσμου και της καθημερινής ζωής. Σ’ αυτήν τη δεύτερη ομάδα, η έννοια, η ιδέα, η θεωρία δεν έχουν την ίδια υπόσταση μ’ εκείνη της ιδεαλιστικής πλευράς. Στην υπαρξιακή λογική δεν υπάρχει η λατρεία του λόγου: η λέξη χρησιμεύει στην ανταλλαγή, στην επικοινωνία, στη διατύπωση, και όχι στον διαχωρισμό. Η θεωρία προτείνει μια εφαρμογή, έχει ως στόχο μια πρακτική. Πέραν αυτής δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Σε μια νομιναλιστική λογική οι λέξεις χρησιμεύουν ωφελιμιστικά και δεν είναι τίποτε άλλο από πρακτικά όργανα. Δεν υπάρχει λατρεία του λόγου...

Υποστηρίζω μια ωφελιμιστική και πραγματιστική φιλοσοφία και όχι την αντίπαλο αδελφή της: την ιδεαλιστική και εννοιολογική. Μόνο η πρώτη επιτρέπει το υπαρξιακό σχέδιο. Προτού όμως συνεχίσουμε, πρέπει να εξαγνίσουμε αυτές τις δύο έννοιες, καθώς στην κλασική παράδοση ο ωφελιμισμός και ο πραγματισμός επιδέχονται δύο σημασίες, όπως συμβαίνει συχνά με τις έννοιες της φιλοσοφικής παρόδου: έτσι, οι όροι υλιστής, αισθησιοκράτης, κυνικός, επικούρειος, σοφιστής, σκεπτικός διαθέτουν στο λεξικό ένα φιλοσοφικό λήμμα, αλλά και μια κοινή σημασία. Περιέργως, η δεύτερη αντικρούει την πρώτη, σε σημείο που η μία μοιάζει να αναιρεί την άλλη.

Αυτό συμβαίνει με τον υλιστή: σύμφωνα με τον φιλόσοφο, είναι ο στοχαστής που ισχυρίζεται ότι ο κόσμος ανάγεται σε μια απλή και ξεκάθαρη διάταξη της ύλης· όμως, για τους κοινούς θνητούς, είναι το άτομο που έχει εμμονή με τη συσσώρευση υλικών αγαθών και πλούτου· το ίδιο ισχύει και για τον κυνικό: μαθητής του Διογένη εκ Σινώπης, άρα και οπαδός του ασκητισμού και μιας άκαμπτης ηθικής ευθύτητας, αλλά και χυδαίο άτομο χωρίς πίστη ούτε νόμο· αλλά και με τον επικούρειο, που χαρακτηρίζει τον μαθητή του Επίκουρου, τον οπαδό μιας λιτής ζωής και του ασκητισμού, και ταυτόχρονα ένα πρόστυχο, χυδαίο και φιλήδονο άτομο· ο σοφιστής διακηρύσσει έναν μεθοδολογικό προοπτικισμό, εκφράζει όμως ταυτόχρονα, για την πλειοψηφία του κόσμου, το άτομο που αρέσκεται σε δόλιους συλλογισμούς έχοντας στόχο την επιτυχία με κάθε μέσο· και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά ακόμα παραδείγματα.

Ο ωφελιμιστής, όπως γνωρίζουν οι φιλόσοφοι, προέρχεται απευθείας από τον Τζέρεμι Μπένθαμ, σπουδαίο στοχαστή, και τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, για τους οποίους η αρχή της ωφέλειας, δηλαδή η μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, δρα ως κεντρικό σημείο της ηθικής φιλοσοφίας.

Η δεοντολογία (1834) του πρώτου και ο Ωφελιμισμός (1838) του δεύτερου θέτουν τις βάσεις αυτής της δυναμικής σκέψης, που όμως παραμερίστηκε από τους υποστηρικτές της ιδεαλιστικής παράδοσης. Σ’ αυτούς τους Αγγλοσάξονες δεν υπάρχει νεφελώδης σκέψη, αλλά μια ξεκάθαρη, ακριβής, κατανοητή φιλοσοφία, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε μεταφυσική προκατάληψη, και κυρίως, θανάσιμο αμάρτημα για την κυρίαρχη κάστα, μια σοφία ικανή να παραγάγει αποτελέσματα στην καθημερινή ζωή, στην πιο συνηθισμένη πραγματικότητα.

Για τον μέσο άνθρωπο ο ωφελιμισμός στιγματίζει τη συμπεριφορά ενός συμφεροντολόγου ατόμου ως προς τις σχέσεις του με τους άλλους, ανίκανου να φερθεί με γενναιοδωρία και ανιδιοτέλεια. Κάθε πολιτική, σκέψη ή οικονομία που χαρακτηρίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι είναι εγωιστική, ότι δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους, αλλά ότι το μόνο που την απασχολεί είναι τα άμεσα, χειροπιαστά αποτελέσματα. Προστίθεται και μια δόση κυνισμού και μακιαβελισμού: ο ωφελιμιστής έχει ως στόχο και επιθυμεί ό,τι παρουσιάζει οφέλη ηχηρά και εντυπωσιακά, υλικά και απτά, άμεσα και καθημερινά. Βέβαια, όλα αυτά βρίσκονται στον αντίποδα της σκέψης του Μπένθαμ ή του Μιλ. Τι γίνεται δηλαδή σ’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση με τη μεγαλύτερη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, εφόσον υπάρχει η άμεση μικρή ικανοποίηση του ενός και μόνο;

Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τον πραγματισμό. Από φιλοσοφική πλευρά, αυτό το ρεύμα δείχνει σε όλες τους τις διαστάσεις τη γνώση και τον ορθολογικό σκοπό. Με άλλα λόγια: αυτός ο νέος θετικισμός προτείνει μια θεωρία της αληθείας που απορρίπτει το απόλυτο των ιδεαλιστών προς όφελος της επιστημολογικής σχετικότητας. Όταν ο Πιρς δημιουργεί το σημείο και το αντικείμενο το 1878, σε ένα άρθρο με τίτλο «Πώς να κάνουμε σαφείς τις ιδέες μας;», θέτει τις βάσεις μιας αυθεντικής φιλοσοφίας της ενδοκοσμικότητας. Καμία σχέση με την αδυναμία αντιμετώπισης των πραγμάτων μόνο από πρακτική πλευρά, ή σε σχέση με το προεξοφλημένο αποτέλεσμα...

Ο πραγματιστικός ωφελιμισμός που προτείνω παραπέμπει στη φιλοσοφική συνεπειοκρατία: δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, ούτε καλό, κακό, αληθινό, ωραίο, δίκαιο καθ’ εαυτά, αλλά σε σχέση με ένα σαφές και ξεκάθαρο σχέδιο. Πρόκειται γι’ αυτό που, με μια ιδιαίτερη οπτική -τον ηδονισμό στην προκειμένη περίπτωση- μας επιτρέπει να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση του σχεδίου πετυχαίνοντας ηδονιστικά αποτελέσματα. Η ιδέα υπάρχει ήδη στο έργο του Μπένθαμ: να σκεφτόμαστε ανάλογα με την πράξη και να την έχουμε ως στόχο σε σχέση με τα αποτελέσματά της.

Ένα ηδονιστικό σύστημα. Συνοψίζοντας: υποστηρίζω λοιπόν μια αντι-ιστορία της φιλοσοφίας ως εναλλακτική λύση αντί της κυρίαρχης ιδεαλιστικής ιστοριογραφίας· μια σωματική λογική και το αντίστοιχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με μια καθαρά ενδοκοσμική οπτική· μια φιλοσοφία που νοείται ως εγωδικία προς δημιουργία και αποκωδικοποίηση· μια φιλοσοφική ζωή ως αποκάλυψη του λόγου· μια υπαρξιακή οπτική με έναν ωφελιμιστικό και πραγματιστικό στόχο.

Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα εστιακό σημείο: τον ηδονισμό. Συχνά προβάλλω αυτό το απόφθεγμα του Σαμφόρ, καθώς λειτουργεί ως ηδονιστική κατηγορική προσταγή: να απολαμβάνεις και να προσφέρεις απόλαυση, χωρίς να κάνεις κακό ούτε στον εαυτό σου ούτε σε οποιονδήποτε άλλον, αυτό είναι ηθική.

Αυτή η φράση τα λέει όλα: προσωπική απόλαυση, οπωσδήποτε, αλλά κυρίως απόλαυση του άλλου, καθώς χωρίς αυτή δε νοείται καμία ηθική, αφού μόνο η υπόσταση του άλλου τής δίνει αυτές τις ιδιότητες. Αν δεν υπάρχει ο άλλος -όπως στο έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ- δεν υπάρχει ηθική... Το ειδικό βάρος αυτού του αποφθέγματος του Σαμφόρ στον χώρο της συνεπειοκρατίας επιδέχεται άπειρες προεκτάσεις.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να προσδώσω σ’ αυτόν τον όρο μια αξιοπρέπεια που δε διαθέτει. Η υποδοχή της φιλοσοφικής μου πρότασης εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια θέτει προβλήματα παρόμοια με εκείνα που αντιμετώπισαν οι υποστηρικτές του αρχαίου ηδονισμού: την άρνηση να μελετηθούν νηφάλια οι λεπτομέρειες των λεγομένων στο όνομα της υστερικής ταραχής που προκαλεί το άκουσμα και μόνο της λέξης ηδονή. Έκτοτε ο καθένας τα βγάζει πέρα με τον εαυτό του και την απόλαυσή του κι έπειτα πολύ συχνά αποδίδει στον άλλον, με την απλούστατη μέθοδο της μεταβίβασης, την εντύπωση που έχει σχηματίσει ο ίδιος για την ηδονή.

Έτσι, πολύ συχνά αναγκάστηκα να αντικρούσω ομιλίες που εξομοίωναν ηδονισμό και φασισμό, ηδονισμό και ναζισμό, ηδονισμό και αμοραλισμό, με την υποψία, δεδομένου ότι έχω παραδεχτεί πως είμαι νιτσεϊστής, μιας κρυφής συμπάθειας για ολοκληρωτικά, δικτατορικά και παρόμοια καθεστώτα! Να απολαμβάνεις χωρίς να προσφέρεις απόλαυση στους άλλους, μ’ αυτήν τη φράση πρέπει πραγματικά να εξομοιωθεί αυτή η φιλοσοφική θεωρία και η χειρότερη απάρνηση κάθε φιλοσοφίας· αλλά να απολαμβάνεις "και" να προσφέρεις απόλαυση στους άλλους: τι έχουν να πουν για το "και" οι υποστηρικτές αυτού του σκανδαλώδους, αλλά τόσο συχνού ολισθήματος;

Φυσικά, υπάρχει και η πιο εύκολη εκδοχή: η εξομοίωση του ηδονισμού με την πρόστυχη, συνήθη και σύγχρονη απόλαυση του φιλελεύθερου καταναλωτισμού. Γαστρονομία πολυτελείας - όταν το πρώτο μου βιβλίο, Η κοιλιά των φιλοσόφων, αντικείμενο παρεξήγησης, έδινε την ευκαιρία για μια ειρωνική προσέγγιση, δυστυχώς για τον είρωνα!, αυτών των θεμάτων περί του σώματος που φιλοσοφεί, της σαρκικής λογικής -βλέπε τη Λογική της λαιμαργίας..- της αισθησιοκρατίας, της υπαρξιακής ψυχοβιογραφίας, της φιλοσοφικής ζωής, της εναλλακτικής ιστοριογραφίας -από τότε και πάλι ο Διογένης...- κ.λπ.

Για να ολοκληρωθεί το πορτρέτο του ηδονιστή ως νέου χοίρου του Επίκουρου, η Θεωρία του ερωτικού σώματος ολοκλήρωσε τον πίνακα: εκεί όπου έθετα τους όρους ενός ηλιακού ερωτισμού, είδαν ένα εγχειρίδιο μεταμοντέρνου φλερτ, έναν πανηγυρικό της συλλογής γυναικών, μια διατριβή για την ελευθεριότητα αλά Δον Ζουάν! Όταν αντιπαραθέτω στην πλατωνική θεωρία της επιθυμίας ως έλλειψης μια δημοκρίτεια λογική της υπερβολής με την απειλή της εκτροπής· όταν προτείνω έναν ελευθεριάζοντα φεμινισμό που εξυμνεί τη γυναίκα, σε αντίθεση με την ιουδαιοχριστιανική λατρεία της παρθένου, ή της συζύγου και μητέρας· όταν υπερασπίζομαι το συνεχώς ανανεώσιμο συναλλαγματικό συμβόλαιο αντί του γάμου· όταν προβάλλω την αξία μιας μεταφυσικής τής στειρότητας σε αντίθεση προς το καθήκον της αναπαραγωγής, γίνομαι το σύμβολο του ελευθεριάζοντα - με τη χυδαία σημασία του όρου, φυσικά...

Η ηδονή παραλύει: η λέξη, τα γεγονότα, η πραγματικότητα, οι ομιλίες που γίνονται επ’ αυτής. Παραλύει ή προκαλεί υστερία. Υπάρχουν πάρα πολλά προσωπικά στοιχήματα που χάθηκαν, πολλοί δεσμοί αλλοτριωμένοι, πάσχοντες, δυστυχισμένοι και αξιολύπητοι, πολλές κρυφές, κρυμμένες αποτυχίες, πολλές δυσκολίες για την ύπαρξη, τη ζωή - τη χαρά. Εξ ου και η απόρριψη της λέξης: κακόβουλη, επιθετική, κακόπιστη κριτική· ή απλώς ξεκάθαρη αποφυγή. Ανυποληψία, δυσφήμιση, υποτίμηση, περιφρόνηση, όλα τα μέσα είναι χρήσιμα αρκεί ν’ αποφύγουμε το θέμα.

Επιμένω στη θεωρητική και υπαρξιακή μου θέση: ο ηδονισμός παρά τις παρεξηγήσεις, προσδιορίζει αυτήν τη θεώρηση του κόσμου που προτείνω στα τριάντα μου βιβλία. Μια ανάγνωση της πραγματικότητας, βέβαια -βλέπε τους τόμους του Ηδονιστικού ημερολογίου- αλλά και μια πρόταση ζωής. Κι αυτό γιατί υπερασπίζομαι επίσης μια έννοια που έχει παρέλθει από τη μόδα της φιλοσοφίας: την έννοια της ολοκληρωμένης σκέψης, την έννοια του συστήματος.

Υπερασπίζομαι δηλαδή μια σκέψη δυνατή, στέρεα, δομημένη, συνεπή, και προσπαθώ να εξετάσω το σύνολο των δυνατών γνώσεων. Ο ηδονισμός παρέχει το κεντρικό θέμα και τα διάφορα έργα μου τις παραλλαγές. Έτσι, έχω προτείνει μια ηθική (Η σμίλευση του εαυτού), μια ερωτική θεωρία (Θεωρία του ερωτικού σώματος) μια πολιτική (Πολιτική του επαναστάτη), μια αισθητική (Αρχαιολογία του παρόντος), μια επιστημολογία (Ανατομικές φαντασίες), μια μεταφυσική (Πραγματεία περί αθεολογίας). Αντιστοίχως: μια αισθητική ηθική, έναν ηλιακό ερωτισμό, μια ελευθεριακή πολιτική, μια κυνική αισθητική, μια τεχνόφιλη βιοηθική και έναν μεταμοντέρνο αθεϊσμό, προϋπόθεση δυνατότητας του συνόλου.

Γενετήσια παιχνίδια

Ναι, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και, ναι, είπα ναι, θα πω Ναι.

Τζέιμς Τζόυς, Οδυσσέας

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ολλανδίας στεγαζόταν σ’ ένα ψηλό, σπηλαιώδες κτίριο στο ιστορικό κέντρο του Λέιντεν. Στο αμφιθέατρό του, που εκτεινόταν σε δύο επίπεδα πάνω από ένα πελώριο κλιμακοστάσιο, πολλές γενιές φοιτητών βιολογίας παρακολούθησαν μαθήματα ζωολογίας. Κατά τη διάρκεια των όχι και τόσο συναρπαστικών αναφορών στη δομή των ποδιών των καρκινοειδών ή στην οδόντωση του κελύφους των μαλακίων, το πιθανότερο είναι πως το βλέμμα τους περιπλανιόταν στα δύο χαρακτηριστικά που έκαναν αξέχαστη τούτη την αίθουσα διαλέξεων: πρώτον, στα πάμπολλα ―εκατοντάδες, για την ακρίβεια― κέρατα από ελάφια, αντιλόπες και άλλα οπληφόρα ζώα που κρέμονταν στους τοίχους· και δεύτερον, στον τεράστιο πίνακα του 1606 που δέσποζε πάνω απ’ το αναλόγιο.

Ο πίνακας απεικονίζει μια φάλαινα-φυσητήρα που έχει ξεβραστεί σε κάποια, ασήμαντη κατά τ’ άλλα, ολλανδική παραλία. Ο Λεβιάθαν κείτεται με το στόμα ορθάνοιχτο και την πλαδαρή γλώσσα του ν’ αγγίζει την άμμο. Λίγοι καλοντυμένοι Ολλανδοί του 17ου αιώνα στέκονται γύρω του, ενώ σε περίοπτη θέση, και πιο κοντά στο νεκρό ζώο, βρίσκεται ένας κύριος με τη γυναίκα του. Χαμογελώντας πρόστυχα και στρέφοντας το κεφάλι προς τη μεριά της, ο άνδρας δείχνει το μήκους δύο μέτρων πέος της φάλαινας που προεξέχει ξεδιάντροπα από το πτώμα και γεννά ένα βλέμμα αμηχανίας στα μάτια της συντρόφου του ― η αμηχανία είναι τέτοια που δεν μπορεί να την κρύψει ούτε το μαυρισμένο από καπνούς αιώνων βερνίκι που καλύπτει τη φιγούρα της.

Τούτες οι λίγες τετραγωνικές παλάμες καμβά, τοποθετημένες στρατηγικά στη χρυσή τομή του πίνακα, αναδεικνύουν δύο πράγματα. Πρώτον, το αδιαμφισβήτητο γεγονός (που το υποστηρίζουν χιλιετίες γκράφιτι σε τουαλέτες, αιώνες υπαινικτικών καρτ-ποστάλ και δεκαετίες φωτογραφιών στο διαδίκτυο) ότι οι άνθρωποι βρίσκουν τα γεννητικά όργανα άκρως συναρπαστικά ― τα δικά τους, αλλά και κατ’ επέκταση των άλλων πλασμάτων. Η εκπληκτική ποικιλομορφία ως προς το σχήμα, το μέγεθος και τη λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων των ζώων προκαλούσε ανέκαθεν μεγάλη κατάπληξη ― χάρη στην οποία το βιβλίο Η σεξουαλική ζωή των άγριων ζώων (The sexual life of wild animals, 1953), η αφίσα τοίχου στις σχολικές αίθουσες της δεκαετίας του 1980 «Πέη του ζωικού βασιλείου» (Penises of the animal kingdom), η οποία μάλιστα πουλήθηκε σε περισσότερα από είκοσι χιλιάδες αντίτυπα, αλλά και η σειρά «Green porno» του καναλιού Sundance (σειρά ταινιών μικρού μήκους με πρωταγωνίστρια μια αναψοκοκκινισμένη Ιζαμπέλλα Ροσελλίνι, που αναπαριστά τη σεξουαλική επαφή διαφόρων ζώων), έγιναν όλα μπεστ-σέλλερ.

Το δεύτερο σημείο που αναδεικνύει το πέος τούτης της φάλαινας-φυσητήρα του 17ου αιώνα είναι μια αλλόκοτη παρατήρηση: η καθολική γοητεία που ασκούν τα γεννητικά όργανα δεν συνοδευόταν, τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα, από εξίσου έντονες επιστημονικές αναζητήσεις. Στα ψηλοτάβανα γραφεία στο βάθος του διαδρόμου που ξεκινούσε από το αμφιθέατρο του Μουσείου, ομάδες βιολόγων εργάζονταν ήσυχα πάνω στην ταξινόμηση της παγκόσμιας βιοποικιλότητας.

Ακολουθώντας τις κλασικές παραδόσεις της ταξινομικής, ζωγράφιζαν, μετρούσαν, φωτογράφιζαν και περιέγραφαν σχολαστικά όλες τις μικρολεπτομέρειες των γεννητικών οργάνων και των διακριτών χαρακτηριστικών τους από κάθε νέο έντομο, αράχνη ή σαρανταποδαρούσα που ανακάλυπταν· και παρ’ όλα αυτά, δεν αναρωτιόντουσαν ποτέ πώς εξελίχθηκαν τούτα τα «απόκρυφα μέρη».

Εκείνος τον οποίο θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε γι’ αυτό είναι ο Δαρβίνος. Στο δεύτερο σημαντικότερο βιβλίο του με τον τίτλο Η καταγωγή του ανθρώπου και η επιλογή σε σχέση με το φύλο (The descent of man, and selection in relation to sex, 1871) ο Δαρβίνος εξηγεί πώς τα δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά ―π.χ. το χρωματιστό φτέρωμα των πουλιών, τα δίκρανα στα κεφάλια των σκαθαριών ή τα κέρατα των ελαφιών― έχουν διαμορφωθεί από τη φυλετική επιλογή, δηλαδή την προσαρμογή στις προτιμήσεις του άλλου φύλου, και όχι από τη φυσική επιλογή, δηλαδή την προσαρμογή στο περιβάλλον. Ο Δαρβίνος αρνείται να εισαγάγει στη θεωρία του τα πρωτεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι η φυλετική επιλογή δεν ασχολείται με τα γεννητικά (ή πρωτεύοντα σεξουαλικά) όργανα ― τα οποία άλλωστε έχουν απλώς λειτουργικό, και όχι διακοσμητικό, ρόλο. Έτσι, μολονότι η ποικιλότητα όλων εκείνων των κεράτων στους τοίχους του αμφιθεάτρου του Μουσείου ήταν μέρος της παράδοσης της εξελικτικής βιολογίας από την εποχή του Δαρβίνου, η εξελικτική διερεύνηση της πρακτικής τους πλευράς (της οποίας ένα μόνο εξέχον παράδειγμα αποτελεί η κεντρική απεικόνιση του πίνακα με τη φάλαινα) δεν ήταν.

Χρειάστηκε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια έως ότου η εξελικτική βιολογία αρχίσει να δίνει σημασία στα γεννητικά όργανα. Το 1979, ο Τζόναθαν Ουάτζ, ένας εντομολόγος από το αμερικανικό Πανεπιστήμιο Μπράουν, δημοσίευσε ένα σύντομο άρθρο στο περιοδικό Science για το πέος της λιβελούλας. Έδειξε ότι το μικροσκοπικό αυτό όργανο φέρει ένα πολύ μικρό κοχλιάριο, το οποίο, κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, καθαρίζει τρόπον τινά τον κόλπο του θηλυκού, απομακρύνοντας τα όποια κατάλοιπα σπέρματος των αρσενικών που προηγήθηκαν. Η συγκεκριμένη αποκάλυψη λειτούργησε κάπως σαν καμπανάκι· για πρώτη φορά έρχονταν στο φως αποδείξεις ότι τα ζωικά γεννητικά όργανα δεν είναι απλώς κοινότοπα όργανα εναπόθεσης και πρόσληψης σπέρματος, αλλά θέσεις όπου γίνεται κάποιου είδους φυλετική επιλογή. Εξάλλου, κατά την εξέλιξη της λιβελούλας, τα αρσενικά με τα καλύτερα κοχλιάρια σπέρματος ήταν εκείνα που είχαν αφήσει τους περισσότερους απογόνους.

Η χρονική συγκυρία υπήρξε τότε ιδεώδης για τη δημοσίευση. Όταν πήρα συνέντευξη από τον Ουάτζ με θέμα εκείνη την εποχή, θυμήθηκε ότι, στα χρόνια που οδήγησαν στην ανακάλυψη του κοχλιαρίου σπέρματος, είχε επηρεαστεί από την αθόρυβη επανάσταση που εξελισσόταν τότε στις βιολογικές σχολές όλου του κόσμου ― μια αλλαγή πλεύσης που ξεκίνησε από το βιβλίο Προσαρμογή και φυσική επιλογή (Adaptation and natural selection) του Τζωρτζ Κ. Ουίλλιαμς, αλλά και την εκλαϊκευμένη εκδοχή του, Το εγωιστικό γονίδιο (The selfish gene) του Ρίτσαρντ Ντώκινς. Ο κόσμος άρχισε τότε ν’ αφήνει πίσω του την εσφαλμένη αντίληψη ότι η εξέλιξη δουλεύει «για το καλό των ειδών» (έννοια ξεπερασμένη, απομεινάρια της οποίας μπορεί κανείς να συναντήσει ακόμα και σε σημερινά ντοκιμαντέρ με θέμα τη φύση). Αντ’ αυτού, άρχισε να βλέπει την εξέλιξη πιο σωστά, δηλαδή ως αποτέλεσμα ενός είδους αναπαραγωγικού εγωισμού, όπου εκείνο που έχει σημασία είναι μόνο η επιτυχία του ατόμου να μεταφέρει τα γονίδιά του στην επόμενη γενιά. Η εξέλιξη δεν «νοιάζεται» για τα είδη· αν δηλαδή ένα άτομο με κοχλιάριο σπέρματος καταπόντιζε τις πιθανότητες ανταγωνισμού με άλλα αρσενικά, τότε αυτό η εξέλιξη θα το ευνοούσε. Ο Ουάτζ ήταν λοιπόν ένας από τους πρώτους επιστήμονες που άρχισε να θέτει τα ουσιώδη ερωτήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εξέλιξη· και, αφού η εξέλιξη έχει να κάνει με την αναπαραγωγή, ο ίδιος και άλλοι σύγχρονοι βιολόγοι θ’ άρχιζαν, αργά ή γρήγορα, να μελετούν εκ του σύνεγγυς και τα γεννητικά όργανα των ζώων.

Την ίδια επαναστατική εποχή υπήρχαν και άλλοι νέοι βιολόγοι που άρχιζαν να έχουν παρόμοιους προβληματισμούς. Ένας απ’ αυτούς ήταν κάποιος προπτυχιακός φοιτητής βιολογίας, ο οποίος τη δεκαετία του 1960 εξασφάλιζε ένα μικρό επιπλέον εισόδημα κάνοντας μικροδουλειές στην αποθήκη του Μουσείου Συγκριτικής Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Η δουλειά που του είχε ανατεθεί ήταν να συμπληρώνει μέχρι πάνω με αλκοόλη τα δοχεία που περιείχαν διατηρημένα ζώα και να οργανώνει τα αταξινόμητα είδη αραχνών. Βρίσκοντας διάφορους οδηγούς ταξινόμησης, ο συγκεκριμένος φοιτητής άρχισε ν’ αναρωτιέται γιατί τα είδη αραχνών διακρίνονται τόσο συχνά από τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται τα γεννητικά τους όργανα. Ρωτώντας δεξιά κι αριστερά στο Μουσείο, του είπαν απλώς ότι «έτσι είναι». Τα γεννητικά όργανα στα διάφορα είδη ζώων, είτε πρόκειται για αράχνες είτε για κανθαρίδες (ισπανικές μύγες) είτε για κερκοποειδή, είναι συχνά πολύ διαφορετικά, ακόμη κι αν δύο είδη συγγενεύουν μεταξύ τους και εξωτερικά μοιάζουν. Οι προϊστάμενοί του του είπαν ότι πιθανότατα οι γενετικές διαφορές επηρεάζουν επίσης τυχαία το σχήμα των γεννητικών οργάνων ― γεγονός πολύ χρήσιμο αν θέλεις να ταυτοποιήσεις αράχνες, αλλά ενδεχομένως χωρίς ιδιαίτερη βιολογική σημασία. Ο φοιτητής μας, μολονότι δεν είχε πειστεί, αλλά και χωρίς να είναι σε θέση να επιχειρηματολογήσει για το αντίθετο, άφησε το ερώτημα να ξεχαστεί σε κάποια κρυφή γωνιά του μυαλού του. Πήρε το πτυχίο του και σταδιακά έγινε ένας παραγωγικός και πετυχημένος τροπικός βιολόγος στο Ινστιτούτο Τροπικής Έρευνας του Ιδρύματος Σμιθσόνιαν (Smithsonian Institution’s Tropical Research Institute) στον Παναμά.

Το όνομα του εν λόγω φοιτητή ήταν Μπιλ Έμπερχαρντ.

Όταν, πολλά χρόνια αργότερα, το τεύχος του Science με το άρθρο του Ουάτζ για το πέος της λιβελούλας βρέθηκε στο γραφείο του, εκείνος ο παλιός γρίφος που τον είχε απασχολήσει ως προπτυχιακό φοιτητή επανεμφανίστηκε με τη μορφή μιας μικρής πνιχτής κραυγής που ξεπηδά μέσα από αλλεπάλληλες στρώσεις πνευματικής σύγχυσης. Μήπως τελικά τα γεννητικά όργανα, στις αράχνες όπως και σε άλλα ζώα, διαφέρουν τόσο πολύ επειδή το καθένα αποτελεί ένα διαφορετικό σάρωθρο σπέρματος;

Συμπτωματικά, εκείνη την περίοδο, ο Έμπερχαρντ ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια εξάμηνη θητεία ως επισκέπτης επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να περάσει αρκετές εβδομάδες στη βιβλιοθήκη, όπου κατόρθωσε τελικά ένα από τα σπάνια επιτεύγματα ενοποίησης διαφορετικών βιολογικών θεωριών. Συχνά δεν γίνεται αντιληπτό ότι η κύρια πηγή έμπνευσης στη βιολογία ―η ατελείωτη ποικιλότητα της ζωής― είναι ταυτοχρόνως και ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματά της. Οι βιολόγοι ―περισσότερο π.χ. από τους χημικούς ή τους μαθηματικούς― τείνουν να χωρίζονται μεταξύ τους από αθέατους φραγμούς που ορθώνονται ανάμεσά τους ανάλογα με την εξειδίκευση του καθενός σ’ ένα συγκεκριμένο είδος οργανισμού. Πολύ συχνά θεωρούν τον εαυτό τους εντομολόγο, αν δουλεύουν με έντομα, ή βοτανικό, αν αντικείμενό τους είναι τα φυτά ― ή ακόμα και κωπηποδολόγο, κολεοπτερολόγο ή κηκιδομυγολόγο (αν ασχολούνται με τα κωπήποδα, τα σκαθάρια ή τις κηκιδόμυγες, αντίστοιχα).

Πέραν τούτου, κάθε τομέας που σχετίζεται μ’ έναν συγκεκριμένο οργανισμό έχει τα δικά του συνέδρια, τις δικές του επαγγελματικές κοινότητες και τα δικά του περιοδικά, κάτι που επιβεβαιώνει περαιτέρω τούτη την τάση διαχωρισμού.

Σε αντίθεση με τους φυσικούς, φέρ’ ειπείν, για τους οποίους ένα νετρόνιο είναι ένα νετρόνιο και τίποτε άλλο, οι βιολόγοι δεν είναι ποτέ σίγουροι για το κατά πόσον ό,τι ισχύει σε ένα είδος οργανισμού ισχύει και στα άλλα ― ή, ακόμη χειρότερα, δεν νοιάζονται καθόλου για την έννοια της ευρείας εφαρμογής. Όπως άλλωστε έλεγε με θλίψη ο οικολόγος Στήβεν Χάμπελ, αν ο Γαλιλαίος ήταν βιολόγος, θα είχε περάσει όλη του τη ζωή καταγράφοντας τις τροχιές διαφορετικών ζώων που ρίχνονταν από τον Κεκλιμένο Πύργο της Πίζας χωρίς να συλλάβει ποτέ την ιδέα της επιτάχυνσης της βαρύτητας.

Η βιολογία, όμως, προοδεύει ουσιαστικά όταν κάποιος τολμά να κάνει μια τομή σε όλα τα ποικίλα πεδία της και ν’ αναζητήσει τα γενικά πρότυπα. Αυτό ακριβώς έκανε ο Έμπερχαρντ όταν κλείστηκε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν κι άρχισε να κατεβάζει απ’ τα ράφια βιβλία σχετικά με τα γεννητικά όργανα του ποντικού και του τυφλοπόντικα, των σαλιγκαριών και των φιδιών, των κουρκουλιονιδών και των φαλαινών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1985, ό,τι ξεκίνησε σαν μια μικρή ευχάριστη ενασχόληση είχε μετατραπεί στην, κλασική πλέον, μελέτη 256 σελίδων που εκδόθηκε από το Harvard University Press με τίτλο Φυλετική επιλογή και γεννητικά όργανα των ζώων (Sexual selection and animal genitalia).

Στο έργο αυτό, ο Έμπερχαρντ αφενός καταπλήσσει τον αναγνώστη με μια μακροσκελέστατη παράθεση αξιοθαύμαστα σχηματισμένων ζωικών τσουτσουνιών και αφετέρου κάνει δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι τα γεννητικά όργανα είναι εξαιρετικά σύνθετα συστήματα, πολύ πιο σύνθετα από το να εκτελούν τη σχετικά απλή ενέργεια της εναπόθεσης και πρόσληψης σταγονιδίων γεννητικών κυττάρων. Ο αρσενικός ψύλλος της κότας, λόγου χάρη, έχει ένα «πέος» που στην πραγματικότητα το απαρτίζουν μια πληθώρα από πλάκες, χτένια, ελατήρια και μοχλούς ― μοιάζει περισσότερο με ανατιναγμένο παλιό ρολόι παρά με σύριγγα (κάτι που θα αρκούσε αν ο μοναδικός ρόλος του ήταν απλώς να εκτοξεύει σπέρμα στο θηλυκό). Η δεύτερη παρατήρηση του Έμπερχαρντ ήταν ότι, στο ζωικό βασίλειο, κανένα μέρος του σώματος δεν εξελίσσεται τόσο γρήγορα όσο τα γεννητικά όργανα.

Στο βιβλίο του, ο Έμπερχαρντ υποστήριξε ότι τα αναπαραγωγικά όργανα των ζώων βρίσκονται υπό συνεχή, έντονη και πολλαπλών στόχων φυλετική επιλογή, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που αποκάλυψε ο Ουάτζ, αλλά σαφώς δεν περιορίζεται σε αυτήν. Για τούτον ακριβώς τον λόγο είναι τόσο σύνθετα και διαφέρουν σε τέτοιον βαθμό από το ένα είδος στο άλλο ― κάτι που οι ταξινόμοι (η ειδική ομάδα βιολόγων που ασχολούνται με την οριοθέτηση, την περιγραφή, την ονοματοδοσία και την ταξινόμηση της βιοποικιλότητας) ευχαρίστως χρησιμοποιούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ως έναν εύκολο τρόπο για να διακρίνουν μεταξύ τους τα είδη. Τα «απόκρυφα» των ζώων είναι ουσιαστικά η σκηνή πάνω στην οποία παίζεται μια εξελικτική οπερέτα που θα έκανε ακόμα και τον Δαρβίνο να κοκκινίσει ― μια εξελικτική οπερέτα που την παρέβλεπαν τελείως πολλές γενιές βιολόγων, παρότι τα γεννητικά όργανα είναι ίσως το καλύτερο μέρος του σώματος για να φανεί η δύναμη της εξέλιξης.

Οι ενδείξεις, παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ― και, στην κυριολεξία, μας κοιτούσαν κατά πρόσωπο. Οι άνθρωποι και τα συγγενικά τους πρωτεύοντα δεν εξαιρούνται από την επιταχυνόμενη εξέλιξη των γεννητικών οργάνων που περιέγραψε ο Έμπερχαρντ. Ξεχάστε λοιπόν τον πρόσθιο εγκέφαλο, τους κυνόδοντες και τα αντιτακτά μεγάλα δάχτυλα των ποδιών: οι μεγαλύτερες ανατομικές διαφορές ανάμεσα σ’ εμάς και στον πλησιέστερο συγγενή μας, τον χιμπατζή, εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα. Ο ανθρώπινος κόλπος πλαισιώνεται από δύο ζεύγη δερματικών πτυχώσεων, τα μικρά και τα μεγάλα χείλη. Η κλειτορίδα είναι μια διμερής δομή κατά μήκος των τοιχωμάτων του κόλπου· μόνο η σχετικά μικρή βάλανος είναι εξωτερικά εμφανής, καλυμμένη από την κλειτοριδική ακροποσθία και τοποθετημένη στο σημείο όπου τα μικρά χείλη ενώνονται. Ο κόλπος των χιμπατζήδων, από την άλλη, δεν έχει μικρά χείλη, φέρει κλειτοριδική βάλανο μεγαλύτερη και με κατεύθυνση προς τα κάτω, και περιέχει εξειδικευμένο ιστό που κάνει τα χείλη και την ακροποσθία της κλειτορίδας να πρήζονται πάρα πολύ κατά τη γόνιμη φάση του έμμηνου κύκλου, προκαλώντας διόγκωση του κόλπου και αύξηση του λειτουργικού του βάθους κατά 50%. Όμως και στην άλλη πλευρά του σεξουαλικού δίπολου, οι διαφορές ανάμεσα στα δύο αδελφά είδη δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακές. Το ανθρώπινο πέος είναι παχύ και με στρογγυλοποιημένο άκρο, δεν φέρει οστά, έχει μια ταινία (όγκωμα) γύρω από τη λεία βάλανο και διαθέτει ακροποσθία. Έχει επίσης δύο σηραγγώδη σώματα (τον σπογγοειδή ιστό που διογκώνεται κατά τη στύση). Αντιθέτως, το πέος στους χιμπατζήδες είναι λεπτό και με μυτερό άκρο, φέρει ένα οστό (baculum) στο εσωτερικό του, δεν έχει βάλανο ούτε ακροποσθία, ενώ διαθέτει μόνο ένα σηραγγώδες σώμα. Επίσης, φέρει κατά μήκος των πλευρών του πολλές μικροσκοπικές και σκληρές άκανθες.

Με άλλα λόγια, η εξεζητημένη ποικιλότητα ―βιοποικιλότητα― των γεννητικών οργάνων, που ανέδειξε ο Έμπερχαρντ, φτάνει μέχρι και στο ανθρώπινο είδος. Και μολονότι τα στοιχεία για την ύπαρξη του συγκεκριμένου προτύπου στον ζωικό κόσμο είχαν καταγραφεί εκτενώς σε έγκριτους τόμους συγκριτικής ανατομικής και συστηματικής ζωολογίας του 19ου και του 20ού αιώνα, κανένας δεν είχε μπει στον κόπο να τα εξηγήσει πριν από τον Έμπερχαρντ.

Ο αυλός του Πανός, και η θεραπευτική δράση της μουσικής

«Όπως, στις Τελετές προηγούνται οι καθαρμοί, τα ραντίσματα και οι εξαγνισμοί, που είναι ασκήσεις των απόρρητων Μυστηριακών δρώμενων και της μετουσίας του Θείου, έτσι, και η φιλοσοφική Τελετουργία αποτελεί για εκείνους που στέλνονται προς την προκαταβολική κάθαρση και προετοιμασία της αυτογνωσίας και της αυτοφανέρωτης θέασης της ουσίας μας. Τούτος είναι ο σκοπός των διαλόγων και κανένας άλλος».
Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην» 9.2 – 9.8

Η εμφάνιση του Πάνα στην Ελληνική Μυθολογία ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας ως ποιμενικός και δευτερεύων θεός, για αυτό τον λόγο παλαιότερα η Αρκαδία λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, και μαντική.

Η θρησκεία στην Αρκαδία, είχε τις ρίζες της στη γη της και ήταν πάντοτε δεμένη με τις αρχαίες φυλές του ελληνικού κόσμου. Η θεότητα που χαρακτήρισε την αρχαία αρκαδική θεολογία και αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί σύμβολό της, είναι ο Πάνας. Αποδίδεται ως ο Αρκαδικός δαίμων. Η λέξη «δαίμων» προέρχεται από τη αρχαία ελληνική λέξη «δαίω», (μοιράζω, αποδίδω σε κάποιον αυτό που το αξίζει) και αποδόθηκε στους θεούς, ως φορείς της διανομής τύχης και της δικαιοσύνης του καθενός, ασχέτως αν αργότερα έγινε συνώνυμο του διαβόλου.

Ο Ομηρικός ύμνος παρουσιάζει τον Πάνα ως «υιό του Ερμή» με τραγοπόδαρα και δύο κέρατα, ο οποίος αρεσκόταν σε θορυβώδεις χορούς και έτρεχε μαζί με τις Νύμφες στα λιβάδια και στα σύδεντρα, στα ρυάκια και στις πυκνές λόχμες με την υπέροχη ατημέλητη κώμη του. Ο Πάνας είναι η θεότητα των βουνών και των δασών, εκεί όπου οι νύμφες, τραγουδάνε από τα βάθη των δασών και των σπηλαίων.

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Πάνας φτάνοντας στην Γορτυνία κοντά στο Λάδωνα ποταμό, συναντά μια νύμφη η οποία κυνηγούσε ένα ελάφι. Μόλις την είδε, ερωτικός πόθος ξύπνησε μέσα του, και ένοιωσε την επιθυμία να ενωθεί μαζί της.
   
Όταν αντιλήφθηκε ότι την κυνηγάει ο Πάνας, η Σύριγγα Νύμφη η οποία είχε ορκιστεί να μείνει παρθένα, κάλεσε τις Νύμφες αδερφές της και τον ποταμό να τη σώσουν. Έτσι τη τελευταία στιγμή που πέρναγε το Λάδωνα ποταμό μες τις καλαμιές, έγινε κι αυτή καλαμιά αλλά ο Πάνας είχε προλάβει και την είχε πιάσει από τα μαλλιά, αλλά του έμειναν στα χέρια κάποια κομμάτια από καλάμια.

Έτσι όπως φυσούσε το αεράκι ακουγόταν μια απαλή μουσική από το θρόισμα των φύλλων. Τότε ο Πάνας έδεσε τα καλάμια από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο κι άρχισε να τα φυσάει, οπότε άρχιζε μια θεϊκή μουσική να βγαίνει απ’ τα καλάμια και από το πουθενά, εμφανίστηκαν οι Νύμφες να χορεύουν κυκλωτικό χορό, κρατώντας η μια την άλλη απ’ τα χέρια. Σταμάτησε ο Πάνας τη μουσική για να αρπάξει μια Νύμφη, αλλά αυτές εξαφανίστηκαν όπως εμφανίστηκαν.

Οπότε φυσάει τα καλάμια κι έτσι ξαναπαρουσιάζονται οι Νύμφες να χορεύουν και να δοξάζουν τη Θεά Άρτεμη, για την προστασία που τους παρείχε. Κι αυτός ήταν ο μαγεμένος αυλός που είχε ο Πάνας όταν στη μοναξιά του τον φύσαγε και είχε για συντροφιά τις Νύμφες.

Τον αυλό του Πάνα τελικά τον είχαν οι ορεινοί ποιμένες οι οποίοι ένιωθαν μοναξιά την ώρα που έβοσκαν στα βουνά της Αρκαδίας, για συντροφιά. Αυτός ήταν ο μαγεμένος αυλός, δηλαδή η πρώτη φλογέρα που δημιουργήθηκε και το πρώτο πνευστό όργανο. Από εκεί δημιουργήθηκαν και όλα τα υπόλοιπα.

Ο Πάνας κάποτε κάλεσε τον ίδιο το θεό Απόλλωνα να συναγωνιστεί μαζί του. Ο Απόλλωνας ήρθε ντυμένος με πορφυρό μανδύα, με τη χρυσή του λύρα στο χέρι και δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Πρώτος άρχισε να παίζει ο Πάνας, όταν όμως ήρθε η σειρά του Απόλλωνα εξαίσιοι ήχοι μιας θεϊκής μουσικής και μιας ουράνιας μελωδίας ξεχύθηκαν, δοξάζοντας τον θεό του φωτός και της μουσικής αρμονίας.

Ο Πάνας ηττημένος από τον Απόλλωνα, κατέφυγε στα Αρκαδικά όρη εκεί όπου συχνά αντηχούν οι ήχοι της φλογέρας του, τον οποίο συνοδεύουν τα τραγούδια και οι χοροί των Νυμφών.

Ο Πάνας θεωρείτο ότι κατείχε το χάρισμα της προφητείας. Λέγεται μάλιστα, ότι ο Απόλλωνας διδάχθηκε τη μαντική από τον Πάνα και αργότερα έφτασε στους Δελφούς, κατόπιν χρησμού της Θέμιδος. Από την αρχαία Αρκαδική πόλη Ακακήσιο, όπου έκαιγε «άσβεστο πυρ», ο Πάνας έδινε τους χρησμούς του, με την ιέρεια του, την νύμφη Ερατώ, γυναίκα του μετέπειτα βασιλιά της Αρκαδίας.

Ο αυλός δεν είναι μόνο ένα από τα πρώτα μουσικά όργανα, αλλά και μία μέθοδος ψυχοσωματικής θεραπευτικής μεθόδου καθώς ο θεός Πάνας και ο αυλός του, συμβολίζουν πολύ περισσότερα από όσα οι περισσότεροι γνωρίζουν.

Η θεραπευτική δράση της μουσικής, έχει τις ιστορικές της ρίζες στην αρχαία ελληνική παράδοση, και στον αυλό καθώς ο αυλός αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα του ανθρώπου.

Στον Πυθαγόρα οφείλεται η ανακάλυψη των μαθηματικών αρχών που διέπουν τα Βασικά μουσικά διαστήματα και η προέλευση τους μέσω της διαίρεσης του μονοχόρδου σε απλούς λόγους (1:2, το διάστημα ογδόης ή διαπασών, 2:3 της πέμπτης ή διαπέντε, και 3:4 της τετάρτης ή διατεσσάρων).

Είναι ενδιαφέρον ότι οι ίδιοι μαθηματικοί νόμοι που διέπουν τα μουσικά διαστήματα διέπουν και τις σωματο­μετρικές αναλογίες του ανθρώπινου σώματος αλλά και άλλων φυσικών κατασκευών, όπως ο κοχλίας, η κατασκευή των φύλλων, των φτερών της πεταλούδας και πλείστων άλλων.

Υπάρχουν μαρτυρίες ότι η σχολή των Πυθαγορείων χρησιμοποιούσε μουσικούς ήχους για θεραπεία ασθενών, με βάση το γεγονός ότι η αρμονία της μουσικής θα αποκαταστήσει τη διαταραγμένη ψυχο­σωματική ισορροπία του ασθενούς.

Σύμφωνα με απόσπασμα του Πυθαγόρειου Θέωνα του Σμυρναίου: «Συμφωνία την μεγίστην έχει ισχύν, εν λόγω μεν ούσα αλήθεια, εν βίω δε ευδαιμονία, εν τη φύσει αρμονία».

Η αρμονία στους νόμους της λειτουργίας του σύμπαντος έχει Βαθιές ρίζες στο αρχαίο πνεύμα, έτσι ώστε οι Έλληνες φαντάσθηκαν για την αστρονομία ειδικά μία μούσα (την Ουρανία), της οποίας οι νόμοι δεν διέφεραν από αυτούς που διέπουν την παραγωγή των μουσικών ήχων, διότι οι κινήσεις των αστέρων ρυθμίζονταν από τους ήχους της λύρας του Απόλλωνα.

Η ιδιότητα της μουσικής να αποκαθιστά τη χαμένη αρμονία τονίζεται επίσης από τον Πλάτωνα στο έργο του Τίμαιος. Μαρτυρίες περί της θεραπευτικής αξίας της μουσικής υπάρχουν βέβαια και στα Ομηρικά έπη, π.χ. στην Οδύσσεια, όπου το αίμα σταματά να τρέχει από τις πληγές του Οδυσσέα, χάρη στο τραγούδι του Αυτόλυκου.

Ο Πλάτων, με βάση τα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας, αποδεικνύεται προφήτης, αφού στον Τίμαιο -το επιστημονικότερο ίσως έργο του- καθορίζει με ακριβή και λεπτό τρόπο την ουσία και το νόημα της μουσικής: «Η μουσική αρμονία μας έχει δοθεί από τους θεούς, όχι με στόχο την αλόγιστη ηδονή, αλλά με σκοπό να επιβάλουμε τάξη στις ταραγμένες κινήσεις της ψυχής μας και να τις κάνουμε να μοιάζουν στο θείο πρότυπο».

Τα πορίσματα πολύ σημαντικής επιστημονικής έρευνας, που γίνεται την τελευταία δεκαετία στο αντικείμενο εγκέφαλος-μουσική (music and brain),αποκαθιστούν μάλλον την ιερότητα και τη θεραπευτική αξία της μουσικής, αφού αποδεικνύουν αντικειμενικά την επίδραση της μουσικής στη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος. Κατάλληλα επιλεγμένη μουσική, μέσω της χαλάρωσης , δηλαδή της ελάττωσης του στρες που επιτυγχάνει η μουσική-, μπορεί να μειώνει τη συχνότητα της αναπνοής, τους καρδιακούς παλμούς και την αρτη­ριακή πίεση σε καρδιοπαθείς ασθενείς που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατι­κής θεραπείας .

Ιατρικές μελέτες που χρησιμοποιούν υπερήχους έχουν δείξει ότι, ήδη μετά τη 16η εβδομάδα της κύησης, το έμβρυο μπορεί να αντιδρά σε εξωγενείς ­ ήχους. Η ακοή είναι η πρώτη αίσθηση που αναπτύσσεται και η τελευταία που εξαφανίζεται στη διάρκεια της ζωής μας. Τα έμβρυα αντιλαμβάνονται με επάρκεια την αναπνοή της μητέρας, τις κινήσεις της και τη φωνή της, όταν μιλά ή όταν τραγουδάει.

Ο Dr. Lee Salk, καθοδηγούμενος από την παρατήρηση ότι οι περισσότερες νέες μητέρες δείχνουν μια προτίμηση να κρατούν τα βρέφη στην αριστερή πλευρά του θώρακα, κοντά στην καρδιά, ανέλυσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από φωτογραφίες και καλλιτεχνικές απεικονίσεις του ζεύγους μητέρας-βρέφους.

Περί που το 80% αυτών των εικόνων έδειξε ότι πράγματι οι μητέρες κρατούσαν τα βρέφη στην αριστερή πλευρά του στήθους, κοντά στο μέρος της καρδιάς. Αφού βεβαιώθηκε για αυτό το συμβάν, ο Dr. Salk εν συνεχεία χρησιμοποίησε ήχους της καρδιάς της μητέρας για να ηρεμεί τα νεογνά και τα βρέφη στο νοσοκομείο. Με αυτό τον τρόπο αποδείχθηκε ότι οι ενδομήτριοι ήχοι αποτυπώνονται μέσα μας και μας ακολουθούν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Υπάρχουν, μάλιστα, πολλές αναλογίες μεταξύ των ρυθμών έργων σύγχρονης μουσικής και των ενδομήτριων ρυθμών.

Πάρα πολλοί ερευνητές έχουν συνδέσει τους ενδομήτριους ήχους με άναρθρους ήχους που οι μητέρες χρησιμοποιούν για να κατευνάσουν και να ηρεμήσουν τα παιδιά τους, όπως «σσσσς», «hush, shush, shah» (Εβραϊκά), «ushuru» (Αιθιοπικά), «enshallah» (Αιγυπτιακά). Επίσης, η χρήση για πνευματικούς λόγους (π.χ. διαλογισμό) πολλών ήχων που προσομοιάζουν με ενδομήτριους ήχους, πως για παράδειγμα, «Ομ» (Βουδισμός), και Θιβετιανό θρησκευτικό τραγούδι...

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ

Η θρησκεία τών Έλλήνων, ή παναρχαία καί αληθής, παρουσιάζει τήν πράξιν καί τό νόημα τής θυσίας σέ όλα τά δυνατά έπιπεδά τους, σέ όλες τίς δυνατές έκδηλώσεις τους.

Είναι άνάγκη νά ένθυμούμεθα συνεχώς καί νά αποδεχώμεθα όχι μόνον νοητικώς, άλλά καί έμπράκτως καί διαρκώς, ότι τό θεμελιώδες θεώρημα τό όποιο διαπερά καί στηρίζει όλο τό άεικίνητο καί ιλλιγγιωδώς έκπτυσσόμενο στό πέλαγος τής μεστής αληθείας τών όντων, σ’ αύτό τό ίδιο τό πέλαγος τών μυστηριακών αληθειών, σώμα τής θρησκείας αύτής, ειναι ότι ό Κόσμος (πάν ό,τι γεννάται καί γεννά τό πάν έκ τής ιδίας αύτου έντελεχους ούσίας) είναι όλος, ώς σύνολον καί κατά τά στοιχεία του, θείος καί ίερός.

Ο άνθρωπος υπάρχει καί εξελίσσεται ώς ισότιμος καί ομόρρυθμος τών άλλων όντων, συνδεδεμένος πρός τό πάν καί πρός οιανδήποτε μονάδα πού απαρτίζει αύτό τό πάν μέ τόν αδιάσπαστο δεσμό του κοινού Νόμου-Λόγου καί τών ιδίων πρωτογενών γενετησίων ούσιών.

Τό αυτό ισχύει καί γιά τούς θεούς, και γιά τούς ποταμούς καί γιά κάθε άνθος τής ανοίξεως, κάθε καρπό του θέρους, κάθε σπόρο του χειμώνος, κάθε γυμνό κλώνο του φθινοπώρου, κάθε ακτίνα του Ηλίου.

Καί παρατηρούμε τούτο : ότι κοινή μοίρα όλων ανεξαιρέτως τών όντων είναι Έρως, γέννησις, Θάνατος, επαναγέννησις. Αυτά τά τέσσερα στάδια παραδίδουν τόν Ρυθμό του Κόσμου, τόν Ρυθμό τής Υπάρξεως. Πρόκειται για ένα διθυραμβικό Ρυθμό, όπου δεσπόζει ό Ερως καί θριαμβεύει ή Ζωή, όχι ώς έπανάληψις, άλλά ώς αύξησις καί παντοειδής έξέλιξις -άκόμη καί άρνητική- εκάστου καί του συνόλου τών όντων. Ό θάνατος είναι να επεισόδιο, μία παύσις στήν γιγαντιαία συμφωνία του είναι. Αναγκαίος καί πολύσημος, αλλά μόνον όσον αφορά στή συνέχεια, τόν εμπλουτισμό καί τήν πρόοδο τής Ζωής. Οτιδήποτε ύπάρχει, οτιδήποτε φθάνει στά επίπεδα του όντος, οτιδήποτε έχει μορφή καί είδος καί ουσία, από τήν ιδίαν αύτου φύσιν είναι δεξαμενή καί πηγή συγχρόνως τού φαινομένου τής Ζωής και τού Θείου Νόμου. Γιά νά υπάρξη, είναι ανάγκη νά θυσιάζη κάτι από τά ήδη ύπάρχοντα έν αύτω ή υπέρ αύτου. Γιά νά γεννηθή οτιδήποτε, ώστε νά διαιωνισθή τό σύστημα τών όντων, κάτι άλλο προσφέρει, κάτι άπό τήν υπαρξίν του, η καί όλη τήν άτομική του υπόστασιν. Αλλά και εφ’ όσον υπάρχει, γιά να θεωρηθή ότι πράγματι ζεί, κάθε ένα άτομο – μονάς είδους- διαρκώς υπόκειται, αποδέχεται καί προκαλεί φθορές καί μειώσεις καί μερικούς “θανάτους”, αυτό τό ίδιο, πρός αυτό τό ίδιο.

Ή θρησκεία μας, άπό τήν άρχή τής κοσμογονίας, διδάσκει τήν πραξι καί τήν ανάγκη καί τό αναπόφευκτον τής θυσίας του διαθεσίμου καί του υπάρχοντος, χάριν τής γενέσεως, τής επαναγεννήσεως καί τής εξελίξεως ημών αυτών καί τών άλλων πραγμάτων, στήν αιωνιότητα.

Τό χάος, κατά τήν θεογονία του Ησιόδου, αυτοδιασπάται καί παράγει τούς μεγίστους, μυστηριακούς καί πλήρεις γονιμότητος καί Αληθείας τόπους τής Νυκτός και του Ερέβους. Η Γαία, γεννά τόν ίδιο τόν Ουρανό καί τόν πληροί μέ αστέρας, ώς κατοικία τών θεών αλλά καί ώς συζυγό της, ώστε νά δυνηθή νά γεννηθή ό κόσμος τών αισθητών όντων αφ’ ένός, αφ’ ετέρου νά βρή πραγματικό πεδίο εφαρμογής ό κόσμος τών νοητών εκείνων όντων πού θά καθορίζουν ακαταπαύστως καί θά ωθούν σέ κάθε επίπεδο αναπτύξεως της ,τήν ύπαρξι καί τήν λειτουργία τών πρώτων, αφ’ έτέρου γιά να έχουν καί τά ίδια τά γένη τών Θεών τόπον προελεύσεως -γενετήσιο τόπο- καί έπίπεδα προορισμού καί δράσεως.

Ό Έρως, ώς ή εγγενής καί αναπότρεπτος τών πραγμάτων κινητήριος ορμή πρός τήν συνεύρεσιν, τήν αλλαγήν, τήν αύξησιν καί τήν διαιώνισιν τους, φαίνεται -καί είναι- αδιάφθορος αλλά όχι καί αναλλοίωτος. Ως πλήρης καί απόλυτος έκφρασις του Νόμου τής Ανάγκης, θά εκδηλωθή πρώτον ώς κοσμογονική ισχύς, ώς ενιαία Αρχή, πού προσδοκεί καί τήν κατάλληλον γιά τήν πρόκλησιν τής δημιουργίας Στιγμή.

Καί τότε, πραγματούται – ενσωματούται καί αυτός, διπλασιάζοντας τήν ύπαρξι του, ώς Αρχή αφ’ ενός, ώς Πρωτόγονος Φάνης αφ’ ετέρου. Καί ώς Αρχή μέν, πρωτίστως ένεργεί ώς Εδητύος (καταστροφεύς) ώστε νά παραχθούν τά όντα, οί όροι γιά νά καταστή δυνατόν νά ενεργήση καί ώς Πόσιος-Ζεύκτης.

Καί όσον τά όντα γεννωντάι καί αυξάνουν κατά είδη καί αριθμό μέ τήν φροντίδα τής Αφροδίτης, γεννώνται από τήν ιδία ουσία τού αρχεγόνου εκείνου Έρωτος καί οι έρωτες πού εξασφαλίζουν τήν χαρά καί τόν θρίαμβο τής Υπάρξεως -καί πλέον, άποκτά Μητέρα, τήν Αφροδίτη έπίσης. Προσαρμόζει, επομένως, λαμβάνοντας πολλαπλές υποστάσεις-εκδηλώσεις στήν πολλαπλότητα καί τήν ιδιαιτερότητα τών μορφών, αισθητών ή πνευματικών, αρά συμβαδίζει καί συμπάσχει πρός τήν όλη περιπέτεια τών όντων.

Καί οί θεοί; Πόσα πάθη, πόσα άλγη καί βασάνους υφίστανται; Άλλοτε πάσχουν επειδή, καθώς ό κόσμος αυξάνεται καί μεταβάλλεται, πρέπει καί αυτοί νά μεταβάλλουν τήν θέα καί τήν ισχύ τους, παραχωρούντες θέσιν και ισχύν σέ νέα θεικά γένη.

Άλλοτε, πάσχουν από τήν εντελεχή ανάγκη νά αναπτύξουν το είναι τους αυτοί οί ίδιοι διά τής καθάρσεως πού μόνον ή αύταπάρνησις καί η αυτοθυσία καί ή οδύνη -όσον καί ή ηδονή- τής Γνώσεως επιφέρουν. Επειδή δέν είναι έκ φύσεως «παντογνώστες» οι θεοί μας, αλλά δαίμονες ,και αποκτούν την υψηλοτάτην γνώσιν πού κατέχουν και συνεχώς εμπλουτίζουν διά μακρών καί επίπονων διαδικασιών συμμετέχοντες καθ’ όλον του τό φάσμα, στο υπαρξιακό Δράμα.

Άλλοτε πάσχουν γιά νά μεταβάλλουν τό Είναι τους, όχι κατ’ ούσίαν, αλλά κατά τό είδος καί τήν τάξιν τής ισχύος, άλλοτε γιά νά υποστούν τίς συνέπειες σφαλμάτων πού διαπράττουν -παράβασιν τού Όρκου ή υπέρβασιν τού τεταγμένου σ’ αυτούς καθήκοντος η τού Μέτρου καί τής Δίκης. Πάσχοντες, λοιπόν, και εσαεί διδασκόμενοι οί θεοί μας, οί τόσον κοντά στά θνητά πλάσματα, ώστε νά φαίνωνται τά δικά τους, τά ανήκοντα στόν χειρισμό τών κοσμικών νομών πάθη, όμοια πρός εκείνα τών θνητών όντων -Όχι μόνον τών ανθρώπων. Ας θυμηθούμε την Ιώ -αγελάδα, τήν Δήμητρα-φορβάδα, τήν Άφροδίτη-ιχθύ κλπ.

Κορυφαίος πάσχων θεός ό Διόνυσος πού, όχι τυχαίως, είναι καί ή προσωποποίησις τής Ζωής στήν έξαρσι καί τήν κορυφωσί της, πρό καί κατά τό στάδιον του θανάτου καί τής αναγεννήσεως.

Εκείνος, ό Λύσιος, ό Σωτήρ, ό Ελευθερεύς, διαμελίζεται, διασπαράσσεται, διασκορπίζεται, ώστε νά λυθή, νά ελευθερωθή καί νά σωθή τό παλλόμενον κέντρον τής ούσίας Του, -ή καρδία Του- νά θεραπευθή δέ άπό τήν Αθηνά, την Σοφία, πού περιθάλπει μέ στοργή τίς ψυχές και τών κοινών θνητών. Μετά από αυτά θά δυνηθή ό Διόνυσος νά επαναγεννηθή ενισχυμένος, «όταν οί Μοίρες έκριναν ότι είναι τέλειος», μέσα από τό άφθαρτο σώμα τού Διός -τής αιθερίας συνεχούς κοσμογονικής δυνάμεως.

Πόσα έπαθε ό Ηρακλής; Πόσα ό Αχιλλεύς ; ό Οδυσσεύς ; ή Ινώ; ή Ιώ; ή Δήμητρα; ή Περσεφόνη; ό Αδωνις; ή Αφροδίτη; ό Κρόνος; ό Ούρανός; ό Ζεύς ό ίδιος; ή Ηρα; Αλλά καί οί θνητοί εκείνοι πού εθυσιάσθησαν χάριν τών πλέον αγνών, γνησίων αγαθών, όπως ή φιλοσοφία, ή φιλία, ή ελευθερία τής πατρίδος;

Στήν μεγάλη ιεροτελεστία τού Γίγνεσθαι ή απάρνησις μέρους ή καί όλου αυτού πού είμεθα ή έχομε ή νεμόμεθα είναι όρος αναγκαίος καί ικανός γιά τήν διασφάλισι τής ζωτικότητος οιασδήποτε διαδικασίας.

Καί ή απάρνησις αυτή έχει τήν μορφήν τού αφανισμού τού όντος εκείνου ή τού μέρους ή τού κτήματος τού όντος ή του χρηστικού αγαθού πού νέμεται τόν όν τό όποίο προσφέρεται χάριν τής αναγκαίας προόδου καθ’ όλα τά πεδία τού Γίγνεσθαι.

Τό Διονυσιακό δράμα θά τό διαπιστώσωμε σέ κάθε στιγμή καί κάθε συμπεριφορά μέσα στό Σύμπαν. Γαλαξίες, αστέρες, ήλιοι, καταστρέφονται, διαλύονται καί διασπείρονται στό χώρο, προκειμένου νά τροφοδοτηθή ή γέννησις νέων συστημάτων από τήν αυτή ύλη, τήν ίδια ψυχή καί τήν ‚ίδια μοίρα. Τό αυτό συμβαίνει μέ οιανδήποτε άλλη μορφή ζωής. Μέ οτιδήποτε γεννάται, ζή καί θνήσκει, μεταβάλλοντας τήν υποστασί του στήν αγνότερη ουσία τού Είναι του, προσφορά στην ατελεύτητη διαδικασία τού Γίγνεσθαι.

Τό αυτό ισχύει καί με τίς ώριμες ψυχές: έχοντας καθαρθή καί ενισχυθή από τούς άθλους-θυσίες υπέρ τών Άλλων, όταν ό κύκλος τών βίων τού όντος ολοκληρωθή, αφήνεται τό μέρος τής υπάρξεως πού θα δύναται νά συμμετάσχη στήν διαδικασία τής Ζωής καί οί ίδιες, ελαφρές, πλήρεις δυνάμεως, γνωσέως, ικανότητος καί αγαθότητος, περιθάλπονται γιά τόν αναγκαίο χρόνο στά έπίπεδα εκείνα τού Κόσμου όπου κατοικούν οί αρμόδιοι θεοί, έως ότου κρίνονται άξιες, περιβεβλημένες τήν μορφή καί τίς ιδιότητες ιερών καί θείων οντοτήτων, νά αναλάβουν άλλους αγώνες, νά τελέσουν άλλες θυσίες, υπέρ τής ευρύθμου καί ευδοκίμου καί ατελευτήτου λειτουργίας του θειοτάτου κοσμικού νόμου.

Ώστε, ή θυσία σημαίνει κατ’ άρχάς καί έκδηλουται ώς αυτοθυσία, ώς τελεία προσφορά ζωτικού τινός αγαθού χάριν τής κοινής προόδου -από τό συμπαντικό έως τό κοινωνικό ή το ειδολογικό επίπεδο.

Πάντως, εκείνο πού προσφέρεται, παραδίδεται, πάντοτε νά αναλωθή στά αρχέγονα στοιχεία, αφήνεται νά επιστρέψη στίς στοιχειακές δομές τής υπάρξεως, αφιερούται στίς χθόνιες, τίς υδάτινες τίς αιθέριες τάξεις τής όντολογικής κλίμακος, όπου έχουν ρίζα καί πηγή όλες οί μορφές, όλες οί κατηγορίες τής Ζωής: καίγεται, θάπτεται, χέεται στήν γή, στό ύδωρ, τρώγεται, πίνεται. Αφανίζεται ώς ένζωος ανεξάρτητος μονάς η μερίς, χάριν τού πολλαπλασιασμού η καί αυτής τής σωτηρίας τών άλλων – ομοίων του ή μή.

Κατ’ αρχάς λοιπόν, διακρίνομε τήν θυσιαστική ενέργεια ώς σύμφυτον ορμήν τών γνησίων όντων. Είναι δυνατόν επομένως νά ομιλούμε γιά θυσίες γνησίου χαρακτήρος -γνησίας θυσίας.

Κατά μίμησιν δέ τού γενικού, εγγενούς τρόπου τών όντων νά προσφέρουν καθ’ ολοκληρίαν η έν μέρει, εφ’ άπαξ ή διαρκώς (όπως οί ήρωες μεταξύ τών ανθρώπων) είτε τόν εαυτόν τους, είτε κάτι από όσα έχουν ή κατά φύσιν νέμονται, εθεσπίσθη από τούς ανθρώπους η ιεροπραξία τού θύειν, πού θεωρείται ώς απολύτως απαραίτητος γιά νά έχη η επίκλησις τών θείων οντοτήτων κύρος καί αποτέλεσμα. Πρόκειται γιά τήν συμβατική, τήν καθιερωμένη από τούς κανόνες καί τούς θεσμούς τής παραδοσιακής θρησκείας, λατρευτική πράξι. Καί πηγάζει όχι από άλογον παρόρμησιν η από τό αίσθημα τής ευλαβικής ανταποδόσεως τού συγκεκριμένου αγαθού πρός τούς θεούς δωρητάς τού αγαθού αυτού -όχι μόνον, τούλάχιστον- αλλά, όπως συνάγεται από τά ανωτέρω , τά οποία ήσαν συνείδησις καί παράδοσις των προγόνων μας, προέρχεται από την βαθυτάτην καί σοφωτάτην κατανόησιν τών κοσμικών τρόπων, τής κοσμικής τάξεως, τής κοσμικής νομοτελείας. Ή μίμησις δέ, δέν είναι απλή αναπαράστασις ενός γνησίου προηγουμένου, αλλά πλήρης νοήματος, προοπτικής καί διδακτικής δυνάμεως απόδοσις εκείνου πού σε άλλο επίπεδο καί μέγεθος τού χώρου καί τού χρόνου έχει ήδη συμβή ή συμβαίνει.

Καί εάν ή θεατρική μίμησις αναπαράγει σε σμικρυμένο χρόνο καί χώρο, αλλά μέ πυκνωμένο διά τού λόγου καί τής εικόνος νόημα, όσα πάθη, πράξεις, τύχες εδοκίμασαν καί προεκάλεσαν άνθρωποι καί θεοί, ή θυσιαστική μίμησις αναπαράγει είς μικρόν, αλλά απολύτως αντίστοιχον κατά τήν ουσίαν αύτου, τό κοσμικό, τό οντολογικό δράμα κατ’ αποστροφήν τής πραγματικής διαδικασίας. Δηλαδή, ενώ τό κοσμικόν δράμα άρχεται άπο τού επιπέδου τού μή-όντος καί φθάνει στό επίπεδο του Είναι, ή θυσία εκκινεί από τά ήδη υπάρχοντα όντα τά οποία επιστρέφει στήν κατάστασι τού μή-όντος.

Ο,τι συμβαίνει στήν άπειρη θυμέλη τού Κόσμου, αποδίδεται μέσω τών αγαθών πού προσφέρονται στά πρωτογενή καί παντογενή στοιχεία τής Ζωής, ώς διαβεβαίωσις τού ανθρώπου ότι έχει κατανοήσει, αναδεχθή καί αναγνωρίσει τήν πραγματική, τήν γνησία λειτουργία καί τούς εσωτερικούς-κινητηρίους νόμους τής Υπάρξεως πού έχει τήν ούσιώδη αιτία της σέ αυτά καί σε ό,τι σημαίνουν αυτά.

Τό αντικείμενο τής προσφοράς συμβολίζει, λοιπόν, κατά τίς ειδικές του ιδιότητες, κάποια ή κάποιες όψεις τού αιωνίου Γίγνεσθαι, όπως αυτές προσωποποιούνται σέ κάθε θεό καί όπως φθάνουν νά καταλήγουν -στό στοιχειώδες καί τό άπειρο, στά ριζώματα τού Γίγνεσθαι. Ο δέ τόπος τής προσφοράς -αφανισμός μέσω τής παραδόσεως του στήν πλήρη αναλωσί του από κάποιο πρωτογενές στοιχείο-συστατικό καί αίτιο τού Είναι, δηλαδή από τό ύδωρ, τήν γή, τό πύρ, τόν άέρα, άπό κάποια στοιχειώδη βιολογική λειτουργία ώς βρώσιν, πόσιν, αναπνοή -επισφραγίζει τήν αναγκαιότητα τής μετατροπής τού όντος στήν έλαχίστη καί καθάρή του ουσία, ούτως ώστε νά δύναται νά συμμετάσχη ώς καθαρά δύναμις, ώς παλλομένη καρδία, στό μεγάλο πεδίο τού Γίγνεσθαι. Καί ό λόγος πού επιλέγονται ώς αντικείμενα τή θυσίας τά άριστα καί άψογα τού είδους τους είναι ή συμβολική απόδοσις αυτού πού πράγματι συμβαίνε: τό τέλειον καί άρτιον, είναι έκεινο πού έχει τήν ώριμότητα καί τήν ίκανότητα νά προαχθή άπό τό έπίπεδο τής άτομικής υπάρξεώς στό επίπεδο τού καθολικού, του όλου Γίγνεσθαι. Ώστε καί κατά τούτο, ή συμβατικη θυσία μιμείται τήν γνησία.

Κάθε τι πού διά τής θυσίας παραδίδεται στα αρχέγονα, κοσμογονικά στοιχεία καί στίς πρωτόγονες ζωτικές διεργασίες, αποτελεί περισσότερον από “άντίδωρο” πρός τίς ζωοφόρες δυνάμεις, διαπίστευσιν του δωρητού πρός τάς δυνάμεις αυτάς, ότι ενθυμείται, αναγνωρίζει καί τιμά τήν προέλευσιν, τα ποιητικά αίτια καί τήν πρώτη, τήν θεμέλιον φύσιν τής Ζωής.

Ή θυσία, είναι πράξις αναγνωρίσεως μεταξύ τών θεών καί τών ανθρώπων, διότι οί δεύτεροι με τόν τρόπο αύτό καταθέτουν πρός τούς πρώτους τό σημείον μιάς κοινής γνώσεως, μιάς κοινής αποδοχής, αύτής πού αφορά στήν φύσι τών πραγμάτων καί στήν Αλήθεια του κύκλου τών εξελικτικών διαδοχών τής Ζωής από τόν θάνατο και τό αντίστροφο.

Είναι, επίσης, διαβεβαίωσις ότι ό άνθρωπος ενθυμείται τήν κοινήν του πρός τά άλλα καταγωγήν, ότι αυτός ό ίδιος δέν θεωρεί τόν εαυτόν του παντοδύναμο κτήτορα του κόσμου, αλλά μέρος του Όλου καί συγγενή του Άλλου. Είναι λοιπόν, πράξις ομολογίας καί, επίσης, πράξις Σοφίας. Από δέ τό θυσιαζόμενον αγαθόν, μένει, ώς είπομεν, ή καθαρά του ουσία -τό άρωμα, ή θρεπτική δύναμις, ή ζωογόνος ισχύς (ή προκειμένου περί τών ηρωίκών πράξεων, ή σωτήριος ισχύς, ή καθαρτήριος ισχύς τών πράξεων αυτών), πού χαροποιούν καί ενδυναμώνουν τούς αποδέκτας περισσότερον άπό τά συνήθη ομοιά τους, επειδή τά θυσιαζόμενα έχουν προσλάβει τό καθαρόν πνεύμα καί τήν αγνήν πρόθεσιν τού δωρητού, -έχουν επομένως ενδυναμωθή τά ίδια ώς καθαγιασμένα διά τής καθαράς ψυχικής καί νοητικής δυνάμεως.

Είναι, επομένως, μεγίστης σημασίας, πράγματι, καί απολύτου βαρύτητος πράξις ιερά ή θυσία, καί καθόλου τυχαία ή συμπτωματική, άλλά έχουσα γνησίας Αληθείας προέλευσιν.